27. ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΕΔΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Αρχαίο κείμενο και νεοελληνική απόδοση
ΣΗΜ.--ΛΌΓΩ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΟΝΙΣΜΟΎ
ΠΕΡΙ ΈΛΛΗΝΟΣ
27.4 ΧΟΡΟΣ: ξενοισι τα’ ευξυμβολους, πριν εξοπλιζειν Αρη, δικας ατερ πηματων διδοιεν ( ΧΟΡΟΣ: και με τους ξενους με συμφωνιες καλες, πριν αρματωθουν για πολεμον, χωρις ζημιες τις διαφορες ας λυσουν ) ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Ικετιδες 701
27.5 Ως ουδεν εστιν ουτε πυργος ουτε ναυς ερημος ανδρων μη ξυνοικουντων εσω. ( Καμια αξια δεν εχει ουτε το καστρον ουτε το πολεμικον πλοιον αν μεσα του δεν κλεινει τις ψυχες των πολεμιστων του). ΣΟΦΟΚΛΗΣ. Οδ. Τυρ. 56
27.6 Ξυνον ανθρωποις Αρης ( Ο Αρης ο θεος του πολεμου είναι αναποσπαστος από το ανθρωπινον γενος). ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
27.7 Πολεμος παντων μεν πατηρ εστι, παντων δε βασιλευς, και τους μεν θεους εδειξε τους δε ανθρωπους, τους μεν δουλους εποιησε, τους δε ελευθερους. ( Ο πολεμος είναι πατηρ παντων κι εξουσιαστης ολων, κι αλλους τους ανεβασε υψηλα και τους εκανε θεους, αλλους, παλιν ανθρωπους. Κι αλλους τους εκανε δουλους, αλλους παλιν ελευθερους). ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ. 53
27.8 Αρης φιλει αει τα λωστα παντα τα’ ανθρωπων στρατου. ( Ο Αρης προτιμα τους διαλεκτους πολεμιστες [δηλ. οι γενναιοι πευτουν στην μαχην] ). ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Αποσπ. 100
27.9 Πολεμος δικαιος ειρηνης αισχρας αιρετωτερον. ( Ο δικαιος πολεμος είναι προτιμοτερος μιας ανεντιμης ειρηνης). ΞΕΝΟΦΩΝ. Ελληνικα στ΄, 3,6.
27.10 Ουχ υπερ αλλου τινος εστιν ο προς τον βαρβαρον πολεμος η περι χωρας και βιου και εθων και ελευθεριας και παντων των τοιουτων. ( Ο πολεμος κατά του βαρβαρου δεν διεξαγεται για αλλον σκοπον παρα για την διατηρησην της ακαιρεοτητος (της χωρας) κι ακομη του τροπου ζωης, των παραδοσεων, της ελευθεριας κι ολων των αλλων (αγαθων) που συσχετιζονται μ’ αυτά). ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. «π. Συμμ» 32
27.11 Ο (πολεμος) πολλα εχει μερη της αρετης. ( ο πολεμος είναι σε πολλα σημεια σχολειον αρετης). ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Πολιτ. Β΄,9
27.12 Τα κατά πολεμον κρατουμενα των κρατουντων είναι φασιν. ( Οσα στον πολεμον κυριευονται αυτά λενε ότι ανηκουν στους νικητες). ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Πολιτ. 1255
27.13 Ουδεις γαρ αιρειται το πολεμειν του πολεμειν ενεκα, ουδε παραςκευαζει πολεμον. Δοξαι γαρ αν παντελως μιαιφονος τις είναι, ει τους φιλους πολεμιους ποιουτο, ινα μαχαι και φονοι γινοιτο. ( Κανεις , βεβαιως δεν επιθυμει τον πολεμον εξ’ αιτιας του ιδιου του πολεμου, διοτι θα ητο πολύ αιμοχαρης αυτος που θα εκανε εχθρους τους φιλους του, μονον και μονον για να γινονται πολεμικοι αγωνες και σφαγες). ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Ηθικά Νικομ. 1117 b
27.14 Ο πολεμος χειμαρρου δικην παντα συρων και παντα φερων, μονην ου δυναται παιδειαν παρελεσθαι. ( Ο πολεμος ως χειμαρρος παρασερνοντας όλα τα παλαια και φερνοντας καινουργιες θεωριες μονον την παιδεια δεν δυναται να την εξαφανιση). ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ. Ηθικά
27.15 Δυο ουν εστον τα την νικην απεργαζομεθα, θαρρος μεν πολεμιων, φιλων δε φοβος αισχυνης περι κακης. ( Δυο είναι πραγματικως αυτά που εξασφαλιζουν την νικην, το θαρρος απεναντι στους εχθρους κι ο φοβος για καταισχυνη απεναντι στους φιλους). ΠΛΑΤΩΝ. Νομοι Α΄, 225
27.16 Δει εν τοις οπλοις φοβερους είναι ( Πρεπει κανεις να είναι φοβερος στα πολεμικα). ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. Περι Συνταξ. 17
27.17 Ου δει ενεκα του κινδυνου πραττειν τι ανελευθερον. ( Δεν πρεπει κανεις, επειδη ευρισκεται εμπροσθεν του κινδυνου, να πραξη κατι το δουλοπρεπες). ΠΛΑΤΩΝ. Απολογία
27.18 Εάν δε ποτε σοι συμβη κινδυνευειν, ζητει την εκ του πολεμου σωτηριαν. ( Αν καποτε σου συμβη να κινδυνευσης, ν’ αναζητησης την σωτηριαν σου με πολεμικες ενεργειες). ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
27.19 Αρρηκτ’ , ομβριμοθυμε, μεγασθενες, αλκιμε δαιμον, οπλοχαρης, αδαμαστε, βροτοκτονε, τειχεσιπλητα, Αρες αναξ, οπλοδουπε, φονοις πεπαλαγμενος αιει, αιματι ανδροφονωι χαιρων, πολεμοκλονε, φρικτε, ος ποθεεις ξιφεσιν τε και εγχεσι δηριν αμουσον, στησον εριν λυσσωσαν, ανες πονον αλγεσιθυμον, εις δε ποθον νευσον Κυπριδος κωμους τε Λυαιου αλλαξας αλκην οπλων εις εργα τα Δηους, ειρηνην ποθεων κουροτροφον, ολβιοδωτιν.
( Αρρηκτε, γενναιοψυχε, ολον σθενος, δυνατε θεε, που με οπλα χαιρεσαι, αδαμαστε, θνητοκτονε, που πληττεις τα τειχη, ανακτα Αρη, οπλοβροντε, παντα βουτηγμενε στο αιμα, που χαιρεσαι με το αιμα των σκοτωμενων ανδρων και σηκωνεις θορυβον στην μαχη, φρικτε, που ποθεις φιλονικια αξεστη με ξιφη και δορατα. Ασε την λυσσωδη την εριδα, ασε την μαχη που κανει την καρδια να πονα, δεξου τον ποθον της Κυπριδος, του Λυαιου τους κωμους, αλλαζοντας των οπλων την δυναμιν με της Δημητρος τα εργα, την ειρηνην ποθωντας που τρεφει τα νεα παιδια και χαριζει τον πλουτον). ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΡΗΝ
27.20 Διομηδης αριστευων Αφροδιτην Αινεια βοηθουσα τιτρωσκει, και Γλαυκω συστας, υπομνησθεις πατρωας φιλιας, αλασσει τα οπλα. ( Ο παντα γενναιος Διομηδης , τραυματιζει την Αφροδιτη η οποια εσπευδε να βοηθηση τον Αινειαν, και καθως συμπλεκεται με τον Γλαυκον ενθημηται την φιλιαν των πατερων τους κι αλλαζει τα οπλα [με τον Γλαυκον ] ). ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Βιβλιοθηκη. Επιτομη. IV.
27.21 Οδυσσευς δε και Μενελαος Γλαυκον τον Αντηνορος εις την οικιαν φευγοντα γνωρισαντες μεθ’ οπλων ελθοντες εσωσα. ( Ο Οδυσσευς και ο Μενελαος οπλησμενοι αναγνωριζουν τον Γλαυκον υιον του Αντηνορος να φευγει προς την οικιαν του και τον εσωσαν [ο Γλαυκος πολεμουσε με τους Τρωας , κι όμως οι Αχαιοι τον εσωσαν ] ). ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Βιβλιοθηκη. Επιτομη 21
27.22 πρωτον μεν ηχη κελαδος Ελληνων παρα μολπηδον ευφημησεν, ορθιον δ’ αμα αντηλαλαξε νησιωτιδος πετρας ηχω, φοβος δε πασι βαρβαροις παρην γνωμης αποσφαλεισιν, ου γαρ ως φυγη παιαν ‘ εφυμνουν σεμνον Ελληνες τοτε, αλλ’ ες μαχην ορμωντες ευψυχω θρασει, σαλπιγξ δ’ αυτή παντ’ εκειν’ επεφλεγεν, Ευθυς δε κωπης ροθιαδος ξυνεμβολη επαισαν αλμην βρυχιον εκ κελευματος θοως δε παντες ησαν εκφανεις ιδειν.
( πρωτον από των Ελληνων την μερια βουη με τραγουδια αντιλαλησε και δυνατα αντιβουιξε στους βραχους τους νησιωτικους η ηχω, κι ολους εμας ο φοβος μας κυριευσε , καθως ειχαμε γελαστει, διοτι όχι για αποχωρησην , τον σεμνον παιαναν τους οι Ελληνες τοτε εψαλλον, αλλα με ανδρειωμενον θαρρος για μαχη ξεκινωντας, κι η σαλπιγξ με τον ηχον της όλα εκεινα εφλογησε, κι αμεσως μ’ όλα μαζι τα πλαταγιαστα κουπια κτυπησαν με το πρασταγμα την βαθια αρμη της θαλασσης , και γρηγορα ολοι εμπρος μας εφανησαν [ εγγελιοφορος προς την βασιλισσαν Ατοσσα της ηττης των Περσων εις την ναυμαχιαν της Σαλαμινος ) ΑΙΣΧΥΛΟΣ. «Περσαι» 388
27.23 αιμαχθεισα δ’ αρουραν Αιαντος περικλυστα νασος εχει τα Περσων ( ματωμενον το ξακουστον του Αιαντος νησι πηρε κι ολη των Περσων την δυναμην ) ΑΙΣΧΥΛΟΣ. «Περσαι» 595
27.24 Ιανων λαος ου φυγαιχμας ( των Ιωνων ο στρατος δεν φευγει εμπροσθεν του εχθρου) ΑΙΣΧΥΛΟΣ. «Περσαι» 1025
27.25 και Σατυρων ομοφοιτον οριδρομον ιχνος επειγων αμφιπολοις παλινορσος ομιλεε θυιασι Βακχαις……..Τυρσηνης βαρυδουπον εχων σαλπιγγα θαλασσης, πομπον Ενυαλιοιο μελος μυκησατο κοχλω, λαον αολλιζων, βριαρους δ’ εμεθυσσε μαχητας, θερμοτεροις ες Αρηα νοημασιν ανερας ελκων Ινδωης ολετηρας αβακχευτοιο γενεθλης . Τους μεν αναξ Διονυσος εκοσμεεν εις μοθον Ινδων.
( και βιαστικα διεσχυσε τα βουνα μαζι με τους Σατυρους κι εσμιξε παλι με τις ακολουθους του τις μανιασμενες Βακχες……..πηρε μια βαρυγδουπη σαλπιγγα από την θαλασσα της Τυρου και μουγρισε μεσα στο κοχυλι της μιας πολεμικης μελωδιας, που απλωθη παντου, τον στρατον του μαζεψε, τους τρομερους μαχητας τους μεθυσε και με θερμοτερη καρδια τους εσυρε στον πολεμον να καταστρεψουν την αβακχευτη φυτρα των Ινδων. Κι ετσι τους μαζεψε ο Διονυσος για την Ινδικην μαχην ) ΝΟΝΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΙΖ΄ 89
27.26 ιππου νεοσσος ,ασπηδοφορος λεως, πηδημ’ ορουσας αφι Πλειαδων υσιν, υπερθωρων δε πυρον, ωμηστης λεων ( ο ασπηδοφορος στρατος , που εκανε μεγαλο πηδημα όταν ερχισε να βασιλευουν οι Πλειαδες, και πηδοντας εις τα καστρα, σαν να ητο λεων ωμοφαγον ) ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Αγαμεμνων 825
27.27 ΧΟΡΟΣ: Εμολον αμφι παρακτιαν ψαμαθον Αυλιδος εναλιας, Ευριπου δια χευματων κελσασα στενοπορθμων, Χαλκιδα πολιν εμαν προλιπουσ’ , αγχιαλων υδατων τροφον τας κλεινας Αρεθουσας, Αχαιων στρατιαν ως εσιδοιμαν Αχαιων τε πλατας ναυσιπορους ημιθεων, ους επι Τροιαν ελαταις χιλιοναυσιν τον ξανθον Μενελαον <θ> αμετεροι ποσεις ενεπουσ’ Αγαμεμνονα τα’ ευπατριδαν στελλειν επι ταν Ελεναν, απ’ Ευρωτα δονακοτροφου Παρις ο βουκολος αν ελαβε δωρον τας Αφροδιτας ( ΧΟΡΟΣ: Ηλθα εις την παραθαλασσιαν αμμουδια της Αυλιδος περνοντας από του Ευριπου τα στενα περασματα αφηνοντας πισω μου την πολιν μου Χαλκιδα, που τρεφει τα παραθαλασσια νερα της φημησμενης Αρεθουσης, για να δω τον στρατον των Αχαιων ημιθεων, που οι ανδρες μας λενε ότι με χιλια πλοια εναντιον της Τροιας αρματωσαν ο ξανθος Μενελαος και ο αρχοντικος Αγαμεμνων, για να φερουν πισω την Ελενην, που από τον γεματο καλαμια Ευρωτα αρπαξε ο αγελαδαρης Παρης, δωρον σ’ αυτόν της Αφροδιτης ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. «Ιφιγενεια η εν Αυλιδι» 164
27.28 ΑΧΙΛΛΕΥΣ: στρατος τ’ αν ου μεμψαιτο μ’ , ει τα πραγματα λελογισμενως πρασσοιμι μαλλον η σθενει ( ΑΧΙΛΛΕΥΣ: ο στρατος δεν θα με κατηγορησει, εάν τις υποθεσεις τις διεκπεραιωνω περισσοτερον με στοχασμον παρα με βια ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. «Ιφιγενεια η εν Αυλιδι» 1020
27.29 ΡΗΣΟΣ: Ουδεις ανηρ ευψυχος αξιοι λαθρα κτειναι τον εχθρον, αλλ’ ιων κατά στομα ( ΡΗΣΟΣ: Ουδεις ανηρ ανδρειωμενος δεν το θεωρει σωστον κρυφα να σκοτωση τον εχθρον, αλλα πηγαινοντας ισια κατ’ επανω του [ ο Αλεξανδρος αρνηθη να επιτεθη νυκτα διοτι, ειπε πως δεν θελει να κλεψει μια νικη. Ομοιως και ο Γερμανικος στρατος εις το Β΄ΠΠ. Τον ανταρτοπολεμον που αντιμετωπησε εις Γιουγκοσλαβια και Ελλαδα από τους κομμουνιστας αμφοτερων των κρατων σοκαρε τους Γερμανους ] ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρησος 510
27.30 Και παντ’ ακουσας ων εφιεμην μαθειν εστην, ορω δε Ρησον ώστε δαιμονα εστωτ’ εν ιπποις Θρακιοις τα’ οχημασιν. Χρυση δε πλαστιγξ αυχενα ζυγηφορον πωλων εκληε χιονος εξαυγεστερων. Πελτη δ’ επ’ ωμων χρυσοκολλητοις τυποις ελαμπε, Γοργων δ’ ως επ’ αιγιδος θεας χαλκη μετωποις ιππικοισι προσδετος πολλοισι συν κωδωσιν εκτυπει φοβον . ( Αφου ακουσα οσα ζητησα όλα οσα να μαθω απ’ αυτους , σταθηκα, και βλεπω τον Ρησον, σαν να ηταν καποιος θεος, να στεκεται επανω εις το αρμα του με τα θρακιωτικα αλογα. Τα χρυσα ζυγολουρα τους από τον λαιμον των αλογων που ησαν από το χιονι ασπροτερα, ησαν κρεμασμενα. Και μια ασπις με χρυσοκολλητα στολιδια επανω εις τους ωμους του ελαμπε, μια Γοργονα, όπως επανω εις την ασπιδα της θεας, χαλκινη προσδεμενη εις τα μετωπα των αλογων με τα πολλα κουδουνια της βροντουσε και προκαλουσε φοβον ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρησος 300
27.31 ΧΟΡΟΣ: Πυρ’ αιθει στρατος Αργολας, Εκτορ, πασαν αν’ ορφναν, διειπετη δε ναων πυρσοις σταθμα ( ΧΟΡΟΣ: Φωτιες αναβει των Αργειων ο στρατος, Εκτορα ολοκληρη την νυκταν κι οι λαμψεις εις τον ναυσταθμον τους φθανουν εως τον ουρανον) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρησος 41
27.32 ΑΙΝΕΙΑΣ: Νικων δ’ εγεδρον παιδ’ εχεις τον Πηλεως, ος σ’ ουκ εασει ναυσιν εμβαλειν φλογα, ουδ’ ωδ’ Αχαιους ως δοκεις αναρπασαι, αιθων γαρ ανηρ και πεπυργωται θρασει. ( ΑΙΝΕΙΑΣ: Κι αν νικησεις, θα εχεις αντιμετωπον του Πηλεως τον υιον, που δεν θα σ’αφησει να βαλεις φωτια εις τα πλοιαν τους κι ουτε ν’αφανησεις, όπως νομιζεις, τους Αχαιους. Διοτι είναι ανδρειωμενος αναξ αυτος κι είναι δυνατο το χερι του [ο Αινειας προς τον αδελφον του Εκτορα ] )
27.33 ΕΚΤΩΡ: Και μην ερωντι γ’ αντερας ιππων εμοι, εξ αφθιτων γαρ αφθιτοι πεφυκοτες τον Πηλεως φερουσι θουριον γονον, διδωσι δ’ αυτος πωλοδαμνησας αναξ Πηλει Ποσειδων, ως λεγουσι, ποντιος ( ΕΚΤΩΡ: Λοιπον ποθεις να εχεις τα αλογα που κι εγω να εχω ποθω, γεννηθηκαν αθανατα τα αλογα αυτά κι από αθανατους γονιους και φερνουν εις την μαχην τον πολεμοχαρον υιον του βασιλεως Πηλεως, τα δαμασε , όπως ομολογουν, ο θαλασσοθεος αρχων Ποσειδων κι υστερα τα εδωσε για δωρον εις τον βασιλεα Πηλεα [εις τους γαμους του με την Νηρηΐδα Θετιδα ] ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος 184
27.34 ΧΟΡΟΣ: Ελθε φανηθι, ταν ζαχρυσον προβαλου Πηλεΐδα κατ’ μομμα πελταν δοχμιαν πεδαιρων σχισταν παρ’ αντυγα, πωλους ερεθιζων διβολον τ’ ακοντα παλλων ( ΧΟΡΟΣ: Ελα, φανερωσου, προβαλε την ολοχρυσην ασπιδαν σου εις τα ματια του Πηλειδου υψωνοντας την πλαγια προς τον ζυγον του αμαξιου σου, τα αλογα σου ερεθιζοντας και το διμυτον ακοντιον σου σειοντας [ προς τον Ρησον ] ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος 370
27.35 ΡΗΣΟΣ: Τις δη μετ’ αυτόν άλλος ευδοξει στρατου; ΕΚΤΩΡ: Αιας εμοι μεν ουδεν ησσασθαι δοκει χω Τυδεως παις εστι δ’ αιμυλωτατον κροτημ’ Οδδυσευς λημα τα’ αρκουντως θρασυς και πλειστα χωραν τηνδ’ ανηρ καθυβρισας ( ΡΗΣΟΣ: Ποιος λοιπον μετα απ’ αυτόν [τον Αχιλλεαν] άλλος εχει καλη φημη εις το στρατευμα; ΕΚΤΩΡ: Ο Αιας ο οποιος δεν είναι καθολου κατωτερος και του Τυδεως ο υιος [ο Διομηδης] και είναι γεματος από δολον, ο πανεξυπνος Οδυσσευς, ανθρωπος αποκοπος που αυτή εδώ την χωραν εχει πολύ προσβαλλει ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος 496
27.36 ΑΘΗΝΑ: Πελας δε πωλοι Θρηκιων εξ αρματων λευκαι δεδενται, διαπρεπεις εν ευφρονη στιλβουσι δ’ ώστε ποταμιου κυκνου πτερον ( ΑΘΗΝΑ: Πλησιον δεμενα ευρισκονται τα ολολευκα αλογα των αμαξιων της Θρακης , [τα’αλογα του Ρησου] τα οποια ξεχωριζουν μεσα εις την νυκταν, αυτά λαμπουν σαν τα πτερα του ποταμισιου κυκνου ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος 616
27.37 ΗΝΙΟΧΟΣ: θανειν γαρ ευκλως μεν, ει θενειν χρεων, λυπρον μεν οιμαι τω θανοντι – πως γαρ ου; - Τοις ζωσι δ’ ογκος και δομων ευδοξια ( ΗΝΙΟΧΟΣ: διοτι το να πευανεις ενδοξως, εάν πρεπει να πεθανεις, είναι βεβαιως δυσαρεστον για οποιον σκοτωνεται – πως όχι; - όμως για οσους ζουν δινει υπεριφανεια και δοξα εις τους οικους τους ) ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος 758
27.38 ΜΟΥΣΑΙΟΣ : επειτ’ Αχιλλεα Θετιδος εν πενθει ποτε,. Ου ρυσεται νιν Παλλας, η σ’ απεκτανεν, τοιον φαρετρα Λοξιου σωζει βελος. Ω παιδοποιοι συμφοραι πονοι βροτων ( ΜΟΥΣΑΙΟΣ [ ο μυθικος μουσικος υιος του Ευμολπου και της Σεληνης, συγχρονος του Ορφεως] κι επειτα καποτε με πενθος τον Αχιλεαν της Θετιδος το υιον , δεν θα τον σωση η Παλλαδα που εχει εσενα αγανισει, ένα τετοιο βελος κρατα για εκεινον η φαρετρα του Απολλωνος. Ω καημοι των θνητων για τα παιδια τους, βασανα των θνητων ) ΕΥΡΠΙΔΗΣ. Ρήσος 977
27.39 και διδυμαις στρατιησιν Ερις ξυνωσεν Ενυω φυλοπιν ωδυνουσα, συνερχομενων δε κυδοιμω τοξον εκυκλωθη, δορυ παλλετο, σειετο πηληξ, και βελος ερροιζησεν, επ’ ομφαλοεντι δε κυκλω βαλλομενη μυλοεντι λιθω σμαραγησε βοειη και κταμενων ρεεν αιμα, πολυς δ’ επι φορβαδι γαιη ημιθανης προκαρηνος ανηρ κεκυλιστο κοινιη και στρατος αντιβιων ικετης εκλινετο Καδμω ( κι εσμιξε η Ερις από την μια στρατια κι η Ενυω από την αλλην και σαλαγος βροντερος εγεννηθη, σαν εγινε η συγγρουσις σκαμπυλωσαν τα τοξα, παλλονταν τα δορατα, σειονταν τα λοφεια, ετριζαν τα βελη και βογγουσαν οι ασπιδες κτυπημενες εις το κεντρον τους από ογκωδεις μυλοπετρες, ερρεε το αιμα των σκοτωμενων, πολλοι ανδρες μισοπεθαμενοι κυλιστηκαν με το κεφαλι μεσα εις την σκονην, τελος ο εχθρικος στρατος γονατισε ικετης εμπροσθεν του Καδμου ) ΝΟΝΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ Ραψωδια Ε΄ 41
27.40 «Κυκνε πεπον, τι νυ νωιν επισχετον ωκεας ιππους ανδρασιν, οι τε πονου και οιζυος ιδριες ειμεν; Αλλα παρεξ εχε διφρον ευξοον ηδε κελευθου εικε παρεξ ιεναι. Τραχινα δε τοι παρελαυνω ες Κηυκα ανακτα , ο γαρ δυναμι τε και αοδοι Τραχινος προβεβηκε , συ δ’ ευ μαλα οισθα και αυτος, του γαρ οπιεις παιδα Θεμιστονοην κυανωπιν, ω πεπον, ου μεν γαρ τοι Αρης θανατοιο τελευτην αρκεσει, ει δη νωι συνοισομεθα πτολεμιζειν, ηδη μεν τε ε φημι και αλλοτε πειρηθηναι εγχεος ημετερου, οθ’ υπερ Πυλου ημαθοεντος αντιος εστη εμειο, μαχης αμοτον μενεαινων, τρις μεν εμου υπο δουρι τυπεις ηρεισατο γαιη ουταμενου σακεος, το δε τετρατον ηλασα μηρον παντι μενει σπευδων, δια δε μεγα σαρκος αραξα, πρηνης δ’ εν κονιησι χαμαι πεσεν εγχεος ορμη, ενθα κε δη λωβητος εν αθανατοισιν ετυχθη χερσιν υφ’ ημετερησι λιπων εναρα βροτοεντα» ( «Κυκνε κακοτυχε, τι οδηγεις τους ταχεις ιππους εναντια σε ανδρες, που ειμαστε χορτατοι με βασανα και μαχες; το αμαξι σου το καλοσκαλιστον παραμερισε, τον δρομον ελευθερωσε να περασουμε, τρεχοντας εις την Τραχινα πηγαινω εις τον Κηυκα τον βασιλεα, που σε δυναμιν και υποληψιν ολων των Τραχινιων υπερεχει, όπως κι εσυ πολύ καλα το γνωριζεις , διοτι αυτου την κορην, την γαλανοματα Θεμιστονοη, επηρες συζυγον, δυστυχε ουτε ο Αρης από τον θανατον δεν θα σε σωση, εάν ελθουμε αντιμετωποι σε μαχη, και αλλοτε εκεινος , λεγω το δορυ μου δοκιμασε, όταν υπερ της Πυλου της αμμουδερης σταθηκε απεναντι μου να πολεμηση με λυσσα αχορταγη, τρεις τον εκτυπησα με το δορυ κι αυτος εστηριχθη εις την γην με την ασπιδα ξεσκισμενη, την τεταρτην φορα ορμωντας με ολην μου την δυναμην τον εκτυπησα εις τον μηρο και του εσκισα τις σαρκες, πρηνης κατω μεσα εις την σκονην επεσε από την ορμην του ακοντιου, κι ετσι εχασε το κυρος του από τα χερια μου αναμεσα εις τους θεους, αφηνοντας λαφυρα ματωμενα από ανθρωπινον αιμα» [ Ο Ηρακλης καθ’ οδον προς Τραχινην τον εμποδιζει η αμαξα του Αρεως με τον υιον του Κυκνον, τους απευθηνη τον απειλητικον του λογον ] ) ΗΣΙΟΔΟΥ ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 349
27.41 ως δε λεοντε δυο αμφι κταμενης ελαφοιο αλληλοις κοτεοντες επι σφεας ορμησωσι, δεινη δε σφ’ ιαχη αραβος θ’ αμα γιγνετ’ οδοντων, οι δ’ ως τα’ αιγυπτιοι γαμψωνυχες, αγκυλοχειλαι, πετρη εφ’ υψηλη μεγαλα κλαζοντε μαχονται αιγος ορεσσινομου η αγροτερης ελαφοιο πιονος, ην τα’ εδαμασσε βαλων αιζηΐος ανηρ ιω από νευρης, αυτος δ’ απαλησεται άλλη χωρου αιδρις εων, οι δ’ οτραλεως ενοησαν, εσσυμενως δε οι αμφι μαχην δριμειαν εθεντο, ως οι κεκληγοντες επ’ αλληλοισιν ορουσαν. Ενθ’ η τοι Κυκνος μεν υπερμενεος Διος υιον κτενεμεναι μεμαως σακει εμβαλε χαλκεον εγχος, ουδ’ ερρηξεν χαλκον, ερυτο δε δωρα θεοιο. Αμφιτρυωνιαδης δε, βιη Ηρακληειη, μεσσηγυς κορυθος τε και ασπιδος εγχει μακρω αυχενα γυμνοθεντα θωος υπενερθε γενειου ηλασ’ επικρατεως, από δ’ αμφω κερσε τενοντε ανδροφονος μελιη, μεγα γαρ σθενος εμπεσε φωτος, ηριπε δ’, ως οτε τις δρυς ηριπεν η οτε πευκη ηλιβατος, πληγεισα Διος ψολοεντι κεραυνω, ως εριπ’ αμφι δε οι βραχε τευχεα ποικιλα χαλκω. Τον μεν επειτ’ ειασε Διος ταλακαρδιος υιος ( κι όπως δυο λεοντες γυρω από ελαφι σκοτωμενον λοξοκοιταζονται το ένα εις το αλλον να ορμιση και ταραχη φρικτη και τριξιμον δοντιων ακουγεται, ετσι κι αυτοι σαν γυπες γαμψωνυχες και αγκυλομυτοι, που επανω σε βραχον κορυφη κραζοντας δυνατα κτυπιουνται για βουνοθρεμμενη αιγα η για παχυ λογγοθρεμμενον ελαφον, που το σκοτωσε με βελος από το τοξον του γεροδεμενος κυνηγος, κι ο ιδιος περιπλαναται εδώ κι εκει μην ξεροντας σε ποιον τοπον επεσε, κι οι γυπες με χαρα το ενιωσαν και γυρω από αυτό εστησαν παλη σκληρη, ετσι κι εκεινοι ορμησαν ο ενας εις τον αλλον φωναζοντας δυνατα. Και τοτε ο Κυκνος του μεγαλοψυχου Διος τον υιον ποθωντας να σκοτωση τον κτυπησε με δορυ χαλκινον εις την ασπιδα, αλλα δεν τρυπησε τον χαλκον, το κρατησε τα δωρα του θεου, κι ο υιος του Αμφιτρυωνος , ο Αμφιτρυωνιδης , ο δυνατος Ηρακλης, αναμεσα εις το κρανος και την ασπιδα το δορυ το μακρυ εις τον γυμνωμενον λαιμον επανω από τα γενια ευθυς του το εμπηξε με δυναμην, και το ανδροφονον μελινον κονταρι του εκοψε τους δυο τεντονες, κι κοπηκε το σθενος το μεγαλο του ανδρος, γκρεμισθη, όπως ο δρυς γκρεμιζεται η πευκη ψυλοκορμη, κτυπημενη από καπνηζοντα κεραυνον του Διος, ετσι γκρεμιστηκε, και γυρω του εβροντησαν τα πολυστολιστα χαλκινα οπλα του. Αυτόν εκει τον αφησε ο γενναιοδωρος υιος του Διος [ η περιωνυμη μονομαχια του Ηρακλεους με τον Κυκνον ητο τοσον τρομερην οι ηχοι της μαχης ακουσθησαν εως την Ιωλκον σημερον πλησιον του Βολου, και εις τις άλλες πολλεις της Φθιας ,Αρνη, Ελικη και Ανθεια . Πρεπει δε να ελαβε χωραν εις τον μικρον κολπον κατω των σημερινων ερειπιων της Κρεμμαστης Λαρισσης και το σημερινον χωριον της Πελασγιας ] ) ΗΣΙΟΔΟΥ ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 402
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ
Αρχαίο κείμενο και νεοελληνική απόδοση
27.1.2 αλλα πιθεσθ’, αμφω δε νεωτερω εστον εμειο, ηδη γαρ ποτ’ εγω και αρειοσιν ηε περ υμιν ανδρασιν ωμιλησα, και ου ποτε μ’ οι γ’ αθεριζον, ου γαρ πω τοιους ιδον ανερας ουδε ιδωμαι, οιον Πειριυοον τε Δρυαντα τε, ποιμενα λαων, Καινεα τα’ Εξαδιον τε και αντιθετον Πολυφημον, Θησεα τ’ Αιγεΐδην, επιεικελον αθανατοισιν καρτιστοι δη κεινοι επιχθονιων τραφεν ανδρων, καρτιστοι μεν εσαν και καρτιστοι εμαχονο, φηρσιν ορεσκωοισι, και εκπαγλως απολεσσαν, και μεν τοισιν εγω μεθομιλεον εκ Πυλου εκθων, τηλοθεν εξ απιης γαιης, καλεσαντο γαρ αυτοι, και μαχομην κατ’ εμ’ αυτόν εγω, κεινοισι δ’ αν ου τις των οι νυν βροτοι εισιν επιχθονιοι μαχεοιτο και μεν μευ βουλεων ξυνιεν πειθοντο τε μυθω, αλλα πιθεσθε και υμμες, επει πειθεσθαι αμεινον ( αλλα ακουστε αμφοτεροι νεωτεροι εισθε εμου, γιατι ηδη καποτε εγω και με περισσοτερον πολεμικους από εσας ανδρες ειχα σμιξει, και ουδεποτε αυτοι με αψηφισαν, γιατι ακομη τετοιους δεν ειδα ανδρες ουτε θα ιδω, σαν τον Πειριθοον, σαν τον Δρυαντα, ποιμενα λαων, σαν τον Καινεα και τον Εξαδιον και τον ισοθεον Πολυφημον, και τον Θησεαν Αιγεΐδην, ομοιον με τους αθανατους, κρατιστοι εκεινοι των επιχθωνιων ανδρων που ετραφησαν, κρατιστοι ησαν και μεταξυ των κρατιστων εμαχοντο, με τα ορεσιβια θηρια, και τα εξωντωσαν, και με αυτους εγω εσμιξα εκ Πυλιου ελθων, τηλοθεν από μακρινην γην, γιατι αυτοι με εκαλεσαν, και μαχομουν εις το μερος μου εγω, εκεινους ουτε καποιος από τους νυν θνητους τους επιχθονιους θα μαχοταν, και τις βουλες μου ακουαν και επειθοντο εις τον μυθον μου, αλλα και εσεις να πειθεσθε, γιατι η πειθω καλλιτερη είναι [ο Νεστωρ ομιλη εις τους ανδρες αναφερομενος εις τους προγενεστερους ηρωας, οι οποιοι αποτελουν παραδειγμα για τους νυν , ενώ η πειθω είναι ανωτερα ολων των αρετων την οποιαν αυτος ο σοφος γερων πολεμιστης εφαρμωζε εις τους λογους του ] ) Ραψωδια Α 259-274
27.1.3 δη τοτε θουρον Αρηα προσηυδα Φοιβος Απολλων, « Αρες Αρες βροτολοιγε, μιαιφονε, τειχεσιπλητα, ουκ αν δη τονδ’ ανδρα μαχης ερυσαιο μετελθων, Τυδεΐδην, ος νυν γε και αν Διι πατρι μαχοιτο; Κυπριδα μεν πρωτα σχεδον ουτασε χειρ’ επι καρπω, αυταρ επειτ’ αυτω μοι επεσσυτο δαιμονι ισος.» ( Και τοτε εις τον θουριον Αρην προσειπεν ο Φοιβος Απολλων: «Αρες Αρες ανθρωποφθορε, μιασμενε με φονους, πολιορκητη, αυτόν τον ανδρα δε θα δυνοσουν ελθων από την μαχην ν’ αποσυρης, τον Τυδεΐδην [Διομηδην] που τωρα εναντια ακομη και εις τον Διαν πατερα θα μαχοταν; Την Κυπριδα [Αφροδιτη] πρωτα από κοντα πληγωσε εις το χερι επι τον καρπον, κι επειτα σ’εμενα τον ιδιον επεπεσε με δαιμονα ισος.» [δηλαδη ισος με θεον] ) Ραψωδια Ε΄ 454
27.1.4 Οι δ’ ότι δη σχεδον ησαν επ’ αλληλοισιν ιοντες, Τρωσιν μεν προμαχιζεν Αλεξανδρος θεοειδης, παρδαλεην ωμοισιν εχων και καμπυλα τοξα και ξιφος, αυταρ δουρε δυω κεκορυθμενα χαλκω παλλων Αργειων προκαλιζετο παντας αριστους αντιβιον μαχεσασθαι εν αινη δηΐοτητι ( κι όταν εκεινοι πλησιον ησαν εναντιον αλληλων πηγαινοντας, εις τους Τρωας προμαχιζεν ο θειοεδεις Αλεξανδρος [ ο Παρις] παρδαλοδερμα εις τους ωμους εχων και καμπυλα τοξα και ξιφος, και δορατα δυο αρματωμενα με χαλκον παλλων τους Αργειους προκαλουσε παντας τους αριστους εναντια του να μαχωνται εις την δεινην μαχην ) Ραψωδια Γ΄15
27.1.5 ιππους μεν γαρ εασε και αρματα ποικιλα χαλκω και τους μεν θεραπων απανευθ’ εχε φυσιοωντας Ευρυμεδων, υιος Πτολεμαιου Πειραΐδαο, τω μαλα πολλ’ επετελλε παρισχεμεν, οπποτε κεν μιν γυια λαβη κοματος, πολεας δια κοιρανεοντα, αυταρ ο πεζος εων επεπωλειτο στιχας ανδρων …….Ως ο γε κοιρανεων επεπωλειτο στιχας ανδρων, ηλθε δ’ επι Κρητεσσι κιων ανα ουλαμον ανδρων, οι δ’ αμφ’ Ιδομενηα δαΐφρονα θωρησσοντο, Ιδομενευς μεν ενι προμαχοις, συΐ εικελος αλκην, Μηριονης δ’ αρα οι πυματας ωτρυνε φαλαγγας ( τους ιππους αφησε και τα αρματα τα ποικιλα με χαλκον γι’ αυτους μεν ο θεραπων μακρια κρατουσε να ξεφυσουν ο Ευρυμεδων, υιος του Πτολεμαιου Πειραΐδου, σ’ αυτόν ειχε δωσει εντολην [ ο Αγαμεμνων] να τους κρατα κοντα [τους ιππους], για την στιγμην που τα μελη του επιανε ο καματος, καθως πολλους θα διαφεντευεν, επειτ’ αυτος πεζος [ ο Αγαμεμνων ] επιθεωρουσε τις γραμμες των ανδρων ……..εκεινος προσταζονας επιθεωρουσε τους στιχημενους ανδρας , και ηλθε εις τους Κρητας προχωρωντας προς τον ουλαμον ανδρων, εκεινοι γυρω από τον ανδρειον Ιδομενεα θωρακιζοντο, ο Ιδομενευς εις τους προμαχους με καπρον ομοιον σε αλκη, κι ο Μηριονης τις τελευταιες παρωτρυνε φαλαγγες ) Ραψωδια Δ΄ 226 250
27.1.6 Εκτωρ δε Πριαμοιο παΐς και διος Οδυσσευς χωρον μεν πρωτον διεμετρεον, αυταρ επειτα κληρους εν κυνεη χαλκηρεΐ παλλον ελοντες , οπποτερος δη προσθεν αφειη χαλκεον εγχος, λαοι δε ηρησαντο, θεοισι δε χειρας ανεσχον, ωδε δε τις ειπεσκεν Αχαιων τε Τρωων τε, «Ζευ πατερ, Ιδηθεν μεδεων, κυδιστε μεγιστε, οπποτερος ταδε εργα μετ’ αμφοτεροισιν εθηκε, το δος αποφθιμενον δυναι δομον Αΐδος εισω, ημιν δ’ αυ φιλοτητα και ορκια πιστα γενεσθαι ( ο Εκτωρ του Πριαμου, ο παις και ο θεΐκος Οδυσσευς τον χωρον πρωτον διεμετρησαν, κι επειτα κληρους παιρνοντας σε περικεφαλαια χαλκινην επαλον, ποιος από τους δυο πρωτα θα ερριχνε το χαλκινον εγχος [ακοντιον], οι λαοι προσευχηθησαν, και εις τους θεους τας χειρας ανεσχον, κι ο καθ’ ενας εκλεγε από του Αχαιους κι από τους Τρωες, « Ζευ πατερ, από την Ιδην βασιλευων, ενδοξε μεγιστε, οποιος από τους δυο αυτά τα εργα σε αμφοτερους προκαλεσε, αυτόν δωσε αφανιζομενον να καταδυθη εις τον δρομον του Αδου εσω, και σ’ εμας παλι φιλοτητα κι ορκοι πιστοι να γινουν» [ ριχνουν κληρον ποιος θα μονομαχιση με τον Μενελαον και ο νικητης θα παρη τα λαφυρα και θα τελειωση ο πολεμος, προσευχωμενοι αμφοτεροι στρατοι για δικαιον αποτελεσμα] ) Ραψωδια Γ΄ 314
27.1.7 Ευρυπυλος δ’ Ευαιμονιδης Υψηνορα διον, υιον υπερθυμου Δολοπιονος, ος ρα Σκαμανδρου αρητηρ ετεκτυτο,, θεος δ’ ως τιετο δημω τον μεν αρ Ευρυπυλος, Ευαιμονος αγλαος υιος, προσθεν εθεν φευγοντα μεταδρομαδην ελασ’ ωμον φασγανω αΐξας, από δ’ εξεσε χειρα βαρειαν, αιματοεσσα δε χειρ πεδιω πεσε, τον δε κατ’ οσσε ελλαβε πορφυριος θανατος και μοιρα κραταιη ( Ο Ευρυπυλος Ευαιμονιδης τον θεΐκον Υψηνορα, υιον του μεγαθυμου Δολοπιονος, που του Σκαμανδρου ιερευς εγινε κι ως θεος ετιματο εις τον δημον, αυτόν ο Ευρυπυλος, του Ευαιμονος ο αγλαος υιος, εμπρος του ως εκεινος εφευγε δρομεως διωκοντας επληξε εις τον ωμον με το σφαγανον πηδησας και του εκοψε το βαρυ χερι, το αιματωμενον χερι εις το πεδιον επεσε, κι εκεινου τα ματια κατελαβεν πορφυρος θανατος και μοιρα κραταιη ) Ραψωδια Ε΄ 76
27.1.8 Ενθ’ ελεν Αστυνοον και Υπερονα, ποιμενα λαων, τον μεν υπερ μαζοιο βαλων χαλκηρεΐ δουρι, τον δ’ ετερον ξεφεΐ μεγαλω κληΐδα παρ’ ωμον πληξ’, από δ’ αυχενος ωμον εεργαθεν ηδ’ από νωτου ( εκει σκοτωσε [ο Διομηδης] τον Αστυνοον και τον Υπειρονα, ποιμενα λαων, τον μεν υπερ του μαστου βαλων με χαλκινον δορυ, το δε ετερον με ξιφος μεγαλον εις την κλειδα παρα τον ωμον επληξε και από του αυχενος τον ωμον χωρισε κι από τα νωτα ) Ραψωδια Ε΄ 144
27.1.9 «Τυδεΐδη Διομηδες, εμω κεχαρισμενε θυμω, ανδρ’ οροω κρατερω επι σοι μεμαωτε μεχεσθαι, ιν’ απελεθρον εχοντας, ο μεν τοξων εΰ ειδως, Πνδαρος, υιος δ’ αυτε Λυκαονος ευχεται είναι, Αινειας δ’ υιος μεν αμυμονος Αγχισαο ευχεται εκγεγαμεν, μητηρ δε οι εστ’ Αφροδιτη, αλλ’ αγε δη χαζωμεθ’ εφ ιππων, μηδε μοι ουτω θυνε δια προμαχων, μη πως φιλον ητορ ολεσσης.» Τον δ’ αρ’ υποδρα ιδων προσεφη κρατερος Διομηδης, «μη τι φοβονδ’ αγορεν’, επει ουδε σε πεισεμεν οιω, ου γαρ μοι γενναιον αλυσκαζοντι μαχεσθαι ουδε καταπτωσσειν, ετι μοι μενος εμπεδον εστιν, οκνειω δ’ ιππων επιβαινεμεν, αλλα και αυτως αντιον ειμ’ αυτων, τρειν μ’ ουκ εα Παλλας Αθηνη….» ( «Τυδεΐδη Διομηδη, αγαπημενε συντροφε, ανδρες ορω κρατερους εναντιον σου μανιασμενους για μαχη, δυναμιν αματρητην εχοντας, ο μεν εις τα τοξα πολύ ειδικος, ο Πανδαρος, υιος του Λυκαονος που καυχαται πως είναι, και ο Αινειας, υιος του αμωμου Αγχιση καυχαται πως γεννηθηκε, και μητεραν του είναι η Αφροδιτη, αλλα ελα ας υποχωρησουμε επανω εις τους ιππους, και μη ετσι μου τρεχης μεταξυ των προμαχων, μηπως το φιλοκαρδι σου απολεσης», [ ο Σθενελος του Καπανεως ο υιος προοιδοποιη τον Διομηδην ότι τον καταδυοκουν εχθροι] αυτόν λοξα ιδων προσειπεν ο κρατερος Διομηδης: «Μη για φυγην αγορευης, νομιζω δεν θα μπορεσεις να με πεισης, εις το γενος μου δεν είναι ταιριστον να φευγω από την μαχην ουτε να συμπτυσσωμαι, ακομη το μενος μου εμπεδωμενον είναι, οκνω εις τους ιππους να επιβω, αλλα κι ετσι εναντιον αυτων θα παω, να τρεμω δεν μ’ αφηνει η Παλλας Αθηνα…..» ) Ραψωδια Ε΄ 243-256
27.1.10 «ουτα με Τυδεος υιος, υπερθυμος Διομηδης, ουνεκ’ εγω φιλον υιον υπεξεφερον πολεμοιο, Αινειαν, ος εμοι παντων πολύ φιλτατος εστιν, ου γαρ ετι Τρωων και Αχαιων φυλοπις αινη, αλλ’ ηδη Δαναοι γε και αθανατοισι μαχονται» ( «με πληγωσε του Τυδεως ο υιος, ο υπερθυμος Διομηδης, ενεκα που εγω τον προσφιλην μου υιον εφερα εκτος πολεμου, τον Αινειαν, ο οποιος παντων πολύ φιλτατος μου είναι, γιατι όχι πια μεταξυ Τρωων και Αχαιων η αγρια μαχη, αλλ’ ηδη οι Δαναοι μαχονται και τους αθανατους [ η Αφροδιτη παραπονιεται εις τον πατεραν της Διαν] ) Ραψωδια Ε΄ 376
27.1.11 Ατρειδης δ’ αν’ ομιλον εφοιτα πολλα κελευων, « ω φιλοι, ανερες εστε και αλκιμον ητορ ελεσθε, αλληλους τα’ αιδεισθε κατά κρατερας υσμινας, αιδομενων ανδρων πλεονες σοοι ηε πεφανται, φευγοντων δ’ ουτ’ αρ κλεος ορνυαι ουτε τις αλκη.» Η, και ακοντισε δουρι θοως, βαλε δε προμου ανδρα, Αινειω εταρον μεγαθυμου, Δηΐκοωντα Περγασιδην, ον Τρωες όμως Πριαμοιο τεκεσσι τιον, επει θοος εσκε μετα πρωτοισι μαχεσθαι, τον ρα κατ’ ασπιδα δουρι βαλε κρειων Αγαμεμνων η δ’ ουκ εγχος ερυτο, διαπρο δε εισατο χαλκος, νειαιρη δ’ εν γαστρι δια ζωστηρος ελασσε, δουπησεν δε πεσων, αραβησε δε τευχε επ’ αυτω ( κι ο Ατρειδης ανα τον ομιλον πηγαινοερχονταν πολλα κελευων: « Φιλοι, ανδρες να εισθε κατά τις κρατερες μαχες οι ανδρες με αιδω, πλειονες σωοι παρα πεθαμενοι και όταν φευγουν ουτε κλεος ουτε αλκη σ’ αυτους γεννιεται». Ειπε κι ακοντισε δορυ γρηγορα, κι εβαλε προμαχον ανδρα, του Αινειου, τον μεγαλοθυμον εταιρον, Δηΐκοωντος Περγασιδου, [ ένα ονομα ομοιον του Πα(ε)ργας …ιδης ] τον οποιον οι Τρωες ομοια με του Πριαμου τα τεκνα τιμουσαν, επειδη ητο γρηγορος εις την μαχην μετα των πρωτων, τον εβαλεν εις την σπιδα με δορυ ο κρατερος Αγαμεμνων, εκεινη το εγχος δεν κρατησε, την διαπερασεν ο χαλκος, και κατω-κατω εις την γαστραν δια του ζωστηρος εισελασε, γδουπησε πεσων και ηχησαν τα οπλα επ’ αυτου ) Ραψωδια Ε΄ 528-540
27.1.12 Ως οι μεν πονεοντο κατά κρατερην υσμινην, Τληπολεμον δ’ Ηρακλεΐδην, ηΰν τε μεγαν τε, ωρσεν επ’ αντιθετω Σαρπηδονι μοιρα κραταιη, οι δ’ οτε δη σχεδον ησαν επ’ αλληλοισιν ιοντες, υιος θ’ υιωνος τε Διος νεφεληγερεταο, τον και Τληπολεμος προτερος προς μυθον εειπε: « Σαρπηδον, Λυκιων βουλοφορε, τις τοι αναγκη πτωσσειν ενθαδ’ εοντι μαχης αδαημονι φωτι; Ψευδομενοι δε σε φασι Διος γονον αιγιοχοιο είναι, επει πολλον κεινων επιδευεαι ανδρων οΐ Διος εξεγενοντο επι προτερων ανθρωπων, αλλ’ οιον τινα φασι βιην Ηρακληειην είναι, εμον πατερα θρασυμεμνονα θυμολεοντα, ος ποτε δευρ’ ελθων ενεχ’ ιππων Λαομεδοντος εξ οιης συν νηυσι και ανδρασι παυροτεροισιν Ιλιου εξαλαπαξε πολιν, χηρωσε δ’ αγυιας, σοι δε κακος μεν θυμος, αποφθινυθουσι δε λαοι, ουδε τι σε Τρωεσσιν οΐομαι αλκαρ εσεσθαι ελθουτ’ εκ Λυκιης, ουδ’ ει μαλα καρτερος εσσι, αλλ’ υπ’ εμοι δμηθεντα πυλας Αΐδαο ερησειν.» ……….ο δ’ ανεχετο μειλινον εγχος Τληπολεμος, και των μεν αμαρτη δουρατα μακρα εκ χειρων ηΐξαν , ο μεν βαλεν αυχενα μεσσον Σαρπηδων, αιχμη δε διαμπερες ηλθ’ αλεγεινη το δε κατ’ οφθαλμων ερεβεννη νυξ εκαλυψε, Τληπολεμος δ’ αρα μηρον αριστερον εγχεΐ μακρω βεβληκειν, αιχμη δε διεσσυτο μαιμωωσα, οστεω εγχριμφθεισα, πατηρ δ’ ετι λοιγον αμυνεν ( εκεινοι καταπονουντο εις την κρατερην την μαχην, τον Ηρακλειδη Τληπολεμον, τον ωραιον και μεγαν, εσπρωξε κατά του ισοθεου Σαρπηδονος η κραταια μοιρα, εκεινοι όταν ευθασαν πλησιον αλληλων , ο υιος και εγγονος του νεφεληγετου Διος, ο Τληπολεμος προτερος μυθον ειπε: « Σαρπηδων, των Λυκων βουληφορε, ποια η αναγκην σου να δειλιαζης εδώ, αφου αδαης της μαχης εισαι ανδρας, ψευδονται οσοι λεγουν ότι εισαι γονος του Διος του αιγιδοφορου, επειδη πολύ υπολειπεσαι εκεινων των ανδρων, οι οποιοι εγιναν από τον Διαν επι προτερων ανθρωπων, αλλα τετοιος λενε πως ητο ο δυνατος Ηρακλης, ο δικος μου πατηρ ατρομητος και λεοντοκαρδος, εκεινος καποτε εδώ εκθων ενεκα των ιππων του Λαομεδοντος με εξι νηες και ανδρες λιγους του Ιλιου επορθησε την πολιν κι ερημωσε τις αγυιες, εσενα δειλη είναι η ψυχην σου και φθινουν οι λαοι, ουδε εις τους Τρωες νομιζω προπυργιον θα γινης καθως ηλθες από την Λυκια, ουτε πολύ κρατερος εισαι, αλλ’ από εμενα δαμασθεις τις πυλες του Αδου θα περασης» ………..και σηκωσ’ εγχος από μελια ο Τληπολεμος, και κεινων ταυτοχρονως τα μακρα δορατα από τα χερια τιναχθηκαν, κι εβαλε εις την μεση του αυχενος ο Σαρπηδων, η δε αιχμη βγηκε πικρη περα ως περα, κι εκεινου τους οφθαλμους ερεβωδης νυκτα εκαλυψεν, ο Τληπολεμος τον αριστερον μηρον με εγχος μακρον ειχε βαλει κι η αιχμη διαπερασεν ορμητικη, εις το οστουν φθανοντας, μα ο πατηρ του τον θανατον απεδιωξεν ) Ραψωδια Ε΄ 627-663
27.1.13 Τρωων δ’ οιωθη και Αχαιων φυλοπις αινη, πολλα δ’ αρ’ ενθα ιθυσε μαχη πεδιοιο αλληλων ιθυνομενων χαλκηρεα δουρα, μεσσηγυς Σιμοεντος ιδε Ξανθοιο ροαων, Αιας δε πρωτος Τελαμωνιος, ερκος Αχαιων, Τρωων ρηξε φαλαγγα, φοως δ’ εταροισιν εθηκεν, ανδρα βαλων ος αριστος ενι Θρηκεσσι τετυκτο, υιον Εΰσσωρου, Ακαμαντ’ ηΰν τε μεγαν τε, τον ρ’ εβαλε πρωτος κορυθος φαλον ιπποδασειης, εν δε μετωπω πηξε, περησε δ’ αρ’ οστεον εισω αιχμη χαλκειη, τον δε σκοτος οσσε καλυψεν ( Οι Τρωες απεμειναν μονοι κι οι Αχαιοι εις την τρομερη μαχην, και πολύ ενθα και ενθα προχωρουσε η μαχη εις το πεδιον αλληλων βαλλομενων με χαλκινα δορατα, καταμεσης Σιμοεντος και Ξανθου ροων [ οι δυο ποταμοι ]. Ο Αιας πρωτος ο Τελαμωνιος, φραγμα Αχαιων, των Τρωων ερρηξε την φαλαγγα, και φως εις τους εταιρους χαρισε ανδρα βαλων που αριστος εις τους Θρακας ηταν, τον υιον του Εΰσσωρου, τον Ακαμαντα δυνατον και μεγαν, τον εβαλε πρωτος εις της περικεφαλαιας τον φαλον με την δασειαν ιπποουραν, το μετωπον του τρυπησε, και διαπερασε το οστουν ως εσω η χαλκινη αιχμη, και σκοτος εις τα ματια τον καλυψε ) Ραψωδια Ζ΄ 1-11
27.1.14 «Ζευ πατερ, Ιδηθεν μεδεων, κυδιστε μεγιστε, δος νικην Αιαντι και αγλαον ευχος αρεσθαι, ει δε και Εκτορα περ φιλεεις και κηδεαι αυτου, ισην αμφοτεροισι βιην και κυδος οππασον.» ( «Ζευ πατερ, που από την Ιδην κυβερνας, κυδιστε μεγιστε, δωσε νικην εις τον Αιαντα και αγλαον καυχημα να παρη, εάν παλι τον Εκτορ’ αγαπας και κηδεσαι γι’ αυτόν ιση σ’ αμφοτερους δυναμι και δοξα συμπεχε» [ εγινε κληρωσις για ποιος θα αντιμετωπιση εις μονομαχιαν τον Εκτορα. Ο κληρος εβγαλε τον Τελαμωνειον Αιαντα, ενώ οι υπολοιποι μνηστηρες προσευχονται εις τον Διαν δια νικην του Αιαντος η αλλοιως και για του Εκτορος , όπως βουλετε ο Ζευς . Αυτοι που προσευχονται είναι, Νεστωρ, Αγαμεμνων, Διομηδης, ο μικροτερος η ο Οΐλευς Αιας, Ιδομενευς, Μηριονης, Ευρυπυλος, Θοας, και ο Οδυσσευς. Το κλεος της ελληνικης αρετης πηγαζει από τους θεους , εις τους οποιους δεν επερριπταν κακιαν για τυχον ηττα. Μοναδικον ηθος, μοναδικη αρετη αντιπαλοι να προσευχονται εις τους κοινους θεους τους για δικαιη νικη ΚΑΙ για του αντιπαλου, συμφωνως με τις βουλες του Διος και γενικως των θεων ] ) Ραψωδια Η 202
27.1.15 Τον δ’ αυτε προσεειπε μεγας κορυθαιολος Εκτωρ, «Αιαν, επει τοι δωκε θεος μεγεθος τε βιην τε και πινυτην, περι δ’ εγχει Αχαιων φερτατος εσσι, νυν μεν παυσωμεσθα μεχης και δηΐοτητος σημερον, υστερον αυτε μαχησομεθ’ , εις ο κε δαιμων αμμε διακρινη, δωη δ’ ετεροισι γε νικην. νυξ δ’ ηδη τελεθει, αγαθον και νυκτι πιθεσθαι, ως συ τα’ εΰφρηνης παντας παρα νηυσιν Αχαιους, σους τε μαλιστα ετας και εταιρους, οι τοι εασιν, αυταρ εγω κατά αστυ μεγα Πριαμοιο ανακτος Τρωας εΰφρανεω και Τρωαδας ελκεσιπεπλους, αι τε μοι ευχομεναι θειον δυσονται αγωνα. δωρα δε αγ’ αλληλοισι περικλυτα δωομενα αμφω, οφρα τις ωδ’ ειπησιν Αχαιων τε Τρωων τε, ημεν εμαρνασθην εριδος περι θυμοβοροιο, ηδ’ αυτ’ εν φιλοτητι διετμαγεν αρθμησαντε.» Ως αρα φωνησας δωκε ξιφος αργυροηλον, συν κολεω τε φερων και εΰτμητω τελαμωνι, Αιας δε ζωστηρα διδου φοινικι φαεινον. τω δε διακρινθεντε ο μεν μετα λαον Αχαιων ηΐ’, ο δ’ ες Τρωων ομαδον κιε
( Σ’ αυτόν παλι προσειπεν ο μεγας κορυθαιολος Εκτωρ: «Αιαντα, επειδη σου ‘ δωσεν ο θεος αναστημα και δυναμην και φρονυσιν, και στο εγχος από τους Αχαιους εισ’ ο καλλιτερος, τωρα ας παυσουμε την μαχην και την συμπλοκην για σημερον, υστερα παλι ας μαχηθουμε κι οποιον ο θεος απ’ εμας διακρινη, ας δωσει σ’ ένα από τους δυο την νικη. Η νυξ ηδη ευθασεν, καλον εις την νυκτα να υπακουμε, ετσι κι εσυ θα ευφραινης παντας τους Αχαιους παρα τις νυες , και μαλιστα τους φιλους και εταιρους σου, οσοι σου είναι, εγω παλι κατά το μεγα αστυ του Πριαμου ανακτος τους Τρωας θα ευφραινω και τις Τρωαδες τις μακροπεπλες, οι οποιες για εμενα προσευχομενες θα πανε σε ιερη συναθροισι. Δωρα λοιπον σε αλληλους ξακουστα ας δωσουμε για να ειπει καποιος από τους Αχαιους καποτε εις τους Τρωας: «Εκεινοι αγωνισθηκαν με ψυχοφθορον εριδα, και μετα με φιλοτητα χωρισαν συμφιλιωθεντες». Ετσι ομιλησε και εφερε και του εδωσε αργυροκαρφοτον ξιφος, μαζι με την θηκη και τον καλοφτιαγμενον τελαμωνα, ο Αιας ζωστηρα του εδωσε πορφυρενιο φαεινο. Κι αφου ξεχωρισαν, ο μεν με τον λαον των Αχαιων πηγεν, ο δε με των Τρωων το πληθος τραβηξε [ ο Αγραφος Νομος της πολεμικης ηθικης είναι μονον εργον ελληνικον και θεΐκος νομος του Διος Η μονομαχια Αιαντος και Εκτορος που κρατησε περιπου ολην την ημεραν ] ) Ραψωδια Η΄ 287-307
27.1.16 Ηως μεν κροκοπεπλος εκιδνατο πασαν επ’ αιαν, Ζευς δε θεων αγορην ποιησατο τερπικεραυνος ακροτατη κορυφη πολυδειραδος Ουλυμποιο , αυτος δε σφ’ αγορευε, θεοι δ’ υπο παντες ακουον, «κεκλυτε μευ, παντες τε θεοι δ’ πασαι τε θεαιναι, οφρ’ ειπω τα με θυμος ενι στηθεσσι κελευει, μητε τις ουν θηλεια θεος το γε μητε τις αρσην πειρατω διακερσαι εμον επος, αλλ’ αμα παντες αινειτ’, οφρα ταχιστα τελευτησω ταδε εργα, ον δ’ αν εγω απανευθε θεων εθελοντα νοησω ελθοντ’ η Τρωεσσιν αρηγεμεν η Δαναοισι, πληγες ου κατά κοσμον ελευσεται Ουλυμπονδε, η μιν ελων ριψω ες Ταρταρον ηεροεντα, τηλε μαλ’, ηχι βαθιστον υπο χθονος εστι βερεθρον, ενθα σιδηρειαι τε πυλαι και χαλκεος ουδος ( Η κροκοπεπλος Ηω απλωθηκε επι πασαν γαιαν. Κι ο Ζευς θεων συνελευσιν ποιησατο, ο τερπικεραυνος εις την ακροτατην κορυφην του πολυκορυφου Ολμυμπου, αυτος αγορευε σ’ εκεινους, οι δε θεοι παντες υπακουαν: «Ακουστε με παντες θεοι και και πασαι θεαιναι, να ειπω αυτά που η καρδια εις τα στηθη με κελευει, μητε θηλυκος θεος μητ’ αρσενικος ν’ αποπειραθη να υψηφηση το επος μου, αλλα συναμα παντες να συναινητε, ώστε ταχιστα να τελειωσω αυτα εργα, οταν εγω μακρια από τους θεους νοησω ότι θελει να ελθη αρωγος η σε Τρωες η σε Δαναους, αφου πληγη ασχημα, εις τον Ολυμπον θα γυριση, η αρπαζοντας θα τον ριψω σε Ταρταρον σκοτεινον, μακρια πολύ, οπου βαθιστον υπο την γην είναι βαραθρον, που είναι σιδηρες οι πυλες και χαλκινον κατωφλι ) Ραψωδια Θ΄ 1-15
27.1.17 Νεστωρ δ’ εν χειρεσσι λαβ’ ηνια σιγαλοεντα, μαστιξεν δ’ ιππους, ταχα δ’ Εκτορος αγχι γενοντο, του δ’ ιθυς μεμαωτος ακοντισε Τυδεος υιος, και του μεν ρ’ αφαμαρτεν, ο δ’ ηνιοχον θεραποντα, υιον υπερθυμου Θηβαιου Ηιοπηα, ιππων ηνι’ εχοντα βαλε στηθος παρα μαζον, ηριπε δ’ εξ οχεων, υπερωησαν δε οι ιπποι ωκυποδες, του δ’ αυθι λυθη ψυχη τε μενος τε ( ο Νεστωρ εις τα χερια ελαβε τα λαμπρα ηνια, μαστιγωσε τους ιππους, ταχεια κοντα εις τον Εκτορα εφθασαν, κι ωρμουσε κατ’ ευθειαν, τον ακοντισε του Τυδεως ο υιος και εις αυτόν αστοχησεν, αλλα τον ηνιοχον θεραποντα, τον υιον του μεγαλοθυμου Θηβαιου Ηνιοπεα, των ιππων τα ηνια καθως ειχεν, εβαλε εις το στηθος παρα τον μαστον, ερειπιον επεσεν από το οχημα, υπεχωρησαν δε οι ιπποι οι ταχυποδες , κι εκεινου λυθη αμεσως ψυχην και μενος [ο Τρωΐκος Πολεμος εθεωρηθη εμφυλιος πολεμος εφωσον ο ηνιοχος του Εκτορος ητο Θηβαιος ] ) Ραψωδια Θ΄ 116-123
27.1.18 Ενθα κε λοιγος εην και αμηχανα εργα γενοντο, και νυ κε σηκασθεν κατά Ιλιον ηΰτε αρνες, ει μη αρ’ οξυ νοησε πατηρ ανδρων τε θεων τε, βροντησας δ’ αρα δεινον αφηκ’ αργητα κεραυνον, καδ δε προσθ’ ιππων Διομηδεος ηκε χαμαζε, δεινη δε φλοξ ωρτο θεειον καιομενοιο, τω δ’ ιππω δεισαντε καταπτητην υπ’ οχεσφι, Νεστορα δ’ εκ χεριρων φυγον ηνια σιγαλοεντα, δεισε δ’ ο γ’ εν θυμω, Διομηδεα δε προσεειπε, «Τυδεΐδη, αγε δη αυτε φοβονδ’ εχε μωνυχας ιππους, η ου γιγνωσκεις ο τοι εκ Διος ουχ επετ’ αλκη; Νυν μεν γαρ τουτω Κρονιδης Ζευς κυδος οπαζει σημερον, υστερον αυτε και ημιν, αι κ’ εθελησι, δωσει,, ανηρ δε κεν ου τι Διος νοον ειρυσσαιτο ουδε μαλ’ ιφθιμος, επει η πολύ φερτερος εστι.» Τον δ’ ημειβετ’ επειτα βοην αγαθος Διομηδης, «ναι δη ταυτα γε παντα, γερον, κατά μοιραν εειπες, αλλα τονδ’ αινον αχος κραδιην και θυμον ικανει, Εκτωρ γαρ ποτα φησει ενι Τρωεσσ’ αγορευων, ¨ Τυδεΐδης υπ’ εμειο φοβευμενος ικετο νηας¨ ως ποτ’ απειλησει, τοτε μοι χανοι ευρεια χθων.» ( Τοτε ολεθρος και αμηχανα εργα θα γινονταν και σε σηκο θα εισελθωνταν εις τον Ιλιον σαν αρνια, αν δεν τους εβλεπεν ευθυς ο πατηρ ανδρων και θεων [ ο Ζευς απαγορευσεν τους θεους να βοηθησουν καποια παραταξιν, τωρα ειδε τους Αχαιους να κερδιζουν και καταλαβε ότι καποιος θεος η θεοι τους βοηθουν ] βροντησας τοτε δεινον αφηκε λαμπρον κεραυνον και κατω εμπροσθεν τους ιππους του Διομηδους αυθασεν, δεινη φλοξ ωρθωθη από το καιομενον θειο, και με δεος οι ιπποι συμπτυχθησαν υπο του οχηματος, από του Νεστορος τα χερια εφυγαν τα λαμπρα ηνια, και περιδεης κατά θυμον εις τον Διομηδην ειπε: «Τυδεΐδη, παρε και φυγε τους μονωνυχες ιππους. Ε , δεν γνωριζεις ότι εκ Διος δεν σ’ ακολουθει βοηθεια πια; Διοτι τωρα σε τουτον ο Κρονιδης Ζευς κυδος δινει σημερον, υστερα παλι και σε μας , αν θεληση, θα δωση, κανεις ανδρας του Διος τον νουν δεν θα εμποδιζε, ουδε και πολύ δυνατος, επειδη εκεινος πολύ υπερτερος είναι.» Σ’ αυτόν απαντησε επειτα ο βροντοφωνος Διομηδης: «Ναι, παντα ταυτα, γεροντα, πολύ σωστα τα ειπες, αλλα μια πικρα φοβερη πληγωνει την καρδιαν και την ψυχην μου, γιατι ο Εκτωρ καποτε θα πη εις τους Τρωες αγορευων «Ο Τυδεΐδης από εμενα κυνηγημενος αφικετο εις τις νηες» , ετσι καποτε θα καυχηθη, και τοτε ας ανοιγε για εμε η ευρεια γη [ας ανοιγε η γη να με καταπιει] ) Ραψωδια Θ΄ 130-151
27.1.19 Ως ειπων ιπποισιν εκεκλετο φωνησεν τε, «Ξανθε τε και συ, Ποδαργε, και Αιθων Λαμπε τε διε, νυν μοι την κομιδην αποτινετον, ην μαλα πολλην Ανδρομαχη θυγατηρ μεγαλυτορος Ηετιωνος υμιν παρ προτεροισι μελιφρονα πυρον εθηκεν οινον τα’ εγκερασασα πιειν, οτε θυμος ανωγοι, η εμοι, ος περ οι θαλερος ποσις ευχομαι είναι, αλλ’ εφομαρτειτον και σπευδετον, οφρα λαβωμεν ασπιδα Νεστορεην, της νυν κλεος ουρανον ικει πασαν χρυσειην εμεναι, κανονας τε και αυτην, αυταρ απ’ ωμοιιν Διομηδεος ιπποδαμοιο δαιδαλεον θωρακα, τον Ηφαιστος καμε τευχων, ει τουτω κε λαβοιμεν, εελποιμην κεν Αχαιους αυτονυχι νηων επιβησεμεν ωκειαων» ( Ως ειπον, τους ιππους καλεσε [ο Εκτωρ] φωναζοντας τους: « Ξανθε, και συ Ποδαργε, και Αιθων και Λαμπε θεΐκε, τωρα την φροντιδα να ξεπληρωσετε, που παρα πολύ η Ανδρομαχη [η συζυγος του] θηγατηρ του μεγαλοκαρδου Ηετιωνος σας εκανε, πρωτα σ’ εσας παραθετοντας γλυκον σιτον και οινον σας κερασε να πιητε, όταν επιθυμουσατε, θαλερος της συζυγου καυχωμαι ότι ειμαι, αλλ’ ακολουθητε και σπευστε, να λαβωμε την ασπιδαν του Νεστορος, της οποιας τωρα το κλεος εις τον ουρανον φθανει, ολοκληρη χρυση, οι λαβες της και αυτή, κι από τους ωμους του ιπποδαμαστου Διομηδους τον στολιστον θωρακα, που ο Ηφαιστος αποκαμε να φτιαση, αν τουτα λαβουμε, ελπιζω τους Αχαιους αυτονυχι εις τις γρηγοες νηες θα επιβιβασουμε» ) Ραψωδια Θ΄ 184-197
27.1.20 Τευκρος δ’ εινατος ηλθε, παλιντονα τοξα τιταινων, στη δ’ αρ υπ’ Αιαντος σακεΐ Τελαμωνιαδαο ,ενθ’ Αιας μεν υπεξεφερεν σακος, αυταρ ο γ’ ηρως παπτηνας, επει αρ τιν’ οΐστευσας εν ομιλω βεβληκοι, ο μεν αυθι πεσων από θυμον ολεσσεν, αυταρ ο αυτις ιων παΐ; Ως υπο μητερα δυσκεν εις Αιανθ’ ο δε μιν σακεςι κρυπτασκε φαενω ( ο Τευκρος ,εννατος ηλθε, το ευκαμπτον τοξον τεντωνοντας, και εσταθη υπο του Αιαντος την ασπιδα του Τελαμωνιαδου, τοτε ο Αιας μετακινουσε τη ασπιδα, και ο ηρως περιβλεποντας καλα, αφου σημαδευε καποιον μεσα εις τον ομιλον τον εβαλε, κι αυτος αμεσως επεφτε νεκρος, ενώ εκεινος παλι, γυρνωντας σαν παιδι εις την μητεραν, κρυβοταν εις τον Αιαντα, κι εκεινος τον εκρυπτε με την φαεινην ασπιδαν του [ η οποια ητο επταβοηη, δηλαδη ειχε επτα στρωμματα δερματος και τον Αιαντα καλυπτε από τους ωμους εως τα ποδια, ητο μια αυτοδυναμην προστασιας] ) Ραψωδια Θ΄ 265-274
27.1.21 Οι δε μεγα φρονεοντες επι πτολεμοιο γεφυρας ηατο παννυχιοι, πυρα δε σφισι καιετο πολα, ως δ’ οτ’ εν ουρανω αστρα φαεινην αμφι σεληνην φαινετ’ αριπρεπεα, οτε τ’ επλετο νηνεμος αιθηρ, εκ τα’ εφαναν πασαι σκοπιαι και πρωονες ακροι και ναπαι, ουρανοθεν δ’ αρ’ υπερραγη ασπετος αιθηρ, παντα δε ειδεται αστρα, γεγηθε δε τε φρενα ποιμην τοσσα μεσηγυ νεων ηδε Ξανθοιο ροαων Τρωων καιοντων πυρα φαινετο Ιλιοθι προ, χιλι’ αρ’ εν πεδιω πυρα καιετο, παρ δε εκαστω ηατο πεντηκοντα σελα πυρος αιθομενοιο, ιποι δε κρι λευκον ερεπτομενοι και ολυρας εσταοτες παρ’ οχεσφιν εΰθρονον Ηω μιμνον ( Εκεινοι μεγαλοφρονες εις τις ταξεις πολεμου καθονταν ολη την νυκταν και πυρα καιονταν πολλα, ως τον ουρανον τ’ αστρα από την φαενη γυρω σεληνη φαινονταν μεγαλοπρεπη, όταν είναι νηνεμια εις τον αιθερα, και φαινονταν ολες οι κορυφες και οι προεξεχουσες ακρες και τα λαγκαδια, κι από ουρανου ρωγμη φαινεται αφατος αιθηρ, κι όλα τ’ αστρα, και χαιρεται ο ποιμην, τοσα μεταξυ νηων και Ξανθου ροων, των Τρωων καθως εκαιαν πυρα εμπροσθεν του Ιλιου, χιλια εις το πεδιον πυρα καιονταν, και σε εκατον καθονταν πενηντα εις το σελας του καιομενου πυρος, οι ιπποι κριθαρι λευκον τρωγοντας και φορβη εστεκαν κοντα εις τα οχηματα την καλλιθρονην Ηω περιμενοντας [ ο Τρωΐκος στρατος περιμενην την αυγην για να επιτεθουν ] ) Ραψωδια Θ΄ 553-565
27.1.22 Ρήσος δ’ εν μεσω ευδε, παρ’ αυτω δ’ ωκεες ιπποι εξ επιδιφριαδος πυματης ιμασι δεδεντο, τον δ’ Οδυσσευς προπαροιθεν ιδων Διομηδεΐ δειξεν, «αυτος τοι, Διομηδες, ανηρ, ουτοι δε τοι ιπποι, ους νωΐν πιφαυσκε Δολων, ον επεφνομεν ημεις…………..ως μεν Θρηΐκας ανδρας επωχετο Τυδεος υιος, οφρα δυωδεκ’ επεφνεν…………αλλ’ οτε δη βασιληα κοχησατο Τυδεος υιος, τον τρισκαιδεκατον μελιηδεα θυμον απηυρα……Ουδ’ αλαοσκοπιην ειχ’ αργυροτοξος Απολλων, ως ιδ’ Αθηναιην μετα Τυδεος υιον επουσαν, τη κοτεων Τρωων κατεδυσετο πουλυν ομιλον, ωρσεν δε Θρακων βουληφορον Ιπποκοωντα, Ρησου ανεψιον, ο δε εξ υπνου ανορουσας, ως ιδε χωρον ερημον, οθ’ εστασαν ωκεες ιπποι, ανδρας τα’ ασπαιροντας εν αργαλεησι φονησιν……….ενθ’ Οδυσσευς μεν ερυξε Διι γιλος ωκεας ιππους, Τυδεΐδης δε χαμαζε θορων εναρα βροτοεντα εν χειρεσσ’ Οδυσσηΐ τιθει, επεβησετο δ’ ιππων μαστιξεν δ’ ιππους, τω δ’ ουκ αεκοντε πετεσθην νηας επι γλαφυρας, τη γαρ φιλον επλετο θυμω. ( ο Ρησος εις το μεσον εκοιμοταν και πλησιον του οι γρηγοροι ιπποι από το αισχατον μερος του διφρου με ιμαντες ησαν δεμενοι, αυτόν ο Οδυσσευς από μακρια ιδων εις τον Διομηδην εδειξεν: «Αυτος, Διομηδη, ο ανδρας, αυτοι και ι ιπποι του που σ’ εμας εφανερωσεν ο Δολων που σκοτωσαμε»……..ετσι εις τους Θρακας επεσεν του Τυδεως ο υιος, ωσπου δωδεκα εσκοτωσεν ………Αλλα όταν τον βασιλεαν εζυγωσε του Τυδεως ο υιος αυτος ητο ο δεκατος τριτος που την μελογλυκη ψυχη του πηρε……..Ουτε όμως ματαια φυλαγε ο αργυροτοξος Απολλων, ως ειδε την Αθηνα μετα του Τυδεως τον υιον να επεται, μ’ εκεινην κακιωμενος εις των Τρωων κατεδυθη τον πολυν ομιλον, κι ωρθωσε των Θρακων τον βουληφορον Ιπποκοωντα, του Ρησου ανεψιον εσθλον , εκεινος εξ υπνου ωρθωθη κι ως ειδε τον χωρον ερημον, οπου εστεκοταν οι γρηγοροι ιπποι, και τους ανδρας ασπαιροντας σε φοβερον φονικον ……..τοτε ο Οδυσσευς του Διος φιλος εσυρε τους ταχεις ιππους, και ο Τυδευς χαμω πηδωντας τα ματωμενα λαφυρα εις τα χερια του Οδυσσεως θετει, κι επεβη των ιππων , μαστιγωσε τους ιππους , κι εκεινοι προθυμοι πεταξαν προς τις κοιλες νηες, γιατι κι εκεινοι το επιθυμουσαν ) Ραψωδια Κ΄ 474 486 494 515 527
27.1.23 Ηως δ’ εκ λεχεων παρ’ αγαυου Τιθωνοιο ορνυθ’, ιν αθανατοισι φοως φεροι ηδε βροτοισι, Ζευς δ’ Εριδα προΐαλλε θοας επι νηας Αχαιων αργαλεην, πολεμοιο τερας μετα χερσιν εχουσαν, στη δ’ επ’ Οδησσηος μεγακητεΐ νηΐ μελαινη, η ρ’ εν μεσσατω εσκε γεγωνεμειν αμφοτερωσε, ημεν επ’ Αιαντος κλισιας Τελαμωνιαδαο ηδ’ επ’ Αχιλληος, τοι ρ’ εσχατα νηας εΐσας ειρυσαν, ηνορεη πισυνοι και καρτεΐ χειρων ( Η Αυγη, η Ηως από την κλινην του εξοχου Τιθωνου ωρθωθη να φερει σ’ αθανατους το φως και σε θνητους, ο Ζευς την Εριδα προεπεμψε εις τις γρηγορες νηες των Αχαιων την δεινη, του πολεμου το σημαδι εις τα χερια εχουσαν, εσταθη [Η Ερις] εις του Οδυσσεως την μεγακητη μελανα νηα, που εις την μεσην ητο, για να ακουγεται αμφοτερωθεν, και προς του Αιαντος τις σκηνες του Τελαμωνιαδου και προς του Αχιλλεως, γιατι αυτοι εις τα εσχατα τις ισιες νηες εσυραν, εις την ανδρειαν τους πεπεισμενοι και εις την δυναμιν των χεριων τους [ Αιας και Αχιλλευς , οι Αιακιδαι, οι δυο πρωτοεξαδελφοι αγκυροβολησαν τις νηες τους εις τα ακρα του στολου, δεξια και αριστερα εχοντας εις το μεσον τον υπολλοιπον στολον ] ) Ραψωδια Λ΄ 1-9
27.1.24 Εκτωρ Πριαμιδης , βροτολοιγω ισος Αρηΐ. αυτος δ’ εν πρωτοισι μεγα φρονεων εβεβηκει, εν δ’ επεσ’ υσμινη υπεραεΐ ισος αελλη, η τε καθαλομμενη ιοειδεα ποντον ορινει. Ενθα τινα πρωτον, τινα δ’ υστατον εξεναριξεν Εκτωρ Πριαμιδης, οτε οι Ζευς κυδος εδωκεν; Ασαιον μεν πρωτα και Αυτονοον και Οπιτην, και Δολοπα Κλυτιδην και Οφελτιον ηδ’ Αγελαον, Αισυμνον τα’ Ωρον τε και Ιππονοον μενεχαρμην. τους αρ’ ο γ’ ηγεμονας Δαναων ελεν ( ο Εκτωρ Πριαμιδης, με τον ανθρωποβορον ισος Αρην. αυτος εις τους πρωτους μεγαλοφρων εβαινε, κι επεσε εις την μαχην σφοδρος ισος με θυελλα, που καθως χυμα τον ιοειδη ποντον ορθωνει. τοτε ποιον πρωτον, και ποιον υστατον σκοτωσεν ο Εκτωρ Πριαμιδης, όταν ο Ζευς κυδος του εδωσε; τον Ασαιον πρωτα και τον Αυτονοον και τον Οπιτην, και τον Δολοπα Κλυτιδην και τον Οφελτιον και τον Αγελαον, και τον Αισυμνον και τον Ωρον και τον ανδρειον Ιππονοον. Αυτους τους ηγεμονες των Δαναων σκοτωσε ) Ραψωδια Λ΄ 295-304
27.1.25 ως Εκτωρ ιθυς σανιδων φερε λααν αειρας, αι ρα πυλας ειρυντο πυκα στιβαρως αραρυιας, δικλιδας υψηλας, δοιοι δ’ εντοσθεν οχηες ειχον επημοιβοι, μια δε κληΐς επαρηρει, στη δε μαλ’ εγγυς ιων, και ερεισαμενος βαλε μεσσας, ευ διαβας, ινα μη οι αφαυροτερον βελος ειη, ρηξε δ’ απ’ αμφοτερους θαιρους, πεσε δε λιθος εισω βριθοσυνη, μεγα δ’ αμφι πυλαι μυκον, ουδ’ αρ οχηες εσχεθετην, σανιδες δε διετμαγεν αλλυδις άλλη λαος υπο ριπης, ο δ’ αρ εσθορε φαιδιμος Εκτωρ νυκτι θοη αταλαντος υπωπια, λαμπε δε χαλκω σμερδαλεω, τον εεστο περι χροΐ, δοια δε χερσι δουρ’ εχεν, ου κεν τις μιν ερυκακεν αντιβολησας νοσφι θεων, οτ’ εσαλτο πυλας, περι δ’ οσσε δεδηει, κεκλετο δε Τρωεσσιν ελιξαμενος καθ’ ομιλον τειχος υπερβαινειν, τοι δ’ οτρυνοντι πιθοντο, αυτικα δ’ οι μεν τειχος υπερβασαν, οι δε κατ’ αυτας ποιητας εσεχυντο πυλας, Δαναοι δε φοβηθεν’ νηας ανα γλαφυρας, ομαδος δ’ αλιαστος ετυχθη ( ο Εκτωρ κατ’ ευθειαν εις τις σανιδες κατεφερε τον λιθον σηκωνοντας, που οι πυλες κρατουσαν πυκνα στιβαρα αρμοσμενες, διφυλλες υψηλες, και οι δυο εντος συρες επανωτοι συνειχον στερεωμενοι με κλειδι, εσταθη πολύ εγγυς πηγαινοντας και στηριχθεις εβαλε εις το μεσον, ανοιγοντας τα σκελη, για να μην είναι ασθενεστερ’ η βολην του, και διερρηξε αμφοτερα τα στηριγματα της θυρας, επεσεν ο λιθος εσω από το βαρος, δυνατα οι δυο πυλες μυκηθηκαν, ουτε οι συρτες κρατησαν, οι δε σανιδες διατμηθηκαν άλλη κι αλλου υπο του λιθου την ριπην, κι πηδησε μεσα ο λαμπρος Εκτωρ με την γρηγορη νυκτα ομοιος εις την οψιν , κι ελαμπε από χαλκον τρομερον, αυτόν που φορουσε εις το σωμα, και δυο εις τα χερια δορατα ειχεν, ουτε καποιος θα τον σταματουσε αντιμετωπος εκτος θεων, όταν εκτοξευθη εις τις πυλες, κι εκαιγαν πυρ οι οφθαλμοι, και καλεσε τους Τρωες στρεφομενος προς τον ομιλον το τειχος να υπερβουν, κι εκεινοι εις τον παροτρυνοντα επειθετο, αμεσως εκεινοι το τειχος πηδησαν, κι αλλοι εις τις καλοκαμωτες χυθηκαν πυλες, κι οι Δαναοι εφυγαν προς τις κοιλες νηες, και οχλοβοη εγινε δυνατη ) Ραψωδια Μ΄ 453-471
27.1.26 Οι δε αλλοι μαρναντο, βοη δ’ ασβεστος ορωρει, Τευκρος δε πρωτος Τελαμωνιος ανδρα κατεκτα, Ιμβριον αιχμητην, πολυΐππου Μεντορος υιον, ναιε δε Πηδαιον, πριν ελθειν υΐας Αχαιων, κουρην δε Πριαμοιο νοθην εχε, Μηδεσικαστην……..τον ρ’ υιος Τελαμωνος υπ’ ουατος εγχεΐ μακρω νυξ’, εκ δ’ εσπασεν εγχος, ο δ’ αυτ’ επεσεν μελιη ως…….Τευκρος δ’ ορμηθη μεμαως από τευχεα δυσαι, Εκτωρ δ’ ορμηθεντος ακοντισε δουρι φαεινω αλλ’ ο μεν αντα ιδων ηλευατο χαλκεον εγχος τυτθον, ο δ’ Αμφιμαχον, Κτεατου υΐ’ Ακτοριωνος, νοσομενον πολεμονδε κατά στηθος βαλε δουρι, δουπησεν δε πεσων, αραβησε δε τευχε’ επ’ αυτω, Εκτωρ δ’ ορμηθη κορυθα κροταφοις αραρυιαν κρατος αφαρπαξαι μεγαλητορος Αμφιμαχοιο, Αιας δ’ ορμηθεντος ορεξατο δουρι φαενω Εκτορος, αλλ’ ου πη χροος εισατο, πας δ’ αρα χαλκω σμερδαλεω κεκαλυφθ’ ο δ’ αρ ασπιδος ομφαλον ουτα, ωσε δε μιν σθενεΐ μεγαλω, ο δε χασατ’ οπισσω νεκρων αμφοτερων, τους δ’ εξειρυσσαν Αχαιοι, Αμφιμαχον μεν αρα Στιχιος διος τε Μενεσθευς, αρχοι Αθηναιων, κομισαν μετα λαον Αχαιων ( Ο Τευκρος πρωτος Τελαμωνιος ανδρα [ητο αδελφος του Αιαντος από άλλη μητερα] εσκοτωσε, Ιμβριον αιχμομαχον, του πολυΐππου Μεντορος τον υιον, κατοικουσε εις το Πηδαιον, πριν ελθουν οι υιοι των Αχαιων [η αρχαιοτης της ελληνικης φυλης] και την νοθα κορη του Πριαμου ειχε, την Μηδεσικαστην……..Αυτον ο υιος του Τελαμωνος κατω από το αυτι με εγχος μακρον ενυξε, κι απεσπασε το εγχος, κι εκεινος επεσεν ως μελια…….Ο Τευκρος ωρμησε με μενος από τα οπλα να τον γδυση, ο Εκτωρ καθως ωρμουσε τον ακοντισε με δορυ φαεινον, αλλ’ αυτος απεναντι ιδων απεφυγε το χαλκινον εγχος παρα λιγο, εκεινος τον Αμφιμαχον, υιον του Κτεατου Ακτοριωνος, καθως εις την μαχην εγυριζε καταστηθα τον εβαλε με δορυ, γδουπησε πευτοντας, και βροντησαν τα οπλα επ’ αυτου, ο Εκτωρ ωρμησε την περικεφαλαιαν εις τους κροταφους αρμοσμενη της κεφαλης ν’ αρπαξη του μεγαλοκαρδου Αμφιμαχου, ο Αιας ερριξε δορυ φαεινον κατά του ορμησαντος Εκτορος , αλλα εις την σαρκαν του δεν εφθασεν, αφου ολος με χαλκον φοβερον ειχε καλυφθη, εκεινος της ασπιδος τον ομφαλον επληξε, και τον απωθησε με σθενος μεγαλον, εκεινος υποχωρησεν οπισω από τους δυο νεκρους , που ξεσυραν οι Αχαιοι , τον Αμφιμαχον ο θεΐκος Στιχιος και ο Μενεσθευς, αρχηγοι των Αθηναιων, κομισαν εις τον λαον των Αχαιων ) Ραψωδια Ν΄ 170 177 182-196
27.1.27 Τον δ’ αυτ’ Ιδομενευς, Κρητων αγος, αντιον ηυδα, « νηυσι μεν εν μεσσησιν αμυνειν εισι και αλλοι, Αιαντες τε δυω Τευκρος θ’, ος αριστος Αχαιων τοξοσυνη, αγαθος δε και εν σταδιη υσμινη, οι μιν αδην ελοωσι και εσσυμενον πολεμοιο, Εκτορα Πριαμιδην, και ει μαλα καρτερος εστιν ( εις αυτόν παλιν ο Ιδομενευς, των Κρητων ταγος ,απαντησε, « εις των νηων το μεσσον ν’ αμυνθουν υπαρχουν κι αλλοι, οι δυο Αιαντες και ο Τευκρος, ο αριστος των Αχαιων εις το τοξον, ικανος και εις την εκ του συσταδην μαχην, εκεινοι θα τον χορτασουν ελαυνοντας , οσον κι αν επιθυμη τον πολεμον,τον Εκτορα Πριαμιδην, κι ας είναι πολύ κρατερος») Ραψωδια Ν΄ 311
27.1.28 Τρωας δ’ αυθ’ ετερωθεν εκοσμει φαιδιμος Εκτωρ, δη ρα τοτ’ αινοτατην εριδα πτολεμοιο τανυσσαν κυανοχαιτα Ποσειδαων και φαιδιμος Εκτωρ, ητοι ο μεν Τρωεσσιν, ο δ’ Αργοιεισιν αρηγων , εκλυσθη δε θαλασσα ποτι κλισιας τε νεας τε Αργειων, οι δε ξυνισαν μεγαλω αλαλητω ( Τους Τρωας παλιν εξ ετερου παρετασσεν ο λαμπρος Εκτωρ, και τοτε τρομερωτατην εριδα πολεμου τανυσαν ο κυανοχαιτης Ποσειδων και ο λαμπρος Εκτωρ, ο μεν εις τους Τρωας, ο δε εις εις τους Αργειους δινοντας αρωγη, και κατεκλυσεν η θαλασσα τις σκηνες και τις νηες των Αργειων κι εκεινοι συγκρουσθησαν με μεγαλο αλαλητο ) Ραψωδια Ξ΄ 388
27.1.29 Αιαντος δε πρωτος ακοντισε φαιδιμος Εκτωρ εγχει, επει τετραπτο προς ιθυ οι, ουδ’ αφαμαρτε, τη ρα δυω τελαμωνε περι στηθεσσι τετασθην, ητοι ο μεν σακεος, ο δε φασγανου αργυροηλου, τω οι ρυσασθην τερενα χροα, χωσατο δ’ Εκτωρ, οττι ρα οι βελος ωκυ ετωσιον εκφυγε χειρος, αψ δ’ εταρων εις εθνος εχαζετο κηρ’ αλεεινων, τον μεν επειτ’ απιοντα μεγας Τελαμωνιος Αιας χερμαδιω τα ρα πολλα, θοανων εχματα νηων, παρ ποσι μαρναμενων εκυλινδετο, των εν αειρας στηθος βεβληκει υπερ αντυγος αγχοθι δειρης, στρομβον δ’ ως εσσευε βαλων, περι δ’ εδραμε παντη, ως δ’ οθ’ υπο πληγης πατρος Διος εξεριπη δρυς προρριζος, δεινη δε θεειου γιγνεται οδμη εξ αυτης, τον δ’ ου περ εχει θρασος ος κεν ιδηται εγγυς εων, χαλεπος δε Διος μεγαλοιο κεραυνος, ως επεσ’ Εκτορος ωκα χαμαι μενος εν κονιησι, χειρος δ’ εκβαλεν εγχος, επ’ αυτω δ’ ασπις εαφθη και κορυς, αμφι δε οι βραχε τευχεα ποικιλα χαλκω, οι δε μεγα ιαχοντες επεδραμον υιες Αχαιων, ελπομενοι ερυεσθαι, ακοντιζον δε θαμειας αιχμας, αλλ’ ου τις εδυνησατο ποιμενα λαων ουτασαι ουδε βαλειν, πριν γαρ περιβησαν αριστοι, Πουλυδαμας τε και Αινειας και διος Αγηνωρ Σαρπηδων τα’, αρχος Λυκιων, και Γλαυκος αμυμων ( Τον Αιαντα πρωτος ακοντισεν ο λαμπρος Εκτωρ με εγχος, καθως ειχε στραφη ευθεως προς αυτόν, και ουτε λαθεψεν, εκει οπου οι τελαμωνες περι τα στηθη είναι τεντωμενοι, ητοι ο μεν της ασπιδος, ο δε του αργυροκαρφωτου σφαγανου, αυτοι του προστατεψαν το τρυφερον σωμα, και χολωθηκε ο Εκτωρ, που το γρηγορον βελος του αστοχον ξεφυγε από το χερι του, και πισω εις το εθνος των εταιρων χωθηκε την μοιραν αποφευγοντας, εκεινον επειτα καθως εφευγεν ο μεγας Τελαμωνιος Αιας με χειρολιθον, από τους πολλους ,στηριγματα των γρηγορων νηων, που κυλιοταν εις τα ποδια των μαχωμενων, έναν απ’ αυτους σηκωνοντας εις το στηθος εβαλεν υπερ της ασπιδος, κοντα εις τον λαιμον, κι ως σβουρα τον εκσφενδονισεν βαλων, κι εφερν’ εκεινος γυρους, κι όπως όταν από πληγμα του πατρος Διος ερειπιο πεπτει δρυς προρριζα, και δεινη από θειαφι οσμη αναδυεται εξ αυτης, και παραλυει οποιος την δ’ εγγυς εων, γιατι τρομερος του μεγαλου Διος ο κεραυνος, ετσι επεσε του Εκτορος γρηγορα χαμω το μενος, μες εις τις σκονες, από το χερι του εφυγε το δορυ, κι ο ιδιος συμπαρασυρεν ασπιδα και περικεφαλαια , και γυρων βρυχηθηκαν τα χαλκοστοληστα οπλα, και με μεγαλην ιαχην επεδραμαν οι υιοι των Αχαιων, ελπιζοντας να τον συρουν, κι ακοντιζαν πυκνες αιχμες, αλλ’ ουδεις ηδυνηθη τον ποιμενα λαων να πληγωση ουτε να τον βαλη, γιατι πριν περιεβησαν αριστοι, ο Πολυδαμας και ο Αινειας και ο θεΐκος Αγηνωρ κι ο Σαρπηδων, ο αρχηγος των Λυκιων, κι ο αμωμος Γλαυκος ) Ραψωδια Ξ΄ 402-426
27.1.30 ενθ’ Ακαμας Προμαχον Βοιωτιον ουτασε δουρι, αμφι κασιγνητω βεβαως, ο δ’ υφελκε ποδοιν……..Πηνελεω δε μαλιστα δαΐφρονι θυμον ορινεν, ωρμηθη δ’ Ακαμαντος , ο δ’ ουχ υπεμεινεν ερωην Πηνελεωο ανακτος, ο δ’ ουτασεν Ιλιονηα, υιον Φορβαντος πολυμηλου, τον ρα μαλιστα Ερμειας Τρωων εφιλει και κτησιν οπασσε, τω δ’ αρ υπο μητηρ μουνον τεκεν Ιλιονηα, τον τοθ’ υπ’ οφρυος ουτα κατ’ οφθαλμοιο θεμεθλα, εκ δ’ ώστε γληνην, δορυ δ’ οφθαλμοιο διαπρο και δια ινιου ηλθεν, ο δ’ εζετο χειμε πετασσας αμφω, Πηνελεως δε ερυσσαμενος ξιφος οξυ αυχενα μεσσον ελασσεν, απηραξεν δε χαμαζε αυτή συν πηληκι καρη, ετι δ’ οβριμον ανασχων πεφραδε τε Τρωεσσι, και ευχομενος επος ηυδα ( τοτε ο Ακαμας τον Προμαχον τον Βοιωτον με δορυ επληξε καθως εις τον αδελφον του εσπευδε, κι εκεινος τον τραβουσε από τα ποδια……….και του γενναιου Πηνελεου μαλιστα τον θυμον ωρθωσε, κι ωρμησε εις τον Ακαμαντα αυτος δεν εμεινε εις την ορμην του ανακτος Πηνελεου, κι εκεινος επληξε τον Ιλιονεα, υιον του Φορβαντος με τα πολλα προβατα, που περισσοτερον ο Ερμης από τους Τρωας αγαπουσε και αποκτηματα του εδωσεν, αυτόν μονον ετεκεν η μητεραν του , κι αυτόν τοτε υπο το φρυδι κτυπησε του οφθαλμου τα θεμελα και του εβγαλε την γληνα, το δορυ τον οφθαλμον διαπερασε και δια του ινιου ηλθε, κι αυτος καθισε τα χερια απλωνοντας αμφοτερα, κι ο Πηνελεως συροντας ξιφος οξυ εις το μεσον του αυχενος κτυπησε, κι ερριξε χαμω την καραν μαζι με την περικεφαλαιαν, κι ακομη το δυνατον εγχος ηταν εις τον οφθαλμον, κι αυτος σαν παπαρουνα ανασχων την εδειξεν εις τους Τρωας και καυχομενος επος ειπεν: ) Ραψωδια Ξ΄ 476
27.1.31 Ως φατο, τους δ’ αρα παντας υπο τρομος ελλαβε γυια, παπτηνεν δε εκαστος οπη φυγοι αιπυν ολεθρον. Εσπετε νυν μοι, Μουσαι Ολυμπια δωματ’ εχουσαι, ος τις δη πρωτος βροτοεντ’ ανδραγρι’ Αχαιων ηρατ’, επει ρ’ εκλινε μαχην κλυτος εννοσιγαιος, Αιας ρα πρωτος Τελαμωνιος Υρτιον ουτα Γυρτιαδην , Μουσων ηγητορα καρτεροθυμων, Φαλκην δ’ Αντιλοχος και Μερμερον εξεναριξε, Μηριονης δε Μορυν τε και Ιπποτιωνα κατεκτα, Τευκρος δε Προθοωνα τα’ ανηρατο και Περιφητην, Ατρειδης δ’ αρ’ επειθ’ Υπερηνορα, ποιμενα λαων, ουτα κατά λαπαρην, δια δ’ εντερα χαλκος αφυσσε δηωσας, ψυχη δε κατ’ ουταμενην ωτειλην εσσυτ’ επειγομενη, τον δε σκοτος οσσε καλυψε, πλειστους δ’ Αιας ειλεν, Οΐληος ταχυς ηεν ανδρων τρεσσαντων, οτε τε Ζευς εν φοβον ορση ( Τοιαυτα ειπε και ολων τρομος κατελαβε τα γονατα, και κοιταζεν εκαστος γυρω πως ν’ αποφυγη τον σκληρον ολεθρον. Ειπετε μου τωρα, Μουσαι που Ολυμπια δωματα εχετε, ποιος πρωτος από τους Αχαιους ματωμενα λαφυρα πηρε, όταν εκλινε προς αυτους την μαχην ο ξακουστος κοσμοσειστης. Ο Αιας πρωτος ο Τελαμωνιος τον Υρτιον επληξε τον Γυρτιαδην, ηγητορα των καρτεροθυμων Μυσων, τον Φαλκην ο Αντιοχος και τον Μερμερον σκοτωσε, κι ο Μηριονης τον Μορυν και τον Ιπποτιωνα κατεκτεινεν ο δε Τευκρος τον Προθοωνα σκοτωσε και τον Περιφητην, ο Ατρειδης επειτα τον Υπερηνορα , ποιμενα λαων, επληξε εις την λαπα, και του εχυσε τα αντερα ο χαλκος ξεσκιζοντας τον, κι η ψυχη από την ανοικτην πληγην εξωρμησεν βιαστικως, και σκοτος τους οφθαλμους του καλυψε, πλειστους και ο Αιας σκοτωσε, του Οΐλεως ο τυχης υιος, γιατι κανεις δεν ηταν ομοιος εις τα ποδια να τον παραβγη από τους τρομαγμενους ανδρες, όταν ο Ζευς τον φοβον ορθωση ) Ραψωδια Ξ΄ 506
27.1.32 Αυτις δε δριμεια μαχη παρα νηυσιν ετυχθη, φαιης κ’ ακμητας και ατειρεας αλληλοισιν αντεσθ’ εν πολεμω, ως εσσυμενως εμαχοντο, τοισι δε μαρναμενοισιν οδ’ ην νοος, ητοι Αχαιοι ουκ εφασαν φευξεσθαι υπεκ κακου, αλλ’ ολεεσθαι, Τρωσιν δ’ ελπετο θυμος ενι στηθεσσιν εκαστου νηας ενιπρησειν κτενεειν θ’ ηρωας Αχαιους, οι μεν τα φρονεοντες εφεστασαν αλληλοισιν, Εκτωρ δε πρυμνης νεος ηψατο ποντοποροιο, καλης ωκυαλου, η Πρωτεσιλαον ενεικεν ες Τροιην, ουδ’ αυτις απηγαγε πατριδα γαιαν, του περ δη περι νηος Αχαιοι τε Τρωες τε δηουν αλληλους αυτοσχεδον , ουδ’ αρα τοι γε τοξων αΐκας αμφις μενον ουδ’ ετ’ ακοντων, αλλ’ οι γ’ εγγυθεν ισταμενοι, ένα θυμον εχοντες, οξεσι δη πελεκεσσι και αξινησι μαχοντο και ξιφεσιν μεγαλοισι και εγχεσιν αμφιγυοισι , πολλα δε φασγανα καλα μελανδετα κωπηεντα αλλα μεν εκ χειρων χαμαδις πεσον, αλλα δ’ απ’ ωμων ανδρων μαρναμενων, ρεε δ’ αιματι γαια μελαινα ( και παλι δριμεια μαχη εγινε παρα τις νηες, θα ελεγες ακουραστοι κι αδαμαστοι μεταξυ τους ανταμωναν εις τον πολεμον, τοσον δυνατα εμαχοντο, κι ετσι ενώ πολεμουσαν τουτο ηταν εις τον νουν τους: Οι Αχαιοι ελεγαν ότι δεν θ’ αποφυγουν το κακον, αλλα θ’ απολεσθουν, κι οι Τρωες ελπιζαν εκαστος μεσα εις τα στηθη τους τις νηες να εμπρησουν και ν’ αποκτεινουν τους ηρωες Αχαιους, αυτά φρονωντας αντιμετωπιζαν αλληλους, ο Εκτωρ επιασε την πρυμνη ποντοπορου νηος καλης ταχυπλοου, που τον Πρωτεσιλαον εφερε εις την Τροιαν, μα δεν τον πηγε πισω εις την πατριδα γη, γυρω από αυτην την νηαν Αχαιοι και Τρωες δηωναν αλληλους σωμα με σωμα κι ουτε περιμεναν των τοξων την ορμην και των ακοντιων, αλλ’ εγγυθεν εκεινοι ισταμενοι, ένα θυμον εχοντες, με οξεις πελεκεις και αξινες εμαχοντο και μεγαλα ξιφη και δορατα αμφικοπα, και πολλα σφαγανα καλα μελανοδετα με λαβες αλλα από τα χερια χαμω επεσαν, κι αλλα από τους ωμους ανδρων μαχομενων, κι ερρεε το αιμα επανω εις την μελανην γην ) Ραψωδια Ο΄ 696
27.1.33 «ω φιλοι ηρωες Δαναοι, θεραποντες Αρηος, ανερες εστε, φιλοι, μνησασθε δε θουριδος αλκης»…….Η, και μαιμωων εφεπ’ εγχεΐ οξυοεντι, ος τις δε Τρωων κοιλης επι νηυσι φεροιτο συν πυρι κηλειω, χαριν Εκτορος οτρυναντος, τον δ’ Αιας ουτασκε δεδεγμενος εγχεΐ μακρω, δωδεκα δε προπαροιθε νεων αυτοσχεδον ουτα ( «ω φιλοι ηρωες Δαναοι, θεραποντες του Αρεως ανδρες φανητε, φιλοι, και δειξετε την θουριαν αλκην σας» [ο Αιας ενθαρηνη τους Δαναους να αποκρουσουν τους Τρωες όταν τα καραβια τους κινδυνευουν να πυρποληθουν από τον εχθρον] ………..ειπε και με ορμην ετιναξε το οξυν εγχος, οποιος δε από τους Τρωες εις τις κοιλες νηες καταφεροταν με πυρ καυτερον, προς χαριν του Εκτορος που το διεταξε αυτόν ο Αιας υποδεχομενος τον πληγωνε με το μακρυ εγχος δωδεκα δε προ των νηων εκ του πλησιον κτυπησε ] ) Ραψωδια Ο΄ 733
27.1.34 «…….Πατροκλε, τερεν κατά δακρυον ειβεις, ηε τι Μυρμιδονεσσι πιφαυσκεαι, η εμοι αυτω, ηε τιν’ αγγελιην Φθιης εξ εκλυες οιος; ζωειν μαν ετι γασι Μενοιτιον, Ακτορος υιον, ζωει δ’ Αιακιδης Πηλευς μετα Μυρμιδονεσσι, των κε μαλ’ αμφοτερων ακαχοιμεθα τεθνηωτων, ηε συ γ’ Αργειων ολοφυρεαι, ως ολεκοντα νηυσιν επι γλαφυρησιν υπερβασιης ενεκα σφης; Τον δε βαρυ στεναχων προσεφης, Πατροκλεες ιππευ «ω Αχιλευ, Πηληος υιε, μεγα φερτατ’ Αχαιων, μη νεμεσα, τοιον γαρ αχος βεβιηκεν Αχαιους, οι μεν γαρ δη παντες, οσοι παρος ησαν αριστοι, εν νηυσιν κεαται βεβλημενοι ουταμενοι τε, βεβληται μεν ο Τυδεΐδης κρατερος Διομηδης, ουτασται δ’ Οδυσσευς δουρικλυτος ηδ’ Αγαμεμνων, βεβληται δε και Ευρυπυλος κατά μηρον οΐστω, τους μεν τα’ ιητροι πολυφαρμακοι αμφιπενονται, ελκε’ ακειομενοι, συ δ’ αμηχανος επλευ, Αχιλλευ, μη εμε γ’ ουν ουτος γε λαβοι χολος, ον συ φυλασσεις, αιναρετη τι σευ άλλος ονησεται οψιγονος περ, αι κε μη Αργειοισιν αεικεα λοιγον αμυνης;» ( [Αχιλλευς] «Πατροκλε, τρυφερον δακρυ καταχυνεις, εχεις κατι να ειπης εις τους Μυρμιδονες, η εις εμε τον ιδιον, η καποια αγγελιαν εκ Φθιης ακουσες μονον εσυ; Εις την ζωην λενε ακομη πως είναι ο Μενοιτιος, του Ακτορος ο υιος, εις την ζωην κι ο Αιακιδης Πηλευς μεταξυ των Μυρμιδονων, που για αμφοτερους θα ελυπομασταν πολύ, αν ησαν τεθνωντες, η μηπως για τους Αργειους ολοφυρεσαι, που εχουν απωλειες εις τις κοιλες νηες ενεκα των αδικιων τους; Ομιλησε μην το κρυβης εις τον νουν, δια να τα γνωριζουμε αμφοτεροι» . Σ’ αυτόν βαρεια στεναζοντας ειπες Πατροκλε ιππεα : «Αχιλευ, του Πηλεως υιε, μεγαλε και γεναιε των Αχαιων, μη θυμωνης, γιατι μεγαλο αγχος τους Αχαιους πιεζει, γιατι παντες οσοι πριν ησαν αριστοι, εις τις νηες κοιτονται βλημενοι και πληγωμενοι, εχει βληθη ο Τυδεΐδης, ο κρατερος Διομηδης, επληγωθη κι ο ενδοξος εις το δορυ Οδυσσευς κι ο Αγαμεμνων, βληθη κι ο Ευρυπυλος εις τον μηρον με βελος, τους φροντιζουν οι ιατροι με πολλα φαρμακα, τα ελκη θεραπευοντες, συ όμως ακαμπτος μενεις, Αχιλλευ, να μην με πιαση τετοιος χολος , που συ φυλασσεις, χαιρεκακε, ποιος από εσενα άλλος θα ωφεληθη απογονος, αν τωρα συ δεν σωσης τους Αργειους απ’ αδικον χαμον;» ) Ραψωδια Π 11-32
27.1.35 Πεντηκοντ’ ησαν νηες θοαι, ησιν Αχιλλευς ες Τροιην ηγειτο Διΐ φιλος, εν δε εκαστη πεντηκοντ’ εσαν ανδρες επι κληΐσην εταιροι, πεντε δ’ αρ’ ηγεμονας οιησατο τοις επεποιθει σημαινειν, αυτος δε μεγα κρατεων ηνασσε, της μεν ιης στιχος ηρχε Μενεσθιος αιολοθωραξ, υιος Σπερχειοιο, διιπετεος ποταμοιο, ον τεκε Πηληος θυγατηρ, καλη Πολυδωρη, Σπερχειω ακαμαντι, γυνη θεω ευνηθεισα, αυταρ επικλησιν Βωρω, Περιηρεος υΐι, ος ρ’ αναφανδον οπυιε, πορων απερεισια εδνα, της δ’ ετερης Ευδωρος αρηΐος ηγεμονευε, παρθενιος, τον τικτε χορω καλη Πολυμηλη, Φυλαντος θυγατηρ, της δε κρατυς Αργειφοντης ηρασατ’, οφθαλμοισιν ιδων μετα μελπομενησιν εν χορω Αρτεμιδος χρυσηλακατου κελαδεινης, αυτικα δ’ εις υπερω αναβας παρελεξατο λαθρη Ερμειας ακακητα, πορεν δε οι αγλαον υιον Ευδωρον, περι μεν θειειν ταχυν ηδε μαχητην, αυταρ επει δη τον γε μογοστοκος Ειλειθυια εξαγαγε προ φοωσθε και ηελιου ιδεν αυγας, την μεν Εχεκληος κρατερον μενος Ακτοριδαο ηγαγετο προς δωματ’, επει πορε μυρια εδνα, τον δ’ ο γερων Φυλας ευ ετρεφεν ηδ’ ατιταλλεν, αμφαγαπαζομενος ως ει θ’ εον υιον εοντα, της δε τριτης Πεισανδρος αρηΐος ηγεμονευε Μαιμαλιδης, ος πασι μετερεπε Μυρμιδονεσσιν εγχεΐ μαρνασθαι μετα Πηλεΐωνος εταιρον, της δε τεταρτης ηρχε γερων ιππηλατα Γοινιξ, πεμπτης δ’ Αλκιμεδων, Λαερκεος υιος αμυμων, αυταρ επει δη παντας αμ’ ηγεμονεσσιν Αχιλλευς στησεν εΰ κρινας, κρατερον δ’ επι μυθον ετελλε
( Πενηντα ησαν οι γρηγορες νηες, των οποιων ο Αχιλλευς εις την Τροιαν ηγειτο, ο φιλος του Διος, σε εκαστη πενηντα ησαν ανδρες εταιροι εις τα κουπια, και πεντε εποιησεν ηγεμονες που τους εμπιστευοταν, να κυβερνουν κι αυτος μεγαλοκρατης ανασσε. Εις τον ένα στιχον ηρχεν ο Μενεσθιος με τον πλουμιστον θωρακα, υιος του Σπερχειου, του θεοπεμπτου ποταμου, τον ετεκε του Πηλεως η θηγατερα, η καλη Πολυδωρη [ητο αδελφη «μιλαδελφη» του Αχιλλεως από άλλη μητερα] εις τον ακαματον Σπερχειον, γυναικα με θεο πλαγιαζοντας, υιον του Βωρου τον ωνομαζαν, εγγονι του Περιηρους, γιατι αυτος αναφανδον την πηρε νυφη, προσφεροντας περισσια δωρα, εις τον ετερον ο πολεμικος Ευδωρος ηγεμονευε, παρθενας υιος, που ετεκεν η καλη εις τον χορον Πολυμηλη, του Φυλαντος η θυγατερα, αυτην ο κραταιος Αργοφονιας ερωτευθη, σαν την αντικρυσε αναμεσα εις τις τραγουδιστριες εις τον χορον της χρυσοτοξης Αρτεμιδος της κελαδεινης. Αμεσως εις το υπερωον αναβας παρακοιμηθη λαθρα ο ακακος Ερμης, κι αυτή του χαρισεν αγλαον υιον τον Ευδωρον, ταχυς εις το τρεξιμον και μαχητης, και αφου η φερουσα τους πονους του τοκετου Ειλειθυια εβγαλε εις το φως εκεινον και του ηλιου ειδε την αυγην, αυτην ο Εχεκλης Ακτοριδης ο ατρομητος ωδηγησε εις τα δωματα του, αφου πορισε μυρια δωρα, κι αυτόν ο γερων Φυλας καλοτρεφε και μεγαλωνε φροντιζοντας τον ως να ητο υιος του, εις τον τριτον [στιχον] ο πολεμικος Πεισανδρος ηγεμονευεν, ο Μαιμαλιδης, που παντων διεπρεπε των Μυρμιδονων εις την μαχην με το εγχος μαζι με τον εταιρον του Πηλεΐωνος, εις το τεταρτον [στιχον] ηρχεν ο γερων ιππηλατης Φοινιξ, εις το πεμπτον ο Αλκιμεδων, ο αμωμος υιος του Λαερκου, αφου παντας διπλα εις τους ηγεμονας ο Αχιλλευς εστησε με ωραια ταξιν, κρατερον μυθον τους ειπε ) Ραψωδια Π 168 - 199
27.1.36 Αυταρ Αχιλλευς βη ρ’ ιμεν ες κλισιην, χηλου δ’ από πωμ’ ανεωγε καλης δαιδαλεης, την οι Θετις αργυροπεζα θηκ’ επι νηος αγεσθαι, εΰ πλησασα χιτωνων χλαιναων τα’ ανεμοσκεπεων ουλων τε ταπητων, ενθα δε οι δεπας εσκε τετυγμενον, ουδε τις άλλος ουτ’ ανδρων πινεσκεν απ’ αυτου αιθοπα οινον, ουτε τεω σπενδεσκε θεων, οτε μη Διι πατρι, το ρα τοτ’ εκ χηλοιο λαβων εκαθηρε θεειω πρωτον, επειτα δ’ ενιψ’ υδατος καλησι ποησι, νιψατο δ’ αυτος χειρας, αφυσσατο δ’ αιθοπα οινον, ευχετ’ επειτα στας μεσω ερκεΐ, λειβε δε οινον ουρανον εισανιδων, Δια δ’ ου λαθε τερπικεραυνον, «Ζευ ανα, Δωδωναιε, Πελασγικε, τηλοθι ναιων, Δωδωνης μεδεων δυσχειμερου, αμφι δε Σελλοι σοι ναιουσ’ υποφηται ανιπτοποδες χαμαιευναι……»
( Τοτε ο Αχιλλευς εβη να βαδηση προς την σκηνην, και της κασελλας το πωμα ανοιξε της ομορφοστολισμενης, που η αργυροποδαρη Θετις ειχε θεσει επι της νηος να παρη, αφου ενεπλησε καλα με χιτωνες χλαινες ανεμοσκεπεις και πυκνους ταπητες, εκει υπηρχε και κυπελλον καλοφτιαγμενον, κι ουτε καποιος άλλος ουτε από τους ανδρες επινε απ’ αυτό σπινθιροβολον οινον, ουτε σε αλλον θεον εκανε σπονδη, παρα μονον εις τον πατερα Διαν, αυτό από την κασελλα λαβων καθαρισε με θειαφι πρωτα, κι επειτα το ενιψε με καλοροον υδωρ, ενιψε κι αυτος τα χερια, και το γεμισε με σπινθιροβολον οινον, ευχηθηκ’ επειτα στεκοντας εις το μεσον της αυλης, σταλαξε οινον προς ουρανον ιδων, και δεν ελαβε του Διος που τερπεται με κεραυνους: « Ζευ ανακτα, Δωδωναιε, Πελασγικε, που μακρια μενεις και την Δωδωνη κυβερνας την κακοχειμωνη, γυρω σου δε οι Σελλοι, δικοι σου προφητες, που δεν νιπτουν τα ποδια και χαμω κοιμουνται…….» ) Ραψωδια Π 220 - 235
27.1.37 Πατροκλος δ’ εταιροισιν εκεκλετο μακρον αΰσας, «Μυρμιδονες, εταιροι Πηληΐαδεω Αχιληος, ανερες εστε, φιλοι, μνησασθε δε θουριδος αλκης, ως αν Πηλεΐδην τιμησομεν, ος μεγ’ αριστος Αργειων παρα νηυσι και αγχεμαχοι θεραποντες, γνω δε και Ατρεΐδης ευρυ κρειων Αγαμεμνων ην ατην, ο τα’ αριστον Αχαιων ουδεν ετεισεν.» ( Ο Πατροκλος τους εταιρους εκελευσεν με μακρα φωνη: «Μυρμιδονες, εταιροι του Πηλεΐδους Αχιλλεως, ανδρες να εισθε, φιλοι, και ν’ αναμνησθητε την θουριαν αλκη, για να τιμησουμε τον Πηλεΐδην, που μεγας αριστος είναι παρα τις νηες των Αργειων κι οι θεραποντες του ανδρειοι, για να γνωριζη και ο Ατρειδης, ο μεγας βασιλευς Αγαμεμνων την τυφλαν του, που τον αριστον των Αχαιων ουδολως ετιμησεν». ) Ραψωδια Π 268-274
27.1.38 Πατροκλος δε πρωτος ακοντισε δουρι φαεινω αντικρυ κατά μεσσον, οθι πλειστοι κλονεοντο, νηΐ παρα πρυμνη μεγαθυμου Πρωτεσιλαου, και βαλε Πυραιχμην, ος Παιονας ιπποκορυστας ηγαγεν εξ Αμυδωνος απ’ Αξιου ευρυ ρεοντος, τον βαλε δεξιον ωμον, ο δ’ υπτιος εν κονιησι καππεσεν οιμωξας, εταιροι δε μιν αμφι φοβηθεν Παιονες, εν γαρ Πατροκλος φοβον ηκεν απασιν ηγεμονα κτεινας, ος αριστευεσκε μαχεσθαι. ( Ο Πατροκλος πρωτος ακοντισε με δορυ φαεινον αντικρυ κατά το μεσον, οθι πλειστοι κλονιζονταν, παρα την ακραια νηα του μαγαθυμου Πρωτεσιλαου, και τον Πυραιχμην εβαλε, από τους Παιονας ιππομαχους ηγαγεν εξ Αμυδωνος, από τον ευρυρροον Αξιον, τον εβαλε εις το δεξιον ωμον, κι αυτος υπτιος μεσα εις τις σκονες κατεπεσεν οιμωξας, οι δε εταιροι του γυρω σκορπισαν, οι Παιονες, γιατι ο Πατροκλος τον φοβον εφερε σε απαντες τον ηγεμονα σκοτωνοντας, που αριστευε εις την μαχην) Ραψωδια Π 284-292
27.1.39 Ενθα δ’ ανηρ ελεν ανδρα κεδασθεισης υσμινης ηγεμων, πρωτος δε Μενοιτιου αλκιμος υιος αυτικ’ αρα στρεφθεντος Αρηΐλυκου βαλε μηρον εγχεΐ οξυοεντι, διαπρο δε χαλκον ελασσε, ρηξεν δ’ οστεον εγχος, ο δε πρηνης επι γαιη καππεσ’ .αταρ Μενελαος αρηΐος ουτα Θοαντα……Φυλεΐδης δ’ Αμφικλον…..Νεστοριδαι δ’ ο μεν ουτασ’ Ατυμνιον…..Μαρις δ’ αυτοσχεδα δουρι Αντιλοχω…. Αιας δε Κλεοβουλον Οΐλιαδης……Πηνελεως δε Λυκων…..Μηριονης δ’ Ακαμαντα…..Ιδομενευς δ’ Ερυμαντα…..Αιας δ’ ο μεγας αιεν εφ’ Εκτορι χαλκοκορυστη ιετ’ ακοντισσαι, ο δε ιδρειη πολεμοιο, ασπιδι ταυρειη κεκαλυμμενος ευρεας ωμους, σκεπτετ’ οΐστων τε ροιζον και δουπον ακοντων. ( Τοτε ανδρας σκοτωνε ανδρα, καθως σκορπισεν η μαχη, καθ’ ενας εκ των ηγεμονων, πρωτος του Μενοιτιου ο αλκιμος υιος, τον Αρηΐλυκον, καθως εστραφη, εις τον μηρον εβαλε με εγχος οξυ, και το διαπερασεν ο χαλκος, ερηξε το οστουν το εγχος , κι εκεινος πρηνης επι της γης κατεπεσεν, ο Μενελαος παλι ο πολεμικος επληξε τον Θοαντα……ο Φυλεΐδης τον Αμφικλον…..οι Νεστοριδαι ο ενας επληξε τον Ατυμνιον….ο Μαρις πολύ κοντα με το δορυ τον Αντιλοχον…..ο Αιας Οΐλιαδης τον Κλεοβουλον….ο Πηνελεως και ο Λυκων ….ο Μηριονης τον Ακαμαντα….ο Ιδομενευς τον Ερυμαντα…..ο μεγας Αιας συνεχως τον χαλκοπολεμιστην Εκτορα ηθελε ν’ ακοντιση, κι εκεινος εμπειρος εις τον πολεμον με σπιδα ταυρεια κεκαλυμμενος εις τους ευρεις ωμους, ξεφευγε των βελων το σφυριγμα και τον γδουπον των ακοντιων ) Ραψωδια Π 306-361
27.1.40 Πατροκλος δε Τρωσι κακα φρονεων ενορουσε, τρις μεν επειτ’ επορουσε θοω αταλαντος Αρηΐ, σμερδαλεα ιαχων, τρις δ’ εννεα φωτας επεφνεν, αλλ’ οε δη το τεταρτον επεσσυτο δαιμονι ισος, ενθ’ αρα τοι, Πατροκλε, φανη βιοτοιο τελευτη, ηντετο γαρ τοι Φοιβος ενι κρατερη υσμινη δεινος, ο μεν τον ιοντα κατά κλονον ουκ ενοησεν , ηερι γαρ πολη κεκαλυμεννος αντεβολησε, στη δ’ οπιθεν, πληξεν δε μεταφρενον ευρεε τα’ ωμω χειρι καταπρηνει, στρεφεδινηθεν δε οι οσσε, του δ’ από μεν κρατος κυνεην βαλε Φοιβος Απολλων η δε κυλινδομενη καναχην εχε ποσσιν υφ’ ιππων αυλωπις τρυφαλεια, μιανθησαν δε εθεραι αιματι και κονιησι ( κι ο Πατροκλος εις τους Τρωας κακοφρων ωρμησε . Τρεις φορες επειτα ωρμησε ομοιος γοργος με τον Αρην τρομερα ιαχωντας, και τρις εννεα ανδρες εσκοτωσε. Αλλ’ όταν τεταρτη φορα ωρμησε με δαιμονα ισος, τοτε, Πατροκλε, εφανη του βιου σου το τελος, γιατι εναντια σου ηλθε ο Φοιβος στην κρατερη την μαχη δεινος εκεινος δεν τον ενοιωσε ερχομενον εις την ταραχην της μαχης γιατι τον συναντησε καλυμμενον με πολλη ομιχλη εσταθη οπισθεν και τον επληξε εις την πλατην και τους ευρεις ωμους με του χεριου την παλαμην, [ ητο ο Ευφορβος ο υιος του Πανθου, και μετα πλησιασε ο Εκτωρ και τον αποτελειωσε τον ηρωα Πατροκλον] και στρεφογυρισαν οι οφθαλμοι του. Του απεβαλε από την κεφαλη την περικαφαλαιαν ο Φοιβος Απολλων κι αυτή κυλιομενη με κλαγγη πηγε κατω από τα ποδια των ιππων η τρυφαλεια [τρια λοφια περικαφαλην] με τις ματοτρυπες, και μιανθηκαν οι τριχες με αιμα και σκονες ) Ραψωδια Π΄ 783
27.1.41 αυταρ Αχιλλευς ωρτο Διι φιλος, αμφι δ’ Αθηνη ωμοις ιφθιμοισι βαλ’ αιγιδα θυσσανοεσσαν, αμφι δε οι καφαλη νοφος εστεφε δια θεαων χρυσεον, εκ δ’ αυτου δαιε φλογα παμφανοωσαν……….ενθα στας ηΰσ’, απατερθε δε Παλλας Αθηνη φθεγξατ’ αταρ Τρωεσσιν εν ασπετον ωρσε κυδοιμον, ως δ’ οτ’ αριζηλη φωνη, οτε τα’ ιαχε σαλπιγξ αστυ περιπλομενων δηΐων υπο θυμοραΐστεων, ως τοτ’ αριζηλη φωνη γενετ’ Αιακιδαο, οι δ’ ως ουν αΐον οπα χαλκεον Αιακιδαο , πασιν ορινθη θυμος, αταρ καλλιτριχες ιπποι αψ οχεα τροπεον, οσσοντο γαρ αλγεα θυμω, ηνιοχοι δ’ εκπληγεν, επει ιδον ακαματον πυρ δεινον υπερ καφαλης μεγαθυμου Πηλεΐωνος δαιομενον, το δε δαιε θεα γλαυκωπις Αθηνη, τρις μεν υπερ ταφρου μεγαλ’ ιαχε διος Αχιλλευς, τρις δε κυκηθησαν Τρωες κλειστοι τ’ επικουροι , ενθα δε και τοτ’ ολουτο δυωδεκα φωτες αριστοι αμφι σφοις οχεεσσι και εγχεσιν, αυταρ Αχαιοι απασιως Πατροκλον υπεκ βελεων ερυσαντες κατθεσαν εν λεχεεσσι ( τοτε ο Αχιλλευς ωρθωθη ο προσφιλης του Διος, και γυρω η Αθηνα εις τους δυνατους του ωμους εβαλεν αιγιδα θυσανωτη, και γυρων την κεφαλην του με νεφος εστεφεν η εξοχη θεα χρυσον, και εξ αυτου εκαιγε φλογα ολολαμπρη………..εκει αφου εσταθη [ ο Αχιλλευς] κραυγασε, και χωριστα η Παλλας Αθηνα εσυρε φωνη και τους Τρωες ωρθωσεν ανειπωτην ταραχην , όπως πασιδηλη η φωνη, όταν ηχη η σαλπιγξ, καθως το αστυ περιζωνουν εχθροι εξολοθρευτες, ετσι πασιδηλη τοτε εγινε η φωνη του Αιακιδου, εκεινοι μολις ακουσαν την χαλκινην φωνη του Αιακιδου , ολων τρομαξε η καρδια, οι καλλιτριχες ιπποι πισω τα οχηματα εστρεψαν, γιατι μαντευαν αλγη η ψυχην τους, οι ηνιοχοι εξεπλαγησαν όταν ειδαν το ακαματο πυρ δεινον υπερ της κεφαλης του μεγαλοθυμου Πηλεΐωνος να καιη, το αναβεν η θεα γλαυκωπις Αθηνα, τρις υπερ της ταυρου μεγαλην ιαχην εβγαλε ο θεΐκος Αχιλλευς, και τρις ταραχθησαν οι Τρωες και οι ενδοξοι επικουροι, εκει τοτε απωλεσθησαν δωδεκα ανδρες αριστοι γυρω των οχηματων τους και τα εγχη, οι Αχαιοι παλι με χαρα τον Πατροκλον υπο τα βελη συραντες ) Ραψωδια Σ΄ 203- 233
27.1.42 Αυταρ ο βη παρα θινα θαλασσης διος Αχιλλευς σμερδαλεα ιαχων, ωρσεν δ’ ηρωας Αχαιους, και ρ’ οι περ το παρος γε νεων εν αγωνι μενεσκον, οι τε κυβερνηται και εχον οιηΐα νηων και ταμιαι παρα νηυσιν εσαν, σιτοιο δοτηρες, και μην οι τοτε γ’ εις αγορην ισαν, ουνεκ’ Αχιλλευς εξεφανη, δηρον δε μαχης επεπαυτ’ αλεγεινης, τω δε δυω σκαζοντε βατην Αρεος θεραποντε, Τυδεΐδης τε μενεπτολεμος και διος Οδυσσευς, εγχει ερειδομενου , ετι γαρ εχων ελκεα λυγρα, καδ δε μετα πρωτη αγορη ιζοντο κιοντες, αυταρ ο δευτερος ηλθεν αναξ ανδρων Αγαμεμνων, ελκος εχων, και γαρ τον ενι κρατερη υσμινη ουτα Κοων Αντηνοριδης χαλκηρεΐ δουρι, αυταρ επει δη παντες αολλισθησαν Αχαιοι, τοισι δ’ ανισταμενος μετεφη ποδας ωκυς Αχιλλευς ……… «……….αλλα τα μεν προτετυχθαι εασομεν αχνυμενοι περ, θυμον ενι στηθεσσιν φιλον δαμασαντες αναγκη, νυν δ’ ητοι μεν εγω παυω χολον, ουδε τι με χρη ασκελεως αιει μενεαινεμεν……». ( τοτε παρα τον αμμον της θαλασσης εβη ο θεΐκος Αχιλλευς τρομερα ιαχωντας κι ωρθωσε τους ηρωες Αχαιους, κι αυτοι που πριν εις τις νηες συγκεντρωμενοι εμεναν κι οσοι κυβερνητες που κρατουν τα πηδαλια των νηων και οι ταμιες που ησαν εις τις νηες, και του σιτου οι δοτηρες , αυτοι τοτε εις την αγοραν πηγαιναν, ενεκα που ο Αχιλλευς φανηκε, που από καιρον ειχε παυση την αλγεινην την μαχην, δυο κουτσαινοντας εβαιναν του Αρεως θεραποντες, ο Τυδεΐδης ο ανδρειωμενος και ο θειος Οδυσσευς, ακουμποντας επανω εις το εγχος, γιατι ακομη ειχαν ελκη επωδυνα, πηγαν και εκαθισαν με τους πρωτους εις την αγοραν, τελευταιος ηλθε ο αναξ ανδρων Αγαμεμνων, ελκος εχων, γιατι αυτόν εις την κρατερην την μαχην επληξεν ο Κοων Αντηνοριδης με χαλκινον δορυ, επειτα όταν οι παντες συναθροισθησαν οι Αχαιοι ανισταμενος τους ειπε ο ταχυς εις τα ποδια Αχιλλευς [ ο Αχιλλευς επιστρεφη εις την μαχην] ………αλλα οσα εγιναν ας τα αφησουμε με ολον τον πονον μας και την καρδια εις τα στηθη ας δαμασουμε κατ’ αναγκην τωρα λοιπον εγω παυω τον χολον, δεν μου πρεπει συνεχως να μανιζω……» ) Ραψωδια Τ΄ 40-68
27.1.43 « ω φιλοι ηρωες Δαναοι, θεραποντες Αρηος, εσταοτος μεν καλον ακουειν, ουδε εοικεν υββαλλει, χαλεπον γαρ επισταμενω περ εοντι, ανδρων δ’ εν πολλω ομαδω πως κεν τις ακουσαι η ειπο; Βλαβεται δε λιγυς περ εων αγορητης, Πηλεΐδη μεν εγων ενδειξομαι, αυταρ οι αλλοι συνθεσθ’ Αργειοι, μυθον τα’ ευ γνωτε εκαστος, πολλακις δη μοι τουτον Αχαιοι μυθον εειπον, και τε με νεικειεσκον, εγω δ’ ουκ αιτιος ειμι, αλα Ζευς και Μοιρα και ηεροφοιτις Ερινυς, οι τε μοι ειν αγορη φρεσιν εμβαλον αγριον ατην,ηματι τω οτ’ Αχιλληος γερας αυτος απηυρων, αλλα τι κεν ρεξαιμι; Θεος δια παντα τελευτα, πρεσβα Διος θυγατηρ Ατη, η παντας ααται, ουλομενη, τη μεν θ’ απαλοι ποδες ου γαρ επ’ ουδει πιλναται, αλλ’ αρα η γε κατ’ ανδρων κραατα βαινει βλαπτουσ’ ανθρωπους, κατά δ’ ουν ετερον γε πεδησε ( φιλοι ηρωες Δαναοι, θεραποντες του Αρεως, αυτόν που σηκωνεται καλα ν’ ακουμε, και δεν ταιριαζει να τον διακοπτουμε, χαλεπον τουτο και για τον εμπειρον, αναμεσα σε πολυθορυβους ανδρες πως ν’ ακουση κανεις η να ειπη; Βλαπτεται ακομη και αγορητης με λιγηρη φωνη . Εις τον Πηλεΐδη εγω θα εξηγηθω, όμως κι οι αλλοι ακουστε Αργειοι τον μυθον και καλα γνωρισατ’ εκαστος . Πολλακις τουτον τον μυθον μου ειπαν οι Αχαιοι, και φιλονεικισαν μαζι μου, εγω αιτιος δεν ειμαι, αλλ’ ο Ζευς και η Μοιρα και η σκοτεινη Ερινυς, που εις την συνελευσην εβαλαν εις τις φρενες μου αγρια τυφλα, την ημεραν εκεινην όταν του Αχιλλεως το γερας εγω πηρα, αλλα και τι να επραττα; Ο θεος τα παντα τελευει, η σεβασμια του Διος θυγατηρ Ατη, που τους παντα τυφλωνει η καταραμενη, απαλα τα ποδια της, γιατι ουτε την γην αγγιζει, αλλα εις των ανδρων τις καρες βαινει βλαπτουσ’ ανθρωπους και πεδικλωνει ένα εις τους δυο [ η σοφρων συμπεριφορα του Αχιλλεως τελικως εφερε τον Αγαμεμνονα να συνεστησθη και να ζητηση συγνωμην ] ) Ραψωδια Τ΄ 78-94
27.1.44 δυσετο δωρα θεου, τα οι Ηφαιστος καμε τευχων, κνημιδας μεν πρωτα περι κνημησιν εθηκε καλας, αργυροοισιν επισφυριοις αραρυιας, δευτερον αυ θωρακα περι στηυεσσιν εδυνεν, αμφι δ’ αρ’ ωμοισιν βαλετο ξιφος αργυροηλον χαλκεον, αυταρ επειτα σακος μεγα τε στιβαρον τε ειλετο, του δ’ απανευθε σελας γενετ’ υΰτε μηνης, ως δ’ οτ’ αν εκ ποντοιο σελας ναυτησι φανηη καιομενοιο πυρος , το τε καιεται υψοθ’ ορεσφι σταθμω εν οιοπολω, τους δ’ ουκ εθελοντας αελλαι ποντον επ’ ιχθυοεντα φιλων απανευθε φερουσιν, ως απ’ Αχιλληος σακεος σελας αιθερ’ ικανε καλου δαιδαλεου, περι δε τρυφαλειαν αειρας κρατι θετο βριαρην, η δ’ αστηρ ως απελαμπεν ιππουρις τρυφαλεια , περισσειοντο δ’ εθειραι χρυσεαι, ας Ηφαιστος ιει λοφον αμφι θαμειας, πειρηθη δ’ εο αυτου εν εντεσι διος Αχιλλευς, ει οι εφαρμοσσειε και εντρεχοι αγλαα γυια, τω δ’ ευτε πτερα γιγνετ’, αειρε δε πομενα λαων, εκ δ’ αρα συριγγος πατρωΐον εσπασατ’ εγχος , βριθυ μεγα στιβαρον, το μεν ου δυνατ’ άλλος Αχαιων παλλειν, αλλα μιν οιος επιστατο πηλαι Αχιλλευς, Πηλιαδα μελιην, την πατρι φιλω πορε Χειρων Πηλιου εκ κορυφης, φονον εμμεναι ηρωεσσιν, ιππους δ’ Αυτομεδων τε και Αλκιμος αμφιεποντες ζευγνυον , αμφι δε καλα λεπαδν’ εσαν, εν δε χαλινους γαμφηλης εβαλον, κατά δ’ ηνια τειναν οπισσω καλλητον ποτι διφρον, ο δε μαστιγα φαεινην χειρι λαβων αραρυιαν εφ’ ιπποιιν ανορουσεν, Αυτομεδων οπισθεν δε κορυσσαμενος βη Αχιλλευς, τευχεσι παμφαινων ως τα’ ηλεκτωρ Υπεριων, σμερδαλεον δ’ ιπποισιν εκεκλετο πατρος εοιο, « Ξανθε τε και Βαλιε, τηλεκλυτα τεκνα Ποδαργης, αλλως δη φραζεσθε σαωσεμεν ηνιοχηα αψ Δαναων ες ομιλον, επει χ’ εωμεν πολεμοιο μηδ’ ως Πατροκλον λιπετ’ αυτοθι τεθνηωντα» ( ενδυθηκε τα δωρα θεου, αυτά που ο Ηφαιστος αποκαμε να φτιαση, κνημιδες πρωτα γυρω από τις κνημες εθηκε καλες, με αργυρενια επισφυρια προσαρμοσμενες, δευτερον θωρακα περι τα στηθη εδεσε, γυρω των ωμων εβαλε ξιφος αργυροκαρφωτον χαλκινον, επειτα παλιν ασπις μεγαλην και στιβαρην επηρε, που μακρια εφωτιζε σελας όπως η σεληνη, ως όταν εκ του ποντου σελας εις τους ναυτες φανη από καιομενον πυρ, που καιγεται υψηλα εις τα ορη σε μανδρι προβατων, κι αυτους χωρις να θελουν οι θυελλες σε ποντον ιχθυοεντα μακρια από τους φιλους φερουν, ετσι από του Αχιλλεως την ασπιδαν το σελας εις τον αιθερα ευθανε την καλην και στολισμενην, περικεφαλαιαν σηκωνοντας περι την κεφαλην εθεσεν, δυνατη, κι αυτή ως αστηρ ελαμπεν η περικεφαλαιαν με την ιπποουραν, κι εσειοντο οι τριχες οι χρυσες, που ο Ηφαιστος για λοφιον εβαλε πυκνες, κι ακανε δοκιμην μεσα εις τα οπλαν του ο θεΐκος Αχιλλευς αν του εφαρμοζουν και εντος ελευθερως κινουνται τα λαμπραν του μελη, και τοτε εις αυτόν σαν φτερα εγιναν και σηκωναν τον ποιμενα λαων, εκ της θηκης το πατρωον απεσπασεν εγχος, βαρυ μεγαν στιβαρον αυτό δεν εδυνατ’ άλλος των Αχαιων να παλλη, αλλα μονος εγνωριζε να παλλη ο Αχιλλευς, από μελια Πηλιου, που εις τον προσφιλην πατεραν πορισεν ο Χειρων εκ της κορυφης του Πηλιου, φονον να φερη εις τους ηρωες, τους ιππους ο Αυτομεδων και ο Αλκιμος φροντιζοντες εζευξαν, γυρω ωραια χαμουρα εθεσαν και χαλινους εις τις γναθους εβαλαν, και πισω τα ηνια κατετειναν προς την κολλητο διφρο, μαστιγξ φαεινη ταιριαστη εις το χερι του λαβων εις τους ιππους επηδησεν ο Αυτομεδων, οπισθεν ωπλισμενος εβη ο Αχιλλευς, μεσα εις τα οπλα λαμποντας ως ακτινοβολος Υπεριων, και αγρια τους ιππους εκελευσεν του πατρος του: «Ξανθε και Βαλιε, τεληξακουστα τεκνα της Ποδαργης, καλλιτερα τωρα σκευθητε να σωσετε τον ηνιοχον [τον Αυτομεδοντα ] πισω εις των Δαναων τον ομιλον, όταν αφησουμε τον πολεμον, και μην τον εκαταλειψετε σαν τον Πατροκλον αυτοθι τεθνεωντα.» ) Ραψωδια Τ΄ 368-403
27.1.45 «εγνως, εννοσιγαιε, εμην εν στηθεσι βουλην, ων ενεκα ξυναγειρα, μελουσι μοι ολλυμενοι περ, αλλ’ ητοι μεν εγω μενεω πτυχι Ουλυμποιο ημενος, ενθ’ οροων φρενα τερψομαι, οι δε δη αλλοι ερχεσθ’ οφρ’ αν ικησθε μετα Τρωας και Αχαιος, αμφοτεροισι δ’ αρηγεθ’, οπη νοος εστιν εκαστου, ει γαρ Αχιλλευς οιος επι Τρωεσσι μαχειται, ουδε μινυνθ’ εξουσι ποδωκεα Πηλεΐωνα, και δε τι μιν και προσθεν υποτρομεεσκον ορωντες, νυν δ’ οτε δη και θυμον εταιρου χωεται αινως, δεδω μη και τειχος υπερμορον εξαλαπαξη.» ( « καταλαβες, κασμοσειστη την βουλην μου τα στηθη, ενεκα της οποιας σας συναγειρα, με μελλον που αφανιζονται, αλλ’ εγω θα μεινω σε φαραγγι του Ολυμπου καθημενος, οπου ορωντας κατά φρενα θα τερπωμαι, σεις δε οι αλλοι πηγαινετε να φθασετε τους Τρωες και τους Αχαιους, και σ’ αμφοτερους αρωγη να δινετε με οποιον ο νους είναι εκαστου, γιατι εάν ο Αχιλλευς μονος κατά των Τρωων μαχηθη, ουτε για ολιγον δεν θα κρατησουν τον ταχυποδα Πηλεΐδη, και πριν τον ετρεμαν ορωντες τον, τωρα οποτε ο θυμος του για τον εταιρον μεγαλωσε φοβερα φοβαμαι μη και το τειχος περαν της μοιρας εκπορθηση» [ ο Ζευς ο δημοκρατης, ομοιος μεταξυ ομοιων μονον η δημοκρατια δυναται να λειτουργηση αξιοκρατικως γι’ αυτό ο Ζευς την εξασκη μεταξυ των θεων, δειδη την εντολην οι θεοι να παρουν το μερος εις τον Εμφυλιον Τρωΐκον Πολεμον [ΕΤΠ] και να βοηθησουν οποια πλευρα θελη εκαστος, διοτι ολοι οι λαοι είναι δικοι του. Ο Ζευς είναι ο συμπατικος μεγιστος θεος, είναι ουδετερος εις τις ανθρωπινες διαμαχες εκτος κι αν αυτος το θεωρηση διαφορετικως, ειναι ο αντιθετος θεος του «θεου» της Τριαδικης Εξοκοσμικης Μονοθεΐστικης Ιουδαΐκης Θρησκειας (ΤΕΜΙΘ) ο οποιος εχει έναν περιουσιον λαον, και οι εντολες του είναι συμφωνως με την φυσιν του, δηλαδη «παρα φυσιν», να εξολοθρευσουν τα αλλοτρια εθνη προς ωφελος του και μεταξυ αυτων και των…….. Ελληνων !!!!!!!] ) Ραψωδια Υ΄ 20-30
27.1.46 βαν δ’ ιμεναι πολεμονδε θεοι, διχα θυμον εχοντες, Ηρη μεν μετ’ αγωνα νεων και Παλλας Αθηνη ηδε Ποσειδαων γαιηοχος ηδ’ εριουνης Ερνειας, ος επι φρεσι πευκαλιμησι κεκασται, Ηφαιστος, δ’ αμα τοισι κιε σθενεΐ βλεμεαινων, χωλευων, υπο δε κνημαι πωοντο αραιαι, ες δε Τρωας Αρης κορυθαιολος, αυταρ αμ’ αυτω Φοιβος Ακερσεκομης ηδ’ Αρτεμις ιοχεαιρα Λητω τε Ξανθος τε φιλομμειδης τ’ Αφροδιτη ( κι εβησαν να πανε εις τον πολεμον οι θεοι, διχογνωμουντες η Ηρα [πηγε] προς την συγκεντρωσην των νηων και η Παλλας Αθηνα και ο γαιοσειστης Ποσειδων κι ο αγαθοποιος Ερμης, που ξεχωριζει για το γνωστικον μυαλον του, μ’ αυτους και ο Ηφαιστος πηγαινε με επαρσιν για το σθενος του, χωλαινων, κι από κατω οι αραιες του κνημες σαλευαν, εις τους Τρωες [πηγε] ο κορυθαιολος Αρης, και μ’ αυτόν ο Φοιβος με την μακρια κομη, και η Αρτεμις η σαΐτευτρα και η Λητω και ο Ξανθος [ο ποταμος εντος της Τρωαδικης πεδιαδος ] και η φιλομειδης Αφροδιτη [ κανεις συμπατικος λαος δεν κρατησε μισος για εκεινους τους θεους που επολεμησαν εις την αντιπαλην παραταξιν, οι θεοι γνωριζουν περισσοτερα για τα ανθρωπινα τεκτενωμενα από το ληψον ανθρωποειδες ] ) Ραψωδια Υ΄ 32-40
27.1.47 Ως τους αμφοτερους μακαρες θεοι οτρυνοντες συμβαλον, εν δ’ αυτοις εριδα ρηγνυντο βαρειαν, δεινον δε βροντησε πατηρ ανδρων τε θεων τε ηψοθεν , αυταρ νερθε Ποσειδαων ετιναξε γαιαν απειρεσιην ορεων τ’ αιπεινα καρηνα, παντες δ’ εσσειοντο ποδες πολυπιδακος Ιδης και κορυφαι, Τρωων τε πολις και νηες Αχαιων, εδεισεν δ’ υπενερθεν αναξ ενερων Αΐδωνευς, δεισας δ’ εκ θρονου αλτο και ιαχε, μη οι υπερθε γαιαν αναρρηξειε Ποσειδαων ενοσιχθων, οικια δε θνητοισι και αθανατοισι φανειη σμερδαλε’ ευρωεντα, τα τε στυγεουσι θεοι περ, τοσσος αρα κτυπος ωρτο θεων εριδι ξυνιοντων ( ετσι αμφοτερους οι μακαριοι θεοι παροτρυνοντες εβαλαν σε μαχη, κι αναμεσα τους ερριξαν εριδα βαρεια, και δεινα βροντησεν ο πατηρ ανδρων και θεων από ψηλα, και από κατω ο Ποσειδων ετιναξε την απεραντη γη και των ορεων τις αποκρυμνες κορυφες, και παντες εσειοντο οι προποδες της Ιδης με τους πολλους πιδακες και οι κορυφες, και των Τρωων η πολις και οι νηες των Αχαιων, και εφοβηθη από κατω ο αναξ ανδρων Αδης, και με δεος εκ του θρονου εσαλταρε και ιαχησε μηπως υπερθε την γην του διαρρηξη ο κοσμοσειστης Ποσειδων, και η οικιαν του εις τους θνητους και αθανατους φανη η τρομερη μουχλιασμενη, στυγερη και εις τους θεους, τοσος κτυπος ωρθωθη από την εριδα των συμπλεκομενων θεων [ μια τρομερη θεομαχια η οποια εσσεισε ολην την γην ] ) Ραψωδια Υ΄ 54-66
27.1.48 ιστατ’ Απολλων Φοιβος, εχων ια πτεροεντα, αντα δ’ Ενυαλιοιο θεα γλαυκωπις Αθηνη, Ηρη δ’ αντεστη χρυσηλακατος κελαδεινη Αρτεμις ιοχεαιρα, κασιγνητη εκατοιο, Λητοι δ’ αντεστη σωκος εριουνιος Ερμης, αντα δ’ αρ’ Ηφαιστοιο μεγας ποταμος βαθυδινης, ον Ξανθον καλεουσι θεοι, ανδρες δε Σκαμανδρον ( διοτι κατά του ανακτος Ποσειδωνος ιστατ’ ο Φοιβος Απολλων, εχων βελη φτερωτα, κι απεναντι εις τον Ενυαλιον [Αρην] η θεα γλαυκωπις [γαλανοματα] Αθηνα, εις την Ηραν αντεστη η χρυσοτοξη κελαδεινη Αρτεμις η σαΐτευτρα, αδελφη του μακροσαΐτευτου, εις την Λητω αντεστη ο σωτηριος αγαθοποιος Ερμης, κι εναντι εις τον Ηφαιστον ο μεγας ποταμος με τις βαθειες τις δινες, που Ξανθον αποκαλουν οι θεοι, και οι ανδρες Σκαμανδρον ) Ραψωδια Υ΄ 67-74
27.1.49 αλλ’ αγεθ’, ημεις περ μιν αποτρωπωμεν οπισσω αυτοθεν, η τις επειτα και ημειων Αχιληΐ παρσταιη, δοιη δε κρατος μεγα, μηδε τι θυμω δευσεσθω, ινα ειδη ο μιν φιλεουσιν αριστοι αθανατων , οι δ’ αυτ’ ανεμωλιοι οι το παρος περ Τρωσιν αμυνουσιν πολεμον και δηΐοτητα , παντες δ’ Ουλυμποιο κατηλθομεν αντιοωντες τησδε μαχης, ινα μη τι μετα Τρωεσσι παθησι σημερον, υστερον αυτε τα πεισεται ασσα οι Αισα γιγνομενω επενησε λινω,, οτε μιν τεκε μητηρ, ει δ’ Αχιλευς ου ταυτα θεων εκ πευσεται ομφης, δεισετ’ επειθ’, οτε τις εναντιοβιον θεος ελη εν πολεμω, χαλεποι δε θεοι φαινεσθαι εναργεις» ( «………ελατε όμως κι εμεις να στραφουμε οπισω απ’ αυτου, η κι επειτα καποιος από εμας εις τον Αχιλλεαν να παρασταθη, δινοντας του μεγαλη νικη, κι ουτε το θαρος να του λειψη, για να ιδη ότι τον αφαπου οι αριστοι των αθανατων, κι ότι οι αλλοι είναι μηδαμινοι που από την αρχη των Τρωων υπεραμυνονται εις τον πολεμον και εις την μαχην, παντες εκ του Ολυμπου κατηλθαμεν για ν’ αντικρυσουμε αυτή την μαχην, και να μην παθη κατι αναμεσα εις τους Τρωες σημερον, υστερα θα παθη οσα σ’ αυτόν η μοιρα εκλωσε με το νημαν της, όταν τον ετεκεν η μητερα του, αν ο Αχιλλευς δεν μαθη αυτά εκ θεων φωνης, θα φοβηθη επειτα, όταν καποιος θεος εναντιος ελθη εις τον πολεμον, χαλεπον οι θεοι όταν φανερωνωνται» [η Ηρα ομιλη προς τους θεους] ) Ραψωδια Υ΄ 119-131
27.1.50 «…….Ζευ δ’ αρετην ανδρεσσιν οφειλλει τε μινυθει τε, οππως κεν εθελησιν, ο γαρ καρτιστος απαντων , αλλ’ αγε μηκετι ταυτα λεγωμεθα νηπυτιοι ως, εσταοτ’ εν μεσση υσμινη δηΐτητος, εστι γαρ αμφοτεροισιν ονειδεα μυθησασθαι πολλα μαλ’, ουδ’ αν νηυς εκατοζυγος αχθος αροιτο, στρεπτη δε γλωσσ’ εστι βροτων, πολεες δ’ ενι μυθοι παντοιοι, επεων δε πολυς νομος ανθα και ενθα, οπποιον κ’ ειπησθα επος, τοιον κ’ επακουσαις ……» ( Ο Ζευς την αρετην εις τους ανδρες μεγαλωνει και μικραινει όπως την θελει, γιατι αυτος κρατεστος [είναι] παντων, ελα όμως, ας μην τα λεμε αυτά ως νηπιοι, στεκοντας εις την μεσην της αγριας μαχης, γιατι ονειδισμους αμφοτεροι δυναμεθα να λεμε παρα πολλους, που ουτε ναυς με εκατον κουπια δεν θα εσηκωνε το αχθος, στρεπτη η γλωσσα είναι των θνητων, πολλοι και οι μυθοι παντος ειδους, πολυς και των επων ο τοπος εδώ κι εκει, οποιον επος ειπης, τετοιον θ’ακουσης…….» [ εντιμετωποι σε μονομαχια ο Αινειας απαντα εις τα λογια του Αχιλλεως ] ) Ραψωδια Υ΄ 242-250
27.1.51 εν δ’ Αχιλευς Τρωεσσι θορε φρεσιν ειμενος αλκην, σμερδαλεα ιαχων, πρωτον δ’ ελεν Ιφιτιωνα, εσθλον Οτρυντεΐδην, πολεων ηγητορα λαων, ον νυμφη τεκε νηΐς Οτρυντηΐ πτολιπορθω Τμωλω υπο νιφοεντι, Υδης εν πιονι δημω, τον δ’ ιθυς μεμαωτα βαλ’ εγχεΐ διος Αχιλλευς, «κεισαι, Οτρυντεΐδη, παντων εκπαγλοτατ’ ανδρων, ενθαδε τοι θανατος, γενεη δε τοι εστ’ επι λιμνη Γυγαιη, οθι τοι τεμενος πατρωΐον εστιν, Υλλω επ’ ιχθυοεντι και Ερμω δινηεντι.» Ως εφατ’ ευχομενος, τον δε σκοτος οσσε καλυψε,τον μεν Αχαιων ιπποι επισσωτροις δατεοντο πρωτη εν υσμινη, ο δ’ επ’ αυτω Δημολεοντα, εσθλον αλεξητηρα μαχης, Αντηνορος υιον, νυξε κατά κροταφον, κυνεης δια χαλκοπαρηου, ουδ’ αρα χαλκειη κορυς εσχεθεν, αλλα δι’ αυτης αιχμη ιεμενης ρηξ’ οστεον, εγκεφαλος δε ενδον απας πεπαλακτο, δαμασσε δε μιν μεμαωτα, Ιπποδαμαντα δ’ επειτα καθ’ ιππων αΐξαντα, προσθεν εθεν φευγοντα, μεταφρενον ουτασε δουρι, αυταρ ο θυμον αΐσθε και ηρυγεν, ως οτε ταυρος ( τοτε ο Αχιλλευς εις τους Τρωες πηδησε εις τις φρενες του ολος αλκη, τρομερα ιαχωντας, πρωτον εσκοτωσε τον Ιφιτιωνα, τον γενναιον Οτρυντεΐδην, πολλων λαων ηγητορα, τον οποιον νυμφη ετεκε ναΐας εις τον καστροπορθητον Οτρυντεα υπο τον χιονισμενον Τμωλον, εις τον πλουσιον δημον της Υδης, αυτόν καθως ωρμουσεν τον εβαλε με εγχος ο θεΐκος Αχιλλευς εις την μεσην της κεφαλης, κι αυτή πασα εις τα δυο χωρισθη, γδουπησε πεσων, και καυχηθηκε ο θεΐκος Αχιλλευς , «κοιτεσαι, Οτρυντεΐδη, ο πιο εκπαγλος παντων των ανδρων, ενθαδε ο θανατος σου, κι η γενια σου είναι επι της λιμνης Γυγαιας, οπου σου είναι το πατρογονικον τεμενος, εις τον ιχθυοεντα Υλλον και εις τον Ερμον με τις πολλες δινες». Αυτά ειπε καυχομενος και σκοτος τους οφθαλμους εκεινου καλυψε, κι αυτόν με τα επισωτρα οι ιπποι των Αχαιων κομματιασαν εις τις πρωτες γραμμες της μαχης, μετα απ’ αυτόν τον Δημολεοντα, γενναιον προμαχον, υιον του Αντηνορος, ενυξε εις τον κροταφον, δια της χαλκομαγουλης περικεφαλαιας, κι ουτε η χαλκινη περικεφαλαια κρατησε, αλλα δι’ αυτης η αιχμη περνωντας διερρηξε το οστουν, κι ο εγκεφαλος ενδον απας αιματωσε, και τον δαμασεν ενώ ωρμουσε. Τον Ιπποδαμαντα επειτα από τους ιππους καθως ειχε πηδησει εμπροσθεν του φευγοντα, εις την πλατην εκτυπησε με δορυ, εκεινος ξεψυχωντας μουγκρισεν, ως ητο ταυρος ) Ραψωδια Υ΄ 381-403
27.1.52 δη τοτε νηπιεησι ποδων αρετην αναφαινων θυνε δια προμαχων, ηος φιλον ωλησε θυμον, τον εβαλε μεσσον ακοντι ποδαρκης διος Αχιλλευς νωτα παραΐσσοντος, οθι ζωστηρος οχηες χρυσειοι συνεχον και διπλοος ηντετο θωρηξ, αντικρυ δε διεσχε παρ’ ομφαλον εγχεος αιχμη , γνυξ δ’ ερι’ οιμωξας, νεφελη δε μιν αμφικαλυψε κυανεη, προτι οι δε λαβ’ εντερα χερσι λιασθεις, Εκτωρ δ’ ως ενοησε κασιγνητον Πολυδωρον εντερα χερσιν εχοντα, λιαζομενον ποτι γαιη, καρ ρα οι οφθαλμων κεχυτ’ αχλυς ( και τοτε ο νηπιος των ποδων την αρετην να δειξη θελοντας ετρεχε [ ο Πολυδωρος Πριαμιδης] με τους προμαχους, οσπου απωλεσε την ζωην του, τον εβελε με το ακοντιον ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς εις το μεσον πισω εις τα νωτα, καθως περνουσε, εκει οπου του ζωστηρος οι πορπες οι χρυσες συνειχαν και διπλος δενοταν θωραξ, αντικρυ διαπερασε παρα τον ομφαλον η αιχμη του εγχους, κι αυτος εις τα γονατα επεσ’ ερειπιο με οιμωγη, και νεφελη τον καλυψε κυανη, και πεφτοντας ελαβε τα αντερα εις τα χεριαν του, ο Εκτωρ ως ενοησε τον αδελφον Πολυδωρον τα αντερα εις τα χερια εχοντα, εις την γην να πεφτη, τους οφθαλμους του χυθηκαν αχλυς ) Ραψωδια Υ΄ 411-421
27.1.53 Ως ειπων Δρυοπ’ ουτα κατ’ αυχενα μεσσον ακοντι, ηριπε δε προπαροιθε ποδων, ο δε τον μεν εασε, Δημουχον δε Φιλητοριδην, ηΰν τε μεγαν τε, καγ γονυ δουρι βαλων ηρυκακε, τον μεν επειτα ουταζων ξιφεΐ μεγαλω εξαινυτο θυμον, αυταρ ο Λαογονον και Δαρδανον, υΐε Βιαντος, αμφω εφορμηθεις εξ ιππων ωσε χαμαζε, τον μεν δουρι βαλων, τον δε σχεδον αορι τυψας ( αυτά ειπε, [ Ο Αχιλλευς] τον Δρυοπα επληξε εις το μεσον του αυχενος με το ακοντιον, ερειπιον επεσε εμπροσθεν των ποδιων του, τον αφησε και τον Δημουχον Φιλητοριδην, ωραιον και μεγαν, εις το γονατον με δορυ βαλων του ανεκοψεν την φορα, αυτόν επειτα κτυπωντας τον με ξιφος μεγαλον του πηρε την ζωην, επειτα εκεινος τον Λαογονον και τον Δαρδανον, υιοι του Βιαντος, σ’ αμφοτερους εξορμωντας από τους ιππους χαμω ωθησε, τον ένα με δορυ βαλων, τον αλλον από κοντα κτυπωντας με το ξιφος ) Ραψωδια Υ΄ 455-462
27.1.54 ο δε Μουλιον ουτα παραστας δουρι κατ’ ους, ειθαρ δε δι’ ουατος ηλθ’ ετεροιο αιχμη χαλκειη, ο δ’ Αγηνορος υιον Εχεκλον μεσσην κακ κεφαλην ξιφει ηλασε κωπηεντι, παν δ’ υπεθερμανθη ξιφος αιματ’ τον δε κατ’ οσσε ελλαβε πορφυρειος θανατος και μοιρα κραταιη, Δευκαλιωνα δ’ επειθ’, ινα τε ξυνεχουσι τενοντες αγκωνος, τη τον γε φιλης δια χειρος επειρεν αιχμη χαλκει, ο δε μιν μενε χειρα βαρυνθεις, προσθ’ οροων θανατον, ο δε φασγανω αυχενα θεινας τηλ’ αυτή πηληκι καρη βαλε, μυελος αυτε σφονδυλιων εκπαλθ’, ο δ’ επι χθονι κειτο τανυσθεις, αυταρ ο βη ρ’ ιεναι μετ’ αμυμονα Πειρεω υιον, Ριγμον, ος εκ Θρηκης εριβωλακος ειληλουθει , τον βαλε μεσσον ακοντι, παγη δ’ εν νηδυΐ χαλκος, ηριπε δ’ εξ οχεων , ο δ’ Αρηΐθοον θεραποντα αψ ιππους στρεψαντα μεταφρενον οξεΐ δουρι νυξ’, από δ’ αρματος ωσε, κυκηθησαν δε οι ιπποι ( εκεινος [ο Αχιλλευς] τον Μουλιον επληξε πλησιαζοντας με δορυ εις το αυτι, και μεσα από το άλλο αυτι διηλθεν η χαλκινη αιχμη, εκεινος το υιον του Αγηνορος τον Εχεκλον κατακεφαλα τον επληξεν με ξιφος που ειχε ωραια λαβη, κι ολον υπερθερμανθη το ξιφος από αιμα, κι εκεινου τα ματια ελαβε θανατος πορφυρος και μοιρα κραταιη, τον Δευκαλιωνα επειτα, εκει που συνεχουν οι τενοντες του αγκωνος, εκει του διαπερασε το χερι η χαλκινη αιχμη, κι αυτος εσταθη με το χερι του βαρυ, κι εβλεπε τον θανατον εμπροσθεν του, κι ο άλλος με σφαγανον τον αυχενα κτυπωντας από τους σπονδυλους εκτιναχθη, κι ο ιδιος εις το χωμα επεσε τεντωμενος, ο [Αχιλλευς] εβη παλι κατά του αμωμου υιου του Πειρους Ριγμου, που από την ευφορην Θρακη ειχεν ελθει, τον εβαλεν εις την μεσην με το ακοντιον, εμπηγη δε εις την κοιλιαν ο χαλκος, κι ερειπιον επεσεν από το οχημα, εκεινος τον θεραποντα Αρηΐθοον που ειχε στρεψει πισω τους ιππους εις την πλατην με οξυ δορυ τον ανυξε, κι από το αρμα ωθησε, και ταραχθησαν οι ιπποι ) Ραψωδια Υ΄ 472-489
27.1.55 Ως δ’ αναμαιμαει βαθε’ αγκεα θεσπιδαες πυρ ουρεος αζαλεοιο, βαυεια δε καιεται υλη, παντη τε κλονεων ανεμος φλογα ειλυφαζει, ως ο γε παντη θυνε συν εγχεΐ δαιμονι ισος, κτεινομενους εφεπων, ρεει δ’ αιματι γαια μελαινα ( όπως μανιαζει εις τα βαθεια φαραγγια το θεοφλεκτον πυρ του ξερου ορους, και το βαθυ καιγεται δασος, κι από παντου ο ταραχωδης ανεμος την φλογαν συστρεφει, ετσι εκεινος [ο Αχιλλευς] παντου ετρεχε με το εγχος ισος με δαιμονα [θεον] πατωντας τους νεκρους, κι ερρεε το αιμα εις την μελανην γην ) Ραψωδια Υ΄ 490-494
27.1.56 «…….αλλα, φιλος, θανε και συ, τιη ολοφυρεαι ουτως; Κατθενε και Πατροκλος, ο περ σεο πολλον αμεινων, ουχ οραας οιος και γω καλος τε μεγας τε; Πατρος δ’ ειμ’ αγαθοιο, θεα δε με γεινατο μητηρ, αλλ’ επι τοι και εμοι θανατος και μοιρα κραταιη, εσσεται η ηως η δελη η μεσου ημαρ, οπποτε τις και εμειο Αρη εκ θυμον εληαι, η ο γε δουρι βαλων η από νευρηφιν οΐστω» ( «……αλλα, φιλε, πεθανε και συ, τι ολοφυρεσαι ετσι; Πεθανε και ο Πατροκλος, που από εσε πολύ καλλιτερος [ητο], δεν βλεπεις πως και εγω [ειμαι] καλος και μεγας; Εκ πατρος ειμαι αγαθου, και θεα με εγεννησε μητερα, αλλα και επανω μου ο θανατος και η μοιρα κραταια, θα είναι πρωΐ η δειλινον η μεσημερι, οποτε καποιος κι από μενα θα παρη την ζωην μου, η βαλλοντας με δορυ η από την νευρα με βελος» [ ο Αχιλλευς ομιλη εις τον Λυκαονα υιον του Πριαμου για την κοινην μοιραν των ανθρωπων ] ) Ραψωδια Φ΄ 106-113
27.1.57 τοφρα δε Πηλεος υιος εχων δολιχοσκιον εγχος Αστεροπαιω επαλτο κατακτημεναι μενεαινων, υιεΐ Πηλεγονος, τον δ’ Αξιος ευρυρεεθρος γεινατο και Περιβοια, Ακεσσαμενοιο θυγατρων πρεσβυτατη, τη γαρ ρα μιγη ποταμος βαθυδινης, τω ρ’ Αχιλευς εδαΐζε κατά ροον ουδ’ ελεαιρεν, οι δ’ οτε δη σχεδον ησαν επ’ αλληλοισιν ιοντες, τον προτερος προεειπε ποδαρκης διος Αχιλλευς, «τις ποθεν εις ανδρων, ο μευ ετλης αντιος ελθειν; Δυστηνων δε τε παιδες εμω μενει αντιοωσι.» Τον δ’ αυ Πηλεγονος προσεφωνεε φαιδιμος υιος, « Πηλεΐδη μεγαθυμε, τιη γενεην ερεεινεις; Ειμ’ εκ Παιονιης εριβωλου, τηλοθ’ εουσης, Παιονας ανδρας αγων δολιχεγχεας, ηδε δε μοι νυν ηως ενδεκατη, οτε Ιλιον ειληλουθα, αυταρ εμοι γενεη εξ Αξιου ευρυ ρεοντος, Αξιου, ος καλλιστον υδωρ επι γαιαν ιησιν, ος τεκε Πηλεγονα κλυτον εγχεΐ, τον δ’ εμε φασι γεινασθαι, νυν αυτε, μαχωμεθα, φαιδιμ’ Αχιλλευ.» ( ωστοσον του Πηλεως ο υιος εχων μακροΐσκιωτον εγχος εις τον Αστεροπαιον πηδηξε μανισμενος να τον σκοτωση, τον υιον του Πηλεγονος, αυτόν ο Αξιος με τις ευρειες ροες εγεννησε και η Περιβοια, από του Ακεσσαμενου τις θυγατερες η πρεσβυτατη , γιατι μ’ αυτην εμιγη ο ποταμος ο βοθυδινης, σ’ αυτόν ο Αχιλλευς εφωρμησε, κι αυτος εμπρος του εκ του ποταμου εσταθηκ’ εχων δυο δορατα και μενος εις τις φρενες του εθηκεν ο Ξανθος [ ο ποταμος] επειδη χολωθη για τους σκοτωμενους νεους , τους οποιους ο Αχιλλευς εσφαζε μεσα εις την ροην του ανελεητα, και όταν αυτοι ησαν κοντα πηγαινοντας επ’ αλληλων, σ’ αυτόν προτερος προσειπεν ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς: «Ποθεν εισαι και ποιος, συ που ετολμησες αντικρυ μου να ελθης; Των δυστυχων μονον τα παιδια σε εμενα εναντια μενουν». Σ’ αυτόν επειτα ειπεν ο λαμπρος υιος του Πηλεγονου : «Πηλεΐδη, μεγαλοθυμε, τι ερωτας για την γενιαν μου; Ειμαι από την ευφορη Παιονια [ συγγενικον ελληνικον φυλον εις την περιοχην βορρειως της Μακεδονιας που καταλαμβανει την σλαυικην Βαρνταρσκα ( δηλαδη τα σημερινα Σκοπια την επονωνομαζομενην από τον Τιτον «Μακεδονια») περιοχην της δυτικης Βουλγαριας και ανατολικης Αλβανιας . Οι Σλαυοι εγκατασταθησαν εις την χερσοννησον του Αιμου τον 7ον αι. μετανομαζοντας πολες περιοχες εις την σλαυικην γλωσσαν] που είναι μακρια, Παιονες ανδρες αγω με μακρια εγχη, τωρα είναι η ενδεκατη αυγη, αφ’ οτου εις το Ιλιον ηλθα, η γενεα μου παλιν από τον Αξιον [ποταμον ο οποιος πηγαζη από εκει] τον ευρυρροον, που το καλλιστον υδωρ επι της γης απλωνει, αυτος που ετεκε τον Πηλεγονα [ονομα συναφη με τον Πηλεαν βασιλεαν της Φθιας και πατηρ του Αχιλλευς, και τον Πελιαν θειον του Ιασωνος της Ιωλκου] ξακουστον εις το εγχος, απ’ αυτόν εγω λενε ότι εγεννηθη, τωρα όμως ας μαχωμεθα, ενδοξε Αχιλλεα».)
27.1.58 Ως φατ’ απειλησας, ο δ’ ανεσχετο διος Αχιλλευς Πηλιαδα μελιην, ο δ’ αμαρτη δουρασιν αμφις ηρως Αστεροπαιος, επει περιδεξιος ηεν, και ρ’ ετερω μεν δουρι σακος βαλεν, ουδε διαπρο ρηξε σακος, χρυσος γαρ ερυκακε, δωρα θεοιο, τω δ’ ετερω μιν πηχυν επιγραβδην βαλε χειρος δεξιτερης, συτο δ’ αιμα κελαινεφες, η δ’ υπερ αυτου γαιη ενεστηρικτο, λιλαιομενη χροος ασαι, δευτερος αυτ’ Αχιλευς μελιην ιθυπτιωνα Αστεροπαιω εγκε κατακταμεναι μενεαινων, και του μεν ρ’ αφαμαρτεν, ο δ’ υψηλην βαλεν οχθην, μεσσοπαγες δ’ αρ’ εθηκε κατ’ οχθης μειλινον εγχος, Πηλεΐδης δ’ αορ οξυ ερυσσαμενος παρα μηρου αλτ’ επι οι μεμαως, ο δ’ αρα μελιην Αχιληος ου δυνατ’ εκ κρημνοιο ερυσσαι χειρι παχειη, τρις μεν μιν πελεμιξεν ερυσσασθαι μενεαινων, τρις δε μεθηκε βιης, το δε τετρατον ηθελε θυμω αξαι επιγναψας δορυ μειλινον Αιακιδαο, αλλα πριν Αχιλευς σχεδον αορι θυμον απηυρα γαστερα γαρ μιν τυψε παρ’ οφθαλμον, εκ δ’ αρα πασαι χυντο χαμαι χολαδες, τον δε σκοτος οσσε καλυψεν ασθμαινοντ’ Αχιλλευς δ’ αρ’ ενι στηθεσσιν ορουρας ( αυτά ειπε [ο Αστεροπαιος] και απειλησε, ο δε θεΐκος Αχιλλευς σηκωσε την μελια από το Πηλιον, ταυτοχρονως και τα δυο δορατα ο ηρως Αστεροπαιος, γιατι ητο ζερβοδεξος, κι με το ένα δορυ την ασπιδα εβαλε, όμως δεν διαρρηξε την ασπιδα, γιατι ο χρυσος εμποδιζε, δωρον των θεων, με το ετερον εβαλε και του χαραξε τον πηχυν της δεξιας χειρος, και χυνοταν αιμα μαυρον, το δορυ υπερεβη αυτου και εις την γην εσταθη, κι ας ηθελε με σαρκα να χορταση, δευτερος τοτε ο Αχιλλευς την ευθυπετουσα μελια εις τον Αστεροπαιον πεταξε να τον σκοτωση επιθυμωντας, αστοχησε όμως και την υψηλην εβαλεν οχθην και ως την μεσην χωθηκε το μελενιον εγχος , ο Πηλεΐδης ξιφος εσυρεν από τον μηρον και πηδηξε εναντιον του με μενος, ο άλλος την μελιαν του Αχιλλεως δεν ηδυνατο να συρη εκ του κρημνου με το παχυν του χερι, τρεις φορες την επαλεν επιθυμωντας να την συρην και τρις τον αφησε η δυναμις, την τεταρτην ως ηθελε να σπαση καμπτοντας το δορυ από μελια του Αιακιδου, τον προλαβεν ο Αχιλλευς κι από κοντα με ξιφος του πηρε την ζωην ) Ραψωδια Φ΄ 161-179
27.1.59 Αχιλλευς δ’ αρ’ ενι στηθεσσιν ορουσας τευχεα τα’ εξεναριζε και ευχομενος επος ηυδα, «κεισ’ ουτως, χαλεπον τοι ερισθενεος Κρονιωνος παισιν εριζεμεναι ποταμοιο περ εκγεγαωτι, φησθα συ μεν ποταμου γενος εμμεναι ευρυ ρεοντος, αυταρ εγω γενεην μεγαλου Διος ευχομαι είναι. Τικτε μ’ ανηρ πολλοισιν ανασσων Μυρμοδονεσσι, Πηλευς Αιακιδης , ο δ’ αρ’ Αιακος εκ Διος ηεν. Τω κρεισσων μεν Ζευς ποταμων αλιμυρηεντων, κρεισσων αυτε Διος γενεη ποταμοιο τετυκται. Και γαρ συ ποταμος γε παρα μεγας, ει δυναται τι χραισμειν. Αλλ’ ουκ εστι Διι Κρονιωνι μεχεσθαι, τω ουδε κρειων Αχελωΐος ισοφαριζει, ουδε βαθυρρειταο μεγα σθενος Ωκεανοιο, εξ ου περ παντες ποταμοι και πασα θαλασσα και πασαι κρηναι και φρειατα μακρα ναουσιν, αλα και ος δειδοικε Διος μεγαλοιο κεραυνον δεινην τε βροντην, οτ’ απ’ ουρανοθεν σμαραγηση.» Η ρα, και εκ του κρημνοιο ερυσσατο χαλκεον εγχος, τον δε κατ’ αυτοθι λειπεν, επει φιλον ητορ απηυρα, κειμενον εν ψαμαθοισιν, διαινε δε μιν μελαν υδωρ. Τον μεν αρ’ εγχελυες τε και ιχθυες αμφεπενοντο, δημον ερεπτομενοι επινεφριδιον κειροντες ( κι ο Αχιλλευς εις τα στηθη του πηδωντας τα οπλα του πηρε και καυχομενος του φωναξε: « Εκει να κοιτεσαι, χαλεπον με του ανικητου Κρονιωνος τα παιδια να εριζης αν και από τον ποταμον εγεννηθης, ελεγες εσυ εκ ποταμου ευρυρροου το γενος σου πως είναι, κι εγω παλι από την γενια του μεγαλου Διος καυχωμαι ότι ειμαι, με εγεννησε ανδρας με πολλους ανασσων Μυρμοδονες, ο Πηλευς Αιακιδης, κι ο Αιακος εκ του Διος ητο, και οσον υπερτερος ο Ζευς των ποταμων που εις τα πελαγη ρεουν τοσον υπερτερα και του Διος η γενια από τον ποταμον είναι, βεβαιως κοντα σου τρεχει ποταμος μεγας, αν δυναται σε κατι να σου χρησιμευση, αλλα αδυνατης με τον Κρονιωνα Διαν να μαχεσθαι, ουτε ο κραταιος Αχελωος τον ισοφαριζει, ουτε και του βαθυρροου Ωκεανου το μεγα σθενος, εξ ου παντες οι ποταμοι και πασα θαλασσα και πασαι κρηναι και φρεατα πηγαζουν, αλλα κι αυτος φοβαται του μεγαλου Διος τον κεραυνον και την δεινην βροντην, όταν από τον ουρανον βροντηση». [ ο Αχιλλευς ωμιλη εις τον νικημενον Αστεροπαιον] Αυτά ειπε, κι από τον κρημνον εσυρε το χαλκινον εγχος, και αυτόν εγκατελιπεν εκει, αφου του πηρε την ζωην, κειμενον εις τις αμμους, να βρεχεται από το μελαν υδωρ, κι αυτόν χελια και ιχθεις περιτριγυριζαν το λιπος δρεποντες επι των νεφρων και τρωγοντες ) Ραψωδια Φ΄ 182-199
27.1.60 αυταρ ο βη ρ’ ιεναι μετα Παιονας ιπποκορυστας, οι ρ’ ετι παρ ποταμον πεφοβηατο δινηεντα, ως ειδον τον αριστον ενι κρατερη υσμινη χερσ’ υπο Πηλεΐδο και αορι ιφι δαμεντα, ενυ’ ελε Θερσιλοχον τε Μυδωνα τε Αστυπολον τε Μνησον τε Θρασιον τε και Αινιον ηδ’ Οφελεστην, και νυ κ’ ετι πλεονας κτανε Παιονας ωκυς Αχιλευς, ει μη χωσαμενος προσεφη ποταμος βαθυδινης, ανερι εθσαμενος, βαθεης δ’ εκ φθεγξατο δινης : «………..» ( επειτα [ο Αχιλλευς] εβη να παη εις τους αρματομαχους Παιονες, οι οποιοι ακομη και εις τον ποταμον εφευγαν με τις δινες, ως ειδαν τον αριστον, εις την κρατερην μαχην από τα χερια του Πηλειαδου και το ξιφος να εχη σκοτωθη, εκει σκοτωσε τον Θερσιλοχον και τον Μυδωνα και τον Αστυπαλον και τον Μνησον και τον Θρασιον και τον Αινιον και τον Οφελεστην, και πλειονες ακομη θ’ απεκτεινε Παιονες ο γρηγορος Αχιλλευς, αν χωλοθεις δεν του ελεγε ο ποταμος με τις βαθεις δινες, με ανδρα ομοιος, και φωναξε από τις βαθειες του δινες : «……….» [ Παιονες με ελληνικα ονοματα, όχι με βανγκικα και χριστιανικα που εχουν οι κατοικους της σλαυικης Βαρντασκα οι οποιοι θελουν να ονομασουν την χωραν τους «Μακεδονια», δια να αποκτησουν μια ετοιμη ιστορια, ομοιως και των 95% του πληθυσμου των κατοικων της μητροπολιτικης Ελλαδος, οι οποιοι είναι χριστιανοι και εχουν ηδη σφετερισθη επιτυχως από το 1821 το ονομα «Ελλας», αποκτωντας και αυτοι μια ετοιμη ιστορια , και ζουν από αυτό ] ) ΡΑψωδια Φ΄ 205-214
27.1.61 και Αχιλλευς μεν δουρικλυτος ενθορε μεσσω κρημνου απαΐξας, ο δ’ επεσσυτο, οιδματι θυων, παντα δ’ ορινε ρεεθρα κυκωμενος, ωσε δε νεκρους πολλους, οι ρα κατ’ αυτόν αλις εσαν, ους κταν’ Αχιλλευς, τους εκβαλλε θυραξε, μεμυκως ηΰτε ταυρος, χερσονδε, ζωους δε σαω κατά καλα ρεεθρα, κρυπτων εν δινησι βαθειησιν μεγαλησι. Δεινον δ’ αμφ’ Αχιληα κυκωμενον ιστατο κυμα, υθει δ’ εν σακεΐ πιπτων ροος ουδε ποδεσσιν ειχε στηριξασθαι, ο δε πτελεην ελε χερσιν ευφυεα μεγαλην, η δ’ εκ ρεζεων εριπουσα κρημνον απαντα διωσεν, επεσχε δε καλα ρεεθρα οζοισιν πυκινοισι, γεφυρωσεν δε μιν αυτόν εισω πασ’ εριπουσ’ ο δ’ αρ’ εκ δινης ανορουσας ηΐξεν πεδιοιο ποσι κραιπνοισι πετεσθαι, δεισας, ουδε τα’ εληγε θεος μεγας, ωρτο δ’ επ’ αυτω ακροκελαινιοων, ινα μιν παυσετε πονοιο διον Αχιλληα, Τρωεσσι δε λογον αλαλκοι ( ο ξακουστος εις το δορυ Αχιλλευς πηδησε μεσα από τον κρημνον ορμωντας, κι ο [ποταμος Ξανθος κατά θεων η Σκαμανδρος κατά θνητων] εφωρμησε με φουσκωμενον κυμα, κι όλα τα ρειθρα αναταραξε απ’ ακρην εις ακρην, κι απωθησε νεκρους πολλους, που μεσα του αφθονοι ησαν, τους οποιους απεκτεινεν ο Αχιλλευς, τους εβγαλε εξω εις την ξηραν, μυκωμενος σαν ταυρος, τους ζωντανους εσωζε εις τα ομορφα του ρειθρα, κρυβονντας τους εις τις βαθειες και μεγαλες του δινες, και δεινον, γυρω από τον Αχιλλεαν ταραγμενον ιστατο κυμα, και τον ωθουσε η ροη εις την ασπιδαν πεφτοντας, κι ουτε τα ποδια ειχε που να τα στηριξη, εκεινος μια φτελια επιασε με τα χερια καλοφυτη μεγαλη, εκεινη όμως ξερριζωθη κι ολον τον κρημνον συμπαρεσυρε, κι εμποδισε τα ωραια ρειθρα με τους πυκνους της κλωνους, και γεφυρωσεν τον ποταμον μεσα του καθως επεσε, κι εκεινος από την δινην τιναχθη εξω, και εις το πεδιον με τα γοργα του ποδια ετρεξε τρομαγμενος, ουτε όμως εληγεν ο μεγαλος θεος, ωρμησ’ επ’ αυτου ακρομελανος, για να καταπαυση από τον πολεμον τον θεΐκον Αχιλλεαν, κι από τους Τρωες τον θανατον να αποκρουση [η μαχη του Αχιλλεως με τον ποταμον Ξανθον] ) Ραψωδια Φ΄ 233-250
27.1.62 Πηλεΐδης δ’ απορουσεν οσον τα’ επι δουρος ερωη, αιετου οιματ’ εχων μελανος, του θηρητηρος, ος θ’ αμα καρτιστος τε και ωκιστος πετεηνων τω εΐκως ηΐξεν, επι στηθεσσι δε χαλκος σμερδαλεον κοναβιζεν υπαιθα δε τοιο λιασθεις φευγ’, ο δ’ οπισθε ρεων επετο μεγαλω ορυμαγδω……..οσσακις δ’ ορμησειε ποδαρκης διος Αχιλλευς στηναι εναντιβιον και γνωμεναι ει μιν απαντες αθανατοι φοβεουσι, τοι ουρανον ευριν εχουσι, τοσσακι μιν μεγα κυμα διιπετεος ποταμοιο πλαζ’ ωμους καθυπερθεν, ο δ’ υψοσε ποσσιν επηδα θυμω ανιαζων, ποταμος δ’ υπο γουνατ’ εδαμνα λαβρος υπαιθα ρεων, κονιην δ’ υπερεπτε ποδοιιν…….και επωρτ’ Αχιληΐ κυκωμενος, υψοσε θυων, μορμυρων αφρω τε και αιματι και νεκυεσσι. Πορφυρεον δ’ αρα κυμα διιπετεος ποταμοιο ιστατ’ αειρουμενον, κατά δ’ ηρεε Πηλεΐωνα, Ηρη δε μεγ’ αΰσε περιδεισασ’ Αχιληΐ, μη μιν αποερδειε μεγας ποταμος βαθυδινης, αυτικα δ’ Ηφαιστον προσεφωνεεν, ον φιλον υιον: « ορσεο, κυλλοποδιον, εμον τεκος………» …….Ως εφαθ’, Ηφαιστος δε τιτυσκετο θεσπιδαες πυρ, πρωτα μεν εν πεδιω πυρ δαιετο, καιε δε νεκρους πολλους, οι ρα κατ’ αυτόν αλις εσαν, ους κταν’ Αχιλλευς, παν δ’ εξηρανθη πεδιον, σχετο δ’ αγλαον υδωρ ( Ο Πηλεΐδης πηδησε οσον του δορατος η ριψια , του αετου την οψιν εχων του μελανος, του θηρευτηρος, που συναμα κρατιστος και ταχιστος είναι των πετεινων, μ’ αυτόν ομοιος πηδησε, και εις τα στηθη του ο χαλκος τρομερα βροντησεν, κι εκεινος παραμεριζοντας εφευγε, μα ο ποταμος οπισθεν ρεων ακολουθησε με μεγαλον ορυμαγδον ……..οσακις εστρεφε ο γοργοποδαρος θεΐκος Αχιλλευς να σταθη εναντια εις το ρευμα και να δη αν απαντες οι αθανατοι τον φευγατιζουν, αυτοι που τον ευρυ ουρανον εχουν , τοσακις το μεγα κυμα του ουρανογεννητου ποταμου του επληττε τους ωμους επανωθε, κι αυτος υψηλα με τα ποδια επηδα τρομαγμενος, κι ο ποταμος τα γονατα του εδαμαζε λαβρος από κατω ρεων, το κονιαμα παιρνοντας κατω από τα ποδια………κι εφωρμησεν [ ο ποταμος] εις τον Αχιλλεαν μυκωμενος ψηλα φουσκωνοντας, παφλαζοντας με αφρο και αιμα και νεκρους, και πορφυρον το κυμα του ουρανογεννητου ποταμου ιστατ’ ορθο, κι ηθελε κατω να ριξη τον Πηλεΐωνα , κι η Ηρα μεγαφωνησεν επειδη φηβηθη για τον Αχιλλεαν, μηπως τον παρασυρη ο μεγας βαθυδινης ποταμος, κι αμεσως τον Ηφαιστον φωναξε, τον προσφιλην της υιον: « σηκω, στραβοποδην, τεκνον μου [τος στελνη να βοηθηση τον Αχιλλεαν] )……..»……..κι ο Ηφαιστος αναβει θεοκλετον πυρ, και πρωτα εις την πεδιαδα αναβε πυρ, κι ακαιε νεκρους πολλους, οι οποιοι εκει σωρηδον ησαν, οσους απεκτεινεν ο Αχιλλευς, κι ολον εξηρανθη το πεδιον κι ανασχεθηκε το λαμπρον υδωρ) Ραψωδια Φ΄ 251-256 265-271 324-330 342-345
27.1.63 εν δ’ αλλοισι θεοισιν ερις πεσε βεβριθυια αργαλεη, διχα δε σφιν ενι φρεσι θυμος αητο, συν δ’ επεσον μεγαλω παταγω, βραχε δ’ ευρεια χθων, αμφι δε σαλπιγξεν μεγας ουρανος. Αΐε δε Ζευς ημενος Ουλυμπω εγελασσε δε οι φιλον ητορ γηθοσυνη, οθ’ ορατο θεους εριδι ξυνιοντας ( όμως εις τους θεους ερις αναψε βαρεια φοβερη, και διχογνωμησε εις τις φρενες η καρδιαν τους, συγκρουσθησαν λοιπον με παταγο μεγαλο, και βρυχηθη η ευρεια γη, και γυρω σαλπιγξεν ο μεγας ουρανος, ακουγεν ο Ζευς καθημενος εις τον Ολυμπον κι εγελασε το φιλοκαρδιν του από ευχαριστησιν ορωντας τους θεους σε εριδα να μπαινουν ) Ραψωδια Φ΄ 385-390
27.1.64 ενθ’ οι γ’ ουκετι δηρον αφεστασαν, ηρχε γαρ Αρης ρινοτορος, και πρωτος Αθηναιη επορουσε χαλκεον εγχος εχων, και ονειδειον φατο μυθον, « τιπτ’ αυτ’ ω κυναμυια , θεους εριδα ξυνελαυνεις θαρσος αητον εχουσα, μεγας δε σε θυμος ανηκεν; Η ου μεμνη οτε Τυδεΐδην Διομηδε’ ανηκας ουταμεναι, αυτή δε πανοψιον εγχος ελουσα ιθυς εμευ ωσας, δια δε χροα καλον εδαψας; Τω σ’ αυ νυν οΐω αποτεισεμεν οσσα εοργας.» Ως ειπεν ουτησε κατ’ αιγιδα θυσσανοεσσαν σμερδαλεην, ην ουδε Διος δαμνασι κεραυνος, τη μιν Αρης ουτησε μιαιφονος εγχεΐ μακρω, η δ’ αναχασσαμενη λιθον ειλετο χειρι παχειη κειμενον εν πεδιω μελανα, τρηχυν τε μαγαν τε, τον ρ’ ανδρες προτεροι θεσαν εμμεναι ουρον αρουρης , τω βαλε θουρον Αρηα κατ’ αυχενα, λυσε δε γυια, επτα δ’ επεσχε πελεθρα πεσων, εκονισε δε χαιτας, τευχεα τα’ αμφαραβησε, γελασσε δε Παλλας Αθηνη, και οι επευχομενη επεα πτεροεντα προσηυδα, «νηπυτι’, ουδε νυ πω περ επεφρασω οσσον ορειων ευχομ’ εγων εμεναι, ότι μοι μενος ισοφαριζεις……» ( δεν εμεινεν επι πολύ μακρια, ο Αρης εκαμεν αρχην ο ασπιδοθραυστης, και πρωτος εις την Αθηναν εφωρμησεν χαλκινον εγχος εχων, και ονειδειστικον της ειπε μυθον: «γιατι παλι, κυνομυιγα, τους θεους σε εριδα φερνεις θρασος εχουσα τρομερον, και μεγας θυμος σε παρακινει; Η δεν ενθυμησε όταν τον Τυδεΐδην Διομηδην ξεσηκωσες να με λαβωση, κι εσυ η ιδια λαμπρον εγχος παιρνοντας ευθυς σε εμενα το εσπρωξες και το ομορφον μου δερμα ξεσχισες; Τωρα λοιπον νομιζω ότι θα μου πληρωσης οσα μου εκαμες». Ως ειπον επληξε την θυσανωτην αιγιδα την τρομερην, την ποιαν ουτε του Διος δεν δαμαζει ο κεραυνος, εκει ο ανδροφονος Αρης την επληξε με εγχος μακρον, εκεινη υποχωρωντας λιθον επηρε με το βαρυ χεριν της κειμενον εις το πεδιον μελανον, τραχυ και μεγα, που ενδρες παλαιοι την ειχαν θεσει ως συνορον εις τα κτηματα τους, μ’ αυτόν εβαλε τον θουριον Αρην εις τον αυχενα, και του ελυσε τα γονατα, επτα επιασε πλεθρα πεσων και σκονισε τις χαιτες του, ενώ τα οπλα του γυρω βροντησαν, γελασε η Παλλας Αθηνα και ευχομενη επη φτερωτα προσειπε: « νηπιε, ουτε που καταλαβες ποσον πολεμικωτερα καυχωμαι εγω πως ειμαι, και πας το μενος μου να ισοφορισης……..». Ραψωδια Φ΄ 391-411
27.1.65 Τον δ’ αυτε προσεειπεν αναξ εκαεργος Απολλων, «εννοσιγαι, ουκ αν με σαοφρονα μυθησαιο εμμεναι, ει δη σοι γε βροτων ενεκα πτολεμιξω δειλων, οΐ φυλλοισιν εοικοτες αλλοτε μεν τε ζαφλεγεες τελεθουσιν, αρουρης καρπον εδοντες, αλλοτε δε φθινυθουσιν ακηριοι, αλλα ταχιστα παυωμεσθα μαχης, οι δ’ αυτοι δηριαασθων.» Ως αρα φωνησας παλιν ετραπετ’ αιδετο γαρ ρα πατροκασιγνητοιο μιγημεναι εν παλαμησι ( σ’ αυτόν επειτα προσειπεν ο αναξ μακροσαΐτευτης Απολλων: «κοσμοσειστη , [ο Ποσειδων] δεν θα ελεγες σωφρων ότι ειμαι, αν με εσενα τωρα πολεμον κινησω ενεκα των θνητων των δυστυχων, οι οποιοι με φυλλα ομοιοι αλλοτε μεν είναι ολο ζωντανια, τον καρπον της γης τρωγοντες, αλλοτε δε φθινουν και αφανιζονται, αλλα ταχιστα ας παυσουμε την μαχην, κι αυτοι μονοι τους ας πολεμησουν», ετσι ως εφωνησε πισω εστραφη, γιατι ντρεποταν με τον αδελφον του πατρος του να ελθη εις τα χερια [ η αιδως του Απολλωνος προς τον θειον του , είναι η αρετη του σεβασμου προς τον πρεσβυτερον και εις τον συγγενην, αρετη των Ελληνων προς γονεις και πρεσβυτερους] ) Ραψωδια Φ΄ 461-469
27.1.66 ως Αντηνορος υιος αγαυου, διος Αγηνωρ, ουκ εθελεν φευγειν, πριν πειρησαιτ’ Αχιληος, αλλ’ ο γ’ αρ ασπιδα μεν προσθ’ εσχετο παντοσ’ εΐσην, εγχειη δ’ αυτοιο τιτυσκετο, και μεγ’ αΰτει, «η δη που μαλ’ εολπας ενι φρεσι, φαιδιμ’ Αχιλλευ, ηματι τωδε πολιν περσειν Τρωων αγερωχων, νηπυτι’ η τ’ ετι πολλα τετευξεται αλγε’ επ’ αυτή, εν γαρ οι πολεες τε και αλκιμοι ανερες ειμεν, οι και προσθε φιλων τοκεων αλοχων τε και υιων Ιλιον ειρυομεσθα, συ δ’ ενθαδε ποτμον εφεψεις, ωδ’ εκπαγλος εων και θαρσαλεος πολεμιστης.» Η ρα, και οξυν ακοντα βαρειης χειρος αφηκε, και ρ’ εβαλε κνημην υπο γουνατος ουδ’ αφαμαρτεν, αμφι δε οι κνημις νεοτευκτου κασσιτεροιο σμερδαλεον κοναβησε , παλιν δ’ από χαλκος ορουσε βλημενου, ουδ’ επερησε, θεου δ’ ηρυκακε δωρα, Πηλεΐδης δ’ ωρμησατ’ Αγηνορος αντιθεοιο δευτερος, ουδ’ ετ’ εασεν Απολλων κυδος αρεσθαι, αλλα μιν εξηρπαξε, καλυψε δ’ αρ’ ηερι πολλη, ησυχιον δ’ αρα μιν πολεμου εκπεμπε νεεσθαι. ( ετσι ο λαμπρος υιος Αντηνορος, του θεΐκου Αγηνωρου, δεν ηθελε να φυγη, πριν δοκιμαση τον Αχιλλεαν, και ειχε εμπρος του την ισοκυκλην ασπιδα, και σημαδευοντας τον με το εγχος κραυγασε: «αληθως ελπιζεις εις τις φρενες σου, λαμπρε Αχιλλεα, πως την ημεραν ετουτην την πολιν θα εκπορθησης των αγερωχων Τρωων, νηπιε, πολλοι ακομη θρηνοι θα γινουν γι’ αυτην, γιατι μεσα πολλοι και αλκιμοι ανδρες ειμαστε, οι οποιοι υπερ των αγαπημενων μας γονιων, συζυγων και υιων το Ιλιον φυλασουμε, συ όμως εδώ θα σκοτωθης κι ας εισαι εκπαγλος κι ατρομητος πολεμιστης». Ειπε, και το οξυ ακοντιον με το βαρυ του χερι αφηκε και τον εκτυπησε εις την κνημην υπο το γονατον χωρις να λαθεψη, και γυρω η κνημις από νεοτευκτον κασσιτερον βροντησε τρομερα, ο χαλκος πισω πηδησεν κτυπωντας, ουτε την περασε, γιατι εμποδισαν τα δωρα των θεων, ο Πηλεΐδης ωρμησε εις τον ισοθεον Αντηνορα δευτερος , αλλ’ όμως δεν τον αφησεν ο Απολων να παρη δοξα, αλλα εξηρπασε αυτόν, τον εκαλυψε με πολλην ομιχλην, και υσηχα εξω από τον πολεμον τον εβγαλε να φυγη ) Ραψωδια Φ΄ 579-698
27.1.67 Ως οι μεν κατά αστυ πεφυζοτες ηΰτε νεβροι ιδρω απεψυχοντο πιον τα’ ακεοντο τε διψαν, κεκλιμενοι καλησιν επαλξεσιν, αυταρ Αχαιοι τειχος ασσον ισαν, σακε’ ωμοισι κλιναντες Εκτορα δ’ αυτου μειναι ολοιη μοιρα πεδησεν Ιλιου προπαροιθε πυλαων τε Σκαιαων, αυταρ Πηλεΐωνα προσηυδα Φοιβος Απολλων, «τιπτε με, Πηλεος υιε, ποσιν ταχεεσσι διωκεις, αυτος θνητος εων θεον αμβροτον; Ουδε νυ πω με εγνως ως θεος ειμι ,συ δ’ ασπερχες μενεαινεις, η νυ τοι ου τι μελει Τρωων πονος, ους εφοβησας, οι δη τοι εις αστυ αλεν, συ δε δευρο λιασθης, ου μεν με κτενεεις, επει ου τοι μορσιμος ειμι.» ( εκεινοι μεσα εις το αστυ φευγοντας σαν ελαφοπουλα από τον ιδρωτα τους αποψυχθησαν και επιναν να ξεδιψασουν, κεκλιμενοι εις τις ομορφες επαλξεις, όμως οι Αχαιοι εις το τειχος εγγυτερα πηγαιναν, με τις ασπιδες εις τους ωμους γερμενες, τον Εκτορα αυτου να μεινη η ολεθρια μοιρα πεδικλωσε προ του Ιλιου και των Σκαιων πυλων, όμως εις τον Πηλεΐδην προσειπεν ο Φοιβος Απολλων: «γιατι εμε, του Πηλεως υιε, με τα ταχυ σου ποδια διωκεις, θνητος εσυ θεον αθανατον; Λοιπον εγω ακομη δεν καταλαβες ότι θεος ειμαι, και συ σφοδρως [μ’εμε] μανιαζεις, δεν σε μελλει πια ο πολεμος με τους Τρωες, που τους φευγατιζες και τωρα εις το αστυ τρυπωσαν, ξεμενοντας εσυ εδώ, εμε δεν θα αποκτεινης , επειδη βεβαιως εγω θνητος δεν ειμαι». ) Ραψωδια Χ΄ 1-13
27.1.68 « Εκτορ, μη μοι μιμνε, φιλον τεκος, ανερα τουτον οιος ανευθ’ αλλων, ινα μη ταχα ποτμον επισπης Πηλεΐωνι δαμεις, επει η πολύ φερτερος εστι………και γαρ νυν δυο παιδε, Λυκαονα και Πολυδωρον, ου δυναμαι ιδεειν Τρωων εις αστυ αλεντων, τους μοι Λαοθοη τεκετο, κρειουσα γυναικων ……» ( « Εκτωρ, μη μου μενης, προσφιλες τεκνον, εμπροσθεν αυτου του ανδρος μονος χωρις τους αλλους, για να μην βρης ταχεια τον θανατον από τον Πηλεΐωνα δαμασθεις, επειδη πολύ καλλιτερος σου είναι…….. γιατι τωρα δυο παιδια, τον Λυκαονα και τον Πολυδωρον, δεν δυναμαι να ιδω αναμεσα εις τους Τρωες που εις το αστυ μαζευθησαν, τους οποιους η Λαοθοη μου ετεκε η κραταιοτατη των γυναικων…..» [ ο Πριαμος συμβουλευη τον υιον του Εκτορα ] ) Ραψωδια Χ΄ 38 46
27.1.69 Ως ορμαινε μενων, ο δε οι σχεδον ηλθεν Αχιλλευς ισος Ενυαλιω, κορυθαΐκι πτολεμιστη, σειων Πηλιαδα μελιην κατά δεξιον ωμον δεινην, αμφι δε χαλκος ελαμπετο εικελος αυγη η πυρος αιθομενου η ηελιου ανιοντος, Εκτορα δ’ , ως ενοησεν, ελε τρομος, ουδ’ αρ’ ετ’ ετλη αυθι μενειν, οπισω δε πυλας λιπε, βη δε φοβηθεις ( αυτά σκεπτοταν προσμενοντας, και ηλθε κοντα του ο Αχιλλευς ισος με τον Ενυαλιον, τον πολεμισην με την περικεφαλαιαν, σειων το μελινον κονταρι του Πηλιου εις τον δεξιν του ωμον το δεινον, και γυρω ο χαλκος ελαμπεν ομοιος με ανταυγεια η πυρος καιομενου η ηλιου ανατελλοντος, μολις τον ειδε ο Εκτωρ τρομαξε, ουτε αντεξεν εκει να μεινη, οπισω εις τις πυλες αφησε και αρχισε να τρεχη, ο Πηλεΐδης εφωρμησε εις τα γρηγορα ποδια του εχοντας πεποιθησι ) Ραψωδια Χ΄ 131
27.1.70 Την δ’ απαμειβομενος προσεφη νεφεληγερετα Ζευς, «θαρσει, Τριτογενεια, φιλον τεκος, ουν νυ τι θυμω προφρονι μυθεομαι, εθελω δε τοι ηπιος είναι, ερξον οπη δη τοι νοος επλετο, μηδ’ ετ’ ερωει.» ( εις αυτην απαντωντας προσειπεν ο νεφεληγερετης Ζευς, « εχε θαρρος, Τριτογενεια, φιλον τεκνον, με την καρδιαν μου προφρονα δεν ωμιλω, και θελω καλος με εσενα να ειμαι, καμε όπως ο νους σου λεγει και μην βραδυνης» [ο Ζευς εχει μια αδυναμια αγαπης για την κορην του Αθηνα] ) Ραψωδια Χ΄ 182-185
27.1.71 « ου σ’ ετι, Πηλεος υιε, φοβησομαι, ως το παρος περ τρις περι αστυ μεγα Πριαμου διον, ουδε ποτ’ ετλην μειναι επερχομενον, νυν αυτε με θυμος ανηκε στημεναι αντια σειο, ελοιμι κεν αλοιν, αλλ’ αγε δευρο θεους επιδωμεθα, τοι γαρ αριστοι μαρτυροι εσσονται και επισκοποι αρμονιαων, ου γαρ εγω σ’ εκπαγλον αεικιω, αι κεν εμοι Ζευς δωη καμμονιην, σην δε ψυχην αφελωμαι, αλλ’ επει αρ κε σε συλησω κλυτα τευχε’, Αχιλλευ, νεκρον Αχαιοισιν δωσω παλιν, ως δε συ ρεζειν» ( «υιε του Πηλεως, δεν θα φυγω πια όπως πριν τρις φορες γυρισα το μεγα αστυ του θεΐκου Πριαμου, όταν δεν αντεξα να μεινω ενώ επερχοσουν, τωρα επιθυμω να σταθω εναντιαν σου, ισως σε σκοτωσω η με σκοτωσης, αλλ’ ελα εδώ τους θεους να επικαλεσθουμε γιατι αριστοι μαρτυρες θα είναι και επιτηρητες των συνθηκων, γιατι εγω δεν θα σε κακομεταχειρισθω, αν σε με ο Ζευς δωση την νικην, και την ψυχην σου παρω, αλλ’ αφου συλησω από σε τα περικλυτα οπλα, Αχιλλευ, τον νεκρον εις τους Αχαιους θα δωσω παλιν, ετσι και εσυ να πραξης» ) Ραψωδια Χ΄ 250-259
27.1.72 και αμπεπαλων προΐιει δολοχισκιον εγχος, και το μεν αντα ιδων ηλευατο φαιδιμος Εκτωρ, εζετο γαρ προΐδων, το δ’ υπερπατο χαλκεον εγχος, εν γαιη δ’ επαγη …….και αμπεπαλων προΐει δολιχοσκιον εγχος, και βαλε Πηλεΐδαο μεσον σακος, ουδ’ αφαμαρτε, τηλε δ’ απεπλαχθη σακεος δορυ ,χωσατο δ’ Εκτωρ οττι ρα οι βελος ωκυ ετωσιον εκφυγε χειρος, στη δε κατηφησας, ουδ’ αλλ’ εχε μειλινον εγχος ( και παλλοντας ερριξε το μακροΐσκιωτον εγχος, κι αντικρυ ιδων το απεφυγεν ο λαμπρος Εκτωρ γιατι μολις το ειδε καθισε, και υπεριπτατο το χαλκινον εγχος, και εις την γην εμπηγη……..και αναπαλλοντας αρριξε το μακροΐσκιωτον εγχος, και εβαλε του Πηλεΐδου την ασπιδα εις το μεσον χωρις ν’ αστοχηση, κι αποτιναχθη μακρια από την ασπιδα το δορυ, χολωθηκε ο Εκτωρ διοτι το ταχυ του δορυ ματαια εξεφυγε της χειρος, εσταθη κατηφης, κι ουτε αλλον ειχε μελενιον εγχος ) Ραψωδια Χ΄ 273 289
27.1.73 ορμηθη ο Αχιλευς, μενεος δ’ εμπλησατο θυμον αγριου, προσθεν δε σακος στερνοιο καλυψε καλον δαιδαλεον, κορυθι δ’ επενευε φαεινη τετραφαλω, καλαι δε περισσειοντο εθειραι χρυσεαι, ας Ηφαιστος ιει λοφον αμφι θαμειας, οιος δ’ αστηρ εισι μετ’ αστρασι νυκτος αμολγω εσπερος, ος καλλιστος εν ουρανω ισταται αστηρ, ως αιχμης απελαμπ’ ευηκεος, ην αρ’ Αχιλλευς παλλεν δεξιτερη φρονεων κακον Εκτορι διω, εισοροων χροα καλον, οπη ειξειε μαλιστα, του δε και άλλο τοσον μεν εχε χροα χαλκεα τευχεα, καλα, τα Πατροκλοιο βιην εναριξε κατακτας, φαινετο δ’ η κληΐδες απ’ ωμων αυχεν’ εχουσι, λαυκανιην, ινα τε ψυχης ωκιστος ολεθρος τη ρ’ επι οι μεμαωτ’ ελασ’ εγχεΐ διος Αχιλλευς, αντικρυ δ’ απαλοιο δι’ αυχενος ηλυθ’ ακωκη, ουδ’ αρ’ απ’ ασφαραγον μελιη ταμε χαλκοβαρεια, οφρα τι μιν προτιειποι αμειβομενος επεεσσιν, ηριπε δ’ εν κονιης………τελος θανατοιο καλυψε, ψυχη δ’ εκ ρεθεων πταμενη Αΐδοσδε βεβηκει, ον ποτμον γοοωσα, λιπουσ’ ανδροτητα και ηβην, τον και τεθνηωτα προσηυδα διος Αχιλλευς, « τεθναθι, κηρα δ’ εγω τοτε δεξομαι, οπποτε κεν δη Ζευς εθελη τελεσαι ηδ’ αθανατοι θεοι αλλοι.» Η ρα, και εκ νεκροιο ερυσσατο χαλκεον εγχος, και το γ’ ανευθεν εθηχ’, ο δ’ απ’ ωμων τευχε’ εσυλα αιμοτοεντ’ αλλοι δε περιδραμον υΐες Αχαιων, οι και θηησαντο φυην και ειδος αγητον Εκτορος ( κι ωρμησε ο Αχιλλευς, εμπλεως μενους εις τα στηθη αγριου, αφου πριν το στερνο καλυψε με την ασπιδα την καλη και στολισμενη, κι η περικεφαλαια ενευεν η φαεινη η τετραφαλη [ειχε τεσσαρα λοφια] και περισειονταν οι ομορφες τριχες οι χρυσες, που ο Ηφαιστος στερεωσε πυκνες γυρων του λοφιου, όπως αστηρ με τ’ αστρα της νυκτος το μουχρωμα προβαινει ο Εσπερος, που ο καλλιστος εις τον ουρανον ισταται αστηρ, ετσι ελαμπεν η κοφτερη αιχμη, που ο Αχιλλευς επαλλε με την δεξια κακοφρων για τον θεΐκον Εκτορα, κοιταζοντας το ομορφον κορμι, που είναι καλλιτερα να πληξη, εκεινου το άλλο σκεπαζαν κορμι τα χαλκινα οπλα, τα καλα, αυτά που από τον γενναιον Πατροκλον με βια πηρε σκοτωνοντας τον, φαινοταν όμως το μερος οπου οι κλειδες από τους ωμους τον αυχενα δενουν, εις τον λαιμον, οπου ταχιστα [φθανει] της ψυχης ο ολεθρος, και ως ωρμουσε, εκει τον κτυπησε με το εγχος ο θεΐκος Αχιλλευς, και αντικρυ δια του απαλου αυχενος ηλθεν η ακη, όμως δεν του απεταμε τον φαρυγγα η χαλκοβαρη μελια, για να μπορη εις τα λογια εκεινου να απαντηση, ερειπιον επεσε μεσα εις τις σκονες……..το τελος του θανατου τον καλυψε, κι η ψυχη από τα μελη ιπταμενη εις τον Αδην εβη, την μοιρα την γοουσα, εγκαταλιπουσα ανδροσυνη και ηβη, σ’ αυτόν και τεθνεωτα προσειπεν ο θεΐκος Αχιλλευς: «πεθανε, την μοιρα κι εγω θα την δεχθω, οποτε ο Ζευς εκτελεση και οι αλλοι αθανατοι θεοι.» ειπε ,και εκ του νεκρου εσυρε το χαλκινον εγχος, και διπλα το αφησε, κι αυτος από τους ωμους τα οπλα συλησε τα αιματοεντα, τοτε αλλοι περιεδραμαν υιοι των Αχαιων, οι οιποιοι θαυμαζαν το αναστημα και την ομορφια του Εκτορος Ραψωδια Χ΄ 312-330 361-371
27.1.74 Ως οι μεν στεναχοντο κατά πτολιν, αυταρ Αχαιοι επει δη νηας τε και Ελλησποντον ικοντο, οι μεν αρ’ εσκιδναντο εην επι νηα εκαστος, Μυρμοδονας δ’ ουκ εια αποσκιδνασθαι Αχιιλευς, αλλ’ ο γε οις εταροισι φιλοπτολεμοισι μετηυδα, «Μυρμιδονες ταχυπωλοι, εμοι εριηρες εταιροι, μη δη πω υπ’ οχεσφι λυωμεθα μωνυχας ιππους, αλλ’ αυτοις ιπποισι και αρμασιν ασσον ιοντες Πατροκλον κλαιωμεν, ο γαρ γερας εστι θανοντων, αυταρ επει κ’ ολοοιο τεταρπωμεσθα γοοιο, ιππους λυσαμενοι δορπησομεν ενθαδε παντες.» ( εκεινοι στεναζαν εις την πολιν, όμως οι Αχαιοι αφου εις τις νηες και τον Ελλησποντον αφικοντο, οι αλλοι σκορπισαν εις την δικην του νηα εκαστος, όμως τους Μυρμιδονες δεν αφησε να σκορπισθουν ο Αχιλλευς αλλα εις τους φιλοπολεμους εταιρους του ειπε: « Μυρμιδονες με τα ταχυ πωλαρια, πιστοι μου εταιροι, ας μην λυσουμε υπο τα οχηματα τους μονωνυχες ιππους, αλλα μ’ αυτους τους ιππους και τα αρματα εγγυτερα πηγαινοντας τον Πατροκλον ας κλαψουμε, γιατι αυτό είναι το γερας των θανοντων, κι επειτα αφου τον ολεθριον χορτασουμε γοον τους ιππους αφου λυσουμε θα γευματισουμ’ ενθαδε παντες». ) Ραψωδια Ψ΄ 1-11
27.1.75 παντες δ’ υλοτομοι φιτρους φερουν, ως γαρ ανωγει Μηριονης, θεραπων αγαπηνορος Ιδομενεος . καδ δ’ αρ’ επ’ ακτης βαλλον επισχερω, ενθ’ αρ’ Αχιλλευς φρασσατο Πατροκλω μεγα ηριον ηδε οι αυτω. Αυταρ επει παντη παρακαββαλον ασπετον υλην, ηατ’ αρ’ αυθι μενοντες αολλεες. αυταρ Αχιλλευς αυτικα Μυρμοδονεσσι φιλοπτολεμοισι κελευσε χαλκον ζωννυσθαι, ζευξαι δ’ υπ’ οχεσφιν εκαστον ιππους, οι δ’ ορνυντο και εν τευχεσσιν εδυνον, αν δ’ εβαν εν διφροισι παραιβαται ηνιοχοι τε, προσθε μεν ιππηες, μετα δε νεφος ειπετο πεζων, μυριοι, εν δε μεσοισι φερον Πατροκλον εταιροι. θριξι δε παντα νεκυν καταεινυσαν, ας επεβαλλον κειρομενοι, οπισθεν δε καρη εχε διος Αχιλλευς αχνυμενος εταραν γαρ αμυμονα πεμπ’ Αΐδοσδε. Οι δ’ οτε χωρον ικανον οθι σφισι πεφραδ’ Αχιλλευς, στας απανευθε πυρης ξανθην απεκειρατο χαιτην, την ρα Σπερχειω ποταμω τρεφε τκλεθοωσαν, οχθησας δ’ αρα ειπεν ιδων επι οινοπα ποντον, «Σπερχει’, αλλως σοι γε πατηρ ηρησατο Πηλευς, κεισε με νοστησαντα φιλην ες πατριδα γαιαν σοι τε κομην κερεειν ρεξειν θ’ ιερην εκατομβην, πεντηκοντα δ’ ενορχα παρ’ αυτοθι μηλ’ ιερευσειν ες πηγας, οθι τοι τεμενος βωμος τε θυηεις. ως ηραθ’ ο γερων, συ δε οι νοον ουκ ετελεσσας. νυν δ’ επει ου νεομαι γε φιλην ες πατριδα γαιαν, Πατροκλω ηρωΐ κομην οπασαιμι φερεσθαι.» ( και παντες οι υλοτομοι κουτσουρα εφεραν, γιατι ετσι διεταξεν ο Μηριονης, θεραπων του γενναιου Ιδομενεως, κι εις την ακτην αραδιαστα τα εβαζαν, οπου ο Αχιλλευς σκεπτοταν για τον Πατροκλον μεγα τυμβον και για τον εαυτον του, κι αφου τριγυρω αδιασαν ξυλα αμετρητα, καθισαν αυτου περιμενοντας μαζεμενοι, τοτε ο Αχιλλευς αμεσως τους φιλοπολεμους Μυρμιδονες κελευσεν χαλκον να ζωσθουν, και να ζευξη εκαστος υπο τα οχηματα τους ιππους, εκεινοι ωρθωθησαν και τα οπλα ενδυθησαν, κι ανεβηκα εις τους διφρους οι αναβατες και οι ηνιοχοι, εμπροσθεν οι ιππεις και επετο νεφος πεζων , μυριοι και εις το μεσον εφεραν τον Πατροκλον οι εταιροι, με τα μαλλιαν τους ολον τον νεκρον σκεπασαν, που εβαλαν επανω του κουρευομενοι, οπισθεν την καραν του κρατουσεν ο θεΐκος Αχιλλευς θλιμμενος, γιατι τον αμωμον εταιρον του επεμπε εις τον Αδην. εκεινοι όταν εις τον χωρον ευθασαν οπου τους ειχε ειπει ο Αχιλλευς, τον εθεσαν κατω, και εις το αψε αφθονα σωρευσαν ξυλα, τοτε παλιν αλλα ενοησεν ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς, σταθεις μακραν της πυρος την ξανθην απεκοψεν χαιτην του που την ετρεφεν για τον Σπερχειον ποταμον μακρυπλοκαμη, και με καημον ειπε κοιταζοντας προς τον οινωδη ποντον: «Σπερχειε, ματαια προσευχηθηκε σ’ εσενα ο πατηρ Πηλευς, κειθε όταν νοστησω εις την φιλην πατριδα γη για εσενα την κομην να κειρω και να τελεσω ιεραν εκατομβην, και πενηντα κριους με ορχεις αυτοθι να θυσιασω εις τις πηγες σου, οπου τεμενον σου και βωμος με θυμιαμα. ετσι προσευχηθη ο γερων, μα συ την ευχην του δεν ετελεσες, τωρα επειδη δεν θα γυρισω εις την φιλην πατριδα γη, εις τον ηρωα Πατροκλον την κομην μου προσφερω να την παρην». αυτα ειπε εις του φιλου εταιρου τα χερια την κομην εθηκεν, και σ’ ολους εκεινους τον ποθον ωρθωσε για γοο, κι εκεινοι θα ωδυροντο μεχρι να δυση το φως του ηλιου ) Ραψωδια Ψ΄ 123-154
27.1.76 Ουδε πυρη Πατροκλου εκειετο τεθνηωτος, ενθ’ αυτ’ αλλ’ ενοησε ποδαρκης διος Αχιλλευς, στας απανευθε πυρης δοιοις ηρατ’ ανεμοισι, Βορεη και Ζαφυρω, και υπισχετο ιερα καλα, πολλα δε και σπενδων χρυσεω δεπαΐ λιτενευεν ελθεμεν, οφρα ταχιστα πυρι φλεγεθοιατο νεκροι, υλη τε σευαιτο καημεναι, ωκα δε Ιρις αραων αΐουσα μεταγγελος ηλθ’ ανεμοισιν, οι μεν αρα Ζεφυροιο δυσαεος αθροοι ενδον ειλαπινην δαινυντο, θεουσα δε Ιρις επεστη βηλω επι λιθεω, τοι δ’ ως ιδον οφθαλμοισι, παντες ανηΐξαν, καλεον τε μιν εις ε εκαστος, η δ’ αυθ’ εζεσθαι μεν ανηνατο, ειπε δε μυθον, «ουχ εδος, ειμι γαρ αυτις επ’ Ωκεανοιο ρεεθρα, Αιθιοπων ες γαιαν, οθι ρεζουσ’ εκατομβας αθανατοις, ινα δη και εγω μεταδαισομαι ιρων, αλλ’ Αχιλλευς Βορεην ηδε Ζεφυρον κελαδεινον ελθειν αραται, και υπισχεται ιερα καλα, οφρα πυρην ορσητε καημεναι, η ενι κειται Πατροκλος, τον παντες αναστεναχουσιν Αχαιοι.» ( ωστοσον η πυρα του τεθνεωτος Πατροκλου δεν αναβε, και τοτε αλλα επινοησεν ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς, σταθης μακραν της πυρος εις τους θεΐκους προσευχηθη ανεμους, εις τον Βορεα και Ζεφυρον, και υποσχοταν θυσιες καλες, και κανοντας πολλες σπονδες με χρυσον κυπελλον παρακαλουσε να ελθουν, για να φλεγουν ταχιστα εις το πυρ οι νεκροι, των ξυλων επισπευδοντας την καυσιν, κι η γρηγορη Ιρις τις προσευχες ακουσασα αγγελος ηλθε εις τους ανεμους, εκεινοι εις του σφοδρου αθροοι ενδον συνεπισαν κι ετρωγαν, τρεχοντας η Ιρις εσταθη εις το λιθινον κατωφλι, κι ως την ειδαν με τους οφθαλμους των, παντες εσηκωθησαν, και την καλουσαν εκαστος κοντα του, εκεινη παλι να καθιση αρνιοταν και μυθον ειπε: «δεν καθομαι, διοτι ειμαι παλι για του Ωκεανου τα ρειθρα, εις των Αιθιοπων την γην, οπου θυσιαζουν εκατομβες εις τους αθανατους, για να παρω κι εγω μεριδιον των ιερων, αλλ’ ο Αχιλλευς τον Βορεαν και τον κελαδεινον Ζεφυρον να ελθουν παρακαλει, και υποσχεται καλες θυσιες, να ορθωσετε την καυσιν της πυρας, οπου κειται ο Πατροκλος, για τον οποιον οι Αχαιοι παντες αναστεναζουν».) Ραψωδια Ψ΄ 192-211
27.1.77 Ημος δ’ εωσφορος εισι φοως ερεων επι γαιαν, ον τε μετα κροκοπεπλος υπειρ αλα κιδναται ηως, τημος πυρκαΐη εμαραινετο, παυσατο δε φλοξ. Οι δ’ ανεμοι παλιν αυτις εβαν οικονδε νεεσθαι Θρηΐκιον κατά ποντον, ο δ’ εστενεν οιδματι θυων ( και ενώ ο Εωσφορος [ ο Απολλων η ο Υπερειων ] προβαινε το φως φερων επι της γης, με το οποιον και η κροκοπεπλη αυγη υπερ της θαλασσης απλωνεται, τοτε η πυρκαΐα μαραθη, κι η φλοξ πια επαυσεν, οι ανεμοι πισω παλιν εβαιναν εις τον οικον τους να γυρισουν κατά τον Θρακικον ποντον, κι εκεινος [ο Αχιλλευς] στεναζε με φουσκωμενον κυμα ) Ραψωδια Ψ΄ 226-230
27.1.78 «……..εις ο κεν αυτος εγων Αΐδι κευθωμαι. Τυμβον δ’ ου μαλα πολλον εγω πονεεσθαι ανωγα, αλλ’ επιεικεα τοιον………..» ……..τορνωσαντο δε σημα θεμειλια τε προβαλοντο αμφι πυρην, ειθαρ δε χυτην επι γαιαν εχευαν, χευαντες δε το σημα παλιν κιον ( «…….ωσπου κι εγω ο ιδιος εις τον Αδην κατεβω, τυμβο να μην κτησετε πολύ μεγαλον θελω, αλλα σωστον……» [ δεν υπηρχε μεγαλομανια εις τον μεγαλυτερο ηρωα Αχιλλεαν, όπως και εις τον Αλεξανδρον να του φιλοτεχνησουν το ορος Αθως την προτομην του] ……... τορνευσαν τυμβον [κυκλικον] και τα θεμελια εβαλαν γυρω από την πυραν, κι ευθυς εχυσαν χωμα, κι αφου τον τυμβον επεχυσαν πηραν να φευγουν ) Ραψωδια Ψ΄ 244 255
27.1.79 αυταρ Αχιλλευς αυτου λαον ερυκε και ιζανεν ευρυν αγωνα, νηων δ’ εκφερ’ αεθλα, λεβητας τε τριποδας τε ιππους θ’ ημιονους τε βοων τα’ ιφθιμα καρηνα, ηδε γυναικας εΰζωνους πολιον τε σιδηρον. Ιππευσιν μεν πρωτα ποδωκεσιν αγλα’ αεθλα θηκε ( όμως ο Αχιλλευς αυτου τον λαον εκρατησε και τον καθισε σε ευρυ χωρον για αγωνες [προς τιμην του Πατροκλου] κι από τις νηεςν επαθλα, λεβητες και τριποδες και ιππους και ημιονους και βοδια δυνατα, και καλλιζωνες γυναικες και σταχτι σιδερον, και πρωτα για τους γρηγορους ιππεις λαμπρα επαθλα εθεσεν ) Ραψωδια Ψ΄ 257
27.1.80 στη δ’ ορθος και μυθον εν Αργειοισιν εειπεν, « Ατρειδη τε και αλλοι εΰκνημιδες Αχαιοι, ιππηας ταδ’ αεθλα δεδεγμενα κειτ’ εν αγωνι. ει μεν νυν επι αλλω αεθλευοιμεν Αχαιοι, η τα’ αν εγω τα πρωτα λαβων κλισιηνδε φεροιμην. ιστε γαρ οσσον εμοι αρετη περιβαλλετον ιπποι, αθανατοι τε γαρ εισι, Ποσειδαων δε πορ’ αυτους πατρι εμω Πηληΐ, ο δ’ αυτ’ εμοι εγγυαλιξεν……» ………Ως φατο Πηλεΐδης, ταχεες δ’ ιππηες αγερθεν. ωρτο πολύ πρωτος μεν αναξ ανδρων Ευμηλος, Αδμητου φιλος υιος, ος ιπποσυνη εκεκαστο, τω δ’ επι Τυδεΐδης ωρτο κρατερος Διομηδης, ιππους δε Τρωους υπαγε ζυγον, ους ποτ’ απηυρα Αινειαν, αταρ αυτόν υπεξεσαωσεν Απολλων. τω δ’ αρ’ επ’ Ατρειδης ωρτο ξανθος Μενελαος διογενης, υπο δε ζυγον ηγαγεν ωκεας ιππους, Αιθην την Αγαμεμνονεην τον εον τε Ποδαργον, την Αγαμεμνονι δωκ’ Αγχισιαδης Εχεπωλος δωρ’ ινα μη οι εποιθ’ υπο Ιλιον ηνεμοεσσαν, αλλ’ αυτου τερποιτο μενων, μεγα γαρ οι εδωκε Ζευς αφενος, ναιεν δ’ ο γ’ εν ευρυχωρο Σικυωνι, την ο γ’ υπο ζυγον ηγε, μεγα δρομου ισχανοωσαν. Αντιλοχος δε τεταρτος εΰτριχας οπλισαθ’ ιππους, Νεστορος αγλαος υιος υπερθυμοιο ανακτος, του Νηληΐαδου………Μηριονης δ’ αρα πεμπτος εΰτριχας ωπλισαθ’ ιππους. αν δ’ εβαν ες διφρους, εν δε κληρους εβαλοντο, παλλ’ Αχιλλευς, εκ δε κληρος θορε Νεστοριδαο Αντιλοχου, μετα τον δε λαχε κρειων Ευμηλος, τω δ’ αρ’ επ’ Ατρεΐδης, δουρικλειτος Μενελαος, τω δ’ επ’ Μηριονης λαχ’ ελαυνεμεν, υστατος αυτε Τυδεΐδης οχ’ αριστος εων λαχ’ ελαυνεμεν ιππους. σταν δε μεταστοιχι, σημηνε δε τερματ’ Αχιλλευς τηλοθεν εν λειω πεδιω, παρα δε σκοπον εισεν αντιθεον Φοινικα, οπαονα πατρος εοιο, ως μεμνεωτο δρομους και αληθειην αποειποι ( εστηθη ορθος [ο Αχιλλευς] και μυθον εις τους Αργειους ειπεν : « Ατρειδη και οι αλλοι καλλικνημιδες Αχαιοι, για τους ιππους ταυτα τα επαθλα κοιτονται εις τον αγωνιστικον χωρον, αν τωρα για αλλον [νεκρον] αθλουνται οι Αχαιοι, ε, εγω το πρωτον [βραβειον] παιρνοντας εις την σκηνην θα το εφερνα, γιατι γνωριζεται με ποσην αρετην περιβαλλονται οι ιπποι μου, γιατι αθανατοι είναι, ο Ποσειδων τους δωρισε αυτους εις τον πατεραν μου Πηλεαν, κι εκεινος παλι σε εμενα εδωσεν…….».......αυτα ειπε ο Πηλεΐδης, κι οι ταχεις ιπποι μαζευθησαν, ωρθωθη πολύ πρωτος ο αναξ ανδρων Ευμηλος, του Αδμητου προσφιλης υιος, ο οποιος εις την ιπποσυνην υπερτερουσε, μετα ο Τυδεΐδης ωρθωθη ο κρατερος Διομηδης, τους ιππους του Τρωος εβαλε εις τον ζυγον, που καποτε πειρε από τον Αινειαν, αλλ’ αυτόν τον ιδιον εσωσεν ο Απολλων, επειτα ο Ατρειδης ωρθωθη, ο ξανθος Μενελαος ο διογενης, και εις τον ζυγον εβαλε τους ταχεις ιππους, την Αιθην του Αγαμεμνονος και τον δικον του Ποδαργον την [Αιθην] εις τον Αγαμενονα εδωσεν ο Αγχισιαδης Εχεπωλος δωρον, για να μην τον ακολουθηση εις το ανεμωδες Ιλιον αλλα αυτου να τερπεται μενοντας, γιατι μεγαλα του εδωσε ο Ζευς πλουτη, και κατοικουσε εις την ευρυχωρη Σικυωνα, αυτην υπο τον ζυγον εβαλε, την φορα της δυσκολα συγκρατωντας, ο Αντιλοχος τεταρτος τους καλλιτριχας εζεψεν ιππους, του Νεστορος ο αγλαος υιος του μεγαλοθυμου ανακτος, του Νηλειαδου……..ο Μηριονης πεμπτος τους καλλιτριχες ετοιμασεν ιππους. Ανεβηκαν εις τους διφρους και κληρους ερριξαν, τους ανεπαλεν ο Αχιλλευς και ο κληρος ξεπηδησε του Νεστοριδου Αντιλοχου, μετα ελαχε εις τον κραταιον Ευμηλον, επειτα εις τον Ατρειδην, τον εδοξον εις το δορυ Μενελαον, κι επειτα εις τον Μηριονην ελαχε να ελαυνη, υστατος επειτα ο Τυδεΐδης εξοχ’ αριστος του ελαχε να ελαυνη τους ιππους, εσταθησαν εις την γραμμην και εδειξε τα τερματα ο Αχιλλευς από μακρια εις το ισιον πεδιον, και σκοπον εβαλε τον ισοθεον Φοινικα, τον συντροφον του πατρος του, να παρακολουθη το τρεξιμον και την αληθεια να ειπη [ το πρωτον αγωνισμα της ιπποδρομειας ] ) Ραψωδια 271-278 287-303 351-361
27.1.81 Αργειοι δ’ εν αγωνι καθημενοι εισοροωντο ιππους, τοι δε πετοντο κονιοντες πεδιο…….στη δε μεσω εν αγωνι, πολυς δ’ ανεκηκιεν ιδρως ιππων εκ τε λοφων και από στερνοιο χαμαζε, αυτος δ’ εκ διφροιο χαμαι θορε παμφανοωντος, κλινε δ’ αρα μαστιγα ποτι ζυγον , ουδε ματησεν ιφθιμος Σθενελος, αλλ’ εσσυμενως λαβ’ αεθλον, δωκε δ’ αγειν εταροισιν υπερθυμοισι γυναικα και τριποδ’ ωτωεντα φερειν, ο δ’ ελυεν υφ’ ιππους. Τω δ’ αρ’ επ’ Αντιλοχος Νηληΐος ηλασεν ιππους, κερδεσιν, ου τι ταχει γε, παραφθαμενος Μενελαον……αυταρ Μηριονης, θεραπων εΰς Ιδομενηος, λειπετ’ αγακληος Μενελαου δουρος ερωην, βαρδιστοι μεν γαρ οι εσαν καλλιτριχες ιπποι, ηκιστος δ’ ην αυτος ελαυνεμεν αρμ’ εν αγωνι. Υιος δ’ Αδμητου πανυστατος ηλυθεν αλλων, ελκων αρματα καλα, ελαυνων προσσοθεν ιπους, τον δε ιδων ωκτειρε ποδαρκης διος Αχιλλευς, στας δ’ αρ’ εν Αργειοις επεα πτεροεντ’ αγορευε, «λοισθος ανηρ ωριστος ελαυνει μωνυχας ιππους, αλλ’ αγε δη οι δωμεν αεθλιον, ως επιεικες, δευτερ’, αταρ τα πρωτα φερεσθω Τυδεος υιος.» …….. «Αντιλοχ’, ει μεν δη με κελευεις οικοθεν άλλο Ευμηλω επιδουναι, εγω δε κε και το τελεσσω. δωσω οι θωρακα, τον Αστεροπαιον απηυρων,, χαλκεον, ω περι χευμα φαεινου κασσιτεροιο αμφιδεδινηται, πολεος δε οι αξιος εσται.» ………και Αντιλοχοιο Νοημονι δωκεν εταιρω ιππον αγειν, ο δ’ επειτα λεβηθ’ ελε παμφανοωντα. Μηριονης δ’ αναειρε δυω χρυσοιο ταλαντα τεταρτος, ως ελασεν. ( Οι Αργειοι εις τον χωρον των αγωνων καθημενοι εβλεπαν τους ιππους, κι εκεινοι πετουσαν σκονιζοντες το πεδιον………εσταθη εις την μεσην του αγωνιστικου χωρου, [ο Διομηδης] και πολυς ανεβρυζεν ιδρως από τα λοφια των ιππων και από το στερνο χαμω, αυτος εκ του διφρου χαμω πηδησε, του ολολαμπρου, κι αποθεσε το μαστυγιον επανω εις τον ζυγον, καιρον δεν εχασεν ο γενναιος Σθενελος, αλλ’ εσπευσμενος ελαβε το επαθλον κι εδωσεν εις τους μεγαλοθυμους εταιρους να μεταφερουν την γυναικαν και τον τριποδα με τις λαβες, κι αυτος ελυνε τους ιππους, μετα ο Αντιλοχος Νηλεΐδης ωδηγησε τους ιππους, με πονηριες και όχι με την ταχυτητα ξεπερνωντας τον Μενελαον [ο Αχιλλευς του καθηρεσεν την θεσην για την απατην του] ……αλλα ο Μηριονης, θεραπων δυνατος του Ιδομενεως, υπολειποταν του ενδοξου Μενελαου οσον δορατος ριξια γιατι βραδυτατοι του ησαν οι καλλιτριχες ιπποι, κι ο ιδιος αδυνατος πολύ να ελαυνη αρμα εις τον αγωνα, ο υιος του Αδμητου υστατος ηλθε των αλλων, ελκοντας αρμα καλο και εμπροσθεν ελαυνοντας τους ιππους, αυτόν ιδων ελυπηθη ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς, και σταθεις μεταξυ των Αργειων επη φτερωτα αγορευε: «τελευταιος ανδρας ο αριστος ελαυνει τους μονωνυχες ιππους, αλλ’ εμπρος ας του δωσουμε το επαθλον, όπως ταιριαζει, το δευτερον, το πρωτον βεβαια θα παρη του Τυδεως ο υιος» [ μια τιμιτηκην αναγνωρισην δια το «ευ αγωνιζεσθαι» το περιωνυμον fair play ,ο Αχιλλευς ακολουθη τον Ιασονα εις τις τιμιτικες διακρισεις, ο Ιασων ο οποιος διοργανωσε αγωνες προς τιμην του Κιζυκου κατά την διαρκειαν της Αργοναυτικης Εκστρατεας ] ………… «Αντιλοχε, αν με κελευης από τα δικαν μου αλλον εις τον Ευμηλον [δωρον] να επιδωσω, εγω θα το τελεσω, θα του δωσω τον θωρακα, που πηρα από τον Αστεροπαιον, τον χαλκινον, που περιχυμενος με φαεινον κασσιτερον περιβαλλεται, κι η αξιαν του μεγαλην» [ ο Αντιλοχος διαφωνη με το δωρον προς τον Ευμηλον και ο Αχιλλευς εχει την αναλακτικην λυσην ωσπερ και εγινε ]………και εις τον Νοημονα τον εταιρον του Αντιλοχου εδωσεν τον ιππον να παρη, εκεινος επειτα λεβητα πηρε λαμπρον, ο Μηριονης πηρε μετα δυο χρυσα ταλαντα τεταρτος καθως ηλθε ) Ραψωδια Ψ΄ 448-449 507-515 528-538 558-562 612-615
27.1.82 πεμπτον δ’ υπελειπετ’ αεθλον, αμφιθετος φιαλη, την Νεστορι δωκεν Αχιλλευς Αργειων αν’ αγωνα φερων, και εειπε παραστας, «τη νυν, και σοι τουτο, γερον, κειμηλιον εστω, Πατροκλοιο ταφου μνημ’ εμμεναι, ου γαρ ετ’ αυτόν οψη εν Αργειοισι, διδωμι δε τοι τοδ’ αεθλον αυτως, ου γαρ πυξ γε μαχησεαι, ουδε παλαισεις, ουδ’ ετ’ ακοντιστυν εσδυσεαι, ουδε ποδεσσι θευσεαι, ηδη γαρ χαλεπον κατά γηρας επειγει.» ( πεμπτον υπολειπομενον επαθλον, ηταν αμφιθετη φιαλη, την εδωσεν ο Αχιλλευς εις τον Νεστορα και εις των Αργειων τον αγωνιστικον χωρον εσταθη φερνοντας την κι ειπε: «τωρα για εσενα τουτον, γεροντα, κειμηλιον ας είναι, εις αναμνησιν της ταφης του Πατροκλου γιατι άλλο αυτόν δεν θα τον ιδης εις την μεσην των Αργειων, σου διδω τουτο το επαθλον ωσαυτως, γιατι με πυγμη δεν θ’ αγωνισθης ουδε και θα παλεψης, ουτε θα εισδυσης εις τον ακοντισμον, ουδε με τα ποδια θα τρεξης, γιατι ηδη το χαλεπον γηρας σε επειγει». [τιμη για τον βετερανον]) Ραψωδια Ψ΄ 615-623
27.1.83 « ’Ατρειδη τε και αλλοι εΰκνημιδες ’Αχαιοι, ανδρε δυω περι τωνδε κελευομεν, ω δε κ’ Απολλων δωη καμμονιην, γνωωσι δε παντες ’Αχαιοι, ημιονον ταλαεργον αγων κλισιηνδε νεεσθω, αυταρ ο νικηθεις δεπας οισεται αμφικυπελλον.» Ως φατ’, ορνυτο δ’ αυτικ’ ανηρ ηΰς τε μεγας τε ειδως πυγμαχιης, υιος Πανοπηος Επειος …….Ευρυαλος δε οι οιος ανιστατο, ισοθεος φως, Μηκιστηος υιος Ταλαΐονιδαο ανακτος, ος ποτε Θηβασθ’ ηλθε δεδουποτος Οιδιποδαο ες ταφον, ενθα δε παντας ενικα Καδμειωνας. Τον μεν Τυδεΐδης δουρικλυτος αμφεπονειτο θαρσυνων επεσιν, μεγα δ’ αυτω βουλετο νικην. ζωμα δε οι πρωτον παρακαββαλεν, αυταρ επειτα δωκεν ιμαντας εΰτμητους βοος αγραυλοιο. Τω δε ζωσαμενω βητην ες μεσσον αγωνα, αντα δ’ ανασχομενω χερσι στιβαρησιν αμ’ αμφω συν ρ’ επεσον, συν δε σφι βαρειαι χειρες εμιχθεν, δεινος δε χρομαδος γενυων γενετ’, ερρεε δ’ ιδρως παντοθεν εκ μελων, επι δ’ ορνυτο διος Επειος, κοψε δε παπτηναντα παρηΐον, ουδ’ αρ’ ετι δην εστηκειν, αυτου γαρ υπηριπε φαιδιμα γυια ( «Ατρειδη και οι αλλοι καλλικνημιδες Αχαιοι, ανδρες δυο περι τουτων ας φωναξουμε, τους αριστους, να σηκωθουν και να πυγμαχησουν, και σ’ οποιον ο Απολλων δωση την υπεροχην, και την αναγνωρισουν παντες οι Αχαιοι, ημιονον βασταγερον οδηγωντας εις τις σκηνες [πισω] να γυριση, κι ο νικημενος παλι ποτηρι θα παρη αμφικυπελλον», ετσι κι ωρθωθη αμεσως ανδρας ωραιος και μεγας ειδικος εις την πυγμαχιαν, ο υιος του Πανοπεως Επειος..……..κι ο Ευρυαλος μονον εσηκωθη, ο ισοθεος ανηρ ο υιος του Μηκιστεως Ταλαιονιδου του ανακτος, που καποτε εις την Θηβαν ηλθε εις του θανοντος Οιδιποδος την ταφην, εκει παντας ενικα τους Καδμειους, αυτόν ο ξακουστος εις το δορυ Τυδεΐδης φροντιζε ενθαρρυνοντας με επη, και γι’ αυτόν εβουλετο μεγαλως την νικην, περιζωμα πρωτα του εβαλε, κι επειτα του εδειναν ιμαντες καλοτμητους από αγροδιαιτον βοδι, και αφου οι δυο τους ζωστησαν προχωρησαν εις την μεσην του αγωνος, κι εναντια σηκωνοντας τα στιβαρα τους χερια οι δυο τους επεσαν ο ενας εις τον αλλον, και τα βαρειαν τους χερια εσμιξαν, δεινος τριγμος των σαγονιων ακουσθη, κι ερρεεν ι ιδρως από όλα τους τα μελη, τοτε ωρμησεν ο θεΐκος Επειος, και τον κτυπα εις την παρεια, καθως ο άλλος κοιταζε, ουτε για πολύ ορθος κρατηθη, γιατι αυτου λυγισαν τα λαμπρα του γονατα [το δευτερον αγωνισμα η πυξ=πυγμαχια]) Ραψωδια Ψ΄ 658-665 676-691
27.1.84 Πηλεΐδης δ’ αιψ’ αλλα κατά τρια θηκεν αεθλα, δεικνυμενος Δαναοισι, παλαισμοσυνης αλεγεινης, τω μεν νικησαντι μεγαν τριποδ’ εμπυριβητην, τον δε δυωδεκαβοιον ενι σφισι τιον Αχαιοι ανδρι δε νικηθεντι γυναικ’ ες μεσσον εθηκε, πολλα δ’ επιστατο εργα, τιον δε ε τεσσαραβοιον. στη δ’ ορθος και μυθον εν Αργειοισιν εειπεν, «ορνυσθ’ οι και τουτου αεθλου πειρησεσθον.» ως εφατ’, ωρτο δ’ επειτα μεγας Τελαμωνιος Αιας, αν δ’ Οδυσσευς πολυμητις ανιστατο, κερδεα ειδως. ζωσαμενω δ’ αρα τω γε βατην μεσσον αγωνα, αγκας δ’ αλληλων λαβετην χερσι στιβαρησιν ως οτ’ αμειβοντες, τους τε κλυτος ηραρε τεκτων δωματος υψηλοιο, βιας ανεμων αλεεινων. τετριγει δ’ αρα νωτα θρασειαων από χειρων ελκομενα στερεως, κατά δε νοτιος ρεεν ιδρως, πυκναι δε σμωδιγγες ανα πλευρας τε και ωμους αιματι φοινικοεσσαι ανεδραμον, οι δε μαλ’ αιει νικης ιεσθην τριποδος περι οιητοιο, ουτ’ Οδυσσευς δυνατο σφηλαι ουδει τε πελασσαι, ουτ’ Αιας δυνατο, κρατερη δ’ εχεν ις Οδησηος. αλλ’ οτε δη ρ’ ανιαζον εΰκνημιδας Αχαιους, δη τοτε μιν προσεειπε μεγας Τελαμωνιος Αιας, «διογενες Λαερτιαδη, πολυμηχαν’ Οδυσσευ, η μ’ αναειρ’, η εγω σε, τα δ’ αυ Διι παντα μελησει.» Ως ειπων αναειρα, δολου δ’ ου ληθετ’ Οδυσσευς, κοψ’ οπισθεν κωληπα τυχων, υπελυσε δε γυια, καδ’ δ’ εβαλ’ εξοπισω, επι δε στηθεσσιν Οδυσσευς καππεσε, λαοι δ’ αυ θηευντο τε θαμβησαν τε……... «μηκετ’ ερειδεσθον, μηδε τριβεσθε κακοισι, νικη δ’ αμφοτεροισιν, αεθλια δ’ ισ’ ανελοντες ερχεσθ’, οφρα και αλλοι αεθλευωσιν Αχαιοι.» ( Ο Πηλεΐδης εις το αψε αλλα, τριτα, κατεθεσεν επαθλα, δειχνοντας τα εις τους Δαναους, για την αλγεινην παλην, εις τον νικητην μεγα τριποδα που μπαινει εις την πυραν, που οι Αχαιοι μεταξυ τους τον εκτιμουσαν ισα με βοδια δωδεκα, και για τον νικημενον γυναικα εις το μεσον εθηκε, που πολλα γνωριζε εργα, αξιας βοδιων τεσσαρων. Σταθηκ’ ορθος και μυθον εις τους Αργειους ειπεν: « ας σηκωθουν αυτοι που θα δοκιμασθουν σε τουτον τον αγωνα». ετσι ειπε, κι ωρθωθη επειτα ο Τελαμωνιος Αιας, ανιστατο και ο πολύ συνετος Οδυσσευς, τεχνασματα γεματος, κι αφου εζωσθησαν οι δυο τους εβησαν εις το μεσον του κυκλου, αλληλοαγκαλιασθησαν με τα στιβαραν τους χερια όπως τα λοξα ξυλα στεγης, που ξακουστος αρμοσε τεκτων σε δωμα υψηλον, την βια των ανεμων ν’ αποφυγη. ετριξαν τα νωτα τους καθως τα δυνατα τους χερια τραβουσαν με σταθεροτητα, και κατερρεεν αφθονος ο ιδρως, ενώ πυκνες μελανιες εις τα πλευρα και τους ωμους από το αιμα κοκκινες εβγαιναν, εκεινοι όμως παντα την νικην επιθυμουσαν για τον χεΙροποιητον τριποδα, ουτε ο Οδυσσευς δυνατο να τον κλονιση ουτε να τον ξαπλωση, ουτε ο Αιας δυνατο, γιατι κρατερην ισχυν ειχεν ο Οδυσσευς, αλλ’ όταν πηραν να βαρυουνται οι καλλικνιμηδες Αχαιοι, τοτε προσειπεν ο μεγας Τελαμωνιος Αιας: «Διογενη Λαερτιαδη, πολυμηχανε Οδυσσεα, η σηκωσε με, η εγω σε, τ’ αλλα παντα ας τα φροντιση ο Ζευς». Ετσι ως ειπε τον σηκωσε, μα ο Οδυσσευς τον δολον δεν ξεχνουσε, τον κτυπησε εις το γονατον από πισω και του ελυσε τα μελη, κι ανασκελα τον ξαπλωσεν, κι επι τα στηθη του ο Οδυσσευς κατεπεσε, κι οι λαοι θαυμασαν και θαμπωσαν…….. «Μην εριζετε [λεγει ο Αχιλλευς] άλλο και μη κατατριβεσθε, η νικη σ’ αμφοτερους , επεθλα ισα παιρνοντας πηγαινετε, για ν’ αθληθουν και οι αλλοι Αχαιοι» ) Ραψωδια Ψ΄ 700-728 735-737
27.1.85 Πηλεΐδης δ’ αιψ’ αλλα τιθει ταχυτητος αεθλα, αργυρεον κρατηρα, τετυγμενον, εξ δ’ αρα μετρα χανδανεν, αυταρ καλλει ενικα πασαν επ’ αιαν πολλον, επει Σιδονες πολυδαιδαλοι ευ ησκησαν, Φοινικες δ’ αγον ανδρες επ’ ηεροειδεα ποντον…….ορνυτο δ’ αυτικ Οΐληος ταχυς Αιας, αν δ’ Οδυσσευς πολυμητις, επειτα δε Νεστορος υιος Αντιλοχος, ο γαρ αυτε νεους ποσι παντας ενικα. Σταν δε μεταστοιχι, σημηνε δε τερματ’ Αχιλλευς. Τοισι δ’ από νυσσης τετατο δρομος…….κρητηρ’ αυτ’ αναειρε πολυτλας διος Οδυσσευς, ως ηλθε φθαμενος, ο δε βουν ελε φαιδιμος Αιας. Στη δε κερας μετα χερσιν εχων βοος αγραυλοιο, ονθον αποπτυων, μετα δ’ Αργειοισιν εειπεν, «ω ποποι, η μ’ εβλαψε θεα ποδας, η το παρος περ μητηρ ως Οδυσηΐ παρισταται ηδ’ επαρηγει.» Ως εφαθ’, οι δ’ αρα παντες επ’ αυτω ηδυ γελασσαν. Αντιλοχος δ’ αρα δη λοισθηΐον εκφερ’ αεθλον μειδιοων, και μυθον εν Αργειοισιν εειπεν, « ειδισιν υμμ’ ερεω πασιν, φιλοι, ως ετι και νυν αθανατοι τιμωσι παλαιοτερους ανθρωπους. Αιας μεν γαρ εμει’ ολιγον προγενεστερος εστιν, ουτος δε προτερης γενεης προτερων τα’ ανθρωπων, ωμογεροντα δε μιν φασ’ εμμεναι, αργαλεον δε ποσσιν εριδησασθαι Αχαιοις, ει μη Αχιλλει.» Ως φατο, κυδηνεν δε ποδωκεα Πηλεΐωνα. Τον δ’ Αχιλλευς μυθοισιν αμειβομενος προσεειπεν, « Αντιλοχ’, ου μεν τοι μελεος ειρησεται αινος, αλλα τοι ημιταλαντον εγω χρυσου επιθησω.» ( Ο Πηλεΐδης εις το αψε αλλα θετει επαθλα ταχυτητος, αργυρον κρατηρα, καλοφτιαγμενον, που μετρα εξι χωρουσεν, όμως εις το καλλος ηταν μοναδικος σ’ ολην την γην, επειδη τεχνιτες Σιδονες το καλοδουλεψαν, και οι Φοινικες το εφεραν ανδρες εις το ομιχλωδη ποντον, και εις τον λιμενα ως αραξαν εις τον Θοαντα δωρον το εδωσαν, αυτό για τον υιον του Πριαμου Λυκαονα ως αντιτιμον εδωσε εις τον ηρωα Πατροκλον ο Ευηνος Ιασονιδης, και αυτόν ο Αχιλλευς εθηκεν επαθλον για τον εταιρον του, σε οποιον ελαφροτατος με τα γρηγορα ποδια του διακρινοταν, για τον δευτερον παλι βοδι εθηκε μεγα καλοθρεμενον, και για τον τελευταιον μισο ταλαντον χρυσου εθηκε, εσταθηκ’ ορθιος και μυθον εις τους Αργειους ειπεν: «σηκωθητε οσοι και τουτον τον αθλον δοκιμασετε». Ετσι ειπε, κι ωρθωθη αμεσως του Οΐλεως ο ταχυς Αιας, κι ο πολύ συνετος Οδυσσευς, επειτα δε του Νεστορος ο υιος ο Αντιλοχος, γιατι αυτος παλι τους νεους παντας εις τα ποδια ενικα. Σταθησαν εις την σειραν, και εδειξε τα τερματα ο Αχιλλευς, εκεινοι από την αφετηρια πηραν δρομον………τον κρατηρα ευθυς σηκωσε εις τον αεραν ο πολυπαθος θεΐκος Οδυσσευς, καθως ευθασε πρωτος, κι ο λαμπρος Αιας πηρε το βοδι, σταθηκε το κερας κρατωντας του αγραυλου βοος, την κορπιαν αποπτυων, και εις τους Αργειους ειπεν: « Πω πω, ε, μου μπερδεψε η θεα τα ποδια, αυτή που παντα σαν μητερα εις τον Οδυσσεαν παρισταται και είναι αρωγος του». Αυτά ειπε, και οι παντες μαζι του με την καρδιαν τους γελασσαν. Ο Αντιλοχος το τελευταιον πηρεν επαθλον μειδιων, και μυθον εις τους Αργειους ειπε: «Αν και το ξερετε, θα το πω, φιλοι, πως ακομη και τωρα οι αθανατοι τιμουν τους παλαιοτερους ανθρωπους, γιατι ο Αιας από εμενα ολιγον προγενεστερος είναι, αυτος όμως εκ προτερας [είναι] γενεας και προτερων ανθρωπων, ακμαιος γερων λεω ότι είναι δυσκολον εις τα ποδιαν του να παραβγουν οι Αχαιοι, εκτος του Αχιλλεως».[ ο Αντιλοχος πρεπει να ητο ένα ευστροφης ευχαριστος κοσμοπολιτης νεος ] Αυτά ειπε, τιμωντας τον ταχυποδα Πηλεΐδην, σ’ αυτόν ο Αχιλλευς απαντωντας προσειπεν: « Αντιλοχε, ανωφελος [για σε] δεν θα είναι ο επαινος, αλλα μισον ταλαντον χρυσουν εγω θα σου επιθεσω». ) Ραψωδια Ψ΄ 740-758 778-796
27.1.86 αυταρ Πηλεΐδης κατά μεν δολιχοσκιον εγχος θηκ’ ες αγωνα φερων, κατά δ’ ασπιδα και τρυφαλειαν, τευχεα Σαπρηδοντος, α μιν Πατροκλος απηυρα…….ωρτο δ’ επειτα μεγας Τελαμωνιος Αιας, αν δ’ αρα Τυδεΐδης ωρτο, κρατερος Διομηδης. Οι δ’ επει ουν εκατερθεν ομιλου θωρηχθησαν, ες μεσον αμφοτερω συνιτην μεμαωτε μαχεσθαι, δεινον δερκομενω, θαμβος δ’ εχε παντας Αχαιους, αλλ’ οτε δε σχεδον ησαν επ’ αλληλοισιν ιοντες, τρις μεν επηΐξαν, τρις δε σχεδον ορμηθησαν. Ενθ’ Αιας μεν επειτα κατ’ ασπιδα παντοσ’ εΐσην νυξ’, ουδε χρο’ ικανεν ερυτο γαρ ενθοδι θωρηξ, Τυδεΐδης δ’ αρ’ επειτα υπερ σακεος μεγαλοιο αιεν επ’ αυχενι κυρε φαεινου δουρος ακωκη. Και τοτε δη ρ’ Αιαντι περιδεισαντες Αχαιοι παυσαμενους εκελευσαν αεθλια ισ’ ανελεσθαι, αυταρ Τυδεΐδη δωκεν μεγα φασγανον ηρως συν κολεω τε φερων και εΰτμητω τελαμωνι ( τοτε ο Πηλεΐδης μακροΐσκιον εγχος κατεθεσε εις τον χωρον των αγωνων φερνοντας, καθως ασπις και περικεφαλαιαν, τα οπλα του Σαρπηδονος, που ο Πατροκλος ειχε παρη..……..ωρθωθη ο μεγας Τελαμωνιος Αιας κι ο Τυδεΐδης, ο κρατερος Διομηδης, εκεινοι αφου εκατερωθεν του ομιλου θωρακισθησαν εις το μεσον αμφοτεροι εσταθησαν διψωντας για μαχην, κι αγριοκοιταζονταν, και θαμβος κατεχε παντας τους Αχαιους, αλλ’ όταν πλησιασαν κοντα ο ενας εις τον αλλον ωρμησαν τρεις φορες, και τρεις φορες εσμιξαν, ο Αιας επειτα την ασπιδαν του την ολοστρογγυλη ενυξεν , αλλα εις το δερμα δεν εφθασεν, γιατι τον φυλαγεν εντος ο θωραξ, ο Τυδεΐδης επειτα επανω από την μεγαλην ασπιδα παντα τον αυχενα αναζητουσε με την ακρην του φαεινου του δορατος, και τοτε περιδεεις για τον Αιαντα οι Αχαιοι εκελευσαν να παυσουν και τα επαθλα εις τα ισα να μοιρασθουν, όμως εις τον Τυδεΐδην εδωσεν μεγα σφαγανον ο ηρως φερνοντας και την θηκην μαζι και τον καλοτμητον ιμαντα [ ο αγων της κονταρομαχιας ] ) Ραψωδια Ψ΄ 798-800 811-825
27.1.87 Αυταρ Πηλεΐδης θηκεν σολον αυτοχοωνον, ον πριν μεν ριπτασκε μεγα σθενος Ηετιωνος, αλλ’ ητοι τον πεφνε ποδαρκης διος Αχιλλευς, τον δ’ αγετ’ εν νηεσσι συν αλλοισι κτεατεσσι……ωρτο δ’ επειτα μενεπτολεμος Πολυποιτης, αν δε Λεοντηος κρατερον μενος αντιθεοιο, αν δ’ Αιας Τελαμωνιαδης και διος Επειος, εξειης δ’ ισταντο, σολον δ’ ελε διος Επειος, ηκε δε δινησας, γελασαν δ’ επι πανες Αχαιοι. Δευτερος αυτ’ αφεηκε Λεοντευς, οζος Αρηος, το τριτον αυτ’ ερριψε μεγας Τελαμωνιος Αιας, χειρος από στιβαρης, και υπερβαλε σηματα παντων, αλλ’ οτε δη σολον ειλε μενεπτολεμος Πολυποιτης, οσσον τις τ’ ερριψε καλαυροπα βουκολος ανηρ, η δε θ’ ελισσομενη πετεται δια βους αγελαιας, τοσσον παντος αγωνος υπερβαλε, τοι δε βοησαν, ανσταντες δ’ εταροι Πολυποιταο κρατεροιο νηας επι γλαφυρας εφερον βασιληος αεθλον ( επειτα ο Πηλεΐδης εθηκε δισκον χονδροχυμενον, το οποιον πριν ερριπτε ο μεγαλοδυναμος Ηετιων, αλλα τον σκοτωσεν ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς, και τον εφερε εις τις νηες μαζι με αλλα λαφυρα……….ωρθωθη επειτα ο ανδρειος Πολυποιτης, κι ο ισοθεος Λεοντευς με το κρατερον μενος, κι ο Αιας Τελαμωνιαδης, με το στιβαρον του χερι, και υπερεβαλεν των αλλων εις τα σημαδια, αλλα όταν τον δισκον επηρεν ο γενναιοψυχος Πολυποιτης, κι οσον καποιος βουκολος ανδρας ριπτει το σκηπτρον κι εκεινην ελισσομενην πετιεται επανω εις τα αγελαια βοδια, τοσον τον ολον χωρον του αγωνος περασε, κι εκεινοι βοησαν, τοτε εσηκωθησαν οι εταιροι του κρατερου Πολυποιτου και εις τις κοιλες νηες εφεραν του βασιλεως το επαθλον [το αγωνισμα της δισκοβολιας ] ) Ραψωδια Ψ΄ 826-829 836-849
27.1.88 αυταρ ο τοξευτησι τιθει ιοεντα σιδηρον, καδ’ δ’ ετιθει δεκα μεν πελεκεας, δεκα δ’ ημιπελεκκα, ιστον δ’ εστησεν νηος κυανοπρωροιο τηλου επι ψαμαθοις, εκ δε τρηρωνα πελειαν λεπτη μηρινυω δησεν ποδος, ης αρ’ ανωγει τοξευειν, «ος μεν κε βαλη τρηρωνα πελειαν, παντας αειραμενος πελεκεας οικονδε φερεσθω, ος δε κε μηρινθοιο τυχη, ορνιθος αμαρτιων, ησσων γαρ δη κεινος, ο δ’ οισεται ημιπελεκκα.» Ως φατ’, ωρτο δ’ επειτα βιη Τευκροιο ανακτος, αν δ’ αρα Μηριονης, θεραπων εΰς Ιδομενηος, κληρους δ’ εν κυνεη χαλκηρεΐ παλλον ελοντες, Τευκρος δε πρωτος κληρω λαχεν…….αν δ’ αρα Μηριονης πελεκεας δεκα παντας αειρε, Τευκρος δ’ ημιπελεκκα φερεν κοιλας επι νηας ( δια τους τοξευτες παλι θετει σκοτεινοχρωμον σιδηρον, και καταθετει δεκα διπλους πελεκεις, δεκα ημιπελεκα, και ιστον εστησεν νηος κυανοπρωρου μακρια επι της ψαμου, κι εκει τρεμαλεα περιστεραν με λεπτον νημα εδεσεν από το ποδι, επι της οποιας τους ειπε να τοξευσουν : «οποιος κτυπηση την τρεμαλεαν περιστεραν ολους σηκωνοντας τους δικοπους πελεκεις εις το οικον του φερη, κι οποιος το νημα επιτυχη, χωρις να το κτυπηση το πουλι, κατωτερος εκεινος, θα παρη τα ημιπελεκα». Ετσι ειπε, κι ωρθωθη επειτα ο δυνατος βασιλευς Τευκρος, καθως κι ο Μηριονης, ο γενναιος θεραπων του Ιδομενεως. Και παιρνοντας τους κληρους τους επαλαν εις χαλκινην περικεφαλαιαν, και εις τον Τευκρον ο πρωτος κληρος ελαχεν……ετσι ο Μηριονης τοτε τους δεκα διπλους πελεκεις σηκωσε, και ο Τευκρος τα ημιπελεκα εφερε εις τις κοιλες νηες ) Ραψωδια Ψ΄ 850-862 882-883
27.1.89 Αυταρ Πηλεΐδης κατά μεν δολιχοσκιον εγχος, καδ δε λεβητ’ απυρον, βοος αξιον, ανθεμοενα θηκ’ ες αγωνα φερων, και ρ’ ημονες ανδρες ανεσταν, αν μεν αρ’ Ατρειδης ευρυ κρειων Αγαμεμνων, αν δ’ αρα Μηριονης, θεραπων εΰς Ιδομενηος. Τοισι δε και μετεειπε ποδαρκης διος Αχιλλευς, « Ατρεΐδη, ιδωμεν γαρ οσον προβεβηκας απαντων ηδ’ οσσον δυναμαι τε και ημασιν επλευ αριστος, αλλα συ μεν τοδ’ αεθλον εχων κοιλας επι νηας ερχευ, αταρ δορυ Μηριονη ηρωΐ πορωμεν, ει συ γε σω θυμω εθελοις, κελομαι γαρ εγωγε.» Ως εφατ’, ουδ’ απιθησεν αναξ ανδρων Αγαμεμνων, δωκε δε Μηριονη δορυ χαλκεον, αυταρ ο γ’ ηρως Ταλθυβιω κηρυκι διδου περικαλλες αεθλον ( επειτα ο Πηλεΐδης μακροΐσκιον εγχος και λεβητα απυρωτον, αξιας ενός βοδιου, ανθοστολιστον εφερε και εστησεν εις τον χωρον αγωνων, κι ανδρες ακοντιστες σηκωθησαν κι ο ευρυκρατης Ατρειδης Αγαμεμνων, και ο Μηριονης, ο γενναιος θεραπων του Ιδομενεως , προς αυτους ματαειπεν ο ταχυπους θεΐκος Αχιλλευς: «Ατρειδη γνωριζουμε ποσον ξεπερνας ολους και ποσον εις την δυναμην και το ακοντιον εισαι αριστος, αλλα εσυ τουτο το επαθλον εχω εις τις κοιλες νηες ερχου, και το δορυ εις τον ηρωα Μηριονην ας το δωσουμε, αν και η δικην σου η καρδια το θελη, γιατι εγω σου το ζητω» αυτά ειπε, και δεν απειθησεν ο αναξ ανδρων Αγαμεμνων, κι εδωσε εις τον Μηριονην το χαλκινον δορυ, ο ηρως όμως εις τον κηρυκα Ταλθυβιον εδωσε το περικαλλες επαθλον ) Ραψωδια Ψ΄ 884-897
27.1.90 νιψαμενος δε κυπελλον εδεξατο ης αλοχοι ευχετ’ επειτα στας μεσω ερκεΐ, λειβε δε οιονον ουρανον εισανιδων, και φωνησας επος ηυδα « Ζευ πατερ, Ιδηθεν μεδεων , κυδιστε μεγιστε, δος μ’ες Αχιλληος φιλον ελθειν ηδ’ ελεεινον, πεμψον δ’ οιωνον, ταχυν αγγελον, ος τε σοι αυτω φιλτατος οιωνων, και ευ κρατος εστι μεγιστον, δεξιον οφρα μιν αυτος εν οφθαλμοισι νοησας τω πισυνος επι νηας ιω Δαναων ταχυπωλων ( κι αφου νιφτηκε το κυπελλον εδεχθη από την συγκοιτην του. Υστερα προσευχηθη ορθιος εις το κεντρον της αυλης, κι εσταξ’ οινον τον ουρανον κοιταζοντας, κι ετσι ομιλωντας ειπε: «Ζευ πατερ, που από την Ιδην κυβερνας, ενδοξοτατε μεγιστε, δωσε ο Αχιλλευς να μου είναι φιλικος όταν ελθω και ελεημων , και πεμψε οπιωνον, ταχυν αγγελον, που σ’ εσενα το ιδιον φιλτατος των οιωνων , και το κρατος του είναι μεγιστον, εκ δεξιων , να τον ιδω κι εγω με τους οφθαλους μου κι σ’ευτον θαρρωντας να παω εις τις νηες των Δαναων με τα ταχεια πωλαρια [ ο Πριαμος προσευχετε εις τον Διαν κανοντας την προποσην χυνοντας επανω εις το εδαφος σταγονες οινου, όπως και εις τα συμποσια εις το πρωτον ποτηρι για να καλεσουν τους θεους συντροφια ] ) Ραψωδια Ω΄ 305
27.1.91 τω δε μνησαμενω, ο μεν Εκτορος ανδροφονοιο κλαι’ αδινα προπαροιθε ποδων Αχιληος ελυσθεις, αυταρ Αχιλλευς κλαιεν εον πατερ , αλλοτε δ’ Πατροκλον……..αλλ’ αγε δη κατ’ αρ’ εζευ επι θρονου, αλγεα δ’ εμπης εν θυμω κατακεισθαι εασομεν αχνυμενοι περ ου γαρ τις πρηξις πελεται κρυεροιο γοοιο ως γαρ επεπλωσαντο θεοι δειλοισι βροτοισι, ζωειν αχνυμενοις …………ως μαν και Πηληΐ θεοι δωσαν αγλαα δωρα εκ γενετης, παντας γαρ επ’ ανθρωπους εκεκαστο ολβω τε πλουτω τε, ανασσε δε Μυρνιδονεσσι, και οι θνητω εοντι θεαν ποιησαν ακοιτιν, ααλ’ επι και τω θηκε θεος κακον, ότι οι ου τι παιδων εν μεγαροισι γονη γενετο κρειοντων, αλλ’ ένα παιδα τεκεν παναωριον ουδε νυ τον γε γηρασκοντα κομιζω, επει μαλα τηλοθι πατρης ημαι ενι Τροιη, σε τε κηδων ηδε σα τεκνα………….αυταρ επι τοι πημα τοδ’ ηγασον Ουρανιωνες, αιει τοι περι αστυ μαχαι τα’ ανδροκτασιαι τε, ανσχεο, μηδ’ αλιαστον οδυρεο σον κατά θυμον, ου γαρ τι πραξεις ακαχημενος υιος εηος, ουδε μιν ανστησεις, πριν και κακον άλλο παθησθα
( κι οι δυο τους σαν ενθυμηθηκαν , ο μεν [ο Πριαμος] τον ανδρειομενον Εκτορα εκλαιε γοηρα προ των ποδων του Αχιλλεως , ο Αχιλλευς παλι εκλαιε τον πατεραν του, κι αλλοτε τον Πατροκλον «………..αλλα ελα, καθισε εις τον θρονον [ ο Αχιλλευς καλει τον Πριαμον να καθηση εις τον δικον του θρονον ως ανδειξιν ότι η λυπη είναι και για τους δυο ] τα αλγη μας [ οι λυπες μας] εις το θυμικον να κατακατσουν ας αφησουμε με ολη την πικραν μας γιατι τιποτε δεν γινεται με τον κρυερον γοον, γιατι ετσι εκλωσαν οι θεοι για τους αμοιρους θνητους να ζουν μεσα εις τον πονον………ετσι και ο Πηλευς οι θεοι εδωσαν αγλαα δωρα εκ γενετης, γιατι ολους τους ανθρωπους ξεπερνουσε σε προκοπη και πλουτον, κι ανασσε τους Μυρμιδονες ,και σ’ αυτόν, ας ηταν θνητος, θεαν εδωσαν συγκοιτην.Αλλα και σε αυτόν εδωσεν ο θεος κακον, ότι ουτε ένα παιδι δεν γεννησε εις τα μεγαρα να βασιλευση, αλλ’ ένα παιδι ετεκε ολιγοχρονον, ουτε εκεινον μπορω να τον γεροκομησω, αφου πολύ μακρια της πατριδος καθομαι εις την Τροιαν εσενα βασανιζοντας και τα τεκνα σου……….οταν όμως αυτό το παθημα σου εφεραν οι Ουρανιωνες, παντα περι του αστυ μαχες και φονοι ανδρων, κανε κουραγιο ωστοσο, και μην οδυρεσαι αδιακοπα μες εις την καρδια γιατι δεν θα πραξης τιποτε με την λυπην σου για τον υιον σου, ουτε και θα τον αναστησης, πριν άλλο κακο παθης» [από την μεγαλην λυπη], [ ο Πριαμος ηλθε εις την σκηνην του Αχιλλεως να τον παρακαλεση να παρη πησω τον υιον του Εκτορα δια να τον θαψει με τιμες , ωσπερ και εγινε ] ) Ραψωδια Ω΄ 509 522 534 547
27.1.92 Ημος δ’ ηριγενεια φανη ροδοδακτυλος Ηως, τημος αρ’ αμφι πυρην κλυτου Εκτορος εγρετο λαος, αυταρ επει ρ’ ηγερθεν ομηγερεες τα’ εγενοντο, πρωτον μεν κατά πυρκαΐην σβεσαν αιθοπι οινω πασαν, οπποσον επεσχε πυρος μενος, αυταρ επειτα οστεα λευκα λεγοντο κασιγνητοι θ’ εταιροι τε μυρομενοι, θαλερον δε κατειβετο δακρυ παρειων, και τα γε χρυσειην ες λαρνακα θηκαν ελοντες, πορφυρεοις πεπλοισι καλυψαντες μαλακοισιν, αιψα δ’ αρ’ ες κοιλην καπετον θεσαν αυταρ υπερθε πυκνοισιν λαεσσι κατεστορεσαν μεγαλοισι, ριμφα δε σημ’ εχεαν, περι δε σκοποι ηατο παντη, μη πριν εφορμηθειεν εΰκνημιδες Αχαιοι, χευαντες δε το σημα παλιν κιον αυταρ επειτα ευ συναγειρομενοι δαινυντ’ ερικυδεα δαιτα δωμασιν εν Πριαμοιο, διοτρεφεος βασιληος. Ως οι γ’ αμφιεπον ταφον Εκτορος ιπποδαμοιο ( όμως σαν η πρωΐγενης φανη ροδοδακτυλος Ηως, γυρω από την πυρα του ξακουστου Εκτορος μαζευθη λαος, κι αφου ολοι συναχθησαν και ομογυρις εγινε, πρωτα εσβησαν την πυρκαΐαν μ’ αστραφτερον οινον πασαν, οσον ειχε φθασει του πυρος το μενος, επειτα τα λευκα οστα συνελεγαν οι αδελφοι κι οι εταιροι μοιρολογωντας, και θαλερον κατεβαινε εις τις παρειες το δακρυ, και παιρνοντας τα σε χρυση λαρνακα τα εθησαν, καλυψαντες με πορφυρους μαλακους πεπλους, επειτα εις το αψε σε σκαπτη κοιλοτητα τα εθεσαν κι υπερθε πυκνους λιθους κατεστρωσαν μεγαλους, γρηγορα χωματα εχυσαν και σκοποι εις τον τυμβον καθησαν παντου, μη τυχη και πριν εφορμησουν οι καλλικνημιδες Αχαιοι, και αφου τον τυμβον εχυσαν, πισω γυρισαν, επειτα καλοσυγκεντρωθησαν κι εφαγαν σε πλουσιο τραπεζι εις τα δωματα του Πριαμου, του διοτρεφους βασιλεως, ετσι αυτοι φροντισαν τον ταφον του ιπποδαμαστου Εκτορος [ αυτό είναι το τελος του επους της Ιλιαδος , σε οκτακοσιους τεσσαρες στιχους , το εργον οπου γαλουχηται εις την παιδεια ο Ελληνισμος] ) Ραψωδια Ω΄ 788-804
ΤΕΛΟΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΠΗΓΗ : http://parea2010.blogspot.gr/