Νερό και δίψα στην αρχαία Αθήνα
Σύνοψη-Αν και η ειρηνική μάχη των αρχαίων Αθηναίων κατά της λειψυδρίας δεν κέρδισε την προσοχή των ιστοριογράφων όσο οι πολεμικές μάχες τους κατά των εχθρών, πληροφορίες διάσπαρτες σε αρχαία κείμενα, επιγραφές, αλλά και αρχαιολογικές αναφορές μας δίνουν μια γενική εικόνα για τη σπουδαιότητα της ύδρευσης στην Αττική.
Ο Σόλων, ο Πεισίστρατος και οι γιοι του, ο Θεμιστοκλής, ο Περικλής και άλλοι λιγότερο γνωστοί Αθηναίοι ασχολήθηκαν με την ύδρευση της πόλης τους. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, διαλογίστηκαν για τη ρύθμιση της υδροδότησης, ενώ οι αρχαίοι γεωγράφοι αντιμετώπισαν το υδάτινο στοιχείο της Αθήνας ως αντικείμενο περιγραφής εξίσου σημαντικό με τα μνημεία της. Συνολικά, όμως, οι γνώσεις μας παραμένουν σποραδικές, έστω και αν οι αρχαιολόγοι τις έχουν πολλαπλασιάσει με τις ανασκαφές τους τα τελευταία 120 χρόνια.
Εικ. 1
Η περιοχή του ποταμού Ιλισού το 1914. Χ. Γλένης, Χάρτης Αθηνών τοπογραφικός και υψομετρικός δεικνύων την μέχρι τέλους 1914 εγκεκριμένην ρυμοτομίαν, καταρτισθείς επί τη βάσει της διά της Εθνικής Τραπέζης γενομένης διά την ύδρευσιν και τας υπονόμους μελέτης, εν Αθήναις 1916.
Η προέλευση του νερού με βάση τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία και σκεύη
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης από τη Ναυκράτη (2ος αι. μ.Χ.), ένας γνωστός λεξικογράφος της εποχής του, που έζησε στην Αθήνα, κατέγραψε αναρίθμητες ονομασίες χιλιάδων αντικειμένων που χρησιμοποιούσαν οι σύγχρονοί του. Μεταξύ άλλων, ο Πολυδεύκης μας μεταφέρει την ορολογία της εποχής του για τα εργαλεία και τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την προμήθεια νερού.13
Εικ. 13
Ο Ιλισός χωρίς νερό. Λήψη Alfred-Nicolas Normand (1851)
© Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Οι ποταμοί της Αττικής είναι ο Ασωπός στα δυτικά, ο Ερασινός στα ανατολικά και ο Κηφισός που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της. Η κύρια κοίτη του Κηφισού ξεκινά βόρεια από το Μπογιάτι (Άνοιξη Διονύσου). Οι μακρινότερες πηγές του είναι στου Φασίδερη5 (Εκάλη), όπου σχηματίζεται ρέμα το οποίο περνά από τις θέσεις Χελιδονού (Κηφισιά), Κτυπητό, Μονομάτι (Αχαρνές), Τρεις Γέφυρες (Σεπόλια). Στη θέση αυτή, ήδη από το 19ο αιώνα, το ρέμα το καλοκαίρι ήταν ξερό. Τις υπόλοιπες εποχές άρδευε τον αττικό ελαιώνα, όπως σημειώνει ο Σατωβριάνδος. Ένας κλάδος του συνέχιζε ως τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, όπου δεχόταν τα νερά του Ιλισού και εξέβαλλε στο Φαληρικό όρμο. Ένας άλλος βραχίονας (Γκόλθης) ξεκινούσε από τον Κοκκιναρά (Πεντελικό) και ενωνόταν με το ρέμα του Φασίδερη, στην προαναφερθείσα θέση Κτυπητό. Από πολλά χρόνια όμως είχε νερό μόνον τις βροχερές μέρες. Ένας τρίτος βραχίονας ήταν ο Ποδονίφτης (Περισσός), που έρρεε μέσα από το Χαλάνδρι (= Χαλά ντερέ6), τη Νέα Ιωνία, συνέχιζε μεταξύ Άνω Πατησίων και Νέας Φιλαδέλφειας και συνέβαλλε στον Κηφισό, λίγο πριν από τα Σεπόλια. Διαρκή ροή νερού είχε μόνον στη Νέα Ιωνία. Στις άλλες περιοχές έρρεε ως χείμαρρος.7Η Αθήνα δημιουργήθηκε στο σημείο συνάντησης του Κηφισού με δύο μικρότερους ποταμούς, που δεν είχαν νερό όταν επικρατούσε ξηρασία: Τον Ιλισό (που πηγάζει από τους βορειοδυτικούς πρόποδες του Υμηττού και καταλήγει στο Φαληρικό όρμο) και τον Ηριδανό. Καθώς ο Ιλισός κατέβαινε από τον Υμηττό με κατεύθυνση προς τα δυτικά, δεχόταν και άλλα ρέματα από το βουνό. Περνούσε από το λόφο του Αρδηττού, συνέχιζε ανάμεσα στους λόφους της Σικελίας και των Μουσών και έπειτα στον Ταύρο, όπου δεχόταν τον Ηριδανό. Από εκεί έρρεε προς το Νέο Φάληρο, όπου συνέβαλλε στον Κηφισό και κατέληγαν στη θάλασσα.
Η γενική εικόνα του χώρου γύρω από την περιτείχιστη πόλη απαρτιζόταν από κοίτες ποταμών και χειμάρρων, μερικές από τις οποίες ήταν αρκετά βαθιές ώστε να απαιτείται γέφυρα για τη διάβασή τους. Κυρίως δύο θέσεις extra muros ήταν οι ευνοημένες. Η πρώτη περιλάμβανε τον Ιλισό και τους παραποτάμους του και η δεύτερη τον Ποδονίφτη και τα ρέματα που συνέβαλλαν σε αυτόν. Ένα πολύ γνωστό –στους παλαιότερους Αθηναίους– τμήμα του Ιλισού διερχόταν νότια από το ξενοδοχείο Χίλτον, το οποίο οικοδομήθηκε στον τόπο όπου βρίσκονταν οι Στρατώνες Υλικού Πολέμου. Η κοίτη του Ιλισού περνούσε νότια από το στρατώνα και τη Ριζάρειο. Σε χάρτη του 1914 διακρίνονται οι μεγάλες κοίτες που την διέσχιζαν [Εικόνα 1]. Βορειότερα, η πιο γνωστή κατάληξη του Ποδονίφτη ήταν ο χείμαρρος με τρεις κοίτες που έρρεε με κατεύθυνση ΒΑ ΝΔ πάνω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την οποία διέσχιζε στο ύψος του λόφου του Στρέφη.
Εικ. 2
Ο Κυκλοβόρος στην περιοχή Πεδίου του Άρεως – Κυψέλης.
Αθανάσιος Γεωργιάδης, Πίναξ Αθηνών, Αθήναι 1908.
Ο χείμαρρος αυτός εμφανίζεται με τη λόγια ονομασία Κυκλοβόρος και στο νοτιοδυτικό τμήμα του ταυτίζεται με τη σημερινή οδό Μάρνη. Η αφετηρία του εμφανίζεται στα Τουρκοβούνια σε παλαιούς χάρτες.
Εικ. 3 Ο Κυκλοβόρος στην περιοχή Πεδίου του
Άρεως – Κυψέλης
Η μαρτυρία του είναι η παλαιότερη που διαθέτουμε σε ό,τι αφορά την καθημερινή διαχείριση του νερού. Συνοπτικά, με βάση το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο αρχαίος αυτός λεξικογράφος, το νερό είτε «εκφερόταν» από κρουνούς είτε αντλούνταν από φρέατα και λάκκους. Στη δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνταν αντλίες ή τροχαλίες ή κάδοι.
Οι τεχνολογικές διαφορές ανάμεσα στα μέσα αυτά είναι μεγάλες. Η άντληση νερού (με τη χρήση αντλίας) προϋποθέτει εξελιγμένες γνώσεις, ενώ η χρήση ενός κάδου με σκοινί είναι η πιο πρωτόγονη μέθοδος για να πάρει κανείς νερό από πηγάδι.
Εικ. 8α
Επίδειξη της χρήσης του πηγαδιού. Ένα αγόρι ανασύρει τον κάδο (1951). Το πηγάδι βρισκόταν κοντά στη Στοά Αττάλου, στο ανατολικό όριο της Αρχαίας Αγοράς (δεύτερο μισό 5ου αι. π.Χ.). Αρχείο ανασκαφών στην Αρχαία Αγορά.
© Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών.
Ενδιάμεση είναι η χρήση τροχαλίας, η οποία μειώνει τον κόπο της ανέλκυσης του κάδου, προϋποθέτει όμως κάποιες τεχνικές γνώσεις. Σημειώνουμε ότι ο Ιούλιος Πολυδεύκης χρησιμοποιεί διαφορετικούς χρόνους στα ρήματα «ἐκφέρεται» και «ἀπαντλεῖς» (ενεστώτας) και στα ρήματα «ἐκάλουν» και «ἀνέσπων» (αόριστος), ωσάν οι ενέργειες που συνδέονται με τα ρήματα αυτά (δηλαδή την ανέλκυση κάδων που είχαν ριχτεί στο πηγάδι) αφορούσαν μόνον το παρελθόν και όχι την εποχή του.
Εικ. 8
Αναπαράσταση πηγαδιού ελληνιστικών χρόνων.
Mabel Lang, Waterworks in the Athenian
Agora, American School of Classical
Studies at Athens, Princeton 1968.
Θα μπορούσε κανείς να συνδέσει αυτή την υπόθεση με τη λειτουργία του Αδριανείου υδραγωγείου, που έφερε νερό σε κρήνες στην Αθήνα, και μάλιστα στη νέα ρωμαϊκή πόλη, που οικοδομήθηκε δίπλα στην παλαιά. Αλλά τα αρχαιολογικά ευρήματα μας κάνουν να υποπτευόμαστε ότι στην παλαιά πόλη σημειώθηκε ακριβώς η αντίθετη ιστορική πορεία, δηλαδή ότι οι δημόσιες κρήνες έπαψαν να λειτουργούν και οι κάτοικοι ξανάρχισαν να χρησιμοποιούν πηγάδια. Για παράδειγμα, μια μεγάλη κρήνη στην Αρχαία Αγορά, δημιούργημα του 6ου αι. π.Χ., η οποία ανακατασκευάστηκε τον 4ο αι. π.Χ., είχε πλέον τεθεί
εκτός λειτουργίας τον 3ο αι. μ.Χ., δηλαδή μερικές δεκαετίες μετά τον Πολυδεύκη, και τη θέση της πήρε ένα πηγάδι, που δημιουργήθηκε σε απόσταση μερικών μέτρων14.
Δυστυχώς, ο Πολυδεύκης παρέχει μόνον τα ονόματα σκευών και εργαλείων και ελάχιστες, μόνον έμμεσες πληροφορίες για τη χρήση τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του νερού, οι πληροφορίες του αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικά είδη
ύδρευσης: (1) νερό από πηγή, (2) νερό από δίκτυο, (3) νερό από φρέατα. Με τη λέξη «φρέατα» ίσως εννοεί πηγάδια, από τα οποία «ἀνέσπων» το νερό με «κάδους». Ίσως όμως εννοεί και δεξαμενές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για απο
θήκευση του νερού της βροχής, και κατά περίεργο τρόπο ο Πολυδεύκης δεν τις αναφέρει, αν και είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξή τους από ανασκαφικά δεδομένα.
Επίσης, ο Πολυδεύκης δεν φαίνεται να γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα σε κάθετα και οριζόντια φρέατα. Τα κάθετα φρέατα είναι κυλινδρικά ορύγματα με κατακόρυφο άξονα, τα οποία ανοίγονται σε βάθος μεγαλύτερο από τη στάθμη του νερού του υπεδάφους. Έτσι, δημιουργείται στον πυθμένα αποθήκη νερού, από την οποία και γίνεται η άντληση.
Εικ. 9
Καθαρισμός πηγαδιού αρχαϊκής περιόδου στην περιοχή βορείως της βορειοδυτικής γωνίας της Μέσης Στοάς, στην Αρχαία Αγορά. Ένας άντρας δένεται με σκοινί και βυθίζεται μέσα στο πηγάδι (Μάιος 1953).
Αρχείο ανασκαφών στην Αρχαία Αγορά. © Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών.
Όταν το βάθος στο οποίο βρίσκεται η ελεύθερη στάθμη των υπογείων υδάτων είναι μικρό και η απαιτούμενη ποσότητα νερού μεγάλη, χρησιμοποιούνται για την υδροληψία οριζόντιες εγκαταστάσεις, δηλαδή ένα οριζόντιο υδραγωγείο που βρίσκεται σε όλο το μήκος του μέσα στο υδροφόρο στρώμα του εδάφους. Στην απλούστερη μορφή του το υδραγωγείο αυτό αποτελείται από συνεχείς αγωγούς που συνδέονται μεταξύ τους. Απομυζά το νερό του υπεδάφους και το οδηγεί σε ορισμένα σημεία, από τα οποία λαμβάνεται για κατανάλωση. Στην πιο σύνθετη μορφή τους, οι οριζόντιες εγκαταστάσεις αποτελούνται από σήραγγες και υδρομαστευτικές στοές, στις οποίες συγκεντρώνεται και από τις οποίες λαμβάνεται το νερό του υπεδάφους, με φυσική ροή.
Ο Πολυδεύκης φαίνεται να γνώριζε –άρα δεν είχε ξεχαστεί– τον όρο «κηλωνήϊον», δηλαδή ένα μηχανισμό για την άντληση του νερού, όρο που χρησιμοποιεί ο Ηρόδοτος (484-425 π.Χ.) («ἀντλέεται μὲν κηλωνηΐῳ», 6.119). Ο Ηρόδοτος γνώριζε επίσης τους σωλήνες, και μάλιστα χρησιμοποίησε τη λέξη: «ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων», 3.60).
Τέλος, ο Πολυδεύκης δεν κάνει καμία μνεία για την υδροδότηση των συγχρόνων του από ποτάμια νερά. Ίσως αυτό να μη γινόταν πλέον στην εποχή του. «Δι’ ὧν δὲ ἐκφέρεται τὸ ὕδωρ, κρουνοί. Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων, ἢ λάκκων, τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖς, δέοι τ’ ἂν οἶμαι σκευῶν, ἀντλητῆρος, ἀντλίας, ἱμονιᾶς, ἱμάντος, κάλου, σχοινίου, κάδου, τροχαλίας. τάχα δὲ καὶ κηλωνείου. Μέρη δὲ τροχαλίας, τονία, τοπία, ἀξόνια. Τῷ δὲ προσδεῖ ἁρπάγης, καὶ κρεάγρας καὶ λύκου. Οὕτω γὰρ ἐκάλουν σκεύη οἷς τοὺς ἐκπεσόντας τῶν κάδων ἐκ τῶν φρεάτων ἀνέσπων. Ὅτι γὰρ καὶ κρεάγραν καλοῦσι τὴν ἁρπάγην, δηλοῖ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις Ἀριστοφάνης λέγων, ‘τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνοίμεθ’ ἄν’».
Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος αι. μ.Χ.)
Το γεωγραφικό εύρος: Οι κοινότητες
Μία θεμελιώδης διάκριση που πολλές φορές παραβλέπεται, όταν γίνεται λόγος για την υδροδότηση της αρχαίας Αθήνας, είναι μεταξύ Αττικής και άστεως. Ο αριθμός του πληθυσμού της κλασικής εποχής που πιθανολογείται σε διάφορες πηγές (300.000-500.000) –σε όποιο βαθμό είναι ορθός– αφορά ολόκληρη την Αττική και όχι το άστυ. Το τελευταίο συγκέντρωνε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της Αττικής. Ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν διασκορπισμένος σε μεγάλο αριθμό ορεινών, πεδινών και παραθαλάσσιων κοινοτήτων.
Συγκεκριμένα, ο Ξενοφών (427-355 π.Χ.) αναφέρει ότι «ἡ μὲν πόλις ἐκ πλειόνων ἢ μυρίων οἰκιῶν συνέστηκε»15, δηλαδή αποτελούνταν από 10.000 σπίτια ή περισσότερα. Ο αριθμός αυτός είναι περίπου ίσος με τον αριθμό των οικοδομών που καταγράφηκαν στην απογραφή του 1879, όταν η Αθήνα είχε 61.000 κατοίκους16. Αυτό μας δίνει ως τάξη μεγέθους τον πληθυσμό του άστεως αλλά και των πέριξ συνοικιών (αφού το 1879 η έκταση της Αθήνας ήταν μεγαλύτερη από την έκταση που καταλάμβανε το περιτείχιστο από το τείχος του Θεμιστοκλή άστυ).
Ο Στράβων (64 π.Χ.-24 μ.Χ.) ανέφερε ότι στην εποχή του υπήρχαν στην Αττική 170 δήμοι. Ο «δήμος» ήταν θεσμική ενότητα και δεν συνέπιπτε με τις κοινότητες (ένας δήμος μπορούσε να αποτελείται από περισσότερες της μιας κοινότητες). Τα 16.000 ονόματα Αθηναίων που αποθησαύρισε ο J. Kirchner στο έργο του Prosopographia Attica (Βερολίνο 1901) αντιστοιχούν σε 127 δήμους. Ο αριθμός των δήμων δεν μεταβλήθηκε όταν προστέθηκαν 8.000 περίπου ονόματα που αποκαλύφθηκαν από το 1931 μέχρι το 1975 σε ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς. Μερικοί από τους δήμους είναι γεωγραφικά προσδιορισμένοι, ενώ οι περισσότεροι όχι.17
Οι περισσότερες κοινότητες της Αττικής ήταν αγροτικές. Σε αυτές η χρήση των υδάτινων πόρων είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι στο άστυ. Η ζήτηση νερού για προσωπική κατανάλωση δεν φαίνεται να ήταν πρόβλημα στις αγροτικές κοινότητες, λόγω της μεγάλης γεωγραφικής διασποράς του πληθυσμού στο φυσικό περιβάλλον της Αττικής, σε συνδυασμό με τη χαμηλή πυκνότητά του. Το χαρα
κτηριστικό στοιχείο των αγροτικών κοινοτήτων δεν ήταν η υδρευση αλλά η άρδευση των καλλιεργειών. Η μονάδα που ζητούσε το νερό δεν ήταν η οικογενειακή κατοικία αλλά το οικογενειακό κτήμα. Χρειαζόταν νερό για πότισμα των καλλιεργειών, όπως και ρύθμιση των ομβρίων, ώστε να αποφεύγονται οι πλημμύρες. Στον ανοιχτό χώρο της υπαίθρου το νερό μπορούσε να διοχετευθεί σε μεγάλες αποστάσεις από τις πηγές του ή τα φρέατα στα οποία συγκεντρωνόταν. Η δυνατότητα αυτή εντοπίζεται στα λίγα νομικά κείμενα που διαθέτουμε ως αντικείμενο προς ρύθμιση, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Ειδικότερο θέμα ρύθμισης ήταν η υδροδότηση των ιερών σε «δήμους» που βρίσκονταν σε απομακρυσμένα σημεία της Αττικής.Η γεωγραφική διασπορά των κοινοτήτων της Αττικής της κλασικής εποχής δεν μας είναι γνωστή με λεπτομέρειες. Ο Bintliff, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία, επιχείρησε να συνθέσει κάποιο πρότυπο διασποράς έχοντας κυρίως ως βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα και κατέληξε σε μία υπόθεση εργασίας για τη διασπορά των οικισμών της Αττικής, στη διάρκεια της ιστορικής μετάβασης από την αρχαϊκή στην κλασική περίοδο. Αυτή η υπόθεση εργασίας μας είναι χρήσιμη για να καταλάβουμε και τις επόμενες ιστορικές περιόδους και να υποπτευθούμε πώς κατανεμόταν το νερό στην Αττική. Σύμφωνα με αυτήν, οι κοινότητες της Αττικής αντιστοιχούσαν σε συνεχόμενα πολύγωνα. Η ιδανική μορφή κάθε πολυγώνου ήταν ένας κύκλος, με ακτίνα 2-3 χιλιομέτρων.18 Κάθε κύκλος είχε ως κέντρο ένα πόλισμα19. Είναι πολύ πιθανόν ότι η απόσταση των 2-3 χιλιομέτρων ανά
μεσα στα πολίσματα αντιστοιχούσε στις τεχνικές γνώσεις που είχαν αποκτήσει οι κάτοικοι της Αττικής, προκειμένου να μεγιστοποιούν την απόδοση των υδάτινων πηγών τους και να ελαχιστοποιούν το χρόνο μετάβασης στα κτήματά τους.
Από την παράδοση στους ξεχασμένους νόμους
Η παλαιότερη παράδοση σχετικά με την ύδρευση της Αθήνας βρίσκεται στην αφήγηση του Ηρόδοτου20. Μιλώντας για το απώτερο, μη μυθολογικό, παρελθόν, ο Ηρόδοτος κάνει λόγο για μία πηγή που βρισκόταν σε απομακρυσμένο σημείο. Σε αυτήν πήγαιναν οι γυναίκες των Αθηναίων για να πάρουν νερό, παρά το γεγονός ότι ήταν εκτεθειμένες
στις επιθέσεις των Πελασγών, οι οποίοι έκαναν επιδρομές από τον Υμηττό και τις κακοποιούσαν. Την πληροφορία αυτή θα εξετάσουμε αργότερα, πιο αναλυτικά. Εδώ την επισημαίνουμε, γιατί δείχνει ότι το νερό ήταν τόσο σπάνιο
μέσα στο ασφαλές αστικό τοπίο, ώστε οι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι να εκθέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να
το προμηθευτούν.Η επόμενη παράδοση για την ύδρευση βρίσκεται κρυμμένη στις αναμνήσεις των νόμων του Σόλωνα (690-560 π.Χ.),
οι οποίοι θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Την ακριβή διατύπωση των νόμων δεν τη γνωρίζουμε, διότι τα αρχικά
κείμενα δεν έχουν διασωθεί. Έχουμε μόνο μια γενική περιγραφή τους από τον μεταγενέστερο Πλούταρχο (περ. 45 120 μ.Χ.), η οποία συντάχθηκε σχεδόν επτά αιώνες μετά τη θέσπιση των νόμων, ή, ακριβέστερα, διαθέτουμε μόνον την περιγραφή των καταλοίπων των νόμων επτά αιώνες μετά την αρχική θέσπισή τους. Ο Πλούταρχος δεν αντέγραψε ένα νομικό κείμενο, αλλά κατέγραψε την προφορική παράδοση. Η εντύπωση που μας δίνει είναι ότι το νερό λογιζόαν ως δημόσιο αγαθό σε σχετική σπανιότητα (και όχι ως ιδιωτικό αγαθό), και γι’ αυτό ο νομοθέτης έπρεπε να καθορίσει τους τρόπους διανομής του.Μια τρίτη πηγή για την ύδρευση της Αττικής είναι το κείμενο Νόμοι του Πλάτωνα (4ος αι.), από το οποίο αντιλαμβανόμαστε ότι την εποχή εκείνη όχι απλώς υπήρχε μέριμνα για τη διανομή του νερού, αλλά είχε γίνει συνείδηση η ανάγκη για τη διαχείριση των πηγαίων νερών στα βουνά της Αττικής. Από το ίδιο κείμενο αντιλαμβανόμαστε ότι, στους δύο αιώνες που είχαν περάσει από την εποχή του Σόλωνα, δεν
είχε αλλάξει η αντίληψη ότι το νερό ήταν ένα δημόσιο αγαθό σε σχετική σπανιότητα.
Ακολουθούν δύο γενικές αναφορές στην κατάσταση της ύδρευσης στην αρχαία Αθήνα, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους πέντε αιώνες και είναι ταυτόσημες. Η παλαιότερη είναι του Ψευδο-Δικαίαρχου,21 που το πραγματικό του όνο
μα ήταν Ηρακλείδης Κριτικός και έζησε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.22: «Ἡ δὲ πόλις ξηρά πᾶσα, οὐκ εὔυδρος, κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα» («ξερή, χωρίς νερά, με κακή ρυμοτομία λόγω της παλαιότητάς της»).
Τη γνώμη του Ηρακλείδη ότι η αρχαία Αθήνα ήταν άνυδρη συμμερίσθηκε ο αείμνηστος αρχαιολόγος Homer Thompson (1906-2000)23, με βάση την πλουσιότατη πείρα του από την ανασκαφή της Αρχαίας Αγοράς, στην οποία ωστόσο εντόπισε αξιόλογα υδραυλικά έργα, που κατασκευάστηκαν από τον 6ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα, όπως θα δούμε. Μια λιγότερο αφοριστική από τον Ηρακλείδη διατύπωση επέλεξε ο Πλούταρχος24, ο οποίος επισήμανε ότι η Αθήνα δεν είχε ποτάμια που να ρέουν όλο το χρόνο ούτε κοντινές λίμνες ούτε και άφθονες πηγές, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να χρησιμοποιούν φρέατα που κατασκεύαζαν οι ίδιοι.
Αλλά μιλούσε άραγε για την εποχή του;
Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε σε χρόνο αόριστο το ρήμα «χρῶμαι» (χρησιμοποιώ), διότι αναφερόταν στην εποχή του Σόλωνα (6ος αι.) και στη νομοθεσία του (βλ. πιο κάτω). Όμως τη διαπίστωση ότι η περιοχή δεν έχει επιφανειακές υδάτινες πηγές την εξέφερε στον ενικό («ἐστιν»). Δηλαδή, έγραψε περίπου ότι: «Επειδή η περιοχή δεν διαθέτει [ούτε και τώρα, στον 1ο αι. μ.Χ.] ποτάμια που να ρέουν όλο το χρόνο, ούτε λίμνες ούτε άφθονες πηγές, οι περισσότεροι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν [τότε, τον 6ο αι. π.Χ.] πηγάδια που κατασκεύαζαν οι ίδιοι». Αλλά δεν μας εξήγησε πώς υδρεύονταν οι κάτοικοι της Αθήνας στην εποχή του. Πέθανε το 120 μ.Χ., πέντε χρόνια πριν αρχίσει να κατασκευάζεται το Αδριάνειο υδραγωγείο.25 Άρα, δεν εννοούσε ότι το υδραγωγείο αυτό είχε αλλάξει τον τρόπο υδροδότησης. Η διατύπωσή του μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πριν από την έναρξη κατασκευής του Αδριανείου οι Αθηναίοι δεν υδρεύονταν μόνον από πηγάδια, αλλά και με πιο εξελιγμένους τρόπους, ενδεχομένως με κάποια άλλα, μικρότερα υδραγωγεία. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι όταν στα μέσα του 19ου αιώνα ανασκάφηκε το κέντρο της σημερινής πόλης για την κατασκευή θεμελίων, βρέθηκαν πολλά φρέατα για τη συγκέντρωση ομβρίων αλλά και πολλοί υπόγειοι σωλήνες.26 Πάνω στο σημείο αυτό, η νεότερη έρευνα έρχεται να ρίξει αρκετό φως, όπως θα δούμε σε άλλο σημείο.
Ο Πλούταρχος για την ύδρευση της Αθήνας τον 6ο αιώνα π.Χ. «Ἐπεὶ δὲ πρὸς ὕδωρ οὔτε ποταμοῖς ἐστιν ἀενάοις οὔτε λίμναις τισὶν οὔτ᾽ ἀφθόνοις πηγαῖς ἡ χώρα διαρκής, ἀλλ᾽ οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο».
Πλούταρχος (περ. 45-120 μ.Χ.)
Η παλαιότερη –μετά την ανάμνηση των νόμων του Δράκοντα– νομική πηγή που διαθέτουμε για την αρχαία Αθήνα είναι η νομοθεσία του Σόλωνα, όπως μας παραδόθηκε από τον Πλούταρχο. Από αυτήν προκύπτει ότι τον 7ο και τον 6ο
αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι υδρεύονταν από δημόσια και ιδιωτικά πηγάδια. Αλλά όχι χωρίς προβλήματα.
Οι περισσότεροι από τους νόμους του Σόλωνα –όπως διασώθηκαν από την παράδοση την εποχή του Πλούταρχου– έχουν γενικό χαρακτήρα, θέτουν δηλαδή αρχές για την αντιμετώπιση γενικών προβλημάτων. Αντίθετα, φαίνε
ται ότι ο νόμος για την ύδρευση ήταν λεπτομερειακός, με διατύπωση που συντάχθηκε για να αντιμετωπίζει πρακτικά προβλήματα, και αποδείχτηκε ανθεκτικός απέναντι στο χρόνο. Επειδή οι νόμοι διαμορφώνονται συνήθως με βάση τις αρνητικές εμπειρίες, δηλαδή τις διαμάχες και τις διεκδικήσεις, το πνεύμα του νόμου του Σόλωνα μαρτυρεί ότι η διεκδίκηση του νερού ήταν ένα από τα βασικά μελήματα των Αθηναίων πριν από 2.700 χρόνια.
Αθήνα -Λυκαβηττός :Του Αδριάνειου υδραγωγείου η δεξαμενή στο κέντρο της φωτογραφίας στην σύγχρονη εποχή
Ο νόμος αντιμετώπιζε τρία βασικά προβλήματα. (α) Πότε μπορούσε να παίρνει κανείς νερό από δημόσιο φρέαρ και πότε είχε δικαίωμα να ανοίξει δικό του πηγάδι. (β) Πόσο έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους τα γειτονικά πηγάδια. (γ) Πόσο έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους οι γειτονικοί βόθροι. Στα τρία αυτά προβλήματα αντιστοιχούν τα ερωτήματα που ακολουθούν.
Ι. Πότε είχε δικαίωμα ο πολίτης να χρησιμοποιεί τα δημόσια φρέατα;
Το μοναδικό –αλλά πολύ σημαντικό– κριτήριο που έθετε ο νόμος ήταν η απόσταση του κτήματος από το δημόσιο φρέαρ. Όταν η απόσταση αυτή ήταν μικρότερη από 740 μέτρα (ένα «ἱππικό», με τη φρασεολογία της εποχής), τότε προέκυπτε δικαίωμα ύδρευσης από το δημόσιο φρέαρ. Αν η απόσταση ήταν μεγαλύτερη, δεν παρεχόταν αυτό το δικαίωμα.
Δεν υπήρχε κανένα άλλο κριτήριο πέρα από την απόσταση των 740 μέτρων. Ο νομοθέτης δεν ενδιαφερόταν για τον πλούτο των περιοίκων ή τον τρόπο με τον οποίο απέκτησαν την περιουσία τους, ούτε αν ήταν παλαιοί ή νέοι κάτοικοι
της περιοχής ούτε αν βρίσκονταν εγγύτερα ή μακρύτερα από το φρέαρ. Όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στην ακτίνα των 740 μέτρων είχαν τα ίδια δικαιώματα ύδρευσης. Ο γεωμετρικός υπολογισμός αυτών των δεδομένων καταλήγει σε μια μέση επιφάνεια ύδρευσης 2.000 στρεμμάτων περίπου ανά δημόσιο φρέαρ. [Βλ. Εικόνα 10: Κάθε κύκλος έχει ακτίνα R = 740 μέτρα. Η επιφάνεια των πέντε κύκλων έχει εμβαδόν 6.876 στρέμματα]. Είναι προφανές ότι ο νόμος αφορούσε αραιοκατοικημένες περιοχές, αν λάβουμε υπόψη και τα δεδομένα που ακολουθούν.
Πώς προέκυψε ο αριθμός του ενός «ἱππικοῦ», που μας δίνει 740 μέτρα, δεν γνωρίζουμε. Κατά πάσα πιθανότητα αντιστοιχούσε σε εμπειρικές παρατηρήσεις σχετικά με το πώς μεγιστοποιείται η απόδοση δύο γειτονικών πηγαδιών. Από ό,τι φαίνεται, οι παρατηρήσεις αυτές ήταν εύστοχες και προϊόν μακράς πείρας. Προς σύγκριση, σχετικές μελέτες που έγιναν από γεωλογικό ινστιτούτο στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης των Η.Π.Α., στη δεκαετία του 1950, υπολόγισαν την ελάχιστη άριστη απόσταση ανάμεσα στα σημεία υδροληψίας καθέτου φρέατος σε 1.800 πόδια, δηλαδή 600 μέτρα περίπου, αριθμός που δεν απέχει από την απόσταση
του ενός «ἱππικοῦ».Οι αριθμοί αυτοί δημιουργούν την υποψία ότι δεν είναι τυχαία η «ιδανική» μορφή της γεωγραφικής κατανομής των πολισμάτων στην Αττική, η οποία έχει τη μορφή εφαπτόμενων κύκλων. Η απόσταση μεταξύ των άκρων των κύκλων είναι ακριβώς 3 χιλιόμετρα.
Τι σήμαινε όμως η άντληση νερού από δημόσιο φρέαρ; Μία πρώτη ανάγνωση δημιουργεί την εντύπωση της άντλησης από δημόσιο πηγάδι. Ενδέχεται, όμως, να σημαίνει δικαίωμα διοχέτευσης νερού με αγωγούς από μια δημόσια στοά, δεξαμενή ή και πηγή. Αν δηλαδή κάποιο κτήμα απείχε έως 740 μέτρα από δημόσιο φρέαρ, επιτρεπόταν η άντληση νερού με αγωγούς. Αυτή την εκδοχή τεκμηριώνει μισθωτήριο συμβόλαιο από τις Αχαρνές (επιγραφή IG ΙΙ2 2491), το οποίο
κάνει λόγο για διοχέτευση νερού μέσα από το κτήμα. Ανάλογη αναφορά κάνει –όπως θα δούμε στη συνέχεια– και ο Πλάτων. Σε αυτή την περίπτωση τα φρέατα αυτά πρέπει να ήταν οριζόντιες εγκαταστάσεις, δηλαδή υπόγεια υδραγωγεία από τα οποία το νερό μεταφερόταν με αγωγούς, και όχι απλά πηγάδια από τα οποία αντλούσαν νερό με κουβάδες.
ΙΙ. Πότε μπορούσε κάποιος να ανοίξει δικό του πηγάδι;
Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, το δικαίωμα αυτό αποκτούσε ο Αθηναίος, όταν κατοικούσε σε απόσταση μεγαλύτερη από 740 μέτρα από το κοντινότερο δημόσιο φρέαρ.
Η απόσταση είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο φαίνεται. Αν σχηματίσουμε έναν κύκλο με ακτίνα 740 μέτρων, δημιουργείται μία επιφάνεια 1.720 στρεμμάτων με ένα μόνον δημόσιο φρέαρ. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι ο συγκεκριμένος νόμος αφορούσε απομονωμένες αγροικίες και όχι σπίτια σε αστικό περιβάλλον και ότι ο σκοπός του ήταν να μην αποδυναμώνεται η υδροδοτική ικανότητα του δημόσιου φρέατος.
ΙΙΙ. Πόσο έπρεπε να απέχει το πηγάδι από το πηγάδι του γείτονα;
Εκτός από τις παραπάνω διατάξεις που καθόριζαν την απόσταση από τα δημόσια φρέατα, ο νόμος του Σόλωνα καθόριζε και την ελάχιστη απόσταση ενός ιδιωτικού πηγαδιού από τα άλλα ιδιωτικά πηγάδια. Συγκεκριμένα, προέβλεπε την απόσταση όχι από το πηγάδι του γείτονα, αλλά από τα όρια του οικοπέδου του. Αυτή η ελάχιστη απόσταση ήταν δύο μέτρα. Συνεπώς, η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο ιδιωτικά πηγάδια, αν αμφότεροι οι γείτονες εξαντλούσαν τα όρια του νόμου και έσκαβαν πηγάδια κοντά στα κοινά τους όρια, ήταν τέσσερα μέτρα.
Η σκοπιμότητα αυτής της διάταξης ήταν η αποφυγή διενέξεων στην περίπτωση που ο υδροφόρος ορίζοντας ήταν εκμεταλλεύσιμος σε κάποιο σημείο που βρισκόταν κοντά στα όρια των δύο οικοπέδων, ειδικά μάλιστα στην περίπτωση που ο ένας από τους δύο γείτονες είχε ήδη σκάψει πηγάδι στο επίμαχο σημείο και αντλούσε το νερό. Η διάταξη αυτή –αν κρίνουμε από το σύνολο του σχετικού άρθρου, που κάνει λόγο για απόσταση ανάμεσα σε φράκτες, τοίχους και δένδρα– αφορούσε ιδιοκτησίες μέσα σε πυκνότερα δομημένη αστική περιοχή, σε αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις που αφορούσαν αγροκτήματα.Σε ένα δείγμα πηγαδιών που βρίσκονταν βόρεια από την Ακρόπολη, εκεί δηλαδή όπου περνούν υπόγεια ρεύματα, και ανοίχτηκαν στο μεταίχμιο του 6ου και του 5ου αιώνα
π.Χ. [βλ. Εικόνα 11], η απόσταση μεταξύ τους ήταν 20 μέτρα.28 Είτε τα οικόπεδα ήταν πολύ μικρά είτε –το πιθανότερο– ανοίγονταν περισσότερα του ενός σε ένα και το αυτό οικόπεδο. Δεν γνωρίζουμε να υπήρχε κάποιος περιορισμός για τον αριθμό πηγαδιών που μπορούσε ο ιδιοκτήτης να ανοίξει μέσα στο δικό του οικόπεδο, εφόσον δεν προσέκρουε στην απόσταση από τα σύνορα του γείτονά του. Για παράδειγμα, σε ένα οικόπεδο με διαστάσεις 10 x 10 μέτρων (εμβαδού δηλαδή 100 τ.μ.) και τηρώντας τον κανόνα της απόστασης των δύο μέτρων μεταξύ των πηγαδιών, θεωρητικά ο ιδιοκτήτης μπορούσε να ανοίξει έως και εννέα πηγάδια.
IV. Δικαίωμα πάνω στο πηγάδι του γείτονα (δουλεία ύδατος)Αν ο ιδιοκτήτης έσκαβε στο οικόπεδό του σε βάθος 18-20 μέτρων και δεν έβρισκε νερό, τότε αποκτούσε το δικαίωμα να αντλεί κάθε μέρα μία συγκεκριμένη ποσότητα από
το πηγάδι του γείτονα. Η διάταξη αυτή εισήγαγε τη λεγόμενη στη νομική γλώσσα «δουλεία ύδατος»29 και αποτέλεσε σοβαρό περιορισμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας για κοινωνικούς λόγους.
Σημασία έχει και η ποσότητα που μπορούσε κάποιος να αντλήσει από το πηγάδι του γείτονά του. Η ποσότητα αυτή προσδιοριζόταν με ένα αγγείο που είχε χωρητικότητα 18 λίτρα και γέμιζε δύο φορές τη μέρα. Συνολικά, δηλαδή, έφτανε τα 36 λίτρα ημερησίως, ποσότητα που φαίνεται πως ήταν –σύμφωνα με τις τότε κοινωνικές αντιλήψεις– η ελάχιστη αναγκαία για την επιβίωση μιας οικογένειας. Αν υπολογίσουμε μία πενταμελή οικογένεια με ένα δούλο, τότε η κατά κεφαλήν ημερήσια κατανάλωση ήταν περίπου 6 λίτρα, όσο περίπου είναι σήμερα η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Αθήνα μέσα σε χρονικό διάστημα μερικών λεπτών. Χρειάστηκαν όμως πολλοί αιώνες για να αλλάξει σημαντικά η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει με ελάχιστο νερό.
Ο νόμος δεν διευκρινίζει τον αριθμό των γειτόνων για τους οποίους ίσχυε η δουλεία ύδατος: αν δηλαδή ο τυχερός που κατείχε ένα πηγάδι στο κτήμα του έπρεπε να δίνει νερό μόνον σε έναν ή σε περισσότερους γείτονες.
V. Ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε βόθρους Ο νόμος του Σόλωνα καθόρισε και την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στο βόθρο που διανοιγόταν μέσα στο κτήμα
με τα όρια του κτήματος. Η απόσταση αυτή ήταν ίση προς το βάθος του βόθρου. Αν, συνεπώς, δύο γειτονικές οικογένειες άνοιγαν βόθρους κοντά στα όρια των κτημάτων τους, η απόσταση ανάμεσα σε αυτούς θα έπρεπε να ήταν ίση με το άθροισμα του βάθους τους. Όσο βαθύτεροι οι βόθροι τόσο μεγαλύτερη και η απόσταση. Αν η διάταξη εφαρμοζόταν, αποτελούσε κίνητρο να μην τοποθετούνται οι βόθροι στα όρια των κτημάτων.
Στις εκβολές του ποταμού Ιλισού έκανε το καθαρτήριο λουτρό της η Θεά Αθηνά ανάδοχος και προστάτης της πόλης. - φωτ.1910-19
Οι «παλαιοί και καλοί» νόμοι για το νερό, σύμφωνα με τον Πλάτωνα
Γράφοντας περίπου δυόμισι αιώνες μετά το Σόλωνα, ο Πλάτων μεταφέρει τον απόηχο της νομοθεσίας της εποχής του, κάνοντας λόγο για «παλαιούς και καλούς» νόμους σχετικά με τη χρήση του νερού από τους γεωργούς («τῶν ὑδάτων περὶ γεωργοῖσι παλαιοὶ καὶ καλοὶ νόμοι κείμενοι»30). Οι «παλαιοί και καλοί νόμοι» που περιγράφει συνοπτικά παρουσιάζουν ομοιότητες αλλά και διαφορές από τη νομοθεσία του Σόλωνα, όπως τη γνωρίζουμε από τον μεταγενέστερο Πλούταρχο. Επειδή όμως ο Πλάτων ήταν χρονολογικά εγγύτερος προς το Σόλωνα, και άρα αποτελεί πιο αξιόπιστη πηγή, αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε τις διαφορές.
Ο Πλάτων δεν κάνει λόγο απλώς για δικαίωμα άντλησης από δημόσιο φρέαρ (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νόμος του Σόλωνα δεν το προέβλεπε), αλλά για δικαίωμα του ἄγειν ὕδωρ, δηλαδή της μεταφοράς του νερού με σωλήνες ή χαντάκι. Το δικαίωμα της διοχέτευσης νερού είναι διαφορετικό από (χωρίς όμως και να έρχεται σε αντίθεση προς) το δικαίωμα άντλησης από το δημόσιο πηγάδι. Όποιος επιθυμούσε να διοχετεύσει νερό στην ιδιοκτησία του έπρεπε να το παραλάβει από τα κοινά νάματα, δηλαδή από τα νερά των δημόσιων πηγών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε «ὀχεταγωγία», δηλαδή μετέφερε το νερό με οχετό. Ο οχετός δεν έπρεπε να περνά μέσα από εμφανείς ιδιωτικές πηγές (σε αντιδιαστολή προς τις δημόσιες) ούτε μέσα από σπίτια, ιερά ή νεκροταφεία. Η διέλευση του οχετού –με τους παραπάνω περιορισμούς– ήταν η μοναδική ενόχληση που επιτρεπόταν σε βάρος των γειτόνων. Η παροχέτευση νερού από δημόσια πηγή (4ος αι. π.Χ.)
«…ὁ βουληθεὶς ἐπὶ τὸν αὐτοῦ τόπον ἄγειν ὕδωρ ἀγέτω μὲν
ἀρχόμενος ἐκ τῶν κοινῶν ναμάτων, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φα
νερὰς ἰδιώτου μηδενός, ᾗ δ᾽ ἂν βούληται ἄγειν, πλὴν δι᾽ οἰκί
ας ἢ ἱερῶν τινων ἢ καὶ μνημάτων, ἀγέτω, μὴ βλάπτων πλὴν
αὐτῆς τῆς ὀχεταγωγίας…»
Πλάτων, Νόμοι
Η «οχεταγωγία», ως τεχνική, ήταν γνωστή από τα ομηρικά έπη. Ο Όμηρος ονόμαζε τον τεχνίτη που παροχέτευε το νερό «ὀχετηγό». «Ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἀμφυτὰ καὶ κήπους ῥόον ἡγεμονεύει, χερσὶμάκελλαν ἔχων...» (Ομήρου Ιλιάδα, Φ. 257-259). Ο Πλάτων κάνει λόγο και για την περίπτωση που το έδαφος χαρακτηρίζεται από φυσική ξηρότητα, η οποία δεν επιτρέπει στα νερά της βροχής να διατηρηθούν και να ενισχύσουν τα νερά των πηγών, με αποτέλεσμα να μειώνεται το πόσιμο νερό.31 Στην περίπτωση αυτή ο νόμος παρείχε στον πολίτη το δικαίωμα να σκάψει στο δικό του τόπο για να βρει νερό μέχρι να συναντήσει ασβεστόλιθο. Σε αντιδιαστολή προς αυτή τη διάταξη, έπεται ότι δεν επιτρεπόταν να σκάψει κανείς στην ιδιοκτησία του για να αντλήσει νερό σε περιοχές που δεν χαρακτηρίζονταν από ξηρότητα εδάφους. Ενώ, δηλαδή, στην περιγραφή των νόμων του Σόλωνα είδαμε ότι το δικαίωμα της άντλησης από ιδιόκτητο πηγάδι γεννιόταν όταν το κτήμα απείχε από το δημόσιο φρέαρ πάνω από 740 μέτρα, η διάταξη αυτή το περιόριζε ακόμη περισσότερο, απαγορεύοντας –αν την ερμηνεύσουμε εξ αντιδιαστολής– την άντληση στις περιπτώσεις που το έδαφος δεν ήταν ξηρό.
Βλέπουμε επίσης ότι το όριο ήταν το ασβεστολιθικό στρώμα και όχι ένα συγκεκριμένο βάθος, όπως μας μετέφερε ο Πλούταρχος (στο κείμενό του για το Σόλωνα). Αν ο ιδιοκτήτης δεν έβρισκε νερό ούτε σε βάθος όπου συναντού
σε ασβεστολιθικό στρώμα, είχε δικαίωμα να παίρνει από τους γείτονες την αναγκαία ποσότητα για όλα τα μέλη του νοικοκυριού του. Η πρόνοια αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (δεν θα είχε νόημα η εκσκαφή κάτω από
το ασβεστολιθικό στρώμα) και καθιερώνει το νερό ως εν μέρει ιδιωτικό και εν μέρει οιονεί δημόσιο αγαθό. Το ίδιο πνεύμα βρίσκουμε και στην επόμενη διάταξη που μνημονεύει ο Πλάτων, ότι, αν η έλλειψη νερού έπληττε και τους γείτονες, τότε ο πολίτης είχε δικαίωμα να ζητήσει από τους αρμόδιους αξιωματούχους την άδεια να παίρνει κάθε μέρα μία μερίδα νερού από τους γείτονές του, ουσιαστικά δηλα
δή να μοιράζεται μαζί τους το λίγο νερό τους. Την άδεια την έδιναν οι «αγρονόμοι»32.
Τέλος, ο Πλάτων περιγράφει τις αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ γειτόνων προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι υπερβολικές βροχοπτώσεις. Για την περιγραφή του χρησιμοποιεί το σχήμα δύο γειτόνων, που ο πρώτος βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο και ο δεύτερος σε χαμηλότερο. Ο πρώτος μπορεί να βλάψει τον δεύτερο αν αφήσει τα συσσωρευμένα νερά να διαρρεύσουν χωρίς να λάβει κάποιο μέτρο. Αντί
στοιχα, ο δεύτερος μπορεί να βλάψει τον πρώτο αν εμποδίσει την εκροή του νερού. Και στις δύο περιπτώσεις, θα σημειωθεί πλημμύρα. Αν διαπιστωνόταν αδυναμία συνενόησης για τα θέματα αυτά μεταξύ των γειτόνων, τότε ο εν
διαφερόμενος είχε το δικαίωμα να καλέσει τον «αστυνόμο»33, αν βρισκόταν στην πόλη, και τον «αγρονόμο»34, αν βρισκόταν στην ύπαιθρο. Οι αξιωματούχοι αυτοί καθόριζαν τι έπρεπε να πράξει κάθε γείτονας.
Όταν όμως εξετάσουμε από κοντά μία επίδικη περίπτωση, αντιλαμβανόμαστε ότι όλα αυτά είχαν θεωρητικό χαρακτήρα. Τέτοια είναι η περίπτωση της δίκης την οποία πληροφορούμαστε από τον 55ο λόγο του Δημοσθένη (384-322
π.Χ.), Προς Καλλικλέα περί χωρίου βλάβης (4ος αι. π.Χ.). Ο Καλλικλής ήταν ο μηνυτής και κατηγόρησε τον κατηγορούμενο ότι κατασκεύασε τοίχο επάνω σε «χαράδρα», δηλαδή σε ροή νερού επάνω σε δημόσιο έδαφος, με αποτέλεσμα το νερό ναπλημμυρίσει τη δική του ιδιοκτησία. Το επιχείρημα του κατηγορουμένου ήταν ότι ο τοίχος οικοδομήθηκε σε ιδιωτικό κτήμα («χωρίον») και όχι σε δημόσια γη. Για να αποδείξει ότι το επίμαχο σημείο δεν ήταν χαράδρα, επικαλέσθηκε ότι εκεί βρίσκονταν από παλιά φυτεμένα δέντρα, αμπέλια και παλαιοί τάφοι. Ποιος θα φύτευε δέντρα και αμπέλια και θα έθαβε τους συγγενείς του σε δημόσια γη; Αλλά το κυριότερο επιχείρημά του ήταν ότι ο ίδιος ούτε δεχόταν νερά από κάποιον γείτονα ούτε εξέβαλλε σε κάποιον άλλον. Άρα, δεν επρόκειτο για «χαράδρα», αλλά για «χωρίον», εξ ου και ο τίτλος του κειμένου.35 Θα μπορούσε βέβαια κανείς να σκεφτεί ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνον έκλεισε με τοίχο τη χαράδρα, αλλά επιδίωξε και να οικειοποιηθεί δημόσιο έδαφος. Δεν γνωρίζουμε αν κέρδισε την υπόθεση.
Τα νερά των ποταμών
Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η συμβολή στην ύδρευση της αρχαίας Αθήνας των τριών ποταμών (Ιλισός, Ηριδανός και Κηφισός) που έρρεαν σε αυτή.
Δεν λείπουν οι μαρτυρίες ότι το νερό του Ιλισού ήταν καθαρό. Στο έργο του Φαίδρος ο Πλάτων βάζει το Σωκράτη να συναντά το φίλο του ονόματι Φαίδρο, ο οποίος είχε ξεκινήσει από ένα φιλικό σπίτι κοντά στο ναό του Ολυμπίου Διός
και πήγαινε έναν περίπατο έξω από τα τείχη. Ο Σωκράτης τον συνοδεύει σε έναν κατάφυτο τόπο με καθαρά νερά, δίπλα στον Ιλισό. Περνούν τον ποταμό και φτάνουν στην ανατολική όχθη του, στις παρυφές του λόφου του Αρδηττού36.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δύο περιπατητές δεν έφτασαν τόσο μακριά. Δεν πέρασαν το ποτάμι.37 Βάδισαν μέσα σε ρυάκια του Ιλισού και συνάντησαν στο δρόμο μία τουλάχιστον πηγή του. [Εικόνα 12].
Εικ. 12
Η περιοχή του Ολυμπιείου και του Ζαππείου γύρω στα 1870.
Φωτογραφία Π. Μωραΐτη. © Φωτογραφι
κό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Διάλογος δίπλα στον Ιλισό38
ΦΑΙΔΡΟΣ: Πού θέλεις να καθίσουμε και να διαβάσουμε;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ας στρίψουμε εδώ, προς τον Ιλισό, και όπου
βρούμε ησυχία καθόμαστε.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Ευτυχώς που έτυχε να είμαι κι εγώ ξυπόλητος,
όπως είσαι πάντοτε εσύ. Έτσι είναι πιο εύκολο να προχωρήσουμε μέσα στο νερό. Άλλωστε τέτοια εποχή και τέτοια ώρα δεν είναι δυσάρεστο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Προχώρα λοιπόν πρώτος και διάλεξε τόπο για
να καθίσουμε.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Βλέπεις εκείνο το πολύ ψηλό πλατάνι;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Βέβαια.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Εκεί έχει σκιά και αεράκι και χλόη, όπου μπορού
με να καθίσουμε ή αν θέλουμε να ξαπλώσουμε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Προχώρα, λοιπόν.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Για πες μου, Σωκράτη. Δεν λένε ότι κάπου από δω κοντά ο Βορέας άρπαξε την Ωρείθυια;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έτσι λένε.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Από εδώ άραγε; Γιατί εδώ φαίνεται ότι μοιάζουν να είναι καθαρά και διαφανή τα νερά, κατάλληλα για να παίζουν δίπλα τους κοπέλες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όχι εδώ, αλλά δύο ή τρία στάδια πιο κάτω, εκεί
που περνάμε το ποτάμι για να πάμε στο ιερό της Άγρας.
Εκεί βρίσκεται και βωμός προς τιμήν του Βορέα.
[…]
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά για πες μου. Εδώ δεν είναι το δέντρο που
μας οδηγούσες;
ΦΑΙΔΡΟΣ: Μάλιστα.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Μα την Ήρα, καλός είναι ο προορισμός μας.
Γιατί και το πλατάνι έχει πολύ ίσκιο και είναι ψηλό, και η
λυγαριά είναι επίσης ψηλή, με πολλή σκιά και ωραιότατη.
Και καθώς είναι ανθισμένη, ευωδιάζει τον τόπο. Και η χαριτωμένη πηγή που ρέει κάτω από το πλατάνι μοιάζει να έχει πολύ δροσερό νερό, όπως μπορώ να κρίνω από τα πόδια μου. Κι όπως φαίνεται από τις κόρες και τα αγάλματα, είναι τόπος ιερός κάποιων νυμφών και του Αχελώου. Πόσο αγαπητό και ευχάριστο είναι το αεράκι που φυσά σε αυτό τον τόπο, πόσο ευχάριστο για το καλοκαίρι, πόσο πολύ ταιριάζει το γλυκό τοπίο με το τετέρισμα των τζιτζικιών. Αλλά η πιο χαριτωμένη από όλα είναι η χλόη, η οποία εκεί απέναντι είναι άφθονη και προσφέρεται να γείρει κανείς πάνω της το κεφάλι του.
Η αρπαγή της Ωρείθυιας από τον Βορέα στις ακροποταμιές του Ιλισού. Ερυθρόμορφη πελίκη του ζωγράφου Ερμώνακτα, 470 π.Χ.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Το απόσπασμα δεν μας λέει αν το νερό –εκτός από δροσερό, καθαρό και κατάλληλο για λουτρό– εθεωρείτο και πόσιμο.
Η μεγαλύτερη χρησιμότητα του αποσπάσματος είναι ότι μας μεταφέρει μια εικόνα για ένα καθαρό ποτάμι, σε μια έκταση στην οποία υπήρχαν μόνον ιερά.39 Αυτή η εικόνα ταιριάζει με την περιγραφή των καθηκόντων των αξιωματούχων, την οποία θα δούμε στη συνέχεια, να «κοσμούν» τα νερά με ωραία κτίρια και να τα διοχετεύουν στα ιερά. Επίσης, το απόσπασμα μας διαφωτίζει έμμεσα για την άρδευση του δήμου του Αρδηττού. Ο δήμος του Αρδηττού βρισκόταν στις όχθες του Ιλισού, κοντά στο Στάδιο,40 δηλαδή σε περιοχή με πολλά νερά και βλάστηση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοί του δεν θα είχαν εμπόδιο να αρδεύονται από τον ποταμό και τις γύρω πηγές, που, όπως φαίνεται από το Φαίδρο, τον 5ο αιώνα ήταν επιφανειακές και ελεύθερες.
Ακόμη και το 18ο αιώνα, δίπλα στις όχθες του Ιλισού, προς την ίδια κατεύθυνση, υπήρχαν κήποι που αρδεύονταν από τα νερά του ποταμού.41 Ωστόσο, ένα διάταγμα που χρονολογείται στα 440-430 π.Χ. και απαγορεύει στους βυρσοδέψες να πλένουν τα δέρματά τους στο τέμενος του Ηρακλέους, που βρισκόταν στον Ιλισό,42 δείχνει ότι η ειδυλλιακή κατάσταση του Φαίδρου απείχε από
την πραγματικότητα ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Φαίνεται ότι το ποτάμι είχε αρχίσει να ρυπαίνεται.
Συνοπτικές ειδήσεις για τα ποτάμια της Αθήνας παρέχουν οι «γεωγράφοι» Στράβων και Παυσανίας, καθώς και ο ρήτορας Αριστείδης. Όλοι τους όμως γνώρισαν την Αθήνα της ρωμαϊκής εποχής και δεν περιμένουμε από αυτούς να μας μεταδώσουν την αίσθηση της λειψυδρίας και της προσφυγής στα νερά των ποταμών, έστω και αν δεν είχε κατασκευαστεί ακόμη το Αδριάνειο υδραγωγείο.
Ο Στράβων μας πληροφορεί κατ’ αρχάς ότι από καιρό ο Ηριδανός ήταν ένα βρώμικο ποτάμι, επικαλούμενος μία φράση του ποιητή Καλλίμαχου, από έργο του που έχει χαθεί. Προφανώς πρόκειται για τον Καλλίμαχο του Βάττου (305-240 π.Χ.), ο οποίος γεννήθηκε στην Κυρήνη, σπούδασε στην Αθήνα και έζησε στην Αλεξάνδρεια.43 Είναι για γέλια, σημείωσε ο Καλλίμαχος, να γράφεται ότι οι κοπέλες της Αθήνας έπαιρναν καθαρό νερό από τον Ηριδανό, ένα ποτάμι που δεν πλησίαζαν ούτε τα ζώα. Ωστόσο, ο ίδιος μας πληροφορεί ότι πηγές καθαρού και πόσιμου νερού βρίσκονταν έξω από τις πύλες του Διοχάρους, κοντά στο Λύκειο, κάπου στη σημερινή Πλατεία Συντάγματος,44 δηλαδή σε σημείο που βρισκόταν είτε στη ροή του Ηριδανού είτε κοντά σε αυτήν (αν η πηγή ήταν από
ρέμα του Λυκαβηττού). Συνεπώς, οι ειδήσεις του Στράβωνα είναι αντιφατικές, εκτός αν εννοήσουμε ότι η περιγραφή του βρώμικου ποταμού αφορά άλλο σημείο της ροής του.
Εξάλλου, περίπου έναν αιώνα πριν από τον Καλλίμαχο, ένας άλλος ποιητής, ο κωμικός Εύβουλος (405-335 π.Χ.), έγραψε σε μία φράση του που μας παραδίδει ο Αθήναιος, για το σαγηνευτικό θέαμα που προσέφεραν οι όμορφες κοπέλες
που λούζονταν στα αγνά νερά του ΗριδανούΑν πράγματι και οι δύο ποιητές είχαν προσωπική αντίληψη, δεν μπορεί να εννοούσαν το ίδιο ποτάμι. Τι από τα δύο είναι σωστό;
(α) Ούτε τα ζώα δεν έπιναν από τον Ηριδανό; (3ος αι π.Χ.)45
«Οἷον ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ποταμῶν ὁ Καλλίμαχος γελᾶν
φησιν, εἴ τις θαρρεῖ γράφειν τὰς τῶν Ἀθηναίων παρθένους
‘ἀφύσσεσθαι καθαρὸν γάνος Ἠριδανοῖο’, οὗ καὶ τὰ βοσκήμα
τα ἀπόσχοιτ᾽ ἄν».
(β) Λούζονταν σε αυτόν οι ωραίες κοπέλες; (4ος αι. π.Χ.)46
«…οἵας Ἡριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας».
Ό,τι και να συνέβαινε όμως, παίρνουμε μία ακόμη ένδειξη για τη ρύπανση των ποταμών του άστεως.
Σύμφωνα με τον μηχανικό Ανδρέα Κορδέλλα (1836-1909)47, που ασχολήθηκε με την ύδρευση της Αθήνας στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ακόμη το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού πολεοδομικού συγκροτήματος αποτελούνταν από αγροικίες, κτήματα και εξοχικά τοπία, ο Ηριδανός ήταν ορατός στη θέση Γουδή, 200 μέτρα νότια από το ναό του Αγίου Θωμά (άλλοτε μετόχι της Μονής Πεντέλης, στη σημερινή Λεωφόρο Γ. Παπανδρέου). Εκεί συνέβαλλαν δύο κοίτες: (α) του Ηριδανού, ο οποίος ερχόταν από τη Μονή Αστερίου, από τους πρόποδες του Υμηττού, (β) του Ιλισού, ο οποίος κατευθυνόταν προς το Βύρωνα. Στο σημείο της
συμβολής υπήρχε ακόμη και το 19ο αιώνα πηγή νερού και ερείπια υδραγωγείου, ενώ 300 μέτρα προς τα δυτικά έρρεε ένας μικρός καταρράκτης.48 [Εικόνες 13 και 14].
Ήταν άραγε η συμβολή των δύο ποταμών κοντά στον Άγιο Θωμά η «συναγωγή» των ποταμών που ανέφερε ο Καλλίμαχος (συναγωγή, όπως το αντιλήφθηκε ο Κορδέλλας)49, ή με τον όρο αυτόν νοείται κάποια πραγματεία περί ποταμών; Είναι βέβαιο ότι η συμβολή των ποταμών κοντά στον Άγιο Θωμά βρισκόταν μακριά από κατοικημένες περιοχές.
Αν στο σημείο εκείνο, δηλαδή στη «συναγωγή», σύμφωνα με τον Κορδέλλα, τα νερά ήταν βρώμικα, τότε δεν θα ήταν καθαρή ούτε η πηγή έξω από τις πύλες του Διοχάρους ούτε και ο Ιλισός, που έρρεε πολύ κοντά. Η ρύπανση του Ηριδα
νού πρέπει να έγινε στη ροή του κατά μήκος των ορίων της πόλης, προς την Αρχαία Αγορά. στο τμήμα του, δηλαδή, που καλύφθηκε στη ρωμαϊκή περίοδο. Άλλωστε, έχει πλέον επικρατήσει στην ειδική διεθνή βιβλιογραφία η γνώμη ότι ο Καλλίμαχος είχε συγγράψει έργο με τίτλο Συναγωγή ποταμών.50 Ο όρος, δηλαδή, «συναγωγή» είχε την έννοια της
συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με τους ποταμούς και όχι την έννοια της σύγκλισης ποταμών, όπως έγινε κατανοητό από τον Κορδέλλα το 19ο αιώνα.
Επίσης, ο Στράβων δίνει βασικές πληροφορίες και για τους δύο άλλους ποταμούς της Αθήνας, τον Κηφισό51 και τον Ιλισό52, επισημαίνοντας ότι και οι δύο ποταμοί ήταν χείμαρροι. Το καλοκαίρι ο Κηφισός δεν είχε νερό. Ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) κάνει και αυτός λόγο για δύο ποταμούς, τον Ιλισό και τον Ηριδανό, οι οποίοι έρρεαν δίπλα στους Αθηναίους.53 Κυρίως εντυπωσιάζεται από τα ιερά ανάμεσα στα οποία ρέει ο Ιλισός. Κοντά στο Στάδιο, στα χρόνια του Παυσανία υπήρχε και ένας οικισμός, οι Άγρες.54 Άρα, ο Ιλισός έρρεε ήδη μέσα σε κατοικημένη περιοχή.
Ο ρήτορας Αριστείδης, που έζησε το 2ο αι. μ.Χ., στο λόγο του με τον τίτλο Παναθηναϊκός55 γράφει για ποταμούς «αέναους», που είχαν δηλαδή νερό όλο το χρόνο, καθώς και για ρέματα και πηγές που είχαν πάντοτε άφθονο νερό, χωρίς όμως να κατονομάζει κάποιο από αυτά. Προφανώς είχε υπόψη του το σύνολο της Αττικής και όχι μόνο το άστυ.
Κρήνες
Στα αρχαία κείμενα η λέξη «κρήνη» χρησιμοποιείται συχνά, χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για κρήνες που παίρνουν νερό από πηγές (κρήνες πηγαίες) ή για κρήνες σε δίκτυα. Η διαφορά είναι μεγάλη από τεχνολογική άποψη, διότι οι πηγαίες κρήνες εκφέρουν το νερό μιας φυσικής πηγής που βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο, ενώ οι κρήνες σε δίκτυα προϋποθέτουν εκτεταμένα υδραυλικά έργα. Την παλαιότερη ονομαστική και σαφή είδηση για πηγαία
κρήνη μας δίδει ο Θουκυδίδης (460-398 π.Χ.), ο οποίος μιλά για την Εννεάκρουνο56:
«Και η κρήνη, η οποία σήμερον ονομάζεται Εννεάκρουνος, από το σχήμα που της έδωσαν οι τύραννοι, ονομαζόταν παλαιότερα, όταν οι πηγές ήταν φανερές, Καλλιρρόη. Επειδή βρισκόταν κοντά στην πόλη, χρησιμοποιούνταν για τις
σπουδαιότερες περιστάσεις από τους συγχρόνους. Και σήμερα ακόμη, λόγω του εθίμου, χρησιμοποιείται το νερό της όχι μόνον στις γιορτές που γίνονται πριν από το γάμο, αλλά και σε άλλες ιεροτελεστίες»
Εικ. 19
Η τοποθεσία της Καλλιρρόης στα μέσα του 19ου αιώνα.
Λήψη Alfred-Nicolas Normand (1822-1909).
Καλοτυπία 1851-1852. © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
.
Ήταν η παλαιά φυσική πηγή Καλλιρρόη, στην οποία οι τύραννοι (Πεισιστρατίδες) έδωσαν «σχήμα» –προφανώς με κάποιο οικοδόμημα, έτσι που τα νερά να εξέρχονται από εννέα κρήνες– και γι’ αυτό αποκλήθηκε Εννεάκρουνος.57
Από το απόσπασμα του Θουκυδίδη προκύπτει, επίσης, ότι στην Εννεάκρουνο γίνονταν ιεροτελεστίες επειδή ήταν κοντά στην πόλη, και όχι επειδή ήταν η μοναδική κρήνη.
Ο Ηρόδοτος (485-421 π.Χ.), καταγράφοντας την προφορική παράδοση για το απώτερο παρελθόν, μνημονεύει και αυτός ονομαστικά την Εννεάκρουνο. Οι Πελασγοί, σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση («ὡς δὲ αὐτοὶ Ἀθηναῖοι λέγουσι»), επιτίθονταν από τον Υμηττό στις κόρες και τα αγόρια των Αθηναίων που πήγαιναν στην Εννεάκρουνο να πάρουν νερό («φοιτᾶν γὰρ αἰεὶ τὰς σφετέρας θυγατέρας τε καὶ τοὺς παῖδας ἐπ᾽ ὕδωρ ἐπὶ τὴν Ἐννεάκρουνον»)58.
Σχέδιο φιλοτεχνημένο από τον Ιταλό ζωγράφο Simone Pomardi που απεικονίζει την πηγή Καλλιρόη στις αρχές του 19ου αιώνα, με φόντο τους στύλους του Ολυμπίου Διός
Ο συνδυασμός των αναφορών Θουκυδίδη και Ηροδότου για την εν λόγω κρηναία πηγή του Ιλισού θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη ότι δεν υπήρχαν άλλες άξιες λόγου κρήνες στην πόλη. Όμως η αφήγηση του Ηροδότου μάλλον αναπαράγει κάποια παλαιότερη παράδοση για διενέξεις σχετικά με τη χρήση πηγών ανάμεσα στους δήμους ή τις φυλές της Αττικής και δεν έχει σκοπό να περιγράψει το σύστημα υδροδότησης.
Αντίθετα, σύμφωνα με τον ακριβολόγο Θουκυδίδη, υπήρχαν και άλλες κρήνες μέσα στην Αθήνα στην περίοδο του λοιμού (430 π.Χ.), όπως προκύπτει από το εξής απόσπασμα: «καὶ νεκροὶ ἐπ’ ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς
ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ».59 («Νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλον και μισοπεθαμένοι κυλιόνταν στους δρόμους γύρω από όλες τις κρήνες, καθώς τους έκαιγε άσβεστη
δίψα».)
Η είδηση αφορά την Αθήνα. Την ίδια εποχή δεν υπήρχαν κρήνες στον Πειραιά. Ο Θουκυδίδης γράφει συγκεκριμένα ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στα πηγάδια του Πειραιά, διότι δεν υπήρχαν κρήνες εκεί.60
Με βάση την πληροφορία αυτή, τεκμαίρεται ότι τον 5ο αιώνα π.Χ. ονόμαζαν Εννεάκρουνο την πηγή που βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, κοντά στον Ιλισό, και όχι σε άλλο σημείο, όπως υποστηρίχθηκε.
Γνωρίζουμε όμως από ανασκαφικά δεδομένα ότι οι Πεισιστρατίδες οικοδόμησαν και άλλες κρήνες, μία από τις οποίες βρισκόταν στην Αρχαία Αγορά.61 Αν και πρέπει να υπήρχε κάποια μικρή, φυσική πηγή νερού στην τοποθεσία της κρήνης της Αγοράς, το νερό προερχόταν κυρίως από σωλήνες, κατασκευασμένους από τερακότα, οι οποίοι μετέφεραν νερό από τον Ιλισό.62
Έμμεσες πληροφορίες για την ύδρευση μας δίνουν οι ίδιες υδρίες που χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την εποχή, και συγκεκριμένα οι εικονογραφικές παραστάσεις τους. Μελανόμορφες υδρίες που κατασκευάστηκαν τον 6ο αι. π.Χ. φέρουν συχνά εικονογραφικές παραστάσεις με γυναίκες να παίρνουν νερό από δημόσιες κρήνες. [Εικόνες 15 και 16]. Μία από αυτές αναφέρει το όνομα της Καλλιρρόης και αναπαριστά την κρήνη με ξύλινα υποστηρίγματα.63
Οι παραστάσεις μπορούν να εκληφθούν ως πραγματολογικά στοιχεία, που μας βοηθούν να αντιληφθούμε τη μορφή όσων κρηνών κατασκευάστηκαν εκείνη την εποχή. Όμως, υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται για φανταστικές απεικονίσεις, με ποικιλία ερωτικών θεμάτων. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η εικονογράφηση έχει πολιτικό χαρακτήρα: Η επιλογή των κατασκευαστών των μελανόμορφων αγγείων να αναπαριστούν την κρήνη των Πεισιστρατιδών ερμηνεύεται
ως μία εκδήλωση ευαισθησίας της ελίτ των συντηρητικών σε μία εποχή που είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη.64 Δεν αμφισβητείται πάντως ότι κατασκευάστηκαν κρήνες.
Ότι η Εννεάκρουνος δεν ήταν απλώς τόπος ύδρευσης, αλλά και τόπος δημόσιας συναναστροφής, δεν το τεκμηριώνουν μόνον τα εικονογραφικά θέματα στις υδρίες αλλά το βεβαιώνει και ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.). Μιλώντας απαξιωτικά για τους νέους της εποχής του γράφει ότι, αντί να πηγαίνουν στα σχολεία και τα γυμναστήρια, «οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐπὶ τῆς Ἐννεακρούνου μετέχουσιν οἶνον, οἱ δὲ ἐν τοῖς καπηλείοις πίνουσιν»65 («οι μεν κρυώνουν το κρασί τους στην Εννεάκρουνο και οι άλλοι πίνουν στα καπηλειά».) Είχε λοιπόν αυτή η κρήνη πολύ δροσερά νερά.
Ο Στράβων66 τον 1ο αι. π.Χ. καταθέτει μια σημαντική παρατήρηση για την κρήνη της Καλλιρρόης, που δείχνει τι είχε αλλάξει πεντακόσια χρόνια μετά την κατασκευή της Εννεάκρουνου από τους Πεισιστρατίδες. Γράφει ότι παλαιότερα υπήρχε εκεί κοντά (στο Λύκειο) μία κτιστή κρήνη με άφθονο και εξαιρετικό νερό και καταλήγει με ένα ρητορικό ερώτημα: «Ακόμη και αν τώρα το νερό δεν είναι έτσι, γιατί να απορεί κανείς αν παλαιότερα ήταν άφθονο και αγνό, και συνεπώς πόσιμο, αλλά κατόπιν υπέστη αλλαγές;» Το απόσπασμα όχι μόνον επιβεβαιώνει ότι το νερό δεν ήταν πλέοναγνό και άφθονο, αλλά και αντανακλά ένα είδος οικολογικής συνείδησης. Ο συγγραφέας μεταφέρει την αίσθηση μιας βαθιάς αλλαγής, την οποία έμμεσα συνδέει με τη ρύπανση των ποταμών. [Εικόνα 17].
Αν και μεταγενέστερος από τον Στράβωνα, ο Παυσανίας μεταφέρει την πληροφορία ότι η Εννεάκρουνος ήταν η μοναδική κρήνη στην πόλη: «Πλησίον δέ ἐστι κρήνη, καλοῦσι δὲ αὐτὴν Ἐννεάκρουνον, οὕτω κοσμηθεῖσαν ὑπὸ Πεισιστράτου: φρέατα μὲν γὰρ καὶ διὰ πάσης τῆς πόλεώς ἐ στι, πηγὴ δὲ αὕτη μόνη»67 («...ολόκληρη η πόλη εξυπηρετείται με φρέατα, αυτή είναι η μοναδική πηγή»). Ίσως δεν εννοεί ότι ήταν η μοναδική δημόσια κρήνη, αλλά η μοναδική δημόσια π η γαία κρήνη.
«Κατά πόσον η πληροφορία αυτή είναι ακριβής για χρόνο που απέχει μισή χιλιετία (δηλ. για την εποχή των Πεισιστρατιδών), παραμένει βέβαια αμφίβολο», έγραψε η αείμνηστη Mabel Lang (1917-2010), «αλλά μόνον οι ανασκαφές της Αγοράς έφεραν στο φως πάνω από τετρακόσια πηγάδια». Στο χάρτη που δημοσίευσε η διαπρεπής ελληνίστρια, τα πηγάδια διαφοροποιούνται χρονολογικά. Τα πηγάδια του 6ου αιώνα βρίσκονται βορειοανατολικά του λόφου του Αρείου Πάγου, ενώ του 5ου αιώνα περιζώνουν το λόφο σε μικρότερη απόσταση από τους πρόποδές του. Το βάθος των πηγαδιών κυμαινόταν από 2,5 ως 37 μέτρα, με μέσο όρο περί τα 10 μέτρα (υπενθύμιση: ο νόμος του Σόλωνα έθετε ως όριο τα 20 μέτρα,
προκειμένου να διεκδικήσει κανείς νερό από το πηγάδι του γείτονα). Εκτός από τα πηγάδια, στην αγορά ανασκάφηκαν πολλές κινστέρνες (υδατοδεξαμενές), χρονολογημένες από τον 4ο ως τον 1ο αι. π.Χ. Ο αριθμός τους απηχεί τη ρήση του
Αριστοτέλη, ότι σε περίπτωση πολέμου μια πόλη πρέπει να διαθέτει επαρκείς φυσικές πηγές νερού, και αν όχι, θα πρέπει να είναι εφοδιασμένη με μεγάλες και κατάλληλες κινστέρνες όπου θα συγκεντρώνονται τα βρόχινα νερά68.
Οι κινστέρνες της Αγοράς –πολλές κατασκευασμένες με πέτρα– είχαν σχετικά μικρό μέγεθος, με διάμετρο τρία μέτρα. Σε πολλές περιπτώσεις συνδέονταν μεταξύ τους με μικρά κανάλια. Το νερό της βροχής κυλούσε από τις στέγες σε πλευρικές υδρορροές, παράλληλες προς το έδαφος, και από αυτές με σωλήνες κατέληγε στις δεξαμενές.69 Ως ο κυριότερος λόγος για τη διάδοση των δεξαμενών θεωρείται η σταδιακή πτώση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, εξαιτίας της υπεράντλησης και της ξηρασίας.72 Από το 19ο αιώνα ήταν γνωστό ότι η ετήσια ποσότητα της βροχής που πέφτει στην Αθήνα κατανέμεται σε άνισα χρονικά διαστήματα73 Συνεπώς, οι κινστέρνες εξασφάλιζαν νερό μόνον για μερικούς μήνες το χρόνο,
χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη αν το νερό ήταν κατάλληλο για πόση από την άποψη της υγιεινής.
Ο Πλάτων, στο έργο του Κριτίας, κάνει λόγο για μία μόνον κρήνη, που βρισκόταν «κατά την Ακρόπολη». «Κρήνη δὲ οὖσα μία κατὰ τὸν τῆς νῦν ἀκροπόλεως τόπον». Ας σημειωθεί ότι κατά την κατάληψη της Αθήνας από τον ύπατο Σύλλα (86 π.Χ.), ο τύραννος της πόλης Αριστίων κατέφυγε στην Ακρόπολη, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί εξαιτίας της δίψας («δίψῃ πιεσθείς»). Την ώρα όμως που παραδόθηκε, ο αίθριος ουρανός γέμισε σύννεφα και ξέσπασε πολύ δυνατή βροχή, η οποία γέμισε νερό τις δεξαμενές της Ακρόπολης («νεφῶν ἐξ αἰθρίας συνδραμόντων πλῆθος ὄμβρου καταῤῥαγὲν ἐπλήρωσεν ὕδατος τὴν ἀκρόπολιν»)74. Η μαρτυρία είναι σαφής: Τον 1ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη δεν διέθετε φυσική πηγή, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές. Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης βρισκόταν το Ασκληπιείο, όπου υπήρχε από τον 6ο αιώνα π.Χ. μία κρήνη [«τοῦ δὲ Ἀσκληπιοῦ τὸ ἱερὸν ἔς τε τὰ ἀγάλματά ἐστιν, (...) ἔστι δὲ ἐν αὐτῷ κρήνη»]75. Ίσως ο Πλάτων, στον Κριτία, εννοούσε εκείνη την κρήνη. Ένας άλλος τρόπος για να διαβάσουμε αυτή την πληροφορία είναι ότι, πριν κατασκευαστούν οι κρήνες των τυράννων, υπήρχε μία μόνον κρήνη και βρισκόταν στην Ακρόπολη.
Το 1937 ανακαλύφθηκε στις υπώρειες της Ακρόπολης μία άλλη κρήνη που είχε χρησιμοποιηθεί για σύντομο χρονικό διάστημα κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.76 Επίσης, στη βόρεια υπώρεια του Αρείου Πάγου μία μικρή πηγή εξακολουθούσε μέχρι τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον να ρέει σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.77 Πηγάδια και τρύπες με απορρίμματα δείχνουν ότι η περιοχή αυτή κατοικήθηκε τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αιώνα.78 Αλλά η πιο γνωστή κρήνη της Ακρόπολης βρισκόταν σε μια σπηλιά στην πλαγιά των βράχων της βορειοδυτικής γωνίας και ήταν η περίφημη Κλεψύδρα. «Ἐν τῇ ἀκροπόλει ἦν κρήνη, ἡ Κλεψύδρα, πρότερον Ἐμπεδὼ λεγομένη». Η Εμπεδώ –που είχε δώσει το όνομά της στην κρήνη– λατρευόταν ως νύμφη. Η κρήνη της ονομάσθηκε Κλεψύδρα «διὰ τὸ πότε μὲν πλημμυρεῖν πότε ἐνδεῖν» («πότε το νερό πλημμύριζε και πότε ήταν λι γοστό»).79 Γι’ αυτό, όπως θα δούμε, υπήρχε ειδικό λειτούργημα για την παρακολούθηση της στάθμης της. Η σπηλιά της Κλεψύδρας χρησιμοποιήθηκε από τη νεολιθική εποχή. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης δεν είχαν ανακαλύψει την ίδια την πηγή, αλλά μόνον τον υδροφόρο ορίζοντα, και είχαν ανασκάψει στην περιοχή αρκετά πηγάδια.80
Ο Αριστοφάνης μνημονεύει την Κλεψύδρα ως στοιχείο του αστικού τοπίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται οι κωμωδίες του.81 Ακόμη και τον 5ο αιώνα η ονομασία ήταν γνωστή και την παραδίδει ο Ησύχιος ο Αλεξανδρινός, με την πληροφο
ρία ότι οι πηγές της βρίσκονταν στο δήμο των Φαληρέων: «Κλεψύδρα. Κρήνη, ἥτις τὸ πρότερον Ἐμπεδὼ82 προσηγορεύετο. Ἔχει δὲ τὰς ρύσεις ἀνατελλούσας εἰς τὸν Φαληρέα δῆμον Σημαίνει δὲ καὶ τὸ σκεῦος ὡρολόγιον, ὄργανον ἐν ὧ
αἱ ὧραι μετροῦνται».83 Τον 5ο αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκε κρήνη στην πηγή. Στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. πραγματοποιήθηκαν επισκευές, διότι κατέρρευσε τμήμα της οροφής της σπηλιάς, μέσω της οποίας γινόταν η πρόσβαση στην πηγή. Έτσι, η είσοδος αποκλείστηκε. Κατασκευάστηκε τότε νέα είσοδος στα δυτικά της σπηλιάς. Τα νερά που υπερεκχείλιζαν από την πηγή έρρεαν προς βορρά και συγκεντρώνο
νταν κάτω από μία πλακόστρωτη έκταση που απλωνόταν στα βόρεια και ανατολικά της Κλεψύδρας. Στη ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάστηκαν αγωγοί που μετέφεραν το νερό αυτό από το πλακόστρωτο στην Αγορά.84 Είναι πιθανό,
αλλά καθόλου βέβαιο, ότι από την Κλεψύδρα διοχετευόταν νερό στο ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου.85
Στο ψευδοπλατωνικό έργο Λύσις ο αφηγητής περπατά από την Ακαδημία προς το Λύκειο ακολουθώντας ένα δρόμο που απλωνόταν έξω από το τείχος, αλλά παράλληλα με αυτό («ἔξω τείχους ὑπ’ αὐτὸ τὸ τεῖχος»). Στο δρόμο προ
σπερνά μία πύλη, προφανώς την πύλη του Διοχάρους, κοντά στην οποία βρισκόταν η κρήνη του Πάνοπος.
Απέναντι υπήρχε ένα γυμναστήριο.86 Ο τόπος αυτός τοποθετείται κοντά στη σημερινή Πλατεία Συντάγματος.
Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) εκτός από την πηγή της Καλλιρρόης μνημονεύει και άλλες δύο, της Κηφισίας και της Λαρίνης (άγνωστη θέση). Μνημονεύει, επίσης, την κρήνη του Ασκληπιού. Επαναλαμβάνει, μάλιστα, την παράδοση, ακολουθώντας τον Ησύχιο, ότι αντικείμενα που ρίπτονται στην κρήνη του Ασκληπιού αναδύονται στην κρήνη του Φαλήρου87. Για την κρήνη του Ασκληπιού κάνει λόγο και ο Παυσανίας.88 Ο Λυκούργος, ρήτορας του 4ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει κάποια κρήνη που βρισκόταν σε μία τοποθεσία με λυγαριές, δίπλα στην οποία έγινε ένας φόνος: «Φρυνίχου γὰρ ἀποσφαγέντος νύκτωρ παρὰ τὴν κρήνην τὴν ἐν τοῖς οἰσύοις».89 Για λυγαριές κοντά στον Υμηττό έκανε λόγο (όπως ίσως θυμάται ο αναγνώστης) και ο Πλάτων στο Φαίδρο. Ίσως λοιπόν πρόκειται για την Καλλιρρόη, της οποίας το όνομα είχε ξεχαστεί ή μεταφερθεί σε άλλη κρήνη.
Επίσης αναφέρονται η κρήνη στο ιερό του Άμμωνος (332 π.Χ.) και η κρήνη «ἡ ἐν Ἀμφιαράου» (332 π.Χ.), δηλαδή η κρήνη στο Αμφιάρειο ιερό του Δία στον Ωρωπό (είχε παραχωρηθεί στους Αθηναίους από τον Αλέξανδρο το 335 π.Χ.).90
Για την επιδιόρθωση της κρήνης αυτής –που έχει συνδεθεί με τον Πυθέα-διατυπώνεται απόφαση σε παλαιότερο ψήφισμα του 369/8 π.Χ. Το ψήφισμα εκείνο προέβλεπε ο ιερέας του Αμφιαρείου να δαπανήσει είκοσι δραχμές από τα
έσοδα του θησαυρού του ιερού, προκειμένου να χαραχθεί μία στήλη «συγγραφών», όπου θα καταχωρίζονταν αναλυτικά όλες οι εργασίες για την επιδιόρθωση της κρήνης.91
Επειδή περιορίζονταν στην απαρίθμηση των κρηνών που έβλεπαν –αφού έκαναν απλές περιγραφές και όχι μελέτες για την ύδρευση της πόλης–, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν πηγές όπως του Αμαρουσίου, της Καισαριανής και των Πατησίων, οι οποίες ήταν σε χρήση ακόμη και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. «Καὶ ἡ μὲν τοῦ Ἀμαρουσίου πηγὴ καὶ ἀφθονώτερον καὶ διαυγέστερον καὶ μαλακώτερον ἴσως τῶν ἐν τῇ Κηφησίᾳ ὕδωρ ἔχει. Τῆς δὲ ἐν Καισαριανῇ, ἧς τὸ ὕδωρ εἶναι ἴσως τὸ κάλλιστον τῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, μνημονεύει νομίζομεν καὶ ὁ Σουΐδας», σημείωνε ο ιατρός Α. Ν. Γούδας στα 1863 (σφάλλοντας ως προς το τελευταίο:
Η Σούδα –θησαυρός γνώσεων– του 10ου αιώνα δεν περιλαμβάνει τέτοια αναφορά). «Τῆς δὲ ἐν Πατησίοις κρήνης, οὐδεὶς μὲν τῶν ἀρχαίων, ἐξ ὅσων ἡμεῖς γινώσκομεν, μνημονεύει. Τὰ ὕδατα ὅμως αὐτῆς εἶναι ἀέναα, ἄφθονα, λίαν μαλακά, διαυγέστατα καὶ ἡδύτατα». Και συνεχίζει, αναφέροντας δύο ακόμη πηγές, από τις οποίες η μία βρισκόταν νότια από την Ακρόπολη, κοντά στο νεόδμητο τότε σφαγείο, και αποκαλούνταν «βουνό», ενώ η άλλη βρισκόταν
στα δυτικά της πόλης και ονομαζόταν «Γεράνι» ή «Αγία Τριάδα».92 Όλες αυτές οι πηγές βρίσκονταν έξω από τα τείχη της Αθήνας, τόσο στην κλασική περίοδο όσο και στις επόμενες, και μάλιστα σε απόσταση τέτοια που να τις θέτει έξω από
το αστικό τοπίο.
Εννεάκρουνος στον Ιλισό ή Εννεάκρουνος στην Αγορά;
Η ανακάλυψη μιας πηγής νερού στις παρυφές της Πνύκας, δυτικώς του Αρείου Πάγου, ώθησε τον αρχαιολόγο Wilhelm Dörpfeld (1853-1940), διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, να ταυτίσει την πηγή εκείνη με την Εννεάκρουνο. Όμως οι μεταγενέστερες ανασκαφές έδειξαν ότι το συγκεκριμένο τόπο καταλάμβανε μεγάλη ιδιωτική οικία, συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται εκεί η μνημειώδης κρήνη.93
Ο Ψευδο-Πλάτων (στο έργο Ἀξίοχος ἢ περὶ θανάτου) αναφέρεται στην Καλλιρρόη (όχι όμως με την ονομασία Εννεάκρουνος). Την τοποθετεί και εκείνος στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, διότι την αναφέρει σε συνδυασμό με το
γυμναστήριο Κυνόσαργες94: «Ενώ πήγαινα στο Κυνόσαργες και ήμουν κοντά στον Ιλισό, άκουσα μια φωνή που έλεγε:
˝Σωκράτη, Σωκράτη˝. Καθώς γύρισα και αναζήτησα από
πού ερχόταν η φωνή, βλέπω τον Κλεινία, τον γιο του Αξιό
χου, να τρέχει προς την Καλλιρρόη…».95
Ο Ιμέριος, που έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ., συσχετίζει επίσης την Καλλιρρόη με τον Ιλισό: «Αν είχα την εξουσία των ποιητών, θα σου έδειχνα τον Ιλισό να δακρύζει και θα χρωμάτιζα με σκούρα χρώματα τα καλά νερά της Καλλιρρόης»
(Ecloga 12.7).96 Όμως και αυτός κάνει λόγο για την Καλλιρρόη και όχι για την Εννεάκρουνο.
Ο Παυσανίας97 δεν τοποθετεί την Εννεάκρουνο στον Ιλισό, διότι την αναφέρει στο σημείο της αφήγησής του που περιγράφει τα μνημεία της Αγοράς. Πράγματι, στη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς υπήρχε μία κρήνη της οποίας
βρέθηκαν ανασκαφικά ίχνη. Η κρήνη αυτή οικοδομήθηκε στην εποχή των Πεισιστρατιδών98 (530-520 π.Χ.), συνεπώς θα μπορούσε να είναι η Εννεάκρουνος. Ωστόσο, το ανασκαφικό ίχνος της δεν συνάδει με οικοδόμημα στο οποίο υπήρχαν εννέα κρήνες. [Εικόνα 18].
Εκτός από τον Παυσανία, τόσο ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.) όσο και ο Αλκίφρων (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.) με τις διατυπώσεις τους για την Εννεάκρουνο μας κάνουν να υπο
πτευόμαστε ότι αναφέρονται σε κτίσμα που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και όχι έξω από τα τείχη της. Δυστυχώς, δεν προσδιορίζουν τη θέση της. Ο Ισοκράτης μιλά για τους νέους που κινούνταν στην Αγορά και πάγωναν το κρασί τους στην Εννεάκρουνο, κάτι που θα άρμοζε στο κέντρο της πόλης και όχι σε ένα ήσυχο μακρινό τοπίο, όπως εκείνο που περιγράφει ο Πλάτων.
Ο Αλκίφρων απειλεί σε διασωζόμενη επιστολή του (3ος αι. μ.Χ.) ότι θα κρεμαστεί στη Δίπυλο, η οποία ήταν η πλησιέστερη πύλη για όποιον βρισκόταν στον Κεραμεικό. Μας αφήνει λοιπόν να εννοήσουμε ότι κατοικούσε σε αυτή την
περιοχή. Αλλού γράφει ότι, αν κανείς δεν τον καλούσε σε δείπνο, θα έτρωγε μαϊντανό, οστρακοειδή και χόρτα και θα έπινε νερό από την Εννεάκρουνο.99 Άρα, η Εννεάκρουνος πρέπει να βρισκόταν κοντά στον Κεραμεικό. Μήπως, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές κρήνες; Διότι αμφότερες οι εκδοχές (Εννεάκρουνος στον Ιλισό και Εννεάκρουνος στην Αγορά) έχουν ισχυρά και αδύναμα σημεία. Ο Θουκυδίδης, που τοποθετεί την κρήνη στον Ιλισό, θεωρείται ακριβολόγος και έγραψε μόνον εκατό χρόνια μετά την οικοδόμηση του μνημείου. Από την άλλη πλευ ρά, δεν έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά η ύπαρξη κάποιας μνημειώδους κρήνης κοντά στον Ιλισό, παρά τις πολλές ανασκαφές που έχουν γίνει στο συγκεκριμένο τόπο.
Και οι τρεις πηγές του 5ου αιώνα συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η ονομασία Καλλιρρόη είχε ατονήσει. Όμως τον 4ο αιώνα η ονομασία αυτή επανέρχεται και συνδέεται με τον Ιλισό, ενώ η ονομασία Εννεάκρουνος με την Αγορά. Έτσι, ο Owens100 πιστεύει ότι τον 4ο αι. το κτίσμα κοντά στον Ιλισό έπαψε να υπάρχει και η ονομασία του μετατέθηκε από την αρχική θέση του σε μια άλλη κρήνη στην Αγορά, και φτιάχτηκε νέος λιθόκτιστος αγωγός. Η πηγή όμως διατηρήθηκε και έτσι επανήλθε η ονομασία Καλλιρρόη. Προσθέτουμε ότι η θεωρία αυτή ενισχύεται από τη μαρτυρία του Στράβωνα, ότι παλαιότερα υπήρχε κτιστή κρήνη στις πηγές του Λυκείου.10Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι η Εννεάκρουνος δεν ήταν μεμονωμένη κρήνη, αλλά σύστημα υδροδότησης, με πολλές κρήνες.102 Ακόμη και αν αυτή η γνώμη αποδεικνύεται λανθασμένη, θα ήταν αναμενόμενο να λειτουργεί κάποιο δίκτυο στην Αθήνα, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι στη γειτονική Θήβα λειτουργούσε υπόγειο δίκτυο ύδρευσης: «Φέρεται δὲ καὶ ἀπὸ τῆς Καδμείας ὕδωρ ἀφανὲς διὰ σωλήνων ἀγόμενον ὑπὸ Κάδμου τὸ παλαιόν, ὡς λέγουσι, κατεσκευασμένον».103 Πράγματι, όπως θα δούμε, και στην Αθήνα υπήρχε ένα δίκτυο ύδρευσης, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η Εννεάκρουνος μάλλον ήταν συνδεδεμένη με αυτό το δίκτυο, παρά ότι υπήρξε μία απομονωμένη πηγή έξω από την πόλη. [Εικόνα 19].
Η υδροδότηση της Αγοράς
Πηγάδια που έμειναν ανοικτά μέχρι τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. δείχνουν ότι τμήμα του εδάφους της μετέπειτα Αγοράς παρέμεινε σε ιδιωτική χρήση μέχρι την αξιοποίησή του από τους Πεισιστρατίδες.104 Τα κυριότερα δίκτυα που στη συνέ
χεια διοχέτευαν νερό στην Αγορά εισέρχονταν στην περιοχή από τη ΝΑ γωνία, η οποία είναι και το υψηλότερο σημείο της περιοχής. Οι ανασκαφές εντόπισαν τρία συστήματα ύδρευσης. Το παλαιότερο στοιχείο ήταν ένας στρογγυλός αγωγός από τερακότα, ο οποίος εφοδίαζε τη νοτιοανατολική κρήνη. Η κρήνη αυτή, που, όπως είδαμε, κτίσθηκε τον 5ο αιώνα, υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις τον 4ο αι. και
έπαψε να χρησιμοποιείται τον επόμενο. Τότε άνοιξαν κοντά της ένα πηγάδι. Η διαφορά της από την Καλλιρρόη είναι ότι δεν εξέρρεε από αυτή μία φυσική πηγή, αλλά αποτελούσε στοιχείο ενός δικτύου, αφού η μεγαλύτερη ποσότητα νερού
μεταφερόταν με σωλήνες από μακρύτερα. Τόσο ο αγωγός όσο και η κρήνη χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Τον 5ο αι. π.Χ. το πήλινο σύστημα αντικαταστάθηκε από πέτρινο αγωγό, ο οποίος τοποθετήθηκε για
να εφοδιάσει τη δεύτερη κρήνη της Αγοράς. Η κρήνη αυτή βρισκόταν στο νοτιοδυτικό άκρο της Aγοράς και κατασκευάστηκε εκείνη την εποχή. Η θέση της εντοπίζεται βορείως του ναού των Αγίων Αποστόλων. Είναι πιθανό ότι υποκατέστησε τη νοτιοανατολική κρήνη που προαναφέρθηκε. Ένα τρίτο υδραυλικό σύστημα τοποθετήθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους (31 π.Χ.-330 μ.Χ.). Αποτελούνταν από πέτρινο κανάλι, που ερχόταν από τα ανατολικά και κατέληγε σε μία δεξαμενή στην Παναθηναϊκή Οδό, από όπου διακλαδιζόταν. Κατά πάσα πιθανότητα υδροδοτούσε μία ημικυκλική κρήνη ή νυμφαίο, το οποίο ανεγέρθη το 2ο αι. μ.Χ. στο νοτιοανατολικό άκρο της Αγοράς. Εκτιμάται ότι το νερό συνέχιζε την υπόγεια πορεία του και υδροδοτούσε τη νοτιοδυτική
κρήνη ή συμπλήρωνε την αρχική πηγή της.105
Οι μεταγενέστερες ανασκαφές ανέδειξαν πέντε ακόμη κρήνες στην περιοχή της Αγοράς, που έπαιρναν νερό από το ίδιο ή γειτονικά δίκτυα: (α) νοτίως του Βουλευτηρίου, (β) στο νότιο άκρο της Στοάς του Αττάλου, (γ) στην κόγχη
της Νότιας Στοάς ΙΙ, (δ) νοτίως του Θόλου, (ε) μπροστά στο
Πρόπυλο του Βουλευτηρίου. Σε μία συνολική εκτίμηση, τα ανασκαφικά δεδομένα μάλλον διαψεύδουν όσες αρχαίες πηγές παραδίδουν ότι υπήρχε μία μόνον κρήνη και όλοι υδρεύονταν από φρέατα. Αντίθετα, αναδεικνύουν ένα πολυπλοκότερο σύστημα δημόσιας παροχής νερού.
Το σύστημα ύδρευσης των Πεισιστρατιδών
Το σύστημα αυτό δημιούργησαν τόσο ο Πεισίστρατος (540-530 π.Χ.) όσο και οι γιοι του που τον διαδέχθηκαν. Μετέφερε το νερό από πηγές που βρίσκονταν στις πλαγιές του Υμηττού μέχρι το άστυ, κοντά στην Ακρόπολη. Οι ανασκαφές για το Μετρό της Αθήνας αποκάλυψαν ένα τμήμα από το υδραγωγείο (ευρήματα εκτίθενται στους σταθμούς Συντάγματος και Ευαγγελισμού). Η μεταφορά του νερού γινόταν με πήλινους σωλήνες, οι οποίοι είχαν τέτοιο σχήμα ώστε να εφαρμόζουν ο ένας μέσα στον άλλον. Μέσα στην πόλη το δίκτυο διακλαδιζόταν, ώστε να εφοδιάζει κρήνες και δεξαμενές. Οι σωλήνες τοποθετήθηκαν είτε επί του
εδάφους είτε μέσα σε χαντάκια με πλάτος 65 εκατοστά και βάθος μέχρι 150 εκατοστά. Το τμήμα που ανασκάφηκε στο Σύνταγμα είναι μεταγενέστερο (πρώτο μισό 5ου αι. π.Χ.), ένδειξη ότι το υδραγωγείο που κατασκεύασε ο Πεισίστρατος επεκτάθηκε στη συνέχεια.10
Ο παλαιότερος υδαταγωγός που εντοπίστηκε στην Αγορά χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και η κατεύθυνσή του ήταν από τα ανατολικά στα δυτικά, δηλαδή το νερό ερχόταν από τα ανατολικά. Σε πήλινους υδατοσωλήνες που χρησιμοποιήθηκαν έχει αναγραφεί το όνομα «Χάρων», που ήταν μάλλον ο κατασκευαστής τους.107 Κατά πάσα πιθανότητα, ο αγωγός αυτός ήταν τμήμα του Πεισιστράτειου υδραγωγείου.
Το δίκτυο των Πεισιστρατιδών πιθανώς επεκτάθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα από τον Κίμωνα, ο οποίος –όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο– μετέτρεψε την Ακαδημία από τόπο άνυδρο και ξερό σε καλά αρδευόμενο αλσύλιο. Υπο
λείμματα της επέκτασης διασώθηκαν μπροστά στην Ποικίλη Στοά, στην Αγορά, στα ανατολικά της Διπύλου.108 Έχει εκτιμηθεί ότι το νερό προερχόταν από τον Υμηττό και έφτανε στην Αθήνα υπογείως, σε σήραγγες που το βάθος τους
έφτανε τα 14 μέτρα στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.
Τμήμα αυτού του δικτύου (και όχι του Πεισιστρατείου όπως πιστευόταν παλαιότερα) υδροδοτεί τον Εθνικό Κήπο.109
Από τα πολλά υδραυλικά ευρήματα της Αρχαίας Αγοράς, εξαίρεται η εύρεση στη δυτική πλευρά ενός πήλινου αγωγού και δύο θραυσμάτων μολύβδινου σωλήνα, που μετέφεραν προφανώς πόσιμο νερό και χρονολογήθηκαν στον 5ο αι. π.Χ.
Τα ευρήματα αυτά συμπίπτουν χρονολογικά με τη λειτουργία του λεγόμενου υδραγωγείου του Υμηττού και δείχνουν το εύρος του δικτύου του. Κάτω από αυτά βρέθηκε μολύβδινος σωλήνας, ο οποίος ήταν προφανώς παλαιότερος.110
Επιγραφές που έχουν εντοπιστεί μεταξύ Αθήνας και Μενιδίου κάνουν λόγο για την απαλλοτρίωση –έναντι μεγάλης αποζημιώσεως– ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ιδιωτών από το δήμο Αχαρνών. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν να διέλθει δίκτυο υδροδότησης. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν στην υπόθεση ότι στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., την εποχή του Λυκούργου, εκπονήθηκε ένα μεγάλο πρόγραμμα για την ύδρευση της πόλης. Το όνομα του Λυκούργου έχει συνδεθεί με την κατασκευή μεγάλων έργων στην Αθήνα, όπως ήταν η πρώτη φάση οικοδόμησης του Σταδίου. Θεωρείται πιθανόν ότι οι εν λόγω επιγραφές αφορούσαν κάποιο νεότερο δίκτυο ύδρευσης το οποίο σχεδιάστηκε –ενδεχομένως και κατασκευάστηκε– για να μεταφέρει νερό από την Πάρνηθα. Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι επρόκειτο για τοπικό δίκτυο ύδρευσης του δήμου Αχαρνών.111 Η νεότερη έρευνα έχει προσανατολιστεί στην άποψη ότι επρόκειτο για σημαντικό, από τεχνική άποψη, έργο υδρομάστευσης, το οποίο μετέφερε νερό από την Πάρνηθα στην Αθήνα.112Ο Βιτρούβιος (80-15 π.Χ.) γράφει στο βιβλίο του για τα νερά και τα υδραγωγεία: «Υπάρχει ένα είδος νερού που, όταν δεν είναι καθαρό, μία αφρώδης μάζα, σαν λουλούδι, επιπλέει στην επιφάνειά του, με χρώμα που μοιάζει με εκείνο του γαλάζιου γυαλιού. Είναι γνωστό κυρίως στην Αθήνα, και από τους τόπους και τις πηγές στις οποίες βρίσκεται, μεταφέρεται στην Αθήνα και τον Πειραιά. Εξ αιτίας όμως της αιτίας που προαναφέρθηκε, κανείς δεν το πίνει,
αν και το χρησιμοποιούν για πλύσιμο και άλλους σκοπούς.
Πίνουν από πηγάδια και έτσι αποφεύγουν τις δυσμενείς συνέπειές του». Προσθέτει μάλιστα ότι οι κάτοικοι της Τροιζήνας έπιναν αναγκαστικά τέτοιου είδους νερό, διότι δεν διέθεταν άλλο, και ως εκ τούτου έπασχαν από ασθένειες στα πόδια113.
Η περιγραφή αυτή, αν γίνει δεκτή, ενδέχεται να αφορά την κατάσταση του νερού που έδινε τον 1ο αι. π.Χ. (δηλαδή 500 χρόνια μετά την κατασκευή του) το Πεισιστράτειο και τα διάδοχα υδραγωγεία. Έτσι, η χρήση πηγαδιών, που μαρτυρείται και από άλλες πηγές της εποχής, γινόταν όχι επειδή δεν υπήρχε δίκτυο διανομής του νερού μέσα στην πόλη (του οποίου δεν γνωρίζουμε την έκταση), αλλά διότι το νερό αυτού του δικτύου ήταν ακατάλληλο για πόση.
Οι μαρτυρίες πως το νερό του υδραγωγείου δεν ήταν πόσιμο, καθώς και εκείνες που παραδίδουν ότι ο Κηφισός ήταν μολυσμένος προέρχονται από πηγές της ίδιας εποχής με το Βιτρούβιο και αλληλοεπιβεβαιώνονται. Θεωρείται βέβαιο ότι στα ελληνιστικά χρόνια δεν κατασκευάστηκαν στην Αθήνα υδραυλικά έργα μεγάλης κλίμακας.11
Ο «�επιμελητής τω˜ν κρηνω˜ν»
Μερικές δεκαετίες μετά την κατασκευή του δικτύου από τους Πεισιστρατίδες, εμφανίζεται ένα αξίωμα με τίτλο «ὑδάτων ἐπιστάτης», στην αρμοδιότητα του οποίου ήταν η επιβολή προστίμων σε όσους ιδιοποιούνταν το δημόσιο νερό. Μάλιστα, το αξίωμα αυτό κατείχε και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής (μάλλον πριν από το 493/2 π.Χ.). Η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δείχνει ότι ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. είχε εκδηλωθεί παράνομη ιδιοποίηση δημόσιων υδάτων και ότι ήταν απαραίτητη η κρατική καταστολή για τον περιορισμό της.115 Υπενθυμίζεται ότι ο Θεμιστοκλής προερχόταν από το δήμο των Φρεαρρίων.
Από χαμένο έργο του κωμικού ποιητή Φρύνιχου (το Μονότροπο), που παρουσιάστηκε το 414 π.Χ., έχουν διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα και ανάμεσά τους ένας σύντομος διάλογος, που μας αποκαλύπτει έναν ακόμη «επιμελητή των κρηνών»116: – Ποιος είναι αυτός που έχει τόσες φροντίδες; – Ο Μέτων, από το δήμο των Λευκονοέων. – Ξέρω, αυτός που κατασκευάζει τις κρήνες.
Σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή του Αριστοφάνη, ο Μέτων ήταν άριστος αστρονόμος και γεωμέτρης. Δικό του δημιούργημα υπήρξε ένα σύστημα υπολογισμού του χρό
νου, ο «ἐνιαυτὸς ὁ λεγόμενος τοῦ Μέτωνος»117. Σύμφωνα πάντοτε με την ίδια πηγή, ο Καλλίστρατος λέγει ότι στον Κολωνό υπήρχε κάποιο αστρολογικό ανάθημα του Μέτωνος. Ο Ευφρόνιος προσθέτει ότι ο Μέτων καταγόταν από το δήμο Κολωνού, αλλά αυτό δεν είναι ακριβές, διότι ο Φιλόχωρος τον ονομάζει Λευκονοέα. Ίσως η πληροφορία οφείλεται στο ότι κατασκεύασε κάποια κρήνη στον Κολωνό.118 Οι σημειώσεις του σχολιαστή μας δείχνουν ότι ο Μέ
νων ήταν σημαντικός επιστήμονας. Ενάμιση αιώνα περίπου μετά το Θεμιστοκλή, αλλά μόνον λίγες δεκαετίες μετά το Μέτωνα, ο Αριστοτέλης (384-322
π.Χ.) αναφέρει το αξίωμα του «επιμελητή των κρηνών» ως ένα από τα λίγα αιρετά δημόσια αξιώματα (τα υπόλοιπα ήταν ο ταμίας στρατιωτικών, ο επί το θεωρικόν και τα πολεμικά αξιώματα)119. Όλες οι άλλες δημόσιες θέσεις ήταν
κληρωτές. Είναι εύλογο να συμπεράνουμε από την πληροφορία αυτή ότι τα αιρετά αξιώματα ήταν σοβαρότεραΣτην περίπτωση του επιμελητή των κρηνών, η σοβαρότητα του αξιώματος θα ήταν κατανοητή μόνον αν υπήρχε ένας
αριθμός κρηνών και ένα άξιο λόγου υδρευτικό σύστημα. Οι διαθέσιμες πηγές δεν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε με βεβαιότητα πότε το αξίωμα κατέστη αιρετό. Ο Dillon, που μελέτησε το θέμα, αποφαίνεται ότι θα μπορούσε να έχει καταστεί αιρετό ακόμη και στις αρχές, οπωσδήποτε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ιδιαίτερα μετά το 403, κατά την αναδιοργάνωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά η
αναφορά στο Μέτωνα δείχνει ότι –ακόμη και αν δεν ήταν αιρετό– το αξίωμα είχε ιδιαίτερη σημασία. Όχι μόνον για τις ικανότητες του Μέτωνα, αλλά και γιατί είναι αμφίβολο αν θα ασχολούνταν ο κωμικός ποιητής με έναν κατώτερο αξιωματούχο.
Κατά μία άποψη, το αξίωμα του επιμελητή των κρηνών αφορούσε κυρίως την εξασφάλιση της υδροδότησης της πόλης σε πολεμική περίοδο.120 Φαίνεται όμως ότι η πραγματικότητα ήταν πιο πολύπλοκη.
Σε άλλο έργο του ο Αριστοτέλης απαριθμεί τα δημόσια αξιώματα μιας ευνομούμενης πολιτείας και σχολιάζοντας τις αρμοδιότητες όσων μεριμνούσαν για την ευρυθμία της πόλης, σημειώνει ότι «ἐν ταῖς πολυανθρωποτέραις πόλεσιν»,
οι πολίτες διορίζουν «τειχοποιοὺς καὶ κρηνῶν ἐπιμελητὰς
καὶ λιμένων φύλακας».121 Η φράση αυτή μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι τα καθήκοντα των επιμελητών κρηνών ήταν κυρίως τεχνικής φύσεως, όπως εκείνων που φρόντιζαν τα τείχη και τα λιμάνια. Την ίδια περίπου εποχή με την Αριστοτέλη, ο Πλάτων μας χαρίζει στους Νόμους μία γενική περιγραφή για τα καθήκοντα των κρατικών αξιωματούχων σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση των υδάτων.122 Θα έπρεπε να μεριμνούν ώστε τα νερά της βροχής, καθώς έρρεαν από τις πλαγιές στις ορεινές κοιλάδες, όχι μόνο να μη βλάπτουν τη χώρα, αλλά αντίθετα να την ωφελούν. Να συγκρατούνται με φράγματα και τάφρους, ώστε να παρεμποδίζονται οι πλημμύρες, να απορροφούνται από το έδαφος και να σχηματίζουν πηγές και κρήνες στις χαμηλότερες περιοχές, έτσι που να
υδροδοτούνται και τα ξηρότερα εδάφη. Όσο για τα πηγαία
νερά, είτε ποταμούς είτε κρήνες, καθήκον των αξιωματούχων ήταν να τα διακοσμούν με δέντρα, φυτά και ευπρεπή οικοδομήματα. Ακόμη, να διοχετεύουν νερά με υδροσωλήνες στις «ὑδρίες» , ώστε να είναι άφθονα όλες τις ώρες, είτε επρόκειτο για γειτονικό άλσος είτε για τέμενος.
Τέλος, να κατευθύνουν τα ρέματα προς τα ιερά των θεών.
Από την παραπάνω περιγραφή, αντιλαμβανόμαστε ότι ο «ἐπιμελητής των κρηνῶν» του 4ου αιώνα είχε πολύ πιο διευρυμένα καθήκοντα από τον «ἐπιστάτη τῶν ὑδάτων» του 5ου αιώνα123. Έπρεπε να διαχειριστεί ένα πλήρες υδάτινο σύστημα και όχι απλώς να εισπράττει πρόστιμα από τους καταπατητές. Κύριος σκοπός του ήταν, όπως φαίνεται, η αποφυγή των πλημμυρών, ο εξωραϊσμός των πηγών και των ρευμάτων και η εξασφάλιση νερού στα ιερά των θεών. Η υδροδότηση του πληθυσμού και των αγορών δεν φαίνεται να αποτελούσε προτεραιότητα παρά μόνον έμμεσα, με την παροχή νερού στα θρησκευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, φράγματα, τάφροι, σωλήνες και παροχή στις υδρίες συνιστούν περιγραφή πλήρους υδραυλικού συστήματος, που συγκεντρώνει νερό
από πλαγιές και το διοχετεύει στους δήμους της Αττικής.
Σε άλλο κείμενό του, στον Κριτία,124 ο Πλάτων κάνει λόγο για κτίρια εξοπλισμένα με κρήνες που παρείχαν άφθονο κρύο και ζεστό νερό, περιβαλλόμενα από ταιριαστά με το περιβάλλον δέντρα. Επίσης, για δεξαμενές με νερό, υπαίθριες ή σκεπαστές, που τροφοδοτούσαν λουτρά, ξεχωριστά για άντρες και γυναίκες.125 Αυτά, βέβαια, περιγράφονται ως στοιχεία μιας ιδανικής πόλης και όχι ως πραγματολογικά στοιχεία της Αθήνας της εποχής. Θα πρέπει όμως να υπήρχε κάποια αντιστοιχία με τον πραγματικό κόσμο. Το κείμενο είναι ένδειξη ότι το υδραυλικό σύστημα περιλάμβανε όχι μόνον στεγασμένες δημόσιες κρήνες αλλά και λουτρά.
Σε κείμενο του 333/332 π.Χ. (επιγραφή IG ΙΙ2 338)126 αναφέρεται κάποιος Πυθέας του Σωσιδήμου, από το δήμο της Αλωπεκής. Ο Πυθέας είχε «αἱρεθεῖ ἐπὶ τὰς κρήνας» και τιμήθηκε διότι τις επιμελήθηκε «καλῶς καὶ φιλοτίμως». Οικοδόμησε μία καινούργια κρήνη πλησίον του ιερού του Άμμωνος, επισκεύασε την κρήνη «τὴν ἐν Ἀμφιαράου» και επιμελήθηκε «τῆς τοῦ ὕδατος ἀγωγῆς καὶ τῶν ὑπονόμων». Ο Πυθέας τιμήθηκε ώστε «καὶ οἱ ἄλλοι οἱ ἀεὶ χειροτονούμενοι ἐπὶ τὰς κρήνας φιλοτιμῶνται ἕκαστοι εἰς τὸν δῆμον». Ο γραμματέας έλαβε την εντολή να αναγράψει το ψήφισμα σε δύο λίθινες στήλες και να αναρτήσει την πρώτη στο ιερό του Άμμωνος και τη δεύτερη στο ιερό του Αμφιαράου. Βρέθηκε η δεύτερη. Και τα δύο ιερά ήταν στον Ωρωπό. Μία άλλη επιγραφή από τον Ωρωπό (IG VII, 4255) αφορά την κατασκευή υδραγωγείου για τα λουτρά του ίδιου ιερού.127Ο όρος «ἀγωγὴ τοῦ ὕδατος καὶ τῶν ὑπονόμων» παραπέμπει σε κάποιο σύστημα μεταφοράς του νερού με αγωγούς.128 Οι πληροφορίες μας δείχνουν ότι τα καθήκοντα του Πυθέα υπερέβαιναν γεωγραφικά το άστυ και αφορούσαν την ευρύτερη Αττική. Η διαπίστωση αυτή συγκλίνει με τη γεωγραφική ευρύτητα που δίνει ο Πλάτων στους Νόμους σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση του υδραυλικού συστήματος. Όποιο σύστημα και αν υπήρχε στην πραγματικότητα
δεν περιοριζόταν μόνον στο άστυ.
Πιθανό παράδειγμα για το τι μπορούσε να σημαίνει ο διαχωρισμός της μεταφοράς («αγωγής») του νερού από τους «υπονόμους» μας δίνει ο λιθόκτιστος οχετός που έχει ανασκαφεί στην Αρχαία Αγορά, ο οποίος παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τους μινωικούς οχετούς, με πλάτος ενός μέτρου. Ο συγκεκριμένος έχει ανοιχτεί στο έδαφος και είναι ορατός, αλλά στο Δίον έχουν βρεθεί ανάλο
γοι οχετοί τοποθετημένοι κάτω από τον πλακόστρωτο δρόμο. Η χρήση τους ήταν παντορροϊκή, διοχέτευαν σε αυτούς δηλαδή τόσο τα όμβρια ύδατα όσο και τα βοθρολύματα.129
Την ίδια περίπου εποχή με την απόδοση τιμής στον Πυθέα, ο Δημοσθένης αναφέρεται σκωπτικά στις επισκευές των επάλξεων, των οδών και των κρηνών (στον πληθυντικό), επικρίνοντας τους κυβερνώντες, διότι θεωρούσαν τις επισκευές ως βασικούς στόχους στην εσωτερική πολιτική τους, αντί να ασχολούνται με σοβαρότερα έργα.130
Ως δημόσιο λειτούργημα η ενασχόληση με τα ύδατα διατηρήθηκε επί αιώνες, αφού ο γραμματικός Ησύχιος από την Αλεξάνδρεια (5ος αι. μ.Χ.) διασώζει τους όρους «κρηνάρχης», τον οποίο ερμηνεύει ως «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐπιμελείας ὕδα
τος», και «κρηνοφύλαξ», δηλαδή ο φύλακας της κρήνης. Με αυτήν την τελευταία έννοια κατονομάζεται σε επιγραφή της Δήλου ο κρηνοφύλαξ Υψοκλής (ID 290). Κατά τον Πολυδεύκη, όμως, «λέων δέ τις ἐκαλεῖτο κρηνοφύλαξ, χαλκοῦ
πεποιημένος, ἐπὶ κρήνης τινος, δι’ ἧς τὸ ὕδωρ ἐφέρετο ἐν ταῖς πρὸς ὕδωρ δίκας. ἐπιμελητής δέ τις κληρωτὸς ἐγίγνετο, ὅς ἐκαλεῖτο ἐφύδωρ, ὁ παραφυλάττων τὴν ἰσότητα τῆς κλεψύδρας»131. Ο κρηνοφύλαξ, δηλαδή, ήταν το χάλκινο
λιοντάρι, ενώ ο επιμελητής της Κλεψύδρας ήταν ο άνθρωπος που τη φρόντιζε. Η Κλεψύδρα ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μία ακόμη γνωστή κρήνη της Αθήνας, στη βορειοδυτική γωνία του βράχου της Ακρόπολης.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η επιδιόρθωση των αγωγών μπορούσε να γίνει με ιδιωτική δαπάνη, αλλά οπωσδήποτε με άδεια του δήμου. Αυτό προκύπτει από την πρόταση του Περικλή και των γιων του (432 π.Χ. περίπου) να αναλάβουν το κόστος επιδιόρθωσης μιας κρήνης («ὅπως ἂν ῥέοσιν οἱ ὀχετοὶ ὡς κάλλιστα καὶ καθαρότατα»), ώστε να λυθεί το πρόβλημα της «ἀγωγῆς». Το ψήφισμα, που δεν σώζεται ολόκληρο, κάνει μνεία περί «ὀλιγίστων χρημάτων», φράση που επιτρέπει να αναθεωρήσουμε την αρχική ιδέα ότι η πρόταση χρηματοδότησης αφορούσε την κατασκευή κρήνης. Σε αυτήν την κατεύθυνση είχε παρασυρθεί και ο Πλούταρχος, που παρουσίασε τον Περικλή «χορηγεῖν μηδενὸς φειδόμενον». Εν πάση περιπτώσει, ο δήμος αποφάσισε να πραγματοποιηθεί μεν το έργο, αλλά με δημόσια δαπάνη και με την προϋπόθεση ότι όλες οι αναλαμβανόμενες εργασίες
θα εξοφλούνταν με τις εισφορές του τρέχοντος έτους. Η τελευταία αυτή λεπτομέρεια δείχνει ότι υπήρχε κάποιος ταμιακός προγραμματισμός για όλα τα υδραυλικά έργα, που εκτός από τις προγραμματισμένες δαπάνες περιλάμβανε
και συγκεκριμένες εισφορές.132
Εικ. 11
Πηγάδια βορείως της Ακροπόλεως (525-480 π.Χ.).
Mabel Lang, Waterworks in the Athenian
Agora, American School of Classical
Studies at Athens, Princeton 1968.
Οι Φρεάρριοι
Η Αττική της κλασικής περιόδου είχε ήδη μεγάλη παράδοση στη διάνοιξη φρεάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ονομασία ενός δήμου, του δήμου Φρεαρρίων, ο οποίος μας είναι γνωστός από μία φράση σε σπάραγμα επιτύμβιας στήλης, χρονολογούμενης στον 3ο αι. π.Χ. («Φρεα<ρ>ρίων
θυόντωσαν τῆι Δή[μητρι]»). Η φράση αυτή συνδέει το δήμο των Φρεαρρίων με τα Ελευσίνια μυστήρια· πιθανότατα με τοπικές τελετές και όχι με τις τελετές που διεξάγονταν στην Ελπηγάδια των ορυχείων134;
Η περιοχή της Λαυρεωτικής είναι γνωστή για τα μεταλλευτικά φρέατά της, τα οποία ανέρχονται σε μεγάλο αριθμό. Η διάνοιξη μεταλλευτικών φρεάτων απαιτούσε κόπο και επίπεδο τεχνικής ασύγκριτα υψηλότερο από τη διάνοιξη πηγαδιών για την ύδρευση. Πρώτον, διότι τα μεταλλευτικά πηγάδια έχουν τριπλάσιο ή και περισσότερο βάθος, και δεύτερον διότι ανοίγονται σε πετρώματα, ενώ τα πηγάδια νερού σε χώμα. Έτσι, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Φρεάρριοι ήταν πρώτα από όλα εξειδικευμένοι στη διάνοιξη μεταλλευτικών πηγαδιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν εξειδικευμένοι και στη διάνοιξη πηγαδιών για ύδρευση. Αντίθετα, το πρώτο καθιστά αυτονόητο το δεύτερο (αν μπορούσαν να κάνουν το δύσκολο, θα έκαναν και το εύκολο). Εξάλλου, τα φρέατα ύδρευσης ήταν πολλά στην περιοχή των Φρεαρρίων. Η ιστορία του δήμου αυτού ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, τουλάχιστον στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., αφού ο περίφημος Θεμιστοκλής (που κατείχε αξίωμα σχετικό με την ύδρευση) ήταν και εκείνος Φρεάρριος.135 Άρα, έχουμε εδώ την επιβεβαίωση μιας παράδοσης για τη δημιουργία πηγαδιών και γενικά για τη διάνοιξη οπών και οχετών στο έδαφος. Όμως οι Φρεάρριοι ήταν ελεύθεροι πολίτες. Ανακύπτει έτσι το ερώτημα αν τα ορυχεία λειτουργούσαν με εργασία ελεύθερων τεχνιτών ή με εργασία σκλάβων. Η πολύ γνωστή «επενδυτική πρόταση» του Ξενοφώντα για τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών του αθηναϊκού κράτους («έστω ότι η αθηναϊκή πολιτεία αγοράζει 1.200 σκλάβους
και τους διαθέτει προς μίσθωση στα μεταλλεία, με ημερήσια πληρωμή ενός οβολού κατά κεφαλήν...»)136 δείχνει ότι η χρήση σκλάβων ήταν καθιερωμένη στις μεταλλευτικές εργασίες. Αυτό σημαίνει ότι καλώς συνδέουμε τους Φρεάρριους με την τεχνογνωσία της εξόρυξης, όχι όμως απαραίτητα και
με την απαιτούμενη σκληρή χειρωνακτική εργασία. Σε ανάλογα συμπεράσματα θα έπρεπε να καταλήξουμε και για τα πηγάδια ύδρευσης. Σε μια πόλη με μεγάλο αριθμό σκλάβων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι βαριές δουλειές που σχετίζονταν με τις υδραυλικές εργασίες –και ιδιαίτερα η ανόρυξη των κάθετων και οριζόντιων φρεάτων– πρέπει να γίνονταν από σκλάβους
Το νερό ως περιουσιακό στοιχείο
Ιδιωτικά συμφωνητικά που αφορούσαν οικόπεδα του άστεως και ψηφίσματα που αφορούσαν ιερά κάνουν μνεία αγωγών και υδροδότησης ή δικαιωμάτων χρήσης του νερού. Εντοπίζουμε εδώ περιπτώσεις στις οποίες το νερό εμφανίζεται ως περιουσιακό στοιχείο ξεχωριστό από το κτήμα με το οποίο συνδέεται.
Για παράδειγμα, σε συμφωνητικό επισημαίνεται ρητά ότι το οικόπεδο διαθέτει νερό («τοῦ τόπου ὕδωρ ἔχοντος»· επιγραφή IG II2 3194)137. Δυστυχώς, από την επιγραφή σώζονται μόνον αποσπάσματα και έτσι δεν μπορούμε να αντι
ληφθούμε τι ήταν αυτός ο τόπος. Ψήφισμα για την εικοσαετή μίσθωση του τεμένους στο ιερό του Νηλέως, της Βασίλης και του Κόδρου, το οποίο
χρονολογείται το 418/7 π.Χ. (επιγραφή IG I3 84), παραχωρεί στο μισθωτή το νερό από μία συλληπτήρια επιφάνεια που ορίζεται από τέσσερα σημεία. Ο μισθωτής είχε δικαίωμα να περισυλλέγει τη βροχή που θα έπεφτε μέσα στην επιφάνεια αυτήν, καθώς και να κάνει χρήση της παρακείμενης τάφρου. Υπήρχε επίσης ρύθμιση για τον καθαρισμό της τελευταίας («ἰλὺν ἐκκομίσασθαι ἐκ τῆς τάφρο[υ]»). Σε αντιστάθμισμα, ο μισθωτής ανέλαβε την υποχρέωση να
φυτέψει 200 ρίζες ελιές στο χώρο του ιερού.138 Η τεχνική αυτή δεν διαφέρει και πολύ από τη σύλληψη ομβρίων όπως γινόταν το 19ο αιώνα.Η επιγραφή IG II2 1361 είναι ένα είδος καταστατικού μιας ιδιωτικής θρησκευτικής ένωσης, η οποία εκμισθώνει μία οικία για να χρηματοδοτήσει τη συντήρηση του ιερού της.
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, το αντίτιμο του βρόχινου νερού που συγκέντρωνε η δεξαμενή της οικίας θα έπρεπε να πωλείται ξεχωριστά από το ενοίκιό της. Τα μέλη της ένωσης θα επένδυαν το μίσθωμα της οικίας και το αντίτιμο του νερού («ὅσον καὶ ἂν πωληθῇ») αποκλειστικώς στην επισκευή του ιερού και της οικίας.139 Υπήρχε πάντως η πρόβλεψη ένα τμήμα του νερού να μείνει για τη χρήση του μι
σθωτή της οικίας («ὑπολι[μπά]νειν δὲ ὕδωρ τῷ ἐνοικοῦντι
ὥστε χρῆσθαι»).
Δύο μισθωτήρια συμφωνητικά που σώζονται σε ισάριθμες επιγραφές από τις Αχαρνές παρουσιάζουν ενδιαφέρον διότι μεταβιβάζουν στο μισθωτή το δικαίωμα εκμετάλλευσης
ύδατος (IG II2 2491 και IG II2 2502).140 Για την ακρίβεια, με
το πρώτο συμφωνητικό δόθηκε στο μισθωτή το δικαίωμα να τοποθετήσει αγωγούς «διὰ τοῦ χωρίου» (δηλαδή του οικοπέδου) σε όποιον αριθμό και βάθος επιθυμούσε. Με το δεύτερο συμφωνητικό, οι μισθωτές αποκτούσαν το δικαίωμα να «ἄγουν» τον «ὀχετό» όπου επιθυμούσαν. Στο σωζόμενο απόσπασμα γίνεται μνεία του ενδεχομένου να ξεραθεί «τὸ φρέαρ τοῦ χωρίου».
Η πρώιμη ρωμαϊκή περίοδος
Ως πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο η ερευνήτρια της ύδρευσης της αρχαίας Αθήνας Shawna Leigh141 καθόρισε το χρονικό διάστημα από την κατάληψη της πόλης από τον ύπατο Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα (86 π.Χ.) μέχρι τους χρόνους του Αδρι
ανού. Η αναλυτική καταγραφή των ανασκαφικών ευρημάτων αυτής της περιόδου την οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Αθήνα μερίμνησε για να εξασφαλίσει πόσιμο νερό, διαθέσιμο στο ευρύτερο κοινό. Για παράδειγμα, κοντά στην
Αγορά κατασκευάστηκαν πλινθόκτιστοι υπόγειοι αγωγοί που συνδέθηκαν με πηγάδια, για να καταστήσουν προσιτό στο κοινό το νερό από τις πηγές της Ακρόπολης και να χρησιμοποιήσουν ως δεξαμενές τους διαθέσιμους χώρους της Αγοράς. Κατασκευάστηκαν, επίσης, δύο ρωμαϊκά λουτρά, το ένα στα νοτιοδυτικά της Αγοράς και το άλλο νότια της Ακρόπολης. Ωστόσο, η υδροδότηση των κατοίκων εξακολούθησε να γίνεται από πηγάδια και κινστέρνες. Ίσως
στην εποχή εκείνη χρονολογείται η κατασκευή ή ανοικοδόμηση του αρχαίου υδραγωγείου που συντηρήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη θέση «Βουνό» (Πετράλωνα) για να υδροδοτεί τα εκεί (παλαιά) Σφαγεία.
Η κατασκευή του Αδριανείου υδραγωγείου
Η επέκταση της Αθήνας κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, με τη δημιουργία της πόλης του Αδριανού, στο νοτιοανατολικό άκρο του κλασικού άστεως κατασκευή ενός μεγάλου υδραγωγείου, το οποίο οικοδομήθηκε το 2ο αι. μ.Χ. και μετέφερε νερό στην Αθήνα από την Πάρνηθα και την Πεντέλη, σε απόσταση 25 χιλιομέτρων. Μεγάλο μέρος της διαδρομής γινόταν με υπόγειες σήραγγες. Η μεγαλύτερη είχε τομή 0,85-0,95 μ. και βρισκόταν 10-40 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ξεκινώντας από τη δεξαμενή στο Λυκαβηττό, η σήραγγα περνούσε από τους Αμπελόκηπους και συνέχιζε κάτω από τη μετέπειτα Λεωφόρο Κηφισίας. Στο ύψος του Διαβολορέματος έκανε μεγάλη καμπή προς τις πλαγιές του Υμηττού και προχωρούσε προς βορρά, προς το Χαλάνδρι. Από εκεί,
συνεχίζοντας κάτω από τη σημερινή Λεωφόρο Κηφισίας, προχωρούσε μέχρι το Ηράκλειο και τις Κουκουβάουνες. Διέσχιζε τις χαράδρες του Κηφισού και τον παλιό δρόμο του Τατοΐου και κατέληγε στο ρέμα Σχοινά, στο Μενίδι. Στο σημείο εκείνο η σήραγγα διχαζόταν σε δύο μεγάλα σκέλη.
Το πρώτο διευθυνόταν προς βορρά, προς Βαρυμπόμπη, και το άλλο δυτικά, στην Πάρνηθα. Σε αυτές τις κεντρικές σήραγγες κατέληγαν εγκάρσιοι αγωγοί από διάφορες κατευθύνσεις, οι οποίοι συγκέντρωναν πηγαία ύδατα από
τα φαράγγια της Πεντέλης και της Πάρνηθας. Ανά τακτά διαστήματα, υπήρχαν κατά μήκος του αγωγού φρέατα, τα οποία σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν για τον καθαρισμό και τη συντήρηση της σήραγγας.142
Το Αδριάνειο υδραγωγείο οικοδομήθηκε όχι απλώς με γνώση επιστημονικών κανόνων αλλά με τεράστιο όγκο χειρωνακτικής εργασίας, μεγάλο μέρος της οποίας πραγματοποιήθηκε κάτω από το έδαφος. Η εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου υδραγωγείου στη ρωμαϊκή περίοδο της Αθήνας πρέπει να συνδεθεί περισσότερο με τη ρωμαϊκή τεχνογνωσία για την κατασκευή υδραγωγείων και την εμπεδωμένη αντίληψη για την ανάγκη παροχής νερού σε λουτρά και δημόσιες κρήνες και λιγότερο με την αναγνώριση της αυξημένης ανάγκης των Αθηναίων. Η ανάλυση του συνόλου των δεδομένων της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου από τη Leigh, συμπεριλαμβανομένου του μέσου βάθους των πηγαδιών, δείχνει ότι «το δώρο του Αδριανού δεν μπορεί να αποδοθεί σε μακροχρόνια έλλειψη νερού»143. Ωστόσο, με δύο εξαιρέσεις, όλα τα ρωμαϊκά λουτρά της Αθήνας οικοδομήθηκαν μετά την κατασκευή του Αδριανείου, η λειτουργία του οποίου εμπέδωσε τη ρωμαϊκή αντίληψη για την καθημερινή ζωή στην Αθήνα.144
Η νέα αυτή κατασκευή άλλαξε τη σχέση των Αθηναίων με το νερό, όπως δείχνει η μείωση των πηγαδιών και των δεξαμενών145 σε μερικές περιοχές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πηγάδια εγκαταλείφθηκαν ούτε ότι σταμάτησε η διάνοιξη νέων. Ο αριθμός των πηγαδιών του 2ου αιώνα μ.Χ. που εντοπίστηκαν στην Αγορά είναι ίσος με τον αριθμό των εντοπισμένων πηγαδιών που είχαν ανοιχτεί συνολικά το
2ο και τον 3ο αιώνα π.Χ. Επιπλέον, το μέσο βάθος των πηγαδιών του 2ου μ.Χ. αιώνα (της εποχής δηλαδή που κατασκευάστηκε το Αδριάνειο) ήταν πολύ μεγαλύτερο (20 μέτρα αντί 13,5) σε σύγκριση με τον 3ο και 2ο αιώνα.146 Άρα, η διάνοιξη πηγαδιών ήταν δυσκολότερη, ίσως γιατί είχε υποβιβαστεί περαιτέρω ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας. Το γεγονός ότι διανοίγονταν νέα πηγάδια στην Αγορά το 2ο αιώνα είναι ένδειξη ότι η περιοχή δεν υδρευόταν από το Αδριάνειο,
τουλάχιστον σε βαθμό που να καταστήσει άχρηστους τους παλαιότερους τρόπους ιδιωτικής ύδρευσης. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. η Ρώμη πε
ριοριζόταν για την κάλυψη των αναγκών της στις επιτόπιες φυσικές πηγές. Μόλις το 312 π.Χ. –δηλαδή πάνω από δύο αιώνες μετά το Πεισιστράτειο της Αθήνας– πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η κατασκευή ρωμαϊκού υδραγωγείου μεμεταφορά νερού από γειτονικές πηγές. Τους πέντε επόμενους αιώνες επακολούθησε η δημιουργία πέντε νέων υδραγωγείων, ολοένα και μεγαλύτερης δυναμικότητας, καθένα από τα οποία κάλυπτε και διαφορετικές περιοχές της πόλης.147 Καθώς ο μεγαλύτερος όγκος των υδάτων καταναλωνόταν από μικρό αριθμό προνομιούχων, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία (ρωμαϊκής εποχής) είχαν διαφορετικό κοινωνικό ρόλο από τα σύγχρονα, σκοπός και μέτρο της επιτυχίας των οποίων είναι η καθολική ύδρευση του πληθυσμού. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και τα αρχαιολογικά ευρήματα, δεν πρέπει να θεωρούμε ως αυτονόητο ότι η κατασκευή του Αδριανείου σήμαινε γενική βελτίωση της παροχής νερού για ολόκληρο τον πληθυσμό.
Το νερό και ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των φύλων
Στις παραστάσεις των υδριών της αρχαίας Αθήνας αλλά και στα χαρακτικά που συνοδεύουν τις περιηγητικές αφηγήσεις του 18ου-19ου αιώνα υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που εκφράζει μία διαχρονική πραγματικότητα: Γυναικείες φιγούρες που κρατούν στάμνες ή παίρνουν νερό από πηγές, ένα μοτίβο που υποδηλώνει το έργο της γυναίκας για τη μεταφορά πόσιμου ύδατος από το σημείο δημόσιας διανομής ως τον τόπο κατανάλωσης. [Εικόνα 20]. Πολύ πριν αποκτήσουμε οπτικές μαρτυρίες, έχουμε άλλωστε τη μαρτυρία του Ηρόδοτου, ότι οι Αθηναίοι έστελναν τις γυναίκες τους να παίρνουν νερό από την Καλλιρρόη. «Αυτές οι νύμφες των Βαλκανίων», γράφει μετά από πολλούς αιώνες ο Slade, «[….] είναι οικιακές σκλάβες. Με το χειρότερο καιρό τις βλέπουμε να παίρνουν νερό από τις κρήνες»148.
Εικ. 17
«Υδριαφόροι», λίθος της βόρειας ζωφόρου του Παρθενώνα.
Φωτογραφία James Robertson (1853
1854). © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Μια άλλη ιστορική σχέση του γυναικείου φύλου με το νερό, όπως την παραδίδουν οι περιηγητές, αφορά το πλύσιμο στον Ιλισό. «Καθώς με πληροφόρησε ο κ. Φωβέλ, μόλις σκάψει κανείς την κοίτη του Ιλισού θα βρει νερό σε ελάχιστο βάθος. Κι αυτό τόσο καλά το ξέρουν οι αρβανίτισσες χωρικές ώστε, όταν θέλουν να πλύνουν τα ασπρόρουχά τους, ανοίγουν μία τρύπα στον άμμο τη ρεματιάς και αμέσως αναβλύζει νερό.
Φαίνεται λοιπόν πως η κοίτη του Ιλισού φράχτηκε από πέτρες ανακατεμένες με άμμο που κύλησαν από τα κοντινά βουνά κι έτσι το νερό τώρα τρέχει ανάμεσα σε δύο στρώματα άμμου…».149
Τεχνολογία
Ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (10-70 μ.Χ.), θεωρούμενος ως εφευρέτης της πρώτης ατμομηχανής, σημειώνει στο Περί διόπτρας: «Για να ξέρουμε πόσο νερό μας προμηθεύει η πηγή δεν φτάνει να γνωρίζουμε τη διατομή της εκροής. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε και την ταχύτητα της ροής, διότι όσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα τόσο μεγαλύτερη και η ποσότητα που μας δίνει η πηγή». Και προσθέτει: «Πρέπει να ανοιχτεί μία δεξαμενή κάτω από το ρεύμα και να υπολογιστεί με τη βοήθεια ενός ηλιακού ρολογιού πόσο νερό μαζεύει η δεξαμενή αυτή σε συγκεκριμένο χρόνο».
Δεν γνωρίζουμε αν οι σκέψεις αυτές ήταν πρωτότυπες την εποχή του Ήρωνα, δηλαδή τον 1ο αι. μ.Χ. Δείχνουν όμως ότι οι τεχνικοί της εποχής εκείνης δεν ενδιαφέρονταν απλώς για την κατασκευή πηγαίων κρηνών, αλλά και για
την ποσότητα του νερού που έδιναν οι κατασκευαζόμενες κρήνες. Ίσως ο στοχασμός του Ήρωνα να αποτελούσε απάντηση στο ερώτημα: Πόσοι άνθρωποι μπορούν να πάρουν νερό από τη δεδομένη κρήνη; Το ερώτημα αυτό συνδέεται με το ζήτημα της επάρκειας μιας συγκεκριμένης παροχής, που με τη σειρά της ανάγεται στο ερώτημα της επάρκειας για μια ολόκληρη πόλη. Έτσι, η σκέψη του Ήρωνα μας δείχνει ότι στην εποχή του, και ειδικά στην Αλεξάνδρεια, η
ποσότητα του παρεχόμενου νερού είχε τεθεί, κατά κάποιο τρόπο, στο τραπέζι ως πρόβλημα προς επίλυση. Άρα, πρέπει να είχε γεννηθεί ο λογισμός που αντιστοιχίζει τη ροή των πηγών και τη δυναμικότητα του υδραγωγείου με τις
ανάγκες ύδρευσης της πόλης.
Δυστυχώς, δεν σώζονται κείμενα που να μας δείχνουν έστω και προσεγγιστικά σε ποιο επίπεδο καθορίζονταν οι ανάγκες αυτές τον 1ο αι. μ.Χ. (Οι νόμοι του Σόλωνα ήταν πολύ προγενέστεροι. Εξάλλου, αφορούν οριακές καταστάσεις και δεν αντικατοπτρίζουν την κοινωνική αντίληψη για την αναγκαία κατανάλωση.) Το λογισμό αυτόν τον βρίσκουμε σε κείμενα του πρώτου τετάρτου του 19ου αιώνα και έπειτα, όταν αποτελεί οικονομικό και κοινωνικό ζητούμενο ο υπολογισμός του «επιθυμητού» επιπέδου κατανάλωσης στο Λονδίνο και το Παρίσι.
Το επίπεδο της τεχνολογίας της εποχής του Ήρωνα είχε δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η γνώση των φυσικών νόμων. Το δεύτερο, ότι οι κατασκευές βασίζονταν στην ανθρώπινη εργασία και ειδικά στην εργασία των δούλων. Δυστυχώς πολύ λίγα γνωρίζουμε για την ανθρώπινη εργασία και ειδικά τη χρήση δούλων στα κατασκευαστικά έργα της κλασικής αρχαιότητας. Ωστόσο, ο οικονομικός λογισμός του Ξενοφώντα, ο οποίος συσχετίζει το κόστος της αγοράς
μεγάλου αριθμού δούλων με το αντίτιμο που θα εισέπραττε ο αγοραστής αν τους μίσθωνε σε τρίτους (το «ενοίκιό» τους), είναι μια σοβαρή ένδειξη ότι η χρήση της εργασίας των δούλων δεν ήταν απεριόριστη και αποτελούσε εξάρτηση οικονομικών παραμέτρων.
2014 Ευάγγελος Χεκίμογλου
Διδάκτωρ Οικονομικηςψ Ιστορίας Α.Π.Θ.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1 Βλ. Anna Maria Theocharaki, «The Ancient Circuit Wall of Athens: Its Changing Course and the Phases of Construction»,
Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens, vol. 80, no. 1 (January-March 2011), σσ. 71-156,
όπου η συγκεντρωτική παρουσίαση των ευρημάτων.
2 Μόνιμος πληθυσμός 3.828.434 κάτοικοι το 2011, έναντι 3.894.573 το 2001 και 3.594.817 το 1991. (Στοιχεία ΕΣΥΕ).
3 Βλ. ενδεικτικά, Θωμάς Μαλούτας, Προβλήματα κοινωνικής βιώσιμης ανάπτυξης στην Αθήνα. Οι μεταβολές της τελευταίας
εικοσαετίας στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης και η κρίση της ιδιότυπης κοινωνικής συνοχής. Κείμενα εργασίας 2003/4,
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, http://www.ekke.gr/publications/wp/wp4.pdf. Θ. Μαλούτας, Γ. Κανδύλης κ.ά., Το κέντρο
της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, ΕΚΚΕ, Αθήνα 2013. Γεωργία Αλεξανδρή, Χωρικές και κοινωνικές μεταβολές στο κέντρο της
Αθήνας. Η περίπτωση του Μεταξουργείου, διδακτορική διατριβή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας, 2013.
4 Από το 1987 μέχρι σήμερα η αύξηση της επιφάνειας ήταν 33%. Καλλισθένης Αβδελίδης, Η χωρική εξέλιξη τεσσάρων
μεγάλων ελληνικών πόλεων. Κείμενα εργασίας, Αθήνα 2010, http://www.ekke.gr/publications/wp/wp21.pdf, σσ. 32-33.
Αντίθετα, ο πληθυσμός εμφάνισε οριακή μείωση.
5 Από τις λέξεις fasih dere, δηλαδή χείμαρρος με άφθονο και καθαρό νερό.
6 Δηλαδή, ο χείμαρρος Χαλά. Πιθανή ετυμολόγηση (πέρα από τις συνήθεις εμφανώς άστοχες παρετυμολογίες) από τη
λέξη (Khalish), που σημαίνει αγνός, ανόθευτος· (Redhouse, An English and Turkish Dictionary, London 1856, σ. 664).
Ταυτώνυμος ποταμός (Khala Dere) υπάρχει και στη Ν.Α. Τουρκία· Hovann Simonian, The Hemshin: History, Society and
Identity in the Highlands of Northeast Turkey, Routledge, 2007, σ. 398, λ. Fırtına river).
7 Μ.Ε.Ε. λ. «Κηφισσός».
8 Βλ. Aristophanis Comoediae. Accedunt perditarum fabularum fragmenta, επιμ. G. Dindorf, τόμος IV, μέρος II, Οξφόρδη
1837, σσ. 184-185.
9 Χρυσούλα Κοντογεωργοπούλου, Η Αττική κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο (324-1204). Διδακτορική διατρι
βή, ΕΚΠΑ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, (Εθνικό Αρχείο Διατριβών) Αθήνα 2011, σ. 140.
10 Φωτίου του Πατριάρχου, Λέξεων Συναγωγή. Ε codice Galeano descripsit Ricardus Porsonus, τ. 2, Londini 1822, σ. 163.
11 Μαρία Παντελίδου-Γκόφα, «Η Αθήνα στην προϊστορική εποχή», Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών, ηλεκτρονική έκδο
ση, http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_1.aspx (επίσκεψη 22.5.2014).
12 Αυτόθι.
13 Ιουλίου Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, Κεφάλαιο Χ.31 «Περὶ τῶν δι’ ὧν ἐκφέρεται τὸ ὕδωρ ὀνομάτων».
14 H. Thompson, «Excavations in the Athenian Agora: 1952», Hesperia 1953, σ. 33.
15 Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 3.14.
16 Υπουργείον Εσωτερικών, Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός 1879, εν Αθήναις 1881, σ. 50.
17 John Trail, The Political Organisation of Attica; A Study of the Demes, Trittyes, and Phylai, and Their Representation in
the Athenian Council, Princeton 1975, σ. 75 κ.ε.
18 J. Bintliff, «Solon’s reforms: an archaeological perspective», στο Josine H. Blok & André P.M.H. Lardinois (Eds.), Solon of
Athens, New Historical and Philological Approaches, Brill, Leiden - Boston 2006, σ. 324. Το μοντέλο έχει διαμορφωθεί με τη
μέθοδο των πολυγώνων Thiessen. Τα πολύγωνα προκύπτουν από την κατάτμηση –με γεωμετρική μέθοδο– του τόπου από
τον οποίο λαμβάνονται δείγματα. Κάθε πολύγωνο περιλαμβάνει ένα κεντρικό (δειγματοληπτικό) σημείο και μία περιοχή
επιρροής γύρω από αυτό. Η κατάτμηση γίνεται με τρόπο ώστε κάθε σημείο της περιοχής επιρροής να βρίσκεται εγγύτερα
στο κεντρικό σημείο της περιοχής επιρροής από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κεντρικό (δειγματοληπτικό) σημείο του τόπου.
19 Χρησιμοποιούμε τον όρο «πόλισμα», διότι είναι ουδέτερος και δεν εντάσσεται στις βαθμίδες χωριό - κωμόπολη - πόλη,
ούτε εμπλέκεται στη συζήτηση πότε ένας οικισμός είναι χωριό, όπου ο όρος «χωριό» προϋποθέτει κάποια πόλη, ως προς
την οποία εκφράζει τις διαφορές, και πότε είναι πόλη. Το πόλισμα είναι ένας οικισμός σε μια εποχή ή σε μία περιοχή όπου
μπορεί να μην υπήρχαν πόλεις με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
20 Ηρόδοτος, 6.137.3.
21 Anthony M. Snodgrass, An Archaeology of Greece; The Present State and Future Scope of a Discipline, University of
California Press, 1987, σ. 89. Οι πρωτότυπες αναφορές στο FHG II, σ. 254.
22 Το 1831 έγινε αντιληπτό ότι ο Απολλώνιος, συγγραφέας της ελληνιστικής περιόδου, είχε μεταφέρει μία περιγραφή
πανομοιότυπη προς εκείνη του Ψευδο-Δικαίαρχου, την οποία απέδιδε σε κάποιον Ηρακλείδη Κριτικό, άγνωστο από άλλες
πηγές. Οι μαρτυρίες του τοποθετούνται από τους ειδικούς στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
23 H. Thompson, «Activities in the Athenian Agora: 1957», Hesperia 1958, σ.147.
24 Πλούταρχος, Σόλων 23.5: «ἐπεὶ δὲ πρὸς ὕδωρ οὔτε ποταμοῖς ἐστιν ἀενάοις οὔτε λίμναις τισὶν οὔτ’ ἀφθόνοις πηγαῖς ἡ
χώρα διαρκής, ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο...».
25 John Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens, Hacker Art Books, New York 1980, σ. 242.
26 Α. Κορδέλλας, Αι Αθήναι εξεταζόμεναι υπό υδραυλικήν έποψιν, Αθήνησι 1879, σ. 71.
27 Πλούταρχος, Σόλων 23.5.
28 Mabel Lang, Waterworks in the Athenian Agora, American School of Classical Studies in Athens, Princeton 1968, σ. 5.
29 Για τη νομική πτυχή του θέματος βλ. Ηλίας Αρναούτογλου, «Από τον Σόλωνα στην ρωμαϊκή Έφεσο. Η νομική προστα
σία της υδροδότησης», <https://www.academia.edu/4782926>.
30
Πλάτων, Νόμοι, 8.44. Πρβλ. Plato, The Laws, translated by G. Burges, London 1852, σσ. 339-340, και Plato in Twelve
Volumes, vols. 10 & 11 translated by R.G. Bury. Cambridge, MA, Harvard University Press; London, William Heinemann Ltd.
1967 & 1968, 8.44a-c.
31 844b. «ἀυδρία δὲ εἴ τισι τόποις σύμφυτος ἐκ γῆς τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα ἀποστέγει νάματα, καὶ ἐλλείπει τῶν ἀναγκαίων πωμάτων».
32 Βλ. Το λήμμα «ἀγρονόμος» στο λεξικό Middle Liddel («a magistrate who had the care of the police, streets, and public
buildings at Athens, Is.1.15, D.24.112, Arist.Ath. 50.1, SIG313.17, Com.Adesp.25aD.»).
33 Τον όρο «αστυνομία» χρησιμοποιεί και ο Αριστοτέλης κατά την περιγραφή των δημοσίων αξιωμάτων: «σχεδὸν γὰρ
ἀναγκαῖον πάσαις ταῖς πόλεσι τὰ μὲν ὠνεῖσθαι τὰ δὲ πωλεῖν πρὸς τὴν ἀλλήλων ἀναγκαίαν χρείαν, καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶν ὑπογυι
ότατον πρὸς αὐτάρκειαν, δι᾽ ἣν δοκοῦσιν εἰς μίαν πολιτείαν συνελθεῖν. ἑτέρα δὲ ἐπιμέλεια ταύτης ἐχομένη καὶ σύνεγγυς ἡ
τῶν περὶ τὸ ἄστυ δημοσίων καὶ ἰδίων, ὅπως εὐκοσμία ᾖ, καὶ τῶν πιπτόντων οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν σωτηρία καὶ διόρ
θωσις, καὶ τῶν ὁρίων τῶν πρὸς ἀλλήλους, ὅπως ἀνεγκλήτως ἔχωσιν, καὶ ὅσα τούτοις ἄλλα τῆς ἐπιμελείας ὁμοιότροπα. κα
λοῦσι δ᾽ ἀστυνομίαν οἱ πλεῖστοι τὴν τοιαύτην ἀρχήν» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, VI 1321b).
34 Για τον «αγρονόμο», βλ. πιο πάνω.
35 Δημοσθένης, 55.1-20, ειδικώς 55.19: «τάχ᾽ ἂν ἠδίκουν ἐγὼ μὴ δεχόμενος, ὥσπερ ἀν᾽ ἕτερ᾽ ἄττα τῶν χωρίων εἰσὶν
ὁμολογούμεναι χαράδραι: καὶ ταύταις δέχονται μὲν οἱ πρῶτοι, καθάπερ τοὺς ἐκ τῶν οἰκιῶν χειμάρρους, παρὰ τούτων δ᾽
ἕτεροι παραλαμβάνουσιν ὡσαύτως: ταύτῃ δ᾽ οὔτε παραδίδωσιν οὐδεὶς οὔτε παρ᾽ ἐμοῦ παραλαμβάνει..». Πρβλ. Nikolaos
Papazarkadas, Sacred and Public Land in Ancient Athens, Oxford University Press, 2011, σσ. 219-220.
36 Travlos, Pictorial Dictionary, σ. 289.
37 Αυτό συνάγεται από τη φράση που ακολουθεί: «δύο ή τρία στάδια πιο κάτω, εκεί που περνάμε το ποτάμι για να πάμε
στο ιερό της Άγρας». Επίσης συνάγεται από το ότι στο κείμενο δεν αναφέρεται διάβαση του ποταμού ούτε γέφυρα. Τέλος,
δεν αναφέρεται το νησάκι που υπήρχε μεταξύ του Σταδίου και του Ολυμπιείου. Βλ. W. M. Leake, Topography of Athens with
some remarks on its antiquities, London 1832, σ. 115.
38 Plat. Phaedrus 228e κ.ε. Η απόδοση στη νεοελληνική έγινε από τον γράφοντα.
39 Για την ανασκαφική εικόνα στην περιοχή βλ. συνοπτικά Travlos, Pictorial Dictionary, σσ. 289-290.
40 Leake, Topography, σ. 96.
41 Leake, Topography, σ. 51.
42 Επιγραφή IG I3 257. Το κατονομαζόμενο στην επιγραφή τέμενος του Ηρακλή ήταν ίσως το ιερό του Παγκράτη, στο ση
μείο συνάντησης της Λεωφόρου B. Γεωργίου B΄ με τη Λεωφόρο B. Kωνσταντίνου, περί του οποίου βλ. στην ιστοσελίδα της
εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας <http://www.archetai.gr/site/content.php?artid=31>.
43 Εκτός από ποίηση, ο εν λόγω Καλλίμαχος έγραψε μία σειρά πραγματειών σε πεζό λόγο (όλες χαμένες), όπως Περί αγώ
νων, Περί ανέμων, ιστορικών παραδόξων συναγωγή κ.λπ. Neil Hopkinson (ανθολ.), Ανθολογία ελληνιστικής ποίησης, Μεταίχ
μιο, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 103 κ.ε.
44 Στράβων, Γεωγραφικά, 9, 1.19: «εἰσὶ μὲν νῦν αἱ πηγαὶ καθαροῦ καὶ ποτίμου ὕδατος, ὥς φασιν, ἐκτὸς τῶν Διοχάρους
καλουμένων πυλῶν πλησίον τοῦ Λυκείου». Κυρίως, για την πορεία του Ηριδανού βλ. A. J. Ammerman, «The Eridanos valley
and the Athenian Agora», American Journal of Archaeology 100 (1996), σσ. 699-715, όπου απεικονίζεται τεκμηριωμένα
και η πολυπλοκότητα του θέματος. Βλ. επίσης την ενδιαφέρουσα εν τω γεννάσθαι σύγχρονη προφορική παράδοση για
την υπόγεια πορεία του Ηριδανού, σε συσχετισμό με τη σύγχρονη πολεοδομική πραγματικότητα: <http://pisostapalia.
blogspot.gr/2014/03/blog-post_26.html>, <http://www.myrtis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=276&
Itemid=334&lang=el>, <http://eridanos-river.blogspot.gr/2008/09/blog-post.html> (επίσκεψη 19.4.2014).
45 Στράβων, Γεωγραφικά, 9, 1.19.
46 Αθήναιος, Δειπνοσοφιστής, τ. 13, 24.
47 Διετέλεσε γενικός διευθυντής των Μεταλλείων Λαυρίου. Βλ. εκτενή βιογραφία του στο Μέγα Βιογραφικόν Λεξικόν Βο
βολίνη, τ. Β΄, σ. 44 κ.ε.
48 Κορδέλλας, ό.π., σ. 61.
49 Αυτόθι.
50 Shawna Leigh, «A survey of the Early Roman Hydraulics in Athens», Water Use and Hydraulics in the Roman City, ed. Ann
Koloski-Ostrow (Dubuque, IA, 2001), σ. 65.
51 Στράβων, Γεωγραφικά, 9.1.24: «Ποταμοὶ δ᾽ εἰσὶν ὁ μὲν Κηφισσὸς ἐκ Τρινεμέων τὰς ἀρχὰς ἔχων ῥέων δὲ διὰ τοῦ πεδί
ου, ἐφ᾽ οὗ καὶ ἡ Γέφυρα καὶ οἱ γεφυρισμοί, διὰ δὲ τῶν σκελῶν τῶν ἀπὸ τοῦ ἄστεος εἰς τὸν Πειραιᾶ καθηκόντων ἐκδίδω
σιν εἰς τὸ Φαληρικόν, χειμαρρώδης τὸ πλέον, θέρους δὲ μειοῦται τελέως». Οι Τρινεμείς πηγές ήταν το σημερινό Φασίδερι.
Οι «γεφυρισμοί» ήταν σκωπτικά σχόλια σε βάρος του ταξιδιώτη, τα οποία εκτοξεύονταν στη Γέφυρα. Η Γέφυρα πρέπει να
συνδεθεί με τον αττικό δήμο των Γεφυραίων. Γι’ αυτούς βλ. Trail, The Political Organization, σσ. 86-87, 92 και 115 («Γεφυ
ρεῖς, δῆμος Ἀττικὸς […] εὕρηται ἀπὸ τοῦ ἔχειν γέφυραν, δι’ ἧς ἐπὶ Ἐλευσῖνᾳ κάτεισιν οἱ μύσται»).
52 «ἔστι δὲ τοιοῦτος μᾶλλον ὁ Ἰλισσός, ἐκ θατέρου μέρους τοῦ ἄστεος ῥέων εἰς τὴν αὐτὴν παραλίαν ἐκ τῶν ὑπὲρ τῆς
Ἄγρας καὶ τοῦ Λυκείου μερῶν καὶ τῆς πηγῆς ἣν ὕμνηκεν ἐν Φαίδρῳ Πλάτων».
53 [1.19.5] «ποταμοὶ δὲ Ἀθηναίοις ῥέουσιν Ἰλισός τε καὶ Ἠριδανῷ τῷ Κελτικῷ κατὰ τὰ αὐτὰ ὄνομα ἔχων, ἐκδιδοὺς ἐς τὸν
Ἰλισόν. ὁ δὲ Ἰλισός ἐστιν οὗτος, ἔνθα παίζουσαν Ὠρείθυιαν ὑπὸ ἀνέμου Βορέου φασὶν ἁρπασθῆναι: καὶ συνοικεῖν Ὠρειθυίᾳ
Βορέαν καί σφισι διὰ τὸ κῆδος ἀμύναντα τῶν τριήρων τῶν βαρβαρικῶν ἀπολέσαι τὰς πολλάς. ἐθέλουσι δὲ Ἀθηναῖοι καὶ
ἄλλων θεῶν ἱερὸν εἶναι τὸν Ἰλισόν, καὶ Μουσῶν βωμὸς ἐπ᾽ αὐτῷ ἐστιν Ἰλισιάδων: δείκνυται δὲ καὶ ἔνθα Πελοποννήσιοι Κό
δρον τὸν Μελάνθου βασιλεύοντα Ἀθηναίων κτείνουσι».
54 [1.19.6] «διαβᾶσι δὲ τὸν Ἰλισὸν χωρίον Ἄγραι καλούμενον καὶ ναὸς Ἀγροτέρας ἐστὶν Ἀρτέμιδος: ἐνταῦθα
Ἄρτεμιν πρῶτον θηρεῦσαι λέγουσιν ἐλθοῦσαν ἐκ Δήλου, καὶ τὸ ἄγαλμα διὰ τοῦτο ἔχει τόξον. τὸ δὲ ἀκούσασι μὲν οὐχ ὁμοί
ως ἐπαγωγόν, θαῦμα δ᾽ ἰδοῦσι, στάδιόν ἐστι λευκοῦ λίθου. μέγεθος δὲ αὐτοῦ τῇδε ἄν τις μάλιστα τεκμαίροιτο: ἄνωθεν
ὄρος ὑπὲρ τὸν Ἰλισὸν ἀρχόμενον ἐκ μηνοειδοῦς καθήκει τοῦ ποταμοῦ πρὸς τὴν ὄχθην εὐθύ τε καὶ διπλοῦν. τοῦτο ἀνὴρ
Ἀθηναῖος Ἡρώδης ᾠκοδόμησε, καί οἱ τὸ πολὺ τῆς λιθοτομίας τῆς Πεντελῆσιν ἐς τὴν οἰκοδομὴν ἀνηλώθη».
55 Ael. Ar. Orat. 13 101. «... ἔτι τοίνυν ἀενάων ποταμῶν ῥεύματα ἄλυπα καὶ πηγὰς ἀφθόνους καὶ καρπῶν ἁπάντων φορὰν,
ὧν ὁ πάντων ἡμερώτατος ἐνταῦθα τῶν πανταχοῦ κάλλιστος περιφανῶς».
56 Θουκυδίδης, 2.15.5 «καὶ τῇ κρήνῃ τῇ νῦν μὲν τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι
φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ, ἐκεῖνοί τε ἐγγὺς οὔσῃ τὰ πλείστου ἄξια ἐχρῶντο, καὶ νῦν ἔτι ἀπὸ τοῦ
ἀρχαίου πρό τε γαμικῶν καὶ ἐς ἄλλα τῶν ἱερῶν νομίζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι» [για το γάμο και για άλλους ιερούς σκοπούς].
57 Κορδέλλας, σ. 63.
58 Ηρόδοτος, 6.137.3.
59 Θουκυδίδης 2.52.2.
60 Αυτόθι, 2.48.2 «τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι
φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι».
61 Μ. Dillon, «The importance of the water supply at Athens: The role of the epimeletes ton krenon», Hermes : Zeitsch. Für
klassische Philologie - 124 Periodical, σ. 195.
62 Η. Α. Thompson & R. E. Wycherley, The Agora of Athens: The History, Shape and Uses of an Ancient City Center, American
School of Classical Studies in Athens, 1972, no 20 199, n31. Η. Thompson, «Activities in the Athenian Agora», Hesperia 1953,
σ. 32. του ιδίου, «Activities in the Athenian Agora», Hesperia 1956, σσ. 49-50. του ιδίου, «Activities in the Athenian Agora»,
Hesperia 1960, σσ. 347-348. Πρβλ. Owens, ό.π. Βλ. και πιο κάτω για το Πεισιστράτειο υδραγωγείο.
63 F. B. Tarbell, «Architecture on Attic Vases», American Journal of Archaeology, Vol. 14, no. 4 (Oct.-Dec. 1910), σσ. 429-430.
64 Dillon, ό.π., σ. 195. Ann Steiner, «The Alkmene Hydrias and Vase Painting in Late-Sixth-Century Athens», Hesperia, vol.
73, no. 3 (Jul.-Sept. 2004), σσ. 457-459.
65 Ισοκράτης, Περί αντιδόσεων, 15.287.
66 Στράβων, Γεωγραφικά, 9, 1.19.
67 Παυσανίας, 1. 14.1.
68 Αριστοτέλης, Πολιτικά, ΙΙΙ, 1330b.
69 Mabel Lang, Waterworks in the Athenian Agora, σσ. 4-12.
70 http://www.meteoclub.gr/themata/egkyklopaideia/4900-klimatika-dedomena-thisiou-meros-b
71 http://www.meteoclub.gr/themata/egkyklopaideia/4900-klimatika-dedomena-thisiou-meros-b
72 D. Koutsoyiannis, N. Zarkadoulas, A. N. Angelakis, and G. Tchobanoglous, «Urban Water Management in Ancient Greece:
Legacies and Lessons», Journal of Water Resources Planning and Management, January-February 2008, σ. 50.
73 Π. Καλλιγάς, Ύδρευσις και εξυγιαντικά έργα των Αθηνών, Αθήναι 1906, σ. 7.
74 Πλούταρχος, Σύλλας, 14
75 Παυσανίας, 21.4.
76 Travlos, ό.π., σ. 72. Βρέθηκε μυκηναϊκή κεραμική του 13ου αι. π.Χ.
77 H. Thompson, «Activities in the Athenian Agora 1957», Hesperia 27, 1958, σ. 148.
78 H. Thompson, «Activities in the Athenian Agora 1958», Hesperia 28, 1959, σσ. 91-108.
79 Σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή του Αριστοφάνη. Βλ. Pausaniae descriptio arcis Athenarum in usum scholarum,
editit Otto Iahn, Bonnae 1860, σ. 31.
80 Travlos, ό.π., σ. 323.
81 Δ. Σκουζές – Α. Γέροντας, Το χρονικό της υδρεύσεως των Αθηνών, Αθήναι 1963, σ. 17.
82 Το όνομα Νύμφης των νερών.
83 Hesychii Alexandrini Lexicon. Ed. minorem, curavit Mauricius Schmidt, Ienae 1863, σ. 880.
84 Leigh, ό.π., σσ. 74-75.
85 Κορδέλλας, ό.π. σ. 69. Η γνώμη του Κορδέλλα ότι τα νερά της Κλεψύδρας προέρχονταν από διήθηση των ομβρίων, και
όχι από αληθινή πηγή, δεν φαίνεται να ισχύει.
86 Plato, Lysis. Platonis Dialogi Quattuor, Berolini 1837.
87 Plin. Nat. 2.106.
88 Παυσανίας, 1.21.4.
89 Κατά Λεωκράτους, 1.112.
90 Αυτόθι. Για το ιερό βλ. J. D. Mikalson, Religion in Hellenistic Athens, University of California Press, 1998, σ. 33.
91 Eran Lupu, «Sacrifice at the Amphiareion and a Fragmentary Sacred Law from Oropos», Hesperia, vol. 72, no. 3 (Jul.-Sept.,
2003), σ. 339.
92 Α. Ν. Γούδας, Έρευναι περί ιατρικής χωρογραφίας και κλίματος Αθηνών, εν Αθήναις 1858, σ. 20.
93 E. J. Owens, «The Enneakrounos Fountain-House», The Journal of Hellenic Studies, vol. 102, (1982), σσ. 222-225. Το κεί
μενο που ακολουθεί βασίζεται στην προβληματική και την τεκμηρίωση αυτού του άρθρου.
94 Ps. Pl. Axiochos 364.2, b, d. Το Κυνόσαργες ήταν γυμναστήριο στη νότια όχθη του Ιλισού, κοντά στην πηγή της Καλλιρ
ρόης (Travlos, Pictorial Dictionary, σ. 340), το οποίο τον 6o αιώνα π.Χ. δεχόταν και νόθους νέους. Εκεί φοίτησε ο Θεμιστοκλής και κατά το μύθο ο Ηρακλής: «διὸτι καὶ τῶν νόθων εἰς Κυνόσαργες συντελούντων –τοῦτο δ’ ἐστὶν ἔξω πυλῶν γυμνά
σιον Ἡρακλέους, ἐπεὶ κἀκεῖνος οὐκ ἦν γνήσιος ἐν θεοῖς, ἀλλ’ ἐνείχετο νοθείᾳ διὰ τὴν μητέρα θνητὴν οὖσαν– ἔπειθέ τινας ὁ
Θεμιστοκλῆς τῶν εὖ γεγονότων νεανίσκων καταβαίνοντας εἰς τὸ Κυνόσαργες ἀλείφεσθαι μετ’ αὐτοῦ. Καὶ τούτου γενομέ
νου δοκεῖ πανούργως τὸν τῶν νόθων καὶ γνησίων διορισμὸν ἀνελεῖν» (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής 1.2).
95 Μετάφρ. Γ. Δ. Μάνεση, εκδ. οίκος Γ. Δ. Φέξη.
96 «Εἰ δέ μοι καὶ τῆς τῶν ποιητῶν ἐξουσίας μετῆν, ἔδειξα ἂν σοι καὶ τὸν Ἰλισσὸν τοῦτον δεκρύοντα, ἔχρωσα δ’ ἂν καὶ κα
τηφεῖ χρώματι τὰ καλὰ Καλλιρρόης νάματα». Philostratorum et Callistrati Opera. Recognovit A. Westermann. Eunapii vitæ
Sophistarum, iterum edidit Jo. Fr. Boissonade Himerii Sophistae declamationes, Parisiis, 1849, σ. 25.
97 Παυσανίας, 1.14.1.
98 Thompson, Hesperia 1953, ό.π..
99 Alk. epist. iii.13.1, ii.22.1 iii 13.2.
100 Owens, «The Enneakrounos Fountain-House», ό.π.
101 Thompson, Hesperia 1956, σσ. 52-54.
102 Owens, «The Enneakrounos Fountain-House», ό.π.
103 Ψευδο-Δικαίαρχος, FHG II, σ. 258.
104 Ammerman, ό.π., σ. 714.
105 Η. Thompson, «Excavations in the Ancient Agora 1952», Hesperia 1953, σσ. 33-34. Του ίδιου, «Activities in the Athenian
Agora: 1958», Hesperia 1959, σσ. 96-98.
106 T. P. Tassios, «Water supply of ancient Greek cities», in Water Science & Technology: Water Supply, vol. 7, no. 1 Q IWA
Publishing 2007, σσ. 165-172. D. Koutsoyiannis, N. Zarkadoulas, A. Angelakis, and G. Tchobanoglous, ό.π., σ. 49.
107 Lang, Waterworks, σσ. 12-15.
108 Leigh, ό.π., σ. 67.
109 E. Chiotis, «Water Supply and Drainage Works in the Agora of Ancient Athens», in: A. Giannikouri, The Agora in the
Mediterranean from Homeric to Roman Times, Athens 2011, σσ. 165-180. Βλ. και D. E. Chiotis, G. P Marinos, «Geological
Aspects on the Sustainability of Ancient Aqueducts of Athens», Bulletin of the Geological Society of Greece, vol. XLVI (2012),
σσ. 16-38.
110 John McKesson Camp, «Excavations in the Athenian Agora: 2002-2007», Hesperia, Vol. 76, no. 4 (Oct.-Dec., 2007), σ.
640.
111 Leigh, ό.π., σ. 68. Αναφέρεται σε μελέτη του διαπρεπούς αρχαιολόγου Eugene Vanderpool (1906-1989), ενός από
τους σημαντικότερους ερευνητές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. E. Vanderpool, «The Acharnian
Aqueduct», Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, Αθήνα 1965, σσ. 166-175.
112 Chiotis & Marinos, ό.π.
113 Vitruvius, De architectura, 8.3.6. Πρβλ. Leigh, ό.π., σ. 65. Η ουρολιθίαση προκαλεί ουρική αρθρίτιδα (ποδάγρα).
114 Leigh, ό.π., σ. 68.
115 Dillon, ό.π., σσ. 196-197.
116 «Τίς δ’ ἐστὶν ὁ μετὰ ταῦτα φροντίζων; Μέτων ὁ Λευκονοιεύς. οἶδα, ὁ τὰς κρήνας ἄγων».
117 Πρόκειται για το «Μετωνικό κύκλο». Ο Μέτων ανακάλυψε ότι 235 σεληνιακοί μήνες ισούνται με 19 ηλιακά έτη.
118 Scholia graeca in Aristophanem, (Τῶν Ἀριστοφάνους κωμωδίας ἔνδεκα σχολίων παλαιῶν συναγωγή), επιμ. Fr. Dubner,
Παρίσι 1841, σ. 233.
119 Αθηναίων Πολιτεία, 43.1: «τὰς δ’ ἀρχὰς τὰς περὶ τὴν ἐγκύκλιον διοίκησιν ἁπάσας ποιοῦσι κληρωτάς, πλὴν ταμίου στρα
τιωτικῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῶν θεωρικῶν καὶ τοῦ τῶν κρηνῶν ἐπιμελητοῦ. ταῦτας δὲ χειροτονοῦσιν, καὶ οἱ χειροτονηθέντες
ἄρχουσιν ἐκ Παναθηναίων εἰς Παναθήναια. χειροτονοῦσι δὲ καὶ τὰς πρὸς τὸν πόλεμον ἁπάσας».
120 Dillon, ό.π., σ. 192.
121 Αριστοτέλης, Πολιτικά, VI 1321b.
122 Πλάτων, Νόμοι, 761a-c: «… ὁδῶν τε ἐπιμελουμένους ὅπως ὡς ἡμερώταται ἕκασται γίγνωνται, καὶ τῶν ἐκ Διὸς ὑδάτων,
ἵνα τὴν χώραν μὴ κακουργῇ, μᾶλλον δ᾽ ὠφελῇ ῥέοντα ἐκ τῶν ὑψηλῶν εἰς τὰς ἐν τοῖς ὄρεσι νάπας ὅσαι κοῖλαι, τὰς ἐκροὰς
αὐτῶν εἴργοντας οἰκοδομήμασί τε καὶ ταφρεύμασιν, ὅπως ἂν τὰ παρὰ τοῦ Διὸς ὕδατα καταδεχόμεναι καὶ πίνουσαι, τοῖς
ὑποκάτωθεν ἀγροῖς τε καὶ τόποις πᾶσιν νάματα καὶ κρήνας ποιοῦσαι, καὶ τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ
εὐύδρους ἀπεργάζωνται: τά τε πηγαῖα ὕδατα, ἐάντε τὶς ποταμὸς ἐάντε καὶ κρήνη ᾖ, κοσμοῦντες φυτεύμασί τε καὶ οἰκοδο
μήμασιν εὐπρεπέστερα, καὶ συνάγοντες μεταλλείαις νάματα, πάντα ἄφθονα ποιῶσιν, ὑδρείαις τε καθ᾽ ἑκάστας τὰς ὥρας,
εἴ τί που ἄλσος ἢ τέμενος περὶ ταῦτα ἀφειμένον ᾖ, τὰ ῥεύματα ἀφιέντες εἰς αὐτὰ τὰ τῶν θεῶν ἱερά, κοσμῶσι».
123 Πρβλ. Ηλίας Αρναούτογλου, ό.π., ο οποίος με διαφορετικό σκεπτικό καταλήγει σε ανάλογο συμπέρασμα: «Παρ’ όλα
αυτά δεν είμαι καθόλου βέβαιος εάν θα πρέπει να ταυτίσουμε τον ἐπιστάτη ὑδάτων που αναφέρει ο Πλούταρχος με τους
ἐπιμελητὰς κρηνῶν που γνωρίζουμε από την Ἀθηναίων Πολιτεία και τις επιγραφές».
124 Πλάτων, Κριτίας, 117a.
125 Αυτόθι, 117b.
126 B. Λεονάρδος, Αρχ. Εφ. 1889, 13-17, αρ. 28. Β. Χ. Πετράκος, Οι επιγραφές του Ωρωπού, Αθήνα 1997, σ. 295.
127 M. Walbank, «Regulations for an Athenian Festival», Studies in Attic Epigraphy, History and Topography; Presented to
Eugene Vanderpool, Hesperia Supplement XIX, σ. 181 (υπ. 36).
128 Dillon, ό.π., σσ. 192-193.
129 A. Angelakis, D. Koutsoyiannus, G. Tchobanoglous, «Urban Wastewater and Stormwater Technologies in Ancient
Greece», Water Research 39 (2005), σ. 217.
130 Ολυνθιακός 3, 29: «τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἃς ἐπισκευάζομεν, καὶ κρήνας».
131 Ιουλίου Πολυδεύκους, σ. 935. Πρβλ. Φωτίου του Πατριάρχου, Λέξεων Συναγωγή, ό.π., σ. 177: «Κρηνοφύλαξ: λέων
χαλκοῦς ἐπὶ κρήνης, δι’ οὗ τὸ ὕδωρ ἐφέρετο· ἦν δὲ καὶ ἀρχή τις Άθήνησιν».
132 Βλ. τη σχετική συζήτηση στο Harold Mattingly, The Athenian Empire Restored: Epigraphic and Historic Studies, University
of Michigan Press, 1996, σσ. 165, 195, 508. Πρβλ. Dillon, ό.π., σσ. 197-198.
133 Eugene Vanderpool, «Lex Sacra of the Attic Deme Phrearrhioi», Hesperia, vol. 39, no. 1 (Jan.-Mar., 1970), σσ. 47-53.
134 John S. Trail, «An Interpretation of Six Rock-Cut Inscriptions in the Attic Demes of Lamptrai», Hesperia Supplement XIX,
σ. 170.
135 Ε. Χ. Κακαβογιάννης – Σ. Σ. Κουρσούμης, «Εντοπισμός, καταγραφή και χαρτογράφηση των αρχαίων μεταλλευτικών
φρεάτων της Λαυρεωτικής», Αρχαιολογική Εφημερίς 152 (2013), σσ. 83-86.
136 Xenophon, De Vectig. 4, 23.
137 Papazarkadas, ό.π., σ. 19, υπ. 14.
138 Dillon, ό.π., σ. 198.
139 Papazarkadas, ό.π., σσ. 58-59.
140 Αυτόθι, σ. 147.
141 Leigh, ό.π., σσ. 77-78.
142 Κορδέλλας, ό.π., σσ. 79-81.
143 Leigh, ό.π.
144 Αυτόθι, σ. 78.
145 D. Koutsoyiannis, N. Zarkadoulas, A. N. Angelakis, and G. Tchobanoglous, ό.π., σ. 50.
146 Leigh, ό.π., σσ. 77.
147 H. B. Evans, Water Distribution in Ancient Rome: The Evidence of Frontinus, University of Michigan Press, 1997, σ. 15.
148 A. Slade, Records of Travels in Turkey, Greece etc. and of a Cruise in the Black Sea with the Capitan Pasha in the Years
1829, 1830, and 1831, vol. 2, London 1833, σ. 96.
149 F.-R. de Chateaubriand, Το ταξίδι στην Ελλάδα, (μετάφραση Α. Καραντώνης), Αθήνα 2010, σσ. 197-198.
ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΥΔΑΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ 2014
τέχνες
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΑΤΤΙΚΗ


