Μια σύντομη περιήγηση στον κόσμο των Ελλήνων της Μικράς Ασίας
Ο Γεωγραφικός χώρος της Μικράς Ασίας
O όρος Μικρά Ασία ορίζεται, αναλόγως της χρονικής περιόδου, με διαφορετικό τρόπο. Αρχικά τον συναντάμε στο έργο του γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου, τον 2ο αι. μ. Χ., οπότε περιλαμβάνει μόνο τα δυτικά και νότια παράλια της Τουρκίας, με εξαίρεση τη νοτιοανατολική της προέκταση προς την αρχαία Συρία. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως συνώνυμος με τον όρο Ανατολία, που όμως είναι ευρύτερος, καθώς περιλαμβάνει και τη Συρία και τη Μεσοποταμία.Ο γεωγραφικός χώρος της Μικράς Ασίας ορίζεται προς τα δυτικά από το Αιγαίο πέλαγος, προς τα βόρεια από την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, προς τα νότια από τη Μεσόγειο, ενώ στα ανατολικά εκτείνεται ως τον Τίγρη και τον Ευφράτη ή ακόμη ως τα όρη της Αρμενίας.
Η δυτική Μικρά Ασία, περιορίζεται στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, εν πολλοίς την περιοχή όπου εντοπίζεται κυρίως η δράση των Ελλήνων εποίκων. Σε γενικές γραμμές τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας παρουσιάζουν κοινή εδαφική μορφολογία: μικρές, στενές πεδιάδες που εναλλάσσονται με χαμηλά όρη και διατρέχονται από μικρού ή μεσαίου μεγέθους ποταμούς, τοπίο το οποίο έχει πολλά κοινά με τη μητροπολιτική Ελλάδα. Η ζώνη αυτή επιμερίζεται σε μικρότερες γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες απηχούν περισσότερο ιστορικούς παρά γεωγραφικούς διαχωρισμούς.
Ξεκινώντας από βορρά προς νότο, συναντά κανείς την Τρωάδα, την Αιολίδα, την Ιωνία, την Καρία και τη Λυκία. Στο εσωτερικό της παράλιας ζώνης συναντά κανείς τη Φρυγία, τη Λυδία και τη Μυσία, οι οποίες πριν από την Ελληνιστική περίοδο κατοικούνταν κυρίως από μη ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά αργότερα αποτέλεσαν σημαντικά κέντρα του Ελληνισμού.
ΧΑΡΤΗΣ 2 Αιολικές πόλεις Τρωάδος |
Η έκταση της Τρωάδας αποτελούσε πρόβλημα ήδη από την εποχή του Στράβωνα, καθώς η περιοχή που ο Όμηρος αποδίδει στον έλεγχο των Τρώων ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που κατά τα Ιστορικά χρόνια αποκαλούνταν Τρωάς και εκτεινόταν από την Προποντίδα ως τον κόλπο του Αδραμυτίου, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Η μεγαλύτερη πόλη της κατά την Ιστορική περίοδο ήταν η Αλεξάνδρεια Τρωάς, που μαζί με το Ίλιον, διατηρούσαν ακέρατη τη μνήμη του ένδοξου παρελθόντος της ομηρικής Τροίας.
ΧΑΡΤΗΣ 3 πόλεις Αιολίδος |
ΧΑΡΤΗΣ 4 - πόλεις Ιωνίας |
Η Ιωνία είναι η περιοχή της κεντρικής παράλιας Μικράς Ασίας και εκτείνεται γεωγραφικά από την περιοχή απέναντι από τη Χίο έως και τη χερσόνησο της Αλικαρνασσού. Αποτέλεσε την καρδιά του μικρασιατικού Ελληνισμού από την πρώιμη 1η χιλιετία π.Χ. ως τα Ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε και ήταν η βάση της Ρωμαϊκής Επαρχίας της Ασίας.
Η χερσόνησος της Αλικαρνασσού ήταν το επίκεντρο της Καρίας, αν και οι Κάρες φαίνεται πως έλεγχαν πριν από τον ελληνικό αποικισμό και το μεγαλύτερο κομμάτι της Ιωνίας. Η Καρία δεν αποτέλεσε ποτέ ξεχωριστό πολιτικό οργανισμό, αν και το α΄ μισό του 4ου αι. κατόρθωσε, υπό τη δυναστεία των Εκατομνιδών, να παίξει σημαντικό ρόλο, κηδεμονεύοντας και ένα τμήμα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ελληνική αρχιτεκτονική σκαλισμένη σε βράχο .Ταφικά σύνολα στην Λυκία |
Ελληνική αρχαϊκή γλυπτική 700-500 π.Χ. από το ταφικό μνημείο της «Άρπυας» Ξάνθος Μ.Ασία |
Η Μυσία, πατρίδα των Μυσών, είχε εξίσου ασαφή γεωγραφικά όρια και ακόμη και σήμερα, οι ιστορικοί διαφωνούν για το τι επακριβώς περιλάμβανε. Το κέντρο της ήταν η Τευθρανία, εκεί όπου αργότερα ιδρύθηκε η Πέργαμος.
Ο πρώτος ελληνικός αποικισμός - Μινωϊτες και Μυκηναίοι Θαλασσοπόροι
Κατά τον 18ο αι. π. Χ., οι Μινωίτες θαλασσοπόροι κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, εκτός από τις Κυκλάδες και από ορισμένα στρατηγικά σημεία της μητροπολιτικής Ελλάδας και στα μικρασιατικά παράλια. Οι κυριότερες αποικίες που δημιούργησαν εκεί, με βάση τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, είναι η Μίλητος και η παρακείμενη Ιασός της Καρίας.
Μυκηναϊκό νεκροταφείο βρέθηκε στην Αλικαρνασσό του 1500 π.Χ. ΔΕΣ ΕΔΩ |
Γύρω στα 1200-1180 π. Χ. μια σειρά βίαιων καταστροφών στην ανατολική Μεσόγειο σηματοδοτεί το τέλος της Εποχής του Χαλκού και την ανάδειξη νέων δυνάμεων: τα μυκηναϊκά ανάκτορα καταστρέφονται, το βασίλειο των Χετταίων καταρρέει, στη Συρία και την Παλαιστίνη αναδύονται νέες δυνάμεις , ενώ η Αίγυπτος παρακμάζει. Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία διακόπτεται απότομα, αλλά μόνο προσωρινά.
Ο Νέος Ελληνικός Αποικισμός της Μικράς Ασίας
H παράδοση ,δηλαδή της αναπόδεικτης ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, συνδέει τον αποικισμό της Μικράς Ασίας με την Κάθοδο των Δωριέων, γύρω στο 1.100 π.Χ. Αυτό όμως τελικά αποδείχτηκε ότι δεν υπήρξε. Η σύγχρονη έρευνα ωστόσο θεωρεί πιθανότερη τη σταδιακή μετακίνηση πληθυσμών από τον κύριο ελλαδικό χώρο προς τη Μικρά Ασία, η οποία και διήρκεσε τρεις περίπου αιώνες. Τρεις πληθυσμιακές ομάδες εμπλέκονται κυρίως στον αποικισμό της Μικράς Ασίας.Φυσικά και ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν σε όλες τις περιοχές αυτές ,όπου και προστέθηκαν οι νεοφερμένοι .
Κύμη Μ.Ασία |
Στα βόρεια παράλια εγκαταστάθηκαν οι Αιολείς. Ξεκίνησαν τη μετακίνησή τους τέσσερις γενιές πριν από τους Ίωνες, με αρχηγό τον Ορέστη, ο οποίος όμως πέθανε στην Αρκαδία. Οι απόγονοι του, ακολουθώντας ένα αργό δρομολόγιο και αφού προηγουμένως εγκαταστάθηκαν στη Φωκίδα και τη Θράκη, έφτασαν τελικά στη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου την ίδια περίπου περίοδο με τους Ίωνες (περίπου το 1050 π.Χ. ).
Πρόσοψη του ναού του Διός από τον Μαίανδρο της Μικράς Ασίας περί το 200 π.Χ.-Βρετανικό .Μουσείο |
Έφεσος |
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κνίδου και ο λέων που βρέθηκε εκεί και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό μουσείο.Επάνω η Αγορά της ελληνικής πόλεως
|
- Οι δωρικές πόλεις ήταν η Κνίδος και η Αλικαρνασσός στα μικρασιατικά παράλια και οι νησιωτικές πόλεις Λίνδος, Κάμειρος, Ιαλυσός στη Ρόδο, καθώς και η Κως. Σύντομα, η Αλικαρνασσός εκδιώχθηκε από την Εξάπολη.
Η περαιτέρω νέα εξάπλωση των Ελλήνων στην Μικρά Ασία
O Β΄ αποικισμός, το φαινόμενο της εξάπλωσης του Ελληνισμού στο σύνολο σχεδόν του μεσογειακού χώρου, από το 800 ως το 500 π. Χ. περίπου, δεν βρήκε αμέτοχη την ελληνική Μικρά Ασία. Οι μεγάλες ελληνικές πόλεις της περιοχής συμμετείχαν στο αποικιακό ρεύμα προς τη Δύση, τη βόρεια Αφρική, τη Θράκη και τη Μαύρη Θάλασσα, είτε σε συνεργασία είτε διαγκωνιζόμενες μεταξύ τους για την πρωτοκαθεδρία.
Προνομιακό χώρο δράσης για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα για τους Ίωνες, αποτέλεσε η δυτική Μεσόγειος και ο Εύξεινος Πόντος με την Προποντίδα, κάτι που μαρτυρά τον κατά βάση εμπορικό χαρακτήρα των αποικιών.
Ναός της θεάς Αθηνάς στην Μίλητο |
Πρωτοπόρος και σημαντικότερη αποικιακή δύναμη ήταν η Μίλητος. Θεωρείται ότι οι πρώτες αποικίες της ήταν η Σινώπη, η Τραπεζούντα στη Μαύρη Θάλασσα στα μέσα του 8ου αι. π.Χ.) και η Κύζικος (756 π.Χ.).
- Αργότερα ίδρυσε μόνη ή σε συνεργασία με άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου το Πάριον (με την Πάρο και τις Ερυθρές, το 709 π.Χ.), την Προκόνησο (690 π.Χ.), την Άβυδο (676 π.Χ.), την Προυσία, την Κίο (627 π.Χ.) και την Καρδία (μαζί με τις Κλαζομενές, στα τέλη του 7ου αι. π.Χ.) στη Θράκη και στην Προποντίδα αντίστοιχα, καθώς και μια σειρά πόλεων στη Μαύρη Θάλασσα (Ίστρος το 657 π.Χ., Όλβια-Βορυσθένη το 647 π.Χ., Απολλωνία το 609 π.Χ., Παντικάπαιον το 600π.Χ., Οδησσός το 585 π.Χ., Αμισός το 564 π.Χ. μαζί με τη Φώκαια, Ηράκλεια Ποντική το 554 π.Χ. και το Μυρμήκειον, την Τυριτάκη, τους Κήπους, την Τόμιδα, μεταξύ 550 π.Χ.).
- Η Μίλητος ηγήθηκε επίσης της εγκαθίδρυσης της μοναδικής ελληνικής αποικίας στην Αίγυπτο, της Ναυκράτιδος, σε συνεργασία με τη Χίο, τη Ρόδο, τη Σάμο και την Αίγινα (620-610 π.Χ. περίπου).
ΧΑΡΤΗΣ 5 Ελληνίδες πόλεις στην Μαύρη Θάλασσα |
- Σε σχέση με τις υπόλοιπες μικρασιατικές μητροπόλεις, αξιοσημείωτες είναι οι αποικίες της Φώκαιας (Λάμψακος, το 654 π.Χ.) και της Τέως (Άβδηρα, το 545 π.Χ. και Φαναγορία, το 545 π.Χ. περίπου).
- Οι Σάμιοι και οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι Ίωνες που αποτόλμησαν μακρινά ταξίδια στη Δύση. Ενώ οι πρώτοι είχαν καθαρά εμπορικούς στόχους, οι Φωκαείς απέβλεπαν σε πιο σταθερές βάσεις στην εξάπλωση τους προς τη δυτική Μεσόγειο. Η ίδρυση της Μασσαλίας το 600 π.Χ. στα νότια παράλια της Γαλλίας και του Εμπορίου στη βορειοανατολική ακτή της Ιβηρικής χερσονήσου, έθεσαν τα γεωγραφικά όρια της εξάπλωσης αυτής.
Οι δύο αυτές πόλεις αναδείχθηκαν με τη σειρά τους σε μητροπόλεις αποικιών όπως το Ημεροσκόπιο και η Μαινάκη στην Ιβηρική, η Αλαλία στην Κορσική (που όμως εγκαταλείφθηκε λόγω του ανταγωνισμού των Καρχηδόνιων και των Ετρούσκων ) και η Ελέα στη δυτική Κάτω Ιταλία.
Ερείπια της Ελληνίδας πόλεως Ελαία στην Μικρά Ασία |
Η Αρχιτεκτονική της Μικράς Ασίας
O Ιωνικός ρυθμός διαμορφώθηκε κατά τον 7ο αι. π.Χ., σε περιοχές κατοικημένες από Ίωνες, κυρίως στη Μικρά Ασία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο ιωνικός κίονας, που αποτελείται από τρία μέρη: το κιονόκρανο, τον κορμό και τη βάση. Ο κίονας στηρίζει το θριγκό, που αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και το γείσο. Τον 6ο αι. π.Χ. πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας, δημιούργησαν δική τους αρχιτεκτονική έκφραση, στηριζόμενη πάντα στο διακοσμητικό και μορφολογικό πλούτο του ιωνικού ρυθμού. Τότε υψώθηκαν οι τεράστιοι ιωνικοί δίπτεροι ναοί.
Πριήνη Μ Ασία -Ναός Πολλιάδος Αθηνάς δείγμα ιωνικού ρυθμού κίονα 1 θρυγκός- 2 κιονόκρανο- 3 βάση -ενδιάμεσα ο κορμός. |
Ο Μεγάλος ναός της Άρτεμης στην Έφεσο Κάτω το τύμπανο της βάσης ,παριστά τον Θάνατο το Ερμή ψυχοπομπό την Περσεφόνη τον Πλούτωνα και πιθανά την Άλκηστη ή την Ευρυδίκη κίονα -Βρετ .Μουσείο. |
Ο Ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα |
Μαρμάρινη ελληνική κολόνα ιωνικού ρυθμού από τον ναό της Αρτέμιδος στις Σάρδεις -Μητρ Μουσειο Ν.Υ. |
Τα δύο πρώτα παρουσιάζονται ως διακοσμητικά συμβολικά ίσως ανάγλυφα ενώ τα επόμενα ως δομικά αρχιτεκτονικά
στοιχεία επίσης διακρίνεται και η φερόμενη εξελικτική πορεία από Αιολική απόδοση σε Ιωνική.
|
Ο Αιολικός ρυθμός
To αιολικού ρυθμού κιονόκρανο από αρχαϊκό ναό στην αιολική Λάρισα της Τρωάδος Μ.Ασίας-ΧΑΡΤΗΣ 2 |
Από την Λέσβο ,την Ναυκρατίδα ,την Νεανδρία κίονες αιολικού ρυθμού. |
Ο Δωρικός ρυθμός
Ο ναός της θεάς Αθηνάς Η νότια γωνία της κύριας όψης σε αναπαράσταση. -ΑΣΣΟΣ Μ ΑΣΙΑΣ |
Ναός θεάς Αθηνάς Άσσος Μικρά Ασία. |
Κλασική εποχή
Η αρχιτεκτονική του 5ου αι. π.Χ. χαρακτηρίζεται ειδικότερα από την αρμονία των αναλογιών. Οι αρχιτεκτονικές μορφές και οι τρόποι δόμησης βελτιώθηκαν, ενώ τα επιμέρους στοιχεία των αρχιτεκτονικών ρυθμών, του δωρικού και του ιωνικού, απέκτησαν τέλεια ισορροπία. Από τον 5ον αι. π.Χ. υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες άρχισαν να ασχολούνται με τα προβλήματα του εσωτερικού χώρου. Επικράτησε η χρήση του μαρμάρου, με αποτέλεσμα τα αρχιτεκτονικά σύνολα να αποκτήσουν περισσότερη επιβλητικότητα. Η ναοδομία συνέχισε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων, με τη διαφορά ότι και κατά τα Κλασικά χρόνια οι ελληνικοί ναοί επιβάλλονταν όχι με το μέγεθος αλλά με την ποιότητα του σχεδιασμού και της κατασκευής τους.
Το Μνημείο των Νηρηίδων από την Ξάνθο της Λυκίας. Το ελληνικό αυτό αριστούργημα βρίσκεται στο Βρετ Μουσείο |
Ελληνιστική εποχή
Η αρχιτεκτονική κατά τα ελληνιστικά χρόνια έγινε μέσο προβολής της δύναμης και του πλούτου των ηγεμόνων της περιόδου. Απέκτησε έτσι διαφορετική αισθητική από την αρχιτεκτονική των προηγούμενων περιόδων, καθώς στράφηκε προς τη διακόσμηση, την πολλαπλότητα και την εκλέπτυνση. Το κέντρο βάρους του ελληνικού πολιτισμού μετατέθηκε στη Μικρά Ασία και την Ανατολή, με αποτέλεσμα την εξαιρετική ανάπτυξη και άνθηση της οικοδομικής τέχνης στην περιοχή αυτή.
- Τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής είναι οι μνημειακές διαστάσεις, η έντονη διακόσμηση, η χωροταξική διευθέτηση των κτηρίων, η βελτίωση της λειτουργικότητας και η εκμετάλλευση του εσωτερικού χώρου των οικοδομημάτων.
Ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο σε αναπαράσταση |
Παράλληλα, κυριάρχησε η κοσμική αρχιτεκτονική. Οικοδομήθηκαν συγκροτήματα και κτήρια που πρόβαλαν το μεγαλείο των βασιλέων και εξυπηρετούσαν ποικίλες ανάγκες του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, όπως αγορές, βουλευτήρια, πρυτανεία, στάδια, θέατρα, γυμνάσια, παλαίστρες, ανάκτορα και περίστυλες οικίες, όλα σε μεγάλες διαστάσεις και με πολυτελή διάκοσμο.
Το Βουλευτήριον της Πριήνης χωρητικότητας 700 θέσεων- Καρία Μικράς Ασίας 3ος αιώνας π.Χ. |
Ψηφιακή αναπαράσταση του Βουλευτηρίου της αρχαίας Πριήνης - 200 π.Χ. |
Η αρχαία Μίλητος σε πανοραμική άποψη |
Ως καινοτομία της ελληνιστικής εποχής πρέπει να χαρακτηριστεί και η ανάπτυξη των μνημειακών πρόπυλων, με πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση.
Πρόπυλον ναού θεάς Αθηνάς 136 π. Χ Πέργαμος ,έχει μεταφερθεί αυτούσιο στο Βρετ. Μουσείο |
Ο Όμηρος και η Επική ποίηση
Η ελληνική και εν πολλοίς η ευρωπαϊκή λογοτεχνία, γεννιέται στη γη της Ιωνίας κατά τον 8ο αι. π.Χ. Η παράδοση διέσωσε το όνομα του Ομήρου, του τυφλού αοιδού, στον οποίο αποδίδονται τα δύο μεγάλα έπη του Τρωικού κύκλου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Το ζήτημα της ταυτότητας του Ομήρου και της πατρότητας των δύο έργων απασχολεί την έρευνα ήδη από την αρχαιότητα. Επτά πόλεις έριζαν για τη καταγωγή του Ομήρου, η μεικτή γλώσσα (ιωνική με ισχυρά αιολικά στοιχεία) του οποίου μαρτυρά μια παράδοση που επιχωριάζει στη μικρασιατική ακτή. Από πολύ νωρίς, τα δύο έπη αναγνωρίστηκαν ως έργα ανυπέρβλητης λογοτεχνικής αξίας και αποτέλεσαν βασικά διδακτικά συγγράμματα καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Στον Όμηρο αποδιδόταν, εσφαλμένα όπως έχει αποδειχθεί, μια σειρά ύμνων που χρονολογούνται από τον 7ο έως τον 5ο αι. π.Χ. και αναφέρονται στους θεούς του Ολύμπου.- Κατά τον 7ο αι. π.Χ., Ίωνες επικοί ποιητές προσπάθησαν να συμπληρώσουν τον Τρωικό κύκλο, με έπη που παρέθεταν την ιστορία της Τροίας, από τους γάμους του Πελία και της Θέτιδας έως το θάνατο του Οδυσσέα από τον γιο του τον Τηλέγονο.
Τα έπη αυτά είναι τα Κύπρια έπη (με 11 βιβλία) του Στασινού και του Ηγησία ή Ηγησίνου, η Αιθιοπίδα (με 5 βιβλία) και η Ιλίου Πέρσις (με 2 βιβλία) του Αρκτίνου από τη Μίλητο, η Μικρά Ιλιάδα (με 4 βιβλία) του Λέσχη και η Τηλεγονεία του Ευγάμμωνα από την Κυρήνη.
Αποθέωση του Ομήρου 3ος αι .π.Χ. Βρετ μουσείο |
Στην ιαμβική ποίηση ξεχώρισε ο Ιππώνακτας από την Έφεσο (7ος αι. π.Χ.). Ο ίαμβος είναι σκωπτικό ποίημα που έχει τις ρίζες του στις τελετουργικές βωμολοχίες των εορτών του Διόνυσου και της Δήμητρας.
Η ελεγεία ξεκίνησε με τον Καλλίνο από την Έφεσο (β΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.). Το είδος αυτό θεωρείται ότι προέρχεται από τον τελετουργικό θρήνο, αλλά κατά την αρχαϊκή περίοδο η θεματολογία του ήταν ποικίλη. Ο Καλλίνος ανήκε στην αριστοκρατία και οι πολιτικές ελεγείες του καλούσαν τους συμπατριώτες του στη ύστατη θυσία για την απόκρουση των βάρβαρων επιδρομέων.
Ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα (600 π.Χ. περίπου) έγραψε ελεγείες σε πιο προσωπικό τόνο που στηρίζονταν στο θέμα της αντίθεσης μεταξύ γηρατειών και νιότης, ενώ δεν έλειπαν από το έργο του και μυθολογικά θέματα.
Ο Ανακρέων από την Τέω (570-485 π.Χ. περίπου) είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της ελληνικής λυρικής ποίησης. Υπήρξε κατεξοχήν ποιητής του έρωτα και του συμποσίου και αποτέλεσε σύμβολο της τρυφηλής, ανέμελης και ειρηνικής ιωνικής αριστοκρατίας. Λέγεται ότι τα ποιήματά του ξεκινούσαν πάντοτε με μια επίκληση στην Αφροδίτη. Συνόδευε ο ίδιος τις συνθέσεις του με τη μουσική του βαρβίτου (είδος λύρας). Του οποίου θεωρείται ο εφευρέτης της.
Ο Αλκμάνας ήταν ένας άλλος λυρικός ποιητής, που διακρίθηκε στη χορική ποίηση, σύμφωνα με την παράδοση καταγόταν από τη Λυδία και οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα θεωρούν ότι ήταν Ίωνας.
Η Ιωνική φιλοσοφία και η γέννηση της επιστήμης
Κιονόκρανο από τον ναό της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής στην Μαγνησία Μ.Ασία |
Η Μίλητος του 6ου αι. π.Χ. είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η φιλοσοφία. Ο Θαλής, ο Αναξαγόρας και ο Αναξιμένης ήταν οι πρώτοι που "απελευθερώθηκαν" από το μύθο του έπους και ασχολήθηκαν με το πρόβλημα της ουσίας της Φύσης. Το βήμα αυτό είχε τεράστιες συνέπειες για τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής και της ευρωπαϊκής σκέψης.
Ο Θαλής ο Μιλήσιος (632-546 π.Χ.) είναι ο αρχαιότερος από τους φιλοσόφους. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και αυτοδίδακτος. Ταξίδεψε αρκετά, περνώντας μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Αίγυπτο, όπου απέκτησε αρκετές από τις γνώσεις τις οποίες αργότερα εισήγαγε στην Ιωνία. Υπολόγισε το ύψος των πυραμίδων, μετρώντας το μήκος της σκιάς τους, διαίρεσε το έτος σε 365 ημέρες, ενώ προέβλεψε την έκλειψη του ηλίου το 585 π.Χ. Δεν σώθηκαν γραπτά κείμενά του. Πίστευε ότι συστατικό υλικό του κόσμου είναι το νερό, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ενώ υποστήριζε ότι ακόμη και τα αντικείμενα έχουν ψυχή. Ήταν πολίτης με έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά και συμμετείχε στις συζητήσεις των Ιώνων σχετικά με την κοινή δράση κατά των Περσών.
Ο Αναξίμανδρος ήταν μαθητής του Θαλή. Γεννήθηκε στη Μίλητο περίπου το 610 π.Χ. Έγραψε το έργο "Περί φύσεως" (550 π.Χ. περίπου), στο οποίο παρουσίαζε την κοσμοθεωρία του και το οποίο περιείχε και τους πρώτους χάρτες και τις πρώτες περιγραφές του ουρανού και της οικουμένης. Πιστεύεται επίσης ότι εισήγαγε από τη Βαβυλώνα στη Μίλητο τη χρήση του ηλιακού ρολογιού. Συνέλαβε την έννοια της αδιαμόρφωτης μάζας ως αρχής του σύμπαντος και δίδαξε πως αρχή όλων είναι το "άπειρον", από το οποίο γεννιούνται τα πάντα και στο οποίο τελικά επιστρέφουν. Θεωρούσε ότι η μάζα του ΄΄άπειρου΄΄ ήταν αθάνατη, εισάγοντας έτσι την έννοια της αφθαρσίας της ύλης.
Ο Ξενοφάνης (565-470 π.Χ. περίπου) ήταν ένας ανεξάρτητος και τολμηρός στοχαστής, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του την Κολοφώνα το 540 π.Χ. περίπου και εγκαταστάθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας, αποικία των Φωκαέων.
Ο Ξενοφάνης συνέθεσε σκωπτικά ποιήματα τα οποία απήγγειλε ο ίδιος. Πρέσβευε, ενάντια στον ανθρωποκεντρικό πολυθεϊσμό των σύγχρονων του, ότι υπάρχει ένας μόνο θεός. Λέγεται ότι, μελετώντας απολιθώματα, είχε ανιχνεύσει την ύπαρξη μιας περιόδου κατακλυσμού της γης.
Ο Αναξιμένης ήταν μαθητής του Αναξίμανδρου. Ο θάνατος του τοποθετείται μεταξύ 528 και 525 π.Χ Θεώρησε ως αρχική ύλη τον αέρα, ο οποίος είναι άπειρος. Ο αέρας στηρίζει το γήινο δίσκο, ενώ ένα τμήμα του αέρα είναι και η ψυχή του ανθρώπου.
Ο Ηράκλειτος (535-475 π.Χ.) γεννήθηκε στην Έφεσο. Καταγόταν από βασιλική γενιά. Αλλά λέγεται ότι παραχώρησε το αξίωμα στον αδελφό του. Ήρθε σε αντίθεση με τους συμπολίτες του και αποσύρθηκε, ακολουθώντας μοναχικό τρόπο ζωής. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του, βασικό δομικό υλικό του κόσμου ήταν το ζωντανό πυρ, το οποίο εξασφαλίζει τη μεταβλητότητα, την πολλαπλότητα, αλλά και την αιώνια σταθερότητα του κόσμου. Τα πάντα εναλλάσσονται σε σταθερές αναλογίες με το πυρ και εκείνο με τα πάντα, χωρίς να αναλίσκεται ποτέ. Επιπλέον, ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι υπάρχουν ζεύγη αντιθέσεων, μεταξύ των οποίων διεξάγεται αέναος πόλεμος.
Ο κόσμος είναι ένα σύστημα αντιμαχόμενων δυνάμεων, αλλά τα αντίθετα αποτελούν μια ενότητα. Αποτελούν δηλαδή τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια από τις πιο γνωστές θέσεις του Ηράκλειτου είναι ότι ο κόσμος αποτελεί ένα ρεύμα που κινείται αδιάκοπα. Όμως, ενώ τα πάντα μεταβάλλονται, ο κόσμος στο σύνολό του παραμένει σταθερός και αυτό συμβαίνει επειδή η ροή έχει ένα σταθερό μέτρο. Η διδασκαλία του Ηράκλειτου άσκησε μεγάλη επίδραση στην αρχαία αλλά και στη σύγχρονη φιλοσοφία. Το στρυφνό και δύσκολο ύφος του, αλλά και οι παράδοξες φαινομενικά απόψεις του, προσέδωσαν στον Ηράκλειτο το προσωνύμιο "ο σκοτεινός".
Ο Αναξογόρας (500-428 π.Χ.) είναι ο τελευταίος φυσικός φιλόσοφος της περιόδου εκείνης. Γεννήθηκε στις Κλαζομενές, αλλά την κύρια φράση του την εντοπίζουμε στα 30 περίπου χρόνια και έζησε και δίδαξε στην Αθήνα. Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονταν ο Περικλής και Ευριπίδης. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα η ύλη απαρτίζεται από μόρια. Σε κάθε φυσικό σώμα υπάρχουν κάθε είδους μόρια. Το είδος των ομοειδών μορίων που πλειοψηφούν και επικρατούν δίνουν στο σώμα τα χαρακτηριστικά του. Τα πάντα, δηλαδή υπάρχουν στον κόσμο σαν ένα τέλειο μείγμα, στο οποίο έρχεται να βάλει τάξη ο Νους, το μοναδικό ον που δεν είναι αναμειγμένο με τα υπόλοιπα και επομένως μπορεί να τα ελέγχει και να τα βάζει σε τάξη.
Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος ο πρώτος γεωγράφος, ήταν μαθητής του Αναξίμανδρου. Συνέταξε ένα χάρτη της γης με τετραμερή διάταξη (η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα παρουσιάζονταν ως γραμμή Ανατολής – Δύσης, ο Δούναβης και ο Νείλος ως γραμμή Βορρά-Νότου). Ταξίδεψε πολύ και συνέγραψε μια περιγραφή της γης σε δύο βιβλία, υπό τη μορφή ενός περίπλου από τις ακτές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας ως το Γιβραλτάρ, καθώς επίσης έργα γενεαλογίας, τα πρώτα έργα ιστοριογραφίας στην ελληνική γλώσσα.
Πατέρας της ιστορίας βέβαια, θεωρείται ο Ηρόδοτος, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό το 485 π.Χ. περίπου και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λύξης και η μητέρα του Δρυώ. Το 468 π.Χ. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη, διωκόμενος από τον τύραννο Λυγδάμη. Θεωρείται ότι ταξίδεψε πολύ, φτάνοντας ως την Αίγυπτο και την Κυρήνη στη βόρεια Αφρική, την Τύρο στη Φοινίκη, στην ενδοχώρα της Ασίας και τη Μαύρη Θάλασσα, στις ελληνικές πόλεις τις Ελλάδας και στου Θούριους της Κάτω Ιταλίας, όπου τελικά εγκαταστάθηκε και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Το έργο του έχει τίτλο "Ηροδότου Ιστορίαι" και διαιρέθηκε από τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Σχολής σε εννέα βιβλία, καθένα από τα οποία πήρε το όνομα μιας μούσας. Ο ίδιος χώριζε την ιστορία του σε λόγους: ο Λυδικός λόγος, ο Αιγυπτιακός λόγος, ο Περσικός λόγος, κ.λ.π. Το υλικό του το άντλησε από προγενέστερες πηγές, κυρίως από τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, έδινε όμως μεγάλη έμφαση στην αυτοψία και αυτήκοη μαρτυρία. Η αφήγησή του διανθίζεται με πλούσιο εθνογραφικό υλικό, το οποίο συνέλλεξε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Για το λόγο αυτό θεωρείται και πατέρας της εθνογραφίας. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στην αρχαιότητα, αν και συχνά κατηγορήθηκε για την αντι-ιστορική του μέθοδο.
Ο Έφορος είναι ο σημαντικότερος, μετά τον Ηρόδοτο, ιστορικός της Μικράς Ασίας. Καταγόταν από την αιολική Κύμη και γεννήθηκε στο α΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ισοκράτη και το κυριότερο έργο του , τα τριάντα βιβλία των Ιστορικών, γράφτηκε μετά το 350 π.Χ., η διήγησή του άρχιζε με την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Δωριείς και τελείωνε με την αρχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄. Έγραψε δηλαδή την πρώτη "παγκόσμια ιστορία".
Θεωρείται συγγραφέας, ο οποίος, χωρίς ιδιαίτερη ιστορική κατανόηση, διασκεύαζε όλες τις πηγές του και τις παραποιούσε άκριτα όπου παρουσίαζαν αντικρουόμενες εκδοχές. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στην Ιστορία του βασίζει πολλά από τα γεγονότα που αναφέρει στο βιβλίο Ιστορίες του Εφόρου.
Άλλοι ιστορικοί από το χώρο της Μικράς Ασίας ήταν ο Ξάνθος εξελληνισμένος Λυδός, ο οποίος συνέγραψε την πρώτη εθνική ιστορία με τίτλο Λυδιακά, ο Χάρων της Λαμψάκου που συνέγραψε την ιστορία των Περσικών Πολέμων και ένα χρονικό της πόλης του, ο Κτησίας από την Κνίδο που έγραψε τα Περσικά και ο Δίων ο Κολοφώνιος που συνέχισε το έργο του Κτησία, για να περιλάβει τη δεκαετία 350-340π.Χ.
Πέργαμος Βόρεια στοά του Ασκληπιείου |
Η Ιωνική τέχνη
Η Ιωνική ΑγγειογραφίαΗ Ιωνική αγγειογραφία συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία και τον εμπλουτισμό του λεγόμενου «ανατολίζοντος» Κεραμικού ρυθμού, ο οποίος διαδέχτηκε το Γεωμετρικό και κυριάρχησε στην κυρίως Ελλάδα κατά τον 7ο αι. π.Χ. Ο σημαντικότερος Ιωνικός Κεραμικός ρυθμός είναι ο Ρυθμός των Αιγάγρων.
Ο ρυθμός των αιγάγρων, ο σημαντικότερος και πλέον αναγνωρίσιμος κεραμικός ρυθμός της Μικράς Ασίας, κυριαρχεί για περίπου έναν αιώνα στην αγγειογραφία της ανατολικής Ελλάδας, από τα μέσα του 7ου έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ.1 Σε μια εποχή που στη μητροπολιτική Ελλάδα θριαμβεύει ο μελανόμορφος ρυθμός, στην ανατολική υπάρχει μια συνέχεια της πρώιμης ανατολίζουσας παράδοσης. Τα σώματα των ζώων αποδίδονται με σκιαγραφία, ενώ οι λεπτομέρειες της ανατομίας είτε με γραμμές στο χρώμα του πηλού (έξαρση) είτε με ζώνες χωρίς γέμισμα στο κάτω μέρος ζώων (περίγραμμα). Τα κεφάλια των ζώων και των σπάνιων ανθρώπινων μορφών που απαντούν είναι αποδομένα με την τεχνική του περιγράμματος.
Τριφυλόσχημη οινοχόη ρυθμού αιγάγρων του 640-630 π.Χ. |
Η απόκλιση του ρυθμού από τις παραδόσεις της αγγειογραφίας της μητροπολιτικής Ελλάδας θα πρέπει να σχετίζεται με το μέσο διάδοσης της «ανατολίζουσας» τέχνης στην ανατολική Ελλάδα.
Τριφυλλόσχημη οινοχόη ρυθμού αιγάγρων |
Χίος Κύλιξ ρυθμού αιγάγρων του 600 π.Χ. |
Κυριαρχεί στην αγγειογραφία της Μικράς Ασίας από τα μέσα του 7ου έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Βασικό στοιχείο της πανίδας του ρυθμού είναι ο αίγαγρος, που απαντάται μεμονωμένος ή σε ζωφόρους. Εικονίζονται επίσης χήνες, ελάφια, ταύροι, πάνθηρες, σκύλοι, λιοντάρια, σφίγγες, γρύπες, λαγοί, αγριόχοιροι, κριοί και αλεπούδες. Συμπληρωματικό ρόλο παίζει και το χελιδόνι. Δημοφιλέστερο σχήμα είναι η οινοχόη με τριφυλλόσχημο στόμιο. Πατρίδα του Ρυθμού των Αιγάγρων ήταν η Μίλητος, και βέβαια αυτό έρχεται από την μινωϊκή και μυκηναϊκή εποχή ως ελληνικής νοοτροπίας και την συνέχεια στην τέχνη των Ελλήνων ενώ στην ύστερη φάση του ρυθμού, τα κυριότερα εργαστήρια τοποθετούνται στην περιοχή των Κλαζομενών. Απομιμήσεις της κοινής ελληνικής σκέψης στην τέχνη βρίσκουμε όμως σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας και του νησιώτικου ελλαδικού χώρου.
Επίγονος του Ρυθμού των Αιγάγρων είναι ο Ρυθμός των Φικελλούρων.
Ο ρυθμός Φικελλούρων, ο τελευταίος πραγματικά ανατολικοελληνικός κεραμικός ρυθμός, εμφανίζεται γύρω στο 560 π.Χ., ενώ το τέλος του δεν μπορεί να τοποθετηθεί πέρα από το 494 π.Χ., χρονολογία της καταστροφής της Μιλήτου από τους Πέρσες.1 Αποτελεί επίγονο του μέσου ρυθμού των αιγάγρων, με τον οποίο συνδέεται άμεσα στην τεχνοτροπία, αν και τους δύο ρυθμούς χωρίζει διάστημα περίπου 30 ετών. Οι αγγειογράφοι που εισάγουν το ρυθμό είναι νεωτεριστές, έχουν όμως και την τάση να απλοποιούν παλιότερες επινοήσεις.
Ρυθμός Φικελλούρων |
Ρυθμός Φικελλούρων Κάμιρος Ρόδος 525-535 π.Χ |
Ρυθμός Φικελλούρων Κάμιρος Ρόδος |
Παραγόταν στη Μίλητο από το 560 έως το 494 π.Χ. και γνώρισε ευρεία διάδοση στην Καρία, τη Ρόδο, τη Σάμο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ναύκρατι της Αιγύπτου. Χαρακτηρίζεται από πλούσιο γεωμετρικό και φυτικό διάκοσμο και ευρεία χρήση θεμάτων από τον κόσμο των ζώων : λιοντάρια, πάνθηρες, ταύροι, σκύλοι, αγριόχοιροι, λαγοί, αίγαγροι, ελάφια, σφίγγες, γρύπες, αλλά και σειρές πτηνών, κυρίως πέρδικες και ερωδιοί.
- Νεωτερισμοί που αποδίδονται στο ρυθμό είναι η χρήση του μισοφέγγαρου και της έλικας στη διακόσμηση, καθώς και η χρήση του ελεύθερου πεδίου.
Σπιχείλιο σαρκοφάγου από τις Κλαζομενές του τέλους του 6ου αι π.Χ. με Κλαζομενικό ζωγραφικό ρυθμό |
Τα πιο δημοφιλή σχήματα του ρυθμού είναι ο αμφορέας, η υδρία, η πυξίδα, ο κρατήρας, ο ασκός και ο δίνος. Ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο κόσμος των πτηνών και των πτηνόμορφων τεράτων. Από τα θέματα με ανθρώπινες μορφές ξεχωρίζουν σκηνές μάχης, κυνηγιού, κωμαστών, ομάδες γυναικών που χορεύουν πιασμένες από τον καρπό και πομπές γυναικών τυλιγμένων στα ιμάτιά τους. Μυθολογικά θέματα συναντάμε συχνά σε αγγεία μεγάλου μεγέθους, όπως υδρίες, αμφορείς και κρατήρες.
Κλασική Περίοδος
Ο ύστερος 6ος και 5ος αι. π.Χ. αποτέλεσαν περιόδους παρακμής για τη Μικρά Ασία. Καθοριστικοί παράγοντες θεωρούνται η γενικότερη παρακμή του εμπορίου των μικρασιατικών πόλεων μετά την περσική κατάληψη και η συνακόλουθη έξοδος των καλλιτεχνών προς τη Μαύρη Θάλασσα, την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Μ Ελλάδα στην Ιταλική και γενικά Δυτική Μεσόγειο, η καταστροφή της Μιλήτου το 494 π.Χ., μετά την Ιωνική επανάσταση, αλλά και ο σφιχτός οικονoμικός εναγκαλισμός που επιβάλλει η "υπό την Αθήνα" συμμαχία κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ.
- Κατά την περίοδο αυτή, η περσική παρουσία στη Μικρά Ασία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τις τέχνες. Τα σημαντικότερα κέντρα έντονης παρουσίας του περσικού στοιχείου στη περιοχή των παραλίων ήταν το Δασκύλειον στη περιοχή του Ελλήσποντου, όπου άνθησε σχολή παραγωγής γλυπτών έργων που συνδυάζουν ελληνικά και περσικά στοιχεία και κυρίως η Ξάνθος,.
Εκεί, κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., οικοδομήθηκαν περίφημα ταφικά μνημεία, με γλυπτό διάκοσμο που συνδυάζει τις ελληνικές καλλιτεχνικές παραδόσεις με την τυπική ανατολική θεματολογία (κυνήγι εξωτικών ζώων, σκηνές της αυλής των τοπικών ηγεμόνων και σκηνές πολιορκίας πόλεων και μαχών).
Λυκία, τοιχογραφία της Ύστερης Αρχαϊκής περιόδου, που παρουσιάζει το νεκρό ως ήρωα συμποσιαστή και πολεμιστή. |
Η ταφική τέχνη κυριαρχούσε ως έκφραση της δύναμης των ηγεμόνων: εκτός από την Ξάνθο αξιόλογα μνημεία βρίσκουμε στην περιοχή της Κνίδου (απ’ όπου προέρχεται λέοντας που επέστεφε ταφικό μνημείο Πέρση αξιωματούχου), όπως είναι ο ταφικός θάλαμος στο σημερινό Kizibel της Λυκίας, της Ύστερης Αρχαϊκής περιόδου, με τοιχογραφίες που παρουσιάζουν το νεκρό ως ήρωα συμποσιαστή και πολεμιστή.
Το Ηρώο κατασκευάστηκε το 370 π.Χ.,είναι του βασιλιά Περικλή των Λιμύρων στην Λυκία
Από αριστερά Καρυάτιδα ,η ίδια μετά από αποκατάσταση ,γοργόνειο με την χαρακτηριστική κίνηση στο πόδι και ο Περσέας κρατά την κεφαλή της Μέδουσας |
Από ανάγλυφο του Ηρώου στρατιώτες σε Φάλαγγα |
Μια σχετική αναπαράσταση του Ηρώου του Περικλέους στα Λίμυρα της Λυκίας |
Το Ηρώο θα μοιάζει με το μνημείο των Νηρηίδων στον Ξάνθος κατασκευάστηκε το 370 π.Χ., μετά το θάνατο του βασιλιά Περικλή των Λιμύρων,εδώ βλέπουμε τα εναπομείναντα δομικά στοιχεία. |
Περιγραφική αναπαράσταση του Μαυσωλείου ( Μαύσωλος) της Αλικαρνασσού |
Tο λατρευτικό άγαλμα της ένθρονης Δήμητρας από το Ναό της Κνίδου, |
«Ελληνιστική» Περίοδος
Η πραγματική άνθηση της ελληνικής μικρασιατικής τέχνης σηματοδοτήθηκε από την εγκαθίδρυση των «Ελληνιστικών» Ελληνικών βασιλείων. Τα μεγάλα οικοδομικά προγράμματα των Ελλήνων βασιλέων της «Ελληνιστικής» περιόδου οδήγησαν σε νέα ανάπτυξη της γλυπτικής.
Κατά τον 2ο αι. π.Χ. άνθησε η περίφημη Σχολή της Περγάμου, που παρήγαγε αριστουργηματικές μεγαλόπρεπες συνθέσεις μαχών με στόχο να δοξαστεί το μεγαλείο των Ατταλιδών.
Εκτός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά και τα «μπαρόκ» συμπλέγματα, η Σχολή της Περγάμου έχει να επιδείξει πληθώρα αγαλμάτων από τα ιερά της πόλης, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου από τη Βιβλιοθήκη, το κολοσσιαίο άγαλμα του Δία από το Ιερό της Ήρας και το άγαλμα του Ερμαφρόδιτου.
Χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε ελληνικής πόλης ήταν το θέατρο. Στις πόλεις της Μικράς Ασίας οικοδομήθηκαν κολοσσιαία θέατρα που πολλά από αυτά μετασκευάστηκαν την ρωμαϊκή εποχή και αποτέλεσαν έναν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό τύπο, το «μικρασιατικό/ρωμαϊκό».
Τα «ελληνιστικά» θέατρα της Μιλήτου και της Εφέσου, μετασκευασμένα περίπου τον 1ο αι. μ.Χ. σε θέατρα μικρασιατικού/ρωμαϊκού τύπου, είναι σήμερα από τα ωραιότερα θέατρα της Μικράς Ασίας. Το θέατρο της Εφέσου ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας, είχε χωρητικότητα 25.000 θεατές.
Στις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας, ξεχωρίζουν έργα από την Πριήνη, την Έφεσο και τη Μίλητο: ολόγλυφες μορφές κυρίως, με έντονη μετωπικότητα και πλούσιες πτυχώσεις κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (3ος - 2ος αι. π.Χ.) και με τονισμένη τη διάσταση του βάθους κατά την Ύστερη (1ος αι. π.Χ.). ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ Ι.Μ.Ε
ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σημαντικά έργα είναι η μετόπη από το Ναό της Αθηνάς στο Ίλιον, που χρονολογείται στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ. και παρουσιάζει τον θεό Ήλιο στο άρμα του ,τα ανάγλυφα από το Μαυσωλείο στο σήμερα ονομαζόμενο Belevi, η ζωφόρος από το Ναό του Διόνυσου στην Τέω και τα ανάγλυφα από το Ναό της Εκάτης στα Λάγινα.
Σχεδιαστική αποκατάσταση του Ναού του Διονύσου στην Τέω. |
Γείσο του ναού του Διονύσου στην Τέω. Επιστύλιο και ζωφόρος που βρέθηκαν σε μουσουλμανικό νεκροταφείο στο Σιγατζίκ . Βάθρο που βρέθηκε κοντά στη νότια πύλη του Σιγατζίκ (Μικρά Ασία). |
Κατά τον 2ο αι. π.Χ. άνθησε η περίφημη Σχολή της Περγάμου, που παρήγαγε αριστουργηματικές μεγαλόπρεπες συνθέσεις μαχών με στόχο να δοξαστεί το μεγαλείο των Ατταλιδών.
Η Πέργαμος σε αναπαράσταση |
Εκτός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά και τα «μπαρόκ» συμπλέγματα, η Σχολή της Περγάμου έχει να επιδείξει πληθώρα αγαλμάτων από τα ιερά της πόλης, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου από τη Βιβλιοθήκη, το κολοσσιαίο άγαλμα του Δία από το Ιερό της Ήρας και το άγαλμα του Ερμαφρόδιτου.
Το άγαλμα του Ερμαφρόδιτου.3ος αι π.Χ. Πέργαμος |
Το ελληνικό θέατρο στην Έφεσο |
Στις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας, ξεχωρίζουν έργα από την Πριήνη, την Έφεσο και τη Μίλητο: ολόγλυφες μορφές κυρίως, με έντονη μετωπικότητα και πλούσιες πτυχώσεις κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (3ος - 2ος αι. π.Χ.) και με τονισμένη τη διάσταση του βάθους κατά την Ύστερη (1ος αι. π.Χ.). ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ Ι.Μ.Ε
ΤΕΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑ του ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ
- ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 2010
- ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 2015
ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ
Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 89. Χαμηλότερη χρονολόγηση για την αρχή του ρυθμού, γύρω στο 550 π.Χ., προτείνει ο Schauss, G.P., “Two Fikellura Vase Painters”, BSA 81 (1986), σελ. 284-288.
2. Cook, R.M., “Antecedents of Fikellura”, Anatolia 21 (1978-1980), σελ. 71-74, πίν. 1-4· Cook, R.M., “The Wild Goat and Fikellura Styles: some speculations”, OJA 11 (1992), σελ. 262-263. Ο λεγόμενος πρώιμος ρυθμός Φικελλούρων αποτελεί στην πραγματικότητα κατηγορία λυδικής κεραμικής, βλ. Greenwalt, C.H., “Fikellura and Early Fikellura Pottery from Sardis”, CSCA 4 (1971), σελ. 43-56.
3. Harvard 1959.126: http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/image?lookup=1990.01.1269.
4. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 77, 201, σημ. 3.
5. Oxford 1939.3: http://www.beazley.ox.ac.uk/Test/Vases/ViewBook.asp.
6. CVA Louvre 1, πίν. 21.12, και Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 37, αρ. R1, πίν. 16α αντίστοιχα.
7. Σχήματα: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 45 κ.ε. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 77-78.
8. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 79 κ.ε., εικ. 10.1, 3 και 8.
9. S: Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), αρ. 47-58.
10. Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 46-51· του ιδίου, CVA British Museum 8 (London 1954), σελ. 1-5· Cook, R.M. - Dupont, E., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 78-86· Schauss, G.P., “Two Fikellura Vase Painters”, BSA 81 (1986), σελ. 251-296.
11. Tempesta, A., “Le Raffigurazzioni mitologiche sulla ceramica greco-orientale arcaica”, RdA Supplemento 19 (Roma 1998), σελ. 170-171, πίν. 33-35.
12. Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), πίν. 87, αρ. 639· Pottier, E., CVA Louvre 1 (Paris 1919), πίν. 18.11.
Φ 13. Schauss, G.P., “Two Fikellura Vase Painters”, BSA 81 (1986), σελ. 253-256, αρ. 11-17, 19-31, 37-45, 51-52, και σελ. 271 κ.ε., αρ. 55-56, 58-59, 62, 65, 68-71 αντίστοιχα.
φ 14. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 84, εικ. 10.6.
15. Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934).
16. Ροδιακή καταγωγή: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 90-93. Ευρήματα: Gates, C., From Cremation to Inhumation: Burial Practices at Ialysos and Kameiros during the Middle Archaic Period, ca. 626-525 B.C. (Los Angeles 1983), σελ. 9.
17. Bohlau, J., Aus jonischen und italischen Nekropolen. Ausgrabungen und Untersuchungen zur nachmykenischen Kunst (Leipzig 1898), σελ. 34-35, 43· Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), σελ. 34, 118, πίν. 14, αρ. 122.
18. Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973).
19. Lambrino, M., Les vases archaiques d’Histria (Bucarest 1938), σελ. 311, 314-317.
20. Εργαστηριακές έρευνες: Dupont, P., “Classification et détermination de provenance de céramiques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 27-28, 34. Ευρήματα Μιλήτου: Schauss, G.P., “The Distribution of Chian and Fikellura Pottery in the East”, MBAH 15 (1996), σελ. 32, σημ. 11· Ketteter, K., “Ein Fikellurakassel aus dem Aphroditeheiligtum”, AA (1999), σελ. 213-221· Schotzhauer, U., “Funde aus Milet. IV. Beobachtungen zu Trinksgefässen des Fikellurastils”, AA (1999), σελ. 232-239.
21. Διάδοση του ρυθμού Φικελλούρων: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 96-98· CVA British Museum 8, σελ. 5· Les céramiques de la Grèce de l’est et leur diffusion en occident. Colloque. international, centre Jean Bérard, Institut français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978)· Bouzek, J., Studies of Greek Pottery in the Black Sea Area (Prague 1990), σελ. 22-31, 34· Schauss, G.P., “The Distribution of Chian and Fikellura Pottery in the East”, MBAH 15 (1996), σελ. 30-37.
22. Johnston, A., “Rhodian readings”, BSA 70 (1975), σελ. 145 κ.ε.
23. Jackson, D.A., East Greek Influences on Attic Vases (London 1976), κεφ. 2· Shefton, B.B., “East Greek Influences in Sixth Century Attic Vase-Painting and Some Laconian Trails”, Greek Vases in the Getty Museum 4 (Malibu 1989), σελ. 41-72· Wolters, P., Das Kabirionheiligtum bei Theben 1 (Berlin 1940), πίν. 35.1-3· Karageorghis, V., “Two Pictorially Decorated Vases from Amathus”, RDAC (1998), σελ. 107-109, πίν. 8.1-3.
24. Cook, R.M., “The Wild Goat and Fikellura Styles: some speculations”, OJA 11 (1992), σελ. 263.
25. Μύλασα: Hemelrijk, E.A., “A Group of Provincial East-Greek Vases from South-Western Asia Minor”, BABesch 57 (1982), σελ. 33-55· Gercke, P., Funde aus der Antike (Kassel 1981)· Devambez, P., Le sanctuaire de Sinouri 2 (Paris 1959), πίν. 23, 24.1-9· Jully, J.-J., Labraunda. Swedish Excavations and Researches, vol. II, part III. Archaic Pottery (Stockholm 1981), σελ. 12, αρ. 40. Ίστρια: Dupont, P., “Classification et détermination de provenance de céramiques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 27-28, 34. Αίγυπτος και Λιβύη: Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 90-91, 202, σημ. 38, 39
2. Cook, R.M., “Antecedents of Fikellura”, Anatolia 21 (1978-1980), σελ. 71-74, πίν. 1-4· Cook, R.M., “The Wild Goat and Fikellura Styles: some speculations”, OJA 11 (1992), σελ. 262-263. Ο λεγόμενος πρώιμος ρυθμός Φικελλούρων αποτελεί στην πραγματικότητα κατηγορία λυδικής κεραμικής, βλ. Greenwalt, C.H., “Fikellura and Early Fikellura Pottery from Sardis”, CSCA 4 (1971), σελ. 43-56.
3. Harvard 1959.126: http://www.perseus.tufts.edu/cgi-bin/image?lookup=1990.01.1269.
4. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 77, 201, σημ. 3.
5. Oxford 1939.3: http://www.beazley.ox.ac.uk/Test/Vases/ViewBook.asp.
6. CVA Louvre 1, πίν. 21.12, και Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 37, αρ. R1, πίν. 16α αντίστοιχα.
7. Σχήματα: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 45 κ.ε. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 77-78.
8. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 79 κ.ε., εικ. 10.1, 3 και 8.
9. S: Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), αρ. 47-58.
10. Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 46-51· του ιδίου, CVA British Museum 8 (London 1954), σελ. 1-5· Cook, R.M. - Dupont, E., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 78-86· Schauss, G.P., “Two Fikellura Vase Painters”, BSA 81 (1986), σελ. 251-296.
11. Tempesta, A., “Le Raffigurazzioni mitologiche sulla ceramica greco-orientale arcaica”, RdA Supplemento 19 (Roma 1998), σελ. 170-171, πίν. 33-35.
12. Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), πίν. 87, αρ. 639· Pottier, E., CVA Louvre 1 (Paris 1919), πίν. 18.11.
Φ 13. Schauss, G.P., “Two Fikellura Vase Painters”, BSA 81 (1986), σελ. 253-256, αρ. 11-17, 19-31, 37-45, 51-52, και σελ. 271 κ.ε., αρ. 55-56, 58-59, 62, 65, 68-71 αντίστοιχα.
φ 14. Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 84, εικ. 10.6.
15. Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934).
16. Ροδιακή καταγωγή: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 90-93. Ευρήματα: Gates, C., From Cremation to Inhumation: Burial Practices at Ialysos and Kameiros during the Middle Archaic Period, ca. 626-525 B.C. (Los Angeles 1983), σελ. 9.
17. Bohlau, J., Aus jonischen und italischen Nekropolen. Ausgrabungen und Untersuchungen zur nachmykenischen Kunst (Leipzig 1898), σελ. 34-35, 43· Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973), σελ. 34, 118, πίν. 14, αρ. 122.
18. Walter-Karydi, E., Samos VI.1. Samische Gefässe des 6. Jahrhunderts v.Chr. (Bonn 1973).
19. Lambrino, M., Les vases archaiques d’Histria (Bucarest 1938), σελ. 311, 314-317.
20. Εργαστηριακές έρευνες: Dupont, P., “Classification et détermination de provenance de céramiques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 27-28, 34. Ευρήματα Μιλήτου: Schauss, G.P., “The Distribution of Chian and Fikellura Pottery in the East”, MBAH 15 (1996), σελ. 32, σημ. 11· Ketteter, K., “Ein Fikellurakassel aus dem Aphroditeheiligtum”, AA (1999), σελ. 213-221· Schotzhauer, U., “Funde aus Milet. IV. Beobachtungen zu Trinksgefässen des Fikellurastils”, AA (1999), σελ. 232-239.
21. Διάδοση του ρυθμού Φικελλούρων: Cook, R.M., “Fikellura Pottery”, BSA 34 (1933-1934), σελ. 96-98· CVA British Museum 8, σελ. 5· Les céramiques de la Grèce de l’est et leur diffusion en occident. Colloque. international, centre Jean Bérard, Institut français de Naples, 6-9 juillet 1976 (Paris - Naples 1978)· Bouzek, J., Studies of Greek Pottery in the Black Sea Area (Prague 1990), σελ. 22-31, 34· Schauss, G.P., “The Distribution of Chian and Fikellura Pottery in the East”, MBAH 15 (1996), σελ. 30-37.
22. Johnston, A., “Rhodian readings”, BSA 70 (1975), σελ. 145 κ.ε.
23. Jackson, D.A., East Greek Influences on Attic Vases (London 1976), κεφ. 2· Shefton, B.B., “East Greek Influences in Sixth Century Attic Vase-Painting and Some Laconian Trails”, Greek Vases in the Getty Museum 4 (Malibu 1989), σελ. 41-72· Wolters, P., Das Kabirionheiligtum bei Theben 1 (Berlin 1940), πίν. 35.1-3· Karageorghis, V., “Two Pictorially Decorated Vases from Amathus”, RDAC (1998), σελ. 107-109, πίν. 8.1-3.
24. Cook, R.M., “The Wild Goat and Fikellura Styles: some speculations”, OJA 11 (1992), σελ. 263.
25. Μύλασα: Hemelrijk, E.A., “A Group of Provincial East-Greek Vases from South-Western Asia Minor”, BABesch 57 (1982), σελ. 33-55· Gercke, P., Funde aus der Antike (Kassel 1981)· Devambez, P., Le sanctuaire de Sinouri 2 (Paris 1959), πίν. 23, 24.1-9· Jully, J.-J., Labraunda. Swedish Excavations and Researches, vol. II, part III. Archaic Pottery (Stockholm 1981), σελ. 12, αρ. 40. Ίστρια: Dupont, P., “Classification et détermination de provenance de céramiques grecques orientales archaïques d’Istros. Rapport préliminaire”, Dacia 27 (1983), σελ. 27-28, 34. Αίγυπτος και Λιβύη: Cook, R.M. - Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 90-91, 202, σημ. 38, 39