Η κοιλάδα με λόφους μεσαίου ύψους στην γύρω περιοχή, οι αλμυρές λίμνες κοντά στο χώρο, σε ένα τοπίο που εκτείνεται μόλις ένα χιλιόμετρο από το Δέλτα του Δούναβη, όλα αυτά αποτελούν συναρπαστικά στοιχεία που αποδεικνύουν τον πλούτο και την ομορφιά της γης στην οποία ζούσαν οι αρχαίοι άνθρωποι», γράφει ο αρχαιολόγος- καθηγητής Mihail Zahariade- Μιχαήλ Ζαχαριάδης, από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Βουκουρεστίου.
Η παρά τον Δούναβη Αλμυρίς |
Γετών που ζούσαν κατά μήκος του Κάτω Δούναβη και στην Εύξεινο Θάλασσα άρχισαν να έρχονται σε επαφή με τους Έλληνες που δημιουργούσαν πόλεις- κράτη, ψάχνοντας για εμπορικές ευκαιρίες.
Έλληνες από τη Μίλητο, ίδρυσαν την αποικία τους στην Ίστρια, στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., ως μέσο διευκόλυνσης του εμπορίου με τους Γέτες που ζούσαν στο εσωτερικό της σημερινής Ρουμανίας, στις απέραντες εκτάσεις που έχουν πρόσβαση στην κοιλάδα που σχηματίζεται από το Δέλτα του Δούναβη.
Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι υπήρξαν δύο κύριες οικήσεις στην πόλη Αλμυρίδα στην περιοχή των Γετών. Η πρώτη έχει στοιχεία από τον 6ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ. και η άλλη από τον 2ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ..
Οι κάτοικοι άφησαν πίσω τους τα αποτεφρωμένα λείψανα των νεκρών τους και είναι πολύ πιθανόν οι Γέτες να έκτισαν, αργότερα, στην κοντινή περιοχή έναν οχυρωμένο οικισμό.
Οι Έλληνες δημιούργησαν την πόλη Αλμυρίδα στην περιοχή για προφανείς λόγους του εμπορίου με την ενδοχώρα, λαμβάνοντας την ευκαιρία του εμπορίου με την ναυσιπλοΐα του Δούναβη.
Οι αρχαιολόγοι βρήκαν ελληνικά κεραμικά και ελληνικά νομίσματα, όπως επίσης και αιχμές βελών των Γετών που ανάγονται στους πρώτους χρόνους της πόλης.
Ανασκαφική αρχαιολογική εργασία |
Το όνομα Ἅλμυρις ή Ἁλμυρίς είναι βεβαίως ελληνικό που υποδηλώνει το αλμυρό νερό των μικρών λιμνών που περιέβαλαν την πόλη.
Η Αλμυρίδα διαδραμάτισε σημαντικό στρατηγικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης, αφού ήταν το ανατολικότερο σημείο του Δούναβη από το οποίο πραγματοποιούνταν η πλεύση των εμπορικών πλοιαρίων μέσα στην ενδοχώρα από τον μεγάλο ποταμό.
Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την Ἁλμυρίδα ως Salmorus, εκλατινισμένη έκφραση της ονομασίας της.
Στην περιοχή έχουν βρεθεί πολλές λίθινες επιγραφές, πολλές από τις οποίες είναι στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα.
Η πόλη διατηρήθηκε επί 1100 χρόνια από την ίδρυσή της, μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, όπου καταστράφηκε από τους Γότθους και τους Ούννους.
Το 2012 ξεκίνησαν αρχαιολογικές ανασκαφές στο αρχαίο λιμάνι της πόλης, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα τείχη του φρουρίου και το 2013 ανοίχθηκαν πέντε τομές στο φρούριο, ακριβώς πάνω από το λιμάνι.
Οι ανασκαφές απέδωσαν τα καλά διατηρημένα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και πολυάριθμα μικρά ευρήματα, όπως νομίσματα, όπλα και κεραμικά που υποδηλώνουν ότι το λιμάνι και το βορειοανατολικό φρούριο ήταν τομείς ιδιαίτερης σημασίας και δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές θα συνεχισθούν και κατά το 2014 και υπάρχει η ελπίδα εύρεσης σημαντικών στοιχείων από την αρχαία πόλη.
Οι ανασκαφές στην περιοχή γίνονται με μέριμνα του Ρουμανικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και επικεφαλής είναι οι αρχαιολόγοι ο Mihail Zahariade από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Βουκουρεστίου και ο Δρ Ιωάννης Καραβάς από το Διεθνές Κέντρο Ελληνικών και Μεσογειακών Σπουδών των Αθηνών.
Γιῶργος Ἐχέδωρος
© mikres-ekdoseis- Γιῶργος Ἐχέδωρος