Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ




Α. Το ιστορικό πλαίσιο

 Οι εξελίξεις του Γ' Ιερού πολέμου και η πρόσκληση των Αλευαδών της Λάρισας προς τον Φίλιππο Β" έφεραν το μακεδόνα βασιλιά προς Νότο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αναδείξει για πρώτη φορά τη μακεδονική δύναμη σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας προλειαίνοντας το έδαφος για την πλήρη επικράτηση των Μακεδόνων σε ολόκληρη την ελλαδική χερσόνησο και αργότερα, με τον Αλέξανδρο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και την ενδοχώρα της μέχρι τον Ινδικό ωκεανό.




Στη Θεσσαλία ο Φίλιππος αναλαμβάνοντας την αρχιστρατηγία των Θεσσαλικών στρατευμάτων το 352 π.Χ. και εδραιώνοντας τη θέση του μετά τη νίκη κατά των Φωκέων στο Κρόκιον πεδίον, καταλύει την τυραννίδα του Λυκόφρονα και του Πειθολάου στις Φερές αφήνοντας την πόλη να επιλέξει ανάμεσα στην αυτονομία της ή την ένταξή της στο θεσσαλικό Κοινό.



 Καταστρέφει την Τρίκκη και τη Φαρκαδόνα που βρισκόταν σε πόλεμο με την Πέλιννα, ενώ την ίδια περίοδο καταλύεται και η τυραννίδα στην Κραννώνα. Αποσπά από το θεσσαλικό Κοινό την Περ(ρ)αιβία και τη Μαγνησία, εγκαθιστά μακεδονικές φρουρές στις Παγασές και σε οχυρές θέσεις στη Μαγνησία, και στέλνει μακεδόνες αποίκους στους Γόμφους, που έγινε πόλη ανεξάρτητη με το όνομα Φιλιππόπολις.

Δημητριάδα. Γραπτή επιτύμβια στήλη του Μούσιδος.

  •  Η είσπραξη φόρων από τα θεσσαλικό λιμάνια και τις αγορές και η παρουσία των μακεδονικών φρουρών συνετέλεσε στη δημιουργία κατά τα επόμενα χρόνια ενός αντιφιλιππικού ρεύματος σε αρκετές θεσσαλικές πόλεις, προς αντιμετώπιση του οποίου ο Φίλιππος άλλοτε ενήργησε κατασταλτικά και άλλοτε έδωσε υποσχέσεις.
Με το τέλος του Γ" Ιερού πολέμου (346 π.Χ.) η απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών από τη Μαγνησία, η παραχώρηση στους Θεσσαλούς της νοτιότερης περιοχής έως τις Θερμοπύλες και η άσκηση ήπιας πολιτικής του Φιλίππου προς τους Θεσσαλούς έδωσαν τα περιθώρια δημιουργίας νέων τυραννιών στις Φερές αλλά και στη Λάρισα με το «μεσίδιο άρχοντα» Σίμο (345 π.Χ.), αυτή τη φορά μάλιστα με την ενθάρρυνση των Αλευαδών.

Προς αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής ο Φίλιππος επενέβη ως ελευθερωτής εναντίον όλων των τυραννικών καθεστώτων εξορίζοντας τους τυράννους και όσους τους υποστήριζαν. Απέσπασε από την επικυριαρχία των Θεσσαλών τους Μάγνητες, τους Αχαιούς, τους Μαλιείς, τους Οιταίους, τους Αινιάνες και τους Δόλοπες.


Επιτύμβια ανάγλυφη στήλη με παράσταση “δεξίωσης” από το Βελεστίνο (Φερές).

  •  Παράλληλα εγκατέστησε εκ νέου μακεδονική φρουρά στις Φερές και στις πόλεις κυβερνήσεις με πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Τέλος το 342 π.Χ., χωρίς να ενσωματώσει τη Θεσσαλία στο μακεδονικό βασίλειο, ο Φίλιππος υποχρέωσε τους Θεσσαλούς να τον εκλέξουν άρχοντα του Κοινού τους, νομιμοποιώντας με τον τρόπο αυτό τις επεμβάσεις του στις θεσσαλικές υποθέσεις και ελέγχοντας απόλυτα τις ψήφους τους στην Αμφικτυονία.
 Η είδηση του θανάτου του Φιλίππου στις Αιγές δημιούργησε ελπίδες σε πολλές πόλεις για την αποτίναξη της μακεδονικής κυριαρχίας. Στη Θεσσαλία παρατηρήθηκαν σημαντικές αντιδράσεις και οι φιλομακεδονικές κυβερνήσεις έχασαν την εξουσία τους.
  • Η άμεση και αποφασιστική στάση του Αλεξάνδρου Τ', που διαδέχθηκε τον πατέρα του Φίλιππο (336 π.Χ.), έφερε για το μακεδόνα βασιλιά τα επιθυμητά αποτελέσματα.
 Ο Αλέξανδρος εισήλθε στη Θεσσαλία από μια διάβαση της Όσσας αποφεύγοντας τους Θεσσαλούς που φύλαγαν τα Τέμπη. Κάλεσε τους Θεσσαλούς ευγενείς, οι οποίοι ήταν φίλοι του Φιλίππου και είχαν ήδη παραγκωνιστεί, να θυμηθούν τη μεταξύ τους συγγένεια, αφού προέρχονταν από τον Ηρακλή, την κοινή τους καταγωγή από τον Αχιλλέα και αναφέρθηκε στην ήπια πολιτική του πατέρα του απέναντι τους και στην απομάκρυνση των τυράννων από τις Φερές.

Οι Θεσσαλοί τον αναγνώρισαν άρχοντα του Κοινού τους, όπως και τον Φίλιππο, και «ηγεμόνα» της Συμμαχίας της Κορίνθου. Το παράδειγμα των Θεσσαλών ακολούθησαν οι Μαλιείς και άλλα φύλα βόρεια των Θερμοπυλών, πράγμα που διευκόλυνε 11 τον Αλέξανδρο να φθάσει γρήγορα στις Θερμοπύλες, όπου αναγνωρίστηκε από το συνέδριο των Αμφικτυόνων ηγεμόνας των Ελλήνων. Μετά τη διάβαση του Αλεξάνδρου διά μέσου της Θεσσαλίας, με σταθμούς το Αιγίνιον και την Πέλιννα, προχωρώντας νοτιότερα με σκοπό να υποτάξει την επαναστατημένη πόλη των Θηβών (335 π.Χ.), η Θεσσαλία συμμετέχει στη μεγάλη εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ασία (334 π.Χ.) με 1.800 ιππείς.


Κοινόν Μακεδόνων Νόμισμα με τον Αλέξανδρο να δαμάζει τον Βουκεφάλα Museum of Fine Arts, Boston

  • Ο θάνατος του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. ξεσήκωσε και πάλι τις ελληνικές πόλεις, που με πρωτεργάτιδα την Αθήνα συνήψαν συμμαχία εναντίον των Μακεδόνων. 
  • Οι Θεσσαλοί, εκτός της Πέλιννας, συμμετείχαν στη συμμαχία των Ελλήνων μετά από κάποιους ενδοιασμούς. Στο θεσσαλικό ιππικό οφειλόταν η επιτυχία των συμμάχων στην πρώτη φάση του Λαμιακού πολέμου (322 π.Χ.).
Η ενίσχυση όμως των μακεδονικών δυνάμεων του Αντιπάτρου με εκείνες του Κρατερού και η μεταφορά του πολέμου στη Θεσσαλία κατέληξε στη νίκη των Μακεδόνων στη μάχη της Κραννώνος και στην οριστική διάλυση της συμμαχίας. Η κατάληψη ορισμένων θεσσαλικών πόλεων από τον Αντίπατρο ήταν αρκετή για να επιβάλει όλους τους όρους του κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης.


Δημητριάδα. Γραπτή επιτύμβια στήλη του Στρατονίκου.

Μία από τις σημαντικότερες για τη Θεσσαλία πράξεις κατά την περίοδο της διεκδίκησης του μακεδονικού θρόνου από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου ήταν η ίδρυση από τον Δημήτριο Πολιορκητή της Δημητριάδος (294-292 π.Χ.) στη θέση των Παγασών, παλαιού επινείου των Φερών.
 Η πόλη ιδρύθηκε με συνοικισμό όλων σχεδόν των πόλεων της Μαγνησίας (γνωρίζουμε τα ονόματα δεκαπέντε πόλεων) και ουσιαστικά ήλεγχε ολόκληρη τη Μαγνησία και τα Τέμπη. Είχε βασιλικά ανάκτορα και λιμάνι για τον πολεμικό στόλο των Μακεδόνων. Αργότερα, ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημητρίου, έφερε στη Δημητριάδα τα οστά του πατέρα του και τα έθαψε στο ηρώο των αρχηγετών της πόλης.

Η Δημητριάς εξελίχθηκε κατά το 2ο αι. π.Χ. σε κοσμοπολίτικο κέντρο, όπου ζούσαν ξένοι από πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε η Θεσσαλία κατακτάται από τον Λυσίμαχο (285 π.Χ.), ο Αντίγονος Γονατάς, που διατήρησε στην κατοχή του τη Δημητριάδα, γίνεται βασιλιάς της Μακεδονίας το 279 π.Χ. Το ίδιο έτος, λίγους μήνες πριν, η Θεσσαλία και η Μακεδονία είχαν υποστεί τις επιπτώσεις της διέλευσης των Γαλατών που κινήθηκαν προς τη Θράκη.
  • Η επιδρομή των Γαλατών στην ελληνική χερσόνησο σηματοδότησε την κυριαρχία των Αιτωλών στη Δελφική Αμφικτυονία (277 π.Χ.) και την ενεργότερη ανάμειξή τους στις θεσσαλικές υποθέσεις τα επόμενα χρόνια.
 Η πλήρης επικράτηση του Αντιγόνου Γόνατά στη Θεσσαλία επιτυγχάνεται το 276 π.Χ. με κάποια προσωρινά προβλήματα, όταν το 275/4 π.Χ. το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και η Θεσσαλία περιήλθαν στην κυριαρχία του Πύρρου. Η Θεσσαλία κάτω από την κυριαρχία του Αντιγόνου Γόνατά επανήλθε στο καθεστώς που είχε καθιερώσει ο Φίλιππος Β . Οι πόλεις δεν έχασαν την αυτονομία τους, αλλά ο μακεδόνας βασιλιάς ασκούσε την ύψιστη εξουσία του ηγεμόνα των Θεσσαλών.

Επιτύμβια στήλη από τη Φάλαννα.

Φάλαννα.- Πόλη της Περραιβίας 1 στην κοιλάδα του Τιταρήσιου (Ευρωπού), παραποτάμου του Πηνειού, που έλαβε το όνομά της από τη νύμφη Φάλαννα, την κόρη της Τυρώς 2. Ο Στράβων 3 την αναφέρει ως περραιβική πόλη. Ταυτίζεται – χωρίς  ομοφωνία – με  τη θέση «Καστρί», δυτικά της κωμόπολης  Αμπελώνα και τρία (3) χμ. νοτιανατολικά του Τυρνάβου, όπου στο ομώνυμο ύψωμα και ολόγυρα σώζονται εκτεταμένα λείψανα και διασπορά από αρχαία πόλη. Η θέση της πόλης στην ευρύτερη εύφορη κοιλάδα του Πηνειού (Ager Phalaneus), αντίκρυ της λαρισαϊκής πεδιάδας και κοντά σε δρόμους προς Περραιβία και Μακεδονία, στάθηκε η αιτία να βρεθεί σε συνοριακές διαμάχες με άλλες γειτονικές πόλεις που εμπόδισαν την ανάπτυξη της  στα προκλασικά χρόνια.Η πόλη ήκμασε τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. και κατέστη η σπουδαιότερη πόλη των Περραιβών. Αν και αργότερα στα ελληνιστικά χρόνια ξεπεράστηκε από τους Γόννους, στάθηκε χρήσιμη στον Περσέα για διέλευση μέσω της επικράτειάς της και για στρατοπέδευση, κατά την εκστρατεία του το 171 π.Χ. κατά των Μακεδόνων, στη διάρκεια του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου.Η Φάλαννα έκοψε δικά της αργυρά και χάλκινα νομίσματα και ανέπτυξε δική της σχολή καλλιτεχνίας, καρπός της οποίας είναι τα σημαντικά σε αριθμό και αξιόλογα γλυπτά ανάγλυφα, που κοσμούν τα μουσεία Λάρισας και Βόλου.Συνόρευε στα νότια και ανατολικά με την οχυρωμένη πόλη που κάλυπτε την αριστερή όχθη του Πηνειού και της οποίας ορατά λείψανα σώζονται στο λόφο «Γκρέμουρα» (κοινότητα Δένδρων),  5,5 χλμ. δυτικά της Λάρισας, και τα οποία θα πρέπει να αποδοθούν  στη γειτονική της Λάρισας πόλη Γυρτώνη,  που ο  Στράβων τη θέλει κοντά στις εκβολές του Πηνειού και στα δεξιά αυτού 4. Μέχρι σήμερα τα παραπάνω ερείπια ταυτίζονταν με την Άργισσα 5, που μάλλον θα πρέπει να την τοποθετήσουμε δυτικότερα στην οχυρά θέση μετά αρχαίου οικισμού, αντίκρυ του στενού της  Γούνιτσας, στα Ν.-ΝΑ ριζά του «Σιδηροπάλουκου» 6. Όριο των δύο πόλεων Φαλάννης και Γυρτώνης θα ήταν ο Τιταρήσιος ή Ευρωπός, του οποίου η κοίτη διέφερε της σημερινής και μάλλον έκοβε στα δύο την πεδιάδα βόρεια της Λάρισας (Τυρνάβου) και ενώνονταν με τον Πηνειό όχι -όπως σήμερα- στη Ροδιά (αρχαία Κονδαία), αλλά νοτιότερα στο ύψος περίπου βορειοδυτικά της Μπάκραινας (αρχαίο Μόψιο). Έτσι εξηγούνται και οι θέσεις των ακροπόλεων και οχυρωμένων πόλεων σε λόφους κοντά στον παραπόταμο του Πηνειού (Καστρί και Τατάρ Μαγούλα) για καλύτερη άμυνα και προστασία διαβάσεων. Και οι δυο αυτές θέσεις σύμφωνα με τον Stahlin 7 ανήκαν στην ίδια επικράτεια, με την Τατάρ Μαγούλα (σημερινή Φαλάννη) να αποτελεί την προϊστορική και ίσως την πρώιμη Φάλαννα, που έφερε το γνωστό από τον Όμηρο όνομα ΄Ορθη και τη Φάλαννα (Καστρί) -δηλωτικά  και τα δύο ονόματα εξαρμάτων, ορατών στην ισιάδα του κάμπου- να την διαδέχτηκε ως κέντρο πολιτικό σε κάποια ύστερη περίοδο, χωρίς να εγκαταλειφθεί εντελώς η πρώτη, ίσως μετά από κάποια νέα διευθέτηση του Τιταρήσιου, που έφερε και τις δύο θέσεις αντιμέτωπες στην επικράτεια της αρχαίας Γυρτώνης (σημερινή κτηματική έκταση Γιάννουλης-Φαλάνης). Αν πάλι η παραπάνω υπόθεση κριθεί αστήριχτη και οι δύο θέσεις δεν  σχετίζονταν, τότε θα  πρέπει να συμπεριλάβουμε την Τατάρ-Μαγούλα στην επικράτεια της πόλης της «Γκρέμουρας», δηλαδή της Γυρτώνης, ως εξαρτώμενος αυτής οικισμός με διαχρονική κατοίκηση. Αντίθετα η  Ομηρική Άργισσα επιβίωσε ως πολιτική οντότητα- αν και εξασθενημένη- και στα κλασικά χρόνια, εκμεταλλευόμενη τη θέση της στα ριζά του «Σιδεροπάλουκου» (σημερινή περιοχή Δένδρων-Αγ.Σοφίας) και ελέγχοντας το στενό του  Καλαμακίου,  αλλά μάλλον στη σκιά της γειτονικής ακμαίας και  «αλιστεφούς» από τον Πηνειό Γυρτώνης (Γκρέμουρα) στα ύστερα χρόνια. ΄Ετσι, η τελευταία από κοινού με τη Φάλαννα, αποτελούσαν στα υστεροκλασικά χρόνια τα δύο ισχυρά κέντρα με τις μεγαλύτερες επικράτειες του τυρναβίτικου κάμπου, με τη χώρα της Γυρτώνης να προσεγγίζει προς το Στενό της Ροδιάς, εξ’ού και η συσχέτιση του Στράβωνα με την αρχή των εκβολών του Πηνειού, ενώ οι μαιανδρισμοί του τελευταίου στο σημείο αυτό έδιναν την εντύπωση ότι η Γυρτώνη εκτεινόταν και στη δεξιά του όχθη. Γύρω τους στο ημικύκλιο που σχηματίζουν οι ορεινοί  όγκοι των προβούνων του Κάτω Ολύμπου -πέραν από την Άργισσα στο στενό του Καλαμακίου- τοποθετούνται  η  Περραιβική Λειμώνη/Ηλώνη, μάλλον στο Άνω Αργυροπούλι και σε σημείο που ελέγχει το  πέρασμα της Μελούνας, πόλη Ομηρική που και αυτή αργότερα εξασθενεί, μάλλον υπέρ της ανατολικότερα και χαμηλότερα βρισκόμενης πόλης της Ροδιάς (αρχαία Κονδαία) στο ομώνυμο στενό και τέλος απέναντι στο ξεκομένο καμποβούνι «΄Ερημο» και στη νότια απόληξή του εντοπίζεται πάνω σε διακριτό λόφο το αρχαίο Μόψιο (σημερινή Γυρτώνη) 8, που συνορεύει στα ανατολικά με την Ελάτεια και τον όγκο της Χασάμπαλης. Φώτης Ντάσιος- Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.

 Η αύξηση των ψήφων των Αιτωλών στη Δελφική Αμφικτυονία, από 11 σε 14, τη χρονιά του θανάτου του Δημητρίου Β' και της ανόδου στο θρόνο της Μακεδονίας του Αντιγόνου Δώσωνα (229 π.Χ.) κάνει πολύ πιθανή την υπόθεση των ιστορικών ότι είτε ολόκληρη η Θεσσαλία αποσκίρτησε από τη μακεδονική κυριαρχία είτε ότι οι Αιτωλοί έγιναν κύριοι της Θεσσαλιώτιδος, της Εστιαιώτιδος και της Περ(ρ)αιβίας και οι ψήφοι των περιοχών αυτών προστέθηκαν σε εκείνες των Αιτωλών.
Η νίκη του Αντιγόνου Δώσωνα κατά των Αιτωλών το 228 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της Θεσσαλίας υπό τη μακεδονική κυριαρχία (εκτός πιθανώς της Αχαίας Φθιώτιδος), ενώ η διατήρηση των θεσσαλικών ψήφων από τους Αιτωλούς είναι πιθανό να οφειλόταν στους φιλοαιτωλούς Θεσσαλούς εξόριστους.
  •  Η άνοδος του Φιλίππου Ε' στο θρόνο της Μακεδονίας το 221 π.Χ. αποτελεί για τη Θεσσαλία την έναρξη μιας μακράς περιόδου πολεμικών συγκρούσεων στο έδαφος της μεταξύ των αιτωλικών και των μακεδονικών δυνάμεων αρχικά, έως την πλήρη επικράτηση των Ρωμαίων.
Οι συνέπειες των πολεμικών αυτών επιχειρήσεων ήταν ολέθριες για τις θεσσαλικές πόλεις από τις οποίες άλλες πολιορκήθηκαν και καταλήφθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις καταστράφηκαν από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις. 12

Η επιδρομή των Αιτωλών στη Θεσσαλία και το Δίον (219 π.Χ.) και η διαρκής αιτωλική απειλή εναντίον της Δημητριάδος με την κατοχή των Φθιωτίδων Θηβών οδήγησε τον Φίλιππο (217 π.Χ.) στην πολιορκία, την κατάληψη και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της πόλης, καθώς και την ταυτόχρονη δημιουργία στην ίδια θέση μιας αποικίας με το όνομα Φιλιππόπολις.


Επιτύμβια στήλη της Ηδίστης από την αρχαία Δημητριάδα.

Με το τέλος του Α' Μακεδονικού πολέμου (ειρήνη της Φοινίκης, 205 π.Χ.), ο Φίλιππος Ε' μπόρεσε να επιβάλει τους όρους του και να ανακτήσει όλες τις περιοχές της Θεσσαλίας, μέρος των οποίων κατείχαν προηγουμένως οι Αιτωλοί. Το 199 π.Χ. ο βασιλιάς των Αθαμάνων Αμύνανδρος, αφού είχε εγκαταλείψει την πρόσφατη φιλία του με τον Φίλιππο Ε', μαζί με τους Αιτωλούς κατέστρεψε το Κερκίνιον κοντά στη λίμνη Βοιβηίδα και τις Χυρετίες στην Περ(ρ)αιβία, ενώ) η Μάλλοια παραδόθηκε μόνη της.
  • Η άμεση αντίδραση του Φιλίππου Ε' έφερε αποτελέσματα, αφού μετά μια νίκη του επί των Αιτωλιόν κοντά στη Φαρκαδόνα, τα εχθρικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη Θεσσαλία.
Ο μακεδόνας βασιλιάς μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβει με πολιορκητικές μηχανές τους Θαυμακούς αναχώρησε για τη Μακεδονία.
Οι εχθροπραξίες της επόμενης χρονιάς μεταξύ του Φιλίππου Ε' και των ρωμαϊκών στρατευμάτων υπό τον Φλαμινίνο ήταν καθοριστικές για την τελική έκβαση του Β' Μακεδονικού πολέμου με την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές. Το 198 π.Χ. η ήττα του Φιλίππου Ε" από τον Φλαμινίνο στον  Αώο ποταμό οδήγησε το μακεδόνα βασιλιά σε υποχώρηση δια μέσου της Θεσσαλίας. Η τακτική της καμένης γης που ακολούθησε ο Φίλιππος Ε' είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των Θεσσαλικών πόλεων Φακίου, Πειρασίας, Ευυδρίου, Ερέτριας και Παλαιοφαρσάλου, ενώ οι κάτοικοί τους εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους.

Από τις Φερές, των οποίων τις πύλες βρήκε κλειστές, αναχώρησε για τη Μακεδονία δια μέσου της Λάρισας και των Τεμπών. Στο πέρασμά του από τη Θεσσαλία άφησε μακεδονική φρουρά 2.000 στρατιωτών στη Φαλώρεια και πιθανώς στο Αιγίνιον. Η είδηση της ήττας του Φιλίππου Ε" στον Αώο διήγειρε τους Αιτωλούς να δραστηριοποιηθούν και με ένα ευέλικτο απόσπασμα μέσα σε λίγες ημέρες ξεκινώντας από τη Μακρακώμη έφθασαν μέχρι τη Μητρόπολη, λεηλατιόντας στο πέρασμά τους κάθε πόλη και κώμη που συναντούσαν.

 Οι μόνες πόλεις που απέκρουσαν τους Αιτωλούς ήταν η Μητρόπολη και η Καλλίθηρα. Μετά τη μάχη στον Αώο ο Φλαμινίνος συναντήθηκε με το βασιλιά της Αθαμανίας Αμύνανδρο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ καταλάβει τους Γόμφους και είχε περιλάβει στο στρατό του μεγάλο αριθμό Ηπειρωτών στρατιωτών. Ο ρωμαίος στρατηγός εισβάλλοντας στη Θεσσαλία κατέλαβε, λεηλάτησε και έκαψε τη Φαλώρεια, εν<ύ το Αιγίνιον δεν το πείραξε.
  • Στο Αιγίνιον δέχθηκε πρέσβεις από τη Μητρόπολη και το Κιέριον, οι οποίοι του ανακοίνωσαν την υποταγή των πόλεων τους. Στη συνέχεια, αφού έκανε ένα σταθμό στους Γόμφους αναμένοντας στρατιωτικά εφόδια, κατευθύνθηκε στον Άτραγα τον οποίο κατέλαβε μετά από πολιορκία και γενναία άμυνα της εκεί μακεδονικής φρουράς.
Η χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα διάσκεψη του Φλαμινίνου, των Αιτωλών και του Αμυνάνδρου με τον Φίλιππο Ε' στη Νίκαια και το Θρόνιον της Λοκρίδος (198 π.Χ.) κατέστησε σαφές ότι οι διαφορές των θέσεων τιον αντιπάλων θα λύνονταν μόνο με πολεμική αναμέτρηση. Την άνοιξη του 197 π.Χ. τα στρατεύματα του Φλαμινίνου κινήθηκαν προς τις Φθιώτιδες Θήβες με σκοπό να τις καταλάβουν και να απειλήσουν άμεσα τη Δημητριάδα. Ο Φίλιππος στο μεταξύ κινήθηκε γρήγορα προς την περιοχή των Φεριύν.

   ΔΕΙΤΕ  
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΩΝ ΕΠΙΓΟΝΩΝ ΕΠΕΤΡΕΨΑΝ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

 Αφού για μερικές ημέρες τα αντίπαλα στρατεύματα κινήθηκαν μεταξύ Φεριόν και Σκοτούσας χωρίς να συγκρουστούν, δίνοντας συγχρόνως μαθήματα τακτικών κινήσεων, τελικά αντιπαρατάχθηκαν στη λοφώδη περιοχή των ΚυνόςΚεφαλών. Η μάχη, αρχικά αμφίρροπη, κατέληξε σε μεγάλη νίκη του Φλαμινίνου που ανάγκασε τον Φίλιππο να οδηγήσει τους υπόλοιπους στρατιώτες του προς τα Τέμπη. Οι Αιτωλοί εισέβαλαν πρώτοι στο στρατόπεδο των Μακεδόνων και το λεηλάτησαν. Ο Φλαμινίνος μόλις είχε φθάσει στη Λάρισα, όταν δέχθηκε απεσταλμένους του Φιλίππου που του ζήτησαν την άδεια να θάψουν τους νεκρούς και του ανακοίνωσαν ότι ο μακεδόνας βασιλιάς ήταν έτοιμος να συζητήσει για τη σύναψη ειρήνης. Ο Φλαμινίνος έκανε δεκτά και τα δύο αιτήματα. 13
  • Μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές οι Ρωμαίοι επέβαλαν τους όρους τους στην οργάνωση των ελληνικών κρατών, όπως φάνηκε με τη διακήρυξη της ελευθερίας των Ελλήνων στα "Ισθμια το 196 π.Χ., σύμφωνα με την οποία αποχωρίστηκε η Περ(ρ)αιβία και η Μαγνησία από την ανεξάρτητη Θεσσαλία, σχηματίζοντας τρία ξεχωριστά Κοινά, των Περ(ρ)αιβών, των Μαγνήτων και των Θεσσαλών, τα οποία κόβουν δικά τους νομίσματα.
 Η Δολοπία έμεινε ανεξάρτητη, αλλά προσχώρησε στην Αιτωλική πλέον Συμπολιτεία. Η Αχαΐα Φθιώτις παρέμεινε ως ένα μέρος της Θεσσαλίας με την εξαίρεση των Φθιωτίδων Θηβών και της Φαρσάλου, η τύχη των οποίων θα καθοριζόταν από τη Σύγκλητο. Το 194 π.Χ. ο Φλαμινίνος περιοδεύει στη Δημητριάδα και τη Θεσσαλία, όπου διώχνει τα φιλομακεδονικά στοιχεία και εγκαθιστά ολιγαρχικές κυβερνήσεις.
 Οι Αιτωλοί, δυσάρεστημένοι από το περιεχόμενο της διακήρυξης και μη έχοντας κερδίσει τα αναμενόμενα, αποφασίζουν το 193 π.Χ. να στραφούν κατά των Ρωμαίων και να καλέσουν στην Ελλάδα τον Αντίοχο Γ' της Συρίας.
  •  Ο Αντίοχος έρχεται στη Θεσσαλία το 192 π.Χ. και με τη βοήθεια των Αιτωλών και του Αμυνάνδρου της Αθαμανίας, αφού έγινε κύριος της Δημητριάδος, κερδίζει χωρίς αντίσταση τη μία πόλη μετά την άλλη στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Το 191 π.Χ. ο Φίλιππος Ε" μαζί με τους Ρωμαίους επεμβαίνουν με επιτυχία και καταλαμβάνουν το Φάκιον, τη Φαϋττό και τον Άτραγα και στην περιοχή της Περ(ρ)αιβίας τις Χυρετίες και το Ερικείνιον.

Μέσα στον πολεοδομικό ιστό της πόλης των Τρικάλων, σε οικόπεδο επί της οδού Παγκάλου 27, έγινε σωστική ανασκαφή για τις ανάγκες ανέγερσης οικοδομής. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που εντοπίστηκαν ήταν της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.

Ακόμη, περιέρχονται στις συνασπισμένες δυνάμεις των Ρωμαίων και των Μακεδόνων το Αιγίνιον, οι Γόμφοι, η Τρίκκη, η Σιλάνα, η Μάλλοια, η Μελίβοια, η Φαλώρεια, το Πελινναίον και το Λιμναίον, καθώς επίσης η Πρόερνα και οι Θαυμακοί.


 Τέλος, παραδόθηκαν το Κιέριον, η Μητρόπολη, η Φάρσαλος, η Σκοτούσα και οι Φερές.



Ο Φίλιππος κατέλαβε την Αθαμανία και ο Αμύνανδρος διέφυγε στην Αμβρακία. Με το τέλος του Αντιοχικού πολέμου, στη μάχη των Θερμοπυλών, ο Φίλιππος Ε" επιστρέφοντας προς τη Δημητριάδα κατέλαβε αρκετές παραλιακές πόλεις και έγινε κύριος της εγκαταλελειμμένης από τους «Σύρους» και τους Αιτωλούς Δημητριάδος.
  • Ο Μαγνητάρχης Ευρύλοχος προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να παραδοθεί στον Φίλιππο. Ο μακεδόνας βασιλιάς προχώρησε στη συνέχεια προς τη Δολοπία και αργότερα στην Περ(ρ)αιβία, όπου κατέλαβε τις λίγες πόλεις που κρατούσαν ακόμη οι Αιτωλοί.
Τα μεγάλα κέρδη του Φιλίππου Ε" μέσα στη Θεσσαλία, μετά το τέλος του Αντιοχικού πολέμου, οδήγησαν τους Θεσσαλούς σε συμμαχία με τον Ευμένη Β" της Περγάμου και το χειμώνα του 186/5 π.Χ. απέστειλαν πρέσβεις στη Ρώμη μαζί με τους Περγαμηνούς, τους Περ(ρ)αιβούς, τους Αθαμάνες για να διαμαρτυρηθούν για τις αρπαγές εδαφών τους από τον Φίλιππο.

Η Ρώμη έστειλε μια επιτροπή συγκλητικών που συναντήθηκαν στα Τέμπη με τον Φίλιππο το 185 π.Χ. Οι Ρωμαίοι επίτροποι απαίτησαν από το μακεδόνα βασιλιά να περιοριστεί στα αρχαία σύνορα της Μακεδονίας, απαίτηση που δεν εφαρμόστηκε εξ ολοκλήρου, αφού ο Φίλιππος παρέμεινε στη Δημητριάδα και σε ορισμένες άλλες οχυρές θέσεις της Μαγνησίας και κράτησε μέρος της Δολοπίας και της Αχάίας Φθιώτιδος.

Μετά το θάνατο του Φιλίππου Ε" (179 π.Χ.) η Ρώμη στέλνει και στη Θεσσαλία δύο επιτροπές συγκλητικών (173 και 172 π.Χ.), οι οποίοι ασχολούνται με την επίλυση συνοριακών διαφορών μεταξύ των πόλεων απομακρύνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφύλιων συρράξεων και αναθερμαίνοντας ταυτόχρονα τον αντιμακεδονικό ζήλο.

Αποτέλεσμα των διπλωματικών αυτών ενεργειών της Ρώμης ήταν η συνάντηση του Περσέως και του Q. Marcius Philippus το 172 π.Χ. Η τελική σύγκρουση της Ρώμης με τον Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει η Θεσσαλία και πάλι ορισμένα από τα τμήματά της που κατείχε ο Περσέας, η Μαγνησία να ξαναβρεί την ελευθερία της γύρω από τη Δημητριάδα και η Δολοπία, της οποίας η επανάσταση κατεστάλη το 174 π.Χ., να ανακτήσει την ελευθερία της.

Μετά το τέλος του Αχαϊκού πολέμου (146 π.Χ.), που σηματοδότησε την εδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ελληνική χερσόνησο, οι Θεσσαλοί έλαβαν ως αμοιβή από τους Ρωμαίους, για την ουδέτερη στάση που τήρησαν, την ενσωμάτωση της Περ(ρ)αιβίας. Κατά τον Α" Μιθριδατικό πόλεμο (88-85 π.Χ.), ο Μητροφάνης, ναύαρχος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ", καταστρέφει τη Μαγνησία και τη Δημητριάδα.


Αναθηματική στήλη Ποσειδώνα-Το μνημείο βρέθηκε το καλοκαίρι του 1955, κατά τη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας στην οδό Δήμητρας. Κατά την ανασκαφή βρέθηκε όρθιο στην αρχική του θέση, όπου σήμερα είναι τοποθετημένο ακριβές αντίγραφο.-Πρόκειται για αναθηματική στήλη από λευκό μάρμαρο, ύψους 2,63μ, προς τιμή του θεού Ποσειδώνα. Η στήλη επιστέφεται από αέτωμα και ήταν στερεωμένη σε ορθογώνιο μαρμάρινη πλίνθο. Χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ.-Στο μέσο της στήλης είναι χαραγμένη η επιγραφή: ΠΟΤΕΙΔΩΝΙ ΚΡΑΝΑΙΩΙ ΠVΛΑΙΩΙ Από την επιγραφή συμπεραίνεται ότι η στήλη βρισκόταν κοντά σε κάποια κρήνη αλλά και κάποια από τις πύλες του τείχους.
Σε σχέση με το περιστατικό αυτό έχει υποστηριχθεί τελευταία ότι οι Δημητριείς για να αντιμετωπίσουν την επιδρομή 14 αυτή έσπευσαν να επισκευάσουν βιαστικά τα τείχη της πόλης χρησιμοποιώντας ως οικοδομικό υλικό τις γραπτές επιτύμβιες στήλες του νότιου νεκροταφείου της Δημητριάδος, οι οποίες βρέθηκαν από τον Α. Αρβανιτόπουλο κατά την ανασκαφή των πύργων του τείχους της αρχαίας πόλης.

 Με την άφιξη του Σύλλα προς αντιμετώπιση της κατάστασης (87 π.Χ.), η Θεσσαλία αναγκάστηκε να συνεισφέρει στο ρωμαϊκό στρατό χρήματα, εφόδια αλλά και άνδρες. Μετά το τέλος του πολέμου η Θεσσαλία υπήχθη κατά πάσα πιθανότητα στη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και επεβλήθη φόρος στις πόλεις της. Η Μαγνησία μάλλον έμεινε εκτός επαρχίας και οι πόλεις του Κοινού διατήρησαν την αυτονομία τους. Πολεμικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν στο έδαφος της Θεσσαλίας κατά τη διάρκεια του ρωμαϊκού εμφύλιου πολέμου.

Το 48 π.Χ. και ενώ οι αρχές του Κοινού των Θεσσαλών είχαν αποφασίσει ότι οι θεσσαλικές πόλεις θα βρίσκονταν με το μέρος του Πομπηίου, ο οποίος είχε ήδη στρατολογήσει Θεσσαλούς στρατιώτες και ιππείς, ο Ιούλιος Καίσαρ εισβάλλει στη Θεσσαλία και πολιορκεί τους Γόμφους.
Η πόλη, πιστή στην απόφαση του θεσσαλικού Κοινού, αντιστάθηκε σθεναρά στην πολιορκία, όχι όμως για πολύ. Σε μερικές ημέρες η πόλη καταλαμβάνεται και λεηλατείται. Η γειτονική πόλη της Μητρόπολης μαθαίνοντας το πάθημα των Γομφέων, υποδέχεται με ανοικτές πύλες τον Καίσαρα.
Η μία μετά την άλλη οι θεσσαλικές πόλεις προσχώρησαν στον Καίσαρα. Μετά τη μάχη των Φαρσάλων, που έκρινε το αποτέλεσμα του πολέμου ανάμεσα στον Καίσαρα και τον Πομπήιο, ο Καίσαρ ως νικητής άφησε ελεύθερους τους Θεσσαλούς και παραχώρησε ατέλεια στις πόλεις τους.
Με την έναρξη των αυτοκρατορικών χρόνων (27 π.Χ.) και τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου η Θεσσαλία υπάγεται στην επαρχία της Αχαΐας.

 ΜΠΑΜΠΗΣ Γ. ΙΝΤΖΕΣΙΛΟΓΛΟΥ 15


Β. Η κεραμική

Μέσα στο γενικό ιστορικό πλαίσιο της Θεσσαλίας κατά την ελληνιστική εποχή οι υπόλοιπες δραστηριότητες του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ακολουθούν πορεία παράλληλη με εκείνη των άλλων περιοχών του ελληνιστικού κόσμου. Προσπάθειες για μερική σύνθεση κάποιων ανασκαφικών δεδομένων έχουν ήδη γίνει, αυτές αφορούν όμως συγκεκριμένες πόλεις ή μνημεία, όπως τη Δημητριάδα και το ανάκτορό της, την Άλο, τις Φερές, την «Καλλίθηρα».


Εν τω μεταξύ άφθονα νέα στοιχεία και υλικό έρχονται συνεχώς στο φως σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Θεσσαλίας με τις σωστικές ανασκαφές της τελευταίας εικοσιπενταετίας, αλλά έως τώρα παραμένουν αποσπασματικά καταχωρημένα κυρίως στα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου1 και αναμένουν την ένταξή τους σε μια ευρύτερη συνθετική μελέτη.
Την πολυπληθέστερη κατηγορία υλικού από τη Θεσσαλία της ελληνιστικής εποχής αποτελεί η κεραμική, ένα πανόραμα της οποίας παρέχει το παρόν Λεύκωμα, με αντιπροσωπευτικά δείγματα από τις πιο σημαντικές πόλεις των τεσσάρων τετράδων, δηλαδή των κυρίων περιοχών των Θεσσαλών: της Πελασγιώτιδος, της Φθιώτιδος, της Θεσσαλιοτπδος, της Εστιαιώτιδος, αλλά και των περίοικων, όπως της Μαγνησίας, της Αχαΐας Φθιότιδος, της Αθαμανίας, της Μαλίδος.


Ερυθρόμορφος κωδωνόσχημος κρατήρας από τη Λάρισα, 4ος αι.π.Χ.

Έως τώρα οι γνώσεις μας για την παραγωγή, τη χρήση και τη χρονολόγηση της θεσσαλικής ελληνιστικής κεραμικής ήταν περιορισμένες. Πρωτοπόρος και μοναδικός για μισό και πλέον αιώνα μελετητής της υπήρξε ο Α.Σ. Αρβανιτόπουλος, ο οποίος δημοσίευσε το 1910 σύνολο «ομηρικών» σκύφων, ευρήματα των ανασκαφών στην αρχαία πόλη των Φθιωτίδων Θηβών2.
Το ελληνογερμανικό πρόγραμμα των συστηματικών ανασκαφών στο ανάκτορο της Δημητριάδος κατά τη δεκαετία του 1970 έφερε στο φως μικρά σύνολα, αντιπροσωπευτικά ορισμένων κατηγοριών ελληνιστικής κεραμικής, που εντάσσονταν μέσα στα χρονικά πλαίσια της λειτουργίας του ανακτόρου κατά το τελευταίο τέταρτο του 3ου και κατά το α ' μισό του 2ου αι. π.Χ. και πρόσφεραν ένα προπο χρονολογικό σημείο αναφοράς για τη θεσσαλική κεραμική αυτής της εποχής3.

  • Παράλληλα, μελετήθηκε πιο συστηματικά η κατηγορία των «ομηρικών» σκύφων και στη μελέτη αυτή συμπεριελήφθησαν παραδείγματα από την περιοχή του Παγασητικού κόλπου, που θεωρήθηκαν τότε προϊόντα μακεδονικών εργαστηρίων ή με εμφανή την επίδραση μακεδονικών προτύπων4.

 Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 οι συστηματικές ανασκαφές και έρευνες της Ολλανδικής Αρχαιολογικής Σχολής στην ελληνιστική πόλη της Άλου έφεραν στο φως οικιστικά σύνολα που απέδωσαν μεταξύ άλλων και κεραμική, που μπορούσε να ενταχθεί μέσα στα χρονικά πλαίσια της ζωής της πόλης, στον 3ο αι. π.Χ.Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η αρχαία πόλη των Φεροόν προστίθεται στη βιβλιογραφία που αφορά τη θεσσαλική ελληνιστική κεραμική με σειρά μελετών, οι πρώτες από τις οποίες παρουσίαζαν «ομηρικούς» και γενικότερα ανάγλυφους σκύφους, προϊόντα ασφαλώς τοπικών εργαστηρίων, αφού βρέθηκαν και μήτρες για την κατασκευή τους6. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την αναγνοίριση της τοπικής κεραμικής παραγωγής υπήρξε ο εντοπισμός της «Συνοικίας των Κεραμέων» της πόλης κατά την ελληνιστική εποχή και η ανασκαφή ορισμένων δραστήριων, όπως διαπιστώθηκε, κεραμικών εργαστηρίων7.

Τα εργαστήρια αυτά, αλλά και άλλα ανασκαφικά σύνολα, απέδωσαν υλικό που αποτέλεσε τη βάση για το ξεκίνημα μιας πιο συστηματικής μελέτης της φεραΐκής κεραμικής αυτής της εποχής, η οποία στοχεύει στη δημιουργία μιας πρώτης σταθερής βάσης δεδομένων, τόσο στον τομέα της κατάταξης του υλικού σε κατηγορίες όσο και της χρονολόγησής του, σύμφωνα με σχετικά καλά χρονολογημένα συνευρήματα, όπως νομίσματα, ενσφράγιστες λαβές αμφορέων και άλλα8.

  • Αυτή η βάση δεδομένων, αναπτυσσόμενη και εμπλουτιζόμενη με νέα στοιχεία, θα είναι χρήσιμη για τη μελέτη συνόλων ελληνιστικής κεραμικής όχι μόνον των Φερών, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας. Από τη δεκαετία του 1990 ανάλογη προσπάθεια ξεκίνησε για την πόλη της Λαμίας και την περιοχή της Μαλίδος, από όπου προέρχεται πλούσιο υλικό ελληνιστικής εποχής9. 16

Σύντομες δημοσιεύσεις μικρών ανασκαφικών συνόλων από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας ή γενικότερης μορφής εργασίες που συμπεριλαμβάνουν και αγγεία πρόσθεσαν κάποια ακόμη ελάχιστα στοιχεία στην αποσπασματική εικόνα της τοπικής ελληνιστικής κεραμικής10.


Η έως τώρα πρόοδος της έρευνας στον τομέα αυτό δεν επιτρέπει παρά ελάχιστες γενικότερες παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Εκείνο που φαίνεται πλέον βέβαιο είναι ότι σε όλες τις σημαντικές θεσσαλικές πόλεις υπήρχαν κεραμικά εργαστήρια που παρήγαγαν πήλινα προϊόντα με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά, εντεταγμένα όμως πάντα στην κοινή ελληνιστική τεχνοτροπική παράδοση, όπως άλλωστε φαίνεται χαρακτηριστικά στο υλικό που παρουσιάζεται στο παρόν Λεύκωμα.

Καλλίθηρο, οικόπεδο Β. Παπαβασιλείου. Κτερίσματα από τάφο.
Τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας πόλης της τετράδας
Θεσσαλιώτιδας. Αποκαλύφθηκαν εν όλω ή εν μέρει παραβιασμένοι 22 τάφοι (κεραμοσκεπείς, πήλινες λάρνακες και κιβωτιόσχημοι) μαζί με τα κτερίσματά τους

Ανάγλυφοι σκύφοι όλων των γνωστών τύπων αποδεδειγμένα παράγονταν στη Δημητριάδα, στις Φερές, στη Λάρισα, στο Κιέριον και πιθανότατα στις Φθιώτιδες Θήβες και στη Μητρόπολη. Σχετικά καλά έχουν μελετηθεί και οι λύχνοι, τοπικής παραγωγής ή και εισηγμένοι από άλλες περιοχές.


Γενικά η εισηγμένη κεραμική, μάλλον εύκολα αναγνωρίσιμη, εμφανίζεται αρκετά συχνά στα ανασκαπτόμενα ελληνιστικά στρώματα των θεσσαλικών πόλεων, προερχόμενη από αττικά εργαστήρια κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και από μικρασιατικά κατά την όψιμη, ενώ ταυτόχρονα κάνουν ορισμένες φορές την εμφάνισή τους και αγγεία από ιταλικά εργαστήρια.


Ερυθρόμορφη αττική κύλικα τύπου C του ζωγράφου του Ευεργίδη, από τη Λάρισα, 520-510 π.Χ.

Επιδράσεις των χαρακτηριστικών κεραμικών προϊόντων άλλων περιοχών και μιμήσεις τους από τους Θεσσαλούς κεραμείς είναι ορατές σε αρκετές κατηγορίες τοπικής κεραμικής, από τις οποίες αναφέρονται ενδεικτικά η κεραμική τύπου «Δυτικής κλιτύος» με επίδραση από την Αττική11, οι ανάγλυφοι σκύφοι με επίδραση από τη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία, οι λύχνοι οι κατασκευασμένοι με μήτρα, με επίδραση επίσης από μικρασιατικά πρότυπα, τα αγγεία με λεπτά τοιχώματα, με εμφανή επίδραση από την Ιταλία12.



Η Θεσσαλία, σταυροδρόμι οδών και ιδεών λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί ασφαλώς ένα «στρατηγικό» σημείο και για τη μελέτη της ελληνιστικής κεραμικής, η οποία με αφορμή την ΣΤ" Επιστημονική Συνάντηση θα σημειοόσει, πιστεύουμε, μεγαλύτερη πρόοδο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τοπική κεραμική παραγωγή.

 ΑΡΓ. ΔΟΥΛΓΕΡΗ-ΙΝΤΖΕΣΙΛΟΓΛΟΥ


 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Βιβλιογραφία Ελληνιστικής Κεραμικής (1980-1995), Λ ' Ελλάς-Κύπρος, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 68-94 (Θεσσαλία). ■ Α.Σ. Αρβανιτόπουλος, Μεγαρικοί σκύφοι Φθιωτίδων Θηβών, Α£ 1910, σ. 82-94. 3 Demetrias I, σ. 63-71 (I. Beyer, V. von Graeve, U. Sinn) και σ. 96-127 (U. Sinn). 4 Sinn 1979 και ο ίδιος, Zur Lokalisierung der «homerischen» Becher, La Thessalie, Actes de la Table-Ronde, Eyon 1975, Lyon 1979, σ. 139-141. ' Reinders, New Halos, σ. 252-276. 6 Κακαβογιάννης 1980. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 1990. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 1992 και η ίδια 1994β, σ. 81. s Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου 1990. Η ίδια: 1994α- «Κλειστό» σύνολο φεραϊκης κεραμικής ελληνιστικής εποχής από σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο Θ. Ντόντου, στο Βελεστίνο, Δ ΈλλΚερ, σ. 59-78. 4 Παπακωνσταντίνου 1997. 10 Βλ. ενδεικτικά: Δ.Ρ. Θεοχάρης - Γ. Χουρμουζιάδης, Ανασκαφή τάφων Φθιωτίδων Θηβών, ΑΛΑ III (1970), σ. 204- 207- St. Miller, Two Groups of Thessalian Gold, Berkeley-Los Angeles-London 1979- A. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, Σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο Ευ. Μητσιοΰ, Λάρισα: Παρελθόν και Μέλλον, Πρακτικά Α ' Ιστορικον-Αρχαιολογικού Συμποσίου, 1985, Λάρισα 1985, σ. 79-110- Α. Μπάτζιου-Ευσταθίου, Δημητριάδα, Αρχαία Δημητριάδα Πρακτικά Ημερίδας, Βόλος 1994, Βόλος 1996, σ. 11-43" Μπ. Ιντζεσίλογλου, «Καλλίθηρα»: Αρχαιολογικός και ιστορικός οδηγός μιας αρχαίας πόλης στο Καλλίθηρο (Σέκλιζα) Καρδίτσας, Καλλίθηρο 1997. " A. Furtwangler, Demetrias, ein Produktionsort «attischer» Keramik? Β'ΕλλΚερ, o. 49-53. 12 Σχετικά παραδείγματα και βιβλιογραφία περιλαμβάνονται στις μελέτες της υπογράφουσας στα Πρακτικά των Επιστημονικών Συναντήσεων για την Ελληνιστική Κεραμική Βζ Τ', Δ λ Ε'.

ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΚΟΥΡΊΑ 

  • OMNIA Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων
  • ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ



ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ