ΟΙ ΣΚΥΘΕΣ


Σκυθία ονομάζεται η χώρα των Σκυθών δηλ. η τεράστια έκταση της Ευρασίας που εκτείνεται από τον ποταμό Δούναβη στα Δυτικά ως τα σύνορα της Κίνας στα Ανατολικά. Οι Σκύθες άνθισαν από τον 8ο π.Χ. ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Ομιλούσαν μία Ινδο-Ιρανική διάλεκτο που επίσημα θεωρείται πρωτο-σλαβική γλώσσα, αλλά δεν εφάρμοσαν ποτέ κάποιο σύστημα γραφής. Υπήρξαν νομαδικές κυρίως φυλές, πολύ άγριοι πολεμιστές και έξοχοι ιππείς.




Ο A. I. Melyukova υποστηρίζει ότι οι πρωτο-Σκύθες είναι απόγονοι των φυλών Srubnaya όπου μεταξύ του 2500 και του 600 π.Χ. μετακινήθηκαν σε διάφορα ρεύματα από τις στέπες του Βόλγα και των Ουραλίων στην περιοχή της Βορείου Μαύρης Θάλασσας και τελικά αφομοιώθηκαν από τους Κιμμέριους της περιοχής της Κριμαίας.
Έτσι πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή των Αλτάι Ορέων και ειδικότερα στην περιοχή του Παζυρύκ, δείχνουν ότι οι ρίζες των Σκυθών βρίσκονται στη Δυτική Σιβηρία ενώ αργότερα μετακινήθηκαν προς τα Ανατολικά και μέσα στη Νότιο Ρωσία. Ιστορικά οι Σκύθες αναφέρονται για πρώτη φορά τον 7ο αιώνα σαν σύμμαχοι των Ασσυρίων κατά των Κιμμερίων. Ο Σκύθης βασιλιάς Παρτατούα παντρεύτηκε μία Ασσύρια πριγκίπισσα το 674 π.Χ. και τα δύο έθνη έγιναν σύμμαχοι.
Οι Σκύθες μαζί με τους Ασσύριους έτσι κατέλαβαν τη Μηδία, αλλά τελικά οι Μήδες τους εξεδίωξαν από την περιοχή στα τέλη του αιώνα. Το 632 π.Χ. ξεχύνονται από τον Καύκασο σαν κοπάδι ακρίδες στα εδάφη της Μηδίας και της Ασσυρίας και τα μετατρέπουν σε έρημο. Σπρώχνοντας προς τη Μεσοποταμία λεηλάτησαν τη Συρία και θα προχωρούσαν προς την Αίγυπτο αν ο Ψαμμείτυχος Α’ που πολιορκούσε την Ασδόδα, δεν τους εξαγόραζε. Παρέμειναν όμως στη Δυτική Ασία επί 28 έτη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Ένα τμήμα αυτών θα πρέπει να παρέμεινε στη βιβλική Beth-shean και για αυτό επονομάσθηκε Σκυθόπολις.

Σκύθης τοξότης πολεμιστής σε ελληνικό αγγείο.

Επιδρομές έκαναν και στη Βαλκανική Χερσόνησο. Γύρω στο 512 π.Χ. ο Δαρείος, έχοντας κατακτήσει τη Θράκη εισβάλει στη Σκυθία όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο έφτασε μέχρι τον Όαρο ποταμό που δεν είναι άλλος από τον Βόλγα, έκαψε την πόλη Γέλονο και επέστρεψε σε 60 ημέρες. Κατά αυτή την εκστρατεία παρενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τους νομάδες με τους οποίους δεν μπόρεσε να αναμετρηθεί.

Ως λόγος της εκστρατείας αυτής του Δαρείου θεωρείται η εκδίκηση προς τις επιδρομές των Σκυθών στην Ασία. Αφού χάνει πολλούς άνδρες ο Δαρείος επιστρέφει στην περιοχή όπου διέσχισε το Δούναβη, βρίσκει τους Ίωνες να φρουρούν ακόμη τη γέφυρα παρά τις απόπειρες των Σκυθών να την καταλάβουν και έτσι ξαναγυρίζει στη δική του επικράτεια.

Ο Κτησίας λέει ότι όλη η εκστρατεία διήρκεσε 15 ημέρες και ότι ο Δαρείος δεν πέρασε πέρα του Τύρα ποταμού (Δνείστερος). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Στράβων. Μετά την υποχώρηση του Δαρείου οι Σκύθες εισέβαλαν μέχρι την Άβυδο και έστειλαν απεσταλμένους στο βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ’ για να διοργανωθεί η εκστρατεία κατά της Περσικής αυτοκρατορίας από τη Φάση ενώ οι Σπαρτιάτες θα εκστράτευαν από την Έφεσο.

Ο Κλεομένης υιοθέτησε τη σκυθική συνήθεια να πίνει τον οίνο ανέρωτο και στη συνέχεια τρελάθηκε. Την εποχή του Ηροδότου οι Σκύθες της Κεντρικής Ασίας αποτελούνται από 4 κυρίους φυλετικούς κλάδους γνωστοί ως Μασσαγέτες, Σάκες, Αλανοί και Σαρμάτες (Μηδικής καταβολής) που μοιράζονται την ίδια γλώσσα, ήθη και έθιμα. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να αποτελούν μία εθνολογική ομάδα παρά ένα ανακάτεμα διαφορετικών φυλών και φύλων.

Έτσι από τα τέλη του 7ου ως τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. οι Σκύθες καταλάμβαναν τις στέπες από την περιοχή της Βορείου Μαύρης Θάλασσας, από τον Δον στα Ανατολικά ως τον Δούναβη στα Δυτικά. Οι λεγόμενοι Βασιλικοί Σκύθες αποτελούσαν την περισσότερο διακριτή φυλή που φαίνεται ότι δέσποζε έναντι όλων των άλλων φυλών που θεωρούταν κατώτερες.




Νομαδικές φυλές ήταν φυσικά και οι Βασιλικοί Σκύθες που ζούσαν γύρω από την Αζοφική Θάλασσα και τις όχθες του Δνείπερου και οι άλλοι νομάδες που ζούσαν βορειότερα μέχρι τα βουνά Αλτάι (Ανατολικοί Σκύθες κατά τον Στράβωνα), ημι-νομάδες ήταν οι Καλλιππιδείς (οι Ελληνο-Σκύθες που ζούσαν πλησίον της Ολβίας) και οι Αλαζόνες στα βόρεια της Ολβίας, ενώ οι Γεωργοί και οι Αροτερείς που ζούσαν ακόμη βορειότερα μεταξύ Δνείπερου και Ολβίας, ασχολούταν με τη γη ,έτσι και το όνομα που τους προσέδωσαν οι Έλληνες .


Ελληνικό αγγείο - Από το σχήμα του μυτερού σκούφου δείχνει ότι πρόκειται για εξελληνισμένο Σκύθη πλάι σε ένα άλογο άλλο ένα στοιχείο όπως και τα πολύ χοντρά πόδια της μορφής αυτής .

Από ότι καταλαβαίνει κανείς τους μεν πρώτους τους είχαν για βοηθούς στον πόλεμο και σε άλλες εργασίες ,τους αλαζόνες πιθανά τους ονόμαζαν έτσι διότι δεν ήθελαν σχέσεις μαζί ,  τους άλλους για να καλλιεργούν τις εκτάσεις και να κάνουν αγροτικές εργασίες και εμπόριο σιτηρών και άλλων αγαθών .

Σε ελληνικό αγγείο εμφανίζει την ελληνίδα δέσποινα του σπιτιού κοιτάζεται σε κάτοπτρο και μία μορφή με σκυθική ενδυμασία πιθανά στην υπηρεσία της κρατά κάτι σχετικό με σκεύος που περιέχει είδη καλλωπισμού

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ