Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της φιλολόγου, κυρίας Κατερίνας Σολακάκη, που αφορά στη συγκυριακή όσο και συγκινητική ανακάλυψη ενός από τους τόπους που έδρασε ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στην Αθήνα. Πρόκειται για τη «σπηλιά» του, της οποίας την ταυτοποίηση είχε την τιμή να κάνει, το καλοκαίρι του 2019.
«Η σπηλιά του Μακρυγιάννη»
Η αναγκαιότητα της ησυχίας, η οποία πάντα συνοδεύει την εξεταστική των παιδιών μου, ώθησε τα βήματά μου, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 2019, για πολλοστή φορά, στον αγαπημένο τόπο κατά τα διαστήματα των τελευταίων χρόνων που παρεπιδημώ στην Αθήνα· στον κήπο και στη «σπηλιά» του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Ιωάννη Μακρυγιάννη (1797-1864), στο χώρο του αρχαίου Ολυμπιείου, ο οποίος συνόρευε με το σπίτι και το περιβόλι του. Ίσως, επειδή το σπίτι έχει πια κατεδαφιστεί και ο κήπος χαθεί, βορά στην αδηφάγο ανάπτυξη, το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα επικεντρωμένο στον εντοπισμό της «σπηλιάς», η οποία είναι θαμμένη στη δυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τις διαμαρτυρίες των ανθρώπων που πρόλαβαν να τη δουν, πριν καλυφθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, εδώ και 120 περίπου χρόνια. Το μεσημέρι αυτό, η μυστική μου ευχή να βγει ξανά στο φως, πραγματοποιήθηκε με ένα ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο, αφού η παρουσία μου εκεί συνέβαλε στην ταύτιση της θολωτής κατασκευής, την οποία είχε αποκαλύψει η σκαπάνη της κας Νίκης Σακκά, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, με τη «σπηλιά» του Μακρυγιάννη.
Η κάρτα της ελευθέρας εισόδου μου, ως εκπαιδευτικού, μου επιτρέπει να μπαινοβγαίνω στον αρχαιολογικό χώρο σαν στο σπίτι μου. Έτσι νιώθω, καθώς περιδιαβάζοντας στο χώρο, αναπλάθω με τη φαντασία μου τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη δυτική πλευρά του ναού, η οποία συνόρευε με το περιβόλι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ο διορισμός του ως Πολιτάρχη των Αθηνών, τον Ιανουάριο του 1823, είναι η αρχή της σχέσης του, εικοσιεξάχρονου τότε, με την πολιτεία των Αθηναίων:
Κοινῇ γνώμῃ διορίζονται οἱ Κύριοι Σπυρίδων Πατούσας καί Μακρυγιάννης μέ ἑξῆντα ἀνθρώπους ἀχωρίστως νά καθίσωσιν εἰς τήν κοινήν πόρταν ἐπιστάται κατά τήν συνήθειαν καί νά ἐπαγρυπνῶσιν εἰς τήν φύλαξιν τῶν νόμων καί εὐταξίαν τῆς πόλεως […] ἐσφραγισμένα τῇ κοινῇ σφραγίδι καί ὑπογεγραμμένα. Ἐν Ἀθήναις τῇ 1ῃ Ἰανουαρίου 1823. Οἱ Ἔφοροι Ἀθηνῶν. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, 3-5)
Η σχέση αυτή θα σφραγιστεί με τα σοβαρά τραύματα που θα λάβει κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης του κάστρου των Αθηνών από την πολιορκία των δυνάμεων του Κιουταχή (1826-1827), θα γίνει δε καθολικότερη και μονιμότερη, όταν κατά το 1827, ενώ ο Κιουταχής έχει υπό την κατοχή του την Αθήνα, θα αγοράσει μια έκταση εκτός του τείχους των Αθηνών, δίπλα στο ναό του Ολυμπίου Διός. Βαθιά απογοητευμένος από την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση, το 1833 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, την ιδιαίτερη πατρίδα της γυναίκας του Αικατερίνης Σκουζἐ, όπου θα χτίσει το σπίτι του και θα φυτέψει το περιβόλι του.
Εικόνα 1: Το ιστορικό σπίτι και ο κήπος του Μακρυγιάννη διακρίνονται πίσω από τον πεσμένο κίονα του ναού του Ολυμπίου Διός. (Granges, 1869).
Ο ανευρετής και πρώτος εκδότης των απομνημονευμάτων και των αρχείων του αγωνιστή, Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη φαντασία, καθώς παρουσιάζει με γλαφυρότητα και ενάργεια τον ιστορικό αυτό τόπο, βάσει των μελετών του στα αρχεία του Μακρυγιάννη και άλλων αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης:
Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐν μέσῳ τῆς βαθείας μελαγχολίας αὐτοῦ, ἀναλογιζομένου τά παρελθόντα καί ἀποβλέποντα πρός τήν παροῦσαν ἀθλιότητα, ἤρξατο νά φροντίζῃ τά περί ἑαυτοῦ καί τῆς οἰκογενείας, κτίζων οἰκίαν, τήν πρώτην ἥτις σώζεται ἔτι παραπλεύρως τῆς νεωτέρας. Συγχρόνως ἐπεδόθη εἰς τήν καλλιέργειαν τοῦ συνεχόμενου ἀγροῦ, φυτεύσας ἄμπελον καί ποικίλα δένδρα, περιφράξας δέ τόν καλλιεργούμενον τόπον. Ὁ ἱστορικός οὗτος κῆπος τοῦ Μακρυγιάννη διά τῆς φιλοπονίας καί φιλοκαλίας αὐτοῦ ἀνεπτύχθη θαυμασίως κατ᾿ ὀλίγον, ὑπῆρξε δέ διά τόν πολυπαθῆ ἀγωνιστήν ὄχι μόνον τερπνή ἐνασχόλησις, καί παρηγορίας καί ἀναψυχῆς καταφύγιον, ἀλλά καί ἐντευκτήριον […] τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν τῶν χρόνων ἐκείνων, πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν, φίλων τοῦ Μακρυγιάννη.
Πρός δυσμάς ὡρίζετο ὁ πολυανθής οὗτος καί πολύκαρπος παράδεισος ὑπό τῆς οἰκίας τοῦ Στρατηγοῦ, πρός βορρᾶν ὐπό τοῦ σωζομένου μέχρις ἐσχάτων τείχους τῆς πόλεως, κτισθέντος ὑπό τοῦ τυράννου Χασεκῆ, πρός ἀνατολάς ὑπό τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ τοῦ Ολυμπίου Διός, περιλαμβάνων καί τά κάτωθεν αὐτοῦ ὑπάρχοντα δύο θολωτά σπήλαια, σωζόμενα καί σήμερον, πρός μεσημβρίαν δέ ἀτραποῦ, ὅπου ἡ ὁδός Ἀθαν. Διάκου. Το πρῶτον τῶν δύο ἐκείνων σπηλαίων (ἐπί τῆς ἀρχῆς νῦν τῆς λεωφόρου Συγγροῦ) εἶχε διασκευάσῃ ὁ Μακρυγιάννης εἰς εὐάρεστον διαμονήν. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, νθ’) […] οὐχί μόνον κατά τό θέρος ἀλλά καί τόν χειμῶνα.
Το ἐσώτερον αυτῆς μέρος, κλειόμενον διά θύρας καί φωτιζόμενον ὑπό δύο μικρῶν παραθύρων, χρησιμεύει ὡς ἀποθήκη, τό δέ πρόσθιον μετά τοῦ ἔξω αὐτοῦ πεζουλίου, τῆς κληματαριᾶς καί τοῦ πέριξ ἀνθῶνος εἶναι τό καλογηρικόν τρόπον τινά κελλίον τοῦ γέροντος ἀγωνιστοῦ. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, οε΄) Ἐν αὐτῷ δέ καθήμενος, έξηπλωμένος ἐπί σιντζαντέ, ἀνεπαύετο ἐκ τῶν κόπων καί τοῦ καύσωνος, ἐρρέμβαζεν ἀναπολῶν τάς παρελθούσας περιπετείας αὐτοῦ καί παρεδίδετο εἰς τήν ἐκ τῶν ανοιγομένων πληγῶν καί τῶν νόσων ἀπελπισίαν· ἐν ἡμέραις δέ ψυχικῆς γαλήνης συνέγραφε τά Ἀπομνημονεύματα αὐτοῦ.
Ἑκάστην πρώτην τοῦ Μαῒου ὁ δροσερός κῆπος ἐπληροῦτο ἀνθρώπων, εἰς οὕς ὁ φιλόξενος ἄν καί πτωχός Μακρυγιάννης παρεῖχε πᾶσαν πρόθυμον θεραπείαν, παραθέτων ἄφθονον ἐπί ἀνθοστρώτου τραπέζης γεῦμα ἐξ ἀμνῶν ὀπτῶν καί ἄλλων ἑλληνικῶν ἐδεσμάτων. Καί τότε τῶν ἐθνικῶν ᾀσμάτων καί χορῶν ὁ πάταγος ἀπεδίωκε πρός καιρόν τήν ποιητικήν γαλήνην ἐκ τοῦ ἀναπαυτηρίου τούτου τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη καί διέκοπτε τήν κατά μόνας μελαγχολικήν διατριβήν αὐτοῦ. Ὁ Μακρυγιάννης ἔκλαιε ἐργαζόμενος, σκάπτων, μετακομίζων λίθους εἰς κατασκευήν του οἴκου αὐτοῦ. Ἔβλεπε πέριξ τούς τόπους τους ἱστορικούς, ὑπέρ ὧν ἀμυνόμενος ἔχυσε τό αἷμα αὐτοῦ, καί ᾤκτιρε τήν σημερινήν αὐτοῦ θέσιν […].(Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, νθ΄-ξ΄) Τό παράπλευρον ἕτερον σπήλαιον ὁ Μακρυγιάννης κατ᾿ ὀλίγον διακοσμῶν προορίζει εἰς ναῒδριον ἐρημικόν, τό ὁποῖον θα φέρῃ τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου». (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, οε΄)
Εικόνα 2: Ο κήπος του Μακρυγιάννη διακρίνεται στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας. (Granges, 1869).
Οι λεπτομέρειες της αφήγησης και της περιγραφής, ιδιαίτερα της σπηλιάς, η οποία προορίζεται για εκκλησάκι, υποδεικνύουν προφορικές πιθανόν παραδόσεις σε αυτόν, κυρίως από τις κόρες του στρατηγού, Βασιλική Παπαζήση (1839-1911), Ερασμία Δουζίνα (1835-1910) και το γιο του Κίτσο Μακρυγιάννη (1848-1948). Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η λεπτομέρεια αυτή δε θα μπορούσε να είναι γνωστή στο Βλαχογιάννη μέσω του αρχείου του Μακρυγιάννη, το οποίο δημοσίευσε το 1907, αλλά μόνο μέσω του δεύτερου χειρογράφου του, των Οραμάτων και θαμάτων, στο οποίο αποκλειστικά γίνονται άμεσες αναφορές στη σπηλιά ως χώρο λατρείας. Το χειρόγραφο όμως αυτό, περιέρχεται στα χέρια του Βλαχογιάννη το 1936, 29 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση των αρχείων του αγωνιστή. Ο Κίτσος Μακρυγιάννης μάλιστα ήταν εκείνος ο οποίος, με τις προτροπές του Βλαχογιάννη, ερευνώντας στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού, βρήκε τα χειρόγραφα των Απομνημονευμάτων του πατέρα του, το 1901:
Ὕστερα ἀπό πολλές συστάσεις ὁ Κίτσος Μακρυγιάννης μέ δέχτηκε μιά μέρα μέ κραυγές χαρᾶς· εἶχε βρεῖ μέσα σ’ ἕνα τενεκέ μισοσαπισμένα τοῦ στρατηγοῦ τά πολύτιμα γραψίματα. Τά πῆρα στό σπίτι μου, ἀφιέρωσα γιά τήν ἀνἀγνωση καί τήν ἀντιγραφή των μῆνες πολλούς, κι’ ὕστερα τά ἔδωσα στό τυπογραφεῖο, ὅπου τυπώθηκαν μ’ ἔξοδα τοῦ Κίτσου Μακρυγιάννη καί τῆς ἀδερφῆς του κυρίας Παπαζήση, σέ δύο τόμους. (Μακρυγιάννης, 1947: Α΄, 97)
“Αριστερά ο κήπος του Στρατηγού Μακρυγιάννη.Όπισθεν της αριστεράς κολώνας η οικία Θ.
Ορφανίδου. Επί της πλατείας του ναού του Ολυμπείου συσσωρευμένες θυμώνες προς αλωνισμόν.
Επί των στυλών η καλύβα του Στυλίτου. Εις το άκρον δεξιά πιθανώς το “Αμαλείον’” (Κωνσταντίνου κ.α 2009, 85 (αρχείον ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ)
Οι φωτογραφίες Ελλήνων και ξένων περιηγητών και φωτογράφων, τις οποίες έχω αποθηκεύσει στο κινητό μου, πιστοποιούν τις συμπληρωματικές για το χώρο αυτό πληροφορίες του Α. Ν. Παπακώστα (1903-1981), συνεργάτη του Βλαχογιάννη και εκδότη του δεύτερου χειρογράφου του Μακρυγιάννη με τον εύστοχο τίτλο Ὁράματα καί θάματα:
Τό ἱστορικό σπίτι (ἡ σπηλιά καί τό περιβόλι) τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, ἀπό τό οποῖο πῆρε τό ὄνομα ἡ ὁμὠνυμη συνοικία, εἶχε χτιστεῖ λίγο πιό πάνω ἀπό τό πρῶτο μικρό σπίτι του, στον παλιό δρόμο τοῦ Π. Φαλήρου. Τό νεότερο αυτό σπίτι, στό ὁποῖο εἶχε πολιορκηθεῖ ὁ στρατηγός τή νύχτα τῆς 2ας πρός 3η Σεπτεμβρἰου 1843, εἶχε χαγιάτι μέ ψηλές κολόνες, ἀπό κάτω καφενεῖο, καί στήν αὐλή του μωσαϊκό ἀπό θαλασσινά χαλίκια. Πίσω ἀπό τό σπίτι του, πρός τό ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τό περιβόλι του ἔφτανε καί περνοῦσε τή σημερινή γραμμή τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ. Κατά τη συνέχιση τῶν καλλιεργειῶν του ὁ Μακρυγιάννης ἀνακἀλυψε δύο βαθεῖς θολωτούς διαδρόμους. Ἀπό τούς διαδρόμους αὐτούς τόν ἕνα τόν χρησιμοποίησε ὡς ἀποθήκη τῶν κρασιῶν του καί τόν ἄλλο ὡς ἀναπαυτήριο, πνευματικό ἐργαστήρι καί προσκυνητάρι. Ἐκεῖ ἔγραψε τά απομνημονεύματά του, ἐκεῖ ἔκανε τίς πολύωρες προσευχές του καί γονυκλισίες, ἐκεῖ δεχόταν ἀνεπισήμους καί ἐπισήμους, στους οποίους ἐξηγούσε λεπτομέρειες εἰκόνων πατριωτικῆς φαντασίας του, ἐκεῖ φιλοξένησε καί ξένους, ἐπίσημους πρέσβεις τῶν τριῶν δυνάμεων, στους ὁποῖους χάρισε τίς περίφημες εἰκονογραφίες του. (Μακρυγιάννης, 1985: 244-245, σημ. 53.23)
Εικόνα 3: Το σπίτι και ο κήπος του Μακρυγιάννη αριστερά της Πύλης του Αδριανού. Πίσω τους διακρίνεται το στρατιωτικό νοσοκομείο (Κτίριο Weiler). Σχέδιο με μολύβι. (Tarone, 1836-1840).
Ο Μακρυγιάννης, σε δύσκολες ιστορικά συνθήκες, συνδυάζει την οικογενειακή και καλλιτεχνική ευαισθησία, με την ακατάβλητη μαχητικότητα για την υπεράσπιση της πατρίδας και της θρησκείας του. Η δύναμη της πολύπλευρης προσωπικότητάς του εκφράζεται με ιδιαίτερο τρόπο στον ευρύτερο χώρο του κήπου του:
[…] καί ἐγὠ δουλεύω ὡς κηπουρός καί ὑποφέρνω ὅλα αὐτά τά ἔξοδα καί περνάγει τό σπίτι μας καλύτερα ἀπό καθενοῦ, ὅτι παίρνομεν πολλά λιγότερα ἀπ’ ὅλους αὐτούς, καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τά ’χομεν ὅλα […]. (Μακρυγιάννης, 1985: 117)
Μίαν ἡμέρα πέρναγε ὁ Ὑπουργός τοῦ πολέμου ὁ Σμάλτζης[1] […] Τοῦ λέγω· “Σκαλἰζω τόν κῆπο μου νά γένουν λάχανα νά φάγω μέ τά παιδιά μου καί μέ τόσες φαμελιές τῶν σκοτωμένων ὁποὖναι εἰς τό σπίτι μου”. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 335)
Αφοῦ τελείωσε ο ζωγράφος τά κάδρα, τότε ἔστρωσα ἕνα μέρος τοῦ περιβολιοῦ μου μέ πετραδάκια τῆς θάλασσας ἄσπρα καί μαῦρα. Ζωγράφισα πρῶτα ἕναν κύκλο καί γύρα ἦταν οἱ λόνχες. Αὐτός ὁ κύκλος ἦταν ἡ πατρίδα, ὁποὖταν τρογυρισμένη μέ τής λόνχες τῆς τυραγνίας τόσους αἰῶνες […]. Παρακάτου εἶναι μια ἀλαφίνα, βυζαίνει τ’ ἀλαφάκι της· ὅταν ἔχομεν ὁμόνοια ἔτσι μᾶς βυζαίνει κι ἐμᾶς ἡ πατρίδα μας […]. Παρακάτου εἶναι οἱ κολῶνες τοῦ Ὀλυμπίου Διός καί ἡ Πόρτα […]. Παρακάτου εἶναι οἱ Ἕλληνες οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ πολεμοῦσαν διά τήν λευτεριά τῆς πατρίδας, καταπληγωμένοι. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 351)
Εἰς τά 1843 ὁ Κωλέτης ἀπό τά Παρίσια μοῦ συσταίνει ἕναν σημαντικόν Γάλλον περιηγητή, μὄγραφε προκομμένον πολύ […] τόν ἔλεγαν Μαλέρμπη […] κατέβηκαν εἰς τόν κῆπον μου ὁποῦ ἐργαζόμουν· καί ἦμουν ἀποσταμένος καί καθόμουν νά ξεκουραστῶ […]. Μοῦ λέγει ὅτι “Δέν ἔλπιζα ναὐρῶ σέ τοιούτη κατάστασιν ἕναν ἀγωνιστή τῆς Ἑλλάδος […] νά εἶναι ’σ αὐτείνη τήν ἀχλιότη” […]. Μοῦ λέγει, ἕνα θά σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τό κεφάλαιο τῆς θρησκείας, ὁποῦ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα ’σ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη […]. Μοῦ γύρεψε νά τοῦ φκειάσω καί μιά ἔκθεσιν τοῦ ἀγῶνος μου […]. Ἤθελε κ’ Ἑλληνικά τραγούδια. Τοῦ ἔφκεισα πεντέξι […]. Κι᾿ ἄν δέν σωφρονίζεταν καί ξαναμιλοῦσε διά θρησκεία, θἄμεναν τά κόκκαλά του εἰς τήν Ἑλλάδα καί τότε θἄλεγαν θηρία τούς Ἕλληνες − διατί δέν θέλουν ν᾿ αλλάξουν τήν θρησκείαν τους. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 366-368)
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στον ιστορικό αυτό χώρο διαδραματίστηκαν κρίσιμα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, τα οποία συνδέονται με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για τη διεκδίκηση του Συντάγματος, αλλά και με προσπάθειες απελευθέρωσης των εδαφών που είχαν μείνει έξω από τα στενά όρια του τότε ελληνικού κράτους, ένας από τους πρωταγωνιστές των οποίων υπήρξε ο Μακρυγιάννης. Η συνομωσία και οι κρίσιμες ώρες της επανάστασης ζωντανεύουν με την απαράμιλλη αφήγηση του στρατηγού:
Ἔρχονταν ἄνθρωποι ἐδῶ, τούς ἔπαιρνα στό σπίτι μου, μιλούσαμεν τήν δυστυχίαν τῆς πατρίδος καί τούς ἑτοίμαζα διά τά ἔξω. Καί κατηχοῦσα ὅλο τό κράτος ὅποτε εἶναι καιρός νά κινηθοῦμεν. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 351-352) Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν καί τής πέτρες· καί ὕστερα ἄλλος κουβάλαγε χώματα, ἄλλος πέτρες, ἄλλος ἔκανε χωράφι. Ἄλλος ἀναστέναζε κι᾿ ἄλλος ἔκλαιγε. Τοῦ ἔλεγα τοῦ κάθε ἑνοῦ […]. Τόν ὅρκιζα, τοῦ ἔλεγα πῶς νά ἑνωθοῦμε[…] κι ἀλλουνοῦ τοῦ ἔλεγα πῶς φροντίζομεν διά τά ἔξω, κι’ ἀλλουνοῦ διά τά μέσα, νά γένουν νόμοι κ’ Ἐθνική Συνέλεψη […]. Τότε ὁρκιζόμαστε ὅτι νά κάμωμεν Ἐθνική Συνέλεψη καί Σύνταμα, νά διοικιώμαστε τοιούτως. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 361-364)
Ἀφοῦ ἀνταμωθήκαμεν ὅλοι, ἐκρίθη […] νά εἶναι ὁ Μεταξάς, ὁ Καλλέργης κ’ ἐγώ νά σκεδιάσωμεν πότε θά γένῃ τό κίνημα· κ’ ἐκρίναμεν εὔλογον καί οἱ τρεῖς νά κινηθοῦμεν τής δύο Σεπτεβρίου. Νά συνάξω έγώ εἰς τό σπίτι μου τό βράδυ καί ν’ ἀρχίσω τόν ντουφεκισμόν· τότε νά βγῇ ὁ Καλλέργης μέ τό ἱππικό κι’ ὁ Σκαρβέλης μέ τό πεζικό πρός καταδίωξιν ἐμένα καί νά μπλοκάρωμεν συνχρόνως τό Παλάτι […]. Γιόμωσα τό περιβόλι μου ἀνθρώπους. Μετανογάει ὁ Καλλέργης κι᾿ ὅλο τό ταχτικό, οἱ ἀξιωματικοί, καί δέν βαροῦνε. Συνάζονταν ἄνθρωποι μέ τ’ ἄρματά τους κι’ ἔρχονταν εἰς τό περιβόλι μου […]. Καί μπήκαν μέσα στό περιβόλι πεζούρα καί καβαλλαρία […] κυρίεψαν οἱ ἀναντίοι παντοῦ· κι’ ἄνοιξαν καί μασγάλια εἰς τόν τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ ὡς τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 378-380)
Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)
Καί τί ἀγωνίζεται αὐτός;[2] Ν’ ἀλλάξῃ τήν θρησκεία ἑνοῦ ξεψυχησμένου καί μικρούτζικου ἔθνους […] μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καί σβυσμένοι ἀπό τήν κοινωνίαν. […] «θρησκείαν δέν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τήν πουλοῦμεν! […] Τώρα θά γένῃς κομμάτια ἀπό αὐτά ὁποῦ ἐργάζεσαι ἐσύ μέ τούς ὁμοίους σου κι’ ἀφίνεις καί τούς ξένους κ’ ἐργάζονται διά τήν θρησκείαν μας». […] Τότε ἔστειλε στρατιῶτες, τήν νύχτα, μοῦ τρογύριζαν τό σπίτι. […] ἀπό μέσα τό περιβόλι μου, εἰς τ’ αγκωνάρι τοῦ σπιτιοῦ μου φύλαγαν ἄνθρωποι, μὄδωσαν ἕνα ντουφέκι – πέρασε άπό τό μπλέφάρό μου· δέν μέ πῆρε. Ρίχτηκα ἐγώ πῆρα τό ντουφέκι μου, ἔρριξα· ἔρριξαν κ’ ἐκεῖνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν ἔξω ἀναντίον αὐτεινῶν. Πῆραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ἦταν καί τ’ Ἀλώνια[3] – ἀνακατεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι». (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 430-432)
Εικόνα 4: Ο κήπος του Μακρυγιάννη. (Sebah, 1874)._Pascal Sebah (1823-1886)
Η δυσκολία του εντοπισμού της διπλής θολωτής σπηλιάς ανακαλεί στη μνήμη μου τις διαχρονικές διαμαρτυρίες των ανθρώπων που πρόλαβαν να τη δουν πριν την καλύψουν εδώ και 120 περίπου χρόνια. Στο περιοδικό της Νέας Εστίας, το 1937, ο Χρ. Αγγελομάτης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί τουλάχιστον η οικία του στρατηγού, τονίζει απογοητευμένος το γεγονός της κάλυψης της «σπηλιάς», παρά τις αντιδράσεις πολλών πνευματικών ανθρώπων της εποχής:
Ο Καμπούρογλους μαζί μέ μερικούς ἄλλους, προσπάθησαν, κατά τή διαμόρφωση τοῦ χώρου τοῦ Ὀλυμπιείου, νά σώσουν τή σπηλιά ὡς ἔνα ἀξιοθέατο τῶν Ἀθηνῶν. Μάταιος κόπος! Ἡ πρόοδος καί ὁ πολιτισμός δέν μπορούσαν ν’ ἀνεχθοῦν τήν ὕπαρξη μιᾶς σπηλιᾶς πού ἴσως νά μήν εἶχε καμμιά γραφικότητα, θά γεννοῦσε ὅμως τόση περιέργεια, ὥστε καί τούς ἀνίδεους ἀκόμη θἀ τούς ἔκανε νά μάθουν μιά σελίδα τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου πού δέν πρέπει ν’ ἀγνοοῦν. Πάει λοιπόν καί ἡ σπηλιά… (Αγγελομάτης, 1937: 276-278)
Εικόνα 5: Οι σπηλιές διακρίνονται πίσω από το τοιχίο που ανήγειρε η αρχαιολογική υπηρεσία. (Woodhouse, 1910).
Ένα μόλις χρόνο πριν το θάνατό του, ο Γ. Βλαχογιάννης σημειώνει σε μία μελέτη του, την οποία δημοσίευσε ο Α. Ν. Παπακώστας, το 1950:[4]
Ὄταν χτίστηκε καί ἡ πλευρά μέ τίς ιστορικές καμάρες τοῦ Μακρυγιάννη, πολλές φορές στενοχώρησα τούς ἁρμόδιους πού ἐπέβλεπαν τήν κατασκευή τοῦ τυφλοῦ, κατά μίμηση τοῦ ἀρχαίου, καί ρητά ἀρνηθῆκαν νά δεχτοῦνε τό ἄνοιγμα μικρῆς θύρας πού νά φέρνη στό μέρος, ὅπου ὁ Μακρυγιάννης ἔγραψε τ’ ἀθάνατο ἔργο του. (Βλαχογιάννης, 1950: 636)
Στην κάλυψη του χώρου αυτού αναφέρεται ξανά ο Α. Ν. Παπακώστας, στις σημειώσεις της έκδοσης του δεύτερου χειρογράφου του Μακρυγιάννη, το 1983: «Μετά τόν θάνατό του, ἡ σπηλιά ἔμεινε ἔρημη, ἔγινε ἐργαστήρι μεταξουργίας καί σιδηρουργεῖο, ὥσπου ἡ Ἀρχαιολογική ‘Υπηρεσία, μέ τόν τοῖχο πού ἀνήγειρε πρός τή λεωφόρο Συγγροῦ, κάλυψε καί τή σπηλιά». (Μακρυγιάννης, 1985: 244-245, σημ. 53.23) Το θέμα της κάλυψης της σπηλιάς δεν ξεχνιέται, παρά την πάροδο των χρόνων και επανέρχεται ως αίτημα αποκάλυψης και ανάδειξης του χώρου αυτού, με αφορμή τις συζητήσεις για τη σκοπιμότητα περίφραξης του Μουσείου της Ακρόπολης, στην Καθημερινή:
Θα φανεί υπέρογκο, άκρα παραδοξολογία πλην, μαντρωμένο ή όχι, το μουσείο μοιάζει κολοβό στη μέση της Αθήνας, δίχως μια προβολή στη σπηλιά του «πατριδοφύλακα» Μακρυγιάννη. Γιατί εκεί, υπό τη σκιά του σημερινού μουσείου, σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή, όταν η κατάρρευση της πολιτείας σήμαινε αυτομάτως κατάρρευση του πολίτη, έλαβε πάλι κοινό νόημα η πατρίδα: γλώσσα, πίστη και δικαιοσύνη. (Ζέρβας, 2013)
Πολύτιμος οδηγός μου για τον εντοπισμό της σπηλιάς είναι η φωτογραφία του Βλαχογιάννη, (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 384-385) την οποία είχα κυριολεκτικά ανασύρει μέσω της ψηφιακής βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, της «Ανέμης», από τις σελίδες ενός από τα λιγοστά σωζόμενα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης των Απομνημονευμάτων το 1907, το οποίο αποτελούσε μέρος της βιβλιοθήκης του Παντελή Πρεβελάκη. Σε αυτήν, ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, φωτογραφίζεται έξω από τις μισοκαλυμμένες σπηλιές, προσπαθώντας να ξορκίσει τη λήθη στην οποία ετοιμάζονται να τις παραδώσουν, παρά την αγανάκτησή του, η οποία διακρίνεται στη δημοσίευση της Νέας Εστίας:
[…] ἡ αρχαιολογική ὑπηρεσία ἔχτισε κι αὐτή τήν πλευρά τοῦ περιβόλου, αλλά καί πάλι – ἴσως γιατί θέλησε νά προορίση τό ναό γιά καθαρά χῶρο ἀρχαιολογικό – δέν ἄφησε πιά νά γίνει ἐκεῖ κανένα κέντρο κοινωνικό, οὔτε καί σχολικές ἀσκήσεις. Τέτοιο πνεῦμα φανατισμοῦ δασκάλικου βασίλευε […]. Για τόν Ἕλληνα ἀρχαιολόγο δέν ὑπάρχει παρά ἀρχαιολογία καί τίποτε ἄλλο.. (Βλαχογιάννης, 1950: 636)
Εικόνα 6: Ο Βλαχογιάννης μπροστά από τις σπηλιές που καλύπτονται. (Βλαχογιάννης, 1907).
Η υποβάθμιση του νεότερου παρελθόντος από την Αρχαιολογική Εταιρεία είναι γεγονός, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο:
Η επίσημη όμως αναγνώριση του βυζαντινού πολιτισμού ως ισότιμου με τον κλασικό και η προσαρμογή της Εταιρείας στα νέα επιστημονικά και εθνικά αιτούμενα συντελείται μόνο το 1917 με την τροποποίηση του οργανισμού της […]. (Σακκά, 2002: 92) […] τα επιστημονικά ενδιαφέροντά της διευρύνονται α/ εις όλα τα εν Ελλάδι και ταις Ελληνικαίς χώραις μνημεία της Αρχαιότητος, συμπεριλαμβανομένων και των Βυζαντινών, Χριστιανικών και λοιπών μνημείων των μέχρι της Ελληνικής Επαναστάσεως. (Σακκά, 2002: 93, σημ.72)
Βρίσκομαι στην άκρη της δυτικής πλευράς του ναού, όταν την προσοχή μου τραβά ένα μικρό βαν με το σήμα του εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής, του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Ηλεκτρόδια και καλώδια, που μπήγονται στα σπλάχνα του ιερού χώρου, με κάνουν ακόμα πιο περίεργη. Πλησιάζω για να ρωτήσω έναν ευγενικό νεαρό, τον Κωνσταντίνο Λεονταράκη, δρ εφαρμοσμένης γεωφυσικής, όπως μου συστήνεται και ο οποίος με ενημερώνει ότι ερευνητές της σχολής Μηχ.-Μεταλλείων-Μεταλλουργών του Πολυτεχνείου, με επικεφαλής τον καθηγητή εφαρμοσμένης γεωφυσικής, κ. Γιώργο Αποστολόπουλο, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών, ερευνούν την κοιλότητα που αποκαλύφθηκε εκ νέου στη διάρκεια των ανασκαφών.
Η έκπληξή και των δύο ήταν μεγάλη, του καθενός βέβαια για διαφορετικό λόγο. Η δική μου γιατί έβλεπα μπροστά μου το χώρο, τον οποίο πνευματικοί άνθρωποι, εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα εύχονται να αποκαλυφθεί, δηλαδή «τη σπηλιά» του Μακρυγιάννη και του Κωνσταντίνου, γιατί …κρατούσα μία φωτογραφία αυτών ακριβώς των θολωτών κατασκευών που ερευνούσαν! Οι ερευνητές έσκυψαν με ενδιαφέρον, ακούγοντας με έκπληξη για τη χρήση του χώρου από το στρατηγό Μακρυγιάννη. Ο καθηγητής κ. Γιώργος Αποστολόπουλος μετακίνησε βιαστικά ένα μηχάνημα για να πάρει λήψεις πάνω από το σημείο, όπου με βάση τη φωτογραφία του Βλαχογιάννη υπάρχει η δεύτερη θολωτή κατασκευή!
Με ιδιαίτερη συγκίνηση κατέβηκα για να δω από κοντά τη σπηλιά, την οποία ο Μακρυγιάννης είχε μετασκευάσει σε εκκλησία, διεκδικώντας σύνταγμα σε ζοφερούς για την πατρίδα μας χρόνους:
Ὅταν κιντυνεύαμεν ἀπό τόν Ἀρμασπέρη[5] καί συντροφιά του, ὁπού μέ εἶχε κλεισμένον μέ τά στρατέματα τόσες ἡμέρες[6] […] (…διά νά μιλῶ, μέ κιντύνευαν), εἶπα νά λευτερωθεῖ ἡ πατρίς καί νά φκιάσω εἰς τό περιβόλι μου μιάν ἐκκλησία, τήν Ἁγία Τριάδα τήν Χρυσοσπηλιώτισσα, ὅτ’ εἶναι σπηλιά ἐκεῖ, καί τόν Ἁ-Γιάννη τόν Βαφτιστή. Ἔφκιασα τήν σπηλιά, τήν μερεμέτισα καί ἔβαλα καί τήν ἁγία Τράπεζα καί ἔφκιασα καί τίς τρεῖς εἰκόνες· κάνοντας ἔξοδα τώρα διά τήν μεταβολή καί ἄλλα, δέν εἶχα τόν τρόπον· εἶπα, ὅποτε ὁ Θεός βοηθήσει καί νά στερεώσει τήν πατρίδα καί θρησκεία, τότε θά κάμω τό χρέος μου. (Μακρυγιάννης, 1985: 54-55)
Η ιερότητα του χώρου αυτού στη συνείδηση του Μακρυγιάννη διακρίνεται από τις άμεσες αναφορές του σε αυτόν με τη λέξη «η σπηλιά», στο δεύτερό του χειρόγραφο, στα Οράματα καί Θάματα. Σε αυτό καταγράφει τις θρησκευτικές του κυρίως εμπειρίες, διακρίνοντάς τις συνειδητά από τις στρατιωτικές και τις πολιτικές, τις οποίες έχει καταγράψει: «[…] εἰς τ’ ἄλλο τό στορικόν» (Μακρυγιάννης, 1985: 63), στα Απομνημονεύματα. Εκεί, αναφερόμενος σε αυτόν το χώρο, χρησιμοποιεί τη λέξη «το περιβόλι μου». Η ιερότητα αυτή διακρίνεται και από την υπόσχεση του Θεού, σε ένα από τα πολλά του οράματα, τα οποία καταγράφει στο δεύτερό του χειρόγραφο: «καί θά σέ ἀξιώσει ὁ ἀφέντης μας νά λειτρουγήσουμεν καί εἰς τίς δύο ἐκκλησίες ὁπού θά φκιάσεις. (Τίς ἔχω ταμένες, μίαν εἰς τό περιβόλι μου, ἡ Ἁια-Τριάδα ἡ Χρυσοσπηλιώτισσα, καί ὁ Ἅγιος Γιάννης· ἔχω καί τήν ἐκκλησίαν μισοφκιασμένη καί τίς εἰκόνες […] )». (Μακρυγιάννης, 1985: 106) Σε πολλά σημεία του ίδιου χειρογράφου ο πιστός Μακρυγιάννης αφηγείται τις εμπειρίες του και δεν παύει, ακόμα και στις τελευταίες σελίδες του, να μαρτυρεί:
Τήν ἄλλη βραδιά ἡ χάρη της καί ὅλοι οἱ ἅγιοι μέ πήραν καί μέ πῆγαν εἰς τήν σπηλιά ὀπού ’χω διά ἐκκλησία καί ἔκαμαν μιάν δοξολογίαν καί εἶχαν ἕνα χρυσό δέντρο καί ἕνα μαστέλο χρυσόν καί τοῦ ’βαλαν μέσα τό δέντρο καί λένε: Τοῦτα εἶναι δικά σου καί τῶν παιδιῶν σου· ἄς καθίσουνε ἐδῶ· ἄλλη φορά θά τά ἰδεῖς, ὄχι τώρα. (Μακρυγιάννης, 1985: 129) Ξημερώνοντας Δευτέρα πάλι, ἀποβραδίς ὥς τό πουρνό κατέβῃ ὁ ἀφέντης καί ὁ Χριστός, ἡ Θεοτόκο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι […]. Τότε λέγει ὁ ἀφέντης μας: […]. Ἐσύ Γιάννη, πίστη εἰς ἐμέ καί εἰς τήν βασιλείαν μου […] νά φκιάσεις τίς ἐννιά (9) ἐκκλησίες […] εἰς τό σπήλαιόν σου, ἁγία Τριάδα καί Παναϊγιά· […] τοῦ ἁι-Γιάννη Βαπτιστῆ, πλησίον […] καί νά εἶσαι ἐπιτηρητής εἰς αὐτά ὅλα […] καί εἰς τίς ἐλεημοσύνες· καί δικαιοσύνη […] μέ τήν εὐλογίαν μου ὥς τήν συντέλειαν τοῦ κόσμου. (Μακρυγιάννης, 1985: 205-208)
Ο τόπος αυτός είναι ιερός και στις συνειδήσεις συναγωνιστών του Μακρυγιάννη, οι οποίοι τον επισκέπτονται για να τον ενισχύσουν σε κρίσιμες στιγμές, όπως την παραμονή της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 και λίγες μέρες πριν τη φυλάκισή του, το Μάρτιο του 1852, με την ψευδή κατηγορία της συνομωσίας εναντίον της ζωής του Όθωνα:
Ὅταν θά βαρούσαμεν τουφέκι, τήν τρίτη Σεπτεβρίου, βλέπει ἕνας ἄλλος ἀγωνιστής, χριστιανός καλός, τίς δύο τοῦ μηνός ξημερώνοντας, ὅτι βρέθηκε εἰς τό περιβόλι μου, αὐτός καί ἕνας λαμπροφορεμένος ὡς δεσπότης, καί παρουσιάστηκα καί ἐγώ. Τοῡ λέγει αὐτεινοῦ τοῦ ἀγωνιστῆ ὁ δεσπότης: Αὐτόν πού βλέπεις, καί θά τόν σώσω ἀπό τόν κίντυνο […] καί θά τόν βγάλω ἀπό αὐτείνη τή μαγαρισά. Καί σταύρωσε καί ἔλαψε ὁ τόπος. (Μακρυγιάννης, 1985: 44) Δευτέρα ξημερώνοντας, ἕνας ἀξιωματικός, ἀγωνιστής μέ πολλές πληγές, χριστιανός πολύ καλός, ἡ πατρίς του ἀπό χωριόν τῆς Λιβαδειᾶς Δίστομον, Ἀγγελῆς Οἰκονόμος λέγεται, γιατροχειροῦργος καί κάνει τόν γιατρόν, ἦταν ἔξω σ’ ἔνα χωριόν ὀνομαζόμενον Κορωπί. Ἦρθε καί μοῦ λέγει […] εἶδε εἰς τόν ὕπνο του, ξημερώνοντας Πέφτη, τά μεσάνυχτα, ὅτι ἦτον ἕνας βράχος, καί εἰς τόν πάτο του ἔβγαινε ἕνα νερό κατάμαυρον, καί ἀποπάνω τό νερόν ἦταν ἡ σπηλιά τοῦ περιβολιοῦ μου, ἔτσι τήν συμπέρανε, καί ἦτον ζωγραφισμένοι ὁ Παντοκράτορας καί ὁ Χριστός μέ τό σταυρόν στό χέρι, ἡ Θεοτόκο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, καί ἔλαμπε ὁ τόπος, καί ἀπομέσα ἦτον τ’ ἅγιον Βῆμα, καί ἀποπάνω τήν ἁγίαν Τράπεζα πῆγε ὁ ἀφέντης μας καί στέκεταν καί βλογοῦσε μέ τά δυό του χέρια. Καί τήν ἁγιοτράπεζα τήν φύλαγαν γύρα πλῆθος λαμπροφορεμένοι. (Μακρυγιάννης, 1985: 199-200)
Η φωνή της αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, κας Νίκης Σακκά, ήταν ευγενική και φιλική, όταν έφθασα ξανά, μετά από ένα εξάμηνο στο χώρο του Ολυμπιείου: «Ελάτε στην ανασκαφή»! Ξετύλιξε μπροστά μου το κουβάρι των μακρόχρονων μελετών και ανασκαφών στο Ολυμπιείο, οι οποίες οδήγησαν στην αποκάλυψη, πλάι στον αγωγό απορροής των ομβρίων υδάτων από τη στέγη του ναού, της «σπηλιάς», όπου ο Μακρυγιάννης είχε κάνει τάξιμο να φτιάξει εκκλησία, όταν θα στερεωθεί η πατρίδα του και η θρησκεία του. Η ανασκαφή είχε προχωρήσει, φέρνοντας στο φως μεγάλο μέρος της. Παρατηρώντας προσεκτικά το χώρο συζητούσαμε για τη διαχρονική χρήση του, διατρέχοντας με τη σκέψη μας τη μακραίωνη ιστορία του, όταν, κάτω από τον γνώριμο αττικό ουρανό, σαν να μην είχαν διαβεί σχεδόν δύο αιώνες, ο γερο-στρατηγός άρχισε να ξετυλίγει μπροστά μας, με τη μαγική του αφήγηση, το κουβάρι της δικής του ιστορίας:
1833 Μαγίου 4 ἦρθα εδῶ εἰς τήν Ἀθῆνα. Οἱ πολιτικοί μας καί οἱ ξένοι τρώγονταν καί καθένας κύταζε νά ᾿περισκύσῃ ἡ δική του φατρία […] Αφού εἶδα ὅτι θέλουν νά μᾶς φᾶνε ὁποῦ μᾶς κυβερνοῦν […] τότε νά μήν ἀφήσω τόση φαμελιά ὁποῦ κρέμεται εἰς τόν λαιμό μου ─ ἀπόξω εἰς τής κολῶνες τοῦ Ολυμπίου Διός εἶχα ἀπό τήν Αἴγινα ἀγοράσει ὀλίγα χωράφια, ὅταν εἰς τήν Ἀθήνα ἦταν ὀ Κιτάγιας καί πνιμένη ἀπό Τούρκους. Πῆγα ἐκεῖ ἔξω καί πῆρα καί πεντέξι ἀργάτες κ᾿ ἔβαλα καί κόβαν πλίθες. Καί μὄφκιασαν κ᾿ ἕνα πρᾶμα σάν σαμαράκι καί φορτωνόμουν πλίθες. Καί καθόμουν ἐκεῖ. Κι᾿ ὅποτε ἀπόσταινα ἔκλαιγα βλέποντας τά μέρη ἐκεῖνα ὁποῦ πολεμούσαμεν μέ τόση Τουρκιά καί πληγωνόμαστε καί σκοτωνόμαστε ─ καί ’σ αὐτείνη τήν γῆς ὁποῦ ζυμώσαμεν μέ το αἷμα μας θέλουν νά μᾶς θάψουν ἀδίκως καί πάρωρα […]. Ἔφκειασα τό σπίτι μου καί φύτεψα κι᾿ ἀμπἐλι κι’ ἄλλα δέντρα κ᾿ ἐργάζομαι ὡς τό σουρούπωμα νά μέ γλυτώσῃ ὁ Θεός ἀπό τούς ἐπίβουλους ἀπατεῶνες. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 309-314)
Έφθασε μέχρι το Φεβρουάριο του 1859, λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του:
Αφοῦ μέ λευτέρωσαν καί πῆγα εἰς τό χαλασμένο μου σπίτι καί εἰς τήν ταλαίπωρή μου οικογένεια […] μ᾿ ανάδωσαν οἰ πληγές, τήν μία Λαμπρή ἐπέρσι καί τήν Λαμπρή ὁποῦ πέρασε πάγει δυό χρόνια τώρα […] πῆγα εἰς τή σπηλιά ὁποῦναι εἰς τό περιβόλι μου νά ξανασάνω […] καί μέ τό στανιό καί ακουμπῶντα μέ τό ξύλο ἔσωσα ἐκεῖ, μοῦ ρίχνουν πέτρες καί μέ χτυποῦν καί μαγαρισές ἀνθρώπινες ἀπάνω μου· “Φάγε ἀπό αὐτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, νά χορτάσῃς ὁποὔθελες νά κάμῃς σύνταμα”. Καί μ᾿ ἀνοίγουν τόσες νέες πληγές ἀπό τά χτυπήματα κι᾿ ἀπό τά ἀγκυλώματα, καί μέ πάγει ὡς τήν σήμερον τό ὄμπυον, καί τό αἵμα ἀπό μπροστά καί ἀπό πίσω· ἐσάπισα, ἐσκουλίκιασα […]. Αὐτά ἔστειλα εἰς τήν δημαρχία κι᾿ ἀκρόαση δέν μοὔδωσε. Καί ξακολούθαγε αὐτό ὡς τήν παραμονή τοῦ Σωτῆρος. Κι ἀνήμερα μέ χτύπησαν πολύ, ἔμεινα νεκρός, δέν στανόμουν ζωντανός εἷμαι ἤ πεθαμένος […]. Νύχτωσα ἐκεῖ, καί μέ χέρια καί ποδάρια πῆγα κ’ ἔπεσα εἰς τό κρεβάτι μου νά μήν μέ ἰδῇ ἡ δυστυχισμένη μου οἰκογένεια. [7] (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, πς-πζ)
Εικόνα 7: Οι σπηλιές του Μακρυγιάννη και ο κατεστραμμένος κήπος του πριν ανοίξει η λεωφόρος Συγγρού. (Tekniska Museet 1880-1900).
Οι πολυετείς αγώνες του Μακρυγιάννη δικαιώνονται, όταν, όπως σημειώνει ο Ι. Βλαχογιάννης (1907: Α΄, πζ΄): «Κατά τήν ἐπανάστασιν τῆς 10 Ὀκτωβρίου[8] ἔνθους ὁ ἐπαναστάτης λαός, ἐνεθυμήθη ἐν τῇ μέθῃ τῆς νίκης αὐτοῦ τόν παλαιόν αὐτοῦ ἀρχηγόν Μακρυγιάννην, μεταβάς δέ εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ παρέλαβε καί περιῆγαγεν αὐτόν θριαμβευτικῶς ἀνά τήν πόλιν».
Η δικαίωση αυτή σήμερα, 200 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μπορεί να λάβει ιδιαίτερα απρόσμενη διάσταση, με την ευτυχή συγκυρία της αποκάλυψης και της ανάδειξης της απόληξης του κήπου του Μακρυγιάννη με το «σπήλαιο», ενός καθημερινού χώρου δράσης του, όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, στα οποία συμμετείχε ή υπήρξε πρωταγωνιστής. Ο χώρος αυτός, ο οποίος αποτελεί θέμα αναφοράς του και στα δύο του χειρόγραφα, θα παραπέμπει στις ποικίλες πολιτικές, στρατιωτικές, αλλά και θρησκευτικές του δραστηριότητες, που κατέγραψε με τη μοναδική ευχή του, η οποία, εφόσον εφαρμοστεί, θα αποτελέσει και την ουσιαστική του δικαίωση:
Κ’ ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρνω νὰ βλέπω τὸ ἄδικον νὰ πνίγῃ τὸ δίκιον. Διὰ ’κείνο ἔμαθα γράμματα εἰς τὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμον τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω˙[…] ἕνα πρᾶμα μόνον μὲ παρακίνησε κ’ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι˙ ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμεν κι’ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγῃ οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγῃ ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῇ μόνος του καὶ φκειάσῃ, ἢ χαλάσῃ, νὰ λέγῃ ἐγώ˙ ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι’ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 463-464)
«Ελεύθερο Βήμα»
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων. Στο «Ελεύθερο Βήμα» μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της φιλολόγου, κυρίας Κατερίνας Σολακάκη, που αφορά στη συγκυριακή όσο και συγκινητική ανακάλυψη ενός από τους τόπους που έδρασε ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στην Αθήνα. Πρόκειται για τη «σπηλιά» του, της οποίας την ταυτοποίηση είχε την τιμή να κάνει, το καλοκαίρι του 2019.
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Υποσημειώσεις
[1] Γιόχαν Κρίστιαν Χάινριχ φον Σμαλτς (1787-1865): Βαυαρός στρατηγός, υπουργός Στρατιωτικών της Ελλάδας μεταξύ του 1833 και του 1841.
[2] Ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Γαλλίας (1773-1850)
[3] «ἔκειντο ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διός» (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 432, σημ. 4)
[4] «τήν περιστατική μά τόσο ἐνδιαφέρουσα διατριβή ἔγραψε ὁ Βλαχογιάννης, ὅπως σημειώνει «κατά τά μέσα Αὐγούστου 1944», ἕνα δηλ. χρόνο πρίν κλείσει τά μάτια του». (Α.Ν.Π) (Βλαχογιάννης, 1944:726).
[5] Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ (1787-1853): Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας..
[6] Ιανουάριος 1837 (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄: 330)
[7] «[…] ἀποσπάσματά τινα διατριβῆς τοῦ Μακρυγιάννη ἀποσταλείσης πρός τόν Γ. Βερύκιον εἰς Ζάκυνθον τήν 12 Φεβρουαρίου 1859 […]».
[8]1862 (κατά την έξωση του Όθωνα)
Βιβλιογραφία
Ἀγγελομάτης, Χρήστος Ἐμμ. (1937). Ὁ Μακρυγιάννης καί τό σπίτι τῆς ὁδοῦ Φαλήρου. Νέα Ἑστία 21, 244, 276-278. Ανακτήθηκε από: http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=62092&code=7031
Βλαχογιάννης, Ἰωάννης (Επιμ.). (1907). Ἀρχεῖον τοῦ Στρατηγοῦ Ἰωάννου Μακρυγιάννη: 2 τόμοι [Α΄: Ἱστορικά ἔγγραφα, Β΄: Απομνημονεύματα]. Αθήνα: Σ.Κ.Βλαστός. Ανακτήθηκε από: https://anemi.lib.uoc.gr/?lang=el
Βλαχογιάννης, Γιάννης. (1950). Κοινωνική ἱστορία τοῦ Ὀλυμπιακοῦ χώρου, Ἀνέκδοτα χειρόγραφα.¹ Νέα Ἑστία 47, 549, 634-636. Ανακτήθηκε από: http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=79174&code=8442 ¹τήν περιστατική μά τόσο ἐνδιαφέρουσα διατριβή ἔγραψε ὁ Βλαχογιάννης, ὅπως σημειώνει “κατά τά μέσα Αὐγούστου 1944”, ἕνα δηλ. χρόνο πρίν κλείσει τά μάτια του. (Α.Ν.Π) Νέα Ἑστία 47, 550, σημ. σελ.726. Ανακτήθηκε από: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=79267&code=3350&zoom=800
Ζέρβας, Αντώνης. (2013, Απρίλιος 21). Εξ αφορμής, Απόψεις. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε από: https://www.kathimerini.gr/734792/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/e3-aformhs
Στρατηγός Μακρυγιάννης. (1947). Ἀπομνημονεύματα: 2 τόμοι (Γ. Βλαχογιάννης, Επιμ.) (2η εκδ.). Αθήνα: Ε.Γ. Βαγιονάκης. Ανακτήθηκε από: https://anemi.lib.uoc.gr/?lang=el
Στρατηγός Μακρυγιάννης. (1985). Ὁράματα καί θάματα (Α. Ν. Παπακώστας, Επιμ.) (2η έκδ.). Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Μπίρης, Κώστας. (1971). Αἱ τοπωνυμῖαι τῆς πόλεως καί τῶν περιχώρων τῶν Ἀθηνῶν Ἀθήνα: ΤΑΠ.
Σακκά, Νίκη. (2002). Αρχαιολογικές δραστηριότητες στην Ελλάδα (1828-1940): Πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις, (Διδακτορική διατριβή). Πανεπιστήμιο Κρήτης. Διαθέσιμο από: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (ΕΑΔΔ). Ανακτήθηκε από: http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/30626#page/1/mode/2up
Granges, Paul Baron des. (1869). α) Athen Generalansicht, hinter dem Stadium an der Kapelle des Stavromenos Petrus. [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από:
https://docnum.unistra.fr/digital/collection/coll4/id/210/rec/826 μέσω: https://www.flickr.com/photos/139841152@N02/26899177205/in/album-72157667804588652/
β) Athen Dionysostheater mit dem Hÿmettos [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από: https://docnum.unistra.fr/digital/collection/coll4/id/213/rec/832 μέσω: https://www.flickr.com/photos/athens_greece/29433449323/in/album-72157701075236894/
Sebah, Pascal. (1874). Zeustempel und Hadrianstor, Athen. [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από: https://architekturmuseum.ub.tu-berlin.de/index.php?set=1&p=79&Daten=135240 μέσω: https://www.flickr.com/photos/139841152@N02/27955252811/in/album-72157667804588652/
Tarone, Franz. (1836). Η Πύλη του Αδριανού (λεπτομέρεια). [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από: https://yougoculture.com/news-greek/ti-eidan-oi-periigites-stin-ellada
Tekniska Museet. (1880-1900). Skioptikonbild. Vy över Aten, Grekland. Zeustemplet till vänster. [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από: https://digitaltmuseum.se/021016315680/skioptikonbild-vy-over-aten-grekland-zeustemplet-till-vanster?aq=place: μέσω: https://www.flickr.com/photos/139841152@N02/35198081426/in/album-72157667804588652/
Woodhouse, William. (1910). View from the Acropolis at Athens towards Arch of Hadrian and Temple of Olympian Zeus. [φωτογραφία διαδικτύου]. Ανακτήθηκε από: https://www.flickr.com/photos/148969312@N04/35007498292/ μέσω: https://www.flickr.com/photos/139841152@N02/36407410394/in/album-72157667869738360/
Κατερίνα Σολακάκη
Φιλόλογος
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.