Ο Λύσιππος

O περιώνυμος άγνωστος
Ο Λύσιππος (περι το  370 – 300 π.Χ.) ήταν  Έλληνας γλύπτης από τη Σικυώνα, που φιλοτεχνούσε αποκλειστικά μπρούτζινα γλυπτά. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής της Σικυώνας, του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Αθήνα, και κατά τις αρχαίες πηγές τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τον Πραξιτέλη και τον Φειδία. Ήταν ένας από τους επίσημους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλέξανδρου.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΛΥΣΙΠΠΟΥ.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΦΙΠΠΟΣ
 ΕΝΩ ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΜΕ ΤΟ ΔΟΡΥ ΤΟΥ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ .
 (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ.

Η αρχαία Σικυώνα, παρά τη λάμψη που εκπέμπει η τέχνη του χρυσού αιώνα των Αθηνών, διατηρεί το γόητρο φημισμένης πόλεως, όπου ακμάζουν τα γράμματα και οι τέχνες,
ιδιαίτερα δε η ζωγραφική και η γλυπτική που ανθούσαν εκεί ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους (7ος-6ος π.Χ. αιώνας) και αργότερα μέχρι και τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην περίφημη Σικυώνια σχολή συγκαταριθμούνται από τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς περισσότεροι από πενήντα επώνυμοι Σικυώνιοι ζωγράφοι και γλύπτες, με κορυφαίους τον ζωγράφο Εύπομπο και το γλύπτη Λύσιππο ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των 5 ή 6 μεγίστων της αρχαιότητας. Είναι μάλιστα κατά χρονολογική σειρά ο τελευταίος των μεγάλων μυστών της θείας τέχνης οι οποίοι έφεραν την ελληνική γλυπτική στο απόγειο της καλλιτεχνικής τελειότητας: Φειδίας, Μύρων, Πολύκλειτος, Πραξιτέλης, Σκόπας, Λύσιππος.
Οι ειδήσεις για τη ζωή και το έργο του Λυσίππου φθάνουν μάλλον ασαφείς σε μας, από δευτερογενείς πηγές και κυρίως από τον Πλούταρχο, τον Αρριανό, τον Πλίνιο και άλλους συγγραφείς του αρχαίου εγκυκλοπαιδισμού. Το βέβαιο είναι, και σ' αυτό συμφωνούν όλοι, ότι γεννήθηκε στη Σικυώνα στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα και πέθανε σε βαθιά γεράματα στο τέλος περίπου του αιώνα αυτού.
Σύμφωνα με τις πηγές, γλύπτης είναι και ο νεότερος αδελφός του ο Λυσίστρατος, ενώ τρία από τα παιδιά του, ο Βοΐδας, ο Δάιππος και ο Ευθυκράτης που ήταν και μαθητές του, έγιναν σπουδαίοι γλύπτες.

Ο ΕΡΜΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΛΥΣΙΠΠΟΥ, 350 Π.X.

Ο Τατιανός (2ος μ.Χ. αι.), πηγή μάλλον αμφίβολης αξιοπιστίας, στο "Προς Έλληνας" μας πληροφορεί ότι σύντροφός του ήταν η διάσημη Σικυώνια ποιήτρια Πράξιλλα, της οποίας φιλοτέχνησε και περίτεχνο ορειχάλκινο άγαλμα, που μαρμάρινο αντίγραφό του βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο. Η Πράξιλλα ήταν μία από τις εννέα σπουδαιότερες ποιήτριες της αρχαιότητας, η τέταρτη του Αλεξανδρινού κανόνα που χαρακτηρίστηκαν "Λυρικαί Μούσαι".
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Λύσιππος, ενώ ξεκίνησε ως απλός χαλκιάς, εξελίχτηκε σε μέγα χαλκοπλάστη ανδριαντοποιό και δημιούργησε σ' ολόκληρο το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα.
Με τον Αθηναίο Φειδία και τον επίσης Σικυώνιο και μετέπειτα Αργείο Πολύκλειτο θεωρούνται ως οι τρεις μεγαλύτεροι γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας.
Κατά πολύ νεότερος από τους δύο άλλους ο Λύσιππος δημιουργεί κυρίως στη Σικυώνα αλλά και σε άλλες πόλεις του αρχαίου κόσμου και εκπροσωπεί τη σχολή της χαλκοπλαστικής της ελληνιστικής περιόδου. Από τα εργαστήριά του βγήκαν στο μπρούντζο, που ήταν το αγαπημένο υλικό του καλλιτέχνη, αγάλματα θεών, βασιλέων, ηρώων, αθλητών και άλλων θνητών και ποικίλα συμπλέγματα διαφόρων μορφών.

Η ΕΡΜΑΪΚΗ ΣΤΗΛΗ AZARA ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΙΒΟΛΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΧΡΟΝΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ 330-320Π.Χ. (ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ)

Γεγονός αναντίρρητο είναι επίσης και το ότι ο Λύσιππος για ένα μεγάλο διάστημα έζησε και δημιούργησε στην αυλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου και γνωρίστηκε με τον Αριστοτέλη. Τον Αλέξανδρο τον ακολούθησε και στη μεγάλη εκστρατεία, γιατί με ειδικό διάταγμα είχε ορισθεί ο μόνος και αποκλειστικός προσωπογράφος -αδριαντοποιός του Στρατηλάτη, «...όσπερ καί 'Αλέξανδρον μόνος προκριθείς έποίει» λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός. (Αρρ. Αναβ. Α. 16,4)

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

Για το έργο του, ορόσημο της ελληνιστικής πλαστικής, τον περιλάλητο "Αποξυόμενο", δείγμα της καλλιτεχνικής του ιδιοφυΐας, με τον οποίο έσπασε τον κανόνα του Πολυκλείτου, και του οποίου μαρμάρινο αντίγραφο ρωμαϊκής εποχής βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού, αλλά και για τα άλλα γνωστά και πολυσυζητημένα έργα του μιλούν οι ειδικοί. Εμείς, από την τεράστια εργογραφία του, θα αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά μόνο τα έργα εκείνα που οι μαρτυρίες φέρουν ότι είχαν στηθεί στην Κορινθία και την ευρύτερη περιοχή, και αυτά είναι: 
Στη Σικυώνα ο αλληγορικής μορφής "Καιρός", ο "Δίας", ο "Ηρακλής" και, όπως αναφέραμε ήδη, η Σικυώνια ποιήτρια "Πράξιλλα". Στην Κόρινθο ο "Ποσειδώνας" με το δελφίνι, ο επιλεγόμενος «Ίσθμιος», και ο "Ηρακλής νικητής", που με πολλά άλλα έργα τέχνης μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Λεύκιο Μόμμιο όταν κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη το 146 πΧ. Σήμερα στο χώρο της αρχαίας αγοράς στην Αρχαία Κόρινθο υπάρχουν μόνο δύο βάσεις αγαλμάτων με την υπογραφή του γλύπτη "ΛΥΣΙΠΠΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕΝ". Στο Άργος ο Νέμειος Δίας και ο αναπαυόμενος Ηρακλής, στα Μέγαρα η ομάδα των Μουσών και στην Αλυζία η ομάδα των δώδεκα άθλων του Ηρακλή, που και αυτά εκλάπησαν από κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.


ΗΡΑΚΛΗΣ. ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΛΥΣΙΠΠΟΥ ΤΟ 320 Π.X., ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΗΤΑΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΣΙΚΥΩΝΟΣ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΒΡΟΥ ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ, Ο ΛΥΣΙΠΠΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΥΠΟ ΗΡΑΚΛΗ, ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΗ FARNESE Η ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΗΡΑΚΛΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΤΗΚΕ ΟΣΟ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. Ο ΗΡΩΑΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΓΕΡΝΕΙ ΣΤΟ ΡΟΠΑΛΟ ΤΟΥ ΕΠΙΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ, ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΛΑΜΠΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΘΛΟΥΣ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΥΠΟΜΕΙΝΕΙ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.


Ο Λύσιππος, που ως γλύπτης στέκεται μεταξύ δύο εποχών, της κλασικής ελληνικής και της ελληνιστικής, υπήρξε ο παραγωγικότερος από όλους τους αρχαίους γλύπτες και, όπως αναφέρει ο Πλίνιος, τα έργα που έπλασε είναι 1500. Η ειρωνεία είναι, και εδώ οφείλω να εξηγήσω το οξύμωρο «περιώνυμος άγνωστος», ότι παρά το τεράστιο έργο του, σπάνια μνημονεύθηκε από τους συγχρόνους του. Ίσως γιατί με τις καινοτομίες και τους νεοτερισμούς που εισήγαγε άλλαξε την τέχνη, και με το νέο σύστημα των αναλογιών που επινόησε έσπασε τους κανόνες των προηγουμένων του, έδωσε ελαφρότητα και ευκινησία στο ανθρώπινο σώμα, δημιούργησε νέο σταθμό στη γλυπτική και, όπως ήταν επόμενο, ήλθε σε σύγκρουση με το καλλιτεχικό κατεστημένο της εποχής του. Γι' αυτό και αγνοήθηκε, όπως άλλωστε κατά κανόνα συμβαίνει με τους πρωτοπόρους.


350 ΠΧ Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΕΟΣ -ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΩΛ ΓΚΕΤΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ ΗΠΑ

Να παρατηρήσουμε εδώ ότι και από τους συγχρόνους μας δεν έχει ιδιαίτερα μελετηθεί, γιατί κατά τη γνώμη των ειδικών στην ελληνιστική γλυπτική, της οποίας θεωρείται ο πατέρας, πέφτει ακόμη καταλυτική η λάμψη της τέχνης του χρυσού αιώνα και βαριά η σκιά των δημιουργών της και η σημερινή ελληνική μέση καλλιτεχνική αντίληψη εξακολουθεί να επηρεάζεται από τα πρωτότυπα μαρμάρινα και βεβαίως επώνυμα έργα του Φειδία και των άλλων μεγάλων που προβάλλονται στα μουσεία και σ' αυτά εξαντλείται σχεδόν η ελληνική καλλιτεχνική παιδεία. Αυτός είναι και ο λόγος που η ελληνιστική γλυπτική άρχισε να μελετάται συστηματικά μόλις πριν από μερικές δεκαετίες.

Ο «ΑΠΟΞΥΝΟΜΕΝΟΣ» ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΛΥΣΙΠΠΟΥ

Στην πορεία όμως ο ίδιος επέφερε στυλιστικές και μορφολογικές αλλαγές, οι σημαντικότερες από τις οποίες μπορούν να συνοψιστούν στις εξής:
(α) τα κεφάλια των αγαλμάτων του, όπως εξάλλου παρατηρεί και ο Πλίνιος, είναι μικρότερα από ό,τι στην κλασσική ελληνική πλαστική (περίπου το ένα όγδοο του ύψους του σώματος αντί για το προηγούμενο ένα έβδομο).
(β) το σώμα συστρέφεται με τέτοιο τρόπο που αναγκάζει το θεατή να προσαρμοστεί στο χώρο του αγάλματος, αφού δεν μπορεί πλέον να έχει την πλήρη εποπτεία του από ένα και μόνο σημείο.
(γ) τα πόδια και τα χέρια προεκτείνονται έξω από τον παραδοσιακό κλειστό χώρο εισδύοντας σε εκείνον του θεατή.
Πολλοί μελετητές συμφωνούν ότι η επιτηδευμένη θεατρικότητα που φαίνεται στα έργα του Λύσιππου όπου «συνυπάρχουν το στιγμιαίο της δράσης και η έκφραση του συναισθηματικού κόσμου μαζί με την καμπύλη και την ευθεία, το φως και τη σκιά» και εξυπηρετούσε την πρόθεση του καλλιτέχνη να εκπλήξει τους θεατές του. Το αποτέλεσμα αυτό σε γενικές γραμμές επιτεύχθηκε με επεμβάσεις στην κλίμακα των μορφών και με μία "εξπρεσιονιστική" απόδοση του συναισθηματισμού τους. Η ιδιαίτερη ικανότητα του Λύσιππου στο χειρισμό της κλίμακας επανέφερε την κολοσσική τέχνη στη μόδα της εποχής.

Γι' αυτό, πέρα από τα λήμματα των εγκυκλοπαιδικών λεξικών και κάποια άρθρα σε αρχαιολογικά περιοδικά, δεν υπάρχει στα ελληνικά ούτε ένα βιβλίο για το Λύσιππο. Αντίθετα, από ξένους μελετητές έχουν γραφεί μέχρι τώρα πέντε τουλάχιστον μονογραφίες και πρόσφατα ο κατάλογος με τον τίτλο «LISIPPO, L' ARTE Ε LA FORTUNA» (Λύσιππος, Τέχνη και Τύχη) που εκδόθηκε στη Ρώμη με επιμέλεια και φροντίδα του διάσημου Ιταλού αρχαιολόγου καθηγητή Paolo Moreno, ειδικά για την έκθεση έργων του Λυσίππου που έγινε εκείτο καλοκαίρι του 1995.
Οι ειδικοί λένε ακόμη ότι ο Λύσιππος αδικήθηκε και από το ότι τα έργα του χάθηκαν από διάφορες αιτίες, ιδιαίτερα δε επειδή ήσαν χάλκινα και το πολύτιμο μέταλλο τους στους κατοπινούς χρόνους των πολέμων, των επιδρομών και των λεηλασιών μεταλλάχθηκε σε όπλα, νομίσματα, σκεύη και διάφορα άλλα χρηστικά αντικείμενα. "Ειρήσθω εν παρόδω" ότι οι Ρωμαίοι μετέφεραν στη Ρώμη από τους τόπους που κατέκτησαν τόσα πολλά αγάλματα που λέγεται ότι ήταν ισάριθμα με τους κατοίκους της Ρώμης εκείνης της εποχής. Ο Γάλλος στοχαστής, ιστορικός και κριτικός της Τέχνης Ιππόλυτος Ταιν στο έργο του "Φιλοσοφία της Τέχνης" (Μετάφρ. Αιμ. Χουρμούζιος. Εκδ. Γκοβόστη, σελ. 64) αναφέρει επί λέξει: «Όταν η Ρώμη σύλησε τον Ελληνικό κόσμο, η τεράστια πόλη είχε ολόκληρο λαό αγαλμάτων, σχεδόν ισάριθμο με τον ζώντα πληθυσμό της. Σήμερα, ύστερα από τόσες καταστροφές και τόσους αιώνες, υπολογίζουν ότι ξέθαψαν από τη Ρώμη και τα περί-χωρά της απάνω από 60 χιλιάδες αγάλματα». Η πληροφορία αυτή, όσο κι αν εμπεριέχει το στοιχείο της υπερβολής, φανερώνει την τραγική αλήθεια.



Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΤΟΞΟ. ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΝ ΛΥΣΙΠΠΟΥ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΑΥΤΗ Η ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΕΡΩΤΑ Ο ΛΥΣΙΠΠΟΣ 
Ωστόσο είναι γνωστό ότι πολλά από τα έργα τέχνης που γλίτωσαν από τους Ρωμαίους αρπάχτηκαν πολύ αργότερα από τους Σταυροφόρους. Όπως εκείνα τα περίφημα τέσσερα άλογα του Ιππόδρομου της Κωνσταντινούπολης που μεταφέρθηκαν στη Βενετία για να στολίζουν επί αιώνες την πρόσοψη του ναού του Αγίου Μάρκου και που η ιταλική παράδοση τα θέλει και αυτά ως έργα του Λυσίππου και τα αναφέρει ακόμη και σήμερα ως "I couatro cavalli di Lysippo" (τα τέσσερα άλογα του Λυσίππου).
Από την τεράστια δημιουργία έργων του Λυσίππου σε Δύση και Ανατολή διασώθηκαν δυστυχώς μόνο μερικά αντίγραφα, ρωμαϊκής κυρίως εποχής και ίσως δυο ή τρία πρωτότυπα που και γι' αυτά υπάρχει από μερικούς αμφισβήτηση. Πρόκειται για τον Πυγμάχο που βρίσκεται στο Μουσείο Θερμών του Καρακάλα στη Ρώμη, για τον Αυτοστεφανούμενο Αθλητή που βρέθηκε το 1961 από Ιταλούς ψαράδες στην Αδριατική και φιλοξενείται στο μουσείο Ζαν Πώλ Γκεττύ στο Μαλι-μπού της Καλιφόρνιας και ίσως τον «έφηβο Αλέξανδρο», ένα μικρό χάλκινο άγαλμα που βρίσκεται στο μουσείο της Πάρμας.
Σε ό,τι ιδιαιτέρως μας αφορά ως Κορίνθιους, ο Λύσιππος έχει αγνοηθεί και από την τοπική μας ιστορία. Και τούτο γιατί η τοπική ιστορία της κάθε περιοχής σπάνια δυστυχώς βρίσκει θέση στα σχολικά προγράμματα. Έτσι κάποιοι περιώνυμοι, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο Λύσιππος της Σικυώνας, παραμένουν σχεδόν άγνωστοι ακόμα και στη γενέτειρά τους.

Ο ΠΥΓΜΑΧΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΩΝ.
Είναι ίσως το μόνο αυθεντικό σωζόμενο έργο του Λύσιππου σε χαλκό. Ο δημιουργός έχει διαλέξει την στιγμή, που οι δικαστές αναγγέλλουν τον νικητή. Ο πυγμάχος, που πιθανότατα είναι ανήμπορος να ακούσει πιθανόν λόγω των τραυμάτων του, κοιτάζει προς τους δικαστές και το πλήθος για να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα. Τα τραύματα στο πρόσωπο του έχουν επιπροστεθεί από καθαρά φύλλα χαλκού.(Ρώμη: Εθνικό Μουσείο )


Καθώς δε διασώζεται κανένα γλυπτό του, αλλά και λόγω των αμφισβητούμενων χρονολογήσεων αντιγράφων των έργων του, καθίσταται δύσκολος ο εντοπισμός της καλλιτεχνικής παραγωγής του στο χρόνο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τοποθετεί την ακμή του κατά την περίοδο της 113ης Ολυμπιάδας[1], ενώ άλλες πηγές υποδεικνύουν πως είχε πολυετή σταδιοδρομία στη διάρκεια του 4ου αιώνα ΠΚΕ. Κατά τον Παυσανία, ένα άγαλμα του Τρωίλου στην Ολυμπία αποδίδεται στον Λύσιππο, και αποτελεί φόρο τιμής για τις νίκες του Τρωίλου σε ιππικούς αγώνες του 372 ΠΚΕ[2]. Αυτό αναφέρεται συχνά ως το παλαιότερο έργο του, αν και η επιγραφή που έφερε ενδεχομένως να είναι νεότερη. Σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρέθηκε στους Δελφούς και μαρτυρά τον Λύσιππο ως γλύπτη ενός αγάλματος του Πελοπίδα, φαίνεται πως ήταν ήδη ενεργός γλύπτης από τη δεκαετία του 360 ΠΚΕ. Περίπου από το 340 ήταν ένας από τους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλεξάνδρου, γεγονός που υποδεικνύει πως εκείνη την περίοδο η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί.


Τα περισσότερα αγάλματα που φιλοτέχνησε, αν όχι όλα, ήταν μπρούτζινα. Ως επικεφαλής ενός μεγάλου εργαστηρίου, είχε αρκετούς μαθητές που μιμήθηκαν εξαιρετικά πιστά το ύφος του, τόσο ώστε τα έργα τους να μην διακρίνονται από αυτά του δασκάλου τους. Σήμερα, αρκετά ρωμαϊκά γλυπτά αναγνωρίζονται ως αντίγραφα έργων του, αν και λίγα από αυτά με βεβαιότητα και κυρίως με βάση αρχαίες περιγραφές γλυπτών του. Αν και υπάρχει πληθώρα ελληνικών και ρωμαϊκών πηγών με αναφορές στον Λύσιππο, στην πλειοψηφία τους δεν είναι αρκετά συγκεκριμένες προκειμένου να αναγνωριστούν τα στοιχεία της τεχνοτροπίας του[3]. Κατά τον Πλίνιο, διακρίθηκε για την ανάγλυφη απόδοση των μαλλιών, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης του ήταν συνολικά η λεπτότητα των έργων, ακόμα και στη μικρότερη λεπτομέρειά τους[4]. Ο Λύσιππος ειδικευόταν περισσότερο σε αγάλματα αθλητών, θεοτήτων και ηρώων, καθώς και σε προσωπογραφίες, όπως αυτές του Αλεξάνδρου ή ανθρώπων του περιβάλλοντός του.

Στα πιο γνωστά έργα του ανήκει ο Αποξυόμενος, που συνδέεται με σωζόμενο ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο στο μουσείο Pio-Clementino του Βατικανού. Θεωρείται πως ενσωματώνει κυρίαρχα στοιχεία της τεχνοτροπίας του, όπως το μικρό κεφάλι, το λεπτό σώμα, τα μακριά πόδια και την προσεγμένη απόδοση των μαλλιών του γλυπτού. Σύμφωνα με χαρακτηριστική αναφορά του Πλίνιου, ο αυτοκράτορας Τιβέριος ήταν τόσο ενθουσιασμένος από το γλυπτό ώστε το μετέφερε από τις Θέρμες του Αγρίππα στο παλάτι του, για να επιστραφεί στην αρχική του θέση αργότερα, κατόπιν λαϊκής απαίτησης[5]. Ένα άγαλμα του αθλητή του παγκρατίου Αγία, που ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, θεωρείται επίσης αντίγραφο σύγχρονου έργου του Λύσιππου, φιλοτεχνημένο στον Φάρσαλο. Αν πράγματι βασίζεται σε γλυπτό του Λύσιππου, τότε οι εμφανείς διαφορές του σε σύγκριση με τον Αποξυόμενο, υποδεικνύουν πως πιθανώς ανήκει σε διαφορετική χρονική περίοδο ή αποτελεί έργο μαθητή του[6]. Ένα χάλκινο άγαλμα, γνωστό με τον τίτλο Καιρός (ή Ευκαιρία), αποδίδεται στον Λύσιππο και φιλοτεχνήθηκε για τον ίδιο, κοσμώντας την οικία του στη Σικυώνα. Έργο μοναδικής θεματικής, έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως και συνήθως εκλαμβάνεται ως αλληγορία. Αναπαριστούσε έναν φτερωτό νέο άνδρα να στέκεται στις μύτες των ποδιών πάνω σε σφαίρα, κρατώντας ένα ξυράφι στο δεξί χέρι και ένα ζυγό στο αριστερό, με μακριά μαλλιά στο πλάι αλλά φαλακρό στο πίσω μέρος του κεφαλιού (βλ. και ανάγλυφο αντίγραφο στο Μουσείο Αρχαίας Τέχνης του Τορίνου). Σε αυτό αναφέρεται επίγραμμα του Ποσείδιππου που μαρτυρά το διδακτικό χαρακτήρα του έργου

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Σπύρος Κ. Μιχόπουλος
PYRRON.BLOGSPOT
ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΑΒΑΣΗΣ..
Korinthorama
ΒΙΚΙΠΑΙΔΙΑ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΛΟΡΕΝΤΙΑΣ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΩΛ ΓΚΕΤΥ



ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΙΔΗΣΗ Αυθεντικό έργο του αρχαίου Ελληνα γλύπτη Λυσίππου ή στη χειρότερη περίπτωση ρωμαϊκό αντίγραφο.


Σύμφωνα με αρχαιολόγους, στην περίπτωση που το έργο αποδοθεί στον ίδιο το γλύπτη, τότε θα πρόκειται για ένα απίστευτο αρχαιολογικό εύρημα, καθώς, όπως είναι γνωστό, δε σώζεται κανένα έργο του συγκεκριμένου καλλιτέχνη παρά μόνο μεταγενέστερα αντίγραφα. Οπως εξηγούν, το άγαλμα, που πωλούνταν από τους αρχαιοκάπηλους για επτά εκατομμύρια ευρώ, φαίνεται να αναπαριστά τον Μ. Αλέξανδρο. Αλλωστε, ο Λύσιππος ήταν ο προσωπικός γλύπτης του Μακεδόνα βασιλιά. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που αποδειχτεί πως πρόκειται για ρωμαϊκό αντίγραφο, η αξία του θα είναι και πάλι μεγάλη, καθώς ελάχιστα χάλκινα αγάλματα σώζονται στην Ελλάδα.

Περαιτέρω αναλύσεις
Πάντως, από πληροφορίες προκύπτει πως η μακροσκοπική εξέταση άφησε υπόνοιες πως η κεφαλή που αποδίδεται στον Μ. Αλέξανδρο ίσως έχει συγκολληθεί από άλλο άγαλμα, ωστόσο περαιτέρω εξετάσεις θα λύσουν το αίνιγμα. Κάποιες πρώτες αναλύσεις έχουν ήδη γίνει στα εργαστήρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, φαίνεται όμως πως θα απαιτηθεί και εξέτασή του από το «Δημόκριτο». Όπως ανέφεραν αρχαιολόγοι, έχει διαπιστωθεί ότι σπείρες αρχαιοκαπήλων σε μεγάλες «δουλειές», όπως η συγκεκριμένη, είναι ικανές ακόμη και να λιώσουν νομίσματα της εποχής και να τα ανακατέψουν με σύγχρονα μέταλλα, προκειμένου να δείξουν πως το αντικείμενο που έχουν προς πώληση είναι αυθεντικό.
















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ