Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα και η είσοδος στην Βαβυλώνα




Μηδία – Κι άλλες Αμαζόνες - Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα

Για τις κινήσεις του Αλεξάνδρου μετά την Ώπη, τα χάσματα στα βιβλία του Αρριανού και του Κούρτιου μας υποχρεώνουν να βασισθούμε στο Διόδωρο, κατά τον οποίο ο Αλέξανδρος έφυγε από τα Σούσα, πέρασε τον ποταμό Τίγρη και στρατοπέδευσε στις Κάρες. Από εκεί διέσχισε τη Σιττακηνή και τέσσερις ημέρες αργότερα έφτασε στα Σάμβανα, όπου στρατοπέδευσε για μία εβδομάδα. Αν και τα γεγονότα της Ώπης ο Διόδωρος τα τοποθετεί στα Σούσα, το δρομολόγιο του Αλεξάνδρου δεν προκύπτει πολύ διαφορετικό. Απλώς ο Διόδωρος βάζει τον Αλέξανδρο να περνά τον Τίγρη και μετά να διασχίζει τη Μεσοποταμία, ενώ δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να περάσει τον Τίγρη, πριν φτάσει στην Ώπη. Επίσης εφόσον κατά τον Διόδωρο ο Αλέξανδρος βρισκόταν μεταξύ Τίγρη κι Ευφράτη, για να φτάσει αργότερα στα Εκβάτανα έπρεπε να ξαναπεράσει τον Τίγρη, κάτι που δεν αναφέρει ο συγγραφέας.

Εν πάση περιπτώσει δεχόμαστε ότι η αναχώρηση του Αλεξάνδρου από τα Σάμβανα ισοδυναμεί με την αναχώρησή του από την Ώπη στα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου του 324, απ’ όπου κατά τον Διόδωρο με μία πορεία τριών ημερών έφτασε στους Κέλωνες, όπου βρήκε βοιωτικό πληθυσμό. Αυτοί υποτίθεται ότι ήταν απόγονοι των Θηβαίων, που είχαν συνεργαστεί ενθουσιωδώς με τους Πέρσες, όταν ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα, και μετά την αποτυχία της εκστρατείας του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα της εποχής, για να αποφύγουν τις συνέπειες της προδοσίας τους. 156 χρόνια και πέντε γενιές μετά την αυτοεξορία των προγόνων τους μιλούσαν αρκετά καλά τα ελληνικά, ενώ ασκούσαν και μερικά «ελληνικά επαγγέλματα». 

Μετά τους ακρωτηριασμένους της Αρδερίκκης, τους Γορτυαίους και τους Βραγχίδες, αυτός είναι ο τέταρτος κατά σειρά θύλακας εκτοπισμένων Ελλήνων, που σύμφωνα με τους ιστορικούς της λαϊκής παράδοσης συνάντησε ο Αλέξανδρος. Παρ’ ότι γνωρίζουμε ότι στην περσική αυτοκρατορία υπήρχαν θύλακες εκτοπισμένων Ελλήνων, οι συγκεκριμένες αναφορές είναι σαφώς φανταστικές και μόνο η συνάντηση του Αλεξάνδρου με τους Βραγχίδες φαίνεται να υποστηρίζεται από αρχαιολογικά ευρήματα. (ΣΗΜ ΑΡΧ- .Όμως δεν το δικαιολογεί ο συγγραφέας, όπως και δεν είναι απαραίτητο να έχουμε βρει αρχαιολογικά ευρήματα για να ταυτολογήσουμε αναφορές αρχαίων συγγραφέων)

Καθ’ οδόν προς τα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος έκανε μία
απόκλιση από το κύριο δρομολόγιο, για να επισκεφτεί τη Βαγιστάνη (Μπάγα-Στάνα = τόπος των θεών, η σημερινή Μπεχιστούν) και μία δεύτερη για να περάσει απ’ το Νησαίο Πεδίο, την πεδιάδα της Νησαίας (Νισάγια) όπου έβοσκαν οι Νησαίοι ίπποι. Οι ίπποι, που εκτρέφονταν εκεί, θυσιάζονταν την περσική πρωτοχρονιά στον Μίθρα, τον θεό του Ήλιου, της παλαιότερης μηδικής θρησκείας. Παλαιότερα υπήρχαν πολλές αγέλες, αλλά στη διάρκεια του πολέμου οι ληστές είχαν κλέψει τις περισσότερες. Κατά τον Αρριανό από τις αρχικές 150.000 ο Αλέξανδρος βρήκε μόνο 50.000, ενώ κατά τον Διόδωρο από τις αρχικές 160.000 είχαν μείνει μόνο 6.000. Η πληροφορία αυτή αποτελεί άλλη μία επιβεβαίωση της κακοδιοίκησης των αξιωματούχων, που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος. Ενώ εκείνος ήθελε να επιβάλει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας την ειρήνη και την ασφαλή διακίνηση προσώπων και αγαθών, οι αξιωματούχοι του δεν είχαν καταφέρει ή δεν είχαν θελήσει να εξασφαλίσουν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της προστατευόμενης ιρανικής θρησκείας.

Κατά τον Αρριανό, στη Νησαία ο πιστός σατράπης της Μηδίας, ο Ατροπάτης, παρέδωσε στον Αλέξανδρο 100 γυναίκες ισχυριζόμενος ότι ήταν Αμαζόνες. Ήταν εξοπλισμένες περίπου όπως και οι άντρες ιππείς, μόνο που είχαν πελέκεις (τσεκούρια) αντί για δόρατα και πέλτες αντί για ασπίδες, ενώ κάποιοι έλεγαν ότι ο δεξιός τους μαστός ήταν μικρότερος από τον αριστερό και ότι το άφηναν ακάλυπτο στις μάχες. 
Ο Αλέξανδρος φοβήθηκε ότι οι γυναίκες αυτές θα προκαλούσαν αναστάτωση τους στρατιώτες του, που θα προσπαθούσαν να τις βιάσουν, γι’ αυτό τις έδιωξε. Τις διέταξε να πάνε στη βασίλισσά τους και να της πουν ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει, για να της κάνει παιδιά. 

Αυτή η αφήγηση του Αρριανού είναι λογικοφανέστερη από εκείνες του Διόδωρου, του Κούρτιου και του Ιουστίνου, ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας τη θεωρεί αναληθή. Λέει λοιπόν ότι ούτε ο Αριστόβουλος, ούτε ο Πτολεμαίος, ούτε κανείς άλλος αξιόπιστος ιστορικός του Αλεξάνδρου κάνει λόγο για Αμαζόνες. Επιπλέον, πραγματιστής όπως πάντοτε, επικαλείται τον Ξενοφώντα, ο οποίος λιγότερο από 80 χρόνια νωρίτερα επί κεφαλής των Μυρίων πέρασε από τις περιοχές, όπου υποτίθεται ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες, και δεν τις αναφέρει στο έργο του, ενώ αναφέρει όλους τους άλλους λαούς της περιοχής. 

Επειδή όμως ο Αρριανός ήταν και δημόσιο πρόσωπο, δεν ήθελε να συγκρουστεί με τις βαθιά ριζωμένες δοξασίες. Γι’ αυτό αποδέχεται ως σωστούς του μύθους για τον Ηρακλή, που πολέμησε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, την Ιππολύτη, και έφερε στην Ελλάδα τη ζώνη της, και για το Θησέα, που τις νίκησε επικεφαλής των Αθηναίων. Δηλώνει ακόμη ότι αποδέχεται ως ακριβή την αναφορά του Ηροδότου σ’ αυτές και ως δικαιολογημένες τις σχετικές αναφορές των διαφόρων Αθηναίων ρητόρων. Αυτή τη φορά αντί να αντιπαραθέσει την πραγματικότητα στο μύθο, επιλέγει να προσφέρει τη βολική θεωρία ότι οι Αμαζόνες πράγματι υπήρξαν και ότι είναι σωστά όλα όσα γράφτηκαν σχετικά, αλλά ως έθνος είχαν εκλείψει ήδη από την εποχή του Ξενοφώντα.
 Κατά την άποψή του, ο Ατροπάτης έδειξε στον Αλέξανδρο κάποιες γυναίκες, που απλώς ισχυρίζονταν ότι ήταν Αμαζόνες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν γυναίκες άλλης βάρβαρης εθνικότητας, εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες για πόλεμο.



Μετά από παραμονή 30 ημερών στη Νησαία και μετά από μία εβδομαδιαία πορεία ο Αλέξανδρος έφτασε στα Εκβάτανα περί τα τέλη Νοεμβρίου του 324. Στην πρωτεύουσα της Μηδίας, τακτοποίησε σημαντικές κρατικές υποθέσεις και διοργάνωσε πάλι συμπόσια για τους εταίρους, μουσικούς και θεατρικούς αγώνες, για τους οποίους είχαν φτάσει 3.000 ηθοποιοί από όλη την Ελλάδα.



Στη διάρκεια των αγώνων στα Εκβάτανα αρρώστησε ο Ηφαιστίων, ο οποίος την έβδομη ημέρα της ασθένειάς του φαίνεται ότι αισθάνθηκε καλύτερα και αποφάσισε να διακόψει τη θεραπευτική αγωγή. Κρίνοντας ότι μπορούσε να επιδοθεί ξανά στην κραιπάλη, όπως συνήθιζαν όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι, καταβρόχθισε για πρωινό έναν ολόκληρο ψητό κόκορα και ήπιε ένα μεγάλο ψυκτήρα κρασί. Αν και η ποσότητα αυτή δύσκολα γίνεται πιστευτή, φαίνεται ότι το αποτέλεσμα της οινοποσίας ήταν να υποτροπιάσει ο Ηφαιστίων και λίγο αργότερα να πεθάνει. Ο Αλέξανδρος που παρακολουθούσε γυμνικούς αγώνες παίδων, όταν το έμαθε έτρεξε κοντά του, αλλά δεν τον πρόλαβε ζωντανό.

Το πένθος του ήταν βαρύ και κάθε συγγραφέας έδωσε τη δική του εκδοχή των όσων ακολούθησαν. Άλλοι έγραψαν ότι έπεσε πάνω στο σώμα του Ηφαιστίωνα και έμεινε εκεί σχεδόν όλη την ημέρα, άλλοι ότι έμεινε έτσι όλη την ημέρα κι όλη τη νύχτα, ώσπου τον τράβηξαν με τη βία οι εταίροι. Άλλοι έγραψαν ότι σταύρωσε τον Γλαυκία, τον θεράποντα γιατρό του Ηφαιστίωνα, κι άλλοι ότι τον κρέμασε, είτε διότι δήθεν χορήγησε λάθος φάρμακο στον Ηφαιστίωνα είτε διότι τον είδε να πίνει κρασί και δεν τον εμπόδισε, αν και ο Πλούταρχος λέει ότι ο Γλαυκίας παρακολουθούσε αγώνες, όταν ο Ηφαιστίων πήρε το μοιραίο πρόγευμα. Κάποιοι άλλοι έγραψαν ότι κατέσκαψε τον ναό του Ασκληπιού στα Εκβάτανα, επειδή ο θεός δεν έσωσε τον φίλο του.

Ειδικά αυτό δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι αφενός έδωσε αργότερα σε πρεσβεία των Επιδαυρίων ανάθημα (αφιέρωμα) για τον ναό του Ασκληπιού, λέγοντας με παράπονο «πάρτε το, αν και ο θεός δεν έσωσε τον φίλο, που αγαπούσα περισσότερο από τη ζωή μου» και αφετέρου στα πλαίσια της προπαγάνδας δεν ήταν δυνατόν ως γιος του ανώτατου θεού, να καταστρέψει το ναό ενός άλλου θεού. Τέλος, οι θεότητες τις οποίες τιμούσε ο Αλέξανδρος ήταν ο Δίας, η Αθηνά και όσες άλλες είχαν ειδικότητα στην υποστήριξη του κατακτητικού του έργου. Ο Ασκληπιός δεν περιλαμβανόταν στο ελληνικό δωδεκάθεο, ήταν κατώτερος θεός και οι ναοί του ήταν λίγοι και σε συγκεκριμένες πόλεις της Ελλάδας, ενώ δεν ανήκε ούτε στο μηδικό ούτε στο περσικό πάνθεο.


Το Έλεος του Αλεξάνδρου: ο Μέγας Αλέξανδρος, συνοδευόμενος από τον Ηφαιστίωνα, μπροστά  από την οικογένεια του Δαρείου, του  βασιλιά της Περσίας -Sard Carving από Giulio Fabri, τέλη 18ου αιώνα. Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης


Πάντως όλοι συμφωνούσαν ότι ο Αλέξανδρος επί τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ούτε έφαγε ούτε περιποιήθηκε το σώμα του. Επιπλέον δεν τον αντικατέστησε στη διοίκηση της χιλιαρχίας του εταιρικού ιππικού, διότι ήθελε να διατηρηθεί το όνομα του νεκρού φίλου του και το έμβλημα, που είχε επιλέξει. Ανέθεσε στον Περδίκκα να μεταφέρει το σώμα στη Βαβυλώνα, για να ταφεί με μεγαλοπρέπεια, κήρυξε πένθος σε όλη την επικράτεια. Έστειλε τον εταίρο Φίλιππο στο μαντείο του Άμμωνα με το ερώτημα, αν μπορούσε να τιμήσει τον νεκρό ως θεό, και μέχρι την άφιξη του χρησμού συνεχίστηκαν οι εκδηλώσεις πένθους. Διέταξε να κουρέψουν όλους του ίππους και τους ημίονους, και να σταματήσουν οι μουσικές στο στρατόπεδο.

 Ο Αλέξανδρος διέταξε τους κατοίκους των πόλεων, απ’ όπου θα περνούσε η νεκρική πομπή, να φροντίσουν για τα αναγκαία και όλους του κατοίκους της Ασίας να σβήσουν επιμελώς μέχρι το τέλος της κηδείας το λεγόμενο από τους Πέρσες ιερό πυρ. Οι Πέρσες έσβηναν το ιερό πυρ μόνο στο θάνατο του βασιλιά τους κι έτσι οι ασιάτες θεώρησαν ότι η διαταγή αυτή ήταν κακός οιωνός, που προμήνυε το θάνατο του ίδιου του Αλεξάνδρου. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου βρίσκεται πλέον πολύ κοντά και από αυτό το σημείο, οι οιωνοί και τα θεϊκά σημάδια γίνονται αναπόσπαστα κομμάτια της ίδιας της ιστορίας για όλους τους αρχαίους συγγραφείς.


Ο Αλέξανδρος ο Μέγας και ο αξιωματικός του και παιδικός φίλος του Ηφαιστίων- Μουσείο Γκεττύ ΗΠΑ


Όσο ζούσε ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην προώθηση των βαρβαρικών εθίμων, γι’ αυτό ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες.
 Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, δηλαδή προσωπικό του φίλο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα, δηλαδή πιστό υποστηρικτή του θεσμού και όχι του προσώπου. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. 
Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ειδικά τον Ηφαιστίωνα τον προσέβαλε βαριά ενώπιον όλων αποκαλώντας τον «βαρεμένο και παράφρονα, επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι χωρίς τον Αλέξανδρο είναι ένα μηδενικό». Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή.
 Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο εταίροι απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Όταν πέθανε ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός ήταν καθ’ οδόν προς τη Μακεδονία κι έτσι δεν ανησύχησε καθόλου. Όμως πολλοί άλλοι εταίροι αφιέρωσαν «τα όπλα και το εαυτό τους» στον Ηφαιστίωνα, με πρώτο τον Ευμένη, που λόγω μιας παλιάς διαμάχης του με το νεκρό, δεν ήθελε να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Όλοι δε οι αξιωματούχοι άρχισαν να παραγγέλλουν απεικονίσεις του Ηφαιστίωνα σε χρυσό, ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα υλικά, για να ευχαριστήσουν τον Αλέξανδρο.


Πιθανή εκπροσώπηση του Αλεξάνδρου με τον Ηφαιστίωνα (αριστερά )-Πέλλα Ταφος  ΙΙΙ

Ο Αλέξανδρος όλο αυτό το διάστημα συσκεπτόταν για την κατασκευή του ταφικού μνημείου με διάφορους τεχνίτες και κυρίως με τον Στασικράτη, (Στα κείμενα της αρχαίας γραμματείας αναφέρεται με πολλά ονόματα: Στασικράτης, Στησικράτης, Χειροκράτης, Δεινοχάρης, Δεινοκράτης κ. ἄ),  ο οποίος υποσχόταν τολμηρά, καινοτόμα και μεγαλοπρεπή πράγματα. 



Ο Στασικράτης είχε πει στον Αλέξανδρο σε παλαιότερη συνάντησή τους ότι το όρος Άθως της Θράκης (της σημερινής Χαλκιδικής) προσφέρεται για το καλύτερο και μονιμότερο άγαλμα. Μπορούσε να το διαμορφώσει έτσι, ώστε να απεικονίζει τον Αλέξανδρο να κρατάει μία πόλη 10.000 κατοίκων στο αριστερό χέρι και να κάνει σπονδή με το δεξί, απ’ όπου θα χυνόταν στη θάλασσα το νερό ενός ποταμού.

(Αρριανός Ζ.13-14, Διόδωρος ΙΖ.110, 114.2-5, 115., Πλούταρχος, Αλέξανδρος 47.9-12, 72, Κούρτιος, Ιουστίνος)



Κοσσαίοι – Εξερευνήσεις – Είσοδος στη 

Βαβυλώνα


Επειδή κανένας στρατός δεν μετακινήθηκε ποτέ για αναψυχή και διασκέδαση, πρέπει να αναζητήσουμε τον συγκεκριμένο λόγο, που οδήγησε τον Αλέξανδρο στα Εκβάτανα και κανένας άλλος λόγος δεν προτείνεται από τις αρχαίες πηγές, ούτε προκύπτει από τη λογική εξέταση των γεγονότων, εκτός από την υποταγή των Κοσσαίων. Οι αγώνες και οι θεατρικές παραστάσεις στα Εκβάτανα ασφαλώς καθυστέρησαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα, διότι δεν υπήρχε κανένα άλλο μέτωπο. Όταν λοιπόν συνήλθε από το πένθος, ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε την εκκαθαριστική επιχείρηση, για την οποία είχε βρεθεί εκεί. Οι Κοσσαίοι ήταν ορεσίβιος λαός, όπως και οι Ούξιοι, δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες και ζούσαν από τις ληστείες. Όποτε τους επετίθετο τακτικός στρατός, χωρίζονταν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες και υποχωρούσαν στα πιο απροσπέλαστα σημεία, απ’ όπου έβαλλαν κατά των επιδρομέων. Όταν ο εχθρικός στρατός αναγκαζόταν να αποσυρθεί χωρίς επιτυχία, κατέβαιναν πάλι χαμηλότερα και ξανάρχιζαν τις ληστείες.


Ο Πτολεμαίος του Λάγου

Η επιχείρηση, στην οποία πήρε μέρος και ο Πτολεμαίος του Λάγου, ήταν εξαιρετικά δύσκολη και έγινε το μάλλον στις αρχές του 323 π.Χ. Τελικά ο Αλέξανδρος υπέταξε τους Κοσσαίους μετά από επιχειρήσεις 40 ημερών και αστικοποίησε τη χώρα τους, για να την ελέγχει ευκολότερα. Το χειμώνα η οροσειρά του Ζάγκρου καλύπτεται από πυκνά χιόνια, είναι εξαιρετικά δύσβατη και 7 χρόνια νωρίτερα οι αποκλεισμένες διαβάσεις της κράτησαν τον Αλέξανδρο καθηλωμένο επί 4 μήνες μακρυά απ’ τα Εκβάτανα, όπου στάθμευε ο Δαρείος. 

Τώρα όμως, «ούτε η βαρυχειμωνιά ούτε οι κακοτοπιές της περιοχής τον εμπόδισαν … καμία πολεμική επιχείρηση δεν ήταν πια ανέφικτη για τον Αλέξανδρο» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός. Ακριβώς λόγω των μεγάλων δυσκολιών αυτής της χειμερινής επιχείρησης και επειδή έγινε λίγο μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ο Πλούταρχος θεώρησε αυτήν την επιχείρηση ως ἐναγισμόν δηλαδή προσφορά του βαρυπενθούντος Αλεξάνδρου στη σκιά του νεκρού Ηφαιστίωνα, αντίθετα ο Πολύαινος λέει ότι ο Ηφαιστίων πέθανε, ενώ ο Αλέξανδρος ήδη επιχειρούσε κατά των Κοσσαίων, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς δεν κάνουν κανένα συσχετισμό. Ο Πλούταρχος λέει ακόμη ότι ο Αλέξανδρος έσφαξε όλους τους Κοσσαίους από την εφηβεία και πάνω.



Μακεδόνας ιππέας του ελληνικού ιππικού σώματος.


Όπως θα φανεί καθαρά πιο κάτω, όσο κι αν του στοίχισε ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, ο Βασιλιάς της Ασίας απείχε πολύ από τον παραλογισμό και ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο είχε προαποφασίσει αυτήν την επιχείρηση, ήταν άλλος. Ο Αλέξανδρος είχε παραχωρήσει αυτονομία σε κάποιους λαούς, που δήλωσαν υποταγή, όπως οι Αριάσπες και οι Νυσαίοι, αλλά δεν ήταν αμείλικτος με όσους αντιστάθηκαν. Συνεπώς η μοίρα των Κοσσαίων δεν μπορούσε να είναι διαφορετική από εκείνη των Ούξιων, των Σογδιανών ή των Ινδών και για έναν ακόμη λόγο. 

Ο Αλέξανδρος προσέβλεπε πολύ στην ανάπτυξη του εμπορίου, από το οποίο εξαρτιόταν η ευημερία των υπηκόων του και τα κρατικά του έσοδα. Άλλωστε, προκειμένου να εξασφαλίσει εμπορικούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε στη Γεδρωσία και έστειλε τον Νέαρχο και όλους τους άλλους να εξερευνήσουν θάλασσες και ποτάμια. Αφού λοιπόν οι Κοσσαίοι επέμεναν να εμποδίζουν τη διακίνηση προσώπων και αγαθών, έπρεπε να τους υποτάξει. Και αυτό ακριβώς έκανε, τους υπέταξε και τους φέρθηκε, όπως είχε φερθεί τόσες φορές νωρίτερα και όπως προβλεπόταν από τα πολεμικά ήθη της εποχής.

 
Το βαρύ πένθος του Αλεξάνδρου για το θάνατο του Ηφαιστίωνα και οι προετοιμασίες της κηδείας δεν τον εμπόδισαν καθόλου να ασχοληθεί με τα σημαντικά κρατικά ζητήματα.

 Αφού εξάλειψε τον κίνδυνο, που αποτελούσαν για τις συγκοινωνίες και το εμπόριο οι Κοσσαίοι, ασχολήθηκε με άλλα σχετικά θέματα. Στη διάρκεια της εκστρατείας είχε διαπιστώσει ότι στην Κασπία Θάλασσα εκβάλλουν πολλοί πλωτοί ποταμοί, όπως ο Όξος κι ο Ιαξάρτης και πίστευε (σωστά αυτή τη φορά) ότι εκεί χυνόταν κι ο Αράξης (εκείνος, που πηγάζει από την Αρμενία, όχι ο άλλος που λέγεται και Κύρος). 





Συμπέρανε ακόμη ότι και κάποια άλλα ποτάμια, των οποίων οι εκβολές ήταν άγνωστες, εκβάλλουν στην Κασπία, αφού διασχίσουν «τη γη των Νομάδων Σκυθών, για την οποία τίποτα απολύτως δεν ήταν γνωστό». Ανέθεσε λοιπόν στον Ηρακλείδη του Αργαίου αποστολή παραπλήσια με εκείνη, που είχε υλοποιήσει κι ο ίδιος στην Ινδία. Έπρεπε να εξασφαλίσει τις ποτάμιες οδούς και να εξερευνήσει τα άγνωστα εδάφη του βορρά.
 Ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η Κασπία Θάλασσα ήταν κόλπος, είτε της άγνωστης Ανατολικής Θάλασσας είτε του Εύξεινου Πόντου, και ο Ηρακλείδης έπρεπε να βρει την άκρη της, να διαπιστώσει με ποιά θάλασσα ενώνεται και να συλλέξει πληροφορίες για τους Νομάδες Σκύθες και τους άλλους λαούς στα βόρειά της. Γι’ αυτό τον έστειλε στην Υρκανία μαζί με ναυπηγούς και διαταγές να υλοτομήσει τα Υρκανικά δάση και να ναυπηγήσει πλοία, άλλα με κατάστρωμα, άλλα χωρίς κατάστρωμα, όλα όμως σύμφωνα με την ελληνική τεχνική, που ήταν κατάλληλη για ναυσιπλοΐα σε ανοιχτές θάλασσες και όχι σε λίμνες και ποτάμια.

Προς το τέλος του χειμώνα ή την αρχή της άνοιξης ο Ηρακλείδης κατευθυνόταν προς την Υρκανία και ο Αλέξανδρος είχε περάσει τον Τίγρη κατευθυνόμενος προς τη Βαβυλώνα, όπου ήδη βρισκόταν ο Περδίκκας με τη σορό του Ηφαιστίωνα. «Περνώντας αρκετό χρόνο σε κάθε στρατοπέδευση και ξεκουράζοντας τις δυνάμεις του, προχωρούσε με την ησυχία του» λέει ο Διόδωρος και μας θυμίζει τις περιγραφές του Πλούταρχου και του Κούρτιου ότι έπινε ἄκρατον οἶνον και κοιμόταν μέχρι το επόμενο μεσημέρι, ενώ μερικές φορές (προφανώς μετά από γενναία οινοκατάνυξη) κοιμόταν ολόκληρη την επόμενη μέρα.

 Αφού λοιπόν μεθοκοπούσε κατά τη διάρκεια των πιο αιματηρών και δύσκολων φάσεων της εκστρατείας, τώρα που δεν είχε πλέον εχθρούς να υποτάξει κι επιπλέον πενθούσε για το θάνατο του καλύτερου φίλου του, μπορούμε να συμπεράνουμε (;) ότι η χαρακτηριστικά αργή πορεία δεν σκόπευε στην ανάπαυση του στρατεύματος, αλλά οφειλόταν στις αλλεπάλληλες ημέρες μέθης του Μεγάλου Βασιλέως. Η ψυχολογική του κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή και επρόκειτο να χειροτερέψει κι άλλο στη συνέχεια.


Καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα τον συνάντησαν πρέσβεις από τη Λιβύη, τη Βρεττία, τη Λευκανία και την Τυρρηνία, για να τον στεφανώσουν και να τον συγχαρούν, που έγινε Βασιλιάς της Ασίας. Έφτασαν πρέσβεις και από τους Καρχηδόνιους, τους Αιθίοπες, τους Σκύθες της (πραγματικής) Ευρώπης, τους Κέλτες και τους Ίβηρες, που ζητούσαν να γίνουν φίλοι και σύμμαχοί του. Στον παραπάνω κατάλογο του Αρριανού ο Διόδωρος προσθέτει πρέσβεις από λαούς και πόλεις της Ασίας, από την Καρχηδόνα και άλλους Φοίνικες της Λιβύης (Αφρικής) καθώς και από όλα τα παράλια της Μεσογείου ως τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ). Από την Ευρώπη έστειλαν πρέσβεις τα ελληνικά κράτη, όπως  οι Μακεδόνες, αλλά και οι Ιλλυριοί, οι περισσότεροι λαοί γύρω από την Αδριατική θάλασσα, τα έθνη των Θρακών και των γειτόνων τους Γαλατών, «τους οποίους μόλις τότε γνώρισαν για πρώτη φορά οι Έλληνες». Φυσικά, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν υπήρχαν Γαλάτες στη Θράκη.

Τόσο ο Διόδωρος εδώ όσο και ο Αρριανός νωρίτερα, που τοποθετεί την Άγκυρα στη Γαλατία αντί στη Μεγάλη Φρυγία, συγχέουν τη γεωγραφία των κλασσικών χρόνων με τη μεταγενέστερη των ρωμαϊκών, οπότε οι Γαλάτες πράγματι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη εκείνα.

 Οι Έλληνες λοιπόν των κλασσικών χρόνων δεν γειτόνευαν με τους Γαλάτες. Τέλος, κάποιοι άλλοι συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων περιέλαβαν στον κατάλογο των πρέσβεων και τους Ρωμαίους, τους οποίους ο Αρριανός τονίζει ότι δεν αναφέρουν ούτε ο Αριστόβουλος ούτε ο Πτολεμαίος .Οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς ήσαν εντελώς άγνωστοι στους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες, ενώ γράφτηκε ότι μερικοί του ζήτησαν να διαιτητεύσει στις μεταξύ τους διαφορές.
Έτσι ο Αλέξανδρος θα ένοιωσε και ασφαλώς θα φάνηκε στον περίγυρό του ως πλανητάρχης. Για πρώτη φορά θα συνειδητοποίησε ότι η εξουσία του εκτεινόταν πολύ πιο μακριά από τα σύνορα του κράτους του.
Κατά τον Διόδωρο, όταν βρισκόταν σε απόσταση 300 σταδίων (περί τα 55,5 χμ) από τη Βαβυλώνα, οι Χαλδαίοι του έστειλαν αντιπροσωπεία, για να τον ενημερώσει σχετικά με το χρησμό, που είχαν λάβει από τον Βήλο (Βάαλ), πως αν έμπαινε στην πόλη, θα πάθαινε μεγάλο κακό. Όμως η αντιπροσωπεία δεν τόλμησε να παρουσιαστεί στον Αλέξανδρο και ο Βελεφάντης, ο επί κεφαλής της, προτίμησε να ενημερώσει τον Νέαρχο, που πήγαινε στον Αλέξανδρο, για να του αναφέρει την εκτέλεση της αποστολής του. Ο Νέαρχος ενημέρωσε σχετικά τον Αλέξανδρο, ο οποίος θορυβήθηκε πάρα πολύ, διότι γνώριζε την ικανότητα των Χαλδαίων στην αστρονομία και αστρολογία. Έστειλε λοιπόν τη στρατιά του στη Βαβυλώνα, αλλά ο ίδιος με την ακολουθία του, πήρε άλλο δρόμο και στρατοπέδευσε σε απόσταση 200 σταδίων (περίπου 37 χμ) από τη Βαβυλώνα. Όλοι, και ειδικά οι Έλληνες, απόρησαν που δεν έμπαινε στην πόλη και πήγαν να δουν τι συνέβαινε. Ο γνωστός Ανάξαρχος τον έπεισε να μη δίνει σημασία στις μαντείες και ειδικά σ’ εκείνες των Χαλδαίων κι έτσι ο Αλέξανδρος πείστηκε να μπει στη Βαβυλώνα.



Κατά τον Πλούταρχο οι Χαλδαίοι είχαν ενημερώσει για το χρησμό τον Νέαρχο, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον Αλέξανδρο, όταν συναντήθηκαν έξω από τη Βαβυλώνα. Ο Αλέξανδρος αγνόησε την προειδοποίηση, συνέχισε την πορεία του και έξω από τα τείχη της Βαβυλώνας είδε με τα μάτια έναν κακό οιωνό: πολλά κοράκια χτυπιόντουσαν μεταξύ τους και κάποια απ’ αυτά έπεσαν πάνω του. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα, ένας από τους Μάγους της ακολουθίας του, προέτρεψε τον Αλέξανδρο να μην μπει στη Βαβυλώνα, διότι η πόλη θα ήταν μοιραία γι’ αυτόν.


Όλοι οι σωζόμενοι ιστορικοί της λαϊκής παράδοσης αποδίδουν τον επικείμενο θάνατο του Αλεξάνδρου σε θέλημα θεού και μερικοί εμφανίζουν τους Χαλδαίους να μην τολμούν να τον ενημερώσουν οι ίδιοι για τη μακάβρια ανακάλυψή τους. Αντίθετα, ο Αρριανός, του οποίου όλο το έργο διαπνέεται από κριτικό πνεύμα προς το θείο, όχι μόνο δεν πιστεύει ότι ο θάνατός του συνδεόταν με την είσοδό του στην Βαβυλώνα, αλλά καταγράφει και τα κάθε άλλο παρά μεταφυσικά κίνητρα των Χαλδαίων να τον κρατήσουν μακριά. Κατά τον Αρριανό λοιπόν οι Χαλδαίοι λόγιοι πλησίασαν τον Αλέξανδρο έξω από τη Βαβυλώνα, τον πήραν παράμερα, μακριά από τους εταίρους και του είπαν εμπιστευτικά για τον χρησμό.


 Όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε κατακτήσει τόσους λαούς πιστεύοντας τον κάθε μάντη και τον κάθε χρησμό. Αντίθετα, ποτέ δεν άφησε τους οιωνούς να αναστείλουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και πάνω απ’ όλα, αγωνιζόταν να γίνει αποδεκτός ως θεός, για να τον υπακούουν καλύτερα οι υποτελείς του, όχι για να εμφανίζονται οι υποτελείς του με ένα χρησμό και να του υποδεικνύουν τι να κάνει!
Ειδικά δε σ’ αυτήν την περίπτωση είχε σοβαρότατο λόγο να πιστεύει ότι ο χρησμός ήταν εφεύρημα, διότι γνώριζε ότι οι Χαλδαίοι είχαν ιδιοτελείς λόγους να τον κρατήσουν μακριά από τη Βαβυλώνα. 

Οι Ασσύριοι βασιλιάδες είχαν αφιερώσει στον ανώτατο θεό του πανθέου τους, τον Βάαλ, τεράστιες εκτάσεις γης και μεγάλα αποθέματα χρυσού, τα οποία παρέμειναν στην ιδιοκτησία του ναού και μετά την υποταγή των Βαβυλωνίων στους Πέρσες.

 Τα εισοδήματα αυτά χρηματοδοτούσαν όλες τις ανάγκες του ναού, μέχρι την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα, οπότε με διαταγή του ισοπεδώθηκαν τα ιερά των Βαβυλωνίων. Έτσι τα εισοδήματα, που είχαν κληροδοτήσει οι παλιοί βασιλιάδες, ελλείψει αντικειμένου χρηματοδότησης τα νεμόταν πλέον το ιερατείο. Είδαμε ότι ο Αλέξανδρος είχε δώσει διαταγές να ανασκάψουν τα θαμμένα ερείπια του γκρεμισμένου ναού και στη θέση του να ανεγείρουν καινούργιο και μεγαλύτερο ναό, αλλά είχαν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε και δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα.

 Επιπλέον η στρατιά του, η οποία όποτε χρειάστηκε μετατράπηκε σε μία αποτελεσματικότατη δύναμη εργατών, απειλούσε να ανοικοδομήσει τον ναό σε ελάχιστο χρόνο, προκαλώντας τεράστια βλάβη στα συμφέροντα του ιερατείου.

Απάντησε λοιπόν στους Χαλδαίους με ένα στίχο του Ευριπίδη: «καλός μάντης είναι εκείνος, που μαντεύει τα καλά» και εκείνοι βλέποντας ότι δεν πείθεται, έκαναν μία τελευταία προσπάθεια. Τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει την προς δυσμάς πορεία και να κατευθυνθεί προς ανατολάς. 

Ο Αλέξανδρος τότε, είτε επειδή ο ισχυρισμός του ότι είναι θεός τον υποχρέωνε να σέβεται τους άλλους θεούς και τους λειτουργούς τους, είτε επειδή πράγματι ανησύχησε από τον χρησμό, αποφάσισε να βρει μία συμβιβαστική διέξοδο. Για την ακρίβεια, πιστεύοντας ότι θα αποδεικνυόταν πιο πονηρός από το ιερατείο, απλώς άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας, όχι όμως και τον προορισμό της. Σκόπευε να μην μπει στη Βαβυλώνα από την ανατολική της πλευρά, αλλά από τη δυτική, ώστε κατά την είσοδό του να έχει κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή, όπως τον είχαν προτρέψει οι Χαλδαίοι.

Εκείνη την ημέρα στρατοπέδευσε κοντά στον Ευφράτη και την επόμενη κινήθηκε νότια με τον ποταμό στα δεξιά του, αλλά οι βάλτοι, που περιέβαλλαν τη Βαβυλώνα σε όλη την έκταση από τα ανατολικά της, όπου βρισκόταν, ως τα δυτικά της, όπου ήθελε να φτάσει, τον εμπόδισαν να υλοποιήσει το τέχνασμα, που είχε σκεφτεί. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπήκε στη Βαβυλώνα από τα ανατολικά, υποχρεωμένος θέλοντας και μη να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις των Χαλδαίων.

(Αρριανός Β.4, Ζ.15-17, Διόδωρος ΙΖ.111.4-113.2, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.4-73.1, Ιουστίνος 12.13.1-3, Πολύαινος Δ.3.31)




Η κηδεία του Ηφαιστίωνα


 Στη Βαβυλώνα έγινε η κηδεία του Ηφαιστίωνα, τη σορό του οποίου είχε φέρει πιο πριν ο Περδίκκας. Για την κατασκευή της ταφικής πυράς ο Αλέξανδρος γκρέμισε τα τείχη της πόλης σε έκταση 10 σταδίων (περίπου 1,8 χμ), διάλεξε τις ψημένες πλίνθους, εξομάλυνε το έδαφος και έφτιαξε ένα τετράγωνο κρηπίδωμα επιφανείας ενός τετραγωνικού πλέθρου (περίπου 874 τμ). Πάνω του κατασκεύασε 30 θαλάμους και έστρωσε την οροφή τους με κορμούς φοινίκων, ώστε όλη η κατασκευή να είναι τετράγωνη. Η εξωτερική διακόσμηση αποτελούνταν από επτά επάλληλα διαζώματα. Το διάζωμα της βάσης αποτελούσαν 240 χρυσές πλώρες πεντήρων, που στις επωτίδες (τα δύο δοκάρια εκατέρωθεν της πλώρης, απ’ όπου κρεμούσαν τις άγκυρες) είχαν από ένα άγαλμα τοξότη ύψους 4 πήχεων (περίπου 1,80 μ), με το ένα πόδι γονατισμένο (σε θέση βολής), ενώ στο κατάστρωμα υπήρχαν ανδριάντες ενόπλων ύψους 5 πήχεων (περίπου 2,20 μ). Τα διάκενα ανάμεσα στις πλώρες συμπλήρωναν μάλλινες φοινικίδες (κόκκινες σημαίες, που σηματοδοτούσαν την έναρξη ναυμαχίας).


 
Μία ελληνική πεντήρης



 Στο δεύτερο επίπεδο είχαν τοποθετηθεί δάδες ύψους 15 πήχεων (περίπου 6,60 μ). Στη λαβή τους είχαν χρυσά στεφάνια, στο σημείο της καύσης είχαν αετούς, που κοιτούσαν προς τα κάτω με ανοιχτά τα φτερά τους, και στις βάσεις τους είχαν δράκοντες, που κοιτούσαν τους αετούς.

Στο τρίτο επίπεδο υπήρχαν παραστάσεις κυνηγιού κάθε είδους ζώων, στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε χρυσή παράσταση κενταυρομαχίας και το πέμπτο διάζωμα είχε χρυσές παραστάσεις λεόντων και ταύρων εναλλάξ. Το έκτο διάζωμα είχε παραστάσεις μακεδονικών και περσικών όπλων, που συμβόλιζαν τη νίκη των Μακεδόνων επί των βαρβάρων.

 Στο ανώτατο διάζωμα υπήρχαν κούφια αγάλματα Σειρήνων, απ’ όπου αθέατες μοιρολογήτρες έψελναν τον επικήδειο θρήνο στον νεκρό. Το συνολικό ύψος της νεκρικής πυράς ξεπερνούσε τους 130 πήχεις (περίπου 57,66 μ).

Αξιωματούχοι, στρατιώτες, πρέσβεις και ντόπιοι συναγωνίζονταν σε προσφορές και όλες οι επικήδειες τελετές ήταν μεγαλειώδεις. Λέγεται ότι οι συνολικές (δημόσιες και ιδιωτικές) δαπάνες για την κηδεία του Ηφαιστίωνα ήταν κολοσσιαίες.


Κατά τον Αρριανό οι νεκρικές τελετές προς τιμήν του Ηφαιστίωνα είχαν κόστος 10.000 τάλαντα. Κατά τον Πλούταρχο ο Αλέξανδρος δεν είχε σκοπό να ξεπεράσει το ποσό των 10.000 ταλάντων, αλλά ήθελε η κομψότητα και η ομορφιά του μνημείου να το κάνουν να δείχνει ακριβότερο.
Κατά τον Ιουστίνο κόστισαν 12.000 τάλαντα, ενώ κατά τον Διόδωρο τα ξεπέρασαν. Οι τελετές έκλεισαν με γυμνικούς και μουσικούς αγώνες, τους λαμπρότερους που είχε διοργανώσει ως τότε ο Αλέξανδρος. Πήραν μέρος 3.000 διαγωνιζόμενοι, «που λίγο αργότερα έμελλε να διαγωνισθούν και στην δική του κηδεία».

Το γενικό πένθος για τον Ηφαιστίωνα συνεχιζόταν, αλλά δεν ανέστειλε ούτε στο ελάχιστο τις δραστηριότητες του Αλεξάνδρου. Κανείς από τους αρχαίους συγγραφείς δεν δίνει αναλυτικά τη σειρά των γεγονότων στη Βαβυλώνα, γι’ αυτό δεν γνωρίζουμε ποιά προηγήθηκαν και ποιά ακολούθησαν την κηδεία του Ηφαιστίωνα. Κρίνουμε όμως ότι ο Αλέξανδρος την προέταξε, όπως είναι ανθρωπίνως αναμενόμενο κι επισημαίνουμε ότι κανένας αρχαίος ιστορικός δεν την συνδέει με τον χρησμό, που είχε ζητηθεί από το μαντείο του Άμμωνα.

Μετά λοιπόν την κηδεία συνάντησε πρέσβεις από όλη την Ελλάδα. Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε από τα Σούσα, τις Πασαργάδες και όλα τα άλλα μέρη της Ασίας τα λάφυρα, που είχε πάρει ο Ξέρξης από την Ελλάδα, και τα παρέδωσε στους πρέσβεις των αντιστοίχων κρατών. Παλαιότερα είχε παραδώσει σε Αθηναίους πρέσβεις τις προτομές των δύο τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, αυτή τη φορά τους παρέδωσε το άγαλμα της Κελκέας Αρτέμιδος.


Τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων, στήθηκαν στην Αγορά της Αθήνας μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα (510-500 π.Χ.), αλλά τα πήρε ως λάφυρα ο Ξέρξης, όταν κατέλαβε την πόλη το 480 π.Χ. Όταν οι Αθηναίοι επέστρεψαν νικητές μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποφάσισαν να στήσουν καινούργια αγάλματα των Τυραννοκτόνων στην Αγορά και ανέθεσαν την κατασκευή τους στους γλύπτες Κρίτιο και Νησιώτη. Τα αγάλματα αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση τους το 476 π.Χ. και η μορφή τους μας είναι γνωστή από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων . Σώζεται μάλιστα και ένα εκμαγείο τμήματος του προσώπου του Αριστογείτονα, του πιο ηλικιωμένου από τους δύο Τυραννοκτόνους, που βρέθηκε σε εργαστήριο γλυπτικής κοντά στη λουτρόπολη Baiae, βόρεια της Νεάπολης. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι τα καλύτερα αντίγραφα μπορούν να θεωρηθούν πιστές επαναλήψεις των πρωτοτύπων, αφού έγιναν με τη βοήθεια εκμαγείων.


Δεν ξέρουμε για ποιόν ακριβώς λόγο πήγε η κάθε πρεσβεία, αλλά λόγω της μαζικής προσέλευσης, τόσο των ελληνικών όσο και των άλλων πρεσβειών, που είχε συναντήσει κατευθυνόμενος από τα Εκβάτανα προς τη Βαβυλώνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι πήγαν με αφορμή την εθιμοτυπία. Είχε προηγηθεί η καθυπόταξη της περσικής αυτοκρατορίας, όλης της Ινδίας στα δυτικά κυρίως του Ινδού και η επίσημη διακήρυξη του τερματισμού του πολέμου στην Ώπη.

 Ένας μεγάλος αριθμός λαών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, σε μία εδαφική έκταση πολύ μεγαλύτερη του Αχαιμενιδικού κράτους άρχιζε πλέον να οργανώνεται με ενιαίο διοικητικό, φορολογικό, νομισματικό και μετρικό σύστημα. Μια αυτοκρατορία Ασίας, Ινδίας και των γνωστών εδαφών Ευρώπης και Αφρικής, ήταν εν τη γενέσει και όλοι οι γειτονικοί λαοί, σύμμαχοι και μη, έσπευδαν να φιλοφρονήσουν τον κοσμοκράτορα, για να προλάβουν ή να διαλύσουν τυχόν παρεξηγήσεις και να εξασφαλίσουν οφέλη.

Ο Αλέξανδρος δέχθηκε πρώτους όσους είχαν έλθει για θρησκευτικά θέματα, δεύτερους όσους έφερναν δώρα, τρίτους όσους είχαν μεθοριακές διενέξεις και ζητούσαν διαιτησία, τέταρτους όσους είχαν πάει για ιδιωτικά θέματα και πέμπτους όσους διαφωνούσαν με την επάνοδο εξόριστων, την οποία είχε αποφασίσει νωρίτερα. Ιεραρχώντας το κύρος των ιερών τους δέχθηκε πρώτους τους Ηλείους, μετά τους Αμμωνίους, τους Δελφούς, τους Κορινθίους, τους Επιδαυρίους και μετά όλους τους άλλους.


 Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο Αλέξανδρος μέχρι και τον Κλείτο είχε σκοτώσει με τα χέρια του, στον αγώνα του να θεωρηθεί γιος του Άμμωνα, κατέταξε το Αμμώνιο δεύτερο σε αξία μετά το ιερό του Διός στην Ολυμπία. Δηλαδή για άλλη μία φορά, και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο που είχε εξαλείψει κάθε αντίθετη φωνή, έκανε σαφές ότι ο κόσμος είχε κατακτηθεί από ένα βασιλιά κοσμοπολίτη μεν, ελληνικής καταγωγής και συνείδησης δε.


Επιπλέον πολλά είχαν αλλάξει από τότε, που ο Άμμων «υιοθέτησε» τον Αλέξανδρο. Οι νέες καταστάσεις επέβαλλαν να απομακρυνθεί από τον Αιγύπτιο θεό και να εφεύρει ένα νέο παγκόσμιο θεό. Και εγένετο ο Σάραπις.

Την περίοδο εκείνη έφτασε στη Βαβυλώνα ο Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, του οποίου ο άλλος γιος, ο Ιόλας, υπηρετούσε ήδη στην Αυλή του Αλεξάνδρου ως αρχιοινοχόος. Επιπλέον ο Κάσσανδρος δεν έδειξε καμία ευελιξία και συμπεριφέρθηκε σαν Έλληνας ανάμεσα σε Έλληνες, προκαλώντας το βίαιο ξέσπασμα του Βασιλιά της Ασίας. Αυτή η τραυματική για τον Κάσσανδρο επαφή με τον Αλέξανδρο τον έκανε θανάσιμο εχθρό όλου του Οίκου των Αργεαδών, τον οποίο τελικά κατάφερε να εξαλείψει. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν έφτασε στη Βαβυλώνα, επειδή δεν είχε ξαναδεί το ασιατικό τυπικό της προσκύνησης, η ελληνική ανατροφή του τον έκανε να γελάσει απερίσκεπτα, όπως αποδείχθηκε.


 Ίσως επειδή η συμπεριφορά του έβλαπτε τον τρόπο διοίκησης, που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος, ίσως επειδή ο Αλέξανδρος ήταν οργισμένος με τον πατέρα του, τον άρπαξε δυνατά από τα μαλλιά με τα δύο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. 

Κάποιαν άλλη φορά, ο Κάσσανδρος προσπάθησε να αντικρούσει αυτούς, που κατηγορούσαν τον πατέρα του, αλλά ο Αλέξανδρος του αντέτεινε το ερώτημα «Έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς να αδικηθούν και συ λες ότι ήρθαν για να συκοφαντήσουν;». «Αυτό ακριβώς είναι συκοφαντία, ότι απέχουν πολύ από τις αποδείξεις» είπε ο Κάσσανδρος και ο Αλέξανδρος γελώντας δυνατά τον απείλησε «Αυτά είναι σοφίσματα του Αριστοτέλη και θα κλάψετε πολύ, αν φανείτε ότι τους αδικείτε έστω και λίγο». 

Η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου λένε ότι ενστάλαξε στον Κάσσανδρο τέτοιο τρόμο για τον Αλέξανδρο, ώστε πολύ αργότερα, όταν ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, σε μία επίσκεψή του στους Δελφούς, βλέποντας μπροστά του έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου «έχασε τα λογικά του, του σηκώθηκαν οι τρίχες, άρχισε να τρέμει και μετά βίας συνήλθε».

(Αρριανός Ζ.14-15, Διόδωρος ΙΖ.113.3-4, 115, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.3-5, 74.2-κ.ε., Ιουστίνος 12.12.12)-

  • Η απόδοση των αρχαίων κειμένων είναι εργασία του -www.alexanderofmacedon.info 
  • Επικουρία Αρχείο ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ







ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ