Η Μάχη της Χαιρώνειας


ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ  ΜΕΤΑ - ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη το 338 π.Χ. μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων του Κοινού των Βοιωτών, ηγέτιδα του οποίου ήταν η Θήβα, της Αθήνας, της Κορίνθου και άλλων ελληνικών πόλεων. Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β', μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο.


Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα. Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών, ιδιαίτερα της οπλιτικής φάλαγγας

Απαρχές του Πολέμου

Από την αρχή της ηγεμονικής του εξουσίας στη Μακεδονία, ο Φίλιππος έκανε σαφές ότι οι
επεκτατικές του βλέψεις είχαν ως κύριο στόχο τη Θράκη. Οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές, και ιδιαίτερα τα ορυχεία χρυσού του Παγγαίου, μπορούσαν να δώσουν μεγάλη ώθηση στην οικονομία της Μακεδονίας και να τον βοηθήσουν να ισχυροποιήσει την κρατική εξουσία μέσω ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, του οποίου οι οπλίτες θα είχαν σχεδόν επαγγελματική ενασχόληση με τον πόλεμο. Επιπλέον, η πρόσβαση στο Βόσπορο ήταν μια ακόμη επιθυμητή προοπτική, καθώς το θαλάσσιο εμπόριο με τις πλούσιες αποικίες της Μαύρης Θάλασσας άκμαζε εκείνη την περίοδο.

Η Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία απετέλεσε βασικά ένα πολυμερές αμυντικό σύμφωνο με κύριους σκοπούς την προστασία της ελευθερίας και της ακεραιότητας των ελληνικών κρατών από τις σπαρτιατικές επεμβάσεις και τη διατήρηση της βασιλείου ειρήνης του 386 π.Χ. Στην προσπάθεια να απαλειφθούν οι δυσάρεστες αναμνήσεις από το παρελθόν, οι συμμαχικές σχέσεις τοποθετήθηκαν απ' αρχής σε νέες βάσεις. Οι επιτυχείς επιχειρήσεις του αθηναϊκού στόλου υπό τον Χαβρία, το 376 π.Χ., και τον Τιμόθεο, το 375 π.Χ., εδραίωσαν την αθηναϊκή επιρροή στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου και του Ιονίου. Παράλληλα, το 375 π.Χ., οι Αθηναίοι συνήψαν διμερή συνθήκη με τον Αμύντα Γ΄, βασιλέα της Μακεδονίας, αποκομίζοντας ως πρόσθετο κέρδος τη δυνατότητα να προμηθεύονται από την επικράτειά του ξυλεία και ρητίνη για τον στόλο τους. Στον χάρτη σημειώνονται τα μέλη των αντιπάλων συνασπισμών κατά το 375 π.Χ., όταν με τη γενική αποδοκιμασία για τον σπαρτιατικό δεσποτισμό και με την αναγέννηση της αθηναϊκής δυνάμεως, η συμμαχία συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό μελών.


Η Β΄ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ


Ο ανταγωνισμός του Φιλίππου με την Αθήνα

Στις βλέψεις του αυτές ωστόσο ο Φίλιππος ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να έρθει αντιμέτωπος με την Αθήνα, η οποία είχε φροντίσει να ιδρύσει αποικίες στις πιο πλουτοφόρες περιοχές των θρακικών παραλίων (Αμφίπολη). Επιπλέον, η διορατική πολιτική των Αθηναίων είχε αποφέρει σημαντικές πολιτικές συμμαχίες με αυτόχθονες, αλλά και με άλλες ελληνικές πόλεις μέχρι και τον Ελλήσποντο.
Ο Συμμαχικός Πόλεμος (355 π.Χ.) της Αθήνας με αρκετά από τα μέλη της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, αποτέλεσε καίριο πλήγμα στο γόητρό της, το οποίο ο Φίλιππος εκμεταλλεύθηκε κατάλληλα. Μεταξύ του 355 και 353 π.Χ. οι δύο δυνάμεις έδιναν σποραδικές μάχες και ναυμαχίες στη θρακική χερσόνησο, με σκοπό την κατάληψη ή προστασία αντίστοιχα της Μαρώνειας και της Νεαπόλεως.
Η κατάσταση οξύνθηκε μετά το 352 π.Χ., καθώς οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να ανακτήσουν πολλές θέσεις τους στη Θράκη αλλά και να κλείσουν συνθήκη ειρήνης με τον ισχυρό Θράκα ηγεμόνα Κερσεβλέπτη. Με μια ταχεία εκστρατεία την ίδια χρονιά ο Φίλιππος κατόρθωσε να ανακτήσει τον έλεγχο της Θράκης, ενώ την επόμενη χρονιά εξαπέλυσε το στόλο του εναντίον αθηναϊκών κληρουχιών και του αθηναϊκού εμπορικού ναυτικού. Το φθινόπωρο του 351 π.Χ. ο Φίλιππος αποφάσισε να αποκόψει εντελώς τους Αθηναίους από την πρόσβαση στα στενά. Ζήτησε γι’ αυτό τη βοήθεια των συμμάχων του Βυζαντίων, οι οποίοι ωστόσο αρνήθηκαν με την αιτιολογία ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στους όρους της συμμαχίας τους. Ο Φίλιππος πολιόρκησε το Βυζάντιο.
Την κατάσταση όξυνε η απόφαση των Χαλκιδέων, που έλεγχαν πολιτικά μέσω των αποικιών τους και όλη την περιοχή της Χαλκιδικής, να ακυρώσουν τη συμμαχία τους με το Φίλιππο. Ο τελευταίος στράφηκε εναντίον των χαλκιδικών πόλεων, γεγονός που έκανε και την αντιμακεδονική παράταξη στην Αθήνα να αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου.



Η ΟΛΥΝΘΟΣ

Η κατάληψη και καταστροφή της Ολύνθου από το Φίλιππο (348 π.Χ.) αποτέλεσε σημαντική ήττα για τον αντιμακεδονικό συνασπισμό, καθώς ο μακεδόνας βασιλιάς εδραίωσε ολοκληρωτικά την εξουσία του σε μια εκτεταμένη περιοχή που έφτανε από τα Τέμπη ως τα Άβδηρα. Οι αθηναϊκές ενισχύσεις έφτασαν πολύ αργά, γεγονός που αποτέλεσε έκτοτε στίγμα για την αθηναϊκή πολιτική. Στην Αθήνα η αντιμακεδονική παράταξη διχάστηκε. Ορισμένοι, όπως ο Φιλοκράτης και ο Δημοσθένης, θέλησαν να κλείσουν συνθήκη ειρήνης, ενώ μια μικρή μερίδα «φιλοπόλεμων», όπως ο Υπερείδης, εξακολουθούσε να μη θέλει καμία διαπραγμάτευση.
Πράγματι το 346 π.Χ. συμφωνήθηκε η βραχύβια «Φιλοκράτειος Ειρήνη», με λιγότερα θετικά αποτελέσματα για τους Αθηναίους από τα αναμενόμενα.

Ο Γ ' Ιερός πόλεμος

Βασικό στοιχείο της πολιτικής του Φιλίππου ήταν τα πολλαπλά μέτωπα. Από τη μια πλευρά προσπαθούσε να ελέγξει τη Θράκη και πολεμούσε εναντίον των Αθηναίων και των Χαλκιδέων, ενώ παράλληλα διενεργούσε εκστρατείες εναντίον των Ιλλυριών και προσπαθούσε να ισχυροποιήσει τη θέση του στην κεντρική Ελλάδα. Στην τελευταία του αυτή προσπάθεια επωφελήθηκε ιδιαίτερα από τη χρόνια διαμάχη Βοιωτών και Φωκέων, που κατέληξε στον Γ’ Ιερό Πόλεμο.


Φωκικός πόλεμος

Κεντρικό σημείο τριβής ήταν ο έλεγχος της δελφικής αμφικτιονίας. Το ιερό αυτό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν τα περισσότερα ελληνικά έθνη, βρισκόταν αρχικά υπό τον έλεγχο των Θεσσαλών. Μετά τα Λεύκτρα όμως οι Βοιωτοί, και ιδιαίτερα οι Θηβαίοι, είχαν καταφέρει να ελέγχουν την πλειοψηφία. Ο έλεγχος της αμφικτιονίας είχε και πολιτικές προεκτάσεις, καθώς η αμφικτιονία μπορούσε να επιβάλει όρους και ποινές στις πόλεις που παρέβαιναν κάποιους ιερούς κανόνες.

Οι Βοιωτοί και οι Φωκείς ήταν εχθροί από παλαιά. Ωστόσο μετά τα Λεύκτρα οι πρώτοι είχαν κατορθώσει να ελέγξουν τους δεύτερους. Όταν όμως ο Επαμεινώνδας συγκέντρωνε δυνάμεις για την προέλαση στην Πελοπόννησο, πριν τη μάχη της Μαντίνειας, οι Φωκείς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, γεγονός που οι Θηβαίοι θεώρησαν «ανυπακοή». Οι ίδιοι οι Φωκείς ήθελαν να εντάξουν στο Κοινό τους την πόλη των Δελφών, πράγμα που επιθυμούσε και μερίδα των πολιτών στους ίδιους τους Δελφούς.
Το 356 π.Χ., με αφορμή την απαγωγή μιας πλούσιας Βοιωτής κόρης, το αμφικτιονικό συμβούλιο απείλησε τους Φωκείς με πόλεμο, αν εξακολουθούσαν να ενεργούν ενάντια στις αποφάσεις του. Οι Φωκείς, με επικεφαλής τον Φιλόμηλο και τον Ονόμαρχο, θέλησαν να κινηθούν πρώτοι και να καταλάβουν τους Δελφούς. Έτσι ξεκίνησε ο λεγόμενος Φωκικός Πόλεμος. Οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς, το μαντείο όμως έπαψε να χρησμοδοτεί, παρά τις διαβεβαιώσεις των Φωκέων ότι δεν επρόκειτο να θίξουν την αυτονομία και την περιουσία του.


Η Αποφασιστική Μάχη

Το 355 π.Χ. με αφορμή τα γεγονότα των Δελφών συγκλήθηκε σύνοδος της αμφικτιονίας στις Θερμοπύλες. Στη σύνοδο αυτή αποφασίστηκε η ένοπλη δράση εναντίον των Φωκέων. Την άνοιξη του 354 π.Χ. ο Φιλόμηλος νίκησε τους Λοκρούς και τους Θεσσαλούς, η επέμβαση των Βοιωτών όμως έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των αμφικτιονικών δυνάμεων. Ο Φιλόμηλος, τραυματισμένος, αυτοκτόνησε, αφού έχασε μεγάλο μέρος του στρατού του. Τη θέση του πήρε ο Ονόμαρχος, ο οποίος μάλιστα εξελίχθηκε σε τύραννο και τόλμησε να κατασχέσει ιερά αφιερώματα του μαντείου των Δελφών, λιώνοντας τα πολύτιμα μέταλλα και κόβοντας έτσι νομίσματα για να συγκροτήσει έναν ισχυρό μισθοφορικό στρατό.

 Το 353 π.Χ. οι Φωκείς δήωσαν τη Δωρίδα και επιτέθηκαν στη Βοιωτία, καταλαμβάνοντας τον Ορχομενό. Όταν όμως έφτασε στη Χαιρώνεια, με σκοπό να την καταλάβει, απωθήθηκε από τους Βοιωτούς. Παράλληλα, οι Θεσσαλοί, που δέχονταν επιθέσεις από τους τυράννους των Φερών, κάλεσαν το Φίλιππο σε βοήθεια.
Η αρχική επιτυχία του τελευταίου κάμφθηκε όταν ο Ονόμαρχος έστρεψε εναντίον του ένα σώμα 20.000 μισθοφόρων. Ο Φίλιππος υποχώρησε για να επιστρέψει πιο ισχυρός την άνοιξη του 352 π.Χ. Αρχικά στράφηκε εναντίων των Φερών, για να εξαλείψει τον κίνδυνο από τους συμμάχους αυτούς των Φωκέων. Κατόρθωσε να κατακτήσει τις Παγασές και να ελέγξει τον Παγασητικό κόλπο.

Η αποφασιστική μάχη με τους ίδιους τους Φωκείς όμως δόθηκε στο Κρόκιο πεδίο, σε μια πλατιά πεδιάδα, όπου το θεσσαλικό ιππικό μπορούσε να αναπτύξει όλη την ισχύ του. Οι δυνάμεις του Ονόμαρχου κατατροπώθηκαν, ενώ ο Φίλιππος απέκτησε πανελλήνιο γόητρο ως τιμωρός των ιερόσυλων και προστάτης της αμφικτιονίας. Όταν όμως ο Φίλιππος επιδίωξε να περάσει τις Θερμοπύλες για να εδραιώσει την εξουσία του στη νότια Στερεά Ελλάδα, συγκροτήθηκε εναντίον του ένας συνασπισμός από Σπαρτιάτες, Αθηναίους, Αχαιούς και τους Φωκείς του Φάυλλου, αδελφού του Ονόμαρχου. Μπροστά σε αυτόν το συνασπισμό ο Φίλιππος δεν αποτόλμησε καν τη διάβαση των Θερμοπυλών.

Με την απομάκρυνση του Φιλίππου όμως, και δεδομένου ότι αμέσως μετά αυτός εκστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών, μικρές εστίες πολέμου αναζωπυρώθηκαν. Φωκείς και Βοιωτοί εξακολούθησαν να αλληλοεπιτίθενται. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως το 346 π.Χ


Το τέλος του Γ’ Ιερού πολέμου και η αναγνώριση του Φιλίππου

Τη χρονιά εκείνη όμως, μόλις ο Φίλιππος έκλεισε με τους Αθηναίους τη Φιλοκράτειο Ειρήνη, κατευθύνθηκε ξανά προς τις Θερμοπύλες, όπου βρισκόταν φωκικό μισθοφορικό στράτευμα υπό τον Φάλαικο. Ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να μην αντισταθεί και να στραφεί με το μέρος του Φιλίππου, πράγμα που έπραξε. Ο Φίλιππος είχε πλέον στη διάθεσή του τους Φωκείς, δεν προχώρησε όμως ο ίδιος στην επιβολή κυρώσεων, παρά άφησε το έργο αυτό στο αμφικτιονικό συμβούλιο. Το φωκικό έθνος αποκλείστηκε από την αμφικτιονία και από τους ιερούς χώρους των Δελφών, οι φωκικές πόλεις καταστράφηκαν και τα όπλα και άλογα των Φωκέων κατασχέθηκαν.

Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Φίλιππο το συνέδριο τον έκανε μέλος της αμφικτιονίας και του ανέθεσε την προεδρία των Πυθίων του 346 π.Χ. ενώ στην πόλη των Δελφών στήθηκε χρυσό άγαλμα προς τιμήν του. Αθήνα και Σπάρτη δυσαρεστήθηκαν με τις εξελίξεις αυτές. Σύντομα εναντίον του Φιλίππου στράφηκε και η Θήβα, παρασύροντας το Βοιωτικό Κοινό, καθώς κάποιες ενέργειες του μακεδόνα θεωρήθηκε ότι έθιγαν πατρογονικά δικαιώματά τους.
Το 342 π.Χ. καταλύθηκε και η Φιλοκράτειος Ειρήνη με τους Αθηναίους, καθώς ο Φίλιππος είχε προβεί σε συμφωνία με τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’. Έχοντας έτσι εξασφαλίσει ότι οι Πέρσες δεν θα ενίσχυαν τους αντιπάλους του, και ιδιαίτερα τους Αθηναίους με τους οποίους βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις, ο Φίλιππος εξακολούθησε να διενεργεί ανενόχλητος επεμβάσεις σε διάφορες περιοχές της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Αυτή του η δράση όμως είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί ο αντιμακεδονικός συνασπισμός και να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στο Φίλιππο. Με την παρότρυνση κυρίως του Δημοσθένη οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τη συμμαχία των Ευβοέων, των Μεγαρέων, των Κορινθίων, των Αχαιών, των Ακαρνάνων, των Λευκαδίων, των Βυζαντίων, των Περινθίων κ.ά. Εκτός του συνασπισμού βρέθηκαν οι Αρκάδες, οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και οι Ηλείοι. Οι προσπάθειες του Φιλίππου να σπείρει διχόνοια μεταξύ Αθηναίων και Θηβαίων απέτυχαν.

Ο Δ' Ιερός Πόλεμος

Στις αρχές του 339 π.Χ. οι Αθηναίοι κήρυξαν και επίσημα τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου (ή κατ’ άλλους το φθινόπωρο του προηγούμενου) είχε συγκληθεί μια σύνοδος της αμφικτιονίας, κατά την οποία ο Αισχίνης, εκπροσωπώντας τους Αθηναίους, και για λόγους αντιπερισπασμού καθώς το συνέδριο φαινόταν να έχει εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα, ανέσυρε από τη λήθη μια παλιά απόφαση της αμφικτιονίας σύμφωνα με την οποία το Κρισαίο ή Κιρραίο πεδίο ήταν ιερό και έπρεπε να μένει ακαλλιέργητο.

Οι γειτονικοί με το πεδίο Αμφισσείς όμως είχαν με τον καιρό καταπατήσει την απόφαση αυτή και όχι μόνο είχαν διαμοιράσει το πεδίο σε καλλιεργούμενα αγροτεμάχια, αλλά είχαν κτίσει και αγροικίες. Οι κάτοικοι των Δελφών εξαγριώθηκαν και κατευθύνθηκαν στο Κρισαίο πεδίο καταστρέφοντας τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, αλλά σταμάτησαν μπροστά στους Αμφισσείς που πήγαν ένοπλοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η αμφικτιονία όρισε νέα πυλαία για να αποφασίσει για την τιμωρία των Αμφισσέων. Οι Αθηναίοι απείχαν από τη συνέλευση αυτή, και το ίδιο έκαναν και οι Θηβαίοι, των οποίων σύμμαχοι ήταν οι Αμφισσείς.

Το αμφικτιονικό συνέδριο συνήλθε τον Ιούνιο του 339 π.Χ. και κήρυξε τον πόλεμο στην Άμφισσα. Οι Αμφισσείς τότε κατόρθωσαν να αποφύγουν την κατά μέτωπο αντιπαράθεση, υποσχόμενοι να τιμωρήσουν τους ιερόσυλους. Τον επόμενο μήνα οι Θηβαίοι κατέλαβαν τη Νίκαια, την οποία θεωρούσαν πόλη των προγόνων τους και την οποία ο Φίλιππος είχε εκχωρήσει στους Θεσσαλούς.
Η ενέργεια αυτή των Θηβαίων έκανε τους Αμφισσείς να αναθαρρήσουν και να ανακαλέσουν τους εξόριστους ιερόσυλους πολίτες τους, θεωρώντας πως το Βοιωτικό Κοινό θα εμπόδιζε τους Θεσσαλούς και τις άλλες αμφικτιονικές δυνάμεις από το να τους τιμωρήσουν. 

Ωστόσο η Αμφικτιονία αντέδρασε άμεσα και έθεσε επικεφαλής των στρατευμάτων της το Φίλιππο. Αυτός είδε την περίσταση ως εξαιρετική ευκαιρία να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τους Αθηναίους και τους Θηβαίους. Ακολουθώντας ένα τέχνασμα παρέκαμψε τις Θερμοπύλες και μπήκε μέσα στη Φωκίδα ακολουθώντας μια διαδρομή από την Ηράκλεια Τραχινία στο Κυτίνιο της Δωρίδας και από εκεί στην Ελάτεια. 



Εκεί εγκατέστησε το στράτευμα  του και άρχισε να στέλνει πρεσβείες στις Φωκικές  πόλεις, αποσκοπώντας να τις πάρει με το μέρος του, προσφερόμενος μάλιστα να πληρώσει ο ίδιος το πρόστιμο που τους είχε επιβάλει η αμφικτιονία. Αφού προσεταιρίστηκε τους Φωκείς,  ο Φίλιππος προσπάθησε να κάνει το ίδιο και με τους Θηβαίους.

Οι απεσταλμένοι του όμως έφτασαν στη Θήβα ταυτόχρονα με την πρεσβεία των Αθηναίων, της οποίας ηγείτο ο ίδιος ο Δημοσθένης. Ο αθηναίος ρήτορας αποφάσισε να πλειοδοτήσει έναντι των Μακεδόνων και πρότεινε στους Θηβαίους να έχουν την αρχιστρατηγία στον πόλεμο, ενώ η Αθήνα θα κατέβαλε τα δύο τρίτα των πολεμικών δαπανών και θα έδινε οριστικά στους Βοιωτούς τον Ωρωπό, ενώ δεν θα είχε πλέον αξιώσεις να ξανακτιστούν οι Πλαταιές και οι Θεσπιές που είχαν κατεδαφιστεί από τους Θηβαίους.


Η τείχος από την ακρόπολη του Πανοπέα στην περιοχή της Χαιρώνειας.


Ο Χειμερινός Πόλεμος

Τα πνεύματα ήταν τόσο οξυμένα, ώστε η εκτόνωση μπορούσε να γίνει μόνο με άμεση ένοπλη σύγκρουση, παρά το γεγονός ότι το φθινόπωρο ήταν προχωρημένο. Στη Βοιωτία και την Αθήνα επιστρατεύθηκαν όλοι οι αξιόμαχοι πολίτες από 20 ως 50 ετών. Η συνολική δύναμη οπλιτών θα πρέπει να ήταν περί τις 20.000 και των ιππέων περί τους 1.500. Οι Αθηναίοι διέθεταν επιπλέον και περί τους 10.000 μισθοφόρους. Ένα τμήμα του στρατού αυτού κατέλαβε τους Παραποταμίους, ένα στενό πέρασμα κοντά στην Ελάτεια. Ένα δεύτερο τμήμα πήγε στην περιοχή της σημερινής Γραβιάς, ανάμεσα στο Κυτίνιον και την Άμφισσα.


Ο χειμώνας και η άνοιξη πέρασαν με αψιμαχίες μεταξύ των δύο παρατάξεων. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι ο Φίλιππος, του οποίου ο στρατός δεν είχε αναλάβει ακόμη από τη σκυθική εκστρατεία, δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγει νικηφόρο πόλεμο.Τον Ιούνιο όμως ο Φίλιππος ήταν πια έτοιμος να επιτεθεί. Πρώτο μέλημά του ήταν η κατάληψη της Άμφισσας. Για να μπορέσει να περάσει από τη Γραβιά χωρίς να σπαταλήσει δυνάμεις σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα: έστειλε επιστολή στον Αντίπατρο λέγοντας ότι εγκαταλείπει την εκστρατεία στην στερεά Ελλάδα για να στραφεί προς τη Θράκη όπου γίνονταν αναταραχές. 
Ο αγγελιαφόρος είχε σαφείς οδηγίες να αφήσει να συλληφθεί από τους αντιπάλους. Οι επικεφαλής των μισθοφορικών στρατευμάτων, Χάρης και Πρόξενος, εξαπατήθηκαν και απέσυραν τα στρατεύματά τους. Τότε ο Φίλιππος προέλασε ταχύτατα, μπήκε στη Φωκίδα, κατέλαβε την Άμφισσα και κατευθύνθηκε στη Ναύπακτο, την οποία επίσης κατέλαβε για λογαριασμό των συμμάχων του, Αιτωλών.
Από τη Ναύπακτο ο Φίλιππος έστειλε ένα μέρος του στρατού του εναντίον των Δελφών με σκοπό να εισβάλει στη Βοιωτία.



Οι συνασπισμένοι Αθηναίοι και Βοιωτοί αποφάσισαν, δεδομένης της κατάστασης, να συμπτύξουν τα στρατεύματά τους στη στενή πεδιάδα της Χαιρώνειας, καθώς από εκεί θα περνούσαν οι Μακεδόνες για να εισχωρήσουν στη Βοιωτία, ακολουθώντας το ρου του βοιωτικού Κηφισού. Η τοποθεσία ήταν ιδεώδης, καθώς από το όρος Θούριο, στις υπώρειες του οποίου ήταν κτισμένη η Χαιρώνεια, ως τον Κηφισό μεσολαβούσαν μόνο 2 χιλιόμετρα γης, έκταση αρκετή για μάχη σε παράταξη, αλλά στενή για την πλήρη ανάπτυξη του ιππικού.




Η Μάχη της Χαιρώνειας

Όταν ο μακεδονικός στρατός έφτασε στη Χαιρώνεια τον Αύγουστο του 338 π.Χ. βρήκε τους αντιπάλους παραταγμένους ως εξής: Το αριστερό κέρας καταλάμβαναν οι Αθηναίοι. Στο κέντρο βρίσκονταν συμμαχικές δυνάμεις αποτελούμενες από Αχαιούς, Κορινθίους, Φωκείς, Ευβοείς και Μεγαρείς, καθώς και από μισθοφόρους των Αθηναίων. Το δεξί κέρας αποτελούντων από τους Βοιωτούς υπό την ηγεσία του Βοιωτάρχη τους, του Θεαγένη. Στα άκρα δεξιά, στις όχθες του Κηφισού, είχε παραταχθεί το άνθος των Θηβαίων, ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 300 ειδικά εκπαιδευμένους νέους. Μια σύγχρονη εκτίμηση των δυνάμεων θα ήταν περί τους 35.000 οπλίτες και 2.000 ιππείς από τη μεριά των συμμάχων και 30.000 Μακεδόνες φαλαγγίτες με 2.000 Μακεδόνες ιππείς.



Ο Φίλιππος παρέταξε τα στρατεύματά του ως εξής: Απέναντι από τους Αθηναίους τοποθέτησε το τμήμα των επίλεκτων φαλαγγιτών, των υπασπιστών, του οποίου είχε ο ίδιος την ηγεσία. Απέναντι στους Θηβαίους τοποθετήθηκαν τμήματα πεζεταίρων καθώς και το βαρύ ιππικό με επικεφαλής τον δεκαοκτάχρονο τότε γιο και διάδοχο του μακεδονικού θρόνου, τον Αλέξανδρο. Τέλος μακεδονικές φάλαγγες παρατάχθηκαν στο κέντρο απέναντι από τους ετερογενείς συμμάχους.




Η αθηναϊκή παράταξη αντιμετώπιζε πρόβλημα ηγεσίας, καθώς ο εμπειροπόλεμος Χάρης είχε τοποθετηθεί επικεφαλής των μισθοφόρων, ενώ σε νευραλγική θέση, επικεφαλής των Αθηναίων οπλιτών βρισκόταν κάποιος Στρατοκλής, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος προφανώς δεν διέθετε τη στρατιωτική ικανότητα που απαιτούσε η περίσταση. Στη μάχη ο Φίλιππος εκμεταλλεύθηκε τα διδάγματα που ο είχε ο ίδιος λάβει ως νεαρός, όταν ζούσε στη Θήβα και πολεμούσε στο πλευρό του Επαμεινώνδα. Ο ίδιος με τους υπασπιστές του κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον των Αθηναίων, αλλά σύντομα άρχισε να υποχωρεί, προκαλώντας τους Αθηναίους να τον καταδιώξουν. Ο Στρατοκλής δεν κατάλαβε το τέχνασμα. Παρακινούσε μάλιστα, σύμφωνα με μια μαρτυρία, τους στρατιώτες του να ακολουθήσουν το στράτευμα του Φιλίππου ώσπου να φτάσουν στη Μακεδονία.


Οι σύμμαχοι ακολούθησαν τις κινήσεις των Αθηναίων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ρήγμα με το δεξί κέρας, και η Θηβαϊκή φάλαγγα έμεινε απροστάτευτη. Στο ρήγμα αυτό εισχώρησε ορμητικά το ιππικό του Αλέξανδρου, σπρώχνοντας τους Θηβαίους προς τον Κηφισό. Τα συμμαχικά στρατεύματα του κέντρου, που κινούνταν ΒΔ μαζί με τους Αθηναίους, έχασαν τον έλεγχο βλέποντας την εξέλιξη αυτή, και άρχισαν να υποχωρούν με νότια κατεύθυνση. Τη στιγμή εκείνη ο Φίλιππος διέταξε αντεπίθεση, και οι υπασπιστές του κατόρθωσαν να αποκλείσουν το αθηναϊκό στράτευμα στο φαράγγι που σχημάτιζε στις υπώρειες του Θούριου ο παραπόταμος του Κηφισού, Αίμων.

Το όνομα του ποταμού θεωρείται ότι προέρχεται από το αίμα που κύλησε τότε από τους Αθηναίους, που έχασαν τουλάχιστον 1.000 άνδρες και άφησαν πίσω 2.000 αιχμαλώτους. Από το υπόλοιπο στράτευμα κάποια τμήματα του κέντρου και του δεξιού κέρατος κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τη Λεβαδεία, ενώ ο Ιερός Λόχος παρέμεινε στη θέση του, πέφτοντας μέχρις ενός.


ο Λέων της Χαιρώνειας που εγέρθηκε από τους Θηβαίους
στη μνήμη των νεκρών τους.


Η ταφή των νεκρών

Μετά την καταφανή του νίκη, ο Φίλιππος δεν συνέχισε την καταδίωξη των αντιπάλων. Συγκέντρωσε τους Μακεδόνες νεκρούς και, αφού έκαψε τα πτώματα στην πυρά, μαζί με τον οπλισμό τους, έθαψε τα οστά και τα υπολείμματα σε πολυάνδριο, δηλαδή ομαδικό τάφο, στις όχθες του Κηφισού. Αρχικά δεν ήθελε να δώσει άδεια να ταφούν οι νεκροί των Βοιωτών. Τελικά όμως ενέδωσε. Οι Θηβαίοι έθαψαν τους νεκρούς τους δικούς τους και των συμμάχων τους σε άλλο πολυάνδριο, κοντά στον οικισμό, και έστησαν επάνω του έναν τεράστιο μαρμάρινο λέοντα, το γνωστό και σήμερα Λέοντα της Χαιρώνειας  . [ Αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στο πεδίο της μάχης, στην περιοχή κάτω από το Λιοντάρι της Χαιρώνειας, αποκάλυψαν 254 σκελετούς ανδρών, πιθανά τους νεκρούς του Ιερού Λόχου. Από αυτούς, δύο είχαν αποτεφρωθεί και οι υπόλοιποι απλά ενταφιαστεί. [- Krentz, Peter. Συμβολή στο The Cambridge History of Greek and Roman Warfare - Volume I: Greece, the Hellenistic World and the Rise of Rome (ed. P. Sabin, H. Van Vees, M. Witby), Cambridge University Press, 2007, σ.175.]

Χαιρώνεια -Αρχαία κρήνη στο βάθος επί του λόφου η ακρόπολη και από κάτω οι σκαλιστές στον βράχο κερκίδες του θεάτρου( Φωτ. Αργ. Δαγκλιάς) 


Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ .

Ο Αλέξανδρος πήρε μέρος επίσης στη μάχη της Χαιρώνειας,  Λένε μάλιστα πως πρώτος διέσπασε τις γραμμές του ιερού λόχου των Θηβαίων. Τότε για πρώτη φορά, ο Αλέξανδρος συνόδεψε τον πατέρα του στη Χαιρώνεια και από τότε και στο εξής συμμετέχει κι αυτός ενεργά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι σύμμαχοι είχαν στρατοπεδεύσει σ’ έναν ναό κοντά στον Κηφισό ποταμό και κάποια μεγάλη βελανιδιά κοντά στη μια του όχθη, αργότερα έλεγαν ότι ήταν η σκηνή του Αλεξάνδρου. Ακόμα και στις μέρες μας, (λέει ο Πλούταρχος) δείχνουν κοντά στον Κηφισό μια βελανιδιά που την ονομάζουν ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Κάτω από εκείνο το δέντρο τότε είχε τη σκηνή του ο Αλέξανδρος. Εκεί κοντά βρίσκεται και το «ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟ» (ο κοινός τάφος) των Μακεδόνων.


Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΣ

«Ιερές σκιές των νεκρών, για τη σκληρή και αποτρόπαιη μοίρα σας δεν είμαι αίτιος εγώ,
 αλλά ο καταραμένος ΔΙΧΑΣΜΟΣ, που ώθησε αδελφικά έθνη και ομόφυλους λαούς να σηκώσουν φονικό χέρι,
 ο ένας εναντίον του άλλου. Όχι μόνον δεν χαίρομαι για τη νίκη εναντίον σας τώρα,
αλλά αντίθετα λυπάμαι που δεν ευτύχησα να σας έχω ζωντανούς
 και συσπειρωμένους γύρω μου, αφού μάλιστα μας συνδέει
Η ΙΔΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, Η ΙΔΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΟΘΟΙ.
Επαινώ την ανδρεία σας, αλλά θα ήθελα να σας φανώ χρήσιμος σε άλλη περίσταση.
Χαίρετε (να χαίρεστε) λοιπόν στις κατοικίες του Άδη!
Χαίρετε γενναίοι πολεμιστές.


Η τιμωρία των αντιπάλων

Ο Φίλιππος υπήρξε αμείλικτος απέναντι στους Θηβαίους, στάθηκε όμως πιο επιεικής απέναντι στις βοιωτικές πόλεις, που έσπευσαν να συνθηκολογήσουν μετά την ήττα τους. Εγκατέστησε φρουρά στην Καδμεία, κατέστησε αυτόνομες τις Πλαταιές και τον Ορχομενό με τις γύρω περιοχές τους, επέστρεψε τον Ωρωπό στους Αθηναίους. Στις περισσότερες βοιωτικές πόλεις, όπως και στη Θήβα, εγκαθιδρύθηκαν φιλομακεδονικά καθεστώτα ολιγαρχικού χαρακτήρα. Το Κοινό των Βοιωτών δεν διαλύθηκε, αλλά ο ρόλος της Θήβας μέσα σε αυτό εκμηδενίστηκε.

Η Αθήνα περίμενε αντίστοιχη αντιμετώπιση. Γι’ αυτό, μόλις έφτασε η είδηση της ήττας, σήμανε νέα επιστράτευση όλων των πολιτών ως 60 ετών, ενώ, κατόπιν πρότασης του Υπερείδη, αποφασίστηκε να δίνονται πολιτικά δικαιώματα σε μετοίκους και ελευθερία σε δούλους που θα ήθελαν να πολεμήσουν. Σύντομα όμως άρχισαν να επικρατούν πιο φιλειρηνικές προτάσεις. Ο φανατικός αντι-φιλιππικός στρατηγός Χαρίδημος αντικαταστάθηκε από τον μετριοπαθέστερο Φωκίωνα. Μέλημα τώρα ήταν η απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Φαίνεται όμως πως και ο Φίλιππος, ο οποίος επί τρεις ημέρες μετά τη μάχη ήταν αδιάλλακτος και χλευαστικός προς τους ηττημένους αντιπάλους, τελικά άρχισε να κάμπτεται και να αποζητά την επάνοδο της ειρήνης. Έκαψε με τις δέουσες τιμές τους νεκρούς Αθηναίους και απελευθέρωσε το ρήτορα Δημάδη που ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων, προκειμένου να ζητήσει διαπραγμάτευση με την Αθήνα. Πράγματι σύντομα επέστρεψε πρεσβεία αποτελούμενη από το Φωκίωνα, τον Αισχίνη και τον ίδιο το Δημάδη και η οποία δέχθηκε τις αξιώσεις του Μακεδόνα που δεν ήταν εξωφρενικές: ο Φίλιππος ζητούσε από τους Αθηναίους μόνο να λύσουν τις συμμαχίες τους και να παραιτηθούν από τις αξιώσεις τους στη Χερσόνησο. Σε αντάλλαγμα τους έστελνε την τέφρα των νεκρών τους, απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους και τους εκχωρούσε τον Ωρωπό. Οι μακεδονικοί όροι έγιναν δεκτοί με ανακούφιση.
Ως προς τους άλλους συμμάχους, ο Φίλιππος αξίωσε αλλαγή των κυβερνώντων με δηλωμένους φιλομακεδόνες  και σε μερικές περιπτώσεις εξορία όσων πολέμησαν στη Χαιρώνεια.

Η νέα τάξη στην Ελλάδα

Μετά τη Χαιρώνεια, ο Φίλιππος προχώρησε νότια. Κατέλαβε την Κόρινθο και επέτρεψε στις πόλεις εκείνες της Πελοποννήσου που είχαν ακολουθήσει φιλομακεδονική πολιτική να διαμελίσουν τις κτήσεις των Σπαρτιατών παίρνοντας η καθεμιά τα εδάφη που εποφθαλμιούσε. Παράλληλα ο Φίλιππος προέβη σε ενέργειες στα πλαίσια της Αμφικτιονίας (οικοδομική δραστηριότητα στην Ανθήλη,  ανοικοδόμηση ναού Απόλλωνα στους Δελφούς), ενώ τήρησε την υπόσχεσή τους προς τους Φωκείς για μείωση του προστίμου τους.
Ο διαλλακτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τους πρώην αντιπάλους του αιτιολογείται από τα νέα σχέδια που είχαν αρχίσει να μορφοποιούνται στο φιλόδοξο μυαλό του. Ο Φίλιππος ήθελε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων προκειμένου να στραφεί εναντίον της Περσίας. Η φιλοδοξία του αυτή διατυπώθηκε σαφέστερα στις αρχές του 337 π.Χ. στη σύνοδο της Κορίνθου, στην οποία είχε καλέσει όλα τα ελληνικά κράτη. Η σύνοδος πράγματι κατέληξε στη δημιουργία του «Κοινού των Ελλήνων», ενός υπερκρατικού οργανισμού με στόχο την επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά.
Ωστόσο ο Φίλιππος δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το μακρόπνοο σχέδιό του. Ο θάνατος τον βρήκε την επόμενη χρονιά από το χέρι του Παυσανία, ενός από τους βασιλικούς εταίρους.


Οι πρωταγωνιστές

Δημοσθένης

Ο Δημοσθένης (384-322 π.Χ.) ήταν ίσως ο κορυφαίος Αθηναίος ρήτορας της ύστερης κλασικής εποχής. Η πολιτική του συμπεριφορά αλλά και οι πολιτικοί του λόγοι αποτελούν την επιτομή της προσπάθειας της Αθήνας να διατηρήσει την αίγλη και την υπερηφάνειά της κατά την αυγή των αυτοκρατοριών. Ήταν τέτοια η καλλιέργεια και η δύναμη του λόγου που μπορούσε να χρησιμοποιεί τα εκφραστικά μέσα και τα επιχειρήματά του πραγματικά κατά βούληση.

Ο Δημοσθένης καταγόταν από πλούσια οικογένεια των Αθηνών. Ο πατέρας του, ωστόσο, πέθανε όταν ο ίδιος ήταν επτά χρονών και οι κηδεμόνες του καταχράστηκαν την περιουσία του. Ήταν η επιθυμία του να διεκδικήσει πίσω αυτά που του ανήκαν που τον έσπρωξε στη ρητορική. Με μια σειρά από δικανικούς λόγους στράφηκε εναντίον των καταχραστών, αποκομίζοντας, εκτός από ένα μέρος της περιουσίας του, που του επιδικάστηκε, και μεγάλη φήμη για τη ρητορική του δεινότητα. ΄Ετσι άρχισε να εργάζεται ως λογογράφος για δικαστικές υποθέσεις, ειδικά αστικού δικαίου.
Περί το 355 άρχισε για πρώτη φορά να ασχολείται με δίκες που αφορούσαν γενικότερα κρατικές υποθέσεις. 

Η ενασχόλησή του με τα κοινά έγινε εντονότερη περί τα μέσα της δεκαετίας του 340, όταν άρχισε και ο ίδιος να εκφωνεί λόγους με πολιτικό περιεχόμενο προς την εκκλησία του δήμου. Στόχος του ήταν κυρίως ο Φίλιππος της Μακεδονίας, η επεκτατική του πολιτική και η διαμόρφωση της στάσης που έπρεπε να ακολουθήσει η Αθήνα. Από το βήμα του ρήτορα προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει τους Αθηναίους και να τους προτρέψει να βελτιώσουν την πολεμική τους προπαρασκευή και ετοιμότητα και μάλιστα να αναλάβουν ηγετική θέση σε συνασπισμούς και με άλλες ελληνικές πόλεις. 

Οι κυριότεροι λόγοι του της περιόδου αυτής είναι οι τρεις Ολυνθιακοί, που χρονολογούνται στο 349 π.Χ. και αφορούν την ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης της Ολύνθου στις ακτές της Χαλκιδικής, και οι τέσσερις Φιλιππικοί, που εκφώνησε στη διάρκεια μιας δεκαετίας (351-341 π.Χ.), με τους οποίους προσπαθούσε να στρέψει τους Αθηναίους κατά του Μακεδόνα βασιλιά.
Με την οριστική επικράτηση των Μακεδόνων όμως, η φιλομακεδονική παράταξη μπόρεσε να περάσει στην αντεπίθεση και ο Δημοσθένης καταδικάστηκε σε θάνατο, έφυγε στην Καλαυρία και εκεί υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 321 π.Χ.

Χάρης

Ο Χάρης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και μακροβιότερους στρατηγούς των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο το 367 π.Χ. όταν προσέφερε υποστήριξη στον Φλειούντα, ο οποίος πολιορκούνταν από τις δυνάμεις των Αργείων και των Σικυωνίων.  Στη συνέχεια έπεσε σε δυσμένεια, καθώς η ενίσχυσή τους προς τους ολιγαρχικούς της Κέρκυρας είχε σαν αποτέλεσμα η τελευταία να αποσχιστεί από τη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 357 π.Χ, ωστόσο επανεξελέγη στρατηγός και ηγήθηκε του αθηναϊκού αγήματος που εγκαταστάθηκε στη Χερσόνησο. Κατά το Συμμαχικό Πόλεμο ηγήθηκε της ανεπιτυχούς πολιορκίας της Χίου. Το 354 π.Χ. νίκησε στη Θράκη ένα τμήμα του μακεδονικού στρατού, ενώ την επόμενη χρονιά κατόρθωσε να ξανακερδίσει τη Σηστό. Επίσης το 349/8 π.Χ. ηγήθηκε της δύναμης που έστειλε –με καθυστέρηση- η Αθήνα για να ενισχύσει την πολιορκούμενη  από το Φίλιππο Β’ Όλυνθο. Μεταξύ του 347 και του 338 π.Χ. ανέλαβε κατά καιρούς στρατηγίες σε αποστολές στο χώρο του βορείου Αιγαίου. Στη μάχη της Χαιρώνειας ήταν επικεφαλής τμήματος μισθοφόρου στο κεντρικό κέρας των συμμαχικών δυνάμεων. Μετά την προέλαση προς νότο του Μ.Αλεξάνδρου και την καταστροφή της Θήβας ο Χάρης διέφυγε στη Μικρά Ασία, τελικά όμως υποτάχθηκε στο Μακεδόνα ηγεμόνα περί το 332 π.Χ. Υπολογίζεται ότι πέθανε περί το 324 π.Χ.

Δημάδης

Ο ρήτορας Δημάδης ήταν γιος του Δημέα και καταγόταν από το δήμο της Παιανίας. Γεννήθηκε περί το 380 π.Χ. Αρχικά ασχολήθηκε με τη ναυτιλία, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, αλλά σύντομα στράφηκε προς την πολιτική. Βρέθηκε ως οπλίτης στη μάχη της Χαιρώνειας και πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους 2.000 Αθηναίους. Λέγεται ότι, καθώς έβλεπε το Φίλιππο Β’ να χλευάζει τους αντιπάλους του και να αρνείται την ταφή των νεκρών Θηβαίων, ήταν αυτός που με φιλοσοφικό λόγο τον έπεισε να γίνει πιο διαλλακτικός. 

Μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ο Δημάδης επέστρεψε στην Αθήνα και έγινε ένας από τους ηγέτες της φιλομακεδονικής παράταξης. Από τη θέση αυτή μεσολάβησε προς τον Αλέξανδρο για επιεική μεταχείριση της Αθήνας μετά την καταστροφή της Θήβας το 335 π.Χ., εμπόδισε την Αθήνα να υποστηρίξει τον Άγι Γ’ και αντίθετα στήριξε την απόδοση θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο το 323 π.Χ. 

Μετά το Λαμιακό πόλεμο (322 π.Χ.) συμφώνησε με τον Αντίπατρο τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Μεταξύ των όρων ήταν και η καταδίκη του Δημοσθένη, ο οποίος εξορίστηκε στην Καλαυρία και αυτοκτόνησε εκεί. Τρία χρόνια αργότερα όμως ο ίδιος και ο γιος του Δημάδης κατηγορήθηκαν για προδοτική συμπεριφορά και εκτελέστηκαν από τον Κάσσανδρο. Από το συγγραφικό του έργο δεν σώζεται σχεδόν τίποτε.


Φίλιππος Β΄

Ο Φίλιππος Β’ ήταν γιος του βασιλιά Αμύντα Γ’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Ευρυδίκης. Γεννήθηκε στην Πέλλα περί το […] Σε νεαρή ηλικία (368-365 π.Χ.) έζησε ως αιχμάλωτος στη Θήβα, όπου όμως είχε την ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τη στρατιωτική διάνοια του Επαμεινώνδα, από την οποία διδάχθηκε πολλά. Αναρρήθηκε στο θρόνο της Μακεδονίας το 359 π.Χ., αρχικά ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου Αμύντα Δ΄, σύντομα όμως κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως νόμιμος βασιλιάς.

Αναδιοργάνωσε το μακεδονικό στρατό εισάγοντας τη φάλαγγα, η οποία διέφερε αρκετά από την οπλιτική φάλαγγα των υπόλοιπων  ελληνικών πόλεων-κρατών. Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι οι φαλαγγίτες ασκούνταν καθημερινά σχεδόν σε επαγγελματική βάση, ενώ ήταν οπλισμένη με ένα πολύ μακρύ δόρυ, τη σάρισα, με το οποίο μπορούσε να αντιμετωπισθεί και το ιππικό. Με ένα τέτοιο στράτευμα ο Φίλιππος ξεκίνησε μια σειρά εκστρατευτικών ενεργειών με στόχο αρχικά την κατάληψη της Θράκης, αργότερα όμως και των Ιλλυριών και των Δαρδάνων και, τέλος, την καθυπόταξη των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων.
Το 337 π.Χ. συγκάλεσε σύνοδο όλων των ελληνικών πόλεων στην Κόρινθο και ίδρυσε το «Κοινό των Ελλήνων», με σκοπό την διοργάνωση εκστρατείας εναντίον των Περσών. Συνήψε πολλούς γάμους, με γνώμονα κυρίως τη σύναψη δυναστικών δεσμών με βασιλικά φύλα άλλων περιοχών. Από το γάμο του με τη Μυρτάλη των  Μολοσσών, την οποία μετονόμασε σε Ολυμπιάδα, απέκτησε το διάδοχό του Αλέξανδρο Γ’ και την Κλεοπάτρα. Πέθανε το 336 π.Χ. δολοφονημένος από ένα εκ των υπασπιστών του, τον Παυσανία.



Αλέξανδρος Γ΄

Ο Αλέξανδρος ήταν γιος του βασιλιά Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών. Γεννήθηκε το 356 π.Χ. Η εφηβεία του σημαδεύτηκε από το δάσκαλό του, το φιλόσοφο Αριστοτέλη. Από τους μετέπειτα συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη βιογραφία του Αλέξανδρου παραδίδονται πολλές ανεκδοτολογικές ιστορίες που διαγράφουν το χαρακτήρα του διαδόχου, προοιωνίζοντας το μεγαλείο που θα ακολουθούσε. Η γνωστότερη ήταν αυτή που τον ήθελε να δαμάζει ένα άγριο άλογο, το Βουκεφάλα, χρησιμοποιώντας την παρατηρητικότητα αλλά και τη γενναιότητά του.
Το 338 π.Χ. ο Αλέξανδρος, δεκαοχτώ μόλις χρονών, συμμετέσχε για πρώτη φορά ενεργά σε εκστρατεία. Βρέθηκε επικεφαλής του μακεδονικού ιππικού στη μάχη της Χαιρώνειας.  Σύμφωνα με το σχέδιο του Φιλίππου, μόλις δημιουργήθηκε ρήγμα στις γραμμές των αντιπάλων, ο Αλέξανδρος εισόρμησε και κατέκοψε το δεξί κέρας των συμμάχων, ιδιαίτερα τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων.
Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου ανέλαβε τα ηνία της Μακεδονίας. Με μια εκστρατεία-αστραπή στην Κεντρική Ελλάδα επανέφερε στο άρμα της Μακεδονίας κάποιες από τις πόλεις που είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται από το Κοινό των Ελλήνων. Ιδιαίτερα σκληρή υπήρξε η τιμωρία του απέναντι στη Θήβα, την οποία ισοπέδωσε. Στη συνέχεια στράφηκε προς την ανατολή, συνεχίζοντας τα σχέδια του πατέρα του.
Μια σειρά από νικηφόρες μάχες τον έκαναν κύριο της Μικράς Ασίας και στη συνέχεια της Περσικής αυτοκρατορίας. Προσπάθησε να εδραιώσει πολιτική πολιτισμικής όσμωσης μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών υπηκόων του, πράγμα που αρκετοί Μακεδόνες δεν μπορούσαν να δεχτούν. Πέθανε πολύ νέος στα 323 π.Χ. και το τεράστιο κράτος που είχε δημιουργήσει διαμελίστηκε μεταξύ των στρατηγών του, των λεγόμενων «διαδόχων», δημιουργώντας τα ελληνιστικά βασίλεια.
Ιππικό
Το μακεδονικό ιππικό αποτελούνταν από δύο τμήματα: αυτό των Εταίρων, που απαρτιζόταν από ευγενείς μακεδόνες, και αυτό των Θεσσαλών. Το ιππικό των «Εταίρων» (=συντρόφων) ήταν χωρισμένο σε 8 ίλες. Κάθε ίλη είχε 200 ιππείς, εκτός από αυτήν του βασιλιά που είχε 300 ιππείς. Οι ιππείς φορούσαν μεταλλική εξάρτυση (θώρακα, περικνημίδες, κράνος) και κρατούσαν μια λόγχη μήκους 3 μέτρων, το «ξυστόν».
Οι Θεσσαλοί ιππείς έφεραν κοντύτερη λόγχη και είχαν χαλαρότερο σχηματισμό. Οι πολεμικές ίλες του ιππικού περιβάλλονταν από ελαφρύτερο ιππικό, τους «Προδρόμους», που έφεραν ίσως ασπίδες και βοηθητικό υλικό για αναγνωριστικές εφόδους. Σε περίπτωση ανάγκης κατά την επίθεση όμως έπαιρναν και αυτοί μακριές λόγχες.



Πεζικό

Οι «πεζέταιροι» (=πεζοί σύντροφοι) του μακεδονικού στρατού προέρχονταν τόσο από την ίδια τη Μακεδονία όσο και από τις προσαρτημένες επαρχίες της. Κάθε επαρχία όφειλε να δίνει μία τάξη,  πεζεταίρων, αποτελούμενη από περίπου 1500 άνδρες (αν και ο αριθμός προφανώς δεν παρέμενε σταθερός). Θεωρείται ότι τα σώματα των πεζεταίρων προσάρμοζαν τον οπλισμό και την εξάρτυσή τους ανάλογα με την εκάστοτε πολεμική τακτική. Έτσι, άλλοτε κρατούσαν ακόντια, άλλοτε κοντά δόρατα και άλλοτε τη γνωστή σάρισσα.




Η μακεδονική φάλαγγα είχε την καταγωγή της στην οπλιτική φάλαγγα την οποία ο Φίλιππος Β΄ είχε την ευκαιρία να μελετήσει όταν ζούσε αιχμάλωτος στη Θήβα υπό τον Επαμεινώνδα. Οι φαλαγγίτες ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, που ασκούνταν καθημερινά, και γι’ αυτό υπερτερούσαν έναντι των πολιτών-οπλιτών. Κάθε φάλαγγα αποτελούνταν από 16 επί 16 σειρές στρατιωτών. Στην αρχή και το μέσον κάθε στήλης υπήρχε ένας αρχηγός.




Ο βασικός οπλισμός των στρατιωτών της φάλαγγας ήταν η σάρισσα, ένα δόρυ μήκους 6 περίπου μέτρων, το οποίο θεωρείται ότι κρατούσαν με τα δύο χέρια κατά την πορεία. Στη βάση κάθε σάρισσας υπήρχαν ένας ή δύο σαυρωτήρες, δηλαδή αιχμηρά στηρίγματα για να ακουμπούν με ασφάλεια τη σάρισσα στο έδαφος όταν σταματούσαν. Κατά την επίθεση οι πέντε πρώτες σειρές στρατιωτών κρατούσαν τις σάρισσες προτεταμένες προς τον εχθρό, σχηματίζοντας έτσι ένα δάσος από αιχμές δοράτων.

Όπως προκύπτει από τις περιγραφές αλλά και τα αρχαιολογικά δεδομένα, φαίνεται πως μόνον οι πρώτες σειρές ( ή η πρώτη σειρά) φορούσε θώρακα μεταλλικό. Οι υπόλοιποι στρατιώτες της φάλαγγας φορούσαν θώρακα από δέρμα ή πυκνά υφασμένο λινό (όπως αυτός που εικονίζεται στη λεγόμενη «σαρκοφάγο του Αλέξανδρου»). Η εξάρτυσή τους συμπληρωνόταν με περικνημίδες και μεταλλικά κράνη, ενώ το αν κρατούσαν ασπίδες και τι είδους είναι υπό συζήτηση. Πιθανόν έφεραν μικρές σχετικά ασπίδες που κρέμονταν από τον ώμο τους, όπως και τα κοντά και κάπως γυριστά στο άκρο σπαθιά τους.





Οι επίλεκτοι ανάμεσα στους πεζέταιρους αποτελούσαν το σώμα των υπασπιστών  (που αργότερα ονομάζονταν και αργυράσπιδες), οι οποίοι αριθμούσαν 3.000 χωρισμένοι σε σώματα των 1000. Όπως φανερώνει το όνομά τους το διακριτικό τους ήταν οι στρογγυλές μεγάλες ασπίδες που έφεραν. Σε διάταξη μάχης τοποθετούνταν στα δεξιά του πεζικού, σε θέση τιμητική και επικίνδυνη, προκειμένου να εξοστρακίζουν τα εχθρικά βέλη. Επίσης χρησιμοποιούνταν σε ειδικές αποστολές.



Οπλισμός των Ιερολοχιτών

Οι ιερολοχίτες, καθώς αποτελούσαν την αιχμή του θηβαϊκού δόρατος, θα περίμενε κάποιος να έχουν άρτιο εξοπλισμό. Tηv εποχή αυτή, στους στρατούς «εκ πολιτών» θεωρούνταν ως δεδομένο ότι κάθε πολίτης θα έφερνε στη μάχη το δικό του οπλισμό Στην πραγματικότητα, στις δημοκρατικές πόλεις, το είδος του οπλισμού που μπορούσε να προμηθευτεί ένας πολίτης, καθόριζε και τη θέση του στην κοινωνία. Οι οπλίτες ήταν κατά βάση η μέση τάξη, οι μικροκαλλιεργητές και οι επαγγελματίες, που είχαν τα οικονομικά μέσα για να προμηθευτούν και να συντηρήσουν την ακριβή οπλιτική πανοπλία. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε αρχικά, αφού αργότερα οι κοινωνικές διαιρέσεις παγιοποιήθηκαν.

Οι Θηβαίοι, όπως και οι άλλοι Έλληνες, εξοπλίζονταν με μία πανσπερμία όπλων και απαρτίων πανοπλίας, εξαρτώμενα πάντα από την οικονομική δυνατότητα του φέροντος και την πηγή απ' όπου τα προμηθεύτηκε. Οι ιερολοχίτες δεν χρειαζόταν πιθανόν να προμηθεύονται μόνοι τους τα όπλα τους είτε η θηβαϊκή πολιτεία φρόντιζε για την προμήθειά τους η τους έδινε επαρκείς πόρους για να αγοράσουν τα κατάλληλα είδη.


Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, οι ιερολοχίτες ως προς τον εξοπλισμό λίγο διέφεραν από τους υπόλοιπους Θηβαίους οπλίτες. Την εποχή για την οποία μιλάμε, δεν είναι ξεκάθαρο αν συνεχιζόταν η "υποχώρηση του θώρακα" (δηλαδή, η σταδιακή εγκατάλειψη του θώρακα ως απαραίτητου εξαρτήματος της οπλιτικής πανοπλίας), που είχε ξεκινήσει στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού πολέμου.



Είναι πάντως βέβαιο ότι οι νέες τακτικές βασίζονταν περισσότερο στη δυνατότητα ταχείας και ορμητικής κρούσης παρά στην παρατεταμένη επιβίωση του οπλίτη στο πεδίο της μάχης - για να πετύχει η «ασύμμετρη» τακτική του Επαμεινώνδα, λίγη αξία έχει αν οι Θηβαίοι μπορούν να αντέξουν επί μακρόν την πίεση των Σπαρτιατών. Το ουσιαστικό ζητούμενο ήταν να μπορούν να επιτεθούν τόσο ορμητικά, ώστε να διαρρήξουν την αντίπαλη παράταξη στο μικρότερο δυνατό χρόνο.
Υπό αυτή την έννοια, το θηβαϊκό στράτευμα, συμπεριλαμβανόμενων των ιερολοχιτών, πιθανόν κατά βάση να είχε υιοθετήσει το πάγιο την εποχή αυτή εξοπλισμό του Έλληνα πεζού: δόρυ, ασπίδα, κράνος (συνήθως τύπου πίλου, αν και στη Βοιωτία ήταν διαδεδομένο και το "βοιωτικό" κράνος, καθώς και πολλοί άλλοι τύποι σε μικρότερους αριθμούς), σπάνια περικνημίδες (προτιμούνταν ελαφρές μπότες, όπως οι Ίφικρατίδες" που καθιέρωσε στην Αθήνα ο Ιφικράτης) και ως ένδυμα μάχης η «Εξωμίς», ένας ελαφρός χιτώνα που άφηνε ακάλυπτο τον ώμο του δεξιού χεριού που χειριζόταν το δόρυ.
Ίσως οι Ιερολοχίτες ή κάποιοι εξ αυτών να έφεραν κάποιου είδους θωράκιση (το δερμάτινο θώρακα «σπολάς» ή το λινοθώρακα), εφόσον βρίσκονταν στις πρώτες σειρές του στρατεύματος. Αυτοί οι θώρακες προστάτευσαν περισσότερο από βλήματα (βέλη) και λιγότερο από πλήγματα δόρατος, τα οποία κατά βάση είχε αποστολή να αποκρούει η βαριά ασπίδα (που έχει επικρατήσει να λέγεται "όπλον") ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΤΕΛΟΣ



Με πηγές από::

Πλουτάρχειον-  ΔΗΜΟΣ  ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΣ
ΕΛ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, 16
ΠΑΝΟΡΑΜΙΟ
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

full-width

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ