Άκραι, μια ελληνική πόλη στην Σικελία



Οι Άκραι ή Άκρες  ήταν ελληνική αποικία στην Σικελία . Ιδρύθηκε το 664 π.Χ. από τους Συρακούσιους ,  με σκοπό μαζί με τις αποικίες τους Καμάρινα και Κασμένες να ελέγχουν τους Σικελούς και να περιορίσουν τις επεκτατικές βλέψεις των ανταγωνιστών τους της Γέλας (βλ. χάρτης αποικιών Σικελίας).







 Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρξε ολοκληρωμένη πόλη όπως η Καμαρίνα, αλλά παραμεθόριο οχυρό είχε ωστόσο τη δική της πολιτική ζωή με διοικητική και στρατιωτική αυτονομία και έκοβε δικό της νόμισμα. Συγκεκριμένα, ο στρατός του παρεμπόδισε τη δύναμη εισβολής του Αθηναίου Νικία στην περιοχή το 421 π.Χ., συμβάλλοντας στην ήττα του. Ταυτίζονται με την σημερινή περιοχή Παλάτσολο Ακρέιντε

ΔΕΙΤΕ   Η ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 415-413 π.X.


Μερικές από τις Ελληνικές πόλεις στην Σικελία 

Ο Θουκυδίδης αναφέρει στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Βιβλίον ΣΤ΄, 5 ότι
... αι Άκραι και αι Κασμέναι απωκίσθησαν υπό των Συρακουσίων, αι Άκραι εβδομήντα έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών, αι Κασμέναι είκοσι περίπου έτη μετά τας Άκρας. Η Καμάρινα απωκίσθη το πρώτον υπό των Συρακουσίων, ακριβώς σχεδόν εκατόν τριάντα πέντε έτη μετά την ίδρυσιν των Συρακουσών ...


Άκραι -Αρχαιολογικός χώρος,  μια ελληνική πόλη  που χτίστηκε στη Σικελία το 663 π.Χ. από τους Συρακουσίους Στην περιοχή παρατηρούμε, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, την περιοχή της Αγοράς που κυριαρχείται από το μικρό θέατρο και το κτίριο του βουλευτηρίου  που χρησιμοποιείται για την συνέλευση της πόλης Πάνω από το θέατρο μπορεί κανείς να δει ερείπια αρκετών κτιρίων και, μεταξύ αυτών, τα ερείπια του Ναού της Αφροδίτης του 6ου αιώνα π.Χ., 

Το 211 π.Χ., μετά την πτώση των Συρακουσών, έγινε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας, γνωστής στα Λατινικά ως Acre. Η πόλη συνέχισε να είναι κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη βυζαντινή περίοδο.
Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Άραβες το 827 μ.Χ., και η περιοχή εγκαταλείφθηκε, σταδιακά με τα αρχιτεκτονικά μέλη της να καλύπτονται με χώμα και φυσική βλάστηση από τα μάτια των κατοίκων και να ξεχαστεί σχεδόν οκτώ αιώνες.

Οδοί -ποταμοί και πόλεις της νοτιοανατολικής περιοχής της Σικελίας 



Ανασκαφικά στοιχεία και ευρήματα 


Άκραι- Τοπογραφικό διάγραμμα του αρχαιολογικού χώρου 

Ένας από τους πρώτους μελετητές που προσδιόρισε τον τόπο της εξαφανισμένης πόλης ήταν ο Σικελός μελετητής Tommaso Fazello.  (1498 – 1570)αργότερα άλλοι έδειξαν ενδιαφέρον, και ιδίως από το Palazzolo, ο  βαρώνος Gabriele Judica, ο οποίος στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ανέλαβε τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή Άκραι (Akrai) και περιέγραψε την έρευνά του στο βιβλίο του «Οι αρχαιότητες της Άκρας» που δημοσιεύθηκε το 1819.

Το θέατρο

Σε αυτό το σωστό ημικύκλιο, κάποτε κάθισαν έως και εξακόσια άτομα
Οι επακόλουθες ανασκαφές της αρχαϊκής πόλης έφεραν στο φως το θέατρο, μικρού μεγέθους αλλά σε εξαιρετική κατάσταση διασωσμένο Το θέατρο έχει υπέροχη θέα ,στραμμένο προς Βορρά, στην μακρινή Αίτνα...


Άκραι Το Ελληνικό θέατρο του 4 ου αιώνα π.Χ, και πλάι το  Βουλευτήριον 

 Τα λατομεία 
Στο πίσω μέρος του θεάτρου υπάρχουν δύο λατομεία και η περιοχή ονομάζεται  latomia Intagliatella και είναι από τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ.


Το οροπέδιον της πόλεως Άκραι

Η πόλη βρίσκεται ανάμεσα σε κοιλάδες δύο ποταμών τον Άναπο και τον ΄Ελωρο.  Ο Άναπος, είναι ποταμός στην Σικελία που ρέει μέσα από έλη, νότια των Συρακουσών. Σύμφωνα με τους αρχαίους ποιητές πήρε το όνομά του από τον εραστή της νύμφης (Ναϊάδες) Κυάνης. Εκεί στρατοπέδευσε ο Ιμίλκων για να εξαναγκάσει τον Μαρκέλλο να λύσει την πολιορκία των Συρακουσών.


Νόμισμα των Σικελικών Άκρων 


Ο Θουκυδίδης στο τέλος του Ζ΄ κεφαλαίου του, στην Σικελική εκστρατεία, περιγράφει την ολοκληρωτική καταστροφή των Αθηναίων κοντά στον ποταμό Άναπο:
«Πτώματα και ζωντανοί μαζί καθώς διψούν τρέχουν όλοι μαζί να πιουν από το θολωμένο με το αίμα των συντρόφων τους νερό του Άναπου ποταμού, που κοκκίνιζε γιατί λίγο νωρίτερα οι Συρακούσιοι έσφαζαν Αθηναίους στις όχθες του.»

Ο οικισμός βρίσκεται σε στρατηγική θέση σε έναν από τους λόφους του Υβλαίου όρους  ανάμεσα σε κοιλάδες δύο ποταμών τον Άναπο και τον ΄Ελωρο  Η πόλη φύλασσε την  πρόσβαση στις Συρακούσες, και έτσι υπηρέτησε ένα σημαντικό πολιτικό ρόλο αλλά και στο εμπόριο. 

Ο ναός της Αφροδίτης 
Στο οροπέδιο πάνω από το λατομεία ( latomia Intagliata) είναι τα βασικά δομικά στοιχεία για τον (dell'Aphrodision), ναό της Αφροδίτης που χτίστηκε τον έκτο αιώνα π.Χ.Ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος να δει τα εξαιρετικά σμιλευμένα δάπεδα του κτηρίου



Το Βουλευτήριον 
Στη δυτική πλευρά του θεάτρου βρίσκεται το Βουλευτήριον όπου λάμβανε μέρος η γερουσία και  το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως των Ακραίων .





Άποψη του Βουλευτηρίου και η θέα προς βορά 

Σκίτσο από αγαλματίδιο του Ηρακλέους που  βρέθηκε στο Βουλευτήριο είναι πιθανά  σκάλισμα σε πέτρινη επιφάνεια

Μία άποψη του Βουλευτηρίου 

Το Ηρώον 
Στα ανατολικά του λόφου  στην ελληνιστική εποχή βρίσκεται το κοντινό ιερό που είναι γνωστό σήμερα εκεί ως «Άγιοι ναοί», αφιερωμένο στη λατρεία των νεκρών Ηρώων .Βρέθηκε επιγραφή που αναφέρει [...ΗΡΩΣ ΑΓΑΘΟΣ...]

Το Ηρώον της ελληνικής πόλεως όπου σε ξύλινα η μαρμάρινα τεμάχια εγγράφονταν τα ονόματα ή  σμιλεύονταν μορφές των ηρώων της πόλεως και τοποθετούντο εδώ στα σκαλίσματα των ανοιγμάτων στον βράχο 

Αφιερώματα -ευρήματα - αντικείμενα.
Μερικά από τα σμιλευμένα πάνω σε βράχο δρώμενα των Ακραίων .


Αναθηματικό ανάγλυφο του συμποσίου κηδείας (σχεδιο Bernabò Brea το 1956, pl. XXXII.4) Αν το πρώτο πλάνο είναι από την επίκληση προς τιμήν του , με την εικόνα των δύο Ακραίων ηρώων [...αγαθοί είναι οι [tiodoros;] και [F] yskon ) γραμμένη στα ελληνικά να δίνει την εντύπωση ότι ανήκουν στη στρατιωτική κάστα της πόλεως, η δεύτερη δείχνει σαφώς τις ήρωες σε ένα ανάκλιντρο σε συμπόσιο του  Άδη, να στέκεται δίπλα σε μια γυναίκα που κάθεται και στα πόδια την «κλίνης » και μια νεαρή δούλα.

Μεγάλης αξίας είναι ένα ανάγλυφο του 1ου αι. π.Χ. που απεικονίζει θυσία και γιορτή των ηρώων 

Ο αγαθός Δαίμων και η αγαθή Τύχη 
Ερμής Ψυχοπομπός Πιθανά από την ρωμαϊκή περίοδο της ελληνικής πόλεως 

Κεφαλή μικρού αγαλματιδίου πιθανά της Κυβέλης , Ρέας


Αμέθυστος -  Σκάλισμα με τον θεό  Ερμή 
Αμέθυστος -  Σκάλισμα  με την μορφή του ημίθεου ήρωα Ηρακλή 


Κυβέλη, μια θεά «γεννημένη από πέτρα»

Αποτύπωση πιθανά του  18ου αιώνα του ιερού της θεάς Κυβέλης της πόλεως Άκραι  με την θεά καθήμενη 

Περί της θεάς Κυβέλης
Η επιγραφή μάταρ κουμπιλέγια (matar kubileya) σε φρυγικό ιερό, από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., διαβάζεται συνήθως ως "μητέρα του όρους", ανάγνωση που υποστηρίζεται από αρχαίες κλασικές πηγές και είναι συνακόλουθη με τη σύνδεση της θεάς με άλλες εποπτεύουσες θεές, γνωστές ως μητέρες και συνδεδεμένες με όρη της Μικράς Ασίας  και άλλες περιοχές: μια θεά «γεννημένη από πέτρα»
Εδώ λοιπόν λίγο πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο υπάρχουν 12 γλυπτά, από τον 3ο αιώνα π.Χ., σκαλισμένα σε πέτρα και αφιερωμένα στη λατρεία της Θεάς Κυβέλης  (" Κυβέλεια Μήτηρ, πιθανώς "Μητέρα Ορέων") γνωστή μεταγενέστερα στους Έλληνες ως Ρέα ,(άρα εδώ είναι η Ρέα ), ήταν δε θεά γενικά της άγριας φύσης και των δημιουργικών δυνάμεων της Γης και της γονιμότητας. Ο Πίνδαρος την προσφωνεί «Κυβέλα, μάτερ θεών».

Τα ένσκαπτα αγάλματα της θεάς Κυβέλης στον βράχο σαν σύνολο αποτελούν τον χώρο λατρείας της θεάς στην ελληνική  πόλη Άκραι - Γραφιστική αναπαράσταση 

Αρχικά, η Κυβέλη, γνωστή στους Έλληνες και ως Ρέα, γιορταζόταν στη Μικρά Ασία ως θεά της γονιμότητας.
Αργότερα εορταζόταν και από τους Ρωμαίους από τις 4 επέτειος της άφιξης της Κυβέλης στη Ρώμη έως 10 Απριλίου  με αγώνες προς  τιμή της ,που ονομάζονταν- Megalesia , Megalensia- Μεγαλήσια (από την Ελληνική Μεγάλη ) . Από το είδος τους, αυτά ήταν απολύτως μοναδικά στον κόσμο και αποτελούν έναν πραγματικό παγανιστικό δρώμενο

Από το ιερό της Κυβέλης  της ελληνικής πόλεως  Άκραι ,πάνω το φθαρμένο σκάλισμα με την θεά και πιστούς , κάτω μια αποτύπωσή του  Η εορτή Megalesia  ή Γαλάξια  είναι ασαφής, αλλά περιελάμβανε και θεατρικά έργα και άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες που βασίζονταν σε θρησκευτικά θέματα. 

Τα Μεγαλήσια γιορτάζονταν και στην Αθήνα και τον Πειραιά.[Στην Αθήνα κατά το μήνα Ελαφηβολιώνα τελούνταν τα Γαλάξια προς τιμήν της θεάς.] Ωστόσο, η λατρεία τής φρυγικής Κυβέλης δεν είχε καθολικό χαρακτήρα, αλλά ασκούνταν από «θιάσους», δηλαδή κλειστές θρησκευτικές οργανώσεις ή σωματεία πιστών.
 Στην Αθήνα υπήρχαν θίασοι για τη λατρεία τής  Μεγάλης Μητέρας ως τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Κύρια πατρίδα της λατρείας της ήταν οι Ελληνικές πόλεις των Μικρασιατικών παραλίων (Έφεσος, Σμύρνη, Μίλητος κλπ). Και στην κυρίως Ελλάδα όμως η «μητέρα ανθρώπων τε θεών», η Ρέα, είχε δικούς της ναούς κυρίως σε Θήβα, Αθήνα, Ολυμπία, Φυγαλεία κλπ.
Λατρευόταν επίσης στην πόλη Πεσσινούντα στην Άνω Φρυγία κοντά στον Σαγγάριο ποταμό. Εκεί και επί του όρους Δίδυμο υπήρχε ιερός βράχος με το όνομα Άγδος, εξ ού και το όνομά της Άγδιστις. Στο ίδιο όρος υπήρχε και το ιερό «άντρο» της θεάς, το αρχαιότερο όλων, όπου βρισκόταν αντί ομοιώματός της λατρευτικός λίθος ακατέργαστος (πιθανώς αερόλιθος), ο οποίος το 204 π.Χ. μεταφέρθηκε στη Ρώμη όπως επίσης και ο τάφος του αγαπημένου της εραστή Άττη.

 Δύο από τα αγάλματα της θεάς Κυβέλης σκαλισμένα σε εσοχές στο ιερό της θεάς της ελληνικής πόλεως Άκραι 

 Μεγάλο ναό έκτισε στην Πισσινούντα ο Βασιλιάς Μίδας, τον οποίο αργότερα στόλισαν και πλούτισαν με αφιερώματα οι βασιλείς της Περγάμου καθώς και οι Ρωμαίοι.Αντίθετα οι Ρωμαίοι διατήρησαν τη λατρεία της ακριβώς όπως τη μετέφεραν από τη Μικρά Ασία. Ονόμαζαν τους ιερείς Γάλλους, αυτούς που οι Λυδοί αποκαλούσαν Κυβήδους.

Αποτύπωση αγαλμάτων του ιερού της Κυβέλης της ελληνικής πόλεως Άκραι 

Επίσης «Κύβελα» ονομαζόταν και άλλο βουνό της Φρυγίας αγνώστου όμως σημερινής θέσης, στο οποίο υπήρχε και ομώνυμη πόλη. Ακόμη, «Κυβέλεια» ονομαζόταν και αρχαία πόλη της Ερυθραίας στη Μικρά Ασία απέναντι από τη Χίο μεταξύ του όρους Μίμαντος και του Ακρωτηρίου Μέλαινα, στην οποία η λατρεία της Κυβέλης ήταν πολύ διαδεδομένη

 Δύο από τα αγάλματα της θεάς Κυβέλης που ήταν σκαλισμένα σε εσοχές στο ιερό της θεάς της ελληνικής πόλεως Άκραι 

Ένα άγαλμα της θεάς Κυβέλης λαξευμένο στον βράχο του ιερού  εδώ είναι από τις πρώτες
ανασκαφές και θεωρείτο από τους ανασκαφείς  τότε άγαλμα της θεάς Δήμητρας 


Με τον ίδιο τρόπο, τοποθετημένο σε εσοχή άγαλμα της θεάς, την τιμούσαν οι Έλληνες και σε άλλα σημείου του απέραντου ελληνισμού όπως στην περιοχή του Βασιλείου του Πόντου όπου πρόσφατα βρέθηκε άγαλμα της θεάς . ΔΕΙΤΕ Ανακαλύφθηκε άγαλμα της θεάς Κυβέλης της εποχής του Βασιλείου του Πόντου .




Η μεγάλη οδός του Σελινούντα 
Μία μεγάλη οδός συνέδεε τοις Συρακούσες με την δυτική στην Σικελία ελληνικής πόλεως του Σελινούντα .Αυτή η οδός πέρναγε από την πόλη Άκραι .


Αμέσως μετά την είσοδό της πόλεως , στα δεξιά είναι ο υποβλητικός δρόμος του Σελινούντα , που συνέδεε τις Συρακούσες με την πόλη του Σελινούντα δυτικά της νήσου.  περνώντας από εδώ. 

Μπορείτε ακόμα να δείτε το πεζοδρόμιο αυτού του δρόμου έχοντας  μια εικόνα του παρελθόντος. Κοντά στο δρόμο, υπάρχει μια σειρά από κτίρια έξω από το τοίχος.

Εδώ ήταν η Πύλη του Σελινούντα και συνδεόταν μέσα από τα τείχη της πόλεως με την Πύλη των Συρακουσών 



Κτίσματα της πόλεως.

Μία κιστέρνα κοντά στο λατομείο ,αλλά και άλλα κτισματα .



Επιγραφή του 1890 με περιγραφή ενοικίασης θέσεων πολίσεως ,(θεμέλια), σε ιδιώτες πολίτες σε κάποια εορτή. 

Ο θρησκευτικός προσδιορισμός της Αγοράς της ελληνικής πόλεως Άκραι  της Σικελίας



Η Βυζαντινή νεκρόπολη 

 Η πόλη συνέχισε να είναι κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη βυζαντινή περίοδο



Ιστορική συνέχεια έως το Βυζάντιο 
Το 440 η Σικελία παραδίνεται στον Βάνδαλο βασιλιά Γιζέριχο. Μερικές δεκαετίες αργότερα περιήλθε στην κατοχή των Οστρογότθων, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάληψή της, και προσάρτησή της στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τον στρατηγό Βελισσάριο το 535. Το 550 άλλος Οστρογότθος, ο Τοτίλας, κατέλαβε τη Σικελία, για να ηττηθεί και να σκοτωθεί από τον βυζαντινό στρατηγό Ναρσή το 552. Μεταξύ 662 και 668 οι Συρακούσες έγιναν ατύπως η πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κώνσταντα Β'. Η βυζαντινή περίοδος λήγει με την αραβική κατάκτηση (827 - 902). Αναφέρεται από πηγές της εποχής ότι οι Σικελοί μιλούσαν ελληνική ή ιταλοελληνική διάλεκτο, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα.



Κυβερνήτες του Θέματος Σικελίας

Εδώ στην Σικελία κατά την βυζαντινή εποχή πολέμησε ο  Μιχαήλ Γαγγλιανός που ήταν στρατηγός του Θέματος Σικελίας το όνομα του οποίου αναφέρεται το 799 εντός των Annales Regni Francorum
Ο Μιχαήλ Γαγγλιανός ήταν ευνούχος και έμπιστος της Ειρήνης. Διαδέχθηκε τον Νικήτα. Θεωρείται πιθανό να είχε ήδη διαδραματίσει ρόλο ως εκπρόσωπος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ενώπιον των Φράγκων το 798, όταν συνόδευσε κατά την επιστροφή του τον Σισίννιο, αδερφό του Πατριάρχη Ταράσιου, ο οποίος είχε συλληφθεί ως αιχμάλωτος στα τέλη της δεκαετίας του 780. Κατείχε το αξίωμα του πατρικίου και του πραιποσίτου. Το τελευταίο αυτό αξίωμα παραμένει ασαφές αναφορικά με την ακριβή του θέση στην ιεραρχία των βυζαντινών αξιωμάτων.

Φαίνεται, επίσης, πως ο Μιχαήλ κατείχε το αξίωμα του στρατηγού του Θέματος Αρμενιακών (τα φραγκικά χρονικά κάνουν λόγο για την Φρυγία) μεταξύ του 797 και του 799. Ως επικεφαλής της Σικελίας, πιθανώς να οργάνωσε την άμυνα του νησιού για την υπεράσπισή του απέναντι σε ενδεχόμενη επίθεση του Καρλομάγνου. Πράγματι, στα τέλη του 8ου αιώνα, οι εντάσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ήσαν σημαντικές και ο στρατηγός της Σικελίας (πιθανόν ο Μιχαήλ) ζήτησε ακόμα και από τους Άραβες της Καϊρουάν την αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων.



Επίσης....εδώ ήταν ο Θεοφύλακτος ώς έξαρχος και ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, στρατηγός, διοικητής της Σικελίας το 701, και έξαρχος Ραβένας περίπου την περίοδο από 702 έως το 710.
Το 702 προερχόμενος από τη Σικελία, πήγε στη Ρώμη. Για άγνωστους λόγους (ίσως για οικονομικούς), ο στρατός της εξαρχίας, μόλις έμαθε για την άφιξη του νέου εξάρχου στασίασε και βάδισε προς τη Ρώμη, με εχθρικές διαθέσεις προς τον έξαρχο. Ο Πάπας Ιωάννης ΣΤ΄ παρενέβη υπέρ τού εξάρχου, καταφέρνοντας να ηρεμήσει και να σταματήσει τους στασιαστές. Μετά από αυτό ο Θεοφύλακτος κατάφερε να εισέλθει στη Ραβένα.



Επίσης και ο  Βασίλειος Κλάδων που ήταν βυζαντινός πρωτοσπαθάριος και στρατηγός του 10ου αιώνα. Ο Κλάδων το 926 αναφέρεται στρατηγός Στρυμώνος. Κατά την θητεία του εκεί από πηγές αναφέρεται ανδρείος και ότι επισκεύασε τα τείχη της Χρυσουπόλεως.
Το 938[4] διορίσθηκε στρατηγός των θεμάτων Καλαβρίας, Σικελίας και Λογγοβαρδίας, όπου στάλθηκε με στρατό από τα Βαλκάνια όπου βρισκόταν για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Λομβαρδών, με την υποστήριξη και του τοπικού βυζαντινού στρατού. Είναι ο μοναδικός από τους στρατηγούς-κυβερνήτες της Λομβαρδίας που φέρει τον τίτλο στρατηγός και της Σικελίας[6]. Το 938 μαρτυρείται ότι πήρε μέρος σε πρεσβεία, διπλωματική αποστολή, στο Λομβαρδικό πριγκιπάτο του Μπενεβέτο μαζί με τους Πατρίκιο Κοσμά και τον Πρωτοσπαθάριο Επιφάνιο οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει όταν ήρθε στην Ιταλία.


Καί ο  Κωνσταντίνος Κοντομύτης (μεταξύ 841–860) πο υήταν Βυζαντινός στρατηγός και ευγενής.
Ως στρατηγός του Θέματος Θρακησίων, ο Κωνσταντίνος Κοντομύτης συνέτριψε τους Σαρακηνούς της Κρήτης το 841, όταν οι τελευταίοι πραγματοποίησαν επιδρομή στην πλούσια μοναστική κοινότητα του Όρους Λάτμου.[1][2] Λίγο καιρό νωρίτερα ή αργότερα, η κόρη του Κωνσταντίνου παντρεύτηκε τον μάγιστρο Βάρδα, ο οποίος ήταν ανιψιός της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας από την πλευρά της μητέρας του και του Πατριάρχη Φώτιου από εκείνη του πατέρα του. Ο Βάρδας αργότερα υιοθέτησε το επίθετο του πεθερού του.[2][3]
Το 859, ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (βασίλεψε την περίοδο μεταξύ 842–867) τον απέστειλε στην Σικελία ως επικεφαλής στόλου 300 πλοίων, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Άραβες που βρίσκονταν επί του νησιού. Ο Βυζαντινός στρατός υπέστη, ωστόσο, μεγάλη ήττα από τους Άραβες, οι οποίοι ευρίσκονταν υπό την ηγεσία του Αμπάς ιμπν Φαντλ, και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς τα πλοία του.


Καί ο  Παύλος (έξαρχος) που  ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, διοικητής του Θέματος Σικελίας , και Έξαρχος Ραβένας από το 723 έως το 727. Σύμφωνα με τον Τζον Τζούλιους Νόριτς (John Julius Norwich), το πρόσωπο που παραδοσιακά αναγνωρίζεται ως ο πρώτος δόγης της Βενετίας, ο Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, ήταν στην πραγματικότητα ο Έξαρχος Παύλος. Επιπλέον το ίδιο πρόσωπο είναι και ο διάδοχος του Αναφέστο, Μαρτσέλλο Τεγκαλλιάνο, μιας και υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εν λόγω δόγη, καθώς έφερε την ίδια ονομασία, στα ιταλικά, με τον τίτλο του Παύλου που ήταν "magister militum"[1].
Στο 727, στο Εξαρχάτο της Ραβέννας ξεσηκώθηκαν κατά της αυτοκρατορικής επιβολής λόγω της εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέων Γ΄ (717-741). Ο στρατός της Ραβένας και του Δουκάτου της Πενταπόλεως στασίασαν, καταγγέλλοντας τόσο τον Έξαρχο Παύλο όσο και τον αυτοκράτορα Λέων Γ ', και ανέτρεψαν όσους αξιωματικούς παρέμεναν πιστοί. Ο Παύλος συγκέντρωσε τις δυνάμεις που του απέμειναν πιστές και προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη, αλλά σκοτώθηκε. Ο στρατός συζήτησε την εκλογή δικό του αυτοκράτορα και ξεκίνησε να βαδίσει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν ζήτησαν τη συμβουλή του Πάπα Γρηγορίου Β΄, αυτός τους αποθάρρυνε


Καί ο  Φωτεινός (στρατηγός)  ήταν Βυζαντινός διοικητής και κυβερνήτης, ο οποίος ήταν ενεργός στην διάρκεια της δεκαετίας του 820.
Η πρώτη αναφορά στο όνομά του γίνεται μετά την Αραβική κατάκτηση της Κρήτης στα μέσα της δεκαετίας του 820. Εκείνη την περίοδο, ήταν στρατιωτικός κυβερνήτης (στρατηγός) του Θέματος Ανατολικών, και του ανατέθηκε από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 820-829) η ανακατάληψη του νησιού. Αφού ενισχύθηκε με στρατεύματα ευρισκόμενα υπό τον πρωτοσπαθάριο Δαμιανό, αποβιβάστηκε στο νησί. Και οι δυο τους ηττήθηκαν από τους Άραβες, ωστόσο: ο Δαμιανός έπεσε μαχόμενος, ενώ ο Φωτεινός μετά βίας πέτυχε να διαφύγει ζωντανός.
Παρά την συγκεκριμένη αποτυχία του, σύντομα του ανατέθηκε νέα σημαντική αποστολή, καθώς εστάλη στη Σικελία ως στρατηγός του τοπικού θέματος, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εξέγερση και αποστασία του τοπικού τουρμάρχη Ευφήμιου προς τους Αγλαβίδες της Ιφρικίγια. Πιθανώς να ήταν διάδοχος του στρατηγού Κωνσταντίνου Σούδα, τον οποίον ο Ευφήμιος είχε φονεύσει, ωστόσο ορισμένοι ακαδημαϊκοί θεωρούν πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο.[2] Ο Έλληνας ιστορικός Χρήστος Μακρυπούλιας, αντιθέτως, θεωρεί πως η περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά απίθανη, καθώς και πως ο ορισμός του ως στρατηγού της Σικελίας πρέπει να έλαβε χώρα προ της εκστρατείας του στην Κρήτη.[3] Καμία περαιτέρω πληροφορία δεν είναι γνωστή για τον ίδιο έπειτα από τον διορισμό του στο συγκεκριμένο νησί.[1]
Ο Φωτεινός ήταν, επίσης, προπάππος της Ζωής Καρβωνοψίνας, τέταρτης συζύγου του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (βασίλευσε μεταξύ 886-912).[1]




Ευρήματα από την Νεκρόπολη της πόλεως Άκραι 
Τέλος βρίσκουμε τα τελευταία ίχνη των Βυζαντινών με κατακόμβες διακοσμημένες με μνημειώδη πλούσια διακοσμημένους σαρκοφάγους. Ακριβώς πίσω από το θέατρο υπάρχουν δύο λατομεία (λατόμια). Τα λατομεία αργότερα επί βυζαντινής αυτοκρατορίας μετατράπηκαν σε χριστιανικούς τάφους.




Ένα εντυπωσιακό θέαμα, όπου  απεικονίζουν, πώς είναι θαμμένα πολλά ανθρώπινα σώματα. Στο μεγαλύτερο από τα δύο σπήλαια, Intagliate, κάποιες κατακόμβες έχουν βωμούς που έχουν δημιουργηθεί στις κόγχες των τοιχωμάτων

ΔΕΙΤΕ  Ένα βυζαντινό καταφύγιο στα Σικελικά Υβλαία όρη



 Εργασία του ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ με πηγές από :

  •  Θουκυδίδης,Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου Β΄ 82
  •  Θεόκριτος, Α, 63 & Οβίδιος, Μεταμορφώσεις V 412
  •  Τίτος Λίβιος, Από κτίσεως πόλεως (Ab urbe condita) ΧΧΙV
  • wikipedia.org
  • www.researchgate.net/
  • ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Heroes, Gods and Demons in the Religious Life of Akrai (Sicily) in Hellenistic Age• -Paolo Daniele Scirpo-Post-doc researcher in Classical Archaeology, National and Kapodistrian University of Athens (Greece) 
  • www.academia.edu

  • Bernabo Brea L., Akrai, Società di Storia Patria per la Sicilia Orientale, Biblioteca III, Monografie Archeologiche della Sicilia, I, Catania 1956;
  • Bernabo Brea L., Il tempio di Afrodite di Akrai, Cahiers du Centre Jean Berard 10, Naples 1986;
  • Campagna L., L’architettura di età ellenistica in Sicilia: per una rilettura del quadro generale, (in:) Sicilia ellenistica, consuetudo italica. Alle origini dell’architettura ellenistica d’Occidente, Osanna-Torelli (ed.), Roma 2006, p. 15-34;
  • Campagna L., Pinzone A., Nuove prospettive di ricerca sulla Sicilia del III sec. a.C. Archeologia, numismatica, storia (Atti Incontro di Studio Messina 2002), Pelorias 11, Messina 2004, p. 151-189;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, ancient Acrae, Sicily, Italy in 2009 and 2010, “Światowit”, fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology VIII (XLIX), 2009-2011, p. 169-171;
  • Chowaniec R., Ancient Akrai in the light of new researches. Non-invasive researches in Palazzolo Acreide, south-eastern Sicily, (in:) SOMA 2012 Identity and Connectivity: proceedings of the 16th Symposium on Mediterranean Archaeology, Florence, Italy, 1–3 March 2012, Bombardieri L., D'Agostino A., Guarducci G., Orsi V., Valentini S. (eds.), Oxford 2013, BAR S2581, p. 965-971;
  • Chowaniec R., The recovery in the town? Greek colony in a new Roman reality. Case study, (in:) Centre and Periphery in the Ancient World. Proceeding XVIIIth International Congress of Classical Archaeology, Alvarez J.M., Nogales T., Rodà I. (eds.), vol II, Merida 2014, p. 1007-1011;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2013, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology XI (LII), fasc. A. 2013, Warszawa 2014, p. 157-161;
  • Chowaniec R., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2014, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology X (LIII), fasc. A. 2014;
  • Chowaniec R., Corinthian Roman relief bowls from Acrae, prov. Syracuse, south-eastern Sicily, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology XII (LIII), 2014, Warszawa 2015, p. 81-98;
  • Chowaniec R. ed., Unveiling the past of an ancient town. Akrai/Acrea in south-eastern Sicily, Warsaw 2015;
  • Chowaniec R., Greek and Roman impact on the environment. Case study: Akrai/Acrae in south-eastern Sicily, (in:) Cracow Landscape Monographs 2. Landscape as impulsion for culture: research, perception & protection. Landscape in the Past & Forgotten Landscape, P. Kołodziejczyk, and B. Kwiatkowska-Kopka (eds.), Cracow 2016, pp. 175–186;
  • Chowaniec R., The Sicilian world after the Punic Wars: the Greek colony in a new reality, (in:) Comparative Perspectives on Past Colonisation, Maritime Interaction and Cultural Integration, H. Glørstad, L. Melheim, Z. Glørstad (eds.), Sheffield 2016, p. 41-54;
  • Chowaniec R., The Coming of Rome. Cultural Landscape of South-Eastern Sicily, Warsaw 2017;
  • Chowaniec R. in collab J. Młynarczyk, T. Więcek, et al., Akrai/Acrae - the Greek Colony and Roman Town. Preliminary Report on the Excavations of the University of Warsaw Archaeological Expedition in 2015, „Archeologia” LXVI 2015, p. 105-130;
  • Chowaniec R., Gręzak A., Dietary preferences of the inhabitants of ancient Akrai/Acrae (south-eastern Sicily) during Roman times and the Byzantine period, (in:) Géoarchéologie des îles de Méditerranée. Geoarchaeology of the Mediterranean Islands, M. Ghilardi (ed.), Paris 2016, p. 287-298;
  • Chowaniec R., Guzzardi L., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2011, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology IX (L), fasc. A. 2011, Warszawa 2012, p. 169-172;
  • Chowaniec R., Guzzardi L., Palazzolo Acreide, Sicily, Italy. Excavations in 2012, “Światowit” fasc. A. Mediterranean and Non-European Archaeology X (LI), fasc. A. 2011, Warszawa 2013, p. 111-115;
  • Chowaniec R., Matera M., New Terracotta Figurine of Demeter/Ceres from the south-eastern Sicily, “Archaeology and Science” 8, 2012, Belgrade 2013, p. 7-18;
  • Chowaniec R., in coll. Misiewicz K., Małkowski W., Acrae antica alla luce di indagini non invasive, “Journal of Ancient Topography (Rivista di Topografia Antica)” XIX, 2009 (2010), p. 121-138;
  • Chowaniec R., Misiewicz K., Non-invasive researches in Palazzolo Acreide (ancient Akrai), Sicily, “Archeologia” 59, 2008 (2010), p. 173-186, pl. XXV-XXVII;
  • Chowaniec R., Rekowska M., Rediscovering the Past. Ancient Akrai in Sicily, (in:) Et in Arcadia Ego. Studia Memoriae Professoris Thomae Mikocki dicata, Dobrowolski W., Płóciennik T. (eds.), Warsaw 2013, p. 261-271;
  • Chowaniec R., Więcek T., Guzzardi L., Akrai greca e Acrae romana. I nuovi rinvenimenti monetali degli scavi polacco-italiani 2011-2012, “Annali Istituto Italiano di Numismatica” 59, 2013 (2014), p. 237-269, tav. XIV-XV;
  • Cracco Ruggini L., La Sicilia fra Roma e Bisanzio, Storia della Sicilia III, Napoli 1980, p. 1-96;
  • Danner P., Akrai, (in:) Lexicon of Greek and Roman Cities 3, p. 426-430;
  • Fischer-Hansen T., The Earliest Town-Planning of the Western Greek Colonies, with special regard to Sicily, (in:) Introduction to an Inventory of Poleis, Symposium August, 23-26 1995, Acts of the Copenhagen Polis Centre 3, Hansen M. H. (ed.), Copenhagen 3, p. 317-407;
  • La Sicilia antica I, 3 Citta greche e indigene di Sicilia. Documenti e storia, Gabba E., Vallet G. (eds.), Napoli 1980;
  • La Sicilia antica. La Sicilia greca dal VI secolo alle guerre puniche, II, 1, Gabba E., Vallet G. (eds.), Napoli 1979;
  • Manni E., Geografia fisica e politica della Sicilia antica, Roma 1981;
  • Mitens K., Teatri greci e teatri ispirati all’architettura greca in Sicilia e nell’Italia meridionale, c. 350-50 a.C.: un catalogo, Roma 1988;
  • Orsi P., Palazzolo Acreide. Resti siculi in contrada Sparano, Notizie degli Scavi di Antichità without no, 1891, p. 355-357;
  • Orsi P., Epigrafe cristiana di Palazzolo Acreide (Acrae). Cotributi alla storia dell’altopiano acrense nell’antichità, “Rivista di Archeologia Cristiana” VIII, 1931, p. 295-296;
  • Pelagatti P., Akrai (Siracusa). Ricerche nel territorio, Atti della Accademia Nazionale dei Lincei CCCLXVII, “Notizie degli Scavi di Antichità” 24, Rome 1970, p. 436-499;
  • Pugliese Carratelli, Palazzolo Acreide. Epigrafi cristiane nella collezione Iudica, Atti della Accademia Nazionale dei Lincei CCCL, “Notizie degli Scavi di Antichità” 78, Rome 1953, p. 345-352;
  • Scirpo P.D., Bibliografia generale su Akrai. Addenda e Corrigenda, “Studi Acrensi”, IV, pp. 150–172;
  • Schubring I., Akrai – Palazzolo. Ein topographisch-archaeologische Skizze, Jahrbuch für klassische Philologie, suppl. IV, 1867, p. 661-672;
  • Uggeri G., La viabilità della Sicilia in età romana, “Journal of Ancient Topography (Rivista di Topografia Antica”, suppl. II, 2004;
  • Voza G., Akrai, in: Archeologia nella Sicilia sud-orientale, P. Pelagatti, G. Voza (eds)., Napoli 1973, p. 127-128;
  • Voza G., Nel segno dell’antico. Archeologia nel territorio di Siracusa, Palermo 1999;
  • Więcek T., Chowaniec R., Guzzardi L., Greek Akrai and Roman Acrae. New numismatic evidence. Polish-Italian archaeological excavations 2011-2012, “Archeologia” 62-63, 2011-12 (2014), p. 19-30;
  • Wilson R.J.A., Sicily under the Roman Empire. The archaeology of Roman province, 36 BC – AD 535, Warminster 1990.





full-width




ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ