Οι Ιλλυριοί και η σχέση τους με τους Αλβανούς




Πού ζούσαν οι Ιλλυριοί;
- Οι σχέσεις τους με τους Έλληνες και τους άλλους γειτονικούς λαούς 
- Η εξαφάνιση των Ιλλυριών από το προσκήνιο (περ. 600 μ.Χ.)
- Είναι οι Αλβανοί απόγονοί τους;


Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν την άφιξη των Σλάβων στα εδάφη – ανατολικά της Αδριατικής (6ος μ.Χ. αι.), ζούσαν οι Ιλλυριοί. Στην επικράτειά τους περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος της τέως Γιουγκοσλαβίας καθώς και η βόρεια και η κεντρική Αλβανία. Από τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ιλλυριοί, ελάχιστα ίχνη επιβίωσαν. Ανήκε στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, κάτι που προκύπτει από το πλήθος των ονομάτων ιλλυρικών λαών και από τα τοπωνύμια που διασώθηκαν στα ελληνικά και λατινικά γραπτά μνημεία. Γενικά, οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς μιλούσαν απαξιωτικά και με απέχθεια για τους Ιλλυριούς.

Η εμφάνιση των Ιλλυριών: η εποχή του Λίθου και η εποχή του Χαλκού

Η αρχαιότερη μαρτυρία της ανθρώπινης παρουσίας στην Ιλλυρική γη, είναι λίθινα τσεκούρια και δίπλευρα εργαλεία που χρονολογούνται μεταξύ 200.000 π.Χ. και 100.000 π.Χ. Τα πρώτα ίχνη εγκατάστασης όμως, χρονολογούνται πολύ αργότερα σε κάποια σπήλαια, όπως στο σπήλαιο Στίγενα στο Μαυροβούνιο.

Η πρώτη φάση της ιλλυρικής ιστορίας διαρκεί από τα μέσα του 8ου έως τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Οι κυριότερες εξωτερικές επιρροές της προέρχονται από το Αιγαίο και τη Βόρεια Ιταλία (Μπολόνια και Έστε)

Πού ζούσαν οι Ιλλυριοί;

Σύμφωνα με το Αππιανό τον Αλεξανδρινό, η ιλλυρική επικράτεια στον νότο συνόρευε με τη Χαονία και τη Θεσπρωτία απ’ όπου άρχιζε η αρχαία Ήπειρος, νότια του ποταμού Αώου. Φαίνεται ότι το όνομα ΄΄ Ιλλυριοί ΄΄ προσδιόριζε κάποτε έναν μόνον λαό, που κατοικούσε γύρω από τη λίμνη Σκόδρα. Ο Αππιανός όμως αναφέρει ότι το ίδιο όνομα προσδιόριζε αργότερα και λαούς που ζούσαν στα δυτικά Βαλκάνια, μεταξύ του μέσου Δούναβη και της Αδριατικής.



Έλληνες και Ιλλυριοί

Οι Ιλλυριοί εμφανίζονται για πρώτη φορά αναμεμειγμένοι στις υποθέσεις των Ελλήνων, λίγο πριν την υπογραφή της Νικίειου ειρήνης το 421 π.Χ. Στην διάρκεια της ταραγμένης βασιλείας του Αμύντα Γ’ (393 -370 / 369 π.Χ.), πατέρα του Φίλιππου Β’, οι Ιλλυριοί αποκτούν για πρώτη φορά ένα ισχυρό και σταθερό σύστημα διακυβέρνησης, γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς επιδρομών του εναντίον της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Έπρεπε να ανέβει στο θρόνο της Μακεδονίας ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος το 358 π.Χ., αφού πρώτα αντιμετώπισε με επιτυχία τους Παίονες, συγκρούστηκε με τους Ιλλυριούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο 90 χρονος (!) Βάρδυλις, ο οποίος να σημειώσουμε ότι προερχόταν από οικογένεια καρβουνιάρηδων. Στη μάχη μεταξύ Μακεδόνων και Ιλλυριών, οι τελευταίοι έπαθαν πανωλεθρία και έχασαν 7.000 άνδρες. Μετά τη νίκη του Φίλιππου, η Μακεδονία έγινε κυρίαρχη σε ολόκληρη την περιοχή ως τη Λυχνίδα (σημ. Αρχίδα) λίμνη. Μια νέα νίκη του Φιλίππου επί του Κλείτου, γιου του Βάρδυλι, έκανε τους Ιλλυριούς, υποτελείς στους Μακεδόνες. Ωστόσο οι Ιλλυριοί συμμάχησαν με τους Θράκες και τους Παίονες και το 356 π.Χ. συγκρούστηκαν με τους Μακεδόνες που είχαν επικεφαλής τον Παρμενίωνα, ο οποίος τους κατατρόπωσε.Φαίνεται όμως ότι οι Ιλλυριοί ήταν επίμονοι. Το 344/343 π.Χ. ο Φίλιππος εκστράτευσε στην Ιλλυρία, λεηλάτησε τη χώρα τους και επέστρεψε φορτωμένος λάφυρα στη Μακεδονία. Ο Ιουστίνος, σπουδαίος αρχαίος ιστορικός, αναφέρεται σε σύγκρουση του Φιλίππου με τους Δαρδάνους και άλλα γειτονικά έθνη μεταξύ 346 και 343 π.Χ.

Μετά τη δολοφονία του Φίλιππου, στον θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Την άνοιξη του 355 π.Χ. οργάνωσε μια εκστρατεία βόρεια της Αμφίπολης, όπου νίκησε τους Θράκες, τους Τριβαλλούς και τους Γέτες.

Επιστρέφοντας με τον στρατό του στην Παιονία, ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι ο Κλείτος, ο γιος του Βάρδυλι, είχε ξεσηκωθεί εναντίον του, υποστηριζόμενος από τον Γλαυκία, τον αρχηγό των Ταυλαντίων της Αδριατικής και τους Αυταριάτες.

Ο Αλέξανδρος συμμάχησε με τον βασιλιά των Αγριάνων Λάγκαρο, ο οποίος πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον των αντιπάλων του, αλλά πέθανε πριν προλάβει να τους εξολοθρεύσει. Τότε Ιλλυριοί, Θράκες, Δάρδανοι και άλλα έθνη συμμάχησαν εναντίον του Αλέξανδρου. Την επιχείρηση του Μακεδόνα στρατηλάτη εναντίον των Ιλλυριών, περιγράφει ο Αρριανός. Αν και είχε λιγότερους άνδρες από τους αντιπάλους του, ο Αλέξανδρος φρόντισε ευφυώς να τους αντιμετωπίσει στη Δασσαρήτιδα, πεδιάδα νότια της Αχρίδας, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ιλλυριών, αλλά ήταν απροστάτευτη από τον βορρά και τη δύση. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να κατατροπώσει τους Ιλλυριούς, οι οποίοι για κάποιο διάστημα σταμάτησαν τις συγκρούσεις με τους Μακεδόνες, βλέποντας ότι δεν έχουν καμία τύχη. Ο Γλαυκίας όμως, συνέχισε να κυβερνά τους Ταυλαντίους. Το 317 π.Χ πρόσφερε άσυλο στον Πύρρο που ήταν ακόμα νήπιο, καθώς ο πατέρας του Αιακίδης είχε διωχθεί από τον θρόνο του. Τη φροντίδα του Πύρρου ανέλαβε η Βέροια, σύζυγος του Γλαυκία που ήταν πριγκίπισσα των Μολοσσών. Ο Κάσσανδρος, που ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας πλέον, επιτέθηκε στον Γλαυκία και κατέλαβε την Επίδαμνο και την Απολλωνία. Η Κέρκυρα το 312 π.Χ. ανακατέλαβε τις δύο πόλεις της Ηπείρου και παρέδωσε την Επίδαμνο στον Γλαυκία. Το 307 π.Χ. ο Γλαυκίας κινήθηκε νότια και, καθώς ο βασιλιάς της Ηπείρου Αλκέτας είχε πεθάνει, αποκατέστησε τον 12χρονο Πύρρο στον θρόνο. Στο διάστημα μεταξύ 4ου -3ου π.Χ. αι., οι Ιλλυριοί ήρθαν σε άμεση επαφή, με τον ελληνικό κόσμο. Παράλληλα φαίνεται ότι ο πληθυσμός τους αυξήθηκε, ενώ βασική τους ασχολία ήταν η κτηνοτροφία.


Οι Αυταριάτες, στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω, ήταν ένα από τα φύλα των Ιλλυριών. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους στα τέλη του 4ου π.Χ. αι, καθώς άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό βάτραχοι! Το φαινόμενο αυτό, που αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, παραμένει ανεξήγητο ως σήμερα. Αρχικά, οι Αυταριάτες αντιμετώπισαν τους βάτραχους, σκοτώνοντας όσους μπορούσαν και σφαλίζοντας τα σπίτια τους. Σιγά σιγά όμως η γη γέμιζε με βατράχους, όπως και τα τσουκάλια που μαγείρευαν και δεν μπορούσαν ούτε νερό να πιούν. Η μυρωδιά των ψόφιων βατράχων ήταν ανυπόφορη και οι Αυταριάτες έφυγαν από τη γη τους, όπως γράφει ο Ηρακλείδης. Αλλά και οι Δάρδανοι ήταν αλλόκοτος λαός. Έσκαβαν σπηλιές κάτω από σωρούς κοπριάς και κατοικούσαν κάτω απ’ αυτές (!) (Στράβωνας).

Το βασίλειο των Ιλλυριών

Η επόμενη εμφάνιση των Ιλλυριών, έγινε το 232 ή το 231 π.Χ., όταν με επικεφαλής τον Άγρωνα επιτέθηκαν εναντίον των Αιτωλών.
Οι Ιλλυριοί επικράτησαν των Αιτωλών γεγονός που προκάλεσε τεράστια έκπληξη καθώς οι τελευταίοι είχαν κατατροπώσει λίγα χρόνια πριν τους Γαλάτες . Μεθυσμένος από τον θρίαμβό του ο Άγρωνας, ήπιε πάρα πολύ, κάτι που σε συνδυασμό με «άλλες τέτοιες ευωχίες» έγιναν αιτία να αρρωστήσει από πλευρίτιδα από την οποία πέθανε λίγες μέρες αργότερα.

Την εξουσία ανέλαβε η χήρα του Άγρωνα Τεύτα που έδωσε την άδεια σε όλα τα ιλλυρικά πλοία που ανήκαν σε ιδιώτες Ιλλυριούς να κάνουν πειρατικές επιδρομές. Το 231 π.Χ. οι Ιλλυριοί επιτέθηκαν στην Ήλιδα και τη Μεσσηνία ενώ στο ταξίδι της επιστροφής σταμάτησαν στη Φοινίκη της Ηπείρου για να ανεφοδιαστούν. Όμως με προδοσία οι 800 Γαλάτες που αποτελούσαν τη φρουρά της Φοινίκης παρέδωσαν την πόλη στην Τεύτα. Θορυβημένοι οι Ηπειρώτες καθώς έρχονταν και ενισχύσεις για τους Ιλλυριούς με επικεφαλής τον Σκερδελαΐδα, ζήτησαν τη βοήθεια των Συμπολιτειών. Οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν στο Ελίκρανο (στα πεδινά μέρη των σημερινών Ιωαννίνων) τελικά όμως η σύγκρουση δεν έγινε καθώς υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης με την οποία η Φοινίκη και οι αιχμάλωτοι επιστρέφονταν στους Ηπειρώτες έναντι χρηματικού ποσού. Η άλωση της πλέον οχυρής πόλης της Ηπείρου από τους Ιλλυριούς θορύβησε όχι μόνο τους Ηπειρώτες αλλά και τους άλλους Έλληνες. Η Τεύτα από την άλλη πλευρά ήταν ενθουσιασμένη. Οι πειρατικές επιδρομές όμως των Ιλλυριών στα ρωμαϊκά πλοία εξόργισαν τους Ρωμαίους που το 246 π.Χ. ίδρυσαν το Βρινδήσιο (σημ. Πρίντεζι) για να ελέγχουν το Ιόνιο. Οι Ρωμαίοι έστειλαν πρεσβεία στην Τεύτα ζητώντας να σταματήσουν τα ιλλυρικά καράβια τις πειρατικές επιδρομές. Η Τεύτα εξοργισμένη σκότωσε έναν Ρωμαίο πρέσβη. Έτσι, μοιραία το 229 π.Χ. οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στους Ιλλυριούς και τους κατατρόπωσαν.

Το 221 π.Χ. οι Ιλλυριοί με επικεφαλής τον Δημήτριο τον Φάριο κυρίευσαν διάφορες πόλεις της Ιλλυρίδας που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο επιτέθηκαν στους Ιλλυριούς και τους νίκησαν επιβάλλοντας σκληρούς όρους εναντίον τους.

Ο Δημήτριος ο Φάριος κατέφυγε στη Μακεδονία, βασιλιάς της οποίας ήταν ο Φίλιππος Ε’. Το 216 π.Χ. είχαμε και την πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων που έληξε με θρίαμβο των πρώτων. Για εκατό περίπου χρόνια το βασίλειο των Ιλλυριών αποτελούσε μια ελάσσονα αλλά σταθερή δύναμη στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.

Ένα από τα ιλλυρικά φύλα ήταν οι Αρδιαίοι, τα οχυρά των οποίων (Λισσός, Σκόδρα και Μετέωνα) βρίσκονταν γύρω από τη λίμνη Σκόδρα. Είχαν επίσης ορισμένα οχυρά όπως η Βουθόη (Μπούντβα), το Ολκίνιο (Ούλτσινι) και ο Ρίζων (Ριζάν) στον κόλπο του Κότορ. Φαίνεται ότι ποτέ οι Ιλλυριοί δεν κατάφεραν να εδραιώσουν την εξουσία τους νοτιότερα από τη Λισσό (σημ. Λέζα). Εκείνο που έκανε γνωστό τους Ιλλυριούς στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν οι πειρατικές επιδρομές τους.

Το 168 π.Χ. ο Περσέας κατέλαβε τη Μακεδονία ενώ το 167 π.Χ. ο πραίτορας Λεύκιος Ανίκιος Γάλλος συνέτριψε τους Ιλλυριούς που είχαν επικεφαλής τον Γένθιο. Οι πληροφορίες που έχουμε για τους Ιλλυριούς τα επόμενα χρόνια είναι λιγοστές. Ωστόσο φαίνεται ότι το 8 π.Χ. είχαν υποταχθεί πλήρως στη Ρώμη.

Από τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα, με τον όρο Ιλλυρικό (Illyricum) οι Ρωμαίοι εννοούσαν όσες από τις κτήσεις της Αδριατικής βρίσκονταν βόρεια του Δρίνου ενώ νότια άρχιζε η επαρχία της Μακεδονίας. Μετά την υποταγή των Παννόνων (14-8 π.Χ.) το Ιλλυρικό έγινε αυτοκρατορική επαρχία και λόγω της τεράστιας έκτασής του χωρίστηκε σε δύο νέες επαρχίες, τη Δαλματία και την Παννονία.

 
Αυτοκράτορες από την περιοχή της θεωρούμενης Ιλλυρίας 

Οι Ρωμαίοι αξιοποίησαν τη ναυτική ικανότητα των Ιλλυριών ενώ στα χρόνια των Φλαβίων (69-96) οι Ιλλυριοί αστικοποιήθηκαν. Οι εκρωμαϊσμένοι πλέον κάτοικοι του ιλλυρικού απέκτησαν ίσως ξαφνικά εξέχουσα θέση μέσα στην αυτοκρατορία μετά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τον θάνατο του Κόμμοδου (192 μ.Χ.). 
Ο πρώτος αυτοκράτορας από την περιοχή του Δούναβη στα σύνορα της Μοισίας με την ιλλυρική επικράτεια ήταν ο Μαξιμίνος (235-238). Ο πρώτος καθαρά Ιλλυριός αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος Κλαύδιος (268-282) Πάπυρος Λαρούς  Η καταγωγή του Κλαύδιου ήταν από περιώνυμη ιλλυρική οικογένεια της Δαρδανίας  -  .Ακολούθησε ο Κάρος (282-283) που σκοτώθηκε από κεραυνό στη σκηνή του και ο Διοκλητιανός, γνωστός κυρίως από τους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών.

 Ακολούθησαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του {τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος ἐννοιολογικὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Κώνστας εἶναι ἡ constantia εἶναι ἢ σταθερότης, ἡ δύναμη τοῦ χαρακτῆρος, καὶ τὰ δυὸ ἀπὸ τὸ ρῆμα ἵσταμαι καὶ ἴστημι, ἑπομένως ἡ προέλευση ἐννοιολογικὰ εἶναι ἀρχαιοελληνική, ἑλληνική...Τὸ ὄνομά του ἦταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – τὸ πλῆρες ὄνομα ὅταν ἀπὸ τὸ 324 ἔγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στὶς 22 Φεβρουαρίου περὶ τὸ 280. Κατ᾿ ἄλλους λίγο ἐνωρίτερα, κατ᾿ ἄλλους λίγο ἀργότερα. 

Στὴ Ναϊσό, εἰς τὴν Νίσσα τῆς σημερινής Σερβίας. Τὰ νεανικά του χρόνια τὰ πέρασε ὡς ὅμηρος εἰς τὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ ἢ στὴν αὐλὴ τοῦ συναυτοκράτορος Γαλερίου. Ὅμηρος ὥστε νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ πατέρας του ποὺ ἦταν Καίσαρ, ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, νὰ ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἴσως γνώρισε τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ τὰ θαύματά του στὴν Ἀνατολή, γιατί ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς μάρτυρες πρέπει νὰ ἔχει κάποιο οὐσιαστικὸ ἔρεισμα. Ὑπῆρξε γενναῖος πολεμιστὴς μὲ πολλὰ προσόντα, μὲ ἡρωικὸ φρόνημα. Στὴν ἀρχὴ ἐνυμφεύφθη τὴ σεμνὴ Νινευίνα καὶ ἀπέκτησε τὸν Κρίσπο, τὸ πρῶτο παιδί του. Γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του, ἀναγκάστηκε νὰ χωρίσει τὴ Νινευίνα καὶ νὰ νυμφευθεῖ τὴν κόρη τοῦ συναυτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, τὴν Φαύστα.
 Ἡ Φαύστα προφέρεται λατινιστὶ Φάουστα καὶ πραγματικὰ ἦταν ἡ Φάουστα τῆς οἰκογενείας. Ὁ Βοσταντζόγλου ἔχει γράψει ὁ μακαρίτης σχετικὰ μὲ τὴν Φαύστα. Ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν Φαύστα τρεῖς γιούς. Τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν Κωνστάντιο καὶ τὸν Κώνσταντα ποὺ βασίλευσαν καὶ οἱ τρεῖς. Βλέπετε, ὅλα τὰ ὀνόματα στρέφονται γύρω ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐφήρμοσε ἕνα νέο σύστημα διοικήσεως, τὴν Renovatio Imperius, τὴν ἀνανέωση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸ 285, τὴν τετραρχία.]


 Το 363 π.Χ. ανέβηκε στον θρόνο ο Ιλλυριός Ιοβιανός και έπειτα ο επίσης εξ Ιλλυρίας Ιλλυριός(;) Βαλεντινιανός. Το ρωμαϊκό Ιλλυρικό έπαψε να υπάρχει μετά τη συντριπτική ήττα του Βαλεντινιανού Β’ από τους Γότθους στη μάχη της Αδριανούπολης (378). 140 χρόνια αργότερα ανέβηκε στον θρόνο ο ιλλυρικής καταγωγής Ιουστίνος (518-527) Δεν είναι αποδεδειγμένο, ως οικογένεια ιλλυρική απλά μερικοί θεωρούν λόγο του χώρου που υποτίθεται ζούσαν Ιλλυριοί κάτι  δυσεπίλυτο ιδίως εκείνες τις περιόδους, τον οποίο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ιουστινιανός (527-565) ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. 
Η καταγωγή τους ήταν από τη Βαδεριάνα της Δαρδανίας. Η εμφάνιση των Σλάβων και η εγκατάστασή τους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση των Ιλλυριών. Το ρωμαϊκό ιλλυρικό διαλύθηκε οριστικά στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Φωκά (602-610) και από τότε δεν υπάρχουν αναφορές σε Ιλλυριούς.

Η «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ διαδραματίζεται σε μια «πόλη της Ιλλυρίας». Με τη Συνθήκη του Σέμπρουν (14/10/1809) η Αυστρία παραχώρησε στο ναπολεόντειο βασίλειο της Ιταλίας μια μεγάλη έκταση ανατολικά της Αδριατικής υπό το όνομα Ιλλυρικές Επαρχίες στην οποία περιλαμβανόταν και η Καρινθία (Κέρντεν).

Η αναβίωση του ονόματος της Ιλλυρίας μεταξύ των Σλάβων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο κροατικό εθνικιστικό κίνημα που οργανώθηκε με κέντρο το Ζάγκρεμπ (τότε Άγκραμ). Η διαιωνιζόμενη κυριαρχία της ουγγρικής γλώσσας πυροδότησε το κίνημα των «Ιλλυριών Σλάβων» που κατοικούσαν σε βορειοδυτικές περιοχές γύρω απ’ τη Λουμπλιάνα, των Κροατών και των αυτόνομων Σλάβων των ανατολικών περιοχών. Τελευταία φορά εμφανίστηκε η ονομασία «ιλλυρισμός» ως όνομα μιας κίνησης που αναπτύχθηκε μεταξύ 1835 και 1848, εξελισσόμενη σε σύμβολο ενότητας των Σλάβων του νότου.


Ιλλυριοί και Αλβανοί

Όπως είναι γνωστό, οι Αλβανοί θεωρούν ότι είναι απόγονοι των Ιλλυριών. Όμως από τις αρχές του 7ου αιώνα που εξαφανίζονται οι Ιλλυριοί ως τον 11ο αιώνα που γίνεται αναφορά σε Αλβανούς, στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Αν οι Αλβανοί ήταν απόγονοι των Ιλλυριών που είχαν ανεβάσει και αυτοκράτορες στον θρόνο της Ρώμης αλλά και του Βυζαντίου, δεν θα αναφέρονταν από κάποιον συγγραφέα;

Οι Ιλλυριοί όπως αναφέραμε, ποτέ δεν έφτασαν νοτιότερα από τη Λισσό, τη σημερινή Λέζα που βρίσκεται στη ΒΔ Αλβανία. Συνεπώς και απόγονοι των Ιλλυριών να ήταν, έχουν ελάχιστη σχέση με τη σημερινή Αλβανία. Οι Ιλλυριοί ήταν δεινοί ναυτικοί τους οποίους θαύμαζαν ακόμα και οι αρχαίοι Έλληνες όπως είδαμε. Πώς στο λεξιλόγιο των σημερινών Αλβανών δεν υπάρχει ούτε μία ναυτική λέξη; 

Στην, ενωμένη, Γιουγκοσλαβία, το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, έγιναν ανασκαφές από τα πανεπιστήμια του Βελιγραδίου, του Ζάγκρεμπ, της Λουμπλιάνα, του Σεράγεβο και των Σκοπίων που έφεραν στο φως σημαντικά ιλλυρικά ευρήματα. Οι Αλβανοί αν και ξεκίνησαν νωρίτερα την έρευνα (Carl Patch, 1904), Arnold Schober και Camillo Praschniker (1919), κυρίως στην περιοχή της Απολλωνίας, μετά το 1948 έκαναν ανασκαφές στο Δυρράχιο, το Φιέρι, το Βουθρωτό και τους Άγιους Σαράντα. Αναμένοντας τι αλήθεια; Μήπως να παρουσιάσουν τα αρχαία ελληνικά ευρήματα ως αλβανικά;

Σύμφωνα με τον Αππιανό, «Ιλλυριούς θεωρούν οι Έλληνες όσους κατοικούν πάνω απ’ τη Μακεδονία  τη Θράκη, από τη Χαονία και τη Θεσπρωτία έως τον Ίστρο ποταμό (Δούναβη)». Όπως γράφει για το θέμα ο John Wilkes: «Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη (σημ. αλβανική) εκδοχή, οι Ιλλυριοί μετά τη διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ξανακέρδισαν τη χαμένη τους ανεξαρτησία και επανέκτησαν την εθνική τους ταυτότητα χάρη στην απελευθέρωση του υλικού τους πολιτισμού. Έτσι τα νέα οχυρωματικά έργα που έγιναν στην περιοχή θεωρούνται από τους υποστηρικτές της άποψης αυτής ως μέτρα που πάρθηκαν κατά των ανεξαρτητοποιημένων Ιλλυριών και υποστηρίζεται ότι από αυτόν τον ιλλυρικό πληθυσμό τον οποίον συνδέουν με τον αρχαίο πολιτισμό των τύμβων της νότιας Αλβανίας, προήλθαν οι Αρβανίτες ή Αλβανίτες του 10ου και του 11ου αιώνα» (σημ. οι οποίοι κρύβονταν για 500 χρόνια και κάποια στιγμή επανεμφανίστηκαν;).

Και καταλήγει ο Wilkes: «Είναι εμφανές πόσο περιορισμένη πειστικότητα διαθέτουν τέτοιου είδους επιχειρηματολογίες όταν αφορούν μια περιοχή για την οποία δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες». Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη δεκτή, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από πηγές και όχι από ατάκες ή τσιτάτα…


John Joseph Wilkes, FSA, FBA (born 12 July 1936) is a British archaeologist and academic. He is Emeritus Yates Professor of Greek and Roman Archaeology at University College London.

Πηγή: JOHN WILKES, «ΟΙ ΙΛΛΥΡΙΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1999.


JOHN WILKES
Ο Wilkes γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1936 στο Reigate , Surrey , Αγγλία. [1] [2] Εκπαιδεύτηκε στο King Henry VIII School, Coventry , στη συνέχεια ένα ιδιωτικό σχολείο για αγόρια στο Coventry , και στο Harrow County School for Boys , ένα κρατικό γυμνάσιο αποκλειστικά για αγόρια στο Harrow του Λονδίνου. [1] Σπούδασε Αρχαία Ιστορία και Αρχαιολογία στο University College του Λονδίνου , αποφοιτώντας με πτυχίο Bachelor of Arts (BA). Συνέχισε τις σπουδές του στο St Cuthbert's Society , στο Πανεπιστήμιο Durham , από το οποίο έλαβε το διδακτορικό του στη Φιλοσοφία (PhD). [1] [3]

Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία 
Από το 1961 έως το 1963, ο Wilkes ήταν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ . Μετακόμισε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ όπου ήταν βοηθός λέκτορας ιστορίας και αρχαιολογίας από το 1963 έως το 1964. [2] Στη συνέχεια επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ ως Λέκτορας Ρωμαϊκής Ιστορίας και Αρχαιολογίας. [4] Προήχθη σε ανώτερο λέκτορα το 1971. [2]

Το 1974, επέστρεψε στο University College του Λονδίνου όπου είχε σπουδάσει για το προπτυχιακό του πτυχίο . Εντάχθηκε στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας ως Καθηγητής της Αρχαιολογίας των Ρωμαϊκών Επαρχιών. [2] Το 1992 διορίστηκε καθηγητής της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας του Yates . Αποσύρθηκε από το πανεπιστήμιο το 2001. [4] Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας του Yates στο πανεπιστήμιο. [5]

Εκτός από τις πανεπιστημιακές διαλέξεις και την έρευνά του, έχει αναλάβει μια σειρά από εξωτερικές θέσεις. Διετέλεσε Πρόεδρος της Σχολής Αρχαιολογίας, Ιστορίας και Γραμμάτων στη Βρετανική Σχολή της Ρώμης μεταξύ 1979 και 1983. Διετέλεσε εκδότης του ακαδημαϊκού περιοδικού Britannia από το 1980 έως το 1984. [3] Από το 1982 έως το 1985, διετέλεσε πρόεδρος του London and Middlesex Archaeological Society .

Διακρίσεις 
Ο Wilkes εξελέγη Μέλος της Εταιρείας Αρχαιοτήτων του Λονδίνου (FSA) στις 9 Ιανουαρίου 1969. [6] Εκλέχτηκε Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας (FBA) το 1986. [4] Είναι Επίτιμος Αντιπρόεδρος της Εταιρείας για η Προώθηση των Ρωμαϊκών Σπουδών , [3] [7] και Επίτιμος Πρόεδρος του Συνδέσμου Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας. [3]

Επιλεγμένα έργα 

Το Scholia έχει προφίλ συγγραφέα για τον John Wilkes (αρχαιολόγο) .
Wilkes, John J. (1969), Dalmatia , London: Routledge and Kegan Paul
Frere, SS; Wilkes, JJ (1989). Strageath: ανασκαφές στο ρωμαϊκό οχυρό 1973-86 . Λονδίνο: Εταιρεία για την Προώθηση των Ρωμαϊκών Σπουδών. ISBN 978-0907764113.
Wilkens, JJ (1993). Παλάτι του Διοκλητιανού, Σπλιτ: κατοικία ενός συνταξιούχου Ρωμαίου αυτοκράτορα . Σέφιλντ: Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. ISBN 978-0952107309.
Wilkes, John J. (1995), The Illyrians , Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Blackwell Publishers Limited, ISBN 0-631-19807-5










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ