Εικόνα 1: Η τοποθεσία της λίμνης Στυμφαλίας συνδέεται με πανάρχαιους θρύλους και μυθολογικές παραδόσεις, που της προσδίδουν μία ιδιαίτερη μυστηριακή αύρα. Σχεδίασμα της λίμνης από τον Εσθονό αρχαιολόγο Otto Magnus von Stackelberg, έκδοση 1834.
Μια διερευνητική ματιά σε ένα μεμονωμένο αρχαίο τύμβο στην περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας, ο οποίος ενδεχομένως να σχετίζεται με τον μυθολογικό βασιλιά Αίπυτο
Η περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας αποτελεί έναν λίαν ελκυστικό και δημοφιλή προορισμό, για μία ευχάριστη εκδρομική απόδραση από την τετριμμένη καθημερινότητα, παρουσιάζοντας εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο από αρχαιολογικής, όσο και από φυσιολατρικής άποψης. Το γραφικό παραλίμνιο τοπίο μαζί με τους επιβλητικούς όγκους της Κυλλήνης (Ζήρεια) και του Ολίγυρτου (Απέλαυρος) που τ
ο περιστοιχίζουν, συνθέτουν ένα σκηνικό απαράμιλλου φυσικού κάλλους, σαγηνεύοντας διαχρονικά τα βλέμματα των διερχόμενων περιηγητών. Στην έκταση πάνω από το μέσο της βόρειας όχθης διακρίνονται τα εκτεταμένα οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας Στυμφάλου, η οποία ήταν μία ισχυρά περιτειχισμένη πόλη περί τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., διαθέτοντας ρυμοτομία κατά το Ιπποδάμειο σύστημα και ανήκε στην επικράτεια της Αρκαδίας(1) και όχι στην Κορινθία, όπως ισχύει σύμφωνα με την σύγχρονη διοικητική διαίρεση. Στις νότιες παρυφές του οικισμού Κιόνια διασώζονται τα εντυπωσιακά ερείπια της μεσαιωνικής μονής Ζαρακά, που ανεγέρθηκε από Φράγκους μοναχούς του θρησκευτικού τάγματος των Κιστερκιανών γύρω στο 1225, ενώ η αρχιτεκτονική του ναού της χαρακτηρίζεται ως ένα από τα λίγα θαυμάσια δείγματα Γοτθικού ρυθμού στην Πελοπόννησο(2).
Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψει κανείς να επισκεφτεί το εξαιρετικό Μουσείο Περιβάλλοντος, όπου μπορεί να πληροφορηθεί πως το οικοσύστημα της Στυμφαλίας επηρέασε την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας και ειδικότερα των παραδοσιακών επαγγελμάτων, μέσα από μία σειρά λαογραφικών και ιστορικών εκθεμάτων. Η δε ευρύτερη τοποθεσία της λίμνης συνδέεται με πανάρχαιους θρύλους και μυθολογικές παραδόσεις, με επιφανέστερη όλων την εξόντωση των τρομερών Στυμφαλίδων ορνιθών από τον Ηρακλή. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει ο μύθος του Αρκάδα άνακτα Αίπυτου, σε συσχετισμό με ένα άγνωστο ταφικό μνημείο της περιοχής, που είναι και το κύριο αντικείμενο της έρευνας μας.
Εικόνα 2: Άποψη της λίμνης Στυμφαλίας και του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη). Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι επισκέφτηκε τον τάφο του Αίπυτου, πιθανότατα βαδίζοντας από τον αρχαίο Φενεό με προορισμό την αρχαία Στύμφαλο(Α).
Ο Αίπυτος αναδείχτηκε έκτος βασιλιάς της Αρκαδίας, διαδεχόμενος στον θρόνο τον εξάδελφο του Κλείτωρα, ο οποίος δεν είχε απογόνους. Πατέρας του ήταν ο Έλατος και είχε αδερφούς τον Περέα, τον Κυλλήνα, που έδωσε το όνομα του στο όρος Κυλλήνη, τον Ίσχυ και τον Στύμφαλο, ο οποίος ίδρυσε την πόλη της Στυμφάλου(3). Η διακυβέρνηση του Αίπυτου υπήρξε μάλλον σύντομη, καθώς βρήκε άδοξο θάνατο, όταν κατά την διάρκεια μίας κυνηγετικής εξόρμησης στις πλαγιές του όρους Κυλλήνη (Ζήρεια) τον δάγκωσε αιφνιδιαστικά ένας σαπίτης, ένα ενδημικό φίδι της περιοχής(4). Ο άτυχος ηγεμόνας ενταφιάστηκε επιτόπου με τις δέουσες επικήδειες τιμές, γιατί κρίθηκε αδύνατη η μεταφορά της σωρού του, ίσως εξαιτίας του δραστικού δηλητηρίου σε συνδυασμό με την μόλυνση της πληγής, που προκάλεσαν την ταχεία σήψη του σώματος του νεκρού. Σύμφωνα με διαφορές φήμες, το ταφικό μνημείο του ήταν μεγαλοπρεπές διαθέτοντας πλούσια κτερίσματα και πολύτιμα αναθήματα, ενώ εικάζεται ότι κοσμούνταν με ένα περικαλλές ολόχρυσο άγαλμα, το οποίο παρίστανε τον Αίπυτο σε όρθια στάση μαζί με τον αγαπημένο του κυνηγετικό σκύλο, να δέχεται επίθεση από δύο φαρμακερά φίδια. Επίσης, λέγονταν ότι όσα θηλυκά ζώα ανέβαιναν επάνω σε αυτό γίνονταν στείρα. Πάντως φαίνεται ότι όντως συνιστούσε ένα σπουδαίο ηρώο στην απώτερη αρχαιότητα, αφού μνημονεύεται από τον Όμηρο ως «Αιπύτιος τύμβος» στον περίφημο «κατάλογο των νηών», ως τοπόσημο της «Αρκαδίας που εκτείνονταν κάτω από το δύσβατο όρος της Κυλλήνης»(5).
Εικόνα 3: Το μεμονωμένο ταφικό μνημείο με το λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα, που εντοπίστηκε πάνω στο δυτικό άκρο ενός χαμηλού υψώματος ανάμεσα στους οικισμούς Κιόνια και Δροσοπηγή, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του Αναστάσιου Ορλάνδου στα 1928 (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 122).
Ο Παυσανίας επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ταφικού μνημείου τον 2ο αιώνα π. Χ., καθώς αναφέρει ότι τον επισκέφτηκε, πιθανότατα βαδίζοντας από την Φενεό προς την Στύμφαλο, αλλά μάλλον δεν εντυπωσιάστηκε. Συγκεκριμένα, ο διάσημος αρχαίος περιηγητής σημειώνει στο οδοιπορικό του:
«Από τον Φενεό προς την κατεύθυνση από εκεί που αναδύεται ο ήλιος είναι η κορυφή του Γερόντειου και από εκεί διέρχεται οδός. Αυτό το Γερόντειο είναι σύνορο μεταξύ της γης των Φενεατών και των Στυμφάλιων. Στα αριστερά του Γερόντειου, καθώς οδεύει κανείς διά της Φενεατικής περιοχής βρίσκονται τα όρη των Φενεατών που καλούνται Τρίκρηνα και υπάρχουν τρεις κρήνες σε αυτό το μέρος. Σε αυτές λένε ότι οι νύμφες περί το όρος έλουσαν τον τεχθέντα Ερμή και για αυτό τις θεωρούν ως ιερές πηγές του Ερμή.
»Όχι μακριά από τα Τρίκρηνα βρίσκεται ένα άλλο όρος, η Σηπία, όπου λένε ότι εδώ ο Αίπυτος, ο γιός του Ελάτου, άφησε την τελευταία του πνοή από το φίδι, και τον τάφο του τον ποίησαν σε αυτό το μέρος, γιατί δεν μπορούσαν να φέρουν προς τα μπροστά τον νεκρό. Σύμφωνα με τους Αρκάδες αυτά τα φίδια συμβαίνει να υπάρχουν στο όρος ακόμα και στον καιρό μας, εντούτοις δεν είναι πολλά, αλλά μάλιστα είναι σπάνια. Επειδή συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του έτους χιονίζει στο όρος, τα φίδια που έχουν απομείνει έξω από τις φωλιές τους διαφθείρονται από το χιόνι, αλλά ακόμα και αν πρωτύτερα έτυχε να καταφύγουν στις φωλιές, το χιόνι πάλι εξοντώνει ένα μέρος τους, γιατί η παγωνιά εισχωρεί μέσα στις ίδιες τις φωλιές τους.
»Ειδικά τον τάφο του Αίπυτου επιθυμούσα σφοδρά να τον δω, διότι κάνει λόγο για αυτόν ο Όμηρος στα έπη του, όταν αναφέρει τους Αρκάδες. Το μνήμα του Αίπυτου λοιπόν είναι ένα ανάχωμα, όχι μεγάλο, το οποίο περιβάλλεται από ένα λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα. Ο δε Όμηρος δεν πρέπει να είχε δει αξιολογότερο μνήμα, καθώς αυτό έμελλε να προκαλέσει τον θαυμασμό του, όπως και τον χορό του Ηφαίστου που ήταν κατεργασμένος στην ασπίδα του Αχιλλέα τον εικάζει με ένα χορό πλασμένο από τον Δαίδαλο, αφού δεν είχε σοφότερες παραστάσεις»(6).
Η παραπάνω μαρτυρία του Παυσανία είναι πολύ σημαντική, καθόσον μέσα από την συγκριτική ανάλυση των παρεχόμενων πληροφοριών, μπορούν να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα με βάση τα τοπογραφικά δεδομένα, τα οποία οδηγούν στην διατύπωση αληθοφανών υποθέσεων σχετικά με το μέρος της τελευταίας κατοικίας του Αρκάδα βασιλιά, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την αποδεδειγμένη αξιοπιστία του αρχαίου περιηγητή.
Εικόνα 4: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα του αδιάγνωστου ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας (δυτικό τμήμα), που βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ των οικισμών Κιόνια και Δροσοπηγή.
Στους νεότερους χρόνους, αρκετοί αρχαιολόγοι και ιστοριοδίφες επεδίωξαν να εντοπίσουν την ακριβή θέση του περίλαμπρου τάφου του Αίπυτου, χωρίς όμως να προβούν σε καμία ταυτοποίηση. Μάλιστα, οι θρυλούµενες διαδόσεις πως στο μνημείο υπήρχε θαμμένος ένας αμύθητος θησαυρός, έδωσαν το έναυσμα σε πολλούς τυχοδιώκτες και τυμβωρύχους να πραγματοποιήσουν πληθώρα λαθρανασκαφών στις περιοχές γύρω από το όρος Κυλλήνη και τα γειτονικά βουνά, μία παράνομη δραστηριότητα που φαίνεται ότι συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.
Αρκετοί ερευνητές αναζητούσαν τον βασιλικό τύμβο στην τοποθεσία του Φενεού, πιστεύοντας πως βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από τα ερείπια της αρχαίας πόλης(7). Μία ενδεικτική περίπτωση καταγράφεται στην εφημερίδα «Το Άστυ» στο λυκαυγές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα λοιπόν με το δημοσίευμα, τον Νοέμβριο του 1900 αναγγέλθηκε στο Υπουργείο Παιδείας ότι παρά το χωριό Γκούρα του τότε δήμου Φενεού ανακαλύφθηκε ένα κρηπίδωμα προϊστορικού τάφου, ο οποίος κατά την γνώμη ορισμένων ειδημόνων ανήκε στον Αίπυτο(8). Για την εξακρίβωση των δεδομένων στάλθηκε ο έφορος αρχαιοτήτων Ανδρέας Σκιάς, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος να εκτελέσει ανασκαφικές εργασίες και μετρήσεις στον υπόψη τύμβο, προκειμένου να διαπιστωθεί η αρχαιολογική αναγωγή του. Ωστόσο το πόρισμα των συναφών ερευνών στην Γκούρα δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Μερικοί ερασιτέχνες αρχαιοδίφες εκφράζουν την επιπόλαια άποψη ότι το όρος Σηπία, στην τοποθεσία του οποίου πέθανε και ενταφιάστηκε ο Αίπυτος, ταυτίζεται με τον βραχώδη όγκο της κορυφής Σκίπιζα του όρους Ολίγυρτος, που υψώνεται νοτίως του χωριού Λαύκα, υποστηρίζοντας ότι τα δύο τοπωνύμια έχουν μία αδιόρατη ετυμολογική συγγένεια. Όμως η ονομασία «Σκίπιζα» έχει καθαρά Αρβανίτικη προέλευση και σημαίνει «αετοφωλιά». Κάποιοι άλλοι εικάζουν αόριστα ότι το πιθανότερο είναι ο περιώνυμος τάφος να βρίσκεται σε κάποιο απόκρυφο μέρος του Γερόντειου όρους, το οποίο εκτείνεται πάνω από το χωριό Καστανιά. Ο δε Σπύρος Μιχόπουλος διατυπώνει πως το όρος Σηπία χωροθετείται μεταξύ της Γκούρας και του οικισμού Δροσοπηγή (πρώην Μπάσι), που είναι και ο τόπος καταγωγής του. Επιπλέον, ο αείμνηστος πλέον εκπαιδευτικός και συγγραφέας παραθέτει ότι στην περιοχή της Δροσοπηγής και σε απόσταση περί 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από αυτήν, υφίσταται το τοπωνύμιο «Αίπυτος» κοντά στην θέση Νταουλέζα, λίγο πριν το μέρος της Σκαφιδιάς, από όπου διέρχεται το ορεινό δρομολόγιο προς την Γκούρα.
Εικόνα 5: Άποψη της εισόδου στον νεκρικό θάλαμο του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, όπως αποκαλύφθηκε από Αναστάσιο Ορλάνδο το 1928. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 121).
Το έτος 1924 ο αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ξεκίνησε συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στον χώρο της αρχαίας Στυμφάλου και στα ερείπια της Κιστερκιανής μονής Ζαρακά. Κατά την διάρκεια των ερευνών, διεξήγαγε και μία επιπρόσθετη ανασκαφή σε ένα άγνωστο ταφικό μνημείο στην θέση «Λάκκα του Θίλιπι», στο δυτικό άκρο ενός χαμηλού υψώματος, ανάμεσα στους οικισμούς Κιόνια και Δροσοπηγή, κατόπιν εγκριθείσας αιτήσεως των ιδιωτών Γρ. Μιχαλόπουλου και Κ. Κριτσώνη, οι οποίοι κατέβαλαν μέρος της απαιτούμενης δαπάνης, ενώ το υπολειπόμενο ποσό χορηγήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Όπως υπογραμμίζει ο Ορλάνδος, ο σκοπός των αιτούντων ήταν η «εύρεσις του υπό του Παυσανίου μνημονευόμενου τάφου του Αίπυτου, ήτις έχει καταντήσει αληθής ψύχωσις των κατοίκων της περιφέρειας».
Πράγματι στην συγκεκριμένη τοποθεσία διασώζονται τα κατάλοιπα ενός αρχαίου κυκλοτερούς ταφικού κτίσματος πάνω σε μια χαμηλή εδαφική έξαρση. Η πρόσβαση στο σημείο είναι εύκολη για τον επίδοξο επισκέπτη μέσω της επαρχιακής οδού Κιάτου – Λαύκας – Καστανιάς, καθώς προσπερνώντας τον οικισμό Κιόνια και την βόρεια όχθη της λίμνης Στυμφαλίας, θα πρέπει να ακολουθήσει το δρομολόγιο προς τον οικισμό της Δροσοπηγής. Διανύοντας μία απόσταση ενός χιλιομέτρου από την διασταύρωση, θα συναντήσει μία διακλάδωση με έναν ασφαλτόστρωτο δρόμο στα δεξιά(9), ο οποίος βαίνει παράλληλα με το ρέμα Θίλιπι ή Φίλιππι, όπως αναγράφεται στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ). Συνεχίζοντας σε αυτόν και έπειτα από μία διαδρομή 700 μέτρων, θα στρίψει και πάλι δεξιά σε έναν χωματόδρομο, που διέρχεται μέσα από καλλιεργημένες εκτάσεις και μετά από περίπου 250 μέτρα θα φθάσει κοντά στους πρόποδες του επιζητούμενου υψώματος. Από εκεί πεζοπορώντας για 150 μέτρα κατά μήκος των δυτικών υπωρειών, θα μπορέσει να διακρίνει με λίγο κόπο τα δομικά ερείπια του μνημειώδους τάφου πάνω σε έναν χαμηλό εδαφικό αναβαθμό, αφού σε αρκετά μεγάλο βαθμό η σωζόμενη τοιχοποιία καλύπτεται πλέον από την βλάστηση(10).
Εικόνα 6: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας της λίμνης Στυμφαλίας. (1): αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου, (2): μεσαιωνική μονή Ζαρακά, (3): Μουσείο Περιβάλλοντος, (Α): τοποθεσία κυκλοτερούς ταφικού μνημείου. Με μπλε διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το κύριο δρομολόγιο πρόσβασης και με πράσινη η εναλλακτική διαδρομή προσέγγισης.
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος διεξήγαγε πιο επιστάμενες ανασκαφές στο διαλαμβανόμενο ταφικό μνημείο το 1928, καθόσον εκείνο το έτος δεν μπορούσαν να προχωρήσουν οι αρχαιολογικές εργασίες στην αγορά της αρχαίας Στύμφαλου, εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της λίμνης από τις σφοδρές βροχοπτώσεις των προηγούμενων ετών, που είχε σαν αποτέλεσμα τα πολεοδομικά κατάλοιπα να έχουν κατακλυστεί από την διόγκωση των υδάτων. Όπως διαπίστωσε από την αρχή, ο τάφος δεν ανάγονταν στους προϊστορικούς χρόνους και ήταν ήδη συλημένος από αρχαιοκάπηλους, απογοητεύοντας τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες, οι οποίοι παραιτήθηκαν της περαιτέρω έρευνας, αφού φαίνονταν ότι αποκλείονταν η περίπτωση να ανήκει στον μυθολογικό βασιλιά Αίπυτο.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος αφαίρεσε τις υπερκείμενες επιχωματώσεις από την λιθοδομή, αποκαλύπτοντας εντελώς την μορφή και το εσωτερικό του ευμεγέθους κτίσματος. Η κάτοψη του έχει κυκλικό σχήμα με διάμετρο 18,45 μέτρα, ενώ περικλείεται από χαμηλό αναλημματικό κρηπίδωμα, μέγιστού διατηρούμενου ύψους περί το 1,50 μέτρο, οικοδομημένο με ακανόνιστη τραπεζοειδή τοιχοποιία από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους, ένα σύστημα δόμησης που ήταν πολύ συνηθισμένο από τον 5ο αιώνα π. Χ. και ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική εποχή. Στο ανατολικό μέρος της περιφέρειας του μνημείου ανοίγεται μία πύλη, από όπου ξεκινάει ένας διάδρομος μήκους 6,80 μέτρων και πλάτους 2,80 μέτρων, κτισμένος από σχετικά μικρούς πολυγωνικούς λίθους και διακοπτόμενος εγκάρσια από ένα πλατύ θύρωμα κατωφλιού, τους σταθμούς του οποίου είχε αναστηλώσει ο Ορλάνδος. Αυτή η δρομική δίοδος καταλήγει σε τετράγωνο νεκρικό θάλαμο, διαστάσεων 5 Χ 4,90 μέτρα, παρόμοιας τοιχοποιίας, που φέρει στα μέσα των δύο εκ των πλευρών του την αρχή δύο κάθετων σκελών, υποδηλώνοντας ενδεχομένως την πρόθεση των κατασκευαστών για μία μελλοντική επέκταση του χώρου.
Εικόνα 7: Κάτοψη του κυκλοτερούς ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 120).
Κατά την αποχωμάτωση του εσωτερικού του τάφου, ανασύρθηκε πλήθος θραυσμάτων από χονδρούς πλίνθους μεγάλων διαστάσεων. Επειδή δεν βρέθηκε κανένα τεμάχιο από λίθινη πλάκα, ο Αναστάσιος Ορλάνδος θεώρησε ότι ενδεχομένως ο διάδρομος και ο θάλαμος θα στεγάζονταν με ξυλόδετη οροφή, απαρτιζόμενη από συγκλίνοντες δοκούς, επί των οποίων θα ήταν προσαρμοσμένοι οι επίπεδοι πλίνθοι. Η όλη ταφική δομή θα καλύπτονταν με σωρό χώματος, λαμβάνοντας την μορφή ενός γήλοφου, που περιβάλλονταν από λίθινο κρηπίδωμα. Μάλιστα, ο Ορλάνδος επισημαίνει ότι παρεμφερείς τύμβοι έχουν ανακαλυφθεί στην Μακεδονία, στην Μικρά Ασία και κυρίως στην περιοχή της αρχαίας Ετρουρίας στην Ιταλία(11).
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες, στην νότια πλευρά του νεκρικού θαλάμου βρέθηκε σπασμένο ένα μικρό λεκανοειδές δοχείο από μαλακό ψαμμιτικό πέτρωμα, διαστάσεων 35 Χ 49 εκατοστά, το οποίο πιθανώς να ήταν τεφροδόχος θήκη, σύμφωνα με την εκτίμηση του Αναστάσιου Ορλάνδου(12). Επίσης, σε κοντινό σημείο ανακαλύφθηκε και ένα πήλινο ατρακτοειδές αγγείο.
Εικόνα 8: Το ανατολικό τμήμα του λίθινου περιμετρικού κρηπιδώματος του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας. Διακρίνεται το άνοιγμα της πύλης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα μπορούσε ο συγκεκριμένος κυκλοτερής τύμβος να αντιστοιχεί στον τάφο του Αίπυτου, τον οποίο επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα π. Χ.. Ο Αναστάσιος Ορλάνδος αποφεύγει έντεχνα να προβεί σε οποιαδήποτε σχετική ταύτιση ή ρητή απόρριψη αυτής της εικασίας, ίσως για να μην διακινδυνέψει το επιστημονικό κύρος του. Ωστόσο, στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να κάνουμε ορισμένους φιλόδοξους συσχετισμούς για την προκειμένη περίπτωση, με βάση την επισκόπηση των τοπογραφικών δεδομένων σε αντιπαραβολή με την αναμφίβολη μαρτυρία του αρχαίου περιηγητή.
Όπως λοιπόν συνάγεται μέσα από την αφήγηση του, ο Παυσανίας πρέπει να αναχώρησε από τον Φενεό με προορισμό την Στύμφαλο προχωρώντας ανατολικά, προφανώς ακολουθώντας κατά προσέγγιση το υφιστάμενο ορεινό δρομολόγιο, το οποίο οδηγεί από τον σημερινό οικισμό του Μεσινού στην Δροσοπηγή. Αυτή η διαδρομή καταλήγει στην λίμνη Στυμφαλία και βαίνει σχεδόν κάτω από την κορυφογραμμή του Γερόντειου όρους, που η γεωγραφική θέση του δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Άλλωστε, ο ίδιος μας πληροφορεί ότι το εν λόγω βουνό ήταν το φυσικό σύνορο μεταξύ της επικράτειας των Φενεατών και των Στυμφάλιων. Επίσης, συνάδει και με την πληροφορία του ότι η αρχαία οδός διέρχονταν από την κορυφή του συγκεκριμένου όρους.
Εικόνα 9: Τα κατάλοιπα της πύλης του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας από το εσωτερικό, πίσω από την οποία διαρρυθμίζονταν ένας διάδρομος, που κατέληγε στον τετράγωνο νεκρικό θάλαμο.
Έπειτα κάνει λόγο ότι στα αριστερά του Γερόντειου βρίσκονταν τα όρη των Φενεατών, τα οποία αποκαλούνταν Τρίκρηνα εξαιτίας της ύπαρξης τριών κρηνών σε εκείνο το μέρος. Μερικοί ιστορικοί ερευνητές διατείνονται ότι οι τρεις πηγές ανάβλυζαν κοντά στα τωρινά χωριά της Μοσιάς ή της Καστανιάς νοτιότερα. Όμως οι δύο σύγχρονοι κατοικημένοι τόποι βρίσκονται νοτιοανατολικά από τον αρχαίο Φενεό και όχι ανατολικά, όπως ήταν η κατεύθυνση της επίμαχης διαδρομής, ενώ προς στα δυτικά εκτείνεται το «πεδίον των Φενεατών», όπως το κατονομάζει ο Παυσανίας και όχι κάποιος ορεινός όγκος(13). Επομένως, τα αρχαία Τρίκρηνα όρη εκτιμάται ότι πρέπει να αναζητηθούν απέναντι από το Γερόντειο, σε κάποια από τις νοτιοδυτικές ακρώρειες της Κυλλήνης. Ενδεχομένως να δύναται να αντιστοιχιστούν με το εδαφικό έξαρμα της κορυφής Αργαλειός, η οποία διαμορφώνεται πριν από την τοποθεσία της Σκαφιδιάς, καθώς από εκεί πηγάζουν πολλά ρέματα που καταλήγουν στην θέση Κεφαλόβρυσο και στο ρέμα Κακαβούλα. Μάλιστα, προς αυτή την υπόθεση μας προσανατολίζει και η διαλαμβανόμενη μνεία του συγγραφέα Σπύρου Μιχόπουλου, ότι περίπου στην εγγύτητα αυτής την περιοχής διασώζεται το τοπωνύμιο «Αίπυτος».
Ο τοπογραφικός προσδιορισμός του αρχαίου όρους Σηπία είναι ακόμα πιο δύσκολος. Το μοναδικό στοιχείο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν βρίσκονταν μακριά από τα Τρίκρηνα. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι ο Παυσανίας εξακολούθησε την πορεία του στην ίδια κατεύθυνση για να επισκεφτεί τον τάφο του Αίπυτου, δεν είναι απίθανο να εικάσουμε ότι οι ξεναγοί του τον οδήγησαν στις παρυφές ενός υψώματος κοντά τον οικισμό της Δροσοπηγής, ο οποίος απέχει περί τα 4 χιλιόμετρα από τις υπώρειες της προαναφερθείσας κορυφής Αργαλειός. Αυτή η τολμηρή άποψη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το δρομολόγιο του να περνούσε από την τοποθεσία του ρέματος Θίλιπι ή Φίλιππι, όπου και να του υποδείξαν το υφιστάμενο κυκλοτερές μνημείο ως τον τύμβο του μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας(14).
Η δε θέση του ταφικού οικοδομήματος στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας, δεν καθιστά απαγορευτική αύτη την αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο διάσημος περιηγητής στην συνέχεια της διήγησης του, αφού κάνει μία εκτενή παρένθεση στην γεωγραφική και πολιτιστική ροή της περιγράφοντας άλλα μέρη σε τέσσερα κεφάλαια, έπειτα παραθέτει ότι «ο λόγος με επαναγάγει στην Στύμφαλο και στο σύνορο μεταξύ των Φενεατών και των Στυμφάλιων, το ονομαζόμενο Γερόντειο»(15). Από αυτή την φιλολογική επαναφορά υποδηλώνεται εμμέσως, ότι ο ίδιος είχε εισέλθει στην γη των Στυμφάλιων κατά την μετάβαση του στον τάφο του Αίπυτου, μετά από τον οποίο ορθώνονταν το όρος Κυλλήνη, όπως καταγράφει στο οδοιπορικό του.
Εικόνα 10: Άποψη του βορειοανατολικού τμήματος της κυκλικής λιθόκτιστης περιφέρειας του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, που έχει διάμετρο 18,45 μέτρα.
Η πιθανή εκδοχή της ταύτισης του αρχαίου κυκλοτερούς οικοδομήματος, το οποίο εντοπίζεται επί του υψώματος πλησίον του ρέματος του Θίλιπι ή Φίλιππι, με τον επιζητούμενο τύμβο του Αρκάδα άνακτα, αποκτά περαιτέρω αληθοφάνεια από την μαρτυρία του Παυσανία σχετικά με την διαμόρφωση του. Σύμφωνα την περιγραφή του, ο περίφημος τάφος ήταν απλώς ένα χαμηλό ανάχωμα που περιβάλλονταν από ένα λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα. Ακριβώς πανομοιότυπη φέρεται να ήταν και η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, σύμφωνα με την εκτίμηση του Αναστάσιου Ορλάνδου. Δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη κατασκευή να δημιουργήθηκε την Κλασσική ή την Ελληνιστική εποχή, ίσως στην θέση ενός παλαιότερου επιτύμβιου οικοδομήματος, προκειμένου οι αρχαίοι κάτοικοι της Αρκαδίας να προσδώσουν ένα υπόβαθρο στην Ομηρική παράδοση του τόπου τους και να τιμήσουν έναν θρυλικό πρόγονο τους. Ωστόσο, παρά τις συγκλίνουσες ενδείξεις, θα πρέπει διατηρηθούν αυστηρές επιφυλάξεις, ως προς την πλήρη εξομοίωση των υφιστάμενων δομικών καταλοίπων με τον ιστορούμενο τύμβο του Αίπυτου, καθόσον απουσιάζουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, όπως σχετικές αναθηματικές επιγραφές ή άλλα δηλωτικά ευρήματα.
Εικόνα 11: Τμήμα του κυκλικού λιθόκτιστου κρηπιδώματος του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας. Πάνω σε έναν από τους δόμους διακρίνεται ένα πήλινο θραύσμα, από τους επίπεδους πλίνθους που εκτιμάται ότι επιστέγαζαν την ξυλόδετη οροφή του διαδρόμου και του νεκρικού θαλάμου.
Επίσης αξιοσημείωτα είναι και τα ερείπια ενός αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος, που βρίσκεται στο πεδινό μέρος, σε απόσταση περίπου 30 μέτρα ελαφρώς βορειοδυτικά από το υπόψη ταφικό μνημείο, εμφανίζοντας παρόμοια τραπεζοειδή τοιχοποιία. Το κτίσμα φαίνεται να έχει ορθογώνια κάτοψη, διαθέτοντας κατά προσέγγιση οριζόντιες διαστάσεις 7,50 Χ 12,50 μέτρα και εκ πρώτης όψεως μοιάζει σαν να πρόκειται για μία υπόγεια κατασκευή. Σίγουρα απαιτείται μία στοχευμένη αρχαιολογική έρευνα, έτσι ώστε αποσαφηνιστεί η χρήση του και η τυχόν διασύνδεση του με τον υπερκείμενο κυκλοτερή τύμβο.
Δυστυχώς σήμερα το ταφικό μνημείο της Στυμφαλίας είναι εγκαταλειμμένο στην τύχη του, παραμένοντας εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό. Τόσο ο νεκρικός θάλαμος, όσο και ο διάδρομος έχουν δεχτεί επιχωματώσεις, με συνέπεια να μην διακρίνεται πλέον ούτε το περίγραμμα τους. Παραδόξως, ο μεμονωμένος τύμβος μάλλον έχει λησμονηθεί και από τους ιθύνοντες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μολονότι στέκει στην σκιά ενός σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου, όπως είναι η αρχαία πόλη της Στυμφάλου. Κατά την γνώμη του γράφοντος, ενδεχομένως μέσα από μία πρωτοβουλία των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιβάλλεται να πραγματοποιηθούν τουλάχιστον κάποιες απλές εργασίες, με το ελάχιστο δυνατό κόστος, με σκοπό την ανάδειξη και την προστασία του, ανεξάρτητα με την πιθανότητα της ταύτισης του με τον πολυθρύλητο τάφο του Αίπυτου ή της απόρριψης αυτής της υπόθεσης. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να αποψιλωθεί το λίθινο κρηπίδωμα από την περιβάλλουσα βλάστηση, να γίνει η απαιτούμενη αποχωμάτωση του εσωτερικού υπό την επίβλεψη αρχαιολόγου, να περιφραχθεί το μέρος έστω και υποτυπωδώς, να δημιουργηθεί ένα μονοπάτι πρόσβασης και να τοποθετηθούν κατευθυντήριες πινακίδες στις διασταυρώσεις. Με αυτό τον τρόπο θα επιτευχθεί η δέουσα προβολή του μνημειώδους τύμβου, με σκοπό να συμπεριληφθεί στα αξιοθέατα της περιοχής, καθώς πρόκειται για μία ακόμα ψηφίδα του πολυποίκιλτου μωσαϊκού της Ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Εικόνα 12: Τμήμα του ανατολικού τοίχου του αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος, που βρίσκεται στο πεδινό μέρος της τοποθεσίας του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας και σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από αυτό.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η ιστορία και η περιγραφή των διατηρούμενων μνημείων της αρχαίας Στυμφάλου παρουσιάζονται στα εξής δύο σχετικά άρθρα του γράφοντος www.parakato.gr/Αφιέρωμα στην αρχαία Στύμφαλο - μέρος Α’/13 Ιανουαρίου 2017 και μέρος Β’/21 Ιανουαρίου 2017.
2. Το ιστορικό και η αρχιτεκτονική του Κιστερκιανού μοναστηριού παρατίθεται στο άρθρο του γράφοντος www.parakato.gr/Μονή Ζαρακά: Ένα Ρωμαιοκαθολικό αββαείο των μεσαιωνικών χρόνων στην Στυμφαλία.
3. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 4, εδάφιο 4. Ο Έλατος ήταν πρωτότοκος γιός του τρίτου βασιλιά της Αρκαδίας, του επώνυμου ήρωα Αρκά, ο οποίος μοίρασε την χώρα του στους απόγονους του, κληροδοτώντας στον πρώτο τα εδάφη περί το όρος Κυλλήνη.
4. Κατά μία εκδοχή, ο Αίπυτος φέρεται να είχε μεταβεί στην Στύμφαλο για να επισκεφτεί τον ομώνυμο αδερφό του και αποφάσισαν να κυνηγήσουν μαζί.
5. Όμηρος, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 603 – 604.
6. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 16, εδάφια 1 – 3.
7. Σε μερικές πηγές του διαδικτύου αναφέρεται εντελώς καταχρηστικά ότι ο Έλατος ήταν βασιλιάς του Φενεού και τον διαδέχτηκε ο γιός του Αίπυτος.
8. Εφημερίδα «Το Άστυ», αριθμός φύλλου 3598, 14 Νοεμβρίου 1900.
9. Στην υπόψη διακλάδωση υπάρχει μία κατευθυντήρια πινακίδα προς την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος και Αγίας Κυριακής.
10. Εναλλακτικά η προσέγγιση στην τοποθεσία του αρχαίου ταφικού μνημείου μπορεί να γίνει ακολουθώντας έναν εγκάρσιο χωματόδρομο μέσα από τον οικισμό Κιόνια, που μετά από μία διαδρομή περίπου 1.700 μέτρων φτάνει στις δυτικές παρυφές του υψώματος.
11. Ο αρχαιολόγος Sir William Gell (1777 – 1836) αναφέρει στο οδοιπορικό του, ότι την άνοιξη του 1805 κατευθυνόμενος από την Στυμφαλία προς τον Άγιο Γεώργιο (Νεμέα), είχε παρατηρήσει στην περιοχή του σημερινού οικισμού Πλατάνι Αργολίδας έναν παρόμοιο πολύ μεγάλο τύμβο από χώμα, που περικλείονταν από έναν κυκλικό τοίχο κτισμένο με ευμεγέθεις λίθους. Ο δε όγκος του ήταν κομμένος σε δύο ίσα ημικυκλικά τμήματα από μία ανασκαφή, που είχε φέρει στο φως και άλλους δόμους. Μάλιστα, ο Άγγλος περιηγητής ταύτισε μάλλον επιπόλαια τον υπόψη τύμβο με τον τάφο του Αίπυτου. («Narrative of a journey in the Morea», Sir William Gell, pages 384 – 385, printed for Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, Paternoster – Row, London, 1823).
12. Αρχικά λόγω των μικρών διαστάσεων του ευρήματος είχε υποθέσει ότι μπορεί να πρόκειται για μία λάρνακα νεκρού παιδιού.
13. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 14, εδάφια 1 – 3. Η πεδιάδα του Φενεού ενίοτε πλημμύριζε από τα νερά του ποταμού Όλβιου και των περιφερειακών ρεμάτων, όταν φράσσονταν οι υφιστάμενες καταβόθρες στο νότιο τμήμα της, που στην αρχαιότητα λέγονταν ότι τις είχε διανοίξει ο Ηρακλής.
14. Βλέπε εικόνα 13 (απόσπασμα τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ) στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
15. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 22, εδάφια 1.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Ανασκαφαί εν Στυμφάλω», Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1922 – 1924, τόμος 77ος – 78ος, σελίδες 122 – 123, τύποις εταιρείας «Π. Δ. Σακελλάριος», εν Αθήναις, 1930.
2. «Ανασκαφαί Στυμφάλου», Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1928, τόμος 83ος, σελίδες 120 – 123, τυπογραφείον «Εστία», εν Αθήναις, 1930.
3. «Η Φενεός ανά τους αιώνες», Τάκη Μπουγιούκου – Φενεάτη, πρώτη έκδοση, ιδιοέκδοση, 1973 & τόμος Β’, εκδόσεις «Σείριος», 1976.
4. «Στυμφαλίων Αρκάδων γενεαλογικά και μυθολογικά ευτράπελα», Σπύρος Κ. Μιχόπουλος, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 23 – 25, σελίδες 122 – 127, Αθήνα, 2001.
5. http://www.psarikorinthias.gr/Ο θρύλος του Βασιλιά Αίπυτου.
6. http://digital.lib.auth.gr/Ο τάφος του Αίπυτου.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 13: Απόσπασμά τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ, όπου με γαλάζια διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δυνητικό δρομολόγιο, που ενδεχομένως να ακολούθησε ο Παυσανίας από τον Φενεό προς την Στύμφαλο. (Α): κυκλοτερές ταφικό μνημείο Στυμφαλίας, (Β): προτεινόμενη τοποθεσία αρχαίου όρους Σηπία, (Γ): προτεινόμενη τοποθεσία Τρίκρηνων ορέων.
Εικόνα 14: Τμήμα της δυτικής περιφέρειας του διατηρούμενου κρηπιδώματος του μνημειώδους τύμβου, το οποίο είναι οικοδομημένο με ακανόνιστη τραπεζοειδή τοιχοποιία από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους.
Εικόνα 15: Άποψη από το εσωτερικό του κυκλοτερούς τάφου. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η επιχωματωμένη θέση του νεκρικού θαλάμου και με κίτρινο ο διάδρομος προσέγγισης του.
Φώτο 16: Η πύλη του ταφικού μνημείο, που ανοίγεται στην ανατολική περιφέρεια του. Στο βάθος διακρίνεται ο ορεινός όγκος της Κυλλήνης (Ζήρεια).
Εικόνα 17: Διατηρούμενο τμήμα της βορειοανατολικής περιφέρειας του λιθόκτιστου κρηπιδώματος.
Εικόνα 18: Διατηρούμενο τμήμα της νότιας περιφέρειας του λιθόκτιστου κρηπιδώματος, το οποίο καλύπτεται από την βλάστηση.
Εικόνα 19: Διατηρούμενο τμήμα τοίχου, τραπεζοειδούς λιθοδομής, της ανατολικής πλευράς του αδιάγνωστου ορθογώνιου οικοδομήματος, που βρίσκεται κοντά στο ταφικό μνημείο της Στυμφαλίας.
εικόνα 20: Άποψη της θέσης του αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται κατά προσέγγιση το περίγραμμα του.
Εικόνα 21: Δορυφορική αποτύπωση της σχετικής τοποθεσίας του ρέματος Θίλιπι ή Φίλιππι. (Α): κυκλοτερές ταφικό μνημείο, (Β): αδιευκρίνιστο αρχαίο ορθογώνιο οικοδόμημα.
Επίσης, δεν θα πρέπει να παραλείψει κανείς να επισκεφτεί το εξαιρετικό Μουσείο Περιβάλλοντος, όπου μπορεί να πληροφορηθεί πως το οικοσύστημα της Στυμφαλίας επηρέασε την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας και ειδικότερα των παραδοσιακών επαγγελμάτων, μέσα από μία σειρά λαογραφικών και ιστορικών εκθεμάτων. Η δε ευρύτερη τοποθεσία της λίμνης συνδέεται με πανάρχαιους θρύλους και μυθολογικές παραδόσεις, με επιφανέστερη όλων την εξόντωση των τρομερών Στυμφαλίδων ορνιθών από τον Ηρακλή. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει ο μύθος του Αρκάδα άνακτα Αίπυτου, σε συσχετισμό με ένα άγνωστο ταφικό μνημείο της περιοχής, που είναι και το κύριο αντικείμενο της έρευνας μας.
Εικόνα 2: Άποψη της λίμνης Στυμφαλίας και του όρους Ζήρεια (Κυλλήνη). Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι επισκέφτηκε τον τάφο του Αίπυτου, πιθανότατα βαδίζοντας από τον αρχαίο Φενεό με προορισμό την αρχαία Στύμφαλο(Α).
Ο Αίπυτος αναδείχτηκε έκτος βασιλιάς της Αρκαδίας, διαδεχόμενος στον θρόνο τον εξάδελφο του Κλείτωρα, ο οποίος δεν είχε απογόνους. Πατέρας του ήταν ο Έλατος και είχε αδερφούς τον Περέα, τον Κυλλήνα, που έδωσε το όνομα του στο όρος Κυλλήνη, τον Ίσχυ και τον Στύμφαλο, ο οποίος ίδρυσε την πόλη της Στυμφάλου(3). Η διακυβέρνηση του Αίπυτου υπήρξε μάλλον σύντομη, καθώς βρήκε άδοξο θάνατο, όταν κατά την διάρκεια μίας κυνηγετικής εξόρμησης στις πλαγιές του όρους Κυλλήνη (Ζήρεια) τον δάγκωσε αιφνιδιαστικά ένας σαπίτης, ένα ενδημικό φίδι της περιοχής(4). Ο άτυχος ηγεμόνας ενταφιάστηκε επιτόπου με τις δέουσες επικήδειες τιμές, γιατί κρίθηκε αδύνατη η μεταφορά της σωρού του, ίσως εξαιτίας του δραστικού δηλητηρίου σε συνδυασμό με την μόλυνση της πληγής, που προκάλεσαν την ταχεία σήψη του σώματος του νεκρού. Σύμφωνα με διαφορές φήμες, το ταφικό μνημείο του ήταν μεγαλοπρεπές διαθέτοντας πλούσια κτερίσματα και πολύτιμα αναθήματα, ενώ εικάζεται ότι κοσμούνταν με ένα περικαλλές ολόχρυσο άγαλμα, το οποίο παρίστανε τον Αίπυτο σε όρθια στάση μαζί με τον αγαπημένο του κυνηγετικό σκύλο, να δέχεται επίθεση από δύο φαρμακερά φίδια. Επίσης, λέγονταν ότι όσα θηλυκά ζώα ανέβαιναν επάνω σε αυτό γίνονταν στείρα. Πάντως φαίνεται ότι όντως συνιστούσε ένα σπουδαίο ηρώο στην απώτερη αρχαιότητα, αφού μνημονεύεται από τον Όμηρο ως «Αιπύτιος τύμβος» στον περίφημο «κατάλογο των νηών», ως τοπόσημο της «Αρκαδίας που εκτείνονταν κάτω από το δύσβατο όρος της Κυλλήνης»(5).
Εικόνα 3: Το μεμονωμένο ταφικό μνημείο με το λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα, που εντοπίστηκε πάνω στο δυτικό άκρο ενός χαμηλού υψώματος ανάμεσα στους οικισμούς Κιόνια και Δροσοπηγή, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του Αναστάσιου Ορλάνδου στα 1928 (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 122).
Ο Παυσανίας επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ταφικού μνημείου τον 2ο αιώνα π. Χ., καθώς αναφέρει ότι τον επισκέφτηκε, πιθανότατα βαδίζοντας από την Φενεό προς την Στύμφαλο, αλλά μάλλον δεν εντυπωσιάστηκε. Συγκεκριμένα, ο διάσημος αρχαίος περιηγητής σημειώνει στο οδοιπορικό του:
«Από τον Φενεό προς την κατεύθυνση από εκεί που αναδύεται ο ήλιος είναι η κορυφή του Γερόντειου και από εκεί διέρχεται οδός. Αυτό το Γερόντειο είναι σύνορο μεταξύ της γης των Φενεατών και των Στυμφάλιων. Στα αριστερά του Γερόντειου, καθώς οδεύει κανείς διά της Φενεατικής περιοχής βρίσκονται τα όρη των Φενεατών που καλούνται Τρίκρηνα και υπάρχουν τρεις κρήνες σε αυτό το μέρος. Σε αυτές λένε ότι οι νύμφες περί το όρος έλουσαν τον τεχθέντα Ερμή και για αυτό τις θεωρούν ως ιερές πηγές του Ερμή.
»Όχι μακριά από τα Τρίκρηνα βρίσκεται ένα άλλο όρος, η Σηπία, όπου λένε ότι εδώ ο Αίπυτος, ο γιός του Ελάτου, άφησε την τελευταία του πνοή από το φίδι, και τον τάφο του τον ποίησαν σε αυτό το μέρος, γιατί δεν μπορούσαν να φέρουν προς τα μπροστά τον νεκρό. Σύμφωνα με τους Αρκάδες αυτά τα φίδια συμβαίνει να υπάρχουν στο όρος ακόμα και στον καιρό μας, εντούτοις δεν είναι πολλά, αλλά μάλιστα είναι σπάνια. Επειδή συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του έτους χιονίζει στο όρος, τα φίδια που έχουν απομείνει έξω από τις φωλιές τους διαφθείρονται από το χιόνι, αλλά ακόμα και αν πρωτύτερα έτυχε να καταφύγουν στις φωλιές, το χιόνι πάλι εξοντώνει ένα μέρος τους, γιατί η παγωνιά εισχωρεί μέσα στις ίδιες τις φωλιές τους.
»Ειδικά τον τάφο του Αίπυτου επιθυμούσα σφοδρά να τον δω, διότι κάνει λόγο για αυτόν ο Όμηρος στα έπη του, όταν αναφέρει τους Αρκάδες. Το μνήμα του Αίπυτου λοιπόν είναι ένα ανάχωμα, όχι μεγάλο, το οποίο περιβάλλεται από ένα λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα. Ο δε Όμηρος δεν πρέπει να είχε δει αξιολογότερο μνήμα, καθώς αυτό έμελλε να προκαλέσει τον θαυμασμό του, όπως και τον χορό του Ηφαίστου που ήταν κατεργασμένος στην ασπίδα του Αχιλλέα τον εικάζει με ένα χορό πλασμένο από τον Δαίδαλο, αφού δεν είχε σοφότερες παραστάσεις»(6).
Η παραπάνω μαρτυρία του Παυσανία είναι πολύ σημαντική, καθόσον μέσα από την συγκριτική ανάλυση των παρεχόμενων πληροφοριών, μπορούν να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα με βάση τα τοπογραφικά δεδομένα, τα οποία οδηγούν στην διατύπωση αληθοφανών υποθέσεων σχετικά με το μέρος της τελευταίας κατοικίας του Αρκάδα βασιλιά, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την αποδεδειγμένη αξιοπιστία του αρχαίου περιηγητή.
Εικόνα 4: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα του αδιάγνωστου ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας (δυτικό τμήμα), που βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ των οικισμών Κιόνια και Δροσοπηγή.
Στους νεότερους χρόνους, αρκετοί αρχαιολόγοι και ιστοριοδίφες επεδίωξαν να εντοπίσουν την ακριβή θέση του περίλαμπρου τάφου του Αίπυτου, χωρίς όμως να προβούν σε καμία ταυτοποίηση. Μάλιστα, οι θρυλούµενες διαδόσεις πως στο μνημείο υπήρχε θαμμένος ένας αμύθητος θησαυρός, έδωσαν το έναυσμα σε πολλούς τυχοδιώκτες και τυμβωρύχους να πραγματοποιήσουν πληθώρα λαθρανασκαφών στις περιοχές γύρω από το όρος Κυλλήνη και τα γειτονικά βουνά, μία παράνομη δραστηριότητα που φαίνεται ότι συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.
Αρκετοί ερευνητές αναζητούσαν τον βασιλικό τύμβο στην τοποθεσία του Φενεού, πιστεύοντας πως βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από τα ερείπια της αρχαίας πόλης(7). Μία ενδεικτική περίπτωση καταγράφεται στην εφημερίδα «Το Άστυ» στο λυκαυγές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα λοιπόν με το δημοσίευμα, τον Νοέμβριο του 1900 αναγγέλθηκε στο Υπουργείο Παιδείας ότι παρά το χωριό Γκούρα του τότε δήμου Φενεού ανακαλύφθηκε ένα κρηπίδωμα προϊστορικού τάφου, ο οποίος κατά την γνώμη ορισμένων ειδημόνων ανήκε στον Αίπυτο(8). Για την εξακρίβωση των δεδομένων στάλθηκε ο έφορος αρχαιοτήτων Ανδρέας Σκιάς, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος να εκτελέσει ανασκαφικές εργασίες και μετρήσεις στον υπόψη τύμβο, προκειμένου να διαπιστωθεί η αρχαιολογική αναγωγή του. Ωστόσο το πόρισμα των συναφών ερευνών στην Γκούρα δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Μερικοί ερασιτέχνες αρχαιοδίφες εκφράζουν την επιπόλαια άποψη ότι το όρος Σηπία, στην τοποθεσία του οποίου πέθανε και ενταφιάστηκε ο Αίπυτος, ταυτίζεται με τον βραχώδη όγκο της κορυφής Σκίπιζα του όρους Ολίγυρτος, που υψώνεται νοτίως του χωριού Λαύκα, υποστηρίζοντας ότι τα δύο τοπωνύμια έχουν μία αδιόρατη ετυμολογική συγγένεια. Όμως η ονομασία «Σκίπιζα» έχει καθαρά Αρβανίτικη προέλευση και σημαίνει «αετοφωλιά». Κάποιοι άλλοι εικάζουν αόριστα ότι το πιθανότερο είναι ο περιώνυμος τάφος να βρίσκεται σε κάποιο απόκρυφο μέρος του Γερόντειου όρους, το οποίο εκτείνεται πάνω από το χωριό Καστανιά. Ο δε Σπύρος Μιχόπουλος διατυπώνει πως το όρος Σηπία χωροθετείται μεταξύ της Γκούρας και του οικισμού Δροσοπηγή (πρώην Μπάσι), που είναι και ο τόπος καταγωγής του. Επιπλέον, ο αείμνηστος πλέον εκπαιδευτικός και συγγραφέας παραθέτει ότι στην περιοχή της Δροσοπηγής και σε απόσταση περί 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από αυτήν, υφίσταται το τοπωνύμιο «Αίπυτος» κοντά στην θέση Νταουλέζα, λίγο πριν το μέρος της Σκαφιδιάς, από όπου διέρχεται το ορεινό δρομολόγιο προς την Γκούρα.
Εικόνα 5: Άποψη της εισόδου στον νεκρικό θάλαμο του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, όπως αποκαλύφθηκε από Αναστάσιο Ορλάνδο το 1928. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 121).
Το έτος 1924 ο αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος ξεκίνησε συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στον χώρο της αρχαίας Στυμφάλου και στα ερείπια της Κιστερκιανής μονής Ζαρακά. Κατά την διάρκεια των ερευνών, διεξήγαγε και μία επιπρόσθετη ανασκαφή σε ένα άγνωστο ταφικό μνημείο στην θέση «Λάκκα του Θίλιπι», στο δυτικό άκρο ενός χαμηλού υψώματος, ανάμεσα στους οικισμούς Κιόνια και Δροσοπηγή, κατόπιν εγκριθείσας αιτήσεως των ιδιωτών Γρ. Μιχαλόπουλου και Κ. Κριτσώνη, οι οποίοι κατέβαλαν μέρος της απαιτούμενης δαπάνης, ενώ το υπολειπόμενο ποσό χορηγήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Όπως υπογραμμίζει ο Ορλάνδος, ο σκοπός των αιτούντων ήταν η «εύρεσις του υπό του Παυσανίου μνημονευόμενου τάφου του Αίπυτου, ήτις έχει καταντήσει αληθής ψύχωσις των κατοίκων της περιφέρειας».
Πράγματι στην συγκεκριμένη τοποθεσία διασώζονται τα κατάλοιπα ενός αρχαίου κυκλοτερούς ταφικού κτίσματος πάνω σε μια χαμηλή εδαφική έξαρση. Η πρόσβαση στο σημείο είναι εύκολη για τον επίδοξο επισκέπτη μέσω της επαρχιακής οδού Κιάτου – Λαύκας – Καστανιάς, καθώς προσπερνώντας τον οικισμό Κιόνια και την βόρεια όχθη της λίμνης Στυμφαλίας, θα πρέπει να ακολουθήσει το δρομολόγιο προς τον οικισμό της Δροσοπηγής. Διανύοντας μία απόσταση ενός χιλιομέτρου από την διασταύρωση, θα συναντήσει μία διακλάδωση με έναν ασφαλτόστρωτο δρόμο στα δεξιά(9), ο οποίος βαίνει παράλληλα με το ρέμα Θίλιπι ή Φίλιππι, όπως αναγράφεται στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ). Συνεχίζοντας σε αυτόν και έπειτα από μία διαδρομή 700 μέτρων, θα στρίψει και πάλι δεξιά σε έναν χωματόδρομο, που διέρχεται μέσα από καλλιεργημένες εκτάσεις και μετά από περίπου 250 μέτρα θα φθάσει κοντά στους πρόποδες του επιζητούμενου υψώματος. Από εκεί πεζοπορώντας για 150 μέτρα κατά μήκος των δυτικών υπωρειών, θα μπορέσει να διακρίνει με λίγο κόπο τα δομικά ερείπια του μνημειώδους τάφου πάνω σε έναν χαμηλό εδαφικό αναβαθμό, αφού σε αρκετά μεγάλο βαθμό η σωζόμενη τοιχοποιία καλύπτεται πλέον από την βλάστηση(10).
Εικόνα 6: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας της λίμνης Στυμφαλίας. (1): αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου, (2): μεσαιωνική μονή Ζαρακά, (3): Μουσείο Περιβάλλοντος, (Α): τοποθεσία κυκλοτερούς ταφικού μνημείου. Με μπλε διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το κύριο δρομολόγιο πρόσβασης και με πράσινη η εναλλακτική διαδρομή προσέγγισης.
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος διεξήγαγε πιο επιστάμενες ανασκαφές στο διαλαμβανόμενο ταφικό μνημείο το 1928, καθόσον εκείνο το έτος δεν μπορούσαν να προχωρήσουν οι αρχαιολογικές εργασίες στην αγορά της αρχαίας Στύμφαλου, εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της λίμνης από τις σφοδρές βροχοπτώσεις των προηγούμενων ετών, που είχε σαν αποτέλεσμα τα πολεοδομικά κατάλοιπα να έχουν κατακλυστεί από την διόγκωση των υδάτων. Όπως διαπίστωσε από την αρχή, ο τάφος δεν ανάγονταν στους προϊστορικούς χρόνους και ήταν ήδη συλημένος από αρχαιοκάπηλους, απογοητεύοντας τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες, οι οποίοι παραιτήθηκαν της περαιτέρω έρευνας, αφού φαίνονταν ότι αποκλείονταν η περίπτωση να ανήκει στον μυθολογικό βασιλιά Αίπυτο.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος αφαίρεσε τις υπερκείμενες επιχωματώσεις από την λιθοδομή, αποκαλύπτοντας εντελώς την μορφή και το εσωτερικό του ευμεγέθους κτίσματος. Η κάτοψη του έχει κυκλικό σχήμα με διάμετρο 18,45 μέτρα, ενώ περικλείεται από χαμηλό αναλημματικό κρηπίδωμα, μέγιστού διατηρούμενου ύψους περί το 1,50 μέτρο, οικοδομημένο με ακανόνιστη τραπεζοειδή τοιχοποιία από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους, ένα σύστημα δόμησης που ήταν πολύ συνηθισμένο από τον 5ο αιώνα π. Χ. και ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική εποχή. Στο ανατολικό μέρος της περιφέρειας του μνημείου ανοίγεται μία πύλη, από όπου ξεκινάει ένας διάδρομος μήκους 6,80 μέτρων και πλάτους 2,80 μέτρων, κτισμένος από σχετικά μικρούς πολυγωνικούς λίθους και διακοπτόμενος εγκάρσια από ένα πλατύ θύρωμα κατωφλιού, τους σταθμούς του οποίου είχε αναστηλώσει ο Ορλάνδος. Αυτή η δρομική δίοδος καταλήγει σε τετράγωνο νεκρικό θάλαμο, διαστάσεων 5 Χ 4,90 μέτρα, παρόμοιας τοιχοποιίας, που φέρει στα μέσα των δύο εκ των πλευρών του την αρχή δύο κάθετων σκελών, υποδηλώνοντας ενδεχομένως την πρόθεση των κατασκευαστών για μία μελλοντική επέκταση του χώρου.
Εικόνα 7: Κάτοψη του κυκλοτερούς ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας από τον Αναστάσιο Ορλάνδο. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 120).
Κατά την αποχωμάτωση του εσωτερικού του τάφου, ανασύρθηκε πλήθος θραυσμάτων από χονδρούς πλίνθους μεγάλων διαστάσεων. Επειδή δεν βρέθηκε κανένα τεμάχιο από λίθινη πλάκα, ο Αναστάσιος Ορλάνδος θεώρησε ότι ενδεχομένως ο διάδρομος και ο θάλαμος θα στεγάζονταν με ξυλόδετη οροφή, απαρτιζόμενη από συγκλίνοντες δοκούς, επί των οποίων θα ήταν προσαρμοσμένοι οι επίπεδοι πλίνθοι. Η όλη ταφική δομή θα καλύπτονταν με σωρό χώματος, λαμβάνοντας την μορφή ενός γήλοφου, που περιβάλλονταν από λίθινο κρηπίδωμα. Μάλιστα, ο Ορλάνδος επισημαίνει ότι παρεμφερείς τύμβοι έχουν ανακαλυφθεί στην Μακεδονία, στην Μικρά Ασία και κυρίως στην περιοχή της αρχαίας Ετρουρίας στην Ιταλία(11).
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες, στην νότια πλευρά του νεκρικού θαλάμου βρέθηκε σπασμένο ένα μικρό λεκανοειδές δοχείο από μαλακό ψαμμιτικό πέτρωμα, διαστάσεων 35 Χ 49 εκατοστά, το οποίο πιθανώς να ήταν τεφροδόχος θήκη, σύμφωνα με την εκτίμηση του Αναστάσιου Ορλάνδου(12). Επίσης, σε κοντινό σημείο ανακαλύφθηκε και ένα πήλινο ατρακτοειδές αγγείο.
Εικόνα 8: Το ανατολικό τμήμα του λίθινου περιμετρικού κρηπιδώματος του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας. Διακρίνεται το άνοιγμα της πύλης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα μπορούσε ο συγκεκριμένος κυκλοτερής τύμβος να αντιστοιχεί στον τάφο του Αίπυτου, τον οποίο επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα π. Χ.. Ο Αναστάσιος Ορλάνδος αποφεύγει έντεχνα να προβεί σε οποιαδήποτε σχετική ταύτιση ή ρητή απόρριψη αυτής της εικασίας, ίσως για να μην διακινδυνέψει το επιστημονικό κύρος του. Ωστόσο, στην συνέχεια θα επιδιώξουμε να κάνουμε ορισμένους φιλόδοξους συσχετισμούς για την προκειμένη περίπτωση, με βάση την επισκόπηση των τοπογραφικών δεδομένων σε αντιπαραβολή με την αναμφίβολη μαρτυρία του αρχαίου περιηγητή.
Όπως λοιπόν συνάγεται μέσα από την αφήγηση του, ο Παυσανίας πρέπει να αναχώρησε από τον Φενεό με προορισμό την Στύμφαλο προχωρώντας ανατολικά, προφανώς ακολουθώντας κατά προσέγγιση το υφιστάμενο ορεινό δρομολόγιο, το οποίο οδηγεί από τον σημερινό οικισμό του Μεσινού στην Δροσοπηγή. Αυτή η διαδρομή καταλήγει στην λίμνη Στυμφαλία και βαίνει σχεδόν κάτω από την κορυφογραμμή του Γερόντειου όρους, που η γεωγραφική θέση του δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Άλλωστε, ο ίδιος μας πληροφορεί ότι το εν λόγω βουνό ήταν το φυσικό σύνορο μεταξύ της επικράτειας των Φενεατών και των Στυμφάλιων. Επίσης, συνάδει και με την πληροφορία του ότι η αρχαία οδός διέρχονταν από την κορυφή του συγκεκριμένου όρους.
Εικόνα 9: Τα κατάλοιπα της πύλης του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας από το εσωτερικό, πίσω από την οποία διαρρυθμίζονταν ένας διάδρομος, που κατέληγε στον τετράγωνο νεκρικό θάλαμο.
Έπειτα κάνει λόγο ότι στα αριστερά του Γερόντειου βρίσκονταν τα όρη των Φενεατών, τα οποία αποκαλούνταν Τρίκρηνα εξαιτίας της ύπαρξης τριών κρηνών σε εκείνο το μέρος. Μερικοί ιστορικοί ερευνητές διατείνονται ότι οι τρεις πηγές ανάβλυζαν κοντά στα τωρινά χωριά της Μοσιάς ή της Καστανιάς νοτιότερα. Όμως οι δύο σύγχρονοι κατοικημένοι τόποι βρίσκονται νοτιοανατολικά από τον αρχαίο Φενεό και όχι ανατολικά, όπως ήταν η κατεύθυνση της επίμαχης διαδρομής, ενώ προς στα δυτικά εκτείνεται το «πεδίον των Φενεατών», όπως το κατονομάζει ο Παυσανίας και όχι κάποιος ορεινός όγκος(13). Επομένως, τα αρχαία Τρίκρηνα όρη εκτιμάται ότι πρέπει να αναζητηθούν απέναντι από το Γερόντειο, σε κάποια από τις νοτιοδυτικές ακρώρειες της Κυλλήνης. Ενδεχομένως να δύναται να αντιστοιχιστούν με το εδαφικό έξαρμα της κορυφής Αργαλειός, η οποία διαμορφώνεται πριν από την τοποθεσία της Σκαφιδιάς, καθώς από εκεί πηγάζουν πολλά ρέματα που καταλήγουν στην θέση Κεφαλόβρυσο και στο ρέμα Κακαβούλα. Μάλιστα, προς αυτή την υπόθεση μας προσανατολίζει και η διαλαμβανόμενη μνεία του συγγραφέα Σπύρου Μιχόπουλου, ότι περίπου στην εγγύτητα αυτής την περιοχής διασώζεται το τοπωνύμιο «Αίπυτος».
Ο τοπογραφικός προσδιορισμός του αρχαίου όρους Σηπία είναι ακόμα πιο δύσκολος. Το μοναδικό στοιχείο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν βρίσκονταν μακριά από τα Τρίκρηνα. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι ο Παυσανίας εξακολούθησε την πορεία του στην ίδια κατεύθυνση για να επισκεφτεί τον τάφο του Αίπυτου, δεν είναι απίθανο να εικάσουμε ότι οι ξεναγοί του τον οδήγησαν στις παρυφές ενός υψώματος κοντά τον οικισμό της Δροσοπηγής, ο οποίος απέχει περί τα 4 χιλιόμετρα από τις υπώρειες της προαναφερθείσας κορυφής Αργαλειός. Αυτή η τολμηρή άποψη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το δρομολόγιο του να περνούσε από την τοποθεσία του ρέματος Θίλιπι ή Φίλιππι, όπου και να του υποδείξαν το υφιστάμενο κυκλοτερές μνημείο ως τον τύμβο του μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας(14).
Η δε θέση του ταφικού οικοδομήματος στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας, δεν καθιστά απαγορευτική αύτη την αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο διάσημος περιηγητής στην συνέχεια της διήγησης του, αφού κάνει μία εκτενή παρένθεση στην γεωγραφική και πολιτιστική ροή της περιγράφοντας άλλα μέρη σε τέσσερα κεφάλαια, έπειτα παραθέτει ότι «ο λόγος με επαναγάγει στην Στύμφαλο και στο σύνορο μεταξύ των Φενεατών και των Στυμφάλιων, το ονομαζόμενο Γερόντειο»(15). Από αυτή την φιλολογική επαναφορά υποδηλώνεται εμμέσως, ότι ο ίδιος είχε εισέλθει στην γη των Στυμφάλιων κατά την μετάβαση του στον τάφο του Αίπυτου, μετά από τον οποίο ορθώνονταν το όρος Κυλλήνη, όπως καταγράφει στο οδοιπορικό του.
Εικόνα 10: Άποψη του βορειοανατολικού τμήματος της κυκλικής λιθόκτιστης περιφέρειας του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, που έχει διάμετρο 18,45 μέτρα.
Η πιθανή εκδοχή της ταύτισης του αρχαίου κυκλοτερούς οικοδομήματος, το οποίο εντοπίζεται επί του υψώματος πλησίον του ρέματος του Θίλιπι ή Φίλιππι, με τον επιζητούμενο τύμβο του Αρκάδα άνακτα, αποκτά περαιτέρω αληθοφάνεια από την μαρτυρία του Παυσανία σχετικά με την διαμόρφωση του. Σύμφωνα την περιγραφή του, ο περίφημος τάφος ήταν απλώς ένα χαμηλό ανάχωμα που περιβάλλονταν από ένα λίθινο κυκλικό κρηπίδωμα. Ακριβώς πανομοιότυπη φέρεται να ήταν και η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, σύμφωνα με την εκτίμηση του Αναστάσιου Ορλάνδου. Δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη κατασκευή να δημιουργήθηκε την Κλασσική ή την Ελληνιστική εποχή, ίσως στην θέση ενός παλαιότερου επιτύμβιου οικοδομήματος, προκειμένου οι αρχαίοι κάτοικοι της Αρκαδίας να προσδώσουν ένα υπόβαθρο στην Ομηρική παράδοση του τόπου τους και να τιμήσουν έναν θρυλικό πρόγονο τους. Ωστόσο, παρά τις συγκλίνουσες ενδείξεις, θα πρέπει διατηρηθούν αυστηρές επιφυλάξεις, ως προς την πλήρη εξομοίωση των υφιστάμενων δομικών καταλοίπων με τον ιστορούμενο τύμβο του Αίπυτου, καθόσον απουσιάζουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, όπως σχετικές αναθηματικές επιγραφές ή άλλα δηλωτικά ευρήματα.
Εικόνα 11: Τμήμα του κυκλικού λιθόκτιστου κρηπιδώματος του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας. Πάνω σε έναν από τους δόμους διακρίνεται ένα πήλινο θραύσμα, από τους επίπεδους πλίνθους που εκτιμάται ότι επιστέγαζαν την ξυλόδετη οροφή του διαδρόμου και του νεκρικού θαλάμου.
Επίσης αξιοσημείωτα είναι και τα ερείπια ενός αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος, που βρίσκεται στο πεδινό μέρος, σε απόσταση περίπου 30 μέτρα ελαφρώς βορειοδυτικά από το υπόψη ταφικό μνημείο, εμφανίζοντας παρόμοια τραπεζοειδή τοιχοποιία. Το κτίσμα φαίνεται να έχει ορθογώνια κάτοψη, διαθέτοντας κατά προσέγγιση οριζόντιες διαστάσεις 7,50 Χ 12,50 μέτρα και εκ πρώτης όψεως μοιάζει σαν να πρόκειται για μία υπόγεια κατασκευή. Σίγουρα απαιτείται μία στοχευμένη αρχαιολογική έρευνα, έτσι ώστε αποσαφηνιστεί η χρήση του και η τυχόν διασύνδεση του με τον υπερκείμενο κυκλοτερή τύμβο.
Δυστυχώς σήμερα το ταφικό μνημείο της Στυμφαλίας είναι εγκαταλειμμένο στην τύχη του, παραμένοντας εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό. Τόσο ο νεκρικός θάλαμος, όσο και ο διάδρομος έχουν δεχτεί επιχωματώσεις, με συνέπεια να μην διακρίνεται πλέον ούτε το περίγραμμα τους. Παραδόξως, ο μεμονωμένος τύμβος μάλλον έχει λησμονηθεί και από τους ιθύνοντες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μολονότι στέκει στην σκιά ενός σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου, όπως είναι η αρχαία πόλη της Στυμφάλου. Κατά την γνώμη του γράφοντος, ενδεχομένως μέσα από μία πρωτοβουλία των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιβάλλεται να πραγματοποιηθούν τουλάχιστον κάποιες απλές εργασίες, με το ελάχιστο δυνατό κόστος, με σκοπό την ανάδειξη και την προστασία του, ανεξάρτητα με την πιθανότητα της ταύτισης του με τον πολυθρύλητο τάφο του Αίπυτου ή της απόρριψης αυτής της υπόθεσης. Ενδεικτικά, θα μπορούσε να αποψιλωθεί το λίθινο κρηπίδωμα από την περιβάλλουσα βλάστηση, να γίνει η απαιτούμενη αποχωμάτωση του εσωτερικού υπό την επίβλεψη αρχαιολόγου, να περιφραχθεί το μέρος έστω και υποτυπωδώς, να δημιουργηθεί ένα μονοπάτι πρόσβασης και να τοποθετηθούν κατευθυντήριες πινακίδες στις διασταυρώσεις. Με αυτό τον τρόπο θα επιτευχθεί η δέουσα προβολή του μνημειώδους τύμβου, με σκοπό να συμπεριληφθεί στα αξιοθέατα της περιοχής, καθώς πρόκειται για μία ακόμα ψηφίδα του πολυποίκιλτου μωσαϊκού της Ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Εικόνα 12: Τμήμα του ανατολικού τοίχου του αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος, που βρίσκεται στο πεδινό μέρος της τοποθεσίας του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας και σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από αυτό.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Η ιστορία και η περιγραφή των διατηρούμενων μνημείων της αρχαίας Στυμφάλου παρουσιάζονται στα εξής δύο σχετικά άρθρα του γράφοντος www.parakato.gr/Αφιέρωμα στην αρχαία Στύμφαλο - μέρος Α’/13 Ιανουαρίου 2017 και μέρος Β’/21 Ιανουαρίου 2017.
2. Το ιστορικό και η αρχιτεκτονική του Κιστερκιανού μοναστηριού παρατίθεται στο άρθρο του γράφοντος www.parakato.gr/Μονή Ζαρακά: Ένα Ρωμαιοκαθολικό αββαείο των μεσαιωνικών χρόνων στην Στυμφαλία.
3. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 4, εδάφιο 4. Ο Έλατος ήταν πρωτότοκος γιός του τρίτου βασιλιά της Αρκαδίας, του επώνυμου ήρωα Αρκά, ο οποίος μοίρασε την χώρα του στους απόγονους του, κληροδοτώντας στον πρώτο τα εδάφη περί το όρος Κυλλήνη.
4. Κατά μία εκδοχή, ο Αίπυτος φέρεται να είχε μεταβεί στην Στύμφαλο για να επισκεφτεί τον ομώνυμο αδερφό του και αποφάσισαν να κυνηγήσουν μαζί.
5. Όμηρος, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 603 – 604.
6. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 16, εδάφια 1 – 3.
7. Σε μερικές πηγές του διαδικτύου αναφέρεται εντελώς καταχρηστικά ότι ο Έλατος ήταν βασιλιάς του Φενεού και τον διαδέχτηκε ο γιός του Αίπυτος.
8. Εφημερίδα «Το Άστυ», αριθμός φύλλου 3598, 14 Νοεμβρίου 1900.
9. Στην υπόψη διακλάδωση υπάρχει μία κατευθυντήρια πινακίδα προς την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος και Αγίας Κυριακής.
10. Εναλλακτικά η προσέγγιση στην τοποθεσία του αρχαίου ταφικού μνημείου μπορεί να γίνει ακολουθώντας έναν εγκάρσιο χωματόδρομο μέσα από τον οικισμό Κιόνια, που μετά από μία διαδρομή περίπου 1.700 μέτρων φτάνει στις δυτικές παρυφές του υψώματος.
11. Ο αρχαιολόγος Sir William Gell (1777 – 1836) αναφέρει στο οδοιπορικό του, ότι την άνοιξη του 1805 κατευθυνόμενος από την Στυμφαλία προς τον Άγιο Γεώργιο (Νεμέα), είχε παρατηρήσει στην περιοχή του σημερινού οικισμού Πλατάνι Αργολίδας έναν παρόμοιο πολύ μεγάλο τύμβο από χώμα, που περικλείονταν από έναν κυκλικό τοίχο κτισμένο με ευμεγέθεις λίθους. Ο δε όγκος του ήταν κομμένος σε δύο ίσα ημικυκλικά τμήματα από μία ανασκαφή, που είχε φέρει στο φως και άλλους δόμους. Μάλιστα, ο Άγγλος περιηγητής ταύτισε μάλλον επιπόλαια τον υπόψη τύμβο με τον τάφο του Αίπυτου. («Narrative of a journey in the Morea», Sir William Gell, pages 384 – 385, printed for Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, Paternoster – Row, London, 1823).
12. Αρχικά λόγω των μικρών διαστάσεων του ευρήματος είχε υποθέσει ότι μπορεί να πρόκειται για μία λάρνακα νεκρού παιδιού.
13. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 14, εδάφια 1 – 3. Η πεδιάδα του Φενεού ενίοτε πλημμύριζε από τα νερά του ποταμού Όλβιου και των περιφερειακών ρεμάτων, όταν φράσσονταν οι υφιστάμενες καταβόθρες στο νότιο τμήμα της, που στην αρχαιότητα λέγονταν ότι τις είχε διανοίξει ο Ηρακλής.
14. Βλέπε εικόνα 13 (απόσπασμα τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ) στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.
15. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο VIII (Αρκαδικά), κεφάλαιο 22, εδάφια 1.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Ανασκαφαί εν Στυμφάλω», Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1922 – 1924, τόμος 77ος – 78ος, σελίδες 122 – 123, τύποις εταιρείας «Π. Δ. Σακελλάριος», εν Αθήναις, 1930.
2. «Ανασκαφαί Στυμφάλου», Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1928, τόμος 83ος, σελίδες 120 – 123, τυπογραφείον «Εστία», εν Αθήναις, 1930.
3. «Η Φενεός ανά τους αιώνες», Τάκη Μπουγιούκου – Φενεάτη, πρώτη έκδοση, ιδιοέκδοση, 1973 & τόμος Β’, εκδόσεις «Σείριος», 1976.
4. «Στυμφαλίων Αρκάδων γενεαλογικά και μυθολογικά ευτράπελα», Σπύρος Κ. Μιχόπουλος, περιοδικό «Αίπυτος», τεύχος 23 – 25, σελίδες 122 – 127, Αθήνα, 2001.
5. http://www.psarikorinthias.gr/Ο θρύλος του Βασιλιά Αίπυτου.
6. http://digital.lib.auth.gr/Ο τάφος του Αίπυτου.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 13: Απόσπασμά τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ, όπου με γαλάζια διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δυνητικό δρομολόγιο, που ενδεχομένως να ακολούθησε ο Παυσανίας από τον Φενεό προς την Στύμφαλο. (Α): κυκλοτερές ταφικό μνημείο Στυμφαλίας, (Β): προτεινόμενη τοποθεσία αρχαίου όρους Σηπία, (Γ): προτεινόμενη τοποθεσία Τρίκρηνων ορέων.
Εικόνα 14: Τμήμα της δυτικής περιφέρειας του διατηρούμενου κρηπιδώματος του μνημειώδους τύμβου, το οποίο είναι οικοδομημένο με ακανόνιστη τραπεζοειδή τοιχοποιία από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους.
Εικόνα 15: Άποψη από το εσωτερικό του κυκλοτερούς τάφου. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η επιχωματωμένη θέση του νεκρικού θαλάμου και με κίτρινο ο διάδρομος προσέγγισης του.
Φώτο 16: Η πύλη του ταφικού μνημείο, που ανοίγεται στην ανατολική περιφέρεια του. Στο βάθος διακρίνεται ο ορεινός όγκος της Κυλλήνης (Ζήρεια).
Εικόνα 17: Διατηρούμενο τμήμα της βορειοανατολικής περιφέρειας του λιθόκτιστου κρηπιδώματος.
Εικόνα 18: Διατηρούμενο τμήμα της νότιας περιφέρειας του λιθόκτιστου κρηπιδώματος, το οποίο καλύπτεται από την βλάστηση.
Εικόνα 19: Διατηρούμενο τμήμα τοίχου, τραπεζοειδούς λιθοδομής, της ανατολικής πλευράς του αδιάγνωστου ορθογώνιου οικοδομήματος, που βρίσκεται κοντά στο ταφικό μνημείο της Στυμφαλίας.
εικόνα 20: Άποψη της θέσης του αδιευκρίνιστου αρχαίου οικοδομήματος. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται κατά προσέγγιση το περίγραμμα του.
Εικόνα 21: Δορυφορική αποτύπωση της σχετικής τοποθεσίας του ρέματος Θίλιπι ή Φίλιππι. (Α): κυκλοτερές ταφικό μνημείο, (Β): αδιευκρίνιστο αρχαίο ορθογώνιο οικοδόμημα.
Υπόμνημα του συντάκτη: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γεώργα Χρήστο, κάτοικο Κιάτου, για την υπόδειξη της ύπαρξης του ταφικού μνημείου της Στυμφαλίας, η οποία στάθηκε η αφορμή για την συγγραφή του παρόντος άρθρου.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
http://www.parakato.gr/