ΣΠΑΡΤΗ : ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ- ΤΟ ΣΙ∆ΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ του STEPHEN HODKINSON λέκτορα Αρχαίας Ιστορίας στο Τµήµα Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών, Πανεπιστήµιο Μάντσεστερ

Μία αγροτική οικονοµία 
 Είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής οικονοµίας ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός. Ακρογωνιαίος λίθος της οικονοµίας της ήταν το µέγεθος και η ποιότητα των αγροτικών γαιών. Μεταξύ του 9ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι µόνον της Λακωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας. 

Τη γονιµότητα της Μεσσηνίας εξήραν οι αρχαίοι συγγραφείς. Ο Τυρταίος κάνει λόγο για τη «Μεσσηνία, καλή για όργωµα και για σπορά». Ο Ευριπίδης περιγράφοντας την περιοχή λέει ότι «παράγει πλουσιοπάροχα, υδρεύεται από αµέτρητα ρεύµατα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελάδες και πρόβατα». Το µεγαλύτερο τµήµα της αχανούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους «Σπαρτιάτες». Πηγές στην Αθήνα της κλασικής εποχής αντιµετώπιζαν την ιδιοκτησία των Σπαρτιατών µε φθόνο. Σύµφωνα µε τον ψευδό-πλατωνικό διάλογο, Αλκιβιάδης Ι, «ούτε ένα από τα κτήµατα µας δεν µπορούσε να συγκριθεί µε τα δικά τους σε έκταση και υπεροχή ούτε σε αριθµό δούλων, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ειλώτων, ούτε σε άλογα ούτε σε οποιοδήποτε άλλο ζώο που βόσκει στη Μεσσηνία». 
Οι Σπαρτιάτες ήταν εισοδηµατίες γαιοκτήµονες και όλοι τους ζούσαν µέσα στη Σπάρτη, συχνά σε σηµαντική απόσταση από τα κτήµατα τους. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωµένη στις πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις και δεν χρειάζονταν να ασχοληθούν µε χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Τα κτήµατα τους καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσµός των δούλων, οι είλωτες.
 Τα δικαιώµατα κάθε Σπαρτιάτη επί των ειλώτων που εργάζονταν στα κτήµατα του περιστέλλονταν από τη σηµαντική περί κολεκτίβας πρόνοια του καθεστώτος υποτέλειας των ειλώτων. Οι οικογένειες των ειλώτων ήταν κατά πάσα πιθανότητα δεµένες µε συγκεκριµένα κοµµάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιεργούν ακόµη κι όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέρια και πέρναγαν από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον. Έτσι, δεν υφίστατο εµπόριο ειλώτων και πιθανόν µόνον περιορισµένος αριθµός δούλων ovopazótav έξω από τη σπαρτιατική κοινωνία. 
Η έτερη µεγάλη οµάδα της σπαρτιατικής επικράτειας ήταν ο ελεύθερος πληθυσµός, που ήταν γνωστός µε το όνοµα περίοικοι και κατοικούσε στις πιο ορεινές κατ οτις παράκτιες περιοχές. Παλαιότερες περιγραφές ανέφεραν ότι οι οικονοµικές δραστηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη Βιοτεχνία και το εµπόριο. Είναι αλήθεια ότι οι περίοικοι εκµεταλλεύονταν τέτοιες θεσούλες, µια και οι Σπαρτιάτες ήταν κατ' εξοχήν πολεµιστές και οι είλωτες ασχολούνταν µε τις αγροτικές εργασίες- ωστόσο, πρόσφατη ερευνά έδειξε ότι ο πληθυσµός των περιοίκων ήταν άκρως διαφοροποιηµένος. 
Οι περισσότεροι από τους περίοικους, κυρίως όσοι κατοικούσαν σε µεσόγεια χωριά, ζούσαν από τη γεωργία είτε ως εργαζόµενοι αγρότες είτε ως αργόσχολοι κτηµατίες. Μόνο σε µεγάλες κοινότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σηµαντικά λιµάνια, µεγάλη µερίδα πληθυσµού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί µε τη βιοτεχνία και το εµπόριο. 
Οι γενικώς περιορισµένες ευκαιρίες για τέτοιες δραστηριότητες ήταν αποτέλεσµα του µεγάλου βαθµού οικονοµικής αυτάρκειας της περιοχής: σε εργατικά χέρια δούλων, σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και σε σιδηροµετάλλευµα.

∆ηµόσια οικονοµικά
Και η δηµοσιονοµική πολιτική στη Σπάρτη ήταν σχετικά µη αναπτυγµένη. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, τα επίπεδα των δηµόσιων δαπανών ήταν συνάρτηση του βαθµού σύνθεσης του κράτους, των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και του εύρους των δηµόσιων υπηρεσιών. Κατά το µεγαλύτερο διάστηµα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, οι δηµόσιες δαπάνες της Σπάρτης στους τοµείς της άµυνας, της εσωτερικής διοίκησης και της αγοράς τροφίµων ήταν σχετικά χαµηλές.
 Με ναυτικές επιχειρήσεις περιστασιακές και µικρής κλίµακας, ένα στρατό ξηράς που λειτουργούσε µέσω επιτάξεων και προσωπικής θητείας και δίχως ειδικές αστυνοµικές δυνάµεις ή οχυρά που να απαιτούν συντήρηση, οι οικονοµικές απαιτήσεις των ένοπλων δυνάµεων της Σπάρτης την εποχή πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεµο ήταν µικρές.
 Μόνο µε την έλευση του διαρκούς και µακρόχρονου πολέµου µετά το 431 π.Χ., που απαιτούσε σηµαντικό αριθµό µισθοφόρων και έντονη ναυτική εκστρατεία, αυξήθηκε ουσιαστικά το στρατιωτικό κόστος. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική διοίκηση, η περιορισµένη έκταση των δηµόσιων κτιρίων και το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν µισθός για τους κρατικούς αξιωµατούχους, συγκράτησε γενικά το κόστος σε χαµηλά επίπεδα. Εν τέλει, σε ένα κράτος µε πλούσιες αγροτικές γαίες δεν χρειαζόταν να γίνουν δαπάνες για εισαγωγή τροφίµων. 
Αντίθετα, η δυνατότητα της Σπάρτης να εξασφαλίσει προσόδους ήταν περιορισµένη. Κατά πάσα πιθανότητα οι Σπαρτιάτες εφήρµοζαν σύστηµα έµµεσης φορολογίας στο εµπόριο, αλλά και τελωνειακών δασµών, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν χαµηλός ο όγκος ίων εσόδων που προέρχονταν από την πώληση µη πολύτιµων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. ∆εδοµένης της αυτάρκειας της περιφερειακής οικονοµίας είναι µάλλον απίθανο να έµπαιναν στα ταµεία σηµαντικά ποσά από φόρους επί των εισαγωγών και των εξαγωγών. Επιπλέον, σε αντίθεση µε τις περισσότερες κοσµοπολίτικες πόλεις, η Σπάρτη δεν ήταν τόπος διαµονής αξιοσηµείωτου αριθµόν ξένων στους οποίους θα εφαρµοζόταν σύστηµα άµεσης φορολογίας. 
Οι περίοικοι ήταν φόρου υποτελείς αλλά τα λεφτά τους πήγαιναν στους βασιλείς και όχι στο δηµόσιο ταµείο. Σε αντίθεση µε την Αθήνα του 5ου αιώνα, που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους από τους συµµάχους της, οι εταίροι της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συµµαχία συνεισέφεραν µε ανθρώπινο δυναµικό και όχι µε χρήµατα.
 Όταν η Σπάρτη είχε αυτοκρατορικές κτήσεις κατά τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη επιχείρησε να επιβάλει έκτακτους στρατιωτικούς φόρους (εισφορές) στους πολίτες της. Όπως όµως σηµειώνει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, µεγάλο ήταν το ποσοστό εκείνων που δεν πλήρωναν. Ως εκ τούτου, το δηµόσιο ταµείο έπασχε από χρόνια έλλειψη πόρων. Για τις υπερπόντιες επιχειρήσεις της, η Σπάρτη ήταν υποχρεωµένη να βασιστεί στις ξένες πήγες χρηµατοδότησης, όπως οι περσικές επιχορηγήσεις που της επέτρεψαν να κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεµο.

Νοµισµατοκοπία και νόµισµα
Η εικόνα της µη αναπτυγµένης οικονοµίας, που έχουµε σχηµατίσει ως τώρα. ενισχύεται από το γεγονός ότι σε αντίθεση µε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν είχε προχωρήσει σε κοπή ασηµένιου νοµίσµατος µέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Σύµφωνα µε ορισµένους αρχαίους συγγραφείς, η Σπάρτη των κλασικών χρόνων συνειδητά διατήρησε ένα δύσχρηστο σιδερένιο νόµισµα µεγάλου βάρους κατ µικρής αξίας, ώστε να µείνει έξω από τη σφαίρα των εµπορικών συναλλαγών µε ξένους. 
Πράγµατι, πολλές µεταγενέστερες πήγες αναφέρουν ότι ως το 404 π.Χ. απαγορεύονταν τελείως στη Σπάρτη τα χρυσά και ασηµένια νοµίσµατα. Εκείνη τη χρονιά, ο Λύσανδρος έστειλε πίσω στη Σπάρτη τα αµέτρητα λάφυρα που είχε αποκοµίσει µετά τη νίκη του στη µάχη στους Αιγός ποταµούς, µεταξύ των οποίων
περιλαµβανόταν και τεράστια ποσότητα αθηναϊκών νοµισµάτων. Ελήφθη τότε η απόφαση να γίνει για πρώτη φορά αποδεκτό αυτό το νόµισµα για δηµόσια χρήση στη Σπάρτη. να απαγορευτεί όµως η κατοχή του από ιδιώτες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο Βίο Λυσάνδρου, από τη στιγµή που το νόµισµα επιτράπηκε στην πόλη, πέρασε εύκολα στα χέρια ιδιωτών, µε αποτέλεσµα να υπάρξουν κρούσµατα απληστίας και διαφθοράς.
 Μια εξέλιξη που υπονόµευσε την εξουσία της Σπάρτης. Τούτα τα στοιχεία όµως και οι συνέπειες ιούς απαιτούν ενδελεχή µελέτη. Η µη χρήση νοµίσµατος στη Σπάρτη δεν ήταν ασυνήθιστη πρακτική. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50° ο του συνόλου των ελληνικών πόλεων δεν είχαν ποτέ κόψει νοµίσµατα. Πολλές άλλες δε, ακόµη και µετά την εισαγωγή του τον 6ο αιώνα, καθυστέρησαν για µεγάλο διάστηµα να κόψουν νόµισµα. 
Μεταξύ αυτών και σηµαντικές πόλεις όπως το Βυζάντιο. που δραστηριοποιούνταν έντονα στο διεθνές εµπόριο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του στη θαλασσιά οδό µεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Εν πάση περιπτώσει, οι πόλεις που έκοβαν νοµίσµατα ήταν πάντα µειονότητα. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι η πόλη χρειαζόταν πολύ σοβαρούς λόγους για να κόψει νόµισµα. Έτσι, η αποχή της Σπάρτης από την κοπή νοµίσµατος δεν σηµαίνει απαραίτητα ότι συνειδητά ακολουθούσε πολιτική οικονοµικού αποµονωτισµού . Ένας λόγος για ιόν οποίο ορισµένες άλλες πόλεις δεν έκοψαν νοµίσµατα, ήταν ότι υπήρχαν διαθέσιµα νοµίσµατα από γειτονικές πόλεις που γίνονταν ευρέως δεκτά. Και εδώ θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι το νόµισµα της Αίγινας κυκλοφορούσε σε µεγάλη κλίµακα α την Πελοπόννησο. 
Παροµοίως, δεν υπάρχει λόγος να αµφισβητεί κανείς ότι στη Σπάρτη εφαρµοζόταν ένα σύστηµα κυκλοφορίας σιδερένιων νοµισµάτων. Ωστόσο, τα στοιχεία για την ύπαρξη ενός αποδεκτού συστήµατος ανταλλαγής των σιδερένιων νοµισµάτων της Σπάρτης µε ξένα ασηµένια νοµίσµατα που χρησιµοποιούνταν µε βάση τα µέτρα της Αίγινας, καταδεικνύουν ότι η χρήση των σιδερένιων νοµισµάτων δεν συνεπαγόταν αποκλεισµό των ξένων νοµισµάτων από τη Σπάρτη.
 Πράγµατι, η χαµηλή αξία του σιδερένιου νοµίσµατος συνεπάγεται ότι είχε επικρατήσει σύστηµα παράλληλης χρήσης, µια και οι συναλλαγές πάνω από κάποια αξία απαιτούσαν τη χρήση πολυτιµότερων µετάλλων. 
Αρκετά είναι τα στοιχεία που συγκλίνουν στην εκτίµηση ότι γινόταν χρήση ξένων νοµισµάτων και ασηµένιων ράβδων πριν από το 404 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέµου, για παράδειγµα, η πόλη χρησιµοποιούσε ασηµένια νοµίσµατα για την πληρωµή των µισθοφόρων στρατιωτών και των ερετών του στόλου. 
Μέσα στη Σπάρτη, η πόλη επέβαλε χρηµατικά πρόστιµα στους πολίτες της και τα υποχρεωτικά µηνιαία κοινά συσσίτια κόστιζαν 10 οβολούς της Αίγινας. Χρυσά νοµίσµατα αλλά και ακατέργαστος χρυσός και ασηµί διανεµήθηκαν στους Σπαρτιάτες στρατιώτες από τα περσικά λάφυρα µετά τη µάχη των Πλαταιών, το 479.
 Κατά συνέπεια, όταν το 404 π.Χ αποφασίστηκε να επιτραπεί η χρήση ασηµένιων νοµισµάτων αλλά όχι και η κατοχή τους, το µέτρο ήρθε όχι ως χαλάρωση, αλλά ως περιορισµός της προηγούµενης πρακτικής. ∆εν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες πολύ σύντοµα ξεγλίστρησαν από τον επιχειρούµενο περιορισµό. Ωστόσο, ο ισχυρισµός του Πλουτάρχου, ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε τη διάβρωση των ηθικών αξιών, είναι υπερβολικός από τη στιγµή που η ατοµική ιδιοκτησία ασηµένιων νοµισµάτων δεν ήταν κάτι καινούργιο.

∆ώρα, εµπορικές συναλλαγές και αγορά
Εκ πρώτης όψεως, η αρχέτυπη µορφή των συναλλαγών στη Σπάρτη ήταν η προσφορά δώρων. Η προσφορά δώρων, που δεν περιελάµβανε νόµισµατα και ήταν ενταγµένη σε ένα πλαίσιο κοινωνικότητας, είναι εµφανής σε διάφορους τοµείς της σπαρτιατικής ζωής. Στα συσσίτια οι πολίτες δεν ξόδευαν χρήµατα για τους συνδαιτυµόνες τους. Αντίθετα, οι πλούσιοι προσέφεραν σταρένιο ψωµί και οι κυνηγοί τα θηράµατα τους. Οι βασιλείς τιµούσαν άλλους Σπαρτιάτες, µοιραζόµενοι τη δεύτερη µερίδα τους.
 Κατά κανόνα, ο βασιλιάς Αγησίλαος δώριζε ένα βόδι και ένα µανδύα στα νεοεκλεγµένα µέλη της Γερουσίας. Την ατµόσφαιρα αυτής της πρόθυµης γενναιοδωρίας µεταφέρει ο Ξενοφών, όταν χαρακτηρίζει τον Αγησίλαο ως «κάποιον που χαίρεται να προσφέρει τα δικά του για το καλό των άλλων». Σε ορισµένους τοµείς της κοινωνικής Ζωής άλλων πόλεων γινόταν χρήση νοµισµάτων, σε αντίθεση µε τη Σπάρτη. 
Χρηµατικά έπαθλα και υλικά βραβεία δίνονταν στους νικητές αθλητικών αγώνων σε διάφορες πόλεις, όχι όµως και στη Σπάρτη, όπου η µόνη επιβράβευση για τους Ολυµπιονίκες ήταν η τιµή να αγωνιστούν µε την προσωπική φρουρά του βασιλιά. Σ την Αθήνα η προίκα δινόταν σε µετρητά, ενώ στη Σ πάρτη σε γη. Η κυριαρχία της προσφοράς δώρων και των συναλλαγών δίχως τη χρήση νοµίσµατος είναι, ωστόσο, µόνον µέρος της ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική οικονοµία της Σπάρτης δεν χρησιµοποιούσε τόσο τα νοµίσµατα όσο η Αθήνα, οι εµπορικές συναλλαγές δεν ήταν επ’ ουδενί απούσες από τη ζωή της Σπάρτης. 
Υπάρχουν στοιχεία για τακτική ενασχόληση των πολιτών µε εµπορικές συναλλαγές.Με την εντατική εκµετάλλευση των γαιών που τους ανήκαν, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες συσσώρευαν σηµαντικά πλεονάσµατα σε αγροτικά προϊόντα. Η υποχρέωση των πολιτών να προµηθεύουν µε τρόφιµα τα συσσίτια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κατά πασά πιθανότητα δημιουργούσε συνεχή ζήτηση για τα πλεονάσµατα αυτά. 
Τέτοιες συναλλαγές δεν επικροτούνταν µόνον από την πόλη. Η αναφορά του Θουκυδίδη, ότι η στέρηση των δικαιωµάτων ενός πολίτη (ατιµία) σήµαινε πως «δεν θα µπορούσε να κατέχει δηµόσιο αξίωµα ούτε να έχει δικαίωµα αγοράς ή πώλησης», δείχνει ότι το δικαίωµα στην αγοραπωλησία ήταν αναπόσπαστο κοµµάτι της ιδιότητας του πολίτη της Σπάρτης, ισάξιο µε την κατοχή δηµοσίου αξιώµατος.
 Η Σπάρτη δεν διαχώριζε πολιτικές κατ οικονοµικές δραστηριότητες, σε αντίθεση µε τη θεσσαλική «ελεύθερη αγορά», από την οποία οι τεχνίτες και οι αγρότες ήταν αυστηρά αποκλεισµένοι. Το εµπόριο και οι δηµόσιες υποθέσεις διεξάγονταν στη σπαρτιατική αγορά. Ο Ξενοφών περιγράφει µια σκηνή στη σπαρτιατική αγορά, όπου οι δικαστές διηύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις κοντά 40 Σπαρτιατών και άνω των 4.000 µη Σπαρτιατών που ασχολούνταν µε εµπορικές συναλλαγές. Η περιγραφή του Ξενοφώντα δείχνει ότι η σπαρτιατική αγορά ήταν µια ζωηρή, περιφερειακή αγορά. 
Κατά συνεπεία, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος εξακόντισε την κριτική του κατά των δραστηριοτήτων της ελληνικής αγοράς και είπε σε αγγελιαφόρο από τη Σπάρτη: «ποτέ µέχρι τώρα δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώπους που έχουν ένα σταθερό σηµείο στο κέντρο της πόλης τους. όπου συναθροίζονται για να ανταλλάξουν βρισιές και να κοροϊδέψουν ο ένας τον άλλον». ο σαρκασµός του δεν ήταν άστοχος αλλά απευθυνόταν σε µια πόλη, για τους πολίτες της οποίας οι εµπορικές συναλλαγές ήταν µέρος της Ζωής τους. 

Μετάφραση: Έρση Βατού

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A.M. Andreades. A History of Greek Public Finance. Cambridge. Mass. 1933 P.A. Cartledge. Sparta and Lakonia: a regional history. 1300-362. BC London. 1979 Stephen Hodkinson. Property and Wealth in Classical Sparta. Duckworth and the Classical Press of Wales. London 2000. ch. 5


 ΤΟ ΣΙ∆ΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕ∆ΑΙΜΟΝΙΩΝ

της JACQUELINE CHROTEN
maître de Conférences στο Πανεπιστήµιο Παρίσι-10, Ναντέρ

Συναντάµε στον Ξενοφώντα (Λακεδαιµονίων Πολιτεία 7, 5 -άηχος 380;) ένα θέµα που θα διευρύνουµε και θα διευκρινίσουµε στη συνέχεια. Κατά τη γνώµη του το λακεδαιµονικό νόµισµα είναι από σίδηρο, βαρύ και άβολο. Κι ο Πλούταρχος εµπλουτίζει τη θεµατολογία µας διευκρινίζοντας πως αυτό που αποκαλούµε σιδερένιο νόµισµα έχει ένα τετράχαλκο που ζυγίζει µία µνα αιγινήτικη (Πλούταρχος, Λακ. 226,3), ωστόσο ο ίδιος (Λύσανδρος, 17,4-5) µιλά επίσης για τους οβολούς, ία γνωστά σιδερένια σουβλιά που άλλωστε σαν προσφορές ανασκάφτηκαν σε ναούς αρχαϊκής περιόδου. 
Ελάχιστα γνωρίζουµε σχετικά µε αυτό που οι Λακεδαιµόνιοι ονόµαζαν παραδοσιακό νόµισµα τον πρώιµο 4ο αιώνα. Πράγµατι ο συγκεκριµένος τύπος εµφανίζεται στην αρχή του 4ου αιώνα. 
Μέχρι τότε η Σπάρτη δεν έχει νοµίσµατα, χωρίς να αποτελεί µοναδική περίπτωση. Οι πόλεις της Κρήτης άρχισαν να συναλλάσσονται πολύ αργότερα µε το νόµισµα όπως το αντιλαµβάνονται τέτοιο οι Αθηναίοι και οι πόλεις όπου η νοµισµατοποίηοη του συστήµατος τους είχε ήδη γίνει. Ωστόσο δεν έχουµε την εντύπωση κατά τον 5ο αιώνα ότι οι Σπαρτιάτες κρατούν κάποια ιδιαίτερη στάση νοµοθετικής αντίθεσης απέναντι στα πολύτιµα µέταλλα και το νόµισµα. 
Μάλιστα οι Βασιλείς τους κατηγορούνται για διαφθορά. Ο Παυσανίας είναι οικονοµικά εύρωστος χάρη στις προσφορές των Περσών. ∆εν υπάρχει σχετική απαγόρευση. Απλά το οικονοµικό τους σύστηµα λειτουργεί Βάσει της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας, πολεµικών λεηλασιών κατά τους πολέµους και ανταλλαγή σε περιπτώσεις ανάγκης που η κοινότητα τους δεν µπορεί να ικανοποιήσει.
 Εξάλλου τι τους λείπει πέρα από τα ευγενή µέταλλα; Παράγουν σιτάρι, λάδι, κρασί, σύκα για τη διατροφή τους. Μαλλί και δέρµα από τα Ζώα τους για τα ρούχα τους, ξυλεία από τα δάση τους στα Βουνά και το σίδηρο από τα ορυχεία (στο Ακρωτήριο Μαλέας) για τα εργαλεία τους· έχουν και λίγο χαλκό (κοντά στο ναό του Απόλλωνα Υπερτελεάτη και του Απόλλωνα Τυρίτη), καθώς και µόλυβδο. Ο κόλπος της Λακωνίας προµηθεύει τα πορφυρά χρώµατα για τις στολές. Το ζήτηµα τίθεται όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα στόλο· σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν η κατάλληλη ξυλεία, η πίσσα, να προσληφθούν πλοηγοί και έµπειροι ναυτικοί που θα πληρωθούν. 
Ο πόλεµος στη Μικρά Ασία τροφοδοτήθηκε κατά το µάλλον ή ήττον από περσικό χρήµα που αλλοτρίωσε τους Λακεδαιµονίους που υπηρέτησαν εκεί. Στο εξής το µη νοµισµατικό σύστηµα φαντάζει απαρχαιωµένο. Όταν ο Λύσανδρος συντρίβει την Αθήνα, µαζεύει σχολαστικότατα όσα νοµίσµατα µπορεί να βρεθούν στην αυτοκρατορία και τα στέλνει µε την ίδια φροντίδα τοποθετηµένα µέσα σε τσουβάλια στη Σπάρτη - είναι φανερό ότι γνωρίζει την κυκλοφορία του χρήµατος, αφού έχει συνηθίσει τη χρήση του νοµίσµατος, όπως επίσης και ο άλλος µεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Γύλιππος, που έζησε κάποια στιγµή στις Συρακούσες. 
Οι δυο άνδρες ξέρουν πως στο εξής η Σπάρτη δεν µπορεί να κυριαρχήσει στον κόσµο που ανοίγεται µπροστά της, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά, χωρίς να εισέλθει στον κόσµο της νοµισµατοποιηµένης οικονοµίας. Είναι περισσότερα από αυτά που ήλπιζαν οι πολιτικοί µηχανισµοί της Σπάρτης. Πράγµατι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί στους οποίους οφείλεται η νίκη δεν είναι παρά στρατηγοί, όχι πολιτικοί ηγέτες του κράτους. 
Αυτοί οι τελευταίοι, οι βασιλείς, η Γερουσία, οι µεγάλοι ιδιοκτήτες γης, ακολουθούν µια σταδιοδροµία περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική και δεν επιθυµούν διόλου παρόµοια περιπέτεια. ∆ιαχει-ρίζονται ήδη ένα µεγάλο κράτος για το ελληνικό σύστηµα, που σαν από θαύµα επέζησε στις κακοτυχίες των πολέµων και θέλουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους. 
Τα ιστορικά γεγονότα της Σπάρτης µας έγιναν γνωστά από τον ∆ιόδωρο (13b) και ιδιαίτερα τον Πλούταρχο (Λύσανδρος, 16, 17, 1-3). Ο Πλούταρχος αποκαλύπτει τις πηγές του, τον Έφορο και τον Θεόποµπο· ωστόσο αυτοί από πού ompizouv την αφήγηση τους; Σε κάθε περίπτωση έχουµε µία ιστορική απόδοση της γέννησης ενός µύθου. 
Η Συνέλευση της Σπάρτης απορρίπτει πράγµατι τις προτάσεις του Λύσανδρου (προτάσεις άγνωστες σε µας) και αποφασίζει πως το σπαρτιατικό κράτος θα εξακολουθήσει το µη εµπλουτισµό του µε δικό του νόµισµα. Παρά ταύτα, το κράτος διατηρεί αυτά που ο Λύσανδρος έφερε στη Σπάρτη για τα εξωτερικά του έξοδα, αλλά απαγορεύει την ιδιωτική κατοχή νοµίσµατος. Αρχίζει το κυνήγι των δυστροπούντων που έφεραν από τις εκστρατείες τους (και µάλιστα κράτησαν τα λάφυρα τους) ποσά λιγότερο ή περισσότερο σηµαντικά. 
Ο Γύλιππος εξορίστηκε. Φίλοι του Λύσανδρου θανατώθηκαν. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξοικειώθηκαν µε τη χρήση του νοµίσµατος και το παλαιό σύστηµα αλλοιώθηκε. Επιχειρείται τότε να βρεθεί ένα υποκατάστατο. Εµφανίστηκαν στοιχεία από µέταλλο (οβολοί;) που προϋπήρχαν σε ορισµένους τύπους ανταλλαγών. Στοιχεία που θεωρήθηκαν ικανά να προσεγγίσουν την ιδέα που συνιστά ένα νόµισµα: άφθαρτο, µετρήσιµο, συµβολικό.
 Έτσι γεννήθηκε το σπαρτιατικό νόµισµα από σίδηρο. Το αστείο είναι ότι σε µερικές πόλεις της Πελοποννήσου, συνδεδεµένες µε τη Σπάρτη και που έκοβαν νόµισµα, φαίνεται ότι ήδη το είχαν κατασκευάσει για µικρή χρονική περίοδο. Ούτως ή άλλως η κοπή νοµίσµατος από τη Σπάρτη αποτελεί στο εξής απαγορευµένο καρπό για όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, τροφοδοτώντας το θαυµασµό των ηθικολόγων. 
Ο πρώτος θησαυρός θα βρεθεί κατά τη βασιλεία του Ατρέα. Και αυτός καθώς φαίνεται έκοψε νόµισµα µόνο για τις ανάγκες του πολέµου των Χρεµονιδών και όχι στη Σπάρτη. Ο µύθος θα γνωρίσει εξάλλου το απόγειο της δηµοτικότητας του τη στιγµή που η πραγµατικότητα αλλάζει όψη.
 Εκείνος που θα εισαγάγει την κοπή νοµίσµατος στη Λακεδαίµονα, είναι ο βασιλιάς που ο Πλούταρχος (Φύλαρχος) µας παρουσιάζει σαν τον αναµορφωτή του παλαιού προτύπου. Τα νοµίσµατα της Σπάρτης θα ανθίσουν την εποχή του Κλεοµένη Γ.

Μειάφραση: Γιώργος Γεωργαµλής

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ– «Ιστορικά» - «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»


ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ