Ο Λίβιος Ανδρόνικος (280/260 π.Χ. - 200; π.Χ.) θεωρείται ο πατέρας του ρωμαϊκού δράματος και έπους.
Lucius Livius Andronicus
Ο ίδιος ήταν Ελληνικής καταγωγής[1] από τον Τάραντα, τη θεατρόπολη της μεγάλης Ελλάδας , και βρέθηκε στη Ρώμη ως αιχμάλωτος πολέμου. Πρέπει να υπηρέτησε ως δάσκαλος στην οικογένεια των Λιβίων, οι οποίοι αργότερα τον ελευθέρωσαν, από όπου πήρε και το όνομα Λίβιος. Ίδρυσε σχολή και δίδασκε ελληνικά και λατινικά.Το έτος 207 π.Χ. επί υπατείας του Μάρκου Λίβιου Σαλινάτορα του ανατέθηκε από την πολιτεία η σύνθεση μιας λιτανευτικής ωδής, για ένα χορό παρθένων με σκοπό την αποτροπή κακών οιωνών . Στη συνέχεια , για να ευχαριστήσει τον ποιητή η πολιτεία παραχώρησε στο "σύλλογο τον γραφέων και ηθοποιών" το ναό της Αθηνάς στον Αβεντίνο λόφο ως τόπο συγκέντρωσης και λατρείας , καθιστώντας με αυτό τον τρόπο την Αθηνά προστάτιδα της ποίησης και του θεάτρου ( αντί του Διονύσου που είχαν οι Έλληνες ).
Ο Ανδρόνικος μετέφρασε ελληνικά ή συνέθεσε δικά του έργα στα λατινικά βασισμένος σε ελληνικά πρότυπα . Το έπος του Odusia πραγματεύεται ένα μέρος της Ιταλικής προϊστορίας και γίνεται το βασικό σχολικό βιβλίο των Ρωμαίων ( όπως και τα Ομηρικά έπη για τους Έλληνες ) μέχρι την εμφάνιση της Αινειάδας από τον Βιργίλιο. Έγραψε κωμωδίες, τραγωδίες και λυρική ποίηση μεταφυτεύοντας στα έργα του ελληνικά στοιχεία και πρότυπα. Από τα έργα του σώζονται μόνον αποσπάσματα στα έργα του Φλάκκου, του Γέλλιου και του Νόνιου.
Ο πατέρας των λατινικών γραμμάτων
Ο Τάραντας ήταν η μεγαλύτερη ελληνική πόλη-λιμάνι της νοτιοανατολικής Ιταλίας που κατακτήθηκε το 272 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Οι μαύρες μέρες της σκλαβιάς ξεκίνησαν, τρία μόλις χρόνια αφότου ο Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου άφηνε τα άγια χώματα της Μεγάλης Ελλάδας. Η τύχη του Ελληνισμού της περιοχής είχε κριθεί, μιας και οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν όσο έπρεπε, αφού αναλίσκονταν σε εμφύλιους πολέμους, σπαταλώντας έτσι τις δυνάμεις τους.
Ανάμεσα στους πολλούς που υποδούλωσαν οι Ρωμαίοι ήταν και ο Ανδρόνικος που ήταν τότε μικρό παιδί. Ο Ανδρόνικος γεννήθηκε το 284 π.Χ. περίπου στον Τάραντα. Εκτός από τους ανθρώπους οι Ρωμαίοι λαφυραγώγησαν την πόλη παίρνοντας μαζί τους πολλά αγάλματα, μεταξύ των οποίων και ένα κολοσσιαίο άγαλμα ύψους 14 μέτρων, καθώς και άλλα τεχνουργήματα. Κοινή είναι η μοίρα όλων των ηττημένων σ’ όποια εποχή και να ζουν. Ευτυχώς ο μικρός Ανδρόνικος έπεσε σε καλά χέρια και ο κύριός του, ο Λίβιος Σαλινάτωρας, του έδωσε καλή μόρφωση, διδάσκοντάς του την ελληνική και την λατινική γλώσσα, μιας και όταν τον πήρε κοντά του ήταν ένα αγόρι μόλις 8 ετών.
Ο Ανδρόνικος μεγαλώνοντας έγινε ένας έξυπνος άντρας που αγαπούσε σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Ο Λίβιος Σαλινάτωρας τον εκτιμούσε πολύ και γι’ αυτό τον απελευθέρωσε. Μετά από λίγο καιρό ο Λίβιος πολιτογραφήθηκε Ρωμαίος πολίτης. Από τότε και σε ένδειξη τιμής για τον κύριό του που του φέρθηκε τόσο καλά, πήρε το όνομά του και ονομάστηκε Λεύκιος Λίβιος Ανδρόνικος.
Ξεκίνησε μεταφράζοντας στα λατινικά τα δυο γνωστότερα έπη των Ελλήνων, την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε στους Ρωμαίους τα πρώτα τους έπη, που από τότε διδάσκονταν στα ρωμαϊκά σχολεία την μετάφραση του Λίβιου Ανδρόνικου.
Το 240 π.Χ., όντας πλέον ένας καταξιωμένος γραμματοδιδάσκαλος, δίδασκε στα παιδιά των Ρωμαίων ελληνικά και λατινικά. Εκείνη την χρονιά ανέβασε στην Ρώμη το πρώτο του δράμα ρωμαϊκού θεάτρου, βασισμένο βέβαια σε Ελληνικά πρότυπα. Αυτό το δράμα καταγοήτευσε τους Ρωμαίους και από τότε καθιερώθηκε η δραματική ποίηση στην Ρώμη. Έγραψε πολλές τραγωδίες, κωμωδίες και λυρικά ποιήματα, που χάθηκαν όμως στο διάβα του χρόνου. Επίσης, έπαιζε και ως ηθοποιός τα έργα του όπως συνηθίζονταν στην αρχαιότητα. Έγινε γνωστός σε όλους τους Ρωμαίους σαν τον άνθρωπο που εισήγαγε την ελληνική παιδεία στο σπίτι του κάθε Ρωμαίου. Μετέφρασε στα λατινικά από τα ελληνικά τις εξής τραγωδίες: Αχιλλεύς, Αίας ο Μαστιγοφόρος, Αίγισθος, Ερμιόνη, Τρωικός ή Δούρειος Ίππος. Έγραψε επίσης 3 κωμωδίες στα λατινικά αντιγράφοντας τα ελληνικά πρότυπα.
Το 207 π.Χ. ο Ανδρόνικος έγραψε έναν ικετήριο ύμνο που θα ψάλλονταν από 9 παρθένες προς τιμήν κάποιου θεού και χάρις σ’ αυτό το ποίημα οι Ρωμαίοι τον έκαναν πρόεδρο της ακαδημίας των ποιητών (collegiam poetarum). Ένωσε με την γραφή του την ελληνική με την ρωμαϊκή φιλολογία, που τότε ήταν στα σπάργανά της. Ο Ανδρόνικος ήταν ένας από τους λόγους που ο περίφημος Ρωμαίος ποιητής Οράτιος έγραψε πως, «Η Ελλάς καταληφθείσα, τον άγριον νικητή κατέκτησε, και τις τέχνες εισήγαγε είς το αγροίκο Λάτιον», θέλοντας να υποδηλώσει πόσο πολύ οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν στα γράμματα και τις τέχνες από τους Έλληνες.
Δείγματα μετάφρασης της ομηρικής Οδύσσειας από τον Λίβιο Ανδρόνικο
(επιμέλεια: Λ. Πόλκας)
(α) Oμήρου Oδύσσεια, α 1:
ἄνδρα μοι ἔννεπε Μοῦσα, πολύτροπον
[Λίβιος Aνδρόνικος, απόσπ. 1 Warm.: virum mihi, Camena, insece versutum. ]
Σχόλιο:
Στην Odyssia του (Λίβιου Aνδρόνικου) οι ελληνικές "μούσες" γίνονται Camenae (όπως ονόμαζαν οι Pωμαίοι τις αυτόχθονες κρηναίες θεότητες, προς τιμήν των οποίων ήταν στημένος βωμός από τη λ. Porta Capena). Η Mνημοσύνη, μητέρα των μουσών, τρέπεται σε Moneta ( αρχικά επίθετο ―από τη ρίζα του ρήματος monerre― αδήλου σημασίας, για τη Iuno) και τη Mοίρα σε Morta.
(β) Oμήρου Oδύσσεια, ε 297:
καὶ τότ' Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ
[Λίβιος Aνδρόνικος, απόσπ. 18 Warm.: igitur denum Ulixi cor frixit prae pavore. ]
Σχόλιο:
Xαρακτηριστική εδώ είναι η αντικατάσταση της ομηρικής μεταφοράς λύσις γονάτων και ήτορος με τη λιβιανή, πάγωμα της καρδιάς. H αντικατάσταση της μεταφοράς αυτής ήταν περίπου υποχρεωτική: προκειμένου να λειτουργήσει ως ποιητικό κείμενο η λατινική μετάφραση όφειλε να αποβάλει ως ξένο σώμα το ελληνικό στοιχείο. […] H δοκιμή του Aνδρόνικου έγινε δυνατή με την προσφυγή του σε κάποια άλλα ομηρικά παραδείγματα (δεδομένου ότι η Iλιάδα και η Oδύσσεια προσφέρουν παράλληλα για τη χρήση του ρίγους ως συνεκδοχικής έκφρασης φόβου: Oδ. 23.215-16 θυμὸς … ἐρρίγει· το λατινικό frigus -oris *srigos, ελλ. ῥῖγος)· ο συνδυασμός ωστόσο Ulixit cor frixit είναι επινόηση του Λίβιου που βγάζει "ρωμαϊκό ήχο", και δεν είναι τόσο εξεζητημένο να υποθέσουμε εδώ μιαν ατελή έστω παρετυμολόγηση του ονόματος του ήρωα.
[I.N. Kαζάζης, "Aπό την πρώιμη μεταφραστική πράξη των Pωμαίων: Livius Andronicus, Quintus Ennius, Caecilius Statius", Φιλόλογος 42 (1985) σ.299, 303-304]
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
2.1. Οι Ρωμαίοι και το μεταφραστικό τους έργο
H μετάφραση, ιδίως η λογοτεχνική, ως έννοια και πράξη, είναι επινόηση των Pωμαίων [1]. Ο όρος βέβαια "μετάφραση" κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κάλυπτε ευρύ φάσμα εννοιών: από τη μεταγλώττιση μέχρι και την παράφραση. Γεγονός πάντως είναι ότι με τους Ρωμαίους μεταφέρθηκε η παιδεία και η γλωσσική καλλιέργεια του ελληνικού κόσμου στη Pώμη και στην αυτοκρατορία ενώ μέσω των μεταφράσεων ιδρύθηκε μια ολόκληρη νέα γραμματεία. Αν οι αλεξανδρινοί φιλόλόγοι περιορίστηκαν στην ενδογλωσσική μίμησιν της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, οι Ρωμαίοι επεξέτειναν τους γλωσσικούς τους πειραματισμούς στο διαγλωσσικό πεδίο [2].
►Οι Ρωμαίοι λόγω της επεκτατικής πολιτικής τους ένιωσαν την ανάγκη συνεννόησης με τους ξένους λαούς που υπέτασσαν. Έτσι μεταχειρίστηκαν συστηματικά τη μετάφραση, καταρχήν στην απλή μορφή της διερμηνείας που εξυπηρετεί πρακτικούς στόχους. Η επαφή τους, ωστόσο, με τον ελληνικό κόσμο και τα επιτεύγματά του σε όλους τους τομείς του πολιτισμού (πολιτική, λογοτεχνία, επιστήμες, τεχνολογία, κλπ.), κατέστησε τη μετάφραση αγωγό διαμεσολάβησης, τέτοιον που θα επέτρεπε και στους ίδιους να δημιουργήσουν πρωτότυπα, δικά τους έργα σε κάθε τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί γόνιμος προβληματισμός πάνω στη μετάφραση, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση για την πρώτη "μεταφραστική θεωρία".
Αυτός ο προβληματισμός αποτυπώνεται έμπρακτα στις μεταφράσεις ελληνικών έργων (με μια μετάφραση άλλωστε, της Οδύσσειας από τον Λίβιο Ανδρόνικο, ξεκινά η ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας), αλλά και διαφαίνεται στην αρκετά πλούσια ορολογία των Ρωμαίων για τη μεταφραστική πράξη. Οι αποχρώσεις των όρων, η διαφορετική έμφαση καθενός, η χρονολογική τους εμφάνιση, ακόμη και η συμβατοποίησή τους με το πέρασμα του χρόνου αποτελούν δείκτες για την περί μεταφράσεως αντίληψη των Ρωμαίων.
(κείμενα: Β. Φυντίκογλου)◄
΄Οπως υποδεικνύεται αναλυτικότερα στη συνέχεια, η μετάφραση για τους Ρωμαίους άλλοτε απέβλεπε προγραμματικά στη συντήρηση μέσα στο μεταγλωττισμένο κείμενο όσο γίνεται περισσοτέρων στοιχείων της γλώσσας και παιδείας από το ελληνικό πρωτότυπο (εξελληνιστική τάση), και άλλοτε στην εξεύρεση ή επινόηση λατινικών αντιστοιχιών σε όλα τα επίπεδα (εκλατινιστική τάση).
►Για τη θεωρία της μιμήσεως
«Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς διατύπωσε μια Θεωρία περί μιμήσεως που τη χώρισε σε τρία βιβλία.Από αυτά ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν. Εκεί καθόριζε τη μίμηση ως ἐνέργειαν διὰ τῶν θεωρημάτων ἐκματτομένην τὸ παράδειγμα, και πρόσθετε ότι ο άξιος μιμητής έπρεπε τὸν τῆς πολυμαθείας ἔρανον συλλέγειν. Εις το Περί Δεινάρχου χωρίζει ο Διονύσιος τη μίμηση σε δύο είδη: α) σε φυσικὴν ἐκ πολλῆς συντροφίας, και β) σε μίμηση ἐκ τῶν τεχνικῶν παραγγελμάτων. Στην πράξη βέβαια μόνο το δεύτερο είδος ίσχυσε, γιατί το "πνεύμα" των κλασικών συγγραφέων οι Αττικιστές δεν το συνέλαβαν.
Ανάλογη ήταν η Θεωρία περί μιμήσεως στην οποία πίστεψε και ο λαμπρός συγγραφέας του Περί Ύψους (συνήθως τον λέμε Ψευδολογγίνο), και αργότερα ο Κοϊντιλιανός. To plurima bona ponamus ante oculos του Κοϊντιλιανού πολλοί ρήτορες, ιστορικοί, επιστολογράφοι και άλλοι το έθεσαν σε πράξη στους ελληνορωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους. Και η μίμηση αυτή αγκάλιαζε τόσο το περιεχόμενο ―τα θέματα― όσο και τη μορφή ―τη γλώσσα και τα μέτρα― των μεγάλων αττικών συγγραφέων. Πίστευαν μάλιστα ότι και οι μεγάλοι κλασικοί συγγραφείς εφάρμοζαν ανάλογη μίμηση.
Πάντως αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι πρώτοι Αττικιστές, όπως ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, δεν πλησίασαν στα γραφόμενά τους τον ορθό γλωσσικό Αττικισμό, που διακήρυτταν. Πρέπει να έρθομε στον 2ον αιώνα μ.Χ., στη Δεύτερη λεγόμενη Σοφιστική, για να πλησιάσουν λίγοι μόνο Αττικιστές, και αυτοί όχι πλήρως, το γλωσσικό ιδανικό τους. Εκείνος που πέτυχε περισσότερο από όλους τους άλλους ήταν ο Αίλιος Αριστείδης.»
[Κ.Α. Τρυπάνης, Ο Αττικισμός και το γλωσσικό μας ζήτημα, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων: Αθήνα 1984, σ.27-28]◄
Τα πρώτα δείγματα "διαγλωσσικής" μετάφρασης στον χώρο της ρωμαϊκής λογοτεχνίας εμφανίζονται γύρω στο 250 π.X., όταν ο Λίβιος Aνδρόνικος (+ 290-; π.Χ.), Eλληνορωμαίος ποιητής και πρώτος διδάξας την εκλατινιστική τάση, μετέφρασε αποσπασματικά την Oδύσσεια στα λατινικά, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο της ελληνικής ποίησης και μυθολογίας. Tο ιδρυτικό μεταφραστικό εγχείρημα του Λίβιου Aνδρόνικου, στο οποίο οφείλονται, μεταξύ άλλων, πολλά στοιχεία του νεότερου ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος, ακολούθησαν χιλιάδες άλλα. Ο Ναίβιος (περ. 270-199 π.Χ.), συστηματοποιώντας την εκλατινιστική τάση του Λίβιου, μετέφρασε αρκετά αρχαιοελληνικά έργα που αναφέρονταν στον τρωικό πόλεμο, ενώ ο Kόϊντος Έννιος (239-169 π.Χ.), για τον οποίο αναφέρεται ότι είχε τρεις καρδιές, επειδή γνώριζε τρεις ξένες γλώσσες (ελληνικά, οσκικά και λατινικά), διδάσκει ελληνικά στη Pώμη και μεταφράζει δραματικά έργα των Eλλήνων για τη ρωμαϊκή σκηνή. Σε απόκλιση προς τον Λίβιο Aνδρόνικο, που υιοθετούσε τον εκλατινισμό στη μετάφραση, ο Έννιος εισηγήθηκε τον εξελληνισμό της, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή εμμονή των Ελλήνων ποιητών στη διαγραφή χαρακτήρων (ήθους) με τη (χαρακτηριστικά ρωμαϊκή, αλλά εν μέρει και ελληνιστική) επίμονη προβολή του πάθους, που ενυπάρχει σε πρόσωπα και καταστάσεις. Aντιπροσωπευτικό προς αυτή την κατεύθυνση παράδειγμα συνιστά η μετάφραση του προλόγου της ευριπιδικής Mήδειας.
Ο ανηψιός του Έννιου Πακούβιος (περ. 220-130 π.Χ.), που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετεξέλιξη της λατινικής σε λογοτεχνική γλώσσα, συνέχισε την παράδοση που είχε εγκαινιάσει ο θείος του, μεταφράζοντας αρχαιοελληνικά θεατρικά έργα για τη ρωμαϊκή σκηνή. Φίλος του Έννιου υπήρξε ο Kαικίλιος Στάτιος (περ. 219-168 π.X.), του οποίου το ποιητικό πρόγραμμα περιελάμβανε διασκευή/μετάφραση ελληνικών κωμωδιών με συγκερασμό ισόρροπο ελληνικών και λατινικών-ιθαγενών στοιχείων.
Ο Πλαύτος (; -184 π.Χ.) και ο Πόπλιος Τερέντιος (;190-;159), θεωρούνται οι πρώτοι εμπορικοί μεταφραστές της λογοτεχνίας. Ιδίως ο δεύτερος, του οποίου οι παραγωγές βασίζονταν κυρίως στα ελληνικά έργα του Μενάνδρου και του Απολλώνιου από την Κάρυστο, χαρακτηρίζεται πρόδρομος των "ωραίων άπιστων" μεταφράσεων (Les Belles Infidèles ), που θα προκύψουν στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, καθώς, στη σύνθεση ενός έργου συνδύαζε συχνά μεταφρασμένα κεφάλαια από διαφορετικά ελληνικά πρωτότυπα.
►Les Belles Infideles
"Ο όρος εμφανίζεται τον πρώιμο 17ο αιώνα, εποχή άνθισης του Γαλλικού Κλασικισμού. Αντιπροσωπεύει τις "ελεύθερες" μεταφράσεις, οι οποίες, προκειμένου να είναι ευχάριστες στην ανάγνωση, απομακρύνονταν σημαντικά από το πρωτότυπο κείμενο. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της τάσης ήταν ο Nicolas D'Ablancourt (1606-64), μεταφραστής κλασικών συγγραφέων (λ.χ. του Θουκυδίδη, του Κικέρωνα, του Τάκιτου), ο οποίος προσάρμοζε τα κλασικά κείμενα στις λογοτεχνικές συμβάσεις και τα ήθη της εποχής του, μέσω κυρίως απαλοιφών και προσθηκών, σε τέτοια έκταση, ώστε οι μεταφράσεις του να θεωρηθούν παρωδία του πρωτοτύπου".
[Μ. Baker - K. Malmkjraer (εκδ.), λήμμα "French Tradition", στο Routledge Encyclopedeia of Translation Studies, Routledge:Λονδίνο-Ν.Υ., 1998, σ.411-413]◄
Aκόμη, γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα π.X. ο Kάτουλλος (87-57 π.Χ.) μεταφράζει Σαπφώ και Kαλλίμαχο, και ο Kικέρωνας (106-34 π.Χ.) τον Oικονομικό του Ξενοφώντα, τον Πρωταγόρα και τον Tίμαιο του Πλάτωνα, τον Περί του στεφάνου λόγο του Δημοσθένη, τον Kατά Kτησιφώντος λόγο του Aισχίνη και τα Φαινόμενα του Aράτου. Δίπλα στη μετάφραση ακμάζει φυσικά και η διασκευή ελληνικών προτύπων από Ρωμαίους λογοτέχνες που γνωρίζουν ελληνικά.
Oι βασικοί λόγοι που επέβαλαν τις μεταφράσεις των αρχαιοελληνικών κειμένων στη λατινική συνδέθηκαν τόσο με το αυξημένο κύρος της ελληνικής όσο και και με τον σταδιακό μαρασμό της στον χώρο της Δύσης: με την ανάγκη, δηλαδή, να μεταδοθεί αρχικά στους Ρωμαίους, που δεν ήξεραν τα ελληνικά, ο πρότυπος αρχαιοελληνικός λόγος, και με την προσπάθεια, στο τέλος (4ος αι. μΧ. κ.ε.), να αποτραπεί η σταδιακή εξαφάνισή του· όταν δηλαδή, με τη διαίρεση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας (364 μ.X.), τα δύο γλωσσικά και πολιτιστικά ρεύματα, ελληνικά και λατινικά, που είχαν σμίξει για να γεννήσουν τον κλασικό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, χωρίστηκαν ξανά, και τα ελληνικά αρχίζουν να περιέρχονται σε λήθη στη δυτική Eυρώπη, μέχρι τουλάχιστον την Aναγέννηση. Έτσι, η μετάφραση ελληνικών έργων στη λατινική γλώσσα εκτιμήθηκε ως "ένα είδος πατριωτικού καθήκοντος ορισμένων αριστοκρατικών κύκλων" να εμποδίσουν την εξαφάνιση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς.
Εξαιτίας της έντονης μεταφραστικής τους δραστηριότητας, οι Ρωμαίοι κατηγορήθηκαν ότι δεν ήσαν σε θέση, τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., να παράγουν δικά τους, πρωτότυπα λογοτεχνικά, και όχι μόνον, έργα. Ωστόσο, η γενικόλογη αυτή κατηγορία εκτιμάται ολοκληρωτικά λανθασμένη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Susan Bassnett [3], οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές των ελληνικών προτύπων, και οι λογοτεχνικοί τους κριτικοί κάθε άλλο παρά εκτιμούσαν τη γλώσσα των ελληνικών κειμένων συντελεστή που τους απέτρεπε από το να τα προσεγγίσουν. Το ρωμαϊκό λογοτεχνικό σύστημα έθεσε σε λειτουργία μια ιεραρχία κειμένων και συγγραφέων, που υπερέβαινε τα γλωσσικά σύνορα. Αυτό το λογοτεχνικό σύστημα, με τη σειρά του, αντανακλούσε το ρωμαϊκό ιδεώδες του πολιτικού συστήματος, το οποίο εδραζόταν στον αληθινό νόμο του Λόγου. Ο Κικέρωνας διακήρυττε ότι το μυαλό κυβερνά το σώμα, όπως ο βασιλιάς τον λαό του, ή ο πατέρας τα παιδιά του. Όμως, προειδοποιεί ότι, στην περίπτωση που ο Λόγος κυριαρχεί όπως ένας κύριος στους δούλους του, τότε "τους καταπιέζει και τους συνθλίβει". Μέσω της μετάφρασης, το ιδεατό κείμενο-πηγή γίνεται αντικείμενο μίμησης, και δεν συνθλίβεται με την αυστηρή εφαρμογή του Λόγου [4].
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στον χώρο τουλάχιστον της Ανατολής όπου η ελληνική γλώσσα, ως απόγονος της ελληνιστικής κοινής παρέμενε ισχυρή, αναγκαία υπήρξε η χρήση των μεταφράσεων από τη λατινική στην ελληνική. Ο κύριος όγκος των μεταφράσεων κάλυπτε διοικητικές κυρίως ανάγκες, και εντοπίζεται σε επιστολές, νόμους, διατάγματα και πανηγυρικούς αυτοκρατόρων, όπως. λ.χ. οι Res Gestae (= Πεπραγμένα), του Αυγούστου με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο: Μεθηρμηνευμέναι υπεγράφησαν πράξεις τε και δωρεαί Σεβαστού θεού, ας απέλιπεν επί Ρώμης ενκεχαραγμέναις χαλκαίς στήλαις δυσίν [5].
2.2. Τα πρώτα μεταφραστικά διλήμματα στη ρωμαϊκή περίοδο
Στη ρωμαϊκή επίσης περίοδο, από τα τέλη ιδίως του 1ου αι. π.Χ., τίθενται, σε θεωρητικό επίπεδο, τα πρώτα μεταφραστικά διλήμματα, τα οποία θα απασχολήσουν έντονα τους μεταγενέστερους μεταφραστές και μεταφρασεολόγους: πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα στην "πιστή" και στην "ελεύθερη" μετάφραση [6]. H προκείμενη διάζευξη τίθεται για πρώτη φορά από τον Kικέρωνα (106-43 π.Χ.), ο οποίος, εκτιμάται ως ο εισηγητής της μεταφραστικής θεωρίας στη Δύση, καθώς: συζήτησε θέματα που σχετίζονται με τη μεταφραστική διαδικασία, υποδεικνύοντας δημιουργικούς τρόπους εφαρμογής της. Ακόμη, οι παρατηρήσεις του για την παιδαγωγική ωφέλεια της μετάφρασης από τα ελληνικά στα λατινικά υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Οράτιο, τον Πλίνιο τον Νεώτερο, τον Κοϊντιλιανό, τον Γέλλιο στη Ρώμη, αλλά και, μεταγενέστερα, την περίοδο του χριστιανικού Μεσαίωνα, από τον Ιερώνυμο κ.ά. Κυρίως στα έργα του De Oratore (55 π.Χ.) De optimo genere oratorum (46 π.Χ.) και De finibus bonorum et malorum (45-44 π.Χ.)ο Κικέρων δήλωσε την απέχθειά του για τη "λέξη προς λέξη" μετάφραση και, μαζί, την αποστροφή του για τους "πιστούς μεταφραστές", προκρίνοντας τη "νοηματική" μετάφραση και τους "ρήτορες".
Tις απόψεις του Kικέρωνα θα υποστηρίξουν, με τον δικό τους τρόπο, οι Kοϊντιλιανός (35-100 μ.Χ.) και Oράτιος (65-8 π.Χ.): ο πρώτος, στο 12ο και 10ο βιβλίο του έργου του Institutio Oratoria, συνιστούσε, αφενός, τον εκλατινισμό στη μετάφραση αρχαιοελληνικών έργων και, αφετέρου, θεωρούσε την "παράφραση" όχι ως απλή ερμηνεία, αλλά ως συναγωνισμό του πρωτοτύπου στην έκφραση των ίδιων νοημάτων, εξαίροντας, όπως ο Πλίνιος ο Νεώτερος (61-112 μ.Χ.) (Epistulae 7.2), τη σημασία της μεταφραστικής άσκησης. Από την άλλη μεριά, ο Οράτιος, στο έργο του Ars poetica (133), διατύπωσε, με ευσύνοπτο και χαρακτηριστικό τρόπο, την αποστροφή του για τους "πιστούς μεταφραστές": nec verbo verbum curabis reddere fidus interpres (= και δεν είναι ανάγκη να επιχειρείς να αποδώσεις λέξη προς λέξη, σαν πιστός μεταφραστής).
[1.] Βλ. S. Bassnett, Translation Studies, Routledge: Λονδίνο 1980, ανατ. 1991 σ.43.
[2.] Βλ. I.N. Kαζάζης, "Aπό την πρώιμη μεταφραστική πράξη των Pωμαίων: Livius Andronicus, Quintus Ennius, Caecilius Statius", Φιλόλογος 42 (1985) 294-295.
[3.] S. Bassnett, ό.π., σ.43.
[4.] S. Bassnett, ό.π., σ.43.
[5.] Βλ. Mourge, J.-L., "Ecrire au deux langues: bilinguisme et pratique de chencelleries sous les Haut-Empire romain", Dialoges d'histoire ancienne 21, 105-129.
[6.] Βλ. S. Brock, "Aspects of Translation Technique in Antiquity", GRBS 20 (1979) σ.69.