Το ελληνιστικό βασίλειο του Περγάμου διαφοροποιήθηκε νομισματικά από την υπόλοιπη μικρασιατική επικράτεια με την καθιέρωση των λεγόμενων κιστοφορικών αργυρών νομισμάτων από το βασιλιά Ευμένη Β΄ (197-159π.Χ.). Η ονομασία «κιστοφορικά» ετυμολογείται από τη μυστική κίστη (cista mystica), ένα πολύ χαρακτηριστικό κυκλικό πλεκτό καλάθι, γνωστό από τη διονυσιακή λατρεία, που έφεραν στον εμπροσθότυπο.
Μέσα από το μισάνοιχτο σκέπασμα της κίστης ξεπεταγόταν ένα φίδι - άλλοτε πάλι το φίδι απεικονιζόταν κουλουριασμένο γύρω από τον κάλαθο. Στον οπισθότυπο δύο φίδια ελίσσονταν γύρω από έναν γωρυτό (φαρέτρα).
Με εξαίρεση κάποια σύμβολα, μονογράμματα ή γράμματα στο πεδίο που βοηθούν στην αναγνώριση του νομισματοκοπείου (π.χ. ΠΕΡ για το νομισματοκοπείο του Περγάμου, ΕΦΕ για αυτό της Εφέσου), σε γενικές γραμμές τα κιστοφορικά νομίσματα είναι ανώνυμα. Σε μία μόνο κοπή, που δεν έγινε στο ίδιο το Πέργαμο, αναγράφονται τα έτη των επιμέρους εκδόσεων (Α-Δ) και συνεπτυγμένος ο τύπος του ονόματος του βασιλέως (ΒΑ ΕΥ: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΕΥΜΕΝΟΥΣ). Πρόκειται για τα νομίσματα του Αριστονίκου (133-130 π.Χ.), ο οποίος αμφισβήτησε τη διαθήκη του ετεροθαλούς αδελφού του, βασιλιά Αττάλου Γ΄ (138-133 π.Χ.), που κληροδοτούσε μετά το θάνατό του το βασίλειο του Περγάμου στη Ρώμη, και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 130 π.Χ. ως Ευμένης Γ΄.1 Οι μικρότερες υποδιαιρέσεις έφεραν ποικίλους εικονογραφικούς τύπους, όπως βότρυ, ρόπαλο ή λεοντή μέσα σε στέφανο. Η επιλογή των τύπων αυτών δικαιολογείται τόσο από την ιδιαίτερη θέση της λατρείας του Διονύσου στο Πέργαμο, στον οποίο άλλωστε οι Ατταλίδες ανήγαν την καταγωγή τους, όσο και από τον ιδρυτικό μύθο της πόλης, που ήθελε ιδρυτή του κράτους τον Τήλεφο, γιο του Ηρακλή.
Μέσα από το μισάνοιχτο σκέπασμα της κίστης ξεπεταγόταν ένα φίδι - άλλοτε πάλι το φίδι απεικονιζόταν κουλουριασμένο γύρω από τον κάλαθο. Στον οπισθότυπο δύο φίδια ελίσσονταν γύρω από έναν γωρυτό (φαρέτρα).
Με εξαίρεση κάποια σύμβολα, μονογράμματα ή γράμματα στο πεδίο που βοηθούν στην αναγνώριση του νομισματοκοπείου (π.χ. ΠΕΡ για το νομισματοκοπείο του Περγάμου, ΕΦΕ για αυτό της Εφέσου), σε γενικές γραμμές τα κιστοφορικά νομίσματα είναι ανώνυμα. Σε μία μόνο κοπή, που δεν έγινε στο ίδιο το Πέργαμο, αναγράφονται τα έτη των επιμέρους εκδόσεων (Α-Δ) και συνεπτυγμένος ο τύπος του ονόματος του βασιλέως (ΒΑ ΕΥ: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΕΥΜΕΝΟΥΣ). Πρόκειται για τα νομίσματα του Αριστονίκου (133-130 π.Χ.), ο οποίος αμφισβήτησε τη διαθήκη του ετεροθαλούς αδελφού του, βασιλιά Αττάλου Γ΄ (138-133 π.Χ.), που κληροδοτούσε μετά το θάνατό του το βασίλειο του Περγάμου στη Ρώμη, και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 130 π.Χ. ως Ευμένης Γ΄.1 Οι μικρότερες υποδιαιρέσεις έφεραν ποικίλους εικονογραφικούς τύπους, όπως βότρυ, ρόπαλο ή λεοντή μέσα σε στέφανο. Η επιλογή των τύπων αυτών δικαιολογείται τόσο από την ιδιαίτερη θέση της λατρείας του Διονύσου στο Πέργαμο, στον οποίο άλλωστε οι Ατταλίδες ανήγαν την καταγωγή τους, όσο και από τον ιδρυτικό μύθο της πόλης, που ήθελε ιδρυτή του κράτους τον Τήλεφο, γιο του Ηρακλή.
Κιστοφορικά νομίσματα εξακολούθησαν να εκδίδονται και μετά την κληροδότηση του βασιλείου του Περγάμου στη Ρώμη το 133 π.Χ. και τη συνακόλουθη ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας το 129 π.Χ. Από την εποχή του Πομπηίου (106-48 π.Χ.) προστέθηκαν τα ονόματα των εκάστοτε ανθυπάτων,2 ενώ το 57/56 π.Χ. χαράχθηκαν εκδόσεις ακόμα και στο όνομα του Κικέρωνος (106-43 π.Χ.), ο οποίος σε επιστολές του προς τον Αττικό αναφερόταν υποτιμητικά στην αξία των κιστοφορικών νομισμάτων.3 H παρακολούθηση μάλιστα της εικονογραφικής εξέλιξης των συγκεκριμένων κοπών επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδικασία διείσδυσης των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών πορτρέτων στις επιχώριες νομισματοκοπίες. Συγκεκριμένα, πρώτος ο Μάρκος Αντώνιος, που τιμήθηκε ως Νέος Διόνυσος, αντικατέστησε τη μυστική κίστη της εμπρόσθιας όψης με το πορτρέτο του και τον γωρυτό της πίσω πλευράς με το πορτρέτο της Οκταβίας, συζύγου του από το 39 π.Χ. και ετεροθαλούς αδελφής του Οκταβιανού. Πρόσθεσε επίσης, ως μέλος της τριανδρίας, την επιγραφή III VIR R.P.C. Επί Αυγούστου, σημειώθηκαν ριζικές μεταβολές στην εικονογραφία, αφού εξαφανίστηκε εντελώς η μυστική κίστη μαζί με κάθε αναφορά στο Διόνυσο.
από τα κιστοφορικά νομίσματα προέρχονται τα αυτοκρατορικά αργυρά μετάλλια που φέρουν λατινικές επιγραφές, κόβονται από τον αυτοκράτορα ως έκφραση της auctoritas του και χρησιμεύουν για την πληρωμή του στρατού και για άλλα έξοδα. Τα τελευταία νομίσματα της σειράς αυτής εκδόθηκαν επί της δυναστείας των Σεβήρων, φαίνεται όμως ότι δεν έκοψαν όλοι οι αυτοκράτορες μετάλλια. Κιστοφορικές κοπές δεν απαντούν την εποχή του Τιβερίου (14-37), του Καλιγούλα (37-41), του Αντωνίνου Πίου (138-161), του Μάρκου Αυρηλίου (161-180) και του Κομμόδου (180-192), ενώ οι εκδόσεις ορισμένων αυτοκρατόρων, όπως του Τραϊανού (98-117) και του Αδριανού (117-138), ήταν εξαιρετικά βραχύβιες. Τα εκφραστικά πορτρέτα των νομισμάτων αυτών, αλλά και το εικονογραφικό ρεπερτόριό τους, προφανώς απέβλεπαν στον εντυπωσιασμό.
ΚΙΣΤΟΦΟΡΙΚΌΝ ΤΕΤΡΆΔΡΑΧΜΟΝ ΕΦΈΣΟΥ ΤΡΑΪΑΝΟΣ 98-117 μ.Χ. |
Το 20 π.Χ., με την ευκαιρία της επιστροφής των λαβάρων που είχαν χάσει οι Ρωμαίοι το 53 π.Χ. στη μάχη εναντίον των Πάρθων στις Κάρρες, απεικονίστηκαν στα νομίσματα το θριαμβικό τόξο που στήθηκε για την επιτυχία αυτή στη Ρώμη προς τιμήν του αυτοκράτορα και ο μικρός ναός του Mars Ultor, που ο Αύγουστος διέταξε να χτιστεί πάνω στο Καπιτώλιο5 ειδικά για να στεγάσει τα λάβαρα αυτά.6 Ο εικονογραφικός τύπος όπου απεικονίζεται ο ναός για την κοινή λατρεία του Αυγούστου και της Ρώμης (ίσως με την ευκαιρία της δέκατης συνέλευσης του κοινού της Ασίας στο Πέργαμο το 19/18 π.Χ.), συχνά με το άγαλμα του αυτοκράτορα στο εσωτερικό του κτηρίου να το στεφανώνει η προσωποποιημένη Ασία, χρησιμοποιήθηκε και αργότερα. Επί Κλαυδίου (41-54) απεικονίζεται το άγαλμα της Εφεσίας Αρτέμιδος και το πορτρέτο της αυτοκράτειρας, καθώς και το πορτρέτο του Νέρωνος (54-68) ως princeps juventutis. Τα στρατιωτικά λάβαρα των ρωμαϊκών λεγεώνων που απεικονίζονται στα νομίσματα του Τίτου (79-81) υιοθετήθηκαν και από το Δομιτιανό (81-96), ο οποίος τίμησε τόσο την κόρη του Τίτου Ιουλία, με την οποία συζούσε από το 80/81, όσο και τη Δομιτία, νόμιμη σύζυγό του από το 70 και αυγούστα από το 84. Επίσης, τίμησε τη μνήμη του πατέρα του Βεσπασιανού (69-79) με την ευκαιρία της ανοικοδόμησης του Καπιτωλίου το 82.7 Στα νομίσματα τέλος του Νέρβα (96-98) απεικονίζεται η Περγαία Άρτεμις.
Επί Αδριανού, ο όγκος των παραγόμενων κιστοφορικών νομισμάτων αυξήθηκε σημαντικά. Πολλά από τα νομίσματά του ξαναχτυπήθηκαν πάνω σε παλιά νομίσματα του Μάρκου Αντωνίου και του Αυγούστου, ενώ το κοινό της Βιθυνίας έκοψε νομίσματα προς τιμήν του αυτοκράτορα όσο αυτός ακόμη ήταν ζωντανός. Στα υπόλοιπα μετάλλια του ίδιου αυτοκράτορα διαφαίνεται η προσπάθεια σύζευξης ελληνικών και ρωμαϊκών στοιχείων, με απώτερο στόχο την ιδεολογική προώθηση της ενότητας του ρωμαϊκού κράτους, χωρίς ωστόσο να παραμελούνται οι επιχώριοι θεοί, όπως ο Ζευς Λάβραυνδος, η Εφεσία Άρτεμις και οι δύο Νεμέσεις της Σμύρνης.8
2. Νομισματικές υποδιαιρέσεις
Ο κύριος όγκος των κιστοφορικών νομισματικών εκδόσεων περιλάμβανε αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Εκτός από αργυρά τετράδραχμα, βάρους περίπου 12,5 γραμμ., σε αυτή την κατηγορία νομισμάτων εντάσσονται δίδραχμα και δραχμές με ποικίλους εικονογραφικούς τύπους. Τα χάλκινα, τέλος, νομίσματα προέρχονται από διάφορα νομισματοκοπεία, φέρουν τους ίδιους νομισματικούς τύπους με τα αργυρά, αλλά έχουν ως διακριτικό στοιχείο ένα μονόγραμμα δηλωτικό του τόπου παραγωγής τους.9
3. Χρονολόγηση
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει για το χρονικό προσδιορισμό της έναρξης των παραπάνω κοπών. Σχετικά πρόσφατα υποστηρίχθηκε ότι οι χρονολογίες που είχαν προταθεί ως πιθανές, το 175 π.Χ. και το 167 π.Χ., δε λάμβαναν σοβαρά υπόψη τις αναφορές του Λιβίου στα κιστοφορικά νομίσματα στο ευρύτερο πλαίσιο των Συριακών πολέμων, στα τέλη της δεκαετίας του 190 π.Χ.10 Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, τα νομίσματα αυτά άρχισαν να κυκλοφορούν στο Πέργαμο παράλληλα με τις κοπές του Φιλεταίρου (περ. 343-263 π.Χ.), αλλά η χρήση τους διαδόθηκε στις εξαρτημένες πόλεις μετά την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.). Τα νομίσματα αυτά εξακολούθησαν να κυκλοφορούν μέχρι το 130 π.Χ., αν και μεταξύ των ετών 133 και 130 π.Χ. κυκλοφορούσαν ως νομίσματα του σφετεριστή Αριστονίκου ή Ευμένη Γ' (πέθανε το 128 π.Χ.). Συνέχισαν ωστόσο να κόβονται και από άλλες πόλεις, ορισμένες φορές και με χρονολογίες (όπως π.χ. στην Έφεσο), καθώς και από τους Ρωμαίους, που εξακολούθησαν –περιστασιακά και με διαφορετικούς τύπους– να εκδίδουν τη συγκεκριμένη υποδιαίρεση, αρχικά μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού και ίσως και μέχρι την εποχή των Σεβήρων.
ΕΦΕΣΟΥ 133 π.Χ. ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΦΙΔΙΟΥ |
4. Οργάνωση νομισματικής παραγωγής
Η ομοιομορφία των πρώτων κιστοφορικών νομισμάτων ως προς τους τύπους και το βάρος τους αποδίδεται πλέον στο ότι κόπηκαν με εντολή μίας μόνο αρχής έκδοσης, του βασιλιά του Περγάμου. Noμισματικά αποδεικνύεται ότι στο νομισματοκοπείο του Περγάμου κόπηκαν νομίσματα όχι μόνο στο όνομα της πόλης αυτής αλλά και άλλων πόλεων, όπως των Σάρδεων, της φρυγικής Απάμειας και των Συνάδων. Oι Τράλλεις έκοψαν κιστοφορικό νόμισμα για λογαριασμό και της Λαοδικείας, μαζί με το σύνολο των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Δεν έχει διευκρινιστεί αν τα κιστοφορικά νομίσματα κόπηκαν σε νομισματοκοπεία ισάριθμα προς τα σωζόμενα μονογράμματα· το πιθανότερο είναι ότι κόβονταν σε ένα ή δύο νομισματοκοπεία, όπου χαρασσόταν το όνομα της πόλης που έστελνε το μέταλλο και ήταν υπεύθυνη για την κοπή.11
5. Χωροχρονική κατανομή και αξιολόγηση των κιστοφορικών νομισμάτων
Χαρακτηριστικό των κιστοφορικών αργυρών τετράδραχμων είναι ότι, αν και ήταν αρκετά ελαφρύτερα από τα παλαιότερα περγαμηνά τετράδραχμα αττικού βάρους (17 γραμμ.), συμβατικά γίνονταν αποδεκτά ως ισότιμα με τα νομίσματα που ακολουθούσαν τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Αυτό εξηγεί από τη μία για ποιο λόγο σπάνια κυκλοφορούσαν έξω από το Περγαμηνό βασίλειο και από την άλλη γιατί δεν απαντούν νομίσματα και άλλων αρχών έκδοσης στην επικράτεια του Περγάμου.
Με οικονομικούς όρους, η έναρξη κοπής των κιστοφορικών νομισμάτων σήμανε το τέλος του ανεξέλεγκτου εμπορίου στην περιοχή που εκτεινόταν πέρα από τον Ταύρο. Η κοπή τους κατέστησε δυνατό τον έλεγχο του εμπορίου και διευκόλυνε την είσπραξη φόρων. Τα κιστοφορικά νομίσματα έδωσαν τη δυνατότητα στον Ευμένη Β΄ να ανεγείρει τα μεγαλοπρεπή Περγαμηνά κτίσματα και να προωθήσει την Ατταλιδική διεθνή πολιτική των δωρεών, την οποία ακολουθούσαν και οι μεταγενέστεροί του βασιλείς, όποτε και στο βαθμό που μπορούσαν.12 Η χρήση εξάλλου των κιστοφορικών νομισμάτων αποδυνάμωσε τους οικονομικούς δεσμούς του Περγάμου με τη Συρία.13 Η αποδυνάμωση αυτή επιτάθηκε όταν μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Ευμένης Β΄, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρόδου, προσέφυγε στη σκέπη της Ρώμης. Μια κοπή τετράδραχμων ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΥ σε αττικό βάρος υποδηλώνει ότι η απελευθέρωση του λιμανιού της Δήλου υποχρέωσε τον Περγαμηνό βασιλιά να προσκολληθεί ακόμα περισσότερο στην Αττική οικονομική περιφέρεια και να αποστασιοποιηθεί από την αντίστοιχη Συριακή.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Robinson, E.S.G., “Cistophori in the name of King Eumenes”, NC 6 (1954), σελ. 1-8· Kampmann, Μ., “Αristonicos à Thyatire”, RN 6 (1978), σελ. 38-42.
2. Franke, P.R., H Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων (Αθήνα 1985), εικ. 470.
3. Cic., Att. 2.6.2, 2.16.4, 11.1.1.
4. H εξέγερση των Ιταλών συμμάχων με κύριο αίτημα την απόκτηση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη (91-89 π.Χ.).
5. Ο μικρότερος λόφος της Ρώμης, γνωστός σε όλες τις περιόδους κυρίως ως πόλη και θρησκευτικό κέντρο. Το Καπιτώλιο, που μυθολογικά συνδέεται με τον Κρόνο, είναι κυρίως γνωστό ως χώρος του μεγάλου ναού που αφιέρωσαν οι Ταρκύνιοι στoυς Jupiter Optimus Maximus, Juno και Minerva.
6. Δίων Κ. 54.4· για την απεικόνιση των λαβάρων στα νομίσματα βλ. Aug., Res Gestae, 29.
7. Η απλοποιημένη απεικόνιση του ναού με τέσσερις κίονες αντί έξι προφανώς επιδίωκε να επιτύχει καλύτερο αποτέλεσμα, βλ. Franke, P.R., H Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων (Αθήνα 1985), σελ. 63-64.
8. Για τα κιστοφορικά νομίσματα στους Ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Burnett, A., Roman provincial coinage I. From the death of Caesar to the death of Vitellius (London - Paris 1992), σελ. 23 κ.ε.
9. Βoehringer, Ch., Zur Chronologie Mittelhellenistischen Münzserien 220-160 v.Chr. (Berlin 1972), σελ. 45· Fritze, H. v., Die Münzen von Pergamon (Berlin 1910), πίν. 1.3-6, 13, 14.
10. Allen, R.E., The Attalid Kingdom. A Constitutional History (Oxford 1983), σελ. 112· Price, Μ.J., “The Larissa, 1968 Hoard (IGCH 237)”, στο Le Rider, G. κ.ά. (επιμ.), Kraay - Morkholm Essays: Numismatic Studies in Memory of C.M. Kraay and O. Morkholm (Louvain-La-Neuve 1989), σελ. 233-243· Nicolet-Pierre, Η., “De l’Ancien au Nouveau Style Athénien: Une Continuité?”, στο Scheers, S. (επιμ.), Studia Paulo Naster Oblata (Louvain-La-Neuve 1989), σελ. 211-212.
11. Morkholm, O., Early Hellenistic Coinage from the Accession of Alexander to the Peace of Apamea (336-188 B.C.) (Cambridge 1991), σελ. 172-173. Η απόδοση των κιστοφορικών νομισμάτων σε περισσότερα νομισματοκοπεία δε φαίνεται να είναι πλέον αποδεκτή από την έρευνα, πρβ. Franke, P.R., H Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων (Αθήνα 1985), σελ. 60-61.
6. Δίων Κ. 54.4· για την απεικόνιση των λαβάρων στα νομίσματα βλ. Aug., Res Gestae, 29.
7. Η απλοποιημένη απεικόνιση του ναού με τέσσερις κίονες αντί έξι προφανώς επιδίωκε να επιτύχει καλύτερο αποτέλεσμα, βλ. Franke, P.R., H Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων (Αθήνα 1985), σελ. 63-64.
8. Για τα κιστοφορικά νομίσματα στους Ρωμαϊκούς χρόνους βλ. Burnett, A., Roman provincial coinage I. From the death of Caesar to the death of Vitellius (London - Paris 1992), σελ. 23 κ.ε.
9. Βoehringer, Ch., Zur Chronologie Mittelhellenistischen Münzserien 220-160 v.Chr. (Berlin 1972), σελ. 45· Fritze, H. v., Die Münzen von Pergamon (Berlin 1910), πίν. 1.3-6, 13, 14.
10. Allen, R.E., The Attalid Kingdom. A Constitutional History (Oxford 1983), σελ. 112· Price, Μ.J., “The Larissa, 1968 Hoard (IGCH 237)”, στο Le Rider, G. κ.ά. (επιμ.), Kraay - Morkholm Essays: Numismatic Studies in Memory of C.M. Kraay and O. Morkholm (Louvain-La-Neuve 1989), σελ. 233-243· Nicolet-Pierre, Η., “De l’Ancien au Nouveau Style Athénien: Une Continuité?”, στο Scheers, S. (επιμ.), Studia Paulo Naster Oblata (Louvain-La-Neuve 1989), σελ. 211-212.
11. Morkholm, O., Early Hellenistic Coinage from the Accession of Alexander to the Peace of Apamea (336-188 B.C.) (Cambridge 1991), σελ. 172-173. Η απόδοση των κιστοφορικών νομισμάτων σε περισσότερα νομισματοκοπεία δε φαίνεται να είναι πλέον αποδεκτή από την έρευνα, πρβ. Franke, P.R., H Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων (Αθήνα 1985), σελ. 60-61.
12. Βoehringer, Ch., Zur Chronologie Mittelhellenistischer Münzserien 220-160 v.Chr. (Berlin 1972), σελ. 49.
13. Η θεωρία του M. Rostovtzeff για την οικονομική συνεργασία Περγάμου-Συρίας και για τη χρήση περγαμηνού νομίσματος στη Συρία, προκειμένου να αντισταθμιστεί η έλλειψη αργύρου από τους Σελευκίδες, αντιβαίνει στη συνεχή εξόρυξη αργυρού μετάλλου από τους Σελευκίδες, βλ. Boehringer, Ch., Zur Chronologie Mittelhellenistischer Münzserien 220-160 v.Chr. (Berlin 1972), πρβ. Rostovtzeff, M., “Some Remarks on the Monetary and Commercial Policy of the Seleucids and Attalids”, στο Calder, W.M. - Keil, J. (επιμ.), Anatolian Studies Presented to W.H. Buckler (Manchester 1939), σελ. 277-298· Rostovtzeff, M., Social and Economic History of the Hellenistic World 2 (Oxford 1941), σελ. 654-660, 1293 κ.ε.
13. Η θεωρία του M. Rostovtzeff για την οικονομική συνεργασία Περγάμου-Συρίας και για τη χρήση περγαμηνού νομίσματος στη Συρία, προκειμένου να αντισταθμιστεί η έλλειψη αργύρου από τους Σελευκίδες, αντιβαίνει στη συνεχή εξόρυξη αργυρού μετάλλου από τους Σελευκίδες, βλ. Boehringer, Ch., Zur Chronologie Mittelhellenistischer Münzserien 220-160 v.Chr. (Berlin 1972), πρβ. Rostovtzeff, M., “Some Remarks on the Monetary and Commercial Policy of the Seleucids and Attalids”, στο Calder, W.M. - Keil, J. (επιμ.), Anatolian Studies Presented to W.H. Buckler (Manchester 1939), σελ. 277-298· Rostovtzeff, M., Social and Economic History of the Hellenistic World 2 (Oxford 1941), σελ. 654-660, 1293 κ.ε.