Παράλληλα με τις στρατιωτικές συγκρούσεις, στον πόλεμο της Ουκρανίας, έχει ενταθεί και η μακρά ρωσο-ουκρανική διαμάχη στο πεδίο της ιστορίας. Κομβικά σημεία διαφωνίας αποτελούν οι σχέσεις Ρώσων και Ουκρανών στο βάθος του χρόνου, αλλά κι αυτή ακόμη η ύπαρξη ή όχι ουκρανικού έθνους. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεωρίες που προβάλλονται είναι συχνά άκρως στρατευμένες, με στόχο να δικαιολογήσουν τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες. Χρέος, όμως, της ιστορικής επιστήμης είναι να διαφυλάξει την αντικειμενικότητα της ανάλυσης, ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκυρία.
Γράφει ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ*
Ένα από τα ζητήματα που τίθεται σε αυτήν την ιδιόμορφη αντιπαράθεση, αφορά την εθνική ταυτότητα του κράτους του Ρους του Κιέβου, που αναδύθηκε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα. Επρόκειτο, στην ουσία, για την πρώτη ισχυρή κρατική οντότητα των ανατολικών Σλάβων, που σήμερα εκπροσωπούνται από τους Ρώσους, τους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους. Από πλευράς, όμως, των Ουκρανών γίνεται λόγος για ένα πρώιμο ουκρανικό κράτος.
Την «ουκρανικότητα» του Ρους του Κιέβου, την υποστήριξε αρχικώς, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Ουκρανός ιστορικός, συγγραφέας του 10τομου έργου «Ιστορία της Ουκρανίας-Ρους», και πρόεδρος της πρώτης Βερχόβνα Ράντα (1917-1918), Μιχαΐλο Χρουσέφσκι. Ο Χρουσέφσκι, ο οποίος γεννήθηκε στο Χελμ της σημερινής Πολωνίας και καταγόταν από οικογένεια Ορθοδόξων κληρικών της Ποδολίας (Поді́лля- στο δυτικο-κεντρικό και νοτιοδυτικό τμήμα της Ουκρανίας), θεωρούσε ότι ο διαχωρισμός των ανατολικών Σλάβων είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.
Ως εκ τούτου, η ένωση των ουκρανικών εδαφών με την ρωσική αυτοκρατορία εκλαμβανόταν από τον ίδιο ως ένα αρνητικό γεγονός. Τις τελευταίες δεκαετίες, σε μια ατμόσφαιρα αχαλίνωτου ιστορικού εθνικισμού, κάποιοι επιστήμονες επιμηκύνουν χρονικά την ουκρανική εθνική ταυτότητα ακόμη παλαιότερα, ταυτίζοντάς την με κάθε εθνοτική και φυλετική παρουσία εντός του υφιστάμενου σήμερα ουκρανικού κράτους. Έτσι, στη διεκδίκηση της ουκρανικής συνέχειας, εντάσσονται φύλα που δεν είχαν καμία σχέση με τα σλαβικά, όπως για παράδειγμα, οι Σκύθες, που κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, και οι οποίοι, βεβαίως, ανήκαν σε ιρανικό κλάδο.
Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών, γλωσσολόγων και αρχαιολόγων είναι υπέρ της άποψης ότι ο λαός που αναδύθηκε από το μεσαιωνικό Ρους, ήταν ένας, και ότι υφίστατο ένας ενιαίος πνευματικός και υλικός πολιτισμός.
Για να φθάσουμε εκεί, όμως, θα συμβούν, μετά τον 9ο αιώνα, δύο καταλυτικά γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή που περικλείεται βορείως από τη λίμνη Λάντογκα, νοτίως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, δυτικά τα Καρπάθια Όρη και ανατολικά τα εδάφη του Βόλγα. Στον εκτεταμένο αυτό χώρο κατοικούσαν οι 13 φυλές των ανατολικών Σλάβων (Βιατίτσοι, Ραντίμιτσοι, Πολιάνοι, Πολοτσάνοι, Βολινιάνοι, Ιλμένοι, Ντραγκόβιτσοι, Ντραβλιάνοι, Ούλιτσοι, Τίβερτσοι, Σεβεριάνοι, Κριβίτσοι, Ντουλέμποι).
Το ένα γεγονός υπήρξε η κρατική συγκρότηση που επέβαλαν Σκανδιναβοί πολεμιστές Βαράγγοι – Ρως, οι οποίοι θα αποτελέσουν την ηγεμονική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, δίνοντάς της μάλιστα και το όνομά τους. Οι ίδιοι, πάντως, θα αφομοιωθούν γρήγορα από την σλαβική πλειοψηφία – ανάλογη νορμανδική συμβολή θα καταγραφεί κι αλλού, όπως στην Γαλατία και στην Αγγλία.
Η συνείδηση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, ωστόσο, που θα συμπεριλάβει ακόμη και μη σλαβικές φυλές, θα επιτευχθεί μόνον με την πρόσληψη και εμπέδωση της νέας θρησκείας, που ήταν ο Ορθόδοξος χριστιανισμός του Βυζαντίου.
Η απειλή προερχόταν από τα καθολικά κράτη της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συνένωνε τους Γερμανούς αλλά και εκγερμανισμένους Σλάβους. Το αποτέλεσμα ήταν η Ορθοδοξία να καταστεί το κυρίαρχο στοιχείο αυτοπροσδιορισμού των Ρως, που τους διαφοροποιούσε από τους δυτικούς τους γείτονες, ενώ τα σύνορα της Ορθοδοξίας των ανατολικών Σλάβων, και όσων άλλων μη σλαβικών φυλών την ενστερνίστηκαν, μετατρέπονταν και σε εθνική οριογραμμή.
Η ιδέα ότι το σύνολο των ανατολικών Σλάβων είναι ένας αδιαίρετος λαός εκφράστηκε για πρώτη φορά στο «Χρονικό των Περασμένων Χρόνων», γραμμένο στις αρχές του 12ου αιώνα. Σε αυτό το κείμενο είναι που το Κίεβο, το οποίο στους δύο πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας συναγωνίζεται επαξίως τις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις σε πλούτο και ισχύ, αναφέρεται ως «μητρόπολη/μητέρα των ρωσικών πόλεων».
Μια βεβαιότητα που θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, όπως διαπιστώνεται, για παράδειγμα, στο βιβλίο «Κατάλογος των μακρινών και κοντινών ρωσικών πόλεων», που χρονολογείται περί τα τέλη του 14ου- αρχές 15ου αιώνα. Η κατάκτηση, όμως, των ρωσικών εδαφών από τους Μογγολο-Τατάρους, μια ένωση πολλών λαών της Ευρασίας, κατά τον 13ο αιώνα -το Κίεβο θα αλωθεί και θα καταστραφεί το 1240- θα προκαλέσει την έναρξη σοβαρών εσωτερικών ανακατατάξεων στον κόσμο των ανατολικών Σλάβων.
Ως συνέπεια αυτής της νέας κατάστασης θα είναι και η διαφοροποίηση της ιστορικής τους διαδρομής αλλά και της γλώσσας τους. Το νέο κέντρο του ανατολικού σλαβικού κόσμου θα μεταφερθεί ανατολικότερα, στο δουκάτο της Μοσκοβίας, το οποίο θα αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό και, παράλληλα, θα ξεκινήσει την ενοποίηση πόλεων και εδαφών σε μια ενιαία κρατική οντότητα. Σταδιακά, το κράτος αυτό θα καταστεί αυτοκρατορία.
Πρώτον, διότι θα διατηρήσει μια μεγάλη βυζαντινή επιρροή, η οποία θα έχει σφραγισθεί κι από τον γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας, ανιψιάς του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου ΙΑ ́, με τον Ιβάν τον Γ’. Δεύτερον, διότι θα ενσωματώσει πολλές, μη σλαβικές φυλές και εθνότητες, ακόμη και μη ινδοευρωπαϊκές, αναπτύσσοντας εξ αρχής μια ευρασιατική ταυτότητα, που θα την σφραγίσει τους κατοπινούς αιώνες, διαφοροποιώντας την από τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό.
Είναι ένα σημείο, στο οποίο, εν πολλοίς, θα βασισθεί ο ρωσικός μεσσιανισμός που θα εκδηλωθεί τόσο στους σλαβόφιλους όσο και τους δυτικιστές – τα δύο μεγάλα πνευματικά ρεύματα του ρωσικού 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα, το στοιχείο αυτό θα αποτελέσει ένα βασικό επιχείρημα μερίδας Ουκρανών ότι το έθνος τους διαφοροποιείται ριζικά από το ρωσικό, καθώς, όπως υποστηρίζουν, η εθνολογική τους σύσταση και η κουλτούρα τους είναι αμιγώς ευρωπαϊκά, χωρίς τα ασιατικά στοιχεία της Ρωσίας – αυτά που προφανώς δημιούργησαν την άποψη ότι «αν ξύσεις έναν Ρώσο θα βρεις έναν Τάταρο».
Την θέση τους αυτή την στηρίζουν, κυρίως, στο ότι τα πριγκιπάτα της Γαλικίας και της Βολινίας, στη δυτική Ουκρανία, κατόρθωσαν να αντισταθούν για έναν ακόμη αιώνα στην Χρυσή Ορδή, χωρίς δηλαδή να κατακτηθούν πλήρως, και στη συνέχεια εντάχθηκαν στην επικράτεια της Λιθουανίας και την Πολωνίας. Η άποψη αυτή, ίσως, δεν είναι εντελώς ανυπόστατη. Πρέπει, εντούτοις, να ληφθούν υπόψη δύο ιδιαίτερης αξίας επισημάνσεις.
Ο ρωσικός ευρασιανισμός δεν ήταν μονοδιάστατος και γραμμικός αλλά μια δυναμική διαδικασία, καθώς η ισορροπία μεταξύ του «ευρωπαϊκού» και του «ασιατικού» πόλου μετατοπιζόταν συνεχώς, και οι δυτικές επιρροές υπήρξαν καταλυτικές – κάτι που, μάλλον, αποτυπώνεται και στην εναλλαγή της πρωτεύουσας από την Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη και πάλι στην Μόσχα.
Οι ρωσικές ηγεμονικές τάξεις απέκτησαν ευρωπαϊκή κουλτούρα, φτάνοντας στο σημείο να έχουν ως γλώσσα επικοινωνίας τα γαλλικά. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι και τον 17ο αιώνα, πράγματι, τα μεγάλα πνευματικά ρεύματα τα Ευρώπης περνούσαν μέσα από την Ουκρανία.
Όπως, για παράδειγμα, το Ουκρανικό ή Κοζάκικο Μπαρόκ, που, αργότερα, έγινε ευρέως διαδεδομένο στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, την μουσική και την λογοτεχνία. Από τον 18ο αιώνα, όμως, αποκλειστικά πεδία γονιμοποίησης της δυτικής με την ρωσική σκέψη αναδείχθηκαν τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΑ://www.defence-point.gr/ & ΦΩΤΟ :ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
* Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Εργάζεται ως Πολιτικός Αναλυτής.