Τμήμα παπύρου που περιέχει τα ποιήματα της Σαπφούς «Ποίημα των Αδελφών» και «Ποίημα της Κύπριδος» (φωτ. Dirk Obbink). |
Ο δρ Μάικλ Σάμπσον μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Με κείμενα γραμμένα κυρίως στα αρχαία ελληνικά, οι πάπυροι, που οι περισσότεροι έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο λόγω των ειδικών συνθηκών διατήρησης της ερήμου, έγιναν αντικείμενο διακριτής επιστήμης, της παπυρολογίας, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ανακάλυψη πολυάριθμων χειρόγραφων παπύρων σε αρχαιολογικές θέσεις, όπως αυτές κοντά στην όαση Φαγιούμ, έδωσαν όχι μόνο την αφορμή για τη γέννησή της, αλλά και το λόγο που σήμερα έχουν διασωθεί σημαντικότατα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπως αυτά της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς, η οποία έζησε στη Λέσβο τον 7ο αι. π.Χ.
«Μερικοί πάπυροι περιλαμβάνουν έργα αρχαία ελληνικής λογοτεχνίας που δεν θα είχαν διασωθεί μέσω της μεσαιωνικής χειρόγραφης παράδοσης. Φυσικά υπάρχει και ο πάπυρος του Δερβενίου, μοναδικός και διάσημος όχι μόνο γιατί βρέθηκε στην Ελλάδα, αλλά και επειδή είναι το αρχαιότερο ευρωπαϊκό χειρόγραφο, ενώ το περιεχόμενό του είναι ένα αλληγορικό σχόλιο σε μια ορφική θεογονία.
Για τους ιστορικούς που ενδιαφέρονται να μάθουν πώς λειτουργούσαν οι αρχαίες κοινωνίες, οι πάπυροι είναι μοναδικά ντοκουμέντα, πραγματικοί θησαυροί. Είναι σαν να γίνονται “αυτόπτες μάρτυρες” σε μια διοίκηση, αλλά και σε μια καθημερινότητα ατόμων και κοινοτήτων της αρχαιότητας. Η επιστήμη της παπυρολογίας έχει δώσει ώθηση κυρίως στη μελέτη της ρωμαϊκής διοίκησης και οικονομίας, τομείς για τους οποίους η τεκμηρίωση –μέσω παπύρων– είναι η πιο πλούσια» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Μάικλ Σάμπσον, ειδικός στην παπυρολογία και στην αρχαία ελληνική ποίηση, με αφορμή έκθεση που διοργανώνει στο Πανεπιστήμιο Μανιτόμπα του Καναδά για τους πάπυρους και τις ιστορικές αναζητήσεις παπύρων τους δυο προηγούμενους αιώνες.
Ο ίδιος αποκάλυψε μερικά από τα θαυμαστά «μυστικά» τους, όπως εκείνα που αφορούν τα δύο νέα ποιήματα της Σαπφούς, που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν από τον γνωστό παπυρολόγο Ντερκ Όμπινκ (Dirk Obbink), ο οποίος και τα ονομάτισε ως το «Ποίημα των Αδελφών» και το «Ποίημα της Κύπριδος».
ΣΑΠΦΩ Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο - Από τη Βάρη, της Ομάδας του Πολυγνώτου-440-430 π.Χ |
Και συνεχίζει: «Τα νέα ποιήματα της Σαπφούς εγείρουν όμως και πολλά ερωτήματα σε σχέση τόσο με τις πολλές ιδιαιτερότητες του ελληνικού κειμένου (τις οποίες οι μελετητές προσπαθούν ακόμα να καταλάβουν), όσο και με την προέλευση του παπύρου.
Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα αρχαία αντικείμενα (αγγεία, αγάλματα κ.λπ.), η εξακρίβωση της αυθεντικότητας και της νομιμότητας ενός παπύρου απαιτεί από τον μελετητή να γνωρίζει την προέλευσή του, την οποία τεκμηριώνει πλήρως με τη δημοσίευσή του.
Στην περίπτωση των νέων ποιημάτων της Σαπφούς τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, καθώς ανήκουν σε ιδιώτη συλλέκτη ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος, ενώ δεν διευκολύνονται και από το γεγονός ότι η γνωστοποίηση της αγοράς τους (που έγινε σε δημοπρασία των Κρίστις το 2011) έγινε σχεδόν έναν χρόνο μετά την ανακοίνωση της ύπαρξής τους και της πρώτης δημοσίευσης του κειμένου τους», συμπληρώνει.
Πώς δηλαδή αποκτώνται οι πάπυροι; «Οι πάπυροι αποκτώνται είτε από αγορές, είτε από αρχαιολογικές ανασκαφές. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, και οι δυο τρόποι ήταν συχνοί στην Αίγυπτο. Διακανονισμοί που έγιναν με τις τότε αιγυπτιακές αρχές για να επιτραπεί η εξαγωγή και η μελέτη των παπύρων εξηγεί γιατί οι συλλογές στα Πανεπιστήμια Οξφόρδης, Μπέρκλεϊ (Καλιφόρνια) και Μίσιγκαν (Αν Άρμπορ) κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο των παπύρων που ανέσκαψαν. Κάποιες συλλογές, όπως της Βιέννης, αποκτήθηκαν μέσω αγοράς: Πάπυροι που είχαν αποκτηθεί στην αγορά αρχαιοτήτων μπορούσαν να εξαχθούν ως το 1983, οπότε η κυβέρνηση της Αιγύπτου πέρασε νόμο που όριζε κάτοχο αρχαιολογικών θέσεων και αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας το κράτος. Στην Ελλάδα, ο νόμος αυτός καθιερώθηκε το 1899», εξηγεί.
Ωστόσο, πάπυροι συνεχίζουν να πωλούνται σήμερα, ακόμα και όταν δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι έφυγαν από την Αίγυπτο νόμιμα. «Δυστυχώς, αυτή η αβεβαιότητα προκύπτει πολύ συχνά, καθώς τα χειρόγραφα που αγοράστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα συχνά στερούνται τεκμηρίωσης. Οι “γκρίζες” περιοχές προέλευσης και η αβεβαιότητα δημιουργούν ηθικό δίλημμα σε κάποιους παπυρολόγους, που αναρωτιούνται: Αν δεν γίνεται να εξακριβωθεί η νομιμότητα ενός παπύρου, μπορώ εγώ με καλή συνείδηση να δουλέψω πάνω σε αυτόν;» αναρωτιέται.
Η εργασία ενός παπυρολόγου δεν είναι εύκολη – και όχι μόνο για τους παραπάνω λόγους. «Το έργο μας είναι εξειδικευμένο και περίπλοκο: Κύριος στόχος είναι να διαβαστεί το χειρόγραφο του παπύρου σωστά και με πληρότητα, κάτι που συχνά δεν είναι εύκολο επειδή ο πάπυρος είναι συνήθως σε κακή κατάσταση διατήρησης, ο γραφικός χαρακτήρας μπορεί να είναι βιαστικός ή καλλιγραφικός ή γραμμένος στα αρχαία ελληνικά. Το να μπορείς να διαβάζεις ελληνικά κείμενα, να καταλαβαίνεις το περιεχόμενό τους και να γεμίζεις τα κενά είναι εργασίες δύσκολες και χρονοβόρες, και ο παπυρολόγος έχει την ευθύνη να τις κάνει σωστά: Από τη στιγμή που ένας πάπυρος δημοσιεύεται, μπορεί να μην επανεξεταστεί ή επανεκτιμηθεί. Έτσι οι επόμενοι μελετητές συχνά βασίζονται στην εργασία του παπυρολόγου για τη συνέχιση της έρευνάς τους», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι πάπυροι που αποκαλύφθηκαν μέσα στα ερείπια αρχαίων οικισμών στην Αίγυπτο είχαν τη μορφή κυλίνδρων ή μεμονωμένων φύλλων ή καμία φορά εντοπίστηκαν, σε δεύτερη χρήση, πάνω σε μούμιες (όπως στην περίπτωση των δύο νέων ποιημάτων της Σαπφούς). Χρονολογικά, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της αιγυπτιακής ιστορίας, από το 2500 π.Χ. ως την αραβική κατάκτηση του 7ου αι. μ.Χ. Τα αρχαιότερα κείμενα είναι γραμμένα στα αρχαία αιγυπτιακά (ιερογλυφικά ή ιερατικά), αλλά από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κύρια γλώσσα είναι τα αρχαία ελληνικά.
Γιατί συμβαίνει αυτό; «Ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν κατέκτησε την Αίγυπτο (μετά το 332 π.Χ.), εγκατέστησε μια ελληνική γραφειοκρατία (με κέντρο την Αλεξάνδρεια), την οποία διατήρησαν οι Ρωμαίοι όταν την έκαναν επαρχία τους (μετά το 31 π.Χ). Σε παπύρους έχουμε κείμενα γραμμένα και σε άλλες γλώσσες, όπως εβραϊκά, λατινικά, αραβικά, καθώς και διαφορετικές φόρμες της αιγυπτιακής γλώσσας (όπως τα κοπτικά με ελληνικό αλφάβητο). Στην πλειονότητά τους όμως τα κείμενα είναι γραμμένα στα αρχαία ελληνικά» τονίζει ο καθηγητής.
Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί περίπου 1-1,5 εκατ. πάπυροι, οι οποίοι φιλοξενούνται σε συλλογές και ινστιτούτα ανά τον κόσμο. Από αυτούς έχει δημοσιευτεί ένας πολύ μικρός αριθμός (περίπου 85.000, σύμφωνα με έρευνα του 2004), ενώ η μελέτη τους, αν συνεχιστεί με τον σημερινό ρυθμό, θα χρειαστεί άλλα 1.000 χρόνια για να ολοκληρωθεί –ακόμα κι αν το μισό ή το ένα τρίτο από αυτούς τους παπύρους είναι υλικό που μπορεί να δημοσιευθεί.
Η έκθεση στο Πανεπιστήμιο Μανιτόμπα του Καναδά θα διαρκέσει ως τις 13 Ιανουαρίου 2017 ΕΚ ΤΟΥ http://www.archaiologia.gr/