ΚΑΙ ΕΔΩ
Το στεφάνι στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν «στέμμα», «στέφανος», «στεφανίσκος» ή «στεφάνιον». Από φύλλα και καρπούς τα οποία έχουν βρεθεί σε τάφους καταλαβαίνουμε πως απαντάται από την αρχαϊκή έως και τη ρωμαϊκή περίοδο. Η πλειονότητα αυτών που σώζονται έως σήμερα προέρχεται από τη Μακεδονία, την Κάτω Ιταλία, τη Μ. Ασία και την περιοχή του Ευξείνου Πόντου, και έχουν βρεθεί σε νεκροταφεία ελληνιστικής κυρίως περιόδου. Η μυρτιά φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με γυναικείες ταφές, ενώ η δρυς με τις ανδρικές. Αυτά τα δύο φυτά, μαζί με την ελιά εμφανίζονται συχνότερα. Η χρήση τους όμως δεν περιορίζεται όμως σε ταφές.
Από τις επιγραφές πληροφορούμαστε την αφιέρωση στεφάνων σε ιερά ως αναθήματα στους θεούς, με σκοπό τον στολισμό των λατρευτικών αγαλμάτων τους, ενώ αναφορές γίνονται και στο βάρος και την αντίστοιχη αξία αυτών, όπως στην περίπτωση του Απόλλωνος στη Δήλο και της Αθηνάς Παρθένου στην Αθήνα. Έτσι από τις επιγραφές του Παρθενώνα πληροφορούμαστε για τα αφιερωμένα στεφάνια στη θεά, των οποίων η αξία ξεκινούσε από 26 και κατέληγε στις 308 δραχμές. Από την αρχαία γραμματεία μαθαίνουμε ακόμα πως το στεφάνι διατηρεί αποτροπαϊκές ιδιότητες και γι’ αυτό χρησιμοποιείτο ιδιαιτέρως και σε θρησκευτικές ιεροτελεστίες, θυσίες, εορτές, γάμους.
Αποτελούσε ακόμα τιμητική αμοιβή σε αθλητικούς αγώνες και στη δημόσια ζωή και ήταν κόσμημα το οποίο φορούσαν οι άνδρες κατά τη διάρκεια των συμποσίων. Τόσο τα στεφάνια όσο και τα διαδήματα δεν είναι από τα πλέον συχνά ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών.