Η αρχαιολόγος Ανναρέτα Τουλουμτζίδου αποκαλύπτει στο πλαίσιο του συμποσίου για τα 60 χρόνια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης...
Τα ευρήματα των τάφων του Δερβενίου βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και με αυτά εγκαινιάστηκε η λειτουργία του το 1962. Μάλιστα στην αίθουσα που σήμερα πραγματοποιείται το συμπόσιο για τα 60 χρόνια του Μουσείου πραγματοποιήθηκαν εκείνη τη χρονιά τα εγκαίνια.
Οι τάφοι εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 1962, τα σπουδαιότερα δε ευρήματα συντηρήθηκαν ταχύτατα από συντηρητές του μουσείου για να εκτεθούν την ημέρα των εγκαινίων.
Σήμερα παρουσιάστηκαν μερικά νέα στοιχεία της έρευνας της αρχαιολόγου Ανναρέτας Τουλουμτζίδου στην ομιλία της με τίτλο «Οι τάφοι του Δερβενίου 60+1 χρόνια μετά: νέα στοιχεία και νέες ερμηνείες».
Στα ευρήματα των τάφων συγκαταλέγονται σιδερένια κωνικά αντικείμενα, σιδερένια στόμια και πώματα όπως δηλώνουν υπολείμματα δέρματος στο εσωτερικό τους.
Στους τάφους Ά και Β΄ μετά από μελέτες τα νέα στοιχεία σχετίζονται με υδρίες, αφές και επιβεβαιώνουν την παλιά απόδοση του αμφορέα σε αττικό εργαστήριο του 4ου και 5ου αιώνα π.Χ.
Έτσι, χάλκινα αγγεία του τάφου Α΄ και δύο του τάφου Β΄ φέρουν το αποτυπωμένο γράμμα της αλφαβήτας Κ. Σπανιότατα γράμματα απαντούν σε χάλκινα αγγεία σχετίζονται δε με τη σύνδεση στο εργαστήριο και ίσως δηλώνουν το αρχικό όνομα του ιδιοκτήτη. Στην περίπτωση του Δερβενίου τρεις όμοιες κύλικες φέρουν το γράμμα Κ. «Το βέβαιο είναι ότι προέρχονται από ένα εργαστήριο και από την ίδια οικογένεια των κατόχων των τάφων», τόνισε η αρχαιολόγος.
Τέσσερα οστέινα πλακίδια του τάφου Ε΄ με επιχρύσωση στη μια όψη αποδόθηκαν σε κιβωτήδιο, ενώ αποκαταστάθηκαν διάφορα ευρήματα όπως ένα χτένι ή μια χάλκινη βελόνα με οπή που σχετίζεται μάλλον με την υφαντική.
Εξάλλου, χάλκινος κρατήρας και χάλκινή βάση, διαβρωμένη μάζα μετάλλου που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες περιόδους επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση των τάφων του Δερβενίου μετά το 323 π.Χ.
Στενότατη και συγγενική σχέση των κατόχων του τάφου Α΄ και Β΄ προκύπτει και από τις σημαντικές ομοιότητες των κτερισμάτων τους όπως των πανομοιότυπων κάδων, αγγείων ακόμη και ως προς τις διαστάσεις.
Όπως τόνισε η Ανναρέτα Τουλουμτζίδου από την εποχή της ανακάλυψης των τάφων του Δερβενίου οι κάτοχοί τους συνδέθηκαν με γνωστή οικογένεια της Λάρισας, που ήταν σημαντική και καθόρισε τις τύχες της Θεσσαλίας από την αρχαϊκή εποχή μέχρι και την εποχή του Φιλίππου του Β΄ συγκεντρώνοντας εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών.
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι οι τάφοι του Δερβανίου ανακαλύφθηκαν κατά τις εργασίες της οδού Θεσσαλονίκης - Λαγκαδά στη θέση Δερβένι, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Τότε αποκαλύφθηκαν τυχαία δύο ασύλητοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, πλούσιοι σε κτερίσματα. Με άλλους πέντε τάφους που βρέθηκαν στη συνέχεια εκείνη την ίδια χρονιά η αρχαιολογική έρευνα πλουτίστηκε με ένα ταφικό σύνολο εντυπωσιακό σε περιεκτικότητα πληροφοριών για την τέχνη της.
Μεταξύ των σπουδαίων ευρημάτων της ανασκαφής υπήρξαν αριστουργήματα όπως ο φημισμένος κρατήρας του Δερβενίου, κοσμήματα και άλλα εξαιρετικά δείγματα μεταλλοτεχνίας της Μακεδονίας που θαυμάζουμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ σταθμός είχε θεωρηθεί η αποκάλυψη του παλαιότερου παπύρου που έχει βρεθεί σε ελληνικό έδαφος με ελληνική γραφή.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα δύο καταξιωμένοι αρχαιολόγοι, ο Πέτρος Γ. Θέμελης και ο Γιάννης Π. Τουράτσογλου, προβαίνουν στη σφαιρική δημοσίευση ενός σημαντικού για τη Μακεδονία του τέλους του 4ου αι. π.Χ. ταφικού συνόλου, αντάξιου με εκείνου της Βεργίνας, και παραδίδουν τα ευρήματα της ανασκαφής στο επιστημονικό και ευρύτερο κοινό μέσα από την έκδοση «Οι τάφοι του Δερβενίου».