Στο κοινό παραδίδεται το ταφικό μνημείο στις Κολόνες Σαλαμίνας
Ολοκληρώθηκε η αναστήλωση
Ο κυκλικός ταφικός περίβολος μνημειακής κατασκευής, που περικλείει τέσσερις ταφές και ένα λίθινο βάθρο |
Πρόκειται για έναν κυκλικό ταφικό περίβολο μνημειακής κατασκευής, που περικλείει τέσσερις ταφές και ένα λίθινο βάθρο, επάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί το σήμα των τάφων, ορατό ακόμη και από τη θάλασσα.
Το μνημείο είχε καταρρεύσει, κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, κυρίως λόγω φυσικών αιτίων (βλάστηση, καιρικά φαινόμενα, σεισμική δραστηριότητα κ.ά.). |
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης και των εργασιών τεκμηρίωσης ταυτίστηκε σχεδόν το σύνολο των πεσμένων λίθων και έτσι υλοποιήθηκε από τον μηχανικό Κ. Ζάμπα συμπληρωματική μελέτη εκτεταμένης αναστήλωσης με την επανατοποθέτηση 99 αρχαίων και 22 νέων λίθων, στο πλαίσιο του αρχικού προϋπολογισμού των 270.000 ευρώ. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2013 και ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2015.
Η εκδήλωση των εγκαινίων πραγματοποιείται με την υποστήριξη του αντιπεριφερειάρχη Νήσων και του δήμου της Σαλαμίνας.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Σε παλαιότερη συνέντευξη στο freethinkingisland.wordpress.com η αρχαιολόγος Ανδρομάχη Καπετανοπούλου αναφέρει .
Πρόκειται για έναν μνημειακής κατασκευής κυκλικό ταφικό περίβολο που περιέκλειε τουλάχιστον τέσσερις ταφές προσώπων της ίδιας οικογένειας. Η κατασκευή του τοποθετείται στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Είναι η εποχή κατά την οποία μια τάση υπερβολής χαρακτηρίζει τη «σήμανση» των τάφων σε ολόκληρη την Αττική.
Ο περίβολος, συνολικού ύψους 3,50μ. και διαμέτρου 10,70μ., έχει κατασκευαστεί από 6 σειρές ογκόλιθων από τοπικό ασβεστόλιθο. Στο εσωτερικό του, εκτός από τις ταφές, σώζεται και τμήμα κτιστής τετράγωνης κατασκευής, η οποία είχε αρχικά θεωρηθεί ότι προήλθε από τα αρχιτεκτονικά μέλη του περιβόλου, όταν είχε αρχίσει να καταρρέει και είχε διακοπεί η ταφική χρήση του. Από τα στοιχεία που ήρθαν στο φως κατά τη διερεύνηση του μνημείου στη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών προκύπτει ότι πρόκειται για βάθρο ανάλογων διαστάσεων του περιβόλου, επάνω στο οποίο είχε στηθεί ως επιτύμβιο «σήμα» γλυπτική σύνθεση πιθανώς μιας μαρμάρινης ληκύθου και μιας μαρμάρινης επιτύμβιας στήλης με επιγραφή.
Πιθανολογείται ότι το ύψος του ήταν τέτοιο ώστε το άνω τμήμα του ήταν ορατό ακόμα και από τα διαπλέοντα το ακρωτήριο πλοία. Στο χώρο μπροστά από την είσοδο είχε διανοιχθεί το όρυγμα με τις ταφές, οι οποίες καλύπτονταν από χαμηλό τύμβο από χώμα και τελική επίστρωση από κονίαμα. Μέσα στο όρυγμα εντοπίστηκαν δυο μαρμάρινες σαρκοφάγοι, μία πωρολιθική και μία ταφική πυρά. Δυστυχώς οι σαρκοφάγοι ήταν συλημένες και είχαν υποστεί σε μεγάλο βαθμό φθορές από την αδίστακτη δράση αρχαιοκαπήλων. Επίσης το νέο αρχιτεκτονικό στοιχείο που επιβεβαιώθηκε κατά την αναστήλωση είναι ότι οι ογκόλιθοι του περιβόλου εσωτερικά, υποστηρίζονταν από τοιχίο κατασκευασμένο από αργούς λίθους και χώμα, που έφτανε μάλλον μέχρι και τον 5ο δόμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταφική ερμηνεία του μνημείου αποτέλεσε πρόσφατο απόκτημα της επιστημονικής γνώσης, καθ’ όσον μέχρι και πριν από τις ανασκαφές των ετών 1995, 1997 και 1999 από την αρχαιολόγο κ. Ιφ. Δεκουλάκου, στο μνημείο είχαν αποδοθεί άλλες χρήσεις. Το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα του ήταν πάντα ορατό, πυροδοτούσε τη φαντασία ντόπιων και διερχόμενων αλλά και οδηγούσε τη σκέψη περιηγητών και μελετητών σε συσχετισμό της κυκλικής περίοπτης κατασκευής με την αρχαία πόλη, «τήν πρός Αίγιναν τετραμμένην καί πρός νότον» (Στράβων 9.1.9.), την πόλη που ονομάστηκε «Κυχρεία» και όπου ιδρύθηκε τέμενος του Αίαντα, σύμφωνα με επιγραφή του 1ου αι. μ.Χ. Έτσι το μνημείο είχε εσφαλμένα θεωρηθεί ως πύργος επόπτευσης, ως ναός του Αίαντα σύμφωνα με τις αναφορές του Παυσανία και τέλος ως φρυκτωρία λόγω της κομβικής θέσης που βρίσκεται.
Οι ανασκαφές, όπως προαναφέραμε, στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 από τη Β΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων και από την αρχαιολόγο κ. Ιφ. Δεκουλάκου, έφεραν στο φως τις ταφές εντός του ορύγματος και επιβεβαίωσαν την κατασκευή του μνημείου κατά τον 4ο αι. π.Χ. και την ταφική χρήση του. Οι γνώσεις μας σχετικά με την αρχιτεκτονική μορφή του εμπλουτίστηκαν από την ενδελεχή έρευνα που πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις αναστηλωτικές εργασίες,
Στη χερσόνησο της Πούντας, στον σύγχρονο οικισμό Αμπελάκια, επιβεβαιώνεται η θέση της πόλης των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων της Σαλαμίνας. Όσον αφορά στο κατάφυτο και με ποικιλόμορφο ανάγλυφο ακτογραμμής, νότιο τμήμα της νήσου, από βιβλιογραφικές αναφορές και από τα ανασκαφικά δεδομένα, μαρτυρείται δραστηριότητα κατά την ίδια περίοδο.
Έτσι κοντά στο ταφικό μνημείο (σε απόσταση περίπου 1 χιλιομέτρου και λίγα μέτρα πριν από το σπήλαιο του Ευριπίδη, βρίσκεται το Ελληνιστικό Ιερό του Διονύσου στα Περιστέρια, ενώ σε απόσταση 3 χιλιομέτρων προς τα Β.Δ. του ακρωτηρίου Κολώνες ανασκάπτεται τα τελευταία έτη από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ιερό ύστερων κλασικών χρόνων στη θέση Πυργιακόνι στα Κανάκια. Επίσης σε απόσταση μόλις 300μ.βόρεια του μνημείου είναι ορατό τμήμα ισχυρού αναλημματικού τοίχου, πιθανώς σύγχρονου με τον ταφικό περίβολο, για τον οποίο ακόμη δεν διαθέτουμε τα στοιχεία που θα μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για τη χρήση και το συσχετισμό του με αυτό. Επίσης ο μελετητής Σ. Στουραίτης στις αρχές του 20ου αι. περιγράφοντας την επίσκεψή του στις Κολώνες, αναφέρει ότι είδε λείψανα αρχαίας αποβάθρας και τμήματα αρχαίων τοίχων στη μικρή κοιλάδα του ομώνυμου κόλπου.
Συνεπώς και μέχρι η μελλοντική έρευνα να τεκμηριώσει και να ανασυνθέσει με ασφάλεια το αρχαιολογικό τοπίο της περιοχής, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο κτήτορας του μνημείου ήταν είτε κάποιος μεγαλοϊδιοκτήτης γης και γειτονικής αγροτικής εγκατάστασης, είτε κάποιος εύπορος κάτοικος της πόλης της Σαλαμίνας, που ίσως είχε ασχολίες σχετικές με τη θάλασσα και το εμπόριο. Επέλεξε την κορυφή του ακρωτηρίου για να κατασκευάσει το εντυπωσιακό οικογενειακό ταφικό μνημείο με σκοπό να αποδώσει τιμή στα αγαπημένα του πρόσωπα που «φεύγουν», αλλά και να κερδίσει την πολυπόθητη υστεροφημία καθιστώντας το μνημείο ένα χαρακτηριστικό τοπόσημο ορατό στους διερχόμενους από στεριά και από θάλασσα.