Το πρότυπο της '"πόλης – κράτους" στηρίχτηκε στην έννοια της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των πολιτών, προωθώντας ουσιαστικά τα δικαιώματα της ισονομίας, της ισηγορίας και της ισότητας. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα όμως, τόσο της δημοκρατικής Αθηνάς όσο και της ολιγαρχικής Σπάρτης, αφορούν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, τους ελεύθερους άρρενες πολίτες.
Το καθεστώς για τις γυναίκες, τους μέτοικους ή τους περίοικους και τους πολυάριθμους δούλους και είλωτες είναι εντελώς διαφορετικό.
Η διάκριση, ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους, γίνεται σαφέστερη κατά την κλασσική περίοδο, όπου ξεκαθαρίζεται πλέον το νόημα της ελευθερίας.
2 Οι μη πολίτες στην κλασική Αθήνα και Σπάρτη
Στη μελέτη που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια καταγραφή των ομάδων αυτών των μη πολιτών, όσον αφορά την προέλευση-καταγωγή τους, την αριθμητική τους δύναμη, το κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν, καθώς και τον σημαντικό ρόλο τους στην κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της πόλης. Θα επικεντρωθούμε κυρίως στις πληθυσμιακές ομάδες των μετοίκων και των δούλων, θεωρώντας ότι η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί από μόνη της αντικείμενο μιας ιδιαίτερης μελέτης. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα δεδομένα αυτά με το σημερινό καθεστώς των μεταναστών, που ζουν και εργάζονται στη σύγχρονη Ελλάδα.
Στη δεύτερη ενότητα θα περιγράψουμε το αντίστοιχο, αλλά και διαφορετικό καθεστώς της δουλοκτησίας στην κλασσική Σπάρτη, καθώς και την ιδιάζουσα περίπτωση των περιοίκων.
Αθήνα
Α) Μέτοικοι
Οι μέτοικοι αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αττικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την κλασσική εποχή, ανέρχονταν στους 10.000 – 15.000 άνδρες (μαζί με τις οικογένειές τους περίπου 25.000 άνθρωποι)[1][1]. Μετανάστες από τη Θράκη, την Μ. Ασία, την Μ. Ελλάδα, τη Λυδία, τη Φρυγία και τη Συρία, ακόμη ελάχιστοι Φοίνικες και Αιγύπτιοι[2][2], προσελκύονταν από την λάμψη και την οικονομική ευμάρεια που επικρατούσε στην Αθήνα και ταξίδευαν μέχρι εκεί έχοντας σαν κύριο στόχο το κέρδος από τις εμπορικές επιχειρήσεις και προσδοκώντας να αποκτήσουν την κοινωνική αίγλη, που προσέδιδε η ιδιότητα του πολίτη.
Ο Πλάτωνας τους μεταχειρίζεται με σεβασμό, ως κοινωνικά ίσους, και είναι γεγονός ότι είχαν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ζουν όπως ήθελαν.[3][3]Όμως παρότι πολλοί από αυτούς είχαν αποκτήσει μια σεβαστή περιουσία, τους απαγορευόταν το δικαίωμα έγκτησης, που μαζί με το προνόμιο της καταγωγής θεωρούταν ταυτόσημο με την ιδιότητα του πολίτη.[4][4] Οι μικτοί γάμοι μεταξύ μετοίκων και πολιτών επιτρέπονταν, τα παιδιά τους όμως δεν αποκτούσαν ποτέ την ιδιότητα του πολίτη, ιδιαίτερα μετά από σχετικό νόμο, που είχε ψηφιστεί την εποχή του Περικλή. Επίσης, δεν γίνονταν δεκτοί στην εφηβεία, αλλά μπορούσαν να πηγαίνουν στα δημόσια γυμναστήρια.[5][5]
Ο Σόλων είχε από πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει τη σημασία, που είχε για την οικονομία της πόλης, η παρουσία των μετοίκων, για το λόγο αυτό τους έδωσε το δικαίωμα πολιτογράφησης και ειδικότερα σε εκείνους που είχαν εξοριστεί από την πατρίδα τους ή που έρχονταν με τις οικογένειές τους να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα.[6][6] Οι μέτοικοι λοιπόν γράφονταν στα μητρώα του δήμου – σε ξεχωριστούς βέβαια καταλόγους από αυτούς των πολιτών - ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα[7][7], οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες[8][8] και είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία και δούλους. Συμμετείχαν επίσης σε κάποιες από τις θρησκευτικές εορτές της πόλης, όπως τα Ηφαιστεία και τα Παναθήναια[9][9], αλλά κατά κανόνα προτιμούσαν να γιορτάζουν μεταξύ τους τις δικές τους θεότητες. Η κοινωνική τους θέση όμως οριοθετείται ουσιαστικά από την αδυναμία άμεσης προσφυγής τους στις αρχές, αφού κάθε μέτοικος ήταν υποχρεωμένος να απευθύνεται σε αυτές μέσω ενός εκπροσώπου – πολίτη, η έλλειψη του οποίου προκαλούσε την ποινική δίωξη του μετοίκου και την καταδίκη του σε δουλεία.[10][10]
Λόγω της οικονομικής άνεσης, που αποκτούσαν πολλοί από αυτούς, φρόντιζαν να αποκτήσουν τα παιδιά τους εξαιρετική μόρφωση.[11][11]
Η οικονομική συνεισφορά τους στην πόλη των Αθηνών ήταν σημαντική. Εκτός από την εισφορά, που πλήρωναν μαζί με τους πολίτες, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν και έναν επιπλέον φόρο, το μετοίκιον [12][12]. Όσοι δε δούλευαν στην αγορά, πλήρωναν ένα ειδικό τέλος το ξενικόν. Παράλληλα αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση ορισμένων λειτουργιών (εκτός βέβαια από αυτήν της τριηραρχίας)[13][13] και είχαν χρηματοδοτήσει μεγάλο μέρος των έργων για την κατασκευή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη.[14][14] Επιπλέον, αφού δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αποκλείονταν από τους μισθούς και τα θεωρικά, γεγονός που απέβαινε προς όφελος της πολιτείας.[15][15] Το γεγονός επίσης ότι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, όπως και το χονδρικό εμπόριο σίτου από τη Ν. Ρωσία και χρυσού από την Ανατολή[16][16], μας δίνει μια εικόνα του οικονομικού ρόλου που έπαιζαν στα πλαίσια της πόλης.
Οι μέτοικοι στρατεύονταν στον Αθηναϊκό στρατό ως οπλίτες και στο ναυτικό ως ερέτες. Αποκλείονταν όμως από το σώμα των ιππέων. Επάνδρωναν κυρίως τις συνοριακές φρουρές και τα οχυρά της Αττικής, αλλά το 424 π.Χ. πολέμησαν μαζί με τους Αθηναίους στον πόλεμο κατά των Βοιωτών.[17][17]
Παρόλο όμως την προσφορά τους, σπάνια τους δόθηκε σαν επιβράβευση η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να εκλεγούν άρχοντες ή να γίνουν μέλη του ιερατείου. Η αμοιβή τους συνδέονταν συχνότερα με την παροχή της ισοτέλειας, της απαλλαγής τους δηλαδή από τη φορολογία.[18][18] Επίσης η πόλη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους απένειμε δημόσιες τιμές και οργάνωνε για χάρη τους γεύματα με δημόσια δαπάνη, αποσκοπώντας παράλληλα στην αύξηση του πληθυσμού τους.[19][19]
Στο καθεστώς των μετοίκων εντάσσονταν και οι απελεύθεροι, τέως δούλοι, που είχαν σαν προστάτη – εκπρόσωπο τον πρώην αφέντη τους. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ για τον μέτοικο η ελευθερία θεωρείται δεδομένη, στην περίπτωση των απελεύθερων μπορούσε να αρθεί αν ο τέως κύριός τους το ζητούσε δικαστικά.[20][20]
Ιδιαίτερο καθεστώς ίσχυε επίσης και για τους ξένους παρεπιδημούντες, εμπόρους ή απεσταλμένους ξένων πόλεων, που έμεναν προσωρινά στην Αθήνα. Το καθεστώς αυτό διεπόταν αφενός μεν από εθιμικούς και θετούς κανόνες, αφετέρου δε από την ύπαρξη ποικίλων συμβόλων (συμφωνιών).[21][21]
Β) Δούλοι
Η δουλεία, φαινόμενο καθολικό στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις κοινωνικοπολιτικές δομές της πόλης κράτους και ακολουθούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής.
Εντύπωση προκαλεί η έκταση της δουλοκτησίας στη δημοκρατική Αθήνα. Κατά πληροφορίες οι δούλοι της Αττικής κατά τον 5ο αιώνα ανέρχονταν σε 80.000-100.000 και αντιστοιχούσε ένα δούλος για κάθε τέσσερις κατοίκους.[22][22] Η αύξηση του αριθμού των δούλων οφείλεται στην παράλληλη αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της συμμετοχής τους στα κοινά, της περιφρόνησης της χειρωνακτικής εργασίας αλλά και της προσιτής τιμής αγοράς τους.[23][23] Πολλοί δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, επειδή όμως αυτοί δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του Αθηναϊκού λαού, προμηθεύονταν δούλους από τα σκλαβοπάζαρα της περιοχής[24][24] , που προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη, την Καρία, την Φρυγία, την Καππαδοκία, την Κολχίδα, τη Σκυθία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.[25][25]
Ο δούλος αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του ελεύθερου πολίτη, μπορούσε να αγοραστεί, να πουληθεί, να κληρονομηθεί ή να κατασχεθεί. Τον χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες ή τον ενοικίαζαν και εισέπρατταν την αμοιβή της εργασίας του.[26][26] Παρότι βέβαια δεν είχε δυνατότητα αυτοδιάθεσης, του αναγνωριζόταν ότι ήταν ανθρώπινο όν.[27][27] Παλαίστρες και γυμναστήρια ήταν χώροι απαγορευμένοι για τους δούλους, στα δικαστήρια μπορούσαν να καταθέσουν κατόπιν βασάνων και βέβαια δεν γίνεται λόγος για πολιτικά δικαιώματα.[28][28] Στους δούλους της Αθήνα απαγορεύονταν, κατά κανόνα, η δημιουργία οικογένειας, εκτός εάν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης τους, και στερούνταν αρχικά δικαιοπρακτικής ικανότητας.[29][29] Το ποσοστό ελευθερίας κινήσεων του κάθε δούλου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θέληση του κυρίου του. Οι οικιακοί δούλοι απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία, οι δημόσιοι δούλοι ήταν απαλλαγμένοι από αρκετούς περιορισμούς[30][30], οι «χωρίς οικούντες» δούλοι κέρδιζαν χρήματα από την εργασία τους και μερικές φορές εξαγόραζαν την ελευθερία τους. Πολλοί χρησιμοποιούνταν σε εμπιστευτικές θέσεις ή τους αναθέτονταν σημαντικά καθήκοντα, όπως οικονομικές συναλλαγές. Άλλοι χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα ή σαν κωπηλάτες στα πολεμικά πλοία σε περίπτωση ανάγκης.[31][31] Η χειρότερη δυνατή θέση όμως ήταν αυτή των δούλων των λατομείων και των ορυχείων.[32][32]
Παρά το γεγονός ότι πολλοί έπεφταν θύματα κακοποίησης, η εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντί τους ήταν ήπια και περισσότερο φιλάνθρωπη απ' ότι στις άλλες πόλεις[33][33] και ίσως γι' αυτό το λόγο η Αττική δεν γνώρισε ποτέ επανάσταση δούλων.[34][34] Μπορούσαν να τελούν τις λατρείες του τόπου καταγωγής τους, να μετέχουν στις οικιακές λατρείες, να μυούνται στα Ελευσίνια μυστήρια, να θάβονται μετά το θάνατό τους στον τόπο ταφής της οικογένειας του κυρίου τους, να συχνάζουν σε ορισμένα ιερά και να δουλεύουν πλάι-πλάι με τους πολίτες και τους μέτοικους στα δημόσια έργα.[35][35]
Η Αθηναϊκή οικονομία στηρίχτηκε κατά κανόνα στην εργασία των δούλων, η οποία ήταν εξαιρετικά φτηνή, αφού κάθε δούλος δεν στοίχιζε περισσότερο από τη συντήρησή του για ένα χρόνο.[36][36] Έχει υπολογιστεί επίσης ότι στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, κάθε δούλος απέδιδε καθαρά 1 οβολό την ημέρα.[37][37] Οι «χωρίς οικούντες» δούλοι απέδιδαν στον κύριό τους από έναν ή δύο οβολούς την ημέρα.[38][38] Επίσης η βιοτεχνική παραγωγή στηριζόταν, σχεδόν αποκλειστικά, στην εργασία δούλων. Οι Αθηναίοι δεν εμπιστεύονταν τους δούλους τόσο, ώστε να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν κοντά τους. Τους χρησιμοποιούσαν μόνο ως κωπηλάτες στα πλοία. Επίσης συνόδευαν τους κυρίους τους στη μάχη. Μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.χ., και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ψηφίστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όποιος δούλος κατατασσόταν στο στρατό αποκτούσε την ελευθερία του.[39][39]
Σπάρτη
Α. Περίοικοι
Η αυτάρκης, κλειστή Σπαρτιατική κοινωνία δύσκολα θα δεχόταν στους κόλπους της ξένους πολίτες, που θα μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι δίπλα στους ομοίους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν στις περιοικίδες πόλεις, οι οποίες βρίσκονται γύρω από τη Σπάρτη. Πιθανολογούμε ότι η τάξη τους προέρχεται από τους κατοίκους της Λακωνίας, που νικήθηκαν και υποτάχθηκαν από τους Σπαρτιάτες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 40.000 – 60.000 και φαίνεται ότι ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομους δήμους, η οργάνωση των οποίων στηριζόταν σε ένα ανεξάρτητο οικονομικό και κοινωνικό δίκαιο.[40][40]
Κύριες ασχολίες τους ήταν η καλλιέργεια της γης, η βιοτεχνία και το εμπόριο, χωρίς όμως να αναπτύξουν ποτέ την οικονομική δραστηριότητα των μετοίκων. Άλλωστε, όλες οι παραγωγικές εργασίες εκτελούνταν από αυτούς και τους είλωτες, αφού το ιδιότυπο καθεστώς της Σπάρτης δεν επέτρεπε στους ομοίους να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Εξασφαλίστηκε έτσι η αναγκαία οικονομική ασφάλεια και ο απαιτούμενος χρόνος στους πολίτες της Σπάρτης, προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με τις πολεμικές τέχνες, πράγμα που αποτέλεσε το σημαντικότερο από «τα συνεκτικά στοιχεία του σπαρτιατικού οικοδομήματος της κλασικής περιόδου»[41][41].
Σε αντίθεση με τους μετοίκους, οι περίοικοι όχι μόνο δεν στερήθηκαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της γης που καλλιεργούσαν, αλλά και μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, συμμετείχαν στη διανομή των κλήρων της γης των Μεσσηνίων.[42][42] Βέβαια δεν συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή της Σπάρτης, στα συσσίτια και στην αγωγή των νέων καθότι, παρότι Λακεδαιμόνιοι, θεωρούνταν υποτελείς και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Απέλλας, ούτε να εκλέγονται μέλη της Γερουσίας ή Έφοροι.
Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης όμως περιελάμβανε πολλούς περιοίκους, οι οποίοι έφταναν μέχρι το βαθμό του αξιωματικού. Όσο δε η αριστοκρατική Σπαρτιατική κοινωνία ελαττωνόταν αριθμητικά, τόσο αυξανόταν ο αριθμός των περιοίκων στο στράτευμα. Φαίνεται λοιπόν ότι, για κάποιο διάστημα απομακρύνονταν από τις εργασίες τους, προκειμένου να εκπαιδευτούν και να γυμναστούν υπό τις διαταγές των Σπαρτιατών.[43][43] Χωρίς την ουσιαστική αυτή στρατιωτική συμμετοχή τους, ίσως η Σπάρτη να μην αναδεικνυόταν ποτέ ως το πρότυπο της πολεμικής δύναμης της αρχαιότητας. Σημαντική προσφορά στο στρατό της Σπάρτης προσέφεραν επίσης κάποιες νέες κοινωνικές τάξεις μη πολιτών, όπως οι Υπομείονες, οι Τρέσαντες, οι Τρόφιμοι, οι Μόθακες και οι Νεοδαμώδεις, κοινωνικές κατηγορίες ανάμεσα στους περιοίκους και τους είλωτες, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας, που μάστιζε την τάξη των Σπαρτιατών.[44][44]
Β. Είλωτες
Παρότι ο Πολυδεύκης τοποθετεί το καθεστώς των ειλώτων μεταξύ ελευθέρων και δούλων[45][45], η ζωή για τους είλωτες στη Σπάρτη ήταν αρκετά σκληρότερη από αυτή των δούλων της Αττικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο αριθμός τους έφτανε περίπου τους 200.000, πράγμα που σημαίνει ότι ξεπερνούσαν τον ελεύθερο πληθυσμό σε κλίμακα τέτοια, που δεν έχει αντίστοιχό της σε άλλη πόλη.[46][46] Απόγονοι των κατοίκων της προδωρικής εποχής, είχαν κατακτηθεί από ένα μικρό σχετικά σώμα Σπαρτιατών και αποτελούσαν ένα σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας της Σπαρτιατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξεγέρσεως.[47][47] Οι περισσότεροι ήταν υποταγμένοι Μεσσήνιοι και ορισμένοι ήταν κάτοικοι της Λακωνίας.[48][48]
Οι είλωτες στερούνταν πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και αποτελούσαν ιδιοκτησία της πόλης[49][49], απελευθερώνονταν μόνο μετά από απόφαση των αρχών και οι υπόλοιποι Έλληνες τους αντιμετώπιζαν ως ελεύθερους. Οι αρχές της πόλης είχαν απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους. Σε αντίθεση με τους δούλους της Αττικής, δεν πωλούνταν σαν εμπορεύματα, δημιουργούσαν οικογένειες και ήταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ τους λόγω του ότι είχαν την ίδια εθνική ταυτότητα.[50][50] Η βιαιότητα της καταπίεσής τους είναι περιβόητη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μια φορά το χρόνο οι Σπαρτιάτες κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες, «ώστε να μην βαραίνουν τη συνείδησή τους οι φόνοι ειλώτων που γίνονταν στη διάρκεια του έτους». Η περίφημη «κρυπτεία», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αποτελούσε ένα θεσμό εκπαίδευσης των νέων πολιτών, που κρύβονταν την ημέρα και έβγαιναν τη νύχτα με σκοπό να σκοτώσουν είλωτες[51][51].
Κατοικούσαν σκορπισμένοι σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έμεναν απομονωμένοι στους κλήρους των πολιτών ή ζούσαν σε κοινότητες.[52][52] Ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια της γης, αποδίδοντας ένα μέρος της παραγωγής στους ομοίους, κατόχους του γεωργικού κλήρου, και ένα μέρος κρατούσαν για τις ανάγκες της οικογένειάς τους, γεγονός που τους προσέφερε μερικές φορές τη δυνατότητα πλουτισμού[53][53].
Κατά τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες κρατούσαν τους δούλους μακριά από τα όπλα τους, υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι η Σπάρτη διέθετε πολεμικό σώμα που αποτελούνταν μόνο από αυτούς.[54][54] Είναι γεγονός ότι αρχικά οι είλωτες στρατεύονταν μόνο ως «ψιλοί», κωπηλάτες ή συνοδοί των πολιτών-οπλιτών.
Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αναλάμβανε τις μακρινές επιχειρήσεις, αποτελούνταν από είλωτες, που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και ποτέ δεν θίχτηκε η αφοσίωσή τους στην πόλη[55][55]. Η στρατολόγησή τους, βοήθησε ουσιαστικά τη Σπάρτη και στον ατυχή πόλεμο με τη Θήβα. Ενδεικτική, της βοήθειας αυτής, είναι η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει στην απελευθέρωσή τους, πριν ακόμη τους στείλει στη μάχη. [56][56]
...
Επίλογος
Η κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της κλασσικής Αθήνας και Σπάρτης στηρίχτηκε, ποικιλοτρόπως, στην παρουσία ομάδων μη πολιτών, που αποτελούσαν όμως ενεργό μέρος της κοινωνικής ζωής της κάθε πόλης.
Οι μέτοικοι, άνθρωποι ελεύθεροι, προερχόμενοι από όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, προσελκύστηκαν όχι μόνο από την λάμψη της Αθήνας, αλλά και από τους ίδιους τους Αθηναίους, λόγω της σημαντικής οικονομικής ωφέλειας, που αποκόμιζε η πόλη από τις δραστηριότητές τους. Κοινωνικά θεωρούνταν ίσοι με τους πολίτες, αλλά σπάνια τους παρασχέθηκε η δυνατότητα απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων, παρόλη την οικονομική και στρατιωτική προσφορά τους.
Ο θεσμός της δουλείας αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αρχαιοελληνικής κοινωνίας. Οι δούλοι αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για να λειτουργήσει το δημοκρατικό μοντέλο της Αθήνας - αφού αφήνουν στους πολίτες τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά. «Ανδράποδα μισθοφορούντα», αποτελούν περιουσιακό στοιχείο των πολιτών, αλλά και της ίδιας της πόλης, που εκμεταλλεύονται την εργασία τους, δεν έχουν ουσιαστικά κανένα δικαίωμα, ούτε καν της δημιουργίας οικογένειας, η δε ποιότητα ζωής τους εξαρτάται άμεσα από την εύνοια του εκάστοτε κυρίου τους.
Η κλειστή κοινωνία της Σπάρτης δεν είναι προσπελάσιμη από ξένους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν αρμονικά με τους ομοίους, καλλιεργώντας τους δικούς τους κλήρους και ασχολούμενοι με διάφορες παραγωγικές εργασίες, απαγορευμένες στους πολίτες-οπλίτες στης Σπάρτης. Η κοινωνική και στρατιωτική προσφορά τους στην πόλη είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού αφενός μεν η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία – μαζί με αυτήν των ειλώτων- δημιουργεί τις κατάλληλες χρονικές προϋποθέσεις για την συνεχή πολεμική εκπαίδευση των Σπαρτιατών, αφετέρου δε η ουσιαστική παρουσία τους στο στράτευμα, προσέδωσε στο Σπαρτιατικό στρατό μέρος της ονομαστής αίγλης του.
Η κατάσταση των υποδουλωμένων Μεσσήνιων ειλώτων, αποτελεί μομφή για τη Σπαρτιατική κοινωνία. Οι συνεχείς εξεγέρσεις τους αποτελούν το άλλοθι της εξαιρετικά σκληρής μεταχείρισης τους από τους Σπαρτιάτες. Οι συνθήκες εργασίας τους – παρότι δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας – διέπονταν από ένα ιδιότυπο οικονομικό καθεστώς, που τους επέτρεπε όχι μόνο να εξασφαλίζουν τη διαβίωση της οικογενείας τους, αλλά και να πλουτίζουν. Σε δύσκολες δε περιπτώσεις για τη πόλη, ο στρατιωτικός τους ρόλος κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός.
Μέρος από το κείμενο της Φωτεινής Κομνηνού με πρωτότυπο τίτλο «Οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών στην κλασσική Αθήνα και Σπάρτη). Ημερομηνία Δημοσίευσης: 2013-www.historical-quest.com/
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Πρβλ. Μήλιος Α., Η έννοια του ελεύθερου πολίτη, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 35
[67][2] Πρβλ. Flaceliere Rob, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 2000, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, σελ. 59.
[68][3] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200
[69][4] Πρβλ. ο.π. (1), σελ.61
[70][5] Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 60
[71][6] Πρβλ. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Ηράκλειο 1999, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 138
[72][7] δημόσιοι γιατροί, κήρυκες, μισθωτές φόρων, εργολάβοι δημοσίων έργων, Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61
[73][8] βιοτέχνες κατεργασίας δερμάτων, κεραμοποιοί, υφαντουργοί, τραπεζίτες, έμποροι, εισαγωγείς πρώτων υλών Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61
[74][9] Πρβλ. ο.π. (1), σελ. 61
[75][10] Το μέτρο αυτό βέβαια ατόνησε από τον 4ο αιώνα και μετά. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138
[76][11]Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρήτορας Λυσίας, γιος του μέτοικου Κέφαλου από τις Συρακούσες, ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου εργαστηρίου κατασκευής ασπίδων. Πρβλ. Andrewes Ant., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρ. Παναγόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σελ. 184
[77][12] 12 δραχμές οι άνδρες και 6 δραχμές οι γυναίκες που ζούσαν μόνες. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140
[78][13] Πρβλ. . ο.π. (1), σελ. 34
[79][14] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200
[80][15] Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 140
[81][16] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 184
[82][17] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε σύνολο 16.000 οπλιτών, οι 3.000 περίπου ήταν μέτοικοι και όσο αφορά την εφεδρική άμυνα αντιστοιχούσαν 23 μέτοικοι για κάθε 100 πολίτες. Σημειώνουμε επίσης, ότι ήταν υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν με δικά τους οικονομικά μέσα τον οπλισμό τους. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140
[83][18] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138
[84][19] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 199
[85][20] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 141
[86][21] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 146
[87][22] Πρβλ. ο.π. (8), στο ίδιο, σελ. 205
[88][23] Πρβλ. ο.π. (1)., σελ. 36
[89][24] Αγορές δούλων υπήρχαν στη Δήλο, τη Χίο, τη Σάμο, το Βυζάντιο, την Κύπρο , ακόμη και στο Σούνιο και την Αγορά. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 67
[90][25] Πρβλ. Finley M.I., Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ινστιτούτου του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, σελ. 125.
[91][26] Λέγεται ότι ο στρατηγός Νικίας εκμίσθωνε περίπου 1.000 δούλους. Πρβλ. ο.π. (25), σελ. 207
[92][27] Πρβλ. ο.π. (4), σελ.142.
[93][28] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 143
[94][29]Αργότερα τους δόθηκε το δικαίωμα να καταγγέλλουν ιερόσυλες πράξεις ή καταχρήσεις, με την προοπτική να κερδίσουν την ελευθερία τους εάν οι κατηγορίες αποδεικνύονταν αληθινές. Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 143.
[95][30] Στην «δημοτική αστυνομία» της εποχής, υπηρετούσαν περίπου 1.000 Σκύθες τοξότες, επίσης οι γραφείς ζούσαν όπως οι ελεύθεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 144
[96][31] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 208
[97][32] Πρβλ. ο.π. (4)σελ. 145.
[98][33] Πρβλ. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των Αθηναίων, Δημοσιεύματα της επιτροπής ερευνών, τόμος 2, Αθήνα 1995, σελ 62.
[99][34]Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το γεγονός του 413 π.χ., που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη, όταν οι Σπαρτιάτες είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Αθήνας, 20.000 δούλοι – κυρίως από τα λατομεία του Λαυρίου - διέφυγαν από την Αττική και προσχώρησαν στις γραμμές του εχθρού. ο.π. (8), σελ. 211.
[100][35] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 144
[101][36] Πρβλ ο.π. (8), σελ. 205
[102][37]Έτσι μια δύναμη έξι χιλιάδων δούλων εργατών θα απέφερε εισόδημα εξήντα τάλαντα το χρόνο, ποσό που θα μπορούσε να καλύψει το μισθό των κωπηλατών ενός στόλου εξήντα πλοίων, για δύο μήνες. Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 207
[103][38] Λέγεται ότι ο μέτοικος Κέφαλος απασχολούσε στο εργαστήριο του περίπου 120 δούλους. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 69.
[104][39] Πρβλ. ο.π. (4),σελ. 144
[105][40] Πρβλ. Μπιργάλιας Ν. , Ο αρχαίος Δημίσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις:δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. σελ. 186.
[106][41] Πρβλ. ο.π. (1) σελ.77
[107][42] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 173
[108][43] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 228
[109][44] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 192-195
[110][45] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 53
[111][46] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 51
[112][47] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 149.
[113][48] Πρβλ. Ο.π. (41) σελ. 187
[114][49] Πρβλ. ο.π. (1) σελ. 38
[115][50] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 31
[116][51] Βλ. ο.π. (8), σελ. 212.
[117][52] Πρβλ. Mosse Cl. , Ο Έλληνας άνθρωπος και η οικονομία, στο Vernant J.P., Ό Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, Αθήνα 1996, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 56.
[118][53] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 187
[119][54] Θεωρείται ότι η δεύτερη κύρια πηγή στρατολόγησης, ήταν οι Είλωτες. Γύρω στο 400-390, στάλθηκε από τη Σπάρτη στη Μ.Ασία, ένα εκστρατευτικό σώμα , που αποτελούνταν από 3.000 είλωτες, επικεφαλείς των οποίων ήταν οι «Αρμοστές». Επίσης στην εκστρατεία του Βρασίδα στο Βορρά, συμμετείχαν περίπου 700 είλωτες. Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 241-242
.............
Βιβλιογραφία
1. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των Αθηναίων, Δημοσιεύματα της επιτροπής ερευνών, τόμος 2, Αθήνα 1995, σελ. 60 – 62 και 124 -131\
2. Andrews Antony, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρ. Παναγόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983
3. Vernant Jean-Pierre, Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 45-92
4. Κοιλιάρη Αγγελική, Ξένος στην Ελλάδα, Μετανάστες, Γλώσσα και κοινωνική ένταξη, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.
5. Λαμπριανίδης Λόης, Λυμπεράκη Αντιγόνη, Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 87-186
6. Μαρβάκης Αθ., Παρσάνογλου Δ., Παύλου Μ. (επιμέλεια), Μετανάστες στην Ελλάδα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σελ. 81-127
7. Μήλιος Α., Μπιργάλιας Ν., Παπαευθυμίου Ελ., Πετροπούλου Α., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000
8. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σελ. 129 - 154
9. Finley M.I., Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, τόμος 2ος, μτφρ. Μ.Καρδαμίτσα, εκδόσεις του Ινστιτούτου του βιβλίου-Α.Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998, σελ.11-33 και 48 –133
10. Flaceliere Robert, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γερασ. Βανδώρου, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σελ.44-73
Οι μη πολίτες στην κλασική Αθήνα και Σπάρτη
Κ. Καλογερόπουλος (MA) in Anthropology
Διερευνώντας το status της έννοιας του μη πολίτη στην αρχαιότητα θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τα χαρακτηριστικά των πληθυσμιακών ομάδων των μη πολιτών σε δύο διαφορετικές πόλεις με παράλληλη πορεία στους αρχαίους χρόνους, την Αθήνα και τη Σπάρτη, να οριοθετήσουμε την προσφορά τους στη ζωή της πόλης και -στο βαθμό που τούτο είναι εφικτό- να τις συγκρίνουμε με τις πληθυσμιακές ομάδες υπηκόων βορειοτέρων χωρών, που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στην σύγχρονη Ελλάδα. Από την εποχή συγγραφής του παρόντος, πολλά άλλαξαν δραματικά σε σχέση με το μεταναστευτικό ζήτημα, ωστόσο οι αναλογίες παραμένουν, υποδεικνύοντας την παραμορφωμένη ενίοτε οπτική γωνία με την οποία εξετάζουμε το φαινόμενο μετανάστευση και τα συναφή πολιτικά δικαιώματα.
Παρόλο που οι δούλοι και οι είλωτες σε Αθήνα και Σπάρτη αντίστοιχα ανήκουν στην κατηγορία των μη πολιτών, δεν θα ασχοληθούμε μαζί τους, καθώς τούτο έχει γίνει εκτενώς σε προηγούμενη δημοσίευση. Ωστόσο, καθίσταται σχεδόν απαραίτητο να αναφερθούμε στην ιδέα του πολίτη και του μη πολίτη και να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο της κάθε έννοιας στις πιθανές διαστρωματώσεις της, ώστε να δούμε τον γενικό κανόνα πίσω από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα της κάθε μίας πόλης χωριστά και να αιτιολογήσουμε γιατί στις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών δεν περιλαμβάνεται ο γυναικείος πληθυσμός, που σαφώς στερείται πολιτικών δικαιωμάτων.
Πολίτες και μη πολίτες
Στα Πολιτικά ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι η πόλις δε χρειάζεται να συνδυάζεται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση[1]. Όμως, η έννοια της χωρικής οριοθέτησης είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την έννοια της πόλης-κράτους και πολύ περισσότερο με την ιδέα της υπηκοότητας. Η παροχή της ιδιότητας του πολίτη και η διάκρισή του από τον μη πολίτη ανήκει στο σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε βάσει πολιτικοοικονομικών συγκυριών και θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας, χαρακτηριστικά παραδείγματα των οποίων αποτελούν η Σπάρτη και η Αθήνα.
Ως πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες θεωρούμε εκείνες που διαμορφώνουν την ιδεολογική σχέση πόλης-κράτους και πολίτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και τη διάκρισή του από τον μη πολίτη. Είναι εκείνες που διαμόρφωσαν την ιδεολογία του τι είναι βέλτιστος πολίτης και την ίδια στιγμή ευνόησαν την συμμετοχή των μη-πολιτών στα οικονομικά δρώμενα της πόλης-κράτους[2]. Ως θρησκευτικές πεποιθήσεις εννοούμε το ρόλο που έπαιξαν τα τοπικά ιερά -αστικά ή μη- στην εδραίωση μιας θρησκευτικής συνοχής[3], από την οποία εξαρτάτο άμεσα η ιδιότητα του πολίτη και η διαφορά του από τον μη πολίτη. Σε ένα πρωτογενές επίπεδο ο νόμος είναι συνέπεια της ιδέας του ιερού. Το ιερό στις αρχαϊκές κοινωνίες επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς και οι κανόνες συμπεριφοράς στην ιστορική τους πορεία καταγράφονται ως νόμοι, γύρω από τους οποίους συσπειρώνεται μια κοινότητα με θρησκευτική ενότητα. Ο ξένος δεν μπορεί να συμμετέχει στη λατρεία του ιερού, δεσμευμένος από τις ευλογίες ή τις κατάρες που ξεστομίζονται για την προστασία της κοινότητας[4]. Η παρουσία του είναι μίασμα, είναι tabu για τη θρησκευτική λειτουργία και συνεπώς δεν μπορεί να υπερβεί την αόρατη διαχωριστική γραμμή που περιβάλλει και προστατεύει τον γνήσιο πολίτη ως μέλος μιας κοινότητας.
Αυτός είναι και ο βασικότερος πιθανώς λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να εντάξουμε τις γυναικείες πληθυσμιακές ομάδες στην κατηγορία των μη πολιτών, παρόλο που εμφανώς οι γυναίκες της αρχαιότητας στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Η γυναίκα ως ιέρεια είναι απόλυτα αναγκαία για την λειτουργία του ιερού και η παρουσία της –τουλάχιστον στα Θεσμοφόρια και τα Παναθήναια- εγγυάται τη σχέση της γης και του θεσμού πόλης-κράτους Ακόμα και ο Αριστοτέλης με τους αυστηρούς ενίοτε διαχωρισμούς του αναφέρει έστω και καταχρηστικά τον όρο πολίτιδα[5], γεγονός που αιτιολογεί εν μέρει την θέση μας. Ένας άλλος λόγος είναι ο ρόλος της γυναίκας στην εξασφάλιση της κληρονομικής διαδοχής και συνεπώς του κληρονομικού δικαιώματος του πολίτη[6].
Μη πολίτες, λοιπόν, στην αρχαιότητα θεωρούνταν όλοι εκείνοι οι ελεύθεροι πολίτες που δεν πληρούσαν τις πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές προϋποθέσεις του πολίτη. Δεν διέθεταν ακίνητη περιουσία ή πρόσβαση στην πολιτική ιεραρχία και συνεπώς δεν μπορούσαν να παρέμβουν στις αποφάσεις της πόλης–κράτους[7]. Ας δούμε τώρα με ποιο τρόπο συνυπήρξαν με τους γνήσιους πολίτες οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ελληνικών πόλεων, την Αθήνα και τη Σπάρτη.
Αρχαία Αθήνα
Στην Αθήνα οι μέτοικοι είναι εκείνοι που απαρτίζουν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα χορηγούνταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μη πολίτες πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη και μπορούσαν να γίνουν ισοτελείς[8], αλλά όχι πολίτες[9]. Αυτή ήταν η προστασία του συστήματος, καθώς ο ξένος δεν μπορούσε να συμμετέχει στις αποφάσεις του δήμου ή να διεκδικήσει κάποιο είδος πολιτικής εξουσίας. Όσον αφορά στην οικονομική βοήθεια της αθηναϊκής δημοκρατίας προς τους μη πολίτες ήταν μάλλον ανύπαρκτη, καθώς δεν δικαιούνταν μισθού. Αντίθετα, υπήρξαν οικονομικές υποχρεώσεις των μετοίκων προς την πόλη, όπως το μετοίκιον[10], που συγκαταλεγόταν στα επίσημα έσοδα του κράτους ή τα θεωρικά (για τους εύπορους μέτοικους). Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατόρθωσε, παρά το γόνιμο σπόρο της, να μεταβληθεί σε οικονομική δημοκρατία. Το μικρό χρονικό διάστημα των μεταρρυθμίσεων που απέδωσαν μετά τους περσικούς πολέμους ένα είδος οικονομικής δημοκρατίας, δε διατηρήθηκε επί μακρόν και δεν αγκάλιασε τις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών.
Ο αριθμός των μη πολιτών είναι πρακτικά αδιευκρίνιστος. Οι πόλεις στην κλασική περίοδο ήταν πληθυσμιακά μικρές. Δεν αριθμούσαν στην πλειονότητά τους πάνω από 10.000 πολίτες με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της αριθμούσε περίπου 45.000 πολίτες, άτομα δηλαδή που είχαν πολιτικά δικαιώματα[11]. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Κατ’ εκτίμησιν, λοιπόν, υπολογίζουμε ένα ποσοστό που αγγίζει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας, αν υποτεθεί ότι στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της ο συνολικός πληθυσμός έφθανε τον εκπληκτικό για την εποχή αριθμό των 100.000 περίπου ατόμων.
Οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στις στρατιωτικές δραστηριότητες ως στρατιώτες κυρίως σε συνοριακά φυλάκια[12], όπως επίσης και στους περισσότερους παραγωγικούς τομείς και όσον αφορά στο εμπόριο, ο ρόλος τους είναι κυριαρχικός[13]. Τα μεγάλα δημόσια έργα[14], οι περισσότερες βιοτεχνίες και αρκετά επαγγέλματα που σχετίζονταν με τις επιστήμες, τις τέχνες, την φιλοσοφία και την ρητορική είχαν περιέλθει στα χέρια τους[15]. Ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιππόδαμος, ο Αριστοτέλης και άλλες σημαντικές φυσιογνωμίες της κλασικής Αθήνας είναι παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων που δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στο πολιτικοοικονομικό σύστημα της Αθήνας υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όσον αφορά στα δικαιώματα του πολίτη και του μη-πολίτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο ιδιοκτήτης γης -πολίτης Αθηναίος- έχει την εξουσία και τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και των φορέων του, ενώ ο μη-πολίτης είναι μέλος αυτής της οργανωμένης κοινωνίας με σημαντική προσφορά τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, αλλά ξένος[16] σε εκείνα τα θέματα που αφορούν στα προνόμια του γνήσιου Αθηναίου, (πολιτική ιεραρχία, ακίνητη περιουσία, ιερατικά και στρατιωτικά αξιώματα).
Αρχαία Σπάρτη
Στην Σπάρτη, ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο, οι γνήσιοι πολίτες ή όμοιοι ήταν θεωρητικά ίσοι. Οι μη πολίτες, ελεύθεροι κάτοικοι των περιχώρων, ή περίοικοι, ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας χωρίς να διαθέτουν λόγο στον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων[17].
Το κοινωνικό σύστημα που διαμόρφωσε την σχέση πολιτών και μη πολιτών στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος είναι διαφορετικό και βασίζεται σε μια μοναδική παραδοχή. Στην Σπάρτη ο πολίτης είναι ταυτόχρονα και στρατιώτης, όμως ο κλήρος του ανήκει ουσιαστικά στο κράτος. Επίσης, οι Σπαρτιάτες δεν σχετίζονται με παραγωγικά επαγγέλματα, αφού η προεξέχουσα ιδιότητά τους είναι η στρατιωτική[18]. Η συμμετοχή των πολιτών στις μεγάλες αποφάσεις της πόλης ήταν μάλλον περιορισμένη[19], πολύ περισσότερο για τους περίοικους, που συνέθεταν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Οι περίοικοι στην περίπτωση της Σπάρτης είναι οι κάτοικοι που ζουν στις περιοχές γύρω από τις τέσσερεις κώμες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Σπαρτιάτες πολίτες[20]. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η σπαρτιατική ισονομία δεν είναι άμοιρη της κατοχής γης. Η ύπαρξη πλουσίων Σπαρτιατών και μεγάλων γαιοκτημόνων θέτει αμφισβητήσεις στο θέμα της ισότητας, τουλάχιστον όσον αφορά στο θέμα της οικονομίας και των επιδράσεών της στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος[21].
Όποια εκδοχή και αν θεωρήσουμε ορθή για την καταγωγή των περίοικων, εκείνη του Έφορου ή εκείνη του Ισοκράτη, οι περίοικοι φαίνεται πως διατηρούσαν σχετική αυτονομία οικονομική και δικαιϊκή στους δήμους τους και συμμετείχαν ισότιμα στις πολεμικές επιχειρήσεις ως οπλίτες[22]. Αποκαλούνταν γενικώς Λακεδαιμόνιοι και δεν εκδήλωναν εχθρικές διαθέσεις προς τη Σπάρτη. Ασκούσαν το επάγγελμα του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου ή του αλιέα, καλύπτοντας το παραγωγικό κενό των ομοίων. Η οικονομική τους δραστηριότητα όμως παρέμεινε περιορισμένη, εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.
Ο αριθμός της πληθυσμιακής ομάδας των περιοίκων είναι ουσιαστικά άγνωστος, εξαιτίας έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων. Δεν μπορούμε εδώ να ακολουθήσουμε τον κανόνα της αναλογίας 1/3, καθώς η Σπάρτη φαίνεται εξαιρετικά ολιγάριθμη ως προς τα μέλη της κοινωνία. Οι 8-9.000 Σπαρτιάτες πολίτες[23] σαφώς ήταν υποδεέστεροι αριθμητικά από τους περιοίκους. Άλλωστε, η αριθμητική έλλειψη και οι αυστηροί κανόνες αστυνόμευσης των μη πολιτών συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρατηρούμε, λοιπόν και στην περίπτωση της Σπάρτης μια χαρακτηριστική συμμετοχή της πληθυσμιακής ομάδας των μη-πολιτών, σε παραγωγικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο περιορισμός της στον παραγωγικό τομέα ήταν επ΄ ωφελεία της σπαρτιατικής κοινωνίας, η οποία διατηρούσε μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το σύνολο των τεχνικών επαγγελμάτων[24].
Συμπεράσματα και συγκρίσεις
Αν αναγάγουμε την έννοια περίοικος και μέτοικος στη σύγχρονη πραγματικότητα, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την εικόνα του μετανάστη. Όχι μόνο του διεθνούς αλλά και του εσωτερικού μετανάστη του ‘50 και του ’60, των δύο δεκαετιών που σημάδεψαν το ελληνικό αστυφιλικό φαινόμενο. Ωστόσο, για λόγους μεθοδολογίας δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την εσωτερική μετανάστευση με την συρροή των μετοίκων ή και των περιοίκων ακόμα στις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας, καθώς η Ελλάδα του σήμερα είναι μια ενιαία κρατική οντότητα και όχι ένα σύνολο διεσπαρμένων κρατιδίων.
Τα ρεύματα της σύγχρονης μετανάστευσης και η άφιξη πληθυσμιακών ομάδων που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στην ελλαδική επικράτεια, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με εκείνα τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης που διαμόρφωσαν το σώμα των μη πολιτών στις μεγάλες πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να εντοπίσουμε πως η σύγκριση ανάμεσα στο ζωντανό παρόν και το νεκρό παρελθόν, για το οποίο εμμέσως προσπαθούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, είναι ενίοτε παρακινδυνευμένη.
Το γεγονός είναι ότι οι πληθυσμιακές ομάδες μεταναστών –το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων συνθέτουν οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι και οι Πολωνοί[25] ( © Κ. Καλογερόπουλος 2003 ) και στην σύγχρονη πραγματικότητα οι Σύροι, οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί κ.ά- ως σύγχρονοι μέτοικοι έχουν να αντιμετωπίσουν τον εθνικό μύθο, που έχει χτιστεί πάνω στην κοινή παραδοχή μιας εθνοτικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ομοιογένειας του ελληνικού πληθυσμού[26]. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η πόλις-κράτος –πιθανώς εξαιτίας της περιορισμένης έκτασής της- διέθετε αποτελεσματικότερο τρόπο ελέγχου του μεταναστευτικού ρεύματος και σαφώς ορθολογικότερο τρόπο εκμετάλλευσης του ανθρώπινου δυναμικού που της παρείχε.
Η ελληνική κοινωνία δέχθηκε και δέχεται χιλιάδες μετανάστες[27], χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο[28]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σπασμωδική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας (βλ. φαινόμενο Τσενάι) και την αφύπνιση της συλλογικής μνήμης σε σχέση με την μεταναστευτική εμπειρία του ίδιου του ελληνικού λαού. Στο μακρινό παρελθόν δεν διακρίνεται η ίδια σπασμωδική αντίδραση[29], πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μετανάστης της αρχαιότητας είχε να αντιμετωπίσει εξαρχής ένα δομημένο σύστημα συμπεριφοράς και πολιτικής το οποίο είτε αποδεχόταν είτε όχι.
Τα θρησκευτικά κριτήρια για την αποδοχή της εικόνας του μετανάστη εμφανίζουν δυνατότητες αναλογικής σύγκρισης, ιδιαίτερα μετά τις ομαδικές βαπτίσεις Αλβανών μεταναστών που είχαν ως στόχο την αλλαγή της εικόνας τους στην κοινή γνώμη, την διευκόλυνση της ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία και την διεκδίκηση της πολιτικής νομιμότητας. Όσον αφορά τώρα στην προσφορά τους, οι σύγχρονοι μετανάστες –τουλάχιστον εκείνοι της πρώτης γενεάς- ανέλαβαν την την διαχείριση επαγγελμάτων που θεωρούνται κατώτερα ή υποτιμητικά για την ελληνική κοινή γνώμη και αναλογικά θυμίζουν τους χειρώνακτες του Αριστοτέλη, τους μέτοικους και τους περίοικους, που αναλάμβαναν την εκτέλεση βαρέων επαγγελμάτων στην αρχαιότητα. Η συμβολή των μεταναστών, στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος είναι σημαντική, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη σχετική νομιμοποίηση και την ένταξή τους στο φορολογικό σύστημα.
Τα στρατιωτικά κριτήρια δεν παρουσιάζουν προς το παρόν αναλογίες, εκτός και αν υπάρξουν σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης για την παροχή διπλής ιθαγένειας, οι οποίες θα περιέχουν και την διάταξη της υποχρεωτικής στράτευσης. Μια τέτοια διάταξη ευνοεί ιδιαίτερα χώρες με υψηλούς αριθμούς μεταναστών όπως η Ελλάδα, η Γερμανία και η Αγγλία, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολη έως αδύνατη η εφαρμογή της προς το παρόν, παρόλο που το συγκεκριμένο μοντέλο εφαρμόζεται στις Η.Π.Α.
Βάσει των παραπάνω, η γενική εικόνα που διαμορφώνεται από την ανάλυση της έννοιας μη πολίτης αναδεικνύει τη δυναμική και τη ρευστότητα των πληθυσμιακών μοντέλων τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στην σύγχρονη εποχή. Σήμερα, σε μια εποχή παγκόσμιων πληθυσμιακών αλλαγών και ανακατατάξεων, το μάθημα που αντλείται από τη σχέση περιοίκων ή μετοίκων και πολιτών είναι επίκαιρο και υποδεικνύει το τι δεν πρέπει να γίνει, προκειμένου να αποφευχθούν ιδιαίτερα οδυνηρές τριβές για την ανθρωπότητα στο εγγύς μέλλον.
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Finley M.I. (1985), Ancient History, Evidence and Models, London: Chatto & Windus.
Manville Ph. B., The Origins of Citizenship in Ancient Athens, Princeton University Press, (Princeton NJ, 1990).
Ελληνική και ελληνόγλωσση
Andrewes Α., (1987), Αρχαία Ελληνική Κοινωνία2, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
Borgeaud P. κ. ά, (1996), Ο έλληνας άνθρωπος4, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαρβάκης Αθ. και άλλοι (επιμ.), (2001)Μετανάστες στην Ελλάδα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μήλιος Α. κ.ά, (2000), Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, Πάτρα: Ε.Α.Π.
Νιτσιάκος Β. Μαρτυρίες αλβανών μεταναστών, Οδυσσέας, (Αθήνα 2003).
Polignac F. de, Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, μτφρ. Ν. Κυριαζόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000).
Σακελλαρίου Μ.Β., Η αθηναϊκή δημοκρατία2, Ηράκλειο: Παν. Εκδ. Κρήτης.
Περιοδικός Τύπος
Εφημ. Καθημερινή 1/2/99
Πηγές
Κατσαρός Β., (επιμ.), (2002), Λεξικό Σουϊδα, Αθήνα: Θύραθεν.
Σημειώσεις – Παραπομπές
[1] Ιστορικά, οι πολίτες διάφορων πόλεων-κρατών μετακίνησαν απλά ολόκληρο το κράτος τους σε μια νέα θέση. Είναι κλασικό το παράδειγμα των Ίωνων της Φώκαιας και της Τέω, που μετέφεραν τις πόλεις τους στην Ιταλία (Ελέα) ή τη Θράκη (Άβδηρα) αντίστοιχα, για να αποφύγουν τον πέρση βασιλέα Κύρο. Βλ. επίσης, Manville Ph. B., (1990), σ. 39.
[2] Η άρνηση εν γένει του Αριστοτέλη να αποδώσει την ιδιότητα του πολίτη στον χειρώνακτα, αντανάκλαση της γενικότερης ιδεολογίας της εποχής του, αφήνει ένα παραγωγικό κενό που ευνοεί κατά την άποψή μας την αθρόα συρροή μετοίκων. Περισσότερα για το θέμα βλ. Borgeaud P., (1996), σ. 67.
[3] Polignac F. de, (2000), σ. 113.
[4] Βλ. Λεξικό Σουϊδα, σ. 414, λήμμα Εξαράσασθαι. «το εκτελέσαι τα αράς, τουτέστι τας ευχάς ας επί ταις ιδρύσεσι των ναών ειώθασι ποιείσαι».
[5] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 129, σημ. 2.
[6] Finley (1985), σ. 92
[7] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 132.
[8] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 138
[9] Οι τραπεζίτες Πασίων ή ο Φορμίων που απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα είναι σπάνιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν μάλλον τον κανόνα. Βλ. Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σσ. 36-37.
[10] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140.
[11] Andrewes (1987), σ. 104 «Όχι βέβαια ότι στην Αθήνα παρακολουθούσαν ταχτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου περισσότεροι από ένα μικρό ποσοστό (σε εποχή που μπορεί να υπήρχαν ακόμη και 45 χιλιάδες πολίτες με δικαίωμα ψήφου), …».
[12] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140.
[13] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 139.
[14] Andrewes (1987), σσ. 206-208.
[15] Andrewes (1987), σ. 177
[16] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 139
[17] ό.π. Andrewes, 98.
[18] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 49
[19] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 94. Βλ. Επίσης Andrewes σ. 98.
[20] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 37.
[21] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 18.
[22] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 185. Βλ., επίσης, Andrewes (1987), σ. 242.
[23] Andrewes (1987), σ. 98.
[24] Borgeaud P. κ. ά, (1996), σ. 153.
[25] Μαρβάκης Αθ. (2001), σ. 109
[26] Μαρβάκης Αθ. (2001), σ. 21.
[27] Από στοιχεία του Ο.Α.Ε.Δ. και του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας ο αριθμός των σύννομων μεταναστών ανέρχεται στο 1.000.000. Το 50% διαμένει στην Αθήνα. Βλ. επίσης Καθημερινή 1/2/99, 6
[28] Νιτσιάκος Β. (2003), 15
[29] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140
© Κ. Καλογερόπουλος 2003
ΔΕΙΤΕ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ