Επιγραφές Ακροπόλεως Αθηνών και το Επιγραφικό Μουσείο





Οι αρχαίες Ελληνικές επιγραφές είναι κείμενα συχνότερα σύντομα, αλλά και εκτενή, χαραγμένα σε σκληρή ύλη, στην πέτρα, το μέταλλο, τον πηλό, το ξύλο κ.λπ.1. Όπως το λέει και η λέξη, η επιγραφή είναι γραφή επάνω σε ένα αντικείμενο. Ποιος είναι όμως ο κύριος λόγος που ένιωσαν την ανάγκη να γράψουν οι άνθρωποι; Το ερώτημα δεν αφορά βεβαίως μόνον στις επιγραφές, αλλά και στην γραφή επάνω σε οποιοδήποτε άλλη ύλη, στους παπύρους και στα δέρματα, κ.λπ.



Την απάντηση δίνει ο ιστορικός του 1ου αι. π.Χ. Διόδωρος Σικελιώτης (12,13.2): Τις γαρ αν άξιον εγκώμιον διάθοιτο της των γραμμάτων μαθήσεως; διά γαρ τούτων μόνων οι τετελευτηκότες τοις ζώσι διαμνημονεύονται. (Ποιος θα μπορούσε να εγκωμιάσει, όπως της αξίζει, την εκμάθηση των γραμμάτων; Μόνον με αυτά η μνήμη των νεκρών παραμένει ζωντανή στους ζωντανούς). Ο Διόδωρος διατυπώνει κατά τον πληρέστερο και σαφέστερο τρόπο την αξία της γραφής και της μαθήσεώς της.
  • Η γραφή δεν είναι παρά η προσπάθεια των ανθρώπων να επιμηκύνουν την μνήμη τους και να αντισταθούν στην λήθη του χρόνου.
 Με την γραφή το παρελθόν των ανθρώπων εκτείνεται προς τα πίσω και  διασώζεται η μνήμη ενός παλαιοτέρου κόσμου. Η απλούστερη μορφή επιγραφής, το χαραγμένο όνομα ενός  νεκρού επάνω σε έναν αδρό επιμήκη λίθο, που κάποιος οικείος έστησε στον τάφο, διαφυλάσσει την μνήμη του μεταξύ των ζώντων. (IG I3 1194• στήλη Κεραμούς, περ 625-600 π.Χ. [εικ. 1]).

Eἰκ. 1. Ἡ στήλη τῆς Κεραμοῦς (EM 10646)
ΛΟΓΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΕΝΑ ΣΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ ΟΜΩΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΝΕΤΌΤΕΡΑ 

Χρονικὴ ἔκταση.
 Οἱ παλαιότερες ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς τῶν ἱστορικῶν χρόνων χρονολογοῦνται στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 8ου αἰ. π.Χ. Ἀπὸ τότε μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τὸν 6ο αἰ. μ.Χ., ὑπάρχει μία ἀδιάλειπτη σειρὰ ἐπιγραφικῶν κειμένων. (IG ΙI/III2 5, 13356• κοιμητή- ριον Ἀγάπης, 5ος/6ος αἰ. μ.Χ. [εἰκ. 2)]).

Εἰκ. 2. Ἡ στήλη τῆς Ἀγάπης (EΜ 9942)

Τοπικὴ ἔκταση.
 Ἀπὸ τὴν Ἱσπανία μέχρι τὰ δυτικὰ σύνορα τῆς Ἰνδίας, καὶ ἀπὸ τὴν Ρουμανία καὶ τὴν Νότια Ρωσία ἕως τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Λιβύη ἔχουν βρεθῆ Ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, οἱ περισσότερες ὅμως στὸν Ἑλλαδικὸ κόσμο. Πλέον τῶν 13.500 φυλάσσονται στὸ Ἐπιγραφικὸ Μουσεῖο τῶν Ἀθηνῶν καὶ περισσότερες ἀπὸ 7.500 χιλιάδες στὸ Μουσεῖο τῆς Ἀρχαίας Ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν. Πάμπολλες βρίσκονται καὶ στὰ κατὰ τόπους Μουσεῖα, στὶς συλλογὲς καὶ στοὺς ἀρχαιο- λογικοὺς χώρους τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ πλῆθος νέων ἀποκαλύπτεται ἐτησίως.

Τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιγραφῶν.
Οἱ ἐπιγραφὲς καλύπτουν εὐρύτατο φάσμα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ ἐντελῶς ἰδιωτικὸ ἕως τὸ ἄκρως δημόσιο. Στὴν ἀρχὴ τὰ ἐπιγραφικὰ κείμενα, –σώζονται πάντως ὀλίγα–, ἦσαν σύντομα καὶ ἐκάλυπταν μικρὲς ἀνάγκες τοῦ βίου: 

1) τὴν μνεία τοῦ ἰδιοκτήτη ἑνὸς ἀγγείου (Θαρίο εἰμὶ ποτέριον• περὶ τὸ 650 π.Χ. [εἰκ. 3])

Εἰκ. 3. Τὸ ποτήριον τοῦ Θαρίου (Στοὰ Αττάλου Ρ 4663)


•2 2) τὴν μνεία προσφορᾶς ἀναθήματος (ἀφιερώματος) σὲ μία θεότητα (hερμει μ᾽ ἄγαλμα• 550-525 π.Χ.

•3 3) τὴν ἔνδειξη τοῦ τόπου, ὅπου ἐτάφη προσφιλὲς πρόσωπο ([εἰκ. 1)])

• 4) ὑπάρχουν καὶ πολὺ πρώιμες ἐπιγραφές, –ἐλάχιστες βεβαίως–, ποὺ δὲν ἀνήκουν στὶς μνημονευθεῖσες τρεῖς κατηγορίες, ὅπως λ.χ. ἡ ἐνεπίγραφη οἰνοχόη, ἡ ἐσφαλμένως, διότι δὲν βρέθηκε ἐκεῖ, λεγόμενη τοῦ Διπύλου, ἡ ὁποία εἶναι πιθανώτατα ἔπαθλον ἀγῶνος (περὶ τὸ 725 π.Χ. [εἰκ. 4]),4 κ.λπ.

Εἰκ. 4. Ἡ οἰνοχόη τοῦ Διπύλου (Ἐθνικό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο Α 192)

 Ἀρχικῶς λοιπὸν οἱ ἐπιγραφὲς εἶχαν κατ᾿ ἐξοχὴν ἰδιωτικὸ χαρακτῆρα• βεβαίως καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς ἀρχαιότητος δὲν ἔπαυσαν νὰ χαράσσονται ἐπιγραφὲς τοῦ εἴδους αὐτοῦ (ἐπιτύμβιες, ἀναθηματικές, κατόχων ἢ χρηστῶν ἀντικειμένων, κ.ἄ).

Ἡ ὀργάνωση τῶν πόλεων καὶ κυρίως ἡ ἀνάπτυξη τῶν δημοκρατικῶν πολιτευμάτων ἐπέβαλαν ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. π.Χ. καὶ ἑξῆς τὴν ἀναγραφὴ ὁλοένα καὶ περισσότερο, μεγαλυτέρων κειμένων σὲ σκληρὴ ὕλη. Μάλιστα οἱ δημοκρατίες δὲν εἶχαν τίποτα νὰ κρύψουν ἀπὸ τοὺς πολίτες καὶ συγχρόνως ἔπρεπε νὰ δίνουν λόγο σ᾿ αὐτούς.
Ἔτσι ἀνέγραφαν σὲ λίθους καὶ ἐξέθεταν σὲ δημόσιους χώρους, εἰς θέαν ὅλων, τὶς ἀποφάσεις τῆς πόλεως, τὰ κείμενα τῶν συμμαχιῶν μὲ μίαν ἄλλη ἢ περισσότερες πόλεις, τὶς τιμὲς πρὸς ξένους ἢ συμπολίτες τους, τὶς δημόσιες δαπάνες, τὰ δάνεια• τοὺς ἀπολογισμοὺς τῶν ταμιῶν καὶ τῶν ἐπιστατῶν δημοσίων ἔργων• τὴν καταγραφὴ τῶν σκευῶν ἑνὸς ἱεροῦ• τὴν μίσθωση ἑνὸς τεμένους (ἱερῆς γῆς κατὰ κανόνα καλλιεργούμενης)• τὸν κανονισμὸ ἀσκήσεως τῆς λατρείας μιᾶς θεότητος• τὸν ἀπολογισμὸ τῶν ἀγωνοθετῶν ἑνὸς ἱεροῦ ἀγῶνος• τὴν ὁριοθέτηση μιᾶς περιοχῆς, κ.λπ.


Σημασία τῶν ἐπιγραφῶν.
 Ἡ σημασία τῶν ἐπιγραφῶν ὡς τεκμηρίων τῆς ἱστορίας ἔγινε κατανοητὴ ἤδη στὴνἀρχαιότητα· ὁ Θουκυδίδης λ.χ. συχνὰ ἐπικαλεῖται τὴν μαρτυρία ἐπιγραφῶν, γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὴν ἀποψή του, μερικὲς φορὲς μάλιστα παραθέτει καὶ τὸ κείμενό τους αὐτούσιο, λ.χ. τὴν συνθήκη μεταξὺ Ἀθηναίων, Ἀργείων, Μαντινέων καὶ Ἠλείων τοῦ 420 π.Χ (Θουκ. 5, 47)• κατὰ εὐτυχῆ συγκυρίαν σώζεται τμῆμα τῆς ἐπιγραφῆς (IG I3 83). Ἐπίσης ὁ ἱστορικὸς παραδίδει (6, 54.6-7) αὐτούσιο καὶ τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνέθεσε ὁ Πεισίστρατος Ἱππίου, ὁμώνυμος ἐγγονὸς τοῦ τυράννου Πεισιστράτου, στὸ ἱερὸν τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος παρὰ τὸ Ὀλυμπιεῖον εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἀξιώματος τοῦ ἐπωνύμου ἄρχοντος τῶν Ἀθηνῶν.

Καὶ πάλι τύχῃ ἀγαθῇ βρέθηκε τὸ 1877 καὶ μάλιστα νδ. τοῦ Ὀλυμπιείου, ἐκεῖ ὅπου τοποθετεῖται τὸ Πύθιον, ἡ ἐπίστεψη τοῦ βωμοῦ μὲ τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς (IG I3 948• 520-511; π.Χ. [εἰκ. 5]) βεβαιώνοντας τὴν ἀκρίβεια τοῦ ἱστορικοῦ .

Εἰκ. 5. Ὁ βωμὸς τοῦ Πεισιστράτου (EM 6787)

Κατὰ τὸν Στέφανο Ἀθ. Κουμανούδη οἱ ἐπιγραφὲς εἶναι τὰ τιμιώτερα μνημεῖα πάντων, διότι
1) εἶναι αὐθεντικὰ κείμενα• μεταξὺ τοῦ χαράκτου καὶ τοῦ ἀναγνώστου δὲνπαρεμβάλλεται κανείς, ὅπως ἀντιθέτως συμβαίνει μὲ τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ποὺ ἔφθασαν ἕως ἐμᾶς ἀντιγραφόμενα•

2) ἀποτυπώνουν τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας καὶ τῆς φωνητικῆς πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὰ φιλολογικὰ κείμενα•

3) ἐμπλουτίζουν τὸ λεξιλόγιο καὶ γραφὲς τῆς χειρογράφου παραδόσεως τῶν φιλολογικῶν κειμένων ποὺ ἀθετοῦσαν οἱ φιλόλογοι συχνὰ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὶς ἐπιγραφές•

 4) δίδουν πολλὲς καὶ σημαντικὲς πληροφορίες, συχνὰ ἄγνωστες ἀπὸ τὶς φιλολογικὲς πηγές•

 5) διαφωτίζουν πλεῖστα ὅσα σημεῖα τοῦ ἀρχαίου βίου, πολλὲς φορὲς σκοτεινά, καὶ συμπληρώνουν τὶς μαρτυρίες ποὺ παρέχουν οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ κατάλοιπα• 6) ἔρχονται νὰ βεβαιώσουν τὴν ἐπιβίωση στὸ πέρασμα τῶν χρόνων ὀνο- μασιῶν, χρήσεων καὶ νοοτροπιῶν.

Οἱ ἐπιγραφὲς εἶναι σημαντικώτατη πηγὴ γιὰ τὴν γνώση τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ἡ μελέτη των εἶναι ἀπαραίτητη. Μαζὶ μὲ τὰ φιλολογικὰ κείμενα καὶ τὰ ἀρχαιο- λογικὰ μνημεῖα ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς πη- γὲς τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἡ σύνθεση τῆς ὁποίας προκύπτει ἀπὸ τὸν συνδυασμό των. παλαιᾶς κατοικήσεως ἐκεῖ ἐπάνω οἱ Ἀθηναῖοι ὀνομάζουν τὴν Ἀκρόπολη ἀκόμη καὶ τώρα πόλιν (2, 15.3, 6): τὸ δὲ πρὸ τοῦ ἡ ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ἦν, καὶ τὸ ὑπ᾿ αὐτὴν πρὸς νότον μάλιστα τετραμμένον... καλεῖται δὲ διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι ὑπ᾿ Ἀθηναίων πόλις.
Λόγῳ αὐτοῦ καὶ στὰ ψηφίσματα καὶ στὶς ἄλλες ἐπιγραφὲς δημοσίου χαρακτῆρος τοῦ 5ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ὡς τόπος ἱδρύσεως τῶν στηλῶν, ἀναγράφεται ἡ φράση: ἀναγράψαι δὲ τὸν γραμματέα τὸ ψήφισμα τόδε ἐν στήληι καὶ καταθεῖναι (ἢ στῆσαι) ἐμ πόλει• (νὰ ἀναγράψει ὁ γραμματεὺς τὸ ψήφισμα αὐτὸ σὲ στήλη καὶ νὰ τὴν στήσει στὴν Ἀκρόπολη).
  •  Ἡ Ἀκρόπολις φέρεται ὡς πόλις, διότι ὑπῆρξε τὸ πολιτικὸ καὶ λατρευτικὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν μέχρι τὸν 5ο αἰ. π.Χ. Μετὰ τὰ Μηδικὰ βαθμιαίως, ἀλλὰ κυριώτατα ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. καὶ ἑξῆς, ἡ ἀρχαία Ἀγορὰ γίνεται τὸ πο- λιτικὸ καὶ διοικητικὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ᾽Ακρόπολις παρέμεινε σὲ ὅλη τὴν ἀρχαιότητα τὸ κέντρο τῆς λατρείας.

Στὴν Ἀκρόπολη ἱδρύονταν ψηφίσματα καὶ νόμοι ποὺ ἀφοροῦσαν σὲ ἐσωτερικὰ ζητήματα, λ.χ. τὸ ψήφισμα περὶ Σαλαμῖνος, (IG I3 1• 510-500 π.Χ.),5 ἢ στοὺς συμμάχους τῶν Ἀθηναίων λ.χ. ἡ στήλη τῆς ἑξηκοστῆς τοῦ φόρου τῶν συμμάχων, (IG I3 259-272• 454/3-440/39 π.Χ.), συνθῆκες μὲ ἄλλες πόλεις, λ.χ. ἡ συνθήκη Ἀθηναίων καὶ Λεοντίνων, πόλεως τῆς Σικελίας, (IG I3 54• 433/2 π.Χ. [εἰκ. 6]),

Εἰκ. 6. Συνθήκη Ἀθηναίων Λεοντίνων (EM 6855)

ψηφίσματα πρὸς τιμὴν ξένων, λ.χ. πρὸς τιμὴν τοῦ Παλαισκιαθίου Οἰνιάδου (IG I3 110• 408/7 π.Χ. [εἰκ. 7]),

Εἰκ. 7. Ψήφισμα ὑπὲρ Οἰνιάδου Παλαισκιαθίου (EM 6796)

ἀπολογισμοὶ τῆς διαχειρίσεως δημοσίων χρημάτων (ἐκστρατείας τῆς Κερκύρας, IG I3 364• 433/2 π.Χ. [εἰκ. 8]),

Εἰκ. 8. Δαπάνες τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τῆς Κέρκυρας (EM 6777)

 δαπάνες οἰκοδομήσεως κτισμάτων, λ.χ. τοῦ Παρθενῶνος (IG I3436-451• 447/6-433/2 π.Χ. [εἰκ. 9]: IG Ι3 449• 434/3) ἢ κατάλογοι ἱερῶν ἀναθημάτων στὴν Ἀθηνᾶ, λ.χ. τῶν φυλασσομένων στὸν πρόναο τοῦ Παρθενῶνος (IG I3 292-295• 434/3-431/0 π.Χ.), κ.ἄ.

Εἰκ. 9. Δαπάνες οἰκοδομήσεως τοῦ Παρθενῶνος τοῦ ἔτους 434 433 π.Χ. (EM 6677)


Ἐκεῖ κυρίως ἀνέθεταν (προσέφεραν) σώματα Ἀθηναίων ἀρχόντων, βουλευταί (IG ΙΙ2 1699), πρυτάνεις (IG ΙΙ2 1742), διαιτηταί (IG IΙ2 1926• [εἰκ. 10]) τὰ ἀναθήματά τους μετὰ τὴν ἐπιτυχῆ λήξη τῆς θητείας τους• ἐκεῖ οἱ πυλωροί, οἱ φύλακες τῆς Ἀκροπολεως, ἀνέγραφαν τὰ ὀνόματά τους σὲ στῆλες (βλ. λ.χ. IG IΙ2 2292), κάποτε καὶ στοὺς τοίχους τῶν Προπυλαίων (IG IΙ2 2310).

Εἰκ. 10. Ἐνεπίγραφη βάση ἀναθήματος διαιτητῶν (ΜΑ 13194)

Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ καὶ ξένοι, στὴν Ἀκρόπολη ἀφιέρωναν τὶς προσφορές τους, ἀντικείμενα καὶ ἀγάλματα, γιὰ νὰ τιμήσουν τὶς λατρευόμενες θεότητες, ἢ ὡς ἔνδειξη τῆς εὐσεβείας τους (λ.χ. IG I3 608, ἢ ὡς εὐχαριστήριο γιὰ τὴν καλὴ ἐσοδεία (λ.χ. IG I3 647), γιὰ τὴν νίκη τους σὲ ἀγώνισμα (λ.χ IG I3 597, IG IΙ2 3125),

      Διοφάνης
            Ἐμπεδίωνος
             νίκη ∶ Ἰσθμοῖ.
Ἐμπεδίωνος παῖδες Ἀθηναῖο[ι] δύ’ ἐνίκων,
5 Διοφάνης ἀγένειος ἐ[ν] Ἰσθμῶι πανκρατι[αστής],
κα[ὶ] πρόγονος Στέφ[ανος]· ῥώμην δὲ χερῶν ἐπ[έ]δ[ει]ξ[αν].

ἢ εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἀσκήσεως δημοσίου λειτουργήματος (λ.χ. IG I3 590).

[— —c.13— — ἀνέθ]εκεν ⋮ Ἀθεναίαι ⋮ Χα[ι]ρίον ⋮ [τ]αμιεύον ⋮ Κλεδί̣ϙ̣[ο ℎυιός].


 Ἐκεῖ ἀφιέρωναν καὶ τὰ ἀγάλματα ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν, ποὺ ἄσκησαν κάποιο διοικητικό (λ.χ. IG IΙ2 3535, 3538) ἢ θρησκευτικὸ ἀξίωμα (λ.χ. IG IΙ2 3453, 3459), ἢ ὑπῆρξαν ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ἢ καὶ ἁπλοὶ ἰδιῶτες (IG IΙ2 3829, 3850).

Καὶ ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων στὴν Ἀκροπόλη ἵδρυε τὰ ἀναθήματα, γιὰ νὰ ἐκφράση στὴν θεὰ τὶς εὐχαριστίες του γιὰ τὶς νίκες τῆς πόλεως (IG I3 501, 505). Ἐκεῖ ἵδρυε πρὸς τιμὴν ἢ ἀντὶ γενομένης εὐεργεσίας ἢ μὲ τὴν ἐλπίδα δωρεᾶς ἢ εὐεργετικῆς ἀποφάσεως τοὺς ἀνδριάντες ξένων (λ.χ. IG IΙ2 3822, 3885), ἡγεμόνων (λ.χ. IG IΙ2 3430) καὶ Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, λ.χ. τοῦ Αὐγούστου (IG IΙ2 3253, ἢ τοῦ Τραϊανοῦ (IG IΙ2 3284, μελῶν τῆς οἰκογενείας τους, λ.χ. τῆς Λιβίας, συζύγου τοῦ Αὐγούστου (IG IΙ2 3240), τοῦ Τιβερίου (IG IΙ2 3255), καθὼς καὶ Ρωμαίων ἀξιωματούχων (λ.χ τοῦ Ἀγρίππα, IG IΙ2 4122).

Ἀπὸ τὰ ἐνεπίγραφα μνημεῖα ποὺ κατὰ καιροὺς εἶχαν ἱδρυθῆ στὴν Ἀκρόπολη σώθηκαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ἐνεπίγραφες βάσεις, οἱ περισσότερες ἐλλιπεῖς καὶ φθαρμένες· μερικὲς φέρουν καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ τεχνίτου, κάποτε γλύπτου σπουδαίου, ποὺ τὸν μνημονεύουν οἱ συγγραφεῖς. Τὰ πλεῖστα τῶν ἀναθημάτων, πολυτίμων καὶ μή, χάθηκαν. Λίγα μαρμάρινα ἀγάλματα καὶ ἀνάγλυφα σώζονται, κυρίως κολοβά. Σπάνια βρέθηκαν καὶ τὸ ἄγαλμα καὶ ἡ βάση καὶ ἀναγνωρίσθηκαν (κόρη ᾽Αντηνόρος, 525-500 π.Χ. [εἰκ. 11]).

Εἰκ. 11. Ἡ κόρη τοῦ ᾽Αντηνόρος, 525-500 π.Χ. (ΜΑ 681)

Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς μνημονεύουν λίγες ἐπιγραφὲς δημοσίου χαρακτῆρος. Ἀναφέρω ἐδῶ δύο, ποὺ κατ᾽ εὐτυχῆ συγκυρίαν οἱ λίθοι, τμήματά τους, ἔχουν σωθῆ.
  • Ὁ Ἡρόδοτος περιγράφει λεπτομερῶς (5, 77) τὴν σύγκρουση Ἀθηναίων καὶ Βοιωτῶν καὶ τὴν ἵδια ἡμέρα Ἀθηναίων καὶ Χαλκιδέων καὶ τὴν περιφανῆ νίκη ποὺ κατήγαγαν τὸ 506 π.χ. Ἀπὸ τὴν δεκάτη τῶν λύτρων ποὺ κατέβαλαν οἱ ἡττημένοι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων οἱ Ἀθηναῖοι ἀνέθεσαν στὴν Ἀκρόπολη χαλκοῦν τέθριππο καὶ στὴν βάση του ἀνέγραψαν ἐπί- γραμμα ποὺ μνημονεύει τὴν διπλῆ νίκη τους. Τμῆμα της βρέθηκε στὴν ᾽Ακρόπολη (IG I3 501), καθὼς καὶ δύο τμήματα τῆς βάσεως, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔστησαν οἱ Ἀθηναῖοι ἀντίγραφο τοῦ μνημείου, πιθανώτατα τὸ 446/5, διότι το πρῶτο θὰ εἶχε καταστραφῆ στὰ Περσικά.
  • Ὁ Θουκυδίδης (5, 47) διασώζει τὸ κείμενο τῆς συνθήκης μεταξὺ Ἀθηναίων, Ἀργείων, Μαντινέων καὶ Ἠλείων τοῦ ἔτους 420 π.Χ. Θραῦσμα τῆς ἐπιγραφῆς βρέθηκε τὸ 1876 στὴν νότιο κλιτὺ τῆς Ἀκροπόλεως (IG I3 83). Τὸ ἀναγνώρισε καὶ τὸ δημοσίευσε ὁ παλαιὸς Στέφανος Ἀθ. Κουμανούδης.6

Οἱ ἐπιγραφὲς παρέχουν πολλὰ νέα στοιχεῖα γιά τὴν πολιτική, θεσμική, οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἱστορία τῶν ἀρχαίων πόλεων, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζαμε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς. Δὲν πρέπει νὰ σπεύσει νὰ τοὺς μεμφθεῖ κανείς• οἱ συγγραφεῖς γράφουν πρωτίστως γιὰ τοὺς συγχρόνους τους. Προσφέρουν ὅμως τὴν εἰκόνα ἑνὸς παρελθόντος κόσμου• μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα ὁ ζητητικὸς ἀναγνώστης συλλαμβάνει τὸν παλαιότερο κόσμο στὸ σύνολόν του• οἱ ἐπιγραφὲς παρέχουν ἀκριβεῖς μέν, ἀλλὰ ἀποσπασματικὲς πληροφορίες, πολύτιμες ὡστόσο.
  • Χωρὶς τὶς Ἀττικὲς ἐπιγραφές, –ἀριθμοῦν περὶ τὶς 25.000, οἱ γνώσεις μας γιὰ τοὺς θεσμούς τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, τὴν διοίκηση, τὴν γραφειοκρατία, τὰ οἰκονομικά, τὴν φορολογία καὶ ἄλλες πλευρὲς τῆς κρατικῆς ὑποστάσεως, τὴν λειτουργία καὶ τὰ οἰκονομικὰ τῶν ἱερῶν, τὶς μισθώσεις τῶν μεταλλείων, τὴν ὀργάνωση τοῦ ναυτικοῦ, θὰ ἦσαν πολὺ λιγότερες.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἰδιωτικὰ πράγματα φωτίζουν οἱ ἐπιγραφές• συμβόλαια ὑποθήκης, προικός, μισθώσεις, σχέσεις συγγενικές, οἰκογενειακὰ δένδρα, ἀφιερώματα στοὺς θεούς, σχέσεις προσωπικές, κατάρες ἐναντίον μισητῶν προσώπων, κ.λπ.
Ὅσα ἀπαρίθμησα ἦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄγνωστα στοὺς λογίους τῆς Δύσεως τὰ χρόνια τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἡ εἰκόνα ποὺ εἶχαν διαμορφώσει γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὴν Ἀκρόπολη στηριζόταν στὶς μαρτυρίες τῶν ἀρχαίων συγγραφέων.
Οἱ περιηγητές, ἐλάχιστοι στὴν ἀρχή (τὸν 15ο αἰ καὶ 16ο αἰῶνα), περισσότεροι τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἐπιστρέφοντας μετέφεραν ἐντυπώσεις καὶ περιγραφὲς τῶν ἀρχαίων τόπων καὶ τῶν ὁρατῶν ἀρχαιοτήτων.
Στὰ κείμενά τους περιελάμβαναν καὶ ἀντίγραφα ἐπιγραφῶν. Προϊόντος τοῦ χρόνου δὲν περιορίστηκαν στὴν ἀντιγραφή• μετέφεραν καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς λίθους, ὅπως καὶ ἄλλες ἀρχαιότητες, στὴν πατρίδα τους, εἴτε γιὰ νὰ κοσμήσουν τὶς οἰκίες τους εἴτε τὰ Μουσεῖα τῆς Ἑσπερίας.

Δὲν ἀπετέλεσε ἐξαίρεση ὁ ῎Ελγιν• ἐκτὸς τῶν περιωνύμων γλυπτῶν, ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη ἀρκετὲς ἐπιγρα- φές. Μνημονεύονται ἐδῶ δύο• ἡ πρώτη (IG I3 300-303) εἶναι ἀπογραφὴ παραλαβῆς καὶ παραδόσεως ἀπὸ τοὺς ταμίες τῆς Ἀθηνᾶς σὲ ἐκείνους τοῦ ἑπομένου ἔτους, τῶν ἱερῶν ἀναθημάτων, χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν, ποὺ ἐφυλάσσοντο στὸν Παρθενῶνα τὴν τετραετία 426/5-423/2 π.Χ.• ὁ ἔλεγχος τῆς περιουσίας τῆς θεᾶς ἦταν ἐνδελεχής.( ΣΣ συνεχείς)

Ἡ δεύτερη ἐπιγραφή (IG I3 53), χρονολογούμενη ἀκριβῶς τὸ 433/2 π.Χ., εἶναι συνθήκη μεταξὺ Ἀθηναίων καὶ τῆς πόλεως τοῦ Ρηγίου τῆς Κάτω Ἰταλίας. Ἡ συνθήκη σχετίζεται μὲ τὴν ἀπόπειρα τῶν Ἀθηναίων νὰ ἐξασφαλίσουν φίλιες δυνάμεις στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Σικελία ἐν ὄψει τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, καὶ μὲ τὶς σταθερὲς βλέψεις των στὴν Δύση.

Τὸν Ἔλγιν (ΣΣ Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν) ὑπερέβαλε σὲ διαρπαγὴ ἐπιγραφῶν ὁ Γάλλος Λουδοβίκος Φωβέλ (1753-1838), ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ παρέμεινε μέχρι τὴν κήρυξη τῆςἘπαναστάσεως τὸ 1821.
Ὑποπρόξενος τῆς Γαλλίας, ὑπῆρξε ὁ προμηθευτὴς ἀρχαιοτήτων τοῦ Γάλλου πρεσβευτοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη Choiseul-Gouffier (1752-1817). Ἡ  μακρὰ παραμονή του στὴν Ἀθήνα, ἡ ἀρχαιογνωσία καὶ ἡ ἱκανότητά του νὰ συνδυάζη τὶς ἀρχαῖες μαρτυρίες μὲ τὰ ὁρατὰ λείψανα τῆς ἀρχαιότητος, ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ καιροὺς ἀνασκαφές του ἀπέδωσαν πλούσιους καρπούς.
Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος ὀργάνωσε δύο μεγάλες ἀποστολὲς πρὸς τὴν Γαλλία.
Τὰ ἀρχαῖα, πρωτίστως γλυπτὰ καὶ ἐπιγραφές, σχημάτισαν τὸν πυρῆνα τῆς συλλογῆς Ἑλληνικῶν ἀρχαιοτήτων τοῦ Λούβρου.
Μεταξὺ τῶν ἐπιγραφῶν ποὺ μετέφερε στὴν Γαλλία ὁ Φωβὲλ εἶναι καὶ ὁ ἀπολογισμὸς τῶν ταμιῶν τῆς Ἀθηνᾶς γιὰ τὶς δαπάνες τῆς πόλεως τὸ 410/9 π.Χ. Δὲν πρέπει νὰ ξενίζει ὅτι τὸν ἀπολογισμὸ τῶν δαπανῶν τῆς πόλεως ἔκαναν οἱ ταμίες τῆς θεᾶς.
Ἡ πόλις ἐμφανίζεται δανειζόμενη ἀπὸ τὴν θεά. Σκοπίμως ἡ σύνδεση καὶ ἡ σύγχυση μεταξὺ ἱερῶν καὶ δημοσίων χρημάτων ἦταν μεγάλη. Γνωρίζομε πολὺ περισσότερα γιὰ τὰ ἱερὰ λεγόμενα χρήματα, ὁμιλῶ πάντοτε γιὰ τὰ οἰκονομικὰ τῆς πόλεως, παρὰ γιὰ τὰ δημόσια.


ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΦΙΛΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ 

Επιγραφές Ακροπόλεως Αθηνών... by on Scribd




ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ