Καθαρά Δευτέρα και Σαρακοστή: Από τον Πυθαγόρα στο σήμερα


Ιερόν Ίσιδος 


Έθιμα και η ιστορία τους. Παραδόσεις και συμβολισμοί που χάνονται στο βάθος των αιώνων.
 
Γιώτα Χουλιάρα, Αρθρογράφος
Δημοσιογράφος - Συγγραφέας

Την Κυριακής της Τυροφάγου ή Τυρίνης, όπως ονομάζεται η τελευταία Κυριακή των Αποκριών, την ώρα που το γλέντι έχει ολοκληρωθεί και οι μύθοι, οι θρύλοι και οι ιστορίες κάθε τόπου έχουν συνδέσει με ένα αόρατο νήμα το σήμερα με το χθες, ήταν η μαγική ώρα που έκλειναν τα στόματα με το έθιμο της χαψιάς του αυγού ή αλλιώς χάσκας.

Όπως αναφέρει και ο Βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές το αυγό «φέρνει βόλτα στο τραπέζι και δοκιμάζουνε ο καθένας να το πιάσει με το στόμα του.

Με αβγό κλείνομε το στόμα μας για τη Σαρακοστή και τη Λαμπρή πάλι με αβγό το ξανανοίγουμε».

Στη συνέχεια, οι νοικοκυρές μάζευαν το γιορτινό αποκριάτικο τραπέζι κρατώντας στην άκρη ένα κομμάτι τυρί, το οποίο το φυλούσαν στο εικόνισμα ως ιερό μέχρι την ημέρα της Λαμπρής.

Οι Απόκριες με τα αστεία και τα πειράγματα τελείωναν και ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή αλλιώς Σαρακοστής, η Καθαρά Δευτέρα, όπου εορτάζονταν τα Κούλουμα.

Η Καθαρά Δευτέρα πήρε αυτή την ονομασία γιατί ξεκινάει η κάθαρση των Χριστιανών από το φαγοπότι και το γλέντι των προηγούμενων ημερών.

Οι πιστοί μέσα από τη νηστεία και την προσευχή θα επιτύχουν τη σωματική και πνευματική τους κάθαρση προκειμένου να υποδεχθούν το χαρμόσυνο μήνυμα της Λαμπρής και της Ανάστασης του Κυρίου.

Άλλη παράδοση αναφέρει ότι πήρε το όνομά της γιατί οι νοικοκυρές νωρίς το πρωί καθάριζαν όλο το σπίτι όπου επικρατούσε αναστάτωση από τα τραπεζώματα των προηγούμενων ημερών, τα οποία είχαν ξεκινήσει με τη μορφή εορτασμών την Τσκνοπέμπτη και τελειώνανε το βράδυ της Τυρίνης. Ιδιαίτερη σημασία έδιναν στη κουζίνα, όπου καθάριζαν καλά τα μαγειρικά σκεύη τα οποία κρεμούσαν ψηλά ώστε να μην τα χρησιμοποιήσουν ξανά μέχρι την Ανάσταση λόγω της νηστείας.

Μια βυζαντινή παράδοση, την οποία συναντάμε και σε χωριά της Ηπείρου αλλά και της Θεσσαλίας, αναφέρει πως τα μαγειρικά σκεύη εκείνη την ημέρα πρέπει να καθαριστούν με στάχτη (αλισίβα ή αλουσιά) προκειμένου να γυαλίσουν καλά και να φύγουν από επάνω τους οι μυρωδιές του τσικνίσματος.

Εξάλλου η νηστεία που ακολουθούσε, την οποία τηρούσαν όλοι ευλαβικά, δεν επέτρεπε μαγειρικές ατασθαλίες μέχρι την Κυριακή του Πάσχα.

Αν και ο καθαρισμός με στάχτη επρόκειτο για συνηθισμένη πρακτική των παλαιότερων ετών, για πολλούς αυτή η κίνηση ήταν καθαρά συμβολική.

Η στάχτη είναι ό,τι απομένει απ΄όσα καίγονται/εξαγνίζονται μέσω της φωτιάς. Επομένως είναι καθαρή, άφθαρτη και εξαγνισμένη, ενώ υποδηλώνει ταυτόχρονα και την ταπεινότητα με την οποία υποδεχόμαστε τη περίοδο της νηστείας.

Παράλληλα, αποτελεί δείγμα μετάνοιας καθώς σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όποιος ήθελε να δείξει ότι μετάνιωσε έριχνε στο κεφάλι του στάχτη.

Το συγκεκριμένο έθιμο μας παραπέμπει στην καθολική «Ash Wednesday» ή αλλιώς Τετάρτη των Τεφρών, όπως ονομάζεται στα ελληνικά όπου Καθολικοί, Διαμαρτυρόμενοι και Αγγλικανοί εορτάζουν την ευλογία της στάχτης.

Την ημέρα αυτή οι ιερείς, αφού κάψουν τα βάγια της προηγούμενης χρονιάς, με την τέφρα (στάχτη) που θα δημιουργηθεί θα σχηματίσουν το σήμα του σταυρού στο μέτωπο του κάθε πιστού.

Με το τρόπο αυτό σηματοδοτείται η έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή Lent όπως ονομάζεται στα αγγλικά για τη Δυτική Εκκλησία.

Η λέξη Lent προέρχεται από την αρχαία αγγλικά λέξη lencten και σημαίνει άνοιξη. Προφανώς, το έθιμο της ευλογίας της στάχτης αποτελεί ανάμνηση της στάχτης με την οποία καλύπτονταν οι αιρετικοί μοναχοί όταν ήθελαν να δείξουν μετάνοια, προκειμένου να πείσουν τον Πάπα να τους επαναφέρει στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας.



Τα Κούλουμα

Ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα γιορτάζονται τα Κούλουμα, όπως ονομάζεται ο υπαίθριος εορτασμός της ημέρας.

Μέχρι τις μέρες μας δε γνωρίζουμε με ακρίβεια τις ρίζες της γιορτής, καθώς οι απόψεις διίστανται. Το σίγουρο είναι πως τα Κούλουμα εορταζόταν και στο Βυζάντιο.

Στην Κωνσταντινούπολη συγκεντρώνονταν σ΄ένα από τους λόφους της και συγκεκριμένα σ′ εκείνον του ελληνικότατου οικισμού των «Ταταούλων», γνωστά αργότερα ως Ταυτάλα, και διασκέδαζαν με χορούς, ενώ στην Αθήνα, απ΄όπου υποστηρίζεται ότι έλκει την καταγωγή του το έθιμο, συγκεντρώνονται στο λόφο του Φιλοπάππου ή στις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Ο λόγος που οι πιστοί κατέφευγαν στους λόφους ήταν καθαρά συμβολικός, καθώς προσπαθούσαν να βρεθούν σ΄ένα ψηλό σημείο της πόλης τους προκειμένου να έρθουν πιο κοντά στο Θεό για να ανυψωθεί η ψυχή τους.

Το ρόλο της ανύψωσης των ψυχών στις μέρες μας αναλαμβάνει το έθιμο του χαρταετού για το οποίο έχουμε μιλήσει σε παλαιότερο άρθρο μας.

Η ετυμολογία της λέξης κούλουμα παραμένει άγνωστη αν και υπάρχουν αρκετές απόψεις.

Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει ότι η λέξη κούλουμα προέρχεται από το λατινικό cumulus που σημαίνει σωρός, αφθονία ή επίλογος, υποδηλώνοντας έτσι το πολύ φαγοπότι με πολύ χορό, ή το τέλος της εορταστικής περιόδου της αποκριάς.

Όμως ο σπουδαίος ιστοριοδίφης, Δημήτριος Καμπούρογλου, ο οποίος ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση ιδιαίτερα της Αθήνας, γι΄αυτό και του αποδόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος», υποστήριξε ότι τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός.
Μάλιστα προσθέτει στις σημειώσεις του ότι ο λόφος επί του οποίου βρίσκεται το Θησείο ονομαζόταν στην αρχή της εποχής του Όθωνα «τριάντα δυο κολώνες».





Η παράδοση θέλει οι εορτάζοντες στα Κούλουμα να τρώνε άζυμο άρτο (λαγάνα) και νηστήσιμα φαγητά.

Η λαγάνα είναι ο άζυμος άρτος (ψωμί), ο οποίος φτιάχνεται με παραδοσιακό τρόπο στην Ελλάδα μόνο μια μέρα του χρόνου, την Καθαρή Δευτέρα, ενώ το όνομά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ”λάγανον”, μια πλακωτή ζύμη που παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό και σηματοδοτεί την έναρξη της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής.

Η λαγάνα αναφέρεται ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της Αρχαιότητας. Ένα από αυτά είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση λαγάνα πέττετται δηλαδή λαγάνες γίνονται., αλλά και στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθηναίου, οπου ένας Ρωμαίος οικοδεσπότης δειπνεί με τους 29 φιλοξενούμενούς του, και εν είδει συνομιλίας, περιγράφουν την ζωή, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την τέχνη και τις επιστημονικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Ο Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως «το γλύκισμα των φτωχών».

Μια θεωρία θέλει η λαγάνα να παρομοιάζεται με τον άρτο που κατανάλωσαν οι Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, από τότε και μέχρι τη στιγμή που ο Χριστός ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.

Η παράδοση αναφέρει πως οι Ισραηλίτες έψησαν άζυμο ψωμί την τελευταία βραδιά τους πριν από την έξοδο, προκειμένου να προλάβουν να προετοιμαστούν. Άζυμος άρτος είναι το ψωμί, που γίνεται χωρίς ζύμη και γι’ αυτό είναι αφούσκωτο.


Σαρακοστή και νηστεία

Σύμφωνα με τους ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο η Καθαρά Δευτέρα στα Βυζαντινά Ανάκτορα είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη λετουργεί η Αυτοκρατορική Τράπεζα.

Οι Αυτοκράτορες και τα μέλη της αυλής νήστευαν κρατώντας τριήμερο. Τα ωμά λαχανικά και τα φρούτα ήταν τα μόνα που επιτρεπόταν εκτός αν υπήρχαν σοβαροί λόγοι υγείας για κάποιο από τα Μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή της αυλής.

Την Τετάρτη, μετά την Καθαρά Δευτέρα, ο Αυτοκράτορας, συνοδευόμενος από τα μέλη της οικογένειας, παρακολουθούσε την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων από τον Πρωτόπαπα των Ανακτόρων.

Την παράδοση αυτή αναφέρει και ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας αναφέρει πώς τις τρεις πρώτες ημέρες η νηστεία ήταν απόλυτη ενώ ο Δημήτρης Καμπούρογλου διευκρίνιζε πώς «μόνον σαν εβουτούσε ο ήλιος έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι με νερό».

Εξάλλου αυτό ακριβώς σημαίνει και η αιτιολογία της λέξης νηστεία, η οποία προέρχεται είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το αρνητικό μόριο νη (=δεν) και δεύτερο συνθετικό το ρήμα εσθίω (=τρώω). Νη εσθιώ σημαίνει δεν τρώω.

Η νηστεία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μάλλον περιορισμένη, καθώς δεν επιβαλλόταν για όλο τον πληθυσμό.

Νηστεία ασκούσαν οι βασιλείς, οι ιερείς και οι στρατηγοί πριν από θυσίες ή από σημαντικά γεγονότα για τα ποία ήθελαν να λάβουν κάποιο χρησμό καθώς και οι συμμετέχοντες στα μυστήρια.

Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η νηστεία στους Αιγύπτιους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υποβάλλονταν σε νηστεία για θρησκευτικούς αλλά και για λόγους υγιεινής.

Νήστευαν κυρίως στις μεγάλες εορτές της Ίσιδας, Από τους Αιγυπτίους η συνήθεια της νηστείας πέρασε στους Έλληνες, τους Εβραίους και αργότερα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους.

Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας, νέος, κατά τη διάρκεια των πρώτων αναζητήσεων του, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου ζήτησε να γίνει δεκτός σ΄ένα σχολείο ιερέων για να βρει τη γνώση.
Επανειλημμένα ζητούσε να του επιτραπεί η είσοδος αλλά πάντα οι ιερείς τον έδιωχναν.
Στο τέλος τον δέχτηκαν αλλά με την προϋπόθεση πως θα νήστευε για 40 ημέρες, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να αναπνέει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να επικεντρώνει την αντίληψή του σε ορισμένα σημεία.
Μετά από 40 ημέρες και αφού είχε τελικά ολοκληρώσει τη διαδικασία έγινε δεκτός.

Η μαγική δύναμη του αριθμού 40, ο οποίος επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία της θρησκευτικής και της λαογραφικής μας παράδοσης σηματοδοτεί και τις ημέρες του Ιησού στην έρημο αλλά και τη νηστεία των πιστών κατά τη μεγάλη Σαρακοστή.



Η κυρά Σαρακοστή

Η κυρά Σαρακοστή

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας, «άλλοτε, που έλειπαν τα ημερολόγια και ήθελαν να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οι άνθρωποι του λαού παρίσταναν τη Σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια».

Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί κι σχεδίαζαν με το ψαλίδι μια γυναίκα, χωρίς στόμα, χωρίς αυτιά για να μην ακούει και τα χέρια της να είναι σταυρωμένα, γιατί προσευχόταν.

Της έβαζαν 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής, ένα πόδι για κάθε βδομάδα μετά την Καθαρά Δευτέρα. Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι από την Σαρακοστή που είχαν φτιάξει. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο.

Την Κυρά Σαρακοστή
που είναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν
με αλεύρι και νερό!

Για στολίδι της φορούσαν
στο κεφάλι της σταυρό
και το στόμα της ξεχνούσαν
γιατί νήστευε καιρό!

Και μετρούσαν τις ημέρες
με τα πόδια της τα εφτά
κόβαν ένα τη βδομάδα,
μέχρι να ρθει η Πασχαλιά!

Καλή Σαρακοστή!



ΕΚ ΤΟ Υ://www.huffingtonpost.gr/Φωτ ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΡΧΙΑΟΓΝΩΜΩΝ





ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ