Η περίοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι μια εποχή κυριαρχίας του μεταφυσικού και στροφής προς αυτό. Η έλλειψη συνόρων στη Μεσόγειο επιτρέπει τη διάδοση και αλληλεπίδραση ιδεών από διαφορετικές πνευματικές παραδόσεις και οδηγεί στο θρησκευτικό συγκρητισμό, τη συγχώνευση λατρειών και θρησκειών. Όταν ακόμη και η φιλοσοφία δεν μένει ανεπηρέαστη από το νέο πνευματικό μυστικιστικό κλίμα (βλ. λ.χ. τους Νεοπλατωνικούς και τη σύνδεσή τους με τη θεουργία), όταν έχουμε τη διάδοση νέων λατρειών από την Ανατολή (ανάμεσά τους και ο Χριστιανισμός), είναι φυσικό τα κείμενα της εποχής να βρίθουν από περιστατικά παράξενα
που συνδέουν τον κόσμο της άυλης πραγματικότητας με την υλική σφαίρα. Μυστηριώδεις μορφές και υπάρξεις έρχονται σε διαρκή επαφή με τους ανθρώπους και ο καθένας τις ερμηνεύει όπως μπορεί, ανάλογα με τις αντιλήψεις και την πίστη του.
Ένα από τα πιο περίεργα περιστατικά μεταφυσικού χαρακτήρα είναι αυτό που καταγράφει ο Δίων Κάσσιος στο έργο του για τη ρωμαϊκή ιστορία (79, 18). Ο Δίων περιγράφει την εμφάνιση στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. ενός μυστηριώδους ανθρώπου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν η μετενσάρκωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ξεκίνησε από την περιοχή του Δούναβη με συνοδεία τετρακοσίων πιστών του και διέσχισε την Μοισία και τη Θράκη τελώντας βακχικά όργια. Όταν έφτασε στην περιοχή της Χαλκηδόνας, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και κανείς δεν ξανάκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτόν. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το συμβάν με τα λόγια του ίδιου του Δίωνα:
“Ένας δαίμονας (=κατώτερη θεότητα), ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας και είχε την εμφάνιση και την εξάρτυση εκείνου, ξεκίνησε από την περιοχή του Δούναβη -δεν ξέρω πώς εμφανίστηκε εκεί- και διέσχισε τη Μοισία και τη Θράκη, τελώντας βακχικά όργια με τη συνοδεία τετρακοσίων ανδρών, οι οποίοι κρατούσαν θύρσους και φορούσαν δέρματα ελαφιού, αλλά δεν έκαναν κανένα κακό. Όλοι όσοι ζούσαν στη Θράκη εκείνη την εποχή ομολογούν ότι του προσφερόταν με δημόσια έξοδα μέρος να κοιμηθεί και εφόδια για το δρόμο. Και κανείς -ούτε άρχοντας ούτε στρατιώτης ούτε επίτροπος ούτε τοπικός ηγεμόνας- δεν τόλμησε να του αντιμιλήσει και να του αντισταθεί, αλλά σαν σε κάποια πομπή έφτασε, ταξιδεύοντας καθημερινά, μέχρι το Βυζάντιο. Από εκεί πέρασε στη γη της Χαλκηδόνας, όπου αφού έκανε μια τελετή τη νύχτα και έθαψε στο έδαφος ένα ξύλινο άλογο, εξαφανίστηκε”.
Η αφήγηση του Δίωνα, αν και δεν εξηγεί το φαινόμενο που περιγράφει, εντούτοις εγείρει τα τυπικά ερωτήματα που θα θέλαμε να κάνουμε σε οποιονδήποτε “ιερό” άνδρα (“θείος ανήρ”), αρχαίο ή σύγχρονο. Η πρώτη ερώτηση είναι: “ποιος νομίζεις ότι είσαι;” Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορούσε να είχε απαντήσει: “Είμαι ο Διόνυσος και/ή ο Μέγας Αλέξανδρος. Και είμαι ένας δαίμων (με την αρχαία σημασία της θεότητας)”. Σίγουρα θα πρέπει να διέθετε (ή να ισχυριζόταν ότι διέθετε) υπερφυσικές δυνάμεις, για να μπορεί να ισχυριστεί ότι ήταν η μετενσάρκωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου σχεδόν 5 αιώνες μετά το θάνατό του. Κατόπιν πρέπει να αναρωτηθούμε ποια να ήταν άραγε η εντύπωση που προκάλεσε στο ακροατήριό του. Ο Αλέξανδρος, ως κοσμοκράτορας, θα περιμέναμε να είχε ανησυχήσει με την επανεμφάνισή του τις κοσμικές ρωμαϊκές δυνάμεις. Θα έμοιαζε με κάποιον που θα μπορούσε να πει (αντίθετα με τον Ιησού): “Το βασίλειό μου είναι από αυτόν τον κόσμο και σκοπεύω να το πάρω πίσω”. Ωστόσο, το γεγονός ότι η μυστηριώδης αυτή προσωπικότητα ισχυριζόταν ταυτόχρονα ότι ήταν και ο θεός Διόνυσος πρέπει να εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο τους συγχρόνους του: οι μορφωμένοι άρχοντες γνώριζαν καλά τι είχαν πάθει ο βασιλιάς Πενθέας και ο Λυκούργος, όταν εναντιώθηκαν στη θέληση του Διόνυσου και προσπάθησαν να τον κλείσουν στη φυλακή: τρελάθηκαν και διαμελίστηκαν. Έτσι δεν είναι παράξενο που ο νέος αυτός δαίμων, διασχίζοντας τη Θράκη, μια από τις αγαπημένες περιοχές του Διόνυσου, δε συνάντησε αντίσταση από τις τοπικές ρωμαϊκές αρχές. Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε για το σκοπό όλης αυτής της δραστηριότητας: εκ πρώτης όψεως το ξύλινο άλογο που θάφτηκε φαίνεται να παραπέμπει στον Τρωικό Πόλεμο, αλλά η συγκεκριμένη τελετή δεν έγινε στην Τροία, αλλά στη Χαλκηδόνα.
Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση με το θαμμένο άλογο που αναφέρει ο Πλάτων σε σχέση με τον Γύγη (Πολιτεία 359D): “Αυτός ήταν κάποτε βοσκός στην υπηρεσία του τότε άρχοντα των Λυδών, όταν ξέσπασε βροχή δυνατή και έγινε σεισμός, με αποτέλεσμα να ραγίσει η γη και να ανοίξει χάσμα στον τόπο που στεκόταν. Όταν είδε τι έγινε, θαύμασε και κατέβηκε στο χάσμα, όπου είδε και άλλα θαυμαστά πράγματα, για τα οποία λεν πολλές ιστορίες, αλλά και έναν ίππο χάλκινο, κοίλο, με θυρίδες. Έσκυψε να δει μέσα από τις θυρίδες και είδε να βρίσκεται μέσα ένας νεκρός, μεγαλύτερος κατά πως φαίνεται από έναν συνηθισμένο άνθρωπο”. Στη συνέχεια της ιστορίας ο Γύγης παίρνει μαζί του από το χάσμα ένα δαχτυλίδι, το οποίο του επέτρεπε να γίνεται αόρατος και τελικά του χάρισε την εξουσία. Δεν είμαστε βέβαιοι αν ο μυστηριώδης δαίμων ήθελε να συνδέσει τον εαυτό του με αυτό το πασίγνωστο περιστατικό, αλλά το γεγονός ότι εξαφανίστηκε μετά το θάψιμο του ξύλινου αλόγου, όπως ο Γύγης μπορούσε να εξαφανίζεται από τη στιγμή που βρήκε το χάλκινο άλογο και το χάσμα με το δαχτυλίδι, φαίνεται να υπονοεί ότι ήθελε να συνδεθεί με την πλατωνική αφήγηση. Αλλά και πάλι το νόημα της σύνδεσης αυτής παραμένει για μας μυστήριο, όπως συμβαίνει συχνά με ανάλογα περιστατικά και παράξενες προσωπικότητες της αρχαιότητας: ο ιερός άνδρας έχει την ικανότητα να εγείρει την προσμονή και τη σκέψη των ακολούθων του, αλλά αφήνει ακόμη και τους στενότερους οπαδούς του να προσπαθούν να μαντεύσουν.
Σταύρος Γκιργκένης Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας
heterophoton.