ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β΄ ΦΩΚΑΣ - μέρος 2ον


Ο Βασιλεύς - Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Β΄Φωκάς  

Α' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

 Β' ΜΕΡΟΣ 

ΟI ΦΩΚΑΔΕΣ

Ο Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από ονομαστή και αρχαία οικογένεια της Καππαδοκίας, της οποίας τα μέλη ήταν στρατιωτικοί, είχαν υπηρετήσει στις τάξεις του στρατού κατά των Περσών και στη συνέχεια κατά των Αράβων. Ο παππούς του ονομαζόταν και αυτός Νικηφόρος και είχε ηγηθεί ρωμαίηκων δυνάμεων στην Ιταλία και την Σικελία επί Βασιλείου Α'1. Κατά τους χρόνους του Λέοντος του Στ' προβιβάσθηκε σε Δομέστικο των Σχολών και ανέλαβε επιχειρήσεις κατά του Συμεών2. Η αντικατάστασή του από τον μάγιστρο Κατακαλών Αβίδηλα, λόγω δυσμένειας, είχε μοιραία αποτελέσματα στην πορεία της εκστρατείας3. Αυτός ο Νικηφόρος απέκτησε δύο γιους, τον Βάρδα και τον Λέοντα.




Ο Λέων είχε χρηματίσει Δομέστικος των Σχολών με επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, αλλά στο ενεργητικό του είχε και μια συνομωσία κατά την αντιβασιλεία της αυτοκράτειρας Ζωής, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ' ήταν ανήλικος. Ο Βάρδας Φωκάς, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου, είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.
Τον είχε βοηθήσει ν' απαλλαγεί από τους Λεκαπηνούς5, τα δε πολεμικά του κατορθώματα κατά των Αράβων, τον είχαν καταστήσει λαϊκό ήρωα. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του γιου του ήταν πια παλαίμαχος.
Αυτός έλαβε σύζυγο εκ του γένους των Μαλεϊνών, αδελφή του οσίου Μιχαήλ του Μαλεϊνού, και μαζί της απέκτησε τους Λέοντα και Νικηφόρο Φωκάδες6. Αυτοί τιμήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Ζ' με το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών, της Δύσης ο Λέων και της Ανατολής ο Νικηφόρος.

Ο Νικηφόρος έλαβε σύζυγο και απέκτησε ένα γιο, τον Βάρδα. Αυτός παίζοντας με τον εξάδελφό του Πλεύση, τραυματίστηκε στο μάτι από ακόντιο και πέθανε σε νεαρή ηλικία. Φαίνεται, ότι σύντομα τον ακολούθησε και η μητέρα του7.
Ως φύση έντονα θρησκευτική ο Νικηφόρος επηρεάστηκε βαθύτατα από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων κι εκδήλωσε επιθυμία να μονάσει. Απέφευγε την κρεοφαγία και δεν ήθελε να νυμφευθεί ξανά.
Σε μια επίσκεψη του θείου του οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αβράμιο8, κατοπινό όσιο Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον όσιο παρέα με το στρατηγό Ζεφινεζέρ 9.
Οι δυο άνδρες συνδέθηκαν στενά και μετά την κουρά του ο όσιος Αθανάσιος ανέλαβε την καθοδήγηση του Νικηφόρου με την προτροπή του οσίου Μιχαήλ. Τότε ο Νικηφόρος έδωσε υπόσχεση να μονάσει10, την οποία, όμως, δεν πρόλαβε να εκπληρώσει.

 Βάρδας Φωκάς ΔΕΞΙΆ-  στασίασε το 971 μ.Χ. και αντιμετωπίστηκε από το μάγιστρο Βάρδα Σκληρό-ΑΡΙΣΤΕΡΑ.

Ο Λέων Φωκάς μαζί με τα παιδιά του πατρίκιο Νικηφόρο και δούκα Βάρδα, εξορίστηκαν, οι δυο πρώτοι στη Μύθημνα της Λέσβου, ο δε Βάρδας στην Αμάσεια, μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β'.
Ο Βάρδας Φωκάς εστασίασε το 971 μ.Χ. και αντιμετωπίστηκε από το μάγιστρο Βάρδα Σκληρό. Οι Φωκάδες θα συμμετέχουν σε στασιαστικά κινήματα καθ' όλη τη διάρκεια του Ι' αιώνα και θα δημιουργήσουν δυναστικά προβλήματα στο Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.





Τελευταίο ονομαστό μέλος της οικογένειας των Φωκάδων είναι ο Ιωάννης Απόστολος Φωκάς Βαλεριανός, εκ Κεφαλληνίας. Εκεί βρέθηκαν οι Φωκάδες μετά την άλωση. Γεννήθηκε το 1530 μ.Χ. στο Βαλεριάνο και έδρασαε στην υπηρεσία του Ισπανού βασιλιά Φιλίππου του Β' στο Νέο Κόσμο. Δεινός ναυτικός ο Juan de Fuca ή Juan Griego, ηγούμενος μικρής εξερευνητικής αποστολής το 1592 μ.Χ>, έπλευσε Βόρεια μέχρι τα στενά που φέρουν σήμερα τ' όνομά του, μεταξύ Βανκούβερ και Σηάτλ11.

Ο Λέων Φωκάς (γεννημένος περίπου το 915/920 - πέθανε μετά από το 971) ήταν Βυζαντινός /Ρωμιός στρατηγός, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, Νικηφόρο Φωκά, πολέμησαν επιτυχώς στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, εναντίον του ισλαμικού Χαλιφάτου. Μετά την ανακήρυξη του αδελφού του, Νικηφόρου Β ΄(963-969), ως αυτοκράτορα, ο Λέων διορίσθηκε το 963 ως κουροπαλάτης, λογοθέτης του δρόμου και σύμβουλός του. Μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα του από τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή και την άνοδο του τελευταίου στον θρόνο το 969, έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε. Δύο φορές προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία για την οικογένειά του, αλλά απέτυχε και πέθανε στην εξορία τυφλός.


Δρόμων του Βασιλικού πλόιμου 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β', γιος του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρ υπό του πατρός του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία. Πρώτη σύζυγός του η Βέρθα, νόθα κόρη του βασιλιά της Ιταλίας Ούγου και της Βεζόλης, είχε μετονομασθεί Ευδοξία, αλλά πέθανε 5 χρόνια μετά τον γάμο τους το 949 μ.Χ. Το 956 σύνηψε δεύτερο γάμο με τη Θεοφανώ, ταπεινής καταγωγής αλλά παροιμιώδους ομορφιάς, μητέρα των Βασιλείου Β' και Κωνσταντίνου Η'. Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Β' υπήρξε και ο ίδιος άνθρωπος εξαιρετικού φυσικού παραστήματος και εξωτερικής ομορφιάς.
 Όλοι οι χρονογράφοι της εποχής συμφωνούν, ότι πέραν τούτων και εξαιτίας τους ήταν παραδομένος στην τρυφηλή ζωή, στο κυνήγι, τα σπορ της εποχής, τις διασκεδάσεις. Είχε, όμως την προνοητικότητα (ή τη διπλωματία) ν' απομακρύνει με έμμεσους τρόπους, χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις, τους συμβούλους του πατέρα του και να επιλέξει νέους και ικανούς συνεργάτες.
Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιευνούχος, πατρίκιος, μέγας πραιποσίτος και μέγας δρουγγάριος Ιωσήφ Βρίγγας, προήχθη από τον Ρωμανό στο αξίωμα του πρύτανη της συγκλήτου και αρχιθαλαμηπόλου των κουβικουλάριων, δηλ. παρακοιμώμενος12 ( πρωθυπουργός θα λέγαμε σήμερα).
 Κατά τη μαρτυρία του Λέοντος του Διακόνου, ο Ιωσήφ ήταν «κακούργος και περιπόνηρος»13. Επίσης προβίβασε τον Νικηφόρο Φωκά σε Δομέστικο των σχολών της Ανατολής. Αυτόν ο Λέων περιγράφει ως «άνδρα ρέκτην τε και δραστήριον, αγαθόν τε τα πολεμικά και την ισχύν ανυπόστατον»14.

Στόλισε, επίσης, την περίοδο της βασιλείας του με σημαντικές εκστρατείες, αν και ο ίδιος λίγο ασχολήθηκε μ' αυτές. Μία εξ αυτών ήταν η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Αγαρηνούς, θέμα ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο και τα παράλια της περιοχής. Είχαν γίνει, ήδη, αρκετές προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, χωρίς επιτυχία, και το κακό προηγούμενο δημιουργούσε αμφιβολίες και αμφισβητήσεις.

Χάρη στον συνεχιστή του Θεοφάνη γνωρίζουμε για το συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν την ανάληψη της εκστρατείας. Το σύνολο του σώματος ήταν αντίθετο προς την πρόταση, της οποίας η πατρότητα και η υποστήριξη ανήκε αποκλειστικά στον Ιωσήφ Βριγγά.
Αυτός αφού έλαβε το λόγο έτσι μίλησε: «ημείς μεν, δέσποτα , ίσμεν πάντες όσα δεινά Ρωμαίοις συνέβησαν παρά των αρνητών του Χριστού εις ημάς∙ και δίκαιον εστι λογίσασθαι τας σφαγάς και τας παρθένων φθοράς και τας των εκκλησιών καταστροφάς και τας των παραλίων θεμάτων αιχμαλωσίας και πρέπον εστίν υπέρ των Χριστιανών και ομοφύλων αγωνίσασθαι και μη δεδιέναι της οδού το μήκος και τα της θαλάσσης πελάγη και της νίκης το άδηλον και της φήμης το αδύνατον»15. Η εμπιστοσύνη την οποία έτρεφε ο αυτοκράτορας, τελικός κριτής, για το πρόσωπο του παρακοιμώμενού του, τον έπεισε να συγκατανεύσει και να διορίσει «αυτοκράτορα στρατηγόν της προς τους Κρήτας μάχης» τον Νικηφόρο Φωκά.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η προσωπικότητα του Νικηφόρου, άνδρα ικανού να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του Ρωμανού.

Το βασιλικόν Πλόιμων της Ρωμέϊκης Αυτοκρατορίας -Δρόμωνες-Χελάνδιον  -5ος- 9ος αι. Περιγραφική αποτύπωση του από τον αυτοκράτορα βασιλέα Λέοντα 

Το εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 5 Ιουλίου 960 μ.Χ., αποτελούμενο από 2000 «πυρφόρα»16 χελάνδια, 1000 δρόμωνες, 307 «καματηρά» (πλοία εφοδιοπομπής). Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) της εκστρατείας ορίσθηκε εις αντικατάσταση του Βριγγά ο κοιτωνίτης ή κλειδούχος Μιχαήλ.

Ο στρατός αποτελούνταν από τμήματα στρατιωτών των θεμάτων Μακεδονίας, Θράκης και συμμάχους Σκλαβήνους. Επίλεκτο τμήμα ήταν το μισθοφορικό των Βαράγγων με επικεφαλής τον στρατηγό Θρακησίων Παστιλά.
Σταθμοί της διαδρομής (όπως μας την παραδίδει η Εκθεσις της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ') ήταν η Ηράκλεια, η Προκόννησος, η Άβυδος, τα Πεύκια, η Τένεδος, η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος, οι Φούρνοι, η Νάξος, η Ίος, η Αγία Ειρήνη (Σαντορίνη) και τέλος η νησίδα Δία κοντά στις ακτές της Κρήτης.

Ο κουροπαλάτης Λέων Φωκάς και ο γιος του Νικηφόρος σε πλοίο εποχής

Κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, η διαδρομή από την Ίο μέχρι την Κρήτη ήταν άγνωστη στους Ρωμηούς της τότε εποχής, διότι τα πλοία τους δεν τολμούσαν να πλεύσουν νότια από τον φόβο των πειρατών. Συνεπώς ο Νικηφόρος προβληματιζόταν πάνω σ' αυτό το θέμα.
Τη λύση έδωσαν Καρπάθιοι ναυτικοί, οι οποίοι οδήγησαν τον στόλο μέχρι την Κρήτη. Από τη νησίδα Δία ο Νικηφόρος απέστειλε ανιχνευτικά σκάφη να κατοπτεύσουν τις ακτές. Οι μουσουλμάνοι της μεγαλονήσου αιφνιδιάστηκαν από τη θέα του υπερμεγέθη στόλου. Προφανώς δεν περίμεναν να επαναληφθεί εκστρατεία εναντίον τους τόσο σύντομα, μετά την αποτυχία της προηγούμενης το 956 μ.Χ. Ξεπερνώντας γρήγορα τον αιφνιδιασμό τους συνάχθηκαν στην ακτή απέναντι του στόλο για να εμποδίσουν την απόβαση των στρατιωτών.

Χελάνδιον του Βασιλικού πλόιμου 

Δεν γνωρίζουμε που ακριβώς έγινε αυτή. Γνωρίζουμε, ότι στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε φυσικό λιμάνι κι αυτό δυσκόλευε την αποβίβαση. Για να ξεπεράσει και αυτό το πρόβλημα ο Νικηφόρος εφοδίασε τα πλοία με επικλινείς σανίδες «κλίμακας επί των πορθμείων επιφερόμενοι» κατά τον Λέοντα.
Οι δρόμωνες προσέγγισαν την ακτή με τα κουπιά ταυτόχρονα τοξότες και σφενδονήτες έβαλαν κατά των Αράβων των συντεταγμένων στα υπερκείμενα υψώματα. Την κατάλληλη στιγμή έπεσαν οι κλίμακες και αποβιβάσθηκαν άπαντες, πεζοί και έφιπποι. Αμέσως ο Νικηφόρος διαίρεσε το στράτευμα σε τρία μέρη με πυκνή παράταξη και διέταξε να προπορεύεται το λάβαρο του σταυρού. Σε κάθε φάλαγγα ηγείτο και ένας επίσκοπος, περιστοιχισμένος από κληρικούς και έφερε τεμάχια Τιμίου Ξύλου.



 Τα πυκνά κατατοξεύματα και η ακάθεκτη ορμή τεθωρακισμένης φάλαγγας έτρεψαν γρήγορα σε φυγή τους ακάλυπτους και ανυπόδητους μωαμεθανούς. Ακολούθησε καταδίωξη μέχρι το οχυρό του Χάνδακα, στο οποίο κλείσθηκαν οι Αγαρηνοί με ασφάλεια, εφόσον εκ της κατασκευής του και της διαμόρφωσης του τοπίου θεωρείτο απόρθητο.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια αποτίμηση της πρώτης εχθροπραξίας, πρέπει να αναφέρουμε, ότι δυο ήταν οι αποφάσεις που επέτρεψαν την επιτυχή αποβίβαση. Πρώτον, ο υπομονετικός Νικηφόρος περίμενε τη συγκέντρωση του πολυάριθμου στόλου πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Δεύτερον, ο στρατηγικός του νους πέτυχε την συγχρονισμένη προσέγγιση της ακτής και την ταχύτατη αποβίβαση των στρατευμάτων.
Σ' αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν η πειθαρχία των στρατιωτών (την οποία απαιτούσε πάντα ο στρατηγός) και το ετοιμοπόλεμό τους, που είχε αποκτηθεί με συνεχείς αγώνες και πολύ αίμα. Αντίθετα οι αντίπαλοι, αν και δεν υστερούσαν σε ηθικό, πολύ δε περισσότερο σε πολεμικό μένος, ήταν συνηθισμένοι σε επιδρομές κατά αμάχων, ως επί το πλείστον.
Όσες φορές αντιμετώπιζαν τακτικό στρατό, προτιμούσαν τακτικές ανταρτοπολέμου. Έτσι είχαν καταφέρει μέχρι τώρα ν' αντιμετωπίζουν τις προσπάθειες απελευθέρωσης της Κρήτης από ρωμαίικα στρατεύματα και αυτό θα έκαναν στη συνέχεια.
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γνώστης όλων αυτών, έχοντας μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση αραβικών επιδρομών στην Ανατολή με παρόμοιες τακτικές. Το θεωρητικό μέρος αυτής της εμπειρίας θα κατέγραφε αργότερα στο Περί παραδρομής Πολέμου εγχειρίδιό του.
Απ' αυτή την άποψη η εκστρατεία στην Κρήτη ήταν μια αντιστροφή ρόλων αλλά και η επίσημη πρεμιέρα της αντεπίθεσης.
Αντιστροφή ρόλων διότι τώρα ο Φωκάς βρισκόταν σε εχθρικό έδαφος και έπρεπε να αντιμετωπίσει τις τακτικές που ο ίδιος εφάρμοζε στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία αυτής της επιχείρησης θα ήταν ενδεικτική των ικανοτήτων του, προοίμιο της δράσης του στη Συρία.

Την εποχή εκείνη αμηράς της Κρήτης ήταν ο Abd al-Aziz ibn Schu 'ab, ο επιλεγόμενος Κουρουπάς17. Αυτός έστειλε έκκληση βοήθειας προς τους ηγέτες του αραβικού κόσμου σε Συρία, Αίγυπτο, Ιφρικίγια, Κόρδοβα. Δυστυχώς γι' αυτόν η πολιτική κατάσταση των Αράβων, την εποχή εκείνη δεν επέτρεψε την βοήθεια εκ μέρους τους.
Οι Ισχιδήδες στην Αίγυπτο πάλευαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τους Φατιμίδες της Ιφρικίγια (Ifrikiya= Β. Αφρική), που την κατέκτησαν το 969 μ.Χ. Ο σουνίτης Αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης έχει υποκατασταθεί στην άσκηση εξουσίας από τους Μπουΐδες σουλτάνους που βρίσκονταν σε συνεχείς προστριβές με του σιΐτες βεζίρηδες και ο συνολικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Ανατολής ήταν σε αναβρασμό λόγω θρησκευτικών διαφορών.

Η πτώση της Μελιτηνής  934 σε μικρογραφία από το χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη. - Ο στόχος του ακατάβλητου δομέστικου Ιωάννη Κουρκούα ήταν οι πόλεις Θεοδοσιούπολη της Αρμενίας και Μελιτηνή της Μεσοποταμίας, που μετά τον θάνατο του Αμπού Χάφς αποσκίρτησε από τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς. Η πρώτη έπεσε το 931 κατόπιν επτάμηνης πολιορκίας και κατέστη υποτελές στο Βυζάντιο κρατίδιο. Η πολιορκία της κράτησε τόσο πολύ επειδή οι Ίβηρες, παρότι σύμμαχοι των Βυζαντινών, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την επέκταση της αυτοκρατορίας έως τα σύνορα των περιοχών τους και εμμέσως δημιουργούσαν προβλήματα στις επιχειρήσεις του Ιωάννη. Τελικά ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος πέτυχε την εκπόρθηση της πόλης χωρίς τη βοήθεια των Ιβήρων αφενός και αφετέρου συνέβαλε στην διατήρηση καλών σχέσεων με τους συμμάχους παραχωρώντας τους όσα εδάφη κατέλαβε βορείως του ποταμού Αράξη (Arax ή Aras), κατά την απαίτησή τους. Αργότερα το 939 η Θεοδοσιούπολη κατέλυσε τη συμμαχία με το Βυζάντιο και τελικά 10 χρόνια αργότερα ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία κατόπιν νέων εκστρατειών των Βυζαντινών.Για την κατάκτηση του δεύτερου στόχου του: της Μελιτηνής. Το 933 κατευθύνθηκε ξανά προς την αραβική μεγαλούπολη αλλά υποχώρησε μπροστά στην σθεναρή αντίσταση των Αράβων, που επιτέλους είχαν λάβει βοήθεια από τη Βαγδάτη.Η σωτηρία της Μελιτηνής, όμως, ήταν πρόσκαιρη. Τον επόμενο χρόνο το Χαλιφάτο περιέπεσε ακόμα μία φορά αστάθεια και εσωτερική κρίση και δεν μπόρεσε να προστατεύσει την σημαντική αυτή μεθοριακή πόλη. Από κοινού με τον Αρμένιο Μέλιο, ο Κουρκούας εισέβαλε στην αραβική επικράτεια επικεφαλής στρατιάς 50.000 ανδρών και στις 19 Μαΐου του 934 η Μελιτηνή έπεσε στα χέρια των Χριστιανών. Η πόλη και γύρω περιοχή ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία ως βασιλικό κτήμα («κουρατωρεία») αποφέροντας μεγάλα έσοδα στο βυζαντινό κράτος («πολλὴν συντέλειαν τῷ δημοσίῳ προσήγαγε» σύμφωνα με τον Σκυλίτζη). Από τους κατοίκους της μόνον οι χριστιανοί επετράπη να μείνουν στην πόλη, ενώ οι μουσουλμάνοι μεταφέρθηκαν σε περιοχή μακριά από τα σύνορα.

 Ο Ομμεϋάδης της Κόρδοβας Αβδέραμος Γ' έστειλε κατασκόπους για να πληροφορηθεί τις εξελίξεις, οι οποίοι έφθασαν αργά, όταν η πολιορκία έβαινε προς την λήξη της. Προσπάθειες αντιπερισπασμού στο σύνορο της Συρίας αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από το στρατό του θέματος των Θρακησίων. Ομάδα μαχητών, που έστειλαν οι Ισχιδήδες της Αιγύπτου αργότερα, προδόθηκαν από δύο αυτόμολους και υπέστησαν αιφνιδιαστική επίθεση και συντριπτική ήττα. Μόνη αξιόλογη πηγή αστάθειας στην Ανατολή αποτελεί ο εμίρης του Χαλεπιού Sayf ad-Dawla(=ξίφος της πίστης), ο Χαμβδάς των πηγών, που μαζί με τον αδελφό του Nasir ad-Dawla(=βοηθός της πίστης) συνεχίζουν την δυναστεία των Χαμβδανιδών στη Μοσούλη και το Χαλέπι. Αυτός στην αρχή του καλοκαιριού του 960 μ.Χ. και ενόσω ο Νικηφόρος στρατοπέδευε στην Κρήτη, εισέβαλε στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ηγούμενος 30,000 ιππέων18, δηώνοντας τη χώρα μέχρι το Χαρσιανό κάστρο, γειτονικό της Μελιτήνης και βόρεια των Σαμοσάτων.

Ο αυτοκρατορικός στρατός πολιορκεί τα Σαμόσατα

 Ο Λέων Φωκάς διαθέτοντας λιγοστές δυνάμεις, καταπονημένες από τις συνεχείς εκστρατείες, προτίμησε να καταλάβει τα στενά του Ταύρου και ν' αποκόψει τη δίοδο διαφυγής των επιδρομέων. Δεν μπορούσε, βέβαια, να τους αντιμετωπίσει σε μάχη εκ παρατάξεως.
Εκεί εμψύχωσε τους μαχητές του, έστησε τις ενέδρες στα στενά περάσματα και ανέμενε την επιστροφή του εχθρού. Πρράγματι, οι Σαρακηνοί φάνηκαν στους πρόποδες του ανατολικοί Ταύρου, κατάφορτοι λάφυρα και αιχμαλώτους. Εισήλθαν στις στενωπούς χωρίς να έχουν αντιληφθεί την παγίδα, παρά μόνο όταν ήταν αργά.
Οι Ρωμηοί επέπεσαν σ' αυτούς και τους αποδεκάτισαν., εκδικούμενοι τις προηγούμενες καταστροφές19 κι ελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους. Ο εμίρης του Χαλεπιού μόλις και μετά βίας διέφυγε. Ο Λέων Διάκονος20 αφηγείται, ότι σκόρπισε χρυσά νομίσματα προκειμένου να καθυστερήσει τους διώκτες του.
Έτσι, χάρη στην πιστή τήρηση των συμβουλών του «Περί παραδρομής πολέμου» ανταπεξήλθε ο Λέων Φωκάς στην κρισιμότητα της κατάστασης, ανακουφίζοντας τον αδελφό του από τους αντιπερισπασμούς των Αράβων. Η μάχη αυτή στην Κλεισούρα της Ανδρασσού χρονολογείται στις 8 Νοεμβρίου του 960 μ.Χ.

Ο Λέων Φωκάς διώκει Άραβες στην μάχη στην Κλεισούρα της Ανδρασσού

Μετά την επιτυχή απόβαση των δυνάμεών του στην Κρήτη και την πρώτη κατά των Αράβων νίκη, ο Νικηφόρος προέβη σε μια επιτόπου εκτίμηση της οχύρωσης του εχθρού. Πραγματικά η οχύρωση του Χάνδακα ήταν επιβλητική. Για την κατασκευή των τειχών του είχαν χρησιμοποιηθεί οικοδομικά υλικά των ερειπίων της Κνωσσού.


Άνοιγμα από τα ενετικά τειχιά του Ηρακλείου ,αναγνωρίζουμε  εδώ το πάχος των άνω υπερκείμενων τειχών 

Τα ψηλά τείχη είχαν θεμελιωθεί επί απόκρημνου βράχου και περιχαρακωθεί από βαθιά και πλατιά τάφρο. Η συγκολυτική ουσία ήταν πυλός μεμιγμένος με τρίχες αιγός και χοίρου, υλικό που έδινε μεγαλύτερη συνοχή άρα πιο ανθεκτικά. Το πλάτος των τειχών ήταν τόσο, ώστε μπορούσαν να συναντηθούν και να περάσουν δυο άμαξες επ' αυτών.
Για να φανεί πόσο απόρθητη ήταν η πόλη, αρκεί ν' αναφερθεί, ότι αργότερα οι Οθωμανοί για να την καταλάβουν, την πολιόρκησαν από το 1648 ως το 1669 (σε μια εποχή κατά την οποία η πολιορκητική πρακτική διέθετε πιο εξελιγμένα μέσα απ' ότι το 960).


Ο αυτοκρατορικός στρατός υπό τον Νικηφόρο Β΄Φωκά πολιορκεί τον Χάνδακα στην Κρήτη 

Έκρινε, λοιπόν, ο Νικηφόρος, ότι μια έφοδος τη δεδομένη στιγμή θα είχε ως αποτέλεσμα να χυθεί το ρωμαίικο αίμα χωρίς ν' αποφέρει αποτελέσματα. Αποφάσισε τον άμεσο αποκλεισμό της πόλης από στεριά και θάλασσα και την ταυτόχρονη επικράτηση στο υπόλοιπο του νησιού.
Προς αυτήν την κατεύθυνση ενεργώντας, έστησε το στρατόπεδό του πλησίον του Χάνδακα για να επιτηρεί άμεσα τις κινήσεις του αντιπάλου.
Ο ισχυρός στόλος απέκλεισε την δια θαλάσσης επικοινωνία, όχι μόνο της πόλης αλλά ολόκληρου του νησιού. Για ν' αποφεύγουν τις παρενοχλήσεις των πολιορκημένων, τα στρατεύματά του όρυξαν τάφρο και ύψωσαν ξύλινο περιτείχισμα, από ακτή σε ακτή, καθ' όλη την περίμετρο της πόλης. Έτσι ο αποκλεισμός κατέστη ολοσχερής.
Περιτείχισαν το στρατόπεδο, το οποίο απείχε τρία στάδια, κι έσκαψαν τάφρους, ώστε ν' αποφύγουν αιφνιδιασμό από τους Άραβες, αιτία αποτυχίας προηγούμενων εκστρατειών. Τμήματα του στρατού διέτρεχαν την Κρήτη, καταλύοντας την μουσουλμανική κυριαρχία κι ενισχύοντας το χριστιανικό στοιχείο. Οι οδηγίες του αρχιστράτηγου Νικηφόρου για την διενέργεια των επιχειρήσεων ήταν ακριβείς, κι έδιναν βαρύτητα στην ασφάλεια των στρατιωτών.

Ελληνικό πολιορκητικό εγχειρίδιο, τρόποι υπονόμευσης των τειχών πολιορκούμενης πόλεως  

Όσες φορές αυτές καταστρατηγήθηκαν το αποτέλεσμα ήταν η ήττα, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου Παστιλά. Αυτός διατάχθηκε να εκτελέσει αναγνωριστικές επιχειρήσεις μαζί με τάγμα Βαράγγων μισθοφόρων.
 Ο Φωκάς τον συμβούλευσε να βρίσκεται σε εγρήγορση για να μην εκτεθεί σε αιφνιδιασμό. Παρακούοντας ο Παστιλάς και οι σύντροφοί του, έπεσαν σε αμεριμνία κι εξαιτίας του πλούτου που βρήκαν, σε μέθη και καλοπέραση. Σ' αυτήν την κατάσταση τους επιτέθηκαν Αγαρηνοί που καιροφυλακτούσαν και τους πετσόκοψαν. Αυτό ήταν μια υπενθύμηση στο στρατό του Νικηφόρου, ότι η πολιορκία δεν είχε τελειώσει κι έπρεπε να αγρυπνούν κάθε στιγμή.

Γνώστης του ψυχολογικού πολέμου ο Νικηφόρος, εφάρμοσε κάθε πρόσφορο μέτρο για να σπάσει το ηθικό των πολιορκούμενων, που ήδη υπέφεραν από λιμό. Αναφέραμε προηγουμένως, ότι είχε σταλεί άγημα από την Αίγυπτο προς επικουρία των ομοθρήσκων τους. Αυτοί αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από το ρωμαίικο στρατό.
Η καταστροφή του αγήματος αυτού προκάλεσε αρνητική εντύπωση στους πολιορκημένους. Δεν ήταν μόνο ο κλονισμός του ηθικού ο σκοπός. Ενδεχομένως ήθελε να προκαλέσει και λοιμό μέσα στην πόλη μειώνοντας ακόμα περισσότερο την άμυνά της. Βομβάρδιζαν την πόλη νυχθημερόν, κυρίως τα τείχη, για να προκαλέσουν κάποιο ρήγμα, από το οποίο θα μπορούσαν να εισέλθουν.
 Παράλληλα συνεργεία σκαπανέων διάνοιγαν σήραγγες κάτω από τα τείχη, για να τα υπονομεύσουν. Και ενώ η τειχοδομία ήταν πάνω σε βράχο, σε κάποια σημεία κάτω από την πέτρα υπήρχαν ψαμμολιθικά στρώματα, καθιστώντας εφικτή την επιχείρηση.

Ελληνικό πολιορκητικό εγχειρίδιο, τρόποι υπονόμευσης των τειχών πολιορκούμενης πόλεως  

Με τέτοιες ενέργειες και στρατιωτικά γυμνάσια συνεχιζόταν η πολιορκία του Χάνδακα όλο το χειμώνα του 960-1, ο οποίος σημειωτέον ήταν αρκετά βαρύς. Προκάλεσε σιτοδεία στην Ανατολή και έγινε αισθητή από τους πολιορκητές. Από την έλλειψη των αναγκαίων ταλαιπωρήθηκαν τα στρατεύματα και χρειάστηκε όλο το κύρος του Φωκά για την διατήρηση της συνοχής του στρατοπέδου και της συνέχισης της εκστρατείας.
 Για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ προέβη σε τεράστιες αγορές σιταριού, του οποίου η τιμή είχε ανέβη σε ένα χρυσό νόμισμα οι τέσσερις μόδιοι. Μέρος των προμηθειών πωλούσε μισοτιμής, για να χτυπήσει το μονοπώλιο των μεταπρατών και ν' ανακουφίσει την πείνα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Το υπόλοιπο σιτάρι έστειλε με εφοδιοπομπές στο στρατόπεδο της Κρήτης.

Την περίοδο αυτή επιχειρήθηκε έξοδος των πολιορκημένων. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και τριανταέξι χιλιάδες πεζοί, αφού πίστεψαν τις υποσχέσεις του εμίρη τους για τις ηδονές που επιφυλάσσει ο μουσουλμανικός παράδεισος στους πολεμιστές, με ξυρισμένο κεφάλι κατά την παράδοσή τους, εφόρμησαν εναντίον των Ρωμηών, σε μια ύστατη προσπάθεια για τη λύση της πολιορκίας. Ο αρχιστράτηγος Νικηφόρος, άριστος γνώστης της βυζαντινής πολεμικής τέχνης, είχε εγκατασπείρει κατασκόπους μέσα στο Χάνδακα.
Απ' αυτούς πληροφορήθηκε τα σχέδια για την εξόρμηση και ετοίμασε την υποδοχή. Σχεδίασε εικονική υποχώρηση κι έστησε τέσσερις ενέδρες, ώστε όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί έπεσαν στην παγίδα χωρίς να υποψιαστούν τίποτα.
Η μάχη υπήρξε λυσσαλέα και η απελπισία των επιτιθεμένων σε συνδυασμό με το θρησκευτικό τους μένος τους οδήγησε σε σκληρό αγώνα. Η στρατηγική του Νικηφόρου αποδείχθηκε ανώτερη και όταν η παγίδα έκλεισε γύρω τους αποκόπηκαν από την οδό διαφυγής τους και υπέστησαν αναρίθμητες απώλειες. Σαν άλλος Ξέρξης ο Κουρούπης παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης αφ' υψηλού πύργου και εξοργισμένος για την αποτυχία έκλεισε τις πύλες της πόλης για ν' αναγκάσει τους μαχητές του σε απεγνωσμένο αγώνα. Απέδειξε το ψεύδος των λόγων του.
 Επτά επιθέσεις επιχείρησαν οι Άραβες αυξάνοντας τις απώλειές τους. Στο τέλος, αφού πείσθηκε για το μάταιο του εγχειρήματος, άνοιξε τις πύλες για να σωθεί από την πανωλεθρία και από φόβο μη μείνει μόνος του μέσα στην πόλη.

Τα κατοπινά Ενετικά τειχιά του Ηρακλείου -Χάνδακος 

Με το τέλος του χειμώνα, ο Δομέστικος Νικηφόρος αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική έφοδο. Με στρατιωτικά γυμνάσια είχε κρατήσει τους μαχητές του ετοιμοπόλεμους. Είχε υπονομεύσει τα τείχη με σήραγγες, τις οποίες είχε υποστηλώσει, ώστε να κρατήσουν μέχρι την κατάλληλη στιγμή και τις είχε γεμίσει φρύγανα και ξερόκλαδα, στα οποία θα έβαζε φωτιά ώστε με το κάψιμο των υποστυλωμάτων να καταπέσουν συμπαρασύροντας τα υπερκείμενα τείχη.
 Είχε αδυνατήσει την αντοχή της οχύρωσης με συνεχείς βολές από τους καταπέλτες και τις βαλλίστρες και απέμεναν τα χτυπήματα των πολιορκητικών κριών, για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Είχε εξασθενήσει την αντοχή και το ηθικό των αμυνόμενων με το στενό αποκλεισμό και τον πόλεμο νεύρων. Είχε μειώσει αισθητά τον αριθμό τους κατά την απόκρουση της εξόδου τους.

Είχε κάνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει για να προετοιμάσει την τελική έφοδο, της οποίας η επιτυχής έκβαση ήταν πια στα χέρια του Θεού. Ορίσθηκε, λοιπό, η 7η Μαρτίου ως ημέρα της τελικής επίθεσης. Από νωρίς το πρωί οι ιερείς του στρατοπέδου τέλεσαν ιερό συλλείτουργο. Οι στρατιώτες εξομολογήθηκαν όλοι και κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Προετοίμασαν έτσι τον εαυτό τους για την μεγάλη προσπάθεια. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν κατά τάγματα μπροστά στον αρχιστράτηγο και άκουσαν από τα χείλη του λόγια που τους εμψύχωσαν.
Ως κατακλείδα των λόγων του απεύθυνε δέηση προς την προστάτιδα των Χριστιανών Θεοτόκο, την οποία παρακαλούσε να συνδράμει ως υπέρμαχος την προσπάθειά τους. Στην συνέχεια παρέταξε τις μοίρες τους σε τετραγωνική παράταξη και πυκνή φάλαγγα, παιάνισε τις σάλπιγγες, κροτάλισε τα τύμπανα κι έφερε το στρατό μπροστά στα τείχη. Τότε εκτυλίχθηκε ένα επεισόδιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των στρατιωτών.

Τα Ενετικά τειχιά του Χάνδακος 

Από τις επάλξεις του κάστρου ξεπρόβαλε μια Σαρακηνή, γριά φαρμακεύτρια, η οποία εξασκούσε απόκρυφες τέχνες της θρησκείας της. Αυτή με άσεμνες χειρονομίες και κατάρες προσπαθούσε να επισύρει την επήρεια των δαιμόνων εναντίον των Ρωμηών. Δεν χρειάσθηκε περισσότερο από μια εύστοχη βολή ενός ευσεβούς τοξότη για να σταματήσει τις βλασφημίες της και να την κρημνίσει στο βάθος της τάφρου.

Με την πτώση της μάγισσας δόθηκε και το σήμα της επίθεσης. Μετά την προπαρασκευή των πετροβόλων μηχανημάτων ήρθε η ώρα των κριών να δονήσουν τα τείχη, την στιγμή που στις σήραγγες πυροτεχνουργοί έβαζαν φωτιά στα υποστυλώματα. Με την καύση τους το έδαφος έπαθε καθίζηση παρασύροντας στην πτώση του δύο επάλξεις του κεντρικού τείχους. Αμέσως βοή χαράς ακούστηκε από το στόμα των Ρωμηών, που εφόρμησαν προς το γκρεμισμένο τμήμα του τείχους με αλαλαγμούς.

 Επική μάχη δόθηκε στο άνοιγμα, καθώς οι πολιορκημένοι προσπαθούσαν μάταια να εμποδίσουν την είσοδό τους στην πόλη. Γρήγορα η αντίστασή τους κάμφθηκε και τράπηκαν σε φυγή. Τότε η έφοδος μετατράπηκε σε διάσπαρτες οδομαχίες. Οι εισβολείς αργά αλλά συστηματικά εκκαθάρισαν την πόλη από τις εστίες αντίστασης και θα εξελισσόταν σε σφαγή, αν ο ίδιος ο Νικηφόρος δεν συγκρατούσε τους στρατιώτες του, αποτρέποντας αυτό το ενδεχόμενο.

Τα Τάγματα . Ιππείς της Ρωμέϊκης Αυτοκρατορίκης φρουράς  εν δράση το έτος 995 (925-1025)-Αναπαράσταση.Giuseppe Rava από το ομώνυμο  βιβλίο του Timohy Dawson 

Όσοι πειρατές επέζησαν, αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ αυτών ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς21. Επίσης συνελήφθη το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού του κάστρου. Μετά από 137 χρόνια οι επήλυδες της Συρίας θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Πρώτα οι ρωμαλαιότεροι απ' αυτούς θα κοσμούσαν τον θρίαμβο του Δομέστικου στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης.
Στη συνέχεια, μέσα από τις διαδικασίες που είχαν καθορισθεί από τη μακροχρόνια αντιπαράθεση, θα γινόταν η ανταλλαγή τους με Χριστιανούς, αιχμαλώτους των Αράβων.

Μερικοί υποστηρίζουν, ότι οι μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν, πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Νομίζω, όμως, ότι με μια προσεκτική ανάγνωση των πηγών, ειδικά της αφήγησης του Καμινιάτη, όπου βλέπουμε την αναλογία Χριστιανών-Μουσουλμάνων που ανταλλάσσονταν να γέρνει υπέρ των δευτέρων με διαφορά, κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια. Διαφωτιστική επί του θέματος η διπλωματική επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Νικολάου Α' Μυστικού, την οποία έστειλε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του Ι' αιώνα, είτε στον εμίρη της Κρήτης, όπως επιγραφόταν, είτε στον Χαλίφη Al Nuqtadir21-1 . Συμπληρωματικά για το θέμα ανταλλαγής αιχμαλώτων, να θυμίσουμε την πρεσβεία του Λέοντα Χοιροσφάκτη στη Βαγδάτη το 904-5 που έφθασε σε αίσιο τέλος μετά διετείς προσπάθειες21-2.

Στο νησί ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε τις διαδικασίες ανασυγκρότησης. Αποκατέστησε τη Ρωμαίικη διοίκηση, πολιτική και εκκλησιαστική. Για την πραγμάτωση του δεύτερου στόχου κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες.
Κάλεσε από το Άγιο Όρος τον πνευματικό του πατέρα Αγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Επίσης κατέφθασε στο νησί και ο Αγ. Νίκων ο Μετανοείτε, σε μια προσπάθεια ανάτασης του χριστιανικού στοιχείου. Ο «επανευαγγελισμός» του νησιού είναι σημείο αντιλεγόμενο.
Γνωρίζουμε ότι μουσουλμάνοι επήλυδες είχαν εγκατασταθεί στο νησί κατά τη μακρά διάρκεια της αραβικής κατοχής και οπωσδήποτε υπήρξαν βίαιοι εξισλαμισμοί. Υπήρξαν, όμως και περιοχές τις οποίες δεν κατάφερε ν' αγγίξει η αραβική διοίκηση, πολύ δε περισσότερο να εισδύσει ο Μωαμεθανισμός.
Συνεπώς ο λεγόμενος «εκχριστιανισμός» της νήσου είχε να κάνει κυρίως με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής οργάνωσης, την οποία είχαν εξαλείψει οι κατακτητές - μαρτύριο Κυρίλλου επισκόπου Γορτύνης - και την υπαγωγή των κατοίκων στην έννομη τάξη της αυτοκρατορίας22, την οποία είχαν ξεχάσει μετά από 137 χρόνια αναρχίας.

Δευτερευόντως, με εκχριστιανισμό των αποίκων που είχαν έρθει από διάφορα μέρη του αραβικού κόσμου κι επιθυμούσαν να παραμείνουν ως κάτοικοι, πλέον, του πιο οργανωμένου κράτους της εποχής. Για το σκοπό αυτό συνόδευαν την αποστολή, εκτός των ιερέων και επίσκοποι. Μισό αιώνα μετά, ο Αγ. Ιωάννης ο Ξένος θ' αναβίωνε τον μοναχισμό στην Κρήτη.
Ως κατακλείδα, ν' αναφέρουμε πως η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε ως προληπτικό μέτρο απαγόρευση στην εξαγωγή ξυλείας προς τους Άραβες.
Την οδηγία αυτή δεν ακολούθησε η Βενετία, αν και τυπικά, τουλάχιστον, την εποχή εκείνη υπαγόταν στην Αυτοκρατορία21-2. Το ξύλο, απαραίτητο για την κατασκευή πλοίων, θεωρείτο εκτός από εμπορεύσιμο προϊόν, υλικό στρατηγικής σημασίας. Άλλη μια ενδιαφέρουσα πληροφορία συναντούμε στον Βίο του Οσίου Νείλου της Καλαβρίας.
Εκεί βλέπουμε τον όσιο να συνομιλεί με τον στρατηγό Βασίλειο (Βοϊωάννη κατά Αμάντο) και να μαθαίνει, ότι το ένδυμα από «τριχών καμήλου» (Ματθ. γ'.4) του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή το έχει αποκτήσει ο Νικηφόρος Φωκάς από κάποιον πρεσβύτερο κατά τη διάρκεια της Κρητικής εκστρατείας22-2.

Οι επαρχίες της διοίκησης Ανατολής - Οι επαρχίες της διοίκησης Ανατολής που οργανώθηκαν στα εδάφη της Συρίας και της Μεσοποταμίας κατά τον 4ο αιώνα ήταν: οι επαρχίες Συρίας Κοίλης που ακολούθως διαιρέθηκε σε Συρία Πρώτη και Συρία Δευτέρα, Μεσοποταμίας, Oσροηνής και Αυγούστας Ευφρατησίας, που συντέθηκε από τις επαρχίες Κομμαγηνή και Παλμυρηνή. Στα εδάφη της Παλαιστίνης: οι επαρχίες Παλαιστίνης Πρώτης, Παλαιστίνης Δευτέρας, Παλαιστίνης Σαλουταρίας, Φοινίκης Παραλίας και Φοινίκης Λιβανησίας. Στην αραβική χερσόνησο: οι επαρχίες Aραβία Nέα και Aραβία Πετραία. Στη νήσο Kύπρο, η επαρχία Kύπρου, και στα νοτιοανατολικά εδάφη της Mικράς Aσίας, οι επαρχίες Kιλικίας Πρώτης, Kιλικίας Δευτέρας και Iσαυρίας, οι οποίες οργανώθηκαν στα εδάφη των επαρχιών Kιλικίας Πεδιάδος, Kιλικίας  Tραχείας και Iσαυρίας. Εξαιρετικά ποικίλο ήταν το φυσικό τοπίο των εδαφών αυτών: εύφορο στις κοιλάδες των ποταμών Tίγρη και Eυφράτη, έρημος στο μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, της αραβικής χερσονήσου και της Παλαιστίνης, τραχύ στη νοτιοανατολική Mικρά Aσία, και εύφορο στη νήσο Kύπρο. Βάσει των μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) ) στα εδάφη της επαρχίας Mεσοποταμίας ιδρύθηκαν οι επαρχίες Aρμενία Tετάρτη,  Mεσοποταμία, Nότιος Mεσοποταμία. Iδρύθηκε επίσης η επαρχία Θεοδωριάδος το έτος 528, σε εδάφη της Συρίας Πρώτης. Oι επαρχίες Aραβίας, Παλαιστίνης και Φοινίκης αποτέλεσαν αναλόγως ευρύτερες διοικητικές ενότητες. Επιπλέον η νήσος Kύπρος συγκαταλέχθηκε στην αρμοδιότητα του quaestor exercitus μαζί με επαρχίες της διοίκησης Ασίας (Aσιανής) και της διοίκησης Θρακικής. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στόχευε, το πιθανότερο, στην εξασφάλιση της τροφοδοσίας των στρατευμάτων στον ποταμό Δούναβη.H Ρωμαϊκή/Πρωτοβυζαντινή Αυτοκρατορία διευθετήθηκε γεωγραφικά βάσει των ασιατικών και των ευρωπαϊκών εδαφών της, τα οποία συνιστούσαν επαρχίες και απoτέλεσαν, αντίστοιχα, την επαρχότητα της Aνατολής και την επαρχότητα της Δύσης. H διοίκηση των ευρειών περιφερειών ανατέθηκε στον έπαρχο. Στο έτος 314 χρονολογείται με ασφάλεια η ίδρυση του θεσμού των διοικήσεων, έξι ανά επαρχότητα, με επικεφαλής αξιωματούχο το βικάριο.  Στη διοίκηση Aνατολής ανέλαβε κόμης και όχι βικάριος



ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την οργάνωση των περιοχών που είχε απελευθερώσει. Κλήθηκε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για ν' αναλάβει δράση στο ανατολικό σύνορο. Στην Πόλη ο νικητής της Κρητικής εκστρατείας τέλεσε εντυπωσιακό θρίαμβο.
Οι κάτοικοι εντυπωσιάστηκαν από το πλήθος των λαφύρων και των αιχμαλώτων και τον ανακήρυξαν ήρωα, ενώ ο Ρωμανός Β' του απένειμε τα διάσημα του αξιώματος του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής.
Στη συνέχεια αναχώρησε για το ανατολικό μέτωπο. Δεν ήθελε να δώσει χρόνο στον Χαμβδά να συνέλθει από την πανωλεθρία που υπέστη στην κλεισούρα της Ανδρασσού. Η φήμη του προηγήθηκε της άφιξής του. Στις περιοχές των Σαρακηνών ο τρόμος απλώθηκε σαν επιδημία.

Μέχρι το τέλος του 961 μ.Χ. ο Νικηφόρος επιδόθηκε στην ανασύνταξη των Ανατολικών στρατευμάτων. Σ' αυτά εντάχθηκαν και τμήματα του στρατού της Κρήτης. Με την έναρξη του 962 μ.Χ. κατευθύνθηκε στην Κιλικία οδηγώντας πολυάριθμο στράτευμα. Πέρασε τις Κιλίκιες Πύλες (κλεισούρες και στενώματα της οροσειράς του Ταύρου καταλαμβάνοντας διαβάσεις και συνοριακά φυλάκια. Από κει οι Ρωμηοί ξεχύθηκαν στην πεδιάδα της Κιλικίας.

Οι Πύλες της Κιλικίας.1836

Οι Σαρακηνοί δεν μπορούσαν ν' αντιπαρατεθούν σε τόσο πλήθος αντιπάλων, ειδικά σε πεδινό έδαφος, γι' αυτό κλείσθηκαν στις οχυρωμένες πόλεις τους. Το σύμπλεγμα αυτό των οχυρώσεων αποτελούσε την αμυντική γραμμή των Αράβων στα σύνορα με την αυτοκρατορία.
Ήλκαν την κατασκευή τους από την εποχή που ανήκαν στους Ρωμηούς και οι μουσουλμάνοι, μετά τις κατακτήσεις τους φρόντισαν να τις συντηρήσουν και να τις ενισχύσουν. Δυστυχώς δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για την εκστρατεία αυτή από τους χρονογράφους της εποχής.


Υπήρξε πραγματικά κεραυνοβόλα. 
Κατά τον Αβουλφαράγιο (Άραβα ιστορικό) καταλήφθηκαν 55 φρούρια και πόλεις σε διάστημα 22 ημερών. Κατά τον Λέοντα Διάκονο ο παραπάνω αριθμός ανέρχεται σε 60 πόλεις 22. Κάποιες απ' αυτές καταλήφθηκαν με έφοδο και κάποιες παραδόθηκαν μετά το σφυροκόπημα των πολιορκητικών μηχανών.
Στη συνέχεια προχώρησε προς την Ανάζαρβο. Καθ' οδόν δέχθηκε την επίθεση του εμίρη της Ταρσού Ibn Alzayyat. Αυτός είχε αποτινάξει την επικυριαρχία του Sayf ad-Dawla μετά την ήττα του δευτέρου, και μ' αυτήν την ενέργεια ήθελε να δείξει, ότι πρωτοστατεί στον αγώνα κατά της Χριστιανοσύνης και ν' ανεβάσει τη δημοτικότητά του. Ευσεβής πόθος που δεν ευοδώθηκε. Γύρισε στην Ταρσό κατισχυμένος, έχοντας αφήσει στο πεδίο της μάχης 5,000 από τους άνδρες του.

Η γέφυρα του Ιουστινιανού στην Ταρσό 

Μετά από αυτή την νίκη του ο Νικηφόρος διέταξε, την 25η Φεβρουαρίου, αναστολή των επιχειρήσεων. Άφησε το στρατό στην Κιλικία και μετέβη στην Καισάρεια της Καππαδοκίας για να περάσει την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το Πάσχα της χρονιάς εκείνης εορτάστηκε στις 30 Μαρτίου. Ακολούθησε ζεστό καλοκαίρι, ανασταλτικός παράγοντας των επιχειρήσεων. Αυτές ξεκίνησαν πάλι με την αρχή του φθινοπώρου.
 Ενίσχυσε το στρατό του με χιλιάδες ιππείς και σκαπανείς, ειδικευμένους στην πολιορκία οχυρωμένων πόλεων. Πρώτος στόχος του ήταν η Ανάζαρβος. Η ευκολία με την οποία παραδόθηκε, εξέπληξε και τον ίδιο το Νικηφόρο.

Η πύλη της Κλεοπάτρας στην Ταρσό , ανοικοδομήθηκε από την Βυζαντινή αυτοκρατορία, αυτή και το  τείχος ,

Η πολυάριθμη φρουρά της οχυρωμένη πίσω από ισχυρά τείχη, παρέλυσε στη θέα των Ρωμηών και στο άκουσμα του ονόματος του Ελ Νικφούρ (αραβική απόδοση του ονόματος του Νικηφόρου Φωκά). Λόγω της άμεσης παράδοσης της πόλης ο Δομέστικος εγγυήθηκε την ασφάλεια των κατοίκων της και τους επέτρεψε να φύγουν και να πάρουν μαζί τους την κινητή περιουσία τους.
 Όλοι οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Ταρσό. Τα τείχη της Ταρσού ισοπεδώθηκαν. Εγκαταστάθηκε ρωμαίικη φρουρά σ' αυτήν καθώς και σ' όλες τις ακροπόλεις της δυτικής Κιλικίας και του όρους Αμανού.

Επίθεση του Νικηφόρου Β' στην Ταρσό Σχετικά με την πτώση της Ταρσού ο Άραβας γεωγράφος του 13ου αιώνα αναφέρει (με βάση τις περιγραφές των προσφύγων) μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κάτω από τα τείχη της Ταρσού, λέει, ο Νικηφόρος Φωκάς διέταξε να υψωθούν δυο σημαίες σαν σύμβολα «της χώρας των Ρωμαίων» και «της χώρας του Ισλάμ», διατάζοντας συγχρόνως τους κήρυκες να αναγγείλουν ότι γύρω από την πρώτη σημαία έπρεπε να μαζευτούν όλοι όσοι επιθυμούσαν δικαιοσύνη, αμεροληψία, ασφάλεια της ιδιοκτησίας, οικογενειακή ζωή, παιδιά, καλούς δρόμους, δίκαιους νόμους και ευγενική μεταχείριση. Γύρω από τη δεύτερη σημαία θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όλοι όσοι υποστηρίζουν τη μοιχεία, την ανελεύθερη νομοθεσία, τη βία, τον εκβιασμό, την κατάσχεση των κτημάτων και την κατάργηση της ιδιοκτησίας.

Ο Ibn Alzayyat αυτοκτόνησε μετά τη συντριβή του από το Νικηφόρο. Προς το παρόν ούτε η Ταρσός ούτε η Μομψουεστία αποτελούσαν πρόβλημα για το ρωμαίηκο στρατό. Γι' αυτό ο Νικηφόρος κατευθύνθηκε προς το όρος Αμάνος (σημερινό Γκιαούρ Νταγ), ώστε να εξασφαλίσει τη δίοδο προς Χαλέπι και Συρία.
Ο στρατός εισήλθε από τις Αμανίδες Πύλες (είσοδος της Κιλικίας) και εξήλθε από τις Σύριες Πύλες (έξοδος Συρίας), αφού κατέλαβε τα ενδιάμεσα φρούρια και την Αλεξανδρέττα (Ισκαντερούμ). Ο Sayf ad-Dawla έστειλε δύναμη 4,000 ιππέων να παρενοχλεί τους εισβολείς, και ο ίδιος οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του το Χαλέπι (Βέροια). Οι Ρωμηοί εκπόρθησαν τις πόλεις της επικράτειας, την μια μετά την άλλη. Γερμανικεία, Δολίχη, Ιεράπολη, Βαμβύκη κι έφθασαν μέχρι τον Ευφράτη. Σύντομα βρέθηκαν κάτω από τα τείχη του Χαλεπιού (αρχαία Βέροια).

Ο εμίρης είχε συντονίσει προσωπικά τις εργασίες και είχε προπαρασκευάσει την πόλη για ν' αντιτάξει σθεναρή άμυνα. Όπως είπαμε είχε στείλει 4,000 ιππείς να παρακολουθούν και να παρενοχλούν τον Νικηφόρο. Ο πολυμήχανος στρατηγός κινήθηκε βορειοανατολικά μέχρι τη Δολίχη, υποκρινόμενος υποχώρηση, με τον Ναζδά και τους Άραβες να τον ακολουθούν. Πίσω από τα υψώματα της Δολίχης και καλυπτόμενος απ' αυτά, διέγραψε ημικυκλική πορεία κι επανήλθε στην προηγούμενη προς Νότο πορεία του.
Ο Ναζδάς έχασε τα ίχνη του και συνέχισε ευθεία, αναζητώντας τον, μάταια. Έτσι, με το ευφυές αυτό στρατήγημα, αποπροσανατόλισε την υπολογίσιμη δύναμη του εχθρού κι ανακούφισε τα νώτα του. Το Χαλέπι (Βέροια) στερήθηκε τη μόνη εξωτερική βοήθεια που μπορούσε να περιμένει, κι έστεκε απομονωμένο στην προέλαση των Ρωμηών.

Ο Νικηφόρος Β΄ καταλαμβάνει την Βέροια (Χαλέπι) Αμέσως μετά την πτώση της Αντιόχειας ο στρατός του Βυζαντίου κατέλαβε ακόμα ένα σπουδαίο κέντρο της Συρίας, το Χαλέπι, την πρωτεύουσα των Χαμσανιδών. Στα έργα του Άραβα ιστορικού του 13ου αιώνα Kamal-al-Din, υπάρχει ακόμα το ενδιαφέρον κείμενο της συνθήκης του βυζαντινού στρατηγού και του διοικητή της πόλης. Η συνθήκη αυτή όριζε προσεκτικά τα όρια και τα ονόματα των περιοχών της Συρίας, που παραχωρούνταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου κι εκείνων των οποίων επρόκειτο να έχει την επικυριαρχία. Από όλα τα μέρη που καταλήφθηκαν ξεχωρίζει η Αντιόχεια. Το Χαλέπι έγινε πόλη υποτελής της αυτοκρατορίας, της οποίας ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα πλήρωνε φόρο στο Βυζάντιο, ενώ οι Χριστιανοί των υποτελών περιοχών ήταν απαλλαγμένοι από κάθε φορολογία. Ο Εμίρης της πόλης συμφώνησε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα σε περίπτωση πολέμου με τους μη Μουσουλμάνους των επαρχιών αυτών. Επίσης υποχρεώθηκε να υπερασπίζεται τα εμπορικά καραβάνια του Βυζαντίου, που τυχόν θα βρίσκονταν στην περιοχή του. Στους Χριστιανούς δόθηκε το δικαίωμα ανασυγκρότησης των κατεστραμμένων εκκλησιών, ενώ συγχρόνως επιτράπηκε η μεταστροφή από τον Χριστιανισμό στον Μουσουλμανισμό και το αντίθετο.Η συνθήκη αυτή έγινε μετά το θάνατο του Νικηφόρου Φωκά, που δολοφονήθηκε γύρω στα τέλη του 969. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν υποστεί οι Μουσουλμάνοι τέτοια ταπείνωση. Η Κιλικία και μέρος της Συρίας (συμπεριλαμβανομένης της Αντιόχειας) αποσπάστηκε από τους Άραβες, ενώ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της περιοχής τους τέθηκε κάτω από την επικυριαρχία της αυτοκρατορίας.Ο Άραβας ιστορικός του 11ου αιώνα Yahya γράφει ότι ο μουσουλμανικός λαός ήταν βέβαιος ότι ο Νικηφόρος Φωκάς θα μπορούσε να κατακτήσει όλη τη Συρία καθώς και άλλες επαρχίες. «Οι επιδρομές του Νικηφόρου», γράφει ο χρονογράφος αυτός, «έγιναν μια διασκέδαση για τους στρατιώτες του, επειδή κανείς δεν αντιστεκόταν στον αυτοκράτορα. Βάδιζε εκεί όπου τον ευχαριστούσε και κατέστρεφε ό,τι ήθελε χωρίς να συναντά κανένα Μουσουλμάνο ή οποιονδήποτε άλλον που θα τον εμπόδιζε να κάνει εκείνο που επιθυμούσε... Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί». Ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής αυτής Λέων ο Διάκονος έγραφε ότι, αν δε δολοφονιόταν ο Νικηφόρος θα μπορούσε να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή μέχρι τις Ινδίες και στη Δύση μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό.

Η είδηση της άφιξης του αυτοκρατορικού στρατού έφθασε στην πόλη με Άραβες νομάδες. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο εμίρης προσπάθησε ν' ανακόψει την πορεία του στον Χάλο ποταμό, ανεπιτυχώς. Οι Ρωμηοί διαπεραιώθηκαν από στενό και αβαθές πέρασμα με αρχηγό τον Ιωάννη Τσιμισκή και πλαγιοκόπησαν τους Άραβες, τους οποίους έτρεψαν σε φυγή. Ακολούθησε καταδίωξη και σφαγή. Ο Sayf ad-Dawla δεν κατάφερε να επιστρέψει στο Χαλέπι, διότι ο δρόμος ήταν κλειστός. Στράφηκε ανατολικά προς τον Ευφράτη κυνηγημένος από το αυτοκρατορικό ιππικό. Στη δύσκολη αυτή περίσταση, τον έσωσε η ταχύτητα του περίφημου αραβικού αλόγου του. Οι διώκτες του τον έχασαν μετά τη διέλευση από το χωριό Σαβίν. Έφθασε στην οχυρή πόλη Χαλκίδα κι εκεί σώθηκε.

Η πρωτεύουσά του βρισκόταν στη διάθεση του Νικηφόρου. Η πόλη λεηλατήθηκε. Το λαμπρό ανάκτορο του εμίρη πυρπολήθηκε. Πλούσια λάφυρα πέσαν στα χέρια των Ρωμηών. Η άλωση του Χαλεπιού έγινε την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 962 μ.Χ. Η ακρόπολη παρέμενε απόρθητη στη ΒΑ πλευρά πάνω σε απότομο βράχο.
Σε μια προσπάθεια κατάληψής της σκοτώθηκε ο ανιψιός του Νικηφόρου, Θεόδωρος. Η αντίστασή της κάμφθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 963  /23. Τα αποτελέσματα της εκστρατείας του 962 μ.Χ. ήταν θετικά για το Βυζάντιο/Ρωμανία. Καταλήφθηκε ολόκληρη η Κιλικία, οι διαβάσεις του Αμάνου και σημαντικές πόλεις και φρούρια δυτικά του Ευφράτη.
Πλήθος από λάφυρα περιήλθαν στα χέρια των Ρωμηών, χιλιάδες Χριστιανοί δούλοι ελευθερώθηκαν. Κατά την επιστροφή επίμηκες καραβάνι μετέφερε τη συγκομιδή αυτή και φρουρές εγκαταστάθηκαν στα φρούρια, ώστε να παραμείνει ανοιχτός ο δρόμος για τις επόμενες εκστρατείες.

Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β' πέθανε την 15η Μαρτίου 963. Η είδηση έφτασε στον Νικηφόρο λίγο έξω από την Καισάρεια. Επέστρεψα στην Βασιλεύουσα κι έδωσε όρκο πίστης στα παιδιά του θανόντος, Βασίλειο και Κωνσταντίνο, ενώπιον της συγκλήτου. Γεγονότα, όμως που ξέφυγαν τον έλεγχό του, πολύ δε περισσότερο αντέκειντο στην επιθυμία του, τον οδήγησαν στον θρόνο. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του στις 3 Ιουλίου του 963.

Έλαβε το στέμμα από τον Πατριάρχη Πολύευκτο την Κυριακή 16 Αυγούστου του ίδιου έτους και στις 20 Σεπτεμβρίου νυμφεύθηκε την χήρα του εκλιπόντος Θεοφανώ. Τα γεγονότα αυτά έδωσαν τον χρόνο στους Άραβες, να συσπειρωθούν μετά την πανωλεθρία τους, και ν' ανασυνταχθούν. Ο Sayf ad-Dawla επέστρεψε στο Χαλέπι και ξεκίνησε εργασίες ανοικοδόμησης, πρωτίστως των τειχών και λοιπών οχυρώσεων. Στην Ταρσό τον εμίρη Καραμούντη (Ibn al- Zayyat) αντικατέστησε ο Ρασίκ Νασιμής, ενώ στη Δαμασκό εξακολουθούσε να κυβερνά ο Nassir ad-Dawla.
Αυτοί οι τρεις εμίρηδες, επωφελούμενοι των περιστατικών που διαδραματίζονταν στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθούσαν ν' αναιρέσουν όσα είχε πετύχει την προηγούμενη χρονιά ο Νικηφόρος. Αντίπαλό τους είχαν έναν επίσης ανδρείο στρατηγό των Ρωμηών, τον Ιωάννη Τσιμισκή. Αυτός κατάφερε να κρατήσει ανοικτές τις ορεινές διαβάσεις, ν' αποκρούσει τις αραβικές επιθέσεις και να πολιορκήσει την Μοψουεστία.
Δεν κατάφερε να την αλώσει. Σε μια άλλη περίπτωση συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις 15,000 Σαρακηνών, αφού τους έστησε ενέδρα και τους περικύκλωσε24. Τον μήνα Σεπτέμβριο επιχείρησε επίθεση κατά των Αδάνων, η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη.

Ο Νικηφόρος επέστρεψε στο θέατρο των επιχειρήσεων το καλοκαίρι του 964 μ.Χ., αποφασισμένος να πετύχει πιο μόνιμα αποτελέσματα. Οι Άραβες, που είχαν επανεποικίσει τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη μετά την αποχώρησή του, τώρα έπρεπε να εκδιωχθούν οριστικά. Η καταστροφή που είχε προκαλέσει στις σοδείες του προηγούμενου χρόνου, είχαν σαν αποτέλεσμα λιμό την χρονιά εκείνη στην περιοχή.
 Οι πόλεις ήταν φανερά αδυνατισμένες, αλλά στην Ταρσό υπήρχε ισχυρή αντίσταση και αφθονία αγαθών. Ενώθηκε με τις δυνάμεις του τσιμισκή τον Ιούλιο. Ο Λέων Διάκονος αναφέρει, ότι στην εκστρατεία αυτή ο Νικηφόρος στρατοπέδευσε πρώτα πλησίον της Ταρσού.
Αδυνατώντας να την καταλάβει εξ εφόδου και μη θέλοντας να χρονοτριβεί, στράφηκε σε πιο εύκολους στόχους. Εκπόρθησε τα Άδανα, την Ανάζαρβο, (πιθανόν πρόκειτε για πόλεις στις οποίες είχαν επιστρέψει οι κάτοικοι) και άλλα είκοσι φρούρια.
Ο Σκυλίτζης αναφέρει την Ρωσσό, λιμάνι κοντά στην Αλεξανδρέττα25, ενώ ο Λέων Διάκονος αναφέρει, ότι η άλωση της Μοψουεστίας έγινε στην εκστρατεία αυτή26. Ακολουθούμε την άποψη των περισσοτέρων ιστορικών στο θέμα, γι' αυτό θα γράψουμε γι' αυτήν την άλωση στην εκστρατεία του 965 μ.Χ. Πραγματοποίησε επιδρομές και στην Συρία μέχρι τη Έδεσσα, οι οποίες πολύ πιθανό να ήταν πρώτες αναγνωριστικές επιχειρήσεις.

Ο χειμώνας πλησίαζε και οι δύο πόλεις Ταρσό και Μοψουεστία άντεχαν. Το μέλλον τους προβλεπόταν δυσοίωνο, διότι ο στρατός των Ρωμηών είχε καταστρέψει ολοσχερώς τις γύρω αγροτικές περιοχές. Η πτώση τους ήταν θέμα χρόνου. Θα μπορούσε να είχε επιταχύνει τις εξελίξεις ο Φωκάς με συνεχείς εφόδους μέχρι την πτώση τους.
Δεν το επιχείρησε φειδόμενος τους στρατιώτες του. Προτίμησε να περιμένει. Άφησε δυνάμεις να επιτηρούν τις δύο πόλεις και απέστειλε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού να ξεχειμωνιάσει στην πατρίδα. Ο ίδιος πήγε στην Καισάρεια για τα Χριστούγεννα. Εκεί τον περίμενε η Θεοφανώ με τα παιδιά της.

Με την αλλαγή του έτους η Κύπρος επανέρχεται στην εξουσία του αυτοκράτορα, με τις ενέργειες του Νικήτα Χαλκούτζη και τη συνδρομή του στόλου. Η Κύπρος τελούσε υπό ιδιόρρυθμο νομικό καθεστώς από το 688 μ.Χ., το οποίο από μερικούς ερμηνεύεται ως καθεστώς συμπεφωνημένης ουδετερότητας27. Μετά την υπαγωγή του στη Βυζαντινή διοίκηση το 965, παρέμεινε υπό την προστασία του αυτοκράτορα μέχρι το 1191 μ.Χ., χρονιά κατάκτησής της από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο.  ( Τρίτη Σταυροφορία... Αφού αναχώρησε απ’ την Αγγλία, έφτασε στην Σικελία, την οποία και κατέλαβε. Επόμενος σταθμός ήταν η Κύπρος, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ισαάκιου Κομνηνού. Ο Ριχάρδος έφτασε την 1η Μαΐου του 1191 και μέσα σε ένα μήνα, κατέλαβε και αυτό το νησί. Εκεί παντρεύτηκε τη Βερεγγαρία, πριγκίπισσα της Ναβάρρα.... )

Το Μάρτιο του 965 ξεκίνησε η νέα εκστρατεία κατά της επικράτειας του εμίρη Sayf ad-Dawla. Ο Νικηφόρος ηγείτο μεγάλης στρατιάς. Ο Λέων Διάκονος και οι Άραβες ιστορικοί αναφέρουν 400,000 άνδρες, αριθμό υπερβολικό. Όσοι χρονογράφοι δέχονται ότι η Μοψουεστία έπεσε στην αποστολή του 965 μ.Χ. δίνουν την παρακάτω πληροφορία.

Ο Νικηφόρος μόλις εισήλθε στην Κιλικία, διαίρεσε τον στρατό του σε δύο τμήματα. Στο πρώτο άφησε επικεφαλή τον αδελφό του Λέοντα, να ελέγχει την κατάσταση στην Ταρσό. Ο ίδιος επικεφαλής του δεύτερου τμήματος, βάδισε κατά της Μοψουεστίας, την πολιόρκησε στενά, με τον Λέοντα να εμποδίζει κάθε αποστολή βοήθειας προς αυτήν, εκ μέρους της Ταρσού. Τον καιρό αυτό ο Δομέστικος δέχθηκε πρεσβεία, που σκοπός της ήταν η διαπραγμάτευση των όρων παράδοσης των δυο πόλεων.
Ο Νικηφόρος γνώριζε από την πείρα του, από όσα είχε δει στις συνεχείς εκστρατείες, ότι αυτοί που παραδίνονταν τη δεδομένη στιγμή, την επομένη θα προσπαθούσαν πάλι να του δημιουργήσουν προσκόμματα. Το είχε δει να γίνεται στο Χαλέπι στην Ανάζαρβο, στα Άδανα. Κάθε χρόνο πολιορκούσε τις ίδιες πόλεις, τα ίδια φρούρια, και όταν επέστραφε στην αυτοκρατορία, όσοι παραδόθηκαν επανέρχονταν, ύψωναν τείχη, οργάνωναν άμυνα, γενικά τον καθυστερούσαν, με το να επαναλαμβάνει τις ίδιες επιχειρήσεις.
Δεν σκόπευε να κάνει το ίδιο λάθος και μ' αυτές τις πόλεις, διότι ήταν ισχυρές και είχαν αντέξει την πολιορκία γι' αρκετό διάστημα. Το να τις κατακτήσει και να τις εγκαταλείψει στους Άραβες θα ήταν σφάλμα ολέθριο, και θα του κόστιζε χρόνο, χρήμα, ζωές.
Γι' αυτό απαίτησε άνευ όρων παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η απόκρισή του στους πρέσβεις των Αράβων: «Υμεις τε και οι υμέτεροι, είσθε ως ο όφις. Εν ώρα ψύχους και παγετού το ιοβόλον ερπετόν κείται εκτάδην άκαμπτον και άψυχον· δύναταί τις υπολαβείν αυτό νεκρόν. Αλλά άμα ως ελεήμων, διαβάτης αναλάβη αυτό εν τοις κόλποις και επιμεληθή και αναθερμάνη, αυθωρεί δάκνη αυτόν θανασίμως»28.





Τότε οι κάτοικοι των δυο πόλεων αποφάσισαν ν' αντισταθούν σθεναρά. Την πόλη της Μοψουεστίας διασχίζει ο ποταμός Σάρος (Πύραμος κατά Λέοντα) και τη χωρίζει σε δύο μέρη. Επιθεωρώντας τα τείχη και τους πύργους της πόλης ο Νικηφόρος, διαπίστωσε, ότι στην πλευρά που ο ποταμός εξέρχεται, το υπέδαφος ήταν πιο σαθρό (ίσως να είχε δημιουργηθεί από τις προσχώσεις του ποταμού κι εκεί πάνω να είχε κτισθεί τείχος.
Διέταξε τους σκαπανείς ν' ανοίξουν σήραγγες που οδηγούσαν στους παρακείμενους πύργους και το ενδιάμεσο τείχος. Έδωσε ιδιαίτερη οδηγία, το χώμα από τις εκσκαφές να διοχετεύεται μέσα στο ποτάμι για να μην αντιληφθούν κάτι οι πολιορκημένοι. Με εντατική εργασία κατάφεραν οι σκαπανείς να υπονομεύσουν τα θεμέλια των πύργων, να στήσουν υποστυλώματα και να γεμίσουν τις σήραγγες με εύφλεκτο υλικό μέσα σ' ένα βράδυ.
Από νωρίς ο Νικηφόρος έκρυψε τις φάλαγγες πίσω από κοντινό ύψωμα. Με την ανατολή του ήλιου δόθηκε το σύνθημα. Η ρητίνη με την οποία είχαν εμβάψει στουπιά κατέκαυσε τ' αντιστηρίγματα, οι σήραγγες κατακρημνίσθηκαν και οι δύο πύργοι κατέπεσαν, συμπαρασύρωντας τους έκπληκτους Αγαρηνούς, που μια στιγμή πριν χλεύαζαν τους αυτοκρατορικούς.
Οι Ρωμηοί ξεπρόβαλαν αυτοστιγμεί από τις κρυψώνες τους παιανίζοντας τον «Ακάθιστο Ύμνο». Εισέβαλαν από το ρήγμα και μετά από σύντομες οδομαχίες κατέλαβαν το ένθεν του ποταμού τμήμα της Μοψουεστίας.
Οι Άραβες περνώντας τη γέφυρα, κατέφυγαν στο ανατολικό τμήμα και οχύρωσαν την διάβαση. Ήταν μια κίνηση απελπισίας χωρίς αποτέλεσμα. Ο Νικηφόρος συγκράτησε το στρατό του και άφησε την πείνα να δουλέψει προς όφελός του. Πράγματι, την επομένη οι αμυνόμενοι παραδόθηκαν.

Πολιορκία της Μοψουεστίας από το αυτοκρατορικό στράτευμα .

Η οριστική παράδοση της Μοψουεστίας έγινε την 14η προς 15η Ιουλίου 965 μ.Χ. Από το στρατό του αυτοκράτορα χάθηκαν 4,000 οπλίτες, ενώ Άραβες ιστορικοί μιλούν για 200,000 αιχμάλωτους συμπατριώτες τους. Από αυτούς, όσοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό, έλαβαν την άδεια να παραμείνουν στις εστίες τους, οι υπόλοιποι μετοίκισαν. Η ατέλειωτη σειρά αιχμαλώτων πέρασε μπροστά από τα τείχη της Ταρσού, προκειμένου να κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών της.

Αυτό, βέβαια, ήταν ανεδαφικό, εφόσον ο νέος εμίρης της Ταρσού, ο Ρασήμ αν-Ναζίμ, ήταν υποτελής του εμίρη του Χαλεπίου, όπως και όλοι οι γειτονικοί εμίρηδες μέχρι και αυτός της Δαμασκού για σύντομο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η αντίσταση στις δυνάμεις των Ρωμηών δεν ήταν επιλογή των κατοίκων της Ταρσού, αλλά εντολή του επικυρίαρχου εμίρη, ο οποίος τους έστελνε ενισχύσεις. Βοήθεια περίμεναν και από του ομοπίστους της Αιγύπτου.
Ο Λέων με το τμήμα που του αναλογούσε επέτεινε την πολιορκία, δηώνοντας την πέριξ αγροτική χώρα. Δέχθηκε πολλές επιθέσεις από τους Ταρσείς, καμιά δε στάθηκε ικανή να τον αναγκάσει να λύσει την πολιορκία. Μετά την άλωση της Μοψουεστίας, ο Νικηφόρος ενώθηκε με το στρατό του αδελφού του κι έσφιξε περισσότερο τον κλοιό γύρω από την Ταρσό.
Ακολούθησε την τακτική που είχε εφαρμόσει και στην Κρήτη. Περιέφραξε το στρατόπεδό του κι έστησε φρουρές για ν' αποφύγει νυχτερινούς αιφνιδιασμούς από τους αλλοθρήσκους. Σε μια των περιπτώσεων αντιμετώπισε ομαδική έξοδο των κατοίκων, ενισχυμένων προφανώς από τους αδελφούς τους της Συρίας και της Αιγύπτου.
 Σ' αυτή τη μάχη η παράταξη των Ρωμηών είχε ως εξής: στο κέντρο πρώτη γραμμή το νεοϊδρυθέν σώμα των κατάφρακτων με επικεφαλής τον Λέοντα και πίσω απ' αυτούς δύο στίχοι σφενδονιτών και τοξοτών. Στο δεξιό κέρας ο Νικηφόρος, αρχηγός των μισθοφορικών ταγμάτων Αλανών και Ιβήρων ιππέων. Στο αριστερό κέρας ο δούκας Ιωάννης Τσιμισκής. Μόλις παιάνισαν τον ενυάλιο ξεκίνησαν οι φάλαγγες με βηματισμό και με την λάμψη των όπλων ανίκητο λάβαρο. Η πίεση που ασκούσανε στους αντιπάλους, αύξανε με το χρόνο.


Τελικά οι Ταρσείς δεν άντεξαν, τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν στην πόλη τους, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολυάριθμους συντρόφους. Τελικά, υπέκυψαν την επόμενη μέρα από την πείνα. Ήρθαν σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα, ο οποίος τους επέτρεψε να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους μόνο τον ιματισμό τους. Πλούσια λεία περίμενε το στρατό και σ' αυτή την πόλη· τμήμα της ήταν και οι χρυσοί σταυροί που είχαν αιχμαλωτίσει οι πολεμιστές τις Ταρσού σε κάποια από τις συγκρούσεις με του Χριστιανούς.


Η πόλη δε λεηλατήθηκε με εντολή του Νικηφόρου. Αυτός έδειξε να σέβεται την μακρόχρονη ιστορία της αρχαίας τούτης πόλης, που ήλκε την καταγωγή της στην εποχή του Σαρδανάπαλου και το γεγονός ότι απ' αυτήν καταγόταν ο Απόστολος Παύλος 29. Αρμένιοι στρατιώτες προσπάθησαν να προβούν σε έκτροπα αλλά τιμωρήθηκαν παραδειγματικά.
Τρεις μέρες μετά την παράδοση της πόλης φάνηκε μοίρα του αιγυπτιακού στόλου στις εκβολές του Κύδνου, που έφερνε εφόδια για τους πολιορκημένους. Τους κατεδίωξαν ρωμαίικοι δρόμωνες και τους αποτελείωσαν, ώστε υπολείμματα μόνο επέστρεψαν. Με την πτώση της Ταρσού άνοιγε ο δρόμος για τη Συρία.
 Ο Νικηφόρος επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των περιοχών που είχε καταλάβει υπάγοντας αυτές στην ρωμαίικη διοήκηση. Χριστιανοί από αυτά τα μέρη, που για ν' αποφύγουν τον εξισλαμισμό είχαν καταφύγει σε δύσβατες περιοχές της Κιλικίας, επάνδρωσαν τις πόλεις.
 Πλήθος Σαρακηνών, ίσως κρυπτοχριστιανών, ασπάζονταν την Ορθοδοξία κι επέστρεφαν στις εστίες τους. Εγκαταστάθηκαν επίσης, πληθυσμοί που πριν δεν είχαν σχέση με την περιοχή (π.χ. Κούρδοι), αλλά δυσαρεστημένοι από τη μουσουλμανική διοίκηση και τη διαβίωση στις περιοχές τους δέχονταν τον Χριστιανισμό κι εγκαταστάθηκαν σ' εδάφη της Αυτοκρατορίας30.

Είσοδος του Νικηφόρου Β' Φωκά στην Κωνσταντινούπολη 

Τον Οκτώβριο του 965 ο Νικηφόρος επέστρεψε γι' άλλη μια φορά θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατέθεσε τα λάφυρα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Τους πολύτιμους σταυρούς αφιέρωσε στην Αγία Σοφία. Έφερε μαζί του τις πύλες της Ταρσού και τις Μοψουεστίας, τις οποίες εξέθεσε στην ακρόπολη (πύργο Βουκολέοντα) και τη Χρυσή Πύλη.

Η Χρυσή Πύλη 2 αιώνες πριν 

Την άνοιξη του 966 ο αυτοκράτορας βρέθηκε στα εδάφη της Μεσοποταμίας. Στόχος του αυτή τη φορά ήταν η Συρία και αντικειμενικός σκοπός η Αντιόχεια, ελληνικότατη πόλη και έδρα του ομωνύμου Πατριαρχείου.
Δεν μπορούσε να στραφεί στους Αγίους Τόπους, αν δεν εξασφάλιζε αυτή τη χώρα, αλλά και οι αρμενιακές επαρχίες, που είχαν πρόσφατα προσαρτηθεί, κινδύνευαν, όσο η Συρία παρέμενε σε μουσουλμανικά χέρια. Υπάρχει πρόβλημα κατάταξης των επιτυχιών στις εκστρατείες της κάθε χρονιάς. Και είναι αλήθεια, ότι όσοι ακολουθούν τους Άραβες ιστορικούς, επιμένουν, ότι η εκστρατεία του 966 είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα.
Από την άλλη, όσοι ακολουθούν την διήγηση του Λέοντα του Διακόνου (που είναι πράγματι συγκεχυμένη) και το Σκυλίτζη (εκεί τα γεγονότα είναι πιο ευδιάκριτα) θεωρούν ότι είχε εδαφικά αποτελέσματα. Εμείς ακολουθούμε την εξής απλή συλλογιστική. Εφόσον το 967 μ.Χ. δεν πραγματοποιήθηκε εκστρατεία στην Ανατολή, λόγω του βουλγαρικού θέματος και της ενσωμάτωσης της χώρας των Ταρών στην Αυτοκρατορία, ότι προπαρασκευή και να έγινε το 966 μ.Χ. (π.Χ. δηώσεις, λαφυραγωγίες, καταστροφές καλλιεργειών αλλά όχι πτώσεις πόλεων), δεν μπορεί να επηρέαζε τη ζωή των κατοίκων για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ακόμα και ο Schlumberger που είναι της άποψης, ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε, μιλά για συσπείρωση του μουσουλμανικού κόσμου και ιερό πόλεμο. Δεν είναι δυνατόν αυτή η συσπείρωση, η συμμαχία ν' αντιμετώπισε τις πολιορκίες των πόλεων, παρόντος του ρωμαίικου στρατού το 966 μ.Χ., στην απουσία του, όμως, τα επόμενα δυο χρόνια να μην επιδιόρθωσε τις ζημιές με αποτέλεσμα την ετεροχρονισμένη παράδοση των πόλεων μέχρι και αυτής της Αντιοχείας. Πιο ρεαλιστικό φαίνεται η εκστρατεία του 966 να είχε τα αποτελέσματα που αναφέρουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, οπότε και η πτώση της Συρίας υπήρξε σταδιακή.

Τα τειχιά της Έδεσσας εν Συρία ,σημερινό  Σανλί Ούρφα της Τουρκίας. - 1864
Ο Νικηφόρος ξεκίνησε τη νέα εκστρατεία την άνοιξη του 966 μ.Χ. Έδειξε αμέσως τις προθέσεις του, προχωρώντας προς την Αντιόχεια, την οποία περικύκλωσε. Για μια ακόμη φορά ξεκίνησε σφιχτή πολιορκία, διότι δεν επιθυμούσε να θυσιάσει στρατιώτες σε αλλεπάλληλες εφόδους, άσχετα αν ο στρατός υπερτερούσε στους αριθμούς. Άφησε φρουρές γύρω από την πόλη και συνέχισε βαθύτερα στη Συρία.
 Εξεπόρθησε την Έδεσσα στα ΒΑ κι εκεί προσκύνησε στον Ι. Ν. των Αγίων Ομολογητών. Στην πόλη αυτή βρήκε και την «κέραμο», στην οποία ήταν αποτυπωμένη η μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού31.

Η Ιεράπολη της Συρίας 

Κατασκεύασε θήκη χρυσή, στολισμένη με πολύτιμους λίθους, την εναπέθεσε και την αφιέρωσε στον Ναό της Θεοτόκου εντός του Ιερού Παλατίου. Στη συνέχεια κινήθηκε κατά της Ιεράπολης, την οποία κατέλαβε και περνώντας τον Λίβανο έφθασε στην Τρίπολη. Δεν επέμεινε, όμως στην εκπόρθησή της, διότι είχε καθυστερήσει ο στόλος.

Το οχυρό της των Σελευκιδών πόλεως Άκρα 

Αντ' αυτής κατέλαβε την Άκρα και άλλα φρούρια της περιοχής. Είχε πια πλησιάσει ο χειμώνας κι έπρεπε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα για ν' ασχοληθεί με τις κρατικές υποθέσεις. Διάφορα προβλήματα που προέκυψαν στο βόρειο και δυτικό σύνορο, τον κράτησαν μακριά από την Συρία το 967 μ.Χ. Νέα εκστρατεία ετοιμάστηκε και ξεκίνησε το 968 μ.Χ.

Ανακατάληψη της ελληνικής πόλεως Αντιόχειας , που ιδρύθηκε από τον Αντίοχο από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του Νικηφόρου Β΄Φωκά. Η κατάκτηση της Κιλικίας και της Κύπρου άνοιξε στον Νικηφόρο το δρόμο προς τη Συρία, βοηθώντας τον στην πραγματοποίηση του μεγάλου του ονείρου να καταλάβει την Αντιόχεια, δηλαδή την καρδιά της Συρίας. Αφού εισέβαλε στη Συρία ο Νικηφόρος πολιόρκησε την Αντιόχεια και όταν ήταν φανερό πια ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ, ο αυτοκράτορας άφησε το στρατό του και γύρισε στην πρωτεύουσα. Στη διάρκεια της απουσίας του, το τελευταίο έτος της βασιλείας του (969), ο στρατός του κατέλαβε την Αντιόχεια ικανοποιώντας τη μεγάλη φιλοδοξία του αυτοκράτορα. «Έτσι ο χριστιανικός στρατός επανέκτησε τη μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, την ένδοξη Θεούπολη, τον αρχαίο ανταγωνιστή του Βυζαντίου στην Ανατολή, την πόλη των μεγάλων Πατριαρχών, των μεγάλων Αγίων, των Συνόδων και των αιρέσεων» (Schlumberger)

Γι' άλλη μια φορά έκανε επίδειξη δύναμης μπροστά στην Αντιόχεια. Εκεί έχτισε περίβολο και απέκοψε οριστικά την πόλη. Άφησε φρουρά αποτελούμενη από 500 ιππείς και χίλιους πεζούς για να παρενοχλούν συνεχώς τους κατοίκους.

Η Αντιόχεια επί Ορόντου την Ελληνορωμαϊκή περίοδό  3δ ανακατασκευή 

Ο ίδιος κατεύθυνε το στρατό του στο Χαλέπι(Βέροια) . Μετά το θάνατο του Sayf ad Dawla το 967 την ηγεσία των Χαμβδανιδών είχε αναλάβει ο γιος του Αβδούλ Μααλή. Σε μικρή προς Βορρά απόσταση από την πόλη, εμπροσθοφυλακή 5000 ιππέων και πεζών αντιμετώπισε μοίρα Αιγύπτιων μισθοφόρων. Εδώ ν' καταδείξουμε για άλλη μια φορά τον μωαμεθανικό φανατισμό στη διάρκεια της τζιχάντ. Βλέπουμε μισθοφόρους από όλο τον αραβικό κόσμο ν' αφήνουν κατά μέρος τις διχόνοιες τους και να προσέρχονται προς αντιμετώπιση του κοινού εχθρού, των Χριστιανών. Λίγο πριν είχε προηγηθεί η πυρπόληση του Ναού της Αναστάσεως στον Πανάγιο Τάφο και η δολοφονία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννη από το φανατισμένο πλήθος.
Μετά την πρώτη κρούση με τους υπερασπιστές του Χαλεπιού, ο Νικηφόρος στράφηκε δεξιά κατά της Άρρας. Για μερικούς αυτή η κίνηση, όπως και πολλές άλλες ξαφνικές κινήσεις του, σηματοδοτούν αλλαγές στη γνώμη του «ανεξήγητες». Εμείς, όμως, διαβλέπουμε ένα κοινό, τρόπον τινά, σχέδιο δράσης, σ' αυτές τις εκστρατείες, το οποίο θα περιγράψουμε στο τελευταίο κεφάλαιο, μαζί με τον απολογισμό του στρατιωτικού του έργου.


Η Αρράς αιφνιδιάστηκε και παραδόθηκε αμέσως. Στη συνέχεια κατέλαβε την Επιφανεία, και την Έμεσα, την οποία βρήκε έρημη, σχεδόν, κατοίκων. Ανακάλυψε ένα θρησκευτικό θησαυρό, την κάρα του Τιμίου Προδρόμου. Ξαναπέρασε τον Λίβανο κι έφθασε στις ακτές της Φοινίκης.
Οι ίπποι του λούστηκαν στα νερά της Μεσογείου, όπως γράφει ο Υαχίας (άραβας ιστορικός). Κατέλαβαν τα Γάβαλα, την Καισάρεια του Λιβάνου (κατά Λέοντα Διάκονο αυτό συνέβη στην εκστρατεία του 966), μετά από πολιορκία εννέα ημερών και έφοδο. Στην πόλη βρήκαν και τον εκδιωγμένο εμίρη της Τρίπολης.
Με πλούσια λάφυρα έφθασαν μπροστά στην Τρίπολη, αλλά δεν χρονοτρίβησαν, διότι ήταν ισχυρότατη από πλευράς οχύρωσης και με αρκετές προμήθειες, κάτι που φάνηκε από το γεγονός, ότι οι κάτοικοι είχαν κάψει οι ίδιοι τα προάστιά, τους αγρούς και τα περιβόλια. Γι' αυτό ο Νικηφόρος άλλαξε πορεία προς Λαοδικεία.
Ο φρούραρχος της πόλης αυτής, ονόματι Αβδούλ Χουσεΐν Αλί Μπεν Ιμπραχήμ Μπεν Γιουσουφ Αλφοζαής εξήλθε για να προϋπαντήσει τον Νικηφόρο. Σε μια ένδειξη καλής θέλησης αντάλλαξαν ομήρους και συνομολόγησαν συνθήκη, βάσει της οποίας, ο Αλφοζαής γινόταν φόρου υποτελής στο Νικηφόρο. Οι κάτοικοι της Λαοδικείας δεν πειράχθηκαν από το χριστιανικό στρατό.

Μετά ήρθε η σειρά της Ορθωσίας και της Μαρακείας να καταληφθούν. Η πτώση των δυο αυτών πόλεων απέφερε πλούσια λάφυρα. Ήδη πλησίαζε ο χειμώνας και το τέλος της εκστρατείας. Ο Νικηφόρος εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά στην Αντιόχεια στις 18 Νοεμβρίου του 968. Σοβαρές του κράτους υποθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν ο πρώτος στρατηγός αυτοκράτορας μετά από δεκαετίες, κι έλειπε συχνά από το διοικητικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Πριν αποχωρήσει έχτισε πύργο στη θέση των Παγρών, μεταξύ Αμάνου (πρόποδες) και Αντιόχειας, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής. Άφησε επικεφαλής της φρουράς τον πατρίκιο Μιχαήλ Βούρτζη. Επίσης στρατοπεδάρχη στην Κιλικία άφησε τον ανεψιό του Πέτρο Φωκά, γιο του Λέοντα. Ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

ΤΕΊΧΗ  ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ  ΑΜΑΝΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΙΌΧΕΙΑΣ ΕΠΊ ΟΡΌΝΤΟΥ 

Η πτώση της Αντιόχειας συνέβη κατά τη διάρκεια της απουσίας του Νικηφόρου. Κάποιοι χρονογράφοι αναφέρουν, ότι είχε απαγορεύσει την άλωσή της πριν από την επάνοδό του, κι ότι εξοργίστηκε εναντίον του Βούρτζη για την απείθειά του, οδηγώντας τον στην συνεργασία με τους συνομώτες του Τσιμισκή.

ΤΕΊΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΌΧΕΙΑΣ ΕΠΊ ΟΡΌΝΤΟΥ

Ο Λέων Διάκονος λέει, ότι απαγόρευσε την λεηλασία της πόλης, όσο θα έλειπε, κάτι εντελώς λογικό. Όπως και να 'χει, η πρωτοβουλία ανήκει στον Μιχαήλ Βούρτζη. Αυτός παρατήρησε σημείο του τείχους χαμηλότερο των άλλων και κατασκεύασε σκάλες με ανάλογο ύψος. Συντόνισε νυκτερινή επίθεση κι έπιασε τους Αγαρηνούς στον ύπνο. Κατέλαβαν τα τείχη, κατέβησαν από τους πύργους και πυρπόλησαν την πόλη σε τέσσερις μεριές.
Άλλη εκδοχή, αυτή του Σκυλίτζη, μας πληροφορεί, ότι με προδοσία κάποιου Σαρακηνού, που ονομαζόταν Αύλαξ, ο Βούρτζης πληροφορήθηκε το ύψος του πύργου Κάλλα, στη δυτική πλευρά της Αντιοχείας και κατασκεύασε τις σκάλες.
Εφόρμησε και αναρριχήθηκε στα τείχη με 300 άνδρες κι έσφαξε τις φρουρές δυο πύργων. Εκεί τους πολιόρκησαν οι μουσουλμάνοι της Αντιοχείας επί τρεις ημέρες, αλλά τους έσωσε η έγκαιρη άφιξη του στρατοπεδάρχη Πέτρου, ο οποίος αν πολέμησε ανδρεία. Ο Βούρτζης εκμεταλλευόμενος την σύγχυση που δημιούργησε η άφιξη των ενισχύσεων, κατάφερε να σπάσει το μοχλό της κλειδαριάς της πύλης. Έτσι ο Πέτρος εισήλθε στην πόλη και η Αντιόχεια έπεσε.

Υπάρχει και μια Τρίτη άποψη, αυτή του Κεμάλ Ελντίν και την ακολουθεί ο Schlumberger (σελ. 825-6). Σύμφωνα μ' αυτήν οι Χριστιανοί της πόλης Λούκας είχαν παρεισφρήσει στην Αντιόχεια, καθοδηγούμενοι από τον αυτοκράτορα, να προσεταιριστούν τους ομοθρήσκους τους. Αυτοί, υποτίθεται, ενημέρωσαν τον Βούρτζη για την αναρχία της πόλης (στην πραγματικότητα την πόλη κυβερνούσε δημογεροντία, η οποία ανέθετε στους επίδοξους μωαμεθανούς την υπεράσπιση της Αντιοχείας), για το ύψος του τείχους και την κατάσταση της φρουράς.

Στην συνέχεια της ιστορίας του Κεμάλ ο Βούρτζης εισέρχεται από το σημείο που φυλάνε οι Χριστιανοί και αυτοί κάνουν τα στραβά μάτια. Τα υπόλοιπα συνεχίζουν όμοια με τον Σκυλίτζη, με τη διαφορά ότι ο Κεμάλ αναφέρει και την παρουσία του Τσιμισκή ή Τζιμισκή, στον στρατό του Πέτρου. Είναι καταφανής στο παραπάνω κείμενο η προσπάθεια ή να πω καλύτερα η προπαγάνδα, να επιρριφθούν ευθύνες στο χριστιανικό στοιχείο της πόλης.
Είναι γνωστό, ότι δυναστικές έριδες εμπόδιζαν την ανάληψη της άμυνας από κάποιον εν ενεργεία εμίρη ή επίδοξο, τουλάχιστον. Οι κάτοικοι είχαν αποσκιρτήσει από την εξουσία των Χαμβδανιδών το 967 και εμπιστευόταν υποψήφιους Μαχντίδες να τους βοηθήσουν. Η παραπάνω προπαγάνδα απέβλεπε στο να προκαλέσει αντίποινα εναντίον των Χριστιανών και διαπιστώνουμε, ότι σαν φήμη που κυκλοφόρησε τις ημέρες εκείνες από στόμα σε στόμα απέδωσε. Πρώτο θύμα, όπως και σε κάθε παρόμοια περίπτωση ήταν ο οικείος Μητροπολίτης και ειδικά εδώ ο Πατριάρχης Αντιοχείας Χριστoφόρος.
Η πτώση της Αντιοχείας έγινε την 29η Οκτωβρίου του 969 μ.Χ. ύστερα από 230 χρόνια μωαμεθανικής κυριαρχίας32. Για άλλη μια φορά οι Μουσουλμάνοι αφέθηκαν να πορευθούν, όπου βούλονταν με ασφάλεια.
Αυτή ήταν η τελευταία νίκη επί βασιλείας Νικηφόρου Β' Φωκά. Μετά τη δολοφονία του ο Ιωάννης Τσιμισκής ανέλαβε τον αγώνα κατά των Αράβων.


Το 1038 στην Έδεσσα εμφανίστηκαν ξαφνικά 12 Άραβες φύλαρχοι με 500 καβαλάρηδες και 500 καμήλες και κουβαλούσαν χιλιάδες σεντούκια. Δήλωσαν στον Πρωτοσπαθάριο Βαρασβατζη τον Ιβηρα τον διοικητή της πόλης πως πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη για να φέρουν δώρα στον Αυτοκράτορα και του ζήτησαν να φυλάξει τα σεντούκια μέσα στην πόλη για ασφάλεια ενώ αυτοί με τους 500 καβαλάρηδες θα έμεναν έξω. Μέσα στα σεντούκια όμως ήταν κρυμμένοι 4000 οπλισμένοι στρατιώτες οι όποιοι θα έβγαιναν την νύχτα και θα καταλάμβαναν την πόλη. Ο Βαρασβατζης δέχτηκε την πρόταση και κάλεσε τους φυλάρχους σε δείπνο πριν φύγουν για τον καταυλισμό τους έξω. Τα σεντούκια στοιβάχτηκαν σε κάποια γωνία μέσα στην πόλη αλλά κάποια στιγμή που πλησίασε ένας Αρμένιος ζητιάνος κοντά θέλοντας να ζητήσει ελεημοσύνη από τους φρουρούς άκουσε μια φωνή μέσα απο τα σεντούκια να ρωτάει που βρίσκονται και αν είναι εντάξει να ξεκινήσουν την επίθεση. Ο Αρμένιος γνώριζε αραβικά και κατάλαβε ότι μέσα στα σεντούκια δεν υπήρχαν δώρα η εμπορεύματα αλλά άνθρωποι και έτρεξε αμέσως στον διοικητή ο οποίος βρισκόταν ακόμα στο δείπνο με τους φυλάρχους.


Ο ζητιάνος είπε ότι άκουσε στον Βαρασβάτζη και αυτός βρήκε μια δικαιολογία να φύγει για λίγο από το δείπνο και αφού πήρε την φρουρά του κατέβηκε στον χώρο που είχαν στοιβαχτεί τα σεντούκια τα άνοιγε ένα ένα και η φρουρά σκότωνε τους στρατιώτες που είχαν κρυφτεί μέσα. Μετά ξαναγύρισε στο δείπνο και σκότωσε 11 από τους φυλάρχους ενώ τον δωδέκατο αφού του έκοψε τα χέρια την μύτη και τα αυτιά τον έστειλε πακέτο πίσω στον Εμίρη του να του πει τι είχε γίνει...



Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Η Χριστιανική Ρωμαίικη Αυτοκρατορία, ως υποτύπωση της Ουρανίου Βασιλείας, δεν επιδίδονταν σε κατακτητικούς πολέμους. Δεν έπαψε ν' αμύνεται, καθώς ήταν περικυκλωμένη από βαρβάρους που ξεχύνονταν στα εδάφη της από κάθε σημείο του ορίζοντα. Ιδιάζουσες περιπτώσεις είναι οι εκστρατείες επί Ιουστινιανού και του Νικηφόρου Φωκά, που ως απελευθερωτικές είχαν επιθετικό χαρακτήρα. Επιθετικό χαρακτήρα είχε και ο αγώνας του Ηρακλείου εναντίον των Περσών, ο οποίος ξεκίνησε ως αμυντικός αντιπερισπασμός και τελικά εφάρμοσε το «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».
Μετά τις πρώτες αραβικές επεκτάσεις και όταν σταθεροποιήθηκαν λίγο πολύ τα κοινά σύνορα Ρωμηών-Αράβων ο αγώνας τη Αυτοκρατορίας ήταν καθαρά αμυντικός μέχρι που στο θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος Φωκάς. Δηλ. από το 634 μ.Χ. μέχρι το 961 μ.Χ. (ως ημερομηνία της κρητικής εκστρατείας) , επί 330 περίπου χρόνια.
Η Κωνσταντινούπολη αμυνόταν. Οι διοικητικές και στρατιωτικές δομές κυρίως, αλλά και οι παραγωγικές και άλλες οικονομικές διεργασίες, είχαν εξελιχθεί και είχαν προσαρμοστεί στον αμυντικό χαρακτήρα του αγώνα για επιβίωση33. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο θεσμός των θεμάτων (διοίκηση), οι στρατιωτικοί κλήροι (αγροτική παραγωγή), θεματικός στρατός (άμυνα), εκχρηματισμένη φορολογία (οικονομία).
Πραγματικά η εξειδίκευση του θεματικού στρατού ήταν η αντιμετώπιση των αραβικών επιδρομών, αλλά και κάθε βαρβαρικής εισβολής. Την βαθειά επίδραση των σύνθετων και αλληλένδετων αυτών καταστάσεων μπορούμε να δούμε και στη δημώδη ποίηση, εκφραστική των καιρών και ειδικά στο έπος του Διγενή Ακρίτα.

Στα μέσα του Ι' αιώνα η κατάσταση αλλάζει. Έχουν προηγηθεί νίκες σημαντικών στρατηγών (Βάρδας Φωκάς, Ιωάννης Κούρκουας). Το χαλιφάτο εισέβαλε σε ένα ξένο πολιτισμό, τον οικειοποιήθηκε αλλά δεν τον εξέλιξε με βάση τις ιδιαιτερότητες της αραβικής ψυχοσύνθεσης. Απλώς τον αντέγραψε.

 Όσο τα αποθέματα των λαφύρων διαρκούσαν και ενισχύονταν με νέες λεηλασίες, μπορούσε να προβάλει ένα κοσμοπολίτικο πρόσωπο, και ν' αντέχει τις εσωτερικές δονήσεις. Όταν η αιμοδοσία ελαττώθηκε με τις επιτυχίες των παραπάνω στρατηγών, άρχισαν να τρίζουν τα θεμέλια του αραβικού κατεστημένου.
Η αντιμετώπιση κρίσεων που για την Αυτοκρατορία ήταν καθημερινότητα, για τους Άραβες αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, διότι αδυνατούσαν να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες, στα νέα δεδομένα. Μετά από λίγα χρόνια θ' αναλάμβαναν οι Σελτζούκοι.

Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά με την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο αξίωμα του Δομέστικου, και στη συνέχεια του αυτοκράτορα. Εδώ τώρα είναι το αξιοθαύμαστο. Η αλλαγή αυτή μεταφράζεται τάχιστα σε μεταβολές στο στράτευμα και στην κοινωνία με όλες τις δραστηριότητές της. Να διευκρινίσουμε ότι δεν πρόκειται για μεταρρυθμίσεις, αλλά για προσαρμογές (τις οποίες, όπως είπαμε παραπάνω, δεν μπόρεσε ν' ακολουθήσει το Χαλιφάτο).

Η νέα επιθετική απελευθερωτική πολιτική απαιτεί στρατό επαγγελματικό. Κάθε χρόνο σχεδόν ο αυτοκράτορας ετοιμάζει εκστρατεία στ' ανατολικά που ξεκινά την άνοιξη και τελειώνει με την έλευση του χειμώνα.
Οι στρατιώτες είναι απασχολημένοι τις τρεις εποχές του έτους, στις οποίες εκτελούνται οι αγροτικές εργασίες, για συνεχόμενες χρονιές. Αυτό καθιστά τον θεματικό στρατό πρακτικά άχρηστο. Δίνεται προτεραιότητα στον ταγματικό στρατό. Δημιουργούνται νέα τάγματα.
Νέες τεχνικές γνώσεις είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή του αγώνα με κυριότερη την πολιορκία πόλεων, η οποία από την ύστερη αρχαιότητα είχε περιπέσει σε αχρηστία. Ο πόλεμος μέχρι τώρα ήταν κυρίως πόλεμος κινήσεων.
Οι τεχνικώτερες επιχειρησιακές τακτικές απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και δημιουργούνται νέες ή εμπλουτίζονται ήδη υπάρχουσες ειδικότητες, π.χ. σκαπανείς, μηχανικοί, πυροτεχνουργοί, οπλουργοί.

Το αποκορύφωμα του συγκερασμού των δύο προηγούμενων εξελίξεων είναι η δημιουργία του νέου τμήματος θωρακοφόρου ιππικού, οι κατάφρακτοι ή κλιβανάριοι34 που δρουν ως ιππικό κρούσης. Οι κατάφρακτοι, βέβαια, δεν ήταν εφεύρεση του Νικηφόρου Φωκά. Υπήρχαν ως τμήματα στο στρατό των Περσών (αρχαίων και μέσων χρόνων) και υιοθετήθηκαν από τους Μακεδόνες.
Στο Νικηφόρο ανήκει η εισαγωγή τους στον βυζαντινό στρατό και η οργάνωσή τους σε τμήμα αυτού. Η δυσκολία αφορούσε το κόστος μετατροπής ενός ελαφρού ιππέα σε βαρύ θωρακοφόρο, και εν συνεχεία στη συντήρησή του.
Γι' αυτό παρατηρούμε, ότι οι στρατοί που είχαν στη σύνθεσή τους κατάφρακτους στηρίζονταν σε κοινωνίες που η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία κυριαρχούσε (το ίδιο θα συμβεί λίγο αργότερα στη φεουδαρχική Δύση με τους ιππότες της). Αν σκεφτούμε, ότι η βυζαντινή κοινωνία απευχόταν τέτοιες καταστάσεις και οι αυτοκράτορες έπαιρναν μέτρα για να διατηρούν μια κάποια ισορροπία στη διαλεκτική σχέση γαιοκτημόνων/ελεύθερων αγροτών, τότε καταλαβαίνουμε ότι η λύση του Νικηφόρου είναι ευρηματική στην απλότητά της.
 Ορίζει ότι για τη συντήρηση ενός κλιβανάριου απαιτείται «στρατεία» αξίας 12 λίτρων χρυσού (864 νομίσματα) δηλ. ποσό που αναλογεί σε 2.600 μόδιους γης. Συγκριτικά έχουμε για τον απλό ιππέα «στρατεία» αξίας 4 λιτρών χρυσού και για τον κατάφρακτο δώδεκα και αυτές οι εκτάσεις μένουν αναπαλλοτρίωτες.
Στην περίπτωση ιδιοκτησίας των παραπάνω στρατειών από ένα πρόσωπο, αυτό συνεισέφερε εξ ολοκλήρου. Σε περιπτώσεις κατοχής μικρότερων αγροτεμαχίων υπήρχαν οι «συνδόται» που πρακτικά συνεισέφεραν στον εξοπλισμό και τη συντήρηση του στρατιώτη. Αναλογικά, λοιπόν, αυτοί που μέχρι τώρα προσέφεραν τρεις ιπποτοξότες με τις νέες ρυθμίσεις προσέφεραν έναν κατάφρακτο. Έτσι δημιουργήθηκε το αντίστοιχο σώμα, το οποίο πολύ εντυπωσίασε τους Άραβες όταν το πρωτοαντίκρυσαν35, χωρίς ν' αναγκάζεται ο αυτοκράτορας να στηριχθεί στη μεγάλη γαιοκτησία.
Σημαντική αλλαγή έχει να κάνει με τη σύνθεση των μονάδων.
Εμφανίζονται για πρώτη φορά η ταξιαρχία και ο ταξιάρχης. Αντιστοιχεί σε μια χιλιαρχία και αποτελείται από 500 λογχοφόρους, 200 κονταράτους, 300 τοξότες. Στο ιππικό εμφανίζεται η παράταξη που αποτελείται από 10 βάνδα των 50 ιππέων. Νέοι βαθμοί δίνονται σε νέες ιεραρχικές θέσεις. Δρουγγοκόμης, δομέστικος Ανατολής,
Δύσης 36 και στρατοπεδάρχης, βαθμός που δίνεται για πρώτη φορά στον Πέτρο, όπως αναφέραμε παραπάνω (ίσως διότι ως ευνούχος δεν μπορούσε να κατέχει ψηλότερη θέση). Ο βαθμός του στρατοπεδάρχη χωρίζεται επίσης, σε Ανατολής και Δύσης και αντικαθιστά τον αντίστοιχο Δομέστικο κατά την απουσία του. Αυτό γίνεται διότι αρχίζει η μεταφορά του ταγματικού στρατού στα σύνορα και η μόνιμη εγκατάστασή του εκεί, σε αντικατάσταση του θεματικού.


Η Κωνσταντινούπολη θεωρείται ασφαλής, συνεπώς, δεν χρειάζεται στρατό. Ο αυτοκράτορας, βέβαια, χρειάζεται προστασία. Το θέμα προσπάθησε να διευθετήσει ο Νικηφόρος, πρώτον με τη δημιουργία Ακροπόλεως, δηλ. την οχύρωση του Ιερού Παλατίου37 και δεύτερον με τη δημιουργία του βαθμού του στρατοπεδάρχη, ο οποίος συν τοις άλλοις «επιβλέπει» τους «δυνάμει» διεκδικητές του θρόνου, δηλ. τους Δομέστικους.
Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του είχε χρειαστεί πολλές φορές να εκπορθήσει ακροπόλεις και γνώριζε την αξία τους στην προστασία της κυβέρνησης και του κυβερνήτη. Η επιλογή του Ιερού Παλατίου για οχύρωση ενδεχομένως να σχετίζεται με την λειτουργία του νομισματοκοπείου στο υπόγειό του και των αποθεμάτων χρυσού που περιέκλειε. Λίγο αργότερα θα δημιουργηθεί η φρουρά των Βαράγγων και θα προσφέρει εγγυημένη προστασία στον αυτοκράτορα.

Εξελίχθηκε, επίσης το είδος των επιχειρήσεων, με την νέα κατάσταση. Ενώ μέχρι τώρα επιδρομές μικρής κλίμακας επιχειρούσαν οι ομάδες των Ακριτών των συνόρων (τραπεζίται ή τρασινάριοι), τώρα οι επιδρομές είναι μεγαλύτερης κλίμακας, προοίμιο κυρίως μεγαλύτερης εισβολής ή επικείμενης πολιορκίας φρουρίου ή πόλεως.



Και ενώ μέχρι τώρα οι Ρωμηοί εισέβαλαν για τους εξής λόγους:

α) για να συλλάβουν αιχμαλώτους, από τους οποίους αποσπούσαν πληροφορίες -δηλ. λόγοι κατασκοπίας- ή αντάλλασσαν με Χριστιανούς,
β) για να διενεργήσουν μικρής κλίμακας επιδρομές κυρίως προληπτικού χαρακτήρα π.χ. όταν από πληροφορίες τους μάθαιναν για επικείμενη αραβική επιδρομή -δηλ. λόγοι αντιπερισπασμού ή δολιοφθοράς- και προσπαθούσαν να την σταματήσουν ή να την καθυστερήσουν μέχρι να εκκενωθούν οι περιοχές για τις οποίες οι πληροφορίες έλεγαν ότι είναι στόχοι.

Από τα μέσα του Ι' αιώνα τα σχέδια αλλάζουν και οι επιδρομές είναι μεγαλύτερης κλίμακας με στόχους:
α) αναγνωριστικούς, καθώς συλλέγουν πληροφορίες που βρίσκονται πια στην ενδοχώρα και όχι στα σύνορα, θέτουν στόχους και συμβάλουν στην σχεδίαση των επόμενων επιθέσεων,
β) εκκαθαρίζουν μικρούς στόχους, φρούρια, φυλάκια και ανοίγουν διόδους για την πορεία της κύριας εκστρατείας,
γ) δολιοφθορές, προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές σε πόρους και έργα υποδομής που στηρίζουν τοπικές οικονομίες και μεγάλες πόλεις προκειμένου να τις εξασθενήσουν και να μειώσουν το χρόνο πολιορκίας
δ) εντυπωσιασμού, ειδικά μετά την σύνθεση του σώματος των κατάφρακτων που ως γνωστόν προκαλούσε δέος στους ελαφρά οπλισμένους μουσουλμάνους ή μετά από πτώση κάποιας πόλης, με την παρέλαση των αιχμαλώτων μπροστά απ' αυτήν που ήταν ο επόμενος στόχος.



Οι βαρύτερα οπλισμένοι κατάφρακτοι λέγονταν Κλιβανοφόροι ή Κλιβανάριοι. Με τον καιρό το όνομα των Καταφράκτων επικράτησε να περιγράφει και τις δύο κατηγορίες ιππέων.

Ο χαρακτήρας αυτών των επιχειρήσεων ήταν γενικά σκληρός, όπως και η ίδια η φύση του πολέμου σε κάθε εποχή. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να εξομαλύνει την τραχύτητα των καταστάσεων. Και είναι αλήθεια ότι δεν κωλλυώταν να προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές σε άψυχα αντικείμενα, όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο, για να γλιτώσει τις ζωές των στρατιωτών του, αλλά και των εχθρών, εφόσον η παράδοση, ακόμα και άνευ όρων, θα τους εξασφάλιζε ασφαλή απομάκρυνση από την πόλη.
Αυτή η μεγαλοψυχία δεν ήταν προσόν μόνο του Νικηφόρου, αλλά και κάθε Ρωμηού στρατηγού και προσπαθούσε να την εμφυσήσει στους στρατιώτες του, αποτρέποντας αναίτιες σφαγές και καταστροφές. Αυτή η τακτική δεν έβρισκε αντίκρυσμα στην απέναντι πλευρά. Οι μωαμεθανοί, όπως συμπεραίνουμε από τις περιγραφές δικών τους επιδρομών, αρέσκονταν στη θέα του αίματος, και η αδυναμία του θύματος δεν τους προκαλούσε καμμιά συμπόνια.
Επιδίδονταν σε εκτεταμένες καταστροφές με μανία, πιστεύοντας ότι έτσι κερδίζουν μια θέση στον παράδεισο και πλήθος ουρί να τους υπηρετούν. Διαφορές θρησκειολογικές με αντίστοιχες επιδράσεις στην ψυχοσύνθεση του κάθε λαού και στην επικοινωνία τους με το περιβάλλον.


Κλιβανοφόρος ή Κατάφρακτος -Λογχοφόρος ιππέας (970-1071 μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί Κλιβανάριοι αποτελούσαν αναβίωση των Ρωμαίων ομολόγων τους που είχαν εκλείψει μετά τον 6ο αι. Έφεραν "κλιβάνιον" από μεταλλικές πλάκες ποθ κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, αρθρωτές θωρακίσεις στους βραχίονες και στις κνήμες και αλυσιδωτό θώρακα. Ένα εφαπλωματοποιημένο "επιλωρίκιο" φερόταν πάνω από το κλιβάνιο με απώτερο σκοπό να απομακρύνει το ενδεχόμενο υπερθέρμανσης των μεταλλικών πλακών από την ηλιακή ακτινοβολία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο συγκεκριμένος τύπος πανοπλίας ονομαζόταν «κλιβάνιον», λέξη που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο «κλίβανος» (δηλαδή φούρνος). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της στολής των ιππέων της μέσης περιόδου είναι και τα «τουφία» (επιχρωματισμένοι θύσανοι από αλογότριχες) που κρέμονται από τους ώμους και περιγράφονται για πρώτη φορά στα «Τακτικά» του Λέοντος του ΣΤ΄. Ενδυματολογική έρευνα-εικονογράφηση του Χρήστου Γιαννακόπουλου για τις Εκδόσεις Περισκόπιο

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Επειδή η μελέτη μας για τον Νικηφόρο Φωκά δεν τελειώνει εδώ, αλλά θα συνεχίσει με το έργο του ως αυτοκράτορα πλέον, στην επόμενη, ο επίλογος αυτός θα επικεντρωθεί στον στρατηγό. Πιστεύουμε πως όσα εκθέσαμε παραπάνω δείχνουν την στρατηγική ικανότητα του ανδρός. Τονίζουν την αγάπη του όχι τόσο για τον πόλεμο, αλλά για τη ζωή του στρατιωτικού, την στερημένη, αλλά πειθαρχημένη.
Την μετρημένη αλλά και μοιρασμένη με τους συντρόφους του, τον απλό στρατιώτη, τον αδελφό στρατηγό. Συνηθισμένος σ' αυτήν τη ζωή, σ' αυτήν την «άσκηση», φαίνεται πλεόν ως φυσική κατάληξη η επιθυμία του να μονάσει. Με τέτοια σκληραγωγία και πειθαρχία, κατάφερε εκπληκτικά αποτελέσματα, σε στρατιωτικό επίπεδο, και βοήθησε σε τελική ανάλυση όχι τον εαυτό του, εφόσον ο θρόνος στήθηκε στον προθάλαμο του μαυσωλείου, αλλά την αυτοκρατορία. Αντικειμενικότερος κριτής οι αντίπαλοί του, οι μεν δυτικοί λοιδωρώντας τον, του χάρισαν χαρακτηρισμό σεβαστό (Χλωμός Θάνατος των Σαρακηνών) ενώ αυτό που φοβόταν οι Άραβες το διετύπωσε ορθά κοφτά ο Υαχίας στα παρακάτω λόγια:

Οι επιδρομές του Νικηφόρου έγιναν διασκέδαση για τους στρατιώτες του, αφού κανείς δεν αντιστέκονταν στον αυτοκράτορα. Βάδιζε εκεί όπου τον ευχαριστούσε και κατέστρεφε ό,τι ήθελε, χωρίς να συναντά κανένα μουσουλμάνο ή οποιονδήποτε άλλο που θα τον εμπόδιζε να κάνει εκείνο που επιθυμούσε.[...] Δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να του αντισταθεί 38.



ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β' ΦΩΚΑΣ
ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ  ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ 


ΜΕΡΟΣ Γ' 



ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


Η άνοδος του Νικηφόρου στην εξουσία. -  Η είδηση της μετάστασης του Ρωμανού Β'(15 Μαρτίου 963) πρόφθασε τον Νικηφόρο στο ενδιάμεσο της πορείας της επιστροφής του από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την εκστρατεία του 963 μ.Χ. αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα, τα οποία μετέφερε για να καταθέσει στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Είχε απελευθερώσει πλήθος Ρωμαίων αιχμαλώτων και καταλάβει περί τα 60 φρούρια1.
Η δημοτικότητά του βρισκόταν στα ύψη και στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ανέμεναν την επιστροφή του για να τον ανταμείψουν με την τέλεση θριάμβου. Η άνοδος, όμως, της δημοτικότητάς του ήταν «πρόβλημα» για ανθρώπους με ισχυρές θέσεις, και είχε δημιουργηθεί κλίμα καχυποψίας και δυσαρέσκειας προς το πρόσωπό του.
Ένας ισχυρός και επίφοβος αντίπαλος ήταν ο παρακοιμώμενος και με διευρυμένες εξουσίες, λόγω της νωθρότητας του Ρωμανού, Ιωσήφ Βριγγάς. Συνεπώς η θέση του στρατηγού ήταν επισφαλής, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί οι ισορροπίες μετά την τελευτή του αυτοκράτορα. Σημειωτέον, ότι ο Ρωμανός είχε αφήσει, εκτός από την νεαρή χήρα Θεοφανώ, τρία ανήλικα τέκνα, τον Βασίλειο, τον Κωνσταντίνο και την Άννα.
Την αντιβασιλεία, λόγω ανηλικότητας, είχε αναλάβει σώμα επιτρόπων αποτελούμενο από την Θεοφανώ, τον Πατριάρχη Πολύευκτο και τη Σύγκλητο. Την πραγματική διακυβέρνηση, όμως κατείχε ο Βριγγάς με άμεσους συνεργάτες τον Μιχαήλ τον πρύτανη, μάγιστρο και λογοθέτη του δημόσιου δρόμου, και τον Συμεών, πατρίκιο και πρωτασηκρίτη.

Όλα αυτά προβλημάτιζαν τον Νικηφόρο, διότι λόγω θέσης, βαθμού αλλά και αυξημένης δημοτικότητας ήταν ο νούμερο ένα στόχος του κατεστημένου που είχε δημιουργήσει ο παρακοιμώμενος.
Δεν τον ενδιέφερε στην παρούσα φάση ο θρόνος, εφόσον υπήρχαν νόμιμοι κληρονόμοι και το νομικό καθεστώς της αυτοκρατορίας καθόριζε την μετάβαση της εξουσίας. Δεν διέφευγε όμως των υπολογισμών του προγενέστερη «παράδοση», κατά την οποία ισχυρός αξιωματούχος καταλάμβανε και ασκούσε την εξουσία στο όνομα των νόμιμων κληρονόμων.
Κάτι τέτοιο είχε συμβεί μερικές δεκαετίες πριν, όταν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός, Μέγας Δρουγγάριος (ναύαρχος) του στόλου, είχε ανέλθει στο ύπατο αξίωμα ως συμβασιλέας του ανήλικου τότε Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου2.
Πρώτος σκοπός του Νικηφόρου ήταν η διατήρησή του στο αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του οράματός του, που ήταν η κατίσχυση επί του προαιώνιου εχθρού της αυτοκρατορίας και η επέκταση αυτής στα ανατολικά με την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.
Με αυτό το σκεπτικό συνέχισε την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη. Θα υπέβαλλε τα διαπιστευτήριά του καθώς και πίστη στη νέα κυβέρνηση. Θα προσπαθούσε πάση θυσία να κατασιγάσει τις υποψίες της και να διατηρήσει το αξίωμά του.

Στην Κωνσταντινούπολη αφίχθη ο Νικηφόρος το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου μόνος, εις ένδειξη των πραγματικών του διαθέσεων. Είχε απολύσει μεγάλο μέρος του στρατού μετά το πέρας της εκστρατείας. Μικρό μόνο τμήμα επιφυλακής παρέμενε στο στρατόπεδο της Τζαμανδούς. Δεδομένης της αντιπάθειας του Ιωσήφ Βριγγά προς το πρόσωπό του, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απερίσκεπτη. Στη σκέψη, όμως του στρατηγού, ήταν ο μόνος τρόπος να καθησυχάσει όσους τον εχθρεύονταν και συνάμα τον φοβόταν.
Επίσης κατεδείκνυε στα μάτια των πολιτών το ασύστατο της φημολογίας που τον ήθελε συνωμότη και σφετεριστή. Ο Σκυλίτζης αναφέρει πρόσκληση της αυτοκράτειρας και τέλεση θριάμβου με τα λάφυρα της Κρήτης και της Βέρροιας (Βέροια ,  Χαλέπιον)  3. Επίσης μεταφέρει πληροφορία, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε προσωπική συνάντηση των δύο ανδρών, Νικηφόρου και Ιωσήφ, στην οικία του δευτέρου.
Στη συνάντηση αυτή πήγε ο Νικηφόρος αιφνιδιαστικά, και αφού τον δέχθηκε ο Ιωσήφ, τον πήρε παράμερα και του έδειξε τον μάλλινο επενδύτη που φορούσε κατάσαρκα, σύμβολο μοναχικής ή για να πούμε καλύτερα, ασκητικής διαβίωσης. Επίσης τον επιβεβαίωσε με όρκο, ότι πραγματική του επιθυμία ήταν να γίνει μοναχός και όχι αυτοκράτορας, συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να τον υποπτεύεται.
Τόσο ειλικρινής φάνηκε στον Ιωσήφ, ώστε ο παρακοιμώμενος έπεσε στα πόδια του και του ζήτησε συγγνώμη που τον επιβουλευόταν.

Στον Λέοντα δεν βρίσκουμε αυτή την πληροφορία. Κατ' αυτόν ο Ιωσήφ κάλεσε τον Νικηφόρο στο Ιερό Παλάτιον, έχοντας στήσει ενέδρα. Σκόπευε να τον συλλάβει και να τον τυφλώσει. Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαθέσεις του Αρχιευνούχου και πρόστρεξε στον Πατριάρχη Πολύευκτο, άνδρα δίκαιο, ζητώντας τη συνδρομή του.
 Κατά την αφήγηση έτσι μίλησε προς αυτόν: « καλάς γε παρά του των βασιλείων κατάρχοντος των τοσούτων αγώνων και πόνων καρπούμαι τας αμοιβάς. ος γε τον αλάθητον και μέγαν οφθαλμόν λήσειν οιόμενος, τα Ρωμαϊκά μοι πλατύνοντι όρια ταις του κρείττονος ευοδώσεσιν, ουκ ενάρκησε σκαιωρήσασθαι θάνατον, μηδέπω μηδέν εις το κοινόν πλημμελήσαντι, συνεισενεγκόντι δε μάλλον όσα μη τις των νυν τελούντων ανδρών, και τοσαύτην μεν χώραν των Αγαρηνών πυρί και μαχαίρα δηωσαμένω, τηλικαύτας δε πόλεις εκ βάθρων κατεριπώσαντι. εγώ δε ηξίουν, τον συγκλητικόν άνδρα επιεική τε είναι και μέτριον, και μη τινα δυσμεναίνειν, και ταύτα μάτην, απέραντα»4.

 Μόλις άκουσε αυτά ο Πατριάρχης παρέλαβε τον Νικηφόρο και μετέβησαν στα ανάκτορα. Συγκάλεσε άμεσα την σύγκλητο και ενώπιον της μίλησε με λόγια συνετά υπέρ του αδικημένου στρατηγού. Άριστος γνώστης των ρητορικών σχημάτων ο σοφός Πατριάρχης, εξέθεσε πρώτα τα ανδραγαθήματα του Νικηφόρου.
Στη συνέχεια επικαλέστηκε την επιθυμία του εκλιπόντος αυτοκράτορα, όπως αυτή καθορίστηκε στη διαθήκη5 του «μη μετακινείν της τοιαύτης στρατηγίας ευγωμονούντα τον άνθρωπον». Τελειώνοντας πρότεινε στη Σύγκλητο την αναγόρευση του Νικηφόρου σε « αυτοκράτορα στρατηγόν» κατά το ρωμαϊκό τυπικό.
Η πρότασή του υπερψηφίστηκε ακόμα και από τον ίδιο το Βριγγά, που δεν τόλμησε να πράξει διαφορετικά. Άκρως ενδιαφέρουσα η διατύπωση της απόφασης της Συγκλητου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Λέοντα: «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»6.
Ο Νικηφόρος από την πλευρά του ορκίστηκε να σεβασθεί την ζωή και την εξουσία των ανήλικων βασιλόπαιδων. Τις συνέπειες της παραπάνω συμφωνίας, υποχρεώσεις και δικαιώματα, θα δούμε παρακάτω, όταν θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε πτυχές της εσωτερικής πολιτικής του.


Χάρτης της αλυσίδας φρυκτωριών που συνέδεαν την Κωνσταντινούπολη με τις Κιλίκιες Πύλες.- Χάρτης του Κων.Πλακίδα 

Στην πρωτεύουσα ο Νικηφόρος πέτυχε περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να ελπίζει. Κατ' αρχάς κράτησε τη θέση του, ως αρχηγός του στρατού, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Είχε αυξήσει το κύρος της θέσης του, με το να ανακηρυχτεί στρατηγός αυτοκράτωρ, κάτι που σήμαινε, ότι ουσιαστικά δεν χρειαζόταν την έγκριση κανενός για τις αποφάσεις του επί των στρατιωτικών θεμάτων, ούτε όφειλε να λογοδοτεί γι' αυτές.
Είχε αποκτήσει δικαίωμα λόγου και ψήφου στους διορισμούς και τις μεταθέσεις των αξιωματούχων, συνεπώς μπορούσε να εξαλείψει κάθε ανταγωνιστή. Είχε αποκτήσει σοβαρά ερείσματα στην αντιβασιλεία, ως προστάτης αυτής. Είχε αντιμετωπίσει την εχθρότητα του μεγάλου αντίδικού του Βριγγά επιτυχώς, με τον ένα (Σκυλίτζης) ή τον άλλο (Λέων) τρόπο. Και όλα αυτά χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα εξαιτίας του, αλλά με διπλωματικό τρόπο.
Στο σημείο αυτό αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στην ερμηνευτική των γεγονότων, που θέλει τον Νικηφόρο να ορέγεται την βασιλεία και να τρέφει αισθήματα πάθους για την αυτοκράτειρα. Φτάνει μάλιστα στο σημείο, αυτή η φημολογία να χαρακτηρίζει τον ένδοξο στρατηγό, πανούργο και απατεώνα. Κανένα τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει από το έργο του Λέοντα του Διακόνου, που ήταν σύγχρονος των γεγονότων.

Υπάρχει ως υποβόσκουσα φήμη στο Σκυλίτζη («υπάρχει , όμως και άλλη [άποψη] που φαίνεται και πιο αληθινή7) κατά πολύ μεταγενέστερο. Τέλος αναπαράγεται από τον Schlumberger και συμπληρώνεται με φανταστικές δολοπλοκίες, που θυμίζουν ρομαντικό μυθιστόρημα του ΙΘ' αιώνα, ίσως γιατί ταιριάζουν περισσότερο σε δυτικό ιστορικό.
 Ο ίδιος του πάντως ομολογεί « Σκοτεινότατον αναμφιβόλως είναι το μέρος, όπερ διεδραμάτισεν η Θεοφανώ καθ' άπασαν την προκειμένην δολοπλοκίαν. Διότι ουδεμίαν κατέχομεν λεπτομέρειαν. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι ουδέ λέξιν εκφέρουσιν»8. Αλλά για τη γένεση και την εξέλιξη αυτής της φημολογίας και της εξ αυτής ερμηνευτικής θ' ασχοληθούμε στον επίλογο, καθώς και με την σύνολη δυσφήμιση του έργου του Φωκά.

Ο Ιωσήφ Βριγγάς συνωμοτεί -  Επείγονταν ο στρατηγός να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Τζαμαδούς στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπερ και έπραξε. Έστειλε επιστολές και συγκέντρωσε το στράτευμα. Ξεκίνησε εντατικές προετοιμασίες για την επόμενη εκστρατεία. Εκπαίδευε το στράτευμα και κατέστρωνε τα απαραίτητα επιτελικά σχέδια.
Το ίδιο έπραττε και ο Ιωσήφ Βριγγάς στην αυτοκρατορική αυλή. Όπως φαίνεται δεν είχε συμμαχίες με αξιωματούχους στο στρατό. Επιδίδονταν σε ευκαιριακές κινήσεις μοιράζοντας υποσχέσεις για αξιώματα. Αρχικά στράφηκε στον πατρίκιο Μαριανό, επικεφαλή των ιταλικών στρατευμάτων. Του υποσχέθηκε το αξίωμα του Δομέστικου της Ανατολής και στη συνέχεια του θρόνου, αν αντιμετώπιζε επιτυχώς τον Νικηφόρο.
Ο Μαριανός αναγνώρισε την αδυναμία του να εκτελέσει το επιχείρημα και αρνήθηκε διπλωματικά την πρόταση. Συνέστησε το Ιωάννη Τσιμισκή (ήταν στρατηγός του θέματος των Ανατολικών), ως τον μόνο ικανό να το πράξει. Συγκεκριμένα τον θεωρούσε ως τον μόνο ενδεδειγμένο ως «γνώμην αμηχανούντι και σκυθρωπάζοντι» (=φαίνεται δυσαρεστημένος και δυσανασχετών)9.

Ο Βριγγάς έστειλε τότε δύο επιστολές, μία στον Ιωάννη Τσιμισκή και μία στον Ρωμανό Κούρκουα10. Με αυτές υπόσχονταν στον μεν πρώτο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, ενώ στον δεύτερο το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Δύσης, αν κατάφερναν να βγάλουν από τη μέση το Νικηφόρο με οποιοδήποτε τρόπο. Κατόπιν απέλυσε τους συγγενείς του Φωκά από τα δημόσια αξιώματα και τους εξόρισε.

Ο Τσιμισκής δεν έκανε το λάθος ν' αντιταχθεί στον θείο του. Του έδειξε αμέσως τις επιστολές και τον παρότρυνε ν' αναλάβει δράση. Καταφέρθηκε με σκληρά λόγια εναντίον του πρωθυπουργού (ανδράριον αμφίβολον και άνανδρον, και γύναιον τεχνητόν). Τα νέα κυκλοφόρησαν αμέσως ανάμεσα στους άνδρες του Στρατηγού. Δεν δίστασαν καθόλου σε αντίθεση με τον Νικηφόρο που δεν αποφάσιζε να εναντιωθεί στην καθεστηκυΐα τάξη της πρωτεύουσας. Τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα κατά το ρωμαϊκό τυπικό.


Αυτός αρνιόταν επικαλούμενος το πένθος του. Είχε χάσει από ατύχημα τον γιο του Βάρδα και από τη σιωπή των πηγών συμπεραίνουμε πως ήταν ήδη χήρος. Αντιπρότεινε τον Τσιμισκή. Μια παρόμοια διαδικασία έχουμε παρακολουθήσει και στην αναγόρευση του Ηράκλειου σε αυτοκράτορα11.

Ο Τσιμισκής δεν δέχθηκε την αντιπρόταση και οι αξιωματικοί μαζί με το στράτευμα συνέχισαν να επευφημούν τον Νικηφόρο «σεβάσμιόν τε και βασιλέα των Ρωμαίων προσαγορεύοντες». Υπό την πίεση των περιστάσεων ο Φωκάς αποδέχθηκε την εξουσία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε, ότι φόρεσε από τα αυτοκρατορικά σύμβολα μόνο τα κόκκινα σανδάλια. Με αυτό τον τρόπο όριζε τον εαυτό του συμβασιλέα, χωρίς να αμφισβητεί την βασιλική ιδιότητα των νόμιμων διαδόχων (Βασίλειου και Κωνσταντίνου), χωρίς να παρακωλύει την νόμιμη διαδοχή η να σφετερίζεται την εξουσία τους12. Έτσι δεν καταπατούσε τον όρκο που είχε δώσει ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου, ότι θα σεβαστεί δηλ. την ζωή και την εξουσία των βασιλόπαιδων.



Ο Νικηφόρος ξεκαθαρίζει την κατάσταση Στη συνέχεια απηύθυνε λόγο στους στρατιώτες του, μιλώντας τους με πατρική στοργή, για την οποία αργότερα θα κατακριθεί, όπως θα δούμε. Τους ευχαρίστησε και τους προετοίμασε για τα μέλλοντα να συμβούν υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αλλόθρησκους, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά ομόπιστους Ρωμαίους, ομοεθνείς, που είχαν παρασπονδήσει.

 Συνεπώς δεν ήταν όλοι αντίπαλοι προς τους οποίους θα έστρεφαν το μένος τους, αλλά μόνο εκείνος (ο Βριγγάς) που «ωμώς και αφιλανθρώπως θάνατον εσκαιώρησε(=μηχανεύτηκε)» και οι συν αυτώ. Ακολούθως προσευχήθηκε στην εκκλησία της Καισάρειας και με την ευλογία του οικείου Επισκόπου ξεκίνησε την εκτέλεση του σχεδίου του, τοποθετώντας το στρατό του σε επίκαιρες θέσεις σε όλη την επικράτεια. Δεν διέφευγε της προσοχής του, ότι ο αντίπαλος ήταν οχυρωμένος στην Κωνσταντινούπολη, την ισχυρότερη πόλη της τότε οικουμένης, που παρέμενε απόρθητη ανά τους αιώνες. Γι' αυτό όταν ξεκίνησε την πορεία του προς αυτήν φρόντισε να έχει πράξει τις καλύτερες δυνατές κινήσεις.

Το αιματοκύλισμα της πόλης δεν ήταν ο αντικειμενικός του σκοπός. Γι' αυτό έστειλε τελεσίγραφο σε σκληρή γλώσσα στον πρωθυπουργό, το οποίο φρόντισε ν' ανακοινώσει και στους υπόλοιπους πολιτειακούς παράγοντες ( Πατριάρχη, Σύγκλητο), μέσω του Επισκόπου Ευχαϊτών Φιλοθέου. Σίγουρα δεν περίμενε θετική απάντηση από τον Βριγγά, αλλά είχε την κρυφή ελπίδα της υποστήριξης των υπολοίπων προς αποφυγή αιματοχυσίας.
Σε μια κίνηση κακοπιστίας, ενδεικτική του κυκλοθυμικού ταμπεραμέντου του, ο Βριγγάς συνέλαβε και φυλάκισε τον Επίσκοπο Φιλόθεο. Προσεταιρίστηκε τον Μαριανό, τον Πασχάλιο (πρώην στρατηγό), και τους Τορνίκιους Λέοντα και Νικόλαο13, τους οποίους όρισε διοικητές του στρατού του θέματος της Μακεδονίας14. Προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης, όσο καλύτερα μπορούσε.
Στην πρωτεύουσα εγκαταβίωνε τις ημέρες αυτές και ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων Φωκάς. Είχε απογυμνωθεί του αξιώματός του, θύμα της πολιτικής του παρακοιμώμενου και ιδιώτευε με τον πατέρα του Βάρδα, ο οποίος βρίσκονταν επίσης εκεί.
Ο πρεσβύτης (άνω των ογδόντα ετών) στρατηγός ήταν λαϊκός ήρωας και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τις απειλές του Βριγγά. Ο γιος του, όμως, αν και επιφανής στρατηγός, δεν ήταν ασφαλής και θα μπορούσε να γίνει όμηρος των αντιπάλων του και μοχλός άσκησης πίεσης στον Νικηφόρο. Γι' αυτό προτίμησε να διαφύγει λάθρα, μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Συναντήθηκε με τον αδελφό του στο παλάτι του Ηρίου, στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου. Εκεί είχε αφιχθεί η προφυλακή του στρατού των στασιαστών την Κυριακή 9 Αυγούστου.

Ο πατέρας τους Βάρδας Φωκάς κατέφυγε ικέτης στην Μεγάλη Εκκλησία (Αγία Σοφία). Άμεσα ο Βριγγάς έστειλε στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς να τον αποσπάσουν βίαια από την Εκκλησία. Παρέστη μάλιστα αυτοπροσώπως και εκδίωξε με απειλές τους ιερείς που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον προστατευόμενό τους.
Τα νέα της άφιξης του Νικηφόρου είχαν κυκλοφορήσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν προκαλέσει χαρά στο λαό της. Το πλήθος μόλις πληροφορήθηκε την επιβουλή της ζωής του Βάρδα και την παραβίαση του ασύλου της Αγίας Σοφίας εξεγέρθηκε και πρόστρεξε προς βοήθειά του.
Ο Βριγγάς μιλώντας ωμά κατά την συνήθειά του, απείλησε τον κόσμο, ότι θ' ανέβαζε την τιμή του σίτου. Θα εμπόδιζε την μεταφορά τροφίμων στην πρωτεύουσα και θα προκαλούσε λιμό. Τα λόγια του εξόργισαν ακόμα περισσότερο τους οπαδούς του Φωκά. Για να καταστείλει την εξέγερση διέταξε την επέμβαση της μακεδονικής σπείρας και κατά τις ταραχές βρήκε τον θάνατο ο Μαριανός.

Αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της στάσης έπαιξε ο τέως παρακοιμώμενος Βασίλειος. Αυτός ήταν νόθος γιος του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού. Ικανότατος αξιωματούχος, κυριάρχησε στη ζωή της αυτοκρατορικής αυλής επί τεσσαρακονταετία. Είχε όμως απομακρυνθεί από τον Βριγγά, ο οποίος έλαβε την θέση του, οπότε ήταν επόμενο οι δύο άνδρες να βρίσκονται σε αντιπαράθεση.

Ο Βασίλειος Λεκαπηνός διείδε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο της πολιτικής και αποφάσισε να υποστηρίξει τον Νικηφόρο. Εξόπλισε τους υπηρέτες του, ο αριθμός των οποίων ανέρχονταν σε 3.000 άνδρες, δύναμη υπολογίσιμη σε μια εξέγερση αστικής μορφής και κατευθύνθηκε στο μέγαρο του Βριγγά.
Το κατέστρεψαν και συνέχισαν προς το λιμάνι, το οποίο είχε κλείσει ο πρωθυπουργός. Το κατέλαβαν επευφημούντες υπέρ του Νικηφόρου. Τα καταληφθέντα πλοία απέπλευσαν με προορισμό την απέναντι όχθη, όπου ενώθηκαν με το στρατό των στασιαστών. Βέβαια, με την εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για στάση αλλά για επανάσταση.


Ο Βασίλειος Λεκαπηνός με στόλο πλέει προς του οπαδούς του Φωκά 

Η νύχτα πέρασε με τις οδομαχίες να συνεχίζονται και την Κωνσταντινούπολη να φλέγεται. Την επομένη ο Νικηφόρος επιβιβάσθηκε σε μια τριήρη και ήλθε στην Μονή των Αβραμιτών, την επικαλουμένη Αχειροποίητο. Από κει έστειλε τον αδελφό του Λέοντα να καταλάβει το παλάτι.

Με το άκουσμα της άφιξης του στρατηγού στην πόλη και εφόσον οι άνδρες του δεν κατάφεραν να καταστείλουν την εξέγερση των κατοίκων της πρωτεύουσας, ο Ιωσήφ κατέφυγε στην Αγία Σοφία. Έτσι βρέθηκε ικέτης στη θέση του Βάρδα Φωκά, από την οποία τον είχε φυγαδεύσει το πλήθος. Το άσυλο, το οποίο είχε ο ίδιος καταστρατηγήσει, δεν ίσχυε γι' αυτόν. Συνελήφθη και εξορίστηκε στη Μονή των Ασηκρίτων. Εκεί απεβίωσε δύο χρόνια μετά.
 Ο Νικηφόρος είχε υπερισχύσει με την υποστήριξη των πολιτών της Κωνσταντινούπολης και τη βοήθεια του Βασίλειου Λεκαπηνού. Για άλλη μια φορά χωρίς άσκοπη αιματοχυσία. Στέφθηκε αυτοκράτορας την 16η Αυγούστου του 963 μ.Χ. από τον Πατριάρχη Πολύευκτο στην Αγία Σοφία. Στη συνέχεια εισήλθε διά της Χρυσής Πύλης, ενδεδυμένος την πορφύρα και επευφημούμενος από το λαό και τους αξιωματούχους του στρατού και της αυλής.



Τα μετά την στέψη. Ήδη από την αναγόρευση του Νικηφόρου σε αυτοκράτορα από τα στρατεύματά του στις 2 Ιουλίου της έκτης ινδικτίωνος (963), οι στενοί του συνεργάτες είχαν τιμηθεί με ανώτερα αξιώματα, απ' αυτόν. Ο Ιωάννης Τσιμισκής ανέλαβε το αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής και του μαγίστρου. Συνακολούθως προβιβάσθηκαν οι Ρωμανός Κούρκουας και Νικηφόρος Εξακιονίτης. Μετά την στέψη του οι προβιβασμοί αυτοί επικυρώθηκαν. Επέστρεψαν από την εξορία οι συγγενείς του, οι οποίοι υπήρξαν θύματα της πολιτικής του Βριγγά και αποκαταστάθηκαν στις προηγούμενες θέσεις τους.
Ο Λέων Φωκάς έγινε επίσης μάγιστρος και κουροπαλάτης15, δηλ. αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, θέση ευαίσθητη, στην οποία ο νέος αυτοκράτωρ χρειαζόταν άνθρωπο έμπιστο. Ο πατέρας τους Βάρδας έγινε Καίσαρας, τίτλος που από καιρό είχε πέσει σε αχρηστία και τώρα αναβίωσε. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός ανέλαβε το σημαντικότατο αξίωμα του προέδρου, ισότιμο με αυτό του προέδρου της Συγκλήτου.
Διατηρήθηκε σε αυτήν την θέση καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Τσιμισκή και για αρκετή περίοδο της βασιλείας του Βασίλειου Β' του Βουλγαροκτόνου. Αυτή η μακρόβια θητεία δείχνει πόσο σημαντικός και ικανός άνθρωπος ήταν.
Είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του άνδρα το γεγονός, ότι δεν προέβη σε εκκαθαρίσεις. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη πρακτική, αλλά δεν συνέβη με την αλλαγή της κυβέρνησης το 963. Δύο μόνο περιπτώσεις απομάκρυνσης έχουμε.

Η πρώτη, όπως είπαμε αφορούσε τον Ιωσήφ Βριγγά και ήταν επόμενο να συμβεί. Η δεύτερη ήταν η απομάκρυνση της Βασιλομήτορος Θεοφανούς. Οι πηγές δεν μαρτυρούν το λόγο της απομάκρυνσης. Οι Ζωναράς και Γλύκας, ακολουθούν τον Σκυλίτζη που σε όλα βλέπει συμπαιγνία Νικηφόρου-Θεοφανούς. Δεν ασπαζόμαστε αυτήν την άποψη διότι δεν έχουμε λόγω ν' αμφισβητούμε τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των συγχρόνων.
Ας ακολουθήσουμε την εξέλιξη. Ο Νικηφόρος αμέσως μετά την ενθρόνισή του αποφάσισε να απομακρύνει την Θεοφανώ από το Ιερόν Παλάτιον, εφόσον σ' αυτό θα κατοικούσε ο ίδιος. Κατά την ασκητική του συνήθεια απέφευγε την γυναικεία συντροφιά (όπως και την κρεωφαγία16) και προτιμούσε την συντροφιά των μοναχών (ετίμα γαρ διαφερόντος τους μοναστάς).
Ενδεχομένως να θεώρησε απρέπεια την συγκατοίκηση με την βασίλισσα, αλλά ακόμα και αν ήταν ήδη στα σχέδιά του να την παντρευτεί είναι τιμή γι' αυτόν που δεν θέλησε να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη πριν το στεφάνωμα. Εξουσιοδότησε, λοιπόν, τον Σύγκελλο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή Αντώνιο, και μετέπειτα Πατριάρχη (975), να την συνοδεύσει στον πύργο του Πετρίου.
Έντονες πιέσεις ασκήθηκαν πάνω του, ιδίως από τους πνευματικούς του αδελφούς, και τον έπεισαν να την επαναφέρει στο παλάτι, αυτή την φορά ως σύζυγο. Η κίνηση αυτή ήταν πολιτικά ορθή. Η βασιλεία του Νικηφόρου υπήρξε σφήνα στην διαδοχή της Μακεδονικής δυναστείας. Με τον γάμο αυτό γινόταν και αυτός μέλος της. Η τελετή έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου.
Η κίνηση αυτή συμφωνούσε στο παραδοσιακό σχήμα ανάδειξης, ενθρόνισης και πολιτικής επικράτησης ενός νέου αυτοκράτορα.

Το  ρωμέϊκο ιππικό 900-1204 -Αναπαράσταση.Giuseppe Rava από το ομώνυμο  βιβλίο του Timohy Dawson

Σύμφωνα με αυτό το σχήμα τρία ήταν τα βήματα ή τα στάδια, τα οποία έπρεπε ν' ακολουθήσει κάθε επίδοξος:

α) Ανακήρυξη από το στρατό. Έπρεπε να υπάρχει ομάδα αξιωματικών, αρχικά, που θα ανακήρυττε έναν αυτοκράτορα. Στη συνέχεια αυτός θα περιβάλλονταν βασιλικά σύμβολα, όπως η πορφύρα και τα κόκκινα σανδάλια και θα παρουσιάζονταν στους στρατιώτες των φίλα προσκείμενων σχηματισμών. Αυτοί θα τον επευφημούσαν και θα τον βοηθούσαν να καταλάβει την εξουσία.

β) Η ανακήρυξη ήταν η εύκολη υπόθεση για κάποιον που διέθετε ερείσματα στο στρατό. Η δύσκολη ήταν η επικράτηση επί του ήδη υπάρχοντος αυτοκράτορα. Σ' αυτήν ρόλο υψίστης σημασίας έπαιζαν οι συμμαχίες κυρίως με ανθρώπους μέσα στην Βασιλεύουσα, διότι αν ο διεκδικητής υπερτερούσε στους αριθμούς, η νόμιμη κυβέρνηση κατείχε την Πόλη. Οι σύμμαχοι του ανταπαιτητή έπαιζαν ρόλο Πέμπτης Φάλαγγας.

γ) Όταν η κυβέρνηση καταλαμβάνονταν ακολουθούσε η στέψη. Έτσι νομιμοποιούνταν τελετουργικά ο νέος αυτοκράτορας. Δύο εξελίξεις ήταν πιθανές. Είτε ο νέος αυτοκράτορας είχε παραγκωνίσει ή εκτελέσει τον προηγούμενο και προσπαθούσε να ιδρύσει νέα δυναστεία, είτε, όπως στην περίπτωση του Νικηφόρου, διοικούσε παράλληλα, ως αντιβασιλέας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ήδη εστεμμένη βασίλισσα είχε καταλυτική παρουσία. Μπορούσε να βοηθήσει στην κατοχύρωση της εξουσίας ή της νέας δυναστείας, όταν το ευνοούσαν οι συνθήκες

Αυτό έγινε και στη υπό μελέτη περίπτωση. Η παρουσία της χήρας του Ρωμανού Β' και μητέρας των νόμιμων διαδόχων στο πλευρό του Νικηφόρου προσέδιδε κύρος στην εξουσία του. Επίσης έκανε εμφανείς τις προθέσεις του να κυβερνήσει στο όνομα των νόμιμων διαδόχων και όχι να αμφισβητήσει την κληρονομιά τους. Σταματούσε, λοιπόν κάθε πιθανή αντίδραση και μετέτρεπε σε συμμάχους του τους υποστηρικτές τις Μακεδονικής συμμαχίας.
Ταυτόχρονα τηρούσε τον όρκο που έδωσε ενώπιον του Πατριάρχη και της Συγκλήτου. Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, λοιπόν, και όχι παράφορου πάθους, υποδείκνυαν αυτόν τον γάμο. Εκτός του εθιμοτυπικού μέρους, παρέμενε λευκός. Ακόμη και αυτοί που υποστηρίζουν το αντίθετο, παραδέχονται ότι η εγκράτεια του ασκητή Νικηφόρου έτρεψε την Θεοφανώ στην αγκαλιά του Τσιμισκή και όπλισε το χέρι του δολοφόνου17.

Ακόμα και αυτός ο Ζωναράς, που επιδίδεται με περισσή ευχαρίστηση σε περιγραφές του φανταστικού αυτού έρωτα, δεν αρνείται, ότι ο Νικηφόρος την απέφευγε «ή κορεσθείς ταύτης ή και δι' εγκρατείαν μίξεως απεχόμενος˙ ουδέ γαρ πάνυ τι και νέος ων προς έρωτας ετύγχανεν ευκατάφορος». Τέτοιες αντιφάσεις στο έργο του Ζωναρά υπάρχουν αρκετές.
Ενώ τείνει να παρουσιάζει τον Νικηφόρο σχεδόν αχαλίνωτο, στην συνέχεια ομολογεί την εγκράτειά του. Ας το δούμε λίγο καλύτερα. Το θέμα του έρωτα Θεοφανούς Νικηφόρου ξεκίνησε από τον Σκυλίτζη, ως δεύτερη εξήγηση για την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό: «Και αυτή είναι μια άποψη. Υπάρχει όμως και άλλη που φαίνεται και πιο αληθινή: ότι πολύν καιρό τον έτρωγε η επιθυμία της βασιλείας και δεν τον έφλεγε τόσο πολύ ο έρωτας γι' αυτήν, όσο για την βασίλισσα Θεοφανώ...»18.

 Ο Ζωναράς παίρνει αφορμή απ' όσα λέει ο Σκυλίτζης για να διανθήσει την ιστορία του με μια ρομαντική αφήγηση και να την κάνει πιο ελκυστική στο αναγνωστικό κοινό. Την εποχή που γράφει, τέτοια μυθιστορήματα διαβάζονται και το είδος προοδεύει. Δοσικλής και Ροδάνθη του Θεόδωρου Προδρόμου, Χαρικλής και Δροσίλλα του Νικήτα Ευγενιακού, Αρίστανδρος και Καλλιθέα του Κωνσταντίνου Μανασσή, Υσμίνη και Υσμινίας του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη. Η ιδεα, όπως είπαμε δεν ήταν δική του, αλλά την δανείστηκε από τον Σκυλίτζη και την αναπαρήγαγε ευχαρίστως. Ας μην ξεχνάμε πως και οι δυο ιστορικοί ανήκουν στην ίδια «συντεχνία» της αυλικής intelligentsia19 και ακολουθούν τον Ψελλό, τον πρώτο διδάξαντα. Περισσότερα για αυτά παρακάτω.

Μετά τη στέψη παρουσιάστηκε κάποιο κώλυμα. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος των τέκνων του Ρωμανού και της Θεοφανώς, επομένως υπήρχε πνευματική συγγένεια και σύμφωνα με τον 53ο Κανόνα της Στ' Οικουμενικής Συνόδου ο γάμος δεν επιτρεπόταν να γίνει. Η είδηση έφτασε στ' αυτιά του σεπτού ιεράρχη Πολύευκτου. Αυτός κάλεσε αμέσως τον Νικηφόρο να του δώσει εξηγήσεις. Ο Νικηφόρος εξήγησε, ότι ανάδοχος ήταν ο πατέρας του Βάρδας και όχι ο ίδιος. Δέχθηκε, μάλιστα με ευχαρίστηση, να κανονίσει ο Πατριάρχης τα της συμβίωσης των νεόνυμφων, μαρτυρία που συνάδει με την εγκράτεια μέσα στον γάμο τους.

Θέμα δημιουργήθηκε και στις σχέση του Νικηφόρου με τον πνευματικό του πατέρα όσιο Αθανάσιο τον Αγιορείτη. Κατά την εκστρατεία της Κρήτης ο στρατηγός είχε καλέσει τον όσιο ασκητή για να συνδράμει στο έργο με τις ευλογίες του και τις προσευχές του στο Θεό. Το θαύμα έγινε και η Κρήτη απελευθερώθηκε από τη δουλεία των μουσουλμάνων.
Τότε ο Νικηφόρος θέλησε να ευχαριστήσει έμπρακτα τον άγιο άνδρα και του πρόσφερε εκατό λίτρες χρυσού για την ανέγερση μοναστηριού στο Άγιο Όρος. Υπήρχε και ένα δεύτερο κίνητρο που τον παρακίνησε σ' αυτή την γενναιόδωρη χειρονομία. Από καιρό είχε εκφράσει την επιθυμία του να μονάσει. Η ανέγερση του μοναστηριού σηματοδοτούσε χρονικά την μελλοντική του αφιέρωση. Αρχικά ο όσιος Αθανάσιος είχε απορρίψει την προσφορά. Δεν σκόπευε να ιδρύσει κοινόβιο αλλά να ησυχάζει κατά μόνας.
Στη συνέχεια έτσι νουθέτησε τον Νικηφόρο: «Αλλά συ μεν, ω τέκνον, τον του Θεού φόβον έχε διαπαντός και πρόσεχε αεί σεαυτώ, ως εν μέσω πολλών πορευόμενος παγίδων, των κοσμικών πραγμάτων˙ τον δε τοιούτον σοι σκοπόν, εάν και Θεός ευδοκή, το πράγμα δείξει πάντως και αποτελεσθήσεται»20. Στο απόσπασμα αυτό βλέπουμε τον άγιο συγκρατημένο ως προς το θέμα της μελλοντικής αφιέρωσης του Νικηφόρου. Μετά απ' αυτά ο όσιος Αθανάσιος επέστρεψε στο Άγιος Όρος με όσους αδελφούς, πρώην αιχμαλώτους των Αγαρηνών, απελευθέρωσαν οι Ρωμαίοι.



Όμως ο Φωκάς δεν πτοήθηκε και επανήλθε με τη συνδρομή του γέροντος Μεθοδίου, ενός μοναχού από το όρος Κυμινά. Αυτός είχε διαδεχθεί τον θείο του Νικηφόρου, οσίου Μιχαήλ Μαλεϊνού, στην ηγουμενία του μοναστηριού του στο όρος Κυμινά της Βιθυνίας. Σκοπός της αποστολής ήταν να μεταπείσει τον όσιο Αθανάσιο ώστε ν' αναλάβει την ανέγερση της Λαύρας. Μετέφερε γι' αυτό το σκοπό και έξι λίτρες χρυσού.
Επί ένα εξάμηνο αρνιόταν ο όσιος την ανάθεση του έργου. Στο τέλος συγκατένευσε, μετά από θερμές παρακλήσεις του γέροντος Μεθοδίου και ανήγειρε το Κάθισμα (δηλ. ησυχαστήριο με παρεκκλήσι) του Τιμίου Προδρόμου για τον Νικηφόρο21. Τα υπόλοιπα της ανέγερσης της Λάυρας τα έχουμε, ήδη περιγράψει στην προηγούμενη μελέτη μας22. Αυτά συνέβησαν πριν την ανακήρυξη του Νικηφόρου.



Η είδηση της στέψης του αυτοκράτορα Νικηφόρου έφθασε στο Άγιο Όρος, όταν η ανέγερση της Λαύρας ήταν σε εξέλιξη. Τα νέα δεν χαροποίησαν τον άγιο Αθανάσιο. Είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του ησυχία, και επιδόθηκε στους περισπασμούς και τις προσπάθειες, τις μέριμνες που απαιτούσε το δύσκολο αυτό έργο, ειδικά την εποχή εκείνη. Καταλάβαινε ότι η πιθανότητα να εκπληρώσει ο Νικηφόρος την υπόσχεσή του απομακρύνονταν.
Τότε αποφάσισε ο άγιος να εγκαταλείψει το έργο. Προφασίσθηκε ότι μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον νέο αυτοκράτορα. Επιβιβάσθηκε σε ένα πλοίο, αλλά αντί της Κωνσταντινούπολης, αποβιβάσθηκε στην Άβυδο. Εκεί κράτησε μαζί του τρεις από τους αδελφούς. Έγραψε στο πνευματικό του τέκνο ελεγκτική επιστολή, και στο τέλος αποποιήθηκε το έργο της διαποίμανσης του κοινοβίου της Λαύρας. Πρότεινε ως αντικαταστάτη του τον πατέρα Ευθύμιο, μέλος της αδελφότητας.
Εν συνεχεία κατέφυγε στην Κύπρο, όπου κρύφθηκε, μαζί με τον πατέρα Αντώνιο, στην Ι. Μ. των Ιερέων, στην περιοχή της Πάφου. Ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, ψάχνοντας πληροφορίες για τον Άγιο. Αυτός αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να πάει απέναντι στην Μικρά Ασία.

 Εκεί δέχθηκε Θεία αποκάλυψη που τον διέταξε να επιστρέψει στην Λαύρα. Επίσης στην Αττάλεια συναντήθηκε με τον μοναχό Θεόδοτο, που του περιέγραψε την κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η Λαύρα μετά την φυγή του. Τα δυσάρεστα νέα λύπησαν τον όσιο Αθανάσιο, που επέστρεψε γρήγορα και επανέφερε τη Λαύρα στην προηγούμενη κατάσταση καλής και εύρυθμης λειτουργίας. Κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει το Νικηφόρο. Η συνάντηση έγινε τον Μάιο του 964 και υπήρξε συγκινητική.
 Ο Νικηφόρος, ως άλλος Δαβίδ, όχι με βασιλικό αλλά με ταπεινό φρόνημα και με επίγνωση της αμαρτίας του (αθέτηση υπόσχεσης), ζητούσε τη συγγνώμη και την μακροθυμία του Θεού και του οσίου. Ζήτησε θα λέγαμε πίστωση χρόνου για να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Ο όσιος Αθανάσιος είχε λάβει το προορατικό χάρισμα από τον Θεό. Επίσης η σχέση του με τον Φωκά ήταν πνευματικής πατρότητας, με ό,τι αυτό σημαίνει και γνωρίζουν όσοι βρίσκονται στο πετραχήλι κάποιου πνευματικού.

Μπορεί να γνώριζε τα μέλλοντα να συμβούν στον Νικηφόρο; Μπορεί να προείδε τον φρικτό θάνατο με τον οποίο θα τελείωνε; Πιθανόν. Ο βιογράφος παραδέχεται, ότι γνώριζε την μη εκπλήρωση της υπόσχεσης. Γνώριζε ότι ο Νικηφόρος δεν θα γινόταν μοναχός. Η αντίδρασή του, η φυγή του, η άρνηση να ποιμάνει το κοινόβιο, όλα δείχνουν ως προσπάθειες να αφυπνίσουν τον Νικηφόρο, όχι για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να μονάσει, αλλά για να ξεφύγει από τον επικίνδυνο δρόμο, για να ξεφύγει από τον δολοφόνο του. Δυνατή σκηνή.
Ο βασιλιάς επέμενε ότι με την βοήθεια του Θεού θα λάμβανε κάποια στιγμή το μοναχικό σχήμα. Ο άγιος, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι γνώριζε, τουλάχιστον καταλάβαινε ότι οι μέριμνες του βίου, πολλή περισσότερο του βασιλικού αξιώματος είχαν τυλίξει το πνευματικοπαίδι του. Με πατρική στοργή έχαιρε για την μετάνοια του, και τον συμβούλευσε και του κανόνισε την διαγωγή.
Συζήτησαν για την Λαύρα, στην οποία χορήγησε ο βασιλιάς 244 χρυσά νομίσματα και την Ι. Μ. Περιστερών στην Θεσσαλονίκη. Επίσης, μετά από αίτηση του οσίου αυξήθηκε η ετήσια χορηγία του Αγίου Όρους από τρεις σε επτά λίτρες χρυσού. Αυτή ήταν και η τελευταία συνάντησή τους. Αυτές ήταν οι πραγματικές διαστάσεις της.


Εσωτερική πολιτική - νομοθετικό έργο. - Το νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παραγωγικό. Οι εν λόγω αυτοκράτορες συνέβαλλαν ουσιαστικά στην διευκόλυνση του έργου της απονομής δικαιοσύνης, με πλήθος κωδικοποιήσεων των υφιστάμενων νόμων. Στις κωδικοποιήσεις αυτές περιλαμβάνεται πλειάδα εγχειριδίων και ανθολογήσεων, όπως «Εκλογή και σύνοψις των Βασιλικών» και η «Πείρα» Ευσταθίου του Ρωμαίου. Συνέβαλαν στην περαιτέρω εξέλιξη του νομικού συστήματος της αυτοκρατορίας με την έκδοση «Νεαρών», νέων νόμων.

Η επιμέλεια του νομικού συστήματος, θεωρούνταν από τους αυτοκράτορες, ως καθήκον ιερό. Ως συνεχιστές των παλαιών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όφειλαν να ασχολούνται με την νομική επιστήμη, ειδικά οι σοφότεροι εξ αυτών, και να επεμβαίνουν με αλλαγές που, σε ευρύτερη κλίμακα, γίνονταν μεταρρυθμίσεις, στο μέτρο που τις απαιτούσαν, λόγοι κοινωνικοί ή και συγκυριακοί. Έτσι η αυτοκρατορία παρέμενε ευέλικτη και πρωτοστατούσα και στις εξελίξεις του δικαίου, εκτός από την διοίκηση, την οικονομία, την πολιτειακή θεωρία και την κοινωνική διαστρωμάτωση, τομείς στους οποίους πραγματικά υπερείχε τον Ι' αι. μ.Χ.

Οι Νεαρές, όπως έχουν καταγραφεί ανά αυτοκράτορα έχουν ως εξής:

  • 1. Λέων Στ' 113 (ή κατ' άλλους 118)
  • 2. Κωνσταντίνος Ζ' 14
  • 3. Ρωμανός Β' 3
  • 4. Νικηφόρος Β' 7
  • 5. Ιωάννης Α' 1
  • 6. Βασίλειος Β' 5
  • 7. Κωνσταντίνος Η' 2
  • 8. Κωνσταντίνος Θ' 2


Σαν πρώτη παρατήρηση, μπορούμε να πούμε, ότι το νομοθετικό έργο του Νικηφόρου Β', δεν υστερεί ποσοτικά των άλλων μελών της Μακεδονικής Δυναστείας, εξαιρουμένου, βέβαια, του Λέοντος Στ' του Σοφού, και τηρουμένων των αναλογιών.
 Δεδομένης της συνεχούς απουσίας του στα πολεμικά μέτωπα και της ενασχόλησής του με στρατιωτικές επιχειρήσεις, μας εκπλήσσει ο αριθμός των επτά Νεαρών που πρόλαβε να εκδώσει. Αν σ' αυτό προστεθεί και το σύντομο της βασιλείας του, τότε καταλαβαίνουμε, ότι ο Νικηφόρος δεν ήταν μόνο στρατιωτικός αυτοκράτορας. Αντίθετα διέθετε την πολιτική αντίληψη ν' ασχολείται με ακανθώδη ζητήματα, που απαιτούσαν άμεσες λύσεις, και την οξύνοια να βρίσκει τις λύσεις αυτές. Ας δούμε από κοντά τις νεαρές του Νικηφόρου, κατατάσσοντάς αυτές στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, το οποίο ακολουθούσε.

Εκκλησιαστικά ζητήματα.
α) Η Νεαρά περί μοναστηριών
Δύο φλέγοντα ζητήματα απασχόλησαν την σκέψη του Νικηφόρου, σε ότι αφορούσε τις σχέσεις του κράτους, το οποίο κυβερνούσε με την Εκκλησία. Η αύξηση της εκκλησιαστικής και κυρίως της μοναστηριακής περιουσίας, και ο καθορισμός των πολιτικών και των πνευματικών αρμοδιοτήτων σε αυτοκράτορα και Πατριάρχη.
Η εξεύρεση λύσης στα ζητήματα αυτά, από αυτοκράτορες χωρίς διάκριση, πνευματική συγκρότηση και εν τέλει κοινωνική ευαισθησία, όπως ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος, ή ο Θεόφιλος, με μόνη την βιτρίνα της κοινωνικής ή εκκλησιαστικής (από αναρμόδιους να την πράξουν) μεταρρύθμισης, δημιούργησε αναταραχές και έριδες που έκαναν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας να τρίζουν για δεκαετίες.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νέου αυτοκράτορα ήταν η πνευματική του κατάρτιση και συγκρότηση, οι καταβολές του που άπτονταν πνευματικών ανδρών, και η προσωπική του προσπάθεια να βιώσει την ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Είχε, λοιπόν, τα καλύτερα διαπιστευτήρια, γα ν' ασχοληθεί, ως αυτοκράτωρ, με αυτά τα θέματα.

Η Νεαρά (ν19) την οποία εξέδωσε(ετ.964) και προσπαθούσε να λύσει μια σειρά θεμάτων που είχαν να κάνουν με την μοναστηριακή περιουσία, επιγραφόταν «Νεαρά περί των μοναστηρίων, των ξενοδοχείων και των γηροκομίων».


Το κείμενό της, μέρος του οποίου μπορέσαμε να βρούμε, έχει ως εξής: «Τίσι γαρ πειθόμενοι των πατέρων ή πόθεν λαβόντες τας αφορμάς, προς τοσαύτην περιττότητα και μανίας ψευδείς (κατά τον θείον φάναι Δαβίδ) εξήχθησαν; Γης πλέθρα μυρία, φιλοτίμους οικοδομάς, ίππων αγέλας, βοών, καμήλων, άλλων κτηνών αριθμού κρειττόνων, όσαι ώραι κτάσθαι σπουδάζοντες, και την όλην μέριμναν της ψυχής περί αυτά κατατείνοντες, ώστε κατ' ουδέν του κοσμικού βίου και πολλαίς φλεγμαίνοντος ταις φροντίσι τα μοναχικά ταυτί διαφέρειν˙ καίτοιγε των θείων λογίων απεναντίας τούτοις ημίν φθεγγομένων, και φροντίδων τοιούτων απηλλάχθαι το σύνολον διακελευομένων (- μη μεριμνήσητε γαρ φησι, τι φάγητε ή τι πίητε-) και το των πετεινών απράγμον εις όνειδος ημίν προτιθέντων. Τι δε και ο θείος απόστολος; Αι χείρες αύται, φησίν, εμοί τε και τοις συν εμοί διηκόνησαν˙ και, έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα τούτοις αρκεσθησόμεθα. Τον βίον όρα μοι των θείων πατέρων, των εν Αιγύπτω φημι, των εν Παλαιστίνη, των εν Αλεξανδρεία, των αλλαχού πολλαχού γης λαμψάντων, και τούτων ούτως λιτόν ευρήσεις, ούτως απέριττον, ως σχεδόν μόνη ψυχή ζώντας αυτούς αποφαίνειν και της των αγγέλων ώσπερ παραψαύοντας αϋλίας. 

Άλλως δε του Χριστού βιαστήν υπάρχειν την βασιλείαν των ουρανών λέγοντος, και βιαστάς αρπάζειν αυτήν, και δια πολλών θλίψεων δειν ημάς εις αυτήν ελθείν, όταν ορώ τους προς τοιούτον βίον χωρείν επαγγελλομένους και τη υπαλλαγή του σχήματος ώσπερ σημειουμένους τη πολιτεία, σφόδρα του επαγγέλματος καταψευδομένους και αντιφθεγγομένους τω σχήματι, ουκ οίδα πως ουχί σκηνήν καλέσω το πράγμα, και εις βλασφημίαν χωρούν άντικρυς του ονόματος είποιμι του Χριστού. Επεί ουν ούτε αποστολική τις ούτε πατρική νομοθεσία ή των πολυπλέθρων τούτων αγρών και των χωρίον κτήσις των ούτως υπερφυών και φροντίδων πλήθος υπέρ τους καρπούς γεννάν πεφυκότων (πως γαρ ου; Ει γε τούτων μεν η σπουδή το συνωδά πράξαι τε και διδάξαι ταις του Χριστού εντολαίς, εντολή δε Χριστού ου των υλικών κτήσις, αλλ' εκ διαμέτρου μάλλον η των τοιούτων απόκτησις˙ είπερ εκείνου το πωλείν τα υπάρχοντα και διδόναι τοις πτωχοίς), πρόδηλον εστιν, ως ου φιλαρέτου ταύτα πολιτείας ουδ' ακριβείας, αλλά χρείας σωματικής μάλλον, προς το βιωτικότερον (οίμοι) των πνευματικοτέρων αποκλινάντων˙ η χρεία δε τω χρόνω προήλθεν εις αμμετρίαν, ώσπερ φιλείν οίδε τα χείρω δια μικράς αφορμής και της τυχούσης εις μέγα χωρείν. 

Τι τοίνυν παθόντες οι άνθρωποι πράξαι τι των προς Θεόν θεραπείαν και λύσιν αμαρτημάτων κεκινημένοι, παρορώσι μεν εύκολον ούτως και φροντίδων ελευθέραν την του Χριστού εντολήν, το πωλούντας τα όντα διδόναι πένησιν; Ώσπερ δε δύσκολον ταύτην επίτηδες και πραγματωδεστρέραν ποιείν βουλόμενοι, και φροντίδων εγνωκότες πλήθος επισυνάγειν, προς τα μοναστήρια συνιστάν, ξενώνας τε και γηροκομεία εαυτούς κατατείνουσιν; Ων εν μεν τοις προτέροις χρόνοις η σύστασις, έως έτι σπάνις ην των τοιούτων, πολύ το εύλογον είχε και χρησιμώτατον˙ και πως γαρ ου μονιμώτερον είναι το καλόν των συνιστώντων ταύτα, προθυμουμένων των μεν εις ανθρωπίνων σωμάτων τροφήν τε και θεραπείαν, των δε εις ψυχής επιμέλειαν και υψηλοτέρου βίου διαγωγήν. Αφ' ου δε προς πλήθος επιδέδωκε ταύτα και υπέρ την χρείαν εστήκασι και το μέτρον, το έτι παροράν και αφίστασθαι του κατά πολλήν ευπέτειαν αγαθού γενομένου και προς την των ειρημένων σύστασιν ασχολείσθαι, πως αν τις αμιγές είναι κακίας το αγαθόν τούτο, λογίσαιτο και μη τω σίτω φαίη παραμεμίχθαι και τα ζιζάνια; Μάλλον δε πως ου κενοδοξίας είποι προκάλυμμα γίνεσθαι την φιλοθεΐαν, ίνα φανεροί πάσιν ώσιν το καλόν ποιούντες, ώσπερ ουκ αγαπώντες ει μόνους έχουσι μάρτυρας τους παρόντας ης μετίασιν αρετής, αλλά μηδέ τοις επιγινομένοις αγνοείσθαι ταύτην βουλόμενοι; Και ταύτα τίνες; Χριστιανοί, φευ, οι παντί τρόπω λανθάνειν εν τη των αγαθών πράξει κεκελευσμένοι»23.


Την νεοελληνική απόδοση του παραπάνω χωρίου βρίσκουμε στον Κ. Παπαρηγόπουλο. Παραθέτουμε ως έχει: .«[Ο Θεός υπέδειξε πολυειδώς ότι ο πλούτος δεν είναι ο ασφαλέστερος τρόπος του να επιτύχωμεν την της ψυχής ημών σωτηρίαν˙ και όμως εις τα μοναστήρια και τους άλλους ευαγείς οίκους επικρατεί περιφανής η της απληστίας νόσος, την οποίαν βλέπων δεν ηξεύρω τη αληθεία τίνα του κακού να επινοήσω θεραπείαν ή πώς να κολάσω την αμμετρίαν.]

Εις τίνας άραγε των πατέρων πειθόμενοι ή πόθεν άλλοθεν λαβόντες τας αφορμάς προήχθησαν εις τοσαύτην περιττότητα; Αδιακόπως σπουδάζοντες πώς να προσαποκτήσωσι της γης πλέθρα μύρια, και λαμπράς οικοδομάς, και αγέλας βοών, ίππων και καμήλων, άλλων δε κτηνών αναρίθμητα πλήθη, κατατείνουσιν περί ταύτα όλην της ψυχής την μέριμναν, ώστε κατ' ουδέν διαφέρει του κοσμικού βίου ο δια πολλών φροντίδων φλεγμαινόμενος τοιούτος μοναχικός βίος˙ ενώ και τα θεία λόγια ρητώς απαγορεύουσιν αυτοίς τας τοιαύτας φροντίδας, και ο βίος των θείων πατέρων των εν Αιγύπτω και εν Αντιοχεία και εν Αλεξανδρεία και πολλαχού γης διαλαμψάντων, υπήρξεν ούτω λιτός, ούτω απέριττος, ώστε ενόμιζες αυτούς σχεδόν μόνη ψυχή ζώντας και παραψαύοντας ούτως ειπείν της των αγγέλων αϋλίας.

Πλην δε τούτου, όταν αφενός λέγω του Χριστού λέγοντος βιαστήν υπάρχειν την βασιλείαν των ουρανών, και βιαστάς αρπάζειν αυτήν και δια πολλών θλίψεων δεον ημάς εις αυτήν ελθείν, αφετέρου δε βλέπω τους τοιούτον βίον επαγγελλομένους και επί τούτω δι' ιδίου σχήματος διακρινομένους, έπειτα δε σφόδρα του επαγγέλματος καταψευδομένους και αντιφθεγγομένους τω σχήματι, δεν ηξεύρω πώς να μην καλέσω το πράγμα απλήν κωμωδίαν και βλασφημίαν άντικρυς του ονόματος του Χριστού. Πρόδηλος άρα κατάχρησίς εστιν η των πολυπλέθρων τούτων αγρών και των χωρίων κτήσις των ούτως υπερφυών φροντίδων πλήθος υπέρ τους καρπούς γεννάν πεφυκότων. Η δε κατάχρησις αύτη προήλθεν, ως συνήθως συμβαίνει, εις το έσχατον της υπερβολής.

Ουδ' εννοώ τι παθόντες οι άνθρωποι όσοι προαιρούνται να πράξωσί τι επιτήδειον εις θεραπείαν του Θεού και λύσιν αμαρτημάτων, αντί να εκτελέσωσι την εύκολον και φροντίδων ελευθέραν εντολήν του Χριστού, την παραγγέλουσαν το πωλείν τα υπάρχοντα και διδόναι τοις πτωχοίς, επιχειρούσιν εξεπίτηδες, ούτως ειπείν, να καταστήσωσι δύσκολον και πραγματωδεστέραν την εντολήν ταύτην και να επισωρεύσωσιν εις εαυτούς πλήθος φροντίδων συνιστώντες μοναστήρια˙ ως αν δε μη ήρκουν τα μοναστήρια, ιδρύοντες προσέτι ξενώνες και γηροκομία.

Τούτων εν τοις προτέροις χρόνοις η σύστασις, ενόσω ήτο σπάνις αυτών, είχε πολύ το εύλογον και το χρήσιμον, διότι δια τοιούτων καταστημάτων η ευποιία απέβαινε μονιμωτέρα και απεδίδετο εις πολλούς συνάμα ανθρώπους. Αφού όμως επλεόνασαν υπέρ την χρείαν και το μέτρον τα ιδρύματα ταύτα, οι ασχολούμενοι έτι εις σύστασιν νέων τοιούτων, και παραιτούντες την πρόχειρον κατ' ιδίαν αγαθοεργίαν, δεν αναμιγνύουσιν άρα γε την κακίαν μετά της ευποιίας και τα ζιζάνια μετά του σίτου; Μάλλον δε πώς να μην είπω ότι παρ' αυτοίς η φιλοθεΐα γίνεται προκάλυμμα κενοδοξίας, ίνα φανεροί πάσιν ώσι το καλόν ποιούντες, μη αρκούμενοι να έχουσι μάρτυρας της αρετής αυτών μόνο τους παρόντας, αλλά θέλοντες ώστε και οι επιγινώμενοι να μη αγνοώσι ταύτην.

Και ταύτα χριστιανοί όντες, εις ους παραγγέλεται να αποφεύγωσι παντί τρόπω πάσαν περί τας αγαθάς πράξεις επίδειξιν. [Διότι δεν γίνεται άραγε τούτο κατάδηλον, ενώ μύρια έτερα υπάρχουσι τοιαύτα ιδρύματα δια του χρόνου παραμεληθέντα και πολλής δεόμενα συνδρομής και βοηθείας, ημείς αμελούντες αυτών επιχειρούμεν μετά πολλού ζήλου την ίδρυσιν νέων, μόνον και μόνον ίνα φέρωσι ταύτα το ίδιον ημών όνομα, και καθαρώς αναφαίνονται αι ημέτεραι προς αυτά προσφοραί; Δια τούτο και προς την εργασίαν των του Χριστού εντολών υμάς διεγείροντες, και της θεομισούς ταύτης φιλοδοξίας θέλοντες να εκκόψωμεν το κακόνι και σπουδάζοντες, εάν προαιρώμεθα να ποιήσωμεν αγαθόν, διά Θεόν μόνον να ποιώμεν τούτο, και να μη συνάπτωμεν αυτώ και την ανθρώπινην αρέσκειαν, ίνα μη στερρηθώμεν πάντως της του Θεού αντιμισθίας, κελεύομεν τους ευσεβείς τους βουλομένους να πράττωσιν έργα χρηστότητος και φιλανθρωπίας, να πωλώσι τα υπάρχοντα αυτών και να δίδωσιν εις τους πένητας, ακολουθούντες την του Χριστού εντολήν, όστις τοσούτο θέλει ημάς φιλοδαπάνους περί τον έλεον ώστε όχι μόνον όσα χρήματα έχομεν να προσφέρωμεν εις τους χρήζοντας αλλά και αφού δαπανήσωμεν ταύτα, να επιχειρώμεν προθύμως την πώλησιν των κτήσεων.

Εάν δε τινες εισί τοσούτον φιλόκαλοι και μεγαλουργοί ώστε να θέλωσι και μοναστήρια να συνιστώσι και ξενώνας και γηροκομία, ο κωλύων ουδείς. Αλλά επειδή πολλά των εκ πολλού του χρόνου προυπαρχόντων περιέστησαν, καθ' α προείπομεν, εις παντελή απορίαν, εκείνα ούτοι ας επιμεληθώσιν, εις τα κείμενα ας δίδωσι χείρα βοηθείας και περί αυτά ας δείξωσι το φιλόθεον. Ενόσω δε παρορώντες τα προϋπάρχοντα ούτως έχοντα επιχειρούσι την οικοδομήν άλλων νέων, ούτε επαινέσω το πράγμα ούτε επιτρέψω παντάπασι, συνειδώς ότι ουδέν άλλο εστίν ή έρως δόξης κοινής και μανία περί αυτής ομολογουμένη.

Κελεύομεν δε αυτούς να επιμεληθώσι των προλαβόντων και βοηθείας δεομένων ουχί παρέχοντες αγρούς ουδέ τόπους και οικοδομάς (διότι ικανά εισί όσα εξ αρχής έχουσιν) αλλά συντελούντες εις το να καταστήσωσι χρήσιμα ταύτα πάντα, ημελημένα όντα και ακαλλιέργητα δι' απορίαν χρημάτων, επί δε τούτω πωλούντες τους αγρούς και τους τόπους ους έχουσι προς τους θέλοντας των κοσμικών και εκ του τιμήματος αυτών παρέχοντας εις εκείνα οικέτας, βόας ποίμνια και άλλα χρήσιμα κτήνη. Διότι αν αντί τούτων παράσχωμεν εις τα περί ων ο λόγος αυτούς εκείνους τους αγρούς, και τους τόπους ους έχομεν, επειδή ο νόμος εμποδίζει την εκποίησιν των κτημάτων των ανηκόντων εις ευαγή καταστήματα και εκκλησίας, κατ' ουδέν θέλομεν ωφελήσει τα ιδρύματα εκείνα, αφήνοντες αθεράπευτα τα κακώς έχοντα δι' έλλειψιν χρημάτων και εργατών.
 Όθεν από του νυν ουδενί επιτρέπεται να αφιεροί αγρούς και τόπους εις μοναστήρια ή γηροκομεία ή ξενώνας ή μητροπόλεις ή επισκοπάς˙ διότι ουδέν εκ τούτων προκύπτει εις τα καταστήματα ταύτα όφελος.
Εάν δε τινα εξ αυτών τοσούτο κακώς διωκήθησαν, ώστε καταλείφθησαν έρημα τόπων δεν κωλλύεται ως προς ταύτα η των αρκούντων κτήσις, αλλά απαιτείται προς τούτο η βασιλική γνώμη και δοκιμασία. Κελλία όμως και τας καλουμένας λαύρας, εφόσον εν ερήμοις οικοδομούμενα, περιορίζονται εις μόνην της ιδίαν περιοχήν και δεν περιλαμβάνουσιν αγρούς και ετέρας κτήσεις, όχι μόνον δεν εμποδίζωμεν να κατασκευάζωνται, αλλά επαινούμεν μάλλον το πράγμα. Ταύτα παραινών εγώ (ο Νικηφόρος) και νομοθετών, οίδ' ότι τοις πολλοίς μεν και φορτικά λέγειν δόξω, και προς την γνώμην αυτών απάδοντα˙ ων ουδέν εμοί μέλλει, είπερ αρέσκειν κατά τον Παύλον, ουκ ανθρώποις αλλά Θεώ βούλομαι. Τοις δε νουν έχουσι και φρένα και μη εξ επιπολής οράν ησκημένοις, ως το προσπεσών απλώς ταραχήν αυτών επάγειν τη διανοία, αλλά προσωτέρω χωρούσι και συνοράν βάθος πραγμάτων δυναμένοις, και λυσιτελή δόξομεν και ωφέλιμα τοις τε κατά Θεόν ζώσι και τω κοινώ παντί φθέγξασθαι]»24.


Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι πρόκειται για κείμενο αποσπασμένο από την ασκητική γραμματεία των πατέρων. Και πράγματι η εισαγωγή του, κυρίως, που μιλά για την ακτημοσύνη των μοναχών συμφωνεί με τις νουθεσίες των μεγάλων αρχαίων ασκητών της Αιγύπτου, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, τους οποίους επικαλείται25. Εδώ, όμως βρίσκεται η μεγάλη παρανόηση, την οποία επιχειρεί ο νομοθέτης, ίσως όχι εν αγνοία του, εφόσον γνωρίζει τι θέλει να νομοθετήσει και προσπαθεί να το δικαιολογήσει.

 Οι Πατέρες της Εκκλησίας μίλησαν για την αρετή της ακτημοσύνης των μοναχών, των ασκητών και των αναχωρητών, και προέτρεπαν τους εργαζομένους την αρετή να μην κτώνται υλικά, κινητά ή ακίνητα. Δεν μίλησαν ποτέ για ακτημοσύνη της Εκκλησίας, ή των μοναστηριών, πολύ δε περισσότερο των κοινοβίων. Αντίθετα τα κοινόβια χρειάζονται την ιδιοκτησία, για την συντήρησή τους, ιδίως όσα βρίσκονται μακριά από κατοικημένους τόπους. Συμπληρωματικά, η εργασία των πατέρων ενός κοινοβίου, μιας σκήτης, ενός κελίου, το διακόνημα, είναι απαραίτητο για την συντήρησή τους, αλλά και για την πνευματική τους τελείωση. Η εργασία αυτή γινόταν και γίνεται στην ιδιοκτησία της μονής, είτε πρόκειται για χωράφια, είτε για κοπάδια, ή άλλες μοναχικές ασχολίες, και η ειδοποιός διαφορά είναι, ότι δεν γίνεται για ν' αποφέρει υλικό όφελος σ' αυτόν που την εκτελεί.

Αυτό ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου το παραβλέπει. Βέβαια για την ιστορία του ζητήματος, αναφέρουμε, ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός υπέφερε από περιπτώσεις, όπου επιτρεπόταν στους πατέρες μιας μονής να έχουν προσωπική περιουσία για την συντήρησή τους(ιδιορυθμία). Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε ακόμη και στο Άγιο Όρος. Χρειάστηκαν επίπονες προσπάθειες αγιασμένων πατέρων (όπως ο Γέρων Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης και οι μαθητές του ) για να επαναφέρουν τις μονές αυτές στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι στην γραμματολογία των Πατέρων, η ακτημοσύνη αναφέρεται ως αρετή στους μοναχούς, και δεν αφορά την περιουσία της Εκκλησίας ή των Μονών.

Πριν προχωρήσουμε παρακάτω με το κείμενο, καλό θα ήταν να βλέπαμε, ποιο καθεστώς ίσχυε τον Ι' αιώνα και αφορούσε την θέση των μοναστηριών μέσα στην βυζαντινή κοινωνία. Ο πρώτος αυτοκράτορας που ρύθμισε νομοθετικά την ζωή των Μονών και των μοναχών ήταν ο Ιουστινιανός στα μέσα του Στ' αιώνα. Αυτός με τις Νεαρές 5 του 535 μ.Χ. και 133 του 539 μ.Χ έδωσε ισχύ νόμου στους εκκλησιαστικούς κανόνες και ρύθμισε τα του μοναχικού βίου με τρόπο βιώσιμο, ώστε λίγα στοιχεία των νόμων αυτών άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου.

Καθ' όλη τη διάρκεια της εικονομαχίας, το βάρος του αγώνα ενάντια στους εικονομάχους βασιλείς σήκωσαν κυρίως οι μοναχοί, και στήριξαν με την ανυποχώρητη στάση τους την Εκκλησία και την κοινωνία της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Οι μονές υπήρξαν γι' αυτό, στόχος σφοδρών επιθέσεων εκ μέρους της εικονομαχικής Πολιτείας. Με την λήξη της εικονομαχίας άρχισε περίοδος ακμής για τα μοναστήρια που υποστήριξαν την Ορθοδοξία, όπως η Ι.Μ. του Στουδίου. Νέες Μονές ιδρύονται και το καινούργιο στοιχείο είναι η ρύθμιση της ζωής της να γίνεται βάσει Τυπικού, δηλ. ιδρυτικού καταστατικού χάρτη, τον οποίο συντάσσει ο ιδρυτής του μοναστηριού. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που φανερώνει τον ανεξάρτητο και αποκεντρωτικό χαρακτήρα του ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού, κατά το πρότυπο των Επισκοπών και των Ενοριών, που οδηγεί στην συνοδική διοίκηση, σε αντίθεση με τον δυτικό μοναχισμό που, όπως και η υπόλοιπη λατινική Εκκλησία υπάγεται στον ένα στη Ρώμη.

Ο αποκεντρωτικός αυτός χαρακτήρας επέτρεψε την κτήση από τις Μονές περιουσίας διάφορης της υπόλοιπης εκκλησιαστικής, δηλ. ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία αυτή αποτελούσε προϊόν δωρεών κατά το μεγαλύτερο μέρος σε ακίνητα. Καθιστούσε έτσι τα μεγαλύτερα εκ των μοναστηριακών συγκροτημάτων σε αυτόνομες παραγωγικές μονάδες. Στη συνέχεια σειρά ευεργετημάτων από αυτοκράτορες επέτρεπε φορολογική ατέλεια στις μονές, αυτές ειδικά που επιτελούσαν κοινωνικό έργο ταυτόχρονα με το πνευματικό. Αυτές στις οποίες ήταν προσκολλημένο κάποιο ευαγές οίκημα, ξενώνας, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, απαλλασσόταν από τις περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις προς το κράτος. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε οικονομικούς όρους του σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μοναστήρια εξελίχθηκαν σε επενδύσεις υψηλής απόδοσης για κοσμικούς ιδρυτές-μεγαλογαιοκτήμονες που προσπαθούσαν να βρουν τρόπους φοροαπαλλαγής ή νόμιμης φοροδιαφυγής.
Έτσι με την ίδρυση ενός μοναστηριού (αυτή η κατηγορία ονομαζόταν αυτοδέσποτες) και την ανέγερση ενός ευαγούς καταστήματος, ο οποιοσδήποτε κτήτορας μπορούσε να το προικοδοτήσει με την προσωπική του περιουσία, που στην περίπτωση των δυνατών αυτή περιελάμβανε εκτός από αγροτεμάχια, και χωριά ολόκληρα, με τις οικογένειες και τις οικοσκευές τους και τα κοπάδια τους. Έτσι μια τεράστια παραγωγική έκταση, υπό το ψευδές πνευματικό περίβλημα, καθίστατο ατελής και το κράτος έχανε από τους φόρους αλλά και τους στρατιώτες που μπορούσε αυτή δια της «στρατείας» να προσφέρει.

Αυτές ήταν κάποιες ειδικές περιπτώσεις και όχι ο κανόνας. Κατά κανόνα τα περισσότερα μοναστήρια προσεκτώντο έκταση γης ικανή για τις ανάγκες τους. Το περισσότερο έμενε συνήθως ακαλλιέργητο, λόγω λειψανδρείας. Τότε το μοναστήρι έρχονταν σε δυσχερή οικονομικά θέση. Για ν' αποτρέψουν την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, είτε λόγω ανάγκης, είτε λόγω κακοδιαχείρισης, οι αυτοκράτορες είχαν ορίσει τα κτήματα αυτά να μένουν αναπαλλοτρίωτα. Συνέχιζαν, λοιπόν, να υφίστανται μοναστήρια με την ιδιοκτησία τους, ακόμα και όταν δεν επανδρώνονταν από πατέρες (ως νομικά πρόσωπα θα λέγαμε σήμερα).
Αυτές τις δύο δύσκολες περιπτώσεις προσπάθησε να θεραπεύσει η παραπάνω Νεαρά 19 του Νικηφόρου.

 Και επανερχόμαστε στο κείμενο. Αφού προσπεράσουμε την ασθενή «θεολογία» της βλέπουμε ότι σαν πρώτη προσπάθεια επιχειρεί να κατευθύνει το ενδιαφέρων των δωρητών στα ήδη υπάρχοντα μοναστήρια και κελιά, κυρίως σε αυτά που βρίσκονται στην ύπαιθρο, μακριά από κάποια μεγάλη πόλη και χρήζουν άμεσης βοήθειας. Απαγορεύει την ανέγερση νέων μοναστηριών στις πόλεις ενώ επιτρέπει την ανέγερσή τους στην ύπαιθρο, στις παραμεθόριες περιοχές , δίνοντας οδηγία προτιμήσεως σε αυτά που ήδη υπάρχουν και μάλιστα τα άπορα. Επίσης απαγορεύει την δωρεά κτημάτων στα μοναστήρια, τα κοινωφελή ιδρύματα, και τις Επισκοπές, εφόσον έτσι καθίσταντο άχρηστα για το κράτος. Προτρέπει την πώληση αυτών και την δωρεά χρημάτων ή άλλων κινητών μέσων που θα επέτρεπε την αξιοποίηση των κεκτημένων. Και πάλι ο προνοητικός νομοθέτης εξαιρεί τις περιπτώσεις μοναστηριών που για οποιοδήποτε λόγο βρέθηκαν χωρίς ακίνητη περιουσία, κι έτσι δυσκολεύονται να συντηρηθούν. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η δωρεά κτημάτων, με προϋπόθεση τη βασιλική άδεια.

Αυτά νομοθέτησε σε γενικές γραμμές ο Νικηφόρος. Ο τίτλος της Νεαράς είναι παραπλανητικός. Ούτε με τα μοναστήρια ασχολείται, ούτε με τους ξενώνες, ούτε με τα γηροκομεία. Δεν βλέπουμε κάποια νεαρά που να ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας τους, ούτε ασχολείται με την περιουσία τους.
Η περιουσία των ιδρυμάτων παραμένει περιουσία των ιδρυμάτων, και η λειτουργία τους ως έχει.
Το μόνο με το οποίο ασχολείται η νομοθετική αυτή ρύθμιση είναι η πρόθεση των δωρητών. Συγκεκριμένα αφορά εκείνους τους δωρητές, που με το δεξί έβγαζαν από την τσέπη και με το αριστερό έβαζαν περισσότερα. Οι υστερόβουλοι αυτοί δωρητές τώρα πια δεν θα μπορούσαν να δωρίσουν τα δικά τους κτήματα στα δικά τους μοναστήρια, και με την απαγόρευση ανέγερσης νέων μοναστηριών δεν θα έβρισκαν μιμητές οι ψευτοδωρεές τους.
Αντίθετα σ' αυτούς που ήθελαν να ωφελήσουν, τώρα ο Νικηφόρος έδειχνε τον τρόπο, να ωφελήσουν δηλαδή, αυτούς που πραγματικά είχαν ανάγκη, δίδοντας τα μέσα, είτε χρήματα ήταν αυτά, είτε εργαλεία, είτε ζώα. Αυτούς στόχευε η νεαρά. Ούτε τα μοναστήρια, ούτε την Εκκλησία, εν γένει. Και πως θα μπορούσε ο Νικηφόρος να στραφεί ενάντια στο ίδιο του το έργο, εννοούμε την ανέγερση της Λαύρας στο Άγιον Όρος! Αλλά ούτε και πρωτότυπη ήταν. Πριν από αυτόν ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός είχε απαγορεύσει την αφιέρωση γης σε μονές, από προσερχόμενους στον μοναχικό βίο, ιδιοκτήτες. Αυτόν τον νόμο επέκτεινε ο Νικηφόρος.

Δυστυχώς το διάταγμα δεν εφαρμόστηκε. Η Δολοφονία του ακύρωσε το νομοθετικό του έργο. Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης σε ένα θέμα που ενδιέφερε την πολιτεία έπεσε στο κενό. Στα τέλη του αιώνα μια καινούργια προσπάθεια έγινε με το θεσμό της «χαριστικής δωρεάς». Ούτε αυτή η προσπάθεια απέδωσε, εκτός του ότι ευεργέτησε συγκεκριμένα άτομα, όπως τον Μιχαήλ Ψελλό, ιδιοκτήτη δεκαπέντε μοναστηριών ως χαριστικίων, με την εκμετάλλευση φυσικά των κτημάτων τους26. Η αποτυχία και αυτών των μέτρων οδήγησε τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό στην εφαρμογή του δικού του δημοσιονομικού προγράμματος, όχι αναγκαστικά αλλά επειδή το ήθελε. Με βάσει αυτό το πρόγραμμα ανακλήθηκαν προγενέστερες δωρεές σε μοναστήρια και προστέθηκαν στην περιουσία του στέμματος, ενώ σε αυτά άφησε αρκετά για να ζήσουν, όχι με πολυτέλεια27. Όλες αυτές οι αποτυχημένες προσπάθειες προσαρμογής της αυτοκρατορίας σε μια εξελικτική πορεία, από τους διαδόχους του Νικηφόρου, μας φέρνουν στο μυαλό την παρατήρηση του Ν. Σβορώνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη. Την παρατήρηση αυτή, αν και απόλυτη, θα την θυμηθούμε και παρακάτω.

Στο σημείο αυτό πρέπει να διερευνήσουμε τις συνθήκες και τα αίτια που οδήγησαν στην παρεξήγηση της παραπάνω Νεαράς. Για δεκαετίες η βυζαντινή ιστοριογραφία ήταν όμηρος της σοβιετικής θεώρησης, ειδικά στα θέματα αγροτικής οικονομίας. Οι σοβιετικοί ιστορικοί επέμενα να βλέπουν στις δομές του Βυζαντίου/Ρωμανίας αντίγραφα του δυτικού φεουδαρχικού συστήματος. Θεωρούσαν του «δυνατούς» ως ανατολικά αντίστοιχα των φράγκων αριστοκρατών και φυσικά γι' αυτούς στις δομές της κοινωνίας η ταξική πάλη συνέχιζε τον αγώνα της.

Για τον Ostrogorsky και τον Vassiliev οι Ζ' και Η' αιώνες είναι οι χρυσοί αιώνες του ελεύθερου αγρότη και συγκεκριμένα του Σλάβου αγρότη28. Ακολουθώντας πιστά την αριστερή αντίληψη της ιστορίας αντιμετώπιζαν την Εκκλησία και τα Μοναστήρια ως ταξικό εχθρό εφόσον κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης.
Με όλα τα παραπάνω, κάθε προσπάθεια κρατικού ελέγχου αντιμετωπίσθηκε, ως ταξικός αγώνας, μια πάλη ανάμεσα στο κράτος (που γι' αυτούς αντιστοιχούσε με το κόμμα) και τους καπιταλιστές του Ι' αι. δηλ. τους γαιοκτήμονες.
Ως ένα επεισόδιο του αγώνα αυτού, χαιρέτησαν την παραπάνω Νεαρά οι Σοβιετικοί και βιάστηκαν να την συγκρίνουν με τις πρακτικές εικονομάχων αυτοκρατόρων29. Στη σκέψη τους ήταν μια ακόμη προσπάθεια προστασίας του μικρού ιδιοκτήτη γης από τις αρπακτικές διαθέσεις του τσιφλικά μεγαλογαιοκτήμονα.
Αυτοί οι ιστορικοί θεώρησαν και τις ήττες του 1071 και 1204, ως αποτέλεσμα της αυξημένης επιρροής των «δυνατών». Η εικόνα αυτή, που είχαν δημιουργήσει για την αγροτική οικονομία του Βυζαντίου/Ρωμανίας έχει αρχίσει να μεταβάλλεται την τελευταία τριακονταετία με τις εργασίες των Paul Lemerle και A.P. Kazhdan30. Το έργο της απαλλαγής της Ιστορίας του Βυζαντίου από τις αριστερές επιρροές συνεχίζουν σήμερα και άλλοι αξιόλογοι επιστήμονες.

Στην δυτική πλευρά των συνόρων της αυτοκρατορίας, η επεξήγηση πρακτικών και πολιτικών, δεν ακολουθούσε τελείως διαφορετικό δρόμο. Ιστορικοί, όπως ο χαριτωμένος οδοντίατρος Gustave Schlumberger, παρά την επιστημοσύνη τους, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τις καθολικές επιρροές τους.
Αυτοί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τον ανατολικό ορθόδοξο μοναχισμό τον ΙΓ' αιώνα (ησυχαστικές έριδες), περίοδο στην οποία οι δυο εκκλησίες ήταν ακόμα κοντά, θα τον καταλάβαιναν τον ΙΘ'; Γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, απότοκο του φεουδαρχικού συστήματος, και στην δικιά τους βολανδιστική οπτική, η αιρετική Γραικία, ήταν η περίοδος παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Αλλά και για τους φωτισμένους επιστήμονες της λογικής(raison) η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι η περίοδος των «προκαταλήψεων και του Χριστιανισμού»(Γίββων). Για όλους αυτούς που η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία ήταν ένας αφορισμός, η παραπάνω Νεαρά τους έδωσε την ψευδαίσθηση, ότι στηρίζει τις απόψεις τους. Ευτυχώς αυτό πολύ απέχει από την αλήθεια. Δείξαμε το πραγματικό νόημα του νόμου και σε ποιους απευθύνεται. Συνεπώς δεν απομένει να μνημονεύσουμε για άλλη μια φορά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη που μας πρόσφερε στο έργο του την ορθή ερμηνευτική των ιστορικών γεγονότων31.

β) ο τόμος
Ένα δεύτερο ζήτημα της εκκλησιαστικής πολιτικής του Νικηφόρου αποτελεί ένας «μυστηριώδης» τόμος, για την ψήφιση του οποίου από την σύνοδο της Εκκλησίας, υποτίθεται ότι άσκησε όλη την αυτοκρατορική επιρροή του. Η ανάκλησή του ήταν ο απαραίτητος όρος του Πατριάρχη Πολύευκτου, για αποδοχή του Ιωάννη Τσιμισκή στην Εκκλησία, μετά την δολοφονία του νόμιμου αυτοκράτορα και την ανακήρυξή του.

Ας δούμε, πρώτα τι γράφουν σχετικά οι πηγές.
Στον Λέοντα τον Διάκονο διαβάζουμε: «και προσέτι τον τόμον τη συνόδω προσαποτίση, ον ο Νικηφόρος παρά το εικός ενεώχμωσεν. Ο γαρ Νικηφόρος, είτε τα θεία προς τινων των ιερών κινούμενα βουλόμενος διορθούν, ως ώετο, είτε κατεξουσιάζειν και των ιερών, όπερ εκσπονδον ην, τόμον σχεδιάσαι τους ιεράρχας κατεβιάσατο, μήτι των εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτός της εκείνου ροπής ενεργείν»32.

 Ο Σκυλίτζης λέει σε γενικές γραμμές τα ίδια με το δικό του ύφος: «Ο Νικηφόρος Φωκάς και το δει πάντων χαλεπώτερον, και νόμον εκθέμενος, εν ω και τινες επίσκοποι των ευριπίστων και κολάκων υπέγραψαν, διοριζόμενον, μη ανευ της αυτού γνώμης και προτροπής επίσκοπον ή ψηφίζεσθαι ή προχειρίζεσθαι»33.
Ο Σκυλίτζης διασαφηνίζει ότι το «μήτι των εκκλησιαστικών πραγμάτων εκτός της εκείνου ροπής» είναι η ενθρόνιση των επισκόπων. Επίσης συμπληρώνει, ότι προσπαθούσε να επιβάλει έλεγχο στα έξοδα της κηδείας των επισκόπων, πράγμα δυσάρεστο για αυτόν (τον Σκυλίτζη).

Ο λαλίστατος Ζωναράς δίνει την δική του εξήγηση στον τόμο αυτό. «είτα των τότε αρχιερέων και του αρχιποιμένος Πολυεύκτου διαφερομένων περί των ψήφων, και των μεν εις εαυτούς ελκόντων την άδειαν του ψηφίζεσθαι ους αν εγκρίνοιεν, του δε τας ψήφους αιτιουμένου ως ουκ απαθώς γινομένας ουδέ κατά γνώμης ευθύτητα και σπεύδοντας κοινούσθαι αυτώ τους αρχιερείς περί των μελλόντων ψηφίζεσθαι, ο βασιλεύς αφορμής εκ τούτου δραξάμενος εις οικείαν εξουσίαν το παν της των επισκόπων μετήνεγκε προχειρίσεως, μηδένα κελεύσας γνώμης άτερ αυτού εις εκκλησίαν οιανδήτινα στέλλεσθαι˙»34. O Zωναράς είναι πιο επεξηγηματικός ως προς την αιτιολόγηση της υπόθεσης.

Το πρώτο θέμα που ανακύπτει από την μελέτη των πηγών αφορά την προέλευση της νομοθετικής ρύθμισης. Το θέμα ξεκαθάρισε με επιτυχία η Αικ. Χριστοφιλοπούλου35, τονίζοντας, ότι εφόσον οι πηγές μιλάνε για «τόμο» εκτός του Σκυλίτζη, που αρχικά μιλά για «νόμο» και εκ των υστέρων διορθώνει σε «τόμο». «Τόμος» είναι εξειδικευμένος όρος για εκκλησιαστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Συνεπώς η διάταξη εκδόθηκε από την Εκκλησία, δεν ήταν Νεαρά του Νικηφόρου. Βέβαια, υπάρχει πάντα η μαρτυρία των Σκυλίτζη και Ζωναρά, που πείθει ότι ο ανωτέρω τόμος ήταν προϊόν της άσκησης πίεσης από τον Νικηφόρο στους Αρχιερείς. Και κατά τον Ζωναρά, όσοι δεν υπέγραψαν, εξορίστηκαν, κατά τον Σκυλίτζη με την άνοδο του Τσιμισκή επέστρεψαν οι εξόριστοι επίσκοποι. Το ότι επρόκειτο για εκκλησιαστικό νομοθέτημα επιβεβαιώνει ο τρόπος κατάργησής του, όχι με αυτοκρατορική νεαρά ανακλητική της προηγούμενης, αλλά με παράδοση του εγγράφου στον Πατριάρχη.

Τα θέματα που αφορούν το επεισόδιο αυτό χρειάζονται περισσότερη προσοχή από τις λίγες γραμμές που αφιερώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Πως γινόταν η εκλογή πατριάρχη, μητροπολιτών και επισκόπων, μέχρι τότε; Γιατί έριζαν Πατριάρχης και σύνοδος; Γιατί επενέβη ο αυτοκράτωρ; Ποια ήταν η σύνοδος των επισκόπων και πως νομιμοποιούνταν; Τι είχε αλλάξει στις σχέσεις εκκλησίας πολιτείας και ποια η δυναμική αυτής της αλλαγής; Νομίζουμε ότι οι απαντήσεις θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο αυτή των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας.

Στον Καραγιαννόπουλο διαβάζουμε: «Οι επίσκοποι εξελέγοντο από τον μητροπολίτην εκ τριών ονομάτων προτεινομένων υπό της επαρχιακής συνόδου. Τους μητροπολίτες επέλεγε καταρχάς μόνος ο πατριάρχης, αργότερον η ενδημούσα σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, πάλιν εκ τριών υποψηφίων. Την εκλογή επεκύρωνε ο αυτοκράτωρ. Το δικαίωμα τούτο διετήρησεν ούτος μέχρι τέλους της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και το δικαίωμα προαγωγής ή και υποβιβασμού των ανωτέρων κληρικών»36.

Με τα παραπάνω συμφωνούν οι John Haldon και Steven Runciman. Αν στο διαδικαστκό αυτό προσθέσουμε την αναδειξη του Πατριάρχη τυπικά από την σύνοδο, ουσιαστικά από τον αυτοκράτορα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πολιτικός άρχοντας και στην προκειμένη περίπτωση ο Νικηφόρος, ούτως ή άλλως, άμεσα ή έμμεσα, εμπλέκονταν στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Αυτό, λοιπόν, που οι Ζωναράς, Σκυλίτζης περιγράφουν με έκπληξη και αποτροπιασμό, είναι η καθημερινότητα. Η επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, πάλι σύμφωνα με τον Καραγιαννόπουλο, γινόταν με δύο τρόπους. Είτε μετά από πρόσκληση των εκκλησιαστικών κύκλων, των ενδιαφερομένων δια την ορθοτόμηση της αληθείας και την επικράτηση της ορθής πίστεως, είτε από την ανάγκη διατήρησης της ενότητας του κράτους38.

Σε πρακτικό επίπεδο τα παραπάνω σήμαιναν , ότι ο αυτοκράτορας ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, καλούσε τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, καθόριζε τα όρια των μητροπόλεων, αναμιγνύονταν στην εκλογή επισκόπων, μητροπολιτών και αυτού του πατριάρχη. Με την υπογραφή του επικύρωνε τα πρακτικά των συνόδων ή εξέδιδαν διατάγματα εκκλησιαστικού ακόμη και δογματικού ενδιαφέροντος. Η Εκκλησία αποδέχονταν ως διαμεσολαβητικό τον ρόλο του Βασιλέα.

Από πού πήγαζε, όμως αυτή η εξουσία του αυτοκράτορα; Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το καινούργιο κράτος, το εκχριστιανισθέν imperium romanorum σύγκειται εκ δύο στοιχείων. Το Κράτος και την Εκκλησία. Τα δύο αυτά στοιχεία όφειλαν να συνεργάζονται αρμονικά και να αλληλοβοηθούνται για την εκτέλεση της αποστολής τους, που είναι διαφορετική. Έτσι εκκλησιαστικοί κανόνες γίνονται νόμοι του κράτους και σε πολλές περιπτώσεις επίσκοποι μετατρέπονται σε πολιτειακούς ή/και δικαστικούς παράγοντες. Αυτή η αρμονική συμβίωση είχε προσδώσει στην Εκκλησία πολιτικό κύρος και πολλά άλλα δικαιώματα, απαιτούσε, όμως την αποδοχή εκ μέρους της, της αυτοκρατορικής εικόνας, της εκχριστιανισμένης, είναι αλήθεια, αυτοκρατορικής ιδεολογίας.

Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας και πάντες, όσο μεγάλο κύρος και δύναμη και επιρροή στο λαό και αν είχαν όφειλαν να υποτάσσονται στην εξουσία του, και να τον βοηθούν στην άσκησή της. Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με τα πιστεύω των Ρωμαίων της εποχής, είναι ο «Νικητής και Ειρηνικός», είναι ο αντιπρόσωπος και αξιωματούχος του Χριστού στη γη39. Από πλευράς άσκησης της νομοθετικής εξουσίας είναι ο «έμψυχος νόμος»40, κατά την ρήση του Θεμίστιου. Αυτή η πεποίθηση ήταν συνυφασμένη με την οικουμενικότητα της αυτοκρατορίας, την οποία αποδεχόταν η Εκκλησία και διετύπωνε στο προσωνύμιο «Οικουμενικός» του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μέσα στους κόλπους τις Εκκλησίας υπήρχαν πάντα φωνές που αντιτίθονταν σ' αυτήν την σιωπηλή αποδοχή εκ μέρους της, π.Χ. ο Όσιος Κορδούης ή ο επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβρόσιος, της ανεξέλεγκτης πολλές φορές επέμβαση του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά. Αυτές οι φωνές έθεταν ως απαράβατο όριο, ως τελευταία γραμμή υποχώρησης, τις επεμβάσεις στα δογματικά θέματα. Σ' αυτά δεν δέχονταν η Εκκλησία καμιά παρέμβαση, καμιά διαλλαγή.

Τις κατά μεγάλο μέρος αρμονικές σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας διατάραξε η Εικονομαχία. Την περίοδο αυτή, ο αυτοκράτορας, επιβάλει με κάθε μέσο τις αποφάσεις του, χωρίς καμιά λεπτότητα, ή σεβασμό στον δεύτερο ιεραρχικά μεγαλύτερο θεσμό του κράτους του, τον πρώτο σε πνευματικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή διατυπώνονται πρώτη φορά απόψεις για χωρισμό κράτους και εκκλησίας, δικαιολογημένα, αφού ο μόνος χαμένος στη σχέση αυτή είναι η Εκκλησία και οι πιστοί της. Με την νίκη, όμως τις Ορθοδοξίας και την επικράτηση των εικόνων οι σκέψεις αυτές παραμεθοριοποιούνται. Υπάρχει, τώρα, μια καινούργια δυναμική, διότι η Εκκλησία, ο Πατριάρχης έχουν αναβαθμισθεί στην ρωμαϊκή κοινωνία. Το ρόλο που δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας ο αυτοκράτορας, ως στυλοβάτης, ως υπερασπιστής της πίστης, αποδίδει τώρα η κοινωνία στα μοναστήρια και τους μοναχούς. Εκφραστικότερο σύγγραμμα της νέας τάσης η «Επαναγωγή»41 του Μεγάλου Φωτίου. Σαν σχέδιο νόμου προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την ισορροπία στις σχέσεις αυτοκράτορα- Πατριάρχη. Φυσικά δεν ψηφίστηκε κι αποτέλεσε αιτία της δεύτερης απομάκρυνσής του από τον μαθητή του Λέοντα Στ', το 886 μ.Χ.

Με τις εξελίξεις αυτές δυο τάσεις δημιουργούνται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν αποτελούν αντίπαλες ομάδες, δεν αγωνίζονται να ξεπεράσουν η μια την άλλη. Δεν υπάρχει ίχνος αντιπαράθεσης ανάμεσά τους. Συζητούν για τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να επεμβαίνει η Πολιτεία, συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας, στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η μία άποψη πρεσβεύει, ότι η Πολιτεία δεν πρέπει να αναμιγνύεται καθόλου με τα εκκλησιαστικά. Αυτοί η μερίδα είναι οι «ζηλωτές» και προέρχονται από την παράταξη εκείνη, που τον Θ' αιώνα, μετά την επικράτηση των εικόνων, συζητούσαν την απομάκρυνση των κληρικών (ιερέων, επισκόπων) που είχαν ενδώσει στις πιέσεις των εικονομάχων.

Σ' αυτήν την παράταξη, βλέπει τις ρίζες του ζηλωτικού κινήματος του ΙΔ' αιώνα, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός42. Στην απέναντι πλευρά βρίσκονται οι «Πολιτικοί», υποστηρικτές της συνέχισης της συνεργασίας πολιτείας και Εκκλησίας. Φυσικά και αυτοί θα επιθυμούσαν να μην επεμβαίνει τόσο έντονα στα της Εκκλησίας, αλλά δεν θα ήθελαν να δουν αναζωπύρωση της προηγούμενης διένεξης, ούτε να διχάσουν τον λαό. Γι' αυτό και είναι πιο διαλλακτικοί. Είναι αυτοί που ο Σκυλίτζης κακοχαρακτηρίζει ως «ευρίπιστους» και «κόλακας». Βέβαια ο Σκυλίτζης δεν ανήκει σε καμιά από τις παραπάνω παρατάξεις, εφόσον είναι μέλος της δημοσιοϋπαλληλικής «κάστας» συνεπώς μπορεί να εκφράζει άποψη αβασάνιστα και ανεύθυνα, με την αφέλεια της χρονικής απόστασης που τον χωρίζει από τα γεγονότα και την αδικαιολόγητη άγνοια της θουκιδίδειας υπευθυνότητας. Αυτές οι δύο παρατάξεις συνδιαλέγονταν στους κόλπους του Πατριαρχείου43. Τον Ι' αι. έδαφος κέρδιζε η Εκκλησιαστική Οικονομία χάριν της ειρήνης του Κράτους.

Με βάσει τα παραπάνω μπορούμε να ρίξουμε φως στην υπόθεση του τόμου και να δώσουμε μια λογική ερμηνεία. Βλέπουμε την διένεξη Πατριάρχη και συνόδου αρχικά, για την εκλογή των Μητροπολιτών, που μέχρι τώρα γινόταν από την Ενδημούσα Σύνοδο. Όπως τόνισε και ο Καραγιαννόπουλος παραπάνω, είμαστε σε φάση αλλαγής και τώρα ζητά δικαίωμα λόγου και ο Πατριάρχης, ο οποίος δεν θέλει να υστερεί από τον αυτοκράτορα, που ήδη επικυρώνει την εκλογή. Στην διένεξη εκλήθη ο Νικηφόρος να δώσει την λύση, όπως γινόταν ανέκαθεν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε την Σύνοδο, όπως έπρατταν πάντα οι αυτοκράτορες σε παρόμοιες περιπτώσεις, και δεν είναι απίθανο να προήδρευσε κιόλας. Είχε, όμως, τις δικές του προτεραιότητες. Για να τις καταλάβουμε πρέπει να σκεφτούμε ότι επίκειτο η απελευθέρωση της Αντιόχειας και η ένταξη του εκεί Πατριαρχείου, που μέχρι τότε ήταν in partibus, στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Επίσης στα σχέδιά του ήταν και η απελευθέρωση των Ιεροσολύμων, οπότε και το εκεί Πατριαρχείο, σε κάποιο πιο μακρινό χρόνο θα εντάσσονταν ξανά στην χριστιανική αυτοκρατορία. Κάποια, λοιπόν, θέματα έπρεπε να λυθούν εκ των προτέρων.

 Η δυσκολία έγκειτο στο εθιμικό δίκαιο, που είχε δημιουργηθεί μετά την κατάληψη των Πατριαρχείων αυτών από τους Άραβες. Τότε, το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο ήταν αυτό της Κωνσταντινούπολης. Τα σύνορά του συνέπιπταν με τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Κάθε επαρχία που απελευθερωνόταν, υπαγόταν στην δικαιοδοσία του σε Ανατολή και Δύση. Με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων η επιρροή του ξεπέρασε τα όρια της αυτοκρατορίας. Τι θα γινόταν, λοιπόν, τώρα, που ένα ακόμη Πατριαρχείο θα εντασσόταν στην περιφέρεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας; Τα πνευματικά και τυπικά ζητήματα στις σχέσεις των Πατριαρχείων, τα είχαν λύσει οι Οικουμενικές Σύνοδοι από καιρό. Ίσως να προέκυπταν προβλήματα αρμοδιότητας τοπικά, αλλά εκείνο που μάλλον ενδιέφερε περισσότερο τον Νικηφόρο, όπως και κάθε άλλο αυτοκράτορα, αν βρισκόταν την δεδομένη χρονική στιγμή στην θέση του, ήταν η αρμοδιότητα του πολιτειακού παράγοντα, επί της εκλογής του Πατριάρχη Αντιοχείας και των εκεί μητροπολιτών και επισκόπων (και αργότερα και των Ιεροσολύμων).

Θυμήθηκε, λοιπόν, το έγγραφο που είχαν υπογράψει σύγκλητος και Πατριάρχης στην σύσκεψη πριν την στάση του, και είχαν συμφωνήσει «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες...»44. Χρησιμοποίησε το έγγραφο με τις υπογραφές των επισήμων και του Πατριάρχη, που επικύρωνε την αρμοδιότητά του στους διορισμούς. Πιστεύω, πως ο Πολύεκτος, όταν υπέγραφε το κείμενο είχε κατά νου πολιτικούς και όχι εκκλησιαστικούς διορισμούς, αλλά η ασάφεια της διατύπωσης έδωσε την ευκαιρία στον αυτοκράτορα να διευρύνει τα δικαιώματά του, στην εκλογή των μητροπολιτών και έμμεσα των επισκόπων, από απλή επικύρωση, σε δικαίωμα λόγου, δηλαδή πρόταση υποψηφίου (ενδεχομένως να μπορούσε να μπλοκάρει και κάποια υποψηφιότητα που δεν θα ήταν της αρεσκείας του). Για να δώσει, όμως, ισχύ στο έγγραφο με την υπογραφή του Πατριάρχη, έπρεπε να το επικυρώσει η Σύνοδος, ώστε να γίνει «Τόμος».

Οι Μητροπολίτες που αποτελούσαν την ενδημούσα Σύνοδο είχαν τις δικές τους απόψεις, στο ρόλο που μπορούσε να έχει ο αυτοκράτορας. Άλλοι ανήκαν στους ζηλωτές και άλλοι στους πολιτικούς. Και οι μεν αντιτάχθηκαν στην υπογραφή του «Τόμου», ενώ άλλοι τον υπέγραψαν. Εδώ, τώρα υπάρχει πάλι ένα λεπτό σημείο. Ποια είναι η Ενδημούσα Σύνοδος; Η Ενδημούσα είναι οι Σύνοδος των Μητροπολιτών και Επισκόπων που βρισκόταν μια δεδομένη χρονική στιγμή στην Κωνσταντινούπολη και βοηθούσε τον Πατριάρχη στη λήψη αποφάσεων.

Βάσει νόμου ένας ιεράρχης απαγορευόταν ν' απουσιάζει από την έδρα του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βάσει ενός άλλου νόμου, επιτρεπόταν με την άδεια του αυτοκράτορα να παραμένει ιεράρχης στην πρωτεύουσα και να μετέχει στην ενδημούσα σύνοδο. Συνεπώς ο Νικηφόρος μπορούσε να στείλει τους ιεράρχες που δεν υπέγραφαν στην έδρα τους και να κρατήσει μια Σύνοδο φίλα προσκείμενη στην πολιτική του. Όπερ και έπραξε. Αυτό οι Ζωναράς και Σκυλίτζης ονομάζουν εξορία των επισκόπων που διαφωνούσαν και τους οποίους μετεκάλεσε ο Τσιμισκής μετά την στέψη του. Για τον Ζωναρά και τον Σκυλίτζη η επιστροφή ενός επισκόπου στην επισκοπή του και ενός μητροπολίτη στην μητρόπολή του είναι εξορία. Βέβαια, για τον Ζωναρά που έγραψε την ιστορία του έγκλειστος σ' ένα μοναστήρι μακριά από την αγαπημένη του αυλή, υπάρχουν συνειρμοί που δικαιολογούν εν μέρει μια τέτοια τοποθέτηση.

Κατηγορήθηκε ο Νικηφόρος για αντιεκκλησιαστική πρακτική, λόγω του παραπάνω «Τόμου». Βλέπουμε, όμως, ότι επιζητά την έγκριση της Εκκλησίας, για τα όσα πράττει, σε αντίθεση με άλλους αυτοκράτορες που αποφάσιζαν και δρούσαν ανεξάρτητα από την Εκκλησία, για την Εκκλησία. Και θα φέρουμε δυο παραδείγματα ανάλογα και κοντινά στην περίοδο που εξετάζουμε. Το πρώτο έχει να κάνει με την στάση του Ιωάννη Τσιμισκή στο θέμα της εκλογής του νέου Πατριάρχη Αντιοχείας. Ενώ λοιπόν, είχε παραδώσει τον «Τόμο» με τις υπογραφές των επισκόπων στον Πατριάρχη Πολύευκτο, πρότεινε ο ίδιος ως διάδοχο του Χριστοφόρου (που είχε μαρτυρήσει από τους Αγαρηνούς) στον θρόνο της Αντιόχειας τον Κολωνείας Θεόδωρο, άνδρα που προέβλεψε την άνοδό του στην εξουσία. Τον παρουσίασε στον Πατριάρχη και την Σύνοδο που δέχθηκαν την εκλογή του με μόνο κριτήριο την εκκλησιαστική μόρφωσή του. Το αυτό συνέβη και μετά την κοίμηση του Πολύευκτου, με την πρόταση του Τσιμισκή και την χειροτονία του Βασίλειου Σκαμανδρηνού στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με την υπαγωγή μια ολόκληρης Εκκλησίας στην Βυζαντινή σφαίρα επιρροής από τον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο. Αυτός μετά τους επιτυχημένους πολέμους του με τους Βουλγάρους, όρισε ότι οι επισκοπές αυτές καθώς και οι μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Λαρίσης, Ναυπάκτου, θα υπάγονταν στην αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Ο διορισμός του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος θα ήταν προνόμιο του αυτοκράτορα και όχι του Πατριάρχη.
γ) Άλλα ζητήματα εκκλησιαστικής φύσεως

Σε σύγκριση με τις πολιτικές που εφάρμοσαν οι διάδοχοί του, ο Νικηφόρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χαριτολογώντας «ζηλωτής». Και είναι αλήθεια ότι με τους δεσμούς που τον έδεναν με την Εκκλησία, δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Και η φιλοσοφία του, και η ιδεολογία του είχαν διαμορφωθεί ανάλογα. Δεν ήταν ο ανάλγητος αυτοκράτορας που επιμένουν να τον παρουσιάζουν. Ήταν ο αυτοκράτορας που έθεσε πρώτος την άποψη, ότι η αυτοκρατορική αρχή δεν είναι ο «έμψυχος νόμος», όπως διατείνονταν τινές μέχρι τότε, αλλά η «έννομος επιστασία»: «τους βασιλεύειν λαχόντας... ως εννόμους επιστασίας παρά των παλαιών νομοθετών επονομασθέντας» (νεαρά 20 έτους 967)45. Και η διατύπωση αυτή που συνάδει με τα φιλοκαλλικά ιδεώδη του ασκητικού Νικηφόρου, υιοθετείται για πρώτη φορά από επίσημα χείλη. Θα την ξαναδούμε ένα αιώνα μετά στο προοίμιο της νεαράς, με την οποία ιδρύθηκε το Διδασκαλείο των νόμων από τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο. Είναι, λοιπόν, ο Νικηφόρος, ο αυτοκράτορας που δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω των νόμων και των θεσμών, αλλά σέβεται και συμβουλεύεται την Εκκλησία, και αυτό φαίνεται στο επόμενο ζήτημα.

Γνωρίζουμε ήδη, από την προηγούμενη εργασία μας την ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση που έτρεφε ο Νικηφόρος για τους στρατιώτες. Σκέφτηκε, λοιπον, όπως μας λέει ο Σκυλίτζης «και νόμο να ψηφίσει με τον οποίο όσοι στρατιώτες πεθαίνουν στους πολέμους να θεωρούνται μάρτυρες της πίστεως, αφού αυτός απέδιδε στον πόλεμο και πουθενά αλλού τη σωτηρία της ψυχής. Επίεζε δε τον Πατριάρχη και τους επισκόπους να συμφωνήσουν με την απόφαση αυτή. Κάποιοι, όμως απ' αυτούς του αντιστάθηκαν γενναία και τον εμπόδισαν να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, προβάλλοντας ένα κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, που λέει να μένουν για τρία χρόνια ακοινώτητοι όσοι στον πόλεμο εχθρό έχουν σκοτώσει»46.

 Τα ίδια παραδίδει και ο Ζωναράς: «όθεν και δόγμα όσον το κατ' εκείνον εθέσπισε τους εν πολέμοις ανηρημένους στρατιώτας επ' ίσης τιμάσθαι τοις μάρτυσι και ύμνων ομοίων τυγχάνειν και παραπλησίως γεραίσθαι. Και ει μη ο Πατριάρχης και τινες των αρχιερέων, αλλά μην και ένιοι των λογάδων της γερουσίας γενναίως αντέστησαν, λέγοντες "πως αν οι εν πολέμοις αναιρούντες και αναιρούμενοι λογίζιντό τισι μάρτυρες ή τοις μάρτυσι ισοστάσιοι, ους οι θείοι κανόνες υπό επιτίμιον άγουσιν, επί τριετίας της φρικώδους και ιεράς αυτούς απείργοντες μεταλήψεως", τάχ' αν το θεσπέσιον εκείνο κεκύρωτο θέσπισμα»47.

H άστοχη αυτή κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας. Στην ορθόδοξη θεολογία, ο μάρτυς είναι ο αθλητής του πνευματικού αγώνα. Δεν μπορούσε να αντικατασταθεί αυτή η έννοια από καμιά μορφή κοσμικού αγώνα και σίγουρα ούτε ο εθνομάρτυς μπορεί να εξισωθεί σε τιμές με τον καλλίνικο μάρτυρα, σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Η πολιτεία μπορεί να έχει τους δικούς της ήρωες και να τιμά τους «άγνωστους στρατιώτες» της, αλλά η τιμή αυτή και ο σεβασμός της πολιτείας, της κοινωνίας, είναι εντελώς διαφορετικός από την τιμή, τον σεβασμό, τις ευχαριστίες και τις παρακλήσεις, που αναπέμπει ο πιστός λαός στους αγίους του.

Και πάλι η ανάδειξη της αγιότητας ανήκει στον Θεό που δοξάζει τους αυτόν αντιδοξάζοντας, και η επικύρωση στην Εκκλησία που αφουγκράζεται τον παλμό της συνείδησης του εκκλησιαστικού πληρώματος. Για τους λόγους αυτούς η ανακήρυξη αγίων ανθρώπων δεν μπορεί να γίνει με βασιλικά διατάγματα, και δεν είναι υπόθεση ενός ανθρώπου ή ενός οργάνου να το πράξει. Όση συμπάθεια κι αν ένιωθε ο Νικηφόρος για τους συντρόφους του, όσο και αν εστεναχωρείτο για την απώλειά τους στο πεδίο της μάχης, δεν ήταν δικό του θέμα η κατάταξή τους στους αγίους.

Αυτή ήταν απόφαση του Πατριαρχείου και όπως βλέπουμε ο αυτοκράτορας έκανε υπακοή στην Εκκλησία. Όσο και αν τον ψέγουν οι ιστορικοί της περιόδου εκείνης για την άστοχη ενέργειά του, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε, ότι υποχώρησε και δεν δημιούργησε παραπάνω προβλήματα, εμμένοντας στην αρχική του απόφαση.
Αντίθετα, εμμέσως αναγνώρισε στην Εκκλησία το δικαίωμα να κανονίζει τα δικά της. Μπορούμε να εξάγουμε ένα ακόμη συμπέρασμα από την προσπάθειά του αυτή. Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος ενάντια στο Ισλάμ είχε και θρησκευτική χροιά. Δεν ήταν ένας συνεχής μεν, αλλά εθνικός πόλεμος. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν εθνικές συνειδήσεις με την έννοια που τους δίνουμε σήμερα και η αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό σύνολο με κοινό συνεκτικό την Ρωμαιοσύνη.

Για τον Νικηφόρο ο πόλεμος αυτός ήταν ιερός, ήταν η διαμάχη του Χριστιανισμού με τον Ισλαμισμό και στόχος του ήταν η απελευθέρωση των Αγιότερων Τόπων της Χριστιανοσύνης. Σ' αυτήν την προσπάθεια έπρεπε να συμμετέχουν όλοι.
Η αυτοκρατορία με όλες τις παραγωγικές και πνευματικές της δυνάμεις. Συνεπώς για τον Νικηφόρο ήταν πόλεμος ολοκληρωτικός. Δυστυχώς μόνο για τον Νικηφόρο. Δεν συμμερίζονταν όλη η κοινωνία τις δικές του απόψεις και πολύ περισσότερο η Κωνσταντινοπολίτικη αριστοκρατία. Γι' αυτούς τα σύνορα ήταν πολύ μακριά, ενώ η τοπική αγορά με τις ανεβασμένες τιμές των σιτηρών πολύ κοντά. Με αυτήν την σταυροφορική θεώρηση του αγώνα ο Νικηφόρος παρασύρθηκε στην απόφασή του να αγιοποιήσει τους πεσόντες.

 Το Πατριαρχείο του υπενθύμισε, ότι δεν είχε συναινέσει σε σταυροφορία, και η κοινωνία (οι ένιοι των λογάδων της γερουσίας) του έδειξε την αντίδρασή της στα πολεμικά του σχέδια. Το θέμα αυτό θα το ξαναδούμε παρακάτω, όταν θα ασχοληθούμε με την οικονομική πολιτική του. Για να κλείσουμε αυτό το ζήτημα, δύο σημεία θέλουμε να τονίσουμε.
Στις δυτικές σταυροφορίες, παρόμοιες αγιοποιήσεις έγιναν από τον πάπα και πολλοί σφαγείς ανακηρύχθηκαν άγιοι, από την ιπποσύνη. Για τον απλό στρατιώτη τα συγχωροχάρτια ήταν το δέλεαρ για την συμμετοχή του σε αυτές, εφόσον η γη που κατακτήθηκε, δόθηκε σε ακτήμονες ιππότες, το κατώτερο σκαλί της φράγκικης ιεραρχίας. Εκεί βέβαια το προνόμιο της αγιοποίησης ανήκει στον «Αλάθητο» και μπορεί να το χρησιμοποιεί ανάλογα με τις πολιτικές του επιδιώξεις. Αλλά και ο μοναχισμός των δυτικών είναι οργανωμένος σε τάγματα με στρατιωτικά πρότυπα (π.χ. Ιησουΐτες) και πρακτικές που λίγο θυμίζουν άσκηση. Αυτά για την σημειολογία του θέματος, ώστε να ξέρουμε ποιοι μας κρίνουν.

Αυτά λένε για την εκκλησιαστική πολιτική του Νικηφόρου οι γραμματείς της περιόδου. Αξίζει να δούμε τι λένε και οι εκκλησιαστικοί άνδρες, αυτοί που υποτίθεται ότι δέχθηκαν τις συνέπειες τις πολιτικής του. Και πρώτα θα ζητήσουμε την γνώμη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, άνδρα σοφού, με πείρα στους ασκητικούς αγώνες και βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, ιδίως εκείνης του Νικηφόρου Φωκά που ήταν και πνευματικό τέκνο του. «Τούτου δη του μονήρους βίου ζηλωτής διάπυρος και εραστής γεγονώς Νικηφόρος ο αοίδημος και μέγας εν βασιλεύσιν, ο πολύς την ανδρείαν και την αρετήν, ώ γέρας άξιον ο αριστοτέχνης Θεός τας βαρβαρικάς πόλεις των υπεναντίων χειρώσασθαι παρέσχετο...

Τούτω ουν τω θείω ζήλω κινούμενος ασκητήρια συνεχή κατά το του Κυμινά όρος δειμάμενος μοναχούς εν αυτοίς εγκατώκισε και την των αναγκάιων χρείαν αφθόνως επεχορήγησε... συνεπίσχυσέ τε και συνεκρότησε ρόγας επετείους παρεχόμενος αυτοίς, σολεμνίων ορθώσεσί τε και δόσεσιν αυτούς προθυμότατα δεξιούμενος»48, «πόρρω γαρ ην της θείας εκείνης και αλήπτου ψυχής υποστολής ίχνος ή υποκρίσεως»49, «Ο δε μακάριος και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο αξίως τη φερωνύμω κλήσει πολιτευσάμενος, έτι περιών την χρείαν τε και διοίκησιν των εν τη ανοικοδομηθείση Λαύρα προσεδρευόντων αδελφών δι' ευσεβούς χρυσοβουλλίου προεμηθεύσατο...»50.Αυτά είναι τρία ενδεικτικά αποσπάσματα από το «Τυπικόν» του Αγίου Αθανασίου, στα οποία βλέπουμε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές την περιγραφή της ευγενούς ψυχής του Νικηφόρου, αλλά και έργα ωφέλιμα προς τους μοναχούς.
Και ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει, όσα γράφει ένας όσιος του πνευματικού βεληνεκούς του Οσίου Αθανασίου. Ποιος θα μπορούσε να επιμείνει στην άποψη, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα εναντίον της Εκκλησίας ή των Μοναστηριών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν φείδονται λόγων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ακολουθώντας το κοινό αίσθημα. Εδώ, αντίθετα βλέπουμε ότι είναι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που ανέλαβαν την υπεράσπισή του, πάλι ακολουθώντας το κοινό αίσθημα, ενάντια στην γραμμή που εφάρμοζαν οι «ιστοριογράφοι».

Ας φέρουμε ένα ακόμα παράδειγμα. Διαβάζουμε στο «Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του Αγίου και θαυματουργού Νίκωνος Μυροβλήτου του Μετανοείτε»: «... επί Νικηφόρου του αοιδίμου βασιλέως˙ ον ο λόγος φθάσας εδήλωσεν - ου και μέγα το κλέος επί τε βίου σεμνότητι και αρετής επιμελεία, δι ης και των παθών αυτοκράτωρ είπερ τις άλλος γεγένηται και της σωφροσύνης τα γέρα αξίως εκ Θεού εκομίσατο»51. Ποιος είναι ο συγγραφέας του «Βίου»; Ο Γέρων Νικόδημος, ηγούμενος της Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης εις Νεζερά-Πατρών, σημειώνει στην εισαγωγή του «Βίου»: «Ο βιογράφος του, κάποιος Ηγούμενος - του οποίου δεν διεσώθη δυστυχώς το όνομα- της εν Σπάρτη Ιεράς Μονής του οσίου Νίκωνος...». Άλλος ένας εκκλησιαστικός άνδρας, εκ των ασκητικών και θέσει «ζηλωτών» επαινεί την ανδρεία και τις αρετές του Νικηφόρου. Και είναι Ηγούμενος στην Λακωνία, περιοχή μακριά από το διοικητικό κέντρο και έξω από τις πολεμικές ή άλλες εξελίξεις, περιοχή που δεν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την πολιτική του. Η μνήμη, όμως της βασιλείας του διατηρήθηκε, και μετά την δολοφονία του, την οποία χαρακτηρίζει άδικη («αδίκως εξέχεεν ο Τζιμισκής», Βίος..., §2 στ.16) ο άγνωστος βιογράφος.

Προσπερνάμε τις επικλήσεις του «αγίου βασιλέως» που αναγράφονται στον «Βίον και Πολιτείαν του οσίου πατρός ημών Νείλου του Νέου52»(του Καλαβρού), ως μέρος της εθιμοτυπικής φρασεολογίας της εποχής. Θα σταθούμε σε μια απάντηση του Οσίου Νείλου προς κάποιον ευνούχο κοιτωνίτη. Αυτός ο επίσημος αξιωματούχος της αυλής, χωρίς να γνωρίζει την νεαρά του έτους 964 μ.Χ. (ν19) «περί μοναστηριών» που κυκλοφόρησε ο αυτοκράτορας, αν και σύγχρονος των γεγονότων, επιθυμούσε να συστήσει ανδρώο μοναστήρι στα προάστια της Κωνσταντινούπολης και να μεταβιβάσει σ' αυτό την τεράστια περιουσία του. Ζητούσε, λοιπόν από τον όσιο να μεταβεί μαζί του στην Πόλη και να τον κείρει μοναχό, αυτόν και την μητέρα του.
Η απάντηση του οσίου Νείλου του Καλαβρού ήταν η εξής: «Εμοί δε ασύμφορον εστι καταλείψαντα την ερημίαν και τους συγκακοπαθούντας μοι πτωχούς, ανά τας πόλεις αλάσθαι και αναδέχεσθαι φροντίδα πραγμάτων. Μη γαρ εξέλιπεν από Κωνστατνινουπόλεως μοναχός και ηγούμενος, ίνα δι' εμού κουρευθώσιν οι εκείσε αποτασσόμενοι; Ει δε και όλως προτιμάς την εμήν ουθενότητα, κατάλαβε την εσχατιάν εν η καθεζόμεθα και μεθ' ημών την τεθλιμμένην οδόν διάνυε. Ουδέποτε γαρ δυνήση πτωχός γενέσθαι τω πνεύματι, πριν παντελώς πτωχεύσαι τω σώματι˙»53. Δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο άλλο κείμενο που να εμφορείται από τις ίδιες αρχές με την νεαρά του Νικηφόρου. Η συλλογιστική του συμβάδιζε με των ασκητικών πατέρων, όπως μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν.




Οικονομική πολιτική - Αν και κάποιες από τις οικονομικές επιλογές (έκδοση τεταρτηρού) του Νικηφόρου Φωκά έχουν αγγίξει πια τη σφαίρα του μυθικού, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε αυτές, διότι έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχει ξοδευτεί πολύ χαρτί για να ξεκαθαρίσουν τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης.

Χρυσό τετάρτηρον της αυτοκράτειρας Θεοδώρας 1055-1056 .

Θα ξεκινήσουμε, όπως πάντα, με τις αναφορές των πηγών. - «Ηλλάτωσε δε και το νόμισμα, το λεγόμενον τεταρτηρόν επινοήσας˙ διπλού δε του νομίσματος έκτοτε γεγονότος, η μεν είσπραξις των δημοσίων φόρων το βαρύτερον απήτει, εν δε τοις εξόδοις το μικρόν εσκορπίζετο. Νόμου δε και έθους όντων πάντα χαρακτήρα βασιλέως, ει μη τω σταθμώ ελαττοίτο, δύναμιν έχει ισότιμον, ο δε τον εαυτού προκεκρίσθαι ενομοθέτησεν, υποβιβάσας τους των άλλων. Εξ ης αιτίας ου μικρώς έθλιψε το υπήκοον εν τοις λεγομένοις αλλαγίοις» Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 317.

... «μέχρι γαρ εκείνου παντός νομίσματος εξαγίου σταθμόν έλκοντος εκείνος το τεταρτερόν επενόησε, κολοβώσας αυτό κατά τον σταθμόν, και τας μεν εισπράξεις δια του βαρυτέρου, τας δε δόσεις και πάντα τα αναλώματα δια του κεκολοβωμένου πεποίητο. Έθους δε επικρατήσαντος παλαιού στατήρα πάντα βασιλικόν εκτύπωμα φέροντα ισότιμον είναι τω άρτι κοπτωμένω παρά του βασιλεύοντος, εκείνος το ευατού προτιμάσθαι κεκέλευκε νόμισμα. Ίνα τι γένηται; Ίν' εκείνο μόνον τοις εμπόροις ζητούμενον κέρδος αυτώ πορίζη υπέρ εκάστου νομίσματος αδρά πραττομένω αλλάγια» Ζωναράς, «Επιτομή...», XVI,§25.

Αν οι δυο αυτοί χρονογράφοι καθόταν στο ίδιο θρανίο ο καθηγητής θα μηδένιζε τις κόλλες τους, ως αντεγραμμένες. Σκοτεινές, συγκεχυμένες και ατελέστατα γνωστές χαρακτηρίζει τις πληροφορίες αυτές ο Schlumberger, τον ΙΘ' αιώνα, αν και ποτέ δεν χάνει ευκαιρία να μαυρίσει την εικόνα του Νικηφόρου.

 Ο Κ. Παπαρηγόπουλος απορεί με την έλλειψη παρόμοιας μαρτυρίας από τον σύγχρονο των γεγονότων Λέοντα τον Διάκονο, και απορρίπτει την υπόθεση περί κίβδηλου νομίσματος (κεκολοβωμένου)54. Σε κάποιες περιπτώσεις η μη επιβεβαίωση της κυκλοφορίας του τεταρτηρού από αρχαιολογικά ευρήματα, οδήγησε επιστήμονες να αναρωτούνται αν πρόκειται για φανταστικό νόμισμα55. Σε μια προσπάθεια εξήγησης της αοριστίας αυτής ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος απέδωσε το μέτρο στον Νικηφόρο Α' ως μία από τις «κακώσεις» του56.

Πριν προσπαθήσουμε να δούμε σε βάθος τα θέματα αυτά, θα ήταν καλό να κρατούσαμε κάποιες σημειώσεις πάνω στην οικονομική ζωή του Βυζαντίου/Ρωμανίας. Είναι αλήθεια, ότι αυτός ο τομέας της βυζαντινής ζωής είναι από τους δυσκολότερους, τους οποίους εξετάζει η Βυζαντινολογία. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιεί ως εργαλεία, ευρήματα άλλων επιστημονικών κλάδων, όπως της Οικονομικής, της Αρχαιολογίας, της Ανθρωπολογίας. Το αν οι καινούργιες μέθοδοι φωτίζουν οι περιπλέκουν τα υπό εξέταση ζητήματα είναι άλλο θέμα. Οι Ρωμηοί ζούσαν μέσα σε μια κρατική οργάνωση, για την οικονομική πλευρά της οποίας λίγα έγραψαν, κυρίως διότι δεν την θεωρούσαν τόσο σημαντική όσο σήμερα.

Οι δε αυτοκράτορες προτιμούσαν την ενασχόληση με νομικά ζητήματα, ακόμη και θεολογικά, παρά με οικονομικά. Όπως γράφει ο Michael Angold «Οι ηγεμόνες επικεντρώνονταν σε πέντε κύριους τομείς διακυβέρνησης: την εξωτερική πολιτική, τις στρατιωτικές υποθέσεις, τη δικαιοσύνη, το θεσμό του πάτρωνα και την εκκλησία57. Ως συνέπεια, η ενασχόληση με το εμπόριο ήταν υποτιμητική και αυτό φαίνεται στο γνωστό επεισόδιο με το πλοίο, ιδιοκτησίας της συζύγου του Θεοφίλου. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Κάτι ανάλογο γινόταν και στη Δύση, όπου αριστοκράτες, ακόμη και μετά την πτώχευσή τους αρνούνταν να εμπλακούν σε εμπορικές επιχειρήσεις ή έστω να συναναστραφούν με εμπόρους, διότι κατά τους δυτικούς θεολόγους το κέρδος ήταν βρώμικο χρήμα. Οι Ρωμηοί, βέβαια, θεωρούσαν το κέρδος θεμιτό, διακατέχονταν, όμως, από επιφυλάξεις για την αριστοτελική «χρηματιστική»58. Γι' αυτό στις πηγές της εποχής τα οικονομικά θέματα συχνά παραλείπονται ή περιγράφονται εν συντομία. Σημαντικό βοήθημα είναι τα νομίσματα που έφθασαν ως τις μέρες μας και καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής της αυτοκρατορίας, εκτός ίσως από τους σκοτεινούς χρόνους Ζ'-Η' αι.59

Η αυτάρκεια που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελούσε παράγοντα που επηρέασε σημαντικά τις κάθε μορφής ανταλλαγές. Αυτό οφείλονταν κυρίως στο γεγονός της αγροτικής βάσης της ρωμαϊκής οικονομίας. Ακόμη και στις πόλεις τα προάστια (suburbium) ήταν εκτάσεις αγροτικής παραγωγής, ιδιαίτερα χρήσιμες σε περιόδους πολιορκίας.
Η αστική οικονομία, που μας ενδιαφέρει κυρίως στο παρόν ζήτημα, έχει τρεις πτυχές: εμπόριο, βιοτεχνία, χρήμα.

Για τον Καραγιαννόπουλο, ως εμπόριο νοείται αυτό των ειδών πολυτελείας και όχι πρώτης ανάγκης60. Δεδομένης, λοιπόν, της αυτάρκειας, το εμπόριο δεν ασκούνταν σε ευρεία κλίμακα, τουλάχιστον αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε από όσα γνωρίζουμε.
Μόνο το διαμετακομιστικό έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας στην παρούσα φάση. 

Για την βιοτεχνία (αρχικά οικιακή και αργότερα εργαστηριακή) μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι ποτέ δεν έφθασε να γίνει βιομηχανική. Χρησιμοποιούσε απλά έως σύνθετα εργαλεία, αλλά δεν έφθασε στο στάδιο της εκμηχάνισης. Βασική κινητήρια δύναμη ήταν ο άνθρωπος61. Παρουσιάζει εξαιρετικό όγκο παραγωγής και αξιοσημείωτη εξειδίκευση. Η ποιότητά τους καθιστά κάποια προϊόντα περιζήτητα στο εξωτερικό, οι εξαγωγές υπόκεινται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο. Οι ρυθμιστικοί της λειτουργίας των συντεχνιών νόμοι υπαγόταν στην κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, με στόχο τον έλεγχο της δυναμικής αυτής κατηγορίας της κοινωνίας.

Το χρήμα και συγκεκριμένα το νόμισμα, ήταν βασικός παράγοντας άσκησης οικονομικής πολιτικής από το ρωμαϊκό κράτος. Αυτό οφείλεται στο ότι, κατά την πλειοψηφία των ιστορικών, η οικονομία του ήταν εκχρηματισμένη σε ποσοστό 46%, υψηλό για το μεσαιωνικό περιβάλλον62. Το ρωμαϊκό νόμισμα, που παρέμεινε σταθερό (με πολύ μικρές διακυμάνσεις) για 800 περίπου χρόνια, ήταν μια από τις αιτίες της μακροβιότητας της αυτοκρατορίας. Χαρακτηρίστηκε ως το «δολλάριο» του Μεσαίωνα.


Το νομισματικό σύστημα της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εισήγαγε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 312 μ.Χ. Νομισματική μονάδα του συστήματος αυτού ήταν ο solidus (νόμισμα) που ισοδυναμούσε με το 1/72 της λίτρας χρυσού δηλ. είχε βάρος 4,54 γρ. Υποδιαιρέσεις του ήταν τα semisses (= ½ solidus) και τα tremisses (1/3 solidus). Επίσης ο solidus ισοδυναμούσε σε 12 μιλιαρήσια, 24 κεράτια ή siliquae (τα γνωστά καράτια) και 288 φόλλεις (ρίζα της λέξης πορτοφόλι). Τα μιλιαρήσια και τα κεράτια ήταν αργυρά νομίσματα, ενώ οι φόλλεις χαλκά. Άλλα μικρότερα νομίσματα, αναγκαία στις καθημερινές μικροσυναλλαγές ήταν οι nummi και τα πολλαπλάσιά τους. Εκτός από το υλικό των νομισμάτων, παράγων καθοριστικός της αξίας τους ήταν το βάρος τους. Τα γνήσια νομίσματα όφειλαν να έχουν σταθερή καθαρότητα και σταθερό βάρος. Οι αυτοκράτορες μεριμνούσαν δια νόμων για την γνησιότητα αυτή. Τόσο στον Θεοδοσιανό, όσο και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, το χρυσό νόμισμα όφειλε να ζυγίζεται. Η πρακτική αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν και αναφέρεται στην «Σύνοψις των Νόμων» του Μιχαήλ Ψελλού63.

Στην συνέχεια παραθέτουμε την μετρολογική κλίμακα των Ρωμαίων, με την οποία μετρούνταν το βάρος του χρυσού:

1 λίτρα= 12 ουγγιές= 72 σόλιδοι= 288 γράμματα= 1.728 κεράτια (περ. 325 γρ.)
1 ουγγιά = 6 σόλιδοι= 24 γράμματα= 144 κεράτια (περ. 27 γρ.)
1 σόλιδος= 4 γράμματα= 24 κεράτια (περ. 4,5γρ.)
1 γράμμα ή scrupulum= 6 κεράτια (περ.1,12 γρ.)
1 κεράτιο ή siliqua (περ. 0,18γρ.)
(πηγή Cecile Morisson)


Με βάση τα παραπάνω μετρολογικά χαρακτηριστικά (βάρος, βαθμός καθαρότητας) το νόμισμα την εποχή της δημιουργίας του είχε ονομαστική αξία ίση με την πραγματική. Συν τω χρόνω επήλθαν προσαρμογές του νομίσματος στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονταν από τις πολιτικές ανάγκες. Η ευελιξία του συστήματος συνέβαλε στην διατήρησή του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Την αξία του νομίσματος εγγυόταν η σφραγίδα (μορφή) του αυτοκράτορα επί του μετάλλου.
«άσπρον» -Βυζαντινό νόμισμα 

Ο ανώτατος άρχων διατήρησε σε όλη της διάρκεια της αυτοκρατορίας το δικαίωμα κοπής νομισμάτων, σε αντίθεση με την Δύση, όπου το δικαίωμα αυτό παραχωρούνταν σε τοπικούς άρχοντες. Αρμόδιο ήταν το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινουπόλεως, με διακριτικό Conob επί του νομίσματος, και προϊστάμενος ο κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum). Η αρμοδιότητα αυτή μπορούσε να μεταβιβασθεί σε νομισματοκοπεία των υπαρχιών, όπως του Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Αφρικής μέχρι τον Ζ' αιώνα. Ύστερα από την απώλεια των υπαρχειών αυτών νέα νομισματοκοπεία δημιουργήθηκαν στην Μακεδονία και την Χερσώνα.

«Τριμίσιον»- κοπής Κωνστατινουπόλεως  Αυτοκρ. Ζήνων.
Οι δυσκολίες, τις οποίες αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στην εξεύρεση πρώτης ύλης (χρυσού, αργύρου) περιστασιακά, μετακυλούσε στην καθαρότητα του νομίσματος.
Συνεπώς η υποτίμησή του ήταν πρακτική που συμβάδιζε με τις εθνικές και διεθνείς πολιτικές συνθήκες. Ακόμη και σε ένα σταθερό διεθνές περιβάλλον εσωτερικές ανάγκες εξεύρεσης χρημάτων καθιστούσαν αναγκαία την μείωση της καθαρότητας για την αύξηση της παραγωγής. Έτσι, από πολύ νωρίς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διαχώρισαν την πραγματική από την ονομαστική αξία των νομισμάτων. Αυτό φαίνεται στα χάλκινα νομίσματα, τα οποία αναμιγνύονταν κάποιες φορές με μόλυβδο.


Βυζαντινόν « νουμμίον.» 
Η νομισματική αναλογία χρυσού/χαλκού κυμαίνονταν από 1:630 έως 1:924 ενώ η μεταλλική αντιστοιχία 1:1.20064. Το ποσοστό της μείωσης αυξανόταν με πολύ αργούς ρυθμούς μέχρι το ΙΑ' αι. Ταυτόχρονα λαμβάνονταν μέτρα για την κυκλοφορία του χρήματος, ώστε να επιτυγχάνεται η απαραίτητη ροή. Η κίνηση του χρήματος σε γενικές γραμμές, ακολουθούσε τους εξής δρόμους. Το κράτος έκοβε νομίσματα και τα έθετε σε κυκλοφορία μέσω των μισθών και άλλων διεργασιών, όπως οι «ρόγες» και τα «σολέμνια». Αυτά διαχέονταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα μέσω των «ανταλλαγών» όπως καθόριζε το ποσοστό εκχρηματισμού της οικονομίας.

Στη συνέχεια αυτά συγκεντρώνονταν πάλι από το κράτος μέσω της εκχρηματισμένης φορολογίας. Αιτίες απώλειας απαραίτητου μετάλλου ήταν τα δώρα ή οι εισφορές προς ξένους ηγεμόνες (μέρος επέστρεφε με τα αντίδωρα, τις ανταλλαγές αιχμαλώτων, το εμπόριο), η καταστροφή ή απώλεια, η αποθησαύριση. Ειδικά για την τελευταία λαμβάνονταν έκτακτα και αυστηρά μέτρα. Επίσης η συγκέντρωση χρυσού από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια με την μορφή πολύτιμων εκκλησιαστικών σκευών, ήταν μια μορφή αποταμίευσης για το κράτος, εφόσον αυτά τέθηκαν στην διάθεση της αυτοκρατορίας σε κάποιες περιπτώσεις.

Ασημένιο βυζαντινό «μιλιαρήσιον» 
 Εις ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι αυτοκράτορες παραχωρούσαν στην Εκκλησία αντισταθμιστικά οφέλη, προνόμια δηλαδή που αντιστάθμιζαν, ως ένα βαθμό, αυτή την προσφορά. Επομένως, οφείλει ο μελετητής των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, όταν ασχολείται με τα θέματα αυτά και να τα βλέπει στη σφαιρική τους διάσταση και όχι ως μεμονωμένα περιστατικά. Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική ήταν η ροή του χρήματος και πως κινούσε την οικονομία της αυτοκρατορίας. Νόμισμα έπρεπε να κόβεται ακόμη και σε περιόδους έλλειψης του απαραίτητου μετάλλου.


Βυζαντινό νόμισμα «τραχύ»  11-12 αι 
Το μεγαλύτερο ποσοστό καθαρότητας συναντούμαι σε νομίσματα του Στ' αι., στο 98%. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο επιτεύξιμο για τα μέσα και τους τρόπους παραγωγής της εποχής. Έκτοτε έχουμε αργή αλλά σταδιακή αλλοίωση. Τον Ι' η αλλοίωση ξεκινά με τον Κωνσταντίνο Ζ' με αύξηση του ποσοστού αργύρου της τάξης του 0,04% το χρόνο που επέτρεπε αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 0,2% ετησίως. Η τακτική αυτή έφθασε μέχρι τους χρόνους του Μιχαήλ Δ' (1034-1041). Στη συνέχεια ξεκίνησε μια δεύτερη φάση (η οποία δεν μας αφορά άμεσα επί του παρόντος) και κράτησε μέχρι το 1071. Η Τρίτη και χειρότερη φάση ξεκίνησε μετά την ήττα του Μαντζικέρτ και αντιμετωπίστηκε από τον Αλέξιο Α' και τις μεταρρυθμίσεις του.

«Πολιτικόν» Βυζαντινό νόμισμα 14 αι 
Στην πρώτη φάση εντάσσεται το παραπάνω μέτρο του Νικηφόρου Φωκά. Η καινοτομία του έγκειται στο ότι δεν «έπαιξε» με την καθαρότητα του χρυσού αλλά με το βάρος του.
Όπως είπαμε παραπάνω, το ρωμαϊκό νόμισμα μετριόταν και ζυγιζόταν, όποτε το νέο νόμισμα το «τεταρτηρόν» προκάλεσε αναστάτωση στις ανταλλαγές («αλλαγίοις»), λόγω του μειωμένου βάρους του65 , ενώ η ονομαστική του αξία ισούταν με ¼ του solidus, κατά την διατύπωση του Ιωάννη Τζέτζη στις επιστολές του («τριτηρόν δωδεκατημορίω λειπόμενον»,
Επισολή αρ.94)66. Το ποια ήταν η αιτία αυτής της εμφανούς μείωσης του βάρους, μπορούμε να το καταλάβουμε αν λάβουμε υπόψη μας τα εξής. Κατ' αρχάς ξεκινάμε με την διατύπωση του Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, ότι κανένα κράτος δεν εκδίδει νοθευμένα νομίσματα και ταυτόχρονα το διατυμπανίζει.

«Σταυράτον »Βυζαντινό νόμισμα Μανουήλ Β' Παλαιολόγος 1391-1425
Αν επρόκειτο περί νοθείας του νομίσματος (κιβδηλεία), το πιθανότερο είναι να μην το καταλάβαινε κανείς. Κάτι τέτοιο έγινε επί Κωνσταντίνου Μονομάχου, όπου την νοθεία αποκάλυψαν έρευνες σύγχρονων νομισματολόγων, γι' αυτό και δεν προκάλεσε αντίδραση την εποχή του67. Συγκεκριμενοποιώντας ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος προχωρά στην υπόθεση, ότι: «το κράτος δηλαδή δεν ηλλάτωσε λάθρα την εις χρυσόν περιεκτικότητα του βυζαντινού νομίσματος, ούτε απέφυγε να καταστήση εμφανή την μεταβολήν, αλλά προέβη εις την κοπήν ιδίων νομισμάτων με διάφορον εξωτερικήν εμφάνισιν της του ακεραίου solidus και με ονομαστικήν αξίαν το τέταρτον αυτού, ων όμως η εσωτερική αξία ήτο κατωτέρα»68. Πέτυχε, έτσι, την αύξηση του νομισματικού όγκου κατά 8%, με την ίδια ποσότητα μετάλλου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ελένης Γλυκατζή-Αρβελέρ69.


«Βασιλικόν δουκάτον» -Βυζαντινό νόμισμα -πρώτο ήμισυ.  14ου αι.
Από μόνη της η κοπή ενός νέου νομίσματος, το οποίο, μάλιστα, βρισκόταν εκτός του νομισματικού συστήματος, δεν αρκούσε για να το θέσει στην κυκλοφορία. Αυτό το αντιλήφθηκε αμέσως ο Νικηφόρος Φωκάς και εξέδωσε διατάγματα, ώστε να μπορέσει αυτό να ενταχθεί στην μετρολογική κλίμακα και να αποκτήσει κάποιο «ρυθμό» η κυκλοφορία του. Όρισε απειλή ποινής κατά των επαγγελματιών, οι οποίοι «αποστρέφωσι τεταρτηρόν ή δύο τετάρτων νόμισμα το τον βασιλικόν χαρακτήρα ακίβδηλον έχον», οπότε εισήγαγε το νόμισμα στις ανταλλαγές. Με τι αξία; Είναι το αμέσως επόμενο ερώτημα. «Έθους δε επικρατήσαντος παλαιού στατήρα πάντα βασιλικόν εκτύπωμα φέροντα ισότιμον είναι τω άρτι κοπτωμένω παρά του βασιλεύοντος, εκείνος το ευατού προτιμάσθαι κεκέλευκε νόμισμα». Σύμφωνα με τον Ζωναρά το κατέστησε ισότιμο με τα νομίσματα των άλλων αυτοκρατόρων.
«ἑξάγραμμα» Ασημένιο βυζαντινό ΄νομισμα του 7ου αι. 

Το ίδιο λέει και ο Σκυλίτζης: «Νόμου δε και έθους όντων πάντα χαρακτήρα βασιλέως, ει μη τω σταθμώ ελαττοίτο, δύναμιν έχει ισότιμον, ο δε τον εαυτού προκεκρίσθαι ενομοθέτησεν, υποβιβάσας τους των άλλων». Στη φράση του αυτή, παίζοντας με τις λέξεις, θεωρεί την υπερτίμηση του «τεταρτηρού», υποτίμηση των άλλων νομισμάτων. Η παρατήρηση αυτή, μόνο ειρωνικό σχόλιο μπορεί να εκληφθεί και όχι ως ρεαλιστική. Το επόμενο ερώτημα αφορά τον τρόπο διάθεσης των νέων νομισμάτων και συγκέντρωσης των παλαιών, ώστε να επιτευχθεί η μεταλλαγή των νομισμάτων και η επιθυμητή αύξηση του νομισματικού όγκου. Όπως σωστά αντιλήφθηκε ο Νικηφόρος, το σύστημα της «ρόγας», δηλ. των μισθών ήταν απρόσφορο για δύο κυρίως λόγους.

«μιχαηλᾶτον» Βυζαντινό νόμισμα
Μιχαήλ Δ΄Παφλαγών 1034-1041
 Πρώτον ήταν πυραμιδικό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το χρήμα έρεε από την κορυφή της ιεραρχίας των κοινωνικών στρωμάτων προς τα χαμηλότερα. Δεύτερον, οι μισθοί πληρώνονταν μια φορά το χρόνο, την Κυριακή των Βαΐων ή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Πολύ αργά. Το μέτρο έπρεπε να τεθεί άμεσα σε κυκλοφορία. Προτιμήθηκε, λοιπόν, το φορολογικό σύστημα, ή κύρια οικονομική διαλογική σχέση κράτους/υπηκόου. «Η μεν είσπραξις των δημοσίων φόρων το βαρύτερον απήτει, εν δε τοις εξόδοις το μικρόν εσκορπίζετο». Το πώς ακριβώς μας το περιγράφει ο Νίκος Οικονομίδης: «Ο φόρος της γης, ο φόρος των προσώπων και οι προσαυξήσεις τους πληρώνονται πάντα σε χρυσό νόμισμα. Όταν η συνολική φορολογική υποχρέωση περιλαμβάνει και ένα κλάσμα του νομίσματος το κλάσμα μπορούσε να πληρωθεί μα αργυρά ή χάλκινα νομίσματα˙ αν το κλάσμα ξεπερνούσε τα δύο τρίτα, ο φορολογούμενος έπρεπε να πληρώσει ένα ολόκληρο χρυσό νόμισμα και να πάρει τα ρέστα του σε ψιλά. Η διαδικασία αυτή, που αφορά τον τρόπο πληρωμής του φόρου, ονομαζόταν «χαράγμα» και επέτρεπε στο κράτος να παίρνει πίσω τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό χρυσών νομισμάτων»70.
Χαλκός -«τεταρτηρόν» του αυτοκράτορα Μανουήλ Α Κομνηνού (r. 1143-1180).

Η υπόθεση του «τεταρτηρού» του Νικηφόρου Φωκά είναι από τις σκοτεινές της ρωμαϊκής οικονομίας. Η αναφορές των πηγών είναι ως ένα βαθμό αόριστες και δεν έχουν επιβεβαιωθεί από αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα. Υπάρχει μεν πλούσια βιβλιογραφία, αλλά αποτελείται από προσπάθειες εξεύρεσης κοινά αποδεκτής ερμηνείας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί. Σκοπός των παραπάνω δεν ήταν να προσθέσουν κάτι καινούργιο στο όλο ζήτημα. Παρουσιάστηκαν σε μια σύνθεση, απόψεις διακεκριμένων βυζαντινολόγων σε μια προσπάθεια να αιτιολογηθεί η άποψη του Ν. Σβωρόνου, ότι ο Νικηφόρος Φωκάς είναι ο μόνος αυτοκράτορας με οικονομική σκέψη, και να καταδειχθεί, ότι η αφήγηση των πηγών είναι μεροληπτική και άδικη. Σκοπός του αυτοκράτορα δεν ήταν η εξεύρεση χρημάτων για την πολυτέλεια της αυλής του. Είχε ξεκινήσει και βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια της αυτοκρατορίας να τελειώνει με το αραβικό πρόβλημα στα ανατολικά της σύνορα. Τέθηκαν οι βάσεις για τις μετέπειτα επιτυχημένες εκστρατείες του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου, για την ανόρθωση της αυτοκρατορίας που σήμερα καλούμε «Βυζαντινή Εποποΐα». Για τον Νικηφόρο αυτός ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός και έπρεπε να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν όλοι. Ήταν η απάντηση του Χριστιανισμού στις προκλήσεις του Ισλάμ. Ήταν μια σταυροφορία.


«Υπέρπυρον », δεξιά όλων ο Νικηφόρος Β" Φωκάς 
Μέσα σ' αυτό το οικονομικό πλαίσιο προχώρησε σε κατάργηση των «σολεμνίων», των έκτακτων αμοιβών της αυλικής αριστοκρατίας. Οι διοικητικές θέσεις και οι τιμητικοί τίτλοι ήταν στην ουσία τους ένα εσωτερικό δάνειο του κράτους. Αυτός που μπορούσε να προσφέρει το αντίτιμο του τίτλου σε χρυσό, επένδυε ουσιαστικά σ' αυτόν. Το κεφάλαιο, βέβαια, χάνονταν, αλλά εξασφάλιζε ετήσια απολαβή, ανάλογη του τίτλου που αποκτούσε. Το κέρδος δεν ήταν εξασφαλισμένο, καθώς τα «σολέμνια» ήταν ισόβια αλλά όχι μεταβιβάσιμα, δεν μπορούσαν να κληροδοτηθούν στους κληρονόμους. Συνεπώς, το χαμηλό προσδόκιμο ζωής έκανε την μεταβίβαση των τίτλων προσοδοφόρα για το κράτος. Για τους αγοραστές το ζητούμενο ήταν η τιμητική καταξίωση που προσέφεραν.

Η παραλαβή των «σολεμνίων» από τα χέρια του ίδιου του αυτοκράτορα, η τελετή της απόδοσης αυτών, η θέση στην τιμητική κοινωνική ιεραρχία, ήταν που προσέλκυαν τα ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς ήταν συμβολισμός της προσωπικής σχέσης που δημιουργούσαν με την εξουσία. Μέρος της «δόσης» δίνονταν σε είδος π.χ. πολύτιμα μεταξωτά, τα οποία θεωρητικά δεν μπορούσαν ν' αποκτηθούν μέσω του εμπορίου σε τέτοια ποιότητα. Μια τέτοια τελετή περιγράφεται από τον Λιουτπράνδο της Κρεμώνας, ο οποίος παραβρέθηκε την Κυριακή των Βαΐων του 950 μ.Χ. Η κατάργησή τους από τον Νικηφόρο τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, αποτελούσε με σημερινούς όρους αναστολή των πληρωμών των δόσεων των δανείων. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελούσε οικονομικό πλήγμα για τους κατόχους των τίτλων. Η αντίστοιχη θέση στην γραφειοκρατική διοίκηση απέφερε ανάλογα οικονομικά οφέλη στον κάτοχό της και εξασφάλιζε τον πλουτισμό του. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι πιο περιζήτητες από αυτές τις θέσεις, όπως «νοτάριοι» και «χαρτουλάριοι» δεν είχαν καν μισθό, αλλά «δοσίματα» από τους πολίτες. Η παραχώρηση (όχι πώληση, εφόσον έπρεπε να εγκριθεί από τον αυτοκράτορα) έναντι τιμήματος μιας τέτοιας θέσης, σήμαινε για το κράτος προείσπραξη έμμεσης φορολογίας.



Κοινωνική πολιτική - Αγροτικού-οικονομικού ενδιαφέροντος η ν.20 «Περί του προτιμάσθαι των πενήτων τους δυνατούς εις εξώνησιν των παρά των δυνατών πιπρασκομένων» του Νικηφόρου Φωκά, είθισται να εντάσσεται στην κοινωνική πολιτική του, εφόσον επηρέαζε τις σχέσεις μικροκαλλιεργητών-δυνατών. Στην διαλεκτική αυτής της σχέσης η παλαιότερη βιβλιογραφία, ιδεολογικά καθοδηγούμενη από θεωρίες που λίγο εκτιμούσαν το δίκαιο της ιδιοκτησίας, έβλεπε τις ρίζες της παρακμής του Ρωμαίϊκου κράτους. Η νεώτερη βιβλιογραφία, όμως, σαφώς επηρεασμένη από τον νομικό διάλογο του εμπράγματου δικαιώματος ή του περιορισμού της κυριότητας, εξαιτίας της «προτίμησης», θέτει νέες διαστάσεις στο θέμα και επιτρέπει την έρευνα των πραγματικών αιτιών της μεταλλαγής του κράτους (και πώς να μιλήσουμε για «παρακμή», όταν υπολείπονται άλλοι πέντε αιώνες λαμπρής ιστορίας, με την συνετή διακυβέρνηση των Κομνηνών, και την συνακόλουθη ανασύνταξη της δύναμης των Ρωμαίων).

Με την εν λόγω «νεαρά» ο Νικηφόρος, διατήρησε το υπάρχον νομικό κατεστημένο προσθέτοντας ρύθμιση, κατά την οποία για τα κτήματα των δυνατών δικαίωμα προτιμήσεως έχουν μόνο οι δυνατοί, ενώ για τα κτήματα των πενήτων οι πένητες.
Πριν δούμε την αξία της παραπάνω «νεαράς», θ' ασχοληθούμε περιληπτικά με την σύνθεση της αγροτικής κοινωνίας του Ι' αιώνα και του νομοθετικού πλαισίου που καθόριζε το δίκαιο της «προτίμησης».

Την αγροτική κοινωνία συνιστούσαν οι ακόλουθες κατηγορίες:

α) Οι δυνατοί. Περιλαμβάνονται μεγαλοϊδιοκτήτες με πλούτο, κοινωνική καταξίωση και δυνατότητα να επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αναδεικνύοντας ενίοτε και αυτοκράτορες. Χαρακτηρίστηκαν με το δηλωτικό της ισχύος «δυνατοί», διότι, όπως αναγιγνώσκουμε σε «νεαρά» του Ρωμανού Α' «εκείνοι δε νοείσθωσαν δυνατοί, οίτινες καν μη δι' εαυτών, αλλά διά της ετέρων δυναστείας προς ους πεπαρρησιασμένως ωεκίωνται, ικανοί εισιν εκφοαβίσαι τους εκποιούντας, ή προς ευεργεσίας υπόσχεσιν την πληοφορίαν αυτοίς παρασχείν» (ν.2 Ρωμανού Α', έτους 922). Οι δυνατοί δηλαδή ήταν αυτοί που μπορούσαν, είτε ευθέως, είτε με διαμεσολάβηση, να εκφοβίσουν τους ασθενέστερους (οικονομικά ή κοινωνικά), με τους οποίους είχαν συναλλαγές, ή να τους δελεάσουν με υποσχέσεις. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ανώτεροι αυλικοί, συγκλητικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικές αρχές και προϊστάμενοι ευαγών βασιλικών οίκων.

β) Οι χωροοικοδεσπόται. Είναι κάτοχοι μεσαίων περιουσιών που ασχολούνται προσωπικά με την παραγωγή και χρησιμοποιούν ως βοηθούς εργάτες της γης (μισθίους).

γ) Οι χωρίται ή γεωργοί. Ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες που καλλιεργούν μόνοι τους αγρούς τους.

δ) Οι μισθωτές. Αυτοί ήταν ελεύθεροι αγρότες, χωρίς ιδιοκτησία, που μίσθωναν γαίες προς καλλιέργεια. Μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν και να ενοικιάσουν άλλες, αρχικά, στην συνέχεια, όμως, με νόμο του Αναστάσιου Α', μετά την παρέλευση τριακονταετίας, προσδένονταν στην γη τους, ως κολωνοί, αυτοί και οι απόγονοί τους και δεν μπορούσαν να την αφήσουν ή να εκδιωχθούν, παρά μόνο εάν γίνονταν κάτοχοι γης, τόσης ώστε να μπορούν να την καλλιεργούν μόνοι τους. Το ενοίκιο που πλήρωναν καλούνταν «πάκτον» ή «χωροπάκτον» και οι σχέσεις τους με τους γαιοκτήμονες καθορίζονταν από διάφορους νόμους που προσπαθούσαν να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθενός.

ε) οι πάροικοι. Πρόκειται για ιδιαίτερη κατηγορία εργατών της γης. Είναι αναπόσπαστα δεμένοι με τη γη την οποία καλλιεργούν, δούλοι της γης, όχι του ιδιοκτήτη. Αυτό τους έδινε κάποια ευελιξία, εφόσον μπορούσαν να ασχολούνται σε κτήματα δύο γαιοκτημόνων (διπλοπάροικοι), αλλά και σε αυτοκρατορικές γαίες (δημισιάριοι). Δεν πλήρωναν μισθίο αλλά απέδιδαν μέρος της παραγωγής και αγγαρεία που μπορούσε να εξαγορασθεί.

Η χρησιμοποίηση δούλων την εποχή αυτή είναι περιορισμένη και τείνει να εκλείψει. Στην εκμετάλλευση της γης δύο τρόποι κυριαρχούν. Ο άμεσος και ο έμμεσος. Ο άμεσος ενεργείται από μικρούς ιδιοκτήτες. Ο έμμεσος είναι ο τρόπος εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας των κατόχων μεγάλων εκτάσεων. Από τον πρώιμο μεσαίωνα, η γη είναι η πιο προσοδοφόρος επένδυση και οι κάτοχοι κεφαλαίων προτιμούν να επενδύουν σε αυτή, εφόσον η αποθησαύριση απαγορευόταν και το κέρδος από το εμπόριο ή τον τοκισμό, νομικά καθορισμένο, είχε πολύ μικρές αποδόσεις και δεν συνεισέφεραν στην κοινωνική καταξίωση.

 Η Εκκλησία ξεκίνησε ως ιδιοκτήτης γαιών μετά την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού με την αναγκαστική, από το κράτος δήμευση των ειδωλολατρικών γαιών. Συν τω χρόνω η ιδιοκτησία της αυξανόταν με τις δωρεές κυρίως, αλλά και ελαττωνόταν, από δημεύσεις αιρετικών αυτοκρατόρων ή καταχρήσεις ενοικιαστών. Τον Ι' αι. Μπορεί να θεωρηθεί κάτοχος μεγάλης γαιοκτησίας χωρίς να μπορεί να την εκμεταλλευθεί εξ ολοκλήρου (είδαμε την νομοθετική ρύθμιση του Νικηφόρου για θέματα μοναστηριακής περιουσίας). Δύο θεσμοί βοήθησαν στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της γης. Το εμπράγματο δίκαιο της «εμφύτευσης» και αργότερα του «χαριστικίου». Δεν απασχολούν την μελέτη μας γι' αυτό δεν θα επεκταθούμε σε αυτούς.

Οι ελεύθεροι καλλιεργητές θεωρήθηκαν η βάση του φορολογικού συστήματος της αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και η βάση της οργάνωσης του θεματικού στρατού. Γι' αυτό και η διοίκηση του κράτους έδωσε μεγάλη προσοχή στην προστασία τους. Τρεις κύριοι παράγοντες καθιστούσαν δυσχερή τη θέση τους. Η φορολογική δομή, οι φορολογικές υπηρεσίες και καταστροφές, όπως θεομηνίες, λεηλασίες, αρρώστιες. Έτσι αυτοί κατέφευγαν στην βοήθεια των δυνατών, προσφέροντας τους τα κτήματά τους, με αντάλλαγμα την ανακούφισή τους από την δυσβάστακτη, πολλές φορές, φορολόγηση, ή την επιβίωση σε περιπτώσεις καταστροφής. Για την αντιμετώπιση του παραπάνω φαινομένου, και την διατήρηση της απαραίτητης κοινωνικής τάξης των ελεύθερων καλλιεργητών, η αυτοκρατορία κατέφυγε από νωρίς στην θέσπιση δύο μέτρων.

Την «επιβολή» και την «προτίμηση». Η «επιβολή» ήταν στην ουσία της ο ακριβής καθορισμός της αλληλέγγυου φορολογικής ευθύνης των κοινοτήτων, ήδη από την εποχή του Αναστασίου του Α'. Όταν ένα μέλος της κοινότητας αδυνατούσε να εκπληρώσει τις φορολογικές του ευθύνες, τότε η κοινότητα επωμίζονταν την εξόφληση του χρέους. Το ίδιο συνέβαινε και για κτήματα εγκαταλειμμένα. Στην συνέχεια ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος, συμπεριέλαβε στο μέτρο και τους δυνατούς, ως υπόχρεους καταβολής του «αλληλέγγυου».

Η συμμετοχή της κοινότητας στην αποπληρωμή των φόρων δημιούργησε τις προϋποθέσεις της «προτίμησης». Η Ελευθερία Παπαγιάννη, ακολουθώντας την άποψη του Platon, θεωρεί, ότι η αναμιγή των ακινήτων ήταν η βάση σε κάθε σχέση προτίμησης, αναφορικά, όμως, με τον τρόπο λειτουργίας της προτίμησης στις κοινότητες, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το φορολογικό σύστημα71. Άμεσα εξαρτημένος με το δίκαιο της «προτίμησης» είναι και ο όρος «ανακοίνωσις». Πρόκειται κατ' ουσίαν με την αναγνώριση του δικαιώματος της «προτίμησης», πριν την άσκησή της, σε πρόσωπα ή κοινότητες. Από την «ανακοίνωση» προέκυπτε η «προτίμηση», κατόπιν αξιολόγησης της σχέσης προσώπου ή κοινότητας με το ακίνητο και σύγκρισης με την ανακοίνωση άλλων προσώπων.

Με την ν.114 ο Λέων Στ' ο Σοφός κατήργησε το δικαίωμα της προτίμησης και επέτρεψε στους «δυνατούς» να αγοράζουν ανεπικωλύτως, όποιο ακίνητο ασθενέστερων κοινωνικών κατηγοριών διατίθονταν προς πώληση ή εκποίηση72. Το δίκαιο της «προτίμησης» επανέφερε ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός με την ν.2 του έτους 922 (ή 928 κατά Ν. Σβορώνο) που επονομάζεται «περί προτιμήσεως». Στην εν λόγω νεαρά ο αυτοκράτωρ ιεράρχησε την σειρά προτιμήσεως ως εξής: α) συγκύριοι που ήταν συγχρόνως και συγγενείς β) συγκύριοι από προϋπάρχουσα σχέση κοινωνίας (συνιδιοκτήτες) γ) οι κοινοί συγκύριοι π.χ. από αγορά αυτοτελών μεριδίων του ακινήτου δ) οι ομοτελείς, όσοι δηλ. μετείχαν στο αλληλέγγυον του ακινήτου ή κατέβαλαν τέλη στο ίδιο χωροδεσπότη ε) οι γείτονες. Στη συνέχεια η νεαρά προέβλεπε την διαδικασία για την άσκηση ενδιαφέροντος για την απόκτηση του ακινήτου, προθεσμίες, καθώς και τρόπο κατάρτισης της σύμβασης. Σε ειδική παράγραφο αναφέρονταν στα στρατιωτικά κτήματα και στην διαδικασία επιστροφής τους στην αρχική οικογένεια, αν η εκποίηση είχε γίνει τα προηγούμενα τριάντα έτη.

Ο λιμός του 927-8 εξαιτίας παγετού δημιούργησε τραγικές συνθήκες στην ύπαιθρο. Στα επόμενα έτη αυξήθηκαν οι εκποιήσεις ακινήτων και το δίκαιο της προτίμησης δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί επακριβώς λόγω ένδειας του μεγαλύτερου μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Το 934 ο Ρωμανός ανέλαβε να ανακουφίσει την κατάσταση με την ν.5. Με αυτήν προέβλεπε την επιστροφή του ακινήτου στον αρχικό ιδιοκτήτη, εάν αυτός μπορούσε να καταβάλει το τίμημα στον αγοραστή εντός τριετίας. Λίγοι είχαν την δυνατότητα αυτή, συνεπώς η ρύθμιση έμεινε κενό γράμμα. Αλλά και η εφαρμογή του νόμου χώλαινε, όπως φανερώνει η ν.6 του έτους 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Διαβάζουμε: « Παρά πολλών ανέμαθεν η εκ Θεού βασιλεία ημών, ως οι εν τω θέματι των Θρακησίων δυνατοί και υπερέχοντες, καταφρονήσαντες και της βασιλικής νομοθεσίας και αυτού του φύσει δικαίου και της ημετέρας προστάξεως, ου παύονται επισερχόμενοι εν τοις χωρίοις ένεκεν αγορών και δωρεών και κληρονομιών και τη ταύτη προφάσει τους ελεεινούς τυραννούντες πτωχούς και των ιδίων ποιούντες μετανάστας».

Και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στο θέμα των Θρακησίων, αφού σε άλλες παραγράφους η νεαρά αναφέρεται και στο θέμα τω Ανατολικών. Συνεπώς ο Κωνσταντίνος Ζ' ανανέωσε την νεαρά του Ρωμανού του έτους 934 με μικρές τροποποιήσεις που επέτρεπαν την δικαιοπραξία ακινήτων σε άτομα ελάχιστα διαφοροποιημένων κοινωνικών ομάδων. Με την ν.8 μερίμνησε για την επιστροφή στρατιωτικών κλήρων στους ιδιοκτήτες τους, για τους οποίους κλήρους στρατηγοί χρηματισθέντες επέτρεψαν την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις τους. Έτσι ιδιοκτήτης που με βίαιο τρόπο έγινε πάροικος στον κλήρο του, ξαναγίνονταν κύριος του κτήματος και λάμβανε ως αποζημίωση 18 νομίσματα από τον νέο ιδιοκτήτη. Άλλα 18 νομίσματα αποδίδονταν ως πρόστιμο στο δημόσιο. Όποιος αγόρασε με νόμιμο τρόπο στρατιωτικό κλήρο, τον επέστρεφε χωρίς αξίωση επιστροφής του τιμήματος και με πρόστιμο 24 νομίσματα υπέρ του δημοσίου. Εγκυκλοπαιδικά αναφέρουμε ως επικεφαλείς σύνταξης των παραπάνω νεαρών, τον πατρίκιο Θεόφιλο (ν.6) και τον πατρίκιο Θεόδωρο Δεκαπολίτη (ν.8)73.

Το 967 μ.Χ ο Νικηφόρος εξέδωσε την ν.20 «Περί του προτιμάσθαι των πενήτων τους δυνατούς εις εξώνησιν των παρά των δυνατών πιπρασκομένων». Στην νεαρά αυτή διατήρησε όλη την προγενέστερη νομοθεσία, με την μόνη διαφορά ότι κατήργησε την προτίμηση των πτωχών στην πώληση κτημάτων που άνηκαν σε δυνατούς. Την έκδοση της παραπάνω ρύθμισης αιτιολόγησε ως εξής: «Επεί ουν οι προ ημών βεβασιλευκότες διά την γενομένην κατά τον τότε καιρόν ένδειαν νομοθεσίαν εξέθεντο, κωλύοντες τους δυνατούς μη τα των πενήτων τε και στρατιωτών εξωνήσθαι και καλώς ποιούντες, προσέθεντο δε εν αυτή και την προτίμησιν τους πένητας δέχεσθαι εις τα των δυνατών κτήματα, μη μόνον εξ ανακοινώσεως, αλλά και εξ ομοτελείας, και πάντη τους καθεκάστην αυξανομένους απέκλεισαν, μη δόντες την οιανούν τούτοις παρεισδυσιν επικτήσεως, αλλά μάλλον και τους προγεγονότας ευπόρους, εκ του προτιμάσθαι τους πένητας εις την εξώνησιν, στενώσει και απορία συζήν πεποιηκότες...».

 Ένα πρώτο ερώτημα που προέκειψε στην επιστημονική κοινότητα ήταν η εύρεση του νόμου στον οποίο αναφέρονταν η νεαρά. Πρώτος ο Τσαχαρίε φον Λίνγκενταλ υπέθεσε ότι αναφέρεται στις δύο νεαρές του Ρωμανού Α', την «Περί προτιμήσεως» και αυτήν του 934. Στην συνέχεια ο Πωλ Λεμέρλ προσπάθησε να επιλέξει μία από της δύο αλλά η «Περί προτιμήσεως εκδόθηκε πριν το λιμό του 927-8, ενώ η μεταγενέστερη δεν αναφέρονταν στο δίκαιο της «προτίμησης», συνεπώς ούτε στην προτίμηση των πτωχών. Αλλά αν ήταν θέμα μόνο χρονολόγησης, ίσως η πρόταση του Ν. Σβορώνου για μεταχρονολόγηση της νεαράς «περί προτιμήσεως» από το 922 στο 928, να έλυνε το ζήτημα. Στην περίπτωση, όμως αυτή, ο νόμος δίνει το προβάδισμα των «πενήτων» έναντι των «δυνατών» σε περιπτώσεις εκποίησης ιδιωτικών ή δημόσιων κτημάτων που μετείχαν στην «ανακοίνωσιν Χωρίου», όχι κτημάτων που ανήκαν σε «δυνατούς» έστω και εξ ανακοινώσεως ομοτελείας. Εμπόδιζε δηλ. τους μεγαλογαιοκτήμονες να εισδύσουν στις κοινότητες. Αν αποκλεισθούν οι δύο παραπάνω νεαρές απομένει μόνο η του 947 του Κωνσταντίνου Ζ'. Πράγματι σε κείνην υπήρχε η ρύθμιση που αφορούσε την προτίμηση των «χωριτών» σε περίπτωση που: «και δυνατού προσώπου πιπράσκοντος ή άλλου εκποιουμένου συνεωράθη προτιμάσθαι τους χωρίτας, εν οις εισί ανακεκοινωμένοι, ή χωρίς της εκείνου νομής ή των υδάτων ή των ορέων ου δύνανται διοικείσθαι». Το παραπάνω απόσπασμα έδινε το προβάδισμα, κατά την περίπτωση εκποίησης κτημάτων των «δυνατών», σε εκείνους τους γείτονες που είτε άνηκαν σε κοινότητα, είτε εξαρτιόνταν άμεσα από το προς εκποίηση ακίνητο, για την εκμετάλλευση του δικού τους.

Ούτε αυτή η ρύθμιση, βέβαια, «φωτογραφίζεται» στην νεαρά του Νικηφόρου Φωκά ακριβώς. Σαν γενίκευση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Νικηφόρος αναφέρεται στην γενική ατμόσφαιρα απαξίωσης των δυνατών, που προσπάθησαν να περάσουν στην νομοθεσία, ως ένα βαθμό αυτοκράτορες, που θεωρούσαν, ότι κινδυνεύουν από την αύξηση της περιουσίας των γαιοκτημόνων. Ο ίδιος ήταν γόνος μιας τέτοιας οικογένειας και τρόπον τινά εκφράζει μια πικρία για την άνιση αυτή μεταχείριση, την οποία θέλησε να εξισορροπήσει, ψυχολογικά τουλάχιστον, όπως πολύ πετυχημένα αναφέρει η Χριστοφιλοπούλου74.

Έτσι όρισε στα κτήματα των «πενήτων» να προτιμούνται οι «πένητες», ενώ στων «δυνατών» η «δυνατή». Η ρύθμιση αυτή είχε πολύ μικρή πρακτική αξία, κατά κοινή ομολογία, συνεπώς, η άποψη Ostrogorsky, ότι αποτελεί την πρώτη ρωγμή στην νομοθεσία προστασίας των μικροϊδιοκτητων, είναι υπερβολική. Ακόμη και πιο ρηξικέλευθη να ήταν (η νεαρά του Νικηφόρου), οι νόμοι του Βασίλειου Β' του Βυλγαροκτόνου, θα είχαν κλείσει κάθε τέτοια ρωγμή. Συνάμα δεν επέτρεψε στους «δυνατούς» την απόκτηση στρατιωτικών κτημάτων.

Είδαμε στην προηγούμενη εργασία μας, πως με την νεαρά 22 διατήρησε το αναπαλλοτρίωτο του στρατιωτικού κλήρου των 4 λίτρων χρυσού και με την δεύτερη παράγραφο το επεξέτεινε στις 12 λίτρες χρυσού, για την οργάνωση του σώματος των κλιβανοφόρων ιππέων. Τέτοια, όμως μεγάλα κτήματα, μπορούσαν να βρίσκονται στην κατοχή «δυνατών». Δεν είναι λοιπόν απίθανο η ν.20 να προσπαθούσε να διατηρήσει το υπάρχον status quo, για στρατιωτικούς κυρίως λόγους. Ταυτόχρονα διατηρούσε και την φορολογική βάση αλώβητη, τακτική που ακολούθησαν και οι προγενέστεροι αυτοκράτορες. Τεχνικοί λόγοι (τεχνοκρατικοί, κατά την σύγχρονη ορολογία) επέβαλλαν στην ρωμαϊκή διοίκηση την προστασία της μικρής ιδιοκτησίας (από τον καιρό των Γράκχων), όχι ρομαντικοί, όπως τους χαρακτηρίζει η Ελευθερία Παπαγιάννη75. Τεχνικοί, επίσης, λόγοι επέβαλαν κατά καιρούς τον περιορισμό της κρατικής παρεμβατικότητας, και την ελεύθερη εξέλιξη της οικονομίας.

Το επόμενο θέμα αν και είναι επίσης οικονομικής φύσεως, αφορά την κοινωνική πολιτική των αυτοκρατόρων, διότι αφορά τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης, την μεγαλύτερης και πιο πολυάνθρωπης πόλης της αυτοκρατορίας, της Ευρώπης, της Εγγύς Ανατολής. Το θέμα της τροφοδοσίας της Πόλης, κυρίως σε σιτάρι, ήταν ζωτικής σημασίας, καθότι ο αυξημένος αριθμός κατοίκων απαιτούσε τεράστιες ποσότητες για να τραφεί, αφενός, και αφετέρου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος και αντιδρούσε απρόβλεπτα σε περιπτώσεις αύξησης της τιμής του προϊόντος αυτού. Περιληπτικά, από την δωρεάν διανομή άρτου, μέχρι τον Ζ' αιώνα περνάμε σε ένα καθεστώς παρεμβατισμού, με την λειτουργία δημόσιων αποθηκών για την συγκέντρωση σιτηρών για περιπτώσεις ανάγκης. Διοχέτευση τμήματος των αποθηκευμένων ποσοτήτων στην αγορά διορθώνει την τιμή.
Απομάκρυνση του πληθυσμού σε περιπτώσεις πολιορκίας είναι μια ακόμη τακτική, την οποία εφαρμόζει το κράτος για ν' αποφύγει την περίπτωση λιμού στην πόλη, επιτάξεις πλοίων είναι λύση έκτακτης ανάγκης. Σταδιακά η αγορά των σιτηρών εξελίσσεται, καθώς για δυο αιώνες δεν παρουσιάζεται λιμός στην αυτοκρατορία. Έτσι η Εκκλησία και τα ευαγή φιλανθρωπικά της ιδρύματα, αναλαμβάνουν, από οικονομικής πλευράς να ανακατανείμουν την πλεονάζουσα παραγωγή και τον πλεονάζοντα πλούτο που προσφέρεται για φιλανθρωπίες.
Με μικρές αποθήκες μοναστικής, κυρίως, ιδιοκτησίας και άλλα δημόσια κοινωφελή οικοδομήματα (π.χ. στέρνες) αναλαμβάνουν τον κοινωνικό ρόλο του κράτους, που περιορίζεται στην εποπτία και την αρωγή. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Θεόφιλου που περιδιαβαίνει τις αγορές ζητώντας να πληροφορηθεί τις τιμές των προϊόντων76. Τον Ι' αι. το κράτος ελάχιστο έλεγχο μπορεί να ασκήσει στο εμπόριο των σιτηρών. Τα μόνα προϊόντα που είναι διαθέσιμα στις κρατικές αποθήκες, είναι αυτά που προέρχονται από τις αυτοκρατορικές γαίες.
Ελέγχει, όμως, την συντεχνία των αρτοποιών, όπως μαρτυρεί το «Επαρχικό Βιβλίο» και το κέρδος που μπορούν ν' αποκομίσουν οι έμποροι. Στους αρτοποιούς ως δυνατότητα αντίδρασης παρέχεται η μετρίαση του βάρους του ψωμιού σε περιόδους αύξησης της τιμής. Παρατηρούνται επίσης φαινόμενα κερδοσκοπίας σε περιόδους έλλειψης, εξαιτίας φυσικών ή τεχνητών λόγων, καθώς οι σιτοκάπηλοι αποθήκευαν σιτάρι για ν' ανεβάσουν τις τιμές.

Την εποχή του Νικηφόρου, ισχυροί άνεμοι στην Ονωριάδα και την Παφλαγονία, προκαλούν ξηρασία στους αγρούς και τ' αμπέλια77. Ταυτόχρονα, πολεμικές προετοιμασίες δεν επιτρέπουν την διάθεση των δημόσιων σιτηρών στο κοινό, καθώς αυτά φυλάσσονται για την τροφοδοσία του στρατεύματος. Υπεύθυνος των δημόσιων σιταποθηκών ορίστηκε καθώς φαίνεται ο αδελφός του αυτοκράτορα, στρατηγός Λέων Φωκάς, ακριβώς γιατί ως έμπιστος δεν θα κερδοσκοπούσε εις βάρος του λαού. Συγκεντρώνει, όμως στο πρόσωπό του την μήνι του πλήθους και οι κατηγορίες εκτοξεύονται και κατά του αδελφού του, Νικηφόρου.

Το πλήθος θυμάται αυτά που έπραξε ο Βασίλειος Α', ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, όταν πληροφορήθηκε την αύξηση της τιμής στους 2 μόδιους ανά νόμισμα (τιμή ίδια με τιης εποχής του Νικηφόρου). Άνοιξε τις σιταποθήκες και έριξε στην αγορά ποσότητες ικανές να κατεβάσουν την τιμή στους 12 μόδιους ανά νόμισμα. Αυτά μας πληροφορούν ο Σκυλίτζης (σελ.320) και ο αντιγραφέας του Ζωναράς (XVI §28).
Θέλουμε να σταθούμε σε κάποια σημεία της διήγησης των δύο αυτών. Κατ' αρχάς αυτήν την ιστορία με τον Βασίλειο Α' δεν μπορούμε να την βρούμε στην εξιστόρηση των πεπραγμένων τις βασιλείας του, από κανένα χρονογράφο, ούτε από τους Σκυλίτζη και Ζωναρά. Την βρίσκουμε μόνο ως ανάμνηση, ως υποθήκη της συλλογικής μνήμης του λαού της Κωνσταντινούπολης, όταν θέλει να συγκρίνει την επισιτιστική πολιτική του Νικηφόρου. Και δεν αποκλείεται να είναι αληθινή, αλλά από την βασιλεία του Βασίλειου του Α' είχε περάσει ένας αιώνας, δηλ. τρεις με τέσσερις γενεές, συνεπώς αμφιβάλουμε αν η συλλογική μνήμη μπόρεσε να συγκρατήσει το γεγονός αυτό.
Και αν ναι γιατί δεν το θυμήθηκε στον μεγάλο λιμό του 927-8, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος δεν μπόρεσε να πράξει και πολλά για ν' ανακουφίσει τους υπηκόους του, παρά 6 χρόνια μετά, το 934 μ.Χ., εξέδωσε νόμο για να πει τι πρέπει να γίνει με αυτούς που είχαν χάσει τα κτήματά τους, κατ' ουσία να ρυθμίσει τα δημοσιονομικά του κράτους του;
Επίσης στην ίδια τη διήγηση του Σκυλίτζη διαβάζουμε: «..., αυτός με δυσκολία διέθετε προς πώληση ποσότητες απ' το βασιλικό σιτάρι,...και εκαυχάτο για κατόρθωμα μεγάλο, ότι, ενώ το ένα μόδιο του σταριού είχε τιμή ενός νομίσματος, αυτός επέβαλε για δύο να πωλείται...», δηλ. ο Νικηφόρος έπραξε τα πρέποντα για την ανακούφιση των πολιτών, διέθεσε από τα στρατηγικά αποθέματα σίτου και έριξε την τιμή κατά 50%. Δεν μπορεί να τον κατηγορήσει, λοιπόν, κανείς για απραξία ή ολιγωρία. Δυστυχώς η τιμή που πέτυχε δεν ήταν ικανοποιητική για τον Σκυλίτζη, τον Ζωναρά και τους λοιπούς κατηγόρους του.

Τα παραπάνω, βέβαια, δεν τα θυμήθηκε ο λαός την εποχή που ο Λέων Διάκονος σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη, διότι σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχαν και στην δική του αφήγηση. Έχει καταγράψει δυσαρέσκεια των πολιτών, αλλά όχι στον βαθμό που αυτή πέρασε στην χρονογραφία 2 αιώνες μετά. Επίσης δεν μας μεταφέρει την πολιτική του Βασίλειου Α'. Όπως διαβάζουμε στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου: «Φαίνεται ότι τα χρόνια που μεσουρανούσε ο Βασίλειος Β' και η Θεοφανώ βασιλομήτωρ δέσποζε Αυγούστα στα ανάκτορα, πέρασαν στην ιστοριογραφία μικροεπεισόδια και παράπονα, ανθρώπινα και συγγνωστά, για να καλύψουν κάπως την ανόσια συμπεριφορά της συζύγου, προς την οποίαν ο σφαγιασθείς "εύνοιαν υπέρ το προσήκον παείχεν"»78.

 Εμείς να προσθέσουμε, ότι «παραλείψεις», όπως οι παραπάνω κράτησαν στάσιμο τον «συνεχιστή της αρχαίας ιστοριογραφικής παραδόσεως»79 Λέοντα στη θέση του Διακόνου, επί τριακονταετία. Θα χρειαστεί να συντάξει λόγο εγκωμιαστικό στον Βασίλειο Β' Βουλγαροκτόνο και να μιλήσει για «ταις των παρεγγράπτων... αντιθετικαίς επιθέσεσι»80 (υπονοώντας τον Φωκά, ίσως και τον Τσιμισκή) για να καταφέρει τελικά ν' ανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο της Καρίας. Με αυτό το σκεπτικό εξηγείται η μυστηριώδης δήλωση που υπάρχει στο κείμενο του Σκυλίτζη, τουλάχιστον στο κείμενο του I. Thurn, στο οποίο στηρίχθηκε η έκδοση που έχουμε στα χέρια μας: «Ο Νικηφόρος και ο Λέων, τα παιδιά του (σ.σ. του Βάρδα), ανώτεροι παντός είδους αισχρού κέρδους και τους πολίτες αγαπώντας σαν παιδιά τους πολύ ωφέλησαν το κράτος των Ρωμαίων»81.

Αυτή η δήλωση είναι τοποθετημένη στο κείμενο που αναφέρεται στην βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ', προηγείται δηλαδή των συκοφαντιών που καταγράφηκαν στην βασιλεία του Νικηφόρου. Ήθελε να προκαταλάβει ο συγγραφέας την κρίση του αναγνωστικού κοινού, γνώριζε τι υποχρεούνταν να γράψει. Εισπήδησε στο κείμενο από το περιθώριο, από κάποιον αντιγραφέα μοναχό, που δεν δεχόταν αυτά που λέγονταν για τον Νικηφόρο, τον κτήτορα της Μεγίστης Λαύρας;
Όπως και να χει, η εσωτερική αυτή αντίφαση μειώνει την αξία των κατηγοριών και με νομικούς όρους, δίνει στον Νικηφόρο το ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Εμείς δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα παραπάνω επί του θέματος.


ΕπίλογοςΤο να γράψει κάποιος τα θέματα της πολιτικής του Νικηφόρου, είναι περίεργη εμπειρία. Δεν περιορίζεται μόνο να αφηγηθεί τις πράξεις του, αλλά πρέπει να πει και τι δεν έκανε. Πρέπει να προσπαθήσει ν' αποκαθάρει τις αφηγήσεις των πηγών και να βρει μέσα από τα λεγόμενα την πιθανή αλήθεια. Αυτό δεν καθιστά τις πηγές άχρηστες, αλλά δυσκολόχρηστες.
Έχει ειπωθεί, ότι η ιστορική συνέχεια, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τη συνέχεια των λόγιων ρωμαίων χρονογράφων, βάζει σε πειρασμό τον ερευνητή να μην επεκτείνει την έρευνά του στην εύρεση εκείνων των στοιχείων που θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν την εξιστόρηση αυτών των πηγών.
Είναι αλήθεια, ότι έχουν γραφεί βυζαντινές ιστορίες βασισμένες μόνο στις πηγές. Φυσικό επακόλουθο είναι να μεταφέρεται αυτούσια σ' αυτές, η άποψη του χρονογράφου, για τα δρώμενα τις εποχής του, οι προκαταλήψεις του, ακόμη και η προπαγάνδα του. Δυστυχώς η αρχική επεξεργασία της Βυζαντινής ιστορίας από Δυτικούς ή Σοβιετικούς επιστήμονες, δεν βοήθησε στην απαλλαγή της από τέτοιες προοπτικές, αντίθετα θα λέγαμε την φόρτωσε με νέες προλήψεις, αποτέλεσμα της θεολογικής ή ιδεολογικής διαφοροποίησης, και των ερμηνευτικών τους εργαλείων.

Η ανάγκη σύνθεσης ενός σύνθετου πολύπλευρου και πολυδιάστατου ερμηνευτικού εργαλείου, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην μελέτη της βυζαντινής ιστορίας, κατ' αναλογία με αυτά που χρησιμοποιούν οι Δυτικοί για την μελέτη της δικιάς τους μεσαιωνικής ιστορίας (Marc Bloch, Erwin Panofsky και πρόσφατα ο Jaques Le Goff) έχει τεθεί και διατυπωθεί από πολλούς επιστήμονες.

Το καλύτερο που διαθέτουμε μέχρι στιγμής είναι το έργο του πατρός Ι.Ρωμανίδη, το οποίο δυστυχώς, δεν περιλαμβάνει όλους τους τομείς της δραστηριότητας των Ρωμηών. Μέχρι στιγμής, όμως, προσφέρει την ικανοποιητική σημειολογία για την κατανόηση των θεμάτων, των οποίων άπτεται, και εφόσον δεν έχει γίνει κάποια προσπάθεια, αντικατάστασης ή απόρριψης, παραμένει πρωτότυπο και επίκαιρο.
Η «βυζαντινή» προπαγάνδα δεν στάθηκε ευνοϊκή με τον Νικηφόρο Φωκά. Παρότι ως στρατηγός, εκτός από λαμπρές νίκες, πρόσφερε την τακτική και τις υποδομές στην αυτοκρατορία, για να δημιουργήσουν οι επόμενοι την «Βυζαντινή Εποποιΐα» και ως οικονομικός νους, πρόσφερε λύσεις σε ακανθώδη ζητήματα, συκοφαντήθηκε ασύστολα και ανερυθρίαστα, όχι τόσο από τους συγχρόνους του, διότι αυτοί έζησαν τις μεγάλες στιγμές που αυτός πρόσφερε, αλλά από μεταγενέστερους λόγιους.
Όχι από τα υποτιθέμενα «θύματά» του αλλά από κόλακες της αυλικής δημοσιοϋπαλληλίας, που έθεταν την «λογιοσύνη» τους στις ανάγκες εγκωμιασμού, οποιουδήποτε μπορούσε να τους προσφέρει μια προαγωγή, τον οποίο, στην συνέχεια θα «ξέσχιζαν» ευχαρίστως με την κάλαμό τους, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Ήδη ειπώθηκε η άποψη που θέλει την Αυγούστα Θεοφανώ να μεριμνά για την υστεροφημία της, κατά την διάρκεια της βασιλείας του γιού της Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου.

Ο Μιχαήλ ΣΤ' Βρίγγας, ο επονομαζόμενος Στρατιωτικός, - Αυτοκράτορας  1056-1057.
Είναι σίγουρο, ότι πολλοί σύγχρονοι καλαμαράδες82, αλλά το θύμα δεν ήταν της κλάσης του Νικηφόρου. Οι προσπάθειες δεν σταμάτησαν με το τέλος της δυναστείας. Η άνοδος στο θρόνο του Μιχαήλ Στ' του Στρατιωτικού, μέλους της οικογένειας των Βριγγάδων83, έδωσε την ευκαιρία στην οικογένεια αυτή, έναν αιώνα μετά να προσπαθήσει να ξαναγράψει την ιστορία. Δεν συζητούμε, ότι σε επίπεδο πολιτικής, η στρατιωτική αριστοκρατία έγινε ο εχθρός του κατεστημένου. Αυτό οφειλόταν μεν στην άνοδο των γραφειοκρατών, αλλά και στην προσωπική συμβολή του Μιχαήλ Ψελλού, του ανθρωπάριου αυτού της πολιτικής, όπως τον χαρακτήρισε ο Καραγιαννόπουλος.

Από δω και μπρος οι γραφιάδες της αυλής, όπως οι Ζωναράς και Σκυλίτζης, ακολουθούν το παράδειγμα του «ύπατου των φιλοσόφων». Αρέσκονται να παρουσιάζουν τους αυτοκράτορες ως ανίκανους, γι' αυτό και χρειάζονται την συνδρομή των μορφωμένων υπαλλήλων, που τους καθοδηγούν στους μαιάνδρους της πολιτικής. Με αφορισμούς και ευχολόγια, όμως, κρίσεις δεν ξεπερνιούνται εχθροί δεν αντιμετωπίζονται.
Το Ματζικέρτ θα θέσει τέρμα στην ψευδαίσθησή τους, και όχι η δόξα αλλά η παραλίγο πτώση της αυτοκρατορίας, θα οφείλεται στους αρχαιοπρεπώς φιλοσοφούντας. θα προσφέρθηκαν να πλέξουν το εγκώμιό της, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό, διότι ο κόσμος γνώριζε ποιος ήταν ο Νικηφόρος, ποια ήταν η Θεοφανώ και πως πρωτοστάτησε στην δολοφονία του.
Αυτό που χρειαζόταν ή βασιλομήτωρ, ήταν να παρουσιάζει η ιστορία τον Νικηφόρο άξιο της μοίρας του. Έπρεπε να προπαγανδίσει τέτοια πολιτική που θα τον καθιστούσε λαομίσητο. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν τόσο εύκολο, ειδικά τα πρώτα χρόνια που οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές. Είχε εφαρμοστεί με επιτυχία αυτή η μέθοδος, από τους Λέοντα Στ' και Κωνσταντίνο Ζ' για τον ιδρυτή της δυναστείας Βασίλειο Α', δολοφόνο του Μιχαήλ Γ'

Για να επανέλθουμε, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι στον Νικηφόρο δεν δόθηκε ο φυσικός χρόνος να μεριμνήσει για την υστεροφημία του. Αλλά και αν του δίνονταν, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι θα το έπραττε.
 Το πιο πιθανό είναι ότι θα ολοκλήρωνε την σταυροφορία του, θ' απελευθέρωνε τους Αγίου Τόπους και μετά θα πήγαινε στο Άγιο Όρος, στην Μονή που με τόση μέριμνα είχε ετοιμάσει, να εκπληρώσει το όνειρό του, την υπόσχεσή του να γίνει μοναχός. Γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονταν να προπαγανδίσει το έργο του, να το στηρίξει επικοινωνιακά.
Το έργο του μαρτυρούσε το ποιόν του άνδρα. Οι θρίαμβοι στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, μαζί με τα λάφυρα που κατατίθονταν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, πλήθος θρησκευτικών κειμηλίων επανέρχονταν στον φυσικό λατρευτικό τους χώρο, τον χριστιανικό ναό.


   ΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Β' ΦΩΚΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ Μ ΑΣΙΑ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ ΣΥΡΙΑ 

Το πατριαρχείο της Αντιοχείας, ιδού, επανήλθε στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας. Αλλά και επαρχίες από καιρό υπόδουλες, όπως η Κρήτη και η Κύπρος, απελευθερώθηκαν και η Ρωμηοσύνη σ' αυτές επέζησε, εξ αιτίας του. Οι αλλόπιστοι άκουγαν το όνομά του κι έτρεμαν. Ελ Νικφούρ. Δεν είχε ανάγκη προπαγάνδας το έργο του Νικηφόρου. Το όνομά του εντυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των σλαβικών και αρμένικων λαών και πλήθος παραδόσεων που τον αφορούν, κυκλοφόρησαν εις πείσμα της γραφειοκρατίας της Πόλης. Αλλά και οι Άραβες παραδέχθηκαν τον μεγαλείο του ανδρός και, μάλιστα, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν την καταγωγή του.

 Ο Άραβας ιστορικός Αβούλ Μαχάσαν εξισώνει τον Νικηφόρο με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Έλληνα λαμπρό στρατηλάτη, και όπως αυτόν προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως δικό τους οι παρίες της ιστορίας, για να ωφεληθούν από τα εκείνου κατορθώματα, και μέσω αυτών να σηματοδοτήσουν την δική τους ανεξιχνίαστη πορεία στο χρόνο, έτσι και τον Νικηφόρο, οι Άραβες προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως γόνο μουσουλμάνου εκ Ταρσού, γνωστού ως Ιμπν ελ-Κασσάς.

Έτσι την μεγαλύτερη αναγνώριση την έλαβε ο Νικηφόρος από τους εχθρούς του. Αλλά για να μην υπάρχει η εντύπωση ότι οι Ρωμηοί δεν τίμησαν την μνήμη του θα αναφέρουμε το επίγραμμα που συνέθεσε ο Μητροπολίτης Μελιτήνης Ιωάννης και χαράχθηκε επί της πέτρας του τάφου του Νικηφόρου:

Νόμισμα ιστάμενον.  Η Θεοτόκος και αριστερά της ο Βασιλεύς Νικηφόρος Β' Φωκάς 

Τον ανδράσι πριν και τομώτερον ξίφους
Πάρεργον ούτος και γυναικός και ξίφους.
Ος τω κράτει πριν γης είχεν όλον κράτος,
ώσπερ μικρός γης μικρόν ώκησε μέρος.

Το πριν σεβαστόν, ως δοκώ, και θηρίοις,
ανείλεν η σύγκοιτος έν δοκούν μέλος.
ο μηδέ νυξί μικρόν υπνώττειν θέλων
εν τω τάφω νυν μακρόν υπνώττει χρόνον.
θέαμα πικρόν! Αλλ' ανάστα νυν, άναξ,
και τύπτε πεζούς, ιππότας, τοξοκράτας,
το σον στράτευμα, τας φάλαγγας, τους λόχους.

Ορμά καθ' ημών ρωσική πανοπλία,
Σκυθών έθνη σφύζουσιν εις φονουργίας,
λεηλατούσι παν έθνος την σην πόλιν,
ους επτόει πριν και γεγραμένος τύπος
προ των πυλών σος εν πόλει Βυζαντίου.

Ναι, μη παρόψει ταύτα˙ ρίψον τον λίθον
τον σε κρατούντα, και λίθοις τα θηρία
τα των εθνών δίωκε˙ δως δε και πέτρας
στηριγμόν ημίν αρραγεστάτην βάσιν.
ει δε ου προκύψαι του τάφου μικρόν θέλεις,
καν ρήξον εκ γης έθνεσιν φωνήν μόνην˙
ίσως σκορπίσεις ταύτη και τρέψει μόνη.

Ειδ' ουδέ τούτο, τω τάφω τω σω δέχου
Σύμπαντας ημάς˙ ο νεκρός γαρ αρκέσει
Σώζειν τα πλήθη των όλων χριστονύμων,
Ώ πλην γυναικός τα δ' άλλα Νικηφόρος 84.


Και αν δεν γράφονταν τόσες σελίδες που να ιστορούν τα κατορθώματα του Νικηφόρου, μόνος ο ίαμβος αυτός αρκούσε να υμνήσει τον άνδρα. Η επιγραφή αυτή δεν επέτρεψε στις προσπάθειες της Θεωφανούς και του λοιπού συρφετού να καρποφορήσουν. Έκραζε την αδικία. Αλλά και οι επικλήσεις του λαού της Κωνσταντινούπολης, εν ώρα κινδύνου, προς τον στρατηλάτη, κρύβουν κάτι από παράκληση σε άγιο. Βέβαια, δεν ξεχνάμε, ότι προστάτης της θεοφύλακτης Πόλης είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Θυμόμαστε, όμως, ότι στο Άγιον Όρος και ειδικά στην Μεγίστη Λαύρα τιμούσαν αυτόν ως μάρτυρα μέχρι τα μέσα του ΙΣΤ' αιώνος. Μάλιστα στον βίο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη αναφέρεται και θαύμα που έπραξε ο Νικηφόρος σε αδελφό της Μονής.

Το μεταφέρουμε αυτούσιο από διήγηση του μοναχού Νικολάου στον μοναχό και μαθητή του οσίου Αθανασίου, Θεοδώρητο: «Τη γουν τρισκαιδεκάτη νυκτί λογισμός μοι επήλθε περί του Μάρτυρος Νικηφόρου, εάν ως Μάρτυρα οφείλωμεν έχειν αυτόν, είτε και μη˙ πολλοί γαρ τούτο κακείνο διϊσχυρίζοντο˙ εγώ δε τω λόγω του Πατρός (σ.σ. του οσίου Αθανασίου) πειθόμενος, επεκαλεσάμην αυτόν ως Μάρτυρα ποιήσαι μετ εμού σημείον εις αγαθόν˙ ήμην γαρ κατωφερής (σ.σ. δηλ είχε κήλη). Αρκούντως γαρ παρακαλέσας μετά γονυκλισιών επαυσάμην, και τηνικαύτα έγνων ότι μοι τα έγκατα άπαντα μέχρι και των γονάτων εχάλασεν˙ εβιαζόμην δε εμαυτόν ιδείν τι συνέβη μοι˙ αλλ' εγώ ουκ επείσθην τω λογισμώ αλλ' είχον αμετατρέπτως εν τω νοΐ μου ότι πάντως θεραπεύσει με ο Μάρτυς. Και μετά παραδρομήν πέντε νυχθημερών πάλιν ήμην επικαλούμενος τον Μάρτυρα, και έτι της ευχής ούσης εν τω στόματί μου έγνων ότι ανήλθε πάντα τα εντός μου και γέγονα υγιής. Και έως διήλθον αι τεσσαράκοντα πέντε ημέραι της στάσεώς μου, ουκ επείσθην τω λογισμώ ψηλαφήσαι και γνώναι τι μοι συνέβηκε»85.

Επίσης σε τοιχογραφία του Καθολικού της Λαύρας του Θεοφάνους (Ιστ' αι.) ιστορείται ο αυτοκράτωρ να προσφέρει τα χρυσόβουλα με φωτοστέφανο, ενώ ο Τσιμισκής σε τοιχογραφία του ιδίου αγιογράφου της ίδιας περιόδου στο Καθολικό, χωρίς φωτοστέφανο. Μαρτυρία του αγιορείτη μοναχού π.Νικοδήμου Μπιλάλη για την ύπαρξη Ακολουθίας του Μάρτυρα86 δείχνει ότι οι πατέρες στο Άγιο Όρος τον τίμησαν και τον μνημόνευσαν αρκούντως.
 Και πώς να αντιπαρέλθει κάποιος τις μαρτυρίες του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη περί του πνευματικού του τέκνου. Στις τρεις που παρεμβάλλαμε ανωτέρω (στο τέλος του κεφ. για την εκκλησιαστική πολιτική) θα προσθέσουμε ακόμα μία, την οποία εκλάβαμε πάλι από το «Τυπικό» του οσίου, όπου ο λόγος του είναι πιο άμεσος: «Εντεύθεν, ει και το μοναδικόν σχήμα δι ήν είπομεν ουκ ημπέσχετο περιπέτειαν, αλλά τη των αρετών εργασία και φυλακή και τηρήσει του νοός, ταις τε μακροτάταις νηστείαις και ταις ευτόνεις αγρυπνίαις και διηνεκέσι χαμευνίαις τους εν όρεσι διαιτωμένους υπερηκόντιζε (σ.σ. ξεπερνούσε) μοναχούς αγωνιζόμενός τε και σωφρονών, όσον ο ημέτερος παραστήσαι λόγος ου δύναται».
Η μαρτυρία του Γέροντα για την σωφροσύνη του Νικηφόρου είναι καταλυτική. Τα περί ερώτων και λοιπά είναι ύποπτες φλυαρίες, ενδεικτικές της ψυχικής κατάστασης των γραφόντων. Εμείς δεν μπορούμε να αποφανθούμε περί της αγιότητας ή μη του Νικηφόρου. Αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας.
 Το μόνο που μπορούμε και προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να προσκομίσουμε ό,τι στοιχεία βρήκαμε. Αυτά φανερώνουν το ασύστατο των κατηγοριών εναντίον του σεβαστού αυτοκράτορα, το ποιόν των κατηγόρων του, τα κίνητρά τους.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν, ότι ο Νικηφόρος ήταν ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρωμηοσύνης





Δ' ΜΕΡΟΣ




Η οικογένεια των Φωκάδων
Ο Θυρεός - Οικόσημο του επανασυσταθέντος Λαμπροτάτου Συγκλητικού Οίκου των Φωκά/Καλλέργη - Έρευνα - καταγραφή π. Παντελεήμονος Χούλη.

1. Γενικά για την καταγωγή των Φωκάδων

Οι Φωκάδες ήταν από τις ισχυρότερες οικογένειες της μικρασιατικής αριστοκρατίας. Εμφανίζονται πρώτη φορά στις ιστορικές πηγές το β΄ μισό του 9ου αιώνα. Επί πέντε γενιές κατείχαν ανώτατα στρατιωτικά και διοικητικά αξιώματα, ενώ ένας εκπρόσωπός τους κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές οικογένειες με τις οποίες είχαν συνάψει συγγενικούς δεσμούς, οι πιο σημαντικές ήταν των Μαλεΐνων και των Σκληρών.

Σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία της οικογένειας, την οποία αναφέρει (και πιθανότατα έχει δημιουργήσει) ο ιστορικός του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ατταλειάτης, οι Φωκάδες προέρχονταν από την παλιά ρωμαϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Φαβίων.1 Στην πραγματικότητα, η καταγωγή τους πρέπει να αναζητηθεί στην Καππαδοκία, με την οποία οι Φωκάδες ήταν στενά συνδεδεμένοι τόσο οικονομικά (μέσω των κτημάτων τους), όσο και πολιτικά.2 Μέσα από την ιστορία των Φωκάδων είναι δυνατή η παρακολούθηση της διαδικασίας εμφάνισης των μεγάλων γαιοκτημόνων και οι συνέπειές της στον εσωτερικό πολιτικό τομέα.


2. Η άνοδος της οικογένειας

Η εμφάνιση και η άνοδος των Φωκάδων χρονολογούνται την εποχή της μακεδονικής δυναστείας, καθώς οι πρώτοι εκπρόσωποι της οικογένειας αναφέρονται στις πηγές επί Βασιλείου Α΄. Ο πρώτος γνωστός Φωκάς ήταν απλός στρατιώτης, λαϊκής καταγωγής, ο οποίος το 872 διορίστηκε τουρμάρχης, κατά πάσα πιθανότητα στο θέμα της Καππαδοκίας.3 Ο γιος του, ο Νικηφόρος Φωκάς (ο οποίος από τους σύγχρονους ερευνητές αναφέρεται ως ο Παλαιός), είχε μακρά και επιτυχημένη σταδιοδρομία, χάρη στην οποία έφτασε μέχρι τα ανώτατα αξιώματα στη στρατιωτική ιεραρχία, εκείνα του στρατηγού και του δομεστίκου των σχολών. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η θέση που ο Νικηφόρος κατόρθωσε να αποκτήσει στη στρατιωτική ιεραρχική κλίμακα έδωσε τη δυνατότητα στους απογόνους του να ανεβούν στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Έτσι, ο γιος του Λέων Φωκάς αναφέρεται πρώτη φορά στις πηγές ήδη ως δομέστικος των σχολών το 917, που σημαίνει ότι η σταδιοδρομία του είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, ενώ την ίδια περίοδο ήταν στρατηγός και ο άλλος γιος του, ο Βάρδας.4


3. Οι Φωκάδες στη δυσμένεια του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού

Κατά το α΄ μισό του 10ου αιώνα η άνοδος των Φωκάδων επιβραδύνθηκε σημαντικά. Επί Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού οι εκπρόσωποι της τρίτης γενιάς των Φωκάδων, οι προαναφερθέντες Λέων και Βάρδας, γιοι του Νικηφόρου Φωκά του Παλαιού, έπεσαν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα.

Την περίοδο της αντιβασιλείας της αυτοκράτειρας Ζωής (913-919), μητέρας του ανήλικου Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913-959), ο μάγιστρος και δομέστικος των σχολών Λέων Φωκάς ήταν από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες στο κράτος και του είχε ανατεθεί η ανώτατη διοίκηση στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων του Συμεών. Όμως, οι ήττες του βυζαντινού στρατού το 917, πρώτα στη μάχη της Αγχιάλου και στη συνέχεια στους Κατασύρτες της Θράκης, εξασθένισαν τη θέση τόσο του Λέοντος Φωκά, όσο και της αυτοκράτειρας Ζωής. Οι στρατιωτικές ήττες επέσπευσαν την πτώση της Ζωής και έδωσαν τη δυνατότητα στο δρουγγάριο του πλωίμου Ρωμανό Λεκαπηνό να καταλάβει το θρόνο. Επειδή ο Λέων Φωκάς ήταν από τους ευνοούμενους της αυτοκράτειρας (η οποία μάλιστα μελετούσε την περίπτωση να τον παντρευτεί),5 [  5. Βλ. Djurić, I., “Porodica Foka”, Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta 17 (1976), σελ. 243. ] ήταν φυσικό να βρεθεί αντιμέτωπος με το Ρωμανό και τους οπαδούς του, οι οποίοι εμφανίζονταν ως προστάτες των νόμιμων δικαιωμάτων του Κωνσταντίνου Ζ΄. Το 919 ο Λέων Φωκάς προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά ηττήθηκε από το Λεκαπηνό και πλήρωσε τις πολιτικές φιλοδοξίες του με τύφλωση. Έπειτα από αυτό τα ίχνη του χάνονται από τις ιστορικές πηγές.

Η πολιτική αλλαγή του 919-920 επηρέασε και τη σταδιοδρομία του Βάρδα Φωκά, αδελφού του Λέοντος, προσωπικότητας που συνέβαλε τα μέγιστα στην ενίσχυση της οικογένειας των Φωκάδων. Αρχικά δεν του απονέμονταν υψηλά αξιώματα και τιμητικοί τίτλοι, όμως αυτή η φάση στη σταδιοδρομία του ήταν προσωρινή και έως τα τέλη της διακυβέρνησης του Ρωμανού Α΄ ο Βάρδας εμφανίζεται στις πηγές ως πατρίκιος να κατέχει υψηλή θέση στη διοίκηση του στρατού.


4. Η πολιτική σύναψης συγγενικών σχέσεων

Ήδη από τα τέλη του 9ου ή τις αρχές του 10ου αιώνα οι Φωκάδες είχαν συνάψει σχέσεις επιγαμίας με τους Μαλεΐνους, όταν ο Βάρδας Φωκάς νυμφεύθηκε την κόρη του Ευδοκίμου Μαλεΐνου, γόνου οικογένειας από το Χαρσιανόν, παλαιότερης και πλουσιότερης από τους Φωκάδες. Απόγονοι του γάμου αυτού ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος, ο Λέων και ο Κωνσταντίνος Φωκάς.

Ο συγγενικός δεσμός των Φωκάδων και των Μαλεΐνων είχε πολύπλευρες συνέπειες. Πρώτον, επρόκειτο για δύο οικονομικά ισχυρές οικογένειες. Δεύτερον, η συγγένεια αυτή διαπιστώνεται και στον πολιτικό τομέα. Από την εποχή εκείνη οι Μαλεΐνοι ακολουθούσαν πιστά και υποστήριζαν τις πολιτικές φιλοδοξίες των συγγενών τους Φωκάδων, σε τέτοιο βαθμό ώστε η άνοδος και η πτώση των δύο οικογενειών να είναι συνυφασμένες.

Οι Φωκάδες και οι Μαλεΐνοι αποτέλεσαν τον πυρήνα της οικογένειας που δημιουργήθηκε γύρω τους με τον προσεταιρισμό άλλων, λιγότερο επιφανών οικογενειών. Μεταξύ αυτών πρέπει να ξεχωρίσουμε τους Παρσακουτηνούς, οι εκπρόσωποι των οποίων για ένα διάστημα συμμετείχαν στις στάσεις των μεταγενέστερων Φωκάδων. Εκτός αυτού, οι Φωκάδες συνήψαν δεσμούς επιγαμίας και με τους Σκληρούς, μία από τις ισχυρότερες μικρασιατικές οικογένειες, με τους οποίους τις τελευταίες δεκαετίες του 10ου αιώνα ήρθαν σε σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας. Επίσης, συγγένευαν εξ αγχιστείας με τους Κουρκούες, μέσω της κόρης του Βάρδα Φωκά, μητέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.


5. Η «χρυσή εποχή» των Φωκάδων

Με την πτώση του Ρωμανού Α΄ το 944 άρχισε η περίοδος της μονοκρατορίας του Κωνσταντίνου Ζ΄ (945-959). Την πολιτική αυτή αλλαγή ακολούθησε μία «χρυσή εποχή» για την οικογένεια των Φωκάδων, οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στην επαναφορά του νόμιμου εκπροσώπου της μακεδονικής δυναστείας στο θρόνο. Επί Κωνσταντίνου Ζ΄ και του γιου του Ρωμανού Β΄ (959-963) οι Φωκάδες κρατούσαν στα χέρια τους, θα λέγαμε κληρονομικά, τα υψηλότερα στρατιωτικά αξιώματα και διοικούσαν το σύνολο των βυζαντινών στρατευμάτων, κυρίως στον αγώνα εναντίον των Αράβων στο ανατολικό μέτωπο.

Από τις αρχές του 945 και έως το 955 ο Βάρδας Φωκάς ασκούσε το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών, ενώ ο πρωτότοκος γιος του Νικηφόρος εκείνο του στρατηγού των Ανατολικών. Ο Λέων Φωκάς διορίστηκε στρατηγός της Καππαδοκίας και ο Κωνσταντίνος Φωκάς στρατηγός της Σελεύκειας. Το 955, όταν ο Βάρδας Φωκάς απομακρύνθηκε από τη θέση του δομεστίκου των σχολών (λόγω γήρατος και των ηττών που είχε υποστεί από τους Άραβες), η οικογένεια των Φωκάδων δεν έχασε την επιρροή της: δομέστικος των σχολών ανέλαβε ο Νικηφόρος, ενώ ο αδελφός του Λέων προήχθη σε στρατηγό των Ανατολικών (ο νεότερος αδελφός Κωνσταντίνος είχε αιχμαλωτιστεί από τους Άραβες δύο χρόνια νωρίτερα και πέθανε στη φυλακή). Ο Νικηφόρος και ο Λέων συνέχισαν και επί Ρωμανού Β΄ να ηγούνται του στρατού. Ως δομέστικος των σχολών της Ανατολής ο Νικηφόρος προχώρησε στην ανακατάληψη της αραβοκρατούμενης Κρήτης το 960-961 και το επόμενο έτος κατέλαβε το Χαλέπι στη Συρία. Ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών της Δύσης, διακρίθηκε στους αγώνες εναντίον των Ούγγρων στα Βαλκάνια, ενώ αργότερα (960) απέκρουσε μεγάλης κλίμακας επιδρομή των Αράβων στην Ανδρασό.


6. Το απόγειο της ισχύος των Φωκάδων

Η υψηλή θέση στη στρατιωτική και κοινωνική ιεραρχία που είχαν καταλάβει οι Φωκάδες τις προηγούμενες δεκαετίες έδωσε τη δυνατότητα σε ένα διακεκριμένο μέλος της οικογένειας να καταλάβει την εξουσία το 963.

Μετά το θάνατο του Ρωμανού Β΄, ο μάγιστρος Νικηφόρος Φωκάς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του, προφασιζόμενος την προστασία των δικαιωμάτων των ανήλικων αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου. Τις βλέψεις του Νικηφόρου Φωκά υποστήριξαν τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και άλλοι συγγενείς, μεταξύ των οποίων και ο ανιψιός του Ιωάννης Τσιμισκής. Επίσης, ο στασιαστής είχε την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, χήρας του Ρωμανού Β΄, και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πολυεύκτου. Ο Νικηφόρος Φωκάς στέφθηκε τον Αύγουστο του 963, νυμφεύθηκε τη Θεοφανώ και ανέλαβε την εξουσία ως προστάτης των ανήλικων διαδόχων του θρόνου.

Επί βασιλείας Νικηφόρου Β΄ οι Φωκάδες αναρριχήθηκαν ταχύτατα στην κορυφή της αυλικής ιεραρχίας: ο πατέρας του αυτοκράτορα, ο Βάρδας, τιμήθηκε με τον τίτλο του καίσαρα, ενώ ο αδελφός του Λέων Φωκάς με εκείνον του κουροπαλάτη, ενώ έλαβε και την υψηλή θέση του λογοθέτη του δρόμου. Επίσης, οι γιοι του Λέοντος και άλλοι συγγενείς των Φωκάδων ασκούσαν σημαντικά διοικητικά και στρατιωτικά αξιώματα στις επαρχίες του κράτους.

Η διακυβέρνηση του Νικηφόρου Β΄ υπήρξε το απόγειο της κυριαρχίας των Φωκάδων. Μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Β΄ (969) μια καινούρια εποχή άρχισε για την οικογένεια. Από τότε και μέχρι το τέλος τους οι εκπρόσωποι των Φωκάδων, μη θέλοντας να συμβιβαστούν με την απώλεια της εξουσίας, εμφανίζονταν όλο και περισσότερο σε ρόλο στασιαστών και συνωμοτών.


7. Οι Φωκάδες σε ρόλο στασιαστών


7.1. Επί Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή

Η προσπάθεια της οικογένειας των Φωκάδων να ανακαταλάβει το θρόνο οδήγησε τα μέλη της σε σύγκρουση με τους μετέπειτα αυτοκράτορες, αρχής γενομένης με τον Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή, δολοφόνο του Νικηφόρου Β΄.

Η δολοφονία του Νικηφόρου Β΄ Φωκά από τον Τσιμισκή ή Τζιμισκή , έχει συντελεστεί .Από το παλάτι όπου βρίσκεται ο Τσιμισκής  δείχνουν στον λαό που έχει έρθει να βοηθήσει το αγαπητό βασιλέα το κεφάλι του .

Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Τσιμισκής προσπάθησε να απομονώσει πολιτικά την οικογένεια των Φωκάδων, εξορίζοντας τα κυριότερα μέλη της, γεγονός που οδήγησε το Βάρδα Φωκά, γιο του Λέοντος και ανιψιό του πρώην αυτοκράτορα, σε στάση το φθινόπωρο του 970. Η αποτυχία της στάσης, την οποία είχαν υποστηρίξει ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Νικηφόρος, οδήγησε στην εξορία του Βάρδα Φωκά και την τύφλωση του κουροπαλάτη Λέοντος και του Νικηφόρου, καθώς και στη δήμευση της περιουσίας τους. Όμως, η ισχύς των Φωκάδων δεν κλονίστηκε σημαντικά, όπως έδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν.


7.2. Επί Βασιλείου Β΄

Σε γενικές γραμμές την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025) χαρακτηρίζουν πολυάριθμες συγκρούσεις μεταξύ εκπροσώπων της ισχυρής μικρασιατικής αριστοκρατίας.6  [ 6. Λεπτομέρειες για τις συγκρούσεις του Βασιλείου Β΄ με εκπροσώπους της βυζαντινής αριστοκρατίας βλ. στο Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance 963-1210 (Byzantina Sorbonensia 9, Paris 1990), σελ. 27-37. ]  Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο αυτοκράτορας κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη στάση του Βάρδα Σκληρού, παλιού συνεργάτη του Τσιμισκή και εξ αγχιστείας συγγενή των Φωκάδων (ο αδελφός του είχε νυμφευθεί τη Σοφία, αδελφή του στασιαστή Βάρδα Φωκά). Για να μπορέσει να καταπνίξει την εξέγερση, το 978 ο Βασίλειος ανακάλεσε από την εξορία το Βάρδα Φωκά, ο οποίος διορίστηκε δομέστικος των σχολών της Ανατολής. Μολονότι ο Φωκάς κατέστειλε τελικά τη στάση του Σκληρού, ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να κρατήσει τον πρώτο σε απόσταση από τα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα. Αδυνατώντας να αποδεχθεί μια τέτοια πολιτική, ο τελευταίος ισχυρός εκπρόσωπος των Φωκάδων βρέθηκε και ο ίδιος στο ρόλο του στασιαστή. Τον Αύγουστο του 987 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Καππαδοκία, στην οικία του συγγενή του Ευσταθίου Μαλεΐνου. Παρόντες στην ανακήρυξη ήταν πολλοί εκπρόσωποι των παλιών και ισχυρών μικρασιατικών οικογενειών, των Μαλεΐνων, των Μελισσηνών κ.ά. Αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη για το Βασίλειο Β΄ στάση έληξε τον Απρίλιο του 989, όταν ο Βάρδας Φωκάς έχασε τη ζωή του (υπό περίεργες συνθήκες) στην Άβυδο, μαχόμενος εναντίον των αυτοκρατορικών δυνάμεων.

Παρά την καταστολή του κινήματος, η δύναμη των Φωκάδων παρέμεινε σημαντική και μετά το 989, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι ο Βασίλειος Β΄ εφάρμοσε αυστηρά μέτρα εναντίον των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, κρατώντας τους παράλληλα σε απόσταση από τα δημόσια αξιώματα. Όταν ο αυτοκράτορας εδραίωσε την εξουσία του, άρχισε να εφαρμόζει αυστηρότερη πολιτική έναντι των ισχυρών οικογενειών της Μικράς Ασίας, επιχειρώντας να περιορίσει την οικονομική ισχύ τους. Έτσι, οι οικογένειες των Φωκάδων και των Μαλεΐνων μνημονεύονται ρητά στη Νεαρά του Βασιλείου Β΄ (χρονολογούμενη το έτος 996), με την οποία ο αυτοκράτορας τάσσεται εναντίον των «δυνατών», οι οποίοι είχαν γίνει πλούσιοι αρπάζοντας τα κτήματα των γεωργών.7 [ 7. Ο Svoronos, N., “Remarques sur la tradition du texte de la novelle de Basile II concernant les puissants”, Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta 8:2 (1964), σελ. 427-434, υποθέτει ότι τα στοιχεία στη Νεαρά του Βασιλείου Β΄ που αφορούν τις οικογένειες των Μαλεΐνων και των Φωκάδων είναι προσθήκη που έγινε μετά το 1001. Πρβλ. Svoronos, N., Les novelles des empereurs macédoniens concernant la terre et les stratiotes (Athènes 1994), σελ. 190-191, 303α. ]  Τη δημοσίευση της «νεαράς» ακολούθησε σχεδόν ολοσχερής κατάσχεση των κτημάτων της οικογένειας των Φωκάδων. Έτσι, χωρίς πλούτη, τίτλους και αξιώματα (που θα τους έδιναν πραγματική συμμετοχή στην εξουσία), η κοινωνική θέση των Φωκάδων κατέπεσε.

Ένας από τους εκπροσώπους των Φωκάδων δε συμβιβάστηκε με την κατάσταση αυτή: ο Νικηφόρος Φωκάς, γιος του μαγίστρου Βάρδα Φωκά, στασίασε το 1022 εναντίον του Βασιλείου Β΄, έχοντας τη βοήθεια του Νικηφόρου Ξιφία, παλαιού στρατηγού του αυτοκράτορα. Όμως ο Νικηφόρος έπεσε θύμα των φιλοδοξιών του Ξιφία και δολοφονήθηκε. Με το θάνατό του έλαβαν τέλος οι συγκρούσεις του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ με την οικογένεια των Φωκάδων.


8. Η τελευταία μνεία των Φωκάδων

Η τελευταία προσπάθεια των Φωκάδων να βγουν από την πολιτική απομόνωση έγινε την εποχή της μονοκρατορίας του Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028), όταν κατηγορήθηκε για συνωμοσία ο Βάρδας, εγγονός του σφετεριστή Βάρδα Φωκά. Μετά την τύφλωσή του, στις ιστορικές πηγές δεν υπάρχουν πλέον στοιχεία για τις δραστηριότητες των Φωκάδων. Εικάζεται ότι η οικογένεια εξέλιπε κατά τη διάρκεια του α΄ μισού του 11ου αιώνα, οπωσδήποτε πριν από το 1078.8[ 8. Είναι γνωστό ότι ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός, έπειτα από μια αποτυχημένη εκστρατεία στην Ανατολή, κατέφυγε «στον οίκο του Φωκά στην Καππαδοκία», οπότε υποθέτουμε ότι εδώ πρόκειται για το Βάρδα Φωκά, τον οποίο τύφλωσε το 1026 ο Κωνσταντίνος Η΄. Μεταγενέστερα γίνεται αναφορά σε ορισμένες προσωπικότητες με το επίθετο Φωκάς, όμως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι πρόκειται για μέλη της εν λόγω αριστοκρατικής οικογένειας. Πρβλ. Djurić, I., “Porodica Foka”, Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta 17 (1976), σελ. 290-291.]   Όμως, η δόξα της είχε διαφυλαχθεί στις μνήμες των μεταγενεστέρων, όπως δείχνουν και τα λόγια του Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο οποίος έγραφε ότι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ήταν συγγενής των Φωκάδων «των οποίων η δόξα εξαπλώνεται σε όλη τη γη και τη θάλασσα».[9 Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (CSHB, Bonn 1853), σελ. 217: «Ἡ μὲν οὖν τοῦ γένους αὐτοῦ ἀνωτάτω καὶ πρώτη σειρὰ ἐκ τῶν Φωκάδων ἐκείνων ὥρμηται, Φωκάδων ὧν κλέος εὐρὺ κατὰ πᾶσαν γῆν τε καὶ θάλασσαν».]



ΤΕΛΟΣ

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ








ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 



ΑΝΑΦΟΡΕΣ Β ΜΕΡΟΣ

1. Λεπτομέρειες για την εκστρατεία αυτή καθώς και για όλες τις άλλες επιτυχίες του στο ανατολικό μέτωπο μπορεί να πληροφορηθεί ο αναγνώστης στη διεύθυνση: http://www.impantokratoros.gr/2A615722.el.aspχ
2. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ.240. Είχε ανταγωνιστεί μάλιστα τον παππού του Νικηφόρου, Λέοντα Φωκά, για τη θέση του Καίσαρα.
3. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 292
4. «Αυτές, λοιπόν, είναι οι μεγάλες αμοιβές που μου προσφερουν τα ανάκτορα για τους τόσους αγώνες και κόπους μου˙ εκείνος που νομίζει θα ξεφύγει τον αλάθητο μεγάλο οφθαλμό, δεν σταμάτησε να μηχανεύεται για μένα τον θάνατο, για μένα που μεγάλωσα τα ρωμαϊκά σύνορα με την συναίνεση του Μεγαλοδύναμου, για μένα που ποτέ δεν έπραξα κάτι ακό εναντίον του δημοσίου, για μένα που βοήθησα περισσότερο απ' όλους τους άνδρες που σήμερα υπηρετούν, για μένα που κατέστρεψα με την φωτιά και το μαχαίρι την τεράστια χώρα των Αγαρηνών, για μένα που κατερείπωσα συθέμελα πόλεις πυκνοκατοικημένες. Εγώ λοιπόν θα αξίωνα από έναν συγκλητικό να είναι πιο επιεικής και μετριοπαθής και να μην μνησικακεί αδιάκοπα και τόσο μάται εναντίον οποιουδήποτε». Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §11.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
5. Αναφέρεται ρητά ο όρος « εν ταις διαθήκαις» στο κείμενο του Λέοντος, ΙΙ§12. Ενδεχομένως ο Ιωσήφ είχε εκθέσει τα σχέδιά του ή αυτοκράτορας Ρωμανός τα είχε πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν και τόσο αδιάφορος όσο γνωρίζουμε.
6. «Ορκίστηκαν και οι ίδιοι, να μην μεταθέσουν ή ακόμα, να μην προβιβάσουν σε κανένα αξίωμα, κανέναν αξιωματούχο χωρίς την συναίνεσή του, και να διοικούν τα δημόσια πράγματα με την δική του σύμφωνη γνώμη, κατόπιν κοινών διαβουλεύσεων. Στην συνέχεια τον ανακήρυξαν στρατηγό αυτοκράτορα της Ασίας...», Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §12.Μετάφραση Βρασίδας Καραλής.
7. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 295.
8. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ.312.
9. Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ §2.
10. Ο Ιωάννης Τσιμισκής (Τσεμσχκίκ) ήταν ανηψιός από αδελφή του Νικηφόρου Φωκά, γιος του Θεόφιλου Κούρκουα(Γκούργεν), αδελφού του Ιωάννη Κούρκουα, Δομέστικου των Σχολών επί Ρωμανού Λεκαπηνού. Ο Ρωμανός Κούρκουας ήταν εξάδελφος του Ιωάννη Τσιμισκή. Η οικογένεια αυτή ήταν αρμενιακής καταγωγής και στις παρενθέσεις αναγράφονται τα αρμενιακά ονόματα.
11. Στη διεύθυνση: http://www.impantokratoros.gr/E9F38534.el.aspx
12. Περισσότερα για τον θεσμό της αντιβασιλείας την εποχή των Μακεδόνων στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Β2', σελ. 273-4.
13. Οι Τορνίκιοι ήταν επίσης αρμενιακής καταγωγής, ανταγωνιστές του οίκου των Φωκάδων.
14. Ο Λέων Διάκονος χρησιμοποιεί τον όρο «μακεδονική φάλαγγα», κατά την προσφιλή τακτική των ιστορικών του τότε να χρησιμοποιούν ετεροχρονισμένη ορολογία.
15. Ο τίτλος αυτός στο πλήρες όνομά του ήταν κουροπαλάτης της Ιβηρίας και άνηκε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο στον βασιλικό οίκο της Ιβηρίας του Καυκάσου. Ο Λέων ήταν ο πρώτος Ρωμαίος που τον έλαβε. Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2', σελ. 263.
16. Λέων Διάκονος, ΙΙΙ, §9.
17. Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ..., σελ. 858-9, και επικαλείται Γλυκά και Μανασσή. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, σελ. 322. Ο Λέων Διάκονος σε μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Νικηφόρου, ξεκαθαρίζει ότι ήταν «σώματος αμείλικτος και ακολάκευτος ηδοναίς,... απαρεγχείρητον (=ανόθευτη) εβούλετο προς απάντων συντηρήσθαι την αρετήν», Ιστορία, V §8. Ακόμη και αυτός ο Ζωναράς, ο τόσο ειρωνικά διακείμενος έναντι του Νικηφόρου αναπαράγει την εγκράτεια του, ως παράγοντα δυσαρέσκειας της Θεοφανούς. Επιτομή Ιστοριών, XVI §28.
18. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία, (μετ. Διον. Μούσουρας), σελ. 295.
19. Τον όρο δανειζόμαστε από την εισαγωγή του Ιορδάνη Γρηγοριάδη στο έργο του Ζωναρά (βλ. βιβλιογραφία).
20. Βίος Β' §22.
21. Το Ησυχαστήριο αυτό του Νικηφόρου Φωκά, όπως λέγεται ακόμη και σήμερα, ανακαινίσθηκε το 1669 και το 1856 και διατηρείται σε καλή κατάσταση.
22. http://www.impantokratoros.gr/55DEA248.el.aspx
23. Το κείμενο παραθέτει ο Λαμπρίδης στο Schlumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ. 448-449, σημ. 1.
24. Την μετάφραση λάβαμε από Κ. Παπαρηγόπουλο, ιστορία..., τ.Δ' σελ 109-110. Το κείμενο μέσα στις αγκύλες δεν αντιστοιχεί σε αρχαίο κείμενο παραπάνω, αλλά είναι πλεονάζων, αλλά απαραίτητο για την ολοκλήρωση της Νεαράς και την κατανόηση αυτής. Παρατίθεται με την ορθογραφία αυτούσια.
25. Ενδεικτικά προτρέπουμε τον αναγνώστη ν' ανατρέξει στο κεφάλαιο «Περί φυλαργυρίας» στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 20029, σελ.218-222. Επί του θέματος συλλογή κειμένων στον «Ευεργετινό» αποτελεί η υπόθεσις ΙΖ' «Περί του ότι δει τον αποτασσόμενον γυμνωθήναι πάντων, και πως δει διοικείν τα αυτώ επιβάλλοντα και ότι τοις εν τω Κοινοβίω το ιδιόκτητον προφανής όλεθρος» με σταχυολογήματα από Άγιο Βαρσανούφιο, Γεροντικόν. Ευεργετινός, Αθήνα 20017, τ.Α' σελ. 225-230.
26. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.434.
27. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, σελ.432.
28. Βλ. σχετικά Jacques Lefort, H Αγροτική Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, σελ. 377-380.
29. Vasiliev A.A., Ιστορία..., τ.Α' σελ.416-7.
30. Πολύ κατατοπιστική για τις τάσεις της σύγχρονης βιβλιογραφίας η Εισαγωγή του Michael Angold στο έργο του Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 ως το 1204,εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 41-54.
31. Την ερμηνευτική αυτή καθώς και παρουσίαση της φράγκικης και ρώσικης προπαγάνδας στο Ρωμανίδη, Ιωάννη, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη 20023, σελ . 63-82 &92-103.
32. «... και επίσης τον τόμο ν' αποδώσει στην σύνοδο, τον οποίο ο Νικηφόρος ενάντια στα συνηθισμένα εξέδωσε. Διότι ο Νικηφόρος, είτε γιατί ήθελε να διορθώσει τη συμπεριφορά προς τα θεία κάποιων ιερωμένων, όπως νόμιζε, είτε διότι ήθελε να ελέγχει τα εκκλησιαστικά, το οποίο ήταν αθέμιτο, πίεσε τους ιεράρχες να ετοιμάσουν τόμο, ώστε τίποτα από τα εκκλησιαστικά πράγματα να μην ενεργούν χωρίς τη δική του έγκριση» Λέων Διάκονος VI,§4.
33. «Αλλά το πιο δυσάρεστο ήταν ο νόμος που έβγαλε, που τον υπέγραψαν και μερικοί Επίσκοποι από τους ασταθείς και τους κόλακες, και όριζε να μην εκλέγεται ή να χειροθετείται επίσκοπος χωρίς την προτροπή του και την γνώμη του». Σκυλίτζη, Ιωάννη, Χρονογραφία, σελ. 316-7.
34. «Έπειτα, επειδή οι αρχιερείς και ο Πατριάρχης Πολύευκτος είχαν διαφορά στην ψήφιση των επισκόπων, και οι μεν στους εαυτούς τους θεωρούσαν επιτρεπτό να ψηφίζουν όποιον έκριναν (κατάλληλο), ενώ ο Πατριάρχης δικαιολογούνταν, ότι οι ψήφοι δεν ήταν αμερόληπτε ούτε ανεπηρέαστες και πίεζε να του ανακοινώνουν οι αρχιερείς τους υποψηφίους, ο Βασιλιάς αφού έλαβε αφορμή απ' αυτό (την διαφωνία), οικειοποιήθηκε την εξουσία της εγκρίσεως των υπό χειροτονία επισκόπων, ώστε κανείς να μην αποστέλλεται σε εκκλησία (επισκοπή) χωρίς την γνώμη του.» Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
35. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Τόμος-νόμος του Νικηφόρου Φωκά για την εκλογή αρχιερέων, εν Βυζαντινά 13 (1985), σελ. 171-176.
36. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 90-91.
37. Haldon, John, Βυζάντιο, σελ.230. Runciman, Steven, Βυζαντινός Πολιτισμός, σελ.126-7.
38. Καραγιαννόπολου, Ιωάννη, Ιστορία..., τ.Α' σελ. 57-59.
39. Γλυκατζή-Αρβελέρ, Η Ποιτική ιδεολογία..., σελ.15.
40. Θεμίστιου, Λόγος 5,64b : «νόμον έμψυχον είναι τον βασιλέα, νόμον θείον άνωθεν ήκοντα». Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.116-7.
41. Επαναγωγή (ή Εισαγωγή) του νόμου αποτελεί νομικό εγχειρίδιο, στο οποίο κατά μέγα μέρος επαναλαμβάνεται «Πρόχειρος» νόμος, αλλά με διαφορετική διάρθρωση της ύλης, τροποποιήσεις και δάνεια που λαμβάνονται από την «Εκλογή». Ήταν σχέδιο εισαγωγικού νόμου σε 40 τίτλους, για την μεγάλη συλλογή των «Τεσσαράκοντα Βίβλων», όπως λέγεται το προοίμιο της «Ανανκαθάρσεως των παλαιών νόμων». Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β2' σελ.41.
42. Μεταλληνού, Γεωργίου (Πρωτοπρεσβύτερου), Ησυχαστές και Ζηλωτές, εν Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τηνος, Αθήνα 1995, σελ. 26-27.
43. Περισσότερα Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ.40, 87, 171-4.
44. Βλέπε εδώ σημείωση 6.
45. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τ.Α' σελ.117 σημ.1.
46. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.317.
47. «θέσπισε μάλιστα και νόμο δικό του να αποδίδονται στους στρατιώτες που πέθαιναν στον πόλεμο τιμές μαρτύρων, να τιμώνται με ανάλογη υμνωδία και να δοξάζονται παρομοίως. Μάλιστα το θεσπέσιο εκίνο θέσπισμα θα αποκτούσε ισχύ, αν δεν αντιδρούσαν εντόνως ο Πατριάρχης, κάποιοι αρχιερείς, καθώς επίσης και ορισμένοι από τους έγκριτους συγκλητικούς, λέγοντας "πως είναι δυνατόν να λογίζονται ως μάρτυρες ή ισάξιοι μαρτύρων όσοι φονεύουν και φονεύονται στον πόλεμο, όταν οι ιεροί κανόνες τους επιβάλλουν το επιτίμιο να μην μεταλαμβάνουν επί τρία έτη;"» (μετ. Ιορ. Γρηγοριάδης). Ζωναρά, Ιωάννη, Επιτομή Ιστοριών, XVI,§25.
48. «Αυτής λοιπόν της μοναχικής ζωής ένθερμος ζηλωτής και εραστής υπήρξεν ο αείμνηστος και μέγας μεταξύ των βασιλέων Νικηφόρος, ο περίφημος δια την ανδρείαν και την αρετήν, εις τον οποίον οαριστοτέχνης Θεός παρεχώρησεν ως αντάξιον βραβείον την κατάληψιν των βαρβαρικών πόλεων των εχθρών...Υπό τούοτυ δε ακριβώς του θείου ζήλου κινούμενος ούτος, αφού έκτισε συνεχόμενα ασκητήρια στο όρος του Κυμινά, εγκατέστησεν εις αυτά μοναχούς και τους παρέσχεν άφθονα τα αναγκαία προς συντήρησιν μέσα... επεβοήθησε και ωργάνωσε διά της χορηγίας εις τους μοναχούς ετησίων επιδομάτων, δια της λίαν ευνοϊκής υπέρ αυτών εκδόσεως σολεμνίων και δι' επιδιορθώσεων και δωρεών»(Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §2 στ.1-5, 9-11, 14-19.
49. « Διότι ούτε ίχνος δειλίας ή υποκρίσεως δεν υπήρχεν εις την θείαν εκείνην και ανεπίληπτον (ή αδούλωτον) ψυχήν» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §3 στ.6-8.
50. «Εξ άλλου ο μακαριστός και φιλόχρηστος βασιλεύς, ο οποίος διήγαγε βίον και πολιτείαν ανταξίως προς την επωνυμίαν του, ενόσω ακόμη ευρίσκετο εις την ζωήν εφρόντισε και ερρύθμισε δι ευσεβούς χρυσοβουλλίου του τόσον περί των αναγκαίων μέσων συντηρήσεως, όσον και περί της διακυβερνήσεως των αδελφών οι οποίοι διαμένουν εις την ανεγερθείσαν Λάυρα» (Μετ. Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη, διατηρείται η ορθογραφία) «Τυπικόν» §8 στ.1-5.
51. «... από τον Νικηφόρο, τον αοίδημο βασιλέα, τον οποίο ο λόγος προηγουμένως εδήλωσε. Αυτός υπήρξε ονομαστός και ένδοξος για την σεμνότητα του βίου και την επιμέλεια της αρετής, δια της οποίας περισσότερο από κάθε άλλον ανεδψείχθη και των παθών αυτοκράτορας, και τα βραβεία της σωφροσύνης αξίως από τον Θεό έλαβε» (Μετ. Γεωργίου Κατσούλα) «Βίος...», §20 στ.9-13.
52. «Βίος...», §62 στ. 102β, 104α. Έκδοση Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991.
53. «Μου είναι ασύμφορο ν' αφήσω την ερημία και τους πτωχούς που συγκακοπαθούν μαζί μου και να περιπλανιέμαι στις πόλεις αναλαμβάνοντας μέριμνες και υποθέσεις. Μήπως, αλήθεια, έλειψαν στην Κωνσταντινούπολη οι μοναχοί και οι ηγούμενοι, ώστε να χρειάζεται εγώ να κάνω τις κουρές αυτών που εγκαταλείπουν εκεί τον κόσμο; Εάν ωστόσο προτιμάς οπωσδήποτε την ταπεινότητά μου, έλα στην άκρη του τόπου που ζούμε και ακολούθα μαζί μας την τεθλιμμένη οδό. Διότι ουδέποτε θα μπορέσεις να αποκτήσεις ταπεινό φρόνημα, εάν προηγουμένως δεν γίνεις πάμπτωχος υλικά», «Βίος...», §66 στ.109β-110α.
54. Schlumberger, O αυτοκράτορας..., σελ.619-622, Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία, τ.Δ' σελ.113-114.
55. L. L. Uzman, The Tetarteron of Nicephorus II. Phokas. Fact or fiction? Εν Numism. Circular 70 (1962) σελ. 4-5 (δεν το έχω δει).
56. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 152-156.
57. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 34.
58. Η Αγγελική Λαΐου αποδίδει αυτή την θεώρηση και στην χριστιανική ηθική της εποχής, σύμφωνη με την «αυτάρκεια» της αρχαιοελληνικής αντίληψης (Ξενοφώντας). Αγγελικής Λαΐου, Οικονιμική Σκέψη και Ιδεολογία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ', σελ. 329-360.
59. Χαρακτηρίζονται ως «σκοτεινοί» λόγω της έλλειψης πηγών που να μας «φωτίζουν» για τα δρώμενα της εποχής. Πρόκειται για όρο δανεικό από την ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης, αν και στην ιστορία της αυτοκρατορίας η έλλειψη αυτή εντοπίζεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα και δεν είναι στον ίδιο βαθμό.
60. Καραγιαννόπουλος Ι., Ιστορία..., τ.Α' σελ. 743.
61. Αγγελικής Λαΐου, Το Έμψυχο Δυναμικό, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Α' σελ.113-124.
62. Αγγελικής Λάϊου, Οικονομικές και μη οικονομικές ανταλλαγές, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β΄σελ.462.
63. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.54.
64. Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.56.
65. Κατά την θεωρία του F. Dworschak, η οποία συμπληρώθηκε από τον R. Lopez, το «τεταρτηρόν» είναι ο solidus μειωμένος κατά ¼ του scripulum σε χρυσό, ενώ το «δύο τετάρτων νόμισμα» είναι solidus μειωμένος κατά ½ scripulum σε χρυσό. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία το τεταρτηρόν ζύγιζε 4,266. F. Dworschak, Studien zum byzantinischen Mynzwesen, εν Numismatische Zeitschrift, N. F., τ.29 (1936), σελ. 77-81. Τα παραπάνω καταρρίπτει ο Αναστ. Χριστοφιλόπουλος, και ισχυρίζεται, ότι πρόκειται για νομίσματα «με ονομαστικήν αξίαν ίσην προς το τέταρτον και το ήμισυ νομισματικής μονάδος αλλά με μεταλλική περιεκτικότητα σημαντικώς κατωτέραν. Πρόκειται εν άλλοις λόγοις περί κερμάτων». Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 153, όπου βρήκα και τη θεωρία του F. Dworscak.
66. Με την παραπάνω ονομαστική αξία συμφωνεί και Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70.
67. Angold, Michael, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία..., εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20083, σελ. 145.
68. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Περί το Επαρχικόν Βιβλίον, Α΄Τεταρτηρόν, εν ΕΕΒΣ 23 (1953) σελ. 154.
69. Ahrweiler, Helene, Nouvelle hypothèse sur le tétartèron d' or et la politique monétaire de Nicéphore Phocas, ZRVI 8 (1963) 1-9 (ελήφθη από Cécile Morisson, To Βυζαντινό Νόμισμα: Παραγωγή και Κυκλοφορία, εν Η Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.70).
70. Οικονομίδης, Νίκος, Ο Ρόλος του Βυζαντινού Κράτους στην Οικονομία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.169-170.
71. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.272.
72. Κατά τον Αντρέα Σμινκ η παραπάνω νεαρά του Λέοντος Στ' θεωρείται πλαστή. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.269 σημ.9.
73. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.385 σημ.5.
74. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.387.
75. Παπαγιάνη, Ελευθερία, Η Βυζαντινή Προτίμησις, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Γ' σελ.275.
76. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.66.
77. Dragon, Gilbert, Η αστική οικονομία από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, τ.Β' σελ.127.
78. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
79. Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Ιστορία.., τ.Β2 σελ.132.
80. Συκουτρής, Ιωάννης, Λέοντος του Διακόνου Ανέκδοτον Εγκώμιον εις Βασίλειον τον Β', εν ΕΕΒΣ, Αθήναι 1933, τ.Ι' σελ427.
81. Σκυλίτζης, Ιωάννης, Χρονογραφία,σελ.275.
82. Για τις απόψεις του Gregoire H. Που θέλουν τον Μιχαήλ Γ', όχι μόνο θύμα δολοφονίας, αλλά και θύμα της προπαγάνδας της Μακεδονικής Δυναστείας στον Καραγιαννόπουλο Ι, Ιστορία..., τ.Β' σελ.259.
83. Angold, Michael, Η Βυζαντινή..., σελ. 127.
84. Sclumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ..., σελ.873-4.
85. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.230.
86. Μπιλάλη, Νικοδήμου (αγιορείτου μοναχού), Όσιος Αθανάσιος..., τ.Α' σελ.48.




   Παραπομπές   

1) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 180.
2) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 199.
3) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 200, Καραγιαννόπουλος, Ιστορία..., τ.Β', σελ. 321.
4) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 238.
5) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 268, Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ. 100.
6) Αναφέρεται ως γιος του και ο Κωνσταντίνος, στρατηγός της Σελεύκειας, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο αιχμάλωτος των Αράβων μετά την ήττα στη Γερμανικεία το 949 μ.Χ. Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 270,275, Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.54.
7) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ.4, Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 299.
8) Νικοδήμου (Μπιλάλη) Μοναχού Αγιορείτου, Ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης2, Αθήνα, εκδ. Παρουσία, 2000, τ.Α', σελ.77-78.
9) Γυναικαδελφός του Ιωάννη Γαρίδα, που αντικατέστησε τον Λέοντα (θείο) ως Δομέστικο των Σχολών, λόγω υποψίας για συνομωσία εναντίον του Κωνσταντίνου Ζ'. Αυτός, λοιπόν, ο Ζεφινέζερ (ή Ζουφινέζερ) Θεόδωρος μαζί με τον γιο του Γαρίδα, Συμεών, έγιναν οι εταιρειάρχες. Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 236.
10) Νικοδήμου (Μπιλάλη) Μοναχού Αγιορείτου, Ο Όσιος..., τ.Α', σελ. 81-83.
11) Περισσότερες πληροφορίες στο άρθρο του Μιλτιάδη Βαρβούνη, Ιωάννης Φωκάς, Ιστορικά Θέματα, τευχ.39, εκδ. Περισκόπιο, Απρίλιος 2005.
12) Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.32.
13) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ.11.
14) Λέων Διάκονος, Ιστορία, Ι.3
15) Συνεχιστής Θεοφάνη, 475.3, εν Καραγιαννόπουλου Ι., Ιστορία...,τ.Β', σελ.384-5.
16) Έφεραν ειδική συσκευή εκτόξευσης υγρού πυρός. Για την περιγραφή του στόλου βλ. Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.67-82.
17) Είτε από τη λέξη Qurtubi=Κόρδοβα είτε από τη λέξη κουροπαλάτης. Κατά την Αικ. Χριστοφιλοπούλου ο τίτλος «εμίρης» είναι στρατιωτικό αξίωμα, ενώ «βεζύρης» πολιτικό. Τη διάκριση αυτή δεν την γνώριζαν οι Βυζαντινοί και στα κείμενα τους μπλέκουν τους τίτλους. Βλ. Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία..., τ.Β2, σελ. 19, σημ. 1.
18) Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.165.
19) Παραθέτω σε μετάφραση τους στίχους του Άραβα ποιητή Abou't tayyb Ahmed Djauffi Mottenabbi, υμνητή του Sayf ad-Dawla, ενδεικτικούς της νοοτροπίας του Άραβα επιδρομέα: «Για σένα μεγαλώνουν τα παιδιά τους, για να πέσουν στα χέρια σου τα νέα κορίτσια, όταν θα έχει σχηματιστεί το στήθος τους, και τα νέα αγόρια θα έχουν μεγαλώσει. Κάθε φορά που μια Ρωμηά κόρη ονειρεύεται, βλέπει στον ύπνο της να την μεταφέρουν σε καμήλα αιχμάλωτη» Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία..., τ. Β2', σελ. 123. Δεν γνωρίζω ποιος έκανε τη μετάφραση. Αντικατέστησα το «Ελληνίδα κόρη» της μετάφρασης με το «Ρωμηά κόρη» διότι ως γνωστόν οι Άραβες, όπως και όλοι οι λαοί που είχαν επαφές με την αυτοκρατορία, πλην των Φράγκων, αποκαλούσαν τους κατοίκους της Ρωμαίους (Rum, επίθετο ρούμι = Ρωμαϊκός) και όχι Έλληνες.
20) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ.5.
21)Αυτός είναι ο Nu 'man, ο οποίος εντάχθηκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα κι έπεσε ηρωικά στον πόλεμο του Τσιμισκή εναντίον των Ρως το 971 μ.Χ. Βλ. Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, τ.Β2, σελ. 113, σημ.5
21-1) Ο Α. Σαββίδης καταγράφει ως παραλήπτη της επιστολής τον εμίρη της Κρήτης, είτε τον Μουχάμμαντ ιμπν Σουάυμπ ή «Ζερκούνης» (895-910) είτε τον Γιουσούφ ιμπν Ούμαρ Β' (910-915), Αλ. Σαββίδης, Το Εμιράτο της Κρήτης, Ιστορικά Θέματα, τευχ. 40, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα Μάιος 2005, σελ.35. Η Αικ. Χριστοφιλοπούλου δέχεται ως παραλήπτη της επιστολής Χαλίφη της Βαγδάτης Αλ Νουκταντιρ, όπως κατέδειξε ο R. J. H. Jenkins, Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία..., τ. Β2', σελ. 66 & 265.
21-2) Βέβαια, η αποστολή του Λέοντα Χοιροσφάκτη δεν απέβλεπε μόνο στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά άπτονταν και άλλων ζητημάτων. Φαίνεται, όμως, ο ρόλος των αιχμαλώτων, άλλοτε ως σκοπός των διαπραγματεύσεων και άλλοτε ως μέσο πίεσης. Για την αποστολή στην Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία..., τ. Β2', σελ. 66.
22) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ §9.
22-1) Βλ. Γεώργιου Μακρή, Πλοία, εν Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου,(συλλογικό), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, τ.Α', σελ. 178
22-2) Βίος οσίου Νείλου του Νέου,116β, εκδ. Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1991.
23) Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ. 110. Ο Schlumberger (sel. 285) επικαλούμενος αραβικές πηγές, ισχυρίζεται, ότι ο Νικηφόρος εγκατέλειψε την πολιορκία της ακρόπολης.
24) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 309-310.
25) Σκυλίτζης, Χρονογραφία, σελ. 310.
26) Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙΙ §11
27) Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία..., τ.Β2, σελ. 313-4.
28) «Εσείς και οι δικοί σας, είστε σαν το φίδι. Όταν έχει κρύο και παγωνιά, το δηλητηριώδες ερπετό είναι ξαπλωμένο αλύγιστο και άψυχο. Μπορεί κάποιος να το περάσει για νεκρό. Αλλά μόλις κάποιος ελεήμων περαστικός το πάρει στην αγκαλιά του και το φροντίσει και το ζεστάνει, αμέσως τον τσιμπάει θανάσιμα.» Μετ. Τέζας Γεώργιος, φιλόλογος. Το απόσπασμα από Schlumberger, O Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σελ.555.
29) Πράξεις κβ'.5
30) Αικ. Χριστιφιλοπούλου, Ιστορία..., τ.Β2, σελ. 120.
31) Η εκδοχή αυτή στον Λέοντα Διάκονο IV§10. Στον Σκυλίτζη (Χρονογραφία, σελ. 312) η «κέραμος» ανακτήθηκε στην Ιεράπολη μαζί με βόστρυχο του Τιμίου Προδρόμου, βουτηγμένη στο αίμα.
32) Κατάκτηση της από τους Άραβες 636-8 μ.Χ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία..., τ.Β', σελ. 70.
33) Σίγουρα το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο διατυπώνεται, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει μόνο η εξέλιξη της αυτοκρατορίας σε σχέση με τους αραβικούς αγώνες.
34) Επειδή η βαριά θωράκιση ζεσταινόταν κάτω από τον ήλιο της Ανατολής λεγόταν κλίβανος.
35) Την εντύπωση που του προκάλεσε η θέα των κατάφρακτων περιγράφη σε ποίημά του ο Αμπού Φιράζ λόγιος και διοικητής της Βαμβύκης. βλ. Schlumberger, Νικηφόρος ... , σελ 257.
36) Ο ένας βαθμός του Δομέστικου των Σχολών χωρίστηκε σε Ανατολής και Δύσης κατ' αναλογία των magister militum per Orientem ή per Thracias, που είχαν εκλείψει από καιρό. Ο διαχωρισμός έγινε επί Ρωμανού Β' ( βλ. Ι.τ.Ε.Ε., τ.Η', σελ.166).
37) Λέοντος του Διακόνου, Ιστορία,IV§6, Schlumberger, Νικηφόρος..., σελ. 628-631.
38) Παραθέτει ο Αλ. Σαββίδης, Η Μακεδονική Δυναστεία στο Βυζάντιο και η Επέλαση στην Ανατολή και τον Καύκασο, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ.287. Επίσης A.A. Vasiliev, Ιστορία ..., τόμος Α', σελ. 384-385.



   ΠΗΓΕΣ   -Βιβλιογραφία


ΚΥΡΙΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ Α' ΚΑΙ Β' ΜΕΡΟΣ 

 www.impantokratoros.gr - © 2009 impantokratoros.gr.


ΚΕΙΜΕΝΑ Γ' ΜΕΡΟΣ 

http://asiaminor.ehw.gr/


ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 

ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Ι.ΣΚΥΛΙΤΖΗ


    Β'  Πηγές   

1) Βίος και Πολιτεία και Μερική Θαυμάτων Διήγησις του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε, μετ. Γεωργίου Κατσούλα, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1997.
2) Βίος(Α') και Πολιτεία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Αθανασίου του Αθωνίτου, εν Νικοδήμου Μπιλάλη, Αγιορείτου Μοναχού, Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης2, τ.Α', εκδ. Παρουσία, Καρυαί 2000.
3) Οσίου Θεοφάνους, Ηγουμένου του Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, τ. Γ', μετ. Ανανίας Κουστένης, Αρχιμανδρίτης, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2007.
4) Καμινιάτη Ιωάννη, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, μετ. Εύδοξος Τσολάκης, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2000.
5) Λέοντος του Διακόνου, Ιστορία, μετ. Βρασίδας Καραλής, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2000.
6) Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Relatio de Legatione Constantinopilata, μετ. Δημήτρης Δεληολάνης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1997.(περιλαμβάνει και τα βιβλία V & VI της «Ανταπόδοσης»)
7) Αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, Ιστορία Σύντομος, μετ. Λίνα Κωσταρέλη, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994.
8) Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, μετ. Διονύσιος Μούσουρας, εκδ. Μίλητος, Αθήνα χ.χ.
β) Βοηθήματα
9) Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ, Ελένη, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας7, μετ. Τούλα Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2003.
10) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,(συλλογικό) Εκδοτικής Αθηνών, τ. Η' (Βυζαντινός Ελληνισμός - Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι), Αθήνα 1978.
11) Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ.Β' (565-1081), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 51993.
12) Menthon, Bernardin, Μοναστήρια και Άγιοι του Ολύμπου της Βιθυνίας, μετ. Ναταλία Βασιλοπούλου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1980.
13) Μπελέζος, Δημήτρης, Βυζαντινός Στρατός, στη σειρά Μονογραφίες της Στρατιωτικής Ιστορίας, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006.
14) Nicolas, David, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, μετ. Μαριάννα Τζιάτζη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 42007.
15) Παπαρηγόπουλος, Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.Γ' & Δ', Επιμ. Παύλου Καρολίδη, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα χ.χ.(81932).
16)Ρωμανίδης, Ιωάννης, Ρωμηοσύνη Ρωμανία, Ρούμελη. Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη (Έκδοση Τρίτη) 2002.
17) Φιλιππίδης, Αναστάσιος, Ρωμηοσύνη ή Βαρρβαρότητα, Έκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λειβαδιά (Έκδ. Δεύτερη) 1997.
18) Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη , Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β1' (610-867)(21998) τ.Β2' (867-1081)(21997),εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
19) Schlumberger, Gustave, Ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς, μετ. Ιωάννης Λαμπρίδης, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1999.
20) Vasiliev, A. A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.Α' (324-1204), μετ. Δημοσθένη Σαβράμη, εκδ. Μπεγαρδή, Αθήνα χ.χ.

ΑΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

 Έρευνα - καταγραφή π. Παντελεήμονος Χούλη.- http://fkkskiathou.blogspot.gr/










ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ