Οι «Βίοι των Ευγενών Ελλήνων και Ρωμαίων» του Πλούταρχου, που γράφτηκε 400 χρόνια μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αναφέρει ότι «μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά» αποπνεόταν από το δέρμα του Αλέξανδρου και ότι «η αναπνοή και το σώμα του ήταν τόσο ευωδιαστά που αρωματίζουν τα ρούχα που φορούσε."
Η οσφρητική λεπτομέρεια ήταν μέρος μιας παράδοσης, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της ζωής του Αλέξανδρου, της απόδοσης θεϊκών ιδιοτήτων στον κατακτητή βασιλιά.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος αποκαλούσε ανοιχτά τον εαυτό του Γιό του Δία κατά την επίσκεψή του ην όαση Σιβά το 331 π.Χ
Μια προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ανασκαφή από τα ερείπια του Herculaneum.
O ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΣΚΙΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
Ανεξάρτητα από το ποια ιστορική θεώρηση αποδέχεται κανείς αναφορικά με το
ρόλο που είναι δυνατόν να διαδραματίσει ένας ηγέτης ως φορέας πολιτικής εξουσίας και
τα όρια δράσης του στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη, δεν θα ήταν ενδεχομένως δυνατό
να αμφισβητηθεί ότι ορισμένες προσωπικότητες σημάδεψαν την εποχή τους και
αναδύθηκαν πέρα και πάνω από αυτήν. Μια τέτοια προσωπικότητα, που σημάδεψε όχι
μόνο την εποχή της και τον τόπο της, αλλά όλη την ανθρωπότητα, σφραγίζοντας την
ιστορική της εξέλιξη, ήταν ο Αλέξανδρος.
Αναγνωρίζουμε την ανεπάρκειά μας να προσεγγίσουμε και ν’αποκαλύψουμε μια
προσωπικότητα τέτοιου αναστήματος. Γι’ αυτό ας δώσουμε το λόγο σ’ έναν αρχαίο
συγγραφέα τον Πλούταρχο, που με ευλάβεια προσέγγισε και με γλαφυρότητα
σκιαγράφησε τον άνδρα.
Το πρώτο που θα είχαμε να επισημάνουμε ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του
Πλουτάρχου που αναφέρονται στον Αλέξανδρο, ιδιαίτερα τα κείμενα «Ηθικά» και τους
«Βίους Παραλλήλους», είναι ότι ο συγγραφέας σαφώς έχει εντυπωσιασθεί από την
προσωπικότητα και το ήθος του Αλεξάνδρου. Στην πλειονότητά τους οι αναφορές σκοπό
έχουν να δουν όχι τον Αλέξανδρο ως στρατηλάτη, αλλά τον Αλέξανδρο ως εξαιρετικό
άνδρα. Γι’αυτό και επιλέξαμε τα κείμενα του Πλουτάρχου, γιατί ακριβώς ο Αλέξανδρος ως
προσωπικότητα, ως ήθος, ως άνθρωπος μας ενδιαφέρει και αυτόν θέλουμε να
σκιαγραφήσουμε.
Ο Πλούταρχος ξέρει πού πρέπει να ψάξει για να ανακαλύψει τον Αλέξανδρο ως
άνθρωπο. Γι’αυτό λέει χαρακτηριστικά «Και στις πιο λαμπρές πράξεις δεν υπάρχει
πάντοτε απόδειξη αρετής ή ανηθικότητας, αλλά πολλές φορές κάτι ασήμαντο, όπως μια
φράση ή κάποιο αστείο αποκαλύπτει περισσότερο τον χαρακτήρα, παρά οι πολύνεκρες
μάχες ή οι πιο μεγάλοι εξοπλισμοί ή οι πολιορκίες πόλεων»1
.
Μέσα από τις μικρές καθημερινές στιγμές αναδύεται ο πραγματικός Αλέξανδρος.
Από την παιδική του ήδη ηλικία θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι πρόκειται για μια
εξαιρετική περίπτωση ανθρώπου. Ούτε ο μεγάλος Φίλιππος μπορούσε να επιβληθεί στο
μικρό Αλέξανδρο. «Καθώς έβλεπε ότι ο χαρακτήρας του ήταν δύσκολος από τη φύση του
και δεν υποχωρούσε στη βία κατά τις φιλονικίες, αλλά πως η λογική τον οδηγούσε σ’αυτό
που έπρεπε με ευκολία, ο ίδιος ο πατέρας του προσπαθούσε να τον πείθει παρά να τον
διατάζει»2
.
Το ότι τελικά ο Αλέξανδρος θα γινόταν μεγαλύτερος από τον πατέρα του από πολύ
νωρίς θα μπορούσε κανείς να το διαγνώσει «...κάθε φορά που γινόταν γνωστό ότι ο
Φίλιππος ή είχε κυριεύσει ένδοξη πόλη ή είχε νικήσει σε κάποια σημαντική μάχη, δεν τα
άκουγε με πολύ ευχαρίστηση, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του «παιδιά, όλα θα τα
προλάβει ο πατέρας μου και δε θ’ αφήσει κανένα έργο, μεγάλο και λαμπρό, να το πετύχω
μαζί σας («ὦ παῖδες, πάντα προλήψεται ὁ πατήρ, ἐμοί δ΄ οὐδέν ἀπολείψει μεθ΄ ὑμῶν
ἔργον ἀποδείξασθαι μέγα καί λαμπρόν)». Γιατί δεν επιθυμούσε ούτε ηδονή ούτε πλούτο
αλλά αρετή και δόξα και νόμιζε ότι όσο περισσότερη πάρει από τον πατέρα του, τόσο
λιγότερη θα πετύχει ο ίδιος»3
.
Ιστορία να υποκλίνεται στο άτομο. «Παρ’ όλο που στ΄άλλα ήταν ορμητικός και βίαιος, στις
σωματικές ηδονές ήταν αργός και τις δοκίμαζε με πολλή ηρεμία. Και η φιλοτιμία του
έδειχνε πως παρά την ηλικία του είχε σοβαρό και μεγαλόψυχο φρόνημα. Δεν αγαπούσε
λοιπόν κάθε μορφή δόξας, όπως ο Φίλιππος, ο οποίος περηφανευόταν για τη σοφιστική
ικανότητα των λόγων του και χάραζε πάνω στα νομίσματα τις νίκες των αρμάτων του στην
Ολυμπία»4
. Ενδεικτικό μάλιστα της μεγαλόπνοης πολιτικής που επρόκειτο ν’ακολουθήσει
ο Αλέξανδρος είναι το εξής περιστατικό. «Φιλοξενώντας τους πρέσβεις του βασιλιά των
Περσών, που είχαν έρθει, όταν κάποτε έλειπε ο Φίλιππος, αποκτώντας οικειότητα, τόσο
πολύ τους ενθουσίασε με τις περιποιήσεις του, επειδή δεν τους ρώτησε τίποτε παιδικό ή
ανόητο, αλλά ήθελε να μάθει το μήκος των οδών και τον τρόπο του ταξιδιού προς το
εσωτερικό της Ασίας και για τον βασιλιά, πώς συμπεριφέρεται στους πολέμους και ποια
είναι η ισχύς και η δύναμη της Περσίας, εκείνοι απορούσαν και την πολυσυζητημένη
ρητορική ικανότητα του Φιλίππου τη θεωρούσαν τίποτα σε σχέση με την ορμή και την
πολυπραγμοσύνη του παιδιού»5
.
Εκείνο, όμως, το περιστατικό που έκανε ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του
ν’αναγνωρίσει ότι ο γιος του θ’αναδειχθεί μεγαλύτερός του ήταν η τιθάσευση του
Βουκεφάλα. Τότε ήταν που από χαρά δάκρυσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας και
αναφώνησε: «παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δε σου
φτάνει» (ὦ παῖ, ζήτει σεαυτῷ βασιλείαν ἴσην· Μακεδονία γάρ σ΄ οὐ χωρεῖ) 6
.
Βέβαια το ήθος του ανδρός ήταν πρωταρχικά συνάρτηση της παιδείας του. Και ο
Φίλιππος είχε φροντίσει να δώσει εξαιρετική παιδεία στο γιο του, αναθέτοντας την
ανατροφή του στο φωτεινότερο μυαλό της εποχής του τον Αριστοτέλη. Την παιδεία του
ως το πολυτιμότερο αγαθό αξιολογούσε ο Αλέξανδρος. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι
«όταν κάποτε του έφεραν ένα κιβώτιο από το οποίο κανένα δεν ήταν πολυτελέστερο στα
μάτια αυτών που πήραν τα χρήματα και τις αποσκευές του Δαρείου, ρώτησε τους φίλους
του τι τους φαινόταν πιο σημαντικό για να το βάλουν μέσα. Έλεγαν διάφορα, αλλά
εκείνος είπε πως θα βάλει μέσα σ’αυτό και θα φυλάξει την Ιλιάδα»7
. Είχε
συνειδητοποιήσει, προφανώς, ότι στην εξαιρετική του παιδεία βρίσκεται το μυστικό της
μεγαλοσύνης του. Διαφορετικά, δεν θα έγραφε την ακόλουθη επιστολή στο δάσκαλό του
τον Αριστοτέλη, όταν πληροφορήθηκε ότι αυτός εξέδωσε κάποια φιλοσοφικά βιβλία «Ο
Αλέξανδρος χαιρετά τον Αριστοτέλη και του εύχεται να είναι καλά. Δεν έπραξες σωστά
εκδίδοντας τους ακροαματικούς λόγους. Γιατί, σε τι θα διαφέρουμε εμείς από τους
άλλους, αν οι λόγοι με τους οποίους μορφωθήκαμε γίνουν κοινοί σε όλους; Εγώ θα ήθελα
να διέφερα από τους άλλους περισσότερο στις γνώσεις των πιο καλών πραγμάτων παρά
στη δύναμη. Να είσαι καλά»8
.
Δεν ήταν ο μεγάλος στρατός που εξασφάλισε την επιτυχία του Αλεξάνδρου.
«Απερίσκεπτος λοιπόν και βιαστικός ο Αλέξανδρος, καθώς κινήθηκε προς τόσο σπουδαίο
με μηδαμινούς πόρους; Όχι βέβαια, ποιος άλλωστε ξεκίνησε ποτέ με μεγαλύτερα και
ωραιότερα εφόδια μεγαλοψυχίας, σύνεσης, σωφροσύνης και ανδρείας, με τα οποία τον
είχε οπλίσει η φιλοσοφία για την εκστρατεία του;»
Η βασική, λοιπόν, προετοιμασία του ήταν η εσωτερική του συγκρότηση. «Μέσα
του είχε τις μεγάλες ελπίδες, την ευσέβεια προς τους θεούς, την πίστη στους φίλους, τη
λιτότητα, την εγκράτεια, την αγαθοεργία, την αφοβία απέναντι στον θάνατο, την
ευψυχία, τη φιλανθρωπία, την ευπροσηγορία, τον ακέραιο χαρακτήρα, τη σταθερότητα
στις αποφάσεις, την ταχύτητα στις πράξεις, τον έρωτα για τη δόξα, την προαίρεση για την
επιτέλεση του καλού». Η ανωτερότητά του δεν αποδείχτηκε τόσο στα πεδία των μαχών
όσο στην απλή καθημερινότητα. Γιατί ο Αλέξανδρος πρώτ’ απ’ όλα ήξερε να εξουσιάζει
και να ελέγχει τον ...Αλέξανδρο. «Στο κρασί ήταν λιγότερο εθισμένος απ’ ότι πιστευόταν
και θεωρείτο τέτοιος από τότε που για πολύ ώρα μιλούσε παρά έπινε κάθε ποτήρι,
συζητώντας για κάποιο μεγάλο θέμα. Τούτο γινόταν όταν είχε ευχέρεια χρόνου, επειδή
από τις εργασίες δεν τον απομάκρυνε ούτε το κρασί ούτε ο ύπνος ούτε κάποιο παιχνίδι
ούτε γάμος ούτε θέαμα, όπως ακριβώς τους άλλους στρατηγούς. Και τούτο το
αποδεικνύει η ίδια του η ζωή, που παρ’ ότι μικρή, ήταν γεμάτη από πάρα πολλά και
σημαντικά έργα.9
... Και στο θέμα της τροφής ήταν εγκρατής, ώστε, και όταν ακόμα του
έφερναν τα σπανιότερα αγαθά της θάλασσας και υπέροχα ψάρια, τα έστελνε στους
φίλους του και στον ίδιο δεν έμενε τίποτα10...». Η εγκράτεια και το ήθος του εκδηλωνόταν
και σε στιγμές στέρησης και εδώ φαίνεται και το μεγαλείο του. Χαρακτηριστικό είναι και
το εξής περιστατικό που συνέβη, όταν κάποτε διέσχιζαν μια άνυδρη περιοχή ο
Αλέξανδρος και ο στρατός του και υπέφεραν, όπως είναι φυσικό, από δίψα. «Εκεί
συνάντησαν (τον Αλέξανδρο) κάποιοι Μακεδόνες, που μετέφεραν μέσα σε ασκιά νερό
από το ποτάμι πάνω στα μουλάρια. Κι όταν είδαν τον Αλέξανδρο, καθώς ήταν πια
μεσημέρι, να είναι σε άσχημη κατάσταση από τη δίψα, αφού γέμισαν γρήγορα μια
περικεφαλαία με νερό, του την πρόσφεραν. ‘Όταν λοιπόν ζήτησε να μάθει για ποιους
μετέφεραν το νερό, του είπαν: «Για τα παιδιά μας. Αλλά, αφού εσύ ζεις, θα κάνουμε άλλα
κι αν τα χάσουμε αυτά». Ακούγοντας αυτά πήρε την περικεφαλαία στα χέρια του.
Κοιτάζοντας όμως γύρω του και βλέποντας όλους τους ιππείς με σκυμμένο κεφάλι να τον
κοιτάζουν, την έδωσε πίσω χωρίς να πιει, αφού επαίνεσε τους ανθρώπους. «Αν εγώ πιω
μόνος μου» , είπε, «αυτοί θα στενοχωρηθούν». Αφού οι ιππείς είδαν τη δική του
εγκράτεια και το μεγαλείο του, με δυνατές κραυγές του έλεγαν να τους οδηγήσει με
θάρρος και μαστίγωναν τα άλογά τους. Γιατί εφόσον έχουν τέτοιον βασιλιά, ούτε
κουράζονται ούτε διψούν ούτε θεωρούν τους εαυτούς τους θνητούς»11
.
Ο Αλέξανδρος ήταν αδιάβλητος από το χρήμα. Μάλλον περιφρονούσε το χρήμα.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι «το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας και των
εισοδημάτων που είχε στην πατρίδα το διένειμε στους αξιωματικούς του. Μόνος ο
Περδίκκας δεν πήρε τίποτε όταν του πρόσφερε, αλλά τον ρώτησε: «Και στον εαυτό σου τι
αφήνεις Αλέξανδρε;» Και όταν αυτός του απάντησε «Τις ελπίδες», «Λοιπόν» είπε ο
Περδίκκας «και μεις θα πάρουμε από αυτές. Γιατί δεν πρέπει να παίρνουμε τη δική σου
περιουσία, αλλά να προσδοκούμε ν’αποκτήσουμε την περιουσία του Δαρείου12». Ακόμα
«όταν ο Δαρείος του έστειλε γράμμα και φίλους, παρακαλώντας τον να δεχθεί για την
απελευθέρωση των αιχμαλώτων δέκα χιλιάδες τάλαντα, να έχει στην κατοχή του όλη την
περιοχή μέχρι τον Ευφράτη και να είναι φίλος και σύμμαχός του παίρνοντας μια κόρη του
για γυναίκα, τα ανέφερε στους φίλους του. Κι όταν ο Παρμενίων είπε: «Αν ήμουν εγώ ο
Αλέξανδρος, θα τα έπαιρνα», είπε ο Αλέξανδρος: «Κι εγώ, αν ήμουν ο Παρμενίων»13
.
Η αδιαφορία του Αλεξάνδρου για τα υλικά αγαθά ήταν αυτή που του έφερε στο
στόμα το ειρωνικό σχόλιο που έκανε αντικρύζοντας το λουτρό του Δαρείου. Συγκεκριμένα,
μετά από κάποια μάχη «αφού έβγαλε τα όπλα του, αμέσως κατευθύνθηκε στο λουτρό
λέγοντας: «Πάμε να πλύνουμε στο λουτρό του Δαρείου τον ιδρώτα από τη μάχη». Και
κάποιος από τους φίλους του είπε: « Μα το Δία, στο λουτρό του Αλεξάνδρου. Γιατί τα
πράγματα των νικημένων πρέπει να ανήκουν και να ονομάζονται του νικητή». Και καθώς
είδε τόσες λεκάνες και υδρίες και σκάφες και αλαβάστρινα αντικείμενα, όλα από χρυσό
και με μεγάλη πολυτέλεια κατασκευασμένα, και τον χώρο να μυρίζει θαυμάσια, γιατί
ήταν γεμάτος αρώματα και μύρα, μπήκε στη σκηνή, που άξιζε να τη θαυμάσει κανείς
λόγω του ύψους και του μεγέθους της, αλλά και για τα στρώματα, τα τραπέζια και όσα
κοσμούσαν το δείπνο, στράφηκε στους φίλους του και είπε : « Τούτο είναι, όπως
φαίνεται, το να είσαι βασιλιάς»14
Η συνέχεια της διήγησης αποκαλύπτει μια ακόμα πτυχή του μεγαλείου του
Αλεξάνδρου. «Αφού κάθισε για να δειπνήσει, κάποιος του είπε ότι ανάμεσα στους
αιχμαλώτους βρίσκονται η μητέρα και η γυναίκα του Δαρείου και δυο ανύπαντρες κόρες
του, οι οποίες, καθώς είδαν το άρμα και τα τόξα, χτυπούσαν το στήθος τους και
θρηνούσαν, επειδή νόμιζαν ότι είχε σκοτωθεί. Ο Αλέξανδρος μένοντας σιωπηλός για
αρκετό χρόνο, συγκινήθηκε πιο πολύ για τη δική τους παρά για τη δική του τύχη, έστειλε
τον Λεοννάτο με τη διαταγή να τους πει ότι ούτε ο Δαρείος πέθανε ούτε πρέπει να
φοβούνται τον Αλέξανδρο. Γιατί εκείνος κάνει πόλεμο στον Δαρείο για την εξουσία και
αυτές θα έχουν όλα όσα είχαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαρείου. Και τα λόγια
φάνηκαν καλά και σωστά στις γυναίκες, αλλά ακόμη περισσότερο οι πράξεις του που
ήταν φιλάνθρωπες. Τους επέτρεψε να θάψουν όσους από τους Πέρσες ήθελαν, κάνοντας
χρήση των ενδυμάτων και των κοσμημάτων που ήταν λάφυρα, και δεν αφαίρεσε τίποτε
από τις τιμές και τις περιποιήσεις που δέχονταν και έπαιρναν πιο μεγάλες συντάξεις από
τις προηγούμενες. Όμως η πιο ωραία και πιο βασιλική γενναιοδωρία του ήταν το ότι οι
αιχμάλωτες γυναίκες, ηθικές και συνετές, τίποτα δεν άκουσαν ούτε υποψιάστηκαν ότι θα
μπορούσαν να φοβηθούν ως αισχρό, αλλά τις φρουρούσαν όπως ακριβώς σε
παρθενώνες ιερούς και όσιους, κρυφά και μακριά απ’ όλους, και όχι σα να ήταν σε
εχθρικό στρατόπεδο. Και βέβαια λέγεται ότι η σύζυγος του Δαρείου ήταν η πιο όμορφη
απ’ όλες τις βασίλισσες... Αλλά ο Αλέξανδρος θεωρώντας, όπως φαίνεται, ότι το να
επιβάλλεται στον εαυτό του είναι περισσότερο βασιλικό από το να νικά τους εχθρούς,
ούτε αυτές άγγιξε ούτε γνώρισε άλλη γυναίκα πριν από το γάμο του εκτός από τη
Βαρσίνη... Και καθώς ο Αλέξανδρος έβλεπε πως οι άλλες αιχμάλωτες ήταν εκπληκτικά
όμορφες και ψηλές, αστειευόταν λέγοντας ότι: «οι Περσίδες είναι βασανιστήριο για τα
μάτια». Και παραβάλλοντας στην ομορφιά τους τη δική του αυτοσυγκράτηση και την
ομορφιά της σύνεσής του τις απομάκρυνε, όπως ακριβώς τις άψυχες μορφές των
αγαλμάτων»15
Στην εσωτερική του πολιτική και στον τρόπο με τον οποίο οργάνωσε το τεράστιο
και ανομοιογενές κράτος του ο Αλέξανδρος αποδείχτηκε πραγματικά όχι μόνο μέγας,
αλλά και μοναδικός. Εδώ υπερέβαλε ακόμα και το δάσκαλό του Αριστοτέλη. «Δεν
ακολούθησε τη συμβουλή του Αριστοτέλη να συμπεριφερθεί στους Έλληνες σαν να ήταν
ηγέτης τους και στους βαρβάρους σαν να ήταν απόλυτος κύριός τους και να
αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως φίλους και συγγενείς του, ενώ τους άλλους λαούς σαν να
ήταν ζώα ή φυτά αν ενεργούσε κατ΄αυτόν τον τρόπο, θα γέμιζε την ηγεμονία του με
αναρίθμητους πολέμους, εξορίες και υπονομευτικές τάσεις. Εκείνος, αντίθετα, πίστευε
ότι ήρθε ως κοινός θεόσταλτος συμφιλιωτής και ειρηνοποιός για όλο τον κόσμο, και για
τούτο εξανάγκαζε δια των όπλων όσους δεν μπορούσε να πείσει δια του λόγου να
ενωθούν μαζί του»16. «Δεν έκανε άλλωστε ληστρική επιδρομή στην Ασία ούτε είχε κατά
νου να την ερημώσει και να την καταστρέψει, σα να τη θεωρούσε αντικείμενο διαρπαγής
και λαφυραγωγίας δοσμένο από ανέλπιστη εύνοια της τύχης, με τον τρόπο δηλαδή που
επιτέθηκε αργότερα ο Αννίβας στην Ιταλία ή πρωτύτερα οι Τρήρες στην Ιωνία και οι
Σκύθες στη Μηδία. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος όριζε την παρουσία του κατ’ αυτόν τον τρόπο,
επειδή ήθελε να υπαγάγει όλα τα επίγεια πράγματα σε έναν λόγο και σε ένα πολίτευμα
και να κάνει όλους τους ανθρώπους δημότες μιας πόλης»17
. «‘Έτσι λοιπόν υιοθέτησε και
για τον εαυτό του τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της περιοχής και προσάρμοζε τα έθιμά
τους στα μακεδονικά, πιστεύοντας ότι, αν με την καλή θέληση παρά με τη βία, κατόρθωνε
την επικοινωνία και την επαφή, η κατάσταση θα ήταν σταθερή, και όταν ο ίδιος θα
έφευγε. Γι’ αυτό και αφού επέλεξε τριάντα χιλιάδες παιδιά και έδωσε διαταγή να μάθουν
ελληνικά και την άσκηση με τα μακεδονικά όπλα, όρισε πολλούς επιθεωρητές». Κατ’
εξοχήν όμως την συνένωση Ανατολής και Δύσης επεχείρησε ο Αλέξανδρος με τους
ομαδικούς γάμους που διοργάνωσε. Γι’αυτούς ο Δημάρατος, ένας Κορίνθιος,
φιλοξενούμενος και φίλος του Φιλίππου, που συνάντησε τον Αλέξανδρο στα Σούσα είπε:
«Θεωρώ ότι με μεγάλη χαρά θα γινόμουν θεατής εκείνης της γαμήλιας τελετής, όταν
περιέλαβε σε μια χρυσοσκέπαστη σκηνή εκατό περσίδες νύφες και εκατό γαμβρούς
μακεδόνες και Έλληνες, και ο ίδιος στεφανωμένος έψαλε πρώτος τον υμέναιο, σα να
έψαλε τον ύμνο της αληθινής φιλίας στην ένωση των μεγαλύτερων και ισχυρότερων
γενών, όντας εκείνος γαμβρός μιας νύφης και προξενητής όλων των υπολοίπων και
συνάμα πατέρας και προστάτης τους, συνδέοντάς τους με τα δεσμά του γάμου. Στην
περίσταση εκείνη με ευχαρίστηση θ’αναφωνούσα: «Βάρβαρε και ανόητε Ξέρξη, εσύ που
μάταια έκανες τόσο κόπο να ζεύξεις τον Ελλήσποντο με γέφυρα, έτσι ενώνουν την Ασία με
την Ευρώπη οι εχέφρονες βασιλιάδες, όχι με ξύλα ή με σχεδίες ούτε με άψυχους και
νεκρωμένους δεσμούς, αλλά συνδέοντας τα γένη με τον νόμιμο έρωτα, με τους σώφρονες
γάμους και με την αμοιβαιότητα της τεκνοποιίας»18
.
Η μεγαλοψυχία με την οποία ο Αλέξανδρος αντιμετώπιζε τους ηττημένους
αντιπάλους του εξέφραζε απλά τη σκοπιμότητα της πολιτικής του ή αποτελούσε ένδειξη
του ήθους του; Μάλλον το δεύτερο ή και τα δύο. Άλλωστε το ένα είναι συνάρτηση του
άλλου. Γεγονός είναι πάντως ότι «όταν ο Αλέξανδρος ρώτησε τον Πώρο που είχε
συλληφθεί, πώς να του συμπεριφερθεί, εκείνος είπε: «Βασιλικά». Και όταν ζήτησε να
μάθει αν θέλει να πει κάτι άλλο, είπε: «Στο ‘βασιλικά’ είναι όλα». Τον άφησε λοιπόν όχι
μόνο να έχει την εξουσία εκεί όπου βασίλευε, με το όνομα σατράπης, αλλά, αφού
κατέστρεψε τους αυτόνομους του πρόσθεσε και περιοχή στην οποία λένε ότι υπήρχαν
δεκαπέντε έθνη, πέντε χιλιάδες αξιόλογες πόλεις και πάρα πολλά χωριά.»19 Και, όταν πριν
από τη μάχη στα Γαυγάμηλα οι μεγαλύτεροι από τους φίλους του «επιχειρούσαν να τον
πείσουν να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και με το σκοτάδι να καλυφθεί το
φοβερό θέαμα της επερχόμενης μάχης,.. αυτός αφού είπε αυτό το αξιομνημόνευτο: «Δεν
κλέβω τη νίκη», φάνηκε σε μερικούς πως έδωσε παιδική και ματαιόδοξη απάντηση και
αστειευόταν μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο. ‘Άλλοι όμως σκέφτηκαν πως και μπροστά σε
τούτον τον κίνδυνο έδειχνε θάρρος και έπαιρνε σωστές αποφάσεις για το μέλλον, με το να
μην παρέχει δικαιολογία στον Δαρείο, σε περίπτωση ήττας, να προσπαθήσει να κάνει κι
άλλη επίθεση με πρόφαση τη νύχτα και το σκοτάδι»20
.
Προφανώς η συμπεριφορά αυτή του Αλεξάνδρου προέρχεται από τη
φιλοσοφημένη στάση ζωής του, αποτέλεσμα και αυτή της παιδείας του. «Όταν βρήκε τον
τάφο του Κύρου να έχει ανοιχτεί, σκότωσε αυτόν που το έκανε, αν και ήταν από την
Πέλλα και καθόλου ασήμαντος, ονομαζόμενος Πολύμαχος. Και διαβάζοντας την επιγραφή
διέταξε να τη χαράξουν πιο κάτω με ελληνικά γράμματα. Και ήταν τούτη: «‘Ανθρωπε,
άνθρωπε, όποιος κι αν είσαι, κι απ’ όπου κι αν έρχεσαι, γιατί ξέρω πως θα έλθεις, εγώ
είμαι ο Κύρος που πήρε την εξουσία από τους Πέρσες. Μη με ζηλέψεις λοιπόν γι’αυτό το
λίγο χώμα που καλύπτει το σώμα μου». Αυτά λοιπόν συγκίνησαν πάρα πολύ τον
Αλέξανδρο, καθώς σκέφτηκε την αβεβαιότητα και τις αλλαγές της ζωής».
Η θυμοσοφία του Αλεξάνδρου φαίνεται και από το γνωστό περιστατικό το σχετικό
με το Διογένη, ο οποίος ως γνωστόν, όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θέλει να του
προσφέρει, απάντησε: «Να μετακινηθείς λίγο από τον ήλιο». Τότε ο Αλέξανδρος, παρ’ όλο
που ενοχλήθηκε από την απάντηση, θαύμασε την μεγαλοσύνη του άνδρα και είπε: «Αν
δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
Η ανωτερότητα του Αλεξάνδρου ήταν τέτοια, ώστε τελικά την αναγνώρισε και ο
ίδιος ο Δαρείος. ΄Οταν πληροφορήθηκε από κάποιον ευνούχο θαλαμηπόλο που είχε
δραπετεύσει από το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου τις τιμές που πρόσφερε ο Αλέξανδρος
στη γυναίκα του που πέθανε στη γέννα, στην αρχή αισθάνθηκε ταραχή και οδηγήθηκε σε
ανόητες σκέψεις. «Και οδηγώντας τον ευνούχο στο εσωτερικό της σκηνής είπε: « Αν εσύ,
όπως η τύχη των Περσών, δεν είσαι με το μέρος των Μακεδόνων, αλλά εγώ είμαι ακόμη ο
κύριός σου, ο Δαρείος, πες μου με σεβασμό στο μεγάλο φως του Μίθρα και το βασιλικό
δεξί χέρι, μήπως άραγε θρηνώ για τις πιο μικρές από τις συμφορές της Στάτειρας, παρόλο
που πάθαμε πολύ χειρότερες όσο ήταν ζωντανή, και πως δεν θα είχαμε αντάξια δυστυχία
αν συναντούσαμε κάποιον σκληρό κι απάνθρωπο εχθρό; Γιατί ποια σωστή σχέση μπορεί
να έχει η γυναίκα του εχθρού με άνδρα νέο, που να την τιμά τόσο πολύ;» Και μιλώντας
ακόμη, έπεσε στα πόδια του Τείρεω ικετεύοντάς τον να λέει καλά λόγια και να μην αδικεί
ούτε τον Αλέξανδρο, ούτε να προσβάλλει την πεθαμένη αδελφή και γυναίκα του, ούτε για
τις ατυχίες του να πάψει να παρηγορεί τον εαυτό του, δηλαδή την πεποίθηση ότι
νικήθηκε από άνδρα υπέρτερο της ανθρώπινης φύσης, αλλά να θαυμάζει τον Αλέξανδρο,
επειδή έδειξε μεγαλύτερη σύνεση στις γυναίκες των Περσών, απ’ ό,τι ανδρεία προς τους
Πέρσες. Συγχρόνως, καθώς ο θαλαμηπόλος επιβεβαίωνε με δυνατούς όρκους τη
μαρτυρία του και έλεγε πολλά για την αυτοσυγκράτηση και το μεγαλείο της ψυχής του
Αλέξανδρου, ο Δαρείος βγαίνοντας έξω στους συντρόφους του και υψώνοντας τα χέρια
προς τον ουρανό είπε: «Θεοί της γέννησης και του βασιλείου μου, κάντε μου τη χάρη να
μην αφήσω την τύχη των Περσών, αλλά, επαναφέροντάς τη με όσα αγαθά την πήρα, να
νικήσω, για να ανταποδώσω στον Αλέξανδρο τις χάρες που δέχτηκα χάνοντας τα
αγαπημένα πρόσωπα. Αλλά αν έχει έλθει ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος να λήξει η
κυριαρχία των Περσών, λόγω της θείας τιμωρίας και κακοτυχίας, ας μην καθίσει στον
θρόνο του Κύρου, κανένας άλλος από τους ανθρώπους, εκτός από τον Αλέξανδρο».
Ο Δαρείος εξαναγκάσθηκε από τα πράγματα να φτάσει στο σημείο να εκθειάζει
τον αντίπαλό του. Παρ’ όλο που αρχικά πίστευε ότι η κυριαρχία του Αλεξάνδρου
οφειλόταν στην τύχη, «όταν εξέτασε το ζήτημα απ’ όλες τις πλευρές και κατάλαβε την
αλήθεια, είπε: «Άρα η κατάσταση των Περσών δεν είναι τόσο κακή, ούτε κανείς θα
ισχυριστεί ότι είμαστε εντελώς ανάξιοι και άνανδροι, αφού νικηθήκαμε από τέτοιον
άνθρωπο. Εγώ πάντως προσεύχομαι στους θεούς να μου δώσουν καλοτυχία και δύναμη
στον πόλεμο, για να ξεπεράσω τον Αλέξανδρο στις ευεργεσίες. ‘Εχω μάλιστα φιλοδοξία
και ζήλο ν’ αποδειχθώ περισσότερο φιλάνθρωπος απ’ αυτόν. Αν όμως χάσω τη δύναμή
μου, τότε, Δία, πατρώε θεέ των Περσών, και σεις οι άλλοι θεοί, φύλακες του βασιλείου
μου κάντε να μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου άλλος από τον Αλέξανδρο»21
Πράγματι, ο Αλέξανδρος έκατσε στο θρόνο του βασιλιά των Περσών. Και όταν ο
Δαρείος βαριά πληγωμένος, έτοιμος να πεθάνει δέχτηκε νερό από κάποιον Πολύστρατο,
του είπε: «‘Ανθρωπε, τούτη εδώ είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες μου τις δυστυχίες, ότι
δηλαδή δεν μπορώ να σου ανταποδώσω την ευεργεσία. Αλλά θα σ’ την ανταποδώσει ο
Αλέξανδρος, τη χάρη, και στον Αλέξανδρο οι θεοί, για την επιείκειά του στη μητέρα, τη
γυναίκα και τα παιδιά μου, και του δίνω το δεξί μου χέρι με σένα». Και αφού έπιασε το
χέρι του Πολύστρατου, πέθανε.» Πόσοι άλλοι στρατηλάτες είχαν την τύχη, να δουν την
αναγνώριση της ανωτερότητας και γενναιοδωρίας τους στα τελευταία λόγια του
ηττημένου τους αντιπάλου;
Γι’ αυτό και ο Πλούταρχος επισημαίνει: «Τη μεγάλη όμως και αδιαμφισβήτητη
ήττα υπέστη ο Δαρείος και υποχώρησε μπροστά στην αρετή, τη μεγαλοφροσύνη, την
ανδρεία και τη δικαιοσύνη, θαυμάζοντας το αήττητο του Αλεξάνδρου στις ηδονές, στους
κόπους και στις ευεργεσίες»22
Αυτός είναι ο Αλέξανδρος, στον οποίο «ο πολεμικός χαρακτήρας είναι
φιλάνθρωπος, η πραότητα είναι ανδροπρέπεια, η ελευθεριότητα προνοητικότητα, η
ορμητικότητα διαλλακτικότητα, ο ερωτικός χαρακτήρας σωφροσύνη, η χαλαρότητα
ένταση, ο κόπος ανάπαυση»23
Και όλ’ αυτά τα κατάφερε ο εκπορθητής της Περσικής αυτοκρατορίας, γιατί
διατήρησε το ήθος που του καλλιέργησε η ελληνική του παιδεία και δεν αλλοτριώθηκε
από τον πλούτο της Ανατολής, ούτε θαμπώθηκε απ’ αυτόν. ‘Ηξερε ότι εκεί βρισκόταν η
δύναμή του. Γι’ αυτό «καθώς έβλεπε ότι οι γύρω απ’ αυτόν είχαν γίνει τρυφηλοί και
υπερβολικοί στον τρόπο ζωής με τη χλιδή τους...τους μάλωνε ήρεμα και με τρόπο
φιλοσοφικό, αφού είπε ότι απορεί γιατί, αφού πήραν μέρος σε τόσο πολλούς και
μεγάλους αγώνες, δεν θυμούνται πως όσοι έχουν κουραστεί κοιμούνται με πιο ευχάριστο
ύπνο από τους ξεκούραστους, και δεν βλέπουν πως συγκρίνοντας τη ζωή τους με τη ζωή
των Περσών είναι περισσότερο δουλοπρεπές το να ζει κανείς στη χλιδή και περισσότερο
βασιλικό το να κουράζεται» κατέληξε... «Δεν ξέρετε ότι το πιο σημαντικό πράγμα του
κατακτητή είναι να μην κάνει τα ίδια μ’αυτούς που έχει κατακτήσει;»24
1 Πλουτ. Β. Παρ. Αλ. 1.2
2 Πλουτ. ό.π. 7.1 .
3 Πλουτ. ό.π. 5.4-5
4 Πλουτ. ό.π. 4. 8-11
5 Πλουτ. οπ 5.2-3
6 Πλουτ. ό.π. 6.8
7 Πλουτ. ό.π 26.1-2
8 Πλουτ. ό.π. 7.6-8
9 Πλουτ. ό.π. 23. 1-4
10 Πλουτ. ό.π. 23. 9-10
11 Πλουτ. ό.π. 42. 8-10
12 Πλουτ.
13 Πλουτ. ό.π. 29.7-9
14 Πλουτ. ό.π. 20. 12-13
15 Πλουτ. ό.π. 21.1-11/
16 Πλουτ. περί Αλ. τύχης 6
17 Πλουτ. περί τυχης 8
18 Πλουτ. περί Αλεξάνδρου
19 Πλουτ. ό.π. 31.11-13
20 Πλουτ. ό.π. 31.11-13
21 Πλουτ. περί Αλ. τύχης 6.
22 Πλουτ. ό.π. 11
23 Πλουτ. ό.π. 11
24 Πλουτ. Β. Παρ. 40. 1-3
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ