Ο Φαίδρος είναι διάλογος του Πλάτωνα που διαδραματίζεται σε ένα σημείο της όχθης του Ιλισού, κάτω από ένα πανύψηλο πλατάνι, όπου φέρεται ο Σωκράτης να συζητεί με τον νεαρό μαθητή του Φαίδρο, σχετικά με τον έρωτα και τη ρητορική, παίρνοντας αφορμή από ένα λόγο που είχε απαγγείλει λίγο προηγουμένως ο ρήτορας Λυσίας στον Φαίδρο.[1] Γράφτηκε κατά την περίοδο της ωριμότητας (μέση χρονική περίοδος 386 - 367 π.Χ.).[2] Το πρώτο μέρος του διαλόγου είναι αφιερωμένο στον έρωτα και το δεύτερο στη ρητορική.
KAI Η Μεταφυσική του έρωτος και του καλού κατά τον Φαίδρο
του Ιωάννου- Νικολάου Μπούσουλα
Κώδιξ βυζαντινής εποχής που αναγράφει του διαλόγους του Φαίδρου Η αρχή του Φαίδρου σ΄ ένα από τα σημαντικότερα χειρόγραφα του Πλάτωνα του Codex Clarkianus 39 στη Βιβλιοθήκη Μπόντλιαν (Bodleian Library) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. |
Φαίδρου τοῦ Πυθοκλέους, Μυῤῥινουσίου ἀνδρός
«Ώ αγαπητέ μου Πάνα και σεις οι άλλοι θεοί της περιοχής εδώ, βοηθείστε με να γίνω ωραίος μέσα μου, στην ψυχή μου. Και όσα εξαιρετικά χαρίσματα έχω, να είναι φιλικά με όσα έχω μέσα μου. Πλούσιο να νομίζω τον σοφό. Και τόσο χρυσάφι να έχω όσο να μην μπορεί να σηκώσει ή να μεταφέρει παρά μόνον ο σώφρων» Επίλογος [279]. - Απόδοση στη νεοελληνική- Το φτερωτό άρμα της ψυχής
Το ένα, λοιπόν, από τα δύο άλογα, αυτό που είναι στην καλύτερη θέση, έχει σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο, με μαύρα μάτια, είναι φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπάει την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά καθοδηγείται μόνο με λόγο και το παράγγελμα· το άλλο, πάλι, έχει στραβό σώμα, είναι παχύ, κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα και αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και τη αλαζονεία, είναι κουφό και έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα.
Όταν λοιπόν ο ηνίοχος δει το ερωτικό όραμα, και με τι αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο, επειδή και τότε -όπως και πάντα- συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον εαυτό του και δεν πηδά πάνω στον αγαπημένο· όμως το άλλο άλογο δεν δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε τρόπο το σύντροφό του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να θυμηθούν την ομορφιά των ηδονών.
Και βέβαια αυτοί στην αρχή αγανακτούν και αντιστέκονται καθώς νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουν φοβερά πράγματα· όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το κακό άλογο, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι εκείνο τους διατάζει. Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του του γυρίζει πίσω, στην πρωταρχκή φύση της ομορφιάς, και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει, συνοδευόμενη από τη σωφροσύνη, επάνω σ΄ ένα βάθρο αγνότητας. [253c-254b].
Όταν ο Φαίδρος βγήκε με τον Σωκράτη προς τον Ιλισσό, εκεί που ήτανε κάποιος βωμός του Βορέα τον ρωτάει πολύ χαρακτηριστικά: «Για πες μου, Σωκράτη, απ΄εδώ κάπου δεν λένε, πως άρπαξε ο Βορέας την Ωρείθυια; Εσύ πιστεύεις, πως είναι αληθινό αυτό το μυθολόγημα».
- Μα αν δε πίστευα, όπως οι σοφοί, δεν θα έκανα τίποτε το παράλογο· και θα σοφιζόμουνα και θα έλεγα, πως κάποιο δυνατό φύσημα του Βοριά, την ώρα που εκείνη έπαιζε με την Φαρμακεία, την έσπρωξε κατά τους βράχους εκεί κοντά, κι αφού πήγε από τέτοιο θάνατο, βγήκε ο λόγος, πως την άρπαξε ο Βορέας ή από τον Άρειο Πάγο, γιατί κι αυτό λέγεται, πως απ΄εκεί την πέρα την άρπαξε και όχι απ΄εδώ. Εγώ όμως, Φαίδρε, βρίσκω, πως αυτά τα πράγματα έχουνε βέβαια τη χάρη τους, αλλά χρειάζεται να είναι κανείς πολύ δυνατός σ΄ αυτά και να καταπονιέται πολύ και δεν είναι να τον καλοτυχάει κανείς, όχι βέβαια γι΄ άλλο τίποτε, παρά γιατί θα είναι αναγκασμένος έπειτα απ΄ αυτό να αποκαταστήσει με το νούν του και τη μορφή των Ιπποκενταύρων κι έπειτα τη μορφή της Χίμαιρας κι΄ ύστερα πλακώνουν πλήθος τέτοια, Γοργόνες και Πήγασοι κι άπειρα άλλα ανεξήγητα, τερατόμορφα όντα με τις αλλοκοτιές τους. Αν λοιπόν δεν δώσει κανείς πίστη σ΄ αυτά και κοιτάξει να συνταιριάζει το καθένα καταπώς φαίνεται να έγινε, θα χάσει πολύν καιρό, αφού θα έχει να κάμει με τόσο άξεστη σοφία. Κι εμένα δεν μου μένει καθόλου καιρός γι΄αυτά.[4]
- Οι τρεις μύθοι
Βορέας και Ωρείθυια. Πηγή: I.Θ. Κακριδής (κείμενα, επιμέλεια), Ελληνική Μυθολογία. Εκδοτική Αθηνών 1986, τ. 2, σ. 32 |
Βορέας και Ωρείθυια
Όταν ο Φαίδρος βγήκε με τον Σωκράτη προς τον Ιλισσό, εκεί που ήτανε κάποιος βωμός του Βορέα τον ρωτάει πολύ χαρακτηριστικά: «Για πες μου, Σωκράτη, απ΄εδώ κάπου δεν λένε, πως άρπαξε ο Βορέας την Ωρείθυια; Εσύ πιστεύεις, πως είναι αληθινό αυτό το μυθολόγημα».
Οι προαναφερόμενοι διάλογοι σύμφωνα με τον Πλάτωνα έλαβαν χώρα σε αυτόν τον Βράχο Το ιερό του θεού Πάνα που είναι είναι απλά μια βραχώδης προεξοχή με ένα μικρό φυσικό σπήλαιο και δύο κάθετα στοιχεία που κρέμονται από την αρχαιότητα, όπου ανιχνεύθηκε ένα αόριστο ανάγλυφο του Θεού Πάν το 1911 (εξ ου και η πεποίθηση ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στον Πάνα). Εντούτοις, ίσως ήταν το ιερό των Νυμφών και του Ποταμού Θεού Αχελώου, με μια πηγή κρύου νερού, πλατάνια και ιτιές, όπου, όπως γράφει ο Πλάτων, κάθισαν εκεί ο Σωκράτης και ο Φαίδρος κατά τη διάρκεια του φιλοσοφικού περιπάτου τους.
Ο μύθος των τζιτζικιών (τέττιξ )
...«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου». Φαίδων [60e].
Για να αναχαιτίσει ο Σωκράτης την επερχόμενη νύστα και αργίαν της διανοίας του συνομιλητή του, μέσα στην ενοχλητική πια ζέστη του θέρους, του προσφέρει ως «αναψυκτικό» αλλά και ως θεϊκή επιταγή το μύθο των τζιτζικιών, πείθοντας τον ότι, μιμούμενοι τα τζιτζίκια, επιτελούμε έργο που βρίσκεται κάτω από την προστασία των μουσών. [259b-259d].Λένε δηλαδή ότι τα τζιτζίκια ήταν -ένα καιρό- άνθρωποι, από εκείνους που έζησαν πριν γεννηθούν οι Μούσες· αργότερα όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και ακούστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το τραγούδι, μερικοί από τους παλιοκαιρίσιους εκείνους τόσο πολύ συναπάρθηκαν από το αναγάλλιασμα, που βάλθηκαν να τραγουδούν και αδιαφόρησαν για φαγητό και πιοτό, ώστε πέθαναν χωρίς να το καταλάβουνε ότι σωνότανε η ζωή τους.
Πέθαναν και μετά φάνηκε στο κόσμο η ράτσα των τζτζικιών - δικό τους βλάστημα - και οι Μούσες τους δώσανε αυτή τη χάρη: να μην έχουν στη ζωή τους ανάγκη από τροφή, αλλά να τραγουδούν από τη στιγμή που γεννήθηκαν χωρίς να τρων και να πίνουν ως την ώρα του θανάτου τους· τότε πάνε και βρίσκουν τις Μούσες και τους φέρνουν τα νέα: ποιος από τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο μας τις δοξάζει και ποιαν ξεχωριστά από τις εννιά.
Με όσα τους τους λένε, η Τερψιχόρη δείχνει μεγαλύτερη αγάπη σ΄ εκείνους που τη δοξάζουν με το χορό τους, η Ερατώ σ΄ όσους τη δοξάζουν με τους έρωτές τους και οι υπόλοιπες το ίδιο, ανάλογα με τη λατρεία που στην καθεμιά τους προσφέρουμε.
Τέλος στην πρωτότοκη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, τη δεύτερη έρχονται και τους λένε τα ονόματα εκείνων που περνούν τη ζωή τους δοσμένοι στη φιλοσοφία και δοξάζουν τη μουσική τέχνη, που βρίσκεται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία τους· και τότε αυτές, καθώς έχουν να κάνουν περισσότερο απ΄ τις άλλες Μούσες με στοχασμούς πάνω σ΄ ότι συμβαίνει στα ουράνια, πάνω στα θεϊκά και τα ανθρώπινα, αφήνουν ν΄ ακουστεί η πιο αρμονική μελωδία.[5]
Έχω ακουστά ότι στα μέρη της Ναύκρατης, στην Αίγυπτο, λατρεύουν ένα πανάρχαιο θεό του τόπου· κι έχει για ιερό πουλί το γνωστό με το όνομα Ίβις· τον θεό τον ίδιο τον λένε Θευθ. Κατά τα λεγόμενά τους λοιπόν, αυτός βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον λογαριασμό και την γεωμετρία και την αστρονομία κι ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τα ζάρια και τελευταία, αυτό που μας ενδιαφέρει: το αλφάβητο .
Σε ολόκληρη την Αίγυπτο τότε βασίλευε ο Θαμούς και είχε στο θρόνο του στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι Έλληνες την ξέρουν ως Θήβα Αιγυπτιακή και τον θεός της ως Άμμωνα. Πήγε λοιπό ο Θευθ και βρήκε αυτό τον βασιλιά και του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Τότε ο βασιλιάς τον ρώτησε σε τι μπορεί η καθεμιά τους να σταθεί χρήσιμη· κι ενόσω λοιπόν ο Θευθ τις εξηγούσε μια προς μια, ο Θαμούς, καθώς άλλα έβρισκε ωραία κι άλλα όχι, έψεγε τα δεύτερα και παίνευα τα πρώτα. Έτσι λένε ο Θαμούς έλεγε το τι σκεφτόταν για τη καθεμιά τέχνη στο Θευθ, παινέματα και κατηγόριες, κρίσεις ένα σωρό, που καιρός τώρα να τις αναφέρουμε όλες!
Όταν τέλος η συζήτηση έφθασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στην μνήμη· μνημονικό και μόρφωση έχουν βρει το φάρμακο τους!». Όμως ο βασιλιάς του είπε: «Θευθ, αξεπέραστε στις εφευρέσεις· άλλοι είναι ικανοί να γεννήσουν μια τέχνη κι άλλοι να κρίνουν πόση ωφέλεια ή ζημιά φέρνει η τέχνη αυτή σ΄ όσους θα την χρησιμοποιήσουν.
- Το τζιτζίκι συμπεριφέρεται σαν αθάνατο αφού μπορεί το αυγό του να μείνει μέσα στην γη πολλά χρόνια αν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για να επωασθείι. Φαινομενική αφάνεια.To τζιτζίκι είναι πλακουτσό, έχει μήκος 2-5 εκατοστά, έχει 5 μάτια, 2 κανονικά και 3 μικρότερα, τα φτερά του είναι από διάφανη μεμβράνη και τα πόδια του λεπτά και μακριά. Συνήθως το χρώμα του είναι μαύρο. Τρέφεται με το χυμό των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια προβοσκίδα που μοιάζει με έμβολο. Η θηλυκιά γεννάει τα αβγά της τον Ιούλιο-Αύγουστο και τα βάζει σε τρύπες που κάνει σε μαλακούς βλαστούς. Από τα αβγά βγαίνουν προνύμφες στο τέλος του καλοκαιριού, κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες και μένουν εκεί θαμμένες, 4-17 χρόνια! Κάποια στιγμή μετατρέπονται σε πραγματικές νύμφες, σκίζουν το δέρμα τους, από μέσα βγαίνει ένα κανονικό τζιτζίκι που ανεβαίνει στα δέντρα και αρχίζει το τραγούδι του.
Ο Θεούθ ανακαλύπτει το αλφάβητο
Η μακρόσυρτη φιλοσοφική συζήτηση του Φαίδρου πλησιάζει προς το τέλος της. Όπως όλες οι συζητήσεις του Σωκράτη, όχημα της είχε τον προφορικό λόγο, που διακόπηκε μόνο όταν ο Φαίδρος διάβασε γραμμένο λόγο του Λυσία για τον έρωτα, το περιεχόμενο του οποίου ανέτρεψε ο Σωκράτης. Μάλιστα έτσι αποδείχθηκε ότι ο προφορικός λόγος είναι αποτελεσματικότερος από τον γραπτό και προώθησε σημαντικά την έρευνα του θέματος που τους απασχολούσε και ο Σωκράτης αδράχνει την ευκαιρία να εκθέσει την ανωτερότητα του αυτή επινοώντας ένα μύθο με εξωτική χροιά, μια και η συζήτηση του Θευθ με τον Θαμού γίνεται στην απόμακρη και σχεδόν μυθική για τους αρχαίους μυστηριώδη Αρχαία Αίγυπτο.Έχω ακουστά ότι στα μέρη της Ναύκρατης, στην Αίγυπτο, λατρεύουν ένα πανάρχαιο θεό του τόπου· κι έχει για ιερό πουλί το γνωστό με το όνομα Ίβις· τον θεό τον ίδιο τον λένε Θευθ. Κατά τα λεγόμενά τους λοιπόν, αυτός βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον λογαριασμό και την γεωμετρία και την αστρονομία κι ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τα ζάρια και τελευταία, αυτό που μας ενδιαφέρει: το αλφάβητο .
Σε ολόκληρη την Αίγυπτο τότε βασίλευε ο Θαμούς και είχε στο θρόνο του στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι Έλληνες την ξέρουν ως Θήβα Αιγυπτιακή και τον θεός της ως Άμμωνα. Πήγε λοιπό ο Θευθ και βρήκε αυτό τον βασιλιά και του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Τότε ο βασιλιάς τον ρώτησε σε τι μπορεί η καθεμιά τους να σταθεί χρήσιμη· κι ενόσω λοιπόν ο Θευθ τις εξηγούσε μια προς μια, ο Θαμούς, καθώς άλλα έβρισκε ωραία κι άλλα όχι, έψεγε τα δεύτερα και παίνευα τα πρώτα. Έτσι λένε ο Θαμούς έλεγε το τι σκεφτόταν για τη καθεμιά τέχνη στο Θευθ, παινέματα και κατηγόριες, κρίσεις ένα σωρό, που καιρός τώρα να τις αναφέρουμε όλες!
Όταν τέλος η συζήτηση έφθασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στην μνήμη· μνημονικό και μόρφωση έχουν βρει το φάρμακο τους!». Όμως ο βασιλιάς του είπε: «Θευθ, αξεπέραστε στις εφευρέσεις· άλλοι είναι ικανοί να γεννήσουν μια τέχνη κι άλλοι να κρίνουν πόση ωφέλεια ή ζημιά φέρνει η τέχνη αυτή σ΄ όσους θα την χρησιμοποιήσουν.
Δες τώρα, είπες κι εσύ, από αγάπη, σαν πατέρας των γραμμάτων, το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που μπορούν να δώσουν. Γιατί αυτή σου η εφεύρεση θα φέρει χαλάρωμα στο μνημονικό εκείνων που θα τη μάθουν γιατί θα αδιαφορήσουν για την εξάσκησή του· περνά από το νου σου ότι, με το να βασανίζονται στα γράμματα, το μυαλό τους θα ανιστορεί τα όσα έμαθε με τη βοήθεια κάποιου που έρχεται από έξω, με ξένα σημάδια κι όχι από μέσα τους, από τη δύναμη του δικού τους μνημονικού· που πάει να πει ότι το φάρμακο που βρήκε δεν είναι για το μνημονικό, είναι για την υπόμνηση. Αυτό που με τη βοήθειά σου θ΄ αποχτήσουν οι μαθητές είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου κι όχι η αληθινή· γιατί συσσωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροί τους δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».[274c-275b].[6]
Σωκράτης
Φίλε Φαίδρε, πού πηγαίνεις και πόθεν έρχεσαι;
Φαίδρος
Έρχομαι, Σωκράτη, από του Λυσίου (9), του υιού του Κεφάλου· πηγαίνω
δε να περιπατήσω έξω του τείχους της πόλεως· διότι πολλάς ώρας
επέρασα εκεί καθήμενος από το πρωί· ακολουθών δε το παράγγελμα του
Ακουμενού (10), του κοινού μας φίλου, κάμνω τους περιπάτους μου εις
τας οδούς· διότι διισχυρίζεται ότι είναι πλέον ξεκουραστικοί οι
περίπατοι εις τας οδούς παρά εις τους τόπους όπου τρέχουν οι νέοι (11).
Σωκράτης
Έχει δίκαιον, φίλε μου. Αλλ' ο Λυσίας ευρίσκετο καθώς φαίνεται εις
την πόλιν (12).
Φαίδρος
Ναι, κοντά 'ς τον Επικράτη (133), εις τούτο εδώ το σπίτι του
Μορύχου (14), το πλησίον του ναού του Ολυμπίου Διός.
Σωκράτης
Ποίον λοιπόν θέμα σας απησχόλησε; ή δίχως άλλο ο Λυσίας σας
εφιλοδώρει λόγους;
Φαίδρος
Θα το μάθης, εάν είσαι εύκαιρος να προχωρούμεν και να μ' ακούης.
Σωκράτης
Διατί τάχα μου λέγεις τούτο; Δεν με νομίζεις ότι θα θεωρήσω, ίνα
είπω κατά Πίνδαρον, &πράγμα και ασχολίας υπέρτερον& (15) το ν'
ακούσω το θέμα εις το οποίον συ και ο Λυσίας διετρίψατε (16).
Φαίδρος
Εμπρός λοιπόν.
Σωκράτης
Δύνασαι ν' αρχίσης τον λόγον.
Φαίδρος
Και μα την αλήθειαν, Σωκράτη, αποβλέπει εις σε το άκουσμα· διότι
ακριβώς ο λόγος, ο οποίος μας απησχόλησε δεν γνωρίζω κατά ποίαν
σύμπτωσιν ήτον ερωτικός (17). Έχει γράψει δηλαδή ο Λυσίας αυτό
τούτο ακριβώς το παιγνιώδες, ότι ωραίος τις νέος προκαλούμενος υπό
τινος μη αγαπώντος αυτόν πρέπει, λέγει, να ευνοήση μάλλον τούτον
παρά τον αγαπώντα.
Σωκράτης
Ω τον έξοχον! Ομοίως ηδύνατο να γράψη ότι πρέπει να προτιμά κανείς
την πτωχείαν παρά τον πλούτον, τα γηρατεία παρά την νεότητα και
όλας τας άλλας δυσμενείας αι οποίαι ανήκουν και εις εμέ και εις
τους πολλούς εξ ημών· αληθώς αυτά θα τα έλεγεν άνθρωπος
φιλοφρονητικός και θέλων να ωφελήση τον λαόν (18). Τόσον πολύ
λοιπόν εγώ τουλάχιστον έχω επιθυμήσει ν' ακούσω τον λόγον, ώστε,
εάν κάμης τον περίπατόν σου πεζή εις τα Μέγαρα, και κατά την
μέθοδον του Ηροδίκου (19), άμα επανέλθης εις το τείχος των Αθηνών,
πάλιν αρχίσης την πορείαν, εγώ δεν θα σε αφήσω καθόλου.
Φαίδρος
Τι λέγεις, καλέ Σωκράτη; νομίζεις, όσα συνέθηκεν ο Λυσίας,
δεινότατος συγγραφεύς μεταξύ των συγχρόνων, εις μακρόν διάστημα και
με πολλήν άνεσιν, ότι εγώ ο άπειρος είμαι ικανός ν' απομνημονεύσω
επαξίως εκείνου; Είμαι πολύ μακράν αν και θα ήθελα βεβαίως να είχα
μάλλον αυτό το προσόν ή πολλά χρήματα.
Σωκράτης
Ω Φαίδρε, εάν εγώ τον Φαίδρον δεν γνωρίζω τότε και τον εαυτόν μου
έχω λησμονήσει. Αλλά βεβαίως τίποτε από αυτά τα δύο δεν συμβαίνει.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι εκείνος ακούων λόγον του Λυσίου δεν τον
ήκουσε μόνον μίαν φοράν, αλλ' επαναλαμβάνων πολλάς φοράς αυτόν,
παρεκάλει τον Λυσίαν να του τον λέγη· αυτός δ' επείθετο προθύμως·
και όμως εις τον Φαίδρον ουδέ ταύτα ήσαν αρκετά, αλλ' εις το τέλος
παρέλαβε το βιβλίον και επέστησε την προσοχήν του εις όσα μέρη του
ήρεσαν, κ' έκαμνε τούτο καθήμενος από το πρωί, έως ότου εκουράσθη
κ' εξήλθεν εις περίπατον, καθώς εγώ μα τον κύνα (20) νομίζω, αφού
έμαθεν απ' έξω τον λόγον, εκτός αν ήτο τις πάρα πολύ μακρός.
Επήγαινε δ' έξω του τείχους ίνα τον μελετά [με άνεσιν]. Όταν δε
συνήντησε τον έχοντα την νόσον ν' ακούη λόγους, καθ' ην στιγμήν τον
είδε ηυχαριστήθη διότι θα έχη άνθρωπον να συμμερισθή τον άμετρόν
του ενθουσιασμόν και τον προέτρεπε να προχωρώσιν· αλλ' όταν ο των
λόγων εραστής τον παρεκάλεσε να λέγη εκείνος, έκαμνε τον δύσκολον
ως εάν δήθεν δεν είχεν επιθυμίαν να λέγη. Είχεν όμως απόφασιν εις
το τέλος, και εάν δεν ήθελε κανείς εκουσίως ν' ακούη, διά της βίας
να του είπη τον λόγον (21). Συ λοιπόν, Φαίδρε, παρακάλεσέ τον,
εκείνο που θα κάμη εν πάση περιπτώσει, γρήγορα να το κάμη αυτήν δα
την στιγμήν.
Φαίδρος
Μα την αλήθειαν δι' εμέ πολύ καλύτερον είναι όπως ημπορέσω να σου
επαναλάβω τον λόγον· διότι καθώς μου φαίνεσαι δεν θα με παραιτήσης
καθόλου, εάν οπωσδήποτε δεν σου είπω.
Σωκράτης
Πάρα πολύ αληθώς εσκέφθης περί εμού.
Φαίδρος
Έτσι δα λοιπόν θα κάμω. Είναι αληθές βέβαια, Σωκράτη, ότι δεν έμαθ'
απ' έξω όλον τον λόγον κατά λέξιν, την έννοιαν όμως όλων των
επιχειρημάτων, με τα οποία αποδεικνύει ότι διαφέρουσιν αι σχέσεις
και τα αισθήματα του ερώντος από τα του μη ερώντος, συνοπτικώς κατά
σειράν θα διεξέλθω, αρχίζων από το πρώτον.
Σωκράτης
Αλλ' αφού πρώτα μου δείξης, αγάπη μου, τι άραγε έχεις εις το
αριστερόν χέρι κάτω από το ιμάτιον· διότι υποψιάζομαι ότι κρύβεις
τον ίδιον τον λόγον. Και εάν το επέτυχα, πρέπει να κάνης την εξής
σκέψιν περί εμού, ότι καίτοι σε αγαπώ πάρα πολύ, δεν θα παραδεχθώ
όμως, ενώ είναι παρών ο Λυσίας να παρέχω τον εαυτόν μου εις σε διά
ν' ασκήσαι εις τας μελέτας σου επάνω μου. Αλλ' εμπρός, δείκνυε τι
έχεις.
Φαίδρος.
Φθάνει. Μου απεδίωξες την ελπίδα, Σωκράτη, την οποίαν είχα ν'
ασκηθώ επάνω σου. Αλλά πού λοιπόν θέλεις να καθίσωμεν διά να
διαβάσωμεν τον λόγον;
Σωκράτης
Έλα ν' αλλάξωμεν δρόμον και να υπάγωμεν προς τον Ιλισσόν, κατόπιν
εις όποιον μέρος ήθελε μας αρέσει θα καθίσωμεν με ησυχίαν.
Φαίδρος
Εις κατάλληλον στιγμήν, ως φαίνεται, ευρέθηκα ανυπόδητος· εσύ δα
είσαι πάντοτε. Πολύ εύκολα λοιπόν μπορούμε να πηγαίνωμεν βρέχοντες
τα πόδια μας εις το νεράκι του ποταμού, εξ άλλου δεν είναι και
δυσάρεστον να γίνεται τούτο κατ' αυτήν εδώ την ώραν του έτους και
της ημέρας.
Σωκράτης
Βάδιζ' εμπρός, κ' εξέταζε συγχρόνως πού θα καθίσωμεν.
Φαίδρος
Βλέπεις εκείνον τον υψηλότατον πλάτανον;
Σωκράτης
Πώς όχι;
Φαίδρος
Εκεί και σκιά είναι και φυσά ολίγον, και χλόη υπάρχει να καθίσωμεν
ή να γύρωμεν εάν θέλωμεν.
Σωκράτης
Μπορείς να προχωρήσης.
Φαίδρος
Ειπέ μου, Σωκράτη, δεν λέγουν ότι από αυτό εδώ κάπου το μέρος ο
Βορέας απήγαγε την Ωρείθυιαν;
Σωκράτης
Ναι, το λέγουν.
Φαίδρος
Πραγματικώς λοιπόν από εδώ; διότι φαίνονται γεμάτα χάριν και καθαρά
και διαφανή τα νεράκια εδώ, και πρόσφορα για να παίζουν κόρες κοντά
των.
Σωκράτης
Όχι απ' εδώ, αλλ' από παρά κάτω δύο ή τρία στάδια, όπου διαβαίνομεν
προς το ιερόν της Άγρας· (22) και αυτού κάπου υπάρχει βωμός τις του
Βορέου.
Φαίδρος
Δεν ενόησα πολύ καλά· αλλ' ειπέ μου μα τον θεόν, Σωκράτη, είσαι συ
πεπεισμένος ότι τούτο το μυθολόγημα είναι αληθές;
Σωκράτης Αλλ' εάν δεν τα επίστευον, καθώς οι σοφοί, δεν θα ήμουν παράλογος· κατόπιν όμως σκεπτόμενος εσχημάτισα την γνώμην, ότι την Ωρείθυιαν θα έσπρωξε προς τα κάτω των πλησίον βράχων πνοή του Βορέου, ενώ έπαιζεν εκεί με την Φαρμακείαν, και ο τοιούτος θάνατος της έγινεν αιτία να λεχθή ότι ανηρπάγη από τον Βορέαν· [ή δυνάμεθα ακόμη να είπωμεν ότι από τον Άρειον Πάγον· διότι φέρεται εξ άλλου και η διάδοσις αυτή, ότι απ' εκεί και όχι απ' εδώ ηρπάσθη]. Εγώ δε, Φαίδρε, θεωρώ μεν ότι από μίαν έποψιν είναι νόστιμοι αι τοιαύται εξηγήσεις, αλλ' όμως έχουσιν ανάγκην από άνθρωπον πάρα πολύ ικανόν και ο οποίος θα κοπιάση υπερβολικά και δεν θα επιτύχη πάρα πολλά, όχι δι' άλλον κανένα λόγον, αλλά διότι θα ευρεθή εις την ανάγκην μετά την εξήγησιν αυτήν [της αρπαγής της Ωρειθυίας] και την μορφήν των Ιπποκενταύρων να ερμηνεύση, κ' έπειτα πάλιν την της Χιμαίρας, και τότε θα προστρέξη πληθώρα τοιούτων Γοργόνων και Πηγάσων και άλλων τινών τερατολογικών φύσεων ακαταλήπτων και διά τον μέγαν αριθμόν και διά το παράδοξον. Εις δε την εξέτασιν των τερατολογικών αυτών φύσεων, εάν τις άπιστος ων μεταχειρισθείς λαϊκήν τινα σοφίαν, προσπαθεί να συμβιβάση έκαστον άτοπον προς το πιθανόν, θα χρειασθή πολύν καιρόν αναπαύσεως· αλλ' εις εμέ δεν υπάρχει καθόλου ευκαιρία διά ν' ασχοληθώ με αυτάς τας ερεύνας· η δε αιτία τούτου, φίλε μου, είναι η εξής· δεν δύναμαι ακόμη κατά το Δελφικόν επίγραμμα (23) να γνωρίσω τον εαυτόν μου· γελοίον δε μου φαίνεται, ενώ τούτο αγνοώ, να εξετάζω τα ξένα. Διά τούτο ακριβώς τα παρήτησα και πειθόμενος εις ό,τι πιστεύουν κοινώς περί τούτων, καθώς σου έλεγον τώρα, δεν εξετάζω αυτά αλλά τον εαυτόν μου, εάν είμαι θηρίον τι πολυπλοκώτερον του Τυφώνος (24) και περισσότερον μανιακόν, ή εάν είμαι ζώον και ημερώτερον και απλούστερον, το οποίον μετέχει θεϊκής τινος και λογικής φύσεως. Αλλά, φίλε μου, ανάμεσα εις την συνομιλίαν, ειπέ μου τούτο εδώ το δένδρον είναι αρά γε προς το οποίον μας ωδήγεις;
Φαίδρος Αυτό το ίδιον.
Σωκράτης
Μα την Ήραν, πολύ ωραίον το καταφύγιον! Πόσον είναι πλατύς και
υψηλός ο πλάτανος αυτός, και της λυγαριάς το ύψος και η πυκνή σκιά
πόσον εξαίρετα, και πόσον ακμάζει η άνθησις ως να ήθελε να ευωδιάση
τον τόπον· εξ άλλου γεμάτη γλυκύτητα είναι και η πηγή που τρέχει
κάτω από τον πλάτανον με υπερβολικά ψυχρό νερό, καθώς δύναται
τουλάχιστον να συμπεράνη κανείς με το πόδι του· εις Νύμφας τινάς
και εις τον ποταμόν Αχελώον φαίνεται ότι είναι το μέρος
αφιερωμένον, εάν κρίνη κανείς, από της κούκλες και τα αγάλματα αυτά
εδώ. Εάν δε πάλιν θέλης [και άλλα], το καλό αεράκι πού πνέει εις
τον τόπον πόσον είναι επιθυμητόν και πολύ γλυκύ· με θερινόν και
λιγυρόν ήχον συνοδεύει την χορωδίαν των τεττίγων. Αλλ' εκείνο που
παρέχει το περισσότερον θέλγητρον εξ όλων είναι η χλόη η οποία
φυτρώνουσα εις μέρος ελαφρώς κεκλιμένον είναι εξαίρετα
διασκευασμένη διά να γύρη κανείς την κεφαλήν. Ώστε, αγαπητέ Φαίδρε,
άριστα με εξενάγησες.
Φαίδρος
Συ δα πλέον, θαυμάσιε Σωκράτη, μου φαίνεσαι περιεργότατος άνθρωπος·
διότι πραγματικώς με τους λόγους σου αυτούς ομοιάζεις με κάποιον
ξένον επισκέπτην και όχι με εντόπιον· ενώ κατά τα φαινόμενα ούτε
έξω των συνόρων ταξιδεύεις ούτε έξω του τείχους καθόλου δεν
εξέρχεσαι.
Σωκράτης
Συγχώρησέ με, καλέ μου φίλε, τούτο, επειδή αγαπώ πολύ να μανθάνω·
οι μεν λοιπόν τόποι και τα δένδρα δεν θέλουσι τίποτε να με
διδάσκωσι παρά μόνον οι άνθρωποι εις την πόλιν. Συ όμως φαίνεσαι
ότι μου το έχεις εύρει το φάρμακον της εξόδου· διότι καθώς οδηγούν
τα πεινασμένα ζώα με το να σείουν εμπρός των θαλερόν κλάδον ή
κανένα καρπόν, έτσι και συ εις εμέ προτείνων λόγους εντός βιβλίων
γραμμένους, φαίνεσαι ότι θα με περιφέρης εις όλην την Αττικήν και
εις όποιον άλλο μέρος θα ήθελες. Τώρα λοιπόν εις το παρόν εδώ
φθάσας, εγώ μεν έχω επιθυμίαν να ξαπλωθώ, συ δε έκλεξε αυτήν την
θέσιν με την οποίαν νομίζεις ότι ευκολώτατα θ' αναγινώσκης και
αναγίνωσκε.
Φαίδρος Άκουε λοιπόν.
Λόγος τον Λυσίου
Διά μεν τα ιδικά μου αισθήματα γνωρίζεις καλά, και καθώς νομίζω έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων μου. Έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο μόνον, ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου. Διότι οι ερώντες μεταμελούνται τότε δι' όσα προσέφερον [εις το αντικείμενον του πάθους των], όταν θα κορεσθώσι της επιθυμίας· εις δε τους μη ερώντας δεν θα έλθη ποτέ καιρός καθ' ον θα μεταμεληθώσι. Διότι δεν αναγκάζονται [υπό του πάθους των], αλλ' εκουσίως, αφού ήθελον σκεφθή άριστα προς τακτοποίησιν των ιδιωτικών των συμφερόντων, αναλόγως της δυνάμεως των προσφέρουσι. Προσέτι δε οι μεν ερώντες υπολογίζουσι τας ζημίας τας οποίας επέφερον εις τας υποθέσεις των χάριν του έρωτος και τα χαρίσματα τα οποία εχορήγησαν και, αφού προσθέσουν και όσα υπέφερον, ευρίσκουν ότι προ πολλού έχουσι πληρώσει εις τους αγαπωμένους την αξίαν της αγάπης των· οι δε μη ερώντες δεν είναι δυνατόν να προφασισθώσιν ότι ένεκα του έρωτος ημέλησαν τας υποθέσεις των, ούτε να υπολογίζωσι τα περασμένα βάσανά των, ούτε να παραπονεθώσι διά τας φιλονικίας πού έκαμον με την οικογένειάν των· ώστε αφού αφαιρεθώσι τόσον πολλά κακά, τίποτε άλλο δεν μένει παρά να κάμνωσι με προθυμίαν όσας πράξεις νομίζουν ότι θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαπωμένους. Προσέτι δε δεν αξίζει να προτιμώνται οι ερώντες διά τούτο, διότι λέγουν ότι αυτοί προ πάντων αγαπώσι όσους αγαπούν και είναι πρόθυμοι και με λόγους και με έργα να χαρισθώσιν εις αυτούς, έστω και αν αποστρέφωνται από τους άλλους. Είναι ευκολώτατον να κατανοηθή εάν αυτοί λέγωσι την αλήθειαν, διότι όσους ήθελον αγαπήσει ύστερον, εκείνους θα τους εκτιμήσωσι πολύ περισσότερον από τους πρώτους, και είναι φανερόν ότι και θα τους κακοποιήσωσιν ακόμη [τους πρώτους], εάν φανή καλόν εις τους τελευταίους.
Είναι λοιπόν εύλογον να παράσχη κανείς την τόσον πολύτιμον εύνοιάν του εις άνθρωπον έχοντα τόσον μεγάλην νόσον, την οποίαν ουδέ να επιχειρήση να θεραπεύση δεν δύναται κανείς πολύπειρος άνθρωπος; Αφού και οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι μάλλον άρρωστοι παρά εις τα καλά των και ότι γνωρίζουν ότι κακώς σκέπτονται, αλλά δεν δύνανται να συγκρατήσουν τον εαυτόν των· ώστε πώς είναι δυνατόν, εάν συνέλθουν εις τα λογικά των, να θεωρήσουν ότι καλώς έχουν αι αποφάσεις των, αφού τας έλαβον εις τοιαύτην νοσηράν κατάστασιν; Προσέτι εάν μεν θελήσης να εκλέξης εκ των ερώντων τον κάλλιστον, η εκλογή σου θα γίνη μεταξύ ολίγων· ενώ εάν εκλέξης εκ των μη ερώντων τον εις σε καταλληλότατον [η εκλογή σου θα είναι ευκολωτέρα διότι] εκ πολλών θα εκλέξης· ώστε πολύ μεγαλυτέρα ελπίς υπάρχει να επιτύχης μεταξύ των πολλών τον άξιον της φιλίας σου.
Εάν πάλιν φοβήσαι την κοινήν γνώμην, μήπως δηλαδή δυσφημισθής υπό των ανθρώπων, εάν μάθωσι τας σχέσεις σου, επόμενον είναι, οι μεν ερώντες, επειδή νομίζουσιν ότι φθονούνται υπό των άλλων, όπως αυτοί φθονούσι τους άλλους, να επαρθώσι διαδίδοντες το κατόρθωμά των και να φιλοτιμώνται να επιδεικνύουν εις όλους ότι ματαίως δεν εκοπίασαν· οι δε μη ερώντες, κύριοι των εαυτών των γενόμενοι, θα προτιμήσωσι την ωφέλειαν [εκ των σχέσεών των] παρά την κενοδοξίαν [να θεωρηθώσι ζηλευτοί] από τους ανθρώπους. Προσέτι δε κατ' ανάγκην πολλοί θα μάθωσι και θ' αντιληφθώσι το πράγμα, επειδή οι ερώντες έχουσιν ως κύριον έργον των τούτο, το ν' ακολουθώσι τους αγαπωμένους, ώστε και όταν ακόμη ιδωθώσι να συνομιλούν μεταξύ των, παρέχουν την υπόνοιαν ότι έγινεν ή μέλλει να γίνη η επιθυμία της συνευρέσεως· οι δε μη ερώντες ουδέ παρέχουσι καν υποψίαν ότι προσπαθούσι δι' επιθυμίαν, επειδή γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι κατ' ανάγκην ούτοι συνομιλούν με κάποιον ένεκα φιλίας ή ένεκα άλλης τινός εύχαριστήσεως. Και αν μεν λοιπόν σε φοβίζη η σκέψις ότι είναι δύσκολον να διατηρηθή μόνιμος η φιλία, και ότι εάν συμβή ρήξις, όταν η σχέσις σου δεν είναι ερωτική, θα βλαβώσι και οι δύο από κοινού, συλλογίσου πόσον μεγάλην βλάβην θα φέρη εις σε μόνον η ρήξις σου προς τους ερώντας, όταν έχης παραδώσει ό,τι πολυτιμότερον εις αυτούς, τους οποίους ευλόγως πρέπει να φοβήσαι περισσότερον, διότι πολλαί αφορμαί παρέχουν εις αυτούς λύπας και όλα τα νομίζουσιν ότι γίνονται προς βλάβην ιδικήν των. Δι' αυτό ακριβώς και τας συναναστροφάς των αγαπωμένων προς άλλους ανθρώπους αποτρέπουσιν, επειδή φοβούνται μήπως οι μεν πλούσιοι διά των χρημάτων τους υπερβάλωσιν, οι δε πεπαιδευμένοι μήπως διά της περισκέψεώς των αναδειχθώσι καλύτεροί των, προφυλάσσονται δε από την επιρροήν κάθε προτερήματος, το οποίον θα έχουν οι άλλοι· και αφού σε πείσουν να μισηθής υπ' εκείνων σε κάμουν τοιουτοτρόπως έρημον φίλων, εάν δε, αποβλέπουν εις το συμφέρον σου, έχης γνώμην καλυτέραν από εκείνους, θα έλθης με αυτούς εις ρήξιν· όσοι δε μη ερώντες επέτυχον την επιθυμίαν των ένεκα της αρετής των, δεν φθονούσι τους συναναστρρεφομένους με σας, αλλά τουναντίον μισούσι τους αποκρούοντας την συναναστροφήν σας θεωρούντες την αποφυγήν των ως περιφρόνησιν, ενώ την επικοινωνίαν των άλλων ως ωφέλειαν, ώστε υπάρχει ελπίς εκ του ζητήματος της συναναστροφής να επιτείνεται η φιλία παρά να γεννάται έχθρα.
Και μάλιστα πολλοί των ερώντων κατελήφθησαν πρώτα από την επιθυμίαν του σώματος πριν να γνωρίσωσι τας διαθέσεις του αγαπωμένου και δοκιμάσωσι τον χαρακτήρα του, ώστε δεν είναι φανερόν εάν θα θελήσωσι να διατηρήσωσι την φιλίαν των τότε, όταν θα παύσωσι να επιθυμώσιν. Οι δε μη ερώντες οι οποίοι και πρότερον ως φίλοι εγνώρισαν τους αγαπωμένους, επόμενον είναι ότι δεν θα ελαττώσωσι την φιλίαν των προς αυτούς διότι θα λάβωσιν ευνοίας παρ' εκείνων, αλλά τουναντίον αυταί αι εύνοιαι θα χρησιμεύσουν ως κεφάλαια μελλουσών απολαυών· και αν μεν λοιπόν επιδιώκης την βελτίωσίν σου πείθου εις εμέ και όχι εις εραστήν. Διότι οι ερασταί και παρά την αλήθειαν επαινούσι κάθε λόγον και κάθε πράξιν σου, είτε διότι φοβούνται μη σε δυσαρεστήσωσι είτε διότι και οι ίδιοι απατώνται ένεκα του πάθους των διότι τοιαύτας πλάνας παρέχει ο έρως· όταν δυστυχούσιν εις τον έρωτα, τους κάμνει να νομίζωσι λυπηρά και τα πράγματα τα οποία δεν παρέχουσιν εις τους άλλους λύπην· όταν ευτυχούσι δε, αναγκάζει να εγκωμιάζωσι πράγματα τα οποία οι άλλοι θεωρούσιν ανάξια ευχαριστήσεως· ώστε πολύ περισσότερον αρμόζει να ελεή τις παρά να ζηλεύη τους αγαπωμένους. Εάν δε εις εμέ πείθεσαι, πρώτον μεν δεν θα σε συναναστραφώ αποβλέπων εις την εφήμερον ηδονήν, αλλά και εις την μέλλουσαν ωφέλειάν σου, μη κυριευόμενος από τον έρωτα, αλλά συγκρατών τον εαυτόν μου, ουδέ διά μικράς αφορμάς ευθύς εις ισχυράν έχθραν παραφερόμενος, αλλά διά μεγάλας αιτίας βραδέως ολίγον μόνον οργιζόμενος, παρέχων συγγνώμην εις τα ακούσια αδικήματά σου, τα δε εκούσια προσπαθών ν' αποτρέπω· διότι αυταί είναι αποδείξεις φιλίας, η οποία θα διατηρηθή πολύν χρόνον. Εάν δε εις σε υπάρχη η γνώμη ότι δεν δύναται να προκύψη ισχυρά φιλία χωρίς έρωτα, πρέπει να συλλογισθής, ότι [εν τοιαύτη περιπτώσει] δεν θα ενδιαφερώμεθα τόσον πολύ διά τους υιούς μας, ούτε διά τους πατέρας και τας μητέρας, ούτε θα απεκτώμεν φίλους πιστούς των οποίων η φιλία δεν πηγάζει εκ της επιθυμίας, αλλ' εξ άλλων αισθηματικών σχέσεων.
Προσέτι δε, εάν πρέπη κανείς να χαρίζεται εις τους έχοντας τας μεγίστας επιθυμίας, αρμόζει ομοίως να ευεργετή μεταξύ των άλλων ανθρώπων όχι τους μάλιστα αξίους ευεργεσίας, αλλά τους έχοντας μεγίστην πενίαν· διότι ούτοι απαλλαγέντες από μέγιστα κακά υπ' αυτού θα του χρεωστώσιν απείρους χάριτας. Τοιουτοτρόπως και εις τα ιδικά σου γεύματα δεν αξίζει να προσκαλής τους φίλους, αλλά τους επαίτας και τους πεινασμένους· διότι εκείνοι και θα σε αγαπήσουν και θα σε ακολουθήσουν και θα σε συνοδεύσουν μέχρι της θύρας και θα ευχαριστηθούν υπερβολικά και θα σου το γνωρίζουν όχι τόσον πολύ μικράν χάριν και θα σου ευχηθώσι πολλά αγαθά. Αλλ' ίσως αρμόζει να χαρίζεται τις όχι εις τους έχοντας μεγίστας επιθυμίας αλλ' εις τους δυναμένους προ πάντων ν' αποδίδωσι τας χάριτας· ουδέ εις τους απαιτούντας μόνον, αλλ' εις τους αξίους να λαμβάνωσί τι· ούτε εις τους μέλλοντας ν' απολαύσωσι την νεότητά σου, αλλ' εις εκείνους οίτινες θα σου μεταδώσωσι τα ιδικά των αγαθά κατά την πρεσβυτικήν σου ηλικίαν· ουδέ εις τους μέλλοντας μετά τας πράξεις να καυχηθούν εις τους άλλους, αλλ' εις εκείνους οίτινες εξ εντροπής θ' αποσιωπήσωσιν αυτάς εις όλους· ούτε εις εκείνους οίτινες θα σε περιποιηθώσιν ολίγον χρόνον, αλλ' εις τους μέλλοντας να διατηρήσωσι καθ' όλον τον βίον αδιάπτωτον την φιλίαν· ουδέ εις εκείνους οίτινες μετά την κατάπαυσιν της επιθυμίας θα ζητήσουν πρόφασιν έχθρας, αλλ' εις τους μέλλοντας μετά την παρέλευσιν των ηδονών της νεότητος να επιδείξωσι τότε την σταθεράν εκτίμησίν των· συ λοιπόν ενθυμού και όσα ελέχθησαν και εκείνο βάλε εις τον νουν σου, ότι τους μεν ερώντας οι φίλοι νουθετούσιν επειδή νομίζουν ότι δεν είναι καλή δουλειά ο έρως, τους δε μη ερώντας κανείς ποτέ έως τώρα εκ των ιδικών των ανθρώπων δεν τους εμέμφθη, ότι κακώς σκέπτονται διά τας υποθέσεις των διότι δεν αγαπώσιν. Ίσως μεν λοιπόν ήθελες μ' ερωτήσει εάν σε προτρέπω εις όλους τους μη αγαπώντας να χαρίζεσαι· εγώ δε νομίζω, ότι ουδ' ερών τις θα σε προέτρεπε να έχης τας αυτάς ευμενείς διαθέσεις προς όλους τους ερώντας· διότι ούτε εις τον λαμβάνοντα την χάριν [να ευνοηθή δηλαδή μετά των άλλων] είναι άξιον τούτο ίσης χάριτος, ούτε εις σε ο οποίος χαρίζεσαι εις πολλούς ομοίως θα είναι δυνατόν, όσον και να θέλης, να κρυφθής από τους άλλους· ώστε φυσικόν είναι εάν ευνοήσης εμέ να μη προέλθη καμμία βλάβη, ωφέλεια δε μόνον εις αμφοτέρους. Εγώ μεν λοιπόν νομίζω ότι είναι αρκετά όσα σου εξέθηκα, συ δε εάν επιθυμής να μάθης τι το οποίον νομίζεις ότι παρέλειψα ερώτα με.
Φαίδρος
Πώς σου φαίνεται ο λόγος, Σωκράτη; δεν είναι έκτακτος λόγος και διά
τα άλλα και διά την έκφρασιν;
Σωκράτης
Είναι λοιπόν, φίλε μου, τόσον θαυμάσιος ώστε μ' έκαμε να εκπλαγώ.
Και αυτό το έπαθα εξ αιτίας σου, Φαίδρε, διότι κατά το διάστημα της
αναγνώσεως στρεφόμενος προς σε έβλεπον το πρόσωπόν σου να φαίνεται
φαιδρόν ένεκα του λόγου· επειδή δε ενόμιζον ότι η κρίσις σου είναι
περισσότερον αρμοδία από την ιδικήν μου εις τοιαύτα θέματα, σε
ηκολούθησα και μαζί σου συνεμερίσθην τον ενθουσιασμόν και την
έμπνευσίν σου.
Φαίδρος
Καλά· θέλεις με αυτά τα λόγια να παίζης;
Σωκράτης
Σου φαίνομαι δηλαδή ότι παίζω και όχι ότι ομιλώ σπουδάζων;
Φαίδρος
Όχι βεβαίως, Σωκράτη, αλλ' ειπέ μου όσον μπορείς αληθινά, μα τον
Δία τον προστάτην της φιλίας, νομίζεις ότι άλλος τις εκ των
Ελλήνων, έχει ειπεί άλλα σπουδαιότερα και πληρέστερα περί του
θέματος τούτου;
Σωκράτης
Τι δε; πρέπει να επαινεθή ο λόγος υπ' εμού και σου εξεταζόμενος και
από ταύτην την έποψιν, εάν δηλαδή ο συγγραφεύς έχη γράψει τα
πρέποντα, ή μόνον απ' εκείνην την έποψιν, ότι δηλαδή έχει γράψει
εκάστην έκφρασιν καθαράν και στρογγύλην και μετ' ακριβολόγου
κομψότητος; Εάν δηλαδή πρέπη [να εξετασθή η έννοια του λόγου], να
με συγχωρήσης, διότι από την μικρότητά μου διέφυγεν αύτη· επειδή
μόνον εις το ρητορικόν μέρος αυτού προσείχον, εις τούτο δε νομίζω
ότι ουδέ ο ίδιος ο Λυσίας θα φανή ικανοποιημένος. Μου εφάνη λοιπόν,
Φαίδρε, εκτός εάν συ έχης άλλην γνώμην, ότι δύο και τρεις φοράς τα
ίδια επανέλαβε, επειδή φαίνεται δεν είχε μεγάλην γονιμότητα να
εκφράζη διά πολλών το αυτό πράγμα ή ίσως επειδή δεν τον έμελε διά
τούτο· και μου εφαίνετο ότι έκαμνε νεανικάς επιδείξεις ως ικανός
τάχα μετά πλείστης επιτυχίας πάντοτε να διατυπώνη το θέμα του και
ούτως και αλλέως.
Φαίδρος
Δεν κρίνεις ορθώς, Σωκράτη· διότι αυτό τούτο ακριβώς προ πάντων
περιέχει ο λόγος· ότι δηλαδή δεν παρέλειψε τίποτε εξ εκείνων τα
οποία ενυπήρχον εις την υπόθεσιν και ηδύναντο αξίως να λεχθώσι,
ώστε πέραν των όσων είπεν εκείνος να μη δύναται κανείς να είπη άλλα
περισσότερα και σπουδαιότερα.
Σωκράτης
Εις την γνώμην σου λοιπόν δεν θα είναι πλέον δυνατόν να πεισθώ·
διότι εάν κατά χάριν συμφωνήσω με σε θα με εξελέγξουν παλαιοί και
σοφοί άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι έχουν είπει και γράψει περί
αυτών των πραγμάτων.
Φαίδρος
Ποίοι είναι αυτοί; και πού συ έχεις ακούσει καλύτερα από τα του
Λυσίου;
Σωκράτης
Αυτήν την στιγμήν να σου απαντήσω ακριβώς εις αυτά δεν δύναμαι·
αλλ' είμαι βέβαιος ότι έχω ακούσει μερικά, ή ίσως της ωραίας
Σαπφούς ή του Ανακρέοντος (25) του σοφού ή και άλλων συγγραφέων.
Εις ποίας λοιπόν αποδείξεις στηριζόμενος λέγω τούτο; Αισθάνομαι, ω
θαυμάσιε, ότι είναι γεμάτο κάπως το στήθος μου από δύναμιν να είπω
άλλα πράγματα όχι χειρότερα από αυτά του Λυσίου· ότι μεν λοιπόν,
όσα ωραία δύναμαι να είπω, δεν θα είναι βγαλμένα από τον νουν μου,
το γνωρίζω πολύ καλά διότι έχω συνείδησιν της αμαθείας μου· μένει
πλέον, μου φαίνεται, να υποθέση τις ότι εγεμίσθη όλη η ψυχή μου διά
της ακοής, ως να ήμην αγγείον, από κάποια ξένα νάματα λόγων· αλλ'
όμως ένεκα της νωθρότητος και αυτό τούτο ελησμόνησα, με ποίον
τρόπον δηλαδή και από ποίους τα έχω ακούσει.
Φαίδρος
Αλλ', ευγενέστατέ μου φίλε, είναι θελητικόν ό,τι λέγεις· συ
βεβαίως, χωρίς καθόλου να σε παρακαλέσω να μου είπης από ποίους και
κατά ποίον τρόπον τα ήκουσες, κάνε μου τούτο μόνον το οποίον
εξέφρασες· να μου υποσχεθής ότι θα μου είπης άλλα καλύτερα και όχι
ολιγώτερα πράγματα έξω από τ' αναφερόμενα εις το βιβλίον του
Λυσίου· και τότε εγώ, καθώς κάμνουν οι εννέα άρχοντες, (26) σου
υπόσχομαι ότι θα αφιερώσω εις τους Δελφούς χρυσούν το άγαλμα όχι
μόνον το ιδικόν μου, αλλά και το ιδικόν σου εις φυσικόν μέγεθος.
Σωκράτης
Με αγαπάς πάρα πολύ και είσαι αληθινά χρυσός άνθρωπος, Φαίδρε, εάν
με υποθέτης διατεινόμενον ότι ο Λυσίας απέτυχεν εντελώς και ότι μου
είναι δα εύκολον να είπω άλλα νέα έξω από όλα αυτά· τούτο το πάθημα
δεν θα το επάθαινε ουδέ ο χειρότερος συγγραφεύς· παραδείγματος
χάριν εις τον εξής λόγον, ότι πρέπει να ευνοή ο νέος τον μη ερώντα
μάλλον παρά τον ερώντα, νομίζεις συ ότι ο συγγραφεύς θ' αφήση το
εγκώμιον της φρονιμότητος του μη ερώντος και τον ψόγον της
αφροσύνης του ερώντος, τα οποία κατ' ανάγκην πρέπει ν' αναφέρη, και
θα εύρη άλλα τινά να είπη; αλλά, νομίζω, ότι τα κοινά ταύτα εις τον
λόγον πρέπει να τ' ανεχθώμεν και να τα συγχωρήσωμεν· και τας μεν
τοιαύτας κοινάς εννοίας πρέπει να τας επαινέσωμεν όχι διά την εύρεσιν,
αλλά διά την διατύπωσίν των, τας δε μη κατ' ανάγκην κοινάς εννοίας και
τας δυσευρέτους πρέπει να επαινέσωμεν αποβλέποντες εκτός της
διατυπώσεώς των και εις την εύρεσίν των.
Φαίδρος
Συμφωνώ εις εκείνο που λέγεις· διότι μου φαίνεται ότι λογικώς έχεις
θέσει το ζήτημα, θα κάμω λοιπόν κ' εγώ έτσι παρομοίως· θα σου
προσδιορίσω την υπόθεσιν, ότι ο ερών νοσεί περισσότερον του μη
ερώντος, περί δε των λοιπών, όταν είπης πλουσιώτερα και
σπουδαιότερα από τα του Λυσίου, τότε ας είναι στημένος εις την
Ολυμπίαν, πλησίον του αφιερώματος των Κυψελίδων, (27) ο ανδριάς σου
κατεσκευασμένος από σφυρηλατημένον χρυσόν.
Σωκράτης
Λαμβάνεις σπουδαίως το πράγμα, Φαίδρε, διότι με τ' αστεία μου σου
επείραξα τον παίδα τον οποίον αγαπάς και διά τούτο λοιπόν νομίζεις
ότι αληθώς θα επιχειρήσω να είπω άλλο τι ποικιλώτερον, αφ' ό,τι
σοφόν έχει γράψει ο Λυσίας;
Φαίδρος
Προκειμένου περί τούτου, φίλε μου, εις τας ομοίας με τας ιδικάς μου
προσποιήσεις έφθασες. Πρέπει βεβαίως να ομιλήσης με κάθε τρόπον
όπως μπορείς. Δείξε δε κάποιαν προφύλαξιν ίνα μη ανταποδίδοντες τα
ίσα μεταξύ μας, αναγκαζώμεθα να επαναλαμβάνωμεν τας φορτικάς σκηνάς
των κωμωδιών και μη θέλε να με αναγκάσης να σου λέγω εκείνο το «εάν
εγώ, ω Σωκράτη, τον Σωκράτην δεν γνωρίζω, έχω λησμονήσει και τον
εαυτόν μου» και ότι «επεθύμει μεν να λέγη, αλλ' έκαμνε τον
δύσκολον»· αλλά σκέψου ότι δεν θ' αναχωρήσωμεν απ' εδώ προτού συ
είπης όσα ωμολόγησες ότι κρύπτεις εντός του στήθους σου. Είμεθα δε
μόνοι εις την ερημίαν, ισχυρότερος δε είμ' εγώ και νεώτερος, εξ
όλων δε τούτων άκουσε τι σου λέγω και μη θελήσης καθόλου διά της
βίας μάλλον να λέγης ή με την θέλησίν σου.
Σωκράτης
Αλλά, καλότυχε Φαίδρε, γελοίος θα φανώ όταν αυτοσχεδιάζω διά τα
ίδια πράγματα με τα οποία ησχολήθη δόκιμος συγγραφεύς.
Φαίδρος
Μάθε τούτο· να παύσης να καμαρώνης προς εμέ· διότι πλησιάζω να
εκτελέσω εκείνο που είπα, να σε κάμω δηλαδή διά της βίας να λέγης.
Σωκράτης
Μετριώτερον ομίλει.
Φαίδρος
Όχι, αλλά και σου το επαναλαμβάνω· ο δε λόγος μου θα είναι όρκος.
Σου ορκίζομαι δηλαδή — εις ποίον όμως; εις ποίον εκ των θεών; ή
θέλεις εις τον πλάτανον αυτόν εδώ; — ότι αληθώς, εάν δεν μου είπης
τον λόγον ενώπιον του πλατάνου τούτου, ουδέποτε εις σε κανένα άλλον
λόγον κανενός συγγραφέως ούτε θα σου αναγνώσω ούτε θα σου
απαγγείλω.
Σωκράτης
Α, κακόβουλε! πόσον καλά, διά να εκτελέσης τον σκοπόν σου, ανεύρες
την αδυναμίαν ανδρός φίλου των λόγων.
Φαίδρος
Τι λοιπόν έχεις και στριφογυρίζεις;
Σωκράτης
Τίποτε πλέον, μετά τον όρκον σου τούτον· διότι πώς θα ηδυνάμην να
υποφέρω την απομάκρυσίν μου από τοιούτον τραπέζι;
Φαίδρος
Λέγε δα!
Σωκράτης
Γνωρίζεις λοιπόν τι θα κάμω;
Φαίδρος
Περί τίνος;
Σωκράτης
Σκεπασμένος θα λέγω, διά να δυνηθώ όσον το δυνατόν τάχιστα να
διεξέλθω τον λόγον, και να μη κομπιάζω ένεκα της εντροπής όταν θα
βλέπω προς σε.
Φαίδρος Λέγε μόνον, τα δε άλλα όπως σου αρέσουν κάμνε.
Σωκράτης
&Πρώτος λόγος Σωκράτους&
Ελάτε λοιπόν, Μούσαι &λίγειαι&, καθώς σας επονομάζουν είτε διά το καλλίφωνον του άσματός σας, είτε διά την πολλήν αγάπην πού έχει προς την μουσικήν ο λαός των Λιγύων, βοηθήσατέ με να διεξέλθω τον λόγον, τον οποίον ο καλός μου εδώ Φαίδρος με αναγκάζει να απαγγέλλω διά να δειχθή ο φίλος του ο Λυσίας, ο οποίος του εφαίνετο και πρότερον σοφός, τώρα πλέον ακόμη σοφώτερος. Ήτο λοιπόν κάποιο παιδί, ή μάλλον μικρός νεανίας, ωραιότατος, ο οποίος είχε πάρα πολλούς εραστάς, είς δε εξ αυτών ήτο επιτήδειος. Ούτος αν και ηγάπα τον νέον όχι ολιγώτερον από κάθε άλλον, είχε πείσει αυτόν ότι δεν τον αγαπά· και κάποτε ζητών την εύνοιάν του προσεπάθει να τον πείση τούτο ακριβώς, ότι πρέπει να χαρίζεται εις τον μη ερώντα μάλλον παρά εις τον ερώντα και του εξήγει ως εξής τους λόγους.
Εις κάθε ζήτημα, παιδί μου, μία αρχή πρέπει να λαμβάνεται ως βάσις από τους μέλλοντας να σκεφθώσι καλώς, η γνώσις του τι ζητούμεν, αλλέως κατ' ανάγκην θ' αποτύχωμεν τελείως. Οι δε πολλοί των ανθρώπων δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν γνωρίζουν την ουσίαν των πραγμάτων· ένεκα λοιπόν της αγνοίας των αυτής την οποίαν δεν βλέπουν, δεν θέτουν το ζήτημα όπως πρέπει εις την αρχήν της συσκέψεως και κατόπιν, αφού προχωρήσουν, πάσχουν ό,τι είναι επόμενον, μη δυνάμενοι να συμφωνήσωσι ούτε μεταξύ των ούτε με τους άλλους. Εγώ λοιπόν και συ ας μη πάθωμεν ό,τι κατηγορούμεν εις τους άλλους, αλλ' επειδή ο μεταξύ μας λόγος είναι, εάν πρέπη να προσχωρήση τις μάλλον εις τον ερώντα ή τον φίλον, ας συμφωνήσωμεν να θέσωμεν τον ορισμόν του έρωτος, τι ακριβώς είναι αυτός και ποίαν δύναμιν έχει, και αποβλέποντες εις τας αρχάς αυτάς και περί αυτάς στρεφόμενοι διά της σκέψεως ας εξετάσωμεν αν ο έρως είναι ωφέλιμος ή βλαβερός. Γενικώς είναι φανερόν ότι ο έρως είναι κάποια επιθυμία, αλλά και πάντες γνωρίζομεν ότι και μη αγαπώντες άνθρωποι επιθυμούσι τα ωραία. Ποία είναι τα γνωρίσματα τα οποία διακρίνουν τον ερώντα από τον μη ερώντα; Πρέπει λοιπόν να εννοήσωμεν ότι εις έκαστον από ημάς δύο τινές ιδέαι κυβερνώσαι και διευθύνουσαι τας πράξεις μας υπάρχουσι, των οποίων τον δρόμον ακολουθούμεν· η μεν μία είναι έμφυτος επιθυμία των ηδονών, η δε άλλη επίκτητος εκτίμησις ποθούσα το άριστον. Αύται δε αι ιδέαι άλλοτε μεν ομονοούσιν εντός ημών, κάποτε δε συμπλέκονται· και άλλοτε μεν η μία, άλλοτε δε η άλλη νικά. Όταν μεν λοιπόν η λογική εκτίμησις μας οδηγή εις το άριστον και κατακυριεύη εντελώς την ψυχήν μας, σωφροσύνη καλείται· όταν δε η παράλογος επιθυμία μας σύρη προς τας ηδονάς και κυριαρχή εντός μας, λαμβάνει το όνομα της ύβρεως. Η ύβρις έχει πολλά ονόματα διότι είναι πολυμερής και πολύμορφος· και εκ τούτων των μορφών της ύβρεως, εάν καμμία τύχη να υπερισχύση είς τινα άνθρωπον, δίδει το όνομά της, το οποίον δεν είναι ούτε καλόν ούτε τιμητικόν εις τον έχοντα το πάθος της. Δηλαδή όταν μεν η επιθυμία του φαγητού υπερισχύη της λογικής εκτιμήσεως του αρίστου και των άλλων επιθυμιών καλείται γαστριμαργία και εις τον έχοντα αυτήν δίδει το ίδιον όνομα του γαστριμάργου· όταν δε πάλιν η επιθυμία εξασκή τυραννίαν διά της μέθης και εις αυτήν σύρη τον κατεχόμενον υπό του πάθους, είναι φανερόν το επώνυμον το οποίον θα λάβη αυτός· και τα άλλα λοιπόν ονόματα τα αδελφά προς τα λεχθέντα και τα δεικνύοντα ομογενείς επιθυμίας είναι φανερόν ότι εδόθησαν προσηκόντως από την εκάστοτε κυριαρχούσαν. Σχεδόν δύνασαι πλέον να μαντεύσης ποίαν επιθυμίαν θέλων να παραστήσω σου είπα τα προηγούμενα, εν τούτοις θα σου εξηγηθώ σαφέστερον· η επιθυμία δηλαδή η παράλογος, η οποία υπερίσχυσε της εκτιμήσεως της τεινούσης προς το ορθόν και η οποία ετράπη προς απόλαυσιν του κάλλους, ετράπη δρόμον νικηφόρον, επειδή δε εξ άλλου αι συγγενείς προς αυτήν επιθυμίαι την εδυνάμωσαν ισχυρώς προς απόλαυσιν μόνον του σωματικού κάλλους, η επιθυμία αύτη εκ της ρώμης της αυτής το όνομα λαβούσα εκλήθη έρως (28).
Αλλά, φίλε μου Φαίδρε, φαίνομαι κάπως εις σε ότι, καθώς υποθέτω, έχω καταληφθή από θείον πάθος;
Φαίδρος
Πραγματικώς, Σωκράτη, κάποια ασυνήθης ευγλωττία σε κατέλαβε.
Σωκράτης
Σιώπα λοιπόν και άκουέ με· διότι τω όντι θείος ο τόπος ούτος
φαίνεται· ώστε να μη θαυμάσης εάν πολλάκις, καθόσον προχωρεί ο
λόγος, καταληφθώ από εξαιρετικόν οίστρον· διότι αυτήν την στιγμήν
οι λόγοι μου δεν διαφέρουν των ποιητικών διθυράμβων.
Φαίδρος
Αληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
Τούτων όμως συ είσαι αίτιος· αλλά τα λοιπά άκουε, διότι ίσως
κατόπιν με αφήσει η έμπνευσις. Περί τούτου μεν λοιπόν θα φροντίση ο
θεός, ημείς δ' ας επανέλθωμεν εις τον παίδα. — Έτσι, καλέ μου φίλε.
Έχομεν είπει λοιπόν και καθορίσει το αντικείμενον περί του οποίου έπρεπε να σκεφθώμεν, αναφερόμενοι δε εις αυτό ας λέγωμεν τα λοιπά, δηλαδή ποία ωφέλεια ή βλάβη πιθανώς θα συμβή εις τον χαριζόμενον από τον ερώντα ή από τον μη ερώντα.
Εις μεν λοιπόν τον τυραννούμενον υπό της επιθυμίας του έρωτος και εις τον δούλον της ηδονής κατ' ανάγκην ο αγαπώμενος πρέπει να παρέχη υψίστην ηδονήν· διότι εις τον νοσούντα είναι γλυκύ παν το μη παρέχον προσκόμματα, εχθρικόν δε παν το υπέρτερον και το ίσης ισχύος· ούτε λοιπόν ανώτερόν του, ούτε ίσον του ο ερών εκουσίως θ' ανεχθή τον αγαπώμενον, αλλ' επιδιώκει πάντοτε να τον κάμη μικρότερον και πλέον ταπεινόν· είναι δε κατώτερος από τον σοφόν ο αμαθής, ο δειλός από τον ανδρείον, από τον ρήτορα ο αδυνατών να εκφρασθή, από τον έξυπνον ο βραδύνους· τόσα πολλά κακά και ακόμη προσβλητικώτερα, όταν βλέπη ο εραστής ότι γεννώνται ή ενυπάρχουν εκ φύσεως εις τον αγαπώμενον, είναι φυσικόν να χαίρη κατά διάνοιαν διά τα μεν εξ αυτών, να παρασκευάζη δε άλλα, παρά να στερηθή την εφήμερον ηδονήν του. Ένεκα της ανάγκης ταύτης ακριβώς είναι φθονερός και εμποδίζει τον αγαπώμενον από πολλάς άλλας και από τας ωφελίμους συναναστροφάς, και γίνεται αίτιος μεγάλης βλάβης όταν τον απομακρύνη από τας σχέσεις αι οποίαι θα επέδρων εις τον ανθρωπισμόν του, μεγίστης δε όταν τον απομακρύνη από τας σχέσεις αι οποίαι θα τον καθίστων φρονιμώτατον, τούτο δε το κατορθώνει η θεία φιλοσοφία, από την σχέσιν της οποίας κατ' ανάγκην ο ερών εμποδίζει μακρόθεν τον αγαπώμενον, επειδή φοβείται μήπως καταφρονηθή υπ' αυτού. Και προσπαθεί με κάθε τρόπον όπως, αφ' ού κρατήση εις αμάθειαν τον αγαπώμενον και του στρέψη όλην την προσοχήν εις τον εραστήν, κατορθώση να τον κάμη λίαν μεν ευχάριστον εις τούτον, βλαβερώτατον δε εις τον ίδιον τον εαυτόν του.
Ως προς τας σκέψεις λοιπόν ανήρ ο οποίος έχει έρωτα δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπον να φανή ωφέλιμος επίτροπος και φίλος εις νέον.
Ας εξετάσωμεν κατόπιν οποίας έξεις προσδίδει και πώς θεραπεύει το σώμα, του οποίου εγένετο κύριος, ο ερών, ο οποίος είναι ηναγκασμένος να επιδιώκη το ηδύ αντί του αγαθού. Θα ίδωμεν αυτόν να επιζητή μαλθακόν τινα και όχι εύρωστον νέον μέσα εις τον ήλιον ανοικτά, αλλά κάτω από πλατείαν σκιάν, ο οποίος να είναι άπειρος κόπων ανδροπρεπών και ιδρώτων εκ σωματικών ασκήσεων, έμπειρος δε βίου απαλού και αναρμόστου εις άνδρα, ο οποίος να κοσμήται με ξένα χρώματα και στολίσματα, επειδή του λείπουν τα ιδικά του, ο οποίος ν' ασχολήται με όλας εκείνας τας ασχημίας τας ακολουθούσας τ' ανωτέρω, αι οποίαι είναι γνωσταί και δεν αξίζει να εκτεινώμεθα με αυτάς, αλλ' αφού τας συνοψίσωμεν εις άλλας παρατηρήσεις να προβώμεν· το τοιούτον δηλαδή σώμα και εις τον πόλεμον και εις τας άλλας επικινδύνους ανάγκας του βίου οι μεν εχθροί το βλέπουν χωρίς φόβον [περιφρονούντες], οι δε φίλοι και αυτοί οι ερασταί μετά φόβου [αγωνιώντες μήπως πάθη]. Αλλά ταύτας τας παρατηρήσεις ας αφήσωμεν διότι είναι φανεραί, και ας είπωμεν περί του εξής, ποίαν ωφέλειαν ή βλάβην θα παράσχη η του ερώντος σχέσις και επιρροή [όχι περί του σώματος και της ψυχής αλλά] προκειμένου περί των κτημάτων του αγαπωμένου. Είναι φανερόν δα τούτο τουλάχιστον εις τον καθένα και ιδίως εις τον ερώντα, ότι ούτος θα ηύχετο ν' απορφανισθή εντελώς ο αγαπώμενος από τα πολυτιμότατα και αγαπητότατα και ιερώτατα κτήματά του· διότι θα εδέχετο να στερηθή ο αγαπώμενος και τον πατέρα του και την μητέρα του και τους συγγενείς και φίλους, επειδή υποθέτει αυτούς επικριτάς και εμποδιστάς της γλυκυτάτης προς αυτόν σχέσεως. Αλλ' εξ άλλου και περιουσίαν χρηματικήν ή άλλην τινά, εάν είχε ο αγαπώμενος, θα νομίση ότι δεν του είναι ευκολοκατάκτητος ή, εάν κατακτηθή, δεν θα τον μεταχειρίζεται ευκόλως· διά τούτο, κατ' ανάγκην αναπόδραστον, ο εραστής φθονεί τον αγαπώμενον εάν είναι πλούσιος, χαίρει δε όταν η περιουσία αυτού χαθή. Προσέτι ο εραστής θα ηύχετο να μείνη ο αγαπώμενος άγαμος, άπαις, ανέστιος, επειδή επιθυμεί να παρατείνη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον την ιδίαν του γλυκείαν απόλαυσιν.
Υπάρχουσι μεν λοιπόν και άλλα κακά, αλλά θεός τις εις τα περισσότερα από αυτά ανέμιξε κάποιαν προσωρινήν ηδονήν, παραδείγματος χάριν εις τον κόλακα, όστις είναι δεινόν θηρίον και βλάβη μεγάλη, η φύσις ανέμιξε κάποιαν ευχαρίστησιν λεπτήν, και την σχέσιν προς εταίραν ως βλαβεράν θα έψεγέ τις, και άλλα πολλά εκ των παρομοίων συνδέσμων προς υπάρξεις και συνηθειών, τα οποία καθ' ημέραν τουλάχιστον τέρπουσιν ημάς· αλλ' όμως ο εραστής εκτός της βλάβης προξενεί και υπερβολικήν αηδίαν ένεκα της καθημερινής συναναστροφής· διότι κατά την παλαιάν παροιμίαν ο της αυτής ηλικίας τέρπει τον συνομήλικά του· επειδή ως νομίζω η του χρόνου ισότης ένεκα της ομοιότητος φέρουσα εις ίσας ηδονάς παρέχει φιλίαν· αλλ' όμως και αι παρόμοιαι σχέσεις φέρουσι κόρον· εις πάσαν σχέσιν όλων των πραγμάτων το κατ' ανάγκην πάλιν γιγνόμενον λέγεται ότι είναι βαρύ πράγμα· το οποίον βεβαίως έχει προ πάντων ο εραστής προς τον αγαπώμενον εκτός της ανομοιότητος της ηλικίας. Διότι όταν έχη σχέσιν ο πρεσβύτερος με νεώτερον, ούτε την ημέραν ούτε την νύκτα εκουσίως τον αποχωρίζεται, αλλά φέρεται υπό του πάθους και υπό τινος μανιακής εμπνεύσεως, η οποία παρέχει ολοέν εις αυτόν ηδονάς με το να βλέπη, ν' ακούη, να εγγίζη και πάσαν αίσθησιν να αισθάνεται του αγαπωμένου, ώστε καταλλήλως πάντοτε τον υπηρετεί διά της ηδονής· εις δε τον αγαπώμενον ποίαν παρηγορίαν ή ποίας ηδονάς θα παράσχη, όταν επί ίσον χρόνον συζή μετ' αυτού, ώστε να μη τον φέρη εις το τελευταίον σημείον της αηδίας; όταν βλέπη ο αγαπώμενος την όψιν εκείνου πρεσβυτέραν και μαραμένην εκ της ηλικίας, την οποίαν συνοδεύουν και αι άλλαι αδυναμίαι αηδείς και να τας ακούη τις λεγομένας, και όταν είναι ηναγκασμένος από ανάγκην πάντοτε προσκειμένην να τον υπομένη, και όταν ο αγαπώμενος επιτηρήται εις πάσαν πράξιν του και εις τας σχέσεις προς όλους από καχύποπτον ζηλοτυπίαν, και όταν ακούη [από το στόμα του ερώντος] παρακαίρους και υπερβολικούς επαίνους, ομοίως και ψόγους ανυποφόρους καθ' ην στιγμήν είναι εις τα σωστά του, εν ώ, καθ' ην στιγμήν είναι ζαλισμένος από μέθην, μεταχειρίζεται εκτός των πράξεων, αι οποίαι δεν είναι ανεκταί ένεκα του αίσχους, αυθάδειαν φορτικήν από αηδίαν και αδιάντροπον.
Και εν όσω μεν ο ερών κατέχεται υπό του πάθους του είναι και βλαβερός και αηδής, όταν δε εις τον έπειτα χρόνον παύση να αγαπά, γίνεται άπιστος εις εκείνον, τον οποίον μόλις συνεκράτει με πολλάς υποσχέσεις και πολλούς όρκους και παρακλήσεις, ώστε να υποφέρη την οχληράν και επίπονον σχέσιν του τότε, ένεκα της ελπίδος αγαθών εις το μέλλον. Καθ' ον χρόνον λοιπόν πρέπει να εκπληρώση ο ερών τας υποσχέσεις του αλλάζει κύριον του εαυτού του και προστάτην, αντί του έρωτος και της μανίας δέχεται τον νουν και την σωφροσύνην και με το να μεταβληθή λησμονεί τον αγαπώμενον. Και ο μεν αγαπώμενος ζητεί ανταπόδοσιν διά τας άλλοτε ευνοίας, τας οποίας του παρέσχε υπενθυμίζων τα πραχθέντα και τα λεχθέντα, ωσάν να ομιλή προς τον ίδιον άνθρωπον· ο δε ερών εξ εντροπής ούτε να είπη τολμά ότι μετεβλήθη ούτε δύναται να εκπληρώση τους όρκους και τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωκε, διατελών υπό την προηγουμένην ανόητον κυριαρχίαν του πάθους, διότι τώρα συνήλθε και εσωφρόνησε, ώστε να μη πράττη τα ίδια με τα προηγούμενα και να μη γίνη πάλιν όμοιος ή ο ίδιος με τον παλαιόν άνθρωπον.
Ένεκα τούτων λοιπόν γίνεται φυγάς και ο πριν εραστής, κατ' ανάγκην εγκαταλείψας αυτόν, με την πτώσιν του οστράκου από το άλλο μέρος, (29) τρέπεται εις φυγήν μεταβληθείς [εν ώ πρότερον ήτο διώκτης]· ο δε αγαπώμενος αναγκάζεται να τον καταδιώκη αγανακτών και επικαλούμενος τους θεούς, επειδή δεν εγνώριζεν εξ αρχής την πάσαν αλήθειαν, ότι δηλαδή δεν έπρεπε ποτέ να χαρίζεται εις ερώντα και ανόητον ένεκα της ανάγκης του πάθους, αλλά πολύ περισσότερον εις τον μη ερώντα και νουν έχοντα· διότι εάν δεν έκαμνε τούτο [να χαρισθή εις μη ερώντα], κατ' ανάγκην θα παρέδιδε τον εαυτόν του εις άνθρωπον άπιστον, ιδιότροπον, φθονερόν, αηδή, βλαβερόν μεν εις την περιουσίαν του, βλαβερόν δε εις την υγείαν του, προ πάντων δε πολύ βλαβερόν εις την ανάπτυξιν της ψυχής του, της οποίας αληθώς ούτε μεταξύ των ανθρώπων, ούτε μεταξύ των θεών υπάρχει ούτε θα υπάρξη ποτέ πολυτιμότερον πράγμα. Αυτάς τας αληθείας πρέπει, παιδί μου, να κατανοής, και να μάθης ότι η φιλία του εραστού δεν προέρχεται από ευεργετικήν στοργήν, αλλ' ότι γεννάται ως όρεξις φαγητού χάριν κορεσμού, καθώς οι λύκοι το αρνάκι αγαπούν, έτσι κ' οι ερασταί αγαπούν το παιδί (30).
Τούτο είν' εκείνο πού σου έλεγα, Φαίδρε, ότι δεν θ' ακούσης τίποτε περισσότερον από εμέ, αλλ' ο λόγος μου ας τελειώση για σένα πλέον.
Φαίδρος
Αλλ' εγώ επίστευον ότι ευρίσκεσαι εις το μέσον του λόγου, και ότι
θα έλεγες τα ίσα και περί του μη ερώντος, ότι πρέπει εις εκείνον να
χαρίζεται μάλλον ο παις, απαριθμών εξ άλλου τας ωφελείας τας οποίας
παρουσιάζει η σχέσις του· εις αυτό λοιπόν το σημείον, Σωκράτη,
διατί εσταμάτησες;
Σωκράτης
Δεν ησθάνθης, καλότυχε, ότι δεν μεταχειρίζομαι ήδη εις την ομιλίαν
μου τον τόνον του διθυράμβου, αλλ' ότι εκφράζομαι ως ποιητής πλέον
ηρωικών στίχων, και ταύτα εν ώ ευρισκόμην εις την ανάγκην να ψέγω;
Αλλ' εάν τώρα αρχίσω να επαινώ τον άλλον εις ποίον σημείον
εμπνεύσεως νομίζεις ότι θα φθάσω; Άραγε εννοείς ότι από τας Νύμφας,
εις την επιρροήν των οποίων επίτηδες μ' εξώθησες, θα εμπλησθώ με
θείαν έμπνευσιν; Σου λέγω λοιπόν με ένα λόγον, ότι όσαι λοιδορίαι
εις τον ερώντα απεδόθησαν αρμόζει αι αντίθετοι τούτων αρεταί ν'
αποδοθώσιν εις τον άλλον όστις δεν αγαπά. Και τις ανάγκη να
μακρολογώμεν; και περί των δύο αρκετά έχομεν είπει· και έτσι λοιπόν
ο λόγος, αφού είναι πρέπον να λάβη τέλος, τούτο θα πάθη· κ' εγώ τον
ποταμόν τούτον θα διαβώ και θα φύγω, πριν αναγκασθώ από σε να σου
κάμω καμμίαν άλλην μεγαλυτέραν χάριν.
Φαίδρος
Μη φύγης ακόμη, Σωκράτη, προτού περάση τουλάχιστον το καύμα του
ηλίου· ή δεν βλέπεις ότι ήδη πλησιάζει μεσημέρι, ότε η ημέρα
σταματά; Αλλ' ας μείνωμεν και αφ' ου συνομιλήσωμεν περί των ανωτέρω
θεμάτων, ταχέως αναχωρούμεν μόλις δροσίση.
Σωκράτης
Θείος είσαι διά λόγους, Φαίδρε, κ' εντελώς σε θαυμάζω· διότι, ως
νομίζω, κανείς από τους γεννηθέντας επί των ημερών της ζωής σου δεν
έχει κάμει ως συ να παραχθώσι περισσότεροι λόγοι, είτε με το να
τους λέγης ο ίδιος, είτε με το ν' αναγκάζης με κάθε τρόπον τους
άλλους να λέγωσι. Εξαιρώ μόνον τον Σιμμίαν τον Θηβαίον· (31) αλλά
τους άλλους πάρα πολύ τους υπερτερείς· και τώρα πάλιν μου φαίνεται
ότι θα μου γίνης αιτία να είπω κανένα λόγον.
Φαίδρος
Μου φαίνεσαι τουλάχιστον ότι κηρύττεις πόλεμον· αλλ' ας ίδωμεν περί
τίνος πρόκειται;
Σωκράτης
Μόλις έμελλον, καλέ μου, να περάσω τον ποταμόν, ησθάνθην το
δαιμόνιον, το σημείον το οποίον γίνεται συνήθως εντός μου και το
οποίον πάντοτε με συγκρατεί, να μη κάμνω ό,τι σκοπεύω, (32) και
φωνήν ενόμισα ότι ήκουσα από τούτο εδώ το μέρος, η οποία δεν με
άφηνε ν' αναχωρήσω προτού εξαγνισθώ ωσάν να ημάρτησα κατά τι εις το
θείον. Είμαι λοιπόν μάντις, αν και όχι σπουδαίος, αλλά καθώς οι
γνωρίζοντες ολίγα γράμματα προς χρήσιν των, έτσι κ' εγώ αρκούμαι να
χρησιμοποιώ την μαντικήν μου εις τον εαυτόν μου μόνον· καθαρά
λοιπόν εννοώ το αμάρτημά μου. Διότι ακριβώς μου φαίνεται, φίλε μου,
ότι η ψυχή έχει κάποιαν δύναμιν μαντικήν διότι και, όταν προ μικρού
σου έλεγον τον λόγον, με συνετάραξε κάπως και υπώπτευον μήπως, όπως
λέγει ο Ίβυκος, (33) αμαρτήσω κατά τι εις τους θεούς με εκείνο όπερ
θα μου δώση τιμήν από τους ανθρώπους· τώρα δε αισθάνομαι το
αμάρτημά μου.
Φαίδρος
Λέγε το λοιπόν ποίον είναι;
Σωκράτης
Τρομερόν, Φαίδρε, τρομερόν λόγον έφερες, και ο ίδιος με ηνάγκασες
να είπω.
Φαίδρος
Τι λοιπόν;
Σωκράτης
Λόγον ανόητον και κάπως ασεβή· γνωρίζεις άλλον πλέον αξιοκατάκριτον
τούτου;
Φαίδρος
Κανένα άλλον, εάν συ βεβαίως λέγης αληθινά πράγματα.
Σωκράτης
Τι λοιπόν; Τον έρωτα δεν τον θεωρείς υιόν της Αφροδίτης, και ένα εκ
των θεών;
Φαίδρος
Τον λέγουν βεβαίως.
Σωκράτης
Αλλά δεν ελήφθη ως τοιούτος ούτε υπό του Λυσίου, ούτε υπό του
ιδικού σου λόγου, ο οποίος ελέχθη διά του ιδικού μου στόματος που
το κατεφαρμάκευσες συ. Εάν δε είναι, καθώς και είναι, ο Έρως θεός ή
θείον τι ον, δεν πρέπει καθόλου να ληφθή ως κακός· εν ώ οι δύο
λόγοι, οίτινες τώρα ακριβώς ελέχθησαν περί αυτού, ως τοιούτον τον
εθεώρησαν. Και κατά τούτο λοιπόν οι δύο λόγοι περιέχουν αμαρτίαν ως
προς τον Έρωτα, και προσέτι η ανοησία αυτών είναι πάρα πολύ αστεία
διότι, εν ώ δεν λέγουν τίποτε υγιές και αληθές, υπερηφανεύονται ότι
περιέχουν κάποιαν σοβαράν αξίαν, εάν εξαπατήσωσι μερικούς μικρούς
ανθρώπους και προκαλέσωσι τον θαυμασμόν των. Είναι λοιπόν ανάγκη,
φίλε μου, να υποστώ κάθαρσιν· υπάρχει δε εις τους αμαρτάνοντας εις
την θεολογίαν παλαιός καθαρμός τον οποίον ο Όμηρος μεν δεν εγνώριζε
(34), αλλά μόνον ο Στησίχορος. Διότι όταν εστερήθη του φωτός των
ομμάτων του, επειδή κατηγόρησε την Ελένην, δεν παρεγνώρισε, καθώς ο
Όμηρος, αλλ' ως αληθινός λυρικός ποιητής ενόησε την αιτίαν, και
κάμνει ευθύς τους στίχους·
Δεν είν' αληθινή η φήμη αυτή. Εσύ δεν μπήκες 'ςτά καλλίζυγα καράβια, Κι' ούτ' έφτασες 'ςτά Πέργαμα της Τροίας (35).
και αφού έκαμε πλέον όλην την ονομαζομένην παλινωδίαν αμέσως είδε το φως του. Εγώ λοιπόν και εις αυτό τούτο ακριβώς θα φανώ σοφώτερος και των δύο ποιητών εκείνων· διότι πριν να πάθω, ένεκα της κατηγορίας που έκαμα εις τον έρωτα, θα προσπαθήσω να του αποδώσω την παλινωδίαν, αλλά τώρα με γυμνήν την κεφαλήν και όχι καθώς τότε ότε την είχον σκεπάσει ένεκα της εντροπής [την οποίαν ησθανόμην λέγων].
Φαίδρος
Από αυτά που μου είπες, Σωκράτη, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα
πλέον ευχάριστα εις εμέ.
Σωκράτης
Πρέπει να ηξεύρης, καλέ μου Φαίδρε, ότι με αναίδειαν έχουσι λεχθή
και οι δύο λόγοι και ο ιδικός μου και ο εκ του βιβλίου. Διότι, εάν
κανείς ευγενής και ημέρου χαρακτήρος αγαπών ή έχων αγαπήσει ποτέ
άνθρωπον όμοιόν του μας ακούση να λέγωμεν ότι οι ερασταί
συλλαμβάνουσι μεγάλας έχθρας διά μικράς αιτίας και ότι φθονούσι και
βλάπτουσι τους αγαπωμένους, πως δεν ήθελε φαντασθή ότι ακούει
ανθρώπους ανατεθραμμένους μεταξύ των ναυτών, οι οποίοι δεν έχουν
ιδεί κανένα έρωτα ελευθέριον και έντιμον; πώς δε δεν ήθελε
διαφωνήσει πολύ με ημάς δι' όσους ψόγους επιρρίπτομεν εις τον
Έρωτα;
Φαίδρος
Ηδύνατο να το είπη, μα τον Δία, Σωκράτη.
Σωκράτης
Τούτον λοιπόν εγώ τουλάχιστον εντρεπόμενος [τον Δία], και αυτόν τον
έρωτα φοβούμενος, επιθυμώ να ξεπλύνω διά ποσίμου λόγου τον κάπως
αλμυρόν λόγον τον οποίον ηκούσαμεν· συμβουλεύω δε και τον Λυσίαν
όσον το δυνατόν τάχιστα να γράψη ότι πρέπει ο αγαπώμενος, εάν τα
άλλα είναι ίσα και όμοια, να ευνοή μάλλον τον εραστήν και όχι τον
μη ερώντα.
Φαίδρος
Να είσαι πεπεισμένος ότι έτσι θα γίνη τούτο· διότι εάν συ μου
επαινέσης τον ερώντα, ανάγκη πάσα να βιασθή εξ άλλου μέρους ο
Λυσίας από εμέ να γράψη λόγον περί του ιδίου θέματος.
Σωκράτης
Τούτο μεν πιστεύω να το κάμης ενόσω θα είσαι εκείνος που είσαι.
Φαίδρος
Λέγε λοιπόν μ' εμπιστοσύνην.
Σωκράτης
Πού μου είναι λοιπόν το παιδί εις το οποίον απηυθυνόμην; διά να
ακούση και τούτο [το νέον], και διά να μη προφθάση, αν δεν μ'
ακούση, να χαρισθή εις τον μη ερώντα.
Φαίδρος
Το παιδί είναι πολύ πλησίον σου και θα παρευρίσκεται πάντοτε ενόσω
συ το θέλεις.
Σωκράτης
&Δεύτερος λόγος Σωκράτους.&
Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ωραίο παιδί, ν' αντιληφθής το πράγμα, ότι ο πρώτος λόγος ήτο του Φαίδρου του υιού του Πυθοκλέους εκ του δήμου Μυρρινούντος· (36) αυτός δε τον οποίον θα σου είπω είναι του Στησιχόρου, του υιού του Ευφήμου του καταγομένου εκ της πόλεως Ιμέρας (37). Πρέπει δε ως εξής να λεχθή εις την αρχήν, ότι δεν είναι αληθές το λεγόμενον ότι θα έπρεπε κανείς να χαρίζεται, εν ώ είναι παρών ο ερών, εις τον μη ερώντα, διότι ακριβώς ο μεν πρώτος κατέχεται υπό μανίας, ο δε δεύτερος ευρίσκεται εις σώφρονα κατάστασιν. Διότι καλώς θα ελέγετο τούτο, εάν απεδεικνύετο ότι η μανία είναι εν γένει, κακόν τι, εν ώ τώρα βλέπομεν ότι τα μέγιστα των αγαθών γίνονται εις ημάς διά της μανίας, η οποία όμως διά θείας χορηγίας μας δίδεται.
Διότι ακριβώς και η προφήτις των Δελφών η Πυθία και αι ιέρειαι της Δωδώνης, όταν μεν κατείχοντο υπό μανίας πολλάς και καλάς υπηρεσίας εις τον ιδιωτικόν και εις τον δημόσιον βίον των Ελλήνων προσέφερον, εν ώ όταν εσωφρόνουν ολίγον ή ουδόλως ωφέλησαν· και θα εμακρολογούμεν εάν μνημονεύσωμεν τα γνωστά εις όλους περί της Σιβύλλης και των άλλων, όσοι με θεόπνευστον μαντικήν δύναμιν πολλά εις πολλούς προλέγοντες περί του μέλλοντος διεφώτισαν· αξιοσημείωτον δε απόδειξιν θα επικαλεσθώμεν την εξής, ότι και οι παλαιοί οι οποίοι έθετον ονόματα εις τα πράγματα δεν εθεώρουν εντροπήν ούτε ατιμίαν την μανίαν· διότι δεν θα εκάλουν μανικήν, αποδίδοντες εν συνδυασμώ το ίδιον τούτο όνομα εις την αρίστην τέχνην διά της οποίας κρίνεται το μέλλον· αλλ' επειδή εσκέφθησαν ότι είναι καλόν τι η μανία, όταν προέρχεται εκ μέρους του θεού, έθεσαν τοιούτον όνομα εις την τέχνην την οποίαν οι σημερινοί δι' ακαλαισθήτου παρεμβολής του ταυ την απεκάλεσαν μαντικήν· τουναντίον η ανίχνευσις του μέλλοντος, η όποια γίγνεται δι' ανθρώπων ουχί εμπνευσμένων αλλά φρονίμων, διά της παρατηρήσεως της πτήσεως των πτηνών και άλλων σημείων, επωνομάσθη οιονοϊστική, επειδή με την βοήθειαν του λογικού πορίζονται δι' ανθρωπίνης εικασίας (οιήσεως) γνώσιν (νουν) και έρευναν (ιστορίαν)· ταύτην οι νεώτεροι οιωνιστικήν διά του ω χάριν εμφάσεως καλούσιν.
Όσον λοιπόν τελειωτέρα και πολυτιμοτέρα τέχνη είναι η μαντική της οιωνιστικής και ως προς το όνομα και ως προς το έργον, τόσον οι παλαιοί φέρουσι μαρτυρίας ότι είναι ευγενεστέρα η εκ θεού εμβαλλομένη μανία από την ανθρωπίνην σωφροσύνην. Αλλ' εξ άλλου και όταν οικογένειαί τινες διά τιμωρίαν παλαιών αμαρτημάτων κατελήφθησαν από νόσους και δυστυχήματα μέγιστα, η μανία γεννηθείσα εις μερικούς επροφήτευσε τα φάρμακα διά των οποίων θ' απηλάσσοντο, καταφυγούσα εις προσευχάς προς τους θεούς κ' εξιλεωτικάς λατρείας· εκ τούτου λοιπόν διά καθαρμών και δι' άλλων εξαγνιστικών τελετών η μανία εθεράπευσε τον κατεχόμενον υπ' αυτής και κατά το παρόν και διά το μέλλον επιτυχούσα λύσιν των παρόντων κακών εις τον υπ' ορθής μανίας καταληφθέντα και εμπνευσθέντα. Τρίτη δε είναι η από των Μουσών προερχομένη έμπνευσις και μανία, η οποία καταλαβούσα αγνήν και παρθενικήν ψυχήν την εξεγείρει και την εκβακχεύει εις το να εξυμνή δι' ωδών και δι' άλλων ειδών ποιητικών τα άπειρα κατορθώματα των παλαιών ηρώων διά των οποίων παιδεύει τους μεταγενεστέρους· εκείνος δε ο οποίος άνευ της μανίας των Μουσών θα κρούση τας ποιητικάς θύρας, επειδή έχει πεποίθησιν ότι διά της τέχνης του μόνον θα γίνη ποιητής, συνήθως επισκιάζεται, μη επιτυχών του σκοπού του, και αυτός και η περιεσκεμμένη ποίησίς του από την ποίησιν των εμπνεομένων υπό της μανίας αυτής των Μουσών.
Τόσον πολλά είναι και ακόμη περισσότερα τα καλά αποτελέσματα, τα οποία δύναμαι να είπω διά την μανίαν που προέρχεται από τους θεούς.
Ώστε αυτό τούτο ακριβώς ας μη φοβώμεθα, ουδ' ας μη θορυβή δειλός τις λόγος ισχυριζόμενος ότι πρέπει να προτιμώμεν τον σώφρονα φίλον αντί του εμπνεομένου υπό του θείου· αλλ' εκτός των ανωτέρω και το εξής ας μας αποδείξη, διά να έλθη νικητής ο λόγος ούτος, ότι ο έρως δεν στέλλεται από τους θεούς διά το καλόν του ερώντος και του αγαπωμένου.
Αλλ' ημείς πρέπει ν' αποδείξωμεν το εναντίον, ότι προς μεγίστην ευτυχίαν αυτών δίδεται παρά των θεών η τοιαύτη μανία· η δε απόδειξις ακριβώς τούτου Θα είναι εις μεν τους δεινούς εις σοφίσματα απίστευτος, εις δε τους αληθείς σοφούς πιστευτή· πρέπει λοιπόν πρώτον διά να νοήσωμεν την αλήθειαν, να εξετάσωμεν την φύσιν της θείας και ανθρωπίνης ψυχής διά της παρατηρήσεως των παθήσεων και των ενεργειών αυτής· αρχή δε της αποδείξεως είναι η εξής.
Πάσα ψυχή είναι αθάνατος· διότι είναι αθάνατον το αιωνίως κινούμενον ον· το δε ον το οποίον κινεί άλλο τι και υπ' άλλου κινείται, όταν παύση να έχη κίνησιν, παύει να ζη. Μόνον λοιπόν το υπό του εαυτού του κινούμενον ον, επειδή δεν εγκαταλείπει τον εαυτόν του δεν παύει ποτέ να κινήται, αλλά τούτο είναι πηγή και αρχή κινήσεως εις τα άλλα όσα κινούνται. Η αρχή δε είναι τι πράγμα αγέννητον. Διότι κατ' ανάγκην εκ της αρχής πρέπει να γεννηθή παν το γιγνόμενον, η δε αρχή να μη γεννηθή εξ ουδενός· διότι εάν έκ τινος η αρχή παρήγετο, δεν θα ηδύνατο να είναι αρχή· επειδή δε η αρχή είναι αγέννητόν τι, κατ' ανάγκην θα είναι και άφθαρτον. Διότι αν ακριβώς η αρχή [φθαρείσα] απολεσθή, ούτε αυτή ποτέ έκ τινος άλλου θα γίνη, ούτε άλλο τι εξ εκείνης, αφ' ου είναι ανάγκη εξ εκείνης πάντα να παραχθώσιν. Όθεν λοιπόν η αρχή μεν της κινήσεως είναι το αυτοκίνητον ον τούτο δε ούτε ν' απολεσθή ούτε να γεννηθή είναι δυνατόν, αλλέως όλος ο ουρανός και όλα τα γεννηθέντα όντα συμπαρασυρθέντα εις πτώσιν θα σταθώσι, και ποτέ πλέον δεν θα έχωσιν αρχήν από την οποίαν να κινηθώσιν εκ νέου. Αφ' ού λοιπόν απεδείξαμεν ότι το αυτοκίνητον είναι αθάνατον, της ψυχής ουσία και ο ορισμός δεν θα διστάση τις να ομολογήση ότι είναι αυτή αύτη η δύναμις [να κινήται αφ' εαυτής].
Διότι παν σώμα, εις το οποίον η κίνησις προέρχεται από άλλο κ' έξω αυτού ευρισκόμενον, είναι άψυχον, έμψυχον δε είναι το έχον την κίνησιν μέσ' από τον εαυτόν του, και τοιαύτη είναι η φύσις της ψυχής. Εάν λοιπόν τούτο αληθεύη και εάν το αυτοκίνητον ον δεν είναι άλλο ή ψυχή, κατ' ανάγκην η ψυχή θα είναι αγέννητόν τι και αθάνατον.
Αρκετά μεν λοιπόν είπομεν περί της αθανασίας της ψυχής· τώρα πρέπει ν' ασχοληθώμεν περί της ουσίας αυτής· διά να εξηγήσωμεν τι πράγμα είναι αύτη έχομεν πάντοτε ανάγκην εντελώς θείας επιστήμης και μακράς διηγήσεως, τουναντίον δε ανθρωπίνης επιστήμης και μικροτέρας διηγήσεως, εάν παραβάλωμεν αυτήν με άλλο τι παρόμοιον· κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον ας λέγωμεν, ότι ομοιάζει ακριβώς η ψυχή με δύναμιν σύμφυτον αποτελουμένην από ζεύγος πτερωτών ίππων και από ηνίοχον. Αλλ' οι μεν ίπποι και οι ηνίοχοι όλοι των θείων όντων και οι ίδιοι είναι αγαθοί και ευγενούς καταγωγής, των δε άλλων εμψύχων είναι μικτοί [αγαθοί και κακοί κατά την φύσιν]· και πρώτον μεν ο ηνίοχος ημών [των άλλων] διευθύνει ζεύγος ίππων αλλ' ευρίσκει ότι του είναι ο μεν είς ίππος εξαίρετος και από εξαίρετον γένος, ο δε έτερος αντίθετος του πρώτου και από κακόν γένος· επίπονος λοιπόν κατ' ανάγκην και δύσκολος είναι η ηνιόχησις του ιδικού μας ανθρωπίνου οχήματος.
Θα προσπαθήσωμεν λοιπόν να εξηγήσωμεν τίνι τρόπω μεταξύ των άλλων εμψύχων τα μεν εκλήθησαν θνητά ζώα, τα δε αθάνατα. Εν γένει αι ψυχαί ασχολούνται με την άψυχον ύλην περιφερόμεναι εις όλον το σύμπαν και λαμβάνουσαι κατά καιρούς ποικίλας μορφάς· και όταν μεν λοιπόν η ψυχή είναι τελεία και πτερωτή, πλανάται εις τον αιθέρα και όλον τον κόσμον διοικεί· όταν όμως χάση τα πτερά της πίπτει φερομένη [εδώ κ' εκεί], έως ότου προσκολληθή είς τι στερεόν, όπου κατοικήσασα και σώμα γήινον λαβούσα εκλήθη εν συνόλω, η σύμπηξις δηλαδή αύτη ψυχής και σώματος, ζώον, το οποίον φαίνεται ότι κινείται αφ' εαυτού διότι έχει την δύναμιν της ψυχής, και το οποίον επωνομάσθη και θνητόν· το δε αθάνατον ον δεν αποδεικνύεται καθόλου εξ ορθών συλλογισμών, αλλά φανταζόμεθα αυτό, επειδή ούτε είδομεν ούτε δυνάμεθα επαρκώς να νοήσωμεν την θείαν φύσιν ως αθάνατον τι ζώον, το οποίον έχει ψυχήν και σώμα και ταύτα συμφυή αιωνίως. Αλλ' ας έχη το πράγμα τούτο, οπωσδήποτε είναι αρεστόν εις τον θεόν να λέγωμεν [προκειμένου περί της φύσεως αυτού]· ημείς δε ας εξηγήσωμεν διατί η ψυχή απέβαλε τα πτερά της· είναι δε η αιτία η εξής περίπου.
Η δύναμις των πτερών εκ φύσεως δύναται ν' αναβιβάζη το βαρύ υψηλά προς τους αιθέρας όπου κατοικεί το γένος των θεών· μετέχει δε κατά τινα τρόπον του θείου ή των πτερών, δύναμις [μετά της ψυχής] περισσότερον από τας άλλας σωματικάς δυνάμεις. Το δε θείον είναι ωραιότης, αλήθεια και αγαθότης και κάθε άλλη ανάλογος ιδιότης· διά τούτων λοιπόν τρέφεται και αυξάνει προ πάντων το πτέρωμα της ψυχής, διά δε της ασχημίας, της κακίας και διά των άλλων αντιθέτων ιδιοτήτων τήκεται και καταστρέφεται· ο μεν λοιπόν Ζευς, μέγας ηγεμών εις τον ουρανόν, διευθύνων πτερωτόν άρμα, πρώτος πορεύεται κανονίζων τα πάντα και φροντίζων δι' αυτά· τον ακολουθεί δε στράτευμα θεών και δαιμόνων διηρημένον εις ένδεκα τάγματα· διότι μόνη η Εστία μένει εντός του οίκου των αθανάτων· άρχοντες δε των άλλων ταγμάτων τεταγμένοι, οι λοιποί ένδεκα θεοί, προηγούνται κατά την ωρισθείσαν σειράν. Πολλά μεν λοιπόν κ' ευφρόσυνα θεάματα υπάρχουσιν εντός των ενδοτέρων δρόμων του ουρανού, όπου περιφέρεται το γένος των ευδαιμόνων θεών, εκ των οποίων έκαστος εκτελεί την ιδιαιτέραν του λειτουργίαν και τους οποίους ακολουθεί όστις θέλει και δύναται ν' ακολουθή· διότι ο φθόνος στέκει μακράν από τον θείον τούτον χορόν· όταν δε πλέον πηγαίνουν εις την ευωχίαν και το συμπόσιον, διευθύνονται διά δρόμου ανηφορικού εις την υψηλοτέραν άκραν υπό την ουράνιον αψίδα· τα μεν των θεών οχήματα πορεύονται μ' ευκολίαν και τηρούντα ισορροπίαν διότι είναι ευδιοίκητα, τα δε άλλα οχήματα μόλις· διότι ο μετέχων κακίας ίππος παρεκκλίνει γέρνων και βαρύνων προς την γην, εάν ο ηνίοχός του δεν τον έχη δαμάσει καλώς· εκεί τότε η ψυχή υφίσταται δοκιμασίαν και αγώνα έσχατον. Και αι μεν ψυχαί αι καλούμεναι αθάνατοι, όταν φθάσωσιν εις το ακρότατον σημείον του ουρανού υπερβάσαι τον ουράνιον θόλον στέκονται επάνω εις αυτόν, εκεί δ' ευρισκόμεναι περιάγονται υπό της περιφοράς, εν ώ θεωρούσι το έξω του ουρανού σύμπαν.
Τούτον δε τον υπερουράνιον τόπον ούτ' εξύμνησεν ακόμη κανείς ποιητής εκ των ιδικών μας εδώ κάτω, ούτε ποτέ θα εξυμνήση επαξίως, έχει δε ούτος ως εξής· διότι οφείλει τις να τολμήση να είπη την αλήθειαν, ιδίως όταν περί αυτής της αληθείας ομιλή. Η αληθής ουσία δηλαδή της ψυχής η αχρωμάτιστος και ασχημάτιστος και αψηλάφητος είναι θεατή μόνον από τον κυβερνήτην της ψυχής, τον νουν· πέριξ ταύτης της ουσίας έχει την έδραν της η τελεία επιστήμη, η οποία περιλαμβάνει την αλήθειαν ολόκληρον. Η διάνοια λοιπόν του θεού επειδή τρέφεται με νουν και επιστήμην άκρατον, καθώς και η διάνοια πάσης άλλης ψυχής, η οποία μέλλει να εκπληρώση τον προορισμόν της, όταν ίδη την ουσίαν από της οποίας απεχωρίσθη προ μακρού χρόνου είναι πλήρης αγάπης και θεωμένη την αλήθειαν τέρπεται και ευφραίνεται έως ότου η κυκλική περιφορά την επαναφέρει εις το αυτό σημείον. Κατά το διάστημα μεν ταύτης της επαναφοράς θεωρεί μεν την καθ' αυτό δικαιοσύνην, θεωρεί δε την καθ' αυτό σωφροσύνην, θεωρεί την επιστήμην όχι την υποκειμένην εις μεταβολάς, η οποία δεικνύει διαφοράς εις έκαστον των διαφόρων αντικειμένων των καλουμένων όντων από ημάς τους θνητούς, αλλά την επιστήμην την ασχολουμένην περί του είναι των όντων· και τας άλλας ουσίας των όντων, αφ' ου θεωρήση και χορτασθή από αυτάς, εισδύει πάλιν εις το έσω μέρος του ουρανού, έρχεται εις την διαμονήν της, και μόλις φθάση αυτή, ο ηνίοχος σταματά τους ίππους παρά την φάτνην και προσφέρει αμβροσίαν εις αυτούς και νέκταρ ίνα πίωσι.
Και ούτος μεν είναι ο βίος των θεών· εκ δε των άλλων ψυχών η μεν δυναμένη ν' ακολουθήση και η παρομοιάζουσα με την θείαν ψυχήν υπερυψώνει την κεφαλήν του ηνιόχου εις τον υπερουράνιον τόπον και φέρεται μαζί και αυτή κατά την κυκλικήν περιφοράν του ουρανού, αλλ' επειδή θορυβείται από τους ίππους, μόλις θεάται τας ουσίας των όντων άλλη δε ψυχή άλλοτε μεν υψώνει την κεφαλήν, άλλοτε δε βυθίζεται και επειδή με βίαν την παρασύρουν οι ίπποι, άλλας μεν ουσίας των όντων βλέπει, άλλας δε όχι· τέλος αι άλλαι ψυχαί, αν και γλίχονται όλαι ν' ακολουθήσουν τον προς τα επάνω δρόμον, δεν έχουν την δύναμιν και ως καταποντισμέναι συγκυλίονται [εις τας υπό τον ουρανόν εκτάσεις], πατούνται μεταξύ των και συνθλίβονται με τας προσπαθείας των να προπεράση η μία την άλλην. Θορυβούν λοιπόν και ανταγωνίζονται μέχρις εσχάτων και χύνουσιν ιδρώτας και τότε δα ένεκα των ανεπιτηδείων ηνιόχων πολλαί μεν ακρωτηριάζονται, πολλών δε θραύονται τα πτερά· όλαι δε απέρχονται κατόπιν αγώνων ανεπιτυχών, όπως θεωρήσουν το απόλυτον ον και απομακρυνθείσαι τρέφονται με απλάς δοξασίας· η αιτία δε της κατεπειγούσης προθυμίας να ίδωσι πού ευρίσκεται η πεδιάς της αληθείας είναι ότι η τροφή που αρμόζει εις το άριστον μέρος της ψυχής παράγεται εκ του εκεί λειμώνος, και ότι το πτερόν με το οποίον ανυψούται η ψυχή έχει την φυσικήν ιδιότητα να τρέφεται από εκεί· και υπάρχει ο εξής (αναπόφευκτος) νόμος της Αδραστείας (38), πάσα ψυχή, η οποία γενομένη πιστή ακόλουθος του θεού ήθελεν ίδει μίαν εκ των ουσιών, θα έμενε μακράν των παθημάτων μέχρις ότου έλθη η νέα περίοδος του ουρανού, και αν ηδύνατο να κάμη τούτο ολοέν πάντοτε αβλαβής θα διετέλει· όταν όμως δεν ίδη ουσίαν τινά ένεκα αδυναμίας ν' ακολουθήση τον θεόν, και κατά τινα κακήν τύχην όταν επιβαρυνθή γεμισθείσα με την τροφήν της λησμοσύνης και της κακίας, ένεκα δε του βάρους χάση τα πτερά της και πέση εις την γην, τότε νόμος υπάρχων απαγορεύει εις αυτήν κατά την πρώτην γένεσίν της να εμφυτευθή εις το σώμα αλόγου ζώου· αλλ' η μεν ψυχή η οποία είδε πλείστα εμφυτεύεται εις το σώμα ανδρός ο οποίος θ' αφιερώση τον βίον του εις την φιλοσοφίαν, εις την αγάπην του καλού, εις την μουσικήν και τον έρωτα, η ψυχή η ερχομένη εις δευτέραν τάξιν εμφυτεύεται εις σώμα βασιλέως δικαίου ή πολεμικού ή δυνατού, η τρίτης τάξεως ψυχή εις σώμα πολιτικού ή οικονομικού τινος ή κερδοσκόπου, η τετάρτης τάξεως εις σώμα αθλητού ακουράστου ή ιατρού, η πέμπτης τάξεως εις σώμα μάντεως ή ιεροτελεστού· της έκτης εις ποιητού ή καλλιτέχνου, της εβδόμης τάξεως εις βιομηχάνου ή γεωργού, της ογδόης εις σοφιστού ή δημαγωγού, της εννάτης τάξεως εις σώμα τυράννου.
Ο δε ευρισκόμενος εις μίαν από όλας αυτάς τας τάξεις, εάν μετά δικαιοσύνης περάση τον βίον του, μετά θάνατον γίνεται μέτοχος καλυτέρας καταστάσεως (εις ην μεταβαίνει). Και εις μεν την αυτήν διαμονήν, από την οποίαν ανεχώρησεν εκάστη ψυχή, δεν δύναται να επανέλθη παρά μετά δεκακισχίλια έτη· διότι πριν παρέλθη τόσος χρόνος δεν δύναται ν' αναπτύξη πτερά η ψυχή, εξαιρουμένης της ψυχής του αδόλου φιλοσόφου και του παιδεραστήσαντος μετά φιλοσοφίας· αι ψυχαί των τελευταίων τούτων κατά την τρίτην χιλιετή περίοδον, εάν τρεις φοράς εκλέξωσι τον βίον τούτον, απέρχονται [προς τους θεούς] κατά το τρισχιλιοστόν έτος· αι δε ψυχαί των άλλων, όταν τελευτήση ο πρώτος βίος των υφίστανται κρίσιν, κριθείσαι δε άλλαι μεν εις τα δικαιωτήρια τα υποκάτω της γης ευρισκόμενα έρχονται κ' εκτελούν την ποινήν των, άλλαι δε ένεκα της ευνοϊκής αποφάσεως της δικαιοσύνης ανυψωθείσαι εις τόπον τινά του ουρανού διάγουσιν επαξίως του καλού βίου τον οποίον έζησαν υπό ανθρωπίνην μορφήν· κατά δε το χιλιοστόν έτος και αι κατακριθείσαι και αι ανταμειφθείσαι ψυχαί έρχονται προς εκλογήν δευτέρου βίου και όποιον εκάστη θέλει προτιμά· εκεί κατά την εκλογήν δύναται ανθρωπίνη ψυχή και εις ζώου βίον να καταντήση και εκ ζώου, το οποίον αρκεί να ήτο ποτε άνθρωπος, δύναται η ψυχή να επανέλθη εις άνθρωπον· διότι η ψυχή μη ιδούσα ποτε την αλήθειαν δεν δύναται να λάβη το ανθρώπινον σχήμα· επειδή ο άνθρωπος εκ φύσεως δύναται να εννοή τας γενικάς εννοίας των πραγμάτων, ήτοι το προσλαμβανόμενον πλήθος διά των αισθήσεων να ανάγη εις έν δι' αφαιρετικού λογισμού· και η δύναμις του να πράττη τούτο είναι ανάμνησις όσων ποτέ η ψυχή μας είδε, όταν συνακολουθήσασα τον θεόν κατά τας περιστροφάς, περιεφρόνησε όσα καλούμεν σήμερον εδώ όντα και ανυψώθη εις το όντως ον. Δι' αυτό ακριβώς μόνη η του φιλοσόφου διάνοια δικαίως έχει πτερά· διότι διά της μνήμης, καθ' όσον δύναται, είναι προσηλωμένος εις εκείνας τας ουσίας, εις τας οποίας ο ίδιος ο θεός οφείλει την θεότητά του. Εκείνος δε ο ανήρ ο οποίος δύναται να μεταχειρισθή ορθώς τας τοιαύτας αναμνήσεις, μυούμενος ολοέν εις τα μυστήρια της τελειότητος, μόνος αυτός αληθώς γίνεται τέλειος· απομακρυνόμενος δε των ανθρωπίνων ασχολιών και πλησιάζων προς το θείον, εν ώ νουθετείται μεν υπό των πολλών ως εκτός εαυτού, ενθουσιάζει όμως, χωρίς να φαίνεται, τους πολλούς.
Εδώ λοιπόν προβαίνομεν εις τον σκοπόν εις τον οποίον τείνει όλος ο λόγος, εις την ανάπτυξιν του τετάρτου είδους της μανίας· όταν τις βλέπων τας επί της γης καλλονάς ενθυμήται το αληθές κάλλος, και η ψυχή του αναλαμβάνουσα πτερά τείνει τότε να πετάξη, αλλ' επειδή ο άνθρωπος ούτος δεν έχει την δύναμιν να τα κάμη με το να στρέφη προς τα άνω ως όρνις και να παραμελή τας συνήθεις του κόσμου ασχολίας παρέχει την αφορμήν να θεωρηθή ότι είναι μανιώδης· όθεν αύτη η μανία εξ όλων των ενθουσιασμών είναι η αρίστη και εξ αρίστων προέρχεται και ως προς τον κατεχόμενον υπ' αυτής και ως προς εκείνον εις τον οποίον μεταδίδεται, ο δε άνθρωπος όστις επιθυμεί την καλλονήν και μετέχει και της μανίας καλείται εραστής· διότι, ως έχει λεχθή, εκ φύσεως πάσα ανθρωπίνη ψυχή έχει ίδει τας ουσίας, αλλέως δεν ηδύνατο να εισέλθη εις το ανθρώπινον σώμα, αλλά δεν είναι εύκολον ν' αναμιμνήσκωνται τας ουσίας λαμβάνουσαι αφορμήν εκ της όψεως του γηίνου κάλλους, όλαι αι ψυχαί, ούτε όσαι επιτροχάδην είδον άλλοτε τα εκεί, ούτε όσαι πεσούσαι εις την γην έπαθον το δυστύχημα να παρεκτραπώσιν εις αδικίαν ένεκα κακών συναναστροφών, και να λησμονήσωσι τα ιερά πράγματα τα οποία είδον. Ολίγαι λοιπόν μένουν εις τας οποίας η μνήμη διαμένει ικανώς ισχυρά· αύται δε, όταν ίδωσί τι ομοίωμα των εκεί θεαμάτων εκπλήσσονται και δεν συγκρατούσι τους εαυτούς των, αγνοούσι δε υπό ποίου πάθους κατελήφθησαν, διότι δεν έχουσι συνείδησιν ικανήν του πράγματος· διότι εις τα γήινα ομοιώματα των ουσιών ουδέν φως δικαιοσύνης και σωφροσύνης και όλων των άλλων αρετών, όσαι είναι πολύτιμοι εις τας ψυχάς, ενυπάρχει, αλλά μόλις διά των ασθενών οργάνων μας, και ολίγοι μεταξύ ημών, από τας παρούσας εικόνας ανάγονται εις την θέαν του προτύπου το οποίον παρουσιάζουσιν· αλλά το κάλλος τότε ήτο δυνατόν να θαυμάσωσι με όλην του την αίγλην, όταν μετά του χορού των ευδαιμόνων βαίνοντες κατόπιν του Διός, άλλοι δε κατόπιν άλλου εκ των θεών, απήλαυσαν το πλέον ευφρόσυνον θέαμα και εμυούντο εις εκείνα τα μυστήρια τα οποία είναι δίκαιον να καλώμεν μακαριώτατα και τα οποία πανηγυρίζομεν τέλειοι μεν οι ίδιοι όντες και μη πάσχοντες τα κακά όσα κατόπιν μας περιμένουν, θεωρούντες δε τας εικόνας των ουσιών τελείας και απλάς, πλήρεις γαλήνης και ευδαιμονίας μέσα εις αυγήν καθαράν καθαροί και ημείς και μη κεκλεισμένοι εις το μνήμα τούτο το οποίον τώρα καλούμεν σώμα και το περιφέρομεν μαζί μας δεσμευμένοι καθώς το όστρακον.
Ταύτα μεν λοιπόν μακρότερα του δέοντος είπομεν τώρα χαριζόμενοι εις την ανάμνησιν και ποθήσαντες τα παρελθόντα· όσον διά το κάλλος, καθώς είπομεν, τούτο έλαμπε μεταξύ των άλλων ουσιών ευρισκόμενον εις τον ουρανόν, και εδώ εις την γην όταν κατήλθομεν, διεκρίναμεν αυτό φανερώτατα να στίλβη διά της πλέον καθαράς αισθήσεώς μας· ο οφθαλμός βεβαίως παρουσιάζεται δι' ημάς ως το οξύτατον εργαλείον των σωματικών αισθήσεων, αλλ' ούτος δεν δύναται να ίδη την φρόνησιν (διότι δεινούς έρωτας θα παρείχεν η φρόνησις εάν φανερόν τοιούτον είδωλον ιδικόν της παρουσίαζεν εις όρασιν), επίσης δεν δύναται να ίδη ο οφθαλμός και τας άλλας ουσίας όσας αγαπώμεν, αλλά τώρα μόνον το κάλλος έσχε το προνόμιον ώστε να είναι φανερώτατον και αξιεραστώτατον. Ο μεν λοιπόν άνθρωπος ο μη έχων πρόσφατον την μνήμην των ουρανίων μυστηρίων ή ο διεφθαρμένος δεν αναβιβάζεται αμέσως εκεί προς την ιδέαν του κάλλους, όταν θεάται εδώ εις την γην το ομοίωμα αυτού, το φέρον το όνομά του, ώστε δεν αισθάνεται σέβας όταν προσβλέπη το ωραίον, αλλά παραδοθείς εις την ηδονήν καθώς τα τετράποδα επιχειρεί να επιβαίνη και να παιδοποιή, και δεν φοβείται διά την σχέσιν του με την βαναυσότητα και δεν αισχύνεται επιδιώκων παρά φύσιν ηδονήν· ο δε αρτίως μεμυημένος εις τα μυστήρια των ουρανών και άλλοτε θεωρήσας μέγαν αριθμόν ουσιών, όταν ίδη πρόσωπον θεοειδές, το οποίον είναι ωραία απεικόνισις του ουρανίου κάλλους, ή σώμα το οποίον διά του σχήματός του ανακαλεί εις την μνήμην την ουσίαν του κάλλους, πρώτον μεν καταλαμβάνεται υπό τινος φρικιάσεως και υπεισέρχεται εντός του κάποιος εκ των ιερών τρόμων, τους οποίους ησθάνθη άλλοτε, έπειτα προσβλέπων προς τον παίδα αισθάνεται σεβασμόν ως να πρόκειται περί θεού, και αν δεν εφοβείτο μήπως χαρακτηρισθή ο ενθουσιασμός του ως άκρατος μανία, θα εθυσίαζεν εις αυτόν ως να ήτο είδωλον, ως να ήτο θεός. Άμα δε ίδη τον παίδα φαίνεται ως εκ της φρικιάσεως ότι μεταβάλλεται και καταλαμβάνεται υπό ιδρώτος και πυρετού ασυνήθους· διότι καθ' ην στιγμήν δέχεται διά των ομμάτων την απορροήν του κάλλους, αισθάνεται την ευάρεστον εκείνην θερμότητα διά την οποίας τρέφονται τα πτερά της ψυχής και κατόπιν διαλύοντα τα εκφύματα τα συγκλεισμένα από την σκληρότητα και εμποδίζοντα την βλάστησιν των πτερών· όταν δε εισρεύση η τροφή αύτη εξογκώνεται το στέλεχος του πτερού και οργά προς αύξησιν εντός ολοκλήρου της ψυχής· διότι άλλοτε ολόκληρος η ψυχή ήτο πτερωτή.
Τώρα λοιπόν η ψυχή ευρίσκεται εις βρασμόν και ανακίνησιν και πάσχει [όταν άρχεται να πτεροφυή] το ίδιον πάθος ακριβώς με τον γαργαλισμόν και τον αλγεινόν ερεθισμόν των ούλων, τον οποίον αισθάνονται τα βρέφη τα μόλις βγάζοντα οδόντας· βράζει λοιπόν και ερεθίζεται με πόνον και γαργαλίζεται η ψυχή καθ' ην στιγμήν φύονται τα πτερά της. Όταν μεν λοιπόν η ψυχή βλέπουσα προς το κάλλος του παιδός δέχεται εκείθεν εκπεμπόμενα και απορρέοντα μόρια (μέρη), τα οποία ακριβώς εκλήθησαν ένεκα τούτου ίμερος (ιέμενα μέρη), τότε τρέφεται και θερμαίνεται, ησυχάζει από την οδύνην και χαίρει· όταν δε αποχωρισθή από τον αγαπώμενον στενοχωρία τον καταλαμβάνει, οι πόροι διά των οποίων το πτερόν εκφύεται διά της ξηράνσεως κλείνουσι και εμποδίζουσι την βλάστησιν του πτερού, αποκλεισμένη δ' εντός μετά του ιμέρου η ψυχή πηδά καθώς αι πάλλουσαι αρτηρίαι, κεντά το μέρος όλων των φυσικών της διεξόδων, ώστε καθ' όλον τον κύκλον της γίνεται έκφρων και υποφέρει, εν ώ εξ άλλου η ανάμνησις του καλού την γεμίζει χαράν. Μετέχουσα δε των δύο τούτων αισθημάτων και αδημονεί διά τον παράδοξον χαρακτήρα του πάθους, και μη δυναμένη να το εξηγήση λυσσά και πλήρης μανίας δεν δύναται να ησυχάση όπου διαμένει ούτε την νύκτα ούτε εν καιρώ ημέρας, αλλά τρέχει με πόθον όπου ήθελε νομίσει ότι θα ίδη τον έχοντα κάλλος· άμα δε τον ίδη και μεταφέρη ως δι' οχετού εντός της ίμερον, ανοίγει μεν τους τότε συμπεφραγμένους πόρους, λαβούσα δε αναπνοήν παύει από του να κεντάται και να υποφέρη, και καρπούται πάλιν κατά τας στιγμάς ταύτας την γλυκυτάτην αυτήν ηδονήν. Όθεν ποτέ με την θελησίν της η ψυχή δεν αποχωρίζεται από τον αγαπώμενον ωραίον, ουδέ θεωρεί άλλον τινά πολυτιμότερον από αυτόν, αλλά λησμονεί και μητέρας και αδελφάς και φίλους και δεν λογαριάζει την χανομένην ένεκεν αμελείας περιουσίαν, τα δε νόμιμα και κόσμια ήθη, διά τα οποία άλλοτε εσεμνύνετο, τα καταφρονεί όλα, ετοίμη να είναι δούλη και να κοιμάται εις όποιον μέρος, πλησιέστατα του πόθου της, της επέτρεπον· διότι εκτός του ότι λατρεύει τον έχοντα το κάλλος, αλλά και ευρίσκει αυτόν μόνον ως ιατρόν του ανυποφόρου πόνου της. Τούτο δε το πάθος, μάθε, συ ωραίο παιδί, προς το οποίον απευθύνω τον λόγον μου, οι μεν άνθρωποι το καλούσιν Έρωτα, οι δε θεοί το καλούσι με τόσον παράδοξον όνομα, ώστε ευλόγως θα γελάσης, εάν το ακούσης. Ομηρίδαι τινές (39), νομίζω, διηγούνται δύο στίχους εκ των αναφερομένων εις τον Έρωτα μυστικών επών, εκ των οποίων ο είς είναι πάρα πολύ υβριστικός και δεν είναι πολύ τέλειος εις το μέτρον εξυμνούσι δε ως εξής·
Οι μεν θνητοί τον κάλεσαν Έρωτα φτερωτόν, Πτέρωτα όμως οι θεοί γιατί φτεροπετά.
Εις το κύρος των δύο τούτων στίχων δύναται κανείς να πεισθή, αλλά και να μη πεισθή· πάντοτε όμως η αιτία και η φύσις του πάθους των ερώντων είναι αυτό τούτο το οποίον περιεγράψαμεν.
Εάν μεν λοιπόν ο ερωτόληπτος είναι εκ των άλλοτε ακολουθησάντων τον Δία δεν καταβάλλεται ευκόλως από το άχθος του πτερωνύμου θεού· αλλ' όσοι ήσαν θεράποντες του Άρεως και συνοδεύοντες αυτόν περιεφέροντο εις τον ουρανόν, όταν κυριευθώσιν υπό του έρωτος και νομίσωσιν ότι αδικούνται κατά τι υπό του αγαπωμένου, αισθάνονται τάσιν προς φόνον και είναι έτοιμοι να θυσιάσωσι και τους εαυτούς των και τον παίδα· και τοιουτοτρόπως έκαστος κατά την πρώτην εις την γην γένεσίν του ζη, ενόσω είναι αδιάφθορος, τιμών και κατά την δύναμιν του μιμούμενος εκείνον τον θεόν ιδιαιτέρως του οποίου υπήρξεν άλλοτε θιασώτης, και συμφώνως με ταύτην την μίμησιν συναναστρέφεται και συμπεριφέρεται προς τους αγαπωμένους και προς τους άλλους. Και τον Έρωτα λοιπόν των καλών εκλέγει δι' εαυτόν έκαστος αναλόγως του χαρακτήρος του και θεοποιεί αυτόν και φαίνεται ως να κατασκευάζη το άγαλμά του εντός της καρδίας του, το οποίον καταστολίζει ως διά να προσφέρη λατρείαν εις αυτόν και τελέση μυστήρια. Οι μεν λοιπόν οπαδοί του Διός ζητούσιν όπως ο υπ' αυτών αγαπώμενος έχη ψυχήν κατά τινα τρόπον Δίαν· εξετάζουσι λοιπόν εάν αυτός είναι κατά την φυσικήν τάσιν φιλόσοφος και ηγεμονικός και όταν εύρωσι τοιούτον και τον αγαπήσωσι, καταβάλλουν πάσαν φροντίδα όπως διατηρηθή τοιούτος. Εάν λοιπόν δεν έχουν εισέλθει πρότερον εις τας ασχολίας τας σχετιζομένας με τον τοιούτον ερωτά των, τότε επιδίδονται μανθάνοντες ό,τι δύνανται από τους άλλους και ιδικάς των δυνάμεις μεταχειριζόμενοι, αναζητούντες ν' ανευρίσκωσι μόνοι των τας φυσικάς ιδιότητας του ιδικού των θεού, λαμβάνουσιν εν τέλει σαφή γνώσιν, διότι αναγκάζονται να έχωσιν αδιακόπως τα βλέμματά των προς τον θεόν, και εγγίζοντες τον θεόν διά της αναμνήσεως λαμβάνουσιν ενθουσιώντες τα ήθη και τας συνηθείας, καθ' όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μετάσχη της θείας φύσεως· και την αιτίαν τούτων των ευτυχών μεταβολών αποδίδοντες εις τον ερώμενον έτι περισσότερον τον αγαπώσι, και, εάν ο Ζευς είναι η θεία πηγή, εξ ης αντλούσι την έμπνευσίν των, διαχύνοντες αυτήν, καθώς αι Βάκχαι (40), επάνω εις την ψυχήν του ερωμένου, αφομοιούσιν αυτήν όσον το δυνατόν τελειότερον με την θεότητα την ιδικήν των. Όσοι δε πάλιν ηκολούθησαν την Ήραν εις τον ουρανόν, ζητούσιν ερωμένον έχοντα βασιλικόν χαρακτήρα, και όταν τον εύρωσι, περιβάλλουσιν αυτόν δι' όλων των παρομοίων πράξεων [και τιμών]· τέλος οι ακολουθήσαντες τον Απόλλωνα ή ένα εκ των άλλων θεών, κανονίσαντες εαυτούς συμφώνως προς τας ιδιότητας του θεού τούτου, ζητούσι τον αυτόν φυσικόν χαρακτήρα και από τον αγαπώμενον παίδα, και όταν τον αποκτήσωσι, μιμούμενοι και οι ίδιοι το θείον πρότυπόν των και προσπαθούντες να πείσωσι τον παίδα, φέρουσιν αυτόν, ώστε να ρυθμισθή προς τας συνηθείας και τον τέλειον τύπον του θεού, καθόσον δύναται έκαστος, μη μεταχειριζόμενοι προς τον αγαπώμενον φθόνον και χαμερπείς δυσμενείας, εργάζονται ούτως, ώστε όλαι αι προσπάθειαι να τείνωσι να φέρωσιν αυτόν εις τελείαν ομοιότητα προς τους εαυτούς των και τον θεόν, τον οποίον τιμώσι. Τόση μεν λοιπόν προθεσμία και ζήλος προς τελειοποίησιν καταβάλλεται υπό των αληθώς ερώντων, εάν επιτύχωσι να συμμερισθώσι τον ερωτά των, και τόσον ωραία και ευδαιμονική η μύησις αύτη γίνεται εις τον αγαπώμενον, εάν κατακτηθή υπό του τρελλού από έρωτα φίλου· ο δε κατακτηθείς κυριεύεται κατά τούτον τον τρόπον.
Θα επιμείνωμεν και τώρα ακόμη εις την παρομοίωσιν, την οποίαν εκάμομεν εις την αρχήν τούτου του λόγου, διαιρέσαντες εκάστην ψυχήν εις τρία, δηλαδή εις τα δύο ιππόμορφα μέρη και εις το τρίτον το ηνιοχικόν εκ των δύο λοιπόν ίππων είπομεν ότι ο είς είναι αγαθός ο δε άλλος όχι· δεν ερμηνεύσαμεν όμως ποία η αρετή του αγαθού και ποία η κακία του κακού, τώρα δε πρέπει να είπωμεν [περί τούτου]. Ο μεν λοιπόν εξ αυτών έχει σχήμα πλέον ευγενές, ευθυτενής κατά το σώμα και στερεός κατά τα μέλη, υψαύχην, κατά τους μυκτήρας επίγρυπος, λευκόχρους, μελανόμματος, φίλος της τιμής μετά σωφροσύνης και εντροπής, οπαδός της αληθινής δόξης, μη έχων ανάγκην κτυπημάτων, αλλ' οδηγούμενος διά των κελευσμάτων και του λόγου του ηνιόχου· ο δε άλλος επίκυρτος, παχύς, κακοσχημάτιστος, σκληροτράχηλος, βραχύλαιμος, πλατυπρόσωπος, μελανόχρωμος, γλαυκόμματος, αιματώδης, γεμάτος από θυμόν και αλαζονείαν, δασύτριχος πέριξ των αυτιών, κωφός, μόλις υποχωρών εις το μαστίγιον και εις το κεντρί. Όταν λοιπόν ο ηνίοχος, ιδών το ερωτικόν πρόσωπον και πάσαν την ψυχήν του διαθερμάνας διά της θέας ταύτης, αισθανθή τον εαυτόν του πλήρη από κεντήματα γαργαλισμού και πόθου, ο μεν εκ των ίππων ευπειθής εις τον ηνίοχον και πάντοτε και τότε υπό το κράτος της εντροπής συγκρατεί εαυτόν, ώστε να μη επιπηδήση εις τον ερώμενον· ο δε άλλος ίππος ούτε εις το κεντρί του ηνιόχου ούτε εις το μαστίγιον προσέχει πλέον, αλλά σκιρτά και αφηνιάζει και πολλάς ταραχάς παρέχων εις τον ομόζυγον ίππον και τον ηνίοχον τους παρασύρει προς τον ερώμενον και τους υπενθυμίζει τας ηδονάς των αφροδισίων· ο δε έτερος ίππος και ο ηνίοχος κατ' αρχάς ανθίστανται αγανακτούντες διότι παρασύρονται εις φοβεράς και παρανόμους πράξεις· τέλος δε, όταν το κακόν δεν έχη όρια, πηγαίνουν φερόμενοι από τον ακόλαστον ίππον, υποχωρήσαντες και αναγκασθέντες εις ομολογίαν ότι θα πράξωσι παν το υπ' εκείνου διατασσόμενον. Όταν δε πλησιάσωσι τον αγαπώμενον βλέπουσι την όψιν αυτού απαστράπτουσαν.
Όταν δε ίδη την όψιν του παιδός ο ηνίοχος διά της μνήμης ανάγεται προς αυτήν την ουσίαν του κάλλους και πάλιν βλέπει αυτήν βαίνουσαν μετά σωφροσύνης επάνω εις την αγνήν έκτασιν του ουρανού. Τούτο το όραμα ιδούσα η μνήμη του ηνιόχου, πληρούται φόβου και σεβασμού, και πίπτει οπίσω ύπτια, συνάμα δε αναγκάζεται να ελκύση προς τα οπίσω και τα ηνία μετά τόσης σφοδρότητος, ώστε καθίζουσι στηριχθέντες εις τα ισχία των και οι δύο ίπποι, ο μεν εκουσίως διότι δεν ανθίσταται, ο δε ακόλαστος εντελώς ακουσίως· εν ώ δε ευρίσκονται εις απομάκρυνσιν, ο μεν είς ίππος από εντροπήν και θάμβος διαβρέχει την ψυχήν του με ιδρώτα αγωνίας, ο δε άλλος μόλις έπαυσε να πονή ένεκα του χαλινού και της πτώσεως, και μόλις ανέλαβεν άνεσίν τινα, από την οργήν του ονειδίζει και κακολογεί πολλά και τον ηνίοχον και τον ομόζυγον ίππον ως δειλούς και ανάνδρους λιποτάκτας και παραβάτας των υποσχέσεών των· και αναγκάζει αυτούς χωρίς την θέλησίν των να επαναλάβωσι την έφοδον, και μόλις κατόπιν των παρακλήσεών των συναινεί εις αναβολήν τινα. Όταν δε φθάση ο καιρός που συνεφώνησαν, τον οποίον αυτοί προποιούνται ότι ελησμόνησαν, τότε υπενθυμίζει την συμφωνίαν και διά της βίας μετά χρεμετισμών και έλξεων τους αναγκάζει πάλιν να προσέρχωνται εις τον παίδα διά τους αυτούς λόγους, και όταν πλησιάσωσι, συγκύπτει, εκτείνει την ουράν, δαγκώνει τον χαλινόν και μετ' αναιδείας σύρει· ο δε ηνίοχος ακόμη περισσότερον καταληφθείς υπό φόβου και σεβασμού, ως όταν εξορμά τις από την αφετηρίαν των αγώνων και πίπτη προς τα οπίσω, ακόμη βιαιότερον σύρει οπίσω τον χαλινόν διά των οδόντων του αγρίου ίππου κ' αιματώνει την αυθάδη γλώσσαν και τας σιαγόνας, και τα σκέλη και τα ισχία του πληγώνει οδυνηρώς στηρίξας αποτόμως εις την γην. Όταν δε πολλάκις το ίδιον πάθημα υποφέρων ο πονηρός ίππος παύση από την υβριστικήν επιθυμίαν του, ταπεινωμένος ακολουθεί πλέον την διεύθυνσιν του ηνιόχου, και όταν ίδη πάλιν τον ωραίον, χάνεται από φόβον· ώστε τότε μόνον συμβαίνει η ψυχή του εραστού ν' ακολουθήση τον αγαπώμενον εντροπαλή και δειλή!
Ο αγαπώμενος λοιπόν, επειδή λατρεύεται ως άλλος Θεός υπό του εραστού του έχοντος ειλικρινή και όχι υποκριτικήν αγάπην, είναι και αυτός φυσικά φίλος προς τον λάτρην του, αν και προηγουμένως υπό των συμμαθητών του και των άλλων είχεν ακούσει διαβολάς ότι είναι αισχρά πράξις να πλησιάζη εραστήν, και αν και ένεκα των λόγων αυτών απώθησε τον εραστήν τούτον· αλλά με την παρέλευσιν του χρόνου η ηλικία και το μοιραίον τον φέρουν εις το σημείον ώστε να δεχθή την συναναστροφήν του. Διότι δεν είναι βεβαίως πεπρωμένον δύο κακοί να γίνωσί ποτε φίλοι, ουδέ δύο αγαθοί να μη ανταγαπώνται. Όταν δε ο αγαπώμενος σχετισθή και δεχθή την συνομιλίαν και συναναστροφήν του ερώντος, λαμβάνων εκ του πλησίον πείραν της ευνοίας εκπλήσσεται διαισθανόμενος ότι ουδ' όλοι μαζί οι άλλοι φίλοι και συγγενείς παρέχουν φιλίαν ίσης μοίρας με την φιλίαν του ενθέου εραστού. Όταν δε παρατείνεται η σχέσις αύτη, και ο αγαπώμενος έρχεται εις επαφήν εις τα γυμναστήρια και εις τας άλλας συναναστροφάς με εκείνον, τότε πλέον η πηγή εκείνη του ρεύματος, το οποίον ο Ζευς αγαπών τον Γανυμήδην (41) ωνόμασεν ίμερον, αθρόα φερομένη προς τον εραστήν, εισρέει εις την ψυχήν αυτού, και όταν γεμίση εξ αυτής, η λοιπή εκχύνεται προς τα έξω· και καθώς πνοή ανέμου ή κάποια αντήχησις από τα λεία και στερεά σώματα, τα οποία προσβάλλει, αναπηδά πάλιν φερομένη προς το σώμα, εξ ού εξήλθεν, έτσι και το ρεύμα του κάλλους πάλιν επιστρέφει εις τον ωραίον παίδα διά των ομμάτων, διά των οποίων φύσει φθάνει εις την ψυχήν, και αφού αναπτερώση τους πόρους των πτερών, τρέφει και παρορμά εις πτεροφυίαν, και την ψυχήν του αγαπωμένου εξ άλλου γεμίζει με έρωτα. Αγαπά μεν λοιπόν και αυτός χωρίς να γνωρίζη τίνα· και ούτε συνείδησιν του πάθους του έχει ούτε δύναται να το εξηγήση, αλλ' ωσάν από άλλον να έχη αποκτήσει πονόμματον, δεν δύναται να εξηγήση την αιτίαν της ασθενείας του, του διαφεύγει δε ότι τον εαυτόν του βλέπει εντός του εραστού του ως εντός καθρέπτου. Και όταν εκείνος είναι παρών παύει η οδύνη του καθώς ομοίως παύει και εις εκείνον· όταν δε είναι μακράν του κατά τον αυτόν τρόπον πάλιν ποθεί και ποθείται, αποδίδων ως αντέρωτα την εντός της ψυχής του αντανάκλασιν της αγάπης του εραστού του· ονομάζει δε τον έρωτά του, και νομίζει αυτόν, φιλίαν και ουχί έρωτα· επιθυμεί δε σχεδόν ομοίως ως ο εραστής, αν και κάπως ασθενέστερον, να τον βλέπη, να τον εγγίζη, να τον ασπάζεται, να συγκοιμάται με αυτόν· και μάλιστα κατόπιν, ως είναι επόμενον, γρήγορα κάμνει ταύτα. Κατά την συγκοίμησιν λοιπόν ο ακόλαστος ίππος του ερώντος έχει τι να είπη εις τον ηνίοχον και απαιτεί ν' απολαύση στιγμιαίαν ηδονήν αντί των πολλών κόπων του· ο δε [όμοιος] ίππος του παιδός ουδέν μεν έχει να είπη, αλλ' οργών από επιθυμίαν, ην αγνοεί, περιβάλλει και ασπάζεται τον εραστήν ως τον αγαπητότατον· ενώ δε αναπαύονται πλησίον αλλήλων, αυτός μεν δεν δύναται εκ μέρους του ν' αρνηθή καμμίαν χάριν να κάμη, εάν παρακληθή παρά του εραστού, αλλ' ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος ανθίστανται εις αυτόν από εντροπήν και από ορθάς σκέψεις.
Εάν μεν λοιπόν το ευγενέστερον μέρος της διανοίας νικήση και οδηγήση εις σώφρονα τρόπον ζωής και εις φιλοσοφίαν αυτούς, τότε με μεγάλην ευτυχίαν και ομόνοιαν διέρχονται τον ενταύθα βίον συγκρατούντες τους εαυτούς των εις κοσμιότητα, υποδουλώσαντες το μέρος της ψυχής εξ ου η κακία εγεννάτο και ελευθερώσαντες εκείνο εξ ου η αρετή· μετά δε το τέλος πλέον της ζωής των αναλαμβάνουσι τα πτερά των και γίνονται ελαφροί νικήσαντες το έν των τριών παλαισμάτων των [δυναμένων να κληθώσιν] αληθώς Ολυμπιακών (42), και του οποίου μεγαλύτερον αγαθόν δεν δύναται να χορηγήση εις τον άνθρωπον ούτε η θεία μανία. Εάν τουναντίον μεταχειρίζωνται τρόπον ζωής κάπως αγοραίον και αντίθετον προς την φιλοσοφίαν, αν και έντιμον, είναι ενδεχόμενον εν καιρώ μέθης ή άλλης τινός αμελείας οι ακόλαστοι ίπποι και των δύο, καταλαβόντες τας ψυχάς απροφυλάκτους, να συνάψωσιν αυτάς εις έν, και να προτιμήσωσι την υπό του όχλου μακαριζομένην εκλογήν, και να επιδοθώσιν εις την απόλαυσιν· και μετά την εκπλήρωσιν ακολουθούσι κατόπιν την αυτήν οδόν, αλλά σπανίως, επειδή η πράξις των δεν επιδοκιμάζεται από όλην την διάνοιαν. Φίλοι μεν λοιπόν εξακολουθούσι να είναι και αυτοί μεταξύ των, αλλ' ολιγώτερον από τους αγνώς αγαπωμένους εκείνους, και καθ' όλον τον χρόνον καθ' ον διαρκεί ο έρως και όταν παύση, επειδή νομίζουσιν ότι έχουσι δώσει και έχουσι λάβει τας μεγίστας διαβεβαιώσεις φιλίας, τας οποίας δεν είναι θεμιτόν να παραβώσιν ελθόντες ποτέ εις έχθραν. Όταν δε τελευτήσωσι ναι μεν άπτεροι εξέρχονται του σώματος, αλλά τείνοντες όμως προς πτέρωσιν, ώστε δεν κερδίζουν μικρόν βραβείον διά την ερωτικήν των μανίαν· διότι νόμος δεν επιτρέπει εις εκείνους, οι οποίοι έχουσιν αρχίσει την επουράνιον πορείαν να καταβώσιν εις το σκότος και υπό την γην, αλλά παρέχει εις αυτούς να συνδιάγωσι ζωήν λαμπράν και να πορεύωνται μαζί ευδαίμονες, και όταν αποκτήσωσι πτερά ν' αποκτήσωσι και οι δύο μαζί χάριν του έρωτος όστις τους συνέδεσε.
Ταύτα, παιδί μου, τα τόσον μεγάλα και θεία θα σου δωρίση η από εραστήν προερχομένη ερωτική φιλία· η δε φιλική σχέσις μετά του μη ερώντος, επειδή είναι ανάμικτος με θνητήν σωφροσύνην, δώρα θνητά και γλίσχρα παρέχει και γεννά εντός της αγαπητής ψυχής ανελευθερίαν, η οποία επαινείται υπό μόνου του πλήθους ως αρετή, και γίνεται αιτία εις αυτήν άνους να κυλίεται πλανωμένη πέριξ της γης και υπό την γην επί εννέα χιλιάδας έτη (43).
Ταύτην την παλινωδίαν, αγαπητέ Έρωτα, όσον το δυνατόν ωραιοτάτην και αρίστην σου αφιέρωσα και επλήρωσα εις σε ίνα εξιλεωθώ, διότι σε προσέβαλα προηγουμένως, εάν δε και αι έννοιαι και αι εκφράσεις έχουσι λεχθή επί το ποιητικώτερον, τούτο ηναγκάσθην να κάμω εξ αιτίας του Φαίδρου. Αλλά συγχώρησέ με διά τον πρώτον λόγον και δέξου τούτον εδώ τον δεύτερον ευχαρίστως, ευμενής και ίλεως μη μου αφαιρέσης την ερωτικήν τέχνην, την οποίαν μου έδωκες, μήτε να την εξασθενήσης και δίδε εις εμέ την χάριν να είμαι ακόμη περισσότερον ή τώρα άξιος της τιμής και υπολήψεως των ωραίων. Εάν δε εις τον προηγούμενον λόγον είπομεν, και ο Φαίδρος και εγώ, βαρύ τι εναντίον της θεότητός σου, αποδίδων την αιτίαν εις τον Λυσίαν, τον πατέρα του λόγου τούτου, παύσε αυτόν από τας τοιαύτας βλασφήμους συνθέσεις, και τρέψε αυτόν εις την φιλοσοφίαν, καθώς έχει τραπή εις αυτήν ο αδελφός του Πολέμαρχος, ίνα μη και αυτός ο εραστής του [ο Φαίδρος] αμφιταλαντεύεται, όπως τώρα, μεταξύ των κενών ρητορικών λόγων, αλλ' εντελώς ν' αφιερώση τον βίον του εις τον μετά φιλοσοφίας Έρωτα (44).
Φαίδρος
Εύχομαι μαζί σου, Σωκράτη, εις τους θεούς να πραγματοποιήσωσι
ταύτα, εάν είναι εις ημάς τα καλύτερα· τον λόγον σου δε τούτον προ
πολλού εθαύμασα καθ' όσον τον εφιλοτέχνησες ωραιότερον του πρώτου·
ώστε φοβούμαι μήπως ο Λυσίας φανή ταπεινός εάν θελήση ν'
ανταγωνισθή παρουσιάζων άλλον λόγον επί του αυτού θέματος.
Και μάλιστα, αγαπητέ μου, προ ολίγου κάποιος πολιτικός επείραζε τον Λυσίαν περιπαίζων αυτόν δι' αυτήν ακριβώς την ασθένειάν του εις το γράφειν και μέσα εις όλους τους ονειδισμούς τον απεκάλει και λογογράφον (45), ενδέχεται λοιπόν από φιλοτιμίαν να συγκρατηθή από του να μας γράψη απάντησιν.
Σωκράτης
Η ιδέα την οποίαν εκθέτεις, νέε μου, είναι αστεία και δεικνύει ότι
τον φίλον σου Λυσίαν κρίνεις πολύ εσφαλμένως, εάν τον υποθέτης ότι
είναι τόσον ψοφοδεής· επίσης ίσως νομίζεις ότι και ο περιπαίζων
αυτόν πολιτικός επίστευεν εις όσα του απέδιδεν.
Φαίδρος
Εφαίνετο βεβαίως ότι επίστευε, Σωκράτη· και γνωρίζεις κάπως καλά
και συ, ότι οι ισχυροί και διάσημοι εις τας πόλεις μας εντρέπονται
να γράφωσι λόγους και ν' αφήνωσι τα συγγράμματά των, επειδή
φοβούνται την γνώμην των μεταγενεστέρων μήπως τους καλέσωσι
σοφιστάς.
Σωκράτης
Γλυκεία περιστροφή! (46) Φαίδρε· σου διαφεύγει ότι οι φιλοδοξότεροι
των πολιτικών αγαπώσι πάρα πολύ να λογογραφώσι και ν' αφήνωσι
συγγράμματα· αυτοί ακριβώς, όταν γράφωσι λόγον τινά, τόσον αγαπώσι
τους επαινέτας, ώστε σημειώνουσι παρά την πρώτην παράγραφον του
έργου των τους τυχόν εις κάθε μέρος επαινέσαντας αυτούς.
Φαίδρος
Πώς λέγεις τούτο; Δεν το εννοώ.
Σωκράτης
Δεν εννοείς ότι εις την αρχήν του συγγράμματος του πολιτικού ανδρός
έχει γραφή ο επαινετής πρώτος.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
«Έδοξε τη βουλή και τω δήμω ή αμφοτέροις» λέγει «και ος είπε…,»
(47) και εδώ αναφέρει το όνομά του μετά μεγάλης σοβαρότητος
αυτοεπαινούμενος ο συγγραφεύς, έπειτα δα εξακολουθεί, μετά την
πρόταξιν επαινετών του (48), επιδεικνύων εις αυτούς την ιδικήν του
σοφίαν και ενίοτε γράφει πολύ διεξοδικόν σύγγραμμα· ή μήπως σου
φαίνεται το τοιούτον [ψήφισμα] άλλο τι ή λόγος συγγεγραμμένος;
Φαίδρος
Δεν φαίνεται εις εμέ τουλάχιστον.
Σωκράτης
Λοιπόν εάν μεν ο λόγος ούτος γίνη δεκτός, ο συγγραφεύς απέρχεται εκ
της εκκλησίας χαίρων· εάν δε αποδοκιμασθή και χάση την τιμήν ότι
είναι άξιος λογογράφος και συγγραφεύς, τότε πενθεί και ο ίδιος και
οι φίλοι του.
Φαίδρος
Χωρίς αμφιβολίαν.
Σωκράτης
Εκ τούτων γίνεται φανερόν ότι δεν πρέπει να περιφρονή τις το
επάγγελμα του λογογράφου, αλλά να το εκτιμά μέχρι θαυμασμού.
Φαίδρος
Είμαι σύμφωνος.
Σωκράτης
Αλλά τι; όταν ρήτωρ τις ή βασιλεύς γίνη ικανός ώστε αναλαβών
δύναμιν ενός Λυκούργου ή Σόλωνος ή Δαρείου ν' απαθανατισθή εις την
πόλιν ως Χορογράφος, αρά γε δεν θα θεωρή τον εαυτόν του ο ίδιος,
ενόσω ζη, ως άλλον θεόν και οι μεταγενέστεροι βλέποντες τα
συγγράμματά του δεν θα έχωσι τας αυτάς ακριβώς ιδέας περί τούτου;
Φαίδρος
Και βεβαιότατα.
Σωκράτης
Νομίζεις λοιπόν ότι κανείς εκ των πολιτικών, οποιουδήποτε
χαρακτήρος και αν είναι και οπωσδήποτε δυσμενής προς τον Λυσίαν, θα
τον ονειδίση διά τούτο, ότι δηλαδή συγγράφει;
Φαίδρος
Όχι βεβαίως, δεν εξάγεται τούτο τουλάχιστον εκ των λόγων σου· διότι
την ιδικήν των επιθυμίαν, ως είναι επόμενον, θα ωνείδιζεν.
Σωκράτης
Άρα είναι φανερόν ότι δεν φέρει αισχύνην αυτό το γράφειν λόγους.
Φαίδρος
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Αλλά τούτο νομίζω ότι είναι αισχρόν πλέον, το να μη λέγη δηλαδή
κανείς και γράφη καλά αλλά αισχρά και κακά.
Φαίδρος
Είναι φανερόν βεβαίως.
Σωκράτης
Ποίος λοιπόν είναι ο τρόπος του καλώς ή κακώς συγγράφειν;
Αισθανόμεθα ανάγκην τινά, Φαίδρε, να εξετάσωμεν τον Λυσίαν ή
κάποιον άλλον, εξ όσων έχουσι γράψει τι έως τώρα ή θα γράψωσιν,
είτε πολιτικής υποθέσεως είτε ιδιωτικής, είτε έμμετρον ως ποιηταί,
είτε άνευ μέτρου ως κοινοί συγγραφείς.
Φαίδρος
Ερωτάς εάν έχωμεν ανάγκην; Αλλά θα ήξιζε κανείς να ζη δι' άλλην
αιτίαν παρά διά τας τοιαύτας ηδονάς του πνεύματος; Διότι βεβαίως
δεν αξίζει να ζη κανείς δι' εκείνας τας σωματικάς ηδονάς, αι οποίαι
περιέχουν όλαι κατ' ανάγκην λύπην εις την αρχήν ή και καμμίαν
χαράν, δι' ο και δικαίως έχουσιν ονομασθή δουλικαί.
Σωκράτης
Έχομεν καιρόν ως φαίνεται· και μάλιστα μέσα εις την πνιγηράν ζέστην
επάνω από τα κεφάλια μας μου φαίνονται ότι οι τέττιγες ψάλλοντες
και συνομιλούντες μας παρατηρούν. Εάν λοιπόν ίδωσι και ημάς όπως
τους κοινούς ανθρώπους να μη συνδιαλεγώμεθα, αλλά να νυστάζωμεν
νανουριζόμενοι από το τραγούδι των ένεκα αδρανείας της διανοίας
μας, δικαίως θα μας καταγελάσωσι, θεωρούντες ημάς ως μερικούς
δούλους οι οποίοι εύρον καταφύγιον να κοιμηθώσι, όπως τα
αναπαυόμενα το μεσημέρι πρόβατα κοιμώνται παρά την βρύσιν· εάν δε
μας βλέπωσιν ότι εξακολουθούμεν συνομιλούντες, και ότι παρερχόμεθα
αυτούς καθώς Σειρήνας χωρίς να γοητευθώμεν [από τα άσματά των],
τότε θαυμάσαντες ταχέως θα μας έδιδον το δώρον, το οποίον έχουσιν
από τους θεούς διά να χαρίζωσιν εις τους ανθρώπους.
Φαίδρος
Ποίον είναι λοιπόν τούτο το δώρον; διότι εγώ, καθώς μου φαίνεται
δεν έτυχε να το ακούσω.
Σωκράτης Δεν αρμόζει βέβαια εις φιλόμουσον άνδρα να μην έχη ακούσει τέτοιο πράγμα· λέγουν δε ότι οι τέττιγες ήσαν άνθρωποι πριν να γεννηθούν αι Μούσαι, αλλ' όταν με την γέννησιν των Μουσών εφανερώθη και το άσμα, τόσον πολύ μερικοί εκ των τότε ανθρώπων εξεπλάγησαν από ηδονήν, ώστε τραγουδούντες ημέλησαν να τρώγωσι και να πίνωσι και χωρίς να το εννοήσωσιν έδωκαν τέλος εις την ζωήν των· εκ των ανθρώπων αυτών εφύτρωσε κατόπιν το γένος των τεττίγων, το οποίον έλαβε παρά των Μουσών τούτο το δώρον, να μην έχη καθόλου ανάγκην τροφής από της γεννήσεως του, αλλ' αμέσως να ψάλλη χωρίς φαγητόν και ποτόν μέχρι της τελευτής του, και μετά την τελευτήν να έρχεται ν' αναγγέλλη εις τας Μούσας τις εκ των θνητών ποίαν εκάστην από αυτάς τιμά. Εις την Τερψιχόρην λοιπόν αναγγέλλουσιν εκείνους οι οποίοι την τιμώσι διά χορών και τους καθιστούν προσφιλεστέρους εις αυτήν, εις δε την Ερατώ τους τιμώντας αυτήν διά των ερωτικών ωδών και καθ' όμοιον τρόπον εις τας άλλας τους απονέμοντας την αρμόζουσαν εις εκάστην τιμήν· εις δε την πρεσβυτάτην Καλλιόπην και εις την δευτερότοκον Ουρανίαν αναγγέλλουσι τους φιλοσοφούντας και τους τιμώντας την μουσικήν τέχνην των, διότι αι δυο αύται υπέρ τας άλλας Μούσας επιστατούσαι εις τας κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και εις τους ανθρωπίνους και θείους λόγους αφήνουσιν άσμα μελωδικώτατον. Ένεκα λοιπόν των πολλών τούτων αιτίων πρέπει να είπωμεν κάτι και να μη κοιμηθώμεν κατά την μεσημβρίαν.
Φαίδρος Βεβαίως πρέπει να είπωμεν.
Σωκράτης
Ας εξετάσωμεν λοιπόν την σκέψιν, την οποίαν τώρα ελάβομεν ως
προϋπόθεσιν, τι δηλαδή κάμνει ένα λόγον προφορικόν ή γραπτόν καλόν
και τι όχι.
Φαίδρος
Πολύ καλά.
Σωκράτης
Αρά γε δεν πρέπει διά να ομιλήση καλά ο ρήτωρ να έχη εις την
διάνοιάν του την γνώσιν της αληθείας περί όσων μέλλει να είπη;
Φαίδρος
Φίλε Σωκράτη, περί αυτού του ζητήματος τέτοια εδώ έχω ακούσει, ότι
δηλαδή δεν είναι ανάγκη ο μέλλων να είναι ρήτωρ να γνωρίζη τα
αληθινά δίκαια, αλλά τα φαινόμενα δίκαια εις το πλήθος, το οποίον
ίσα ίσα μέλλει να δικάση, ουδέ τα αληθινά αγαθά ή ωραία, αλλ' όσα
θα φανώσι τοιαύτα· διότι η πειθώ παράγεται μάλλον εκ των δοξασιών
τούτων και όχι εκ της αληθείας.
Σωκράτης
Δεν πρέπει βεβαίως ν' αποβληθώσιν οι λόγοι (49) του σοφού, αλλά να
εξετάζωνται εάν λέγωσι τι· και μάλιστα και το τώρα λεχθέν δεν
πρέπει ν' αφήσωμεν ανεξέταστον.
Φαίδρος
Ορθώς λέγεις.
Σωκράτης
Ας το εξετάσωμεν λοιπόν ως εξής.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
Εάν σε συνεβούλευον εγώ ν' αποκρούσης τους εχθρούς αποκτήσας ίππον,
εάν δε και οι δύο δεν εγνωρίζομεν ίππον, αλλά μόνον τυχαίως
εγνώριζον περί σου, ότι ο Φαίδρος νομίζει ως ίππον εκείνον των
ημέρων ζώων το οποίον έχει μέγιστα ώτα…….
Φαίδρος
Γελοίον θα ήτο, Σωκράτη.
Σωκράτης
Ακόμη δεν ετελείωσα· και ότι σοβαρώς διά να σε πείσω συνέτασσον
εγκώμιον του όνου, αποκαλών αυτόν ίππον και λέγων περί αυτού, ότι
είναι ζώον ανεκτίμητον διά να το έχη κανείς εις την πατρίδα του και
έξω εις τον πόλεμον, και χρήσιμον ώστε να πολεμά κανείς απ' αυτού,
και δυνατόν να μεταφέρη προσέτι σκεύη και ωφέλιμον εις άλλας πολλάς
εργασίας….
Φαίδρος
Γελοιωδέστατον πλέον θα ήτο αυτό.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν δεν είναι προτιμότερον να είναι γελοίον αλλ' αβλαβές,
παρά επικίνδυνον και βλαβερόν;
Φαίδρος
Φαίνεται.
Σωκράτης
Όταν λοιπόν ο ρήτωρ, ενώ αυτός δεν γνωρίζει την φύσιν του αγαθού
και του κακού, εύρη τους συμπολίτας του ευρισκομένους εις την αυτήν
άγνοιαν και τους συμβουλεύη, εγκώμια πλέκων, όχι περί όνου σκιάς
(50) ότι είναι ίππος, αλλά περί του κακού ότι είναι αγαθόν, και
όταν, μελετήσας τας δοξασίας του κοινού λαού, τον πείση να πράττη
κακά αντί αγαθών, ωσάν ποίον καρπόν νομίζεις ότι η ρητορική κατόπιν
θα θερίση εκ των ιδεών τας οποίας έσπειρε;
Φαίδρος
Βεβαίως όχι παρά πολύ καλόν καρπόν.
Σωκράτης
Αλλά μήπως, καλέ μου φίλε, έχομεν εμπαίξει αγροικότερον του δέοντος
την ρητορικήν; Ίσως ηδύνατο να μας είπη αύτη· τι είναι αυτά, ω
θαυμαστοί, τα οποία φλυαρείτε; Εγώ βεβαίως καθόλου δεν αναγκάζω τον
αγνοούντα την αλήθειαν να μανθάνη ρητορικήν, αλλά κατά την ιδικήν
μου τουλάχιστον συμβουλήν, τοιουτοτρόπως θα με καταλάβη τις, όταν
αποκτήση την γνώσιν της αληθείας· εν τούτοις τούτο εδώ το μέγα
λέγω, ότι, χωρίς την βοήθειάν μου, δεν δύναται ουδέ κατά τι
περισσότερον να πείση με τέχνην τους ακροατάς του ο κατέχων την
γνώσιν της αληθείας.
Φαίδρος
Δεν έχει λοιπόν δίκαιον η ρητορική λέγουσα ταύτα;
Σωκράτης
Το παραδέχομαι, εάν βεβαίως οι προστρέχοντες πέριξ αυτής λόγοι
παρέχουν την μαρτυρίαν, ότι η ρητορική είναι μία τέχνη· διότι,
καθώς μου φαίνεται, ακούω μερικούς λόγους προσερχομένους να
διαμαρτύρωνται ότι η ρητορική ψεύδεται και δεν είναι τέχνη, αλλ'
άτεχνος μηχανική άσκησις· «δεν υπάρχει δε ούτε θα υπάρξη ποτέ,
λέγει ο Λάκων (51), αληθής τέχνη του λέγειν χωρίς να είναι κάτοχος
της αληθείας».
Φαίδρος
Αλλά χρειαζόμεθα τους λόγους τούτους, Σωκράτη. Κάμε τους να
προσέλθωσι κ' εξέταζέ τους τι και πώς λέγουν.
Σωκράτης.
Παρουσιασθήτε λοιπόν, &ω λόγοι&, ευγενικά ανατεθραμμένα ωραία
παιδιά, και πείθετε τον Φαίδρον ότι, εάν δεν φιλοσοφήση ικανώς,
ουδέ θα γίνη ποτέ ικανός να ομιλή διά κανέν ζήτημα. Ας αποκρίνεται
λοιπόν ο Φαίδρος.
Φαίδρος
Ερωτάτε.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν η ρητορική δεν είναι τέχνη του ψυχαγωγείν (52) διά
λόγων, όχι μόνον εις τα δικαστήρια και εις τας δημοσίας
συναθροίσεις, αλλά και εις τας ιδιωτικάς ομηγύρεις, η ιδία και όταν
πρόκειται περί μικρών ζητημάτων και όταν περί μεγάλων, και δεν
είναι αρά γε πολυτιμότερον να λέγεται το ορθόν πράγμα και εις τα
σπουδαία και εις τα μικρά; Ή μήπως αυτά τα έχεις ακούσει συ κατ'
άλλον τρόπον;
Φαίδρος
Όχι, μα τον Δία, όχι καθόλου παρομοίως, αλλά προ πάντων η ρητορική
η ασχολουμένη εις τας δίκας λέγεται και γράφεται τέχνη, λέγεται δε
ομοίως και η περί τας δημηγορίας ασχολουμένη· περισσότερον από αυτά
δεν έχω ακούσει.
Σωκράτης
Αλλ' αληθώς έχεις ακούσει μόνον τα ρητορικά κατασκευάσματα του
Νέστορος και του Οδυσσέως, τα οποία συνέθεσαν όταν ησύχαζον κατά
την πολιορκίαν του Ιλίου, τας δε συνθέσεις του Παλαμήδους δεν έχεις
ακούσει;
Φαίδρος
Ναι, μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει άλλα από τα του
Νέστορος [και Οδυσσέως], εκτός εάν παριστάνης τον Γοργίαν ως
κάποιον Νέστορα ή κάποιον Θρασύμαχον και Θεόδωρον ως Οδυσσέα (53).
Σωκράτης
Ίσως. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτους· συ δε ειπέ μου, εις τα δικαστήρια
τι πράττουσιν οι αντίδικοι; βεβαίως δεν άντιλέγουσιν ή τι θα
είπωμεν ότι κάμνουν;
Φαίδρος
Αυτό τούτο.
Σωκράτης
Δεν αντιλέγουσι και περί δικαίου και αδίκου;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Λοιπόν ο πράττων τούτο με τέχνην θα κάμη να φανή το ίδιον πράγμα
εις τα ίδια πρόσωπα άλλοτε μεν δίκαιον, όταν θέλη δε άδικον;
Φαίδρος
Διατί όχι;
Σωκράτης
Και κατά την δημηγορίαν λοιπόν θα φανώσιν εις τους πολίτας τα ίδια
πράγματα άλλοτε μεν αγαθά, άλλοτε δε πάλιν τα εναντία;
Φαίδρος
Έτσι.
Σωκράτης
Δεν γνωρίζομεν λοιπόν ότι ο Ελεατικός Παλαμήδης (54) διά της τέχνης
των λόγων του έκαμεν ώστε τα ίδια πράγματα να φαίνωνται ως όμοια
και ανόμοια, και ως έν και ως πολλά, και εξ άλλου ηρεμούντα και
κινούμενα;
Φαίδρος
Το γνωρίζω πολύ καλά.
Σωκράτης
Άρα η αντιλογική δεν περιορίζεται μόνον εις τα δικαστικά και εις
την δημηγορίαν, αλλ' εάν είναι μία τις τέχνη, αύτη, ως φαίνεται,
ήθελεν είναι η περιλαμβάνουσα όλα τα είδη του λόγου, διά της οποίας
γίνεται τις ικανός να παριστάνη εις πάντας όμοια πάντα όσα είναι
δυνατόν να συγχυσθώσι, και να διαφωτίζη όσα διάφορα άλλος επιχειρεί
να συγχύση και να αποκρύψη.
Φαίδρος
Πώς λοιπόν λέγεις το τοιούτον;
Σωκράτης
Νομίζω ότι κατά τούτον τον τρόπον το ζήτημά μας θα διευκρινισθή. Η
απάτη εις ποίον εκ των δύο συμβαίνει περισσότερον, εις τα πράγματα
τα οποία έχουσιν μεγάλας διαφοράς, ή μικράς;
Φαίδρος
Εις τα έχοντα μικράς.
Σωκράτης
Αλλ' ακριβώς ολίγον κατ' ολίγον προχωρών θα διαλάθης μάλλον ώστε να
φθάσης εις το εναντίον παρά με μεγάλα βήματα.
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Πρέπει λοιπόν ο μέλλων ν' απατήση μεν τον άλλον, αυτός δε να μη
απατηθή, να διαγιγνώσκη ακριβώς την ομοιότητα και την ανομοιότητα
των όντων.
Φαίδρος
Κατ' ανάγκην πρέπει.
Σωκράτης
Πραγματικώς λοιπόν θα δυνηθή τις, ενώ δεν γνωρίζει την αληθινήν
ουσίαν εκάστου, να διακρίνη εις τα άλλα πράγματα την μικράν ή
μεγάλην ομοιότητα εκείνου το οποίον αγνοεί;
Φαίδρος
Αδύνατον.
Σωκράτης
Λοιπόν είναι φανερόν ότι το πάθημα των εσφαλμένων γνωμών και των
απατών των ανθρώπων περί των όντων προέρχεται εξ αιτίας μερικών
ομοιοτήτων.
Φαίδρος
Κατ' αυτόν τον τρόπον βεβαίως γίνεται.
Σωκράτης
Είναι λοιπόν δυνατόν να καταστή κανείς έμπειρος της τέχνης να
μεταβιβάζη ολίγον κατ' ολίγον διά των ομοιοτήτων τους ακροατάς του
κάθε φοράν από την έννοιαν του όντος εις την εναντίαν έννοιαν
αποσύρων αυτούς, ή και ο ίδιος να διαφεύγη την απάτην των ταύτην,
εάν δεν γνωρίζη την αληθινήν ουσίαν εκάστου όντος;
Φαίδρος
Όχι ποτέ.
Σωκράτης
Άρα, φίλε μου, εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθειαν, αλλ' έχει
θηρεύσει δοξασίας, ως φαίνεται, γελοίαν τινά και άτεχνον τέχνην των
λόγων θα παρουσιάζη.
Φαίδρος
Είν' ενδεχόμενον.
Σωκράτης
Θέλεις λοιπόν εις τον λόγον του Λυσίου, τον οποίον φέρεις μαζί σου,
και εις τους λόγους τους οποίους ημείς είπομεν, να ίδωμεν τι εκ
τούτων είναι από τα μετά τέχνης λεχθέντα και τι από τα χωρίς
τέχνην;
Φαίδρος
Προ παντός μάλιστα, επειδή τώρα απλώς πως ομιλούμεν μη έχοντες
ικανά παραδείγματα.
Σωκράτης
Βεβαίως κατ' ευτυχή σύμπτωσιν, ως φαίνεται, ελέχθησαν οι λόγοι οι
οποίοι έχουσι κάποιον παράδειγμα ότι δύναται ο γνωρίζων την
αλήθειαν, παίζων διά των λόγων, να παρασύρη εις μεταβολήν τους
ακροατάς του. Ως προς εμέ τουλάχιστον αποδίδω την αιτίαν ταύτην εις
τους εντοπίους θεούς· ίσως δε οι των Μουσών προφήται, οι υπέρ τας
κεφαλάς μας τραγουδισταί [οι τέττιγες], θα μας έχωσιν εμπνεύσει
τούτο το δώρον (55)· διότι εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω τέχνην τινά
του λέγειν.
Φαίδρος
Έστω τούτο όπως το λέγεις· μόνον φανέρωνέ μου το παράδειγμα.
Σωκράτης
Εμπρός λοιπόν, ανάγνωσέ μου την αρχήν του λόγου του Λυσίου.
Φαίδρος
«Διά τα ιδικά μου μεν αισθήματα γνωρίζεις καλά και καθώς νομίζω
έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων
μου· έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο
μόνον ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου· διότι οι ερώντες
μεταμελούνται τότε — ».
Σωκράτης
Σταμάτησε· πρέπει να είπομεν κατά τι ο Λυσίας σφάλλει και άνευ
τέχνης δημιουργεί. Δεν είναι αληθές;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν δεν είναι εις τον καθένα φανερόν το εξής περίπου, ότι
εις μερικάς των τοιούτων εννοιών συμφωνούμεν, εις μερικάς δε
διιστάμεθα;
Φαίδρος
Πιστεύω μεν ότι ενόησα εκείνο το οποίον λέγεις, αλλ' ακόμη
σαφέστερον ειπέ μου το.
Σωκράτης
Όταν τις είπη το όνομα του σιδήρου ή του αργύρου, άρα την ιδίαν
έννοιαν δεν εσχηματίσαμεν;
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Τι δε διανοούμεθα προκειμένου περί του δικαίου και του αγαθού; δεν
έχει ο καθείς διάφορον ιδέαν και δεν διαφωνούμεν περί αυτών και
μεταξύ μας και με τους ιδίους εαυτούς μας;
Φαίδρος
Πολύ αληθινά.
Σωκράτης
Άρα εις τα μεν συμφωνούμεν, εις τα άλλα όχι.
Φαίδρος
Έτσι είναι.
Σωκράτης
Εις ποια εκ των δύο τούτων ευκολώτερον απατώμεθα και εις ποία η
ρητορική ασκεί μεγαλυτέραν δύναμιν;
Φαίδρος
Είναι φανερόν ότι εις εκείνα εις τα οποία πλανώμεθα.
Σωκράτης
Λοιπόν είναι ανάγκη ο μέλλων να μετέλθη την ρητορικήν τέχνην πρώτον
μεν να κάμη την διάκρισιν των εννοιών τούτων μεθοδικώς και να
συλλάβη εις τον νουν του τους διαφόρους χαρακτήρας και των δύο
χωριστά ειδών των εννοιών, και εκείνου εις το οποίον κατ' ανάγκην
το πλήθος πλανάται και εκείνου εις το οποίον δεν πλανάται.
Φαίδρος
Επιτήδειος θα ήτο, Σωκράτη, εκείνος ο οποίος θα εγνώριζε να κάμη
ταύτην την διάκρισιν.
Σωκράτης
Έπειτα νομίζω ότι πρέπει, όταν αναλαμβάνη την εξέτασιν εκάστου
ζητήματος να μη του διαφεύγη την προσοχήν, αλλά μετ' οξύτητος ν'
αντιλαμβάνεται εκείνο περί του οποίου μέλλει να είπη, δηλαδή εις
ποίον εκ των δύο γενών έτυχε ν' ανήκη τούτο.
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Τι νομίζεις λοιπόν· τι εκ των δύο θα είπωμεν ότι είναι ο έρως εκ
των αμφισβητησίμων ή εκ των μη;
Φαίδρος
Εκ των αμφισβητησίμων βεβαίως· αλλέως θα σου ήτο δυνατον να είπης,
εκείνα τα οποία τώρα εξέφερες περί αυτού ότι είναι και βλαβερός και
εις τον αγαπώμενον και τον αγαπώντα και πάλιν ότι είναι μέγιστον
των αγαθών;
Σωκράτης
Λαμπρά τα λέγεις· αλλ' ειπέ μου και το εξής — διότι εγώ δεν
ενθυμούμαι πολύ καλά εξ αιτίας του ενθουσιασμού μου — εάν έκαμα τον
ορισμόν του έρωτος κατά την αρχήν του λόγου.
Φαίδρος
Μα τον Δία, θαυμασίως.
Σωκράτης
Μπα, τόσον επιτηδειότεραι εις την τέχνην των λόγων λέγεις ότι είναι
αι νύμφαι, αι θυγατέρες του Αχελώου και ο Παν ο υιός του Ερμού, από
τον Λυσίαν τον υιόν του Κεφάλου; ή απατώμαι, και ο Λυσίας αρχίζων
τον ερωτικόν λόγον του μας ηνάγκασε να εννοήσωμεν τον έρωτα, ότι
είναι έν τι εκ των όντων, το οποίον αυτός ηθέλησε και συμφώνως με
τον ορισμόν τούτον πλέον συνέταξε κ' ετελείωσεν όλον τον κατόπιν
λόγον; θέλεις πάλιν ν' αναγνώσωμεν την αρχήν αυτού;
Φαίδρος
Εάν σου φαίνεται καλόν· εκείνο όμως το οποίον ζητείς δεν είναι εις
αυτό το μέρος.
Σωκράτης
Λέγε, ν' ακούσω αυτό το ίδιον.
Φαίδρος
«Διά μεν τα ιδικά μου αισθήματα γνωρίζεις καλά, και καθώς νομίζω
έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων
μου. Έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο
μόνον, ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου· διότι οι ερώντες
μεταμελούνται τότε δι' όσα προσέφερον [εις το αντικείμενον του
πάθους των], όταν θα κορεσθώσι της επιθυμίας».
Σωκράτης
Όντως πολύ, ως φαίνεται, απέχει από του να κάμνη, αυτό το οποίον
ακριβώς ζητούμεν, ο Λυσίας, ο οποίος ουδ' από την αρχήν, αλλ' από
το τέλος κολυμβών ανάσκελα προς τα οπίσω επιχειρεί να διέλθη τον
λόγον, και αρχίζει από εκεί απ' όπου θα είχε τελειώσει ο εραστής
λέγων προς τον αγαπώμενον. Ή δεν είναι τίποτε σωστόν, πολυαγαπημένε
μου Φαίδρε;
Φαίδρος
Τούτο βεβαίως, Σωκράτη, περί του οποίου κάμνει λόγον είναι [όχι
αρχή αλλά] τέλος.
Σωκράτης
Τι δε να είπωμεν διά τα άλλα; δεν φαίνονται ότι αι ιδέαι του λόγου
έχουν τοποθετηθή συγκεχυμένως; ή φαίνεται ότι, εκείνο το οποίον
ελέχθη δεύτερον, έπρεπε ένεκα ανάγκης τινός να κατέχη την δευτέραν
θέσιν αυτό παρά άλλο τι των λεχθέντων; Διότι εφάνη εις εμέ, ο
οποίος εξ άλλου ομολογώ την άγνοιάν μου, ότι ο συγγραφεύς με
γενναιότητα έγραφεν ό,τι του ήρχετο εις τον νουν· συ δε μήπως
ευρήκες λογογραφικήν τινα ανάγκην ένεκα της οποίας εκείνος έτσι
κατά σειράν το έν πλησίον του άλλου έβαλεν αυτά;
Φαίδρος
Καλός είσαι, αφού με νομίζεις ικανόν να διαγνώσω έτσι ακριβώς τους
λόγους του Λυσίου.
Σωκράτης
Αλλά τούτο εδώ τουλάχιστον νομίζω πώς θα μου έλεγες, ότι πρέπει
κάθε λόγος, όπως το ζώον, να συνίσταται από σώμα τι ιδικόν του,
ώστε να μην είναι μήτε ακέφαλος μήτε άπους, αλλά να έχη μέσα και
άκρα, τα οποία να είναι γραμμένα έτσι, ώστε ν' αρμόζουν και μεταξύ
των και με το σύνολον.
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Εξέτασε λοιπόν τον λόγον του φίλου σου, εάν είτε κατά τον ένα είτε
κατά τον άλλον τρόπον έχει γραφή, και θα εύρης ότι καθόλου δεν
διαφέρει από το επίγραμμα, το οποίον λέγουν ότι είναι
επιγεγραμμένον εις τον Μίδαν τον Φρύγα.
Φαίδρος
Ποίον είναι το επίγραμμα και τι ιδιαίτερον έχει τούτο;
Σωκράτης
Είναι το εξής:
Χαλκή παρθένος είμαι, 'ς του Μίδα δε το μνήμα κείμαι, κι' όταν θα τρέξη το νερό και τα ψηλά τα δένδρ' ανθίσουν, μένουσα εδώ ψηλά 'ς αυτόν τον τύμβο τον πολύκλαυστο, θ' αγγέλλω 'ς τους διαβάτες ότι ο Μίδας εδώ έχει ταφή.
ως νομίζω, κάπως κατανοείς ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει εις το να διαβάζεται μέρος τι του επιγράμματος πρώτον ή τελευταίον.
Φαίδρος
Περιπαίζεις τον λόγον μας, Σωκράτη.
Σωκράτης
Τούτον μεν τον λόγον ας αφήσωμεν ίνα μη στενοχωρήσαι· αν και, ως
μου φαίνεται, έχει πολλά δείγματα, τα οποία έχων προ οφθαλμών
κανείς, θα ωφελείτο με το να μη επιχειρή καθολοκληρίαν να τα
μιμηθή. Εις δε τους άλλους λόγους ας έλθωμεν. Διότι υπάρχει τι ως
νομίζω, το οποίον πρέπει να ίδωσιν οι θέλοντες να ασχολώνται περί
τους λόγους.
Φαίδρος
Ποίον είναι αυτό που λέγεις;
Σωκράτης
Είναι κάπως αντίθετοι· ο μεν είς δηλαδή έλεγεν ότι πρέπει να
χαρίζεται τις εις τον ερώντα ο δε άλλος ότι δεν πρέπει.
Φαίδρος
Και οι δύο πάρα πολύ ανδρικώς [υπεστήριζον την ιδέαν των].
Σωκράτης
Ενόμιζα ότι θα έλεγες την αλήθειαν, εάν έλεγες μανικώς· εκείνο μεν
λοιπόν το οποίον εζήτουν είναι αυτό τούτο· διότι μανία τις είπομεν
ότι είναι ο έρως. Αληθώς;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Μανίαι δε δύο υπάρχουν, εξ ων η μεν προέρχεται εξ ανθρωπίνων
νοσημάτων, η δε εκ θείας απομακρύνσεως από της συνήθους κανονικής
καταστάσεως.
Φαίδρος
Πολύ καλά.
Σωκράτης
Έχομεν δε διαιρέσει την θείαν μανίαν εις τέσσαρα μέρη εκ των
τεσσάρων θεών, παραδεχθέντες την μαντικήν μεν εμπνεομένην υπό του
Απόλλωνος, την ιεροτελεστικήν δε υπό του Διονύσου, την ποιητικήν
υπό των Μουσών, την τετάρτην δε, την ερωτικήν μανίαν, την
εμπνεομένην υπό της Αφροδίτης και του Έρωτος την είπομεν ότι είναι
αρίστη, και δεν γνωρίζω πώς το ερωτικόν πάθος απεικονίζοντες,
άλλοτε μεν με το να εγγίζωμεν την αλήθειαν, ίσως δε και με το να
πλανώμεθα εις άλλα, συνάψαντες λόγον όχι εντελώς απίθανον εψάλαμεν
μυθικόν τινα ύμνον με κοσμιότητα και ευλάβειαν εις τον Έρωτα, τον
ιδικόν μου και ιδικόν σου δεσπότην, Φαίδρε, τον προστάτην των
ωραίων παίδων.
Φαίδρος
Εγώ τουλάχιστον πάρα πολύ ευχαρίστως τον ήκουσα.
Σωκράτης
Το εξής όμως από αυτόν τον λόγον ας λάβωμεν, με ποίον τρόπον δηλαδή
από το ψέγειν ηδυνήθη ο λόγος να μεταβή εις το επαινείν.
Φαίδρος
Πώς το εννοείς λοιπόν αυτό;
Σωκράτης
Εις εμέ φαίνεται ότι όντως όλα τα άλλα έχουν λεχθή αστείως και
χάριν παιδιάς. Αλλά την δύναμιν των δύο τούτων μεθόδων, αι οποίαι
ελέχθησαν κατά τύχην, είναι ωφέλιμον, εάν δυνηθή κανείς να εννοήση
και τας οικειποιηθή με τέχνην.
Φαίδρος
Ποίων μεθόδων;
Σωκράτης
Το να ανάγη τις εις μίαν γενικήν ιδέαν διά συνθέσεως τα εδώ κ' εκεί
διεσπαρμένα στοιχεία, ίνα δι' ακριβούς ορισμού κάμη φανερόν
έκαστον, περί του οποίου θα εδίδασκε κάθε φοράν. Καθώς τώρα δα αφού
ωρίσαμεν την έννοιαν του Έρωτος, είτε καλώς είτε κακώς, εκάμαμεν
τον λόγον. Τουλάχιστον ένεκα της αιτίας αυτής ο λόγος μας είχε να
δείξη σαφήνειαν και συμφωνίαν προς τον εαυτόν του.
Φαίδρος
Η δε άλλη μέθοδος, λέγε, ποία είναι, Σωκράτη;
Σωκράτης
Το να δύναταί τις ν' αναλύη την γενικήν έννοιαν εις τα είδη αυτής,
τέμνων εις τα φυσικά της άρθρα, χωρίς να προβαίνη εις το να
συντριβή κανέν μέρος κατά τον τρόπον κακού μαγείρου· έτσι ακριβώς
προ μικρού οι δύο λόγοι μου έλαβον μίαν κοινήν ιδέαν, την μανίαν,
καθώς δε φύσει εξ ενός σώματος έχομεν δίπλα μέρη με το αυτό όνομα,
τα κληθέντα αριστερά και δεξιά μέρη, τοιουτοτρόπως και ως προς την
μανίαν, την οποίαν εθεώρησαν οι λόγοι ως έν είδος υπάρχον φύσει
εντός μας, ο μεν είς λόγος ετράπη εις την διευκρίνισιν του
αριστερού μέρους της και δεν αφήκε τας ερεύνας τούτου του μέρους
ίνα επαναρχίση, ειμή όταν εύρεν εις αυτάς αριστερόν τινα καλούμενον
έρωτα τον οποίον ελοιδόρησε πάρα πολύ δικαίως, ο δε έτερος λόγος
μας έφερε εις το δεξιόν μέρος της μανίας όπου εύρεν έρωτα, ο οποίος
αν και είχε το ίδιον όνομα με τον πρώτον, ήτο θεϊκός όμως και λαβών
αυτόν ως υπόθεσιν των εγκωμίων του τον επήνεσεν ως αιτίαν των
μεγίστων αγαθών μας.
Φαίδρος
Αληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
Και εγώ ο ίδιος, Φαίδρε, είμαι εραστής τούτων των αναλύσεων και των
συνθέσεων ίνα γίνω ικανός να λέγω και να σκέπτομαι· και εάν θα
νομίσω ότι κάποιος άλλος δύναται ν' αντιλαμβάνεται το αντικείμενον
και ως σύνολον και αναλελυμένον εις τα στοιχεία του, τούτον
επιδιώκω ακολουθών τα ίχνη του ως να ήτο θεός (56). Και τους
δυναμένους δε να κάμωσι τούτο τους αποκαλώ, κύριος οίδε εάν ορθώς ή
όχι, μέχρι τούδε διαλεκτικούς. Αλλ' εκείνους οι οποίοι εδιδάχθησαν
υπό σου και του Λυσίου πώς πρέπει να τους αποκαλώμεν; Ή μήπως η
τέχνη των λόγων είναι αυτό εκείνο, το οποίον και ο Θρασύμαχος (57)
και οι άλλοι μεταχειριζόμενοι λέγουσιν ότι έχουσι γίνει σοφοί μεν
οι ίδιοι εις το λέγειν, κάμνουν δε σοφούς και τους άλλους όσοι θα
ήθελον να προσφέρωσι δώρα εις αυτούς ως εις βασιλείς;
Φαίδρος
Βασιλικοί πραγματικώς είναι οι άνδρες ούτοι, αλλά δεν έχουν ιδέαν
των όσων ερωτάς· αλλά τούτο μεν το είδος ορθώς μου φαίνεται ότι το
ονομάζεις αποκαλών διαλεκτικόν· αλλά το ρητορικόν, μου φαίνεται, ότι
ακόμη μας διαφεύγει.
Σωκράτης
Τι λέγεις; θα εύρισκέ τις κάτι καλόν, το οποίον έμεινε μεν από όσα
είπομεν περί διαλεκτικής, λαμβάνεται όμως με τέχνην; Πάντως δε δεν
πρέπει να εγκαταλειφθή από σε κ' εμέ το υπόλοιπον μέρος [το περί]
της ρητορικής, αλλά πρέπει να είπωμεν τι είναι τούτο.
Φαίδρος
Και δεν είναι ολίγα, Σωκράτη, όσα διδάγματα περιλαμβάνονται εις τα
βιβλία τα γράφοντα περί της τέχνης των λόγων.
Σωκράτης
Και καλά που μου το εθύμισες. Το προοίμιον νομίζω ότι πρέπει να
λέγεται εις την αρχήν του λόγου· αυτά δεν λέγεις — είναι, αληθινόν;
— ότι είναι αι λεπταί δεξιότητες της τέχνης;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Δεύτερον η διήγησις μετά των μαρτυρικών καταθέσεων εκτός αυτής,
τρίτον αι αποδείξεις, τέταρτον αι πιθανολογίαι· νομίζω μάλιστα ότι
ο αριστοτέχνης των λόγων, ο Βυζάντιος (58) ανήρ, διδάσκει και
πίστωσιν και επιπίστωσιν.
Φαίδρος
Λέγεις διά τον καλόν Θεόδωρον; (59)
Σωκράτης
Ναι, ο οποίος μας διδάσκει ότι πρέπει να κάμωμεν και εις την
κατηγορίαν και εις την απολογίαν έλεγχον και επεξέλεγχον. Δεν θα
παραγκωνίσωμεν δε τον άριστον Εύηνον τον Πάριον (60), ο οποίος και
την υποδήλωσιν πρώτος εύρε και τους πλαγίους επαίνους· άλλοι δε
λέγουσιν ότι αυτός και τους πλαγίους ψόγους εστιχούργησε προς
απομνημόνευσιν· διότι ήτο σοφός ο ανήρ. Τον Τεισίαν (61) δε και τον
Γοργίαν (62) δεν θα τους αφήσωμεν να κοιμώνται, οι οποίοι
ανεκάλυψαν ότι τα πιθανά πρέπει να θεωρώνται προτιμότερα των
αληθών, και οι οποίοι ένεκα της ευρωστίας του λόγου των κάμνουν
ώστε να φαίνωνται τα μικρά μεγάλα και τα μεγάλα μικρά, και τα νέα
εκφράζουσιν αρχαιοπρεπώς και τα αρχαία με νέαν μορφήν, και ανεύρον
το μέσον να ομιλώσι διά κάθε θέμα και διά βραχέων και κατά
διεξοδικώτατον τρόπον. Ταύτα δε ακούων κάποτε ο Πρόδικος (63)
εγέλασε και είπεν ότι μόνος αυτός έχει εύρει τα αρμόζοντα εις την
τέχνην των λόγων. Είπε δε ότι ούτε αι μακρολογίαι ούτε αι
βραχυλογίαι αρμόζουν, αλλά τα μέτρια.
Φαίδρος
Σοφώτατα είπες, ω Πρόδικε.
Σωκράτης
Τον Ιππίαν (64) δε δεν αναφέρομεν, διότι νομίζω ότι και ο Ηλείος
ξένος της αυτής γνώμης θα ήτο με τον Πρόδικον.
Φαίδρος
Διατί όχι;
Σωκράτης
Πώς θ' αναπτύξωμεν δε εξ άλλου τα ρητορικά τεχνουργήματα του Πώλου
(65), ο οποίος την διπλασιολογίαν [καλλιλογίαν] και την γνωμολογίαν
[το ομιλείν με γνωμικά] και την εικονολογίαν [τας μεταφοράς] εύρε,
και τας λέξεις εκείνας τας οποίας εδώρησεν εις αυτόν ο Λικύμνιος
(66), ίνα δημιουργήση ευφράδειαν.
Φαίδρος
Τα του Πρωταγόρου (67) δε παραγγέλματα, Σωκράτη, δεν είναι βεβαίως
τέτοια τινά;
Σωκράτης
Μετεχειρίζετο, παιδί μου, ορθόν λεκτικόν και άλλα πολλά και καλά·
ως προς την τέχνην δε των θρηνητικών λόγων, οι οποίοι κινούσι τον
οίκτον αναφερόμενοι εις το γήρας και την πενίαν όλους τους έχει
υπερβή, μου φαίνεται, η δύναμις του Χαλκηδονίου (68), ο οποίος εξ
άλλου ήτο φοβερός ανήρ και εις το να εξοργίση το πλήθος αφ' ενός,
και πάλιν αυτό ωργισμένον να το καταπραΰνη γοητεύων, ως έλεγε· και
επιτηδειότατος εις το να κατηγορή και εις το να αναιρή τας
κατηγορίας με κάθε τρόπον. Όλοι δε από κοινού πλέον φαίνεται ότι
παρεδέχθησαν ποίον πρέπει να είναι το τέλος των λόγων, το οποίον
άλλοι μεν καλούσιν επάνοδον, άλλοι δε με άλλο όνομα.
Φαίδρος
Εννοείς το να συγκεφαλαιώσουν τα καθέκαστα εις το τέλος διά να
υπενθυμίσουν εις τους ακούοντας περί των λεχθέντων.
Σωκράτης
Ταύτα λέγω, και αν συ έχης να προσθέσης άλλο τι περί της τέχνης των
λόγων.
Φαίδρος
Έχω μερικά μικρά και ανάξια λόγου.
Σωκράτης
Ας αφήσωμεν δα τα μικρά· μάλλον δε ταύτα ας φέρωμεν εις πλήρες φως,
ποία είναι η δύναμις της τέχνης και πού φανερώνεται.
Φαίδρος
Είναι ισχυροτάτη, Σωκράτη, η δύναμις της ρητορικής και φανερώνεται
εις τας συνελεύσεις του πλήθους.
Σωκράτης
Είναι αληθές· αλλ', έκτακτέ μου φίλε, ιδέ και συ μήπως φαίνεται και
εις σε, όπως και εις εμέ, αραιόν το στημόνι του υφάσματος της
ρητορικής αυτής.
Φαίδρος
Αποδείκνυέ μου μόνον.
Σωκράτης
Ειπέ μου λοιπόν· εάν τις υπάγη εις τον φίλον σου Εριξύμαχον ή τον
πατέρα αυτού Ακουμενόν και είπη ότι εγώ γνωρίζω τοιαύτα ιατρικά να
προσφέρω εις τα σώματα, ώστε εάν θέλω να τα θερμαίνω και να τα
κρυώνω και, εάν μεν μου φανή καλόν, να τα κάμω να εξεμώσι, εάν δε
πάλιν όχι, να αφοδεύωσι και άλλοι πάρα πολλά τοιαύτα, και επειδή
γνωρίζω αυτά έχω την αξίωσιν ότι είμαι ιατρός και ότι και άλλον
κάμνω ιατρόν, εάν εις αυτόν ήθελον παραδώσει την επιστήμην τούτων·
τι νομίζεις ότι θα έλεγον εάν ήκουον αυτά οι φίλοι σου;
Φαίδρος
Τι άλλο παρά θα τον ηρώτων, εάν εκτός τούτων γνωρίζει και τους
ασθενείς οι οποίοι έχουν ανάγκην τούτων και πότε μεταχειρίζεται το
καθέν και κατά ποίαν δόσιν;
Σωκράτης
Εάν λοιπόν απαντήση, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά, αλλ' ότι έχω
την αξίωσιν ο μαθητής μου να κάμη όσα ζητείς;
Φαίδρος
Νομίζω ότι θα του έλεγον ότι είναι τρελλός, και ότι τα έμαθεν από
κάποιο βιβλίον ή ότι ενόμισεν, επειδή έτυχε ν' ακούση περί
φαρμάκων, πως είναι ιατρός, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε από την
ιατρικήν τέχνην.
Σωκράτης
Τι δε θ' απήντων εξ άλλου ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, εάν
παρουσιάζετο κανείς εις αυτούς λέγων ότι γνωρίζει να κάμνη περί
μικρού πράγματος λόγους υπερβολικά μακρούς και περί μεγάλου πάρα
πολύ μικρούς, όταν δε θέλη, να κάμνη ώστε οι λόγοι του να κινούν
τον οίκτον και τουναντίον πάλιν τον φόβον, και να δεικνύουν απειλήν
και πολλά άλλα παρόμοια, και διδάσκων αυτά να νομίζη ότι παραδίδει
ποίησιν τραγωδίας;
Φαίδρος
Και αυτοί νομίζω, Σωκράτη, ότι θα κατεγέλων εκείνον, αν τις νομίζη
ότι η τραγωδία είναι άλλο τι παρά η αρμόζουσα σύνθεσις των
στοιχείων τούτων και ως προς άλληλα και ως προς το σύνολον.
Σωκράτης
Αλλά δεν θα τον περιέπαιζον βαναύσως, αλλά καθώς μουσικός, όταν
απαντήση άνδρα θεωρούντα τον εαυτόν του κάτοχον της αρμονίας,
επειδή έτυχε να γνωρίζη πώς είναι δυνατόν να τονίζη χορδήν
υψηλότατα και χαμηλότατα, δεν θα του έλεγε με αγριότητα «δυστυχή,
είσαι τρελλός», αλλ' επειδή είναι αληθής μουσικός θα του έλεγε
μαλακότερον ότι «καλέ μου, είναι ανάγκη μεν και αυτά τα οποία
γνωρίζεις να γνωρίζη ο μέλλων να γίνη κάτοχος της αρμονίας, αλλ'
όμως δύναται κάλλιστα να μη γνωρίζη τίποτε από αρμονίαν και αν
κατέχη την ιδικήν σου εμπειρικήν γνώσιν διότι γνωρίζεις τα προ της
αρμονίας αναγκαία μαθήματα, αλλ' όχι τα αρμονικά».
Φαίδρος
Ορθότατα βεβαίως.
Σωκράτης
Και ο Σοφοκλής λοιπόν εις τον προς αυτόν επιδεικνυόμενον θα έλεγεν
ότι γνωρίζει τα προ της τραγωδίας, αλλ' όχι τα τραγικά, και ο
Ακουμενός [θα έλεγεν εις εκείνον ότι γνωρίζει] τα προ της ιατρικής,
αλλ' όχι τα ιατρικά.
Φαίδρος
Βεβαιότατα.
Σωκράτης
Τι δε νομίζομεν; εάν ο μελίγλωσσος Άδραστος (69) ή ο Περικλής
ήκουον εκείνα τα πάγκαλα τεχνάσματα, τα οποία τώρα ημείς
διεξήλθομεν, τας βραχυλογίας και τας εικονολογίας και όσα άλλα
εξετάσαντες εις πλήρες φως είπομεν ότι είναι συζητήσιμα, τι εκ των
δύο, (οργισμένοι αυτοί, καθώς εγώ και συ, θα είχον την βαναυσότητα
να είπωσι λέξιν τινά χονδρήν εις τους λέγοντας και διδάσκοντας αυτά
ως ρητορικήν τέχνην, ή, επειδή είναι σοφώτεροί μας, και ημάς θα
επέπληττον λέγοντες· Φαίδρε και Σωκράτη, δεν πρέπει να οργιζώμεθα,
αλλά να συγχωρώμεν, εάν τινες μη γνωρίζοντες διαλεκτικήν ευρέθησαν
εις αδυναμίαν να ορίσωσι την έννοιαν της ρητορικής, ένεκα δε τούτου
του παθήματος ενόμισαν ότι εύρον την ρητορικήν, εν ώ κατείχον μόνον
τα προ της τέχνης αναγκαία μαθήματα, και ταύτα πλέον διδάσκοντες
εις άλλους φρονούσιν ότι τελείως η ρητορική έχει διδαχθή από
αυτούς, οφείλουσιν όμως οι ίδιοι οι μαθηταί των ν' αντλώσιν εις
τους λόγους από τους εαυτούς των εκάστην γνώσιν εκ των [ανωτέρω]
τούτων εις το να την μεταχειρίζονται πειστικώς εις τον λόγον και
εις το να συνθέτωσι το όλον, επειδή τούτο δεν παρέχει καμμίαν
δυσκολίαν.
Φαίδρος
Αλλά βεβαίως, Σωκράτη, πλησιάζει τοιαύτη τις να είναι η τέχνη, την
οποίαν ούτοι οι άνδρες και διδάσκουσι και γράφουσι· και εις εμέ
φαίνεσαι ότι έχεις είπει το αληθές· αλλά την τέχνην του όντως
ρητορικού και του πιθανού εν τω λόγω με ποίον τρόπον και από πού
δύναται τις να την πορισθή;
Σωκράτης
Διά να δυνηθής, Φαίδρε, να γίνης τέλειος εις τους αγώνας της
ρητορικής είναι επόμενοι ίσως και αναγκαίοι οι όροι οι ισχύοντες
και εις τους άλλους αγώνας. Εάν μεν εις σε υπάρχη εκ φύσεως η
ρητορική δύναμις, θα είσαι ρήτωρ λαμπρός εάν προσλάβης την
επιστήμην και την μελέτην· εάν δε παραλίπης τι εκ τούτων, κατά
τούτο θα είσαι ατελής. Καθόσον δε υπάρχει εις το έργον τούτο τέχνη,
νομίζω ότι η ορθή μέθοδος δεν φαίνεται να είναι εκείνη την οποίαν
ακολουθεί ο Λυσίας και ο Θρασύμαχος.
Φαίδρος
Αλλά ποία είναι λοιπόν η ορθή μέθοδος;
Σωκράτης
Πλησιάζομεν, καλέ μου, να είπωμεν ευλόγως ότι ο Περικλής έγινεν εις
την ρητορικήν τελειότατος εξ όλων.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
Όλαι όσαι είναι μεγάλαι τέχναι έχουσιν ανάγκην οξείας παρατηρήσεως
και ανωτέρας επιστήμης περί της φύσεως, διότι το ύψος των
διανοημάτων τούτο και το παντελώς τέλειον φαίνεται ότι από εδώ
εισέρχεται εις τα έργα, το οποίον και ο Περικλής αποκτήσας
προσέθηκεν εις την ευφυίαν του· διότι προσκολληθείς, νομίζω, εις
τον Αναξαγόραν (70), όστις ήτο τοιούτος, και γεμισθείς από γνώσεις
φυσιολογικάς, και φθάσας εις την εξέτασιν της φύσεως του νοητικού
και του άνευ διανοίας υλικού κόσμου, περί των οποίων ο Αναξαγόρας
κατ' εξοχήν ησχολείτο, εκ τούτων των θεμάτων μετέφερεν ο Περικλής
εις την τέχνην των λόγων ότι ήτο χρήσιμον εις αυτήν.
Φαίδρος
Πώς τούτο λέγεις;
Σωκράτης
Ο αυτός τρόπος είναι διά την ιατρικήν τέχνην, ο οποίος και διά την
ρητορικήν.
Φαίδρος
Πώς λοιπόν;
Σωκράτης
Και εις τας δύο τέχνας πρέπει να διακρίνης την φύσιν, του σώματος
εις την μίαν, της ψυχής εις την άλλην, εάν μέλλης όχι μόνον
μηχανικώς και εμπειρικώς, αλλά και με τέχνην να εργασθής· εις μεν
το σώμα προσφέρων φάρμακα και τροφήν θα εμβάλης υγείαν και δύναμιν,
εις δε την ψυχήν και λόγους και ωφελίμους ασχολίας προσφέρων την
πειθώ, την οποίαν θέλεις, θα παραδώσης.
Φαίδρος
Κατ αυτόν τον τρόπον το πράγμα φαίνεται, Σωκράτη, αληθές.
Σωκράτης
Την φύσιν λοιπόν της ψυχής νομίζεις ότι δύνασαι να κατανοήσης κατά
τρόπον σοβαρόν, εάν δεν γνωρίζης την όλην φύσιν;
Φαίδρος
Εάν μεν πρέπη να πεισθή κανείς εις τον Ιπποκράτην, τον απόγονον των
υιών του Ασκληπιού, ουδέ τα περί του σώματος δύναται να κατανοήση
άνευ της μεθόδου ταύτης.
Σωκράτης
Βεβαίως καλά, φίλε μου, τα λέγει· πρέπει όμως εξετάζοντες τον ορθόν
λόγον προς τα του Ιπποκράτους, να ερευνήσωμεν εάν ευρίσκωνται εις
συμφωνίαν.
Φαίδρος
Παραδέχομαι.
Σωκράτης
Εις το περί φύσεως λοιπόν εξέταζε τι λέγει και ο Ιπποκράτης και ο
ορθός λόγος. Αρά γε εις την εξέτασιν εδώ δεν πρέπει να διανοούμεθα
ως να πρόκειται περί της φύσεως οιουδήποτε πράγματος; πρώτον μεν
πρέπει να εξετάζωμεν το πράγμα, περί του οποίου θα θελήσωμεν να
γίνωμεν και οι ίδιοι τεχνικοί και δυνατοί, ώστε και άλλους να
κάμωμεν, εάν είναι απλούν ή σύνθετον [εκ πολλών ειδών], έπειτα δε,
εάν είναι απλούν, πρέπει να παρατηρήσωμεν τίνα δύναμιν έχει εκ
φύσεως προς το να ενεργή πρός τι ή τίνα δύναμιν έχει προς το να
πάθη υπό τινος, εάν δε περισσότερα είδη έχη, αφ' ού αριθμήσωμεν
αυτά, εκείνο το οποίον θα ίδωμεν επί του ενός, τούτο να ίδωμεν επί
εκάστου είδους, κατά τι μέρος είναι αυτό προωρισμένον υπό της
φύσεως τι να ενεργή, ή κατά τι μέρος τι να πάθη υπό τινος είναι
προωρισμένον εκ φύσεως;
Φαίδρος
Πλησιάζομεν Σωκράτη, εις το τέλειον.
Σωκράτης
Η άνευ τούτων λοιπόν μέθοδος θα ωμοίαζεν ωσάν με τυφλού πορείαν·
αλλ' όμως δεν πρέπει να παρομοιάσωμεν τον μετά τέχνης διεξερχόμενον
οτιδήποτε θέμα με τυφλόν ούτε με κωφόν, αλλά φανερόν ότι, εάν τις
μετά τέχνης λόγους περί τινος προσφέρη, την ουσίαν θα φανερώση
ακριβώς της φύσεως τούτου, προς την οποίαν τους λόγους θα πλησιάση·
θα είναι δε τούτο η ψυχή.
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Εις τούτο λοιπόν πάσα η άμιλλα αυτού τείνει· διότι να πείση με
τούτο επιχειρεί· δεν είναι αληθινόν;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Φανερόν λοιπόν ότι και ο Θρασύμαχος, και οποιοσδήποτε άλλος
προσφέρει τέχνην ρητορικήν σοβαρώς, πρώτον μεν μετά πάσης ακριβείας
θα περιγράψη την ψυχήν και θα κατορθώση ώστε να ίδη ποία εκ των δύο
είναι η φύσις αυτής, μία και ομοία ή καθώς το σώμα πολυσύνθετος·
διότι είπομεν ότι τούτο είναι το δεικνύον την φύσιν των πραγμάτων.
Φαίδρος
Βεβαιότατα.
Σωκράτης
Δεύτερον δε θα περιγράψη τι εις τι ενεργεί ή τι έπαθεν υπό τινος εκ
φύσεως.
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Τρίτον δε, αφ' ου κατατάξη τα γένη των λόγων και της ψυχής και τα
παθήματα τούτων, θα ανατρέξη εις τας αιτίας, προσαρμόζων έκαστον
γένος εις έκαστον και διδάσκων, οποία ούσα η ψυχή, ποίους λόγους
ακούουσα και διά ποίαν αιτίαν κατ' ανάγκην άλλη μεν πείθεται, άλλη
δε απειθεί.
Φαίδρος
Καλλίστη μέθοδος, βεβαίως θα ήτο η τοιαύτη.
Σωκράτης
Δεν θα λεχθή ποτέ λοιπόν, φίλε μου, ή θα γραφή ούτε τι άλλο ούτε
τούτο με τέχνην κατ' άλλον τρόπον εάν φανερώνεται ή λέγεται· αλλ'
οι σήμερον γράφοντες, τους οποίους συ έχεις ακούσει, είναι
πανούργοι και αποκρύπτουσι τας εξαιρέτους γνώσεις των περί ψυχής·
κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον, πριν ομιλήσουν και γράψουν, ας μη
πειθώμεθα εις αυτούς ότι με τέχνην γράφουν.
Φαίδρος
Τις είναι αυτός ο τρόπος;
Σωκράτης
Αυτούς τους όρους δεν μου είναι εύκολον να είπω· καθ' όσον δε μου
είναι δυνατόν, επιθυμώ να λέγω περί του πώς πρέπει να γράφωμεν, εάν
μέλλωμεν να έχωμεν τέχνην.
Φαίδρος Λέγε λοιπόν.
Σωκράτης Επειδή συμβαίνει να είναι η δύναμις του λόγου ψυχαγωγία, ο μέλλων να γίνη ρητορικός είναι ανάγκη να γνωρίζη πόσα είδη έχει η ψυχή. Είναι λοιπόν τα μέρη της τόσα και τόσα και τοιαύτα και τοιαύτα· όθεν άλλοι μεν άνθρωποι τοιούτοι γίνονται, άλλοι δε τοιούτοι· αφ' ού δε ταύτα τα της ψυχής είναι διηρημένα, υπάρχουσιν εξ άλλου τόσα και τόσα είδη λόγων, έκαστον τοιούτον· οι μεν λοιπόν τοιούτοι, υπό τοιούτων λόγων διά ταύτην εδώ την αιτίαν εις τα τοιαύτα είναι ευπειθείς, οι δε τοιούτοι εις τα εξής δυσκόλως πείθονται· πρέπει λοιπόν ταύτα ικανώς αφ' ού νοήση τις, να παρατηρή αυτά εις τας πράξεις ευρισκόμενα και χρησιμοποιούμενα και να δύναται δι' οξείας αντιλήψεως να παρακολουθή αυτά, αλλέως ουδέν ακόμη θα έχη αποκτήσει περισσότερον εξ όσων τότε ήκουε συνδιατρίβων εις την σχολήν των λόγων. Όταν δε θα είναι ικανός να είπη οποίοι άνθρωποι από οποίους λόγους πείθονται, και όταν είναι δυνατός διαισθανόμενος την καρδίαν του πλησιάζοντος αγνώστου να δεικνύη εις τον εαυτόν του, ότι αυτός είναι ο άνθρωπος, και αυτός είναι ο χαρακτήρ περί του οποίου άλλοτε εκάμομεν τον λόγον, ο οποίος τώρα παρουσιάζεται πραγματικώς εις τούτον, προς τον οποίον χαρακτήρα πρέπει ν' απευθύνω τούτους εδώ τους λόγους, όπως τον πείσω διά ταύτα εδώ, αυτά δε όλα όταν τα κατέχη πλέον, και όταν προσλάβη την γνώσιν των ευκαιριών, κατά τας οποίας πότε πρέπει να ομιλή και πότε πρέπει να σιωπά, και τας βραχυλογίας εξ άλλου και τας λυπηράς εκφράσεις και τας μεγαλοποιήσεις εις έκαστον των ειδών των λόγων, όσα ήθελε μάθει και αφ' ού διακρίνη τον κατάλληλον καιρόν και το παράκαιρον τούτων, τότε η τέχνη καλώς και τελείως έχει απεργασθή, πρότερον δε όχι· αλλ' όταν τις εις τι από αυτά είναι ελλιπής ή λέγων ή διδάσκων ή γράφων, λέγει δε ότι με τέχνην ομιλεί, τότε έχει δίκαιον όστις δεν τον πιστεύει. Τι λοιπόν; θα είπη ίσως ο συγγραφεύς, Φαίδρε και Σωκράτη, σας φαίνεται τοιουτοτρόπως; ή άλλως πως πρέπει ν' αντιληφθώμεν την λεγομένην τέχνην των λόγων;
Φαίδρος
Αδύνατον, Σωκράτη, να έχη κατ' άλλον τινά τρόπον αν και δεν
φαίνεται ότι είναι μικρόν το έργον τούτο.
Σωκράτης
Αληθινά λέγεις· ένεκα τούτου βεβαίως πρέπει τις πάντας τους λόγους
μεταστρέφων άνω και κάτω να τους εξετάζη, μήπως εκεί κάπου φαίνεται
κανείς δρόμος προς την τέχνην ευκολώτερος και βραχύτερος, ίνα μη
πολύν δρόμον και τραχύν ματαίως λάβη, εν ώ είναι δυνατόν μικρόν και
ομαλόν. Αλλ' εάν κάπως δύνασαι να μας βοηθήσης συ, όστις έχεις
ακούσει τους λόγους του Λυσίου ή τινος άλλου, προσπάθησε να
ενθυμηθής και να λέγης.
Φαίδρος
Ένεκα δοκιμής ηδυνάμην να έχω κάτι, αλλά τώρα τουλάχιστον διά
τοιούτον σκοπόν τίποτε δεν έχω.
Σωκράτης
Θέλεις λοιπόν εγώ να είπω λόγον τινά, τον οποίον έχω ακούσει από
τινας ασχολουμένους περί ταύτα;
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Λέγεται λοιπόν, Φαίδρε, ότι είναι δίκαιον να είπωμεν και το λόγιον
του λύκου (71).
Φαίδρος
Και συ βεβαίως έτσι κάμνε.
Σωκράτης
Λέγουσι λοιπόν [οι επαγγελλόμενοι την ρητορικήν τέχνην] ότι δεν
πρέπει καθόλου να καυχώμεθα διά την διαλεκτικήν μας, ουδέ να την
εξυψώνωμεν πολύ απομακρυνόμενοι, επειδή περιβαλλόμεθα διά των
μεθόδων της· διότι [ως προσθέτουν] είναι παντελώς ορθόν, ό,τι και
εις τας αρχάς του λόγου είπομεν, πως δεν είναι καμμία ανάγκη ο
μέλλων να γίνη ρήτωρ να έχη γνώσιν της αληθείας περί των δικαίων ή
αγαθών πραγμάτων, ή και περί των ανθρώπων εάν είναι τοιούτοι εκ
φύσεως ή εκ μαθήσεως. Διότι εις τα δικαστήρια ουδέ το ελάχιστον
περί της αληθείας τούτων φροντίζει κανείς, αλλά περί του πιθανού.
Τούτο δε είναι το &αληθοφανές&, εις το οποίον πρέπει να προσέχη ο
μέλλων μετά τέχνης να λέγη. Ουδέ εξ άλλου πρέπει τα πραχθέντα να
λέγωμεν ενίοτε, εάν δεν έχουν πραχθή αληθοφανώς, αλλά μόνον τα
αληθοφανή και εις την κατηγορίαν και εις την απολογίαν και εν
γένει, όταν λέγωμεν ότι ο ρήτωρ πρέπει να επιδιώκη πλέον το
φαινόμενον, παραιτά τελείως την πραγματικήν αλήθειαν· τούτο
βεβαίως, όταν γίνεται καθ' όλον τον λόγον, όλην την τέχνην παρέχει.
Φαίδρος
Έχεις διεξέλθει, Σωκράτη, αυτά ακριβώς που λέγουν οι προσποιούμενοι
ότι είναι τεχνίται εις τους λόγους. Πράγματι ενεθυμήθην ότι εις τα
προηγούμενα δι' ολίγων ηγγίσαμεν το τοιούτον, μου φαίνεται δε ότι
τούτο είναι πάρα πολύ μέγα επιχείρημα εις τους ασχολουμένους περί
την τοιαύτην ρητορικήν.
Σωκράτης
Αλλά τον Τισίαν βεβαίως αυτόν τον έχεις σπουδάσει επιμελώς· ας μας
είπη λοιπόν και το εξής ο Τισίας, μήπως είναι άλλο τι το αληθοφανές
και άλλο αι δοξασίαι του πλήθους;
Φαίδρος
Είναι δηλαδή άλλο τι;
Σωκράτης
Τούτο λοιπόν, ως φαίνεται, ευρών ότι είναι συγχρόνως σοφόν και
τεχνικόν έγραψεν ο Τισίας, ότι εάν τις ασθενής, αλλ' ανδρικόν έχων
χαρακτήρα, άλλον ισχυρόν και δειλόν κατακτυπήσας και αφαιρέσας το
ιμάτιον αυτού, ή τι άλλο, φέρεται εις το δικαστήριον, ούτε αυτός
ούτε ο άλλος πρέπει να λέγη την αλήθειαν· αλλ' ο μεν δειλός θα λέγη
ότι δεν εκτυπήθη από μόνον τον ανδρικόν, αυτός δε θα ελέγχη τούτο
λέγων ότι μόνοι ήσαν και θα κάμη κατάχρησιν αυτής της δικαιολογίας,
ότι πώς ήτο δυνατόν εγώ έτσι ασθενής να προσβάλω αυτόν τόσον
ισχυρόν. Εκείνος βεβαίως δεν θα ομολογήση την δειλίαν του, αλλά
προσπαθών να παρουσιάση άλλο τι ψεύδος ήθελε δώσει ίσως εις τον
αντίδικον επιχειρήματα ίνα τον εξελέγξη· και άλλα τινά παρόμοια
λοιπόν είναι τα μετά τέχνης λεγόμενα. Δεν είναι αληθές, Φαίδρε;
Φαίδρος
Είναι βεβαίως.
Σωκράτης
Ω, υπερβολικά φαντάζεται ότι τέχνην τινά μυστηριώδη ανεύρεν ο
Τισίας ή άλλος οστισδήποτε και αν είναι και από οιανδήποτε πατρίδα
και αν ονομάζεται χαίρων. Αλλά, φίλε μου, εις τούτον ημείς τι εκ
των δύο να λέγωμεν παρά τούτο;
Φαίδρος Το ποίον;
Σωκράτης Ότι, ω Τισία, προ πολλού ημείς, πριν και συ να λάβης τον λόγον, συνέπεσε να λέγωμεν ότι τούτο το αληθοφανές κατά τύχην γίνεται ασπαστόν από το πλήθος, επειδή ομοιάζει προς το αληθές. Τώρα μόλις εξηγήσαμεν ότι ο γνωρίζων την αλήθειαν κάλλιστα γνωρίζει να ευρίσκη τας ομοιότητας. Ώστε θα σε ηκούομεν, εάν άλλο τι νέον περί της τέχνης των λόγων λέγης, ει δε μη θα πεισθώμεν εις εκείνα τα οποία εξηγήσαμεν, ότι εάν κανείς δεν εξακριβώση τας φύσεις των μελλόντων ακροατών του, και δεν είναι ικανός να διαιρή τα όντα εις τα είδη των και να περιλαμβάνη τα καθ' έκαστα υπό μίαν ιδέαν, ουδέποτε θα γίνη τεχνικός εις την ρητορικήν, καθόσον είναι τούτο εφικτόν εις τον άνθρωπον. Ταύτα δε δεν θ' αποκτήση ποτέ χωρίς βαθείαν μελέτην· διά την οποίαν πρέπει να καταβάλλη μακρούς κόπους ο σώφρων όχι διά να λέγη και να ενεργή απευθυνόμενος προς ανθρώπους, αλλά διά να δύναται να λέγη και να πράττη πάντα με τρόπον αρεστόν εις τους θεούς κατά το μέτρον των δυνάμεών του. Όχι άρα, Τισία, δεν πρέπει, καθώς λέγουν οι σοφώτεροί μας, ο φρόνιμος άνθρωπος να καταγίνεται διά ν' αρέσκη εις τους ομοδούλους του, εάν τούτο δεν είναι πάρεργον, αλλ' εις δεσπότας αγαθούς και καταγομένους εξ αγαθών· ώστε μην απορήσης, εάν είναι μακρά η περίοδος, την οποίαν πρέπει να διατρέξωμεν προς επιτυχίαν μεγάλων σκοπών και όχι όπως συ φαντάζεσαι. Θα έχωμεν δε, όπως η λογική μας λέγει, εάν τις θελήση να επιδιώξη τους σκοπούς εκείνους, λαμπρότατα αποτελέσματα εξ εκείνων.
Φαίδρος
Εξόχως ωραία μου φαίνεται ότι άγονται αυτά, Σωκράτη, εάν κανείς
δύναται να τα λέγη.
Σωκράτης
Αλλά και να επιχειρή τις βεβαίως τα καλά είναι καλόν και αν
πρόκειται να πάθη ότι θα του συνέβαινε.
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Λοιπόν αρκετά είπομεν ως προς το ζήτημά μας περί τέχνης και
ατεχνίας λόγων.
Φαίδρος
Έστω.
Σωκράτης
Μας μένει δε να εξετάσωμεν το περί ευπρεπείας και απρεπείας εις το
γράφειν, κατά ποίον τρόπον το γραφόμενον θα εγίνετο καλόν και κατά
ποίον τρόπον απρεπές. Δεν έχει ούτως;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Γνωρίζεις πώς θα φανής τα μάλιστα ευχάριστος εις τους θεούς, διά
λόγου προφορικού ή γραπτού;
Φαίδρος
Καθόλου δεν γνωρίζω. Συ δε;
Σωκράτης
Γνωρίζω να σου αναφέρω παράδοσιν των παλαιών, την δε αλήθειαν αυτοί
εγνώριζον. Εάν δυνηθώμεν να εύρωμεν μόνοι μας την αλήθειαν, αρά γε
θα μας έμελε πλέον διά καμμίαν των ανθρωπίνων δοξασιών των παλαιών;
Φαίδρος
Αστείον πράγμα μ' ερώτησες· αλλά λέγε εκείνα τα οποία διατείνεσαι
ότι ήκουσες.
Σωκράτης Ήκουσα λοιπόν ότι περί την Ναύκρατιν (72) της Αιγύπτου εγεννήθη τις εκ των εκεί παλαιών θεών, του οποίου είναι ιερόν το όρνεον, όπερ καλούσιν ίβιν· το όνομα δε του θεού τούτου είναι Θευθ. Αυτός πρώτος εύρε και τον αριθμόν και τον λογαριασμόν και την γεωμετρίαν και την αστρονομίαν, προσέτι δε τα διά πεσσών και κύβων παιγνίδια και τέλος και την γραφήν· της Αιγύπτου δε όλης ότε ήτο βασιλεύς ο Θαμούν, κατοικών εις την μεγάλην πόλιν του άνω τόπου, την οποίαν οι Έλληνες καλούσιν Αιγυπτίας Θήβας και τον θεόν αυτής Άμμωνα (73), εις τούτον ελθών ο Θευθ τας τέχνας του εξέθηκε και υπεστήριξεν ότι έπρεπε να διαδοθώσιν εις τους άλλους Αιγυπτίους. Ο δε Θαμούν τον ηρώτησε ποίαν ωφέλειαν παρέχει εκάστη τέχνη, εν ώ δε ο Θευθ ανέπτυσσε τας εφευρέσεις του, εκείνος άλλας μεν έψεγεν, άλλας δ' επήνει. Αλλά μακρός λόγος θα εχρειάζετο διά να διεξέλθωμεν όσα πολλά επιχειρήματα υπέρ ή κατά εκάστης τέχνης λέγεται ότι απεφάνθη ο Θαμούν εις τον Θευθ· όταν δε εις την γραφήν έφθασεν, είπεν ο Θευθ· τούτο δε, ω βασιλεύ, το μάθημα θα κάμη τους Αιγυπτίους σοφωτέρους και μνημονικωτέρους· διότι ευρέθη της μνήμης και της σοφίας το φάρμακον. Ο δε Θαμούν απεκρίθη· εφευρετικώτατε Θευθ, άλλος μεν έχει την δύναμιν να επινοή την τέχνην, άλλος δε να κρίνη ποίον μέρος ωφελείας βλάβης θα λάβουν οι μέλλοντες να εφαρμόσουν την τέχνην· και τώρα συ, επειδή είσαι πατήρ των γραμμάτων και διάκεισαι ευνοϊκός προς το έργον σου, είπες εναντίαν κρίσιν προς την πραγματικήν δύναμίν του. Διότι τούτο θα παρέχη λησμοσύνην εις τας ψυχάς των μαθόντων, επειδή θα παραμεληθή η εξάσκησις του μνημονικού, διότι έχοντες πεποίθησιν εις την γραφήν ενθυμούνται τα πράγματα εκ των έξωθεν διά ξένων στοιχείων και όχι εκ του εσωτερικού των αυτοί αφ' εαυτών· λοιπόν δεν εύρες φάρμακον μνήμης, αλλ' υπομνήσεως. Εις δε τους μαθητάς παρέχεις φανταστικήν σοφίαν και όχι αλήθειαν· διότι αναγνώσαντες πολλά χωρίς διδασκαλίαν θα φαντασθούν ότι είναι πολυμαθείς, εν ώ ως επί το πλείστον είναι αμαθείς και ανυπόφοροι εις τας σχέσεις των, επειδή θα έχωσι γίνει αντί σοφών δοκησίσοφοι.
Φαίδρος
Συ, Σωκράτη, αν θέλης, ευκόλως κάμνεις και Αιγυπτιακούς λόγους και
από κάθε άλλο μέρος λόγους.
Σωκράτης
Άλλοι είπον, φίλε μου, ότι οι πρώτοι μαντικοί λόγοι προήλθον εκ
δρυός εις το ιερόν του Δωδωναίου Διός. Εις εκείνους λοιπόν τους
παλαιούς, επειδή δεν ήσαν σοφοί καθώς ημείς οι νέοι (74), εγένετο
αποδεκτόν εξ αιτίας της απλοϊκότητός των ν' ακούωσι τους μαντικούς
λόγους από δρυς και πέτρας, ήρκει μόνον να τους έλεγον αληθινά
πράγματα· αλλά σε ίσως ενδιαφέρει ποίος είναι ο λέγων και από ποίαν
πατρίδα. Διότι εκείνο μόνον δεν προσέχεις είτε έτσι είτε αλλέως
έχει το ζήτημα;
Φαίδρος
Ορθώς με επέπληξες, και εις εμέ φαίνεται ότι το ζήτημα των
γραμμάτων έχει όπως το έθεσεν ο Θηβαίος βασιλεύς.
Σωκράτης
Λοιπόν ο νομίζων ότι μεταδίδει τέχνην σημειώνων αυτήν διά
γραμμάτων, και ο παραδεχόμενος ότι καθαρόν τι και ασφαλές
αποτέλεσμα προέρχεται εκ των γραμμάτων είναι γεμάτος από πολλήν
απλοϊκότητα και ωρισμένως αγνοεί τον χρησμόν του Άμμωνος,
φανταζόμενος ότι οι γεγραμμένοι λόγοι είναι κάτι περισσότερον από
μίαν υπόμνησιν εις τον ειδήμονα περί εκείνων, περί ων
πραγματεύονται τα γεγραμμένα.
Φαίδρος
Ορθότατα.
Σωκράτης
Διότι, Φαίδρε, ταύτην την έλλειψιν έχει η γραφή, την ομοίαν αληθώς
με εκείνην της ζωγραφικής. Και τα δημιουργήματα της ζωγραφικής
ίστανται ως ζωντανά, εάν δε τα ερωτήση τις κάτι, σοβαρώς σιωπώσι.
Το ίδιον και οι γραπτοί λόγοι· θα ενόμιζέ τις μεν ότι λέγουσιν ως
φρονούντες κάτι, εάν δε ερωτήσης τι εκ των λεγομένων, θέλων να
μάθης, αποκρίνονται μόνον το έν ίδιον πάντοτε. Όταν δε άπαξ γραφή
κάθε λόγος, κυλίεται πανταχού ομοίως και εις τους επιστήμονας,
ομοίως και εις εκείνους εις τους οποίους καθόλου δεν αρμόζει, και
δεν γνωρίζει ο λόγος εις ποίους πρέπει να ομιλή και εις ποίους να
σιωπά· κακώς πάσχων δε και ουχί δικαίως περιπαιχθείς πάντοτε έχει
ανάγκην της βοηθείας του πατρός· διότι αυτός τον εαυτόν του ούτε να
βοηθήση, ούτε να υπερασπίση δύναται.
Φαίδρος
Και ταύτα ορθώς έχουσι λεχθή από σε.
Σωκράτης
Τι δε; Βλέπομεν άλλον λόγον, γνήσιον αδελφόν του γραπτού κατά ποίον
τρόπον γεννάται και κατά πόσον είναι εκ φύσεως καλύτερος και
δυνατώτερος τούτου;
Φαίδρος
Ποίον λόγον λέγεις, και πώς γεννάται;
Σωκράτης
O λόγος ο οποίος γράφεται μετ' επιστήμης εις την ψυχήν του
μανθάνοντος και είναι δυνατόν να βοηθήση τον εαυτόν του, και ο
οποίος γνωρίζει καλώς προς ποίους πρέπει να λέγη και προς ποίους να
σιωπά.
Φαίδρος
Λέγεις τον λόγον του επιστήμονος τον ζώντα και τον έμψυχον, του
οποίου ομοίωμα ηδύνατο δικαίως να κληθή ο γραπτός.
Σωκράτης
Εντελώς αυτόν λέγω. Αλλά τούτο λοιπόν συ ειπέ μου· ο φρόνιμος
γεωργός, δι' όσα σπαρτά φροντίζει και θέλει να καρποφορήσωσι, τι εκ
των δύο, θα τα έσπερνε σοβαρώς εις ώραν θέρους εις τους Αδώνιδος
κήπους (75) και θα έχαιρε παρατηρών ότι εις οκτώ ημέρας έγιναν
ωραία φυτά; ή εάν τούτο έκαμνε, θα το έκαμνε χάριν διασκεδάσεως ή
εις ευκαιρίαν εορτής; δι' εκείνα δε τα σπαρτά εις τα οποία είχεν
ασχοληθή σπουδαίως μεταχειριζόμενος την γεωργικήν τέχνην και
σπείρας εις κατάλληλον έδαφος, θα ηυχαριστείτο κατά τον όγδοον μήνα
ν' αυξηθώσι;
Φαίδρος
Ούτω πως, καλά λέγεις Σωκράτη, θα έκαμνε διά τα μεν σοβαρώς, διά τα
άλλα αλλέως.
Σωκράτης
Ο δε ασχολούμενος εις τας επιστήμας των δικαίων, των ωραίων ή των
αγαθών θα είπομεν ότι είναι ολιγώτερον σοφός του γεωργού εις τα
ιδικά του σπέρματα;
Φαίδρος
Καθολοκληρίαν όχι βεβαίως.
Σωκράτης
Όχι λοιπόν σπουδάζων θα γράψη τα σπέρματα των ιδεών του εις ύδωρ
μέλαν, σπείρων αυτά διά καλάμου μετά λόγων αδυνάτων μεν να βοηθώσι
τους εαυτούς των, αδυνάτων δε ικανώς να διδάξωσι τ' αληθή.
Φαίδρος
Τούτο δεν είναι το πιθανόν.
Σωκράτης
Όχι βεβαίως· αλλ' όταν συγγράφη, τους μεν κήπους των γραμμάτων, ως
φαίνεται, χάριν διασκεδάσεως και θα σπείρη και θα γράψη θησαυρίζων
υπομνήματα και διά τον εαυτόν του, εάν φθάση εις το γήρας το
εξασθενίζον την μνήμην, και διά πάντα όστις ακολουθεί τα αυτά ίχνη,
και θα ευχαριστηθή θεωρών τους κήπους τούτους των γραμμάτων να
φυτρώνουν απαλοί, όταν δε οι άλλοι διασκεδάσεις άλλας
απολαμβάνουσιν εντρυφώντες εις συμπόσια και εις άλλας ηδονάς,
αδελφάς τούτων, τότε εκείνος, ως φαίνεται, αντί τούτων των ηδονών,
παίζων με τας συγγραφάς, τας οποίας λέγω, θα περνά τον καιρόν του.
Φαίδρος
Η παιδιά, την οποίαν λέγεις, Σωκράτη, είναι ευγενεστάτη και όχι
φαύλη, το να δύναται κανείς δηλαδή να παίζη με τους λόγους και να
πλάττη αλληγορίας περί δικαιοσύνης και περί άλλων τα οποία
ανέφερες.
Σωκράτης
Το πράγμα τοιουτοτρόπως βέβαια έχει, φίλε Φαίδρε· αλλά κατά πολύ,
νομίζω, καλυτέρα σπουδή τούτων γίνεται, όταν κανείς
μεταχειριζόμενος την διαλεκτικήν τέχνην παραλάβη ψυχήν γόνιμον και
φυτεύη και σπείρη εις αυτήν επιστημονικούς λόγους, οι οποίοι είναι
ικανοί και τον εαυτόν των και τον φυτεύσαντα να βοηθώσι, αλλ'
έχοντες σπέρμα, εξ ου άλλοι λόγοι εις άλλας καρδίας φυτρώνουν,
συντελούν ώστε αιωνίως ν' απαθανατίζεται τούτο το πρώτον σπέρμα,
και τον έχοντα αυτό κάμνουσιν ευδαίμονα εις τον ανώτατον βαθμόν τον
δυνατόν εις άνθρωπον.
Φαίδρος
Βεβαίως αυτή η σπουδή που λέγεις είναι πολύ καλυτέρα ακόμη.
Σωκράτης
Τώρα λοιπόν, Φαίδρε, αφού εσυμφωνήσαμεν εις ταύτα, δυνάμεθα εκείνα
πλέον να κρίνωμεν;
Φαίδρος
Τα ποία;
Σωκράτης
Περί των οποίων θελήσαντες να ίδωμεν, εφθάσαμεν έως εδώ ίνα
εξετάσωμεν την κατά του Λυσίου μομφήν περί της των λόγων γραφής,
και εν γένει αυτούς τους λόγους οι οποίοι γράφονται μετά ή άνευ
τέχνης. Και όσον μεν διά τους κανόνας του εντέχνου λόγου μου
φαίνεται ότι καλώς είναι εξηγημένοι.
Φαίδρος
Πραγματικώς φαίνεται· αλλ' ενθύμισέ μου τα συμπεράσματά μας.
Σωκράτης
Πριν ή δυνηθή τις να γνωρίση την αληθή φύσιν εκάστου αντικειμένου
περί του οποίου λέγει ή γράφει, και πριν γίνη ικανός να δίδη περί
αυτού γενικόν ορισμόν, και μετά τον ορισμόν πάλιν να διαιρή κατ'
είδη μέχρι του αδιαιρέτου· πριν ή κατά τον αυτόν τρόπον εμβαθύνων
εις την φύσιν της ψυχής, και ευρίσκων το αρμόζον είδος του λόγου
εις εκάστην φύσιν, τοιουτοτρόπως συνθέτη και διακοσμή τον λόγον
του, εις μεν την ποικίλην ψυχήν ποικίλους και παναρμονίους παρέχων
λόγους, εις δε την απλήν απλούς· είναι αδύνατον πρότερον να
χειρισθή μετά τέχνης το γένος των λόγων, καθόσον η φύσις επιτρέπει,
ούτε διά να διδάξη ούτε διά να πείση, καθώς όλος ο ανωτέρω λόγος
μου έχει μαρτυρήσει.
Φαίδρος
Εντελώς μεν λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον απεδείχθη τούτο.
Σωκράτης
Το δε πάλιν περί του αν είναι καλόν ή αισχρόν το να μεταχειρίζεται
κανείς τον προφορικόν ή τον γραπτόν λόγον και περί του τρόπου καθ'
ον τούτο γιγνόμενον θα ελέγετο ότι είναι άξιον ονειδισμού ή
τουναντίον, αρά γε τα ολίγον ανωτέρω λεχθέντα δεν έχουσι φανερώσει;
Φαίδρος
Τα ποία;
Σωκράτης
Ότι δηλαδή αν είτε ο Λυσίας είτε άλλος τις συνέγραψεν ή θα συγγράψη
είτε ιδιαιτέρως είτε δημοσία νομοθετών, με το να γράφη σύγγραμμα
προωρισμένον διά τους πολίτας και με το να θεωρή ότι εις αυτό
υπάρχει μεγάλη τις βεβαιότης και σαφήνεια, κατ' αυτόν τον τρόπον
όνειδος προσάπτει εις τον εαυτόν του, έστω και αν τις συμφωνή μαζί
του ή όχι· διότι το να αγνοή κανείς είτε έξυπνος είτε ονειρευόμενος
περί των δικαίων και αδίκων, και περί των καλών και αγαθών δεν
διαφεύγει, μα την αλήθειαν, από το να μην είναι άξιος ονειδισμού,
ουδέ αν όλος ο όχλος επαινέση την άγνοιάν του αυτήν.
Φαίδρος
Χωρίς άλλο.
Σωκράτης
Εκείνος δε ο οποίος νομίζει ότι είναι ανάγκη πολύ το παιγνιώδες να
υπάρχη εις τον λόγον τον γραμμένον περί εκάστου θέματος, και ότι
ουδείς ποτε έως τώρα λόγος έμμετρος ή πεζός άξιος μεγάλης
σπουδαιότητος εγράφη, ουδέ ελέχθη, όπως ελέχθησαν οι συρραπτόμενοι
αυτοσχεδίως, άνευ ερεύνης και διδαχής, μόνον διά να πείσωσι, αλλ' ο
οποίος γνωρίζει, ότι τω όντι οι κάλλιστοι εκ των λόγων εγράφησαν
προς υπόμνησιν των προγνωριζόντων αυτούς, και ότι το σαφές και το
τέλειον και το σπουδαίον ενυπάρχει εις μόνους τους διδασκομένους
λόγους και τους λεγομένους χάριν μαθήσεως και όντως γραφομένους
εντός των ψυχών και διαλαμβάνοντας περί δικαίων και αγαθών, και ο
οποίος νομίζει ότι οι τοιούτοι λόγοι αυτού πρέπει να καλούνται ότι
είναι τρόπον τινά γνήσιοι αυτού υιοί, πρώτον μεν ο εντός της ιδίας
του ψυχής λόγος, εάν ευρεθή ενυπάρχων, έπειτα δε εάν τινες άλλοι
λόγοι απόγονοι και αδελφοί του πρώτου συγχρόνως εις άλλων άλλας
ψυχάς εγεννήθησαν, και ο οποίος τους άλλους τους παραιτά να
χαίρωσιν, ούτος ο τοιούτος ανήρ, Φαίδρε, πλησιάζει να είν' εκείνος
προς τον οποίον όμοιοι θα ηυχόμεθα και συ κ' εγώ να γίνωμεν.
Φαίδρος
Εντελώς εγώ τουλάχιστον και θέλω και εύχομαι όσα λέγεις.
Σωκράτης
Λοιπόν αρκετά πλέον ας είναι όσα επαίξαμεν περί της τέχνης των
λόγων· και συ πήγαινε κ' εξήγησε εις τον Λυσίαν ότι ημείς
καταβάντες εις την πηγήν των Νυμφών και το ενδιαίτημα, ηκούσαμεν
λόγους παραγγέλλοντας να λέγωμεν και εις τον Λυσίαν και εις
οιονδήποτε άλλον εκ των λογογράφων, και εις τον Όμηρον και εις
οιονδήποτε άλλον πάλιν εκ των επικών ή λυρικών ποιητών, τρίτον δε
εις τον Σόλωνα και εις τον συγγραφέα πολιτικών λόγων, τους οποίους
επονομάζει νόμους, ότι εάν μεν γνωρίζων πώς έχει η αλήθεια
συνέγραψε ταύτα, και εάν δύναται να βοηθή εαυτόν αγόμενος εις
έλεγχον περί όσων έχει γράψει, και αν δύναται ν' αποδείξη μικράς
αξίας τα γεγραμμένα απέναντι των όσων προφορικώς λέγει, δεν πρέπει
να καλήται διά της επωνυμίας του λογογράφου, ποιητού και νομοθέτου,
αλλά διά της επωνυμίας ήτις αρμόζει εις τας σπουδαίας εκείνας
επιστήμας του.
Φαίδρος
Ποίας επωνυμίας εις αυτόν απονέμεις;
Σωκράτης
Το όνομα του σοφού μεν, Φαίδρε, μου φαίνεται μέγα, και εις τον θεόν
μόνον αρμόζει, μάλλον δε του φιλοσόφου ή παρόμοιόν τι αρμόζει εις
αυτόν και είναι μάλλον ανάλογον εις την ασθενή φύσιν του.
Φαίδρος
Και καθόλου παραλόγως.
Σωκράτης
Αλλ' εκείνον λοιπόν, ο οποίος δεν έχει άλλα πολυτιμότερα από όσα
συνέθηκεν ή συνέγραψεν άνω κάτω στρέφων και κολλών τα μέρη αυτών
μεταξύ των και αφαιρών, δικαίως θα τον επονομάσης ποιητήν ή
λογογράφον ή νομογράφον;
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Ταύτα λοιπόν εις τον φίλον σου Λυσίαν εξήγει.
Φαίδρος
Τι δε; συ πώς θα κάμης; διότι δεν πρέπει καθόλου να ξεχάσης τον
ιδικόν σου φίλον.
Σωκράτης
Ποίον;
Φαίδρος
Τον ωραίον Ισοκράτην· (76) εις τον οποίον τι θα είπης, Σωκράτη; πώς
θα χαρακτηρίσωμεν αυτόν;
Σωκράτης
Νέος είναι ακόμη, Φαίδρε, ο Ισοκράτης· εν τούτοις θα σου είπω
εκείνο το οποίον μαντεύω περί αυτού.
Φαίδρος
Το ποίον λοιπόν;
Σωκράτης
Μου φαίνεται ότι είναι ως εκ των φυσικών του προτερημάτων καλύτερος
ή ώστε να συγκριθή με τον Λυσίαν [εις την ρητορικήν] και κατά τον
χαρακτήρα γενναιότερος· ώστε ουδόλως θα ήτο θαυμαστόν αν,
προχωρούσης της ηλικίας, εις αυτούς τους λόγους που ασχολείται
τώρα, ήθελε διακριθή μεταξύ πάντων εκείνων, όσοι μέχρι σήμερον
επεχείρησαν να κάμωσι λόγους περισσότερον παρά εάν ήσαν παιδιά,
προσέτι δε εάν αρκεσθή εις αυτά, θα τον φέρη εις μεγαλυτέρας
επιτυχίας, τάσις θειοτέρα· διότι εκ φύσεως, φίλε μου, ενυπάρχει
κάποια φιλοσοφία εις την διάνοιαν του ανδρός [αυτού]. Αυτά λοιπόν
εγώ μεν παρά των εδώ θεών θ' αναγγείλω εις τον αγαπώμενον από εμέ
Ισοκράτην, συ δε εκείνα ανάγγειλε εις τον υπό σου αγαπώμενον
Λυσίαν.
Φαίδρος
Αυτά θα γίνουν· αλλ' ας αναχωρήσωμεν, επειδή και ο καύσων έχει
γίνει ηπιώτερος.
Σωκράτης
Λοιπόν δεν πρέπει να προσευχηθώμεν εις τους θεούς εδώ και ν'
αναχωρήσωμεν;
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Ω αγαπητέ Παν και άλλοι θεοί όσοι λατρεύεσθε εδώ, χαρίσατέ μου την
εσωτερικήν της ψυχής καλλονήν· τα δε εξωτερικά αγαθά όσα έχω κάμετε
να είναι εις αρμονικήν σχέσιν προς την εσωτερικήν μου ωραιότητα.
Πλούσιον δε είθε να νομίζω [μόνον] τον σοφόν· είθε δε να έχω τόσον
πλήθος χρυσού, όσον θα ήτο αρκετόν να φέρη και να μεταχειρίζεται
όχι άλλος άνθρωπος ή ο σώφρων. — Έχομεν ακόμη ανάγκην και άλλου
τινός, Φαίδρε; Διότι εγώ μεν έχω ευχηθή αρκετά.
Φαίδρος Και δι' εμέ κάμε τας αυτάς ευχάς· διότι είναι κοινά τα των φίλων (77).
1) Ο μοναδικός ούτος Έλλην πλατωνιστής καινοτομεί εις την εξέτασιν των διαλόγων αποδίδων πολύ ορθώς μεγάλην προσοχήν εις την πολιτικήν και ηθικήν ατμόσφαιραν επί Πλάτωνος. Ελαττώνει όμως υπέρ το δέον την αξίαν της γλωσσικής εξετάσεως ως πηγής εις την χρονικήν κατάταξιν των έργων, την οποίαν ακολουθούσιν οι λεγόμενοι στατιστικοί (εν Αγγλία και Γερμανία). Η κυριωτάτη καινοτομία του κ. Σ. Μωραΐτου είναι η άρνησις της γνησιότητος του Παρμενίδου, Σοφιστού, Πολιτικού, εις το οποίον όμως σπουδαίοι ξένοι πλατωνισταί δεν συμφωνούσι. Και ο νεαρός φιλόσοφος κ. Δ. Γληνός ασχοληθείς με την ηθικήν τον Πλάτωνος ηρεύνησε τον φιλόσοφον επί των νέων ερευνών.
2) Στηρίζεται και εις το χωρίον τον Φαίδρον 376 D. Αι εκδόσεις του κ. Σ. Μωραΐτου εις την Ζωγράφειον Βιβλιοθήκην.
3) Marcel Renault. Platon. Paris. Βιβλιογραφίαν περί Πλάτωνος εν τη Ελληνική μεταφράσει της ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας τον Κρίστ. Βιβλιοθήκη Μαρασλή.
4) Γ. Κωνσταντινίδης, Περί του χρόνου της συγγραφής του Φαίδρου.
5) Ως ανέγνωσα παρά Μ. Πανταζή.
6) Οι Έρωτες του Λουκιανού μας παρέχουν εικόνα των ερωτικών παθών των αρχαίων.
7) Henri de Weindel et F. P. Ficher. — L' homosexualité en Allemagne. Paris. Felix. Juven. Ενταύθα η σχετική βιβλιογραφία.
8) Μακράν ανάλυσιν ο Θ. Καρούσος, εν τη Πανδώρα.
9) Ο Λυσίας εκ των δέκα Αττικών ρητόρων εγεννήθη εν Συρακούσαις κατά τινας το 459, απέθανε δε το 379. Οι δικανικοί του λόγοι εθεωρούντο υπόδειγμα καθαρού αττικισμού.
10) Ο Ακουμενός ήτον ιατρός ως και ο υιός του Ερυξίμαχος (πρόσωπο του Συμποσίου).
11) Οι τόποι ούτοι εκαλούντο δρόμοι.
12) Ο Λυσίας διέμενεν εις τον Πειραιά (ιδέ λόγον του κατ' Ερατοσθένους).
13) Δημαγωγός και πολίτης φαύλος.
14) Ο Μόρυχος ήτο Αθηναίος γνωστός ως γαστρίμαργος.
15) Ίσθμιον. I. εν αρχή.
16) Και ο Λυσίας ήτο εκ των φίλων του Σωκράτους.
17) Ο Σωκράτης επαγγέλλεται εις τον Ερυξίμαχον εν τω Συμποσίω του Αγάθωνος τον γνώστην των ερωτικών. [Συμπ. V. 177. D]
18) Ειρωνεύεται τους δημαγωγούς ρήτορας.
19) Ιατρός Σηλυμβριανός θεραπεύων διά πορειών έξω του τείχους.
20) Ίνα μη λαμβάνωσι το όνομα του Θεού επί ματαίω οι αρχαίοι επενόησαν τύπον όρκου ομοίως απηχούντα, δηλαδή αντί του μα τον Ζήνα, έλεγον μα τον κύνα ή μα τον χήνα.
21) Ως θα ίδωμεν κατωτέρω είναι ακριβής η απεικόνισις αύτη του χαρακτήρος του Φαίδρου.
22) Ενταύθα βλέπει τις απόπειραν φυσικής εξηγήσεως των μύθων από του Αναξαγόρου αρχίσασαν.
23) Γνώθι σαυτόν ήτο γεγραμμένον εις το προπύλαιον του ιερού εν Δελφοίς.
24) Ο Τύφων ήτο τέρας συμμιγές από άνθρωπον και θηρία. Από τους ώμους του εφύοντο εκατόν κεφαλαί όφεων κατά τον Ησίοδον.
25) Η Σαπφώ και ο Ανακρέων αναφέρονται εδώ διότι έγραψαν ερωτικά ποιήματα.
26) Ούτοι ωρκίζοντο εάν συλληφθώσι παρανομούντες, να στείλωσιν εις τον Απόλλωνα το άγαλμά των χρυσούν.
27) Ούτοι επανακτήσαντες την τυραννικήν των αρχήν εν Κορίνθω αφιέρωσαν εις την Ολυμπίαν χρυσούν ανδριάντα του Διός.
28) Παράγει τον έρωτα εκ της ρώμης, δι' ης ερρωμένως ρωσθείσα η επιθυμία προς το κάλλος ετράπη.
29) Υπήρχεν αρχαία παιδιά, καθ' ην οι παίδες εχωρίζοντο εις δύο, ανέριπτον όστρακον, όπερ ήτο εκ του ενός μέρους μέλαν και εκ του άλλου λευκόν, και αναλόγως της πλευράς με την οποίαν έπιπτε το όστρακον κατεδίωκεν η μία ομάς την ετέραν ίνα την συλλάβη.
30) Μίμησις του Ομηρικού στίχου της Ιλιάδος Χ 264.
31) Ο Σιμμίας και ο Κέβης, οι Θηβαίοι, ήσαν μαθηταί του Σωκράτους.
32) Το χωρίον τούτο ομιλεί περί του περιφήμου &δαιμονίου& του Σωκράτους, το οποίον, ως διαίσθησιν τινά ζωηράν αποτρέπουσαν από πράξεις, τας οποίας, ως μη τέλειος επιστήμων, δεν ηδύνατο να κρίνη ασφαλώς, πρέπει να ορίσωμεν. Η αρνητική αύτη θυμοσοφία του Σωκράτους φαίνεται ότι εθεωρείτο υπ' αυτού ως αποκάλυψίς τις θεία εντός του.
33) Ποιητής εκ των καλών χωρικών, καταγόμενος εκ Ρηγίου.
34) Λέγεται ότι ο Όμηρος (ο μη ορών) ετυφλώθη διότι κατηγόρησε την Ελένην. Φέρονται και άλλαι παραδόσεις περί της τυφλώσεώς του.
35) Ο Στησίχορος, λυρικός ποιητής ζήσας περί το 640 — 555, κατήγετο εκ Λοκρικής τινος πόλεως, αλλ' επειδή το πλείστον του βίου του επέρασεν εις την Ιμέραν της Σικελίας, εθεωρείτο Ιμεραίος.
36) Δηλαδή ανθρώπου &Φαιδρού διά επιδείξεις&, υιού του &φήμας δόξης ζητούντος&, εκ πατρίδος δεικνυούσης αβράν δίαιταν &εντός Μυρσινών&.
37) Δηλαδή του &στήνοντος χορούς& εις τους θεούς, υιού του &Ευσεβούς&, του καταγομένου εκ της πόλεως, &ήτις Ίμερον& εμβάλλει.
38) Της θεάς Ανάγκης.
39) Ομηρίδαι μιμηταί ή θαυμασταί του Ομήρου.
40) Βάκχαι, θεότητες διονυσιακαί.
41) Γανυμήδης, παις αρπαγείς υπό του Διός μεταμορφωθέντος εις αετόν.
42 ) Εν τοις Ολυμπιακοίς αγώσιν ο παλαιστής τρις καταβαλών τον αντίπαλον ανεκηρύσσετο νικητής. Αι τρεις χιλιετοίς περίοδοι (περί ων ανωτέρω διηγείται) της φιλοσόφου ψυχής παραβάλλονται προς τα τρία ολυμπιακά παλαίσματα.
43) Κατά τον Σχολιαστήν του Πλάτωνος, εννέα χιλιάδας είπεν, επειδή εν τη πρώτη γενέσει η περίοδος η από του νοητού επί τα τήδε ουδεμίαν κάκωσιν έχει.
44) Τέλος του δευτέρου λόγου του Σωκράτους και του πρώτου μέρους του διαλόγου.
45) Λογογράφοι (κατασκευασταί λόγων) εκαλούντο οι επί μισθώ γράφοντες λόγους εις τα δικαστήρια. Σχολιαστής.
46) Γλυκύς αγκών, ω Φαίδρε, λέληθέ σε [ότι από του μακρού αγκώνος του κατά Νείλον εκλήθη· και προς το αγκώνι λανθάνει σε] ότι κ.τ.λ. Το εντός αγκυλών, όπερ παρελείψαμεν, προδήλως έχει προστεθή υπό αντιγραφέως, πειρωμένου να εξηγήση την φράσιν «Γλυκύς αγκών>. Κατά τον σχολιαστήν η φράσις λέγεται ειρωνικώς κατ' ευφημισμόν.
47) Τύπος ψηφισμάτων. Ος είπε = ούτος εγνωμάτευσε.
48) Η βουλή και ο δήμος είναι οι προτασσόμενοι επαινέται.
49) Έκφρασις κατά τον Ομηρικόν στίχον: απόβλητ' εστί θεών ρικυδέα δώρα [Ιλιάς: Γ: 65]
50) Παροιμιώδης έκφρασις των αρχαίων επί των μηδενός αξίων [Σχολιαστής].
51) Ρήτωρ.
52) Η έκφρασις, εκ του έργου του Ερμού, όστις ήτο ψυχαγωγός.
53) Τον Γοργίαν παρομοιάζει με τον Νέστορα επειδή μετριόφρων ήτο και εις μεγάλην ηλικίαν έφθασε. Τον Θρασύμαχον με τον Οδυσσέα επειδή ήτο δεινός. Τον δε Ζήνωνα τον εξ Ελέας φιλόσοφον προς τον πολυμήχανον Παλαμήδην, διότι ήτο τεχνικός.
54) Ιδέ υποσημ. 53
55) Να διακρίνωμεν τους μετά τέχνης λέγοντας και τους μη. [Σχολιαστής].
56) Πρβλ. Οδυσ. Ε. 193 και Ζ. 38.
57) Θρασύμαχος ο Καλχηδόνιος, εγεννήθη περί το 455 — 445 π. Χ., δεινός διδάσκαλος της σοφιστικής ρητορικής, άγαν φιλοχρήματος.
58) Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ρήτωρ τεχνικός, σύγχρονος Λυσίου.
59) Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ρήτωρ τεχνικός, σύγχρονος Λυσίου.
60) Εύηνος ο Πάριος, ρήτωρ, ποιητής και της αρετής διδάσκαλος.
61) Τεισίας ή Τισίας ο Συρακόσιος διάδοχος του πρώτου ιδρυτού της ρητορικής Κόρακος, διδάσκαλος του Λυσίου εν Θουρίοις της Ιταλίας.
62) Γοργίας ο Λεοντίνος, εγεννήθη περί το 483 και απέθανε το 375, ρήτωρ, σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής εν Αθήναις όπου διέμενε.
63) Πρόδικος ο Κείος, σοφιστικός ρήτωρ, έχων γλωσσικήν μόρφωσιν μεγάλην.
64) Ιππίας ο Ήλειος, ως ο Πρόδικος, ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας, εδίδασκεν επί χρήμασι την ρητορικήν εις τας διαφόρους Ελληνικάς πόλεις. Επηγγέλλετο τον πανεπιστήμονα.
65) Πώλος ο Ακραγαντίνος, μαθητής του Γοργίου, περιωρίζετο μόνον εις την διδασκαλίαν της ρητορικής.
66) Λικύμνιος, μαθητής του Γοργίου.
67) Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, ακμάσας περί το 444 — 440 π. Χ. Ο πρώτος καλέσας εαυτόν &Σοφιστήν& και &παιδεύσεως και αρετής διδάσκαλον&.
68) Του Θρυσυμάχου.
69) Άδραστος, ο βασιλεύς του Άργους.
70) Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, γεννηθείς περί τα 500 π. Χ., πολυμαθής και υψηλός φιλόσοφος.
71) Υπαινιγμός Αισωπείου μύθου.
72) Πόλις Ελληνική εις το δέλτα του Νείλου.
73) Θαμούν — Άμμων, ενταύθα ίσως εννοεί βασιλεύοντα θεόν, διότι δεν ηδύνατο άνθρωπος να αντιλέγη προς θεόν.
74) Πόλις Ελληνική εις το δέλτα του Νείλου.
75) Θεόκριτος XV. Η φράσις λέγεται επί των προσκαίρων.
76) Ισοκράτης ο Αθηναίος, ρήτωρ, μαθητής του Γοργίου. Εγεννήθη τω 436 και απέθανεν τω 329 π.Χ
77) Παροιμία, η οποία, λέγουσιν, ότι έχει την αρχήν από της εποχής καθ' ην ο Πυθαγόρας έπειθε τους κατοίκους της Μεγάλης Ελλάδος «αδιανέμητα πάντα κεκτήσθαι».
ΦΑΙΔΡΟΣ Περιμάχητος διάλογος, που από την αρχαιότητα κιόλας πότε προκαλούσε τον έπαινο και πότε την επίκριση για τις παράτολμες περί ηθικής ιδέες του, οι οποίες αναπτύσσονται τεχνικώτατα και με παραστατικό λυρισμό. Πραγματεύεται τον έρωτα, το κάλλος και όλα τ' ανάλογα ψυχικά συναισθήματα, ανακρούοντας και συμπληρώνοντας έναν σχετικό λόγο του Λυσίου κι αποδείχνωντας, ταυτόχρονα, πως η ρητορική μόνο με τη φιλοσοφία μπορεί ν' αναχθεί σε τέχνη.
Φαίδρος (διάλογος)
[227a] Σωκράτης
ὦ φίλε Φαῖδρε, ποῖ δὴ καὶ πόθεν;
Φαῖδρος
παρὰ Λυσίου, ὦ Σώκρατες, τοῦ Κεφάλου, πορεύομαι δὲ πρὸς περίπατον ἔξω τείχους· συχνὸν γὰρ ἐκεῖ διέτριψα χρόνον καθήμενος ἐξ ἑωθινοῦ. τῷ δὲ σῷ καὶ ἐμῷ ἑταίρῳ πειθόμενος Ἀκουμενῷ κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους· φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους εἶναι τῶν ἐν τοῖς [227b] δρόμοις.
Σωκράτης
καλῶς γάρ, ὦ ἑταῖρε, λέγει. ἀτὰρ Λυσίας ἦν, ὡς ἔοικεν, ἐν ἄστει.
Φαῖδρος
ναί, παρ᾽ Ἐπικράτει, ἐν τῇδε τῇ πλησίον τοῦ Ὀλυμπίου οἰκίᾳ τῇ Μορυχίᾳ.
Σωκράτης
τίς οὖν δὴ ἦν ἡ διατριβή; ἢ δῆλον ὅτι τῶν λόγων ὑμᾶς Λυσίας εἱστία;
Φαῖδρος
πεύσῃ, εἴ σοι σχολὴ προϊόντι ἀκούειν.
Σωκράτης
τί δέ; οὐκ ἂν οἴει με κατὰ Πίνδαρον "καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον" πρᾶγμα ποιήσασθαι τὸ τεήν τε καὶ Λυσίου διατριβὴν ἀκοῦσαι;
[227c] Φαῖδρος
πρόαγε δή.
Σωκράτης
λέγοις ἄν.
Φαῖδρος
καὶ μήν, ὦ Σώκρατες, προσήκουσα γέ σοι ἡ ἀκοή· ὁ γάρ τοι λόγος ἦν, περὶ ὃν διετρίβομεν, οὐκ οἶδ᾽ ὅντινα τρόπον ἐρωτικός. γέγραφε γὰρ δὴ ὁ Λυσίας πειρώμενόν τινα τῶν καλῶν, οὐχ ὑπ᾽ ἐραστοῦ δέ, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὴ τοῦτο καὶ κεκόμψευται· λέγει γὰρ ὡς χαριστέον μὴ ἐρῶντι μᾶλλον ἢ ἐρῶντι.
Σωκράτης
ὢ γενναῖος. εἴθε γράψειεν ὡς χρὴ πένητι μᾶλλον ἢ πλουσίῳ, καὶ πρεσβυτέρῳ ἢ νεωτέρῳ, καὶ ὅσα ἄλλα [227d] ἐμοί τε πρόσεστι καὶ τοῖς πολλοῖς ἡμῶν· ἦ γὰρ ἂν ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς εἶεν οἱ λόγοι. ἔγωγ᾽ οὖν οὕτως ἐπιτεθύμηκα ἀκοῦσαι, ὥστ᾽ ἐὰν βαδίζων ποιῇ τὸν περίπατον Μέγαράδε καὶ κατὰ Ἡρόδικον προσβὰς τῷ τείχει πάλιν ἀπίῃς, οὐ μή σου ἀπολειφθῶ.
Φαῖδρος
πῶς λέγεις, ὦ βέλτιστε Σώκρατες; οἴει με, ἃ [228a] Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε, δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν, ταῦτα ἰδιώτην ὄντα ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; πολλοῦ γε δέω· καίτοι ἐβουλόμην γ᾽ ἂν μᾶλλον ἤ μοι πολὺ χρυσίον γενέσθαι.
Σωκράτης
ὦ Φαῖδρε, εἰ ἐγὼ Φαῖδρον ἀγνοῶ, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι. ἀλλὰ γὰρ οὐδέτερά ἐστι τούτων· εὖ οἶδα ὅτι Λυσίου λόγον ἀκούων ἐκεῖνος οὐ μόνον ἅπαξ ἤκουσεν, ἀλλὰ πολλάκις ἐπαναλαμβάνων ἐκέλευέν οἱ λέγειν, ὁ δὲ ἐπείθετο [228b] προθύμως. τῷ δὲ οὐδὲ ταῦτα ἦν ἱκανά, ἀλλὰ τελευτῶν παραλαβὼν τὸ βιβλίον ἃ μάλιστα ἐπεθύμει ἐπεσκόπει, καὶ τοῦτο δρῶν ἐξ ἑωθινοῦ καθήμενος ἀπειπὼν εἰς περίπατον ᾔει, ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι, νὴ τὸν κύνα, ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον, εἰ μὴ πάνυ τι ἦν μακρός. ἐπορεύετο δ᾽ ἐκτὸς τείχους ἵνα μελετῴη. ἀπαντήσας δὲ τῷ νοσοῦντι περὶ λόγων ἀκοήν, ἰδὼν μέν, ἰδών, ἥσθη ὅτι ἕξοι τὸν συγκορυβαντιῶντα, [228c] καὶ προάγειν ἐκέλευε. δεομένου δὲ λέγειν τοῦ τῶν λόγων ἐραστοῦ, ἐθρύπτετο ὡς δὴ οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν· τελευτῶν δὲ ἔμελλε καὶ εἰ μή τις ἑκὼν ἀκούοι βίᾳ ἐρεῖν. σὺ οὖν, ὦ Φαῖδρε, αὐτοῦ δεήθητι ὅπερ τάχα πάντως ποιήσει νῦν ἤδη ποιεῖν.
Φαῖδρος
ἐμοὶ ὡς ἀληθῶς πολὺ κράτιστόν ἐστιν οὕτως ὅπως δύναμαι λέγειν, ὥς μοι δοκεῖς σὺ οὐδαμῶς με ἀφήσειν πρὶν ἂν εἴπω ἁμῶς γέ πως.
Σωκράτης
πάνυ γάρ σοι ἀληθῆ δοκῶ.
[228d] Φαῖδρος
οὑτωσὶ τοίνυν ποιήσω. τῷ ὄντι γάρ, ὦ Σώκρατες, παντὸς μᾶλλον τά γε ῥήματα οὐκ ἐξέμαθον· τὴν μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων, οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή, ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς δίειμι, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ πρώτου.
Σωκράτης
δείξας γε πρῶτον, ὦ φιλότης, τί ἄρα ἐν τῇ ἀριστερᾷ ἔχεις ὑπὸ τῷ ἱματίῳ· τοπάζω γάρ σε ἔχειν τὸν λόγον αὐτόν. εἰ δὲ τοῦτό ἐστιν, οὑτωσὶ διανοοῦ περὶ ἐμοῦ, ὡς [228e] ἐγώ σε πάνυ μὲν φιλῶ, παρόντος δὲ καὶ Λυσίου, ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ πάνυ δέδοκται. ἀλλ᾽ ἴθι, δείκνυε.
Φαῖδρος
παῦε. ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος, ὦ Σώκρατες, ἣν εἶχον ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος. ἀλλὰ ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν;
[229a] Σωκράτης
δεῦρ᾽ ἐκτραπόμενοι κατὰ τὸν Ἰλισὸν ἴωμεν, εἶτα ὅπου ἂν δόξῃ ἐν ἡσυχίᾳ καθιζησόμεθα.
Φαῖδρος
εἰς καιρόν, ὡς ἔοικεν, ἀνυπόδητος ὢν ἔτυχον· σὺ μὲν γὰρ δὴ ἀεί. ῥᾷστον οὖν ἡμῖν κατὰ τὸ ὑδάτιον βρέχουσι τοὺς πόδας ἰέναι, καὶ οὐκ ἀηδές, ἄλλως τε καὶ τήνδε τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τε καὶ τῆς ἡμέρας.
Σωκράτης
πρόαγε δή, καὶ σκόπει ἅμα ὅπου καθιζησόμεθα.
Φαῖδρος
ὁρᾷς οὖν ἐκείνην τὴν ὑψηλοτάτην πλάτανον;
Σωκράτης
τί μήν;
[229b] Φαῖδρος
ἐκεῖ σκιά τ᾽ ἐστὶν καὶ πνεῦμα μέτριον, καὶ πόα καθίζεσθαι ἢ ἂν βουλώμεθα κατακλινῆναι.
Σωκράτης
προάγοις ἄν.
Φαῖδρος
εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐνθένδε μέντοι ποθὲν ἀπὸ τοῦ Ἰλισοῦ λέγεται ὁ Βορέας τὴν Ὠρείθυιαν ἁρπάσαι;
Σωκράτης
λέγεται γάρ.
Φαῖδρος
ἆρ᾽ οὖν ἐνθένδε; χαρίεντα γοῦν καὶ καθαρὰ καὶ διαφανῆ τὰ ὑδάτια φαίνεται, καὶ ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ᾽ αὐτά.
[229c] Σωκράτης
οὔκ, ἀλλὰ κάτωθεν ὅσον δύ᾽ ἢ τρία στάδια, ᾗ πρὸς τὸ ἐν Ἄγρας διαβαίνομεν· καὶ πού τίς ἐστι βωμὸς αὐτόθι Βορέου.
Φαῖδρος
οὐ πάνυ νενόηκα· ἀλλ᾽ εἰπὲ πρὸς Διός, ὦ Σώκρατες, σὺ τοῦτο τὸ μυθολόγημα πείθῃ ἀληθὲς εἶναι;
Σωκράτης
ἀλλ᾽ εἰ ἀπιστοίην, ὥσπερ οἱ σοφοί, οὐκ ἂν ἄτοπος εἴην, εἶτα σοφιζόμενος φαίην αὐτὴν πνεῦμα Βορέου κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν σὺν Φαρμακείᾳ παίζουσαν ὦσαι, καὶ οὕτω δὴ τελευτήσασαν λεχθῆναι ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀνάρπαστον [229d] γεγονέναι--ἢ ἐξ Ἀρείου πάγου· λέγεται γὰρ αὖ καὶ οὗτος ὁ λόγος, ὡς ἐκεῖθεν ἀλλ᾽ οὐκ ἐνθένδε ἡρπάσθη. ἐγὼ δέ, ὦ Φαῖδρε, ἄλλως μὲν τὰ τοιαῦτα χαρίεντα ἡγοῦμαι, λίαν δὲ δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καὶ οὐ πάνυ εὐτυχοῦς ἀνδρός, κατ᾽ ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δ᾽ αὐτῷ ἀνάγκη μετὰ τοῦτο τὸ τῶν Ἱπποκενταύρων εἶδος ἐπανορθοῦσθαι, καὶ αὖθις τὸ τῆς Χιμαίρας, καὶ ἐπιῤῥεῖ δὲ ὄχλος τοιούτων Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ [229e] ἄλλων ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων· αἷς εἴ τις ἀπιστῶν προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον, ἅτε ἀγροίκῳ τινὶ σοφίᾳ χρώμενος, πολλῆς αὐτῷ σχολῆς δεήσει. ἐμοὶ δὲ πρὸς αὐτὰ οὐδαμῶς ἐστι σχολή· τὸ δὲ αἴτιον, ὦ φίλε, τούτου τόδε. οὐ δύναμαί πω κατὰ τὸ Δελφικὸν γράμμα γνῶναι ἐμαυτόν· γελοῖον δή μοι φαίνεται [230a] τοῦτο ἔτι ἀγνοοῦντα τὰ ἀλλότρια σκοπεῖν. ὅθεν δὴ χαίρειν ἐάσας ταῦτα, πειθόμενος δὲ τῷ νομιζομένῳ περὶ αὐτῶν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, σκοπῶ οὐ ταῦτα ἀλλ᾽ ἐμαυτόν, εἴτε τι θηρίον ὂν τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, εἴτε ἡμερώτερόν τε καὶ ἁπλούστερον ζῷον, θείας τινὸς καὶ ἀτύφου μοίρας φύσει μετέχον. ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, μεταξὺ τῶν λόγων, ἆρ᾽ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ἐφ᾽ ὅπερ ἦγες ἡμᾶς;
[230b] Φαῖδρος
τοῦτο μὲν οὖν αὐτό.
Σωκράτης
νὴ τὴν Ἥραν, καλή γε ἡ καταγωγή. ἥ τε γὰρ πλάτανος αὕτη μάλ᾽ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή, τοῦ τε ἄγνου τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον, καὶ ὡς ἀκμὴν ἔχει τῆς ἄνθης, ὡς ἂν εὐωδέστατον παρέχοι τὸν τόπον· ἥ τε αὖ πηγὴ χαριεστάτη ὑπὸ τῆς πλατάνου ῥεῖ μάλα ψυχροῦ ὕδατος, ὥστε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι. Νυμφῶν τέ τινων καὶ Ἀχελῴου ἱερὸν ἀπὸ τῶν κορῶν τε καὶ ἀγαλμάτων ἔοικεν εἶναι.
[230c] εἰ δ᾽ αὖ βούλει, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου ὡς ἀγαπητὸν καὶ σφόδρα ἡδύ· θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ. πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας, ὅτι ἐν ἠρέμα προσάντει ἱκανὴ πέφυκε κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν παγκάλως ἔχειν. ὥστε ἄριστά σοι ἐξενάγηται, ὦ φίλε Φαῖδρε.
Φαῖδρος
σὺ δέ γε, ὦ θαυμάσιε, ἀτοπώτατός τις φαίνῃ. ἀτεχνῶς γάρ, ὃ λέγεις, ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ [230d] ἔοικας· οὕτως ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ᾽ εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, οὔτ᾽ ἔξω τείχους ἔμοιγε δοκεῖς τὸ παράπαν ἐξιέναι.
Σωκράτης
συγγίγνωσκέ μοι, ὦ ἄριστε. φιλομαθὴς γάρ εἰμι· τὰ μὲν οὖν χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδέν μ᾽ ἐθέλει διδάσκειν, οἱ δ᾽ ἐν τῷ ἄστει ἄνθρωποι. σὺ μέντοι δοκεῖς μοι τῆς ἐμῆς ἐξόδου τὸ φάρμακον ηὑρηκέναι. ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσιν, σὺ ἐμοὶ λόγους οὕτω προτείνων ἐν βιβλίοις τήν τε [230e] Ἀττικὴν φαίνῃ περιάξειν ἅπασαν καὶ ὅποι ἂν ἄλλοσε βούλῃ. νῦν δ᾽ οὖν ἐν τῷ παρόντι δεῦρ᾽ ἀφικόμενος ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακείσεσθαι, σὺ δ᾽ ἐν ὁποίῳ σχήματι οἴει ῥᾷστα ἀναγνώσεσθαι, τοῦθ᾽ ἑλόμενος ἀναγίγνωσκε.
Φαῖδρος
ἄκουε δή.
περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων ἀκήκοας· ἀξιῶ δὲ μὴ διὰ [231a] τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὤν σου τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται· τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος ἐν ᾧ μεταγνῶναι προσήκει. οὐ γὰρ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἀλλ᾽ ἑκόντες, ὡς ἂν ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύσαιντο, πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσιν. ἔτι δὲ οἱ μὲν ἐρῶντες σκοποῦσιν ἅ τε κακῶς διέθεντο τῶν αὑτῶν διὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἃ πεποιήκασιν εὖ, καὶ ὃν εἶχον πόνον προστιθέντες [231b] ἡγοῦνται πάλαι τὴν ἀξίαν ἀποδεδωκέναι χάριν τοῖς ἐρωμένοις· τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν οὔτε τὴν τῶν οἰκείων ἀμέλειαν διὰ τοῦτο ἔστιν προφασίζεσθαι, οὔτε τοὺς παρεληλυθότας πόνους ὑπολογίζεσθαι, οὔτε τὰς πρὸς τοὺς προσήκοντας διαφορὰς αἰτιάσασθαι· ὥστε περιῃρημένων τοσούτων κακῶν οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ᾽ ἢ ποιεῖν προθύμως ὅτι ἂν αὐτοῖς οἴωνται πράξαντες χαριεῖσθαι. ἔτι δὲ εἰ διὰ τοῦτο ἄξιον [231c] τοὺς ἐρῶντας περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, ὅτι τούτους μάλιστά φασιν φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσιν, καὶ ἕτοιμοί εἰσι καὶ ἐκ τῶν λόγων καὶ ἐκ τῶν ἔργων τοῖς ἄλλοις ἀπεχθανόμενοι τοῖς ἐρωμένοις χαρίζεσθαι, ῥᾴδιον γνῶναι, εἰ ἀληθῆ λέγουσιν, ὅτι ὅσων ἂν ὕστερον ἐρασθῶσιν, ἐκείνους αὐτῶν περὶ πλείονος ποιήσονται, καὶ δῆλον ὅτι, ἐὰν ἐκείνοις δοκῇ, καὶ τούτους κακῶς ποιήσουσιν. καίτοι πῶς εἰκός ἐστι τοιοῦτον πρᾶγμα προέσθαι [231d] τοιαύτην ἔχοντι συμφοράν, ἣν οὐδ᾽ ἂν ἐπιχειρήσειεν οὐδεὶς ἔμπειρος ὢν ἀποτρέπειν; καὶ γὰρ αὐτοὶ ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, καὶ εἰδέναι ὅτι κακῶς φρονοῦσιν, ἀλλ᾽ οὐ δύνασθαι αὑτῶν κρατεῖν· ὥστε πῶς ἂν εὖ φρονήσαντες ταῦτα καλῶς ἔχειν ἡγήσαιντο περὶ ὧν οὕτω διακείμενοι βουλεύονται; καὶ μὲν δὴ εἰ μὲν ἐκ τῶν ἐρώντων τὸν βέλτιστον αἱροῖο, ἐξ ὀλίγων ἄν σοι ἡ ἔκλεξις εἴη· εἰ δ᾽ ἐκ τῶν ἄλλων τὸν σαυτῷ ἐπιτηδειότατον, ἐκ πολλῶν· ὥστε πολὺ [231e] πλείων ἐλπὶς ἐν τοῖς πολλοῖς ὄντα τυχεῖν τὸν ἄξιον τῆς σῆς φιλίας.
εἰ τοίνυν τὸν νόμον τὸν καθεστηκότα δέδοικας, μὴ πυθομένων τῶν ἀνθρώπων ὄνειδός σοι γένηται, εἰκός ἐστι [232a] τοὺς μὲν ἐρῶντας, οὕτως ἂν οἰομένους καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ζηλοῦσθαι ὥσπερ αὐτοὺς ὑφ᾽ αὑτῶν, ἐπαρθῆναι τῷ λέγειν καὶ φιλοτιμουμένους ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας ὅτι οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας, κρείττους αὑτῶν ὄντας, τὸ βέλτιστον ἀντὶ τῆς δόξης τῆς παρὰ τῶν ἀνθρώπων αἱρεῖσθαι. ἔτι δὲ τοὺς μὲν ἐρῶντας πολλοὺς ἀνάγκη πυθέσθαι καὶ ἰδεῖν ἀκολουθοῦντας τοῖς ἐρωμένοις καὶ ἔργον τοῦτο ποιουμένους, ὥστε ὅταν ὀφθῶσι διαλεγόμενοι [232b] ἀλλήλοις, τότε αὐτοὺς οἴονται ἢ γεγενημένης ἢ μελλούσης ἔσεσθαι τῆς ἐπιθυμίας συνεῖναι· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας οὐδ᾽ αἰτιᾶσθαι διὰ τὴν συνουσίαν ἐπιχειροῦσιν, εἰδότες ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν ἢ διὰ φιλίαν τῳ διαλέγεσθαι ἢ δι᾽ ἄλλην τινὰ ἡδονήν. καὶ μὲν δὴ εἴ σοι δέος παρέστηκεν ἡγουμένῳ χαλεπὸν εἶναι φιλίαν συμμένειν, καὶ ἄλλῳ μὲν τρόπῳ διαφορᾶς γενομένης κοινὴν <ἂν> ἀμφοτέροις καταστῆναι τὴν [232c] συμφοράν, προεμένου δέ σου ἃ περὶ πλείστου ποιῇ μεγάλην ἄν σοι βλάβην ἂν γενέσθαι, εἰκότως ἂν τοὺς ἐρῶντας μᾶλλον ἂν φοβοῖο· πολλὰ γὰρ αὐτούς ἐστι τὰ λυποῦντα, καὶ πάντ᾽ ἐπὶ τῇ αὑτῶν βλάβῃ νομίζουσι γίγνεσθαι. διόπερ καὶ τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους τῶν ἐρωμένων συνουσίας ἀποτρέπουσιν, φοβούμενοι τοὺς μὲν οὐσίαν κεκτημένους μὴ χρήμασιν αὐτοὺς ὑπερβάλωνται, τοὺς δὲ πεπαιδευμένους μὴ συνέσει κρείττους γένωνται· τῶν δὲ ἄλλο τι κεκτημένων [232d] ἀγαθὸν τὴν δύναμιν ἑκάστου φυλάττονται. πείσαντες μὲν οὖν ἀπεχθέσθαι σε τούτοις εἰς ἐρημίαν φίλων καθιστᾶσιν, ἐὰν δὲ τὸ σεαυτοῦ σκοπῶν ἄμεινον ἐκείνων φρονῇς, ἥξεις αὐτοῖς εἰς διαφοράν· ὅσοι δὲ μὴ ἐρῶντες ἔτυχον, ἀλλὰ δι᾽ ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, οὐκ ἂν τοῖς συνοῦσι φθονοῖεν, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐθέλοντας μισοῖεν, ἡγούμενοι ὑπ᾽ ἐκείνων μὲν ὑπερορᾶσθαι, ὑπὸ τῶν συνόντων δὲ ὠφελεῖσθαι, ὥστε πολὺ [232e] πλείων ἐλπὶς φιλίαν αὐτοῖς ἐκ τοῦ πράγματος ἢ ἔχθραν γενέσθαι.
καὶ μὲν δὴ τῶν μὲν ἐρώντων πολλοὶ πρότερον τοῦ σώματος ἐπεθύμησαν ἢ τὸν τρόπον ἔγνωσαν καὶ τῶν ἄλλων οἰκείων ἔμπειροι ἐγένοντο, ὥστε ἄδηλον αὐτοῖς εἰ ἔτι τότε βουλήσονται φίλοι εἶναι, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται· [233a] τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν, οἳ καὶ πρότερον ἀλλήλοις φίλοι ὄντες ταῦτα ἔπραξαν, οὐκ ἐξ ὧν ἂν εὖ πάθωσι ταῦτα εἰκὸς ἐλάττω τὴν φιλίαν αὐτοῖς ποιῆσαι, ἀλλὰ ταῦτα μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι. καὶ μὲν δὴ βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὶ πειθομένῳ ἢ ἐραστῇ. ἐκεῖνοι μὲν γὰρ καὶ παρὰ τὸ βέλτιστον τά τε λεγόμενα καὶ τὰ πραττόμενα ἐπαινοῦσιν, τὰ μὲν δεδιότες μὴ ἀπέχθωνται, τὰ δὲ [233b] καὶ αὐτοὶ χεῖρον διὰ τὴν ἐπιθυμίαν γιγνώσκοντες. τοιαῦτα γὰρ ὁ ἔρως ἐπιδείκνυται· δυστυχοῦντας μέν, ἃ μὴ λύπην τοῖς ἄλλοις παρέχει, ἀνιαρὰ ποιεῖ νομίζειν· εὐτυχοῦντας δὲ καὶ τὰ μὴ ἡδονῆς ἄξια παρ᾽ ἐκείνων ἐπαίνου ἀναγκάζει τυγχάνειν· ὥστε πολὺ μᾶλλον ἐλεεῖν τοῖς ἐρωμένοις ἢ ζηλοῦν αὐτοὺς προσήκει. ἐὰν δέ μοι πείθῃ, πρῶτον μὲν οὐ τὴν παροῦσαν ἡδονὴν θεραπεύων συνέσομαί σοι, ἀλλὰ καὶ [233c] τὴν μέλλουσαν ὠφελίαν ἔσεσθαι, οὐχ ὑπ᾽ ἔρωτος ἡττώμενος ἀλλ᾽ ἐμαυτοῦ κρατῶν, οὐδὲ διὰ σμικρὰ ἰσχυρὰν ἔχθραν ἀναιρούμενος ἀλλὰ διὰ μεγάλα βραδέως ὀλίγην ὀργὴν ποιούμενος, τῶν μὲν ἀκουσίων συγγνώμην ἔχων, τὰ δὲ ἑκούσια πειρώμενος ἀποτρέπειν· ταῦτα γάρ ἐστι φιλίας πολὺν χρόνον ἐσομένης τεκμήρια. εἰ δ᾽ ἄρα σοι τοῦτο παρέστηκεν, ὡς οὐχ οἷόν τε ἰσχυρὰν φιλίαν γενέσθαι ἐὰν μή τις ἐρῶν τυγχάνῃ, [233d] ἐνθυμεῖσθαι χρὴ ὅτι οὔτ᾽ ἂν τοὺς ὑεῖς περὶ πολλοῦ ἐποιούμεθα οὔτ᾽ ἂν τοὺς πατέρας καὶ τὰς μητέρας, οὔτ᾽ ἂν πιστοὺς φίλους ἐκεκτήμεθα, οἳ οὐκ ἐξ ἐπιθυμίας τοιαύτης γεγόνασιν ἀλλ᾽ ἐξ ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων.
ἔτι δὲ εἰ χρὴ τοῖς δεομένοις μάλιστα χαρίζεσθαι, προσήκει καὶ τοῖς ἄλλοις μὴ τοὺς βελτίστους ἀλλὰ τοὺς ἀπορωτάτους εὖ ποιεῖν· μεγίστων γὰρ ἀπαλλαγέντες κακῶν πλείστην χάριν αὐτοῖς εἴσονται. καὶ μὲν δὴ καὶ ἐν ταῖς [233e] ἰδίαις δαπάναις οὐ τοὺς φίλους ἄξιον παρακαλεῖν, ἀλλὰ τοὺς προσαιτοῦντας καὶ τοὺς δεομένους πλησμονῆς· ἐκεῖνοι γὰρ καὶ ἀγαπήσουσιν καὶ ἀκολουθήσουσιν καὶ ἐπὶ τὰς θύρας ἥξουσι καὶ μάλιστα ἡσθήσονται καὶ οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται καὶ πολλὰ ἀγαθὰ αὐτοῖς εὔξονται. ἀλλ᾽ ἴσως προσήκει οὐ τοῖς σφόδρα δεομένοις χαρίζεσθαι, ἀλλὰ τοῖς μάλιστα ἀποδοῦναι χάριν δυναμένοις· οὐδὲ τοῖς προσαιτοῦσι [234a] μόνον, ἀλλὰ τοῖς τοῦ πράγματος ἀξίοις· οὐδὲ ὅσοι τῆς σῆς ὥρας ἀπολαύσονται, ἀλλ᾽ οἵτινες πρεσβυτέρῳ γενομένῳ τῶν σφετέρων ἀγαθῶν μεταδώσουσιν· οὐδὲ οἳ διαπραξάμενοι πρὸς τοὺς ἄλλους φιλοτιμήσονται, ἀλλ᾽ οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται· οὐδὲ τοῖς ὀλίγον χρόνον σπουδάζουσιν, ἀλλὰ τοῖς ὁμοίως διὰ παντὸς τοῦ βίου φίλοις ἐσομένοις· οὐδὲ οἵτινες παυόμενοι τῆς ἐπιθυμίας ἔχθρας πρόφασιν ζητήσουσιν, ἀλλ᾽ οἳ παυσαμένου τῆς ὥρας τότε [234b] τὴν αὑτῶν ἀρετὴν ἐπιδείξονται. σὺ οὖν τῶν τε εἰρημένων μέμνησο καὶ ἐκεῖνο ἐνθυμοῦ, ὅτι τοὺς μὲν ἐρῶντας οἱ φίλοι νουθετοῦσιν ὡς ὄντος κακοῦ τοῦ ἐπιτηδεύματος, τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν οὐδεὶς πώποτε τῶν οἰκείων ἐμέμψατο ὡς διὰ τοῦτο κακῶς βουλευομένοις περὶ ἑαυτῶν.
ἴσως ἂν οὖν ἔροιό με εἰ ἅπασίν σοι παραινῶ τοῖς μὴ ἐρῶσι χαρίζεσθαι. ἐγὼ μὲν οἶμαι οὐδ᾽ ἂν τὸν ἐρῶντα πρὸς ἅπαντάς σε κελεύειν τοὺς ἐρῶντας ταύτην ἔχειν τὴν [234c] διάνοιαν. οὔτε γὰρ τῷ λαμβάνοντι χάριτος ἴσης ἄξιον, οὔτε σοὶ βουλομένῳ τοὺς ἄλλους λανθάνειν ὁμοίως δυνατόν· δεῖ δὲ βλάβην μὲν ἀπ᾽ αὐτοῦ μηδεμίαν, ὠφελίαν δὲ ἀμφοῖν γίγνεσθαι. ἐγὼ μὲν οὖν ἱκανά μοι νομίζω τὰ εἰρημένα· εἰ δ᾽ ἔτι <τι> σὺ ποθεῖς, ἡγούμενος παραλελεῖφθαι, ἐρώτα.
Φαῖδρος
τί σοι φαίνεται, ὦ Σώκρατες, ὁ λόγος; οὐχ ὑπερφυῶς τά τε ἄλλα καὶ τοῖς ὀνόμασιν εἰρῆσθαι;
[234d] Σωκράτης
δαιμονίως μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, ὥστε με ἐκπλαγῆναι. καὶ τοῦτο ἐγὼ ἔπαθον διὰ σέ, ὦ Φαῖδρε, πρὸς σὲ ἀποβλέπων, ὅτι ἐμοὶ ἐδόκεις γάνυσθαι ὑπὸ τοῦ λόγου μεταξὺ ἀναγιγνώσκων· ἡγούμενος γὰρ σὲ μᾶλλον ἢ ἐμὲ ἐπαΐειν περὶ τῶν τοιούτων σοὶ εἱπόμην, καὶ ἑπόμενος συνεβάκχευσα μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς.
Φαῖδρος
εἶεν· οὕτω δὴ δοκεῖ παίζειν;
Σωκράτης
δοκῶ γάρ σοι παίζειν καὶ οὐχὶ ἐσπουδακέναι;
[234e] Φαῖδρος
μηδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς εἰπὲ πρὸς Διὸς φιλίου, οἴει ἄν τινα ἔχειν εἰπεῖν ἄλλον τῶν Ἑλλήνων ἕτερα τούτων μείζω καὶ πλείω περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος;
Σωκράτης
τί δέ; καὶ ταύτῃ δεῖ ὑπ᾽ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ τὸν λόγον ἐπαινεθῆναι, ὡς τὰ δέοντα εἰρηκότος τοῦ ποιητοῦ, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνῃ μόνον, ὅτι σαφῆ καὶ στρογγύλα, καὶ ἀκριβῶς ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται; εἰ γὰρ δεῖ, συγχωρητέον χάριν σήν, ἐπεὶ ἐμέ γε ἔλαθεν ὑπὸ τῆς ἐμῆς [235a] οὐδενίας· τῷ γὰρ ῥητορικῷ αὐτοῦ μόνῳ τὸν νοῦν προσεῖχον, τοῦτο δὲ οὐδ᾽ <ἂν> αὐτὸν ᾤμην Λυσίαν οἴεσθαι ἱκανὸν εἶναι. καὶ οὖν μοι ἔδοξεν, ὦ Φαῖδρε, εἰ μή τι σὺ ἄλλο λέγεις, δὶς καὶ τρὶς τὰ αὐτὰ εἰρηκέναι, ὡς οὐ πάνυ εὐπορῶν τοῦ πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ, ἢ ἴσως οὐδὲν αὐτῷ μέλον τοῦ τοιούτου· καὶ ἐφαίνετο δή μοι νεανιεύεσθαι ἐπιδεικνύμενος ὡς οἷός τε ὢν ταὐτὰ ἑτέρως τε καὶ ἑτέρως λέγων ἀμφοτέρως εἰπεῖν ἄριστα.
[235b] Φαῖδρος
οὐδὲν λέγεις, ὦ Σώκρατες· αὐτὸ γὰρ τοῦτο καὶ μάλιστα ὁ λόγος ἔχει. τῶν γὰρ ἐνόντων ἀξίως ῥηθῆναι ἐν τῷ πράγματι οὐδὲν παραλέλοιπεν, ὥστε παρὰ τὰ ἐκείνῳ εἰρημένα μηδέν᾽ <ἄν> ποτε δύνασθαι εἰπεῖν ἄλλα πλείω καὶ πλείονος ἄξια.
Σωκράτης
τοῦτο ἐγώ σοι οὐκέτι οἷός τ᾽ ἔσομαι πιθέσθαι· παλαιοὶ γὰρ καὶ σοφοὶ ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες περὶ αὐτῶν εἰρηκότες καὶ γεγραφότες ἐξελέγξουσί με, ἐάν σοι χαριζόμενος συγχωρῶ.
[235c] Φαῖδρος
τίνες οὗτοι; καὶ ποῦ σὺ βελτίω τούτων ἀκήκοας;
Σωκράτης
νῦν μὲν οὕτως οὐκ ἔχω εἰπεῖν· δῆλον δὲ ὅτι τινῶν ἀκήκοα, ἤ που Σαπφοῦς τῆς καλῆς ἢ Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ἢ καὶ συγγραφέων τινῶν. πόθεν δὴ τεκμαιρόμενος λέγω; πλῆρές πως, ὦ δαιμόνιε, τὸ στῆθος ἔχων αἰσθάνομαι παρὰ ταῦτα ἂν ἔχειν εἰπεῖν ἕτερα μὴ χείρω. ὅτι μὲν οὖν παρά γε ἐμαυτοῦ οὐδὲν αὐτῶν ἐννενόηκα, εὖ οἶδα, συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν· λείπεται δὴ οἶμαι ἐξ ἀλλοτρίων ποθὲν [235d] ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσθαί με δίκην ἀγγείου. ὑπὸ δὲ νωθείας αὖ καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐπιλέλησμαι, ὅπως τε καὶ ὧντινων ἤκουσα.
Φαῖδρος
ἀλλ᾽, ὦ γενναιότατε, κάλλιστα εἴρηκας. σὺ γὰρ ἐμοὶ ὧντινων μὲν καὶ ὅπως ἤκουσας μηδ᾽ ἂν κελεύω εἴπῃς, τοῦτο δὲ αὐτὸ ὃ λέγεις ποίησον· τῶν ἐν τῷ βιβλίῳ βελτίω τε καὶ μὴ ἐλάττω ἕτερα ὑπέσχησαι εἰπεῖν τούτων ἀπεχόμενος, καί σοι ἐγώ, ὥσπερ οἱ ἐννέα ἄρχοντες, ὑπισχνοῦμαι χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον εἰς Δελφοὺς ἀναθήσειν, οὐ [235e] μόνον ἐμαυτοῦ ἀλλὰ καὶ σήν.
Σωκράτης
φίλτατος εἶ καὶ ὡς ἀληθῶς χρυσοῦς, ὦ Φαῖδρε, εἴ με οἴει λέγειν ὡς Λυσίας τοῦ παντὸς ἡμάρτηκεν, καὶ οἷόν τε δὴ παρὰ πάντα ταῦτα ἄλλα εἰπεῖν· τοῦτο δὲ οἶμαι οὐδ᾽ ἂν τὸν φαυλότατον παθεῖν συγγραφέα. αὐτίκα περὶ οὗ ὁ λόγος, τίνα οἴει λέγοντα ὡς χρὴ μὴ ἐρῶντι μᾶλλον ἢ ἐρῶντι χαρίζεσθαι, παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν,
[236a] τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν, ἀναγκαῖα γοῦν ὄντα, εἶτ᾽ ἄλλ᾽ ἄττα ἕξειν λέγειν; ἀλλ᾽ οἶμαι τὰ μὲν τοιαῦτα ἐατέα καὶ συγγνωστέα λέγοντι· καὶ τῶν μὲν τοιούτων οὐ τὴν εὕρεσιν ἀλλὰ τὴν διάθεσιν ἐπαινετέον, τῶν δὲ μὴ ἀναγκαίων τε καὶ χαλεπῶν εὑρεῖν πρὸς τῇ διαθέσει καὶ τὴν εὕρεσιν.
Φαῖδρος
συγχωρῶ ὃ λέγεις· μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι. ποιήσω οὖν καὶ ἐγὼ οὕτως· τὸ μὲν τὸν ἐρῶντα [236b] τοῦ μὴ ἐρῶντος μᾶλλον νοσεῖν δώσω σοι ὑποτίθεσθαι, τῶν δὲ λοιπῶν ἕτερα πλείω καὶ πλείονος ἄξια εἰπὼν τῶνδε [Λυσίου] παρὰ τὸ Κυψελιδῶν ἀνάθημα σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι.
Σωκράτης
ἐσπούδακας, ὦ Φαῖδρε, ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, καὶ οἴει δή με ὡς ἀληθῶς ἐπιχειρήσειν εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον;
Φαῖδρος
περὶ μὲν τούτου, ὦ φίλε, εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς [236c] ἐλήλυθας. ῥητέον μὲν γάρ σοι παντὸς μᾶλλον οὕτως ὅπως οἷός τε εἶ, ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾶγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις [εὐλαβήθητι], καὶ μὴ βούλου με ἀναγκάσαι λέγειν ἐκεῖνο τὸ "εἰ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, Σωκράτην ἀγνοῶ, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι," καὶ ὅτι "ἐπεθύμει μὲν λέγειν, ἐθρύπτετο δέ·" ἀλλὰ διανοήθητι ὅτι ἐντεῦθεν οὐκ ἄπιμεν πρὶν ἂν σὺ εἴπῃς ἃ ἔφησθα ἐν τῷ στήθει ἔχειν. ἐσμὲν δὲ μόνω ἐν ἐρημίᾳ, [236d] ἰσχυρότερος δ᾽ ἐγὼ καὶ νεώτερος, ἐκ δὲ ἁπάντων τούτων "σύνες ὅ τοι λέγω," καὶ μηδαμῶς πρὸς βίαν βουληθῇς μᾶλλον ἢ ἑκὼν λέγειν.
Σωκράτης
ἀλλ᾽, ὦ μακάριε Φαῖδρε, γελοῖος ἔσομαι παρ᾽ ἀγαθὸν ποιητὴν ἰδιώτης αὐτοσχεδιάζων περὶ τῶν αὐτῶν.
Φαῖδρος
οἶσθ᾽ ὡς ἔχει; παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος· σχεδὸν γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε λέγειν.
Σωκράτης
μηδαμῶς τοίνυν εἴπῃς.
Φαῖδρος
οὔκ, ἀλλὰ καὶ δὴ λέγω· ὁ δέ μοι λόγος ὅρκος ἔσται. ὄμνυμι γάρ σοι--τίνα μέντοι, τίνα θεῶν; ἢ βούλει [236e] τὴν πλάτανον ταυτηνί; --ἦ μήν, ἐάν μοι μὴ εἴπῃς τὸν λόγον ἐναντίον αὐτῆς ταύτης, μηδέποτέ σοι ἕτερον λόγον μηδένα μηδενὸς μήτε ἐπιδείξειν μήτε ἐξαγγελεῖν.
Σωκράτης
βαβαῖ, ὦ μιαρέ, ὡς εὖ ἀνηῦρες τὴν ἀνάγκην ἀνδρὶ φιλολόγῳ ποιεῖν ὃ ἂν κελεύῃς.
Φαῖδρος
τί δῆτα ἔχων στρέφῃ;
Σωκράτης
οὐδὲν ἔτι, ἐπειδὴ σύ γε ταῦτα ὀμώμοκας. πῶς γὰρ ἂν οἷός τ᾽ εἴην τοιαύτης θοίνης ἀπέχεσθαι;
[237a] Φαῖδρος
λέγε δή.
Σωκράτης
οἶσθ᾽ οὖν ὡς ποιήσω;
Φαῖδρος
τοῦ πέρι;
Σωκράτης
ἐγκαλυψάμενος ἐρῶ, ἵν᾽ ὅτι τάχιστα διαδράμω τὸν λόγον καὶ μὴ βλέπων πρὸς σὲ ὑπ᾽ αἰσχύνης διαπορῶμαι.
Φαῖδρος
λέγε μόνον, τὰ δ᾽ ἄλλα ὅπως βούλει ποίει.
Σωκράτης
ἄγετε δή, ὦ Μοῦσαι, εἴτε δι᾽ ᾠδῆς εἶδος λίγειαι, εἴτε διὰ γένος μουσικὸν τὸ Λιγύων ταύτην ἔσχετ᾽ ἐπωνυμίαν, "ξύμ μοι λάβεσθε" τοῦ μύθου, ὅν με ἀναγκάζει ὁ βέλτιστος οὑτοσὶ λέγειν, ἵν᾽ ὁ ἑταῖρος αὐτοῦ, καὶ πρότερον [237b] δοκῶν τούτῳ σοφὸς εἶναι, νῦν ἔτι μᾶλλον δόξῃ.
ἦν οὕτω δὴ παῖς, μᾶλλον δὲ μειρακίσκος, μάλα καλός· τούτῳ δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί. εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν, ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα ὡς οὐκ ἐρῴη. καί ποτε αὐτὸν αἰτῶν ἔπειθεν τοῦτ᾽ αὐτό, ὡς μὴ ἐρῶντι πρὸ τοῦ ἐρῶντος δέοι χαρίζεσθαι, ἔλεγέν τε ὧδε--
περὶ παντός, ὦ παῖ, μία ἀρχὴ τοῖς μέλλουσι καλῶς [237c] βουλεύσεσθαι· εἰδέναι δεῖ περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή, ἢ παντὸς ἁμαρτάνειν ἀνάγκη. τοὺς δὲ πολλοὺς λέληθεν ὅτι οὐκ ἴσασι τὴν οὐσίαν ἑκάστου. ὡς οὖν εἰδότες οὐ διομολογοῦνται ἐν ἀρχῇ τῆς σκέψεως, προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν· οὔτε γὰρ ἑαυτοῖς οὔτε ἀλλήλοις ὁμολογοῦσιν. ἐγὼ οὖν καὶ σὺ μὴ πάθωμεν ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται πότερα ἐρῶντι ἢ μὴ μᾶλλον εἰς φιλίαν ἰτέον, περὶ ἔρωτος οἷόν τ᾽ ἔστι καὶ ἣν ἔχει δύναμιν, [237d] ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα εἴτε ὠφελίαν εἴτε βλάβην παρέχει. ὅτι μὲν οὖν δὴ ἐπιθυμία τις ὁ ἔρως, ἅπαντι δῆλον· ὅτι δ᾽ αὖ καὶ μὴ ἐρῶντες ἐπιθυμοῦσι τῶν καλῶν, ἴσμεν. τῷ δὴ τὸν ἐρῶντά τε καὶ μὴ κρινοῦμεν; δεῖ αὖ νοῆσαι ὅτι ἡμῶν ἐν ἑκάστῳ δύο τινέ ἐστον ἰδέα ἄρχοντε καὶ ἄγοντε, οἷν ἑπόμεθα ᾗ ἂν ἄγητον, ἡ μὲν ἔμφυτος οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν, ἄλλη δὲ ἐπίκτητος δόξα, ἐφιεμένη τοῦ ἀρίστου. τούτω δὲ ἐν ἡμῖν τοτὲ μὲν ὁμονοεῖτον, [237e] ἔστι δὲ ὅτε στασιάζετον· καὶ τοτὲ μὲν ἡ ἑτέρα, ἄλλοτε δὲ ἡ ἑτέρα κρατεῖ. δόξης μὲν οὖν ἐπὶ τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα· [238a] ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπὶ ἡδονὰς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη. ὕβρις δὲ δὴ πολυώνυμον --πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυμερές--καὶ τούτων τῶν ἰδεῶν ἐκπρεπὴς ἣ ἂν τύχῃ γενομένη, τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον τὸν ἔχοντα παρέχεται, οὔτε τινὰ καλὴν οὔτ᾽ ἐπαξίαν κεκτῆσθαι. περὶ μὲν γὰρ ἐδωδὴν κρατοῦσα τοῦ λόγου τε τοῦ ἀρίστου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθυμιῶν ἐπιθυμία [238b] γαστριμαργία τε καὶ τὸν ἔχοντα ταὐτὸν τοῦτο κεκλημένον παρέξεται· περὶ δ᾽ αὖ μέθας τυραννεύσασα, τὸν κεκτημένον ταύτῃ ἄγουσα, δῆλον οὗ τεύξεται προσρήματος· καὶ τἆλλα δὴ τὰ τούτων ἀδελφὰ καὶ ἀδελφῶν ἐπιθυμιῶν ὀνόματα τῆς ἀεὶ δυναστευούσης ᾗ προσήκει καλεῖσθαι πρόδηλον. ἧς δ᾽ ἕνεκα πάντα τὰ πρόσθεν εἴρηται, σχεδὸν μὲν ἤδη φανερόν, λεχθὲν δὲ ἢ μὴ λεχθὲν πάντως σαφέστερον· ἡ γὰρ ἄνευ λόγου δόξης ἐπὶ τὸ ὀρθὸν ὁρμώσης κρατήσασα ἐπιθυμία [238c] πρὸς ἡδονὴν ἀχθεῖσα κάλλους, καὶ ὑπὸ αὖ τῶν ἑαυτῆς συγγενῶν ἐπιθυμιῶν ἐπὶ σωμάτων κάλλος ἐῤῥωμένως ῥωσθεῖσα νικήσασα ἀγωγῇ, ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς ῥώμης ἐπωνυμίαν λαβοῦσα, ἔρως ἐκλήθη.
ἀτάρ, ὦ φίλε Φαῖδρε, δοκῶ τι σοί, ὥσπερ ἐμαυτῷ, θεῖον πάθος πεπονθέναι;
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν, ὦ Σώκρατες, παρὰ τὸ εἰωθὸς εὔροιά τίς σε εἴληφεν.
Σωκράτης
σιγῇ τοίνυν μου ἄκουε. τῷ ὄντι γὰρ θεῖος ἔοικεν [238d] ὁ τόπος εἶναι, ὥστε ἐὰν ἄρα πολλάκις νυμφόληπτος προϊόντος τοῦ λόγου γένωμαι, μὴ θαυμάσῃς· τὰ νῦν γὰρ οὐκέτι πόῤῥω διθυράμβων φθέγγομαι.
Φαῖδρος
ἀληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
τούτων μέντοι σὺ αἴτιος. ἀλλὰ τὰ λοιπὰ ἄκουε· ἴσως γὰρ κἂν ἀποτράποιτο τὸ ἐπιόν. ταῦτα μὲν οὖν θεῷ μελήσει, ἡμῖν δὲ πρὸς τὸν παῖδα πάλιν τῷ λόγῳ ἰτέον.
εἶεν, ὦ φέριστε· ὃ μὲν δὴ τυγχάνει ὂν περὶ οὗ βουλευτέον, εἴρηταί τε καὶ ὥρισται, βλέποντες δὲ δὴ πρὸς αὐτὸ [238e] τὰ λοιπὰ λέγωμεν τίς ὠφελία ἢ βλάβη ἀπό τε ἐρῶντος καὶ μὴ τῷ χαριζομένῳ ἐξ εἰκότος συμβήσεται. τῷ δὴ ὑπὸ ἐπιθυμίας ἀρχομένῳ δουλεύοντί τε ἡδονῇ ἀνάγκη που τὸν ἐρώμενον ὡς ἥδιστον ἑαυτῷ παρασκευάζειν· νοσοῦντι δὲ πᾶν ἡδὺ τὸ μὴ ἀντιτεῖνον, κρεῖττον δὲ καὶ ἴσον ἐχθρόν.
[239a] οὔτε δὴ κρείττω οὔτε ἰσούμενον ἑκὼν ἐραστὴς παιδικὰ ἀνέξεται, ἥττω δὲ καὶ ὑποδεέστερον ἀεὶ ἀπεργάζεται· ἥττων δὲ ἀμαθὴς σοφοῦ, δειλὸς ἀνδρείου, ἀδύνατος εἰπεῖν ῥητορικοῦ, βραδὺς ἀγχίνου. τοσούτων κακῶν καὶ ἔτι πλειόνων κατὰ τὴν διάνοιαν ἐραστὴν ἐρωμένῳ ἀνάγκη γιγνομένων τε καὶ φύσει ἐνόντων [τῶν] μὲν ἥδεσθαι, τὰ δὲ παρασκευάζειν, ἢ στέρεσθαι τοῦ παραυτίκα ἡδέος. φθονερὸν δὴ ἀνάγκη [239b] εἶναι, καὶ πολλῶν μὲν ἄλλων συνουσιῶν ἀπείργοντα καὶ ὠφελίμων ὅθεν ἂν μάλιστ᾽ ἀνὴρ γίγνοιτο, μεγάλης αἴτιον εἶναι βλάβης, μεγίστης δὲ τῆς ὅθεν ἂν φρονιμώτατος εἴη. τοῦτο δὲ ἡ θεία φιλοσοφία τυγχάνει ὄν, ἧς ἐραστὴν παιδικὰ ἀνάγκη πόῤῥωθεν εἴργειν, περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι· τά τε ἄλλα μηχανᾶσθαι ὅπως ἂν ᾖ πάντα ἀγνοῶν καὶ πάντα ἀποβλέπων εἰς τὸν ἐραστήν, οἷος ὢν τῷ μὲν ἥδιστος, ἑαυτῷ δὲ βλαβερώτατος ἂν εἴη. τὰ μὲν οὖν κατὰ [239c] διάνοιαν ἐπίτροπός τε καὶ κοινωνὸς οὐδαμῇ λυσιτελὴς ἀνὴρ ἔχων ἔρωτα.
τὴν δὲ τοῦ σώματος ἕξιν τε καὶ θεραπείαν οἵαν τε καὶ ὡς θεραπεύσει οὗ ἂν γένηται κύριος, ὃς ἡδὺ πρὸ ἀγαθοῦ ἠνάγκασται διώκειν, δεῖ μετὰ ταῦτα ἰδεῖν. ὀφθήσεται δὴ μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων, οὐδ᾽ ἐν ἡλίῳ καθαρῷ τεθραμμένον ἀλλὰ ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, πόνων μὲν ἀνδρείων καὶ ἱδρώτων ξηρῶν ἄπειρον, ἔμπειρον δὲ ἁπαλῆς καὶ ἀνάνδρου [239d] διαίτης, ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις χήτει οἰκείων κοσμούμενον, ὅσα τε ἄλλα τούτοις ἕπεται πάντα ἐπιτηδεύοντα, ἃ δῆλα καὶ οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, ἀλλὰ ἓν κεφάλαιον ὁρισαμένους ἐπ᾽ ἄλλο ἰέναι· τὸ γὰρ τοιοῦτον σῶμα ἐν πολέμῳ τε καὶ ἄλλαις χρείαις ὅσαι μεγάλαι οἱ μὲν ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν, οἱ δὲ φίλοι καὶ αὐτοὶ οἱ ἐρασταὶ φοβοῦνται.
τοῦτο μὲν οὖν ὡς δῆλον ἐατέον, τὸ δ᾽ ἐφεξῆς ῥητέον, [239e] τίνα ἡμῖν ὠφελίαν ἢ τίνα βλάβην περὶ τὴν κτῆσιν ἡ τοῦ ἐρῶντος ὁμιλία τε καὶ ἐπιτροπεία παρέξεται. σαφὲς δὴ τοῦτό γε παντὶ μέν, μάλιστα δὲ τῷ ἐραστῇ, ὅτι τῶν φιλτάτων τε καὶ εὐνουστάτων καὶ θειοτάτων κτημάτων ὀρφανὸν πρὸ παντὸς εὔξαιτ᾽ ἂν εἶναι τὸν ἐρώμενον· πατρὸς γὰρ καὶ μητρὸς καὶ συγγενῶν καὶ φίλων στέρεσθαι ἂν αὐτὸν δέξαιτο, [240a] διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας. ἀλλὰ μὴν οὐσίαν γ᾽ ἔχοντα χρυσοῦ ἤ τινος ἄλλης κτήσεως οὔτε εὐάλωτον ὁμοίως οὔτε ἁλόντα εὐμεταχείριστον ἡγήσεται· ἐξ ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις, ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν. ἔτι τοίνυν ἄγαμον, ἄπαιδα, ἄοικον ὅτι πλεῖστον χρόνον παιδικὰ ἐραστὴς εὔξαιτ᾽ ἂν γενέσθαι, τὸ αὑτοῦ γλυκὺ ὡς πλεῖστον χρόνον καρποῦσθαι ἐπιθυμῶν.
ἔστι μὲν δὴ καὶ ἄλλα κακά, ἀλλά τις δαίμων ἔμειξε τοῖς [240b] πλείστοις ἐν τῷ παραυτίκα ἡδονήν, οἷον κόλακι, δεινῷ θηρίῳ καὶ βλάβῃ μεγάλῃ, ὅμως ἐπέμειξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα οὐκ ἄμουσον, καί τις ἑταίραν ὡς βλαβερὸν ψέξειεν ἄν, καὶ ἄλλα πολλὰ τῶν τοιουτοτρόπων θρεμμάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων, οἷς τό γε καθ᾽ ἡμέραν ἡδίστοισιν εἶναι ὑπάρχει· παιδικοῖς δὲ ἐραστὴς πρὸς τῷ βλαβερῷ καὶ εἰς τὸ συνημερεύειν πάντων [240c] ἀηδέστατον. ἥλικα γὰρ δὴ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος τέρπειν τὸν ἥλικα--ἡ γὰρ οἶμαι χρόνου ἰσότης ἐπ᾽ ἴσας ἡδονὰς ἄγουσα δι᾽ ὁμοιότητα φιλίαν παρέχεται--ἀλλ᾽ ὅμως κόρον γε καὶ ἡ τούτων συνουσία ἔχει. καὶ μὴν τό γε ἀναγκαῖον αὖ βαρὺ παντὶ περὶ πᾶν λέγεται· ὃ δὴ πρὸς τῇ ἀνομοιότητι μάλιστα ἐραστὴς πρὸς παιδικὰ ἔχει. νεωτέρῳ γὰρ πρεσβύτερος συνὼν οὔθ᾽ ἡμέρας οὔτε νυκτὸς ἑκὼν ἀπολείπεται, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ [240d] ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, ὃς ἐκείνῳ μὲν ἡδονὰς ἀεὶ διδοὺς ἄγει, ὁρῶντι, ἀκούοντι, ἁπτομένῳ, καὶ πᾶσαν αἴσθησιν αἰσθανομένῳ τοῦ ἐρωμένου, ὥστε μεθ᾽ ἡδονῆς ἀραρότως αὐτῷ ὑπηρετεῖν· τῷ δὲ δὴ ἐρωμένῳ ποῖον παραμύθιον ἢ τίνας ἡδονὰς διδοὺς ποιήσει τὸν ἴσον χρόνον συνόντα μὴ οὐχὶ ἐπ᾽ ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας--ὁρῶντι μὲν ὄψιν πρεσβυτέραν καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ, ἑπομένων δὲ τῶν ἄλλων ταύτῃ, ἃ καὶ λόγῳ [240e] ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές, μὴ ὅτι δὴ ἔργῳ ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης μεταχειρίζεσθαι, φυλακάς τε δὴ καχυποτόπους φυλαττομένῳ διὰ παντὸς καὶ πρὸς ἅπαντας, ἀκαίρους τε ἐπαίνους καὶ ὑπερβάλλοντας ἀκούοντι, ὡς δ᾽ αὕτως ψόγους νήφοντος μὲν οὐκ ἀνεκτούς, εἰς δὲ μέθην ἰόντος πρὸς τῷ μὴ ἀνεκτῷ ἐπαισχεῖς, παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου;
καὶ ἐρῶν μὲν βλαβερός τε καὶ ἀηδής, λήξας δὲ τοῦ ἔρωτος εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἄπιστος, εἰς ὃν πολλὰ καὶ μετὰ πολλῶν ὅρκων τε καὶ δεήσεων ὑπισχνούμενος μόγις [241a] κατεῖχε τήν γ᾽ ἐν τῷ τότε συνουσίαν ἐπίπονον οὖσαν φέρειν δι᾽ ἐλπίδα ἀγαθῶν. τότε δὴ δέον ἐκτίνειν, μεταβαλὼν ἄλλον ἄρχοντα ἐν αὑτῷ καὶ προστάτην, νοῦν καὶ σωφροσύνην ἀντ᾽ ἔρωτος καὶ μανίας, ἄλλος γεγονὼς λέληθεν τὰ παιδικά. καὶ ὁ μὲν αὐτὸν χάριν ἀπαιτεῖ τῶν τότε, ὑπομιμνῄσκων τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα, ὡς τῷ αὐτῷ διαλεγόμενος· ὁ δὲ ὑπ᾽ αἰσχύνης οὔτε εἰπεῖν τολμᾷ ὅτι ἄλλος γέγονεν, οὔθ᾽ ὅπως τὰ τῆς προτέρας ἀνοήτου ἀρχῆς ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις [241b] ἐμπεδώσῃ ἔχει, νοῦν ἤδη ἐσχηκὼς καὶ σεσωφρονηκώς, ἵνα μὴ πράττων ταὐτὰ τῷ πρόσθεν ὅμοιός τε ἐκείνῳ καὶ ὁ αὐτὸς πάλιν γένηται. φυγὰς δὴ γίγνεται ἐκ τούτων, καὶ ἀπεστερηκὼς ὑπ᾽ ἀνάγκης ὁ πρὶν ἐραστής, ὀστράκου μεταπεσόντος, ἵεται φυγῇ μεταβαλών· ὁ δὲ ἀναγκάζεται διώκειν ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθεάζων, ἠγνοηκὼς τὸ ἅπαν ἐξ ἀρχῆς, ὅτι οὐκ ἄρα ἔδει ποτὲ ἐρῶντι καὶ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἀνοήτῳ χαρίζεσθαι, [241c] ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον μὴ ἐρῶντι καὶ νοῦν ἔχοντι· εἰ δὲ μή, ἀναγκαῖον εἴη ἐνδοῦναι αὑτὸν ἀπίστῳ, δυσκόλῳ, φθονερῷ, ἀηδεῖ, βλαβερῷ μὲν πρὸς οὐσίαν, βλαβερῷ δὲ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἕξιν, πολὺ δὲ βλαβερωτάτῳ πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς παίδευσιν, ἧς οὔτε ἀνθρώποις οὔτε θεοῖς τῇ ἀληθείᾳ τιμιώτερον οὔτε ἔστιν οὔτε ποτὲ ἔσται. ταῦτά τε οὖν χρή, ὦ παῖ, συννοεῖν, καὶ εἰδέναι τὴν ἐραστοῦ φιλίαν ὅτι οὐ μετ᾽ εὐνοίας γίγνεται, ἀλλὰ σιτίου τρόπον, χάριν πλησμονῆς, [241d] ὡς λύκοι ἄρνας ἀγαπῶσιν, ὣς παῖδα φιλοῦσιν ἐρασταί.
τοῦτ᾽ ἐκεῖνο, ὦ Φαῖδρε. οὐκέτ᾽ ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος, ἀλλ᾽ ἤδη σοι τέλος ἐχέτω ὁ λόγος.
Φαῖδρος
καίτοι ᾤμην γε μεσοῦν αὐτόν, καὶ ἐρεῖν τὰ ἴσα περὶ τοῦ μὴ ἐρῶντος, ὡς δεῖ ἐκείνῳ χαρίζεσθαι μᾶλλον, λέγων ὅσα αὖ ἔχει ἀγαθά· νῦν δὲ δή, ὦ Σώκρατες, τί ἀποπαύῃ;
[241e] Σωκράτης
οὐκ ᾔσθου, ὦ μακάριε, ὅτι ἤδη ἔπη φθέγγομαι ἀλλ᾽ οὐκέτι διθυράμβους, καὶ ταῦτα ψέγων; ἐὰν δ᾽ ἐπαινεῖν τὸν ἕτερον ἄρξωμαι, τί με οἴει ποιήσειν; ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι ὑπὸ τῶν Νυμφῶν, αἷς με σὺ προύβαλες ἐκ προνοίας, σαφῶς ἐνθουσιάσω; λέγω οὖν ἑνὶ λόγῳ ὅτι ὅσα τὸν ἕτερον λελοιδορήκαμεν, τῷ ἑτέρῳ τἀναντία τούτων ἀγαθὰ πρόσεστιν. καὶ τί δεῖ μακροῦ λόγου; περὶ γὰρ ἀμφοῖν ἱκανῶς εἴρηται. καὶ οὕτω δὴ ὁ μῦθος ὅτι πάσχειν προσήκει αὐτῷ, τοῦτο [242a] πείσεται· κἀγὼ τὸν ποταμὸν τοῦτον διαβὰς ἀπέρχομαι πρὶν ὑπὸ σοῦ τι μεῖζον ἀναγκασθῆναι.
Φαῖδρος
μήπω γε, ὦ Σώκρατες, πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ. ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται ἡ δὴ καλουμένη σταθερά; ἀλλὰ περιμείναντες καὶ ἅμα περὶ τῶν εἰρημένων διαλεχθέντες, τάχα ἐπειδὰν ἀποψυχῇ ἴμεν.
Σωκράτης
θεῖός γ᾽ εἶ περὶ τοὺς λόγους, ὦ Φαῖδρε, καὶ ἀτεχνῶς θαυμάσιος. οἶμαι γὰρ ἐγὼ τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου γεγονότων [242b] λόγων μηδένα πλείους ἢ σὲ πεποιηκέναι γεγενῆσθαι ἤτοι αὐτὸν λέγοντα ἢ ἄλλους ἑνί γέ τῳ τρόπῳ προσαναγκάζοντα --Σιμμίαν Θηβαῖον ἐξαιρῶ λόγου· τῶν δὲ ἄλλων πάμπολυ κρατεῖς--καὶ νῦν αὖ δοκεῖς αἴτιός μοι γεγενῆσθαι λόγῳ τινὶ ῥηθῆναι.
Φαῖδρος
οὐ πόλεμόν γε ἀγγέλλεις. ἀλλὰ πῶς δὴ καὶ τίνι τούτῳ;
Σωκράτης
ἡνίκ᾽ ἔμελλον, ὠγαθέ, τὸν ποταμὸν διαβαίνειν, τὸ δαιμόνιόν τε καὶ τὸ εἰωθὸς σημεῖόν μοι γίγνεσθαι ἐγένετο [242c] --ἀεὶ δέ με ἐπίσχει ὃ ἂν μέλλω πράττειν--καί τινα φωνὴν ἔδοξα αὐτόθεν ἀκοῦσαι, ἥ με οὐκ ἐᾷ ἀπιέναι πρὶν ἂν ἀφοσιώσωμαι, ὡς δή τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον. εἰμὶ δὴ οὖν μάντις μέν, οὐ πάνυ δὲ σπουδαῖος, ἀλλ᾽ ὥσπερ οἱ τὰ γράμματα φαῦλοι, ὅσον μὲν ἐμαυτῷ μόνον ἱκανός· σαφῶς οὖν ἤδη μανθάνω τὸ ἁμάρτημα. ὡς δή τοι, ὦ ἑταῖρε, μαντικόν γέ τι καὶ ἡ ψυχή· ἐμὲ γὰρ ἔθραξε μέν τι καὶ πάλαι λέγοντα τὸν λόγον, καί πως ἐδυσωπούμην κατ᾽ Ἴβυκον, μή τι παρὰ θεοῖς
[242d] ἀμβλακὼν τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω·
νῦν δ᾽ ᾔσθημαι τὸ ἁμάρτημα.
Φαῖδρος
λέγεις δὲ δὴ τί;
Σωκράτης
δεινόν, ὦ Φαῖδρε, δεινὸν λόγον αὐτός τε ἐκόμισας ἐμέ τε ἠνάγκασας εἰπεῖν.
Φαῖδρος
πῶς δή;
Σωκράτης
εὐήθη καὶ ὑπό τι ἀσεβῆ· οὗ τίς ἂν εἴη δεινότερος;
Φαῖδρος
οὐδείς, εἴ γε σὺ ἀληθῆ λέγεις.
Σωκράτης
τί οὖν; τὸν ἔρωτα οὐκ Ἀφροδίτης καὶ θεόν τινα ἡγῇ;
Φαῖδρος
λέγεταί γε δή.
Σωκράτης
οὔ τι ὑπό γε Λυσίου, οὐδὲ ὑπὸ τοῦ σοῦ λόγου, ὃς[242e] διὰ τοῦ ἐμοῦ στόματος καταφαρμακευθέντος ὑπὸ σοῦ ἐλέχθη. εἰ δ᾽ ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστι, θεὸς ἤ τι θεῖον ὁ Ἔρως, οὐδὲν ἂν κακὸν εἴη, τὼ δὲ λόγω τὼ νυνδὴ περὶ αὐτοῦ εἰπέτην ὡς τοιούτου ὄντος· ταύτῃ τε οὖν ἡμαρτανέτην περὶ τὸν ἔρωτα, ἔτι τε ἡ εὐήθεια αὐτοῖν πάνυ ἀστεία, τὸ μηδὲν ὑγιὲς λέγοντε [243a] μηδὲ ἀληθὲς σεμνύνεσθαι ὡς τὶ ὄντε, εἰ ἄρα ἀνθρωπίσκους τινὰς ἐξαπατήσαντε εὐδοκιμήσετον ἐν αὐτοῖς. ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ φίλε, καθήρασθαι ἀνάγκη· ἔστιν δὲ τοῖς ἁμαρτάνουσι περὶ μυθολογίαν καθαρμὸς ἀρχαῖος, ὃν Ὅμηρος μὲν οὐκ ᾔσθετο, Στησίχορος δέ. τῶν γὰρ ὀμμάτων στερηθεὶς διὰ τὴν Ἑλένης κακηγορίαν οὐκ ἠγνόησεν ὥσπερ Ὅμηρος, ἀλλ᾽ ἅτε μουσικὸς ὢν ἔγνω τὴν αἰτίαν, καὶ ποιεῖ εὐθὺς--
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
[243b] οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
καὶ ποιήσας δὴ πᾶσαν τὴν καλουμένην Παλινῳδίαν παραχρῆμα ἀνέβλεψεν. ἐγὼ οὖν σοφώτερος ἐκείνων γενήσομαι κατ᾽ αὐτό γε τοῦτο· πρὶν γάρ τι παθεῖν διὰ τὴν τοῦ Ἔρωτος κακηγορίαν πειράσομαι αὐτῷ ἀποδοῦναι τὴν παλινῳδίαν, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ καὶ οὐχ ὥσπερ τότε ὑπ᾽ αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος.
Φαῖδρος
τουτωνί, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔστιν ἅττ᾽ ἂν ἐμοὶ εἶπες ἡδίω.
[243c] Σωκράτης
καὶ γάρ, ὠγαθὲ Φαῖδρε, ἐννοεῖς ὡς ἀναιδῶς εἴρησθον τὼ λόγω, οὗτός τε καὶ ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθείς. εἰ γὰρ ἀκούων τις τύχοι ἡμῶν γεννάδας καὶ πρᾷος τὸ ἦθος, ἑτέρου δὲ τοιούτου ἐρῶν ἢ καὶ πρότερόν ποτε ἐρασθείς, λεγόντων ὡς διὰ σμικρὰ μεγάλας ἔχθρας οἱ ἐρασταὶ ἀναιροῦνται καὶ ἔχουσι πρὸς τὰ παιδικὰ φθονερῶς τε καὶ βλαβερῶς, πῶς οὐκ ἂν οἴει αὐτὸν ἡγεῖσθαι ἀκούειν ἐν ναύταις που τεθραμμένων καὶ οὐδένα ἐλεύθερον ἔρωτα ἑωρακότων, πολλοῦ δ᾽ ἂν δεῖν [243d] ἡμῖν ὁμολογεῖν ἃ ψέγομεν τὸν ἔρωτα;
Φαῖδρος
ἴσως νὴ Δί᾽, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
τοῦτόν γε τοίνυν ἔγωγε αἰσχυνόμενος, καὶ αὐτὸν τὸν ἔρωτα δεδιώς, ἐπιθυμῶ ποτίμῳ λόγῳ οἷον ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀποκλύσασθαι· συμβουλεύω δὲ καὶ Λυσίᾳ ὅτι τάχιστα γράψαι ὡς χρὴ ἐραστῇ μᾶλλον ἢ μὴ ἐρῶντι ἐκ τῶν ὁμοίων χαρίζεσθαι.
Φαῖδρος
ἀλλ᾽ εὖ ἴσθι ὅτι ἕξει τοῦθ᾽ οὕτω· σοῦ γὰρ εἰπόντος τὸν τοῦ ἐραστοῦ ἔπαινον, πᾶσα ἀνάγκη Λυσίαν ὑπ᾽ ἐμοῦ
[243e] ἀναγκασθῆναι γράψαι αὖ περὶ τοῦ αὐτοῦ λόγον.
Σωκράτης
τοῦτο μὲν πιστεύω, ἕωσπερ ἂν ᾖς ὃς εἶ.
Φαῖδρος
λέγε τοίνυν θαῤῥῶν.
Σωκράτης
ποῦ δή μοι ὁ παῖς πρὸς ὃν ἔλεγον; ἵνα καὶ τοῦτο ἀκούσῃ, καὶ μὴ ἀνήκοος ὢν φθάσῃ χαρισάμενος τῷ μὴ ἐρῶντι.
Φαῖδρος
οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, ὅταν σὺ βούλῃ.
Σωκράτης
οὑτωσὶ τοίνυν, ὦ παῖ καλέ, ἐννόησον, ὡς ὁ μὲν [244a] πρότερος ἦν λόγος Φαίδρου τοῦ Πυθοκλέους, Μυῤῥινουσίου ἀνδρός· ὃν δὲ μέλλω λέγειν, Στησιχόρου τοῦ Εὐφήμου, Ἱμεραίου. λεκτέος δὲ ὧδε, ὅτι οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος ὃς ἂν παρόντος ἐραστοῦ τῷ μὴ ἐρῶντι μᾶλλον φῇ δεῖν χαρίζεσθαι, διότι δὴ ὁ μὲν μαίνεται, ὁ δὲ σωφρονεῖ. εἰ μὲν γὰρ ἦν ἁπλοῦν τὸ μανίαν κακὸν εἶναι, καλῶς ἂν ἐλέγετο· νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας, θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης. ἥ τε γὰρ δὴ ἐν Δελφοῖς προφῆτις αἵ τ᾽ ἐν [244b] Δωδώνῃ ἱέρειαι μανεῖσαι μὲν πολλὰ δὴ καὶ καλὰ ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ τὴν Ἑλλάδα ἠργάσαντο, σωφρονοῦσαι δὲ βραχέα ἢ οὐδέν· καὶ ἐὰν δὴ λέγωμεν Σίβυλλάν τε καὶ ἄλλους, ὅσοι μαντικῇ χρώμενοι ἐνθέῳ πολλὰ δὴ πολλοῖς προλέγοντες εἰς τὸ μέλλον ὤρθωσαν, μηκύνοιμεν ἂν δῆλα παντὶ λέγοντες. τόδε μὴν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι, ὅτι καὶ τῶν παλαιῶν οἱ τὰ ὀνόματα τιθέμενοι οὐκ αἰσχρὸν ἡγοῦντο οὐδὲ ὄνειδος μανίαν· [244c] οὐ γὰρ ἂν τῇ καλλίστῃ τέχνῃ, ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐμπλέκοντες μανικὴν ἐκάλεσαν. ἀλλ᾽ ὡς καλοῦ ὄντος, ὅταν θείᾳ μοίρᾳ γίγνηται, οὕτω νομίσαντες ἔθεντο, οἱ δὲ νῦν ἀπειροκάλως τὸ ταῦ ἐπεμβάλλοντες μαντικὴν ἐκάλεσαν. ἐπεὶ καὶ τήν γε τῶν ἐμφρόνων, ζήτησιν τοῦ μέλλοντος διά τε ὀρνίθων ποιουμένων καὶ τῶν ἄλλων σημείων, ἅτ᾽ ἐκ διανοίας ποριζομένων ἀνθρωπίνῃ οἰήσει νοῦν τε καὶ ἱστορίαν, οἰονοϊστικὴν ἐπωνόμασαν, [244d] ἣν νῦν οἰωνιστικὴν τῷ ω σεμνύνοντες οἱ νέοι καλοῦσιν· ὅσῳ δὴ οὖν τελεώτερον καὶ ἐντιμότερον μαντικὴ οἰωνιστικῆς, τό τε ὄνομα τοῦ ὀνόματος ἔργον τ᾽ ἔργου, τόσῳ κάλλιον μαρτυροῦσιν οἱ παλαιοὶ μανίαν σωφροσύνης τὴν ἐκ θεοῦ τῆς παρ᾽ ἀνθρώπων γιγνομένης. ἀλλὰ μὴν νόσων γε καὶ πόνων τῶν μεγίστων, ἃ δὴ παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων ποθὲν ἔν τισι τῶν γενῶν ἡ μανία ἐγγενομένη καὶ προφητεύσασα, οἷς ἔδει [244e] ἀπαλλαγὴν ηὕρετο, καταφυγοῦσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας, ὅθεν δὴ καθαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῦσα ἐξάντη ἐποίησε τὸν [ἑαυτῆς] ἔχοντα πρός τε τὸν παρόντα καὶ τὸν ἔπειτα χρόνον, λύσιν τῷ ὀρθῶς μανέντι τε καὶ κατασχομένῳ [245a] τῶν παρόντων κακῶν εὑρομένη. τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν, ἐγείρουσα καὶ ἐκβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν, μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει· ὃς δ᾽ ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται, πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη.
[245b] τοσαῦτα μέν σοι καὶ ἔτι πλείω ἔχω μανίας γιγνομένης ἀπὸ θεῶν λέγειν καλὰ ἔργα. ὥστε τοῦτό γε αὐτὸ μὴ φοβώμεθα, μηδέ τις ἡμᾶς λόγος θορυβείτω δεδιττόμενος ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῖ προαιρεῖσθαι φίλον· ἀλλὰ τόδε πρὸς ἐκείνῳ δείξας φερέσθω τὰ νικητήρια, ὡς οὐκ ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ὁ ἔρως τῷ ἐρῶντι καὶ τῷ ἐρωμένῳ ἐκ θεῶν ἐπιπέμπεται. ἡμῖν δὲ ἀποδεικτέον αὖ τοὐναντίον, ὡς ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ τῇ μεγίστῃ [245c] παρὰ θεῶν ἡ τοιαύτη μανία δίδοται· ἡ δὲ δὴ ἀπόδειξις ἔσται δεινοῖς μὲν ἄπιστος, σοφοῖς δὲ πιστή. δεῖ οὖν πρῶτον ψυχῆς φύσεως πέρι θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης ἰδόντα πάθη τε καὶ ἔργα τἀληθὲς νοῆσαι· ἀρχὴ δὲ ἀποδείξεως ἥδε.
ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος. τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον· τὸ δ᾽ ἄλλο κινοῦν καὶ ὑπ᾽ ἄλλου κινούμενον, παῦλαν ἔχον κινήσεως, παῦλαν ἔχει ζωῆς. μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, ἅτε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό, οὔποτε λήγει κινούμενον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα κινεῖται τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως.
[245d] ἀρχὴ δὲ ἀγένητον. ἐξ ἀρχῆς γὰρ ἀνάγκη πᾶν τὸ γιγνόμενον γίγνεσθαι, αὐτὴν δὲ μηδ᾽ ἐξ ἑνός· εἰ γὰρ ἔκ του ἀρχὴ γίγνοιτο, οὐκ ἂν ἔτι ἀρχὴ γίγνοιτο. ἐπειδὴ δὲ ἀγένητόν ἐστιν, καὶ ἀδιάφθορον αὐτὸ ἀνάγκη εἶναι. ἀρχῆς γὰρ δὴ ἀπολομένης οὔτε αὐτή ποτε ἔκ του οὔτε ἄλλο ἐξ ἐκείνης γενήσεται, εἴπερ ἐξ ἀρχῆς δεῖ τὰ πάντα γίγνεσθαι. οὕτω δὴ κινήσεως μὲν ἀρχὴ τὸ αὐτὸ αὑτὸ κινοῦν. τοῦτο δὲ οὔτ᾽ ἀπόλλυσθαι οὔτε γίγνεσθαι δυνατόν, ἢ πάντα τε οὐρανὸν [245e] πᾶσάν τε γῆν εἰς ἓν συμπεσοῦσαν στῆναι καὶ μήποτε αὖθις ἔχειν ὅθεν κινηθέντα γενήσεται. ἀθανάτου δὲ πεφασμένου τοῦ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ κινουμένου, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον τοῦτον αὐτόν τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται. πᾶν γὰρ σῶμα, ᾧ μὲν ἔξωθεν τὸ κινεῖσθαι, ἄψυχον, ᾧ δὲ ἔνδοθεν αὐτῷ ἐξ αὑτοῦ, ἔμψυχον, ὡς ταύτης οὔσης φύσεως ψυχῆς· εἰ δ᾽ ἔστιν τοῦτο οὕτως ἔχον, μὴ ἄλλο τι εἶναι τὸ αὐτὸ ἑαυτὸ [246a] κινοῦν ἢ ψυχήν, ἐξ ἀνάγκης ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψυχὴ ἂν εἴη.
περὶ μὲν οὖν ἀθανασίας αὐτῆς ἱκανῶς· περὶ δὲ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον. οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καὶ μακρᾶς διηγήσεως, ᾧ δὲ ἔοικεν, ἀνθρωπίνης τε καὶ ἐλάττονος· ταύτῃ οὖν λέγωμεν. ἐοικέτω δὴ συμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου. θεῶν μὲν οὖν ἵπποι τε καὶ ἡνίοχοι πάντες αὐτοί τε ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, [246b] τὸ δὲ τῶν ἄλλων μέμεικται. καὶ πρῶτον μὲν ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, εἶτα τῶν ἵππων ὁ μὲν αὐτῷ καλός τε καὶ ἀγαθὸς καὶ ἐκ τοιούτων, ὁ δ᾽ ἐξ ἐναντίων τε καὶ ἐναντίος· χαλεπὴ δὴ καὶ δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις. πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον ζῷον ἐκλήθη πειρατέον εἰπεῖν. ψυχὴ πᾶσα παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου, πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῖ, ἄλλοτ᾽ ἐν ἄλλοις εἴδεσι γιγνομένη. τελέα [246c] μὲν οὖν οὖσα καὶ ἐπτερωμένη μετεωροπορεῖ τε καὶ πάντα τὸν κόσμον διοικεῖ, ἡ δὲ πτεροῤῥυήσασα φέρεται ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται, οὗ κατοικισθεῖσα, σῶμα γήϊνον λαβοῦσα, αὐτὸ αὑτὸ δοκοῦν κινεῖν διὰ τὴν ἐκείνης δύναμιν, ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη, ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, θνητόν τ᾽ ἔσχεν ἐπωνυμίαν· ἀθάνατον δὲ οὐδ᾽ ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου, ἀλλὰ πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες [246d] θεόν, ἀθάνατόν τι ζῷον, ἔχον μὲν ψυχήν, ἔχον δὲ σῶμα, τὸν ἀεὶ δὲ χρόνον ταῦτα συμπεφυκότα. ἀλλὰ ταῦτα μὲν δή, ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον, ταύτῃ ἐχέτω τε καὶ λεγέσθω· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς, δι᾽ ἣν ψυχῆς ἀποῤῥεῖ, λάβωμεν. ἔστι δέ τις τοιάδε.
πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ, κεκοινώνηκε δέ πῃ μάλιστα τῶν περὶ τὸ σῶμα τοῦ θείου [ψυχή], τὸ δὲ θεῖον [246e] καλόν, σοφόν, ἀγαθόν, καὶ πᾶν ὅτι τοιοῦτον· τούτοις δὴ τρέφεταί τε καὶ αὔξεται μάλιστά γε τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα, αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ καὶ τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται. ὁ μὲν δὴ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς, ἐλαύνων πτηνὸν ἅρμα, πρῶτος πορεύεται, διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων, [247a] κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη. μένει γὰρ Ἑστία ἐν θεῶν οἴκῳ μόνη· τῶν δὲ ἄλλων ὅσοι ἐν τῷ τῶν δώδεκα ἀριθμῷ τεταγμένοι θεοὶ ἄρχοντες ἡγοῦνται κατὰ τάξιν ἣν ἕκαστος ἐτάχθη. πολλαὶ μὲν οὖν καὶ μακάριαι θέαι τε καὶ διέξοδοι ἐντὸς οὐρανοῦ, ἃς θεῶν γένος εὐδαιμόνων ἐπιστρέφεται πράττων ἕκαστος αὐτῶν τὸ αὑτοῦ, ἕπεται δὲ ὁ ἀεὶ ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος· φθόνος γὰρ ἔξω θείου χοροῦ ἵσταται. ὅταν δὲ δὴ πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν, ἄκραν ἐπὶ τὴν [247b] ὑπουράνιον ἁψῖδα πορεύονται πρὸς ἄναντες, ᾗ δὴ τὰ μὲν θεῶν ὀχήματα ἰσοῤῥόπως εὐήνια ὄντα ῥᾳδίως πορεύεται, τὰ δὲ ἄλλα μόγις· βρίθει γὰρ ὁ τῆς κάκης ἵππος μετέχων, ἐπὶ τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων. ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται. αἱ μὲν γὰρ ἀθάνατοι καλούμεναι, ἡνίκ᾽ ἂν πρὸς ἄκρῳ γένωνται, ἔξω πορευθεῖσαι ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ [247c] νώτῳ, στάσας δὲ αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά, αἱ δὲ θεωροῦσι τὰ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ.
τὸν δὲ ὑπερουράνιον τόπον οὔτε τις ὕμνησέ πω τῶν τῇδε ποιητὴς οὔτε ποτὲ ὑμνήσει κατ᾽ ἀξίαν. ἔχει δὲ ὧδε--τολμητέον γὰρ οὖν τό γε ἀληθὲς εἰπεῖν, ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας λέγοντα--ἡ γὰρ ἀχρώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως οὖσα, ψυχῆς κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ, περὶ ἣν τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένος, τοῦτον ἔχει [247d] τὸν τόπον. ἅτ᾽ οὖν θεοῦ διάνοια νῷ τε καὶ ἐπιστήμῃ ἀκηράτῳ τρεφομένη, καὶ ἁπάσης ψυχῆς ὅσῃ ἂν μέλῃ τὸ προσῆκον δέξασθαι, ἰδοῦσα διὰ χρόνου τὸ ὂν ἀγαπᾷ τε καὶ θεωροῦσα τἀληθῆ τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ, ἕως ἂν κύκλῳ ἡ περιφορὰ εἰς ταὐτὸν περιενέγκῃ. ἐν δὲ τῇ περιόδῳ καθορᾷ μὲν αὐτὴν δικαιοσύνην, καθορᾷ δὲ σωφροσύνην, καθορᾷ δὲ ἐπιστήμην, οὐχ ᾗ γένεσις πρόσεστιν, οὐδ᾽ ἥ ἐστίν που ἑτέρα [247e] ἐν ἑτέρῳ οὖσα ὧν ἡμεῖς νῦν ὄντων καλοῦμεν, ἀλλὰ τὴν ἐν τῷ ὅ ἐστιν ὂν ὄντως ἐπιστήμην οὖσαν· καὶ τἆλλα ὡσαύτως τὰ ὄντα ὄντως θεασαμένη καὶ ἑστιαθεῖσα, δῦσα πάλιν εἰς τὸ εἴσω τοῦ οὐρανοῦ, οἴκαδε ἦλθεν. ἐλθούσης δὲ αὐτῆς ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας παρέβαλεν ἀμβροσίαν τε καὶ ἐπ᾽ αὐτῇ νέκταρ ἐπότισεν.
[248a] καὶ οὗτος μὲν θεῶν βίος· αἱ δὲ ἄλλαι ψυχαί, ἡ μὲν ἄριστα θεῷ ἑπομένη καὶ εἰκασμένη ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν, καὶ συμπεριηνέχθη τὴν περιφοράν, θορυβουμένη ὑπὸ τῶν ἵππων καὶ μόγις καθορῶσα τὰ ὄντα· ἡ δὲ τοτὲ μὲν ἦρεν, τοτὲ δ᾽ ἔδυ, βιαζομένων δὲ τῶν ἵππων τὰ μὲν εἶδεν, τὰ δ᾽ οὔ. αἱ δὲ δὴ ἄλλαι γλιχόμεναι μὲν ἅπασαι τοῦ ἄνω ἕπονται, ἀδυνατοῦσαι δέ, ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι, ἑτέρα [248b] πρὸ τῆς ἑτέρας πειρωμένη γενέσθαι. θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται, οὗ δὴ κακίᾳ ἡνιόχων πολλαὶ μὲν χωλεύονται, πολλαὶ δὲ πολλὰ πτερὰ θραύονται· πᾶσαι δὲ πολὺν ἔχουσαι πόνον ἀτελεῖς τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ἀπελθοῦσαι τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται. οὗ δ᾽ ἕνεχ᾽ ἡ πολλὴ σπουδὴ τὸ ἀληθείας ἰδεῖν πεδίον οὗ ἐστιν, ἥ τε δὴ προσήκουσα ψυχῆς τῷ ἀρίστῳ νομὴ ἐκ τοῦ ἐκεῖ [248c] λειμῶνος τυγχάνει οὖσα, ἥ τε τοῦ πτεροῦ φύσις, ᾧ ψυχὴ κουφίζεται, τούτῳ τρέφεται. θεσμός τε Ἀδραστείας ὅδε. ἥτις ἂν ψυχὴ θεῷ συνοπαδὸς γενομένη κατίδῃ τι τῶν ἀληθῶν, μέχρι τε τῆς ἑτέρας περιόδου εἶναι ἀπήμονα, κἂν ἀεὶ τοῦτο δύνηται ποιεῖν, ἀεὶ ἀβλαβῆ εἶναι· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα βαρυνθῇ, βαρυνθεῖσα δὲ πτεροῤῥυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην [248d] μὴ φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θήρειον φύσιν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει, ἀλλὰ τὴν μὲν πλεῖστα ἰδοῦσαν εἰς γονὴν ἀνδρὸς γενησομένου φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μουσικοῦ τινος καὶ ἐρωτικοῦ, τὴν δὲ δευτέραν εἰς βασιλέως ἐννόμου ἢ πολεμικοῦ καὶ ἀρχικοῦ, τρίτην εἰς πολιτικοῦ ἤ τινος οἰκονομικοῦ ἢ χρηματιστικοῦ, τετάρτην εἰς φιλοπόνου <ἢ> γυμναστικοῦ ἢ περὶ σώματος ἴασίν τινος ἐσομένου, πέμπτην μαντικὸν βίον [248e] ἤ τινα τελεστικὸν ἕξουσαν· ἕκτῃ ποιητικὸς ἢ τῶν περὶ μίμησίν τις ἄλλος ἁρμόσει, ἑβδόμῃ δημιουργικὸς ἢ γεωργικός, ὀγδόῃ σοφιστικὸς ἢ δημοκοπικός, ἐνάτῃ τυραννικός. ἐν δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει, ὃς δ᾽ ἂν ἀδίκως, χείρονος· εἰς μὲν γὰρ τὸ αὐτὸ ὅθεν ἥκει ἡ ψυχὴ ἑκάστη οὐκ ἀφικνεῖται ἐτῶν μυρίων-- [249a] οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου--πλὴν ἡ τοῦ φιλοσοφήσαντος ἀδόλως ἢ παιδεραστήσαντος μετὰ φιλοσοφίας, αὗται δὲ τρίτῃ περιόδῳ τῇ χιλιετεῖ, ἐὰν ἕλωνται τρὶς ἐφεξῆς τὸν βίον τοῦτον, οὕτω πτερωθεῖσαι τρισχιλιοστῷ ἔτει ἀπέρχονται. αἱ δὲ ἄλλαι, ὅταν τὸν πρῶτον βίον τελευτήσωσιν, κρίσεως ἔτυχον, κριθεῖσαι δὲ αἱ μὲν εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια ἐλθοῦσαι δίκην ἐκτίνουσιν, αἱ δ᾽ εἰς τοὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθεῖσαι διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν [249b] ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου. τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνούμεναι ἐπὶ κλήρωσίν τε καὶ αἵρεσιν τοῦ δευτέρου βίου αἱροῦνται ὃν ἂν θέλῃ ἑκάστη· ἔνθα καὶ εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἀφικνεῖται, καὶ ἐκ θηρίου ὅς ποτε ἄνθρωπος ἦν πάλιν εἰς ἄνθρωπον. οὐ γὰρ ἥ γε μήποτε ἰδοῦσα τὴν ἀλήθειαν εἰς τόδε ἥξει τὸ σχῆμα. δεῖ γὰρ ἄνθρωπον συνιέναι κατ᾽ εἶδος λεγόμενον, ἐκ πολλῶν ἰὸν αἰσθήσεων [249c] εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ᾽ εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν εἶναί φαμεν, καὶ ἀνακύψασα εἰς τὸ ὂν ὄντως. διὸ δὴ δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια· πρὸς γὰρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμῃ κατὰ δύναμιν, πρὸς οἷσπερ θεὸς ὢν θεῖός ἐστιν. τοῖς δὲ δὴ τοιούτοις ἀνὴρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται· ἐξιστάμενος δὲ τῶν [249d] ἀνθρωπίνων σπουδασμάτων καὶ πρὸς τῷ θείῳ γιγνόμενος, νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡς παρακινῶν, ἐνθουσιάζων δὲ λέληθεν τοὺς πολλούς.
ἔστι δὴ οὖν δεῦρο ὁ πᾶς ἥκων λόγος περὶ τῆς τετάρτης μανίας--ἣν ὅταν τὸ τῇδέ τις ὁρῶν κάλλος, τοῦ ἀληθοῦς ἀναμιμνῃσκόμενος, πτερῶταί τε καὶ ἀναπτερούμενος προθυμούμενος ἀναπτέσθαι, ἀδυνατῶν δέ, ὄρνιθος δίκην βλέπων ἄνω, τῶν κάτω δὲ ἀμελῶν, αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος--ὡς [249e] ἄρα αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη τε καὶ ἐξ ἀρίστων τῷ τε ἔχοντι καὶ τῷ κοινωνοῦντι αὐτῆς γίγνεται, καὶ ὅτι ταύτης μετέχων τῆς μανίας ὁ ἐρῶν τῶν καλῶν ἐραστὴς καλεῖται. καθάπερ γὰρ εἴρηται, πᾶσα μὲν ἀνθρώπου ψυχὴ φύσει τεθέαται τὰ ὄντα, ἢ οὐκ ἂν ἦλθεν [250a] εἰς τόδε τὸ ζῷον· ἀναμιμνῄσκεσθαι δὲ ἐκ τῶνδε ἐκεῖνα οὐ ῥᾴδιον ἁπάσῃ, οὔτε ὅσαι βραχέως εἶδον τότε τἀκεῖ, οὔθ᾽ αἳ δεῦρο πεσοῦσαι ἐδυστύχησαν, ὥστε ὑπό τινων ὁμιλιῶν ἐπὶ τὸ ἄδικον τραπόμεναι λήθην ὧν τότε εἶδον ἱερῶν ἔχειν. ὀλίγαι δὴ λείπονται αἷς τὸ τῆς μνήμης ἱκανῶς πάρεστιν· αὗται δέ, ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, ἐκπλήττονται καὶ οὐκέτ᾽ <ἐν> αὑτῶν γίγνονται, ὃ δ᾽ ἔστι τὸ πάθος ἀγνοοῦσι [250b] διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι. δικαιοσύνης μὲν οὖν καὶ σωφροσύνης καὶ ὅσα ἄλλα τίμια ψυχαῖς οὐκ ἔνεστι φέγγος οὐδὲν ἐν τοῖς τῇδε ὁμοιώμασιν, ἀλλὰ δι᾽ ἀμυδρῶν ὀργάνων μόγις αὐτῶν καὶ ὀλίγοι ἐπὶ τὰς εἰκόνας ἰόντες θεῶνται τὸ τοῦ εἰκασθέντος γένος· κάλλος δὲ τότ᾽ ἦν ἰδεῖν λαμπρόν, ὅτε σὺν εὐδαίμονι χορῷ μακαρίαν ὄψιν τε καὶ θέαν, ἑπόμενοι μετὰ μὲν Διὸς ἡμεῖς, ἄλλοι δὲ μετ᾽ ἄλλου θεῶν, εἶδόν τε καὶ ἐτελοῦντο τῶν τελετῶν ἣν θέμις λέγειν [250c] μακαριωτάτην, ἣν ὠργιάζομεν ὁλόκληροι μὲν αὐτοὶ ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν, ὁλόκληρα δὲ καὶ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ, καθαροὶ ὄντες καὶ ἀσήμαντοι τούτου ὃ νῦν δὴ σῶμα περιφέροντες ὀνομάζομεν, ὀστρέου τρόπον δεδεσμευμένοι.
ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω, δι᾽ ἣν πόθῳ τῶν τότε νῦν μακρότερα εἴρηται· περὶ δὲ κάλλους, ὥσπερ εἴπομεν,
[250d] μετ᾽ ἐκείνων τε ἔλαμπεν ὄν, δεῦρό τ᾽ ἐλθόντες κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως τῶν ἡμετέρων στίλβον ἐναργέστατα. ὄψις γὰρ ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσθήσεων, ᾗ φρόνησις οὐχ ὁρᾶται--δεινοὺς γὰρ ἂν παρεῖχεν ἔρωτας, εἴ τι τοιοῦτον ἑαυτῆς ἐναργὲς εἴδωλον παρείχετο εἰς ὄψιν ἰόν--καὶ τἆλλα ὅσα ἐραστά· νῦν δὲ κάλλος μόνον ταύτην ἔσχε μοῖραν, ὥστ᾽ ἐκφανέστατον εἶναι [250e] καὶ ἐρασμιώτατον. ὁ μὲν οὖν μὴ νεοτελὴς ἢ διεφθαρμένος οὐκ ὀξέως ἐνθένδε ἐκεῖσε φέρεται πρὸς αὐτὸ τὸ κάλλος, θεώμενος αὐτοῦ τὴν τῇδε ἐπωνυμίαν, ὥστ᾽ οὐ σέβεται προσορῶν, ἀλλ᾽ ἡδονῇ παραδοὺς τετράποδος νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν, καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν [251a] οὐδ᾽ αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων· ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀποῤῥοὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιῤῥυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν ἡ τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά. ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽--ἃ δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἡ δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν. ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν ᾖ μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται. ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων. τοῦτο δὲ τὸ πάθος, ὦ παῖ καλέ, πρὸς ὃν δή μοι ὁ λόγος, ἄνθρωποι μὲν ἔρωτα ὀνομάζουσιν, θεοὶ δὲ ὃ καλοῦσιν ἀκούσας εἰκότως διὰ νεότητα γελάσῃ. λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν ἔρωτα, ὧν τὸ ἕτερον ὑβριστικὸν πάνυ καὶ οὐ σφόδρα τι ἔμμετρον· ὑμνοῦσι δὲ ὧδε--
[252c] τὸν δ᾽ ἤτοι θνητοὶ μὲν ἔρωτα καλοῦσι ποτηνόν,
ἀθάνατοι δὲ Πτέρωτα, διὰ πτεροφύτορ᾽ ἀνάγκην.
τούτοις δὴ ἔξεστι μὲν πείθεσθαι, ἔξεστιν δὲ μή· ὅμως δὲ ἥ γε αἰτία καὶ τὸ πάθος τῶν ἐρώντων τοῦτο ἐκεῖνο τυγχάνει ὄν.
τῶν μὲν οὖν Διὸς ὀπαδῶν ὁ ληφθεὶς ἐμβριθέστερον δύναται φέρειν τὸ τοῦ πτερωνύμου ἄχθος· ὅσοι δὲ Ἄρεώς τε θεραπευταὶ καὶ μετ᾽ ἐκείνου περιεπόλουν, ὅταν ὑπ᾽ Ἔρωτος ἁλῶσι καί τι οἰηθῶσιν ἀδικεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ἐρωμένου, φονικοὶ καὶ ἕτοιμοι καθιερεύειν αὑτούς τε καὶ τὰ παιδικά.
[252d] καὶ οὕτω καθ᾽ ἕκαστον θεόν, οὗ ἕκαστος ἦν χορευτής, ἐκεῖνον τιμῶν τε καὶ μιμούμενος εἰς τὸ δυνατὸν ζῇ, ἕως ἂν ᾖ ἀδιάφθορος καὶ τὴν τῇδε πρώτην γένεσιν βιοτεύῃ, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ πρός τε τοὺς ἐρωμένους καὶ τοὺς ἄλλους ὁμιλεῖ τε καὶ προσφέρεται. τόν τε οὖν ἔρωτα τῶν καλῶν πρὸς τρόπου ἐκλέγεται ἕκαστος, καὶ ὡς θεὸν αὐτὸν ἐκεῖνον ὄντα ἑαυτῷ οἷον ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῖ, ὡς [252e] τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων. οἱ μὲν δὴ οὖν Διὸς δῖόν τινα εἶναι ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τὸν ὑφ᾽ αὑτῶν ἐρώμενον· σκοποῦσιν οὖν εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, καὶ ὅταν αὐτὸν εὑρόντες ἐρασθῶσι, πᾶν ποιοῦσιν ὅπως τοιοῦτος ἔσται. ἐὰν οὖν μὴ πρότερον ἐμβεβῶσι τῷ ἐπιτηδεύματι, τότε ἐπιχειρήσαντες μανθάνουσί τε ὅθεν ἄν τι δύνωνται καὶ αὐτοὶ μετέρχονται, ἰχνεύοντες δὲ παρ᾽ ἑαυτῶν ἀνευρίσκειν [253a] τὴν τοῦ σφετέρου θεοῦ φύσιν εὐποροῦσι διὰ τὸ συντόνως ἠναγκάσθαι πρὸς τὸν θεὸν βλέπειν, καὶ ἐφαπτόμενοι αὐτοῦ τῇ μνήμῃ ἐνθουσιῶντες ἐξ ἐκείνου λαμβάνουσι τὰ ἔθη καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, καθ᾽ ὅσον δυνατὸν θεοῦ ἀνθρώπῳ μετασχεῖν· καὶ τούτων δὴ τὸν ἐρώμενον αἰτιώμενοι ἔτι τε μᾶλλον ἀγαπῶσι, κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν ὥσπερ αἱ βάκχαι, ἐπὶ τὴν τοῦ ἐρωμένου ψυχὴν ἐπαντλοῦντες ποιοῦσιν ὡς δυνατὸν [253b] ὁμοιότατον τῷ σφετέρῳ θεῷ. ὅσοι δ᾽ αὖ μεθ᾽ Ἥρας εἵποντο, βασιλικὸν ζητοῦσι, καὶ εὑρόντες περὶ τοῦτον πάντα δρῶσιν τὰ αὐτά. οἱ δὲ Ἀπόλλωνός τε καὶ ἑκάστου τῶν θεῶν οὕτω κατὰ τὸν θεὸν ἰόντες ζητοῦσι τὸν σφέτερον παῖδα πεφυκέναι, καὶ ὅταν κτήσωνται, μιμούμενοι αὐτοί τε καὶ τὰ παιδικὰ πείθοντες καὶ ῥυθμίζοντες εἰς τὸ ἐκείνου ἐπιτήδευμα καὶ ἰδέαν ἄγουσιν, ὅση ἑκάστῳ δύναμις, οὐ φθόνῳ οὐδ᾽ ἀνελευθέρῳ δυσμενείᾳ χρώμενοι πρὸς τὰ παιδικά, ἀλλ᾽ εἰς ὁμοιότητα [253c] αὑτοῖς καὶ τῷ θεῷ ὃν ἂν τιμῶσι πᾶσαν πάντως ὅτι μάλιστα πειρώμενοι ἄγειν οὕτω ποιοῦσι. προθυμία μὲν οὖν τῶν ὡς ἀληθῶς ἐρώντων καὶ τελετή, ἐάν γε διαπράξωνται ὃ προθυμοῦνται ᾗ λέγω, οὕτω καλή τε καὶ εὐδαιμονικὴ ὑπὸ τοῦ δι᾽ ἔρωτα μανέντος φίλου τῷ φιληθέντι γίγνεται, ἐὰν αἱρεθῇ· ἁλίσκεται δὲ δὴ ὁ αἱρεθεὶς τοιῷδε τρόπῳ.
καθάπερ ἐν ἀρχῇ τοῦδε τοῦ μύθου τριχῇ διείλομεν ψυχὴν ἑκάστην, ἱππομόρφω μὲν δύο τινὲ εἴδη, ἡνιοχικὸν δὲ εἶδος [253d] τρίτον, καὶ νῦν ἔτι ἡμῖν ταῦτα μενέτω. τῶν δὲ δὴ ἵππων ὁ μέν, φαμέν, ἀγαθός, ὁ δ᾽ οὔ· ἀρετὴ δὲ τίς τοῦ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ κακία, οὐ διείπομεν, νῦν δὲ λεκτέον. ὁ μὲν τοίνυν αὐτοῖν ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὢν τό τε εἶδος ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος, ὑψαύχην, ἐπίγρυπος, λευκὸς ἰδεῖν, μελανόμματος, τιμῆς ἐραστὴς μετὰ σωφροσύνης τε καὶ αἰδοῦς, καὶ ἀληθινῆς δόξης ἑταῖρος, ἄπληκτος, κελεύσματι μόνον καὶ [253e] λόγῳ ἡνιοχεῖται· ὁ δ᾽ αὖ σκολιός, πολύς, εἰκῇ συμπεφορημένος, κρατεραύχην, βραχυτράχηλος, σιμοπρόσωπος, μελάγχρως, γλαυκόμματος, ὕφαιμος, ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας ἑταῖρος, περὶ ὦτα λάσιος, κωφός, μάστιγι μετὰ κέντρων μόγις ὑπείκων. ὅταν δ᾽ οὖν ὁ ἡνίοχος ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα, πᾶσαν αἰσθήσει διαθερμήνας τὴν ψυχήν, γαργαλισμοῦ τε καὶ πόθου [254a] κέντρων ὑποπλησθῇ, ὁ μὲν εὐπειθὴς τῷ ἡνιόχῳ τῶν ἵππων, ἀεί τε καὶ τότε αἰδοῖ βιαζόμενος, ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν τῷ ἐρωμένῳ· ὁ δὲ οὔτε κέντρων ἡνιοχικῶν οὔτε μάστιγος ἔτι ἐντρέπεται, σκιρτῶν δὲ βίᾳ φέρεται, καὶ πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγί τε καὶ ἡνιόχῳ ἀναγκάζει ἰέναι τε πρὸς τὰ παιδικὰ καὶ μνείαν ποιεῖσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων χάριτος. τὼ δὲ κατ᾽ ἀρχὰς μὲν ἀντιτείνετον [254b] ἀγανακτοῦντε, ὡς δεινὰ καὶ παράνομα ἀναγκαζομένω· τελευτῶντε δέ, ὅταν μηδὲν ᾖ πέρας κακοῦ, πορεύεσθον ἀγομένω, εἴξαντε καὶ ὁμολογήσαντε ποιήσειν τὸ κελευόμενον. καὶ πρὸς αὐτῷ τ᾽ ἐγένοντο καὶ εἶδον τὴν ὄψιν τὴν τῶν παιδικῶν ἀστράπτουσαν. ἰδόντος δὲ τοῦ ἡνιόχου ἡ μνήμη πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν ἠνέχθη, καὶ πάλιν εἶδεν αὐτὴν μετὰ σωφροσύνης ἐν ἁγνῷ βάθρῳ βεβῶσαν· ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῖσα ἀνέπεσεν ὑπτία, καὶ ἅμα ἠναγκάσθη εἰς [254c] τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡνίας οὕτω σφόδρα, ὥστ᾽ ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω, τὸν μὲν ἑκόντα διὰ τὸ μὴ ἀντιτείνειν, τὸν δὲ ὑβριστὴν μάλ᾽ ἄκοντα. ἀπελθόντε δὲ ἀπωτέρω, ὁ μὲν ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους ἱδρῶτι πᾶσαν ἔβρεξε τὴν ψυχήν, ὁ δὲ λήξας τῆς ὀδύνης, ἣν ὑπὸ τοῦ χαλινοῦ τε ἔσχεν καὶ τοῦ πτώματος, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ, πολλὰ κακίζων τόν τε ἡνίοχον καὶ τὸν ὁμόζυγα ὡς δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν καὶ [254d] ὁμολογίαν· καὶ πάλιν οὐκ ἐθέλοντας προσιέναι ἀναγκάζων μόγις συνεχώρησεν δεομένων εἰς αὖθις ὑπερβαλέσθαι. ἐλθόντος δὲ τοῦ συντεθέντος χρόνου [οὗ] ἀμνημονεῖν προσποιουμένω ἀναμιμνῄσκων, βιαζόμενος, χρεμετίζων, ἕλκων ἠνάγκασεν αὖ προσελθεῖν τοῖς παιδικοῖς ἐπὶ τοὺς αὐτοὺς λόγους, καὶ ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν, ἐγκύψας καὶ ἐκτείνας τὴν κέρκον, ἐνδακὼν τὸν χαλινόν, μετ᾽ ἀναιδείας ἕλκει· ὁ δ᾽ [254e] ἡνίοχος ἔτι μᾶλλον ταὐτὸν πάθος παθών, ὥσπερ ἀπὸ ὕσπληγος ἀναπεσών, ἔτι μᾶλλον τοῦ ὑβριστοῦ ἵππου ἐκ τῶν ὀδόντων βίᾳ ὀπίσω σπάσας τὸν χαλινόν, τήν τε κακηγόρον γλῶτταν καὶ τὰς γνάθους καθῄμαξεν καὶ τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας ὀδύναις ἔδωκεν. ὅταν δὲ ταὐτὸν πολλάκις πάσχων ὁ πονηρὸς τῆς ὕβρεως λήξῃ, ταπεινωθεὶς ἕπεται ἤδη τῇ τοῦ ἡνιόχου προνοίᾳ, καὶ ὅταν ἴδῃ τὸν καλόν, φόβῳ διόλλυται· ὥστε συμβαίνει τότ᾽ ἤδη τὴν τοῦ ἐραστοῦ ψυχὴν τοῖς παιδικοῖς αἰδουμένην τε καὶ δεδιυῖαν [255a] ἕπεσθαι. ἅτε οὖν πᾶσαν θεραπείαν ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος ἀλλ᾽ ἀληθῶς τοῦτο πεπονθότος, καὶ αὐτὸς ὢν φύσει φίλος τῷ θεραπεύοντι, ἐὰν ἄρα καὶ ἐν τῷ πρόσθεν ὑπὸ συμφοιτητῶν ἤ τινων ἄλλων διαβεβλημένος ᾖ, λεγόντων ὡς αἰσχρὸν ἐρῶντι πλησιάζειν, καὶ διὰ τοῦτο ἀπωθῇ τὸν ἐρῶντα, προϊόντος δὲ ἤδη τοῦ χρόνου ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χρεὼν ἤγαγεν εἰς [255b] τὸ προσέσθαι αὐτὸν εἰς ὁμιλίαν· οὐ γὰρ δήποτε εἵμαρται κακὸν κακῷ φίλον οὐδ᾽ ἀγαθὸν μὴ φίλον ἀγαθῷ εἶναι. προσεμένου δὲ καὶ λόγον καὶ ὁμιλίαν δεξαμένου, ἐγγύθεν ἡ εὔνοια γιγνομένη τοῦ ἐρῶντος ἐκπλήττει τὸν ἐρώμενον διαισθανόμενον ὅτι οὐδ᾽ οἱ σύμπαντες ἄλλοι φίλοι τε καὶ οἰκεῖοι μοῖραν φιλίας οὐδεμίαν παρέχονται πρὸς τὸν ἔνθεον φίλον. ὅταν δὲ χρονίζῃ τοῦτο δρῶν καὶ πλησιάζῃ μετὰ τοῦ ἅπτεσθαι ἔν τε γυμνασίοις καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ὁμιλίαις, [255c] τότ᾽ ἤδη ἡ τοῦ ῥεύματος ἐκείνου πηγή, ὃν ἵμερον Ζεὺς Γανυμήδους ἐρῶν ὠνόμασε, πολλὴ φερομένη πρὸς τὸν ἐραστήν, ἡ μὲν εἰς αὐτὸν ἔδυ, ἡ δ᾽ ἀπομεστουμένου ἔξω ἀποῤῥεῖ· καὶ οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅθεν ὡρμήθη φέρεται, οὕτω τὸ τοῦ κάλλους ῥεῦμα πάλιν εἰς τὸν καλὸν διὰ τῶν ὀμμάτων ἰόν, ᾗ πέφυκεν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἰέναι ἀφικόμενον καὶ ἀναπτερῶσαν, [255d] τὰς διόδους τῶν πτερῶν ἄρδει τε καὶ ὥρμησε πτεροφυεῖν τε καὶ τὴν τοῦ ἐρωμένου αὖ ψυχὴν ἔρωτος ἐνέπλησεν. ἐρᾷ μὲν οὖν, ὅτου δὲ ἀπορεῖ· καὶ οὔθ᾽ ὅτι πέπονθεν οἶδεν οὐδ᾽ ἔχει φράσαι, ἀλλ᾽ οἷον ἀπ᾽ ἄλλου ὀφθαλμίας ἀπολελαυκὼς πρόφασιν εἰπεῖν οὐκ ἔχει, ὥσπερ δὲ ἐν κατόπτρῳ ἐν τῷ ἐρῶντι ἑαυτὸν ὁρῶν λέληθεν. καὶ ὅταν μὲν ἐκεῖνος παρῇ, λήγει κατὰ ταὐτὰ ἐκείνῳ τῆς ὀδύνης, ὅταν δὲ ἀπῇ, κατὰ ταὐτὰ αὖ ποθεῖ καὶ ποθεῖται, εἴδωλον [255e] ἔρωτος ἀντέρωτα ἔχων· καλεῖ δὲ αὐτὸν καὶ οἴεται οὐκ ἔρωτα ἀλλὰ φιλίαν εἶναι. ἐπιθυμεῖ δὲ ἐκείνῳ παραπλησίως μέν, ἀσθενεστέρως δέ, ὁρᾶν, ἅπτεσθαι, φιλεῖν, συγκατακεῖσθαι· καὶ δή, οἷον εἰκός, ποιεῖ τὸ μετὰ τοῦτο ταχὺ ταῦτα. ἐν οὖν τῇ συγκοιμήσει τοῦ μὲν ἐραστοῦ ὁ ἀκόλαστος ἵππος ἔχει ὅτι λέγῃ πρὸς τὸν ἡνίοχον, καὶ ἀξιοῖ ἀντὶ πολλῶν πόνων [256a] σμικρὰ ἀπολαῦσαι· ὁ δὲ τῶν παιδικῶν ἔχει μὲν οὐδὲν εἰπεῖν, σπαργῶν δὲ καὶ ἀπορῶν περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῖ, ὡς σφόδρ᾽ εὔνουν ἀσπαζόμενος, ὅταν τε συγκατακέωνται, οἷός ἐστι μὴ ἂν ἀπαρνηθῆναι τὸ αὑτοῦ μέρος χαρίσασθαι τῷ ἐρῶντι, εἰ δεηθείη τυχεῖν· ὁ δὲ ὁμόζυξ αὖ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα μετ᾽ αἰδοῦς καὶ λόγου ἀντιτείνει. ἐὰν μὲν δὴ οὖν εἰς τεταγμένην τε δίαιταν καὶ φιλοσοφίαν νικήσῃ τὰ βελτίω τῆς διανοίας ἀγαγόντα, μακάριον μὲν [256b] καὶ ὁμονοητικὸν τὸν ἐνθάδε βίον διάγουσιν, ἐγκρατεῖς αὑτῶν καὶ κόσμιοι ὄντες, δουλωσάμενοι μὲν ᾧ κακία ψυχῆς ἐνεγίγνετο, ἐλευθερώσαντες δὲ ᾧ ἀρετή· τελευτήσαντες δὲ δὴ ὑπόπτεροι καὶ ἐλαφροὶ γεγονότες τῶν τριῶν παλαισμάτων τῶν ὡς ἀληθῶς Ὀλυμπιακῶν ἓν νενικήκασιν, οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτε σωφροσύνη ἀνθρωπίνη οὔτε θεία μανία δυνατὴ πορίσαι ἀνθρώπῳ. ἐὰν δὲ δὴ διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ [256c] ἀφιλοσόφῳ, φιλοτίμῳ δὲ χρήσωνται, τάχ᾽ ἄν που ἐν μέθαις ἤ τινι ἄλλῃ ἀμελείᾳ τὼ ἀκολάστω αὐτοῖν ὑποζυγίω λαβόντε τὰς ψυχὰς ἀφρούρους, συναγαγόντε εἰς ταὐτόν, τὴν ὑπὸ τῶν πολλῶν μακαριστὴν αἵρεσιν εἱλέσθην τε καὶ διεπραξάσθην· καὶ διαπραξαμένω τὸ λοιπὸν ἤδη χρῶνται μὲν αὐτῇ, σπανίᾳ δέ, ἅτε οὐ πάσῃ δεδογμένα τῇ διανοίᾳ πράττοντες. φίλω μὲν οὖν καὶ τούτω, ἧττον δὲ ἐκείνων, ἀλλήλοιν [256d] διά τε τοῦ ἔρωτος καὶ ἔξω γενομένω διάγουσι, πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι τε καὶ δεδέχθαι, ἃς οὐ θεμιτὸν εἶναι λύσαντας εἰς ἔχθραν ποτὲ ἐλθεῖν. ἐν δὲ τῇ τελευτῇ ἄπτεροι μέν, ὡρμηκότες δὲ πτεροῦσθαι ἐκβαίνουσι τοῦ σώματος, ὥστε οὐ σμικρὸν ἆθλον τῆς ἐρωτικῆς μανίας φέρονται· εἰς γὰρ σκότον καὶ τὴν ὑπὸ γῆς πορείαν οὐ νόμος ἐστὶν ἔτι ἐλθεῖν τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ὑπουρανίου πορείας, ἀλλὰ φανὸν βίον διάγοντας εὐδαιμονεῖν [256e] μετ᾽ ἀλλήλων πορευομένους, καὶ ὁμοπτέρους ἔρωτος χάριν, ὅταν γένωνται, γενέσθαι.
ταῦτα τοσαῦτα, ὦ παῖ, καὶ θεῖα οὕτω σοι δωρήσεται ἡ παρ᾽ ἐραστοῦ φιλία· ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ μὴ ἐρῶντος οἰκειότης, σωφροσύνῃ θνητῇ κεκραμένη, θνητά τε καὶ φειδωλὰ οἰκονομοῦσα, ἀνελευθερίαν ὑπὸ πλήθους ἐπαινουμένην ὡς ἀρετὴν [257a] τῇ φίλῃ ψυχῇ ἐντεκοῦσα, ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν περὶ γῆν κυλινδουμένην αὐτὴν καὶ ὑπὸ γῆς ἄνουν παρέξει.
αὕτη σοι, ὦ φίλε Ἔρως, εἰς ἡμετέραν δύναμιν ὅτι καλλίστη καὶ ἀρίστη δέδοταί τε καὶ ἐκτέτεισται παλινῳδία, τά τε ἄλλα καὶ τοῖς ὀνόμασιν ἠναγκασμένη ποιητικοῖς τισιν διὰ Φαῖδρον εἰρῆσθαι. ἀλλὰ τῶν προτέρων τε συγγνώμην καὶ τῶνδε χάριν ἔχων, εὐμενὴς καὶ ἵλεως τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην ἣν ἔδωκας μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι᾽ ὀργήν, δίδου τ᾽ ἔτι μᾶλλον ἢ νῦν παρὰ τοῖς καλοῖς τίμιον εἶναι.
[257b] ἐν τῷ πρόσθεν δ᾽ εἴ τι λόγῳ σοι ἀπηχὲς εἴπομεν Φαῖδρός τε καὶ ἐγώ, Λυσίαν τὸν τοῦ λόγου πατέρα αἰτιώμενος παῦε τῶν τοιούτων λόγων, ἐπὶ φιλοσοφίαν δέ, ὥσπερ ἁδελφὸς αὐτοῦ Πολέμαρχος τέτραπται, τρέψον, ἵνα καὶ ὁ ἐραστὴς ὅδε αὐτοῦ μηκέτι ἐπαμφοτερίζῃ καθάπερ νῦν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς πρὸς ἔρωτα μετὰ φιλοσόφων λόγων τὸν βίον ποιῆται.
Φαῖδρος
συνεύχομαί σοι, ὦ Σώκρατες, εἴπερ ἄμεινον ταῦθ᾽ [257c] ἡμῖν εἶναι, ταῦτα γίγνεσθαι. τὸν λόγον δέ σου πάλαι θαυμάσας ἔχω, ὅσῳ καλλίω τοῦ προτέρου ἀπηργάσω· ὥστε ὀκνῶ μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, ἐὰν ἄρα καὶ ἐθελήσῃ πρὸς αὐτὸν ἄλλον ἀντιπαρατεῖναι. καὶ γάρ τις αὐτόν, ὦ θαυμάσιε, ἔναγχος τῶν πολιτικῶν τοῦτ᾽ αὐτὸ λοιδορῶν ὠνείδιζε, καὶ διὰ πάσης τῆς λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον· τάχ᾽ οὖν ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῖν ἂν τοῦ γράφειν.
Σωκράτης
γελοῖόν γ᾽, ὦ νεανία, τὸ δόγμα λέγεις, καὶ τοῦ [257d] ἑταίρου συχνὸν διαμαρτάνεις, εἰ αὐτὸν οὕτως ἡγῇ τινα ψοφοδεᾶ. ἴσως δὲ καὶ τὸν λοιδορούμενον αὐτῷ οἴει ὀνειδίζοντα λέγειν ἃ ἔλεγεν.
Φαῖδρος
ἐφαίνετο γάρ, ὦ Σώκρατες· καὶ σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν αἰσχύνονται λόγους τε γράφειν καὶ καταλείπειν συγγράμματα ἑαυτῶν, δόξαν φοβούμενοι τοῦ ἔπειτα χρόνου, μὴ σοφισταὶ καλῶνται.
Σωκράτης
γλυκὺς ἀγκών, ὦ Φαῖδρε, λέληθέν σε ὅτι ἀπὸ τοῦ [257e] μακροῦ ἀγκῶνος τοῦ κατὰ Νεῖλον ἐκλήθη· καὶ πρὸς τῷ ἀγκῶνι λανθάνει σε ὅτι οἱ μέγιστον φρονοῦντες τῶν πολιτικῶν μάλιστα ἐρῶσι λογογραφίας τε καὶ καταλείψεως συγγραμμάτων, οἵ γε καὶ ἐπειδάν τινα γράφωσι λόγον, οὕτως ἀγαπῶσι τοὺς ἐπαινέτας, ὥστε προσπαραγράφουσι πρώτους οἳ ἂν ἑκασταχοῦ ἐπαινῶσιν αὐτούς.
Φαῖδρος
πῶς λέγεις τοῦτο; οὐ γὰρ μανθάνω.
[258a] Σωκράτης
οὐ μανθάνεις ὅτι ἐν ἀρχῇ ἀνδρὸς πολιτικοῦ [συγγράμματι] πρῶτος ὁ ἐπαινέτης γέγραπται.
Φαῖδρος
πῶς;
Σωκράτης
" ἔδοξέ" πού φησιν "τῇ βουλῇ" ἢ "τῷ δήμῳ" ἢ ἀμφοτέροις, καὶ "ὃς <καὶ ὃς> εἶπεν" --τὸν αὑτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων ὁ συγγραφεύς--ἔπειτα λέγει δὴ μετὰ τοῦτο, ἐπιδεικνύμενος τοῖς ἐπαινέταις τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν, ἐνίοτε πάνυ μακρὸν ποιησάμενος σύγγραμμα· ἤ σοι ἄλλο τι φαίνεται τὸ τοιοῦτον ἢ λόγος συγγεγραμμένος;
[258b] Φαῖδρος
οὐκ ἔμοιγε.
Σωκράτης
οὐκοῦν ἐὰν μὲν οὗτος ἐμμένῃ, γεγηθὼς ἀπέρχεται ἐκ τοῦ θεάτρου ὁ ποιητής· ἐὰν δὲ ἐξαλειφθῇ καὶ ἄμοιρος γένηται λογογραφίας τε καὶ τοῦ ἄξιος εἶναι συγγράφειν, πενθεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι.
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
δῆλόν γε ὅτι οὐχ ὡς ὑπερφρονοῦντες τοῦ ἐπιτηδεύματος, ἀλλ᾽ ὡς τεθαυμακότες.
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν.
Σωκράτης
τί δέ; ὅταν ἱκανὸς γένηται ῥήτωρ ἢ βασιλεύς, ὥστε [258c] λαβὼν τὴν Λυκούργου ἢ Σόλωνος ἢ Δαρείου δύναμιν ἀθάνατος γενέσθαι λογογράφος ἐν πόλει, ἆρ᾽ οὐκ ἰσόθεον ἡγεῖται αὐτός τε αὑτὸν ἔτι ζῶν, καὶ οἱ ἔπειτα γιγνόμενοι ταὐτὰ ταῦτα περὶ αὐτοῦ νομίζουσι, θεώμενοι αὐτοῦ τὰ συγγράμματα;
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
οἴει τινὰ οὖν τῶν τοιούτων, ὅστις καὶ ὁπωστιοῦν δύσνους Λυσίᾳ, ὀνειδίζειν αὐτὸ τοῦτο ὅτι συγγράφει;
Φαῖδρος
οὔκουν εἰκός γε ἐξ ὧν σὺ λέγεις· καὶ γὰρ ἂν τῇ ἑαυτοῦ ἐπιθυμίᾳ, ὡς ἔοικεν, ὀνειδίζοι.
[258d] Σωκράτης
τοῦτο μὲν ἄρα παντὶ δῆλον, ὅτι οὐκ αἰσχρὸν αὐτό γε τὸ γράφειν λόγους.
Φαῖδρος
τί γάρ;
Σωκράτης
ἀλλ᾽ ἐκεῖνο οἶμαι αἰσχρὸν ἤδη, τὸ μὴ καλῶς λέγειν τε καὶ γράφειν ἀλλ᾽ αἰσχρῶς τε καὶ κακῶς.
Φαῖδρος
δῆλον δή.
Σωκράτης
τίς οὖν ὁ τρόπος τοῦ καλῶς τε καὶ μὴ γράφειν; δεόμεθά τι, ὦ Φαῖδρε, Λυσίαν τε περὶ τούτων ἐξετάσαι καὶ ἄλλον ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει, εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης;
[258e]Φαῖδρος
ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν τις ὡς εἰπεῖν ζῴη, ἀλλ᾽ ἢ τῶν τοιούτων ἡδονῶν ἕνεκα; οὐ γάρ που ἐκείνων γε ὧν προλυπηθῆναι δεῖ ἢ μηδὲ ἡσθῆναι, ὃ δὴ ὀλίγου πᾶσαι αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἔχουσι: διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται.
Σωκράτης
σχολὴ μὲν δή, ὡς ἔοικε: καὶ ἅμα μοι δοκοῦσιν ὡς ἐν τῷ πνίγει ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν οἱ τέττιγες ᾁδοντες καὶ [259a] ἀλλήλοις διαλεγόμενοι καθορᾶν καὶ ἡμᾶς. εἰ οὖν ἴδοιεν καὶ νὼ καθάπερ τοὺς πολλοὺς ἐν μεσημβρίᾳ μὴ διαλεγομένους ἀλλὰ νυστάζοντας καὶ κηλουμένους ὑφ᾽ αὑτῶν δι᾽ ἀργίαν τῆς διανοίας, δικαίως ἂν καταγελῷεν, ἡγούμενοι ἀνδράποδ᾽ ἄττα σφίσιν ἐλθόντα εἰς τὸ καταγώγιον ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν: ἐὰν δὲ ὁρῶσι διαλεγομένους καὶ παραπλέοντάς σφας ὥσπερ Σειρῆνας [259b] ἀκηλήτους, ὃ γέρας παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι, τάχ᾽ ἂν δοῖεν ἀγασθέντες.
Φαῖδρος
ἔχουσι δὲ δὴ τί τοῦτο; ἀνήκοος γάρ, ὡς ἔοικε, τυγχάνω ὤν.
Σωκράτης
οὐ μὲν δὴ πρέπει γε φιλόμουσον ἄνδρα τῶν τοιούτων ἀνήκοον εἶναι. λέγεται δ᾽ ὥς ποτ᾽ ἦσαν οὗτοι ἄνθρωποι τῶν πρὶν μούσας γεγονέναι, γενομένων δὲ Μουσῶν καὶ φανείσης ᾠδῆς οὕτως ἄρα τινὲς τῶν τότε ἐξεπλάγησαν ὑφ᾽ ἡδονῆς, [259c] ὥστε ᾁδοντες ἠμέλησαν σίτων τε καὶ ποτῶν, καὶ ἔλαθον τελευτήσαντες αὑτούς: ἐξ ὧν τὸ τεττίγων γένος μετ᾽ ἐκεῖνο φύεται, γέρας τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβόν, μηδὲν τροφῆς δεῖσθαι γενόμενον, ἀλλ᾽ ἄσιτόν τε καὶ ἄποτον εὐθὺς ᾁδειν, ἕως ἂν τελευτήσῃ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθὸν παρὰ μούσας ἀπαγγέλλειν τίς τίνα αὐτῶν τιμᾷ τῶν ἐνθάδε. Τερψιχόρᾳ μὲν οὖν τοὺς ἐν τοῖς χοροῖς τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλλοντες [259d] ποιοῦσι προσφιλεστέρους, τῇ δὲ Ἐρατοῖ τοὺς ἐν τοῖς ἐρωτικοῖς, καὶ ταῖς ἄλλαις οὕτως, κατὰ τὸ εἶδος ἑκάστης τιμῆς: τῇ δὲ πρεσβυτάτῃ Καλλιόπῃ καὶ τῇ μετ᾽ αὐτὴν Οὐρανίᾳ τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ διάγοντάς τε καὶ τιμῶντας τὴν ἐκείνων μουσικὴν ἀγγέλλουσιν, αἳ δὴ μάλιστα τῶν Μουσῶν περί τε οὐρανὸν καὶ λόγους οὖσαι θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους ἱᾶσιν καλλίστην φωνήν. πολλῶν δὴ οὖν ἕνεκα λεκτέον τι καὶ οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ.
Φαῖδρος
λεκτέον γὰρ οὖν.
[259e]Σωκράτης
οὐκοῦν, ὅπερ νῦν προυθέμεθα σκέψασθαι, τὸν λόγον ὅπῃ καλῶς ἔχει λέγειν τε καὶ γράφειν καὶ ὅπῃ μή, σκεπτέον.
Φαῖδρος
δῆλον.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὑπάρχειν δεῖ τοῖς εὖ γε καὶ καλῶς ῥηθησομένοις τὴν τοῦ λέγοντος διάνοιαν εἰδυῖαν τὸ ἀληθὲς ὧν ἂν ἐρεῖν πέρι μέλλῃ;
Φαῖδρος
οὑτωσὶ περὶ τούτου ἀκήκοα, ὦ φίλε Σώκρατες, οὐκ [260a] εἶναι ἀνάγκην τῷ μέλλοντι ῥήτορι ἔσεσθαι τὰ τῷ ὄντι δίκαια μανθάνειν ἀλλὰ τὰ δόξαντ᾽ ἂν πλήθει οἵπερ δικάσουσιν, οὐδὲ τὰ ὄντως ἀγαθὰ ἢ καλὰ ἀλλ᾽ ὅσα δόξει: ἐκ γὰρ τούτων εἶναι τὸ πείθειν ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ τῆς ἀληθείας.
Σωκράτης
‘οὔτοι ἀπόβλητον ἔπος’ εἶναι δεῖ, ὦ Φαῖδρε, ὃ ἂν εἴπωσι σοφοί, ἀλλὰ σκοπεῖν μή τι λέγωσι: καὶ δὴ καὶ τὸ νῦν λεχθὲν οὐκ ἀφετέον.
Φαῖδρος
ὀρθῶς λέγεις.
Σωκράτης
ὧδε δὴ σκοπῶμεν αὐτό.
Φαῖδρος
πῶς;
[260b]Σωκράτης
εἴ σε πείθοιμι ἐγὼ πολεμίους ἀμύνειν κτησάμενον ἵππον, ἄμφω δὲ ἵππον ἀγνοοῖμεν, τοσόνδε μέντοι τυγχάνοιμι εἰδὼς περὶ σοῦ, ὅτι Φαῖδρος ἵππον ἡγεῖται τὸ τῶν ἡμέρων ζῴων μέγιστα ἔχον ὦτα—
Φαῖδρος
γελοῖόν γ᾽ ἄν, ὦ Σώκρατες, εἴη.
Σωκράτης
οὔπω γε: ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σπουδῇ σε πείθοιμι, συντιθεὶς λόγον ἔπαινον κατὰ τοῦ ὄνου, ἵππον ἐπονομάζων καὶ λέγων ὡς παντὸς ἄξιον τὸ θρέμμα οἴκοι τε κεκτῆσθαι καὶ ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποπολεμεῖν τε χρήσιμον καὶ πρός γ᾽ ἐνεγκεῖν δυνατὸν [260c] σκεύη καὶ ἄλλα πολλὰ ὠφέλιμον.
Φαῖδρος
παγγέλοιόν γ᾽ ἂν ἤδη εἴη.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ κρεῖττον γελοῖον καὶ φίλον ἢ δεινόν τε καὶ ἐχθρὸν εἶναι ἢ φίλον;
Φαῖδρος
φαίνεται.
Σωκράτης
ὅταν οὖν ὁ ῥητορικὸς ἀγνοῶν ἀγαθὸν καὶ κακόν, λαβὼν πόλιν ὡσαύτως ἔχουσαν πείθῃ, μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, ἀλλὰ περὶ κακοῦ ὡς ἀγαθοῦ, δόξας δὲ πλήθους μεμελετηκὼς πείσῃ κακὰ πράττειν ἀντ᾽ ἀγαθῶν, ποῖόν τιν᾽ ἂν οἴει μετὰ ταῦτα τὴν ῥητορικὴν [260d] καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν;
Φαῖδρος
οὐ πάνυ γε ἐπιεικῆ.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν, ὦ ἀγαθέ, ἀγροικότερον τοῦ δέοντος λελοιδορήκαμεν τὴν τῶν λόγων τέχνην; ἡ δ᾽ ἴσως ἂν εἴποι: ‘τί ποτ᾽, ὦ θαυμάσιοι, ληρεῖτε; ἐγὼ γὰρ οὐδέν᾽ ἀγνοοῦντα τἀληθὲς ἀναγκάζω μανθάνειν λέγειν, ἀλλ᾽, εἴ τι ἐμὴ συμβουλή, κτησάμενον ἐκεῖνο οὕτως ἐμὲ λαμβάνειν: τόδε δ᾽ οὖν μέγα λέγω, ὡς ἄνευ ἐμοῦ τῷ τὰ ὄντα εἰδότι οὐδέν τι μᾶλλον ἔσται πείθειν τέχνῃ.’
[260e]Φαῖδρος
οὐκοῦν δίκαια ἐρεῖ, λέγουσα ταῦτα;
Σωκράτης
φημί, ἐὰν οἵ γ᾽ ἐπιόντες αὐτῇ λόγοι μαρτυρῶσιν εἶναι τέχνῃ. ὥσπερ γὰρ ἀκούειν δοκῶ τινων προσιόντων καὶ διαμαρτυρομένων λόγων, ὅτι ψεύδεται καὶ οὐκ ἔστι τέχνη ἀλλ᾽ ἄτεχνος τριβή: τοῦ δὲ λέγειν, φησὶν ὁ Λάκων, ἔτυμος τέχνη ἄνευ τοῦ ἀληθείας ἧφθαι οὔτ᾽ ἔστιν οὔτε μή ποτε ὕστερον γένηται.
[261a]Φαῖδρος
τούτων δεῖ τῶν λόγων, ὦ Σώκρατες: ἀλλὰ δεῦρο αὐτοὺς παράγων ἐξέταζε τί καὶ πῶς λέγουσιν.
Σωκράτης
πάριτε δή, θρέμματα γενναῖα, καλλίπαιδά τε Φαῖδρον πείθετε ὡς ἐὰν μὴ ἱκανῶς φιλοσοφήσῃ, οὐδὲ ἱκανός ποτε λέγειν ἔσται περὶ οὐδενός. ἀποκρινέσθω δὴ ὁ Φαῖδρος.
Φαῖδρος
ἐρωτᾶτε.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μὲν ὅλον ἡ ῥητορικὴ ἂν εἴη τέχνη ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, οὐ μόνον ἐν δικαστηρίοις καὶ ὅσοι ἄλλοι δημόσιοι σύλλογοι, ἀλλὰ καὶ ἐν ἰδίοις, ἡ αὐτὴ σμικρῶν [261b] τε καὶ μεγάλων πέρι, καὶ οὐδὲν ἐντιμότερον τό γε ὀρθὸν περὶ σπουδαῖα ἢ περὶ φαῦλα γιγνόμενον; ἢ πῶς σὺ ταῦτ᾽ ἀκήκοας;
Φαῖδρος
οὐ μὰ τὸν Δί᾽ οὐ παντάπασιν οὕτως, ἀλλὰ μάλιστα μέν πως περὶ τὰς δίκας λέγεταί τε καὶ γράφεται τέχνῃ, λέγεται δὲ καὶ περὶ δημηγορίας: ἐπὶ πλέον δὲ οὐκ ἀκήκοα.
Σωκράτης
ἀλλ᾽ ἦ τὰς Νέστορος καὶ Ὀδυσσέως τέχνας μόνον περὶ λόγων ἀκήκοας, ἃς ἐν Ἰλίῳ σχολάζοντες συνεγραψάτην, τῶν δὲ Παλαμήδους ἀνήκοος γέγονας;
[261c]Φαῖδρος
καὶ ναὶ μὰ Δί᾽ ἔγωγε τῶν Νέστορος, εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, ἤ τινα Θρασύμαχόν τε καὶ Θεόδωρον Ὀδυσσέα.
Σωκράτης
ἴσως. ἀλλὰ γὰρ τούτους ἐῶμεν: σὺ δ᾽ εἰπέ, ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀντίδικοι τί δρῶσιν; οὐκ ἀντιλέγουσιν μέντοι; ἢ τί φήσομεν;
Φαῖδρος
τοῦτ᾽ αὐτό.
Σωκράτης
περὶ τοῦ δικαίου τε καὶ ἀδίκου;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
οὐκοῦν ὁ τέχνῃ τοῦτο δρῶν ποιήσει φανῆναι τὸ [261d] αὐτὸ τοῖς αὐτοῖς τοτὲ μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
καὶ ἐν δημηγορίᾳ δὴ τῇ πόλει δοκεῖν τὰ αὐτὰ τοτὲ μὲν ἀγαθά, τοτὲ δ᾽ αὖ τἀναντία;
Φαῖδρος
οὕτως.
ωκράτης
τὸν οὖν Ἐλεατικὸν Παλαμήδην λέγοντα οὐκ ἴσμεν τέχνῃ, ὥστε φαίνεσθαι τοῖς ἀκούουσι τὰ αὐτὰ ὅμοια καὶ ἀνόμοια, καὶ ἓν καὶ πολλά, μένοντά τε αὖ καὶ φερόμενα;
Φαῖδρος
μάλα γε.
Σωκράτης
οὐκ ἄρα μόνον περὶ δικαστήριά τέ ἐστιν ἡ ἀντιλογικὴ [261e] καὶ περὶ δημηγορίαν, ἀλλ᾽, ὡς ἔοικε, περὶ πάντα τὰ λεγόμενα μία τις τέχνη, εἴπερ ἔστιν, αὕτη ἂν εἴη, ᾗ τις οἷός τ᾽ ἔσται πᾶν παντὶ ὁμοιοῦν τῶν δυνατῶν καὶ οἷς δυνατόν, καὶ ἄλλου ὁμοιοῦντος καὶ ἀποκρυπτομένου εἰς φῶς ἄγειν.
Φαῖδρος
πῶς δὴ τὸ τοιοῦτον λέγεις;
Σωκράτης
τῇδε δοκῶ ζητοῦσιν φανεῖσθαι. ἀπάτη πότερον ἐν πολὺ διαφέρουσι γίγνεται μᾶλλον ἢ ὀλίγον;
[262a]Φαῖδρος
ἐν τοῖς ὀλίγον.
Σωκράτης
ἀλλά γε δὴ κατὰ σμικρὸν μεταβαίνων μᾶλλον λήσεις ἐλθὼν ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἢ κατὰ μέγα.
Φαῖδρος
πῶς δ᾽ οὔ;
Σωκράτης
δεῖ ἄρα τὸν μέλλοντα ἀπατήσειν μὲν ἄλλον, αὐτὸν δὲ μὴ ἀπατήσεσθαι, τὴν ὁμοιότητα τῶν ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι.
Φαῖδρος
ἀνάγκη μὲν οὖν.
Σωκράτης
ἦ οὖν οἷός τε ἔσται, ἀλήθειαν ἀγνοῶν ἑκάστου, τὴν τοῦ ἀγνοουμένου ὁμοιότητα σμικράν τε καὶ μεγάλην ἐν τοῖς ἄλλοις διαγιγνώσκειν;
[262b]Φαῖδρος
ἀδύνατον.
Σωκράτης
οὐκοῦν τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσι καὶ ἀπατωμένοις δῆλον ὡς τὸ πάθος τοῦτο δι᾽ ὁμοιοτήτων τινῶν εἰσερρύη.
Φαῖδρος
γίγνεται γοῦν οὕτως.
Σωκράτης
ἔστιν οὖν ὅπως τεχνικὸς ἔσται μεταβιβάζειν κατὰ σμικρὸν διὰ τῶν ὁμοιοτήτων ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε ἐπὶ τοὐναντίον ἀπάγων, ἢ αὐτὸς τοῦτο διαφεύγειν, ὁ μὴ ἐγνωρικὼς ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων;
Φαῖδρος
οὐ μή ποτε.
[262c]Σωκράτης
λόγων ἄρα τέχνην, ὦ ἑταῖρε, ὁ τὴν ἀλήθειαν μὴ εἰδώς, δόξας δὲ τεθηρευκώς, γελοίαν τινά, ὡς ἔοικε, καὶ ἄτεχνον παρέξεται.
Φαῖδρος
κινδυνεύει.
Σωκράτης
βούλει οὖν ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ ὃν φέρεις, καὶ ἐν οἷς ἡμεῖς εἴπομεν ἰδεῖν τι ὧν φαμεν ἀτέχνων τε καὶ ἐντέχνων εἶναι;
Φαῖδρος
πάντων γέ που μάλιστα, ὡς νῦν γε ψιλῶς πως λέγομεν, οὐκ ἔχοντες ἱκανὰ παραδείγματα.
Σωκράτης
καὶ μὴν κατὰ τύχην γέ τινα, ὡς ἔοικεν, ἐρρηθήτην [262d] τὼ λόγω ἔχοντέ τι παράδειγμα, ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας. καὶ ἔγωγε, ὦ Φαῖδρε, αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς: ἴσως δὲ καὶ οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠδοὶ ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν εἶεν τοῦτο τὸ γέρας: οὐ γάρ που ἔγωγε τέχνης τινὸς τοῦ λέγειν μέτοχος.
Φαῖδρος
ἔστω ὡς λέγεις: μόνον δήλωσον ὃ φῄς.
Σωκράτης
ἴθι δή μοι ἀνάγνωθι τὴν τοῦ Λυσίου λόγου ἀρχήν.
[262e]Φαῖδρος
‘περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν τούτων γενομένων, ἀκήκοας. ἀξιῶ δὲ μὴ διὰ τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὢν σοῦ τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει’ —
Σωκράτης
παῦσαι. τί δὴ οὖν οὗτος ἁμαρτάνει καὶ ἄτεχνον ποιεῖ λεκτέον: ἦ γάρ;
[263a]Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ παντὶ δῆλον τό γε τοιόνδε, ὡς περὶ μὲν ἔνια τῶν τοιούτων ὁμονοητικῶς ἔχομεν, περὶ δ᾽ ἔνια στασιωτικῶς;
Φαῖδρος
δοκῶ μὲν ὃ λέγεις μανθάνειν, ἔτι δ᾽ εἰπὲ σαφέστερον.
Σωκράτης
ὅταν τις ὄνομα εἴπῃ σιδήρου ἢ ἀργύρου, ἆρ᾽ οὐ τὸ αὐτὸ πάντες διενοήθημεν;
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
τί δ᾽ ὅταν δικαίου ἢ ἀγαθοῦ; οὐκ ἄλλος ἄλλῃ φέρεται, καὶ ἀμφισβητοῦμεν ἀλλήλοις τε καὶ ἡμῖν αὐτοῖς;
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν.
[263b]Σωκράτης
ἐν μὲν ἄρα τοῖς συμφωνοῦμεν, ἐν δὲ τοῖς οὔ.
Φαῖδρος
οὕτω.
Σωκράτης
ποτέρωθι οὖν εὐαπατητότεροί ἐσμεν, καὶ ἡ ῥητορικὴ ἐν ποτέροις μεῖζον δύναται;
Φαῖδρος
δῆλον ὅτι ἐν οἷς πλανώμεθα.
Σωκράτης
οὐκοῦν τὸν μέλλοντα τέχνην ῥητορικὴν μετιέναι πρῶτον μὲν δεῖ ταῦτα ὁδῷ διῃρῆσθαι, καὶ εἰληφέναι τινὰ χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους, ἐν ᾧ τε ἀνάγκη τὸ πλῆθος πλανᾶσθαι καὶ ἐν ᾧ μή.
[263c]Φαῖδρος
καλὸν γοῦν ἄν, ὦ Σώκρατες, εἶδος εἴη κατανενοηκὼς ὁ τοῦτο λαβών.
Σωκράτης
ἔπειτά γε οἶμαι πρὸς ἑκάστῳ γιγνόμενον μὴ λανθάνειν ἀλλ᾽ ὀξέως αἰσθάνεσθαι περὶ οὗ ἂν μέλλῃ ἐρεῖν ποτέρου ὂν τυγχάνει τοῦ γένους.
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
τί οὖν; τὸν ἔρωτα πότερον φῶμεν εἶναι τῶν ἀμφισβητησίμων ἢ τῶν μή;
Φαῖδρος
τῶν ἀμφισβητησίμων δήπου: ἢ οἴει ἄν σοι ἐγχωρῆσαι εἰπεῖν ἃ νυνδὴ εἶπες περὶ αὐτοῦ, ὡς βλάβη τέ ἐστι τῷ ἐρωμένῳ καὶ ἐρῶντι, καὶ αὖθις ὡς μέγιστον ὂν τῶν ἀγαθῶν τυγχάνει;
[263d]Σωκράτης
ἄριστα λέγεις: ἀλλ᾽ εἰπὲ καὶ τόδε—ἐγὼ γάρ τοι διὰ τὸ ἐνθουσιαστικὸν οὐ πάνυ μέμνημαι—εἰ ὡρισάμην ἔρωτα ἀρχόμενος τοῦ λόγου.
Φαῖδρος
νὴ Δία ἀμηχάνως γε ὡς σφόδρα.
Σωκράτης
φεῦ, ὅσῳ λέγεις τεχνικωτέρας Νύμφας τὰς Ἀχελῴου καὶ Πᾶνα τὸν Ἑρμοῦ Λυσίου τοῦ Κεφάλου πρὸς λόγους εἶναι. ἢ οὐδὲν λέγω, ἀλλὰ καὶ ὁ Λυσίας ἀρχόμενος τοῦ ἐρωτικοῦ ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὑπολαβεῖν τὸν ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων ὃ [263e] αὐτὸς ἐβουλήθη, καὶ πρὸς τοῦτο ἤδη συνταξάμενος πάντα τὸν ὕστερον λόγον διεπεράνατο; βούλει πάλιν ἀναγνῶμεν τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ;
Φαῖδρος
εἰ σοί γε δοκεῖ: ὃ μέντοι ζητεῖς οὐκ ἔστ᾽ αὐτόθι.
Σωκράτης
λέγε, ἵνα ἀκούσω αὐτοῦ ἐκείνου.
Φαῖδρος
‘περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν τούτων γενομένων, ἀκήκοας. ἀξιῶ [264a] δὲ μὴ διὰ τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὢν σοῦ τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται:’ —
Σωκράτης
ἦ πολλοῦ δεῖν ἔοικε ποιεῖν ὅδε γε ὃ ζητοῦμεν, ὃς οὐδὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀλλ᾽ ἀπὸ τελευτῆς ἐξ ὑπτίας ἀνάπαλιν διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον, καὶ ἄρχεται ἀφ᾽ ὧν πεπαυμένος ἂν ἤδη ὁ ἐραστὴς λέγοι πρὸς τὰ παιδικά. ἢ οὐδὲν εἶπον, Φαῖδρε, φίλη κεφαλή;
[264b]Φαῖδρος
ἔστιν γέ τοι δή, ὦ Σώκρατες, τελευτή, περὶ οὗ τὸν λόγον ποιεῖται.
Σωκράτης
τί δὲ τἆλλα; οὐ χύδην δοκεῖ βεβλῆσθαι τὰ τοῦ λόγου; ἢ φαίνεται τὸ δεύτερον εἰρημένον ἔκ τινος ἀνάγκης δεύτερον δεῖν τεθῆναι, ἤ τι ἄλλο τῶν ῥηθέντων; ἐμοὶ μὲν γὰρ ἔδοξεν, ὡς μηδὲν εἰδότι, οὐκ ἀγεννῶς τὸ ἐπιὸν εἰρῆσθαι τῷ γράφοντι: σὺ δ᾽ ἔχεις τινὰ ἀνάγκην λογογραφικὴν ᾗ ταῦτα ἐκεῖνος οὕτως ἐφεξῆς παρ᾽ ἄλληλα ἔθηκεν;
Φαῖδρος
χρηστὸς εἶ, ὅτι με ἡγῇ ἱκανὸν εἶναι τὰ ἐκείνου [264c] οὕτως ἀκριβῶς διιδεῖν.
Σωκράτης
ἀλλὰ τόδε γε οἶμαί σε φάναι ἄν, δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτὸν αὑτοῦ, ὥστε μήτε ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν, ἀλλὰ μέσα τε ἔχειν καὶ ἄκρα, πρέποντα ἀλλήλοις καὶ τῷ ὅλῳ γεγραμμένα.
Φαῖδρος
πῶς γὰρ οὔ;
Σωκράτης
σκέψαι τοίνυν τὸν τοῦ ἑταίρου σου λόγον εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει, καὶ εὑρήσεις τοῦ ἐπιγράμματος οὐδὲν διαφέροντα, ὃ Μίδᾳ τῷ Φρυγί φασίν τινες ἐπιγεγράφθαι.
[264d]Φαῖδρος
ποῖον τοῦτο, καὶ τί πεπονθός;
Σωκράτης
ἔστι μὲν τοῦτο τόδε—“χαλκῆ παρθένος εἰμί, Μίδα δ᾽ ἐπὶ σήματι κεῖμαι. ὄφρ᾽ ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ, αὐτοῦ τῇδε μένουσα πολυκλαύτου ἐπὶ τύμβου, ἀγγελέω παριοῦσι Μίδας ὅτι τῇδε τέθαπται. ”Midas [264e] ὅτι δ᾽ οὐδὲν διαφέρει αὐτοῦ πρῶτον ἢ ὕστατόν τι λέγεσθαι, ἐννοεῖς που, ὡς ἐγᾦμαι.
Φαῖδρος
σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
τοῦτον μὲν τοίνυν, ἵνα μὴ σὺ ἄχθῃ, ἐάσωμεν— καίτοι συχνά γε ἔχειν μοι δοκεῖ παραδείγματα πρὸς ἅ τις βλέπων ὀνίναιτ᾽ ἄν, μιμεῖσθαι αὐτὰ ἐπιχειρῶν μὴ πάνυ τι— εἰς δὲ τοὺς ἑτέρους λόγους ἴωμεν. ἦν γάρ τι ἐν αὐτοῖς, ὡς δοκῶ, προσῆκον ἰδεῖν τοῖς βουλομένοις περὶ λόγων σκοπεῖν.
[265a]Φαῖδρος
τὸ ποῖον δὴ λέγεις;
Σωκράτης
ἐναντίω που ἤστην: ὁ μὲν γὰρ ὡς τῷ ἐρῶντι, ὁ δ᾽ ὡς τῷ μὴ δεῖ χαρίζεσθαι, ἐλεγέτην.
Φαῖδρος
καὶ μάλ᾽ ἀνδρικῶς.
Σωκράτης
ὤιμην σε τἀληθὲς ἐρεῖν, ὅτι μανικῶς: ὃ μέντοι ἐζήτουν ἐστὶν αὐτὸ τοῦτο. μανίαν γάρ τινα ἐφήσαμεν εἶναι τὸν ἔρωτα. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
μανίας δέ γε εἴδη δύο, τὴν μὲν ὑπὸ νοσημάτων ἀνθρωπίνων, τὴν δὲ ὑπὸ θείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωθότων νομίμων γιγνομένην.
[265b]Φαῖδρος
πάνυ γε.
Σωκράτης
τῆς δὲ θείας τεττάρων θεῶν τέτταρα μέρη διελόμενοι, μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν, Μουσῶν δ᾽ αὖ ποιητικήν, τετάρτην δὲ ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν ἐφήσαμέν τε ἀρίστην εἶναι, καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπῃ τὸ ἐρωτικὸν πάθος ἀπεικάζοντες, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ᾽ ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, κεράσαντες οὐ παντάπασιν ἀπίθανον λόγον, [265c] μυθικόν τινα ὕμνον προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν δεσπότην ἔρωτα, ὦ Φαῖδρε, καλῶν παίδων ἔφορον.
Φαῖδρος
καὶ μάλα ἔμοιγε οὐκ ἀηδῶς ἀκοῦσαι.
Σωκράτης
τόδε τοίνυν αὐτόθεν λάβωμεν, ὡς ἀπὸ τοῦ ψέγειν πρὸς τὸ ἐπαινεῖν ἔσχεν ὁ λόγος μεταβῆναι.
Φαῖδρος
πῶς δὴ οὖν αὐτὸ λέγεις;
Σωκράτης
ἐμοὶ μὲν φαίνεται τὰ μὲν ἄλλα τῷ ὄντι παιδιᾷ πεπαῖσθαι: τούτων δέ τινων ἐκ τύχης ῥηθέντων δυοῖν εἰδοῖν, [265d] εἰ αὐτοῖν τὴν δύναμιν τέχνῃ λαβεῖν δύναιτό τις, οὐκ ἄχαρι.
Φαῖδρος
τίνων δή;
Σωκράτης
εἰς μίαν τε ἰδέαν συνορῶντα ἄγειν τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα, ἵνα ἕκαστον ὁριζόμενος δῆλον ποιῇ περὶ οὗ ἂν ἀεὶ διδάσκειν ἐθέλῃ. ὥσπερ τὰ νυνδὴ περὶ Ἔρωτος—ὃ ἔστιν ὁρισθέν—εἴτ᾽ εὖ εἴτε κακῶς ἐλέχθη, τὸ γοῦν σαφὲς καὶ τὸ αὐτὸ αὑτῷ ὁμολογούμενον διὰ ταῦτα ἔσχεν εἰπεῖν ὁ λόγος.
Φαῖδρος
τὸ δ᾽ ἕτερον δὴ εἶδος τί λέγεις, ὦ Σώκρατες;
[265e]Σωκράτης
τὸ πάλιν κατ᾽ εἴδη δύνασθαι διατέμνειν κατ᾽ ἄρθρα ᾗ πέφυκεν, καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν, κακοῦ μαγείρου τρόπῳ χρώμενον: ἀλλ᾽ ὥσπερ ἄρτι τὼ λόγω τὸ μὲν ἄφρον τῆς διανοίας ἕν τι κοινῇ εἶδος ἐλαβέτην, ὥσπερ [266a] δὲ σώματος ἐξ ἑνὸς διπλᾶ καὶ ὁμώνυμα πέφυκε, σκαιά, τὰ δὲ δεξιὰ κληθέντα, οὕτω καὶ τὸ τῆς παρανοίας ὡς ἓν ἐν ἡμῖν πεφυκὸς εἶδος ἡγησαμένω τὼ λόγω, ὁ μὲν τὸ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τεμνόμενος μέρος, πάλιν τοῦτο τέμνων οὐκ ἐπανῆκεν πρὶν ἐν αὐτοῖς ἐφευρὼν ὀνομαζόμενον σκαιόν τινα ἔρωτα ἐλοιδόρησεν μάλ᾽ ἐν δίκῃ, ὁ δ᾽ εἰς τὰ ἐν δεξιᾷ τῆς μανίας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ὁμώνυμον μὲν ἐκείνῳ, θεῖον δ᾽ αὖ τινα ἔρωτα ἐφευρὼν καὶ [266b] προτεινάμενος ἐπῄνεσεν ὡς μεγίστων αἴτιον ἡμῖν ἀγαθῶν.
Φαῖδρος
ἀληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
τούτων δὴ ἔγωγε αὐτός τε ἐραστής, ὦ Φαῖδρε, τῶν διαιρέσεων καὶ συναγωγῶν, ἵνα οἷός τε ὦ λέγειν τε καὶ φρονεῖν: ἐάν τέ τιν᾽ ἄλλον ἡγήσωμαι δυνατὸν εἰς ἓν καὶ ἐπὶ πολλὰ πεφυκόθ᾽ ὁρᾶν, τοῦτον διώκω ‘κατόπισθε μετ᾽ ἴχνιον ὥστε θεοῖο.’ καὶ μέντοι καὶ τοὺς δυναμένους αὐτὸ δρᾶν εἰ μὲν ὀρθῶς ἢ μὴ προσαγορεύω, θεὸς οἶδε, καλῶ δὲ [266c] οὖν μέχρι τοῦδε διαλεκτικούς. τὰ δὲ νῦν παρὰ σοῦ τε καὶ Λυσίου μαθόντας εἰπὲ τί χρὴ καλεῖν: ἢ τοῦτο ἐκεῖνό ἐστιν ἡ λόγων τέχνη, ᾗ Θρασύμαχός τε καὶ οἱ ἄλλοι χρώμενοι σοφοὶ μὲν αὐτοὶ λέγειν γεγόνασιν, ἄλλους τε ποιοῦσιν, οἳ ἂν δωροφορεῖν αὐτοῖς ὡς βασιλεῦσιν ἐθέλωσιν;
Φαῖδρος
βασιλικοὶ μὲν ἇνδρες, οὐ μὲν δὴ ἐπιστήμονές γε ὧν ἐρωτᾷς. ἀλλὰ τοῦτο μὲν τὸ εἶδος ὀρθῶς ἔμοιγε δοκεῖς καλεῖν, διαλεκτικὸν καλῶν: τὸ δὲ ῥητορικὸν δοκεῖ μοι διαφεύγειν ἔθ᾽ ἡμᾶς.
[266d]Σωκράτης
πῶς φῄς; καλόν πού τι ἂν εἴη, ὃ τούτων ἀπολειφθὲν ὅμως τέχνῃ λαμβάνεται; πάντως δ᾽ οὐκ ἀτιμαστέον αὐτὸ σοί τε καὶ ἐμοί, λεκτέον δὲ τί μέντοι καὶ ἔστι τὸ λειπόμενον τῆς ῥητορικῆς.
Φαῖδρος
καὶ μάλα που συχνά, ὦ Σώκρατες, τά γ᾽ ἐν τοῖς βιβλίοις τοῖς περὶ λόγων τέχνης γεγραμμένοις.
Σωκράτης
καὶ καλῶς γε ὑπέμνησας. προοίμιον μὲν οἶμαι πρῶτον ὡς δεῖ τοῦ λόγου λέγεσθαι ἐν ἀρχῇ: ταῦτα λέγεις —ἦ γάρ; —τὰ κομψὰ τῆς τέχνης;
[266e]Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
δεύτερον δὲ δὴ διήγησίν τινα μαρτυρίας τ᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ, τρίτον τεκμήρια, τέταρτον εἰκότα: καὶ πίστωσιν οἶμαι καὶ ἐπιπίστωσιν λέγειν τόν γε βέλτιστον λογοδαίδαλον Βυζάντιον ἄνδρα.
Φαῖδρος
τὸν χρηστὸν λέγεις Θεόδωρον;
[267a]Σωκράτης
τί μήν; καὶ ἔλεγχόν γε καὶ ἐπεξέλεγχον ὡς ποιητέον ἐν κατηγορίᾳ τε καὶ ἀπολογίᾳ. τὸν δὲ κάλλιστον Πάριον Εὐηνὸν ἐς μέσον οὐκ ἄγομεν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος ηὗρεν καὶ παρεπαίνους—οἱ δ᾽ αὐτὸν καὶ παραψόγους φασὶν ἐν μέτρῳ λέγειν μνήμης χάριν—σοφὸς γὰρ ἁνήρ. Τεισίαν δὲ Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν, οἳ πρὸ τῶν ἀληθῶν τὰ εἰκότα εἶδον ὡς τιμητέα μᾶλλον, τά τε αὖ σμικρὰ μεγάλα καὶ τὰ μεγάλα σμικρὰ φαίνεσθαι ποιοῦσιν διὰ ῥώμην λόγου, [267b] καινά τε ἀρχαίως τά τ᾽ ἐναντία καινῶς, συντομίαν τε λόγων καὶ ἄπειρα μήκη περὶ πάντων ἀνηῦρον; ταῦτα δὲ ἀκούων ποτέ μου Πρόδικος ἐγέλασεν, καὶ μόνος αὐτὸς ηὑρηκέναι ἔφη ὧν δεῖ λόγων τέχνην: δεῖν δὲ οὔτε μακρῶν οὔτε βραχέων ἀλλὰ μετρίων.
Φαῖδρος
σοφώτατά γε, ὦ Πρόδικε.
Σωκράτης
Ἱππίαν δὲ οὐ λέγομεν; οἶμαι γὰρ ἂν σύμψηφον αὐτῷ καὶ τὸν Ἠλεῖον ξένον γενέσθαι.
Φαῖδρος
τί δ᾽ οὔ;
Σωκράτης
τὰ δὲ Πώλου πῶς φράσωμεν αὖ μουσεῖα λόγων—ὡς [267c] διπλασιολογίαν καὶ γνωμολογίαν καὶ εἰκονολογίαν —ὀνομάτων τε Λικυμνίων ἃ ἐκείνῳ ἐδωρήσατο πρὸς ποίησιν εὐεπείας;
Φαῖδρος
Πρωταγόρεια δέ, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἦν μέντοι τοιαῦτ᾽ ἄττα;
Σωκράτης
ὀρθοέπειά γέ τις, ὦ παῖ, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ καλά. τῶν γε μὴν οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων κεκρατηκέναι τέχνῃ μοι φαίνεται τὸ τοῦ Χαλκηδονίου σθένος, ὀργίσαι τε αὖ πολλοὺς ἅμα δεινὸς ἁνὴρ [267d] γέγονεν, καὶ πάλιν ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν, ὡς ἔφη: διαβάλλειν τε καὶ ἀπολύσασθαι διαβολὰς ὁθενδὴ κράτιστος. τὸ δὲ δὴ τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, ᾧ τινες μὲν ἐπάνοδον, ἄλλοι δ᾽ ἄλλο τίθενται ὄνομα.
Φαῖδρος
τὸ ἐν κεφαλαίῳ ἕκαστα λέγεις ὑπομνῆσαι ἐπὶ τελευτῆς τοὺς ἀκούοντας περὶ τῶν εἰρημένων;
Σωκράτης
ταῦτα λέγω, καὶ εἴ τι σὺ ἄλλο ἔχεις εἰπεῖν λόγων τέχνης πέρι.
Φαῖδρος
σμικρά γε καὶ οὐκ ἄξια λέγειν.
[268a]Σωκράτης
ἐῶμεν δὴ τά γε σμικρά: ταῦτα δὲ ὑπ᾽ αὐγὰς μᾶλλον ἴδωμεν, τίνα καὶ πότ᾽ ἔχει τὴν τῆς τέχνης δύναμιν.
Φαῖδρος
καὶ μάλα ἐρρωμένην, ὦ Σώκρατες, ἔν γε δὴ πλήθους συνόδοις.
Σωκράτης
ἔχει γάρ. ἀλλ᾽, ὦ δαιμόνιε, ἰδὲ καὶ σὺ εἰ ἄρα καὶ σοὶ φαίνεται διεστηκὸς αὐτῶν τὸ ἤτριον ὥσπερ ἐμοί.
Φαῖδρος
δείκνυε μόνον.
Σωκράτης
εἰπὲ δή μοι: εἴ τις προσελθὼν τῷ ἑταίρῳ σου Ἐρυξιμάχῳ ἢ τῷ πατρὶ αὐτοῦ Ἀκουμενῷ εἴποι ὅτι ‘ἐγὼ ἐπίσταμαι τοιαῦτ᾽ ἄττα σώμασι προσφέρειν, ὥστε θερμαίνειν [268b] τ᾽ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν, καὶ ἐὰν μὲν δόξῃ μοι, ἐμεῖν ποιεῖν, ἐὰν δ᾽ αὖ, κάτω διαχωρεῖν, καὶ ἄλλα πάμπολλα τοιαῦτα: καὶ ἐπιστάμενος αὐτὰ ἀξιῶ ἰατρικὸς εἶναι καὶ ἄλλον ποιεῖν ᾧ ἂν τὴν τούτων ἐπιστήμην παραδῶ,’ τί ἂν οἴει ἀκούσαντας εἰπεῖν;
Φαῖδρος
τί δ᾽ ἄλλο γε ἢ ἐρέσθαι εἰ προσεπίσταται καὶ οὕστινας δεῖ καὶ ὁπότε ἕκαστα τούτων ποιεῖν, καὶ μέχρι ὁπόσου;
Σωκράτης
εἰ οὖν εἴποι ὅτι ‘οὐδαμῶς: ἀλλ᾽ ἀξιῶ τὸν ταῦτα [268c] παρ᾽ ἐμοῦ μαθόντα αὐτὸν οἷόν τ᾽ εἶναι ποιεῖν ἃ ἐρωτᾷς;’
Φαῖδρος
εἰπεῖν ἂν οἶμαι ὅτι μαίνεται ἅνθρωπος, καὶ ἐκ βιβλίου ποθὲν ἀκούσας ἢ περιτυχὼν φαρμακίοις ἰατρὸς οἴεται γεγονέναι, οὐδὲν ἐπαΐων τῆς τέχνης.
Σωκράτης
τί δ᾽ εἰ Σοφοκλεῖ αὖ προσελθὼν καὶ Εὐριπίδῃ τις λέγοι ὡς ἐπίσταται περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν καὶ περὶ μεγάλου πάνυ σμικράς, ὅταν τε βούληται οἰκτράς, καὶ τοὐναντίον αὖ φοβερὰς καὶ ἀπειλητικὰς ὅσα τ᾽ [268d] ἄλλα τοιαῦτα, καὶ διδάσκων αὐτὰ τραγῳδίας ποίησιν οἴεται παραδιδόναι;
Φαῖδρος
καὶ οὗτοι ἄν, ὦ Σώκρατες, οἶμαι καταγελῷεν εἴ τις οἴεται τραγῳδίαν ἄλλο τι εἶναι ἢ τὴν τούτων σύστασιν πρέπουσαν ἀλλήλοις τε καὶ τῷ ὅλῳ συνισταμένην.
Σωκράτης
ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἀγροίκως γε οἶμαι λοιδορήσειαν, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν μουσικὸς ἐντυχὼν ἀνδρὶ οἰομένῳ ἁρμονικῷ εἶναι, ὅτι δὴ τυγχάνει ἐπιστάμενος ὡς οἷόν τε ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην [268e] χορδὴν ποιεῖν, οὐκ ἀγρίως εἴποι ἄν: ‘ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς,’ ἀλλ᾽ ἅτε μουσικὸς ὢν πρᾳότερον ὅτι ‘ὦ ἄριστε, ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ᾽ ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ἁρμονικὸν ἔσεσθαι, οὐδὲν μὴν κωλύει μηδὲ σμικρὸν ἁρμονίας ἐπαΐειν τὸν τὴν σὴν ἕξιν ἔχοντα: τὰ γὰρ πρὸ ἁρμονίας ἀναγκαῖα μαθήματα ἐπίστασαι ἀλλ᾽ οὐ τὰ ἁρμονικά.’
Φαῖδρος
ὀρθότατά γε.
[269a]Σωκράτης
οὐκοῦν καὶ ὁ Σοφοκλῆς τόν σφισιν ἐπιδεικνύμενον τὰ πρὸ τραγῳδίας ἂν φαίη ἀλλ᾽ οὐ τὰ τραγικά, καὶ ὁ Ἀκουμενὸς τὰ πρὸ ἰατρικῆς ἀλλ᾽ οὐ τὰ ἰατρικά.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν.
Σωκράτης
τί δὲ τὸν μελίγηρυν Ἄδραστον οἰόμεθα ἢ καὶ Περικλέα, εἰ ἀκούσειαν ὧν νυνδὴ ἡμεῖς διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων—βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν καὶ ὅσα ἄλλα διελθόντες ὑπ᾽ αὐγὰς ἔφαμεν εἶναι σκεπτέα—πότερον [269b] χαλεπῶς ἂν αὐτούς, ὥσπερ ἐγώ τε καὶ σύ, ὑπ᾽ ἀγροικίας ῥῆμά τι εἰπεῖν ἀπαίδευτον εἰς τοὺς ταῦτα γεγραφότας τε καὶ διδάσκοντας ὡς ῥητορικὴν τέχνην, ἢ ἅτε ἡμῶν ὄντας σοφωτέρους κἂν νῷν ἐπιπλῆξαι εἰπόντας: ‘ὦ Φαῖδρέ τε καὶ Σώκρατες, οὐ χρὴ χαλεπαίνειν ἀλλὰ συγγιγνώσκειν, εἴ τινες μὴ ἐπιστάμενοι διαλέγεσθαι ἀδύνατοι ἐγένοντο ὁρίσασθαι τί ποτ᾽ ἔστιν ῥητορική, ἐκ δὲ τούτου τοῦ πάθους τὰ πρὸ τῆς τέχνης ἀναγκαῖα μαθήματα ἔχοντες ῥητορικὴν ᾠήθησαν [269c] ηὑρηκέναι, καὶ ταῦτα δὴ διδάσκοντες ἄλλους ἡγοῦνταί σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι, τὸ δὲ ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν τε καὶ τὸ ὅλον συνίστασθαι, οὐδὲν ἔργον ὄν, αὐτοὺς δεῖν παρ᾽ ἑαυτῶν τοὺς μαθητὰς σφῶν πορίζεσθαι ἐν τοῖς λόγοις’.
Φαῖδρος
ἀλλὰ μήν, ὦ Σώκρατες, κινδυνεύει γε τοιοῦτόν τι εἶναι τὸ τῆς τέχνης ἣν οὗτοι οἱ ἄνδρες ὡς ῥητορικὴν διδάσκουσίν τε καὶ γράφουσιν, καὶ ἔμοιγε δοκεῖς ἀληθῆ εἰρηκέναι: ἀλλὰ δὴ τὴν τοῦ τῷ ὄντι ῥητορικοῦ τε καὶ πιθανοῦ [269d] τέχνην πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι;
Σωκράτης
τὸ μὲν δύνασθαι, ὦ Φαῖδρε, ὥστε ἀγωνιστὴν τέλεον γενέσθαι, εἰκός—ἴσως δὲ καὶ ἀναγκαῖον—ἔχειν ὥσπερ τἆλλα: εἰ μέν σοι ὑπάρχει φύσει ῥητορικῷ εἶναι, ἔσῃ ῥήτωρ ἐλλόγιμος, προσλαβὼν ἐπιστήμην τε καὶ μελέτην, ὅτου δ᾽ ἂν ἐλλείπῃς τούτων, ταύτῃ ἀτελὴς ἔσῃ. ὅσον δὲ αὐτοῦ τέχνη, οὐχ ᾗ Λυσίας τε καὶ Θρασύμαχος πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος.
Φαῖδρος
ἀλλὰ πῇ δή;
[269e]Σωκράτης
κινδυνεύει, ὦ ἄριστε, εἰκότως ὁ Περικλῆς πάντων τελεώτατος εἰς τὴν ῥητορικὴν γενέσθαι.
Φαῖδρος
τί δή;
Σωκράτης
πᾶσαι ὅσαι μεγάλαι τῶν τεχνῶν προσδέονται [270a] ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι: τὸ γὰρ ὑψηλόνουν τοῦτο καὶ πάντῃ τελεσιουργὸν ἔοικεν ἐντεῦθέν ποθεν εἰσιέναι. ὃ καὶ Περικλῆς πρὸς τῷ εὐφυὴς εἶναι ἐκτήσατο: προσπεσὼν γὰρ οἶμαι τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρᾳ, μετεωρολογίας ἐμπλησθεὶς καὶ ἐπὶ φύσιν νοῦ τε καὶ διανοίας ἀφικόμενος, ὧν δὴ πέρι τὸν πολὺν λόγον ἐποιεῖτο Ἀναξαγόρας, ἐντεῦθεν εἵλκυσεν ἐπὶ τὴν τῶν λόγων τέχνην τὸ πρόσφορον αὐτῇ.
Φαῖδρος
πῶς τοῦτο λέγεις;
[270b]Σωκράτης
ὁ αὐτός που τρόπος τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς.
Φαῖδρος
πῶς δή;
Σωκράτης
ἐν ἀμφοτέραις δεῖ διελέσθαι φύσιν, σώματος μὲν ἐν τῇ ἑτέρᾳ, ψυχῆς δὲ ἐν τῇ ἑτέρᾳ, εἰ μέλλεις, μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ ἀλλὰ τέχνῃ, τῷ μὲν φάρμακα καὶ τροφὴν προσφέρων ὑγίειαν καὶ ῥώμην ἐμποιήσειν, τῇ δὲ λόγους τε καὶ ἐπιτηδεύσεις νομίμους πειθὼ ἣν ἂν βούλῃ καὶ ἀρετὴν παραδώσειν.
Φαῖδρος
τὸ γοῦν εἰκός, ὦ Σώκρατες, οὕτως.
[270c]Σωκράτης
ψυχῆς οὖν φύσιν ἀξίως λόγου κατανοῆσαι οἴει δυνατὸν εἶναι ἄνευ τῆς τοῦ ὅλου φύσεως;
Φαῖδρος
εἰ μὲν Ἱπποκράτει γε τῷ τῶν Ἀσκληπιαδῶν δεῖ τι πιθέσθαι, οὐδὲ περὶ σώματος ἄνευ τῆς μεθόδου ταύτης.
Σωκράτης
καλῶς γάρ, ὦ ἑταῖρε, λέγει: χρὴ μέντοι πρὸς τῷ Ἱπποκράτει τὸν λόγον ἐξετάζοντα σκοπεῖν εἰ συμφωνεῖ.
Φαῖδρος
φημί.
Σωκράτης
τὸ τοίνυν περὶ φύσεως σκόπει τί ποτε λέγει Ἱπποκράτης τε καὶ ὁ ἀληθὴς λόγος. ἆρ᾽ οὐχ ὧδε δεῖ διανοεῖσθαι [270d] περὶ ὁτουοῦν φύσεως: πρῶτον μέν, ἁπλοῦν ἢ πολυειδές ἐστιν οὗ πέρι βουλησόμεθα εἶναι αὐτοὶ τεχνικοὶ καὶ ἄλλον δυνατοὶ ποιεῖν, ἔπειτα δέ, ἂν μὲν ἁπλοῦν ᾖ, σκοπεῖν τὴν δύναμιν αὐτοῦ, τίνα πρὸς τί πέφυκεν εἰς τὸ δρᾶν ἔχον ἢ τίνα εἰς τὸ παθεῖν ὑπὸ τοῦ, ἐὰν δὲ πλείω εἴδη ἔχῃ, ταῦτα ἀριθμησάμενον, ὅπερ ἐφ᾽ ἑνός, τοῦτ᾽ ἰδεῖν ἐφ᾽ ἑκάστου, τῷ τί ποιεῖν αὐτὸ πέφυκεν ἢ τῷ τί παθεῖν ὑπὸ τοῦ;
Φαῖδρος
κινδυνεύει, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
ἡ γοῦν ἄνευ τούτων μέθοδος ἐοίκοι ἂν ὥσπερ [270e] τυφλοῦ πορείᾳ. ἀλλ᾽ οὐ μὴν ἀπεικαστέον τόν γε τέχνῃ μετιόντα ὁτιοῦν τυφλῷ οὐδὲ κωφῷ, ἀλλὰ δῆλον ὡς, ἄν τῴ τις τέχνῃ λόγους διδῷ, τὴν οὐσίαν δείξει ἀκριβῶς τῆς φύσεως τούτου πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει: ἔσται δέ που ψυχὴ τοῦτο.
Φαῖδρος
τί μήν;
[271a]Σωκράτης
οὐκοῦν ἡ ἅμιλλα αὐτῷ τέταται πρὸς τοῦτο πᾶσα: πειθὼ γὰρ ἐν τούτῳ ποιεῖν ἐπιχειρεῖ. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
δῆλον ἄρα ὅτι ὁ Θρασύμαχός τε καὶ ὃς ἂν ἄλλος σπουδῇ τέχνην ῥητορικὴν διδῷ, πρῶτον πάσῃ ἀκριβείᾳ γράψει τε καὶ ποιήσει ψυχὴν ἰδεῖν, πότερον ἓν καὶ ὅμοιον πέφυκεν ἢ κατὰ σώματος μορφὴν πολυειδές: τοῦτο γάρ φαμεν φύσιν εἶναι δεικνύναι.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν.
Σωκράτης
δεύτερον δέ γε, ὅτῳ τί ποιεῖν ἢ παθεῖν ὑπὸ τοῦ πέφυκεν.
Φαῖδρος
τί μήν;
[271b]Σωκράτης
τρίτον δὲ δὴ διαταξάμενος τὰ λόγων τε καὶ ψυχῆς γένη καὶ τὰ τούτων παθήματα δίεισι πάσας αἰτίας, προσαρμόττων ἕκαστον ἑκάστῳ καὶ διδάσκων οἵα οὖσα ὑφ᾽ οἵων λόγων δι᾽ ἣν αἰτίαν ἐξ ἀνάγκης ἡ μὲν πείθεται, ἡ δὲ ἀπειθεῖ.
Φαῖδρος
κάλλιστα γοῦν ἄν, ὡς ἔοικ᾽, ἔχοι οὕτως.
Σωκράτης
οὔτοι μὲν οὖν, ὦ φίλε, ἄλλως ἐνδεικνύμενον ἢ λεγόμενον τέχνῃ ποτὲ λεχθήσεται ἢ γραφήσεται οὔτε τι [271c] ἄλλο οὔτε τοῦτο. ἀλλ᾽ οἱ νῦν γράφοντες, ὧν σὺ ἀκήκοας, τέχνας λόγων πανοῦργοί εἰσιν καὶ ἀποκρύπτονται, εἰδότες ψυχῆς πέρι παγκάλως: πρὶν ἂν οὖν τὸν τρόπον τοῦτον λέγωσί τε καὶ γράφωσι, μὴ πειθώμεθα αὐτοῖς τέχνῃ γράφειν.
Φαῖδρος
τίνα τοῦτον;
Σωκράτης
αὐτὰ μὲν τὰ ῥήματα εἰπεῖν οὐκ εὐπετές: ὡς δὲ δεῖ γράφειν, εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν καθ᾽ ὅσον ἐνδέχεται, λέγειν ἐθέλω.
Φαῖδρος
λέγε δή.
Σωκράτης
ἐπειδὴ λόγου δύναμις τυγχάνει ψυχαγωγία οὖσα, [271d] τὸν μέλλοντα ῥητορικὸν ἔσεσθαι ἀνάγκη εἰδέναι ψυχὴ ὅσα εἴδη ἔχει. ἔστιν οὖν τόσα καὶ τόσα, καὶ τοῖα καὶ τοῖα, ὅθεν οἱ μὲν τοιοίδε, οἱ δὲ τοιοίδε γίγνονται: τούτων δὲ δὴ οὕτω διῃρημένων, λόγων αὖ τόσα καὶ τόσα ἔστιν εἴδη, τοιόνδε ἕκαστον. οἱ μὲν οὖν τοιοίδε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε λόγων διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν ἐς τὰ τοιάδε εὐπειθεῖς, οἱ δὲ τοιοίδε διὰ τάδε δυσπειθεῖς: δεῖ δὴ ταῦτα ἱκανῶς νοήσαντα, μετὰ ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντα τε καὶ πραττόμενα, [271e] ὀξέως τῇ αἰσθήσει δύνασθαι ἐπακολουθεῖν, ἢ μηδὲν εἶναί πω πλέον αὐτῷ ὧν τότε ἤκουεν λόγων συνών. ὅταν δὲ εἰπεῖν τε ἱκανῶς ἔχῃ οἷος ὑφ᾽ οἵων πείθεται, παραγιγνόμενόν τε δυνατὸς ᾖ διαισθανόμενος ἑαυτῷ ἐνδείκνυσθαι ὅτι [272a] οὗτός ἐστι καὶ αὕτη ἡ φύσις περὶ ἧς τότε ἦσαν οἱ λόγοι, νῦν ἔργῳ παροῦσά οἱ, ᾗ προσοιστέον τούσδε ὧδε τοὺς λόγους ἐπὶ τὴν τῶνδε πειθώ, ταῦτα δ᾽ ἤδη πάντα ἔχοντι, προσλαβόντι καιροὺς τοῦ πότε λεκτέον καὶ ἐπισχετέον, βραχυλογίας τε αὖ καὶ ἐλεινολογίας καὶ δεινώσεως ἑκάστων τε ὅσα ἂν εἴδη μάθῃ λόγων, τούτων τὴν εὐκαιρίαν τε καὶ ἀκαιρίαν διαγνόντι, καλῶς τε καὶ τελέως ἐστὶν ἡ τέχνη ἀπειργασμένη, πρότερον δ᾽ οὔ: ἀλλ᾽ ὅτι ἂν αὐτῶν τις [272b] ἐλλείπῃ λέγων ἢ διδάσκων ἢ γράφων, φῇ δὲ τέχνῃ λέγειν, ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ. ‘τί δὴ οὖν; φήσει ἴσως ὁ συγγραφεύς, ὦ Φαῖδρέ τε καὶ Σώκρατες, δοκεῖ οὕτως; μὴ ἄλλως πως ἀποδεκτέον λεγομένης λόγων τέχνης;’
Φαῖδρος
ἀδύνατόν που, ὦ Σώκρατες, ἄλλως: καίτοι οὐ σμικρόν γε φαίνεται ἔργον.
Σωκράτης
ἀληθῆ λέγεις. τούτου τοι ἕνεκα χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν εἴ τίς πῃ [272c] ῥᾴων καὶ βραχυτέρα φαίνεται ἐπ᾽ αὐτὴν ὁδός, ἵνα μὴ μάτην πολλὴν ἀπίῃ καὶ τραχεῖαν, ἐξὸν ὀλίγην τε καὶ λείαν. ἀλλ᾽ εἴ τινά πῃ βοήθειαν ἔχεις ἐπακηκοὼς Λυσίου ἤ τινος ἄλλου, πειρῶ λέγειν ἀναμιμνῃσκόμενος.
Φαῖδρος
ἕνεκα μὲν πείρας ἔχοιμ᾽ ἄν, ἀλλ᾽ οὔτι νῦν γ᾽ οὕτως ἔχω.
Σωκράτης
βούλει οὖν ἐγώ τιν᾽ εἴπω λόγον ὃν τῶν περὶ ταῦτά τινων ἀκήκοα;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
λέγεται γοῦν, ὦ Φαῖδρε, δίκαιον εἶναι καὶ τὸ τοῦ λύκου εἰπεῖν.
[272d]Φαῖδρος
καὶ σύ γε οὕτω ποίει.
Σωκράτης
φασὶ τοίνυν οὐδὲν οὕτω ταῦτα δεῖν σεμνύνειν οὐδ᾽ ἀνάγειν ἄνω μακρὰν περιβαλλομένους: παντάπασι γάρ, ὃ καὶ κατ᾽ ἀρχὰς εἴπομεν τοῦδε τοῦ λόγου, ὅτι οὐδὲν ἀληθείας μετέχειν δέοι δικαίων ἢ ἀγαθῶν πέρι πραγμάτων, ἢ καὶ ἀνθρώπων γε τοιούτων φύσει ὄντων ἢ τροφῇ, τὸν μέλλοντα ἱκανῶς ῥητορικὸν ἔσεσθαι. τὸ παράπαν γὰρ οὐδὲν ἐν τοῖς δικαστηρίοις τούτων ἀληθείας μέλειν οὐδενί, ἀλλὰ τοῦ πιθανοῦ: [272e] τοῦτο δ᾽ εἶναι τὸ εἰκός, ᾧ δεῖν προσέχειν τὸν μέλλοντα τέχνῃ ἐρεῖν. οὐδὲ γὰρ αὐτὰ τὰ πραχθέντα δεῖν λέγειν ἐνίοτε, ἐὰν μὴ εἰκότως ᾖ πεπραγμένα, ἀλλὰ τὰ εἰκότα, ἔν τε κατηγορίᾳ καὶ ἀπολογίᾳ, καὶ πάντως λέγοντα τὸ δὴ εἰκὸς διωκτέον εἶναι, πολλὰ εἰπόντα χαίρειν τῷ ἀληθεῖ: τοῦτο γὰρ διὰ [273a] παντὸς τοῦ λόγου γιγνόμενον τὴν ἅπασαν τέχνην πορίζειν.
Φαῖδρος
αὐτά γε, ὦ Σώκρατες, διελήλυθας ἃ λέγουσιν οἱ περὶ τοὺς λόγους τεχνικοὶ προσποιούμενοι εἶναι: ἀνεμνήσθην γὰρ ὅτι ἐν τῷ πρόσθεν βραχέως τοῦ τοιούτου ἐφηψάμεθα, δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα.
Σωκράτης
ἀλλὰ μὴν τόν γε Τεισίαν αὐτὸν πεπάτηκας ἀκριβῶς: εἰπέτω τοίνυν καὶ τόδε ἡμῖν ὁ Τεισίας, μή τι ἄλλο λέγει [273b] τὸ εἰκὸς ἢ τὸ τῷ πλήθει δοκοῦν.
Φαῖδρος
τί γὰρ ἄλλο;
Σωκράτης
τοῦτο δή, ὡς ἔοικε, σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικὸν ἔγραψεν ὡς ἐάν τις ἀσθενὴς καὶ ἀνδρικὸς ἰσχυρὸν καὶ δειλὸν συγκόψας, ἱμάτιον ἤ τι ἄλλο ἀφελόμενος, εἰς δικαστήριον ἄγηται, δεῖ δὴ τἀληθὲς μηδέτερον λέγειν, ἀλλὰ τὸν μὲν δειλὸν μὴ ὑπὸ μόνου φάναι τοῦ ἀνδρικοῦ συγκεκόφθαι, τὸν δὲ τοῦτο μὲν ἐλέγχειν ὡς μόνω ἤστην, ἐκείνῳ δὲ καταχρήσασθαι [273c] τῷ “πῶς δ᾽ ἂν ἐγὼ τοιόσδε τοιῷδε ἐπεχείρησα;” ὁ δ᾽ οὐκ ἐρεῖ δὴ τὴν ἑαυτοῦ κάκην, ἀλλά τι ἄλλο ψεύδεσθαι ἐπιχειρῶν τάχ᾽ ἂν ἔλεγχόν πῃ παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ. καὶ περὶ τἆλλα δὴ τοιαῦτ᾽ ἄττα ἐστὶ τὰ τέχνῃ λεγόμενα. οὐ γάρ, ὦ Φαῖδρε;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
φεῦ, δεινῶς γ᾽ ἔοικεν ἀποκεκρυμμένην τέχνην ἀνευρεῖν ὁ Τεισίας ἢ ἄλλος ὅστις δή ποτ᾽ ὢν τυγχάνει καὶ ὁπόθεν χαίρει ὀνομαζόμενος. ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, τούτῳ ἡμεῖς πότερον λέγωμεν ἢ μὴ—
[273d]Φαῖδρος
τὸ ποῖον;
Σωκράτης
ὅτι, ὦ Τεισία, πάλαι ἡμεῖς, πρὶν καὶ σὲ παρελθεῖν, τυγχάνομεν λέγοντες ὡς ἄρα τοῦτο τὸ εἰκὸς τοῖς πολλοῖς δι᾽ ὁμοιότητα τοῦ ἀληθοῦς τυγχάνει ἐγγιγνόμενον: τὰς δὲ ὁμοιότητας ἄρτι διήλθομεν ὅτι πανταχοῦ ὁ τὴν ἀλήθειαν εἰδὼς κάλλιστα ἐπίσταται εὑρίσκειν. ὥστ᾽ εἰ μὲν ἄλλο τι περὶ τέχνης λόγων λέγεις, ἀκούοιμεν ἄν: εἰ δὲ μή, οἷς νυνδὴ διήλθομεν πεισόμεθα, ὡς ἐὰν μή τις τῶν τε ἀκουσομένων [273e] τὰς φύσεις διαριθμήσηται, καὶ κατ᾽ εἴδη τε διαιρεῖσθαι τὰ ὄντα καὶ μιᾷ ἰδέᾳ δυνατὸς ᾖ καθ᾽ ἓν ἕκαστον περιλαμβάνειν, οὔ ποτ᾽ ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι καθ᾽ ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ. ταῦτα δὲ οὐ μή ποτε κτήσηται ἄνευ πολλῆς πραγματείας: ἣν οὐχ ἕνεκα τοῦ λέγειν καὶ πράττειν πρὸς ἀνθρώπους δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφρονα, ἀλλὰ τοῦ θεοῖς κεχαρισμένα μὲν λέγειν δύνασθαι, κεχαρισμένως δὲ πράττειν τὸ πᾶν εἰς δύναμιν. οὐ γὰρ δὴ ἄρα, ὦ Τεισία, φασὶν οἱ σοφώτεροι ἡμῶν, ὁμοδούλοις δεῖ χαρίζεσθαι [274a] μελετᾶν τὸν νοῦν ἔχοντα, ὅτι μὴ πάρεργον, ἀλλὰ δεσπόταις ἀγαθοῖς τε καὶ ἐξ ἀγαθῶν. ὥστ᾽ εἰ μακρὰ ἡ περίοδος, μὴ θαυμάσῃς: μεγάλων γὰρ ἕνεκα περιιτέον, οὐχ ὡς σὺ δοκεῖς. ἔσται μήν, ὡς ὁ λόγος φησίν, ἐάν τις ἐθέλῃ, καὶ ταῦτα κάλλιστα ἐξ ἐκείνων γιγνόμενα.
Φαῖδρος
παγκάλως ἔμοιγε δοκεῖ λέγεσθαι, ὦ Σώκρατες, εἴπερ οἷός τέ τις εἴη.
Σωκράτης
ἀλλὰ καὶ ἐπιχειροῦντί τοι τοῖς καλοῖς καλὸν καὶ [274b] πάσχειν ὅτι ἄν τῳ συμβῇ παθεῖν.
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
οὐκοῦν τὸ μὲν τέχνης τε καὶ ἀτεχνίας λόγων πέρι ἱκανῶς ἐχέτω.
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
τὸ δ᾽ εὐπρεπείας δὴ γραφῆς πέρι καὶ ἀπρεπείας, πῇ γιγνόμενον καλῶς ἂν ἔχοι καὶ ὅπῃ ἀπρεπῶς, λοιπόν. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
οἶσθ᾽ οὖν ὅπῃ μάλιστα θεῷ χαριῇ λόγων πέρι πράττων ἢ λέγων;
Φαῖδρος
οὐδαμῶς: σὺ δέ;
[274c]Σωκράτης
ἀκοήν γ᾽ ἔχω λέγειν τῶν προτέρων, τὸ δ᾽ ἀληθὲς αὐτοὶ ἴσασιν. εἰ δὲ τοῦτο εὕροιμεν αὐτοί, ἆρά γ᾽ ἂν ἔθ᾽ ἡμῖν μέλοι τι τῶν ἀνθρωπίνων δοξασμάτων;
Φαῖδρος
γελοῖον ἤρου: ἀλλ᾽ ἃ φῂς ἀκηκοέναι λέγε.
Σωκράτης
ἤκουσα τοίνυν περὶ Ναύκρατιν τῆς Αἰγύπτου γενέσθαι τῶν ἐκεῖ παλαιῶν τινα θεῶν, οὗ καὶ τὸ ὄρνεον ἱερὸν ὃ δὴ καλοῦσιν Ἶβιν: αὐτῷ δὲ ὄνομα τῷ δαίμονι εἶναι Θεύθ. τοῦτον δὴ πρῶτον ἀριθμόν τε καὶ λογισμὸν εὑρεῖν καὶ [274d] γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν, ἔτι δὲ πεττείας τε καὶ κυβείας, καὶ δὴ καὶ γράμματα. βασιλέως δ᾽ αὖ τότε ὄντος Αἰγύπτου ὅλης Θαμοῦ περὶ τὴν μεγάλην πόλιν τοῦ ἄνω τόπου ἣν οἱ Ἕλληνες Αἰγυπτίας Θήβας καλοῦσι, καὶ τὸν θεὸν Ἄμμωνα, παρὰ τοῦτον ἐλθὼν ὁ Θεὺθ τὰς τέχνας ἐπέδειξεν, καὶ ἔφη δεῖν διαδοθῆναι τοῖς ἄλλοις Αἰγυπτίοις: ὁ δὲ ἤρετο ἥντινα ἑκάστη ἔχοι ὠφελίαν, διεξιόντος δέ, ὅτι καλῶς ἢ μὴ [274e] καλῶς δοκοῖ λέγειν, τὸ μὲν ἔψεγεν, τὸ δ᾽ ἐπῄνει. πολλὰ μὲν δὴ περὶ ἑκάστης τῆς τέχνης ἐπ᾽ ἀμφότερα Θαμοῦν τῷ Θεὺθ λέγεται ἀποφήνασθαι, ἃ λόγος πολὺς ἂν εἴη διελθεῖν: ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ τοῖς γράμμασιν ἦν, ‘τοῦτο δέ, ὦ βασιλεῦ, τὸ μάθημα,’ ἔφη ὁ Θεύθ, ‘σοφωτέρους Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει: μνήμης τε γὰρ καὶ σοφίας φάρμακον ηὑρέθη.’ ὁ δ᾽ εἶπεν: ‘ὦ τεχνικώτατε Θεύθ, ἄλλος μὲν τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν᾽ ἔχει μοῖραν βλάβης τε καὶ ὠφελίας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι: καὶ νῦν [275a] σύ, πατὴρ ὢν γραμμάτων, δι᾽ εὔνοιαν τοὐναντίον εἶπες ἢ δύναται. τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν ὑπ᾽ ἀλλοτρίων τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ᾽ αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους: οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες. σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις: πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες [275b] εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες, καὶ χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν.’
Φαῖδρος
ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως σὺ Αἰγυπτίους καὶ ὁποδαποὺς ἂν ἐθέλῃς λόγους ποιεῖς.
Σωκράτης
οἱ δέ γ᾽, ὦ φίλε, ἐν τῷ τοῦ Διὸς τοῦ Δωδωναίου ἱερῷ δρυὸς λόγους ἔφησαν μαντικοὺς πρώτους γενέσθαι. τοῖς μὲν οὖν τότε, ἅτε οὐκ οὖσι σοφοῖς ὥσπερ ὑμεῖς οἱ νέοι, ἀπέχρη δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν ὑπ᾽ εὐηθείας, εἰ μόνον [275c] ἀληθῆ λέγοιεν: σοὶ δ᾽ ἴσως διαφέρει τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός. οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς, εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει;
Φαῖδρος
ὀρθῶς ἐπέπληξας, καί μοι δοκεῖ περὶ γραμμάτων ἔχειν ᾗπερ ὁ Θηβαῖος λέγει.
Σωκράτης
οὐκοῦν ὁ τέχνην οἰόμενος ἐν γράμμασι καταλιπεῖν, καὶ αὖ ὁ παραδεχόμενος ὥς τι σαφὲς καὶ βέβαιον ἐκ γραμμάτων ἐσόμενον, πολλῆς ἂν εὐηθείας γέμοι καὶ τῷ ὄντι τὴν Ἄμμωνος μαντείαν ἀγνοοῖ, πλέον τι οἰόμενος εἶναι λόγους [275d] γεγραμμένους τοῦ τὸν εἰδότα ὑπομνῆσαι περὶ ὧν ἂν ᾖ τὰ γεγραμμένα.
Φαῖδρος
ὀρθότατα.
Σωκράτης
δεινὸν γάρ που, ὦ Φαῖδρε, τοῦτ᾽ ἔχει γραφή, καὶ ὡς ἀληθῶς ὅμοιον ζωγραφίᾳ. καὶ γὰρ τὰ ἐκείνης ἔκγονα ἕστηκε μὲν ὡς ζῶντα, ἐὰν δ᾽ ἀνέρῃ τι, σεμνῶς πάνυ σιγᾷ. ταὐτὸν δὲ καὶ οἱ λόγοι: δόξαις μὲν ἂν ὥς τι φρονοῦντας αὐτοὺς λέγειν, ἐὰν δέ τι ἔρῃ τῶν λεγομένων βουλόμενος μαθεῖν, ἕν τι σημαίνει μόνον ταὐτὸν ἀεί. ὅταν δὲ ἅπαξ [275e] γραφῇ, κυλινδεῖται μὲν πανταχοῦ πᾶς λόγος ὁμοίως παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν, ὡς δ᾽ αὕτως παρ᾽ οἷς οὐδὲν προσήκει, καὶ οὐκ ἐπίσταται λέγειν οἷς δεῖ γε καὶ μή. πλημμελούμενος δὲ καὶ οὐκ ἐν δίκῃ λοιδορηθεὶς τοῦ πατρὸς ἀεὶ δεῖται βοηθοῦ: αὐτὸς γὰρ οὔτ᾽ ἀμύνασθαι οὔτε βοηθῆσαι δυνατὸς αὑτῷ.
Φαῖδρος
καὶ ταῦτά σοι ὀρθότατα εἴρηται.
[276a]Σωκράτης
τί δ᾽; ἄλλον ὁρῶμεν λόγον τούτου ἀδελφὸν γνήσιον, τῷ τρόπῳ τε γίγνεται, καὶ ὅσῳ ἀμείνων καὶ δυνατώτερος τούτου φύεται;
Φαῖδρος
τίνα τοῦτον καὶ πῶς λέγεις γιγνόμενον;
Σωκράτης
ὃς μετ᾽ ἐπιστήμης γράφεται ἐν τῇ τοῦ μανθάνοντος ψυχῇ, δυνατὸς μὲν ἀμῦναι ἑαυτῷ, ἐπιστήμων δὲ λέγειν τε καὶ σιγᾶν πρὸς οὓς δεῖ.
Φαῖδρος
τὸν τοῦ εἰδότος λόγον λέγεις ζῶντα καὶ ἔμψυχον, οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλον ἄν τι λέγοιτο δικαίως.
[276b]Σωκράτης
παντάπασι μὲν οὖν. τόδε δή μοι εἰπέ: ὁ νοῦν ἔχων γεωργός, ὧν σπερμάτων κήδοιτο καὶ ἔγκαρπα βούλοιτο γενέσθαι, πότερα σπουδῇ ἂν θέρους εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν χαίροι θεωρῶν καλοὺς ἐν ἡμέραισιν ὀκτὼ γιγνομένους, ἢ ταῦτα μὲν δὴ παιδιᾶς τε καὶ ἑορτῆς χάριν δρῴη ἄν, ὅτε καὶ ποιοῖ: ἐφ᾽ οἷς δὲ ἐσπούδακεν, τῇ γεωργικῇ χρώμενος ἂν τέχνῃ, σπείρας εἰς τὸ προσῆκον, ἀγαπῴη ἂν ἐν ὀγδόῳ μηνὶ ὅσα ἔσπειρεν τέλος λαβόντα;
[276c]Φαῖδρος
οὕτω που, ὦ Σώκρατες, τὰ μὲν σπουδῇ, τὰ δὲ ὡς ἑτέρως ἂν ᾗ λέγεις ποιοῖ.
Σωκράτης
τὸν δὲ δικαίων τε καὶ καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐπιστήμας ἔχοντα τοῦ γεωργοῦ φῶμεν ἧττον νοῦν ἔχειν εἰς τὰ ἑαυτοῦ σπέρματα;
Φαῖδρος
ἥκιστά γε.
Σωκράτης
οὐκ ἄρα σπουδῇ αὐτὰ ἐν ὕδατι γράψει μέλανι σπείρων διὰ καλάμου μετὰ λόγων ἀδυνάτων μὲν αὑτοῖς λόγῳ βοηθεῖν, ἀδυνάτων δὲ ἱκανῶς τἀληθῆ διδάξαι.
Φαῖδρος
οὔκουν δὴ τό γ᾽ εἰκός.
[276d]Σωκράτης
οὐ γάρ: ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐν γράμμασι κήπους, ὡς ἔοικε, παιδιᾶς χάριν σπερεῖ τε καὶ γράψει, ὅταν δὲ γράφῃ, ἑαυτῷ τε ὑπομνήματα θησαυριζόμενος, εἰς τὸ λήθης γῆρας ἐὰν ἵκηται, καὶ παντὶ τῷ ταὐτὸν ἴχνος μετιόντι, ἡσθήσεταί τε αὐτοὺς θεωρῶν φυομένους ἁπαλούς: ὅταν δὲ ἄλλοι παιδιαῖς ἄλλαις χρῶνται, συμποσίοις τε ἄρδοντες αὑτοὺς ἑτέροις τε ὅσα τούτων ἀδελφά, τότ᾽ ἐκεῖνος, ὡς ἔοικεν, ἀντὶ τούτων οἷς λέγω παίζων διάξει.
[276e]Φαῖδρος
παγκάλην λέγεις παρὰ φαύλην παιδιάν, ὦ Σώκρατες, τοῦ ἐν λόγοις δυναμένου παίζειν, δικαιοσύνης τε καὶ ἄλλων ὧν λέγεις πέρι μυθολογοῦντα.
Σωκράτης
ἔστι γάρ, ὦ φίλε Φαῖδρε, οὕτω: πολὺ δ᾽ οἶμαι καλλίων σπουδὴ περὶ αὐτὰ γίγνεται, ὅταν τις τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενος, λαβὼν ψυχὴν προσήκουσαν, φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ᾽ ἐπιστήμης λόγους, οἳ ἑαυτοῖς τῷ τε φυτεύσαντι [277a] βοηθεῖν ἱκανοὶ καὶ οὐχὶ ἄκαρποι ἀλλὰ ἔχοντες σπέρμα, ὅθεν ἄλλοι ἐν ἄλλοις ἤθεσι φυόμενοι τοῦτ᾽ ἀεὶ ἀθάνατον παρέχειν ἱκανοί, καὶ τὸν ἔχοντα εὐδαιμονεῖν ποιοῦντες εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα.
Φαῖδρος
πολὺ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτι κάλλιον λέγεις.
Σωκράτης
νῦν δὴ ἐκεῖνα ἤδη, ὦ Φαῖδρε, δυνάμεθα κρίνειν, τούτων ὡμολογημένων.
Φαῖδρος
τὰ ποῖα;
Σωκράτης
ὧν δὴ πέρι βουληθέντες ἰδεῖν ἀφικόμεθα εἰς τόδε, ὅπως τὸ Λυσίου τε ὄνειδος ἐξετάσαιμεν τῆς τῶν λόγων [277b] γραφῆς πέρι, καὶ αὐτοὺς τοὺς λόγους οἳ τέχνῃ καὶ ἄνευ τέχνης γράφοιντο. τὸ μὲν οὖν ἔντεχνον καὶ μὴ δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως.
Φαῖδρος
ἔδοξέ γε δή: πάλιν δὲ ὑπόμνησόν με πῶς.
Σωκράτης
πρὶν ἄν τις τό τε ἀληθὲς ἑκάστων εἰδῇ πέρι ὧν λέγει ἢ γράφει, κατ᾽ αὐτό τε πᾶν ὁρίζεσθαι δυνατὸς γένηται, ὁρισάμενός τε πάλιν κατ᾽ εἴδη μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν ἐπιστηθῇ, περί τε ψυχῆς φύσεως διιδὼν κατὰ ταὐτά, τὸ [277c] προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει εἶδος ἀνευρίσκων, οὕτω τιθῇ καὶ διακοσμῇ τὸν λόγον, ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ παναρμονίους διδοὺς λόγους, ἁπλοῦς δὲ ἁπλῇ, οὐ πρότερον δυνατὸν τέχνῃ ἔσεσθαι καθ᾽ ὅσον πέφυκε μεταχειρισθῆναι τὸ λόγων γένος, οὔτε τι πρὸς τὸ διδάξαι οὔτε τι πρὸς τὸ πεῖσαι, ὡς ὁ ἔμπροσθεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν τοῦτό γε οὕτω πως ἐφάνη.
[277d]Σωκράτης
τί δ᾽ αὖ περὶ τοῦ καλὸν ἢ αἰσχρὸν εἶναι τὸ λόγους λέγειν τε καὶ γράφειν, καὶ ὅπῃ γιγνόμενον ἐν δίκῃ λέγοιτ᾽ ἂν ὄνειδος ἢ μή, ἆρα οὐ δεδήλωκεν τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπροσθεν—
Φαῖδρος
τὰ ποῖα;
Σωκράτης
ὡς εἴτε Λυσίας ἤ τις ἄλλος πώποτε ἔγραψεν ἢ γράψει ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ νόμους τιθείς, σύγγραμμα πολιτικὸν γράφων καὶ μεγάλην τινὰ ἐν αὐτῷ βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν, οὕτω μὲν ὄνειδος τῷ γράφοντι, εἴτε τίς φησιν εἴτε μή: τὸ γὰρ ἀγνοεῖν ὕπαρ τε καὶ ὄναρ δικαίων [277e] καὶ ἀδίκων πέρι καὶ κακῶν καὶ ἀγαθῶν οὐκ ἐκφεύγει τῇ ἀληθείᾳ μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι, οὐδὲ ἂν ὁ πᾶς ὄχλος αὐτὸ ἐπαινέσῃ.
Φαῖδρος
οὐ γὰρ οὖν.
Σωκράτης
ὁ δέ γε ἐν μὲν τῷ γεγραμμένῳ λόγῳ περὶ ἑκάστου παιδιάν τε ἡγούμενος πολλὴν ἀναγκαῖον εἶναι, καὶ οὐδένα πώποτε λόγον ἐν μέτρῳ οὐδ᾽ ἄνευ μέτρου μεγάλης ἄξιον σπουδῆς γραφῆναι, οὐδὲ λεχθῆναι ὡς οἱ ῥαψῳδούμενοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς πειθοῦς ἕνεκα ἐλέχθησαν, ἀλλὰ τῷ [278a] ὄντι αὐτῶν τοὺς βελτίστους εἰδότων ὑπόμνησιν γεγονέναι, ἐν δὲ τοῖς διδασκομένοις καὶ μαθήσεως χάριν λεγομένοις καὶ τῷ ὄντι γραφομένοις ἐν ψυχῇ περὶ δικαίων τε καὶ καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐν μόνοις ἡγούμενος τό τε ἐναργὲς εἶναι καὶ τέλεον καὶ ἄξιον σπουδῆς: δεῖν δὲ τοὺς τοιούτους λόγους αὑτοῦ λέγεσθαι οἷον ὑεῖς γνησίους εἶναι, πρῶτον μὲν τὸν ἐν αὑτῷ, ἐὰν εὑρεθεὶς ἐνῇ, ἔπειτα εἴ τινες τούτου ἔκγονοί [278b] τε καὶ ἀδελφοὶ ἅμα ἐν ἄλλαισιν ἄλλων ψυχαῖς κατ᾽ ἀξίαν ἐνέφυσαν: τοὺς δὲ ἄλλους χαίρειν ἐῶν—οὗτος δὲ ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ κινδυνεύει, ὦ Φαῖδρε, εἶναι οἷον ἐγώ τε καὶ σὺ εὐξαίμεθ᾽ ἂν σέ τε καὶ ἐμὲ γενέσθαι.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν ἔγωγε βούλομαί τε καὶ εὔχομαι ἃ λέγεις.
Σωκράτης
οὐκοῦν ἤδη πεπαίσθω μετρίως ἡμῖν τὰ περὶ λόγων: καὶ σύ τε ἐλθὼν φράζε Λυσίᾳ ὅτι νὼ καταβάντε ἐς τὸ Νυμφῶν νᾶμά τε καὶ μουσεῖον ἠκούσαμεν λόγων, οἳ ἐπέστελλον [278c] λέγειν Λυσίᾳ τε καὶ εἴ τις ἄλλος συντίθησι λόγους, καὶ Ὁμήρῳ καὶ εἴ τις ἄλλος αὖ ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέθηκε, τρίτον δὲ Σόλωνι καὶ ὅστις ἐν πολιτικοῖς λόγοις νόμους ὀνομάζων συγγράμματα ἔγραψεν: εἰ μὲν εἰδὼς ᾗ τὸ ἀληθὲς ἔχει συνέθηκε ταῦτα, καὶ ἔχων βοηθεῖν, εἰς ἔλεγχον ἰὼν περὶ ὧν ἔγραψε, καὶ λέγων αὐτὸς δυνατὸς τὰ γεγραμμένα φαῦλα ἀποδεῖξαι, οὔ τι τῶνδε ἐπωνυμίαν ἔχοντα δεῖ [278d] λέγεσθαι τὸν τοιοῦτον, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ οἷς ἐσπούδακεν ἐκείνων.
Φαῖδρος
τίνας οὖν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῷ νέμεις;
Σωκράτης
τὸ μὲν σοφόν, ὦ Φαῖδρε, καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν: τὸ δὲ ἢ φιλόσοφον ἢ τοιοῦτόν τι μᾶλλόν τε ἂν αὐτῷ καὶ ἁρμόττοι καὶ ἐμμελεστέρως ἔχοι.
Φαῖδρος
καὶ οὐδέν γε ἀπὸ τρόπου.
Σωκράτης
οὐκοῦν αὖ τὸν μὴ ἔχοντα τιμιώτερα ὧν συνέθηκεν ἢ ἔγραψεν ἄνω κάτω στρέφων ἐν χρόνῳ, πρὸς ἄλληλα [278e] κολλῶν τε καὶ ἀφαιρῶν, ἐν δίκῃ που ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα ἢ νομογράφον προσερεῖς;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
ταῦτα τοίνυν τῷ ἑταίρῳ φράζε.
Φαῖδρος
τί δὲ σύ; πῶς ποιήσεις; οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τὸν σὸν ἑταῖρον δεῖ παρελθεῖν.
Σωκράτης
τίνα τοῦτον;
Φαῖδρος
Ἰσοκράτη τὸν καλόν: ᾧ τί ἀπαγγελεῖς, ὦ Σώκρατες; τίνα αὐτὸν φήσομεν εἶναι;
Σωκράτης
νέος ἔτι, ὦ Φαῖδρε, Ἰσοκράτης: ὃ μέντοι μαντεύομαι [279a] κατ᾽ αὐτοῦ, λέγειν ἐθέλω.
Φαῖδρος
τὸ ποῖον δή;
Σωκράτης
δοκεῖ μοι ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους τὰ τῆς φύσεως, ἔτι τε ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι: ὥστε οὐδὲν ἂν γένοιτο θαυμαστὸν προϊούσης τῆς ἡλικίας εἰ περὶ αὐτούς τε τοὺς λόγους, οἷς νῦν ἐπιχειρεῖ, πλέον ἢ παίδων διενέγκοι τῶν πώποτε ἁψαμένων λόγων, ἔτι τε εἰ αὐτῷ μὴ ἀποχρήσαι ταῦτα, ἐπὶ μείζω δέ τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ θειοτέρα: φύσει γάρ, ὦ φίλε, ἔνεστί τις φιλοσοφία [279b] τῇ τοῦ ἀνδρὸς διανοίᾳ. ταῦτα δὴ οὖν ἐγὼ μὲν παρὰ τῶνδε τῶν θεῶν ὡς ἐμοῖς παιδικοῖς Ἰσοκράτει ἐξαγγέλλω, σὺ δ᾽ ἐκεῖνα ὡς σοῖς Λυσίᾳ.
Φαῖδρος
ταῦτ᾽ ἔσται: ἀλλὰ ἴωμεν, ἐπειδὴ καὶ τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν.
Σωκράτης
οὐκοῦν εὐξαμένῳ πρέπει τοῖσδε πορεύεσθαι;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
ὦ φίλε Πάν τε καὶ ἄλλοι ὅσοι τῇδε θεοί, δοίητέ μοι καλῷ γενέσθαι τἄνδοθεν: ἔξωθεν δὲ ὅσα ἔχω, τοῖς ἐντὸς [279c] εἶναί μοι φίλια. πλούσιον δὲ νομίζοιμι τὸν σοφόν: τὸ δὲ χρυσοῦ πλῆθος εἴη μοι ὅσον μήτε φέρειν μήτε ἄγειν δύναιτο ἄλλος ἢ ὁ σώφρων.
ἔτ᾽ ἄλλου του δεόμεθα, ὦ Φαῖδρε; ἐμοὶ μὲν γὰρ μετρίως ηὖκται.
Φαῖδρος
καὶ ἐμοὶ ταῦτα συνεύχου: κοινὰ γὰρ τὰ τῶν φίλων.
Σωκράτης
ἴωμεν.
- Αυτή η περιοχή γύρω από την Αγία Φωτεινή ήταν ειδυλλιακής ομορφιάς: υπήρχαν παιχνιδιάρικοι καταρράκτες, ένα μικρό νησί που ονομάζεται Βατραχονήσι στη μέση της κοίτης του ποταμού και μια δροσιστική δεξαμενή νερού γνωστή ως Βουθούλας .
- Βούθουλα ονόμαζαν οι παλιοί Αθηναίοι τη σημερινή θέση της Αγίας Φωτεινής παρά τον Ιλισό ποταμό όπου υπήρχε μικρή λίμνη με υπερκείμενο μικρό καταρράκτη. Εκεί λέγανε ότι γινότανε ο εφοδιασμός των Αθηναίων και των άλλων Ελλήνων της Αττικής με όπλα και πυρομαχικά στη περίοδο της Επανάστασης του 1821. Έτσι στην εποχή του Όθωνα συνέχιζαν να τιμούν το χώρο με τη παρουσία τους, συχνάζοντας εκεί το βράδυ «όλοι οι απόκληροι της τότε κοινωνίας» καθιστώντας το χώρο μάλλον επικίνδυνο. Αντίθετα την ημέρα ο χώρος ήταν αρκετά ειδυλλιακός και οι νεαρές Αθηναίες κατέβαιναν και έπλεναν εκεί τα «παλάγια», όπως αποκαλούσαν τότε τα προς πλύση ρούχα τους καθώς και μικρά παιδιά που έκαναν εκεί μπάνιο. Το δε 1868 είχε σημειωθεί και πνιγμός 10χρονου παιδιού.Επίσης παιδι είχε πνιγεί και στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής
Φαῖδρος
Συγγραφέας: Πλάτων
Πάπυρος με τον Φάιδρο του Πλάτωνα |
ΜΕ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Κ. ΓΟΥΝΑΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Π Λ Α Τ Ω Ν Ο Σ ΦΑΙΔΡΟΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ - ΦΑΙΔΡΟΣ
Σωκράτης
Φίλε Φαίδρε, πού πηγαίνεις και πόθεν έρχεσαι;
Φαίδρος
Έρχομαι, Σωκράτη, από του Λυσίου (9), του υιού του Κεφάλου· πηγαίνω
δε να περιπατήσω έξω του τείχους της πόλεως· διότι πολλάς ώρας
επέρασα εκεί καθήμενος από το πρωί· ακολουθών δε το παράγγελμα του
Ακουμενού (10), του κοινού μας φίλου, κάμνω τους περιπάτους μου εις
τας οδούς· διότι διισχυρίζεται ότι είναι πλέον ξεκουραστικοί οι
περίπατοι εις τας οδούς παρά εις τους τόπους όπου τρέχουν οι νέοι (11).
Σωκράτης
Έχει δίκαιον, φίλε μου. Αλλ' ο Λυσίας ευρίσκετο καθώς φαίνεται εις
την πόλιν (12).
Φαίδρος
Ναι, κοντά 'ς τον Επικράτη (133), εις τούτο εδώ το σπίτι του
Μορύχου (14), το πλησίον του ναού του Ολυμπίου Διός.
Σωκράτης
Ποίον λοιπόν θέμα σας απησχόλησε; ή δίχως άλλο ο Λυσίας σας
εφιλοδώρει λόγους;
Φαίδρος
Θα το μάθης, εάν είσαι εύκαιρος να προχωρούμεν και να μ' ακούης.
Σωκράτης
Διατί τάχα μου λέγεις τούτο; Δεν με νομίζεις ότι θα θεωρήσω, ίνα
είπω κατά Πίνδαρον, &πράγμα και ασχολίας υπέρτερον& (15) το ν'
ακούσω το θέμα εις το οποίον συ και ο Λυσίας διετρίψατε (16).
Φαίδρος
Εμπρός λοιπόν.
Σωκράτης
Δύνασαι ν' αρχίσης τον λόγον.
Φαίδρος
Και μα την αλήθειαν, Σωκράτη, αποβλέπει εις σε το άκουσμα· διότι
ακριβώς ο λόγος, ο οποίος μας απησχόλησε δεν γνωρίζω κατά ποίαν
σύμπτωσιν ήτον ερωτικός (17). Έχει γράψει δηλαδή ο Λυσίας αυτό
τούτο ακριβώς το παιγνιώδες, ότι ωραίος τις νέος προκαλούμενος υπό
τινος μη αγαπώντος αυτόν πρέπει, λέγει, να ευνοήση μάλλον τούτον
παρά τον αγαπώντα.
Σωκράτης
Ω τον έξοχον! Ομοίως ηδύνατο να γράψη ότι πρέπει να προτιμά κανείς
την πτωχείαν παρά τον πλούτον, τα γηρατεία παρά την νεότητα και
όλας τας άλλας δυσμενείας αι οποίαι ανήκουν και εις εμέ και εις
τους πολλούς εξ ημών· αληθώς αυτά θα τα έλεγεν άνθρωπος
φιλοφρονητικός και θέλων να ωφελήση τον λαόν (18). Τόσον πολύ
λοιπόν εγώ τουλάχιστον έχω επιθυμήσει ν' ακούσω τον λόγον, ώστε,
εάν κάμης τον περίπατόν σου πεζή εις τα Μέγαρα, και κατά την
μέθοδον του Ηροδίκου (19), άμα επανέλθης εις το τείχος των Αθηνών,
πάλιν αρχίσης την πορείαν, εγώ δεν θα σε αφήσω καθόλου.
Φαίδρος
Τι λέγεις, καλέ Σωκράτη; νομίζεις, όσα συνέθηκεν ο Λυσίας,
δεινότατος συγγραφεύς μεταξύ των συγχρόνων, εις μακρόν διάστημα και
με πολλήν άνεσιν, ότι εγώ ο άπειρος είμαι ικανός ν' απομνημονεύσω
επαξίως εκείνου; Είμαι πολύ μακράν αν και θα ήθελα βεβαίως να είχα
μάλλον αυτό το προσόν ή πολλά χρήματα.
Σωκράτης
Ω Φαίδρε, εάν εγώ τον Φαίδρον δεν γνωρίζω τότε και τον εαυτόν μου
έχω λησμονήσει. Αλλά βεβαίως τίποτε από αυτά τα δύο δεν συμβαίνει.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι εκείνος ακούων λόγον του Λυσίου δεν τον
ήκουσε μόνον μίαν φοράν, αλλ' επαναλαμβάνων πολλάς φοράς αυτόν,
παρεκάλει τον Λυσίαν να του τον λέγη· αυτός δ' επείθετο προθύμως·
και όμως εις τον Φαίδρον ουδέ ταύτα ήσαν αρκετά, αλλ' εις το τέλος
παρέλαβε το βιβλίον και επέστησε την προσοχήν του εις όσα μέρη του
ήρεσαν, κ' έκαμνε τούτο καθήμενος από το πρωί, έως ότου εκουράσθη
κ' εξήλθεν εις περίπατον, καθώς εγώ μα τον κύνα (20) νομίζω, αφού
έμαθεν απ' έξω τον λόγον, εκτός αν ήτο τις πάρα πολύ μακρός.
Επήγαινε δ' έξω του τείχους ίνα τον μελετά [με άνεσιν]. Όταν δε
συνήντησε τον έχοντα την νόσον ν' ακούη λόγους, καθ' ην στιγμήν τον
είδε ηυχαριστήθη διότι θα έχη άνθρωπον να συμμερισθή τον άμετρόν
του ενθουσιασμόν και τον προέτρεπε να προχωρώσιν· αλλ' όταν ο των
λόγων εραστής τον παρεκάλεσε να λέγη εκείνος, έκαμνε τον δύσκολον
ως εάν δήθεν δεν είχεν επιθυμίαν να λέγη. Είχεν όμως απόφασιν εις
το τέλος, και εάν δεν ήθελε κανείς εκουσίως ν' ακούη, διά της βίας
να του είπη τον λόγον (21). Συ λοιπόν, Φαίδρε, παρακάλεσέ τον,
εκείνο που θα κάμη εν πάση περιπτώσει, γρήγορα να το κάμη αυτήν δα
την στιγμήν.
Φαίδρος
Μα την αλήθειαν δι' εμέ πολύ καλύτερον είναι όπως ημπορέσω να σου
επαναλάβω τον λόγον· διότι καθώς μου φαίνεσαι δεν θα με παραιτήσης
καθόλου, εάν οπωσδήποτε δεν σου είπω.
Σωκράτης
Πάρα πολύ αληθώς εσκέφθης περί εμού.
Φαίδρος
Έτσι δα λοιπόν θα κάμω. Είναι αληθές βέβαια, Σωκράτη, ότι δεν έμαθ'
απ' έξω όλον τον λόγον κατά λέξιν, την έννοιαν όμως όλων των
επιχειρημάτων, με τα οποία αποδεικνύει ότι διαφέρουσιν αι σχέσεις
και τα αισθήματα του ερώντος από τα του μη ερώντος, συνοπτικώς κατά
σειράν θα διεξέλθω, αρχίζων από το πρώτον.
Σωκράτης
Αλλ' αφού πρώτα μου δείξης, αγάπη μου, τι άραγε έχεις εις το
αριστερόν χέρι κάτω από το ιμάτιον· διότι υποψιάζομαι ότι κρύβεις
τον ίδιον τον λόγον. Και εάν το επέτυχα, πρέπει να κάνης την εξής
σκέψιν περί εμού, ότι καίτοι σε αγαπώ πάρα πολύ, δεν θα παραδεχθώ
όμως, ενώ είναι παρών ο Λυσίας να παρέχω τον εαυτόν μου εις σε διά
ν' ασκήσαι εις τας μελέτας σου επάνω μου. Αλλ' εμπρός, δείκνυε τι
έχεις.
Φαίδρος.
Φθάνει. Μου απεδίωξες την ελπίδα, Σωκράτη, την οποίαν είχα ν'
ασκηθώ επάνω σου. Αλλά πού λοιπόν θέλεις να καθίσωμεν διά να
διαβάσωμεν τον λόγον;
Σωκράτης
Έλα ν' αλλάξωμεν δρόμον και να υπάγωμεν προς τον Ιλισσόν, κατόπιν
εις όποιον μέρος ήθελε μας αρέσει θα καθίσωμεν με ησυχίαν.
Φαίδρος
Εις κατάλληλον στιγμήν, ως φαίνεται, ευρέθηκα ανυπόδητος· εσύ δα
είσαι πάντοτε. Πολύ εύκολα λοιπόν μπορούμε να πηγαίνωμεν βρέχοντες
τα πόδια μας εις το νεράκι του ποταμού, εξ άλλου δεν είναι και
δυσάρεστον να γίνεται τούτο κατ' αυτήν εδώ την ώραν του έτους και
της ημέρας.
Σωκράτης
Βάδιζ' εμπρός, κ' εξέταζε συγχρόνως πού θα καθίσωμεν.
Φαίδρος
Βλέπεις εκείνον τον υψηλότατον πλάτανον;
Σωκράτης
Πώς όχι;
Φαίδρος
Εκεί και σκιά είναι και φυσά ολίγον, και χλόη υπάρχει να καθίσωμεν
ή να γύρωμεν εάν θέλωμεν.
Σωκράτης
Μπορείς να προχωρήσης.
Φαίδρος
Ειπέ μου, Σωκράτη, δεν λέγουν ότι από αυτό εδώ κάπου το μέρος ο
Βορέας απήγαγε την Ωρείθυιαν;
Σωκράτης
Ναι, το λέγουν.
Φαίδρος
Πραγματικώς λοιπόν από εδώ; διότι φαίνονται γεμάτα χάριν και καθαρά
και διαφανή τα νεράκια εδώ, και πρόσφορα για να παίζουν κόρες κοντά
των.
Σωκράτης
Όχι απ' εδώ, αλλ' από παρά κάτω δύο ή τρία στάδια, όπου διαβαίνομεν
προς το ιερόν της Άγρας· (22) και αυτού κάπου υπάρχει βωμός τις του
Βορέου.
Φαίδρος
Δεν ενόησα πολύ καλά· αλλ' ειπέ μου μα τον θεόν, Σωκράτη, είσαι συ
πεπεισμένος ότι τούτο το μυθολόγημα είναι αληθές;
Σωκράτης Αλλ' εάν δεν τα επίστευον, καθώς οι σοφοί, δεν θα ήμουν παράλογος· κατόπιν όμως σκεπτόμενος εσχημάτισα την γνώμην, ότι την Ωρείθυιαν θα έσπρωξε προς τα κάτω των πλησίον βράχων πνοή του Βορέου, ενώ έπαιζεν εκεί με την Φαρμακείαν, και ο τοιούτος θάνατος της έγινεν αιτία να λεχθή ότι ανηρπάγη από τον Βορέαν· [ή δυνάμεθα ακόμη να είπωμεν ότι από τον Άρειον Πάγον· διότι φέρεται εξ άλλου και η διάδοσις αυτή, ότι απ' εκεί και όχι απ' εδώ ηρπάσθη]. Εγώ δε, Φαίδρε, θεωρώ μεν ότι από μίαν έποψιν είναι νόστιμοι αι τοιαύται εξηγήσεις, αλλ' όμως έχουσιν ανάγκην από άνθρωπον πάρα πολύ ικανόν και ο οποίος θα κοπιάση υπερβολικά και δεν θα επιτύχη πάρα πολλά, όχι δι' άλλον κανένα λόγον, αλλά διότι θα ευρεθή εις την ανάγκην μετά την εξήγησιν αυτήν [της αρπαγής της Ωρειθυίας] και την μορφήν των Ιπποκενταύρων να ερμηνεύση, κ' έπειτα πάλιν την της Χιμαίρας, και τότε θα προστρέξη πληθώρα τοιούτων Γοργόνων και Πηγάσων και άλλων τινών τερατολογικών φύσεων ακαταλήπτων και διά τον μέγαν αριθμόν και διά το παράδοξον. Εις δε την εξέτασιν των τερατολογικών αυτών φύσεων, εάν τις άπιστος ων μεταχειρισθείς λαϊκήν τινα σοφίαν, προσπαθεί να συμβιβάση έκαστον άτοπον προς το πιθανόν, θα χρειασθή πολύν καιρόν αναπαύσεως· αλλ' εις εμέ δεν υπάρχει καθόλου ευκαιρία διά ν' ασχοληθώ με αυτάς τας ερεύνας· η δε αιτία τούτου, φίλε μου, είναι η εξής· δεν δύναμαι ακόμη κατά το Δελφικόν επίγραμμα (23) να γνωρίσω τον εαυτόν μου· γελοίον δε μου φαίνεται, ενώ τούτο αγνοώ, να εξετάζω τα ξένα. Διά τούτο ακριβώς τα παρήτησα και πειθόμενος εις ό,τι πιστεύουν κοινώς περί τούτων, καθώς σου έλεγον τώρα, δεν εξετάζω αυτά αλλά τον εαυτόν μου, εάν είμαι θηρίον τι πολυπλοκώτερον του Τυφώνος (24) και περισσότερον μανιακόν, ή εάν είμαι ζώον και ημερώτερον και απλούστερον, το οποίον μετέχει θεϊκής τινος και λογικής φύσεως. Αλλά, φίλε μου, ανάμεσα εις την συνομιλίαν, ειπέ μου τούτο εδώ το δένδρον είναι αρά γε προς το οποίον μας ωδήγεις;
Φαίδρος Αυτό το ίδιον.
Σωκράτης
Μα την Ήραν, πολύ ωραίον το καταφύγιον! Πόσον είναι πλατύς και
υψηλός ο πλάτανος αυτός, και της λυγαριάς το ύψος και η πυκνή σκιά
πόσον εξαίρετα, και πόσον ακμάζει η άνθησις ως να ήθελε να ευωδιάση
τον τόπον· εξ άλλου γεμάτη γλυκύτητα είναι και η πηγή που τρέχει
κάτω από τον πλάτανον με υπερβολικά ψυχρό νερό, καθώς δύναται
τουλάχιστον να συμπεράνη κανείς με το πόδι του· εις Νύμφας τινάς
και εις τον ποταμόν Αχελώον φαίνεται ότι είναι το μέρος
αφιερωμένον, εάν κρίνη κανείς, από της κούκλες και τα αγάλματα αυτά
εδώ. Εάν δε πάλιν θέλης [και άλλα], το καλό αεράκι πού πνέει εις
τον τόπον πόσον είναι επιθυμητόν και πολύ γλυκύ· με θερινόν και
λιγυρόν ήχον συνοδεύει την χορωδίαν των τεττίγων. Αλλ' εκείνο που
παρέχει το περισσότερον θέλγητρον εξ όλων είναι η χλόη η οποία
φυτρώνουσα εις μέρος ελαφρώς κεκλιμένον είναι εξαίρετα
διασκευασμένη διά να γύρη κανείς την κεφαλήν. Ώστε, αγαπητέ Φαίδρε,
άριστα με εξενάγησες.
Φαίδρος
Συ δα πλέον, θαυμάσιε Σωκράτη, μου φαίνεσαι περιεργότατος άνθρωπος·
διότι πραγματικώς με τους λόγους σου αυτούς ομοιάζεις με κάποιον
ξένον επισκέπτην και όχι με εντόπιον· ενώ κατά τα φαινόμενα ούτε
έξω των συνόρων ταξιδεύεις ούτε έξω του τείχους καθόλου δεν
εξέρχεσαι.
Σωκράτης
Συγχώρησέ με, καλέ μου φίλε, τούτο, επειδή αγαπώ πολύ να μανθάνω·
οι μεν λοιπόν τόποι και τα δένδρα δεν θέλουσι τίποτε να με
διδάσκωσι παρά μόνον οι άνθρωποι εις την πόλιν. Συ όμως φαίνεσαι
ότι μου το έχεις εύρει το φάρμακον της εξόδου· διότι καθώς οδηγούν
τα πεινασμένα ζώα με το να σείουν εμπρός των θαλερόν κλάδον ή
κανένα καρπόν, έτσι και συ εις εμέ προτείνων λόγους εντός βιβλίων
γραμμένους, φαίνεσαι ότι θα με περιφέρης εις όλην την Αττικήν και
εις όποιον άλλο μέρος θα ήθελες. Τώρα λοιπόν εις το παρόν εδώ
φθάσας, εγώ μεν έχω επιθυμίαν να ξαπλωθώ, συ δε έκλεξε αυτήν την
θέσιν με την οποίαν νομίζεις ότι ευκολώτατα θ' αναγινώσκης και
αναγίνωσκε.
Φαίδρος Άκουε λοιπόν.
Λόγος τον Λυσίου
Διά μεν τα ιδικά μου αισθήματα γνωρίζεις καλά, και καθώς νομίζω έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων μου. Έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο μόνον, ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου. Διότι οι ερώντες μεταμελούνται τότε δι' όσα προσέφερον [εις το αντικείμενον του πάθους των], όταν θα κορεσθώσι της επιθυμίας· εις δε τους μη ερώντας δεν θα έλθη ποτέ καιρός καθ' ον θα μεταμεληθώσι. Διότι δεν αναγκάζονται [υπό του πάθους των], αλλ' εκουσίως, αφού ήθελον σκεφθή άριστα προς τακτοποίησιν των ιδιωτικών των συμφερόντων, αναλόγως της δυνάμεως των προσφέρουσι. Προσέτι δε οι μεν ερώντες υπολογίζουσι τας ζημίας τας οποίας επέφερον εις τας υποθέσεις των χάριν του έρωτος και τα χαρίσματα τα οποία εχορήγησαν και, αφού προσθέσουν και όσα υπέφερον, ευρίσκουν ότι προ πολλού έχουσι πληρώσει εις τους αγαπωμένους την αξίαν της αγάπης των· οι δε μη ερώντες δεν είναι δυνατόν να προφασισθώσιν ότι ένεκα του έρωτος ημέλησαν τας υποθέσεις των, ούτε να υπολογίζωσι τα περασμένα βάσανά των, ούτε να παραπονεθώσι διά τας φιλονικίας πού έκαμον με την οικογένειάν των· ώστε αφού αφαιρεθώσι τόσον πολλά κακά, τίποτε άλλο δεν μένει παρά να κάμνωσι με προθυμίαν όσας πράξεις νομίζουν ότι θα είναι ευχάριστοι εις τους αγαπωμένους. Προσέτι δε δεν αξίζει να προτιμώνται οι ερώντες διά τούτο, διότι λέγουν ότι αυτοί προ πάντων αγαπώσι όσους αγαπούν και είναι πρόθυμοι και με λόγους και με έργα να χαρισθώσιν εις αυτούς, έστω και αν αποστρέφωνται από τους άλλους. Είναι ευκολώτατον να κατανοηθή εάν αυτοί λέγωσι την αλήθειαν, διότι όσους ήθελον αγαπήσει ύστερον, εκείνους θα τους εκτιμήσωσι πολύ περισσότερον από τους πρώτους, και είναι φανερόν ότι και θα τους κακοποιήσωσιν ακόμη [τους πρώτους], εάν φανή καλόν εις τους τελευταίους.
Είναι λοιπόν εύλογον να παράσχη κανείς την τόσον πολύτιμον εύνοιάν του εις άνθρωπον έχοντα τόσον μεγάλην νόσον, την οποίαν ουδέ να επιχειρήση να θεραπεύση δεν δύναται κανείς πολύπειρος άνθρωπος; Αφού και οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι μάλλον άρρωστοι παρά εις τα καλά των και ότι γνωρίζουν ότι κακώς σκέπτονται, αλλά δεν δύνανται να συγκρατήσουν τον εαυτόν των· ώστε πώς είναι δυνατόν, εάν συνέλθουν εις τα λογικά των, να θεωρήσουν ότι καλώς έχουν αι αποφάσεις των, αφού τας έλαβον εις τοιαύτην νοσηράν κατάστασιν; Προσέτι εάν μεν θελήσης να εκλέξης εκ των ερώντων τον κάλλιστον, η εκλογή σου θα γίνη μεταξύ ολίγων· ενώ εάν εκλέξης εκ των μη ερώντων τον εις σε καταλληλότατον [η εκλογή σου θα είναι ευκολωτέρα διότι] εκ πολλών θα εκλέξης· ώστε πολύ μεγαλυτέρα ελπίς υπάρχει να επιτύχης μεταξύ των πολλών τον άξιον της φιλίας σου.
Εάν πάλιν φοβήσαι την κοινήν γνώμην, μήπως δηλαδή δυσφημισθής υπό των ανθρώπων, εάν μάθωσι τας σχέσεις σου, επόμενον είναι, οι μεν ερώντες, επειδή νομίζουσιν ότι φθονούνται υπό των άλλων, όπως αυτοί φθονούσι τους άλλους, να επαρθώσι διαδίδοντες το κατόρθωμά των και να φιλοτιμώνται να επιδεικνύουν εις όλους ότι ματαίως δεν εκοπίασαν· οι δε μη ερώντες, κύριοι των εαυτών των γενόμενοι, θα προτιμήσωσι την ωφέλειαν [εκ των σχέσεών των] παρά την κενοδοξίαν [να θεωρηθώσι ζηλευτοί] από τους ανθρώπους. Προσέτι δε κατ' ανάγκην πολλοί θα μάθωσι και θ' αντιληφθώσι το πράγμα, επειδή οι ερώντες έχουσιν ως κύριον έργον των τούτο, το ν' ακολουθώσι τους αγαπωμένους, ώστε και όταν ακόμη ιδωθώσι να συνομιλούν μεταξύ των, παρέχουν την υπόνοιαν ότι έγινεν ή μέλλει να γίνη η επιθυμία της συνευρέσεως· οι δε μη ερώντες ουδέ παρέχουσι καν υποψίαν ότι προσπαθούσι δι' επιθυμίαν, επειδή γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι κατ' ανάγκην ούτοι συνομιλούν με κάποιον ένεκα φιλίας ή ένεκα άλλης τινός εύχαριστήσεως. Και αν μεν λοιπόν σε φοβίζη η σκέψις ότι είναι δύσκολον να διατηρηθή μόνιμος η φιλία, και ότι εάν συμβή ρήξις, όταν η σχέσις σου δεν είναι ερωτική, θα βλαβώσι και οι δύο από κοινού, συλλογίσου πόσον μεγάλην βλάβην θα φέρη εις σε μόνον η ρήξις σου προς τους ερώντας, όταν έχης παραδώσει ό,τι πολυτιμότερον εις αυτούς, τους οποίους ευλόγως πρέπει να φοβήσαι περισσότερον, διότι πολλαί αφορμαί παρέχουν εις αυτούς λύπας και όλα τα νομίζουσιν ότι γίνονται προς βλάβην ιδικήν των. Δι' αυτό ακριβώς και τας συναναστροφάς των αγαπωμένων προς άλλους ανθρώπους αποτρέπουσιν, επειδή φοβούνται μήπως οι μεν πλούσιοι διά των χρημάτων τους υπερβάλωσιν, οι δε πεπαιδευμένοι μήπως διά της περισκέψεώς των αναδειχθώσι καλύτεροί των, προφυλάσσονται δε από την επιρροήν κάθε προτερήματος, το οποίον θα έχουν οι άλλοι· και αφού σε πείσουν να μισηθής υπ' εκείνων σε κάμουν τοιουτοτρόπως έρημον φίλων, εάν δε, αποβλέπουν εις το συμφέρον σου, έχης γνώμην καλυτέραν από εκείνους, θα έλθης με αυτούς εις ρήξιν· όσοι δε μη ερώντες επέτυχον την επιθυμίαν των ένεκα της αρετής των, δεν φθονούσι τους συναναστρρεφομένους με σας, αλλά τουναντίον μισούσι τους αποκρούοντας την συναναστροφήν σας θεωρούντες την αποφυγήν των ως περιφρόνησιν, ενώ την επικοινωνίαν των άλλων ως ωφέλειαν, ώστε υπάρχει ελπίς εκ του ζητήματος της συναναστροφής να επιτείνεται η φιλία παρά να γεννάται έχθρα.
Και μάλιστα πολλοί των ερώντων κατελήφθησαν πρώτα από την επιθυμίαν του σώματος πριν να γνωρίσωσι τας διαθέσεις του αγαπωμένου και δοκιμάσωσι τον χαρακτήρα του, ώστε δεν είναι φανερόν εάν θα θελήσωσι να διατηρήσωσι την φιλίαν των τότε, όταν θα παύσωσι να επιθυμώσιν. Οι δε μη ερώντες οι οποίοι και πρότερον ως φίλοι εγνώρισαν τους αγαπωμένους, επόμενον είναι ότι δεν θα ελαττώσωσι την φιλίαν των προς αυτούς διότι θα λάβωσιν ευνοίας παρ' εκείνων, αλλά τουναντίον αυταί αι εύνοιαι θα χρησιμεύσουν ως κεφάλαια μελλουσών απολαυών· και αν μεν λοιπόν επιδιώκης την βελτίωσίν σου πείθου εις εμέ και όχι εις εραστήν. Διότι οι ερασταί και παρά την αλήθειαν επαινούσι κάθε λόγον και κάθε πράξιν σου, είτε διότι φοβούνται μη σε δυσαρεστήσωσι είτε διότι και οι ίδιοι απατώνται ένεκα του πάθους των διότι τοιαύτας πλάνας παρέχει ο έρως· όταν δυστυχούσιν εις τον έρωτα, τους κάμνει να νομίζωσι λυπηρά και τα πράγματα τα οποία δεν παρέχουσιν εις τους άλλους λύπην· όταν ευτυχούσι δε, αναγκάζει να εγκωμιάζωσι πράγματα τα οποία οι άλλοι θεωρούσιν ανάξια ευχαριστήσεως· ώστε πολύ περισσότερον αρμόζει να ελεή τις παρά να ζηλεύη τους αγαπωμένους. Εάν δε εις εμέ πείθεσαι, πρώτον μεν δεν θα σε συναναστραφώ αποβλέπων εις την εφήμερον ηδονήν, αλλά και εις την μέλλουσαν ωφέλειάν σου, μη κυριευόμενος από τον έρωτα, αλλά συγκρατών τον εαυτόν μου, ουδέ διά μικράς αφορμάς ευθύς εις ισχυράν έχθραν παραφερόμενος, αλλά διά μεγάλας αιτίας βραδέως ολίγον μόνον οργιζόμενος, παρέχων συγγνώμην εις τα ακούσια αδικήματά σου, τα δε εκούσια προσπαθών ν' αποτρέπω· διότι αυταί είναι αποδείξεις φιλίας, η οποία θα διατηρηθή πολύν χρόνον. Εάν δε εις σε υπάρχη η γνώμη ότι δεν δύναται να προκύψη ισχυρά φιλία χωρίς έρωτα, πρέπει να συλλογισθής, ότι [εν τοιαύτη περιπτώσει] δεν θα ενδιαφερώμεθα τόσον πολύ διά τους υιούς μας, ούτε διά τους πατέρας και τας μητέρας, ούτε θα απεκτώμεν φίλους πιστούς των οποίων η φιλία δεν πηγάζει εκ της επιθυμίας, αλλ' εξ άλλων αισθηματικών σχέσεων.
Προσέτι δε, εάν πρέπη κανείς να χαρίζεται εις τους έχοντας τας μεγίστας επιθυμίας, αρμόζει ομοίως να ευεργετή μεταξύ των άλλων ανθρώπων όχι τους μάλιστα αξίους ευεργεσίας, αλλά τους έχοντας μεγίστην πενίαν· διότι ούτοι απαλλαγέντες από μέγιστα κακά υπ' αυτού θα του χρεωστώσιν απείρους χάριτας. Τοιουτοτρόπως και εις τα ιδικά σου γεύματα δεν αξίζει να προσκαλής τους φίλους, αλλά τους επαίτας και τους πεινασμένους· διότι εκείνοι και θα σε αγαπήσουν και θα σε ακολουθήσουν και θα σε συνοδεύσουν μέχρι της θύρας και θα ευχαριστηθούν υπερβολικά και θα σου το γνωρίζουν όχι τόσον πολύ μικράν χάριν και θα σου ευχηθώσι πολλά αγαθά. Αλλ' ίσως αρμόζει να χαρίζεται τις όχι εις τους έχοντας μεγίστας επιθυμίας αλλ' εις τους δυναμένους προ πάντων ν' αποδίδωσι τας χάριτας· ουδέ εις τους απαιτούντας μόνον, αλλ' εις τους αξίους να λαμβάνωσί τι· ούτε εις τους μέλλοντας ν' απολαύσωσι την νεότητά σου, αλλ' εις εκείνους οίτινες θα σου μεταδώσωσι τα ιδικά των αγαθά κατά την πρεσβυτικήν σου ηλικίαν· ουδέ εις τους μέλλοντας μετά τας πράξεις να καυχηθούν εις τους άλλους, αλλ' εις εκείνους οίτινες εξ εντροπής θ' αποσιωπήσωσιν αυτάς εις όλους· ούτε εις εκείνους οίτινες θα σε περιποιηθώσιν ολίγον χρόνον, αλλ' εις τους μέλλοντας να διατηρήσωσι καθ' όλον τον βίον αδιάπτωτον την φιλίαν· ουδέ εις εκείνους οίτινες μετά την κατάπαυσιν της επιθυμίας θα ζητήσουν πρόφασιν έχθρας, αλλ' εις τους μέλλοντας μετά την παρέλευσιν των ηδονών της νεότητος να επιδείξωσι τότε την σταθεράν εκτίμησίν των· συ λοιπόν ενθυμού και όσα ελέχθησαν και εκείνο βάλε εις τον νουν σου, ότι τους μεν ερώντας οι φίλοι νουθετούσιν επειδή νομίζουν ότι δεν είναι καλή δουλειά ο έρως, τους δε μη ερώντας κανείς ποτέ έως τώρα εκ των ιδικών των ανθρώπων δεν τους εμέμφθη, ότι κακώς σκέπτονται διά τας υποθέσεις των διότι δεν αγαπώσιν. Ίσως μεν λοιπόν ήθελες μ' ερωτήσει εάν σε προτρέπω εις όλους τους μη αγαπώντας να χαρίζεσαι· εγώ δε νομίζω, ότι ουδ' ερών τις θα σε προέτρεπε να έχης τας αυτάς ευμενείς διαθέσεις προς όλους τους ερώντας· διότι ούτε εις τον λαμβάνοντα την χάριν [να ευνοηθή δηλαδή μετά των άλλων] είναι άξιον τούτο ίσης χάριτος, ούτε εις σε ο οποίος χαρίζεσαι εις πολλούς ομοίως θα είναι δυνατόν, όσον και να θέλης, να κρυφθής από τους άλλους· ώστε φυσικόν είναι εάν ευνοήσης εμέ να μη προέλθη καμμία βλάβη, ωφέλεια δε μόνον εις αμφοτέρους. Εγώ μεν λοιπόν νομίζω ότι είναι αρκετά όσα σου εξέθηκα, συ δε εάν επιθυμής να μάθης τι το οποίον νομίζεις ότι παρέλειψα ερώτα με.
Φαίδρος
Πώς σου φαίνεται ο λόγος, Σωκράτη; δεν είναι έκτακτος λόγος και διά
τα άλλα και διά την έκφρασιν;
Σωκράτης
Είναι λοιπόν, φίλε μου, τόσον θαυμάσιος ώστε μ' έκαμε να εκπλαγώ.
Και αυτό το έπαθα εξ αιτίας σου, Φαίδρε, διότι κατά το διάστημα της
αναγνώσεως στρεφόμενος προς σε έβλεπον το πρόσωπόν σου να φαίνεται
φαιδρόν ένεκα του λόγου· επειδή δε ενόμιζον ότι η κρίσις σου είναι
περισσότερον αρμοδία από την ιδικήν μου εις τοιαύτα θέματα, σε
ηκολούθησα και μαζί σου συνεμερίσθην τον ενθουσιασμόν και την
έμπνευσίν σου.
Φαίδρος
Καλά· θέλεις με αυτά τα λόγια να παίζης;
Σωκράτης
Σου φαίνομαι δηλαδή ότι παίζω και όχι ότι ομιλώ σπουδάζων;
Φαίδρος
Όχι βεβαίως, Σωκράτη, αλλ' ειπέ μου όσον μπορείς αληθινά, μα τον
Δία τον προστάτην της φιλίας, νομίζεις ότι άλλος τις εκ των
Ελλήνων, έχει ειπεί άλλα σπουδαιότερα και πληρέστερα περί του
θέματος τούτου;
Σωκράτης
Τι δε; πρέπει να επαινεθή ο λόγος υπ' εμού και σου εξεταζόμενος και
από ταύτην την έποψιν, εάν δηλαδή ο συγγραφεύς έχη γράψει τα
πρέποντα, ή μόνον απ' εκείνην την έποψιν, ότι δηλαδή έχει γράψει
εκάστην έκφρασιν καθαράν και στρογγύλην και μετ' ακριβολόγου
κομψότητος; Εάν δηλαδή πρέπη [να εξετασθή η έννοια του λόγου], να
με συγχωρήσης, διότι από την μικρότητά μου διέφυγεν αύτη· επειδή
μόνον εις το ρητορικόν μέρος αυτού προσείχον, εις τούτο δε νομίζω
ότι ουδέ ο ίδιος ο Λυσίας θα φανή ικανοποιημένος. Μου εφάνη λοιπόν,
Φαίδρε, εκτός εάν συ έχης άλλην γνώμην, ότι δύο και τρεις φοράς τα
ίδια επανέλαβε, επειδή φαίνεται δεν είχε μεγάλην γονιμότητα να
εκφράζη διά πολλών το αυτό πράγμα ή ίσως επειδή δεν τον έμελε διά
τούτο· και μου εφαίνετο ότι έκαμνε νεανικάς επιδείξεις ως ικανός
τάχα μετά πλείστης επιτυχίας πάντοτε να διατυπώνη το θέμα του και
ούτως και αλλέως.
Φαίδρος
Δεν κρίνεις ορθώς, Σωκράτη· διότι αυτό τούτο ακριβώς προ πάντων
περιέχει ο λόγος· ότι δηλαδή δεν παρέλειψε τίποτε εξ εκείνων τα
οποία ενυπήρχον εις την υπόθεσιν και ηδύναντο αξίως να λεχθώσι,
ώστε πέραν των όσων είπεν εκείνος να μη δύναται κανείς να είπη άλλα
περισσότερα και σπουδαιότερα.
Σωκράτης
Εις την γνώμην σου λοιπόν δεν θα είναι πλέον δυνατόν να πεισθώ·
διότι εάν κατά χάριν συμφωνήσω με σε θα με εξελέγξουν παλαιοί και
σοφοί άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι έχουν είπει και γράψει περί
αυτών των πραγμάτων.
Φαίδρος
Ποίοι είναι αυτοί; και πού συ έχεις ακούσει καλύτερα από τα του
Λυσίου;
Σωκράτης
Αυτήν την στιγμήν να σου απαντήσω ακριβώς εις αυτά δεν δύναμαι·
αλλ' είμαι βέβαιος ότι έχω ακούσει μερικά, ή ίσως της ωραίας
Σαπφούς ή του Ανακρέοντος (25) του σοφού ή και άλλων συγγραφέων.
Εις ποίας λοιπόν αποδείξεις στηριζόμενος λέγω τούτο; Αισθάνομαι, ω
θαυμάσιε, ότι είναι γεμάτο κάπως το στήθος μου από δύναμιν να είπω
άλλα πράγματα όχι χειρότερα από αυτά του Λυσίου· ότι μεν λοιπόν,
όσα ωραία δύναμαι να είπω, δεν θα είναι βγαλμένα από τον νουν μου,
το γνωρίζω πολύ καλά διότι έχω συνείδησιν της αμαθείας μου· μένει
πλέον, μου φαίνεται, να υποθέση τις ότι εγεμίσθη όλη η ψυχή μου διά
της ακοής, ως να ήμην αγγείον, από κάποια ξένα νάματα λόγων· αλλ'
όμως ένεκα της νωθρότητος και αυτό τούτο ελησμόνησα, με ποίον
τρόπον δηλαδή και από ποίους τα έχω ακούσει.
Φαίδρος
Αλλ', ευγενέστατέ μου φίλε, είναι θελητικόν ό,τι λέγεις· συ
βεβαίως, χωρίς καθόλου να σε παρακαλέσω να μου είπης από ποίους και
κατά ποίον τρόπον τα ήκουσες, κάνε μου τούτο μόνον το οποίον
εξέφρασες· να μου υποσχεθής ότι θα μου είπης άλλα καλύτερα και όχι
ολιγώτερα πράγματα έξω από τ' αναφερόμενα εις το βιβλίον του
Λυσίου· και τότε εγώ, καθώς κάμνουν οι εννέα άρχοντες, (26) σου
υπόσχομαι ότι θα αφιερώσω εις τους Δελφούς χρυσούν το άγαλμα όχι
μόνον το ιδικόν μου, αλλά και το ιδικόν σου εις φυσικόν μέγεθος.
Σωκράτης
Με αγαπάς πάρα πολύ και είσαι αληθινά χρυσός άνθρωπος, Φαίδρε, εάν
με υποθέτης διατεινόμενον ότι ο Λυσίας απέτυχεν εντελώς και ότι μου
είναι δα εύκολον να είπω άλλα νέα έξω από όλα αυτά· τούτο το πάθημα
δεν θα το επάθαινε ουδέ ο χειρότερος συγγραφεύς· παραδείγματος
χάριν εις τον εξής λόγον, ότι πρέπει να ευνοή ο νέος τον μη ερώντα
μάλλον παρά τον ερώντα, νομίζεις συ ότι ο συγγραφεύς θ' αφήση το
εγκώμιον της φρονιμότητος του μη ερώντος και τον ψόγον της
αφροσύνης του ερώντος, τα οποία κατ' ανάγκην πρέπει ν' αναφέρη, και
θα εύρη άλλα τινά να είπη; αλλά, νομίζω, ότι τα κοινά ταύτα εις τον
λόγον πρέπει να τ' ανεχθώμεν και να τα συγχωρήσωμεν· και τας μεν
τοιαύτας κοινάς εννοίας πρέπει να τας επαινέσωμεν όχι διά την εύρεσιν,
αλλά διά την διατύπωσίν των, τας δε μη κατ' ανάγκην κοινάς εννοίας και
τας δυσευρέτους πρέπει να επαινέσωμεν αποβλέποντες εκτός της
διατυπώσεώς των και εις την εύρεσίν των.
Φαίδρος
Συμφωνώ εις εκείνο που λέγεις· διότι μου φαίνεται ότι λογικώς έχεις
θέσει το ζήτημα, θα κάμω λοιπόν κ' εγώ έτσι παρομοίως· θα σου
προσδιορίσω την υπόθεσιν, ότι ο ερών νοσεί περισσότερον του μη
ερώντος, περί δε των λοιπών, όταν είπης πλουσιώτερα και
σπουδαιότερα από τα του Λυσίου, τότε ας είναι στημένος εις την
Ολυμπίαν, πλησίον του αφιερώματος των Κυψελίδων, (27) ο ανδριάς σου
κατεσκευασμένος από σφυρηλατημένον χρυσόν.
Σωκράτης
Λαμβάνεις σπουδαίως το πράγμα, Φαίδρε, διότι με τ' αστεία μου σου
επείραξα τον παίδα τον οποίον αγαπάς και διά τούτο λοιπόν νομίζεις
ότι αληθώς θα επιχειρήσω να είπω άλλο τι ποικιλώτερον, αφ' ό,τι
σοφόν έχει γράψει ο Λυσίας;
Φαίδρος
Προκειμένου περί τούτου, φίλε μου, εις τας ομοίας με τας ιδικάς μου
προσποιήσεις έφθασες. Πρέπει βεβαίως να ομιλήσης με κάθε τρόπον
όπως μπορείς. Δείξε δε κάποιαν προφύλαξιν ίνα μη ανταποδίδοντες τα
ίσα μεταξύ μας, αναγκαζώμεθα να επαναλαμβάνωμεν τας φορτικάς σκηνάς
των κωμωδιών και μη θέλε να με αναγκάσης να σου λέγω εκείνο το «εάν
εγώ, ω Σωκράτη, τον Σωκράτην δεν γνωρίζω, έχω λησμονήσει και τον
εαυτόν μου» και ότι «επεθύμει μεν να λέγη, αλλ' έκαμνε τον
δύσκολον»· αλλά σκέψου ότι δεν θ' αναχωρήσωμεν απ' εδώ προτού συ
είπης όσα ωμολόγησες ότι κρύπτεις εντός του στήθους σου. Είμεθα δε
μόνοι εις την ερημίαν, ισχυρότερος δε είμ' εγώ και νεώτερος, εξ
όλων δε τούτων άκουσε τι σου λέγω και μη θελήσης καθόλου διά της
βίας μάλλον να λέγης ή με την θέλησίν σου.
Σωκράτης
Αλλά, καλότυχε Φαίδρε, γελοίος θα φανώ όταν αυτοσχεδιάζω διά τα
ίδια πράγματα με τα οποία ησχολήθη δόκιμος συγγραφεύς.
Φαίδρος
Μάθε τούτο· να παύσης να καμαρώνης προς εμέ· διότι πλησιάζω να
εκτελέσω εκείνο που είπα, να σε κάμω δηλαδή διά της βίας να λέγης.
Σωκράτης
Μετριώτερον ομίλει.
Φαίδρος
Όχι, αλλά και σου το επαναλαμβάνω· ο δε λόγος μου θα είναι όρκος.
Σου ορκίζομαι δηλαδή — εις ποίον όμως; εις ποίον εκ των θεών; ή
θέλεις εις τον πλάτανον αυτόν εδώ; — ότι αληθώς, εάν δεν μου είπης
τον λόγον ενώπιον του πλατάνου τούτου, ουδέποτε εις σε κανένα άλλον
λόγον κανενός συγγραφέως ούτε θα σου αναγνώσω ούτε θα σου
απαγγείλω.
Σωκράτης
Α, κακόβουλε! πόσον καλά, διά να εκτελέσης τον σκοπόν σου, ανεύρες
την αδυναμίαν ανδρός φίλου των λόγων.
Φαίδρος
Τι λοιπόν έχεις και στριφογυρίζεις;
Σωκράτης
Τίποτε πλέον, μετά τον όρκον σου τούτον· διότι πώς θα ηδυνάμην να
υποφέρω την απομάκρυσίν μου από τοιούτον τραπέζι;
Φαίδρος
Λέγε δα!
Σωκράτης
Γνωρίζεις λοιπόν τι θα κάμω;
Φαίδρος
Περί τίνος;
Σωκράτης
Σκεπασμένος θα λέγω, διά να δυνηθώ όσον το δυνατόν τάχιστα να
διεξέλθω τον λόγον, και να μη κομπιάζω ένεκα της εντροπής όταν θα
βλέπω προς σε.
Φαίδρος Λέγε μόνον, τα δε άλλα όπως σου αρέσουν κάμνε.
Σωκράτης
&Πρώτος λόγος Σωκράτους&
Ελάτε λοιπόν, Μούσαι &λίγειαι&, καθώς σας επονομάζουν είτε διά το καλλίφωνον του άσματός σας, είτε διά την πολλήν αγάπην πού έχει προς την μουσικήν ο λαός των Λιγύων, βοηθήσατέ με να διεξέλθω τον λόγον, τον οποίον ο καλός μου εδώ Φαίδρος με αναγκάζει να απαγγέλλω διά να δειχθή ο φίλος του ο Λυσίας, ο οποίος του εφαίνετο και πρότερον σοφός, τώρα πλέον ακόμη σοφώτερος. Ήτο λοιπόν κάποιο παιδί, ή μάλλον μικρός νεανίας, ωραιότατος, ο οποίος είχε πάρα πολλούς εραστάς, είς δε εξ αυτών ήτο επιτήδειος. Ούτος αν και ηγάπα τον νέον όχι ολιγώτερον από κάθε άλλον, είχε πείσει αυτόν ότι δεν τον αγαπά· και κάποτε ζητών την εύνοιάν του προσεπάθει να τον πείση τούτο ακριβώς, ότι πρέπει να χαρίζεται εις τον μη ερώντα μάλλον παρά εις τον ερώντα και του εξήγει ως εξής τους λόγους.
Εις κάθε ζήτημα, παιδί μου, μία αρχή πρέπει να λαμβάνεται ως βάσις από τους μέλλοντας να σκεφθώσι καλώς, η γνώσις του τι ζητούμεν, αλλέως κατ' ανάγκην θ' αποτύχωμεν τελείως. Οι δε πολλοί των ανθρώπων δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν γνωρίζουν την ουσίαν των πραγμάτων· ένεκα λοιπόν της αγνοίας των αυτής την οποίαν δεν βλέπουν, δεν θέτουν το ζήτημα όπως πρέπει εις την αρχήν της συσκέψεως και κατόπιν, αφού προχωρήσουν, πάσχουν ό,τι είναι επόμενον, μη δυνάμενοι να συμφωνήσωσι ούτε μεταξύ των ούτε με τους άλλους. Εγώ λοιπόν και συ ας μη πάθωμεν ό,τι κατηγορούμεν εις τους άλλους, αλλ' επειδή ο μεταξύ μας λόγος είναι, εάν πρέπη να προσχωρήση τις μάλλον εις τον ερώντα ή τον φίλον, ας συμφωνήσωμεν να θέσωμεν τον ορισμόν του έρωτος, τι ακριβώς είναι αυτός και ποίαν δύναμιν έχει, και αποβλέποντες εις τας αρχάς αυτάς και περί αυτάς στρεφόμενοι διά της σκέψεως ας εξετάσωμεν αν ο έρως είναι ωφέλιμος ή βλαβερός. Γενικώς είναι φανερόν ότι ο έρως είναι κάποια επιθυμία, αλλά και πάντες γνωρίζομεν ότι και μη αγαπώντες άνθρωποι επιθυμούσι τα ωραία. Ποία είναι τα γνωρίσματα τα οποία διακρίνουν τον ερώντα από τον μη ερώντα; Πρέπει λοιπόν να εννοήσωμεν ότι εις έκαστον από ημάς δύο τινές ιδέαι κυβερνώσαι και διευθύνουσαι τας πράξεις μας υπάρχουσι, των οποίων τον δρόμον ακολουθούμεν· η μεν μία είναι έμφυτος επιθυμία των ηδονών, η δε άλλη επίκτητος εκτίμησις ποθούσα το άριστον. Αύται δε αι ιδέαι άλλοτε μεν ομονοούσιν εντός ημών, κάποτε δε συμπλέκονται· και άλλοτε μεν η μία, άλλοτε δε η άλλη νικά. Όταν μεν λοιπόν η λογική εκτίμησις μας οδηγή εις το άριστον και κατακυριεύη εντελώς την ψυχήν μας, σωφροσύνη καλείται· όταν δε η παράλογος επιθυμία μας σύρη προς τας ηδονάς και κυριαρχή εντός μας, λαμβάνει το όνομα της ύβρεως. Η ύβρις έχει πολλά ονόματα διότι είναι πολυμερής και πολύμορφος· και εκ τούτων των μορφών της ύβρεως, εάν καμμία τύχη να υπερισχύση είς τινα άνθρωπον, δίδει το όνομά της, το οποίον δεν είναι ούτε καλόν ούτε τιμητικόν εις τον έχοντα το πάθος της. Δηλαδή όταν μεν η επιθυμία του φαγητού υπερισχύη της λογικής εκτιμήσεως του αρίστου και των άλλων επιθυμιών καλείται γαστριμαργία και εις τον έχοντα αυτήν δίδει το ίδιον όνομα του γαστριμάργου· όταν δε πάλιν η επιθυμία εξασκή τυραννίαν διά της μέθης και εις αυτήν σύρη τον κατεχόμενον υπό του πάθους, είναι φανερόν το επώνυμον το οποίον θα λάβη αυτός· και τα άλλα λοιπόν ονόματα τα αδελφά προς τα λεχθέντα και τα δεικνύοντα ομογενείς επιθυμίας είναι φανερόν ότι εδόθησαν προσηκόντως από την εκάστοτε κυριαρχούσαν. Σχεδόν δύνασαι πλέον να μαντεύσης ποίαν επιθυμίαν θέλων να παραστήσω σου είπα τα προηγούμενα, εν τούτοις θα σου εξηγηθώ σαφέστερον· η επιθυμία δηλαδή η παράλογος, η οποία υπερίσχυσε της εκτιμήσεως της τεινούσης προς το ορθόν και η οποία ετράπη προς απόλαυσιν του κάλλους, ετράπη δρόμον νικηφόρον, επειδή δε εξ άλλου αι συγγενείς προς αυτήν επιθυμίαι την εδυνάμωσαν ισχυρώς προς απόλαυσιν μόνον του σωματικού κάλλους, η επιθυμία αύτη εκ της ρώμης της αυτής το όνομα λαβούσα εκλήθη έρως (28).
Αλλά, φίλε μου Φαίδρε, φαίνομαι κάπως εις σε ότι, καθώς υποθέτω, έχω καταληφθή από θείον πάθος;
Φαίδρος
Πραγματικώς, Σωκράτη, κάποια ασυνήθης ευγλωττία σε κατέλαβε.
Σωκράτης
Σιώπα λοιπόν και άκουέ με· διότι τω όντι θείος ο τόπος ούτος
φαίνεται· ώστε να μη θαυμάσης εάν πολλάκις, καθόσον προχωρεί ο
λόγος, καταληφθώ από εξαιρετικόν οίστρον· διότι αυτήν την στιγμήν
οι λόγοι μου δεν διαφέρουν των ποιητικών διθυράμβων.
Φαίδρος
Αληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
Τούτων όμως συ είσαι αίτιος· αλλά τα λοιπά άκουε, διότι ίσως
κατόπιν με αφήσει η έμπνευσις. Περί τούτου μεν λοιπόν θα φροντίση ο
θεός, ημείς δ' ας επανέλθωμεν εις τον παίδα. — Έτσι, καλέ μου φίλε.
Έχομεν είπει λοιπόν και καθορίσει το αντικείμενον περί του οποίου έπρεπε να σκεφθώμεν, αναφερόμενοι δε εις αυτό ας λέγωμεν τα λοιπά, δηλαδή ποία ωφέλεια ή βλάβη πιθανώς θα συμβή εις τον χαριζόμενον από τον ερώντα ή από τον μη ερώντα.
Εις μεν λοιπόν τον τυραννούμενον υπό της επιθυμίας του έρωτος και εις τον δούλον της ηδονής κατ' ανάγκην ο αγαπώμενος πρέπει να παρέχη υψίστην ηδονήν· διότι εις τον νοσούντα είναι γλυκύ παν το μη παρέχον προσκόμματα, εχθρικόν δε παν το υπέρτερον και το ίσης ισχύος· ούτε λοιπόν ανώτερόν του, ούτε ίσον του ο ερών εκουσίως θ' ανεχθή τον αγαπώμενον, αλλ' επιδιώκει πάντοτε να τον κάμη μικρότερον και πλέον ταπεινόν· είναι δε κατώτερος από τον σοφόν ο αμαθής, ο δειλός από τον ανδρείον, από τον ρήτορα ο αδυνατών να εκφρασθή, από τον έξυπνον ο βραδύνους· τόσα πολλά κακά και ακόμη προσβλητικώτερα, όταν βλέπη ο εραστής ότι γεννώνται ή ενυπάρχουν εκ φύσεως εις τον αγαπώμενον, είναι φυσικόν να χαίρη κατά διάνοιαν διά τα μεν εξ αυτών, να παρασκευάζη δε άλλα, παρά να στερηθή την εφήμερον ηδονήν του. Ένεκα της ανάγκης ταύτης ακριβώς είναι φθονερός και εμποδίζει τον αγαπώμενον από πολλάς άλλας και από τας ωφελίμους συναναστροφάς, και γίνεται αίτιος μεγάλης βλάβης όταν τον απομακρύνη από τας σχέσεις αι οποίαι θα επέδρων εις τον ανθρωπισμόν του, μεγίστης δε όταν τον απομακρύνη από τας σχέσεις αι οποίαι θα τον καθίστων φρονιμώτατον, τούτο δε το κατορθώνει η θεία φιλοσοφία, από την σχέσιν της οποίας κατ' ανάγκην ο ερών εμποδίζει μακρόθεν τον αγαπώμενον, επειδή φοβείται μήπως καταφρονηθή υπ' αυτού. Και προσπαθεί με κάθε τρόπον όπως, αφ' ού κρατήση εις αμάθειαν τον αγαπώμενον και του στρέψη όλην την προσοχήν εις τον εραστήν, κατορθώση να τον κάμη λίαν μεν ευχάριστον εις τούτον, βλαβερώτατον δε εις τον ίδιον τον εαυτόν του.
Ως προς τας σκέψεις λοιπόν ανήρ ο οποίος έχει έρωτα δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπον να φανή ωφέλιμος επίτροπος και φίλος εις νέον.
Ας εξετάσωμεν κατόπιν οποίας έξεις προσδίδει και πώς θεραπεύει το σώμα, του οποίου εγένετο κύριος, ο ερών, ο οποίος είναι ηναγκασμένος να επιδιώκη το ηδύ αντί του αγαθού. Θα ίδωμεν αυτόν να επιζητή μαλθακόν τινα και όχι εύρωστον νέον μέσα εις τον ήλιον ανοικτά, αλλά κάτω από πλατείαν σκιάν, ο οποίος να είναι άπειρος κόπων ανδροπρεπών και ιδρώτων εκ σωματικών ασκήσεων, έμπειρος δε βίου απαλού και αναρμόστου εις άνδρα, ο οποίος να κοσμήται με ξένα χρώματα και στολίσματα, επειδή του λείπουν τα ιδικά του, ο οποίος ν' ασχολήται με όλας εκείνας τας ασχημίας τας ακολουθούσας τ' ανωτέρω, αι οποίαι είναι γνωσταί και δεν αξίζει να εκτεινώμεθα με αυτάς, αλλ' αφού τας συνοψίσωμεν εις άλλας παρατηρήσεις να προβώμεν· το τοιούτον δηλαδή σώμα και εις τον πόλεμον και εις τας άλλας επικινδύνους ανάγκας του βίου οι μεν εχθροί το βλέπουν χωρίς φόβον [περιφρονούντες], οι δε φίλοι και αυτοί οι ερασταί μετά φόβου [αγωνιώντες μήπως πάθη]. Αλλά ταύτας τας παρατηρήσεις ας αφήσωμεν διότι είναι φανεραί, και ας είπωμεν περί του εξής, ποίαν ωφέλειαν ή βλάβην θα παράσχη η του ερώντος σχέσις και επιρροή [όχι περί του σώματος και της ψυχής αλλά] προκειμένου περί των κτημάτων του αγαπωμένου. Είναι φανερόν δα τούτο τουλάχιστον εις τον καθένα και ιδίως εις τον ερώντα, ότι ούτος θα ηύχετο ν' απορφανισθή εντελώς ο αγαπώμενος από τα πολυτιμότατα και αγαπητότατα και ιερώτατα κτήματά του· διότι θα εδέχετο να στερηθή ο αγαπώμενος και τον πατέρα του και την μητέρα του και τους συγγενείς και φίλους, επειδή υποθέτει αυτούς επικριτάς και εμποδιστάς της γλυκυτάτης προς αυτόν σχέσεως. Αλλ' εξ άλλου και περιουσίαν χρηματικήν ή άλλην τινά, εάν είχε ο αγαπώμενος, θα νομίση ότι δεν του είναι ευκολοκατάκτητος ή, εάν κατακτηθή, δεν θα τον μεταχειρίζεται ευκόλως· διά τούτο, κατ' ανάγκην αναπόδραστον, ο εραστής φθονεί τον αγαπώμενον εάν είναι πλούσιος, χαίρει δε όταν η περιουσία αυτού χαθή. Προσέτι ο εραστής θα ηύχετο να μείνη ο αγαπώμενος άγαμος, άπαις, ανέστιος, επειδή επιθυμεί να παρατείνη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον την ιδίαν του γλυκείαν απόλαυσιν.
Υπάρχουσι μεν λοιπόν και άλλα κακά, αλλά θεός τις εις τα περισσότερα από αυτά ανέμιξε κάποιαν προσωρινήν ηδονήν, παραδείγματος χάριν εις τον κόλακα, όστις είναι δεινόν θηρίον και βλάβη μεγάλη, η φύσις ανέμιξε κάποιαν ευχαρίστησιν λεπτήν, και την σχέσιν προς εταίραν ως βλαβεράν θα έψεγέ τις, και άλλα πολλά εκ των παρομοίων συνδέσμων προς υπάρξεις και συνηθειών, τα οποία καθ' ημέραν τουλάχιστον τέρπουσιν ημάς· αλλ' όμως ο εραστής εκτός της βλάβης προξενεί και υπερβολικήν αηδίαν ένεκα της καθημερινής συναναστροφής· διότι κατά την παλαιάν παροιμίαν ο της αυτής ηλικίας τέρπει τον συνομήλικά του· επειδή ως νομίζω η του χρόνου ισότης ένεκα της ομοιότητος φέρουσα εις ίσας ηδονάς παρέχει φιλίαν· αλλ' όμως και αι παρόμοιαι σχέσεις φέρουσι κόρον· εις πάσαν σχέσιν όλων των πραγμάτων το κατ' ανάγκην πάλιν γιγνόμενον λέγεται ότι είναι βαρύ πράγμα· το οποίον βεβαίως έχει προ πάντων ο εραστής προς τον αγαπώμενον εκτός της ανομοιότητος της ηλικίας. Διότι όταν έχη σχέσιν ο πρεσβύτερος με νεώτερον, ούτε την ημέραν ούτε την νύκτα εκουσίως τον αποχωρίζεται, αλλά φέρεται υπό του πάθους και υπό τινος μανιακής εμπνεύσεως, η οποία παρέχει ολοέν εις αυτόν ηδονάς με το να βλέπη, ν' ακούη, να εγγίζη και πάσαν αίσθησιν να αισθάνεται του αγαπωμένου, ώστε καταλλήλως πάντοτε τον υπηρετεί διά της ηδονής· εις δε τον αγαπώμενον ποίαν παρηγορίαν ή ποίας ηδονάς θα παράσχη, όταν επί ίσον χρόνον συζή μετ' αυτού, ώστε να μη τον φέρη εις το τελευταίον σημείον της αηδίας; όταν βλέπη ο αγαπώμενος την όψιν εκείνου πρεσβυτέραν και μαραμένην εκ της ηλικίας, την οποίαν συνοδεύουν και αι άλλαι αδυναμίαι αηδείς και να τας ακούη τις λεγομένας, και όταν είναι ηναγκασμένος από ανάγκην πάντοτε προσκειμένην να τον υπομένη, και όταν ο αγαπώμενος επιτηρήται εις πάσαν πράξιν του και εις τας σχέσεις προς όλους από καχύποπτον ζηλοτυπίαν, και όταν ακούη [από το στόμα του ερώντος] παρακαίρους και υπερβολικούς επαίνους, ομοίως και ψόγους ανυποφόρους καθ' ην στιγμήν είναι εις τα σωστά του, εν ώ, καθ' ην στιγμήν είναι ζαλισμένος από μέθην, μεταχειρίζεται εκτός των πράξεων, αι οποίαι δεν είναι ανεκταί ένεκα του αίσχους, αυθάδειαν φορτικήν από αηδίαν και αδιάντροπον.
Και εν όσω μεν ο ερών κατέχεται υπό του πάθους του είναι και βλαβερός και αηδής, όταν δε εις τον έπειτα χρόνον παύση να αγαπά, γίνεται άπιστος εις εκείνον, τον οποίον μόλις συνεκράτει με πολλάς υποσχέσεις και πολλούς όρκους και παρακλήσεις, ώστε να υποφέρη την οχληράν και επίπονον σχέσιν του τότε, ένεκα της ελπίδος αγαθών εις το μέλλον. Καθ' ον χρόνον λοιπόν πρέπει να εκπληρώση ο ερών τας υποσχέσεις του αλλάζει κύριον του εαυτού του και προστάτην, αντί του έρωτος και της μανίας δέχεται τον νουν και την σωφροσύνην και με το να μεταβληθή λησμονεί τον αγαπώμενον. Και ο μεν αγαπώμενος ζητεί ανταπόδοσιν διά τας άλλοτε ευνοίας, τας οποίας του παρέσχε υπενθυμίζων τα πραχθέντα και τα λεχθέντα, ωσάν να ομιλή προς τον ίδιον άνθρωπον· ο δε ερών εξ εντροπής ούτε να είπη τολμά ότι μετεβλήθη ούτε δύναται να εκπληρώση τους όρκους και τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωκε, διατελών υπό την προηγουμένην ανόητον κυριαρχίαν του πάθους, διότι τώρα συνήλθε και εσωφρόνησε, ώστε να μη πράττη τα ίδια με τα προηγούμενα και να μη γίνη πάλιν όμοιος ή ο ίδιος με τον παλαιόν άνθρωπον.
Ένεκα τούτων λοιπόν γίνεται φυγάς και ο πριν εραστής, κατ' ανάγκην εγκαταλείψας αυτόν, με την πτώσιν του οστράκου από το άλλο μέρος, (29) τρέπεται εις φυγήν μεταβληθείς [εν ώ πρότερον ήτο διώκτης]· ο δε αγαπώμενος αναγκάζεται να τον καταδιώκη αγανακτών και επικαλούμενος τους θεούς, επειδή δεν εγνώριζεν εξ αρχής την πάσαν αλήθειαν, ότι δηλαδή δεν έπρεπε ποτέ να χαρίζεται εις ερώντα και ανόητον ένεκα της ανάγκης του πάθους, αλλά πολύ περισσότερον εις τον μη ερώντα και νουν έχοντα· διότι εάν δεν έκαμνε τούτο [να χαρισθή εις μη ερώντα], κατ' ανάγκην θα παρέδιδε τον εαυτόν του εις άνθρωπον άπιστον, ιδιότροπον, φθονερόν, αηδή, βλαβερόν μεν εις την περιουσίαν του, βλαβερόν δε εις την υγείαν του, προ πάντων δε πολύ βλαβερόν εις την ανάπτυξιν της ψυχής του, της οποίας αληθώς ούτε μεταξύ των ανθρώπων, ούτε μεταξύ των θεών υπάρχει ούτε θα υπάρξη ποτέ πολυτιμότερον πράγμα. Αυτάς τας αληθείας πρέπει, παιδί μου, να κατανοής, και να μάθης ότι η φιλία του εραστού δεν προέρχεται από ευεργετικήν στοργήν, αλλ' ότι γεννάται ως όρεξις φαγητού χάριν κορεσμού, καθώς οι λύκοι το αρνάκι αγαπούν, έτσι κ' οι ερασταί αγαπούν το παιδί (30).
Τούτο είν' εκείνο πού σου έλεγα, Φαίδρε, ότι δεν θ' ακούσης τίποτε περισσότερον από εμέ, αλλ' ο λόγος μου ας τελειώση για σένα πλέον.
Φαίδρος
Αλλ' εγώ επίστευον ότι ευρίσκεσαι εις το μέσον του λόγου, και ότι
θα έλεγες τα ίσα και περί του μη ερώντος, ότι πρέπει εις εκείνον να
χαρίζεται μάλλον ο παις, απαριθμών εξ άλλου τας ωφελείας τας οποίας
παρουσιάζει η σχέσις του· εις αυτό λοιπόν το σημείον, Σωκράτη,
διατί εσταμάτησες;
Σωκράτης
Δεν ησθάνθης, καλότυχε, ότι δεν μεταχειρίζομαι ήδη εις την ομιλίαν
μου τον τόνον του διθυράμβου, αλλ' ότι εκφράζομαι ως ποιητής πλέον
ηρωικών στίχων, και ταύτα εν ώ ευρισκόμην εις την ανάγκην να ψέγω;
Αλλ' εάν τώρα αρχίσω να επαινώ τον άλλον εις ποίον σημείον
εμπνεύσεως νομίζεις ότι θα φθάσω; Άραγε εννοείς ότι από τας Νύμφας,
εις την επιρροήν των οποίων επίτηδες μ' εξώθησες, θα εμπλησθώ με
θείαν έμπνευσιν; Σου λέγω λοιπόν με ένα λόγον, ότι όσαι λοιδορίαι
εις τον ερώντα απεδόθησαν αρμόζει αι αντίθετοι τούτων αρεταί ν'
αποδοθώσιν εις τον άλλον όστις δεν αγαπά. Και τις ανάγκη να
μακρολογώμεν; και περί των δύο αρκετά έχομεν είπει· και έτσι λοιπόν
ο λόγος, αφού είναι πρέπον να λάβη τέλος, τούτο θα πάθη· κ' εγώ τον
ποταμόν τούτον θα διαβώ και θα φύγω, πριν αναγκασθώ από σε να σου
κάμω καμμίαν άλλην μεγαλυτέραν χάριν.
Φαίδρος
Μη φύγης ακόμη, Σωκράτη, προτού περάση τουλάχιστον το καύμα του
ηλίου· ή δεν βλέπεις ότι ήδη πλησιάζει μεσημέρι, ότε η ημέρα
σταματά; Αλλ' ας μείνωμεν και αφ' ου συνομιλήσωμεν περί των ανωτέρω
θεμάτων, ταχέως αναχωρούμεν μόλις δροσίση.
Σωκράτης
Θείος είσαι διά λόγους, Φαίδρε, κ' εντελώς σε θαυμάζω· διότι, ως
νομίζω, κανείς από τους γεννηθέντας επί των ημερών της ζωής σου δεν
έχει κάμει ως συ να παραχθώσι περισσότεροι λόγοι, είτε με το να
τους λέγης ο ίδιος, είτε με το ν' αναγκάζης με κάθε τρόπον τους
άλλους να λέγωσι. Εξαιρώ μόνον τον Σιμμίαν τον Θηβαίον· (31) αλλά
τους άλλους πάρα πολύ τους υπερτερείς· και τώρα πάλιν μου φαίνεται
ότι θα μου γίνης αιτία να είπω κανένα λόγον.
Φαίδρος
Μου φαίνεσαι τουλάχιστον ότι κηρύττεις πόλεμον· αλλ' ας ίδωμεν περί
τίνος πρόκειται;
Σωκράτης
Μόλις έμελλον, καλέ μου, να περάσω τον ποταμόν, ησθάνθην το
δαιμόνιον, το σημείον το οποίον γίνεται συνήθως εντός μου και το
οποίον πάντοτε με συγκρατεί, να μη κάμνω ό,τι σκοπεύω, (32) και
φωνήν ενόμισα ότι ήκουσα από τούτο εδώ το μέρος, η οποία δεν με
άφηνε ν' αναχωρήσω προτού εξαγνισθώ ωσάν να ημάρτησα κατά τι εις το
θείον. Είμαι λοιπόν μάντις, αν και όχι σπουδαίος, αλλά καθώς οι
γνωρίζοντες ολίγα γράμματα προς χρήσιν των, έτσι κ' εγώ αρκούμαι να
χρησιμοποιώ την μαντικήν μου εις τον εαυτόν μου μόνον· καθαρά
λοιπόν εννοώ το αμάρτημά μου. Διότι ακριβώς μου φαίνεται, φίλε μου,
ότι η ψυχή έχει κάποιαν δύναμιν μαντικήν διότι και, όταν προ μικρού
σου έλεγον τον λόγον, με συνετάραξε κάπως και υπώπτευον μήπως, όπως
λέγει ο Ίβυκος, (33) αμαρτήσω κατά τι εις τους θεούς με εκείνο όπερ
θα μου δώση τιμήν από τους ανθρώπους· τώρα δε αισθάνομαι το
αμάρτημά μου.
Φαίδρος
Λέγε το λοιπόν ποίον είναι;
Σωκράτης
Τρομερόν, Φαίδρε, τρομερόν λόγον έφερες, και ο ίδιος με ηνάγκασες
να είπω.
Φαίδρος
Τι λοιπόν;
Σωκράτης
Λόγον ανόητον και κάπως ασεβή· γνωρίζεις άλλον πλέον αξιοκατάκριτον
τούτου;
Φαίδρος
Κανένα άλλον, εάν συ βεβαίως λέγης αληθινά πράγματα.
Σωκράτης
Τι λοιπόν; Τον έρωτα δεν τον θεωρείς υιόν της Αφροδίτης, και ένα εκ
των θεών;
Φαίδρος
Τον λέγουν βεβαίως.
Σωκράτης
Αλλά δεν ελήφθη ως τοιούτος ούτε υπό του Λυσίου, ούτε υπό του
ιδικού σου λόγου, ο οποίος ελέχθη διά του ιδικού μου στόματος που
το κατεφαρμάκευσες συ. Εάν δε είναι, καθώς και είναι, ο Έρως θεός ή
θείον τι ον, δεν πρέπει καθόλου να ληφθή ως κακός· εν ώ οι δύο
λόγοι, οίτινες τώρα ακριβώς ελέχθησαν περί αυτού, ως τοιούτον τον
εθεώρησαν. Και κατά τούτο λοιπόν οι δύο λόγοι περιέχουν αμαρτίαν ως
προς τον Έρωτα, και προσέτι η ανοησία αυτών είναι πάρα πολύ αστεία
διότι, εν ώ δεν λέγουν τίποτε υγιές και αληθές, υπερηφανεύονται ότι
περιέχουν κάποιαν σοβαράν αξίαν, εάν εξαπατήσωσι μερικούς μικρούς
ανθρώπους και προκαλέσωσι τον θαυμασμόν των. Είναι λοιπόν ανάγκη,
φίλε μου, να υποστώ κάθαρσιν· υπάρχει δε εις τους αμαρτάνοντας εις
την θεολογίαν παλαιός καθαρμός τον οποίον ο Όμηρος μεν δεν εγνώριζε
(34), αλλά μόνον ο Στησίχορος. Διότι όταν εστερήθη του φωτός των
ομμάτων του, επειδή κατηγόρησε την Ελένην, δεν παρεγνώρισε, καθώς ο
Όμηρος, αλλ' ως αληθινός λυρικός ποιητής ενόησε την αιτίαν, και
κάμνει ευθύς τους στίχους·
Δεν είν' αληθινή η φήμη αυτή. Εσύ δεν μπήκες 'ςτά καλλίζυγα καράβια, Κι' ούτ' έφτασες 'ςτά Πέργαμα της Τροίας (35).
και αφού έκαμε πλέον όλην την ονομαζομένην παλινωδίαν αμέσως είδε το φως του. Εγώ λοιπόν και εις αυτό τούτο ακριβώς θα φανώ σοφώτερος και των δύο ποιητών εκείνων· διότι πριν να πάθω, ένεκα της κατηγορίας που έκαμα εις τον έρωτα, θα προσπαθήσω να του αποδώσω την παλινωδίαν, αλλά τώρα με γυμνήν την κεφαλήν και όχι καθώς τότε ότε την είχον σκεπάσει ένεκα της εντροπής [την οποίαν ησθανόμην λέγων].
Φαίδρος
Από αυτά που μου είπες, Σωκράτη, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα
πλέον ευχάριστα εις εμέ.
Σωκράτης
Πρέπει να ηξεύρης, καλέ μου Φαίδρε, ότι με αναίδειαν έχουσι λεχθή
και οι δύο λόγοι και ο ιδικός μου και ο εκ του βιβλίου. Διότι, εάν
κανείς ευγενής και ημέρου χαρακτήρος αγαπών ή έχων αγαπήσει ποτέ
άνθρωπον όμοιόν του μας ακούση να λέγωμεν ότι οι ερασταί
συλλαμβάνουσι μεγάλας έχθρας διά μικράς αιτίας και ότι φθονούσι και
βλάπτουσι τους αγαπωμένους, πως δεν ήθελε φαντασθή ότι ακούει
ανθρώπους ανατεθραμμένους μεταξύ των ναυτών, οι οποίοι δεν έχουν
ιδεί κανένα έρωτα ελευθέριον και έντιμον; πώς δε δεν ήθελε
διαφωνήσει πολύ με ημάς δι' όσους ψόγους επιρρίπτομεν εις τον
Έρωτα;
Φαίδρος
Ηδύνατο να το είπη, μα τον Δία, Σωκράτη.
Σωκράτης
Τούτον λοιπόν εγώ τουλάχιστον εντρεπόμενος [τον Δία], και αυτόν τον
έρωτα φοβούμενος, επιθυμώ να ξεπλύνω διά ποσίμου λόγου τον κάπως
αλμυρόν λόγον τον οποίον ηκούσαμεν· συμβουλεύω δε και τον Λυσίαν
όσον το δυνατόν τάχιστα να γράψη ότι πρέπει ο αγαπώμενος, εάν τα
άλλα είναι ίσα και όμοια, να ευνοή μάλλον τον εραστήν και όχι τον
μη ερώντα.
Φαίδρος
Να είσαι πεπεισμένος ότι έτσι θα γίνη τούτο· διότι εάν συ μου
επαινέσης τον ερώντα, ανάγκη πάσα να βιασθή εξ άλλου μέρους ο
Λυσίας από εμέ να γράψη λόγον περί του ιδίου θέματος.
Σωκράτης
Τούτο μεν πιστεύω να το κάμης ενόσω θα είσαι εκείνος που είσαι.
Φαίδρος
Λέγε λοιπόν μ' εμπιστοσύνην.
Σωκράτης
Πού μου είναι λοιπόν το παιδί εις το οποίον απηυθυνόμην; διά να
ακούση και τούτο [το νέον], και διά να μη προφθάση, αν δεν μ'
ακούση, να χαρισθή εις τον μη ερώντα.
Φαίδρος
Το παιδί είναι πολύ πλησίον σου και θα παρευρίσκεται πάντοτε ενόσω
συ το θέλεις.
Σωκράτης
&Δεύτερος λόγος Σωκράτους.&
Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ωραίο παιδί, ν' αντιληφθής το πράγμα, ότι ο πρώτος λόγος ήτο του Φαίδρου του υιού του Πυθοκλέους εκ του δήμου Μυρρινούντος· (36) αυτός δε τον οποίον θα σου είπω είναι του Στησιχόρου, του υιού του Ευφήμου του καταγομένου εκ της πόλεως Ιμέρας (37). Πρέπει δε ως εξής να λεχθή εις την αρχήν, ότι δεν είναι αληθές το λεγόμενον ότι θα έπρεπε κανείς να χαρίζεται, εν ώ είναι παρών ο ερών, εις τον μη ερώντα, διότι ακριβώς ο μεν πρώτος κατέχεται υπό μανίας, ο δε δεύτερος ευρίσκεται εις σώφρονα κατάστασιν. Διότι καλώς θα ελέγετο τούτο, εάν απεδεικνύετο ότι η μανία είναι εν γένει, κακόν τι, εν ώ τώρα βλέπομεν ότι τα μέγιστα των αγαθών γίνονται εις ημάς διά της μανίας, η οποία όμως διά θείας χορηγίας μας δίδεται.
Διότι ακριβώς και η προφήτις των Δελφών η Πυθία και αι ιέρειαι της Δωδώνης, όταν μεν κατείχοντο υπό μανίας πολλάς και καλάς υπηρεσίας εις τον ιδιωτικόν και εις τον δημόσιον βίον των Ελλήνων προσέφερον, εν ώ όταν εσωφρόνουν ολίγον ή ουδόλως ωφέλησαν· και θα εμακρολογούμεν εάν μνημονεύσωμεν τα γνωστά εις όλους περί της Σιβύλλης και των άλλων, όσοι με θεόπνευστον μαντικήν δύναμιν πολλά εις πολλούς προλέγοντες περί του μέλλοντος διεφώτισαν· αξιοσημείωτον δε απόδειξιν θα επικαλεσθώμεν την εξής, ότι και οι παλαιοί οι οποίοι έθετον ονόματα εις τα πράγματα δεν εθεώρουν εντροπήν ούτε ατιμίαν την μανίαν· διότι δεν θα εκάλουν μανικήν, αποδίδοντες εν συνδυασμώ το ίδιον τούτο όνομα εις την αρίστην τέχνην διά της οποίας κρίνεται το μέλλον· αλλ' επειδή εσκέφθησαν ότι είναι καλόν τι η μανία, όταν προέρχεται εκ μέρους του θεού, έθεσαν τοιούτον όνομα εις την τέχνην την οποίαν οι σημερινοί δι' ακαλαισθήτου παρεμβολής του ταυ την απεκάλεσαν μαντικήν· τουναντίον η ανίχνευσις του μέλλοντος, η όποια γίγνεται δι' ανθρώπων ουχί εμπνευσμένων αλλά φρονίμων, διά της παρατηρήσεως της πτήσεως των πτηνών και άλλων σημείων, επωνομάσθη οιονοϊστική, επειδή με την βοήθειαν του λογικού πορίζονται δι' ανθρωπίνης εικασίας (οιήσεως) γνώσιν (νουν) και έρευναν (ιστορίαν)· ταύτην οι νεώτεροι οιωνιστικήν διά του ω χάριν εμφάσεως καλούσιν.
Όσον λοιπόν τελειωτέρα και πολυτιμοτέρα τέχνη είναι η μαντική της οιωνιστικής και ως προς το όνομα και ως προς το έργον, τόσον οι παλαιοί φέρουσι μαρτυρίας ότι είναι ευγενεστέρα η εκ θεού εμβαλλομένη μανία από την ανθρωπίνην σωφροσύνην. Αλλ' εξ άλλου και όταν οικογένειαί τινες διά τιμωρίαν παλαιών αμαρτημάτων κατελήφθησαν από νόσους και δυστυχήματα μέγιστα, η μανία γεννηθείσα εις μερικούς επροφήτευσε τα φάρμακα διά των οποίων θ' απηλάσσοντο, καταφυγούσα εις προσευχάς προς τους θεούς κ' εξιλεωτικάς λατρείας· εκ τούτου λοιπόν διά καθαρμών και δι' άλλων εξαγνιστικών τελετών η μανία εθεράπευσε τον κατεχόμενον υπ' αυτής και κατά το παρόν και διά το μέλλον επιτυχούσα λύσιν των παρόντων κακών εις τον υπ' ορθής μανίας καταληφθέντα και εμπνευσθέντα. Τρίτη δε είναι η από των Μουσών προερχομένη έμπνευσις και μανία, η οποία καταλαβούσα αγνήν και παρθενικήν ψυχήν την εξεγείρει και την εκβακχεύει εις το να εξυμνή δι' ωδών και δι' άλλων ειδών ποιητικών τα άπειρα κατορθώματα των παλαιών ηρώων διά των οποίων παιδεύει τους μεταγενεστέρους· εκείνος δε ο οποίος άνευ της μανίας των Μουσών θα κρούση τας ποιητικάς θύρας, επειδή έχει πεποίθησιν ότι διά της τέχνης του μόνον θα γίνη ποιητής, συνήθως επισκιάζεται, μη επιτυχών του σκοπού του, και αυτός και η περιεσκεμμένη ποίησίς του από την ποίησιν των εμπνεομένων υπό της μανίας αυτής των Μουσών.
Τόσον πολλά είναι και ακόμη περισσότερα τα καλά αποτελέσματα, τα οποία δύναμαι να είπω διά την μανίαν που προέρχεται από τους θεούς.
Ώστε αυτό τούτο ακριβώς ας μη φοβώμεθα, ουδ' ας μη θορυβή δειλός τις λόγος ισχυριζόμενος ότι πρέπει να προτιμώμεν τον σώφρονα φίλον αντί του εμπνεομένου υπό του θείου· αλλ' εκτός των ανωτέρω και το εξής ας μας αποδείξη, διά να έλθη νικητής ο λόγος ούτος, ότι ο έρως δεν στέλλεται από τους θεούς διά το καλόν του ερώντος και του αγαπωμένου.
Αλλ' ημείς πρέπει ν' αποδείξωμεν το εναντίον, ότι προς μεγίστην ευτυχίαν αυτών δίδεται παρά των θεών η τοιαύτη μανία· η δε απόδειξις ακριβώς τούτου Θα είναι εις μεν τους δεινούς εις σοφίσματα απίστευτος, εις δε τους αληθείς σοφούς πιστευτή· πρέπει λοιπόν πρώτον διά να νοήσωμεν την αλήθειαν, να εξετάσωμεν την φύσιν της θείας και ανθρωπίνης ψυχής διά της παρατηρήσεως των παθήσεων και των ενεργειών αυτής· αρχή δε της αποδείξεως είναι η εξής.
Πάσα ψυχή είναι αθάνατος· διότι είναι αθάνατον το αιωνίως κινούμενον ον· το δε ον το οποίον κινεί άλλο τι και υπ' άλλου κινείται, όταν παύση να έχη κίνησιν, παύει να ζη. Μόνον λοιπόν το υπό του εαυτού του κινούμενον ον, επειδή δεν εγκαταλείπει τον εαυτόν του δεν παύει ποτέ να κινήται, αλλά τούτο είναι πηγή και αρχή κινήσεως εις τα άλλα όσα κινούνται. Η αρχή δε είναι τι πράγμα αγέννητον. Διότι κατ' ανάγκην εκ της αρχής πρέπει να γεννηθή παν το γιγνόμενον, η δε αρχή να μη γεννηθή εξ ουδενός· διότι εάν έκ τινος η αρχή παρήγετο, δεν θα ηδύνατο να είναι αρχή· επειδή δε η αρχή είναι αγέννητόν τι, κατ' ανάγκην θα είναι και άφθαρτον. Διότι αν ακριβώς η αρχή [φθαρείσα] απολεσθή, ούτε αυτή ποτέ έκ τινος άλλου θα γίνη, ούτε άλλο τι εξ εκείνης, αφ' ου είναι ανάγκη εξ εκείνης πάντα να παραχθώσιν. Όθεν λοιπόν η αρχή μεν της κινήσεως είναι το αυτοκίνητον ον τούτο δε ούτε ν' απολεσθή ούτε να γεννηθή είναι δυνατόν, αλλέως όλος ο ουρανός και όλα τα γεννηθέντα όντα συμπαρασυρθέντα εις πτώσιν θα σταθώσι, και ποτέ πλέον δεν θα έχωσιν αρχήν από την οποίαν να κινηθώσιν εκ νέου. Αφ' ού λοιπόν απεδείξαμεν ότι το αυτοκίνητον είναι αθάνατον, της ψυχής ουσία και ο ορισμός δεν θα διστάση τις να ομολογήση ότι είναι αυτή αύτη η δύναμις [να κινήται αφ' εαυτής].
Διότι παν σώμα, εις το οποίον η κίνησις προέρχεται από άλλο κ' έξω αυτού ευρισκόμενον, είναι άψυχον, έμψυχον δε είναι το έχον την κίνησιν μέσ' από τον εαυτόν του, και τοιαύτη είναι η φύσις της ψυχής. Εάν λοιπόν τούτο αληθεύη και εάν το αυτοκίνητον ον δεν είναι άλλο ή ψυχή, κατ' ανάγκην η ψυχή θα είναι αγέννητόν τι και αθάνατον.
Αρκετά μεν λοιπόν είπομεν περί της αθανασίας της ψυχής· τώρα πρέπει ν' ασχοληθώμεν περί της ουσίας αυτής· διά να εξηγήσωμεν τι πράγμα είναι αύτη έχομεν πάντοτε ανάγκην εντελώς θείας επιστήμης και μακράς διηγήσεως, τουναντίον δε ανθρωπίνης επιστήμης και μικροτέρας διηγήσεως, εάν παραβάλωμεν αυτήν με άλλο τι παρόμοιον· κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον ας λέγωμεν, ότι ομοιάζει ακριβώς η ψυχή με δύναμιν σύμφυτον αποτελουμένην από ζεύγος πτερωτών ίππων και από ηνίοχον. Αλλ' οι μεν ίπποι και οι ηνίοχοι όλοι των θείων όντων και οι ίδιοι είναι αγαθοί και ευγενούς καταγωγής, των δε άλλων εμψύχων είναι μικτοί [αγαθοί και κακοί κατά την φύσιν]· και πρώτον μεν ο ηνίοχος ημών [των άλλων] διευθύνει ζεύγος ίππων αλλ' ευρίσκει ότι του είναι ο μεν είς ίππος εξαίρετος και από εξαίρετον γένος, ο δε έτερος αντίθετος του πρώτου και από κακόν γένος· επίπονος λοιπόν κατ' ανάγκην και δύσκολος είναι η ηνιόχησις του ιδικού μας ανθρωπίνου οχήματος.
Θα προσπαθήσωμεν λοιπόν να εξηγήσωμεν τίνι τρόπω μεταξύ των άλλων εμψύχων τα μεν εκλήθησαν θνητά ζώα, τα δε αθάνατα. Εν γένει αι ψυχαί ασχολούνται με την άψυχον ύλην περιφερόμεναι εις όλον το σύμπαν και λαμβάνουσαι κατά καιρούς ποικίλας μορφάς· και όταν μεν λοιπόν η ψυχή είναι τελεία και πτερωτή, πλανάται εις τον αιθέρα και όλον τον κόσμον διοικεί· όταν όμως χάση τα πτερά της πίπτει φερομένη [εδώ κ' εκεί], έως ότου προσκολληθή είς τι στερεόν, όπου κατοικήσασα και σώμα γήινον λαβούσα εκλήθη εν συνόλω, η σύμπηξις δηλαδή αύτη ψυχής και σώματος, ζώον, το οποίον φαίνεται ότι κινείται αφ' εαυτού διότι έχει την δύναμιν της ψυχής, και το οποίον επωνομάσθη και θνητόν· το δε αθάνατον ον δεν αποδεικνύεται καθόλου εξ ορθών συλλογισμών, αλλά φανταζόμεθα αυτό, επειδή ούτε είδομεν ούτε δυνάμεθα επαρκώς να νοήσωμεν την θείαν φύσιν ως αθάνατον τι ζώον, το οποίον έχει ψυχήν και σώμα και ταύτα συμφυή αιωνίως. Αλλ' ας έχη το πράγμα τούτο, οπωσδήποτε είναι αρεστόν εις τον θεόν να λέγωμεν [προκειμένου περί της φύσεως αυτού]· ημείς δε ας εξηγήσωμεν διατί η ψυχή απέβαλε τα πτερά της· είναι δε η αιτία η εξής περίπου.
Η δύναμις των πτερών εκ φύσεως δύναται ν' αναβιβάζη το βαρύ υψηλά προς τους αιθέρας όπου κατοικεί το γένος των θεών· μετέχει δε κατά τινα τρόπον του θείου ή των πτερών, δύναμις [μετά της ψυχής] περισσότερον από τας άλλας σωματικάς δυνάμεις. Το δε θείον είναι ωραιότης, αλήθεια και αγαθότης και κάθε άλλη ανάλογος ιδιότης· διά τούτων λοιπόν τρέφεται και αυξάνει προ πάντων το πτέρωμα της ψυχής, διά δε της ασχημίας, της κακίας και διά των άλλων αντιθέτων ιδιοτήτων τήκεται και καταστρέφεται· ο μεν λοιπόν Ζευς, μέγας ηγεμών εις τον ουρανόν, διευθύνων πτερωτόν άρμα, πρώτος πορεύεται κανονίζων τα πάντα και φροντίζων δι' αυτά· τον ακολουθεί δε στράτευμα θεών και δαιμόνων διηρημένον εις ένδεκα τάγματα· διότι μόνη η Εστία μένει εντός του οίκου των αθανάτων· άρχοντες δε των άλλων ταγμάτων τεταγμένοι, οι λοιποί ένδεκα θεοί, προηγούνται κατά την ωρισθείσαν σειράν. Πολλά μεν λοιπόν κ' ευφρόσυνα θεάματα υπάρχουσιν εντός των ενδοτέρων δρόμων του ουρανού, όπου περιφέρεται το γένος των ευδαιμόνων θεών, εκ των οποίων έκαστος εκτελεί την ιδιαιτέραν του λειτουργίαν και τους οποίους ακολουθεί όστις θέλει και δύναται ν' ακολουθή· διότι ο φθόνος στέκει μακράν από τον θείον τούτον χορόν· όταν δε πλέον πηγαίνουν εις την ευωχίαν και το συμπόσιον, διευθύνονται διά δρόμου ανηφορικού εις την υψηλοτέραν άκραν υπό την ουράνιον αψίδα· τα μεν των θεών οχήματα πορεύονται μ' ευκολίαν και τηρούντα ισορροπίαν διότι είναι ευδιοίκητα, τα δε άλλα οχήματα μόλις· διότι ο μετέχων κακίας ίππος παρεκκλίνει γέρνων και βαρύνων προς την γην, εάν ο ηνίοχός του δεν τον έχη δαμάσει καλώς· εκεί τότε η ψυχή υφίσταται δοκιμασίαν και αγώνα έσχατον. Και αι μεν ψυχαί αι καλούμεναι αθάνατοι, όταν φθάσωσιν εις το ακρότατον σημείον του ουρανού υπερβάσαι τον ουράνιον θόλον στέκονται επάνω εις αυτόν, εκεί δ' ευρισκόμεναι περιάγονται υπό της περιφοράς, εν ώ θεωρούσι το έξω του ουρανού σύμπαν.
Τούτον δε τον υπερουράνιον τόπον ούτ' εξύμνησεν ακόμη κανείς ποιητής εκ των ιδικών μας εδώ κάτω, ούτε ποτέ θα εξυμνήση επαξίως, έχει δε ούτος ως εξής· διότι οφείλει τις να τολμήση να είπη την αλήθειαν, ιδίως όταν περί αυτής της αληθείας ομιλή. Η αληθής ουσία δηλαδή της ψυχής η αχρωμάτιστος και ασχημάτιστος και αψηλάφητος είναι θεατή μόνον από τον κυβερνήτην της ψυχής, τον νουν· πέριξ ταύτης της ουσίας έχει την έδραν της η τελεία επιστήμη, η οποία περιλαμβάνει την αλήθειαν ολόκληρον. Η διάνοια λοιπόν του θεού επειδή τρέφεται με νουν και επιστήμην άκρατον, καθώς και η διάνοια πάσης άλλης ψυχής, η οποία μέλλει να εκπληρώση τον προορισμόν της, όταν ίδη την ουσίαν από της οποίας απεχωρίσθη προ μακρού χρόνου είναι πλήρης αγάπης και θεωμένη την αλήθειαν τέρπεται και ευφραίνεται έως ότου η κυκλική περιφορά την επαναφέρει εις το αυτό σημείον. Κατά το διάστημα μεν ταύτης της επαναφοράς θεωρεί μεν την καθ' αυτό δικαιοσύνην, θεωρεί δε την καθ' αυτό σωφροσύνην, θεωρεί την επιστήμην όχι την υποκειμένην εις μεταβολάς, η οποία δεικνύει διαφοράς εις έκαστον των διαφόρων αντικειμένων των καλουμένων όντων από ημάς τους θνητούς, αλλά την επιστήμην την ασχολουμένην περί του είναι των όντων· και τας άλλας ουσίας των όντων, αφ' ου θεωρήση και χορτασθή από αυτάς, εισδύει πάλιν εις το έσω μέρος του ουρανού, έρχεται εις την διαμονήν της, και μόλις φθάση αυτή, ο ηνίοχος σταματά τους ίππους παρά την φάτνην και προσφέρει αμβροσίαν εις αυτούς και νέκταρ ίνα πίωσι.
Και ούτος μεν είναι ο βίος των θεών· εκ δε των άλλων ψυχών η μεν δυναμένη ν' ακολουθήση και η παρομοιάζουσα με την θείαν ψυχήν υπερυψώνει την κεφαλήν του ηνιόχου εις τον υπερουράνιον τόπον και φέρεται μαζί και αυτή κατά την κυκλικήν περιφοράν του ουρανού, αλλ' επειδή θορυβείται από τους ίππους, μόλις θεάται τας ουσίας των όντων άλλη δε ψυχή άλλοτε μεν υψώνει την κεφαλήν, άλλοτε δε βυθίζεται και επειδή με βίαν την παρασύρουν οι ίπποι, άλλας μεν ουσίας των όντων βλέπει, άλλας δε όχι· τέλος αι άλλαι ψυχαί, αν και γλίχονται όλαι ν' ακολουθήσουν τον προς τα επάνω δρόμον, δεν έχουν την δύναμιν και ως καταποντισμέναι συγκυλίονται [εις τας υπό τον ουρανόν εκτάσεις], πατούνται μεταξύ των και συνθλίβονται με τας προσπαθείας των να προπεράση η μία την άλλην. Θορυβούν λοιπόν και ανταγωνίζονται μέχρις εσχάτων και χύνουσιν ιδρώτας και τότε δα ένεκα των ανεπιτηδείων ηνιόχων πολλαί μεν ακρωτηριάζονται, πολλών δε θραύονται τα πτερά· όλαι δε απέρχονται κατόπιν αγώνων ανεπιτυχών, όπως θεωρήσουν το απόλυτον ον και απομακρυνθείσαι τρέφονται με απλάς δοξασίας· η αιτία δε της κατεπειγούσης προθυμίας να ίδωσι πού ευρίσκεται η πεδιάς της αληθείας είναι ότι η τροφή που αρμόζει εις το άριστον μέρος της ψυχής παράγεται εκ του εκεί λειμώνος, και ότι το πτερόν με το οποίον ανυψούται η ψυχή έχει την φυσικήν ιδιότητα να τρέφεται από εκεί· και υπάρχει ο εξής (αναπόφευκτος) νόμος της Αδραστείας (38), πάσα ψυχή, η οποία γενομένη πιστή ακόλουθος του θεού ήθελεν ίδει μίαν εκ των ουσιών, θα έμενε μακράν των παθημάτων μέχρις ότου έλθη η νέα περίοδος του ουρανού, και αν ηδύνατο να κάμη τούτο ολοέν πάντοτε αβλαβής θα διετέλει· όταν όμως δεν ίδη ουσίαν τινά ένεκα αδυναμίας ν' ακολουθήση τον θεόν, και κατά τινα κακήν τύχην όταν επιβαρυνθή γεμισθείσα με την τροφήν της λησμοσύνης και της κακίας, ένεκα δε του βάρους χάση τα πτερά της και πέση εις την γην, τότε νόμος υπάρχων απαγορεύει εις αυτήν κατά την πρώτην γένεσίν της να εμφυτευθή εις το σώμα αλόγου ζώου· αλλ' η μεν ψυχή η οποία είδε πλείστα εμφυτεύεται εις το σώμα ανδρός ο οποίος θ' αφιερώση τον βίον του εις την φιλοσοφίαν, εις την αγάπην του καλού, εις την μουσικήν και τον έρωτα, η ψυχή η ερχομένη εις δευτέραν τάξιν εμφυτεύεται εις σώμα βασιλέως δικαίου ή πολεμικού ή δυνατού, η τρίτης τάξεως ψυχή εις σώμα πολιτικού ή οικονομικού τινος ή κερδοσκόπου, η τετάρτης τάξεως εις σώμα αθλητού ακουράστου ή ιατρού, η πέμπτης τάξεως εις σώμα μάντεως ή ιεροτελεστού· της έκτης εις ποιητού ή καλλιτέχνου, της εβδόμης τάξεως εις βιομηχάνου ή γεωργού, της ογδόης εις σοφιστού ή δημαγωγού, της εννάτης τάξεως εις σώμα τυράννου.
Ο δε ευρισκόμενος εις μίαν από όλας αυτάς τας τάξεις, εάν μετά δικαιοσύνης περάση τον βίον του, μετά θάνατον γίνεται μέτοχος καλυτέρας καταστάσεως (εις ην μεταβαίνει). Και εις μεν την αυτήν διαμονήν, από την οποίαν ανεχώρησεν εκάστη ψυχή, δεν δύναται να επανέλθη παρά μετά δεκακισχίλια έτη· διότι πριν παρέλθη τόσος χρόνος δεν δύναται ν' αναπτύξη πτερά η ψυχή, εξαιρουμένης της ψυχής του αδόλου φιλοσόφου και του παιδεραστήσαντος μετά φιλοσοφίας· αι ψυχαί των τελευταίων τούτων κατά την τρίτην χιλιετή περίοδον, εάν τρεις φοράς εκλέξωσι τον βίον τούτον, απέρχονται [προς τους θεούς] κατά το τρισχιλιοστόν έτος· αι δε ψυχαί των άλλων, όταν τελευτήση ο πρώτος βίος των υφίστανται κρίσιν, κριθείσαι δε άλλαι μεν εις τα δικαιωτήρια τα υποκάτω της γης ευρισκόμενα έρχονται κ' εκτελούν την ποινήν των, άλλαι δε ένεκα της ευνοϊκής αποφάσεως της δικαιοσύνης ανυψωθείσαι εις τόπον τινά του ουρανού διάγουσιν επαξίως του καλού βίου τον οποίον έζησαν υπό ανθρωπίνην μορφήν· κατά δε το χιλιοστόν έτος και αι κατακριθείσαι και αι ανταμειφθείσαι ψυχαί έρχονται προς εκλογήν δευτέρου βίου και όποιον εκάστη θέλει προτιμά· εκεί κατά την εκλογήν δύναται ανθρωπίνη ψυχή και εις ζώου βίον να καταντήση και εκ ζώου, το οποίον αρκεί να ήτο ποτε άνθρωπος, δύναται η ψυχή να επανέλθη εις άνθρωπον· διότι η ψυχή μη ιδούσα ποτε την αλήθειαν δεν δύναται να λάβη το ανθρώπινον σχήμα· επειδή ο άνθρωπος εκ φύσεως δύναται να εννοή τας γενικάς εννοίας των πραγμάτων, ήτοι το προσλαμβανόμενον πλήθος διά των αισθήσεων να ανάγη εις έν δι' αφαιρετικού λογισμού· και η δύναμις του να πράττη τούτο είναι ανάμνησις όσων ποτέ η ψυχή μας είδε, όταν συνακολουθήσασα τον θεόν κατά τας περιστροφάς, περιεφρόνησε όσα καλούμεν σήμερον εδώ όντα και ανυψώθη εις το όντως ον. Δι' αυτό ακριβώς μόνη η του φιλοσόφου διάνοια δικαίως έχει πτερά· διότι διά της μνήμης, καθ' όσον δύναται, είναι προσηλωμένος εις εκείνας τας ουσίας, εις τας οποίας ο ίδιος ο θεός οφείλει την θεότητά του. Εκείνος δε ο ανήρ ο οποίος δύναται να μεταχειρισθή ορθώς τας τοιαύτας αναμνήσεις, μυούμενος ολοέν εις τα μυστήρια της τελειότητος, μόνος αυτός αληθώς γίνεται τέλειος· απομακρυνόμενος δε των ανθρωπίνων ασχολιών και πλησιάζων προς το θείον, εν ώ νουθετείται μεν υπό των πολλών ως εκτός εαυτού, ενθουσιάζει όμως, χωρίς να φαίνεται, τους πολλούς.
Εδώ λοιπόν προβαίνομεν εις τον σκοπόν εις τον οποίον τείνει όλος ο λόγος, εις την ανάπτυξιν του τετάρτου είδους της μανίας· όταν τις βλέπων τας επί της γης καλλονάς ενθυμήται το αληθές κάλλος, και η ψυχή του αναλαμβάνουσα πτερά τείνει τότε να πετάξη, αλλ' επειδή ο άνθρωπος ούτος δεν έχει την δύναμιν να τα κάμη με το να στρέφη προς τα άνω ως όρνις και να παραμελή τας συνήθεις του κόσμου ασχολίας παρέχει την αφορμήν να θεωρηθή ότι είναι μανιώδης· όθεν αύτη η μανία εξ όλων των ενθουσιασμών είναι η αρίστη και εξ αρίστων προέρχεται και ως προς τον κατεχόμενον υπ' αυτής και ως προς εκείνον εις τον οποίον μεταδίδεται, ο δε άνθρωπος όστις επιθυμεί την καλλονήν και μετέχει και της μανίας καλείται εραστής· διότι, ως έχει λεχθή, εκ φύσεως πάσα ανθρωπίνη ψυχή έχει ίδει τας ουσίας, αλλέως δεν ηδύνατο να εισέλθη εις το ανθρώπινον σώμα, αλλά δεν είναι εύκολον ν' αναμιμνήσκωνται τας ουσίας λαμβάνουσαι αφορμήν εκ της όψεως του γηίνου κάλλους, όλαι αι ψυχαί, ούτε όσαι επιτροχάδην είδον άλλοτε τα εκεί, ούτε όσαι πεσούσαι εις την γην έπαθον το δυστύχημα να παρεκτραπώσιν εις αδικίαν ένεκα κακών συναναστροφών, και να λησμονήσωσι τα ιερά πράγματα τα οποία είδον. Ολίγαι λοιπόν μένουν εις τας οποίας η μνήμη διαμένει ικανώς ισχυρά· αύται δε, όταν ίδωσί τι ομοίωμα των εκεί θεαμάτων εκπλήσσονται και δεν συγκρατούσι τους εαυτούς των, αγνοούσι δε υπό ποίου πάθους κατελήφθησαν, διότι δεν έχουσι συνείδησιν ικανήν του πράγματος· διότι εις τα γήινα ομοιώματα των ουσιών ουδέν φως δικαιοσύνης και σωφροσύνης και όλων των άλλων αρετών, όσαι είναι πολύτιμοι εις τας ψυχάς, ενυπάρχει, αλλά μόλις διά των ασθενών οργάνων μας, και ολίγοι μεταξύ ημών, από τας παρούσας εικόνας ανάγονται εις την θέαν του προτύπου το οποίον παρουσιάζουσιν· αλλά το κάλλος τότε ήτο δυνατόν να θαυμάσωσι με όλην του την αίγλην, όταν μετά του χορού των ευδαιμόνων βαίνοντες κατόπιν του Διός, άλλοι δε κατόπιν άλλου εκ των θεών, απήλαυσαν το πλέον ευφρόσυνον θέαμα και εμυούντο εις εκείνα τα μυστήρια τα οποία είναι δίκαιον να καλώμεν μακαριώτατα και τα οποία πανηγυρίζομεν τέλειοι μεν οι ίδιοι όντες και μη πάσχοντες τα κακά όσα κατόπιν μας περιμένουν, θεωρούντες δε τας εικόνας των ουσιών τελείας και απλάς, πλήρεις γαλήνης και ευδαιμονίας μέσα εις αυγήν καθαράν καθαροί και ημείς και μη κεκλεισμένοι εις το μνήμα τούτο το οποίον τώρα καλούμεν σώμα και το περιφέρομεν μαζί μας δεσμευμένοι καθώς το όστρακον.
Ταύτα μεν λοιπόν μακρότερα του δέοντος είπομεν τώρα χαριζόμενοι εις την ανάμνησιν και ποθήσαντες τα παρελθόντα· όσον διά το κάλλος, καθώς είπομεν, τούτο έλαμπε μεταξύ των άλλων ουσιών ευρισκόμενον εις τον ουρανόν, και εδώ εις την γην όταν κατήλθομεν, διεκρίναμεν αυτό φανερώτατα να στίλβη διά της πλέον καθαράς αισθήσεώς μας· ο οφθαλμός βεβαίως παρουσιάζεται δι' ημάς ως το οξύτατον εργαλείον των σωματικών αισθήσεων, αλλ' ούτος δεν δύναται να ίδη την φρόνησιν (διότι δεινούς έρωτας θα παρείχεν η φρόνησις εάν φανερόν τοιούτον είδωλον ιδικόν της παρουσίαζεν εις όρασιν), επίσης δεν δύναται να ίδη ο οφθαλμός και τας άλλας ουσίας όσας αγαπώμεν, αλλά τώρα μόνον το κάλλος έσχε το προνόμιον ώστε να είναι φανερώτατον και αξιεραστώτατον. Ο μεν λοιπόν άνθρωπος ο μη έχων πρόσφατον την μνήμην των ουρανίων μυστηρίων ή ο διεφθαρμένος δεν αναβιβάζεται αμέσως εκεί προς την ιδέαν του κάλλους, όταν θεάται εδώ εις την γην το ομοίωμα αυτού, το φέρον το όνομά του, ώστε δεν αισθάνεται σέβας όταν προσβλέπη το ωραίον, αλλά παραδοθείς εις την ηδονήν καθώς τα τετράποδα επιχειρεί να επιβαίνη και να παιδοποιή, και δεν φοβείται διά την σχέσιν του με την βαναυσότητα και δεν αισχύνεται επιδιώκων παρά φύσιν ηδονήν· ο δε αρτίως μεμυημένος εις τα μυστήρια των ουρανών και άλλοτε θεωρήσας μέγαν αριθμόν ουσιών, όταν ίδη πρόσωπον θεοειδές, το οποίον είναι ωραία απεικόνισις του ουρανίου κάλλους, ή σώμα το οποίον διά του σχήματός του ανακαλεί εις την μνήμην την ουσίαν του κάλλους, πρώτον μεν καταλαμβάνεται υπό τινος φρικιάσεως και υπεισέρχεται εντός του κάποιος εκ των ιερών τρόμων, τους οποίους ησθάνθη άλλοτε, έπειτα προσβλέπων προς τον παίδα αισθάνεται σεβασμόν ως να πρόκειται περί θεού, και αν δεν εφοβείτο μήπως χαρακτηρισθή ο ενθουσιασμός του ως άκρατος μανία, θα εθυσίαζεν εις αυτόν ως να ήτο είδωλον, ως να ήτο θεός. Άμα δε ίδη τον παίδα φαίνεται ως εκ της φρικιάσεως ότι μεταβάλλεται και καταλαμβάνεται υπό ιδρώτος και πυρετού ασυνήθους· διότι καθ' ην στιγμήν δέχεται διά των ομμάτων την απορροήν του κάλλους, αισθάνεται την ευάρεστον εκείνην θερμότητα διά την οποίας τρέφονται τα πτερά της ψυχής και κατόπιν διαλύοντα τα εκφύματα τα συγκλεισμένα από την σκληρότητα και εμποδίζοντα την βλάστησιν των πτερών· όταν δε εισρεύση η τροφή αύτη εξογκώνεται το στέλεχος του πτερού και οργά προς αύξησιν εντός ολοκλήρου της ψυχής· διότι άλλοτε ολόκληρος η ψυχή ήτο πτερωτή.
Τώρα λοιπόν η ψυχή ευρίσκεται εις βρασμόν και ανακίνησιν και πάσχει [όταν άρχεται να πτεροφυή] το ίδιον πάθος ακριβώς με τον γαργαλισμόν και τον αλγεινόν ερεθισμόν των ούλων, τον οποίον αισθάνονται τα βρέφη τα μόλις βγάζοντα οδόντας· βράζει λοιπόν και ερεθίζεται με πόνον και γαργαλίζεται η ψυχή καθ' ην στιγμήν φύονται τα πτερά της. Όταν μεν λοιπόν η ψυχή βλέπουσα προς το κάλλος του παιδός δέχεται εκείθεν εκπεμπόμενα και απορρέοντα μόρια (μέρη), τα οποία ακριβώς εκλήθησαν ένεκα τούτου ίμερος (ιέμενα μέρη), τότε τρέφεται και θερμαίνεται, ησυχάζει από την οδύνην και χαίρει· όταν δε αποχωρισθή από τον αγαπώμενον στενοχωρία τον καταλαμβάνει, οι πόροι διά των οποίων το πτερόν εκφύεται διά της ξηράνσεως κλείνουσι και εμποδίζουσι την βλάστησιν του πτερού, αποκλεισμένη δ' εντός μετά του ιμέρου η ψυχή πηδά καθώς αι πάλλουσαι αρτηρίαι, κεντά το μέρος όλων των φυσικών της διεξόδων, ώστε καθ' όλον τον κύκλον της γίνεται έκφρων και υποφέρει, εν ώ εξ άλλου η ανάμνησις του καλού την γεμίζει χαράν. Μετέχουσα δε των δύο τούτων αισθημάτων και αδημονεί διά τον παράδοξον χαρακτήρα του πάθους, και μη δυναμένη να το εξηγήση λυσσά και πλήρης μανίας δεν δύναται να ησυχάση όπου διαμένει ούτε την νύκτα ούτε εν καιρώ ημέρας, αλλά τρέχει με πόθον όπου ήθελε νομίσει ότι θα ίδη τον έχοντα κάλλος· άμα δε τον ίδη και μεταφέρη ως δι' οχετού εντός της ίμερον, ανοίγει μεν τους τότε συμπεφραγμένους πόρους, λαβούσα δε αναπνοήν παύει από του να κεντάται και να υποφέρη, και καρπούται πάλιν κατά τας στιγμάς ταύτας την γλυκυτάτην αυτήν ηδονήν. Όθεν ποτέ με την θελησίν της η ψυχή δεν αποχωρίζεται από τον αγαπώμενον ωραίον, ουδέ θεωρεί άλλον τινά πολυτιμότερον από αυτόν, αλλά λησμονεί και μητέρας και αδελφάς και φίλους και δεν λογαριάζει την χανομένην ένεκεν αμελείας περιουσίαν, τα δε νόμιμα και κόσμια ήθη, διά τα οποία άλλοτε εσεμνύνετο, τα καταφρονεί όλα, ετοίμη να είναι δούλη και να κοιμάται εις όποιον μέρος, πλησιέστατα του πόθου της, της επέτρεπον· διότι εκτός του ότι λατρεύει τον έχοντα το κάλλος, αλλά και ευρίσκει αυτόν μόνον ως ιατρόν του ανυποφόρου πόνου της. Τούτο δε το πάθος, μάθε, συ ωραίο παιδί, προς το οποίον απευθύνω τον λόγον μου, οι μεν άνθρωποι το καλούσιν Έρωτα, οι δε θεοί το καλούσι με τόσον παράδοξον όνομα, ώστε ευλόγως θα γελάσης, εάν το ακούσης. Ομηρίδαι τινές (39), νομίζω, διηγούνται δύο στίχους εκ των αναφερομένων εις τον Έρωτα μυστικών επών, εκ των οποίων ο είς είναι πάρα πολύ υβριστικός και δεν είναι πολύ τέλειος εις το μέτρον εξυμνούσι δε ως εξής·
Οι μεν θνητοί τον κάλεσαν Έρωτα φτερωτόν, Πτέρωτα όμως οι θεοί γιατί φτεροπετά.
Εις το κύρος των δύο τούτων στίχων δύναται κανείς να πεισθή, αλλά και να μη πεισθή· πάντοτε όμως η αιτία και η φύσις του πάθους των ερώντων είναι αυτό τούτο το οποίον περιεγράψαμεν.
Εάν μεν λοιπόν ο ερωτόληπτος είναι εκ των άλλοτε ακολουθησάντων τον Δία δεν καταβάλλεται ευκόλως από το άχθος του πτερωνύμου θεού· αλλ' όσοι ήσαν θεράποντες του Άρεως και συνοδεύοντες αυτόν περιεφέροντο εις τον ουρανόν, όταν κυριευθώσιν υπό του έρωτος και νομίσωσιν ότι αδικούνται κατά τι υπό του αγαπωμένου, αισθάνονται τάσιν προς φόνον και είναι έτοιμοι να θυσιάσωσι και τους εαυτούς των και τον παίδα· και τοιουτοτρόπως έκαστος κατά την πρώτην εις την γην γένεσίν του ζη, ενόσω είναι αδιάφθορος, τιμών και κατά την δύναμιν του μιμούμενος εκείνον τον θεόν ιδιαιτέρως του οποίου υπήρξεν άλλοτε θιασώτης, και συμφώνως με ταύτην την μίμησιν συναναστρέφεται και συμπεριφέρεται προς τους αγαπωμένους και προς τους άλλους. Και τον Έρωτα λοιπόν των καλών εκλέγει δι' εαυτόν έκαστος αναλόγως του χαρακτήρος του και θεοποιεί αυτόν και φαίνεται ως να κατασκευάζη το άγαλμά του εντός της καρδίας του, το οποίον καταστολίζει ως διά να προσφέρη λατρείαν εις αυτόν και τελέση μυστήρια. Οι μεν λοιπόν οπαδοί του Διός ζητούσιν όπως ο υπ' αυτών αγαπώμενος έχη ψυχήν κατά τινα τρόπον Δίαν· εξετάζουσι λοιπόν εάν αυτός είναι κατά την φυσικήν τάσιν φιλόσοφος και ηγεμονικός και όταν εύρωσι τοιούτον και τον αγαπήσωσι, καταβάλλουν πάσαν φροντίδα όπως διατηρηθή τοιούτος. Εάν λοιπόν δεν έχουν εισέλθει πρότερον εις τας ασχολίας τας σχετιζομένας με τον τοιούτον ερωτά των, τότε επιδίδονται μανθάνοντες ό,τι δύνανται από τους άλλους και ιδικάς των δυνάμεις μεταχειριζόμενοι, αναζητούντες ν' ανευρίσκωσι μόνοι των τας φυσικάς ιδιότητας του ιδικού των θεού, λαμβάνουσιν εν τέλει σαφή γνώσιν, διότι αναγκάζονται να έχωσιν αδιακόπως τα βλέμματά των προς τον θεόν, και εγγίζοντες τον θεόν διά της αναμνήσεως λαμβάνουσιν ενθουσιώντες τα ήθη και τας συνηθείας, καθ' όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μετάσχη της θείας φύσεως· και την αιτίαν τούτων των ευτυχών μεταβολών αποδίδοντες εις τον ερώμενον έτι περισσότερον τον αγαπώσι, και, εάν ο Ζευς είναι η θεία πηγή, εξ ης αντλούσι την έμπνευσίν των, διαχύνοντες αυτήν, καθώς αι Βάκχαι (40), επάνω εις την ψυχήν του ερωμένου, αφομοιούσιν αυτήν όσον το δυνατόν τελειότερον με την θεότητα την ιδικήν των. Όσοι δε πάλιν ηκολούθησαν την Ήραν εις τον ουρανόν, ζητούσιν ερωμένον έχοντα βασιλικόν χαρακτήρα, και όταν τον εύρωσι, περιβάλλουσιν αυτόν δι' όλων των παρομοίων πράξεων [και τιμών]· τέλος οι ακολουθήσαντες τον Απόλλωνα ή ένα εκ των άλλων θεών, κανονίσαντες εαυτούς συμφώνως προς τας ιδιότητας του θεού τούτου, ζητούσι τον αυτόν φυσικόν χαρακτήρα και από τον αγαπώμενον παίδα, και όταν τον αποκτήσωσι, μιμούμενοι και οι ίδιοι το θείον πρότυπόν των και προσπαθούντες να πείσωσι τον παίδα, φέρουσιν αυτόν, ώστε να ρυθμισθή προς τας συνηθείας και τον τέλειον τύπον του θεού, καθόσον δύναται έκαστος, μη μεταχειριζόμενοι προς τον αγαπώμενον φθόνον και χαμερπείς δυσμενείας, εργάζονται ούτως, ώστε όλαι αι προσπάθειαι να τείνωσι να φέρωσιν αυτόν εις τελείαν ομοιότητα προς τους εαυτούς των και τον θεόν, τον οποίον τιμώσι. Τόση μεν λοιπόν προθεσμία και ζήλος προς τελειοποίησιν καταβάλλεται υπό των αληθώς ερώντων, εάν επιτύχωσι να συμμερισθώσι τον ερωτά των, και τόσον ωραία και ευδαιμονική η μύησις αύτη γίνεται εις τον αγαπώμενον, εάν κατακτηθή υπό του τρελλού από έρωτα φίλου· ο δε κατακτηθείς κυριεύεται κατά τούτον τον τρόπον.
Θα επιμείνωμεν και τώρα ακόμη εις την παρομοίωσιν, την οποίαν εκάμομεν εις την αρχήν τούτου του λόγου, διαιρέσαντες εκάστην ψυχήν εις τρία, δηλαδή εις τα δύο ιππόμορφα μέρη και εις το τρίτον το ηνιοχικόν εκ των δύο λοιπόν ίππων είπομεν ότι ο είς είναι αγαθός ο δε άλλος όχι· δεν ερμηνεύσαμεν όμως ποία η αρετή του αγαθού και ποία η κακία του κακού, τώρα δε πρέπει να είπωμεν [περί τούτου]. Ο μεν λοιπόν εξ αυτών έχει σχήμα πλέον ευγενές, ευθυτενής κατά το σώμα και στερεός κατά τα μέλη, υψαύχην, κατά τους μυκτήρας επίγρυπος, λευκόχρους, μελανόμματος, φίλος της τιμής μετά σωφροσύνης και εντροπής, οπαδός της αληθινής δόξης, μη έχων ανάγκην κτυπημάτων, αλλ' οδηγούμενος διά των κελευσμάτων και του λόγου του ηνιόχου· ο δε άλλος επίκυρτος, παχύς, κακοσχημάτιστος, σκληροτράχηλος, βραχύλαιμος, πλατυπρόσωπος, μελανόχρωμος, γλαυκόμματος, αιματώδης, γεμάτος από θυμόν και αλαζονείαν, δασύτριχος πέριξ των αυτιών, κωφός, μόλις υποχωρών εις το μαστίγιον και εις το κεντρί. Όταν λοιπόν ο ηνίοχος, ιδών το ερωτικόν πρόσωπον και πάσαν την ψυχήν του διαθερμάνας διά της θέας ταύτης, αισθανθή τον εαυτόν του πλήρη από κεντήματα γαργαλισμού και πόθου, ο μεν εκ των ίππων ευπειθής εις τον ηνίοχον και πάντοτε και τότε υπό το κράτος της εντροπής συγκρατεί εαυτόν, ώστε να μη επιπηδήση εις τον ερώμενον· ο δε άλλος ίππος ούτε εις το κεντρί του ηνιόχου ούτε εις το μαστίγιον προσέχει πλέον, αλλά σκιρτά και αφηνιάζει και πολλάς ταραχάς παρέχων εις τον ομόζυγον ίππον και τον ηνίοχον τους παρασύρει προς τον ερώμενον και τους υπενθυμίζει τας ηδονάς των αφροδισίων· ο δε έτερος ίππος και ο ηνίοχος κατ' αρχάς ανθίστανται αγανακτούντες διότι παρασύρονται εις φοβεράς και παρανόμους πράξεις· τέλος δε, όταν το κακόν δεν έχη όρια, πηγαίνουν φερόμενοι από τον ακόλαστον ίππον, υποχωρήσαντες και αναγκασθέντες εις ομολογίαν ότι θα πράξωσι παν το υπ' εκείνου διατασσόμενον. Όταν δε πλησιάσωσι τον αγαπώμενον βλέπουσι την όψιν αυτού απαστράπτουσαν.
Όταν δε ίδη την όψιν του παιδός ο ηνίοχος διά της μνήμης ανάγεται προς αυτήν την ουσίαν του κάλλους και πάλιν βλέπει αυτήν βαίνουσαν μετά σωφροσύνης επάνω εις την αγνήν έκτασιν του ουρανού. Τούτο το όραμα ιδούσα η μνήμη του ηνιόχου, πληρούται φόβου και σεβασμού, και πίπτει οπίσω ύπτια, συνάμα δε αναγκάζεται να ελκύση προς τα οπίσω και τα ηνία μετά τόσης σφοδρότητος, ώστε καθίζουσι στηριχθέντες εις τα ισχία των και οι δύο ίπποι, ο μεν εκουσίως διότι δεν ανθίσταται, ο δε ακόλαστος εντελώς ακουσίως· εν ώ δε ευρίσκονται εις απομάκρυνσιν, ο μεν είς ίππος από εντροπήν και θάμβος διαβρέχει την ψυχήν του με ιδρώτα αγωνίας, ο δε άλλος μόλις έπαυσε να πονή ένεκα του χαλινού και της πτώσεως, και μόλις ανέλαβεν άνεσίν τινα, από την οργήν του ονειδίζει και κακολογεί πολλά και τον ηνίοχον και τον ομόζυγον ίππον ως δειλούς και ανάνδρους λιποτάκτας και παραβάτας των υποσχέσεών των· και αναγκάζει αυτούς χωρίς την θέλησίν των να επαναλάβωσι την έφοδον, και μόλις κατόπιν των παρακλήσεών των συναινεί εις αναβολήν τινα. Όταν δε φθάση ο καιρός που συνεφώνησαν, τον οποίον αυτοί προποιούνται ότι ελησμόνησαν, τότε υπενθυμίζει την συμφωνίαν και διά της βίας μετά χρεμετισμών και έλξεων τους αναγκάζει πάλιν να προσέρχωνται εις τον παίδα διά τους αυτούς λόγους, και όταν πλησιάσωσι, συγκύπτει, εκτείνει την ουράν, δαγκώνει τον χαλινόν και μετ' αναιδείας σύρει· ο δε ηνίοχος ακόμη περισσότερον καταληφθείς υπό φόβου και σεβασμού, ως όταν εξορμά τις από την αφετηρίαν των αγώνων και πίπτη προς τα οπίσω, ακόμη βιαιότερον σύρει οπίσω τον χαλινόν διά των οδόντων του αγρίου ίππου κ' αιματώνει την αυθάδη γλώσσαν και τας σιαγόνας, και τα σκέλη και τα ισχία του πληγώνει οδυνηρώς στηρίξας αποτόμως εις την γην. Όταν δε πολλάκις το ίδιον πάθημα υποφέρων ο πονηρός ίππος παύση από την υβριστικήν επιθυμίαν του, ταπεινωμένος ακολουθεί πλέον την διεύθυνσιν του ηνιόχου, και όταν ίδη πάλιν τον ωραίον, χάνεται από φόβον· ώστε τότε μόνον συμβαίνει η ψυχή του εραστού ν' ακολουθήση τον αγαπώμενον εντροπαλή και δειλή!
Ο αγαπώμενος λοιπόν, επειδή λατρεύεται ως άλλος Θεός υπό του εραστού του έχοντος ειλικρινή και όχι υποκριτικήν αγάπην, είναι και αυτός φυσικά φίλος προς τον λάτρην του, αν και προηγουμένως υπό των συμμαθητών του και των άλλων είχεν ακούσει διαβολάς ότι είναι αισχρά πράξις να πλησιάζη εραστήν, και αν και ένεκα των λόγων αυτών απώθησε τον εραστήν τούτον· αλλά με την παρέλευσιν του χρόνου η ηλικία και το μοιραίον τον φέρουν εις το σημείον ώστε να δεχθή την συναναστροφήν του. Διότι δεν είναι βεβαίως πεπρωμένον δύο κακοί να γίνωσί ποτε φίλοι, ουδέ δύο αγαθοί να μη ανταγαπώνται. Όταν δε ο αγαπώμενος σχετισθή και δεχθή την συνομιλίαν και συναναστροφήν του ερώντος, λαμβάνων εκ του πλησίον πείραν της ευνοίας εκπλήσσεται διαισθανόμενος ότι ουδ' όλοι μαζί οι άλλοι φίλοι και συγγενείς παρέχουν φιλίαν ίσης μοίρας με την φιλίαν του ενθέου εραστού. Όταν δε παρατείνεται η σχέσις αύτη, και ο αγαπώμενος έρχεται εις επαφήν εις τα γυμναστήρια και εις τας άλλας συναναστροφάς με εκείνον, τότε πλέον η πηγή εκείνη του ρεύματος, το οποίον ο Ζευς αγαπών τον Γανυμήδην (41) ωνόμασεν ίμερον, αθρόα φερομένη προς τον εραστήν, εισρέει εις την ψυχήν αυτού, και όταν γεμίση εξ αυτής, η λοιπή εκχύνεται προς τα έξω· και καθώς πνοή ανέμου ή κάποια αντήχησις από τα λεία και στερεά σώματα, τα οποία προσβάλλει, αναπηδά πάλιν φερομένη προς το σώμα, εξ ού εξήλθεν, έτσι και το ρεύμα του κάλλους πάλιν επιστρέφει εις τον ωραίον παίδα διά των ομμάτων, διά των οποίων φύσει φθάνει εις την ψυχήν, και αφού αναπτερώση τους πόρους των πτερών, τρέφει και παρορμά εις πτεροφυίαν, και την ψυχήν του αγαπωμένου εξ άλλου γεμίζει με έρωτα. Αγαπά μεν λοιπόν και αυτός χωρίς να γνωρίζη τίνα· και ούτε συνείδησιν του πάθους του έχει ούτε δύναται να το εξηγήση, αλλ' ωσάν από άλλον να έχη αποκτήσει πονόμματον, δεν δύναται να εξηγήση την αιτίαν της ασθενείας του, του διαφεύγει δε ότι τον εαυτόν του βλέπει εντός του εραστού του ως εντός καθρέπτου. Και όταν εκείνος είναι παρών παύει η οδύνη του καθώς ομοίως παύει και εις εκείνον· όταν δε είναι μακράν του κατά τον αυτόν τρόπον πάλιν ποθεί και ποθείται, αποδίδων ως αντέρωτα την εντός της ψυχής του αντανάκλασιν της αγάπης του εραστού του· ονομάζει δε τον έρωτά του, και νομίζει αυτόν, φιλίαν και ουχί έρωτα· επιθυμεί δε σχεδόν ομοίως ως ο εραστής, αν και κάπως ασθενέστερον, να τον βλέπη, να τον εγγίζη, να τον ασπάζεται, να συγκοιμάται με αυτόν· και μάλιστα κατόπιν, ως είναι επόμενον, γρήγορα κάμνει ταύτα. Κατά την συγκοίμησιν λοιπόν ο ακόλαστος ίππος του ερώντος έχει τι να είπη εις τον ηνίοχον και απαιτεί ν' απολαύση στιγμιαίαν ηδονήν αντί των πολλών κόπων του· ο δε [όμοιος] ίππος του παιδός ουδέν μεν έχει να είπη, αλλ' οργών από επιθυμίαν, ην αγνοεί, περιβάλλει και ασπάζεται τον εραστήν ως τον αγαπητότατον· ενώ δε αναπαύονται πλησίον αλλήλων, αυτός μεν δεν δύναται εκ μέρους του ν' αρνηθή καμμίαν χάριν να κάμη, εάν παρακληθή παρά του εραστού, αλλ' ο ομόζυγος ίππος και ο ηνίοχος ανθίστανται εις αυτόν από εντροπήν και από ορθάς σκέψεις.
Εάν μεν λοιπόν το ευγενέστερον μέρος της διανοίας νικήση και οδηγήση εις σώφρονα τρόπον ζωής και εις φιλοσοφίαν αυτούς, τότε με μεγάλην ευτυχίαν και ομόνοιαν διέρχονται τον ενταύθα βίον συγκρατούντες τους εαυτούς των εις κοσμιότητα, υποδουλώσαντες το μέρος της ψυχής εξ ου η κακία εγεννάτο και ελευθερώσαντες εκείνο εξ ου η αρετή· μετά δε το τέλος πλέον της ζωής των αναλαμβάνουσι τα πτερά των και γίνονται ελαφροί νικήσαντες το έν των τριών παλαισμάτων των [δυναμένων να κληθώσιν] αληθώς Ολυμπιακών (42), και του οποίου μεγαλύτερον αγαθόν δεν δύναται να χορηγήση εις τον άνθρωπον ούτε η θεία μανία. Εάν τουναντίον μεταχειρίζωνται τρόπον ζωής κάπως αγοραίον και αντίθετον προς την φιλοσοφίαν, αν και έντιμον, είναι ενδεχόμενον εν καιρώ μέθης ή άλλης τινός αμελείας οι ακόλαστοι ίπποι και των δύο, καταλαβόντες τας ψυχάς απροφυλάκτους, να συνάψωσιν αυτάς εις έν, και να προτιμήσωσι την υπό του όχλου μακαριζομένην εκλογήν, και να επιδοθώσιν εις την απόλαυσιν· και μετά την εκπλήρωσιν ακολουθούσι κατόπιν την αυτήν οδόν, αλλά σπανίως, επειδή η πράξις των δεν επιδοκιμάζεται από όλην την διάνοιαν. Φίλοι μεν λοιπόν εξακολουθούσι να είναι και αυτοί μεταξύ των, αλλ' ολιγώτερον από τους αγνώς αγαπωμένους εκείνους, και καθ' όλον τον χρόνον καθ' ον διαρκεί ο έρως και όταν παύση, επειδή νομίζουσιν ότι έχουσι δώσει και έχουσι λάβει τας μεγίστας διαβεβαιώσεις φιλίας, τας οποίας δεν είναι θεμιτόν να παραβώσιν ελθόντες ποτέ εις έχθραν. Όταν δε τελευτήσωσι ναι μεν άπτεροι εξέρχονται του σώματος, αλλά τείνοντες όμως προς πτέρωσιν, ώστε δεν κερδίζουν μικρόν βραβείον διά την ερωτικήν των μανίαν· διότι νόμος δεν επιτρέπει εις εκείνους, οι οποίοι έχουσιν αρχίσει την επουράνιον πορείαν να καταβώσιν εις το σκότος και υπό την γην, αλλά παρέχει εις αυτούς να συνδιάγωσι ζωήν λαμπράν και να πορεύωνται μαζί ευδαίμονες, και όταν αποκτήσωσι πτερά ν' αποκτήσωσι και οι δύο μαζί χάριν του έρωτος όστις τους συνέδεσε.
Ταύτα, παιδί μου, τα τόσον μεγάλα και θεία θα σου δωρίση η από εραστήν προερχομένη ερωτική φιλία· η δε φιλική σχέσις μετά του μη ερώντος, επειδή είναι ανάμικτος με θνητήν σωφροσύνην, δώρα θνητά και γλίσχρα παρέχει και γεννά εντός της αγαπητής ψυχής ανελευθερίαν, η οποία επαινείται υπό μόνου του πλήθους ως αρετή, και γίνεται αιτία εις αυτήν άνους να κυλίεται πλανωμένη πέριξ της γης και υπό την γην επί εννέα χιλιάδας έτη (43).
Ταύτην την παλινωδίαν, αγαπητέ Έρωτα, όσον το δυνατόν ωραιοτάτην και αρίστην σου αφιέρωσα και επλήρωσα εις σε ίνα εξιλεωθώ, διότι σε προσέβαλα προηγουμένως, εάν δε και αι έννοιαι και αι εκφράσεις έχουσι λεχθή επί το ποιητικώτερον, τούτο ηναγκάσθην να κάμω εξ αιτίας του Φαίδρου. Αλλά συγχώρησέ με διά τον πρώτον λόγον και δέξου τούτον εδώ τον δεύτερον ευχαρίστως, ευμενής και ίλεως μη μου αφαιρέσης την ερωτικήν τέχνην, την οποίαν μου έδωκες, μήτε να την εξασθενήσης και δίδε εις εμέ την χάριν να είμαι ακόμη περισσότερον ή τώρα άξιος της τιμής και υπολήψεως των ωραίων. Εάν δε εις τον προηγούμενον λόγον είπομεν, και ο Φαίδρος και εγώ, βαρύ τι εναντίον της θεότητός σου, αποδίδων την αιτίαν εις τον Λυσίαν, τον πατέρα του λόγου τούτου, παύσε αυτόν από τας τοιαύτας βλασφήμους συνθέσεις, και τρέψε αυτόν εις την φιλοσοφίαν, καθώς έχει τραπή εις αυτήν ο αδελφός του Πολέμαρχος, ίνα μη και αυτός ο εραστής του [ο Φαίδρος] αμφιταλαντεύεται, όπως τώρα, μεταξύ των κενών ρητορικών λόγων, αλλ' εντελώς ν' αφιερώση τον βίον του εις τον μετά φιλοσοφίας Έρωτα (44).
Φαίδρος
Εύχομαι μαζί σου, Σωκράτη, εις τους θεούς να πραγματοποιήσωσι
ταύτα, εάν είναι εις ημάς τα καλύτερα· τον λόγον σου δε τούτον προ
πολλού εθαύμασα καθ' όσον τον εφιλοτέχνησες ωραιότερον του πρώτου·
ώστε φοβούμαι μήπως ο Λυσίας φανή ταπεινός εάν θελήση ν'
ανταγωνισθή παρουσιάζων άλλον λόγον επί του αυτού θέματος.
Και μάλιστα, αγαπητέ μου, προ ολίγου κάποιος πολιτικός επείραζε τον Λυσίαν περιπαίζων αυτόν δι' αυτήν ακριβώς την ασθένειάν του εις το γράφειν και μέσα εις όλους τους ονειδισμούς τον απεκάλει και λογογράφον (45), ενδέχεται λοιπόν από φιλοτιμίαν να συγκρατηθή από του να μας γράψη απάντησιν.
Σωκράτης
Η ιδέα την οποίαν εκθέτεις, νέε μου, είναι αστεία και δεικνύει ότι
τον φίλον σου Λυσίαν κρίνεις πολύ εσφαλμένως, εάν τον υποθέτης ότι
είναι τόσον ψοφοδεής· επίσης ίσως νομίζεις ότι και ο περιπαίζων
αυτόν πολιτικός επίστευεν εις όσα του απέδιδεν.
Φαίδρος
Εφαίνετο βεβαίως ότι επίστευε, Σωκράτη· και γνωρίζεις κάπως καλά
και συ, ότι οι ισχυροί και διάσημοι εις τας πόλεις μας εντρέπονται
να γράφωσι λόγους και ν' αφήνωσι τα συγγράμματά των, επειδή
φοβούνται την γνώμην των μεταγενεστέρων μήπως τους καλέσωσι
σοφιστάς.
Σωκράτης
Γλυκεία περιστροφή! (46) Φαίδρε· σου διαφεύγει ότι οι φιλοδοξότεροι
των πολιτικών αγαπώσι πάρα πολύ να λογογραφώσι και ν' αφήνωσι
συγγράμματα· αυτοί ακριβώς, όταν γράφωσι λόγον τινά, τόσον αγαπώσι
τους επαινέτας, ώστε σημειώνουσι παρά την πρώτην παράγραφον του
έργου των τους τυχόν εις κάθε μέρος επαινέσαντας αυτούς.
Φαίδρος
Πώς λέγεις τούτο; Δεν το εννοώ.
Σωκράτης
Δεν εννοείς ότι εις την αρχήν του συγγράμματος του πολιτικού ανδρός
έχει γραφή ο επαινετής πρώτος.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
«Έδοξε τη βουλή και τω δήμω ή αμφοτέροις» λέγει «και ος είπε…,»
(47) και εδώ αναφέρει το όνομά του μετά μεγάλης σοβαρότητος
αυτοεπαινούμενος ο συγγραφεύς, έπειτα δα εξακολουθεί, μετά την
πρόταξιν επαινετών του (48), επιδεικνύων εις αυτούς την ιδικήν του
σοφίαν και ενίοτε γράφει πολύ διεξοδικόν σύγγραμμα· ή μήπως σου
φαίνεται το τοιούτον [ψήφισμα] άλλο τι ή λόγος συγγεγραμμένος;
Φαίδρος
Δεν φαίνεται εις εμέ τουλάχιστον.
Σωκράτης
Λοιπόν εάν μεν ο λόγος ούτος γίνη δεκτός, ο συγγραφεύς απέρχεται εκ
της εκκλησίας χαίρων· εάν δε αποδοκιμασθή και χάση την τιμήν ότι
είναι άξιος λογογράφος και συγγραφεύς, τότε πενθεί και ο ίδιος και
οι φίλοι του.
Φαίδρος
Χωρίς αμφιβολίαν.
Σωκράτης
Εκ τούτων γίνεται φανερόν ότι δεν πρέπει να περιφρονή τις το
επάγγελμα του λογογράφου, αλλά να το εκτιμά μέχρι θαυμασμού.
Φαίδρος
Είμαι σύμφωνος.
Σωκράτης
Αλλά τι; όταν ρήτωρ τις ή βασιλεύς γίνη ικανός ώστε αναλαβών
δύναμιν ενός Λυκούργου ή Σόλωνος ή Δαρείου ν' απαθανατισθή εις την
πόλιν ως Χορογράφος, αρά γε δεν θα θεωρή τον εαυτόν του ο ίδιος,
ενόσω ζη, ως άλλον θεόν και οι μεταγενέστεροι βλέποντες τα
συγγράμματά του δεν θα έχωσι τας αυτάς ακριβώς ιδέας περί τούτου;
Φαίδρος
Και βεβαιότατα.
Σωκράτης
Νομίζεις λοιπόν ότι κανείς εκ των πολιτικών, οποιουδήποτε
χαρακτήρος και αν είναι και οπωσδήποτε δυσμενής προς τον Λυσίαν, θα
τον ονειδίση διά τούτο, ότι δηλαδή συγγράφει;
Φαίδρος
Όχι βεβαίως, δεν εξάγεται τούτο τουλάχιστον εκ των λόγων σου· διότι
την ιδικήν των επιθυμίαν, ως είναι επόμενον, θα ωνείδιζεν.
Σωκράτης
Άρα είναι φανερόν ότι δεν φέρει αισχύνην αυτό το γράφειν λόγους.
Φαίδρος
Συμφωνώ.
Σωκράτης
Αλλά τούτο νομίζω ότι είναι αισχρόν πλέον, το να μη λέγη δηλαδή
κανείς και γράφη καλά αλλά αισχρά και κακά.
Φαίδρος
Είναι φανερόν βεβαίως.
Σωκράτης
Ποίος λοιπόν είναι ο τρόπος του καλώς ή κακώς συγγράφειν;
Αισθανόμεθα ανάγκην τινά, Φαίδρε, να εξετάσωμεν τον Λυσίαν ή
κάποιον άλλον, εξ όσων έχουσι γράψει τι έως τώρα ή θα γράψωσιν,
είτε πολιτικής υποθέσεως είτε ιδιωτικής, είτε έμμετρον ως ποιηταί,
είτε άνευ μέτρου ως κοινοί συγγραφείς.
Φαίδρος
Ερωτάς εάν έχωμεν ανάγκην; Αλλά θα ήξιζε κανείς να ζη δι' άλλην
αιτίαν παρά διά τας τοιαύτας ηδονάς του πνεύματος; Διότι βεβαίως
δεν αξίζει να ζη κανείς δι' εκείνας τας σωματικάς ηδονάς, αι οποίαι
περιέχουν όλαι κατ' ανάγκην λύπην εις την αρχήν ή και καμμίαν
χαράν, δι' ο και δικαίως έχουσιν ονομασθή δουλικαί.
Σωκράτης
Έχομεν καιρόν ως φαίνεται· και μάλιστα μέσα εις την πνιγηράν ζέστην
επάνω από τα κεφάλια μας μου φαίνονται ότι οι τέττιγες ψάλλοντες
και συνομιλούντες μας παρατηρούν. Εάν λοιπόν ίδωσι και ημάς όπως
τους κοινούς ανθρώπους να μη συνδιαλεγώμεθα, αλλά να νυστάζωμεν
νανουριζόμενοι από το τραγούδι των ένεκα αδρανείας της διανοίας
μας, δικαίως θα μας καταγελάσωσι, θεωρούντες ημάς ως μερικούς
δούλους οι οποίοι εύρον καταφύγιον να κοιμηθώσι, όπως τα
αναπαυόμενα το μεσημέρι πρόβατα κοιμώνται παρά την βρύσιν· εάν δε
μας βλέπωσιν ότι εξακολουθούμεν συνομιλούντες, και ότι παρερχόμεθα
αυτούς καθώς Σειρήνας χωρίς να γοητευθώμεν [από τα άσματά των],
τότε θαυμάσαντες ταχέως θα μας έδιδον το δώρον, το οποίον έχουσιν
από τους θεούς διά να χαρίζωσιν εις τους ανθρώπους.
Φαίδρος
Ποίον είναι λοιπόν τούτο το δώρον; διότι εγώ, καθώς μου φαίνεται
δεν έτυχε να το ακούσω.
Σωκράτης Δεν αρμόζει βέβαια εις φιλόμουσον άνδρα να μην έχη ακούσει τέτοιο πράγμα· λέγουν δε ότι οι τέττιγες ήσαν άνθρωποι πριν να γεννηθούν αι Μούσαι, αλλ' όταν με την γέννησιν των Μουσών εφανερώθη και το άσμα, τόσον πολύ μερικοί εκ των τότε ανθρώπων εξεπλάγησαν από ηδονήν, ώστε τραγουδούντες ημέλησαν να τρώγωσι και να πίνωσι και χωρίς να το εννοήσωσιν έδωκαν τέλος εις την ζωήν των· εκ των ανθρώπων αυτών εφύτρωσε κατόπιν το γένος των τεττίγων, το οποίον έλαβε παρά των Μουσών τούτο το δώρον, να μην έχη καθόλου ανάγκην τροφής από της γεννήσεως του, αλλ' αμέσως να ψάλλη χωρίς φαγητόν και ποτόν μέχρι της τελευτής του, και μετά την τελευτήν να έρχεται ν' αναγγέλλη εις τας Μούσας τις εκ των θνητών ποίαν εκάστην από αυτάς τιμά. Εις την Τερψιχόρην λοιπόν αναγγέλλουσιν εκείνους οι οποίοι την τιμώσι διά χορών και τους καθιστούν προσφιλεστέρους εις αυτήν, εις δε την Ερατώ τους τιμώντας αυτήν διά των ερωτικών ωδών και καθ' όμοιον τρόπον εις τας άλλας τους απονέμοντας την αρμόζουσαν εις εκάστην τιμήν· εις δε την πρεσβυτάτην Καλλιόπην και εις την δευτερότοκον Ουρανίαν αναγγέλλουσι τους φιλοσοφούντας και τους τιμώντας την μουσικήν τέχνην των, διότι αι δυο αύται υπέρ τας άλλας Μούσας επιστατούσαι εις τας κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και εις τους ανθρωπίνους και θείους λόγους αφήνουσιν άσμα μελωδικώτατον. Ένεκα λοιπόν των πολλών τούτων αιτίων πρέπει να είπωμεν κάτι και να μη κοιμηθώμεν κατά την μεσημβρίαν.
Φαίδρος Βεβαίως πρέπει να είπωμεν.
Σωκράτης
Ας εξετάσωμεν λοιπόν την σκέψιν, την οποίαν τώρα ελάβομεν ως
προϋπόθεσιν, τι δηλαδή κάμνει ένα λόγον προφορικόν ή γραπτόν καλόν
και τι όχι.
Φαίδρος
Πολύ καλά.
Σωκράτης
Αρά γε δεν πρέπει διά να ομιλήση καλά ο ρήτωρ να έχη εις την
διάνοιάν του την γνώσιν της αληθείας περί όσων μέλλει να είπη;
Φαίδρος
Φίλε Σωκράτη, περί αυτού του ζητήματος τέτοια εδώ έχω ακούσει, ότι
δηλαδή δεν είναι ανάγκη ο μέλλων να είναι ρήτωρ να γνωρίζη τα
αληθινά δίκαια, αλλά τα φαινόμενα δίκαια εις το πλήθος, το οποίον
ίσα ίσα μέλλει να δικάση, ουδέ τα αληθινά αγαθά ή ωραία, αλλ' όσα
θα φανώσι τοιαύτα· διότι η πειθώ παράγεται μάλλον εκ των δοξασιών
τούτων και όχι εκ της αληθείας.
Σωκράτης
Δεν πρέπει βεβαίως ν' αποβληθώσιν οι λόγοι (49) του σοφού, αλλά να
εξετάζωνται εάν λέγωσι τι· και μάλιστα και το τώρα λεχθέν δεν
πρέπει ν' αφήσωμεν ανεξέταστον.
Φαίδρος
Ορθώς λέγεις.
Σωκράτης
Ας το εξετάσωμεν λοιπόν ως εξής.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
Εάν σε συνεβούλευον εγώ ν' αποκρούσης τους εχθρούς αποκτήσας ίππον,
εάν δε και οι δύο δεν εγνωρίζομεν ίππον, αλλά μόνον τυχαίως
εγνώριζον περί σου, ότι ο Φαίδρος νομίζει ως ίππον εκείνον των
ημέρων ζώων το οποίον έχει μέγιστα ώτα…….
Φαίδρος
Γελοίον θα ήτο, Σωκράτη.
Σωκράτης
Ακόμη δεν ετελείωσα· και ότι σοβαρώς διά να σε πείσω συνέτασσον
εγκώμιον του όνου, αποκαλών αυτόν ίππον και λέγων περί αυτού, ότι
είναι ζώον ανεκτίμητον διά να το έχη κανείς εις την πατρίδα του και
έξω εις τον πόλεμον, και χρήσιμον ώστε να πολεμά κανείς απ' αυτού,
και δυνατόν να μεταφέρη προσέτι σκεύη και ωφέλιμον εις άλλας πολλάς
εργασίας….
Φαίδρος
Γελοιωδέστατον πλέον θα ήτο αυτό.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν δεν είναι προτιμότερον να είναι γελοίον αλλ' αβλαβές,
παρά επικίνδυνον και βλαβερόν;
Φαίδρος
Φαίνεται.
Σωκράτης
Όταν λοιπόν ο ρήτωρ, ενώ αυτός δεν γνωρίζει την φύσιν του αγαθού
και του κακού, εύρη τους συμπολίτας του ευρισκομένους εις την αυτήν
άγνοιαν και τους συμβουλεύη, εγκώμια πλέκων, όχι περί όνου σκιάς
(50) ότι είναι ίππος, αλλά περί του κακού ότι είναι αγαθόν, και
όταν, μελετήσας τας δοξασίας του κοινού λαού, τον πείση να πράττη
κακά αντί αγαθών, ωσάν ποίον καρπόν νομίζεις ότι η ρητορική κατόπιν
θα θερίση εκ των ιδεών τας οποίας έσπειρε;
Φαίδρος
Βεβαίως όχι παρά πολύ καλόν καρπόν.
Σωκράτης
Αλλά μήπως, καλέ μου φίλε, έχομεν εμπαίξει αγροικότερον του δέοντος
την ρητορικήν; Ίσως ηδύνατο να μας είπη αύτη· τι είναι αυτά, ω
θαυμαστοί, τα οποία φλυαρείτε; Εγώ βεβαίως καθόλου δεν αναγκάζω τον
αγνοούντα την αλήθειαν να μανθάνη ρητορικήν, αλλά κατά την ιδικήν
μου τουλάχιστον συμβουλήν, τοιουτοτρόπως θα με καταλάβη τις, όταν
αποκτήση την γνώσιν της αληθείας· εν τούτοις τούτο εδώ το μέγα
λέγω, ότι, χωρίς την βοήθειάν μου, δεν δύναται ουδέ κατά τι
περισσότερον να πείση με τέχνην τους ακροατάς του ο κατέχων την
γνώσιν της αληθείας.
Φαίδρος
Δεν έχει λοιπόν δίκαιον η ρητορική λέγουσα ταύτα;
Σωκράτης
Το παραδέχομαι, εάν βεβαίως οι προστρέχοντες πέριξ αυτής λόγοι
παρέχουν την μαρτυρίαν, ότι η ρητορική είναι μία τέχνη· διότι,
καθώς μου φαίνεται, ακούω μερικούς λόγους προσερχομένους να
διαμαρτύρωνται ότι η ρητορική ψεύδεται και δεν είναι τέχνη, αλλ'
άτεχνος μηχανική άσκησις· «δεν υπάρχει δε ούτε θα υπάρξη ποτέ,
λέγει ο Λάκων (51), αληθής τέχνη του λέγειν χωρίς να είναι κάτοχος
της αληθείας».
Φαίδρος
Αλλά χρειαζόμεθα τους λόγους τούτους, Σωκράτη. Κάμε τους να
προσέλθωσι κ' εξέταζέ τους τι και πώς λέγουν.
Σωκράτης.
Παρουσιασθήτε λοιπόν, &ω λόγοι&, ευγενικά ανατεθραμμένα ωραία
παιδιά, και πείθετε τον Φαίδρον ότι, εάν δεν φιλοσοφήση ικανώς,
ουδέ θα γίνη ποτέ ικανός να ομιλή διά κανέν ζήτημα. Ας αποκρίνεται
λοιπόν ο Φαίδρος.
Φαίδρος
Ερωτάτε.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν η ρητορική δεν είναι τέχνη του ψυχαγωγείν (52) διά
λόγων, όχι μόνον εις τα δικαστήρια και εις τας δημοσίας
συναθροίσεις, αλλά και εις τας ιδιωτικάς ομηγύρεις, η ιδία και όταν
πρόκειται περί μικρών ζητημάτων και όταν περί μεγάλων, και δεν
είναι αρά γε πολυτιμότερον να λέγεται το ορθόν πράγμα και εις τα
σπουδαία και εις τα μικρά; Ή μήπως αυτά τα έχεις ακούσει συ κατ'
άλλον τρόπον;
Φαίδρος
Όχι, μα τον Δία, όχι καθόλου παρομοίως, αλλά προ πάντων η ρητορική
η ασχολουμένη εις τας δίκας λέγεται και γράφεται τέχνη, λέγεται δε
ομοίως και η περί τας δημηγορίας ασχολουμένη· περισσότερον από αυτά
δεν έχω ακούσει.
Σωκράτης
Αλλ' αληθώς έχεις ακούσει μόνον τα ρητορικά κατασκευάσματα του
Νέστορος και του Οδυσσέως, τα οποία συνέθεσαν όταν ησύχαζον κατά
την πολιορκίαν του Ιλίου, τας δε συνθέσεις του Παλαμήδους δεν έχεις
ακούσει;
Φαίδρος
Ναι, μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει άλλα από τα του
Νέστορος [και Οδυσσέως], εκτός εάν παριστάνης τον Γοργίαν ως
κάποιον Νέστορα ή κάποιον Θρασύμαχον και Θεόδωρον ως Οδυσσέα (53).
Σωκράτης
Ίσως. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτους· συ δε ειπέ μου, εις τα δικαστήρια
τι πράττουσιν οι αντίδικοι; βεβαίως δεν άντιλέγουσιν ή τι θα
είπωμεν ότι κάμνουν;
Φαίδρος
Αυτό τούτο.
Σωκράτης
Δεν αντιλέγουσι και περί δικαίου και αδίκου;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Λοιπόν ο πράττων τούτο με τέχνην θα κάμη να φανή το ίδιον πράγμα
εις τα ίδια πρόσωπα άλλοτε μεν δίκαιον, όταν θέλη δε άδικον;
Φαίδρος
Διατί όχι;
Σωκράτης
Και κατά την δημηγορίαν λοιπόν θα φανώσιν εις τους πολίτας τα ίδια
πράγματα άλλοτε μεν αγαθά, άλλοτε δε πάλιν τα εναντία;
Φαίδρος
Έτσι.
Σωκράτης
Δεν γνωρίζομεν λοιπόν ότι ο Ελεατικός Παλαμήδης (54) διά της τέχνης
των λόγων του έκαμεν ώστε τα ίδια πράγματα να φαίνωνται ως όμοια
και ανόμοια, και ως έν και ως πολλά, και εξ άλλου ηρεμούντα και
κινούμενα;
Φαίδρος
Το γνωρίζω πολύ καλά.
Σωκράτης
Άρα η αντιλογική δεν περιορίζεται μόνον εις τα δικαστικά και εις
την δημηγορίαν, αλλ' εάν είναι μία τις τέχνη, αύτη, ως φαίνεται,
ήθελεν είναι η περιλαμβάνουσα όλα τα είδη του λόγου, διά της οποίας
γίνεται τις ικανός να παριστάνη εις πάντας όμοια πάντα όσα είναι
δυνατόν να συγχυσθώσι, και να διαφωτίζη όσα διάφορα άλλος επιχειρεί
να συγχύση και να αποκρύψη.
Φαίδρος
Πώς λοιπόν λέγεις το τοιούτον;
Σωκράτης
Νομίζω ότι κατά τούτον τον τρόπον το ζήτημά μας θα διευκρινισθή. Η
απάτη εις ποίον εκ των δύο συμβαίνει περισσότερον, εις τα πράγματα
τα οποία έχουσιν μεγάλας διαφοράς, ή μικράς;
Φαίδρος
Εις τα έχοντα μικράς.
Σωκράτης
Αλλ' ακριβώς ολίγον κατ' ολίγον προχωρών θα διαλάθης μάλλον ώστε να
φθάσης εις το εναντίον παρά με μεγάλα βήματα.
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Πρέπει λοιπόν ο μέλλων ν' απατήση μεν τον άλλον, αυτός δε να μη
απατηθή, να διαγιγνώσκη ακριβώς την ομοιότητα και την ανομοιότητα
των όντων.
Φαίδρος
Κατ' ανάγκην πρέπει.
Σωκράτης
Πραγματικώς λοιπόν θα δυνηθή τις, ενώ δεν γνωρίζει την αληθινήν
ουσίαν εκάστου, να διακρίνη εις τα άλλα πράγματα την μικράν ή
μεγάλην ομοιότητα εκείνου το οποίον αγνοεί;
Φαίδρος
Αδύνατον.
Σωκράτης
Λοιπόν είναι φανερόν ότι το πάθημα των εσφαλμένων γνωμών και των
απατών των ανθρώπων περί των όντων προέρχεται εξ αιτίας μερικών
ομοιοτήτων.
Φαίδρος
Κατ' αυτόν τον τρόπον βεβαίως γίνεται.
Σωκράτης
Είναι λοιπόν δυνατόν να καταστή κανείς έμπειρος της τέχνης να
μεταβιβάζη ολίγον κατ' ολίγον διά των ομοιοτήτων τους ακροατάς του
κάθε φοράν από την έννοιαν του όντος εις την εναντίαν έννοιαν
αποσύρων αυτούς, ή και ο ίδιος να διαφεύγη την απάτην των ταύτην,
εάν δεν γνωρίζη την αληθινήν ουσίαν εκάστου όντος;
Φαίδρος
Όχι ποτέ.
Σωκράτης
Άρα, φίλε μου, εκείνος που δεν γνωρίζει την αλήθειαν, αλλ' έχει
θηρεύσει δοξασίας, ως φαίνεται, γελοίαν τινά και άτεχνον τέχνην των
λόγων θα παρουσιάζη.
Φαίδρος
Είν' ενδεχόμενον.
Σωκράτης
Θέλεις λοιπόν εις τον λόγον του Λυσίου, τον οποίον φέρεις μαζί σου,
και εις τους λόγους τους οποίους ημείς είπομεν, να ίδωμεν τι εκ
τούτων είναι από τα μετά τέχνης λεχθέντα και τι από τα χωρίς
τέχνην;
Φαίδρος
Προ παντός μάλιστα, επειδή τώρα απλώς πως ομιλούμεν μη έχοντες
ικανά παραδείγματα.
Σωκράτης
Βεβαίως κατ' ευτυχή σύμπτωσιν, ως φαίνεται, ελέχθησαν οι λόγοι οι
οποίοι έχουσι κάποιον παράδειγμα ότι δύναται ο γνωρίζων την
αλήθειαν, παίζων διά των λόγων, να παρασύρη εις μεταβολήν τους
ακροατάς του. Ως προς εμέ τουλάχιστον αποδίδω την αιτίαν ταύτην εις
τους εντοπίους θεούς· ίσως δε οι των Μουσών προφήται, οι υπέρ τας
κεφαλάς μας τραγουδισταί [οι τέττιγες], θα μας έχωσιν εμπνεύσει
τούτο το δώρον (55)· διότι εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω τέχνην τινά
του λέγειν.
Φαίδρος
Έστω τούτο όπως το λέγεις· μόνον φανέρωνέ μου το παράδειγμα.
Σωκράτης
Εμπρός λοιπόν, ανάγνωσέ μου την αρχήν του λόγου του Λυσίου.
Φαίδρος
«Διά τα ιδικά μου μεν αισθήματα γνωρίζεις καλά και καθώς νομίζω
έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων
μου· έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο
μόνον ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου· διότι οι ερώντες
μεταμελούνται τότε — ».
Σωκράτης
Σταμάτησε· πρέπει να είπομεν κατά τι ο Λυσίας σφάλλει και άνευ
τέχνης δημιουργεί. Δεν είναι αληθές;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Άρα λοιπόν δεν είναι εις τον καθένα φανερόν το εξής περίπου, ότι
εις μερικάς των τοιούτων εννοιών συμφωνούμεν, εις μερικάς δε
διιστάμεθα;
Φαίδρος
Πιστεύω μεν ότι ενόησα εκείνο το οποίον λέγεις, αλλ' ακόμη
σαφέστερον ειπέ μου το.
Σωκράτης
Όταν τις είπη το όνομα του σιδήρου ή του αργύρου, άρα την ιδίαν
έννοιαν δεν εσχηματίσαμεν;
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Τι δε διανοούμεθα προκειμένου περί του δικαίου και του αγαθού; δεν
έχει ο καθείς διάφορον ιδέαν και δεν διαφωνούμεν περί αυτών και
μεταξύ μας και με τους ιδίους εαυτούς μας;
Φαίδρος
Πολύ αληθινά.
Σωκράτης
Άρα εις τα μεν συμφωνούμεν, εις τα άλλα όχι.
Φαίδρος
Έτσι είναι.
Σωκράτης
Εις ποια εκ των δύο τούτων ευκολώτερον απατώμεθα και εις ποία η
ρητορική ασκεί μεγαλυτέραν δύναμιν;
Φαίδρος
Είναι φανερόν ότι εις εκείνα εις τα οποία πλανώμεθα.
Σωκράτης
Λοιπόν είναι ανάγκη ο μέλλων να μετέλθη την ρητορικήν τέχνην πρώτον
μεν να κάμη την διάκρισιν των εννοιών τούτων μεθοδικώς και να
συλλάβη εις τον νουν του τους διαφόρους χαρακτήρας και των δύο
χωριστά ειδών των εννοιών, και εκείνου εις το οποίον κατ' ανάγκην
το πλήθος πλανάται και εκείνου εις το οποίον δεν πλανάται.
Φαίδρος
Επιτήδειος θα ήτο, Σωκράτη, εκείνος ο οποίος θα εγνώριζε να κάμη
ταύτην την διάκρισιν.
Σωκράτης
Έπειτα νομίζω ότι πρέπει, όταν αναλαμβάνη την εξέτασιν εκάστου
ζητήματος να μη του διαφεύγη την προσοχήν, αλλά μετ' οξύτητος ν'
αντιλαμβάνεται εκείνο περί του οποίου μέλλει να είπη, δηλαδή εις
ποίον εκ των δύο γενών έτυχε ν' ανήκη τούτο.
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Τι νομίζεις λοιπόν· τι εκ των δύο θα είπωμεν ότι είναι ο έρως εκ
των αμφισβητησίμων ή εκ των μη;
Φαίδρος
Εκ των αμφισβητησίμων βεβαίως· αλλέως θα σου ήτο δυνατον να είπης,
εκείνα τα οποία τώρα εξέφερες περί αυτού ότι είναι και βλαβερός και
εις τον αγαπώμενον και τον αγαπώντα και πάλιν ότι είναι μέγιστον
των αγαθών;
Σωκράτης
Λαμπρά τα λέγεις· αλλ' ειπέ μου και το εξής — διότι εγώ δεν
ενθυμούμαι πολύ καλά εξ αιτίας του ενθουσιασμού μου — εάν έκαμα τον
ορισμόν του έρωτος κατά την αρχήν του λόγου.
Φαίδρος
Μα τον Δία, θαυμασίως.
Σωκράτης
Μπα, τόσον επιτηδειότεραι εις την τέχνην των λόγων λέγεις ότι είναι
αι νύμφαι, αι θυγατέρες του Αχελώου και ο Παν ο υιός του Ερμού, από
τον Λυσίαν τον υιόν του Κεφάλου; ή απατώμαι, και ο Λυσίας αρχίζων
τον ερωτικόν λόγον του μας ηνάγκασε να εννοήσωμεν τον έρωτα, ότι
είναι έν τι εκ των όντων, το οποίον αυτός ηθέλησε και συμφώνως με
τον ορισμόν τούτον πλέον συνέταξε κ' ετελείωσεν όλον τον κατόπιν
λόγον; θέλεις πάλιν ν' αναγνώσωμεν την αρχήν αυτού;
Φαίδρος
Εάν σου φαίνεται καλόν· εκείνο όμως το οποίον ζητείς δεν είναι εις
αυτό το μέρος.
Σωκράτης
Λέγε, ν' ακούσω αυτό το ίδιον.
Φαίδρος
«Διά μεν τα ιδικά μου αισθήματα γνωρίζεις καλά, και καθώς νομίζω
έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων
μου. Έχω δε την αξίωσιν να μη αποτύχω εις ό,τι επιθυμώ διά τούτο
μόνον, ότι συνέπεσε να μην είμαι εραστής σου· διότι οι ερώντες
μεταμελούνται τότε δι' όσα προσέφερον [εις το αντικείμενον του
πάθους των], όταν θα κορεσθώσι της επιθυμίας».
Σωκράτης
Όντως πολύ, ως φαίνεται, απέχει από του να κάμνη, αυτό το οποίον
ακριβώς ζητούμεν, ο Λυσίας, ο οποίος ουδ' από την αρχήν, αλλ' από
το τέλος κολυμβών ανάσκελα προς τα οπίσω επιχειρεί να διέλθη τον
λόγον, και αρχίζει από εκεί απ' όπου θα είχε τελειώσει ο εραστής
λέγων προς τον αγαπώμενον. Ή δεν είναι τίποτε σωστόν, πολυαγαπημένε
μου Φαίδρε;
Φαίδρος
Τούτο βεβαίως, Σωκράτη, περί του οποίου κάμνει λόγον είναι [όχι
αρχή αλλά] τέλος.
Σωκράτης
Τι δε να είπωμεν διά τα άλλα; δεν φαίνονται ότι αι ιδέαι του λόγου
έχουν τοποθετηθή συγκεχυμένως; ή φαίνεται ότι, εκείνο το οποίον
ελέχθη δεύτερον, έπρεπε ένεκα ανάγκης τινός να κατέχη την δευτέραν
θέσιν αυτό παρά άλλο τι των λεχθέντων; Διότι εφάνη εις εμέ, ο
οποίος εξ άλλου ομολογώ την άγνοιάν μου, ότι ο συγγραφεύς με
γενναιότητα έγραφεν ό,τι του ήρχετο εις τον νουν· συ δε μήπως
ευρήκες λογογραφικήν τινα ανάγκην ένεκα της οποίας εκείνος έτσι
κατά σειράν το έν πλησίον του άλλου έβαλεν αυτά;
Φαίδρος
Καλός είσαι, αφού με νομίζεις ικανόν να διαγνώσω έτσι ακριβώς τους
λόγους του Λυσίου.
Σωκράτης
Αλλά τούτο εδώ τουλάχιστον νομίζω πώς θα μου έλεγες, ότι πρέπει
κάθε λόγος, όπως το ζώον, να συνίσταται από σώμα τι ιδικόν του,
ώστε να μην είναι μήτε ακέφαλος μήτε άπους, αλλά να έχη μέσα και
άκρα, τα οποία να είναι γραμμένα έτσι, ώστε ν' αρμόζουν και μεταξύ
των και με το σύνολον.
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Εξέτασε λοιπόν τον λόγον του φίλου σου, εάν είτε κατά τον ένα είτε
κατά τον άλλον τρόπον έχει γραφή, και θα εύρης ότι καθόλου δεν
διαφέρει από το επίγραμμα, το οποίον λέγουν ότι είναι
επιγεγραμμένον εις τον Μίδαν τον Φρύγα.
Φαίδρος
Ποίον είναι το επίγραμμα και τι ιδιαίτερον έχει τούτο;
Σωκράτης
Είναι το εξής:
Χαλκή παρθένος είμαι, 'ς του Μίδα δε το μνήμα κείμαι, κι' όταν θα τρέξη το νερό και τα ψηλά τα δένδρ' ανθίσουν, μένουσα εδώ ψηλά 'ς αυτόν τον τύμβο τον πολύκλαυστο, θ' αγγέλλω 'ς τους διαβάτες ότι ο Μίδας εδώ έχει ταφή.
ως νομίζω, κάπως κατανοείς ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει εις το να διαβάζεται μέρος τι του επιγράμματος πρώτον ή τελευταίον.
Φαίδρος
Περιπαίζεις τον λόγον μας, Σωκράτη.
Σωκράτης
Τούτον μεν τον λόγον ας αφήσωμεν ίνα μη στενοχωρήσαι· αν και, ως
μου φαίνεται, έχει πολλά δείγματα, τα οποία έχων προ οφθαλμών
κανείς, θα ωφελείτο με το να μη επιχειρή καθολοκληρίαν να τα
μιμηθή. Εις δε τους άλλους λόγους ας έλθωμεν. Διότι υπάρχει τι ως
νομίζω, το οποίον πρέπει να ίδωσιν οι θέλοντες να ασχολώνται περί
τους λόγους.
Φαίδρος
Ποίον είναι αυτό που λέγεις;
Σωκράτης
Είναι κάπως αντίθετοι· ο μεν είς δηλαδή έλεγεν ότι πρέπει να
χαρίζεται τις εις τον ερώντα ο δε άλλος ότι δεν πρέπει.
Φαίδρος
Και οι δύο πάρα πολύ ανδρικώς [υπεστήριζον την ιδέαν των].
Σωκράτης
Ενόμιζα ότι θα έλεγες την αλήθειαν, εάν έλεγες μανικώς· εκείνο μεν
λοιπόν το οποίον εζήτουν είναι αυτό τούτο· διότι μανία τις είπομεν
ότι είναι ο έρως. Αληθώς;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Μανίαι δε δύο υπάρχουν, εξ ων η μεν προέρχεται εξ ανθρωπίνων
νοσημάτων, η δε εκ θείας απομακρύνσεως από της συνήθους κανονικής
καταστάσεως.
Φαίδρος
Πολύ καλά.
Σωκράτης
Έχομεν δε διαιρέσει την θείαν μανίαν εις τέσσαρα μέρη εκ των
τεσσάρων θεών, παραδεχθέντες την μαντικήν μεν εμπνεομένην υπό του
Απόλλωνος, την ιεροτελεστικήν δε υπό του Διονύσου, την ποιητικήν
υπό των Μουσών, την τετάρτην δε, την ερωτικήν μανίαν, την
εμπνεομένην υπό της Αφροδίτης και του Έρωτος την είπομεν ότι είναι
αρίστη, και δεν γνωρίζω πώς το ερωτικόν πάθος απεικονίζοντες,
άλλοτε μεν με το να εγγίζωμεν την αλήθειαν, ίσως δε και με το να
πλανώμεθα εις άλλα, συνάψαντες λόγον όχι εντελώς απίθανον εψάλαμεν
μυθικόν τινα ύμνον με κοσμιότητα και ευλάβειαν εις τον Έρωτα, τον
ιδικόν μου και ιδικόν σου δεσπότην, Φαίδρε, τον προστάτην των
ωραίων παίδων.
Φαίδρος
Εγώ τουλάχιστον πάρα πολύ ευχαρίστως τον ήκουσα.
Σωκράτης
Το εξής όμως από αυτόν τον λόγον ας λάβωμεν, με ποίον τρόπον δηλαδή
από το ψέγειν ηδυνήθη ο λόγος να μεταβή εις το επαινείν.
Φαίδρος
Πώς το εννοείς λοιπόν αυτό;
Σωκράτης
Εις εμέ φαίνεται ότι όντως όλα τα άλλα έχουν λεχθή αστείως και
χάριν παιδιάς. Αλλά την δύναμιν των δύο τούτων μεθόδων, αι οποίαι
ελέχθησαν κατά τύχην, είναι ωφέλιμον, εάν δυνηθή κανείς να εννοήση
και τας οικειποιηθή με τέχνην.
Φαίδρος
Ποίων μεθόδων;
Σωκράτης
Το να ανάγη τις εις μίαν γενικήν ιδέαν διά συνθέσεως τα εδώ κ' εκεί
διεσπαρμένα στοιχεία, ίνα δι' ακριβούς ορισμού κάμη φανερόν
έκαστον, περί του οποίου θα εδίδασκε κάθε φοράν. Καθώς τώρα δα αφού
ωρίσαμεν την έννοιαν του Έρωτος, είτε καλώς είτε κακώς, εκάμαμεν
τον λόγον. Τουλάχιστον ένεκα της αιτίας αυτής ο λόγος μας είχε να
δείξη σαφήνειαν και συμφωνίαν προς τον εαυτόν του.
Φαίδρος
Η δε άλλη μέθοδος, λέγε, ποία είναι, Σωκράτη;
Σωκράτης
Το να δύναταί τις ν' αναλύη την γενικήν έννοιαν εις τα είδη αυτής,
τέμνων εις τα φυσικά της άρθρα, χωρίς να προβαίνη εις το να
συντριβή κανέν μέρος κατά τον τρόπον κακού μαγείρου· έτσι ακριβώς
προ μικρού οι δύο λόγοι μου έλαβον μίαν κοινήν ιδέαν, την μανίαν,
καθώς δε φύσει εξ ενός σώματος έχομεν δίπλα μέρη με το αυτό όνομα,
τα κληθέντα αριστερά και δεξιά μέρη, τοιουτοτρόπως και ως προς την
μανίαν, την οποίαν εθεώρησαν οι λόγοι ως έν είδος υπάρχον φύσει
εντός μας, ο μεν είς λόγος ετράπη εις την διευκρίνισιν του
αριστερού μέρους της και δεν αφήκε τας ερεύνας τούτου του μέρους
ίνα επαναρχίση, ειμή όταν εύρεν εις αυτάς αριστερόν τινα καλούμενον
έρωτα τον οποίον ελοιδόρησε πάρα πολύ δικαίως, ο δε έτερος λόγος
μας έφερε εις το δεξιόν μέρος της μανίας όπου εύρεν έρωτα, ο οποίος
αν και είχε το ίδιον όνομα με τον πρώτον, ήτο θεϊκός όμως και λαβών
αυτόν ως υπόθεσιν των εγκωμίων του τον επήνεσεν ως αιτίαν των
μεγίστων αγαθών μας.
Φαίδρος
Αληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
Και εγώ ο ίδιος, Φαίδρε, είμαι εραστής τούτων των αναλύσεων και των
συνθέσεων ίνα γίνω ικανός να λέγω και να σκέπτομαι· και εάν θα
νομίσω ότι κάποιος άλλος δύναται ν' αντιλαμβάνεται το αντικείμενον
και ως σύνολον και αναλελυμένον εις τα στοιχεία του, τούτον
επιδιώκω ακολουθών τα ίχνη του ως να ήτο θεός (56). Και τους
δυναμένους δε να κάμωσι τούτο τους αποκαλώ, κύριος οίδε εάν ορθώς ή
όχι, μέχρι τούδε διαλεκτικούς. Αλλ' εκείνους οι οποίοι εδιδάχθησαν
υπό σου και του Λυσίου πώς πρέπει να τους αποκαλώμεν; Ή μήπως η
τέχνη των λόγων είναι αυτό εκείνο, το οποίον και ο Θρασύμαχος (57)
και οι άλλοι μεταχειριζόμενοι λέγουσιν ότι έχουσι γίνει σοφοί μεν
οι ίδιοι εις το λέγειν, κάμνουν δε σοφούς και τους άλλους όσοι θα
ήθελον να προσφέρωσι δώρα εις αυτούς ως εις βασιλείς;
Φαίδρος
Βασιλικοί πραγματικώς είναι οι άνδρες ούτοι, αλλά δεν έχουν ιδέαν
των όσων ερωτάς· αλλά τούτο μεν το είδος ορθώς μου φαίνεται ότι το
ονομάζεις αποκαλών διαλεκτικόν· αλλά το ρητορικόν, μου φαίνεται, ότι
ακόμη μας διαφεύγει.
Σωκράτης
Τι λέγεις; θα εύρισκέ τις κάτι καλόν, το οποίον έμεινε μεν από όσα
είπομεν περί διαλεκτικής, λαμβάνεται όμως με τέχνην; Πάντως δε δεν
πρέπει να εγκαταλειφθή από σε κ' εμέ το υπόλοιπον μέρος [το περί]
της ρητορικής, αλλά πρέπει να είπωμεν τι είναι τούτο.
Φαίδρος
Και δεν είναι ολίγα, Σωκράτη, όσα διδάγματα περιλαμβάνονται εις τα
βιβλία τα γράφοντα περί της τέχνης των λόγων.
Σωκράτης
Και καλά που μου το εθύμισες. Το προοίμιον νομίζω ότι πρέπει να
λέγεται εις την αρχήν του λόγου· αυτά δεν λέγεις — είναι, αληθινόν;
— ότι είναι αι λεπταί δεξιότητες της τέχνης;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Δεύτερον η διήγησις μετά των μαρτυρικών καταθέσεων εκτός αυτής,
τρίτον αι αποδείξεις, τέταρτον αι πιθανολογίαι· νομίζω μάλιστα ότι
ο αριστοτέχνης των λόγων, ο Βυζάντιος (58) ανήρ, διδάσκει και
πίστωσιν και επιπίστωσιν.
Φαίδρος
Λέγεις διά τον καλόν Θεόδωρον; (59)
Σωκράτης
Ναι, ο οποίος μας διδάσκει ότι πρέπει να κάμωμεν και εις την
κατηγορίαν και εις την απολογίαν έλεγχον και επεξέλεγχον. Δεν θα
παραγκωνίσωμεν δε τον άριστον Εύηνον τον Πάριον (60), ο οποίος και
την υποδήλωσιν πρώτος εύρε και τους πλαγίους επαίνους· άλλοι δε
λέγουσιν ότι αυτός και τους πλαγίους ψόγους εστιχούργησε προς
απομνημόνευσιν· διότι ήτο σοφός ο ανήρ. Τον Τεισίαν (61) δε και τον
Γοργίαν (62) δεν θα τους αφήσωμεν να κοιμώνται, οι οποίοι
ανεκάλυψαν ότι τα πιθανά πρέπει να θεωρώνται προτιμότερα των
αληθών, και οι οποίοι ένεκα της ευρωστίας του λόγου των κάμνουν
ώστε να φαίνωνται τα μικρά μεγάλα και τα μεγάλα μικρά, και τα νέα
εκφράζουσιν αρχαιοπρεπώς και τα αρχαία με νέαν μορφήν, και ανεύρον
το μέσον να ομιλώσι διά κάθε θέμα και διά βραχέων και κατά
διεξοδικώτατον τρόπον. Ταύτα δε ακούων κάποτε ο Πρόδικος (63)
εγέλασε και είπεν ότι μόνος αυτός έχει εύρει τα αρμόζοντα εις την
τέχνην των λόγων. Είπε δε ότι ούτε αι μακρολογίαι ούτε αι
βραχυλογίαι αρμόζουν, αλλά τα μέτρια.
Φαίδρος
Σοφώτατα είπες, ω Πρόδικε.
Σωκράτης
Τον Ιππίαν (64) δε δεν αναφέρομεν, διότι νομίζω ότι και ο Ηλείος
ξένος της αυτής γνώμης θα ήτο με τον Πρόδικον.
Φαίδρος
Διατί όχι;
Σωκράτης
Πώς θ' αναπτύξωμεν δε εξ άλλου τα ρητορικά τεχνουργήματα του Πώλου
(65), ο οποίος την διπλασιολογίαν [καλλιλογίαν] και την γνωμολογίαν
[το ομιλείν με γνωμικά] και την εικονολογίαν [τας μεταφοράς] εύρε,
και τας λέξεις εκείνας τας οποίας εδώρησεν εις αυτόν ο Λικύμνιος
(66), ίνα δημιουργήση ευφράδειαν.
Φαίδρος
Τα του Πρωταγόρου (67) δε παραγγέλματα, Σωκράτη, δεν είναι βεβαίως
τέτοια τινά;
Σωκράτης
Μετεχειρίζετο, παιδί μου, ορθόν λεκτικόν και άλλα πολλά και καλά·
ως προς την τέχνην δε των θρηνητικών λόγων, οι οποίοι κινούσι τον
οίκτον αναφερόμενοι εις το γήρας και την πενίαν όλους τους έχει
υπερβή, μου φαίνεται, η δύναμις του Χαλκηδονίου (68), ο οποίος εξ
άλλου ήτο φοβερός ανήρ και εις το να εξοργίση το πλήθος αφ' ενός,
και πάλιν αυτό ωργισμένον να το καταπραΰνη γοητεύων, ως έλεγε· και
επιτηδειότατος εις το να κατηγορή και εις το να αναιρή τας
κατηγορίας με κάθε τρόπον. Όλοι δε από κοινού πλέον φαίνεται ότι
παρεδέχθησαν ποίον πρέπει να είναι το τέλος των λόγων, το οποίον
άλλοι μεν καλούσιν επάνοδον, άλλοι δε με άλλο όνομα.
Φαίδρος
Εννοείς το να συγκεφαλαιώσουν τα καθέκαστα εις το τέλος διά να
υπενθυμίσουν εις τους ακούοντας περί των λεχθέντων.
Σωκράτης
Ταύτα λέγω, και αν συ έχης να προσθέσης άλλο τι περί της τέχνης των
λόγων.
Φαίδρος
Έχω μερικά μικρά και ανάξια λόγου.
Σωκράτης
Ας αφήσωμεν δα τα μικρά· μάλλον δε ταύτα ας φέρωμεν εις πλήρες φως,
ποία είναι η δύναμις της τέχνης και πού φανερώνεται.
Φαίδρος
Είναι ισχυροτάτη, Σωκράτη, η δύναμις της ρητορικής και φανερώνεται
εις τας συνελεύσεις του πλήθους.
Σωκράτης
Είναι αληθές· αλλ', έκτακτέ μου φίλε, ιδέ και συ μήπως φαίνεται και
εις σε, όπως και εις εμέ, αραιόν το στημόνι του υφάσματος της
ρητορικής αυτής.
Φαίδρος
Αποδείκνυέ μου μόνον.
Σωκράτης
Ειπέ μου λοιπόν· εάν τις υπάγη εις τον φίλον σου Εριξύμαχον ή τον
πατέρα αυτού Ακουμενόν και είπη ότι εγώ γνωρίζω τοιαύτα ιατρικά να
προσφέρω εις τα σώματα, ώστε εάν θέλω να τα θερμαίνω και να τα
κρυώνω και, εάν μεν μου φανή καλόν, να τα κάμω να εξεμώσι, εάν δε
πάλιν όχι, να αφοδεύωσι και άλλοι πάρα πολλά τοιαύτα, και επειδή
γνωρίζω αυτά έχω την αξίωσιν ότι είμαι ιατρός και ότι και άλλον
κάμνω ιατρόν, εάν εις αυτόν ήθελον παραδώσει την επιστήμην τούτων·
τι νομίζεις ότι θα έλεγον εάν ήκουον αυτά οι φίλοι σου;
Φαίδρος
Τι άλλο παρά θα τον ηρώτων, εάν εκτός τούτων γνωρίζει και τους
ασθενείς οι οποίοι έχουν ανάγκην τούτων και πότε μεταχειρίζεται το
καθέν και κατά ποίαν δόσιν;
Σωκράτης
Εάν λοιπόν απαντήση, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά, αλλ' ότι έχω
την αξίωσιν ο μαθητής μου να κάμη όσα ζητείς;
Φαίδρος
Νομίζω ότι θα του έλεγον ότι είναι τρελλός, και ότι τα έμαθεν από
κάποιο βιβλίον ή ότι ενόμισεν, επειδή έτυχε ν' ακούση περί
φαρμάκων, πως είναι ιατρός, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε από την
ιατρικήν τέχνην.
Σωκράτης
Τι δε θ' απήντων εξ άλλου ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, εάν
παρουσιάζετο κανείς εις αυτούς λέγων ότι γνωρίζει να κάμνη περί
μικρού πράγματος λόγους υπερβολικά μακρούς και περί μεγάλου πάρα
πολύ μικρούς, όταν δε θέλη, να κάμνη ώστε οι λόγοι του να κινούν
τον οίκτον και τουναντίον πάλιν τον φόβον, και να δεικνύουν απειλήν
και πολλά άλλα παρόμοια, και διδάσκων αυτά να νομίζη ότι παραδίδει
ποίησιν τραγωδίας;
Φαίδρος
Και αυτοί νομίζω, Σωκράτη, ότι θα κατεγέλων εκείνον, αν τις νομίζη
ότι η τραγωδία είναι άλλο τι παρά η αρμόζουσα σύνθεσις των
στοιχείων τούτων και ως προς άλληλα και ως προς το σύνολον.
Σωκράτης
Αλλά δεν θα τον περιέπαιζον βαναύσως, αλλά καθώς μουσικός, όταν
απαντήση άνδρα θεωρούντα τον εαυτόν του κάτοχον της αρμονίας,
επειδή έτυχε να γνωρίζη πώς είναι δυνατόν να τονίζη χορδήν
υψηλότατα και χαμηλότατα, δεν θα του έλεγε με αγριότητα «δυστυχή,
είσαι τρελλός», αλλ' επειδή είναι αληθής μουσικός θα του έλεγε
μαλακότερον ότι «καλέ μου, είναι ανάγκη μεν και αυτά τα οποία
γνωρίζεις να γνωρίζη ο μέλλων να γίνη κάτοχος της αρμονίας, αλλ'
όμως δύναται κάλλιστα να μη γνωρίζη τίποτε από αρμονίαν και αν
κατέχη την ιδικήν σου εμπειρικήν γνώσιν διότι γνωρίζεις τα προ της
αρμονίας αναγκαία μαθήματα, αλλ' όχι τα αρμονικά».
Φαίδρος
Ορθότατα βεβαίως.
Σωκράτης
Και ο Σοφοκλής λοιπόν εις τον προς αυτόν επιδεικνυόμενον θα έλεγεν
ότι γνωρίζει τα προ της τραγωδίας, αλλ' όχι τα τραγικά, και ο
Ακουμενός [θα έλεγεν εις εκείνον ότι γνωρίζει] τα προ της ιατρικής,
αλλ' όχι τα ιατρικά.
Φαίδρος
Βεβαιότατα.
Σωκράτης
Τι δε νομίζομεν; εάν ο μελίγλωσσος Άδραστος (69) ή ο Περικλής
ήκουον εκείνα τα πάγκαλα τεχνάσματα, τα οποία τώρα ημείς
διεξήλθομεν, τας βραχυλογίας και τας εικονολογίας και όσα άλλα
εξετάσαντες εις πλήρες φως είπομεν ότι είναι συζητήσιμα, τι εκ των
δύο, (οργισμένοι αυτοί, καθώς εγώ και συ, θα είχον την βαναυσότητα
να είπωσι λέξιν τινά χονδρήν εις τους λέγοντας και διδάσκοντας αυτά
ως ρητορικήν τέχνην, ή, επειδή είναι σοφώτεροί μας, και ημάς θα
επέπληττον λέγοντες· Φαίδρε και Σωκράτη, δεν πρέπει να οργιζώμεθα,
αλλά να συγχωρώμεν, εάν τινες μη γνωρίζοντες διαλεκτικήν ευρέθησαν
εις αδυναμίαν να ορίσωσι την έννοιαν της ρητορικής, ένεκα δε τούτου
του παθήματος ενόμισαν ότι εύρον την ρητορικήν, εν ώ κατείχον μόνον
τα προ της τέχνης αναγκαία μαθήματα, και ταύτα πλέον διδάσκοντες
εις άλλους φρονούσιν ότι τελείως η ρητορική έχει διδαχθή από
αυτούς, οφείλουσιν όμως οι ίδιοι οι μαθηταί των ν' αντλώσιν εις
τους λόγους από τους εαυτούς των εκάστην γνώσιν εκ των [ανωτέρω]
τούτων εις το να την μεταχειρίζονται πειστικώς εις τον λόγον και
εις το να συνθέτωσι το όλον, επειδή τούτο δεν παρέχει καμμίαν
δυσκολίαν.
Φαίδρος
Αλλά βεβαίως, Σωκράτη, πλησιάζει τοιαύτη τις να είναι η τέχνη, την
οποίαν ούτοι οι άνδρες και διδάσκουσι και γράφουσι· και εις εμέ
φαίνεσαι ότι έχεις είπει το αληθές· αλλά την τέχνην του όντως
ρητορικού και του πιθανού εν τω λόγω με ποίον τρόπον και από πού
δύναται τις να την πορισθή;
Σωκράτης
Διά να δυνηθής, Φαίδρε, να γίνης τέλειος εις τους αγώνας της
ρητορικής είναι επόμενοι ίσως και αναγκαίοι οι όροι οι ισχύοντες
και εις τους άλλους αγώνας. Εάν μεν εις σε υπάρχη εκ φύσεως η
ρητορική δύναμις, θα είσαι ρήτωρ λαμπρός εάν προσλάβης την
επιστήμην και την μελέτην· εάν δε παραλίπης τι εκ τούτων, κατά
τούτο θα είσαι ατελής. Καθόσον δε υπάρχει εις το έργον τούτο τέχνη,
νομίζω ότι η ορθή μέθοδος δεν φαίνεται να είναι εκείνη την οποίαν
ακολουθεί ο Λυσίας και ο Θρασύμαχος.
Φαίδρος
Αλλά ποία είναι λοιπόν η ορθή μέθοδος;
Σωκράτης
Πλησιάζομεν, καλέ μου, να είπωμεν ευλόγως ότι ο Περικλής έγινεν εις
την ρητορικήν τελειότατος εξ όλων.
Φαίδρος
Πώς;
Σωκράτης
Όλαι όσαι είναι μεγάλαι τέχναι έχουσιν ανάγκην οξείας παρατηρήσεως
και ανωτέρας επιστήμης περί της φύσεως, διότι το ύψος των
διανοημάτων τούτο και το παντελώς τέλειον φαίνεται ότι από εδώ
εισέρχεται εις τα έργα, το οποίον και ο Περικλής αποκτήσας
προσέθηκεν εις την ευφυίαν του· διότι προσκολληθείς, νομίζω, εις
τον Αναξαγόραν (70), όστις ήτο τοιούτος, και γεμισθείς από γνώσεις
φυσιολογικάς, και φθάσας εις την εξέτασιν της φύσεως του νοητικού
και του άνευ διανοίας υλικού κόσμου, περί των οποίων ο Αναξαγόρας
κατ' εξοχήν ησχολείτο, εκ τούτων των θεμάτων μετέφερεν ο Περικλής
εις την τέχνην των λόγων ότι ήτο χρήσιμον εις αυτήν.
Φαίδρος
Πώς τούτο λέγεις;
Σωκράτης
Ο αυτός τρόπος είναι διά την ιατρικήν τέχνην, ο οποίος και διά την
ρητορικήν.
Φαίδρος
Πώς λοιπόν;
Σωκράτης
Και εις τας δύο τέχνας πρέπει να διακρίνης την φύσιν, του σώματος
εις την μίαν, της ψυχής εις την άλλην, εάν μέλλης όχι μόνον
μηχανικώς και εμπειρικώς, αλλά και με τέχνην να εργασθής· εις μεν
το σώμα προσφέρων φάρμακα και τροφήν θα εμβάλης υγείαν και δύναμιν,
εις δε την ψυχήν και λόγους και ωφελίμους ασχολίας προσφέρων την
πειθώ, την οποίαν θέλεις, θα παραδώσης.
Φαίδρος
Κατ αυτόν τον τρόπον το πράγμα φαίνεται, Σωκράτη, αληθές.
Σωκράτης
Την φύσιν λοιπόν της ψυχής νομίζεις ότι δύνασαι να κατανοήσης κατά
τρόπον σοβαρόν, εάν δεν γνωρίζης την όλην φύσιν;
Φαίδρος
Εάν μεν πρέπη να πεισθή κανείς εις τον Ιπποκράτην, τον απόγονον των
υιών του Ασκληπιού, ουδέ τα περί του σώματος δύναται να κατανοήση
άνευ της μεθόδου ταύτης.
Σωκράτης
Βεβαίως καλά, φίλε μου, τα λέγει· πρέπει όμως εξετάζοντες τον ορθόν
λόγον προς τα του Ιπποκράτους, να ερευνήσωμεν εάν ευρίσκωνται εις
συμφωνίαν.
Φαίδρος
Παραδέχομαι.
Σωκράτης
Εις το περί φύσεως λοιπόν εξέταζε τι λέγει και ο Ιπποκράτης και ο
ορθός λόγος. Αρά γε εις την εξέτασιν εδώ δεν πρέπει να διανοούμεθα
ως να πρόκειται περί της φύσεως οιουδήποτε πράγματος; πρώτον μεν
πρέπει να εξετάζωμεν το πράγμα, περί του οποίου θα θελήσωμεν να
γίνωμεν και οι ίδιοι τεχνικοί και δυνατοί, ώστε και άλλους να
κάμωμεν, εάν είναι απλούν ή σύνθετον [εκ πολλών ειδών], έπειτα δε,
εάν είναι απλούν, πρέπει να παρατηρήσωμεν τίνα δύναμιν έχει εκ
φύσεως προς το να ενεργή πρός τι ή τίνα δύναμιν έχει προς το να
πάθη υπό τινος, εάν δε περισσότερα είδη έχη, αφ' ού αριθμήσωμεν
αυτά, εκείνο το οποίον θα ίδωμεν επί του ενός, τούτο να ίδωμεν επί
εκάστου είδους, κατά τι μέρος είναι αυτό προωρισμένον υπό της
φύσεως τι να ενεργή, ή κατά τι μέρος τι να πάθη υπό τινος είναι
προωρισμένον εκ φύσεως;
Φαίδρος
Πλησιάζομεν Σωκράτη, εις το τέλειον.
Σωκράτης
Η άνευ τούτων λοιπόν μέθοδος θα ωμοίαζεν ωσάν με τυφλού πορείαν·
αλλ' όμως δεν πρέπει να παρομοιάσωμεν τον μετά τέχνης διεξερχόμενον
οτιδήποτε θέμα με τυφλόν ούτε με κωφόν, αλλά φανερόν ότι, εάν τις
μετά τέχνης λόγους περί τινος προσφέρη, την ουσίαν θα φανερώση
ακριβώς της φύσεως τούτου, προς την οποίαν τους λόγους θα πλησιάση·
θα είναι δε τούτο η ψυχή.
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Εις τούτο λοιπόν πάσα η άμιλλα αυτού τείνει· διότι να πείση με
τούτο επιχειρεί· δεν είναι αληθινόν;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Φανερόν λοιπόν ότι και ο Θρασύμαχος, και οποιοσδήποτε άλλος
προσφέρει τέχνην ρητορικήν σοβαρώς, πρώτον μεν μετά πάσης ακριβείας
θα περιγράψη την ψυχήν και θα κατορθώση ώστε να ίδη ποία εκ των δύο
είναι η φύσις αυτής, μία και ομοία ή καθώς το σώμα πολυσύνθετος·
διότι είπομεν ότι τούτο είναι το δεικνύον την φύσιν των πραγμάτων.
Φαίδρος
Βεβαιότατα.
Σωκράτης
Δεύτερον δε θα περιγράψη τι εις τι ενεργεί ή τι έπαθεν υπό τινος εκ
φύσεως.
Φαίδρος
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης
Τρίτον δε, αφ' ου κατατάξη τα γένη των λόγων και της ψυχής και τα
παθήματα τούτων, θα ανατρέξη εις τας αιτίας, προσαρμόζων έκαστον
γένος εις έκαστον και διδάσκων, οποία ούσα η ψυχή, ποίους λόγους
ακούουσα και διά ποίαν αιτίαν κατ' ανάγκην άλλη μεν πείθεται, άλλη
δε απειθεί.
Φαίδρος
Καλλίστη μέθοδος, βεβαίως θα ήτο η τοιαύτη.
Σωκράτης
Δεν θα λεχθή ποτέ λοιπόν, φίλε μου, ή θα γραφή ούτε τι άλλο ούτε
τούτο με τέχνην κατ' άλλον τρόπον εάν φανερώνεται ή λέγεται· αλλ'
οι σήμερον γράφοντες, τους οποίους συ έχεις ακούσει, είναι
πανούργοι και αποκρύπτουσι τας εξαιρέτους γνώσεις των περί ψυχής·
κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον, πριν ομιλήσουν και γράψουν, ας μη
πειθώμεθα εις αυτούς ότι με τέχνην γράφουν.
Φαίδρος
Τις είναι αυτός ο τρόπος;
Σωκράτης
Αυτούς τους όρους δεν μου είναι εύκολον να είπω· καθ' όσον δε μου
είναι δυνατόν, επιθυμώ να λέγω περί του πώς πρέπει να γράφωμεν, εάν
μέλλωμεν να έχωμεν τέχνην.
Φαίδρος Λέγε λοιπόν.
Σωκράτης Επειδή συμβαίνει να είναι η δύναμις του λόγου ψυχαγωγία, ο μέλλων να γίνη ρητορικός είναι ανάγκη να γνωρίζη πόσα είδη έχει η ψυχή. Είναι λοιπόν τα μέρη της τόσα και τόσα και τοιαύτα και τοιαύτα· όθεν άλλοι μεν άνθρωποι τοιούτοι γίνονται, άλλοι δε τοιούτοι· αφ' ού δε ταύτα τα της ψυχής είναι διηρημένα, υπάρχουσιν εξ άλλου τόσα και τόσα είδη λόγων, έκαστον τοιούτον· οι μεν λοιπόν τοιούτοι, υπό τοιούτων λόγων διά ταύτην εδώ την αιτίαν εις τα τοιαύτα είναι ευπειθείς, οι δε τοιούτοι εις τα εξής δυσκόλως πείθονται· πρέπει λοιπόν ταύτα ικανώς αφ' ού νοήση τις, να παρατηρή αυτά εις τας πράξεις ευρισκόμενα και χρησιμοποιούμενα και να δύναται δι' οξείας αντιλήψεως να παρακολουθή αυτά, αλλέως ουδέν ακόμη θα έχη αποκτήσει περισσότερον εξ όσων τότε ήκουε συνδιατρίβων εις την σχολήν των λόγων. Όταν δε θα είναι ικανός να είπη οποίοι άνθρωποι από οποίους λόγους πείθονται, και όταν είναι δυνατός διαισθανόμενος την καρδίαν του πλησιάζοντος αγνώστου να δεικνύη εις τον εαυτόν του, ότι αυτός είναι ο άνθρωπος, και αυτός είναι ο χαρακτήρ περί του οποίου άλλοτε εκάμομεν τον λόγον, ο οποίος τώρα παρουσιάζεται πραγματικώς εις τούτον, προς τον οποίον χαρακτήρα πρέπει ν' απευθύνω τούτους εδώ τους λόγους, όπως τον πείσω διά ταύτα εδώ, αυτά δε όλα όταν τα κατέχη πλέον, και όταν προσλάβη την γνώσιν των ευκαιριών, κατά τας οποίας πότε πρέπει να ομιλή και πότε πρέπει να σιωπά, και τας βραχυλογίας εξ άλλου και τας λυπηράς εκφράσεις και τας μεγαλοποιήσεις εις έκαστον των ειδών των λόγων, όσα ήθελε μάθει και αφ' ού διακρίνη τον κατάλληλον καιρόν και το παράκαιρον τούτων, τότε η τέχνη καλώς και τελείως έχει απεργασθή, πρότερον δε όχι· αλλ' όταν τις εις τι από αυτά είναι ελλιπής ή λέγων ή διδάσκων ή γράφων, λέγει δε ότι με τέχνην ομιλεί, τότε έχει δίκαιον όστις δεν τον πιστεύει. Τι λοιπόν; θα είπη ίσως ο συγγραφεύς, Φαίδρε και Σωκράτη, σας φαίνεται τοιουτοτρόπως; ή άλλως πως πρέπει ν' αντιληφθώμεν την λεγομένην τέχνην των λόγων;
Φαίδρος
Αδύνατον, Σωκράτη, να έχη κατ' άλλον τινά τρόπον αν και δεν
φαίνεται ότι είναι μικρόν το έργον τούτο.
Σωκράτης
Αληθινά λέγεις· ένεκα τούτου βεβαίως πρέπει τις πάντας τους λόγους
μεταστρέφων άνω και κάτω να τους εξετάζη, μήπως εκεί κάπου φαίνεται
κανείς δρόμος προς την τέχνην ευκολώτερος και βραχύτερος, ίνα μη
πολύν δρόμον και τραχύν ματαίως λάβη, εν ώ είναι δυνατόν μικρόν και
ομαλόν. Αλλ' εάν κάπως δύνασαι να μας βοηθήσης συ, όστις έχεις
ακούσει τους λόγους του Λυσίου ή τινος άλλου, προσπάθησε να
ενθυμηθής και να λέγης.
Φαίδρος
Ένεκα δοκιμής ηδυνάμην να έχω κάτι, αλλά τώρα τουλάχιστον διά
τοιούτον σκοπόν τίποτε δεν έχω.
Σωκράτης
Θέλεις λοιπόν εγώ να είπω λόγον τινά, τον οποίον έχω ακούσει από
τινας ασχολουμένους περί ταύτα;
Φαίδρος
Πώς όχι;
Σωκράτης
Λέγεται λοιπόν, Φαίδρε, ότι είναι δίκαιον να είπωμεν και το λόγιον
του λύκου (71).
Φαίδρος
Και συ βεβαίως έτσι κάμνε.
Σωκράτης
Λέγουσι λοιπόν [οι επαγγελλόμενοι την ρητορικήν τέχνην] ότι δεν
πρέπει καθόλου να καυχώμεθα διά την διαλεκτικήν μας, ουδέ να την
εξυψώνωμεν πολύ απομακρυνόμενοι, επειδή περιβαλλόμεθα διά των
μεθόδων της· διότι [ως προσθέτουν] είναι παντελώς ορθόν, ό,τι και
εις τας αρχάς του λόγου είπομεν, πως δεν είναι καμμία ανάγκη ο
μέλλων να γίνη ρήτωρ να έχη γνώσιν της αληθείας περί των δικαίων ή
αγαθών πραγμάτων, ή και περί των ανθρώπων εάν είναι τοιούτοι εκ
φύσεως ή εκ μαθήσεως. Διότι εις τα δικαστήρια ουδέ το ελάχιστον
περί της αληθείας τούτων φροντίζει κανείς, αλλά περί του πιθανού.
Τούτο δε είναι το &αληθοφανές&, εις το οποίον πρέπει να προσέχη ο
μέλλων μετά τέχνης να λέγη. Ουδέ εξ άλλου πρέπει τα πραχθέντα να
λέγωμεν ενίοτε, εάν δεν έχουν πραχθή αληθοφανώς, αλλά μόνον τα
αληθοφανή και εις την κατηγορίαν και εις την απολογίαν και εν
γένει, όταν λέγωμεν ότι ο ρήτωρ πρέπει να επιδιώκη πλέον το
φαινόμενον, παραιτά τελείως την πραγματικήν αλήθειαν· τούτο
βεβαίως, όταν γίνεται καθ' όλον τον λόγον, όλην την τέχνην παρέχει.
Φαίδρος
Έχεις διεξέλθει, Σωκράτη, αυτά ακριβώς που λέγουν οι προσποιούμενοι
ότι είναι τεχνίται εις τους λόγους. Πράγματι ενεθυμήθην ότι εις τα
προηγούμενα δι' ολίγων ηγγίσαμεν το τοιούτον, μου φαίνεται δε ότι
τούτο είναι πάρα πολύ μέγα επιχείρημα εις τους ασχολουμένους περί
την τοιαύτην ρητορικήν.
Σωκράτης
Αλλά τον Τισίαν βεβαίως αυτόν τον έχεις σπουδάσει επιμελώς· ας μας
είπη λοιπόν και το εξής ο Τισίας, μήπως είναι άλλο τι το αληθοφανές
και άλλο αι δοξασίαι του πλήθους;
Φαίδρος
Είναι δηλαδή άλλο τι;
Σωκράτης
Τούτο λοιπόν, ως φαίνεται, ευρών ότι είναι συγχρόνως σοφόν και
τεχνικόν έγραψεν ο Τισίας, ότι εάν τις ασθενής, αλλ' ανδρικόν έχων
χαρακτήρα, άλλον ισχυρόν και δειλόν κατακτυπήσας και αφαιρέσας το
ιμάτιον αυτού, ή τι άλλο, φέρεται εις το δικαστήριον, ούτε αυτός
ούτε ο άλλος πρέπει να λέγη την αλήθειαν· αλλ' ο μεν δειλός θα λέγη
ότι δεν εκτυπήθη από μόνον τον ανδρικόν, αυτός δε θα ελέγχη τούτο
λέγων ότι μόνοι ήσαν και θα κάμη κατάχρησιν αυτής της δικαιολογίας,
ότι πώς ήτο δυνατόν εγώ έτσι ασθενής να προσβάλω αυτόν τόσον
ισχυρόν. Εκείνος βεβαίως δεν θα ομολογήση την δειλίαν του, αλλά
προσπαθών να παρουσιάση άλλο τι ψεύδος ήθελε δώσει ίσως εις τον
αντίδικον επιχειρήματα ίνα τον εξελέγξη· και άλλα τινά παρόμοια
λοιπόν είναι τα μετά τέχνης λεγόμενα. Δεν είναι αληθές, Φαίδρε;
Φαίδρος
Είναι βεβαίως.
Σωκράτης
Ω, υπερβολικά φαντάζεται ότι τέχνην τινά μυστηριώδη ανεύρεν ο
Τισίας ή άλλος οστισδήποτε και αν είναι και από οιανδήποτε πατρίδα
και αν ονομάζεται χαίρων. Αλλά, φίλε μου, εις τούτον ημείς τι εκ
των δύο να λέγωμεν παρά τούτο;
Φαίδρος Το ποίον;
Σωκράτης Ότι, ω Τισία, προ πολλού ημείς, πριν και συ να λάβης τον λόγον, συνέπεσε να λέγωμεν ότι τούτο το αληθοφανές κατά τύχην γίνεται ασπαστόν από το πλήθος, επειδή ομοιάζει προς το αληθές. Τώρα μόλις εξηγήσαμεν ότι ο γνωρίζων την αλήθειαν κάλλιστα γνωρίζει να ευρίσκη τας ομοιότητας. Ώστε θα σε ηκούομεν, εάν άλλο τι νέον περί της τέχνης των λόγων λέγης, ει δε μη θα πεισθώμεν εις εκείνα τα οποία εξηγήσαμεν, ότι εάν κανείς δεν εξακριβώση τας φύσεις των μελλόντων ακροατών του, και δεν είναι ικανός να διαιρή τα όντα εις τα είδη των και να περιλαμβάνη τα καθ' έκαστα υπό μίαν ιδέαν, ουδέποτε θα γίνη τεχνικός εις την ρητορικήν, καθόσον είναι τούτο εφικτόν εις τον άνθρωπον. Ταύτα δε δεν θ' αποκτήση ποτέ χωρίς βαθείαν μελέτην· διά την οποίαν πρέπει να καταβάλλη μακρούς κόπους ο σώφρων όχι διά να λέγη και να ενεργή απευθυνόμενος προς ανθρώπους, αλλά διά να δύναται να λέγη και να πράττη πάντα με τρόπον αρεστόν εις τους θεούς κατά το μέτρον των δυνάμεών του. Όχι άρα, Τισία, δεν πρέπει, καθώς λέγουν οι σοφώτεροί μας, ο φρόνιμος άνθρωπος να καταγίνεται διά ν' αρέσκη εις τους ομοδούλους του, εάν τούτο δεν είναι πάρεργον, αλλ' εις δεσπότας αγαθούς και καταγομένους εξ αγαθών· ώστε μην απορήσης, εάν είναι μακρά η περίοδος, την οποίαν πρέπει να διατρέξωμεν προς επιτυχίαν μεγάλων σκοπών και όχι όπως συ φαντάζεσαι. Θα έχωμεν δε, όπως η λογική μας λέγει, εάν τις θελήση να επιδιώξη τους σκοπούς εκείνους, λαμπρότατα αποτελέσματα εξ εκείνων.
Φαίδρος
Εξόχως ωραία μου φαίνεται ότι άγονται αυτά, Σωκράτη, εάν κανείς
δύναται να τα λέγη.
Σωκράτης
Αλλά και να επιχειρή τις βεβαίως τα καλά είναι καλόν και αν
πρόκειται να πάθη ότι θα του συνέβαινε.
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Λοιπόν αρκετά είπομεν ως προς το ζήτημά μας περί τέχνης και
ατεχνίας λόγων.
Φαίδρος
Έστω.
Σωκράτης
Μας μένει δε να εξετάσωμεν το περί ευπρεπείας και απρεπείας εις το
γράφειν, κατά ποίον τρόπον το γραφόμενον θα εγίνετο καλόν και κατά
ποίον τρόπον απρεπές. Δεν έχει ούτως;
Φαίδρος
Ναι.
Σωκράτης
Γνωρίζεις πώς θα φανής τα μάλιστα ευχάριστος εις τους θεούς, διά
λόγου προφορικού ή γραπτού;
Φαίδρος
Καθόλου δεν γνωρίζω. Συ δε;
Σωκράτης
Γνωρίζω να σου αναφέρω παράδοσιν των παλαιών, την δε αλήθειαν αυτοί
εγνώριζον. Εάν δυνηθώμεν να εύρωμεν μόνοι μας την αλήθειαν, αρά γε
θα μας έμελε πλέον διά καμμίαν των ανθρωπίνων δοξασιών των παλαιών;
Φαίδρος
Αστείον πράγμα μ' ερώτησες· αλλά λέγε εκείνα τα οποία διατείνεσαι
ότι ήκουσες.
Σωκράτης Ήκουσα λοιπόν ότι περί την Ναύκρατιν (72) της Αιγύπτου εγεννήθη τις εκ των εκεί παλαιών θεών, του οποίου είναι ιερόν το όρνεον, όπερ καλούσιν ίβιν· το όνομα δε του θεού τούτου είναι Θευθ. Αυτός πρώτος εύρε και τον αριθμόν και τον λογαριασμόν και την γεωμετρίαν και την αστρονομίαν, προσέτι δε τα διά πεσσών και κύβων παιγνίδια και τέλος και την γραφήν· της Αιγύπτου δε όλης ότε ήτο βασιλεύς ο Θαμούν, κατοικών εις την μεγάλην πόλιν του άνω τόπου, την οποίαν οι Έλληνες καλούσιν Αιγυπτίας Θήβας και τον θεόν αυτής Άμμωνα (73), εις τούτον ελθών ο Θευθ τας τέχνας του εξέθηκε και υπεστήριξεν ότι έπρεπε να διαδοθώσιν εις τους άλλους Αιγυπτίους. Ο δε Θαμούν τον ηρώτησε ποίαν ωφέλειαν παρέχει εκάστη τέχνη, εν ώ δε ο Θευθ ανέπτυσσε τας εφευρέσεις του, εκείνος άλλας μεν έψεγεν, άλλας δ' επήνει. Αλλά μακρός λόγος θα εχρειάζετο διά να διεξέλθωμεν όσα πολλά επιχειρήματα υπέρ ή κατά εκάστης τέχνης λέγεται ότι απεφάνθη ο Θαμούν εις τον Θευθ· όταν δε εις την γραφήν έφθασεν, είπεν ο Θευθ· τούτο δε, ω βασιλεύ, το μάθημα θα κάμη τους Αιγυπτίους σοφωτέρους και μνημονικωτέρους· διότι ευρέθη της μνήμης και της σοφίας το φάρμακον. Ο δε Θαμούν απεκρίθη· εφευρετικώτατε Θευθ, άλλος μεν έχει την δύναμιν να επινοή την τέχνην, άλλος δε να κρίνη ποίον μέρος ωφελείας βλάβης θα λάβουν οι μέλλοντες να εφαρμόσουν την τέχνην· και τώρα συ, επειδή είσαι πατήρ των γραμμάτων και διάκεισαι ευνοϊκός προς το έργον σου, είπες εναντίαν κρίσιν προς την πραγματικήν δύναμίν του. Διότι τούτο θα παρέχη λησμοσύνην εις τας ψυχάς των μαθόντων, επειδή θα παραμεληθή η εξάσκησις του μνημονικού, διότι έχοντες πεποίθησιν εις την γραφήν ενθυμούνται τα πράγματα εκ των έξωθεν διά ξένων στοιχείων και όχι εκ του εσωτερικού των αυτοί αφ' εαυτών· λοιπόν δεν εύρες φάρμακον μνήμης, αλλ' υπομνήσεως. Εις δε τους μαθητάς παρέχεις φανταστικήν σοφίαν και όχι αλήθειαν· διότι αναγνώσαντες πολλά χωρίς διδασκαλίαν θα φαντασθούν ότι είναι πολυμαθείς, εν ώ ως επί το πλείστον είναι αμαθείς και ανυπόφοροι εις τας σχέσεις των, επειδή θα έχωσι γίνει αντί σοφών δοκησίσοφοι.
Φαίδρος
Συ, Σωκράτη, αν θέλης, ευκόλως κάμνεις και Αιγυπτιακούς λόγους και
από κάθε άλλο μέρος λόγους.
Σωκράτης
Άλλοι είπον, φίλε μου, ότι οι πρώτοι μαντικοί λόγοι προήλθον εκ
δρυός εις το ιερόν του Δωδωναίου Διός. Εις εκείνους λοιπόν τους
παλαιούς, επειδή δεν ήσαν σοφοί καθώς ημείς οι νέοι (74), εγένετο
αποδεκτόν εξ αιτίας της απλοϊκότητός των ν' ακούωσι τους μαντικούς
λόγους από δρυς και πέτρας, ήρκει μόνον να τους έλεγον αληθινά
πράγματα· αλλά σε ίσως ενδιαφέρει ποίος είναι ο λέγων και από ποίαν
πατρίδα. Διότι εκείνο μόνον δεν προσέχεις είτε έτσι είτε αλλέως
έχει το ζήτημα;
Φαίδρος
Ορθώς με επέπληξες, και εις εμέ φαίνεται ότι το ζήτημα των
γραμμάτων έχει όπως το έθεσεν ο Θηβαίος βασιλεύς.
Σωκράτης
Λοιπόν ο νομίζων ότι μεταδίδει τέχνην σημειώνων αυτήν διά
γραμμάτων, και ο παραδεχόμενος ότι καθαρόν τι και ασφαλές
αποτέλεσμα προέρχεται εκ των γραμμάτων είναι γεμάτος από πολλήν
απλοϊκότητα και ωρισμένως αγνοεί τον χρησμόν του Άμμωνος,
φανταζόμενος ότι οι γεγραμμένοι λόγοι είναι κάτι περισσότερον από
μίαν υπόμνησιν εις τον ειδήμονα περί εκείνων, περί ων
πραγματεύονται τα γεγραμμένα.
Φαίδρος
Ορθότατα.
Σωκράτης
Διότι, Φαίδρε, ταύτην την έλλειψιν έχει η γραφή, την ομοίαν αληθώς
με εκείνην της ζωγραφικής. Και τα δημιουργήματα της ζωγραφικής
ίστανται ως ζωντανά, εάν δε τα ερωτήση τις κάτι, σοβαρώς σιωπώσι.
Το ίδιον και οι γραπτοί λόγοι· θα ενόμιζέ τις μεν ότι λέγουσιν ως
φρονούντες κάτι, εάν δε ερωτήσης τι εκ των λεγομένων, θέλων να
μάθης, αποκρίνονται μόνον το έν ίδιον πάντοτε. Όταν δε άπαξ γραφή
κάθε λόγος, κυλίεται πανταχού ομοίως και εις τους επιστήμονας,
ομοίως και εις εκείνους εις τους οποίους καθόλου δεν αρμόζει, και
δεν γνωρίζει ο λόγος εις ποίους πρέπει να ομιλή και εις ποίους να
σιωπά· κακώς πάσχων δε και ουχί δικαίως περιπαιχθείς πάντοτε έχει
ανάγκην της βοηθείας του πατρός· διότι αυτός τον εαυτόν του ούτε να
βοηθήση, ούτε να υπερασπίση δύναται.
Φαίδρος
Και ταύτα ορθώς έχουσι λεχθή από σε.
Σωκράτης
Τι δε; Βλέπομεν άλλον λόγον, γνήσιον αδελφόν του γραπτού κατά ποίον
τρόπον γεννάται και κατά πόσον είναι εκ φύσεως καλύτερος και
δυνατώτερος τούτου;
Φαίδρος
Ποίον λόγον λέγεις, και πώς γεννάται;
Σωκράτης
O λόγος ο οποίος γράφεται μετ' επιστήμης εις την ψυχήν του
μανθάνοντος και είναι δυνατόν να βοηθήση τον εαυτόν του, και ο
οποίος γνωρίζει καλώς προς ποίους πρέπει να λέγη και προς ποίους να
σιωπά.
Φαίδρος
Λέγεις τον λόγον του επιστήμονος τον ζώντα και τον έμψυχον, του
οποίου ομοίωμα ηδύνατο δικαίως να κληθή ο γραπτός.
Σωκράτης
Εντελώς αυτόν λέγω. Αλλά τούτο λοιπόν συ ειπέ μου· ο φρόνιμος
γεωργός, δι' όσα σπαρτά φροντίζει και θέλει να καρποφορήσωσι, τι εκ
των δύο, θα τα έσπερνε σοβαρώς εις ώραν θέρους εις τους Αδώνιδος
κήπους (75) και θα έχαιρε παρατηρών ότι εις οκτώ ημέρας έγιναν
ωραία φυτά; ή εάν τούτο έκαμνε, θα το έκαμνε χάριν διασκεδάσεως ή
εις ευκαιρίαν εορτής; δι' εκείνα δε τα σπαρτά εις τα οποία είχεν
ασχοληθή σπουδαίως μεταχειριζόμενος την γεωργικήν τέχνην και
σπείρας εις κατάλληλον έδαφος, θα ηυχαριστείτο κατά τον όγδοον μήνα
ν' αυξηθώσι;
Φαίδρος
Ούτω πως, καλά λέγεις Σωκράτη, θα έκαμνε διά τα μεν σοβαρώς, διά τα
άλλα αλλέως.
Σωκράτης
Ο δε ασχολούμενος εις τας επιστήμας των δικαίων, των ωραίων ή των
αγαθών θα είπομεν ότι είναι ολιγώτερον σοφός του γεωργού εις τα
ιδικά του σπέρματα;
Φαίδρος
Καθολοκληρίαν όχι βεβαίως.
Σωκράτης
Όχι λοιπόν σπουδάζων θα γράψη τα σπέρματα των ιδεών του εις ύδωρ
μέλαν, σπείρων αυτά διά καλάμου μετά λόγων αδυνάτων μεν να βοηθώσι
τους εαυτούς των, αδυνάτων δε ικανώς να διδάξωσι τ' αληθή.
Φαίδρος
Τούτο δεν είναι το πιθανόν.
Σωκράτης
Όχι βεβαίως· αλλ' όταν συγγράφη, τους μεν κήπους των γραμμάτων, ως
φαίνεται, χάριν διασκεδάσεως και θα σπείρη και θα γράψη θησαυρίζων
υπομνήματα και διά τον εαυτόν του, εάν φθάση εις το γήρας το
εξασθενίζον την μνήμην, και διά πάντα όστις ακολουθεί τα αυτά ίχνη,
και θα ευχαριστηθή θεωρών τους κήπους τούτους των γραμμάτων να
φυτρώνουν απαλοί, όταν δε οι άλλοι διασκεδάσεις άλλας
απολαμβάνουσιν εντρυφώντες εις συμπόσια και εις άλλας ηδονάς,
αδελφάς τούτων, τότε εκείνος, ως φαίνεται, αντί τούτων των ηδονών,
παίζων με τας συγγραφάς, τας οποίας λέγω, θα περνά τον καιρόν του.
Φαίδρος
Η παιδιά, την οποίαν λέγεις, Σωκράτη, είναι ευγενεστάτη και όχι
φαύλη, το να δύναται κανείς δηλαδή να παίζη με τους λόγους και να
πλάττη αλληγορίας περί δικαιοσύνης και περί άλλων τα οποία
ανέφερες.
Σωκράτης
Το πράγμα τοιουτοτρόπως βέβαια έχει, φίλε Φαίδρε· αλλά κατά πολύ,
νομίζω, καλυτέρα σπουδή τούτων γίνεται, όταν κανείς
μεταχειριζόμενος την διαλεκτικήν τέχνην παραλάβη ψυχήν γόνιμον και
φυτεύη και σπείρη εις αυτήν επιστημονικούς λόγους, οι οποίοι είναι
ικανοί και τον εαυτόν των και τον φυτεύσαντα να βοηθώσι, αλλ'
έχοντες σπέρμα, εξ ου άλλοι λόγοι εις άλλας καρδίας φυτρώνουν,
συντελούν ώστε αιωνίως ν' απαθανατίζεται τούτο το πρώτον σπέρμα,
και τον έχοντα αυτό κάμνουσιν ευδαίμονα εις τον ανώτατον βαθμόν τον
δυνατόν εις άνθρωπον.
Φαίδρος
Βεβαίως αυτή η σπουδή που λέγεις είναι πολύ καλυτέρα ακόμη.
Σωκράτης
Τώρα λοιπόν, Φαίδρε, αφού εσυμφωνήσαμεν εις ταύτα, δυνάμεθα εκείνα
πλέον να κρίνωμεν;
Φαίδρος
Τα ποία;
Σωκράτης
Περί των οποίων θελήσαντες να ίδωμεν, εφθάσαμεν έως εδώ ίνα
εξετάσωμεν την κατά του Λυσίου μομφήν περί της των λόγων γραφής,
και εν γένει αυτούς τους λόγους οι οποίοι γράφονται μετά ή άνευ
τέχνης. Και όσον μεν διά τους κανόνας του εντέχνου λόγου μου
φαίνεται ότι καλώς είναι εξηγημένοι.
Φαίδρος
Πραγματικώς φαίνεται· αλλ' ενθύμισέ μου τα συμπεράσματά μας.
Σωκράτης
Πριν ή δυνηθή τις να γνωρίση την αληθή φύσιν εκάστου αντικειμένου
περί του οποίου λέγει ή γράφει, και πριν γίνη ικανός να δίδη περί
αυτού γενικόν ορισμόν, και μετά τον ορισμόν πάλιν να διαιρή κατ'
είδη μέχρι του αδιαιρέτου· πριν ή κατά τον αυτόν τρόπον εμβαθύνων
εις την φύσιν της ψυχής, και ευρίσκων το αρμόζον είδος του λόγου
εις εκάστην φύσιν, τοιουτοτρόπως συνθέτη και διακοσμή τον λόγον
του, εις μεν την ποικίλην ψυχήν ποικίλους και παναρμονίους παρέχων
λόγους, εις δε την απλήν απλούς· είναι αδύνατον πρότερον να
χειρισθή μετά τέχνης το γένος των λόγων, καθόσον η φύσις επιτρέπει,
ούτε διά να διδάξη ούτε διά να πείση, καθώς όλος ο ανωτέρω λόγος
μου έχει μαρτυρήσει.
Φαίδρος
Εντελώς μεν λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον απεδείχθη τούτο.
Σωκράτης
Το δε πάλιν περί του αν είναι καλόν ή αισχρόν το να μεταχειρίζεται
κανείς τον προφορικόν ή τον γραπτόν λόγον και περί του τρόπου καθ'
ον τούτο γιγνόμενον θα ελέγετο ότι είναι άξιον ονειδισμού ή
τουναντίον, αρά γε τα ολίγον ανωτέρω λεχθέντα δεν έχουσι φανερώσει;
Φαίδρος
Τα ποία;
Σωκράτης
Ότι δηλαδή αν είτε ο Λυσίας είτε άλλος τις συνέγραψεν ή θα συγγράψη
είτε ιδιαιτέρως είτε δημοσία νομοθετών, με το να γράφη σύγγραμμα
προωρισμένον διά τους πολίτας και με το να θεωρή ότι εις αυτό
υπάρχει μεγάλη τις βεβαιότης και σαφήνεια, κατ' αυτόν τον τρόπον
όνειδος προσάπτει εις τον εαυτόν του, έστω και αν τις συμφωνή μαζί
του ή όχι· διότι το να αγνοή κανείς είτε έξυπνος είτε ονειρευόμενος
περί των δικαίων και αδίκων, και περί των καλών και αγαθών δεν
διαφεύγει, μα την αλήθειαν, από το να μην είναι άξιος ονειδισμού,
ουδέ αν όλος ο όχλος επαινέση την άγνοιάν του αυτήν.
Φαίδρος
Χωρίς άλλο.
Σωκράτης
Εκείνος δε ο οποίος νομίζει ότι είναι ανάγκη πολύ το παιγνιώδες να
υπάρχη εις τον λόγον τον γραμμένον περί εκάστου θέματος, και ότι
ουδείς ποτε έως τώρα λόγος έμμετρος ή πεζός άξιος μεγάλης
σπουδαιότητος εγράφη, ουδέ ελέχθη, όπως ελέχθησαν οι συρραπτόμενοι
αυτοσχεδίως, άνευ ερεύνης και διδαχής, μόνον διά να πείσωσι, αλλ' ο
οποίος γνωρίζει, ότι τω όντι οι κάλλιστοι εκ των λόγων εγράφησαν
προς υπόμνησιν των προγνωριζόντων αυτούς, και ότι το σαφές και το
τέλειον και το σπουδαίον ενυπάρχει εις μόνους τους διδασκομένους
λόγους και τους λεγομένους χάριν μαθήσεως και όντως γραφομένους
εντός των ψυχών και διαλαμβάνοντας περί δικαίων και αγαθών, και ο
οποίος νομίζει ότι οι τοιούτοι λόγοι αυτού πρέπει να καλούνται ότι
είναι τρόπον τινά γνήσιοι αυτού υιοί, πρώτον μεν ο εντός της ιδίας
του ψυχής λόγος, εάν ευρεθή ενυπάρχων, έπειτα δε εάν τινες άλλοι
λόγοι απόγονοι και αδελφοί του πρώτου συγχρόνως εις άλλων άλλας
ψυχάς εγεννήθησαν, και ο οποίος τους άλλους τους παραιτά να
χαίρωσιν, ούτος ο τοιούτος ανήρ, Φαίδρε, πλησιάζει να είν' εκείνος
προς τον οποίον όμοιοι θα ηυχόμεθα και συ κ' εγώ να γίνωμεν.
Φαίδρος
Εντελώς εγώ τουλάχιστον και θέλω και εύχομαι όσα λέγεις.
Σωκράτης
Λοιπόν αρκετά πλέον ας είναι όσα επαίξαμεν περί της τέχνης των
λόγων· και συ πήγαινε κ' εξήγησε εις τον Λυσίαν ότι ημείς
καταβάντες εις την πηγήν των Νυμφών και το ενδιαίτημα, ηκούσαμεν
λόγους παραγγέλλοντας να λέγωμεν και εις τον Λυσίαν και εις
οιονδήποτε άλλον εκ των λογογράφων, και εις τον Όμηρον και εις
οιονδήποτε άλλον πάλιν εκ των επικών ή λυρικών ποιητών, τρίτον δε
εις τον Σόλωνα και εις τον συγγραφέα πολιτικών λόγων, τους οποίους
επονομάζει νόμους, ότι εάν μεν γνωρίζων πώς έχει η αλήθεια
συνέγραψε ταύτα, και εάν δύναται να βοηθή εαυτόν αγόμενος εις
έλεγχον περί όσων έχει γράψει, και αν δύναται ν' αποδείξη μικράς
αξίας τα γεγραμμένα απέναντι των όσων προφορικώς λέγει, δεν πρέπει
να καλήται διά της επωνυμίας του λογογράφου, ποιητού και νομοθέτου,
αλλά διά της επωνυμίας ήτις αρμόζει εις τας σπουδαίας εκείνας
επιστήμας του.
Φαίδρος
Ποίας επωνυμίας εις αυτόν απονέμεις;
Σωκράτης
Το όνομα του σοφού μεν, Φαίδρε, μου φαίνεται μέγα, και εις τον θεόν
μόνον αρμόζει, μάλλον δε του φιλοσόφου ή παρόμοιόν τι αρμόζει εις
αυτόν και είναι μάλλον ανάλογον εις την ασθενή φύσιν του.
Φαίδρος
Και καθόλου παραλόγως.
Σωκράτης
Αλλ' εκείνον λοιπόν, ο οποίος δεν έχει άλλα πολυτιμότερα από όσα
συνέθηκεν ή συνέγραψεν άνω κάτω στρέφων και κολλών τα μέρη αυτών
μεταξύ των και αφαιρών, δικαίως θα τον επονομάσης ποιητήν ή
λογογράφον ή νομογράφον;
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Ταύτα λοιπόν εις τον φίλον σου Λυσίαν εξήγει.
Φαίδρος
Τι δε; συ πώς θα κάμης; διότι δεν πρέπει καθόλου να ξεχάσης τον
ιδικόν σου φίλον.
Σωκράτης
Ποίον;
Φαίδρος
Τον ωραίον Ισοκράτην· (76) εις τον οποίον τι θα είπης, Σωκράτη; πώς
θα χαρακτηρίσωμεν αυτόν;
Σωκράτης
Νέος είναι ακόμη, Φαίδρε, ο Ισοκράτης· εν τούτοις θα σου είπω
εκείνο το οποίον μαντεύω περί αυτού.
Φαίδρος
Το ποίον λοιπόν;
Σωκράτης
Μου φαίνεται ότι είναι ως εκ των φυσικών του προτερημάτων καλύτερος
ή ώστε να συγκριθή με τον Λυσίαν [εις την ρητορικήν] και κατά τον
χαρακτήρα γενναιότερος· ώστε ουδόλως θα ήτο θαυμαστόν αν,
προχωρούσης της ηλικίας, εις αυτούς τους λόγους που ασχολείται
τώρα, ήθελε διακριθή μεταξύ πάντων εκείνων, όσοι μέχρι σήμερον
επεχείρησαν να κάμωσι λόγους περισσότερον παρά εάν ήσαν παιδιά,
προσέτι δε εάν αρκεσθή εις αυτά, θα τον φέρη εις μεγαλυτέρας
επιτυχίας, τάσις θειοτέρα· διότι εκ φύσεως, φίλε μου, ενυπάρχει
κάποια φιλοσοφία εις την διάνοιαν του ανδρός [αυτού]. Αυτά λοιπόν
εγώ μεν παρά των εδώ θεών θ' αναγγείλω εις τον αγαπώμενον από εμέ
Ισοκράτην, συ δε εκείνα ανάγγειλε εις τον υπό σου αγαπώμενον
Λυσίαν.
Φαίδρος
Αυτά θα γίνουν· αλλ' ας αναχωρήσωμεν, επειδή και ο καύσων έχει
γίνει ηπιώτερος.
Σωκράτης
Λοιπόν δεν πρέπει να προσευχηθώμεν εις τους θεούς εδώ και ν'
αναχωρήσωμεν;
Φαίδρος
Βεβαίως.
Σωκράτης
Ω αγαπητέ Παν και άλλοι θεοί όσοι λατρεύεσθε εδώ, χαρίσατέ μου την
εσωτερικήν της ψυχής καλλονήν· τα δε εξωτερικά αγαθά όσα έχω κάμετε
να είναι εις αρμονικήν σχέσιν προς την εσωτερικήν μου ωραιότητα.
Πλούσιον δε είθε να νομίζω [μόνον] τον σοφόν· είθε δε να έχω τόσον
πλήθος χρυσού, όσον θα ήτο αρκετόν να φέρη και να μεταχειρίζεται
όχι άλλος άνθρωπος ή ο σώφρων. — Έχομεν ακόμη ανάγκην και άλλου
τινός, Φαίδρε; Διότι εγώ μεν έχω ευχηθή αρκετά.
Φαίδρος Και δι' εμέ κάμε τας αυτάς ευχάς· διότι είναι κοινά τα των φίλων (77).
Τ Ε Λ Ο Σ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
2) Στηρίζεται και εις το χωρίον τον Φαίδρον 376 D. Αι εκδόσεις του κ. Σ. Μωραΐτου εις την Ζωγράφειον Βιβλιοθήκην.
3) Marcel Renault. Platon. Paris. Βιβλιογραφίαν περί Πλάτωνος εν τη Ελληνική μεταφράσει της ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας τον Κρίστ. Βιβλιοθήκη Μαρασλή.
4) Γ. Κωνσταντινίδης, Περί του χρόνου της συγγραφής του Φαίδρου.
5) Ως ανέγνωσα παρά Μ. Πανταζή.
6) Οι Έρωτες του Λουκιανού μας παρέχουν εικόνα των ερωτικών παθών των αρχαίων.
7) Henri de Weindel et F. P. Ficher. — L' homosexualité en Allemagne. Paris. Felix. Juven. Ενταύθα η σχετική βιβλιογραφία.
8) Μακράν ανάλυσιν ο Θ. Καρούσος, εν τη Πανδώρα.
9) Ο Λυσίας εκ των δέκα Αττικών ρητόρων εγεννήθη εν Συρακούσαις κατά τινας το 459, απέθανε δε το 379. Οι δικανικοί του λόγοι εθεωρούντο υπόδειγμα καθαρού αττικισμού.
10) Ο Ακουμενός ήτον ιατρός ως και ο υιός του Ερυξίμαχος (πρόσωπο του Συμποσίου).
11) Οι τόποι ούτοι εκαλούντο δρόμοι.
12) Ο Λυσίας διέμενεν εις τον Πειραιά (ιδέ λόγον του κατ' Ερατοσθένους).
13) Δημαγωγός και πολίτης φαύλος.
14) Ο Μόρυχος ήτο Αθηναίος γνωστός ως γαστρίμαργος.
15) Ίσθμιον. I. εν αρχή.
16) Και ο Λυσίας ήτο εκ των φίλων του Σωκράτους.
17) Ο Σωκράτης επαγγέλλεται εις τον Ερυξίμαχον εν τω Συμποσίω του Αγάθωνος τον γνώστην των ερωτικών. [Συμπ. V. 177. D]
18) Ειρωνεύεται τους δημαγωγούς ρήτορας.
19) Ιατρός Σηλυμβριανός θεραπεύων διά πορειών έξω του τείχους.
20) Ίνα μη λαμβάνωσι το όνομα του Θεού επί ματαίω οι αρχαίοι επενόησαν τύπον όρκου ομοίως απηχούντα, δηλαδή αντί του μα τον Ζήνα, έλεγον μα τον κύνα ή μα τον χήνα.
21) Ως θα ίδωμεν κατωτέρω είναι ακριβής η απεικόνισις αύτη του χαρακτήρος του Φαίδρου.
22) Ενταύθα βλέπει τις απόπειραν φυσικής εξηγήσεως των μύθων από του Αναξαγόρου αρχίσασαν.
23) Γνώθι σαυτόν ήτο γεγραμμένον εις το προπύλαιον του ιερού εν Δελφοίς.
24) Ο Τύφων ήτο τέρας συμμιγές από άνθρωπον και θηρία. Από τους ώμους του εφύοντο εκατόν κεφαλαί όφεων κατά τον Ησίοδον.
25) Η Σαπφώ και ο Ανακρέων αναφέρονται εδώ διότι έγραψαν ερωτικά ποιήματα.
26) Ούτοι ωρκίζοντο εάν συλληφθώσι παρανομούντες, να στείλωσιν εις τον Απόλλωνα το άγαλμά των χρυσούν.
27) Ούτοι επανακτήσαντες την τυραννικήν των αρχήν εν Κορίνθω αφιέρωσαν εις την Ολυμπίαν χρυσούν ανδριάντα του Διός.
28) Παράγει τον έρωτα εκ της ρώμης, δι' ης ερρωμένως ρωσθείσα η επιθυμία προς το κάλλος ετράπη.
29) Υπήρχεν αρχαία παιδιά, καθ' ην οι παίδες εχωρίζοντο εις δύο, ανέριπτον όστρακον, όπερ ήτο εκ του ενός μέρους μέλαν και εκ του άλλου λευκόν, και αναλόγως της πλευράς με την οποίαν έπιπτε το όστρακον κατεδίωκεν η μία ομάς την ετέραν ίνα την συλλάβη.
30) Μίμησις του Ομηρικού στίχου της Ιλιάδος Χ 264.
31) Ο Σιμμίας και ο Κέβης, οι Θηβαίοι, ήσαν μαθηταί του Σωκράτους.
32) Το χωρίον τούτο ομιλεί περί του περιφήμου &δαιμονίου& του Σωκράτους, το οποίον, ως διαίσθησιν τινά ζωηράν αποτρέπουσαν από πράξεις, τας οποίας, ως μη τέλειος επιστήμων, δεν ηδύνατο να κρίνη ασφαλώς, πρέπει να ορίσωμεν. Η αρνητική αύτη θυμοσοφία του Σωκράτους φαίνεται ότι εθεωρείτο υπ' αυτού ως αποκάλυψίς τις θεία εντός του.
33) Ποιητής εκ των καλών χωρικών, καταγόμενος εκ Ρηγίου.
34) Λέγεται ότι ο Όμηρος (ο μη ορών) ετυφλώθη διότι κατηγόρησε την Ελένην. Φέρονται και άλλαι παραδόσεις περί της τυφλώσεώς του.
35) Ο Στησίχορος, λυρικός ποιητής ζήσας περί το 640 — 555, κατήγετο εκ Λοκρικής τινος πόλεως, αλλ' επειδή το πλείστον του βίου του επέρασεν εις την Ιμέραν της Σικελίας, εθεωρείτο Ιμεραίος.
36) Δηλαδή ανθρώπου &Φαιδρού διά επιδείξεις&, υιού του &φήμας δόξης ζητούντος&, εκ πατρίδος δεικνυούσης αβράν δίαιταν &εντός Μυρσινών&.
37) Δηλαδή του &στήνοντος χορούς& εις τους θεούς, υιού του &Ευσεβούς&, του καταγομένου εκ της πόλεως, &ήτις Ίμερον& εμβάλλει.
38) Της θεάς Ανάγκης.
39) Ομηρίδαι μιμηταί ή θαυμασταί του Ομήρου.
40) Βάκχαι, θεότητες διονυσιακαί.
41) Γανυμήδης, παις αρπαγείς υπό του Διός μεταμορφωθέντος εις αετόν.
42 ) Εν τοις Ολυμπιακοίς αγώσιν ο παλαιστής τρις καταβαλών τον αντίπαλον ανεκηρύσσετο νικητής. Αι τρεις χιλιετοίς περίοδοι (περί ων ανωτέρω διηγείται) της φιλοσόφου ψυχής παραβάλλονται προς τα τρία ολυμπιακά παλαίσματα.
43) Κατά τον Σχολιαστήν του Πλάτωνος, εννέα χιλιάδας είπεν, επειδή εν τη πρώτη γενέσει η περίοδος η από του νοητού επί τα τήδε ουδεμίαν κάκωσιν έχει.
44) Τέλος του δευτέρου λόγου του Σωκράτους και του πρώτου μέρους του διαλόγου.
45) Λογογράφοι (κατασκευασταί λόγων) εκαλούντο οι επί μισθώ γράφοντες λόγους εις τα δικαστήρια. Σχολιαστής.
46) Γλυκύς αγκών, ω Φαίδρε, λέληθέ σε [ότι από του μακρού αγκώνος του κατά Νείλον εκλήθη· και προς το αγκώνι λανθάνει σε] ότι κ.τ.λ. Το εντός αγκυλών, όπερ παρελείψαμεν, προδήλως έχει προστεθή υπό αντιγραφέως, πειρωμένου να εξηγήση την φράσιν «Γλυκύς αγκών>. Κατά τον σχολιαστήν η φράσις λέγεται ειρωνικώς κατ' ευφημισμόν.
47) Τύπος ψηφισμάτων. Ος είπε = ούτος εγνωμάτευσε.
48) Η βουλή και ο δήμος είναι οι προτασσόμενοι επαινέται.
49) Έκφρασις κατά τον Ομηρικόν στίχον: απόβλητ' εστί θεών ρικυδέα δώρα [Ιλιάς: Γ: 65]
50) Παροιμιώδης έκφρασις των αρχαίων επί των μηδενός αξίων [Σχολιαστής].
51) Ρήτωρ.
52) Η έκφρασις, εκ του έργου του Ερμού, όστις ήτο ψυχαγωγός.
53) Τον Γοργίαν παρομοιάζει με τον Νέστορα επειδή μετριόφρων ήτο και εις μεγάλην ηλικίαν έφθασε. Τον Θρασύμαχον με τον Οδυσσέα επειδή ήτο δεινός. Τον δε Ζήνωνα τον εξ Ελέας φιλόσοφον προς τον πολυμήχανον Παλαμήδην, διότι ήτο τεχνικός.
54) Ιδέ υποσημ. 53
55) Να διακρίνωμεν τους μετά τέχνης λέγοντας και τους μη. [Σχολιαστής].
56) Πρβλ. Οδυσ. Ε. 193 και Ζ. 38.
57) Θρασύμαχος ο Καλχηδόνιος, εγεννήθη περί το 455 — 445 π. Χ., δεινός διδάσκαλος της σοφιστικής ρητορικής, άγαν φιλοχρήματος.
58) Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ρήτωρ τεχνικός, σύγχρονος Λυσίου.
59) Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ρήτωρ τεχνικός, σύγχρονος Λυσίου.
60) Εύηνος ο Πάριος, ρήτωρ, ποιητής και της αρετής διδάσκαλος.
61) Τεισίας ή Τισίας ο Συρακόσιος διάδοχος του πρώτου ιδρυτού της ρητορικής Κόρακος, διδάσκαλος του Λυσίου εν Θουρίοις της Ιταλίας.
62) Γοργίας ο Λεοντίνος, εγεννήθη περί το 483 και απέθανε το 375, ρήτωρ, σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής εν Αθήναις όπου διέμενε.
63) Πρόδικος ο Κείος, σοφιστικός ρήτωρ, έχων γλωσσικήν μόρφωσιν μεγάλην.
64) Ιππίας ο Ήλειος, ως ο Πρόδικος, ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας, εδίδασκεν επί χρήμασι την ρητορικήν εις τας διαφόρους Ελληνικάς πόλεις. Επηγγέλλετο τον πανεπιστήμονα.
65) Πώλος ο Ακραγαντίνος, μαθητής του Γοργίου, περιωρίζετο μόνον εις την διδασκαλίαν της ρητορικής.
66) Λικύμνιος, μαθητής του Γοργίου.
67) Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, ακμάσας περί το 444 — 440 π. Χ. Ο πρώτος καλέσας εαυτόν &Σοφιστήν& και &παιδεύσεως και αρετής διδάσκαλον&.
68) Του Θρυσυμάχου.
69) Άδραστος, ο βασιλεύς του Άργους.
70) Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, γεννηθείς περί τα 500 π. Χ., πολυμαθής και υψηλός φιλόσοφος.
71) Υπαινιγμός Αισωπείου μύθου.
72) Πόλις Ελληνική εις το δέλτα του Νείλου.
73) Θαμούν — Άμμων, ενταύθα ίσως εννοεί βασιλεύοντα θεόν, διότι δεν ηδύνατο άνθρωπος να αντιλέγη προς θεόν.
74) Πόλις Ελληνική εις το δέλτα του Νείλου.
75) Θεόκριτος XV. Η φράσις λέγεται επί των προσκαίρων.
76) Ισοκράτης ο Αθηναίος, ρήτωρ, μαθητής του Γοργίου. Εγεννήθη τω 436 και απέθανεν τω 329 π.Χ
77) Παροιμία, η οποία, λέγουσιν, ότι έχει την αρχήν από της εποχής καθ' ην ο Πυθαγόρας έπειθε τους κατοίκους της Μεγάλης Ελλάδος «αδιανέμητα πάντα κεκτήσθαι».
ΦΑΙΔΡΟΣ Περιμάχητος διάλογος, που από την αρχαιότητα κιόλας πότε προκαλούσε τον έπαινο και πότε την επίκριση για τις παράτολμες περί ηθικής ιδέες του, οι οποίες αναπτύσσονται τεχνικώτατα και με παραστατικό λυρισμό. Πραγματεύεται τον έρωτα, το κάλλος και όλα τ' ανάλογα ψυχικά συναισθήματα, ανακρούοντας και συμπληρώνοντας έναν σχετικό λόγο του Λυσίου κι αποδείχνωντας, ταυτόχρονα, πως η ρητορική μόνο με τη φιλοσοφία μπορεί ν' αναχθεί σε τέχνη.
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Φαίδρος (διάλογος)
[227a] Σωκράτης
ὦ φίλε Φαῖδρε, ποῖ δὴ καὶ πόθεν;
Φαῖδρος
παρὰ Λυσίου, ὦ Σώκρατες, τοῦ Κεφάλου, πορεύομαι δὲ πρὸς περίπατον ἔξω τείχους· συχνὸν γὰρ ἐκεῖ διέτριψα χρόνον καθήμενος ἐξ ἑωθινοῦ. τῷ δὲ σῷ καὶ ἐμῷ ἑταίρῳ πειθόμενος Ἀκουμενῷ κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους· φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους εἶναι τῶν ἐν τοῖς [227b] δρόμοις.
Σωκράτης
καλῶς γάρ, ὦ ἑταῖρε, λέγει. ἀτὰρ Λυσίας ἦν, ὡς ἔοικεν, ἐν ἄστει.
Φαῖδρος
ναί, παρ᾽ Ἐπικράτει, ἐν τῇδε τῇ πλησίον τοῦ Ὀλυμπίου οἰκίᾳ τῇ Μορυχίᾳ.
Σωκράτης
τίς οὖν δὴ ἦν ἡ διατριβή; ἢ δῆλον ὅτι τῶν λόγων ὑμᾶς Λυσίας εἱστία;
Φαῖδρος
πεύσῃ, εἴ σοι σχολὴ προϊόντι ἀκούειν.
Σωκράτης
τί δέ; οὐκ ἂν οἴει με κατὰ Πίνδαρον "καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον" πρᾶγμα ποιήσασθαι τὸ τεήν τε καὶ Λυσίου διατριβὴν ἀκοῦσαι;
[227c] Φαῖδρος
πρόαγε δή.
Σωκράτης
λέγοις ἄν.
Φαῖδρος
καὶ μήν, ὦ Σώκρατες, προσήκουσα γέ σοι ἡ ἀκοή· ὁ γάρ τοι λόγος ἦν, περὶ ὃν διετρίβομεν, οὐκ οἶδ᾽ ὅντινα τρόπον ἐρωτικός. γέγραφε γὰρ δὴ ὁ Λυσίας πειρώμενόν τινα τῶν καλῶν, οὐχ ὑπ᾽ ἐραστοῦ δέ, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὴ τοῦτο καὶ κεκόμψευται· λέγει γὰρ ὡς χαριστέον μὴ ἐρῶντι μᾶλλον ἢ ἐρῶντι.
Σωκράτης
ὢ γενναῖος. εἴθε γράψειεν ὡς χρὴ πένητι μᾶλλον ἢ πλουσίῳ, καὶ πρεσβυτέρῳ ἢ νεωτέρῳ, καὶ ὅσα ἄλλα [227d] ἐμοί τε πρόσεστι καὶ τοῖς πολλοῖς ἡμῶν· ἦ γὰρ ἂν ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς εἶεν οἱ λόγοι. ἔγωγ᾽ οὖν οὕτως ἐπιτεθύμηκα ἀκοῦσαι, ὥστ᾽ ἐὰν βαδίζων ποιῇ τὸν περίπατον Μέγαράδε καὶ κατὰ Ἡρόδικον προσβὰς τῷ τείχει πάλιν ἀπίῃς, οὐ μή σου ἀπολειφθῶ.
Φαῖδρος
πῶς λέγεις, ὦ βέλτιστε Σώκρατες; οἴει με, ἃ [228a] Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε, δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν, ταῦτα ἰδιώτην ὄντα ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; πολλοῦ γε δέω· καίτοι ἐβουλόμην γ᾽ ἂν μᾶλλον ἤ μοι πολὺ χρυσίον γενέσθαι.
Σωκράτης
ὦ Φαῖδρε, εἰ ἐγὼ Φαῖδρον ἀγνοῶ, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι. ἀλλὰ γὰρ οὐδέτερά ἐστι τούτων· εὖ οἶδα ὅτι Λυσίου λόγον ἀκούων ἐκεῖνος οὐ μόνον ἅπαξ ἤκουσεν, ἀλλὰ πολλάκις ἐπαναλαμβάνων ἐκέλευέν οἱ λέγειν, ὁ δὲ ἐπείθετο [228b] προθύμως. τῷ δὲ οὐδὲ ταῦτα ἦν ἱκανά, ἀλλὰ τελευτῶν παραλαβὼν τὸ βιβλίον ἃ μάλιστα ἐπεθύμει ἐπεσκόπει, καὶ τοῦτο δρῶν ἐξ ἑωθινοῦ καθήμενος ἀπειπὼν εἰς περίπατον ᾔει, ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι, νὴ τὸν κύνα, ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον, εἰ μὴ πάνυ τι ἦν μακρός. ἐπορεύετο δ᾽ ἐκτὸς τείχους ἵνα μελετῴη. ἀπαντήσας δὲ τῷ νοσοῦντι περὶ λόγων ἀκοήν, ἰδὼν μέν, ἰδών, ἥσθη ὅτι ἕξοι τὸν συγκορυβαντιῶντα, [228c] καὶ προάγειν ἐκέλευε. δεομένου δὲ λέγειν τοῦ τῶν λόγων ἐραστοῦ, ἐθρύπτετο ὡς δὴ οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν· τελευτῶν δὲ ἔμελλε καὶ εἰ μή τις ἑκὼν ἀκούοι βίᾳ ἐρεῖν. σὺ οὖν, ὦ Φαῖδρε, αὐτοῦ δεήθητι ὅπερ τάχα πάντως ποιήσει νῦν ἤδη ποιεῖν.
Φαῖδρος
ἐμοὶ ὡς ἀληθῶς πολὺ κράτιστόν ἐστιν οὕτως ὅπως δύναμαι λέγειν, ὥς μοι δοκεῖς σὺ οὐδαμῶς με ἀφήσειν πρὶν ἂν εἴπω ἁμῶς γέ πως.
Σωκράτης
πάνυ γάρ σοι ἀληθῆ δοκῶ.
[228d] Φαῖδρος
οὑτωσὶ τοίνυν ποιήσω. τῷ ὄντι γάρ, ὦ Σώκρατες, παντὸς μᾶλλον τά γε ῥήματα οὐκ ἐξέμαθον· τὴν μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων, οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή, ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς δίειμι, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ πρώτου.
Σωκράτης
δείξας γε πρῶτον, ὦ φιλότης, τί ἄρα ἐν τῇ ἀριστερᾷ ἔχεις ὑπὸ τῷ ἱματίῳ· τοπάζω γάρ σε ἔχειν τὸν λόγον αὐτόν. εἰ δὲ τοῦτό ἐστιν, οὑτωσὶ διανοοῦ περὶ ἐμοῦ, ὡς [228e] ἐγώ σε πάνυ μὲν φιλῶ, παρόντος δὲ καὶ Λυσίου, ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν παρέχειν οὐ πάνυ δέδοκται. ἀλλ᾽ ἴθι, δείκνυε.
Φαῖδρος
παῦε. ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος, ὦ Σώκρατες, ἣν εἶχον ἐν σοὶ ὡς ἐγγυμνασόμενος. ἀλλὰ ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν;
[229a] Σωκράτης
δεῦρ᾽ ἐκτραπόμενοι κατὰ τὸν Ἰλισὸν ἴωμεν, εἶτα ὅπου ἂν δόξῃ ἐν ἡσυχίᾳ καθιζησόμεθα.
Φαῖδρος
εἰς καιρόν, ὡς ἔοικεν, ἀνυπόδητος ὢν ἔτυχον· σὺ μὲν γὰρ δὴ ἀεί. ῥᾷστον οὖν ἡμῖν κατὰ τὸ ὑδάτιον βρέχουσι τοὺς πόδας ἰέναι, καὶ οὐκ ἀηδές, ἄλλως τε καὶ τήνδε τὴν ὥραν τοῦ ἔτους τε καὶ τῆς ἡμέρας.
Σωκράτης
πρόαγε δή, καὶ σκόπει ἅμα ὅπου καθιζησόμεθα.
Φαῖδρος
ὁρᾷς οὖν ἐκείνην τὴν ὑψηλοτάτην πλάτανον;
Σωκράτης
τί μήν;
[229b] Φαῖδρος
ἐκεῖ σκιά τ᾽ ἐστὶν καὶ πνεῦμα μέτριον, καὶ πόα καθίζεσθαι ἢ ἂν βουλώμεθα κατακλινῆναι.
Σωκράτης
προάγοις ἄν.
Φαῖδρος
εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἐνθένδε μέντοι ποθὲν ἀπὸ τοῦ Ἰλισοῦ λέγεται ὁ Βορέας τὴν Ὠρείθυιαν ἁρπάσαι;
Σωκράτης
λέγεται γάρ.
Φαῖδρος
ἆρ᾽ οὖν ἐνθένδε; χαρίεντα γοῦν καὶ καθαρὰ καὶ διαφανῆ τὰ ὑδάτια φαίνεται, καὶ ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ᾽ αὐτά.
[229c] Σωκράτης
οὔκ, ἀλλὰ κάτωθεν ὅσον δύ᾽ ἢ τρία στάδια, ᾗ πρὸς τὸ ἐν Ἄγρας διαβαίνομεν· καὶ πού τίς ἐστι βωμὸς αὐτόθι Βορέου.
Φαῖδρος
οὐ πάνυ νενόηκα· ἀλλ᾽ εἰπὲ πρὸς Διός, ὦ Σώκρατες, σὺ τοῦτο τὸ μυθολόγημα πείθῃ ἀληθὲς εἶναι;
Σωκράτης
ἀλλ᾽ εἰ ἀπιστοίην, ὥσπερ οἱ σοφοί, οὐκ ἂν ἄτοπος εἴην, εἶτα σοφιζόμενος φαίην αὐτὴν πνεῦμα Βορέου κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν σὺν Φαρμακείᾳ παίζουσαν ὦσαι, καὶ οὕτω δὴ τελευτήσασαν λεχθῆναι ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀνάρπαστον [229d] γεγονέναι--ἢ ἐξ Ἀρείου πάγου· λέγεται γὰρ αὖ καὶ οὗτος ὁ λόγος, ὡς ἐκεῖθεν ἀλλ᾽ οὐκ ἐνθένδε ἡρπάσθη. ἐγὼ δέ, ὦ Φαῖδρε, ἄλλως μὲν τὰ τοιαῦτα χαρίεντα ἡγοῦμαι, λίαν δὲ δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου καὶ οὐ πάνυ εὐτυχοῦς ἀνδρός, κατ᾽ ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δ᾽ αὐτῷ ἀνάγκη μετὰ τοῦτο τὸ τῶν Ἱπποκενταύρων εἶδος ἐπανορθοῦσθαι, καὶ αὖθις τὸ τῆς Χιμαίρας, καὶ ἐπιῤῥεῖ δὲ ὄχλος τοιούτων Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ [229e] ἄλλων ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων· αἷς εἴ τις ἀπιστῶν προσβιβᾷ κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον, ἅτε ἀγροίκῳ τινὶ σοφίᾳ χρώμενος, πολλῆς αὐτῷ σχολῆς δεήσει. ἐμοὶ δὲ πρὸς αὐτὰ οὐδαμῶς ἐστι σχολή· τὸ δὲ αἴτιον, ὦ φίλε, τούτου τόδε. οὐ δύναμαί πω κατὰ τὸ Δελφικὸν γράμμα γνῶναι ἐμαυτόν· γελοῖον δή μοι φαίνεται [230a] τοῦτο ἔτι ἀγνοοῦντα τὰ ἀλλότρια σκοπεῖν. ὅθεν δὴ χαίρειν ἐάσας ταῦτα, πειθόμενος δὲ τῷ νομιζομένῳ περὶ αὐτῶν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, σκοπῶ οὐ ταῦτα ἀλλ᾽ ἐμαυτόν, εἴτε τι θηρίον ὂν τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, εἴτε ἡμερώτερόν τε καὶ ἁπλούστερον ζῷον, θείας τινὸς καὶ ἀτύφου μοίρας φύσει μετέχον. ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, μεταξὺ τῶν λόγων, ἆρ᾽ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον ἐφ᾽ ὅπερ ἦγες ἡμᾶς;
[230b] Φαῖδρος
τοῦτο μὲν οὖν αὐτό.
Σωκράτης
νὴ τὴν Ἥραν, καλή γε ἡ καταγωγή. ἥ τε γὰρ πλάτανος αὕτη μάλ᾽ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή, τοῦ τε ἄγνου τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον, καὶ ὡς ἀκμὴν ἔχει τῆς ἄνθης, ὡς ἂν εὐωδέστατον παρέχοι τὸν τόπον· ἥ τε αὖ πηγὴ χαριεστάτη ὑπὸ τῆς πλατάνου ῥεῖ μάλα ψυχροῦ ὕδατος, ὥστε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι. Νυμφῶν τέ τινων καὶ Ἀχελῴου ἱερὸν ἀπὸ τῶν κορῶν τε καὶ ἀγαλμάτων ἔοικεν εἶναι.
[230c] εἰ δ᾽ αὖ βούλει, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου ὡς ἀγαπητὸν καὶ σφόδρα ἡδύ· θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ. πάντων δὲ κομψότατον τὸ τῆς πόας, ὅτι ἐν ἠρέμα προσάντει ἱκανὴ πέφυκε κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν παγκάλως ἔχειν. ὥστε ἄριστά σοι ἐξενάγηται, ὦ φίλε Φαῖδρε.
Φαῖδρος
σὺ δέ γε, ὦ θαυμάσιε, ἀτοπώτατός τις φαίνῃ. ἀτεχνῶς γάρ, ὃ λέγεις, ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ [230d] ἔοικας· οὕτως ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ᾽ εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, οὔτ᾽ ἔξω τείχους ἔμοιγε δοκεῖς τὸ παράπαν ἐξιέναι.
Σωκράτης
συγγίγνωσκέ μοι, ὦ ἄριστε. φιλομαθὴς γάρ εἰμι· τὰ μὲν οὖν χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδέν μ᾽ ἐθέλει διδάσκειν, οἱ δ᾽ ἐν τῷ ἄστει ἄνθρωποι. σὺ μέντοι δοκεῖς μοι τῆς ἐμῆς ἐξόδου τὸ φάρμακον ηὑρηκέναι. ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσιν, σὺ ἐμοὶ λόγους οὕτω προτείνων ἐν βιβλίοις τήν τε [230e] Ἀττικὴν φαίνῃ περιάξειν ἅπασαν καὶ ὅποι ἂν ἄλλοσε βούλῃ. νῦν δ᾽ οὖν ἐν τῷ παρόντι δεῦρ᾽ ἀφικόμενος ἐγὼ μέν μοι δοκῶ κατακείσεσθαι, σὺ δ᾽ ἐν ὁποίῳ σχήματι οἴει ῥᾷστα ἀναγνώσεσθαι, τοῦθ᾽ ἑλόμενος ἀναγίγνωσκε.
Φαῖδρος
ἄκουε δή.
περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων ἀκήκοας· ἀξιῶ δὲ μὴ διὰ [231a] τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὤν σου τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται· τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος ἐν ᾧ μεταγνῶναι προσήκει. οὐ γὰρ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἀλλ᾽ ἑκόντες, ὡς ἂν ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύσαιντο, πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσιν. ἔτι δὲ οἱ μὲν ἐρῶντες σκοποῦσιν ἅ τε κακῶς διέθεντο τῶν αὑτῶν διὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἃ πεποιήκασιν εὖ, καὶ ὃν εἶχον πόνον προστιθέντες [231b] ἡγοῦνται πάλαι τὴν ἀξίαν ἀποδεδωκέναι χάριν τοῖς ἐρωμένοις· τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν οὔτε τὴν τῶν οἰκείων ἀμέλειαν διὰ τοῦτο ἔστιν προφασίζεσθαι, οὔτε τοὺς παρεληλυθότας πόνους ὑπολογίζεσθαι, οὔτε τὰς πρὸς τοὺς προσήκοντας διαφορὰς αἰτιάσασθαι· ὥστε περιῃρημένων τοσούτων κακῶν οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ᾽ ἢ ποιεῖν προθύμως ὅτι ἂν αὐτοῖς οἴωνται πράξαντες χαριεῖσθαι. ἔτι δὲ εἰ διὰ τοῦτο ἄξιον [231c] τοὺς ἐρῶντας περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, ὅτι τούτους μάλιστά φασιν φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσιν, καὶ ἕτοιμοί εἰσι καὶ ἐκ τῶν λόγων καὶ ἐκ τῶν ἔργων τοῖς ἄλλοις ἀπεχθανόμενοι τοῖς ἐρωμένοις χαρίζεσθαι, ῥᾴδιον γνῶναι, εἰ ἀληθῆ λέγουσιν, ὅτι ὅσων ἂν ὕστερον ἐρασθῶσιν, ἐκείνους αὐτῶν περὶ πλείονος ποιήσονται, καὶ δῆλον ὅτι, ἐὰν ἐκείνοις δοκῇ, καὶ τούτους κακῶς ποιήσουσιν. καίτοι πῶς εἰκός ἐστι τοιοῦτον πρᾶγμα προέσθαι [231d] τοιαύτην ἔχοντι συμφοράν, ἣν οὐδ᾽ ἂν ἐπιχειρήσειεν οὐδεὶς ἔμπειρος ὢν ἀποτρέπειν; καὶ γὰρ αὐτοὶ ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, καὶ εἰδέναι ὅτι κακῶς φρονοῦσιν, ἀλλ᾽ οὐ δύνασθαι αὑτῶν κρατεῖν· ὥστε πῶς ἂν εὖ φρονήσαντες ταῦτα καλῶς ἔχειν ἡγήσαιντο περὶ ὧν οὕτω διακείμενοι βουλεύονται; καὶ μὲν δὴ εἰ μὲν ἐκ τῶν ἐρώντων τὸν βέλτιστον αἱροῖο, ἐξ ὀλίγων ἄν σοι ἡ ἔκλεξις εἴη· εἰ δ᾽ ἐκ τῶν ἄλλων τὸν σαυτῷ ἐπιτηδειότατον, ἐκ πολλῶν· ὥστε πολὺ [231e] πλείων ἐλπὶς ἐν τοῖς πολλοῖς ὄντα τυχεῖν τὸν ἄξιον τῆς σῆς φιλίας.
εἰ τοίνυν τὸν νόμον τὸν καθεστηκότα δέδοικας, μὴ πυθομένων τῶν ἀνθρώπων ὄνειδός σοι γένηται, εἰκός ἐστι [232a] τοὺς μὲν ἐρῶντας, οὕτως ἂν οἰομένους καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων ζηλοῦσθαι ὥσπερ αὐτοὺς ὑφ᾽ αὑτῶν, ἐπαρθῆναι τῷ λέγειν καὶ φιλοτιμουμένους ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας ὅτι οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας, κρείττους αὑτῶν ὄντας, τὸ βέλτιστον ἀντὶ τῆς δόξης τῆς παρὰ τῶν ἀνθρώπων αἱρεῖσθαι. ἔτι δὲ τοὺς μὲν ἐρῶντας πολλοὺς ἀνάγκη πυθέσθαι καὶ ἰδεῖν ἀκολουθοῦντας τοῖς ἐρωμένοις καὶ ἔργον τοῦτο ποιουμένους, ὥστε ὅταν ὀφθῶσι διαλεγόμενοι [232b] ἀλλήλοις, τότε αὐτοὺς οἴονται ἢ γεγενημένης ἢ μελλούσης ἔσεσθαι τῆς ἐπιθυμίας συνεῖναι· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας οὐδ᾽ αἰτιᾶσθαι διὰ τὴν συνουσίαν ἐπιχειροῦσιν, εἰδότες ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν ἢ διὰ φιλίαν τῳ διαλέγεσθαι ἢ δι᾽ ἄλλην τινὰ ἡδονήν. καὶ μὲν δὴ εἴ σοι δέος παρέστηκεν ἡγουμένῳ χαλεπὸν εἶναι φιλίαν συμμένειν, καὶ ἄλλῳ μὲν τρόπῳ διαφορᾶς γενομένης κοινὴν <ἂν> ἀμφοτέροις καταστῆναι τὴν [232c] συμφοράν, προεμένου δέ σου ἃ περὶ πλείστου ποιῇ μεγάλην ἄν σοι βλάβην ἂν γενέσθαι, εἰκότως ἂν τοὺς ἐρῶντας μᾶλλον ἂν φοβοῖο· πολλὰ γὰρ αὐτούς ἐστι τὰ λυποῦντα, καὶ πάντ᾽ ἐπὶ τῇ αὑτῶν βλάβῃ νομίζουσι γίγνεσθαι. διόπερ καὶ τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους τῶν ἐρωμένων συνουσίας ἀποτρέπουσιν, φοβούμενοι τοὺς μὲν οὐσίαν κεκτημένους μὴ χρήμασιν αὐτοὺς ὑπερβάλωνται, τοὺς δὲ πεπαιδευμένους μὴ συνέσει κρείττους γένωνται· τῶν δὲ ἄλλο τι κεκτημένων [232d] ἀγαθὸν τὴν δύναμιν ἑκάστου φυλάττονται. πείσαντες μὲν οὖν ἀπεχθέσθαι σε τούτοις εἰς ἐρημίαν φίλων καθιστᾶσιν, ἐὰν δὲ τὸ σεαυτοῦ σκοπῶν ἄμεινον ἐκείνων φρονῇς, ἥξεις αὐτοῖς εἰς διαφοράν· ὅσοι δὲ μὴ ἐρῶντες ἔτυχον, ἀλλὰ δι᾽ ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, οὐκ ἂν τοῖς συνοῦσι φθονοῖεν, ἀλλὰ τοὺς μὴ ἐθέλοντας μισοῖεν, ἡγούμενοι ὑπ᾽ ἐκείνων μὲν ὑπερορᾶσθαι, ὑπὸ τῶν συνόντων δὲ ὠφελεῖσθαι, ὥστε πολὺ [232e] πλείων ἐλπὶς φιλίαν αὐτοῖς ἐκ τοῦ πράγματος ἢ ἔχθραν γενέσθαι.
καὶ μὲν δὴ τῶν μὲν ἐρώντων πολλοὶ πρότερον τοῦ σώματος ἐπεθύμησαν ἢ τὸν τρόπον ἔγνωσαν καὶ τῶν ἄλλων οἰκείων ἔμπειροι ἐγένοντο, ὥστε ἄδηλον αὐτοῖς εἰ ἔτι τότε βουλήσονται φίλοι εἶναι, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται· [233a] τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν, οἳ καὶ πρότερον ἀλλήλοις φίλοι ὄντες ταῦτα ἔπραξαν, οὐκ ἐξ ὧν ἂν εὖ πάθωσι ταῦτα εἰκὸς ἐλάττω τὴν φιλίαν αὐτοῖς ποιῆσαι, ἀλλὰ ταῦτα μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι. καὶ μὲν δὴ βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὶ πειθομένῳ ἢ ἐραστῇ. ἐκεῖνοι μὲν γὰρ καὶ παρὰ τὸ βέλτιστον τά τε λεγόμενα καὶ τὰ πραττόμενα ἐπαινοῦσιν, τὰ μὲν δεδιότες μὴ ἀπέχθωνται, τὰ δὲ [233b] καὶ αὐτοὶ χεῖρον διὰ τὴν ἐπιθυμίαν γιγνώσκοντες. τοιαῦτα γὰρ ὁ ἔρως ἐπιδείκνυται· δυστυχοῦντας μέν, ἃ μὴ λύπην τοῖς ἄλλοις παρέχει, ἀνιαρὰ ποιεῖ νομίζειν· εὐτυχοῦντας δὲ καὶ τὰ μὴ ἡδονῆς ἄξια παρ᾽ ἐκείνων ἐπαίνου ἀναγκάζει τυγχάνειν· ὥστε πολὺ μᾶλλον ἐλεεῖν τοῖς ἐρωμένοις ἢ ζηλοῦν αὐτοὺς προσήκει. ἐὰν δέ μοι πείθῃ, πρῶτον μὲν οὐ τὴν παροῦσαν ἡδονὴν θεραπεύων συνέσομαί σοι, ἀλλὰ καὶ [233c] τὴν μέλλουσαν ὠφελίαν ἔσεσθαι, οὐχ ὑπ᾽ ἔρωτος ἡττώμενος ἀλλ᾽ ἐμαυτοῦ κρατῶν, οὐδὲ διὰ σμικρὰ ἰσχυρὰν ἔχθραν ἀναιρούμενος ἀλλὰ διὰ μεγάλα βραδέως ὀλίγην ὀργὴν ποιούμενος, τῶν μὲν ἀκουσίων συγγνώμην ἔχων, τὰ δὲ ἑκούσια πειρώμενος ἀποτρέπειν· ταῦτα γάρ ἐστι φιλίας πολὺν χρόνον ἐσομένης τεκμήρια. εἰ δ᾽ ἄρα σοι τοῦτο παρέστηκεν, ὡς οὐχ οἷόν τε ἰσχυρὰν φιλίαν γενέσθαι ἐὰν μή τις ἐρῶν τυγχάνῃ, [233d] ἐνθυμεῖσθαι χρὴ ὅτι οὔτ᾽ ἂν τοὺς ὑεῖς περὶ πολλοῦ ἐποιούμεθα οὔτ᾽ ἂν τοὺς πατέρας καὶ τὰς μητέρας, οὔτ᾽ ἂν πιστοὺς φίλους ἐκεκτήμεθα, οἳ οὐκ ἐξ ἐπιθυμίας τοιαύτης γεγόνασιν ἀλλ᾽ ἐξ ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων.
ἔτι δὲ εἰ χρὴ τοῖς δεομένοις μάλιστα χαρίζεσθαι, προσήκει καὶ τοῖς ἄλλοις μὴ τοὺς βελτίστους ἀλλὰ τοὺς ἀπορωτάτους εὖ ποιεῖν· μεγίστων γὰρ ἀπαλλαγέντες κακῶν πλείστην χάριν αὐτοῖς εἴσονται. καὶ μὲν δὴ καὶ ἐν ταῖς [233e] ἰδίαις δαπάναις οὐ τοὺς φίλους ἄξιον παρακαλεῖν, ἀλλὰ τοὺς προσαιτοῦντας καὶ τοὺς δεομένους πλησμονῆς· ἐκεῖνοι γὰρ καὶ ἀγαπήσουσιν καὶ ἀκολουθήσουσιν καὶ ἐπὶ τὰς θύρας ἥξουσι καὶ μάλιστα ἡσθήσονται καὶ οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται καὶ πολλὰ ἀγαθὰ αὐτοῖς εὔξονται. ἀλλ᾽ ἴσως προσήκει οὐ τοῖς σφόδρα δεομένοις χαρίζεσθαι, ἀλλὰ τοῖς μάλιστα ἀποδοῦναι χάριν δυναμένοις· οὐδὲ τοῖς προσαιτοῦσι [234a] μόνον, ἀλλὰ τοῖς τοῦ πράγματος ἀξίοις· οὐδὲ ὅσοι τῆς σῆς ὥρας ἀπολαύσονται, ἀλλ᾽ οἵτινες πρεσβυτέρῳ γενομένῳ τῶν σφετέρων ἀγαθῶν μεταδώσουσιν· οὐδὲ οἳ διαπραξάμενοι πρὸς τοὺς ἄλλους φιλοτιμήσονται, ἀλλ᾽ οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται· οὐδὲ τοῖς ὀλίγον χρόνον σπουδάζουσιν, ἀλλὰ τοῖς ὁμοίως διὰ παντὸς τοῦ βίου φίλοις ἐσομένοις· οὐδὲ οἵτινες παυόμενοι τῆς ἐπιθυμίας ἔχθρας πρόφασιν ζητήσουσιν, ἀλλ᾽ οἳ παυσαμένου τῆς ὥρας τότε [234b] τὴν αὑτῶν ἀρετὴν ἐπιδείξονται. σὺ οὖν τῶν τε εἰρημένων μέμνησο καὶ ἐκεῖνο ἐνθυμοῦ, ὅτι τοὺς μὲν ἐρῶντας οἱ φίλοι νουθετοῦσιν ὡς ὄντος κακοῦ τοῦ ἐπιτηδεύματος, τοῖς δὲ μὴ ἐρῶσιν οὐδεὶς πώποτε τῶν οἰκείων ἐμέμψατο ὡς διὰ τοῦτο κακῶς βουλευομένοις περὶ ἑαυτῶν.
ἴσως ἂν οὖν ἔροιό με εἰ ἅπασίν σοι παραινῶ τοῖς μὴ ἐρῶσι χαρίζεσθαι. ἐγὼ μὲν οἶμαι οὐδ᾽ ἂν τὸν ἐρῶντα πρὸς ἅπαντάς σε κελεύειν τοὺς ἐρῶντας ταύτην ἔχειν τὴν [234c] διάνοιαν. οὔτε γὰρ τῷ λαμβάνοντι χάριτος ἴσης ἄξιον, οὔτε σοὶ βουλομένῳ τοὺς ἄλλους λανθάνειν ὁμοίως δυνατόν· δεῖ δὲ βλάβην μὲν ἀπ᾽ αὐτοῦ μηδεμίαν, ὠφελίαν δὲ ἀμφοῖν γίγνεσθαι. ἐγὼ μὲν οὖν ἱκανά μοι νομίζω τὰ εἰρημένα· εἰ δ᾽ ἔτι <τι> σὺ ποθεῖς, ἡγούμενος παραλελεῖφθαι, ἐρώτα.
Φαῖδρος
τί σοι φαίνεται, ὦ Σώκρατες, ὁ λόγος; οὐχ ὑπερφυῶς τά τε ἄλλα καὶ τοῖς ὀνόμασιν εἰρῆσθαι;
[234d] Σωκράτης
δαιμονίως μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, ὥστε με ἐκπλαγῆναι. καὶ τοῦτο ἐγὼ ἔπαθον διὰ σέ, ὦ Φαῖδρε, πρὸς σὲ ἀποβλέπων, ὅτι ἐμοὶ ἐδόκεις γάνυσθαι ὑπὸ τοῦ λόγου μεταξὺ ἀναγιγνώσκων· ἡγούμενος γὰρ σὲ μᾶλλον ἢ ἐμὲ ἐπαΐειν περὶ τῶν τοιούτων σοὶ εἱπόμην, καὶ ἑπόμενος συνεβάκχευσα μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς.
Φαῖδρος
εἶεν· οὕτω δὴ δοκεῖ παίζειν;
Σωκράτης
δοκῶ γάρ σοι παίζειν καὶ οὐχὶ ἐσπουδακέναι;
[234e] Φαῖδρος
μηδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς εἰπὲ πρὸς Διὸς φιλίου, οἴει ἄν τινα ἔχειν εἰπεῖν ἄλλον τῶν Ἑλλήνων ἕτερα τούτων μείζω καὶ πλείω περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος;
Σωκράτης
τί δέ; καὶ ταύτῃ δεῖ ὑπ᾽ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ τὸν λόγον ἐπαινεθῆναι, ὡς τὰ δέοντα εἰρηκότος τοῦ ποιητοῦ, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνῃ μόνον, ὅτι σαφῆ καὶ στρογγύλα, καὶ ἀκριβῶς ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται; εἰ γὰρ δεῖ, συγχωρητέον χάριν σήν, ἐπεὶ ἐμέ γε ἔλαθεν ὑπὸ τῆς ἐμῆς [235a] οὐδενίας· τῷ γὰρ ῥητορικῷ αὐτοῦ μόνῳ τὸν νοῦν προσεῖχον, τοῦτο δὲ οὐδ᾽ <ἂν> αὐτὸν ᾤμην Λυσίαν οἴεσθαι ἱκανὸν εἶναι. καὶ οὖν μοι ἔδοξεν, ὦ Φαῖδρε, εἰ μή τι σὺ ἄλλο λέγεις, δὶς καὶ τρὶς τὰ αὐτὰ εἰρηκέναι, ὡς οὐ πάνυ εὐπορῶν τοῦ πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ, ἢ ἴσως οὐδὲν αὐτῷ μέλον τοῦ τοιούτου· καὶ ἐφαίνετο δή μοι νεανιεύεσθαι ἐπιδεικνύμενος ὡς οἷός τε ὢν ταὐτὰ ἑτέρως τε καὶ ἑτέρως λέγων ἀμφοτέρως εἰπεῖν ἄριστα.
[235b] Φαῖδρος
οὐδὲν λέγεις, ὦ Σώκρατες· αὐτὸ γὰρ τοῦτο καὶ μάλιστα ὁ λόγος ἔχει. τῶν γὰρ ἐνόντων ἀξίως ῥηθῆναι ἐν τῷ πράγματι οὐδὲν παραλέλοιπεν, ὥστε παρὰ τὰ ἐκείνῳ εἰρημένα μηδέν᾽ <ἄν> ποτε δύνασθαι εἰπεῖν ἄλλα πλείω καὶ πλείονος ἄξια.
Σωκράτης
τοῦτο ἐγώ σοι οὐκέτι οἷός τ᾽ ἔσομαι πιθέσθαι· παλαιοὶ γὰρ καὶ σοφοὶ ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες περὶ αὐτῶν εἰρηκότες καὶ γεγραφότες ἐξελέγξουσί με, ἐάν σοι χαριζόμενος συγχωρῶ.
[235c] Φαῖδρος
τίνες οὗτοι; καὶ ποῦ σὺ βελτίω τούτων ἀκήκοας;
Σωκράτης
νῦν μὲν οὕτως οὐκ ἔχω εἰπεῖν· δῆλον δὲ ὅτι τινῶν ἀκήκοα, ἤ που Σαπφοῦς τῆς καλῆς ἢ Ἀνακρέοντος τοῦ σοφοῦ ἢ καὶ συγγραφέων τινῶν. πόθεν δὴ τεκμαιρόμενος λέγω; πλῆρές πως, ὦ δαιμόνιε, τὸ στῆθος ἔχων αἰσθάνομαι παρὰ ταῦτα ἂν ἔχειν εἰπεῖν ἕτερα μὴ χείρω. ὅτι μὲν οὖν παρά γε ἐμαυτοῦ οὐδὲν αὐτῶν ἐννενόηκα, εὖ οἶδα, συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν· λείπεται δὴ οἶμαι ἐξ ἀλλοτρίων ποθὲν [235d] ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσθαί με δίκην ἀγγείου. ὑπὸ δὲ νωθείας αὖ καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐπιλέλησμαι, ὅπως τε καὶ ὧντινων ἤκουσα.
Φαῖδρος
ἀλλ᾽, ὦ γενναιότατε, κάλλιστα εἴρηκας. σὺ γὰρ ἐμοὶ ὧντινων μὲν καὶ ὅπως ἤκουσας μηδ᾽ ἂν κελεύω εἴπῃς, τοῦτο δὲ αὐτὸ ὃ λέγεις ποίησον· τῶν ἐν τῷ βιβλίῳ βελτίω τε καὶ μὴ ἐλάττω ἕτερα ὑπέσχησαι εἰπεῖν τούτων ἀπεχόμενος, καί σοι ἐγώ, ὥσπερ οἱ ἐννέα ἄρχοντες, ὑπισχνοῦμαι χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον εἰς Δελφοὺς ἀναθήσειν, οὐ [235e] μόνον ἐμαυτοῦ ἀλλὰ καὶ σήν.
Σωκράτης
φίλτατος εἶ καὶ ὡς ἀληθῶς χρυσοῦς, ὦ Φαῖδρε, εἴ με οἴει λέγειν ὡς Λυσίας τοῦ παντὸς ἡμάρτηκεν, καὶ οἷόν τε δὴ παρὰ πάντα ταῦτα ἄλλα εἰπεῖν· τοῦτο δὲ οἶμαι οὐδ᾽ ἂν τὸν φαυλότατον παθεῖν συγγραφέα. αὐτίκα περὶ οὗ ὁ λόγος, τίνα οἴει λέγοντα ὡς χρὴ μὴ ἐρῶντι μᾶλλον ἢ ἐρῶντι χαρίζεσθαι, παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν,
[236a] τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν, ἀναγκαῖα γοῦν ὄντα, εἶτ᾽ ἄλλ᾽ ἄττα ἕξειν λέγειν; ἀλλ᾽ οἶμαι τὰ μὲν τοιαῦτα ἐατέα καὶ συγγνωστέα λέγοντι· καὶ τῶν μὲν τοιούτων οὐ τὴν εὕρεσιν ἀλλὰ τὴν διάθεσιν ἐπαινετέον, τῶν δὲ μὴ ἀναγκαίων τε καὶ χαλεπῶν εὑρεῖν πρὸς τῇ διαθέσει καὶ τὴν εὕρεσιν.
Φαῖδρος
συγχωρῶ ὃ λέγεις· μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι. ποιήσω οὖν καὶ ἐγὼ οὕτως· τὸ μὲν τὸν ἐρῶντα [236b] τοῦ μὴ ἐρῶντος μᾶλλον νοσεῖν δώσω σοι ὑποτίθεσθαι, τῶν δὲ λοιπῶν ἕτερα πλείω καὶ πλείονος ἄξια εἰπὼν τῶνδε [Λυσίου] παρὰ τὸ Κυψελιδῶν ἀνάθημα σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι.
Σωκράτης
ἐσπούδακας, ὦ Φαῖδρε, ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, καὶ οἴει δή με ὡς ἀληθῶς ἐπιχειρήσειν εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον;
Φαῖδρος
περὶ μὲν τούτου, ὦ φίλε, εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς [236c] ἐλήλυθας. ῥητέον μὲν γάρ σοι παντὸς μᾶλλον οὕτως ὅπως οἷός τε εἶ, ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾶγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις [εὐλαβήθητι], καὶ μὴ βούλου με ἀναγκάσαι λέγειν ἐκεῖνο τὸ "εἰ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, Σωκράτην ἀγνοῶ, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι," καὶ ὅτι "ἐπεθύμει μὲν λέγειν, ἐθρύπτετο δέ·" ἀλλὰ διανοήθητι ὅτι ἐντεῦθεν οὐκ ἄπιμεν πρὶν ἂν σὺ εἴπῃς ἃ ἔφησθα ἐν τῷ στήθει ἔχειν. ἐσμὲν δὲ μόνω ἐν ἐρημίᾳ, [236d] ἰσχυρότερος δ᾽ ἐγὼ καὶ νεώτερος, ἐκ δὲ ἁπάντων τούτων "σύνες ὅ τοι λέγω," καὶ μηδαμῶς πρὸς βίαν βουληθῇς μᾶλλον ἢ ἑκὼν λέγειν.
Σωκράτης
ἀλλ᾽, ὦ μακάριε Φαῖδρε, γελοῖος ἔσομαι παρ᾽ ἀγαθὸν ποιητὴν ἰδιώτης αὐτοσχεδιάζων περὶ τῶν αὐτῶν.
Φαῖδρος
οἶσθ᾽ ὡς ἔχει; παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος· σχεδὸν γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε λέγειν.
Σωκράτης
μηδαμῶς τοίνυν εἴπῃς.
Φαῖδρος
οὔκ, ἀλλὰ καὶ δὴ λέγω· ὁ δέ μοι λόγος ὅρκος ἔσται. ὄμνυμι γάρ σοι--τίνα μέντοι, τίνα θεῶν; ἢ βούλει [236e] τὴν πλάτανον ταυτηνί; --ἦ μήν, ἐάν μοι μὴ εἴπῃς τὸν λόγον ἐναντίον αὐτῆς ταύτης, μηδέποτέ σοι ἕτερον λόγον μηδένα μηδενὸς μήτε ἐπιδείξειν μήτε ἐξαγγελεῖν.
Σωκράτης
βαβαῖ, ὦ μιαρέ, ὡς εὖ ἀνηῦρες τὴν ἀνάγκην ἀνδρὶ φιλολόγῳ ποιεῖν ὃ ἂν κελεύῃς.
Φαῖδρος
τί δῆτα ἔχων στρέφῃ;
Σωκράτης
οὐδὲν ἔτι, ἐπειδὴ σύ γε ταῦτα ὀμώμοκας. πῶς γὰρ ἂν οἷός τ᾽ εἴην τοιαύτης θοίνης ἀπέχεσθαι;
[237a] Φαῖδρος
λέγε δή.
Σωκράτης
οἶσθ᾽ οὖν ὡς ποιήσω;
Φαῖδρος
τοῦ πέρι;
Σωκράτης
ἐγκαλυψάμενος ἐρῶ, ἵν᾽ ὅτι τάχιστα διαδράμω τὸν λόγον καὶ μὴ βλέπων πρὸς σὲ ὑπ᾽ αἰσχύνης διαπορῶμαι.
Φαῖδρος
λέγε μόνον, τὰ δ᾽ ἄλλα ὅπως βούλει ποίει.
Σωκράτης
ἄγετε δή, ὦ Μοῦσαι, εἴτε δι᾽ ᾠδῆς εἶδος λίγειαι, εἴτε διὰ γένος μουσικὸν τὸ Λιγύων ταύτην ἔσχετ᾽ ἐπωνυμίαν, "ξύμ μοι λάβεσθε" τοῦ μύθου, ὅν με ἀναγκάζει ὁ βέλτιστος οὑτοσὶ λέγειν, ἵν᾽ ὁ ἑταῖρος αὐτοῦ, καὶ πρότερον [237b] δοκῶν τούτῳ σοφὸς εἶναι, νῦν ἔτι μᾶλλον δόξῃ.
ἦν οὕτω δὴ παῖς, μᾶλλον δὲ μειρακίσκος, μάλα καλός· τούτῳ δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί. εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν, ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα ὡς οὐκ ἐρῴη. καί ποτε αὐτὸν αἰτῶν ἔπειθεν τοῦτ᾽ αὐτό, ὡς μὴ ἐρῶντι πρὸ τοῦ ἐρῶντος δέοι χαρίζεσθαι, ἔλεγέν τε ὧδε--
περὶ παντός, ὦ παῖ, μία ἀρχὴ τοῖς μέλλουσι καλῶς [237c] βουλεύσεσθαι· εἰδέναι δεῖ περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή, ἢ παντὸς ἁμαρτάνειν ἀνάγκη. τοὺς δὲ πολλοὺς λέληθεν ὅτι οὐκ ἴσασι τὴν οὐσίαν ἑκάστου. ὡς οὖν εἰδότες οὐ διομολογοῦνται ἐν ἀρχῇ τῆς σκέψεως, προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν· οὔτε γὰρ ἑαυτοῖς οὔτε ἀλλήλοις ὁμολογοῦσιν. ἐγὼ οὖν καὶ σὺ μὴ πάθωμεν ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ σοὶ καὶ ἐμοὶ ὁ λόγος πρόκειται πότερα ἐρῶντι ἢ μὴ μᾶλλον εἰς φιλίαν ἰτέον, περὶ ἔρωτος οἷόν τ᾽ ἔστι καὶ ἣν ἔχει δύναμιν, [237d] ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα εἴτε ὠφελίαν εἴτε βλάβην παρέχει. ὅτι μὲν οὖν δὴ ἐπιθυμία τις ὁ ἔρως, ἅπαντι δῆλον· ὅτι δ᾽ αὖ καὶ μὴ ἐρῶντες ἐπιθυμοῦσι τῶν καλῶν, ἴσμεν. τῷ δὴ τὸν ἐρῶντά τε καὶ μὴ κρινοῦμεν; δεῖ αὖ νοῆσαι ὅτι ἡμῶν ἐν ἑκάστῳ δύο τινέ ἐστον ἰδέα ἄρχοντε καὶ ἄγοντε, οἷν ἑπόμεθα ᾗ ἂν ἄγητον, ἡ μὲν ἔμφυτος οὖσα ἐπιθυμία ἡδονῶν, ἄλλη δὲ ἐπίκτητος δόξα, ἐφιεμένη τοῦ ἀρίστου. τούτω δὲ ἐν ἡμῖν τοτὲ μὲν ὁμονοεῖτον, [237e] ἔστι δὲ ὅτε στασιάζετον· καὶ τοτὲ μὲν ἡ ἑτέρα, ἄλλοτε δὲ ἡ ἑτέρα κρατεῖ. δόξης μὲν οὖν ἐπὶ τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα· [238a] ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπὶ ἡδονὰς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη. ὕβρις δὲ δὴ πολυώνυμον --πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυμερές--καὶ τούτων τῶν ἰδεῶν ἐκπρεπὴς ἣ ἂν τύχῃ γενομένη, τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον τὸν ἔχοντα παρέχεται, οὔτε τινὰ καλὴν οὔτ᾽ ἐπαξίαν κεκτῆσθαι. περὶ μὲν γὰρ ἐδωδὴν κρατοῦσα τοῦ λόγου τε τοῦ ἀρίστου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθυμιῶν ἐπιθυμία [238b] γαστριμαργία τε καὶ τὸν ἔχοντα ταὐτὸν τοῦτο κεκλημένον παρέξεται· περὶ δ᾽ αὖ μέθας τυραννεύσασα, τὸν κεκτημένον ταύτῃ ἄγουσα, δῆλον οὗ τεύξεται προσρήματος· καὶ τἆλλα δὴ τὰ τούτων ἀδελφὰ καὶ ἀδελφῶν ἐπιθυμιῶν ὀνόματα τῆς ἀεὶ δυναστευούσης ᾗ προσήκει καλεῖσθαι πρόδηλον. ἧς δ᾽ ἕνεκα πάντα τὰ πρόσθεν εἴρηται, σχεδὸν μὲν ἤδη φανερόν, λεχθὲν δὲ ἢ μὴ λεχθὲν πάντως σαφέστερον· ἡ γὰρ ἄνευ λόγου δόξης ἐπὶ τὸ ὀρθὸν ὁρμώσης κρατήσασα ἐπιθυμία [238c] πρὸς ἡδονὴν ἀχθεῖσα κάλλους, καὶ ὑπὸ αὖ τῶν ἑαυτῆς συγγενῶν ἐπιθυμιῶν ἐπὶ σωμάτων κάλλος ἐῤῥωμένως ῥωσθεῖσα νικήσασα ἀγωγῇ, ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς ῥώμης ἐπωνυμίαν λαβοῦσα, ἔρως ἐκλήθη.
ἀτάρ, ὦ φίλε Φαῖδρε, δοκῶ τι σοί, ὥσπερ ἐμαυτῷ, θεῖον πάθος πεπονθέναι;
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν, ὦ Σώκρατες, παρὰ τὸ εἰωθὸς εὔροιά τίς σε εἴληφεν.
Σωκράτης
σιγῇ τοίνυν μου ἄκουε. τῷ ὄντι γὰρ θεῖος ἔοικεν [238d] ὁ τόπος εἶναι, ὥστε ἐὰν ἄρα πολλάκις νυμφόληπτος προϊόντος τοῦ λόγου γένωμαι, μὴ θαυμάσῃς· τὰ νῦν γὰρ οὐκέτι πόῤῥω διθυράμβων φθέγγομαι.
Φαῖδρος
ἀληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
τούτων μέντοι σὺ αἴτιος. ἀλλὰ τὰ λοιπὰ ἄκουε· ἴσως γὰρ κἂν ἀποτράποιτο τὸ ἐπιόν. ταῦτα μὲν οὖν θεῷ μελήσει, ἡμῖν δὲ πρὸς τὸν παῖδα πάλιν τῷ λόγῳ ἰτέον.
εἶεν, ὦ φέριστε· ὃ μὲν δὴ τυγχάνει ὂν περὶ οὗ βουλευτέον, εἴρηταί τε καὶ ὥρισται, βλέποντες δὲ δὴ πρὸς αὐτὸ [238e] τὰ λοιπὰ λέγωμεν τίς ὠφελία ἢ βλάβη ἀπό τε ἐρῶντος καὶ μὴ τῷ χαριζομένῳ ἐξ εἰκότος συμβήσεται. τῷ δὴ ὑπὸ ἐπιθυμίας ἀρχομένῳ δουλεύοντί τε ἡδονῇ ἀνάγκη που τὸν ἐρώμενον ὡς ἥδιστον ἑαυτῷ παρασκευάζειν· νοσοῦντι δὲ πᾶν ἡδὺ τὸ μὴ ἀντιτεῖνον, κρεῖττον δὲ καὶ ἴσον ἐχθρόν.
[239a] οὔτε δὴ κρείττω οὔτε ἰσούμενον ἑκὼν ἐραστὴς παιδικὰ ἀνέξεται, ἥττω δὲ καὶ ὑποδεέστερον ἀεὶ ἀπεργάζεται· ἥττων δὲ ἀμαθὴς σοφοῦ, δειλὸς ἀνδρείου, ἀδύνατος εἰπεῖν ῥητορικοῦ, βραδὺς ἀγχίνου. τοσούτων κακῶν καὶ ἔτι πλειόνων κατὰ τὴν διάνοιαν ἐραστὴν ἐρωμένῳ ἀνάγκη γιγνομένων τε καὶ φύσει ἐνόντων [τῶν] μὲν ἥδεσθαι, τὰ δὲ παρασκευάζειν, ἢ στέρεσθαι τοῦ παραυτίκα ἡδέος. φθονερὸν δὴ ἀνάγκη [239b] εἶναι, καὶ πολλῶν μὲν ἄλλων συνουσιῶν ἀπείργοντα καὶ ὠφελίμων ὅθεν ἂν μάλιστ᾽ ἀνὴρ γίγνοιτο, μεγάλης αἴτιον εἶναι βλάβης, μεγίστης δὲ τῆς ὅθεν ἂν φρονιμώτατος εἴη. τοῦτο δὲ ἡ θεία φιλοσοφία τυγχάνει ὄν, ἧς ἐραστὴν παιδικὰ ἀνάγκη πόῤῥωθεν εἴργειν, περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι· τά τε ἄλλα μηχανᾶσθαι ὅπως ἂν ᾖ πάντα ἀγνοῶν καὶ πάντα ἀποβλέπων εἰς τὸν ἐραστήν, οἷος ὢν τῷ μὲν ἥδιστος, ἑαυτῷ δὲ βλαβερώτατος ἂν εἴη. τὰ μὲν οὖν κατὰ [239c] διάνοιαν ἐπίτροπός τε καὶ κοινωνὸς οὐδαμῇ λυσιτελὴς ἀνὴρ ἔχων ἔρωτα.
τὴν δὲ τοῦ σώματος ἕξιν τε καὶ θεραπείαν οἵαν τε καὶ ὡς θεραπεύσει οὗ ἂν γένηται κύριος, ὃς ἡδὺ πρὸ ἀγαθοῦ ἠνάγκασται διώκειν, δεῖ μετὰ ταῦτα ἰδεῖν. ὀφθήσεται δὴ μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων, οὐδ᾽ ἐν ἡλίῳ καθαρῷ τεθραμμένον ἀλλὰ ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, πόνων μὲν ἀνδρείων καὶ ἱδρώτων ξηρῶν ἄπειρον, ἔμπειρον δὲ ἁπαλῆς καὶ ἀνάνδρου [239d] διαίτης, ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις χήτει οἰκείων κοσμούμενον, ὅσα τε ἄλλα τούτοις ἕπεται πάντα ἐπιτηδεύοντα, ἃ δῆλα καὶ οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, ἀλλὰ ἓν κεφάλαιον ὁρισαμένους ἐπ᾽ ἄλλο ἰέναι· τὸ γὰρ τοιοῦτον σῶμα ἐν πολέμῳ τε καὶ ἄλλαις χρείαις ὅσαι μεγάλαι οἱ μὲν ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν, οἱ δὲ φίλοι καὶ αὐτοὶ οἱ ἐρασταὶ φοβοῦνται.
τοῦτο μὲν οὖν ὡς δῆλον ἐατέον, τὸ δ᾽ ἐφεξῆς ῥητέον, [239e] τίνα ἡμῖν ὠφελίαν ἢ τίνα βλάβην περὶ τὴν κτῆσιν ἡ τοῦ ἐρῶντος ὁμιλία τε καὶ ἐπιτροπεία παρέξεται. σαφὲς δὴ τοῦτό γε παντὶ μέν, μάλιστα δὲ τῷ ἐραστῇ, ὅτι τῶν φιλτάτων τε καὶ εὐνουστάτων καὶ θειοτάτων κτημάτων ὀρφανὸν πρὸ παντὸς εὔξαιτ᾽ ἂν εἶναι τὸν ἐρώμενον· πατρὸς γὰρ καὶ μητρὸς καὶ συγγενῶν καὶ φίλων στέρεσθαι ἂν αὐτὸν δέξαιτο, [240a] διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας. ἀλλὰ μὴν οὐσίαν γ᾽ ἔχοντα χρυσοῦ ἤ τινος ἄλλης κτήσεως οὔτε εὐάλωτον ὁμοίως οὔτε ἁλόντα εὐμεταχείριστον ἡγήσεται· ἐξ ὧν πᾶσα ἀνάγκη ἐραστὴν παιδικοῖς φθονεῖν μὲν οὐσίαν κεκτημένοις, ἀπολλυμένης δὲ χαίρειν. ἔτι τοίνυν ἄγαμον, ἄπαιδα, ἄοικον ὅτι πλεῖστον χρόνον παιδικὰ ἐραστὴς εὔξαιτ᾽ ἂν γενέσθαι, τὸ αὑτοῦ γλυκὺ ὡς πλεῖστον χρόνον καρποῦσθαι ἐπιθυμῶν.
ἔστι μὲν δὴ καὶ ἄλλα κακά, ἀλλά τις δαίμων ἔμειξε τοῖς [240b] πλείστοις ἐν τῷ παραυτίκα ἡδονήν, οἷον κόλακι, δεινῷ θηρίῳ καὶ βλάβῃ μεγάλῃ, ὅμως ἐπέμειξεν ἡ φύσις ἡδονήν τινα οὐκ ἄμουσον, καί τις ἑταίραν ὡς βλαβερὸν ψέξειεν ἄν, καὶ ἄλλα πολλὰ τῶν τοιουτοτρόπων θρεμμάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων, οἷς τό γε καθ᾽ ἡμέραν ἡδίστοισιν εἶναι ὑπάρχει· παιδικοῖς δὲ ἐραστὴς πρὸς τῷ βλαβερῷ καὶ εἰς τὸ συνημερεύειν πάντων [240c] ἀηδέστατον. ἥλικα γὰρ δὴ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος τέρπειν τὸν ἥλικα--ἡ γὰρ οἶμαι χρόνου ἰσότης ἐπ᾽ ἴσας ἡδονὰς ἄγουσα δι᾽ ὁμοιότητα φιλίαν παρέχεται--ἀλλ᾽ ὅμως κόρον γε καὶ ἡ τούτων συνουσία ἔχει. καὶ μὴν τό γε ἀναγκαῖον αὖ βαρὺ παντὶ περὶ πᾶν λέγεται· ὃ δὴ πρὸς τῇ ἀνομοιότητι μάλιστα ἐραστὴς πρὸς παιδικὰ ἔχει. νεωτέρῳ γὰρ πρεσβύτερος συνὼν οὔθ᾽ ἡμέρας οὔτε νυκτὸς ἑκὼν ἀπολείπεται, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ [240d] ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται, ὃς ἐκείνῳ μὲν ἡδονὰς ἀεὶ διδοὺς ἄγει, ὁρῶντι, ἀκούοντι, ἁπτομένῳ, καὶ πᾶσαν αἴσθησιν αἰσθανομένῳ τοῦ ἐρωμένου, ὥστε μεθ᾽ ἡδονῆς ἀραρότως αὐτῷ ὑπηρετεῖν· τῷ δὲ δὴ ἐρωμένῳ ποῖον παραμύθιον ἢ τίνας ἡδονὰς διδοὺς ποιήσει τὸν ἴσον χρόνον συνόντα μὴ οὐχὶ ἐπ᾽ ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας--ὁρῶντι μὲν ὄψιν πρεσβυτέραν καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ, ἑπομένων δὲ τῶν ἄλλων ταύτῃ, ἃ καὶ λόγῳ [240e] ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές, μὴ ὅτι δὴ ἔργῳ ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης μεταχειρίζεσθαι, φυλακάς τε δὴ καχυποτόπους φυλαττομένῳ διὰ παντὸς καὶ πρὸς ἅπαντας, ἀκαίρους τε ἐπαίνους καὶ ὑπερβάλλοντας ἀκούοντι, ὡς δ᾽ αὕτως ψόγους νήφοντος μὲν οὐκ ἀνεκτούς, εἰς δὲ μέθην ἰόντος πρὸς τῷ μὴ ἀνεκτῷ ἐπαισχεῖς, παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου;
καὶ ἐρῶν μὲν βλαβερός τε καὶ ἀηδής, λήξας δὲ τοῦ ἔρωτος εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἄπιστος, εἰς ὃν πολλὰ καὶ μετὰ πολλῶν ὅρκων τε καὶ δεήσεων ὑπισχνούμενος μόγις [241a] κατεῖχε τήν γ᾽ ἐν τῷ τότε συνουσίαν ἐπίπονον οὖσαν φέρειν δι᾽ ἐλπίδα ἀγαθῶν. τότε δὴ δέον ἐκτίνειν, μεταβαλὼν ἄλλον ἄρχοντα ἐν αὑτῷ καὶ προστάτην, νοῦν καὶ σωφροσύνην ἀντ᾽ ἔρωτος καὶ μανίας, ἄλλος γεγονὼς λέληθεν τὰ παιδικά. καὶ ὁ μὲν αὐτὸν χάριν ἀπαιτεῖ τῶν τότε, ὑπομιμνῄσκων τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα, ὡς τῷ αὐτῷ διαλεγόμενος· ὁ δὲ ὑπ᾽ αἰσχύνης οὔτε εἰπεῖν τολμᾷ ὅτι ἄλλος γέγονεν, οὔθ᾽ ὅπως τὰ τῆς προτέρας ἀνοήτου ἀρχῆς ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις [241b] ἐμπεδώσῃ ἔχει, νοῦν ἤδη ἐσχηκὼς καὶ σεσωφρονηκώς, ἵνα μὴ πράττων ταὐτὰ τῷ πρόσθεν ὅμοιός τε ἐκείνῳ καὶ ὁ αὐτὸς πάλιν γένηται. φυγὰς δὴ γίγνεται ἐκ τούτων, καὶ ἀπεστερηκὼς ὑπ᾽ ἀνάγκης ὁ πρὶν ἐραστής, ὀστράκου μεταπεσόντος, ἵεται φυγῇ μεταβαλών· ὁ δὲ ἀναγκάζεται διώκειν ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθεάζων, ἠγνοηκὼς τὸ ἅπαν ἐξ ἀρχῆς, ὅτι οὐκ ἄρα ἔδει ποτὲ ἐρῶντι καὶ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἀνοήτῳ χαρίζεσθαι, [241c] ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον μὴ ἐρῶντι καὶ νοῦν ἔχοντι· εἰ δὲ μή, ἀναγκαῖον εἴη ἐνδοῦναι αὑτὸν ἀπίστῳ, δυσκόλῳ, φθονερῷ, ἀηδεῖ, βλαβερῷ μὲν πρὸς οὐσίαν, βλαβερῷ δὲ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἕξιν, πολὺ δὲ βλαβερωτάτῳ πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς παίδευσιν, ἧς οὔτε ἀνθρώποις οὔτε θεοῖς τῇ ἀληθείᾳ τιμιώτερον οὔτε ἔστιν οὔτε ποτὲ ἔσται. ταῦτά τε οὖν χρή, ὦ παῖ, συννοεῖν, καὶ εἰδέναι τὴν ἐραστοῦ φιλίαν ὅτι οὐ μετ᾽ εὐνοίας γίγνεται, ἀλλὰ σιτίου τρόπον, χάριν πλησμονῆς, [241d] ὡς λύκοι ἄρνας ἀγαπῶσιν, ὣς παῖδα φιλοῦσιν ἐρασταί.
τοῦτ᾽ ἐκεῖνο, ὦ Φαῖδρε. οὐκέτ᾽ ἂν τὸ πέρα ἀκούσαις ἐμοῦ λέγοντος, ἀλλ᾽ ἤδη σοι τέλος ἐχέτω ὁ λόγος.
Φαῖδρος
καίτοι ᾤμην γε μεσοῦν αὐτόν, καὶ ἐρεῖν τὰ ἴσα περὶ τοῦ μὴ ἐρῶντος, ὡς δεῖ ἐκείνῳ χαρίζεσθαι μᾶλλον, λέγων ὅσα αὖ ἔχει ἀγαθά· νῦν δὲ δή, ὦ Σώκρατες, τί ἀποπαύῃ;
[241e] Σωκράτης
οὐκ ᾔσθου, ὦ μακάριε, ὅτι ἤδη ἔπη φθέγγομαι ἀλλ᾽ οὐκέτι διθυράμβους, καὶ ταῦτα ψέγων; ἐὰν δ᾽ ἐπαινεῖν τὸν ἕτερον ἄρξωμαι, τί με οἴει ποιήσειν; ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι ὑπὸ τῶν Νυμφῶν, αἷς με σὺ προύβαλες ἐκ προνοίας, σαφῶς ἐνθουσιάσω; λέγω οὖν ἑνὶ λόγῳ ὅτι ὅσα τὸν ἕτερον λελοιδορήκαμεν, τῷ ἑτέρῳ τἀναντία τούτων ἀγαθὰ πρόσεστιν. καὶ τί δεῖ μακροῦ λόγου; περὶ γὰρ ἀμφοῖν ἱκανῶς εἴρηται. καὶ οὕτω δὴ ὁ μῦθος ὅτι πάσχειν προσήκει αὐτῷ, τοῦτο [242a] πείσεται· κἀγὼ τὸν ποταμὸν τοῦτον διαβὰς ἀπέρχομαι πρὶν ὑπὸ σοῦ τι μεῖζον ἀναγκασθῆναι.
Φαῖδρος
μήπω γε, ὦ Σώκρατες, πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλθῃ. ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται ἡ δὴ καλουμένη σταθερά; ἀλλὰ περιμείναντες καὶ ἅμα περὶ τῶν εἰρημένων διαλεχθέντες, τάχα ἐπειδὰν ἀποψυχῇ ἴμεν.
Σωκράτης
θεῖός γ᾽ εἶ περὶ τοὺς λόγους, ὦ Φαῖδρε, καὶ ἀτεχνῶς θαυμάσιος. οἶμαι γὰρ ἐγὼ τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου γεγονότων [242b] λόγων μηδένα πλείους ἢ σὲ πεποιηκέναι γεγενῆσθαι ἤτοι αὐτὸν λέγοντα ἢ ἄλλους ἑνί γέ τῳ τρόπῳ προσαναγκάζοντα --Σιμμίαν Θηβαῖον ἐξαιρῶ λόγου· τῶν δὲ ἄλλων πάμπολυ κρατεῖς--καὶ νῦν αὖ δοκεῖς αἴτιός μοι γεγενῆσθαι λόγῳ τινὶ ῥηθῆναι.
Φαῖδρος
οὐ πόλεμόν γε ἀγγέλλεις. ἀλλὰ πῶς δὴ καὶ τίνι τούτῳ;
Σωκράτης
ἡνίκ᾽ ἔμελλον, ὠγαθέ, τὸν ποταμὸν διαβαίνειν, τὸ δαιμόνιόν τε καὶ τὸ εἰωθὸς σημεῖόν μοι γίγνεσθαι ἐγένετο [242c] --ἀεὶ δέ με ἐπίσχει ὃ ἂν μέλλω πράττειν--καί τινα φωνὴν ἔδοξα αὐτόθεν ἀκοῦσαι, ἥ με οὐκ ἐᾷ ἀπιέναι πρὶν ἂν ἀφοσιώσωμαι, ὡς δή τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον. εἰμὶ δὴ οὖν μάντις μέν, οὐ πάνυ δὲ σπουδαῖος, ἀλλ᾽ ὥσπερ οἱ τὰ γράμματα φαῦλοι, ὅσον μὲν ἐμαυτῷ μόνον ἱκανός· σαφῶς οὖν ἤδη μανθάνω τὸ ἁμάρτημα. ὡς δή τοι, ὦ ἑταῖρε, μαντικόν γέ τι καὶ ἡ ψυχή· ἐμὲ γὰρ ἔθραξε μέν τι καὶ πάλαι λέγοντα τὸν λόγον, καί πως ἐδυσωπούμην κατ᾽ Ἴβυκον, μή τι παρὰ θεοῖς
[242d] ἀμβλακὼν τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω·
νῦν δ᾽ ᾔσθημαι τὸ ἁμάρτημα.
Φαῖδρος
λέγεις δὲ δὴ τί;
Σωκράτης
δεινόν, ὦ Φαῖδρε, δεινὸν λόγον αὐτός τε ἐκόμισας ἐμέ τε ἠνάγκασας εἰπεῖν.
Φαῖδρος
πῶς δή;
Σωκράτης
εὐήθη καὶ ὑπό τι ἀσεβῆ· οὗ τίς ἂν εἴη δεινότερος;
Φαῖδρος
οὐδείς, εἴ γε σὺ ἀληθῆ λέγεις.
Σωκράτης
τί οὖν; τὸν ἔρωτα οὐκ Ἀφροδίτης καὶ θεόν τινα ἡγῇ;
Φαῖδρος
λέγεταί γε δή.
Σωκράτης
οὔ τι ὑπό γε Λυσίου, οὐδὲ ὑπὸ τοῦ σοῦ λόγου, ὃς[242e] διὰ τοῦ ἐμοῦ στόματος καταφαρμακευθέντος ὑπὸ σοῦ ἐλέχθη. εἰ δ᾽ ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστι, θεὸς ἤ τι θεῖον ὁ Ἔρως, οὐδὲν ἂν κακὸν εἴη, τὼ δὲ λόγω τὼ νυνδὴ περὶ αὐτοῦ εἰπέτην ὡς τοιούτου ὄντος· ταύτῃ τε οὖν ἡμαρτανέτην περὶ τὸν ἔρωτα, ἔτι τε ἡ εὐήθεια αὐτοῖν πάνυ ἀστεία, τὸ μηδὲν ὑγιὲς λέγοντε [243a] μηδὲ ἀληθὲς σεμνύνεσθαι ὡς τὶ ὄντε, εἰ ἄρα ἀνθρωπίσκους τινὰς ἐξαπατήσαντε εὐδοκιμήσετον ἐν αὐτοῖς. ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ φίλε, καθήρασθαι ἀνάγκη· ἔστιν δὲ τοῖς ἁμαρτάνουσι περὶ μυθολογίαν καθαρμὸς ἀρχαῖος, ὃν Ὅμηρος μὲν οὐκ ᾔσθετο, Στησίχορος δέ. τῶν γὰρ ὀμμάτων στερηθεὶς διὰ τὴν Ἑλένης κακηγορίαν οὐκ ἠγνόησεν ὥσπερ Ὅμηρος, ἀλλ᾽ ἅτε μουσικὸς ὢν ἔγνω τὴν αἰτίαν, καὶ ποιεῖ εὐθὺς--
οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
[243b] οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
καὶ ποιήσας δὴ πᾶσαν τὴν καλουμένην Παλινῳδίαν παραχρῆμα ἀνέβλεψεν. ἐγὼ οὖν σοφώτερος ἐκείνων γενήσομαι κατ᾽ αὐτό γε τοῦτο· πρὶν γάρ τι παθεῖν διὰ τὴν τοῦ Ἔρωτος κακηγορίαν πειράσομαι αὐτῷ ἀποδοῦναι τὴν παλινῳδίαν, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ καὶ οὐχ ὥσπερ τότε ὑπ᾽ αἰσχύνης ἐγκεκαλυμμένος.
Φαῖδρος
τουτωνί, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔστιν ἅττ᾽ ἂν ἐμοὶ εἶπες ἡδίω.
[243c] Σωκράτης
καὶ γάρ, ὠγαθὲ Φαῖδρε, ἐννοεῖς ὡς ἀναιδῶς εἴρησθον τὼ λόγω, οὗτός τε καὶ ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθείς. εἰ γὰρ ἀκούων τις τύχοι ἡμῶν γεννάδας καὶ πρᾷος τὸ ἦθος, ἑτέρου δὲ τοιούτου ἐρῶν ἢ καὶ πρότερόν ποτε ἐρασθείς, λεγόντων ὡς διὰ σμικρὰ μεγάλας ἔχθρας οἱ ἐρασταὶ ἀναιροῦνται καὶ ἔχουσι πρὸς τὰ παιδικὰ φθονερῶς τε καὶ βλαβερῶς, πῶς οὐκ ἂν οἴει αὐτὸν ἡγεῖσθαι ἀκούειν ἐν ναύταις που τεθραμμένων καὶ οὐδένα ἐλεύθερον ἔρωτα ἑωρακότων, πολλοῦ δ᾽ ἂν δεῖν [243d] ἡμῖν ὁμολογεῖν ἃ ψέγομεν τὸν ἔρωτα;
Φαῖδρος
ἴσως νὴ Δί᾽, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
τοῦτόν γε τοίνυν ἔγωγε αἰσχυνόμενος, καὶ αὐτὸν τὸν ἔρωτα δεδιώς, ἐπιθυμῶ ποτίμῳ λόγῳ οἷον ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀποκλύσασθαι· συμβουλεύω δὲ καὶ Λυσίᾳ ὅτι τάχιστα γράψαι ὡς χρὴ ἐραστῇ μᾶλλον ἢ μὴ ἐρῶντι ἐκ τῶν ὁμοίων χαρίζεσθαι.
Φαῖδρος
ἀλλ᾽ εὖ ἴσθι ὅτι ἕξει τοῦθ᾽ οὕτω· σοῦ γὰρ εἰπόντος τὸν τοῦ ἐραστοῦ ἔπαινον, πᾶσα ἀνάγκη Λυσίαν ὑπ᾽ ἐμοῦ
[243e] ἀναγκασθῆναι γράψαι αὖ περὶ τοῦ αὐτοῦ λόγον.
Σωκράτης
τοῦτο μὲν πιστεύω, ἕωσπερ ἂν ᾖς ὃς εἶ.
Φαῖδρος
λέγε τοίνυν θαῤῥῶν.
Σωκράτης
ποῦ δή μοι ὁ παῖς πρὸς ὃν ἔλεγον; ἵνα καὶ τοῦτο ἀκούσῃ, καὶ μὴ ἀνήκοος ὢν φθάσῃ χαρισάμενος τῷ μὴ ἐρῶντι.
Φαῖδρος
οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, ὅταν σὺ βούλῃ.
Σωκράτης
οὑτωσὶ τοίνυν, ὦ παῖ καλέ, ἐννόησον, ὡς ὁ μὲν [244a] πρότερος ἦν λόγος Φαίδρου τοῦ Πυθοκλέους, Μυῤῥινουσίου ἀνδρός· ὃν δὲ μέλλω λέγειν, Στησιχόρου τοῦ Εὐφήμου, Ἱμεραίου. λεκτέος δὲ ὧδε, ὅτι οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος ὃς ἂν παρόντος ἐραστοῦ τῷ μὴ ἐρῶντι μᾶλλον φῇ δεῖν χαρίζεσθαι, διότι δὴ ὁ μὲν μαίνεται, ὁ δὲ σωφρονεῖ. εἰ μὲν γὰρ ἦν ἁπλοῦν τὸ μανίαν κακὸν εἶναι, καλῶς ἂν ἐλέγετο· νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας, θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης. ἥ τε γὰρ δὴ ἐν Δελφοῖς προφῆτις αἵ τ᾽ ἐν [244b] Δωδώνῃ ἱέρειαι μανεῖσαι μὲν πολλὰ δὴ καὶ καλὰ ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ τὴν Ἑλλάδα ἠργάσαντο, σωφρονοῦσαι δὲ βραχέα ἢ οὐδέν· καὶ ἐὰν δὴ λέγωμεν Σίβυλλάν τε καὶ ἄλλους, ὅσοι μαντικῇ χρώμενοι ἐνθέῳ πολλὰ δὴ πολλοῖς προλέγοντες εἰς τὸ μέλλον ὤρθωσαν, μηκύνοιμεν ἂν δῆλα παντὶ λέγοντες. τόδε μὴν ἄξιον ἐπιμαρτύρασθαι, ὅτι καὶ τῶν παλαιῶν οἱ τὰ ὀνόματα τιθέμενοι οὐκ αἰσχρὸν ἡγοῦντο οὐδὲ ὄνειδος μανίαν· [244c] οὐ γὰρ ἂν τῇ καλλίστῃ τέχνῃ, ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐμπλέκοντες μανικὴν ἐκάλεσαν. ἀλλ᾽ ὡς καλοῦ ὄντος, ὅταν θείᾳ μοίρᾳ γίγνηται, οὕτω νομίσαντες ἔθεντο, οἱ δὲ νῦν ἀπειροκάλως τὸ ταῦ ἐπεμβάλλοντες μαντικὴν ἐκάλεσαν. ἐπεὶ καὶ τήν γε τῶν ἐμφρόνων, ζήτησιν τοῦ μέλλοντος διά τε ὀρνίθων ποιουμένων καὶ τῶν ἄλλων σημείων, ἅτ᾽ ἐκ διανοίας ποριζομένων ἀνθρωπίνῃ οἰήσει νοῦν τε καὶ ἱστορίαν, οἰονοϊστικὴν ἐπωνόμασαν, [244d] ἣν νῦν οἰωνιστικὴν τῷ ω σεμνύνοντες οἱ νέοι καλοῦσιν· ὅσῳ δὴ οὖν τελεώτερον καὶ ἐντιμότερον μαντικὴ οἰωνιστικῆς, τό τε ὄνομα τοῦ ὀνόματος ἔργον τ᾽ ἔργου, τόσῳ κάλλιον μαρτυροῦσιν οἱ παλαιοὶ μανίαν σωφροσύνης τὴν ἐκ θεοῦ τῆς παρ᾽ ἀνθρώπων γιγνομένης. ἀλλὰ μὴν νόσων γε καὶ πόνων τῶν μεγίστων, ἃ δὴ παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων ποθὲν ἔν τισι τῶν γενῶν ἡ μανία ἐγγενομένη καὶ προφητεύσασα, οἷς ἔδει [244e] ἀπαλλαγὴν ηὕρετο, καταφυγοῦσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας, ὅθεν δὴ καθαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῦσα ἐξάντη ἐποίησε τὸν [ἑαυτῆς] ἔχοντα πρός τε τὸν παρόντα καὶ τὸν ἔπειτα χρόνον, λύσιν τῷ ὀρθῶς μανέντι τε καὶ κατασχομένῳ [245a] τῶν παρόντων κακῶν εὑρομένη. τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν, ἐγείρουσα καὶ ἐκβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν, μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει· ὃς δ᾽ ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται, πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη.
[245b] τοσαῦτα μέν σοι καὶ ἔτι πλείω ἔχω μανίας γιγνομένης ἀπὸ θεῶν λέγειν καλὰ ἔργα. ὥστε τοῦτό γε αὐτὸ μὴ φοβώμεθα, μηδέ τις ἡμᾶς λόγος θορυβείτω δεδιττόμενος ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῖ προαιρεῖσθαι φίλον· ἀλλὰ τόδε πρὸς ἐκείνῳ δείξας φερέσθω τὰ νικητήρια, ὡς οὐκ ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ὁ ἔρως τῷ ἐρῶντι καὶ τῷ ἐρωμένῳ ἐκ θεῶν ἐπιπέμπεται. ἡμῖν δὲ ἀποδεικτέον αὖ τοὐναντίον, ὡς ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ τῇ μεγίστῃ [245c] παρὰ θεῶν ἡ τοιαύτη μανία δίδοται· ἡ δὲ δὴ ἀπόδειξις ἔσται δεινοῖς μὲν ἄπιστος, σοφοῖς δὲ πιστή. δεῖ οὖν πρῶτον ψυχῆς φύσεως πέρι θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης ἰδόντα πάθη τε καὶ ἔργα τἀληθὲς νοῆσαι· ἀρχὴ δὲ ἀποδείξεως ἥδε.
ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος. τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον· τὸ δ᾽ ἄλλο κινοῦν καὶ ὑπ᾽ ἄλλου κινούμενον, παῦλαν ἔχον κινήσεως, παῦλαν ἔχει ζωῆς. μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν, ἅτε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό, οὔποτε λήγει κινούμενον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα κινεῖται τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως.
[245d] ἀρχὴ δὲ ἀγένητον. ἐξ ἀρχῆς γὰρ ἀνάγκη πᾶν τὸ γιγνόμενον γίγνεσθαι, αὐτὴν δὲ μηδ᾽ ἐξ ἑνός· εἰ γὰρ ἔκ του ἀρχὴ γίγνοιτο, οὐκ ἂν ἔτι ἀρχὴ γίγνοιτο. ἐπειδὴ δὲ ἀγένητόν ἐστιν, καὶ ἀδιάφθορον αὐτὸ ἀνάγκη εἶναι. ἀρχῆς γὰρ δὴ ἀπολομένης οὔτε αὐτή ποτε ἔκ του οὔτε ἄλλο ἐξ ἐκείνης γενήσεται, εἴπερ ἐξ ἀρχῆς δεῖ τὰ πάντα γίγνεσθαι. οὕτω δὴ κινήσεως μὲν ἀρχὴ τὸ αὐτὸ αὑτὸ κινοῦν. τοῦτο δὲ οὔτ᾽ ἀπόλλυσθαι οὔτε γίγνεσθαι δυνατόν, ἢ πάντα τε οὐρανὸν [245e] πᾶσάν τε γῆν εἰς ἓν συμπεσοῦσαν στῆναι καὶ μήποτε αὖθις ἔχειν ὅθεν κινηθέντα γενήσεται. ἀθανάτου δὲ πεφασμένου τοῦ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ κινουμένου, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον τοῦτον αὐτόν τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται. πᾶν γὰρ σῶμα, ᾧ μὲν ἔξωθεν τὸ κινεῖσθαι, ἄψυχον, ᾧ δὲ ἔνδοθεν αὐτῷ ἐξ αὑτοῦ, ἔμψυχον, ὡς ταύτης οὔσης φύσεως ψυχῆς· εἰ δ᾽ ἔστιν τοῦτο οὕτως ἔχον, μὴ ἄλλο τι εἶναι τὸ αὐτὸ ἑαυτὸ [246a] κινοῦν ἢ ψυχήν, ἐξ ἀνάγκης ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψυχὴ ἂν εἴη.
περὶ μὲν οὖν ἀθανασίας αὐτῆς ἱκανῶς· περὶ δὲ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον. οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καὶ μακρᾶς διηγήσεως, ᾧ δὲ ἔοικεν, ἀνθρωπίνης τε καὶ ἐλάττονος· ταύτῃ οὖν λέγωμεν. ἐοικέτω δὴ συμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου. θεῶν μὲν οὖν ἵπποι τε καὶ ἡνίοχοι πάντες αὐτοί τε ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, [246b] τὸ δὲ τῶν ἄλλων μέμεικται. καὶ πρῶτον μὲν ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, εἶτα τῶν ἵππων ὁ μὲν αὐτῷ καλός τε καὶ ἀγαθὸς καὶ ἐκ τοιούτων, ὁ δ᾽ ἐξ ἐναντίων τε καὶ ἐναντίος· χαλεπὴ δὴ καὶ δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις. πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον ζῷον ἐκλήθη πειρατέον εἰπεῖν. ψυχὴ πᾶσα παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου, πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῖ, ἄλλοτ᾽ ἐν ἄλλοις εἴδεσι γιγνομένη. τελέα [246c] μὲν οὖν οὖσα καὶ ἐπτερωμένη μετεωροπορεῖ τε καὶ πάντα τὸν κόσμον διοικεῖ, ἡ δὲ πτεροῤῥυήσασα φέρεται ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται, οὗ κατοικισθεῖσα, σῶμα γήϊνον λαβοῦσα, αὐτὸ αὑτὸ δοκοῦν κινεῖν διὰ τὴν ἐκείνης δύναμιν, ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη, ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, θνητόν τ᾽ ἔσχεν ἐπωνυμίαν· ἀθάνατον δὲ οὐδ᾽ ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου, ἀλλὰ πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες [246d] θεόν, ἀθάνατόν τι ζῷον, ἔχον μὲν ψυχήν, ἔχον δὲ σῶμα, τὸν ἀεὶ δὲ χρόνον ταῦτα συμπεφυκότα. ἀλλὰ ταῦτα μὲν δή, ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον, ταύτῃ ἐχέτω τε καὶ λεγέσθω· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς, δι᾽ ἣν ψυχῆς ἀποῤῥεῖ, λάβωμεν. ἔστι δέ τις τοιάδε.
πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ, κεκοινώνηκε δέ πῃ μάλιστα τῶν περὶ τὸ σῶμα τοῦ θείου [ψυχή], τὸ δὲ θεῖον [246e] καλόν, σοφόν, ἀγαθόν, καὶ πᾶν ὅτι τοιοῦτον· τούτοις δὴ τρέφεταί τε καὶ αὔξεται μάλιστά γε τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα, αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ καὶ τοῖς ἐναντίοις φθίνει τε καὶ διόλλυται. ὁ μὲν δὴ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς, ἐλαύνων πτηνὸν ἅρμα, πρῶτος πορεύεται, διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων, [247a] κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη. μένει γὰρ Ἑστία ἐν θεῶν οἴκῳ μόνη· τῶν δὲ ἄλλων ὅσοι ἐν τῷ τῶν δώδεκα ἀριθμῷ τεταγμένοι θεοὶ ἄρχοντες ἡγοῦνται κατὰ τάξιν ἣν ἕκαστος ἐτάχθη. πολλαὶ μὲν οὖν καὶ μακάριαι θέαι τε καὶ διέξοδοι ἐντὸς οὐρανοῦ, ἃς θεῶν γένος εὐδαιμόνων ἐπιστρέφεται πράττων ἕκαστος αὐτῶν τὸ αὑτοῦ, ἕπεται δὲ ὁ ἀεὶ ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος· φθόνος γὰρ ἔξω θείου χοροῦ ἵσταται. ὅταν δὲ δὴ πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν, ἄκραν ἐπὶ τὴν [247b] ὑπουράνιον ἁψῖδα πορεύονται πρὸς ἄναντες, ᾗ δὴ τὰ μὲν θεῶν ὀχήματα ἰσοῤῥόπως εὐήνια ὄντα ῥᾳδίως πορεύεται, τὰ δὲ ἄλλα μόγις· βρίθει γὰρ ὁ τῆς κάκης ἵππος μετέχων, ἐπὶ τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων. ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται. αἱ μὲν γὰρ ἀθάνατοι καλούμεναι, ἡνίκ᾽ ἂν πρὸς ἄκρῳ γένωνται, ἔξω πορευθεῖσαι ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ [247c] νώτῳ, στάσας δὲ αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά, αἱ δὲ θεωροῦσι τὰ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ.
τὸν δὲ ὑπερουράνιον τόπον οὔτε τις ὕμνησέ πω τῶν τῇδε ποιητὴς οὔτε ποτὲ ὑμνήσει κατ᾽ ἀξίαν. ἔχει δὲ ὧδε--τολμητέον γὰρ οὖν τό γε ἀληθὲς εἰπεῖν, ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληθείας λέγοντα--ἡ γὰρ ἀχρώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως οὖσα, ψυχῆς κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ, περὶ ἣν τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένος, τοῦτον ἔχει [247d] τὸν τόπον. ἅτ᾽ οὖν θεοῦ διάνοια νῷ τε καὶ ἐπιστήμῃ ἀκηράτῳ τρεφομένη, καὶ ἁπάσης ψυχῆς ὅσῃ ἂν μέλῃ τὸ προσῆκον δέξασθαι, ἰδοῦσα διὰ χρόνου τὸ ὂν ἀγαπᾷ τε καὶ θεωροῦσα τἀληθῆ τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ, ἕως ἂν κύκλῳ ἡ περιφορὰ εἰς ταὐτὸν περιενέγκῃ. ἐν δὲ τῇ περιόδῳ καθορᾷ μὲν αὐτὴν δικαιοσύνην, καθορᾷ δὲ σωφροσύνην, καθορᾷ δὲ ἐπιστήμην, οὐχ ᾗ γένεσις πρόσεστιν, οὐδ᾽ ἥ ἐστίν που ἑτέρα [247e] ἐν ἑτέρῳ οὖσα ὧν ἡμεῖς νῦν ὄντων καλοῦμεν, ἀλλὰ τὴν ἐν τῷ ὅ ἐστιν ὂν ὄντως ἐπιστήμην οὖσαν· καὶ τἆλλα ὡσαύτως τὰ ὄντα ὄντως θεασαμένη καὶ ἑστιαθεῖσα, δῦσα πάλιν εἰς τὸ εἴσω τοῦ οὐρανοῦ, οἴκαδε ἦλθεν. ἐλθούσης δὲ αὐτῆς ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας παρέβαλεν ἀμβροσίαν τε καὶ ἐπ᾽ αὐτῇ νέκταρ ἐπότισεν.
[248a] καὶ οὗτος μὲν θεῶν βίος· αἱ δὲ ἄλλαι ψυχαί, ἡ μὲν ἄριστα θεῷ ἑπομένη καὶ εἰκασμένη ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν, καὶ συμπεριηνέχθη τὴν περιφοράν, θορυβουμένη ὑπὸ τῶν ἵππων καὶ μόγις καθορῶσα τὰ ὄντα· ἡ δὲ τοτὲ μὲν ἦρεν, τοτὲ δ᾽ ἔδυ, βιαζομένων δὲ τῶν ἵππων τὰ μὲν εἶδεν, τὰ δ᾽ οὔ. αἱ δὲ δὴ ἄλλαι γλιχόμεναι μὲν ἅπασαι τοῦ ἄνω ἕπονται, ἀδυνατοῦσαι δέ, ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι, ἑτέρα [248b] πρὸ τῆς ἑτέρας πειρωμένη γενέσθαι. θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται, οὗ δὴ κακίᾳ ἡνιόχων πολλαὶ μὲν χωλεύονται, πολλαὶ δὲ πολλὰ πτερὰ θραύονται· πᾶσαι δὲ πολὺν ἔχουσαι πόνον ἀτελεῖς τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ἀπελθοῦσαι τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται. οὗ δ᾽ ἕνεχ᾽ ἡ πολλὴ σπουδὴ τὸ ἀληθείας ἰδεῖν πεδίον οὗ ἐστιν, ἥ τε δὴ προσήκουσα ψυχῆς τῷ ἀρίστῳ νομὴ ἐκ τοῦ ἐκεῖ [248c] λειμῶνος τυγχάνει οὖσα, ἥ τε τοῦ πτεροῦ φύσις, ᾧ ψυχὴ κουφίζεται, τούτῳ τρέφεται. θεσμός τε Ἀδραστείας ὅδε. ἥτις ἂν ψυχὴ θεῷ συνοπαδὸς γενομένη κατίδῃ τι τῶν ἀληθῶν, μέχρι τε τῆς ἑτέρας περιόδου εἶναι ἀπήμονα, κἂν ἀεὶ τοῦτο δύνηται ποιεῖν, ἀεὶ ἀβλαβῆ εἶναι· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη λήθης τε καὶ κακίας πλησθεῖσα βαρυνθῇ, βαρυνθεῖσα δὲ πτεροῤῥυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην [248d] μὴ φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θήρειον φύσιν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει, ἀλλὰ τὴν μὲν πλεῖστα ἰδοῦσαν εἰς γονὴν ἀνδρὸς γενησομένου φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μουσικοῦ τινος καὶ ἐρωτικοῦ, τὴν δὲ δευτέραν εἰς βασιλέως ἐννόμου ἢ πολεμικοῦ καὶ ἀρχικοῦ, τρίτην εἰς πολιτικοῦ ἤ τινος οἰκονομικοῦ ἢ χρηματιστικοῦ, τετάρτην εἰς φιλοπόνου <ἢ> γυμναστικοῦ ἢ περὶ σώματος ἴασίν τινος ἐσομένου, πέμπτην μαντικὸν βίον [248e] ἤ τινα τελεστικὸν ἕξουσαν· ἕκτῃ ποιητικὸς ἢ τῶν περὶ μίμησίν τις ἄλλος ἁρμόσει, ἑβδόμῃ δημιουργικὸς ἢ γεωργικός, ὀγδόῃ σοφιστικὸς ἢ δημοκοπικός, ἐνάτῃ τυραννικός. ἐν δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει, ὃς δ᾽ ἂν ἀδίκως, χείρονος· εἰς μὲν γὰρ τὸ αὐτὸ ὅθεν ἥκει ἡ ψυχὴ ἑκάστη οὐκ ἀφικνεῖται ἐτῶν μυρίων-- [249a] οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου--πλὴν ἡ τοῦ φιλοσοφήσαντος ἀδόλως ἢ παιδεραστήσαντος μετὰ φιλοσοφίας, αὗται δὲ τρίτῃ περιόδῳ τῇ χιλιετεῖ, ἐὰν ἕλωνται τρὶς ἐφεξῆς τὸν βίον τοῦτον, οὕτω πτερωθεῖσαι τρισχιλιοστῷ ἔτει ἀπέρχονται. αἱ δὲ ἄλλαι, ὅταν τὸν πρῶτον βίον τελευτήσωσιν, κρίσεως ἔτυχον, κριθεῖσαι δὲ αἱ μὲν εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια ἐλθοῦσαι δίκην ἐκτίνουσιν, αἱ δ᾽ εἰς τοὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθεῖσαι διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν [249b] ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου. τῷ δὲ χιλιοστῷ ἀμφότεραι ἀφικνούμεναι ἐπὶ κλήρωσίν τε καὶ αἵρεσιν τοῦ δευτέρου βίου αἱροῦνται ὃν ἂν θέλῃ ἑκάστη· ἔνθα καὶ εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψυχὴ ἀφικνεῖται, καὶ ἐκ θηρίου ὅς ποτε ἄνθρωπος ἦν πάλιν εἰς ἄνθρωπον. οὐ γὰρ ἥ γε μήποτε ἰδοῦσα τὴν ἀλήθειαν εἰς τόδε ἥξει τὸ σχῆμα. δεῖ γὰρ ἄνθρωπον συνιέναι κατ᾽ εἶδος λεγόμενον, ἐκ πολλῶν ἰὸν αἰσθήσεων [249c] εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ᾽ εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν εἶναί φαμεν, καὶ ἀνακύψασα εἰς τὸ ὂν ὄντως. διὸ δὴ δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια· πρὸς γὰρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμῃ κατὰ δύναμιν, πρὸς οἷσπερ θεὸς ὢν θεῖός ἐστιν. τοῖς δὲ δὴ τοιούτοις ἀνὴρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται· ἐξιστάμενος δὲ τῶν [249d] ἀνθρωπίνων σπουδασμάτων καὶ πρὸς τῷ θείῳ γιγνόμενος, νουθετεῖται μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν ὡς παρακινῶν, ἐνθουσιάζων δὲ λέληθεν τοὺς πολλούς.
ἔστι δὴ οὖν δεῦρο ὁ πᾶς ἥκων λόγος περὶ τῆς τετάρτης μανίας--ἣν ὅταν τὸ τῇδέ τις ὁρῶν κάλλος, τοῦ ἀληθοῦς ἀναμιμνῃσκόμενος, πτερῶταί τε καὶ ἀναπτερούμενος προθυμούμενος ἀναπτέσθαι, ἀδυνατῶν δέ, ὄρνιθος δίκην βλέπων ἄνω, τῶν κάτω δὲ ἀμελῶν, αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος--ὡς [249e] ἄρα αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη τε καὶ ἐξ ἀρίστων τῷ τε ἔχοντι καὶ τῷ κοινωνοῦντι αὐτῆς γίγνεται, καὶ ὅτι ταύτης μετέχων τῆς μανίας ὁ ἐρῶν τῶν καλῶν ἐραστὴς καλεῖται. καθάπερ γὰρ εἴρηται, πᾶσα μὲν ἀνθρώπου ψυχὴ φύσει τεθέαται τὰ ὄντα, ἢ οὐκ ἂν ἦλθεν [250a] εἰς τόδε τὸ ζῷον· ἀναμιμνῄσκεσθαι δὲ ἐκ τῶνδε ἐκεῖνα οὐ ῥᾴδιον ἁπάσῃ, οὔτε ὅσαι βραχέως εἶδον τότε τἀκεῖ, οὔθ᾽ αἳ δεῦρο πεσοῦσαι ἐδυστύχησαν, ὥστε ὑπό τινων ὁμιλιῶν ἐπὶ τὸ ἄδικον τραπόμεναι λήθην ὧν τότε εἶδον ἱερῶν ἔχειν. ὀλίγαι δὴ λείπονται αἷς τὸ τῆς μνήμης ἱκανῶς πάρεστιν· αὗται δέ, ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, ἐκπλήττονται καὶ οὐκέτ᾽ <ἐν> αὑτῶν γίγνονται, ὃ δ᾽ ἔστι τὸ πάθος ἀγνοοῦσι [250b] διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι. δικαιοσύνης μὲν οὖν καὶ σωφροσύνης καὶ ὅσα ἄλλα τίμια ψυχαῖς οὐκ ἔνεστι φέγγος οὐδὲν ἐν τοῖς τῇδε ὁμοιώμασιν, ἀλλὰ δι᾽ ἀμυδρῶν ὀργάνων μόγις αὐτῶν καὶ ὀλίγοι ἐπὶ τὰς εἰκόνας ἰόντες θεῶνται τὸ τοῦ εἰκασθέντος γένος· κάλλος δὲ τότ᾽ ἦν ἰδεῖν λαμπρόν, ὅτε σὺν εὐδαίμονι χορῷ μακαρίαν ὄψιν τε καὶ θέαν, ἑπόμενοι μετὰ μὲν Διὸς ἡμεῖς, ἄλλοι δὲ μετ᾽ ἄλλου θεῶν, εἶδόν τε καὶ ἐτελοῦντο τῶν τελετῶν ἣν θέμις λέγειν [250c] μακαριωτάτην, ἣν ὠργιάζομεν ὁλόκληροι μὲν αὐτοὶ ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν, ὁλόκληρα δὲ καὶ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ, καθαροὶ ὄντες καὶ ἀσήμαντοι τούτου ὃ νῦν δὴ σῶμα περιφέροντες ὀνομάζομεν, ὀστρέου τρόπον δεδεσμευμένοι.
ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω, δι᾽ ἣν πόθῳ τῶν τότε νῦν μακρότερα εἴρηται· περὶ δὲ κάλλους, ὥσπερ εἴπομεν,
[250d] μετ᾽ ἐκείνων τε ἔλαμπεν ὄν, δεῦρό τ᾽ ἐλθόντες κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως τῶν ἡμετέρων στίλβον ἐναργέστατα. ὄψις γὰρ ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσθήσεων, ᾗ φρόνησις οὐχ ὁρᾶται--δεινοὺς γὰρ ἂν παρεῖχεν ἔρωτας, εἴ τι τοιοῦτον ἑαυτῆς ἐναργὲς εἴδωλον παρείχετο εἰς ὄψιν ἰόν--καὶ τἆλλα ὅσα ἐραστά· νῦν δὲ κάλλος μόνον ταύτην ἔσχε μοῖραν, ὥστ᾽ ἐκφανέστατον εἶναι [250e] καὶ ἐρασμιώτατον. ὁ μὲν οὖν μὴ νεοτελὴς ἢ διεφθαρμένος οὐκ ὀξέως ἐνθένδε ἐκεῖσε φέρεται πρὸς αὐτὸ τὸ κάλλος, θεώμενος αὐτοῦ τὴν τῇδε ἐπωνυμίαν, ὥστ᾽ οὐ σέβεται προσορῶν, ἀλλ᾽ ἡδονῇ παραδοὺς τετράποδος νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν, καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν [251a] οὐδ᾽ αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων· ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀποῤῥοὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιῤῥυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν ἡ τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά. ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽--ἃ δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, ἡ δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν. ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν ᾖ μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται. ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων. τοῦτο δὲ τὸ πάθος, ὦ παῖ καλέ, πρὸς ὃν δή μοι ὁ λόγος, ἄνθρωποι μὲν ἔρωτα ὀνομάζουσιν, θεοὶ δὲ ὃ καλοῦσιν ἀκούσας εἰκότως διὰ νεότητα γελάσῃ. λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν ἔρωτα, ὧν τὸ ἕτερον ὑβριστικὸν πάνυ καὶ οὐ σφόδρα τι ἔμμετρον· ὑμνοῦσι δὲ ὧδε--
[252c] τὸν δ᾽ ἤτοι θνητοὶ μὲν ἔρωτα καλοῦσι ποτηνόν,
ἀθάνατοι δὲ Πτέρωτα, διὰ πτεροφύτορ᾽ ἀνάγκην.
τούτοις δὴ ἔξεστι μὲν πείθεσθαι, ἔξεστιν δὲ μή· ὅμως δὲ ἥ γε αἰτία καὶ τὸ πάθος τῶν ἐρώντων τοῦτο ἐκεῖνο τυγχάνει ὄν.
τῶν μὲν οὖν Διὸς ὀπαδῶν ὁ ληφθεὶς ἐμβριθέστερον δύναται φέρειν τὸ τοῦ πτερωνύμου ἄχθος· ὅσοι δὲ Ἄρεώς τε θεραπευταὶ καὶ μετ᾽ ἐκείνου περιεπόλουν, ὅταν ὑπ᾽ Ἔρωτος ἁλῶσι καί τι οἰηθῶσιν ἀδικεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ἐρωμένου, φονικοὶ καὶ ἕτοιμοι καθιερεύειν αὑτούς τε καὶ τὰ παιδικά.
[252d] καὶ οὕτω καθ᾽ ἕκαστον θεόν, οὗ ἕκαστος ἦν χορευτής, ἐκεῖνον τιμῶν τε καὶ μιμούμενος εἰς τὸ δυνατὸν ζῇ, ἕως ἂν ᾖ ἀδιάφθορος καὶ τὴν τῇδε πρώτην γένεσιν βιοτεύῃ, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ πρός τε τοὺς ἐρωμένους καὶ τοὺς ἄλλους ὁμιλεῖ τε καὶ προσφέρεται. τόν τε οὖν ἔρωτα τῶν καλῶν πρὸς τρόπου ἐκλέγεται ἕκαστος, καὶ ὡς θεὸν αὐτὸν ἐκεῖνον ὄντα ἑαυτῷ οἷον ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῖ, ὡς [252e] τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων. οἱ μὲν δὴ οὖν Διὸς δῖόν τινα εἶναι ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τὸν ὑφ᾽ αὑτῶν ἐρώμενον· σκοποῦσιν οὖν εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, καὶ ὅταν αὐτὸν εὑρόντες ἐρασθῶσι, πᾶν ποιοῦσιν ὅπως τοιοῦτος ἔσται. ἐὰν οὖν μὴ πρότερον ἐμβεβῶσι τῷ ἐπιτηδεύματι, τότε ἐπιχειρήσαντες μανθάνουσί τε ὅθεν ἄν τι δύνωνται καὶ αὐτοὶ μετέρχονται, ἰχνεύοντες δὲ παρ᾽ ἑαυτῶν ἀνευρίσκειν [253a] τὴν τοῦ σφετέρου θεοῦ φύσιν εὐποροῦσι διὰ τὸ συντόνως ἠναγκάσθαι πρὸς τὸν θεὸν βλέπειν, καὶ ἐφαπτόμενοι αὐτοῦ τῇ μνήμῃ ἐνθουσιῶντες ἐξ ἐκείνου λαμβάνουσι τὰ ἔθη καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα, καθ᾽ ὅσον δυνατὸν θεοῦ ἀνθρώπῳ μετασχεῖν· καὶ τούτων δὴ τὸν ἐρώμενον αἰτιώμενοι ἔτι τε μᾶλλον ἀγαπῶσι, κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν ὥσπερ αἱ βάκχαι, ἐπὶ τὴν τοῦ ἐρωμένου ψυχὴν ἐπαντλοῦντες ποιοῦσιν ὡς δυνατὸν [253b] ὁμοιότατον τῷ σφετέρῳ θεῷ. ὅσοι δ᾽ αὖ μεθ᾽ Ἥρας εἵποντο, βασιλικὸν ζητοῦσι, καὶ εὑρόντες περὶ τοῦτον πάντα δρῶσιν τὰ αὐτά. οἱ δὲ Ἀπόλλωνός τε καὶ ἑκάστου τῶν θεῶν οὕτω κατὰ τὸν θεὸν ἰόντες ζητοῦσι τὸν σφέτερον παῖδα πεφυκέναι, καὶ ὅταν κτήσωνται, μιμούμενοι αὐτοί τε καὶ τὰ παιδικὰ πείθοντες καὶ ῥυθμίζοντες εἰς τὸ ἐκείνου ἐπιτήδευμα καὶ ἰδέαν ἄγουσιν, ὅση ἑκάστῳ δύναμις, οὐ φθόνῳ οὐδ᾽ ἀνελευθέρῳ δυσμενείᾳ χρώμενοι πρὸς τὰ παιδικά, ἀλλ᾽ εἰς ὁμοιότητα [253c] αὑτοῖς καὶ τῷ θεῷ ὃν ἂν τιμῶσι πᾶσαν πάντως ὅτι μάλιστα πειρώμενοι ἄγειν οὕτω ποιοῦσι. προθυμία μὲν οὖν τῶν ὡς ἀληθῶς ἐρώντων καὶ τελετή, ἐάν γε διαπράξωνται ὃ προθυμοῦνται ᾗ λέγω, οὕτω καλή τε καὶ εὐδαιμονικὴ ὑπὸ τοῦ δι᾽ ἔρωτα μανέντος φίλου τῷ φιληθέντι γίγνεται, ἐὰν αἱρεθῇ· ἁλίσκεται δὲ δὴ ὁ αἱρεθεὶς τοιῷδε τρόπῳ.
καθάπερ ἐν ἀρχῇ τοῦδε τοῦ μύθου τριχῇ διείλομεν ψυχὴν ἑκάστην, ἱππομόρφω μὲν δύο τινὲ εἴδη, ἡνιοχικὸν δὲ εἶδος [253d] τρίτον, καὶ νῦν ἔτι ἡμῖν ταῦτα μενέτω. τῶν δὲ δὴ ἵππων ὁ μέν, φαμέν, ἀγαθός, ὁ δ᾽ οὔ· ἀρετὴ δὲ τίς τοῦ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ κακία, οὐ διείπομεν, νῦν δὲ λεκτέον. ὁ μὲν τοίνυν αὐτοῖν ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὢν τό τε εἶδος ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος, ὑψαύχην, ἐπίγρυπος, λευκὸς ἰδεῖν, μελανόμματος, τιμῆς ἐραστὴς μετὰ σωφροσύνης τε καὶ αἰδοῦς, καὶ ἀληθινῆς δόξης ἑταῖρος, ἄπληκτος, κελεύσματι μόνον καὶ [253e] λόγῳ ἡνιοχεῖται· ὁ δ᾽ αὖ σκολιός, πολύς, εἰκῇ συμπεφορημένος, κρατεραύχην, βραχυτράχηλος, σιμοπρόσωπος, μελάγχρως, γλαυκόμματος, ὕφαιμος, ὕβρεως καὶ ἀλαζονείας ἑταῖρος, περὶ ὦτα λάσιος, κωφός, μάστιγι μετὰ κέντρων μόγις ὑπείκων. ὅταν δ᾽ οὖν ὁ ἡνίοχος ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα, πᾶσαν αἰσθήσει διαθερμήνας τὴν ψυχήν, γαργαλισμοῦ τε καὶ πόθου [254a] κέντρων ὑποπλησθῇ, ὁ μὲν εὐπειθὴς τῷ ἡνιόχῳ τῶν ἵππων, ἀεί τε καὶ τότε αἰδοῖ βιαζόμενος, ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν τῷ ἐρωμένῳ· ὁ δὲ οὔτε κέντρων ἡνιοχικῶν οὔτε μάστιγος ἔτι ἐντρέπεται, σκιρτῶν δὲ βίᾳ φέρεται, καὶ πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγί τε καὶ ἡνιόχῳ ἀναγκάζει ἰέναι τε πρὸς τὰ παιδικὰ καὶ μνείαν ποιεῖσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων χάριτος. τὼ δὲ κατ᾽ ἀρχὰς μὲν ἀντιτείνετον [254b] ἀγανακτοῦντε, ὡς δεινὰ καὶ παράνομα ἀναγκαζομένω· τελευτῶντε δέ, ὅταν μηδὲν ᾖ πέρας κακοῦ, πορεύεσθον ἀγομένω, εἴξαντε καὶ ὁμολογήσαντε ποιήσειν τὸ κελευόμενον. καὶ πρὸς αὐτῷ τ᾽ ἐγένοντο καὶ εἶδον τὴν ὄψιν τὴν τῶν παιδικῶν ἀστράπτουσαν. ἰδόντος δὲ τοῦ ἡνιόχου ἡ μνήμη πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν ἠνέχθη, καὶ πάλιν εἶδεν αὐτὴν μετὰ σωφροσύνης ἐν ἁγνῷ βάθρῳ βεβῶσαν· ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῖσα ἀνέπεσεν ὑπτία, καὶ ἅμα ἠναγκάσθη εἰς [254c] τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡνίας οὕτω σφόδρα, ὥστ᾽ ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καθίσαι τὼ ἵππω, τὸν μὲν ἑκόντα διὰ τὸ μὴ ἀντιτείνειν, τὸν δὲ ὑβριστὴν μάλ᾽ ἄκοντα. ἀπελθόντε δὲ ἀπωτέρω, ὁ μὲν ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους ἱδρῶτι πᾶσαν ἔβρεξε τὴν ψυχήν, ὁ δὲ λήξας τῆς ὀδύνης, ἣν ὑπὸ τοῦ χαλινοῦ τε ἔσχεν καὶ τοῦ πτώματος, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ, πολλὰ κακίζων τόν τε ἡνίοχον καὶ τὸν ὁμόζυγα ὡς δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν καὶ [254d] ὁμολογίαν· καὶ πάλιν οὐκ ἐθέλοντας προσιέναι ἀναγκάζων μόγις συνεχώρησεν δεομένων εἰς αὖθις ὑπερβαλέσθαι. ἐλθόντος δὲ τοῦ συντεθέντος χρόνου [οὗ] ἀμνημονεῖν προσποιουμένω ἀναμιμνῄσκων, βιαζόμενος, χρεμετίζων, ἕλκων ἠνάγκασεν αὖ προσελθεῖν τοῖς παιδικοῖς ἐπὶ τοὺς αὐτοὺς λόγους, καὶ ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν, ἐγκύψας καὶ ἐκτείνας τὴν κέρκον, ἐνδακὼν τὸν χαλινόν, μετ᾽ ἀναιδείας ἕλκει· ὁ δ᾽ [254e] ἡνίοχος ἔτι μᾶλλον ταὐτὸν πάθος παθών, ὥσπερ ἀπὸ ὕσπληγος ἀναπεσών, ἔτι μᾶλλον τοῦ ὑβριστοῦ ἵππου ἐκ τῶν ὀδόντων βίᾳ ὀπίσω σπάσας τὸν χαλινόν, τήν τε κακηγόρον γλῶτταν καὶ τὰς γνάθους καθῄμαξεν καὶ τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας ὀδύναις ἔδωκεν. ὅταν δὲ ταὐτὸν πολλάκις πάσχων ὁ πονηρὸς τῆς ὕβρεως λήξῃ, ταπεινωθεὶς ἕπεται ἤδη τῇ τοῦ ἡνιόχου προνοίᾳ, καὶ ὅταν ἴδῃ τὸν καλόν, φόβῳ διόλλυται· ὥστε συμβαίνει τότ᾽ ἤδη τὴν τοῦ ἐραστοῦ ψυχὴν τοῖς παιδικοῖς αἰδουμένην τε καὶ δεδιυῖαν [255a] ἕπεσθαι. ἅτε οὖν πᾶσαν θεραπείαν ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος ἀλλ᾽ ἀληθῶς τοῦτο πεπονθότος, καὶ αὐτὸς ὢν φύσει φίλος τῷ θεραπεύοντι, ἐὰν ἄρα καὶ ἐν τῷ πρόσθεν ὑπὸ συμφοιτητῶν ἤ τινων ἄλλων διαβεβλημένος ᾖ, λεγόντων ὡς αἰσχρὸν ἐρῶντι πλησιάζειν, καὶ διὰ τοῦτο ἀπωθῇ τὸν ἐρῶντα, προϊόντος δὲ ἤδη τοῦ χρόνου ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χρεὼν ἤγαγεν εἰς [255b] τὸ προσέσθαι αὐτὸν εἰς ὁμιλίαν· οὐ γὰρ δήποτε εἵμαρται κακὸν κακῷ φίλον οὐδ᾽ ἀγαθὸν μὴ φίλον ἀγαθῷ εἶναι. προσεμένου δὲ καὶ λόγον καὶ ὁμιλίαν δεξαμένου, ἐγγύθεν ἡ εὔνοια γιγνομένη τοῦ ἐρῶντος ἐκπλήττει τὸν ἐρώμενον διαισθανόμενον ὅτι οὐδ᾽ οἱ σύμπαντες ἄλλοι φίλοι τε καὶ οἰκεῖοι μοῖραν φιλίας οὐδεμίαν παρέχονται πρὸς τὸν ἔνθεον φίλον. ὅταν δὲ χρονίζῃ τοῦτο δρῶν καὶ πλησιάζῃ μετὰ τοῦ ἅπτεσθαι ἔν τε γυμνασίοις καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ὁμιλίαις, [255c] τότ᾽ ἤδη ἡ τοῦ ῥεύματος ἐκείνου πηγή, ὃν ἵμερον Ζεὺς Γανυμήδους ἐρῶν ὠνόμασε, πολλὴ φερομένη πρὸς τὸν ἐραστήν, ἡ μὲν εἰς αὐτὸν ἔδυ, ἡ δ᾽ ἀπομεστουμένου ἔξω ἀποῤῥεῖ· καὶ οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅθεν ὡρμήθη φέρεται, οὕτω τὸ τοῦ κάλλους ῥεῦμα πάλιν εἰς τὸν καλὸν διὰ τῶν ὀμμάτων ἰόν, ᾗ πέφυκεν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἰέναι ἀφικόμενον καὶ ἀναπτερῶσαν, [255d] τὰς διόδους τῶν πτερῶν ἄρδει τε καὶ ὥρμησε πτεροφυεῖν τε καὶ τὴν τοῦ ἐρωμένου αὖ ψυχὴν ἔρωτος ἐνέπλησεν. ἐρᾷ μὲν οὖν, ὅτου δὲ ἀπορεῖ· καὶ οὔθ᾽ ὅτι πέπονθεν οἶδεν οὐδ᾽ ἔχει φράσαι, ἀλλ᾽ οἷον ἀπ᾽ ἄλλου ὀφθαλμίας ἀπολελαυκὼς πρόφασιν εἰπεῖν οὐκ ἔχει, ὥσπερ δὲ ἐν κατόπτρῳ ἐν τῷ ἐρῶντι ἑαυτὸν ὁρῶν λέληθεν. καὶ ὅταν μὲν ἐκεῖνος παρῇ, λήγει κατὰ ταὐτὰ ἐκείνῳ τῆς ὀδύνης, ὅταν δὲ ἀπῇ, κατὰ ταὐτὰ αὖ ποθεῖ καὶ ποθεῖται, εἴδωλον [255e] ἔρωτος ἀντέρωτα ἔχων· καλεῖ δὲ αὐτὸν καὶ οἴεται οὐκ ἔρωτα ἀλλὰ φιλίαν εἶναι. ἐπιθυμεῖ δὲ ἐκείνῳ παραπλησίως μέν, ἀσθενεστέρως δέ, ὁρᾶν, ἅπτεσθαι, φιλεῖν, συγκατακεῖσθαι· καὶ δή, οἷον εἰκός, ποιεῖ τὸ μετὰ τοῦτο ταχὺ ταῦτα. ἐν οὖν τῇ συγκοιμήσει τοῦ μὲν ἐραστοῦ ὁ ἀκόλαστος ἵππος ἔχει ὅτι λέγῃ πρὸς τὸν ἡνίοχον, καὶ ἀξιοῖ ἀντὶ πολλῶν πόνων [256a] σμικρὰ ἀπολαῦσαι· ὁ δὲ τῶν παιδικῶν ἔχει μὲν οὐδὲν εἰπεῖν, σπαργῶν δὲ καὶ ἀπορῶν περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῖ, ὡς σφόδρ᾽ εὔνουν ἀσπαζόμενος, ὅταν τε συγκατακέωνται, οἷός ἐστι μὴ ἂν ἀπαρνηθῆναι τὸ αὑτοῦ μέρος χαρίσασθαι τῷ ἐρῶντι, εἰ δεηθείη τυχεῖν· ὁ δὲ ὁμόζυξ αὖ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῦτα μετ᾽ αἰδοῦς καὶ λόγου ἀντιτείνει. ἐὰν μὲν δὴ οὖν εἰς τεταγμένην τε δίαιταν καὶ φιλοσοφίαν νικήσῃ τὰ βελτίω τῆς διανοίας ἀγαγόντα, μακάριον μὲν [256b] καὶ ὁμονοητικὸν τὸν ἐνθάδε βίον διάγουσιν, ἐγκρατεῖς αὑτῶν καὶ κόσμιοι ὄντες, δουλωσάμενοι μὲν ᾧ κακία ψυχῆς ἐνεγίγνετο, ἐλευθερώσαντες δὲ ᾧ ἀρετή· τελευτήσαντες δὲ δὴ ὑπόπτεροι καὶ ἐλαφροὶ γεγονότες τῶν τριῶν παλαισμάτων τῶν ὡς ἀληθῶς Ὀλυμπιακῶν ἓν νενικήκασιν, οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτε σωφροσύνη ἀνθρωπίνη οὔτε θεία μανία δυνατὴ πορίσαι ἀνθρώπῳ. ἐὰν δὲ δὴ διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ [256c] ἀφιλοσόφῳ, φιλοτίμῳ δὲ χρήσωνται, τάχ᾽ ἄν που ἐν μέθαις ἤ τινι ἄλλῃ ἀμελείᾳ τὼ ἀκολάστω αὐτοῖν ὑποζυγίω λαβόντε τὰς ψυχὰς ἀφρούρους, συναγαγόντε εἰς ταὐτόν, τὴν ὑπὸ τῶν πολλῶν μακαριστὴν αἵρεσιν εἱλέσθην τε καὶ διεπραξάσθην· καὶ διαπραξαμένω τὸ λοιπὸν ἤδη χρῶνται μὲν αὐτῇ, σπανίᾳ δέ, ἅτε οὐ πάσῃ δεδογμένα τῇ διανοίᾳ πράττοντες. φίλω μὲν οὖν καὶ τούτω, ἧττον δὲ ἐκείνων, ἀλλήλοιν [256d] διά τε τοῦ ἔρωτος καὶ ἔξω γενομένω διάγουσι, πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι τε καὶ δεδέχθαι, ἃς οὐ θεμιτὸν εἶναι λύσαντας εἰς ἔχθραν ποτὲ ἐλθεῖν. ἐν δὲ τῇ τελευτῇ ἄπτεροι μέν, ὡρμηκότες δὲ πτεροῦσθαι ἐκβαίνουσι τοῦ σώματος, ὥστε οὐ σμικρὸν ἆθλον τῆς ἐρωτικῆς μανίας φέρονται· εἰς γὰρ σκότον καὶ τὴν ὑπὸ γῆς πορείαν οὐ νόμος ἐστὶν ἔτι ἐλθεῖν τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ὑπουρανίου πορείας, ἀλλὰ φανὸν βίον διάγοντας εὐδαιμονεῖν [256e] μετ᾽ ἀλλήλων πορευομένους, καὶ ὁμοπτέρους ἔρωτος χάριν, ὅταν γένωνται, γενέσθαι.
ταῦτα τοσαῦτα, ὦ παῖ, καὶ θεῖα οὕτω σοι δωρήσεται ἡ παρ᾽ ἐραστοῦ φιλία· ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ μὴ ἐρῶντος οἰκειότης, σωφροσύνῃ θνητῇ κεκραμένη, θνητά τε καὶ φειδωλὰ οἰκονομοῦσα, ἀνελευθερίαν ὑπὸ πλήθους ἐπαινουμένην ὡς ἀρετὴν [257a] τῇ φίλῃ ψυχῇ ἐντεκοῦσα, ἐννέα χιλιάδας ἐτῶν περὶ γῆν κυλινδουμένην αὐτὴν καὶ ὑπὸ γῆς ἄνουν παρέξει.
αὕτη σοι, ὦ φίλε Ἔρως, εἰς ἡμετέραν δύναμιν ὅτι καλλίστη καὶ ἀρίστη δέδοταί τε καὶ ἐκτέτεισται παλινῳδία, τά τε ἄλλα καὶ τοῖς ὀνόμασιν ἠναγκασμένη ποιητικοῖς τισιν διὰ Φαῖδρον εἰρῆσθαι. ἀλλὰ τῶν προτέρων τε συγγνώμην καὶ τῶνδε χάριν ἔχων, εὐμενὴς καὶ ἵλεως τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην ἣν ἔδωκας μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι᾽ ὀργήν, δίδου τ᾽ ἔτι μᾶλλον ἢ νῦν παρὰ τοῖς καλοῖς τίμιον εἶναι.
[257b] ἐν τῷ πρόσθεν δ᾽ εἴ τι λόγῳ σοι ἀπηχὲς εἴπομεν Φαῖδρός τε καὶ ἐγώ, Λυσίαν τὸν τοῦ λόγου πατέρα αἰτιώμενος παῦε τῶν τοιούτων λόγων, ἐπὶ φιλοσοφίαν δέ, ὥσπερ ἁδελφὸς αὐτοῦ Πολέμαρχος τέτραπται, τρέψον, ἵνα καὶ ὁ ἐραστὴς ὅδε αὐτοῦ μηκέτι ἐπαμφοτερίζῃ καθάπερ νῦν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς πρὸς ἔρωτα μετὰ φιλοσόφων λόγων τὸν βίον ποιῆται.
Φαῖδρος
συνεύχομαί σοι, ὦ Σώκρατες, εἴπερ ἄμεινον ταῦθ᾽ [257c] ἡμῖν εἶναι, ταῦτα γίγνεσθαι. τὸν λόγον δέ σου πάλαι θαυμάσας ἔχω, ὅσῳ καλλίω τοῦ προτέρου ἀπηργάσω· ὥστε ὀκνῶ μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, ἐὰν ἄρα καὶ ἐθελήσῃ πρὸς αὐτὸν ἄλλον ἀντιπαρατεῖναι. καὶ γάρ τις αὐτόν, ὦ θαυμάσιε, ἔναγχος τῶν πολιτικῶν τοῦτ᾽ αὐτὸ λοιδορῶν ὠνείδιζε, καὶ διὰ πάσης τῆς λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον· τάχ᾽ οὖν ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῖν ἂν τοῦ γράφειν.
Σωκράτης
γελοῖόν γ᾽, ὦ νεανία, τὸ δόγμα λέγεις, καὶ τοῦ [257d] ἑταίρου συχνὸν διαμαρτάνεις, εἰ αὐτὸν οὕτως ἡγῇ τινα ψοφοδεᾶ. ἴσως δὲ καὶ τὸν λοιδορούμενον αὐτῷ οἴει ὀνειδίζοντα λέγειν ἃ ἔλεγεν.
Φαῖδρος
ἐφαίνετο γάρ, ὦ Σώκρατες· καὶ σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν αἰσχύνονται λόγους τε γράφειν καὶ καταλείπειν συγγράμματα ἑαυτῶν, δόξαν φοβούμενοι τοῦ ἔπειτα χρόνου, μὴ σοφισταὶ καλῶνται.
Σωκράτης
γλυκὺς ἀγκών, ὦ Φαῖδρε, λέληθέν σε ὅτι ἀπὸ τοῦ [257e] μακροῦ ἀγκῶνος τοῦ κατὰ Νεῖλον ἐκλήθη· καὶ πρὸς τῷ ἀγκῶνι λανθάνει σε ὅτι οἱ μέγιστον φρονοῦντες τῶν πολιτικῶν μάλιστα ἐρῶσι λογογραφίας τε καὶ καταλείψεως συγγραμμάτων, οἵ γε καὶ ἐπειδάν τινα γράφωσι λόγον, οὕτως ἀγαπῶσι τοὺς ἐπαινέτας, ὥστε προσπαραγράφουσι πρώτους οἳ ἂν ἑκασταχοῦ ἐπαινῶσιν αὐτούς.
Φαῖδρος
πῶς λέγεις τοῦτο; οὐ γὰρ μανθάνω.
[258a] Σωκράτης
οὐ μανθάνεις ὅτι ἐν ἀρχῇ ἀνδρὸς πολιτικοῦ [συγγράμματι] πρῶτος ὁ ἐπαινέτης γέγραπται.
Φαῖδρος
πῶς;
Σωκράτης
" ἔδοξέ" πού φησιν "τῇ βουλῇ" ἢ "τῷ δήμῳ" ἢ ἀμφοτέροις, καὶ "ὃς <καὶ ὃς> εἶπεν" --τὸν αὑτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων ὁ συγγραφεύς--ἔπειτα λέγει δὴ μετὰ τοῦτο, ἐπιδεικνύμενος τοῖς ἐπαινέταις τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν, ἐνίοτε πάνυ μακρὸν ποιησάμενος σύγγραμμα· ἤ σοι ἄλλο τι φαίνεται τὸ τοιοῦτον ἢ λόγος συγγεγραμμένος;
[258b] Φαῖδρος
οὐκ ἔμοιγε.
Σωκράτης
οὐκοῦν ἐὰν μὲν οὗτος ἐμμένῃ, γεγηθὼς ἀπέρχεται ἐκ τοῦ θεάτρου ὁ ποιητής· ἐὰν δὲ ἐξαλειφθῇ καὶ ἄμοιρος γένηται λογογραφίας τε καὶ τοῦ ἄξιος εἶναι συγγράφειν, πενθεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι.
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
δῆλόν γε ὅτι οὐχ ὡς ὑπερφρονοῦντες τοῦ ἐπιτηδεύματος, ἀλλ᾽ ὡς τεθαυμακότες.
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν.
Σωκράτης
τί δέ; ὅταν ἱκανὸς γένηται ῥήτωρ ἢ βασιλεύς, ὥστε [258c] λαβὼν τὴν Λυκούργου ἢ Σόλωνος ἢ Δαρείου δύναμιν ἀθάνατος γενέσθαι λογογράφος ἐν πόλει, ἆρ᾽ οὐκ ἰσόθεον ἡγεῖται αὐτός τε αὑτὸν ἔτι ζῶν, καὶ οἱ ἔπειτα γιγνόμενοι ταὐτὰ ταῦτα περὶ αὐτοῦ νομίζουσι, θεώμενοι αὐτοῦ τὰ συγγράμματα;
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
οἴει τινὰ οὖν τῶν τοιούτων, ὅστις καὶ ὁπωστιοῦν δύσνους Λυσίᾳ, ὀνειδίζειν αὐτὸ τοῦτο ὅτι συγγράφει;
Φαῖδρος
οὔκουν εἰκός γε ἐξ ὧν σὺ λέγεις· καὶ γὰρ ἂν τῇ ἑαυτοῦ ἐπιθυμίᾳ, ὡς ἔοικεν, ὀνειδίζοι.
[258d] Σωκράτης
τοῦτο μὲν ἄρα παντὶ δῆλον, ὅτι οὐκ αἰσχρὸν αὐτό γε τὸ γράφειν λόγους.
Φαῖδρος
τί γάρ;
Σωκράτης
ἀλλ᾽ ἐκεῖνο οἶμαι αἰσχρὸν ἤδη, τὸ μὴ καλῶς λέγειν τε καὶ γράφειν ἀλλ᾽ αἰσχρῶς τε καὶ κακῶς.
Φαῖδρος
δῆλον δή.
Σωκράτης
τίς οὖν ὁ τρόπος τοῦ καλῶς τε καὶ μὴ γράφειν; δεόμεθά τι, ὦ Φαῖδρε, Λυσίαν τε περὶ τούτων ἐξετάσαι καὶ ἄλλον ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει, εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης;
[258e]Φαῖδρος
ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν τις ὡς εἰπεῖν ζῴη, ἀλλ᾽ ἢ τῶν τοιούτων ἡδονῶν ἕνεκα; οὐ γάρ που ἐκείνων γε ὧν προλυπηθῆναι δεῖ ἢ μηδὲ ἡσθῆναι, ὃ δὴ ὀλίγου πᾶσαι αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἔχουσι: διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται.
Σωκράτης
σχολὴ μὲν δή, ὡς ἔοικε: καὶ ἅμα μοι δοκοῦσιν ὡς ἐν τῷ πνίγει ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν οἱ τέττιγες ᾁδοντες καὶ [259a] ἀλλήλοις διαλεγόμενοι καθορᾶν καὶ ἡμᾶς. εἰ οὖν ἴδοιεν καὶ νὼ καθάπερ τοὺς πολλοὺς ἐν μεσημβρίᾳ μὴ διαλεγομένους ἀλλὰ νυστάζοντας καὶ κηλουμένους ὑφ᾽ αὑτῶν δι᾽ ἀργίαν τῆς διανοίας, δικαίως ἂν καταγελῷεν, ἡγούμενοι ἀνδράποδ᾽ ἄττα σφίσιν ἐλθόντα εἰς τὸ καταγώγιον ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν: ἐὰν δὲ ὁρῶσι διαλεγομένους καὶ παραπλέοντάς σφας ὥσπερ Σειρῆνας [259b] ἀκηλήτους, ὃ γέρας παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι, τάχ᾽ ἂν δοῖεν ἀγασθέντες.
Φαῖδρος
ἔχουσι δὲ δὴ τί τοῦτο; ἀνήκοος γάρ, ὡς ἔοικε, τυγχάνω ὤν.
Σωκράτης
οὐ μὲν δὴ πρέπει γε φιλόμουσον ἄνδρα τῶν τοιούτων ἀνήκοον εἶναι. λέγεται δ᾽ ὥς ποτ᾽ ἦσαν οὗτοι ἄνθρωποι τῶν πρὶν μούσας γεγονέναι, γενομένων δὲ Μουσῶν καὶ φανείσης ᾠδῆς οὕτως ἄρα τινὲς τῶν τότε ἐξεπλάγησαν ὑφ᾽ ἡδονῆς, [259c] ὥστε ᾁδοντες ἠμέλησαν σίτων τε καὶ ποτῶν, καὶ ἔλαθον τελευτήσαντες αὑτούς: ἐξ ὧν τὸ τεττίγων γένος μετ᾽ ἐκεῖνο φύεται, γέρας τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβόν, μηδὲν τροφῆς δεῖσθαι γενόμενον, ἀλλ᾽ ἄσιτόν τε καὶ ἄποτον εὐθὺς ᾁδειν, ἕως ἂν τελευτήσῃ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλθὸν παρὰ μούσας ἀπαγγέλλειν τίς τίνα αὐτῶν τιμᾷ τῶν ἐνθάδε. Τερψιχόρᾳ μὲν οὖν τοὺς ἐν τοῖς χοροῖς τετιμηκότας αὐτὴν ἀπαγγέλλοντες [259d] ποιοῦσι προσφιλεστέρους, τῇ δὲ Ἐρατοῖ τοὺς ἐν τοῖς ἐρωτικοῖς, καὶ ταῖς ἄλλαις οὕτως, κατὰ τὸ εἶδος ἑκάστης τιμῆς: τῇ δὲ πρεσβυτάτῃ Καλλιόπῃ καὶ τῇ μετ᾽ αὐτὴν Οὐρανίᾳ τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ διάγοντάς τε καὶ τιμῶντας τὴν ἐκείνων μουσικὴν ἀγγέλλουσιν, αἳ δὴ μάλιστα τῶν Μουσῶν περί τε οὐρανὸν καὶ λόγους οὖσαι θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους ἱᾶσιν καλλίστην φωνήν. πολλῶν δὴ οὖν ἕνεκα λεκτέον τι καὶ οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ.
Φαῖδρος
λεκτέον γὰρ οὖν.
[259e]Σωκράτης
οὐκοῦν, ὅπερ νῦν προυθέμεθα σκέψασθαι, τὸν λόγον ὅπῃ καλῶς ἔχει λέγειν τε καὶ γράφειν καὶ ὅπῃ μή, σκεπτέον.
Φαῖδρος
δῆλον.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὑπάρχειν δεῖ τοῖς εὖ γε καὶ καλῶς ῥηθησομένοις τὴν τοῦ λέγοντος διάνοιαν εἰδυῖαν τὸ ἀληθὲς ὧν ἂν ἐρεῖν πέρι μέλλῃ;
Φαῖδρος
οὑτωσὶ περὶ τούτου ἀκήκοα, ὦ φίλε Σώκρατες, οὐκ [260a] εἶναι ἀνάγκην τῷ μέλλοντι ῥήτορι ἔσεσθαι τὰ τῷ ὄντι δίκαια μανθάνειν ἀλλὰ τὰ δόξαντ᾽ ἂν πλήθει οἵπερ δικάσουσιν, οὐδὲ τὰ ὄντως ἀγαθὰ ἢ καλὰ ἀλλ᾽ ὅσα δόξει: ἐκ γὰρ τούτων εἶναι τὸ πείθειν ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ τῆς ἀληθείας.
Σωκράτης
‘οὔτοι ἀπόβλητον ἔπος’ εἶναι δεῖ, ὦ Φαῖδρε, ὃ ἂν εἴπωσι σοφοί, ἀλλὰ σκοπεῖν μή τι λέγωσι: καὶ δὴ καὶ τὸ νῦν λεχθὲν οὐκ ἀφετέον.
Φαῖδρος
ὀρθῶς λέγεις.
Σωκράτης
ὧδε δὴ σκοπῶμεν αὐτό.
Φαῖδρος
πῶς;
[260b]Σωκράτης
εἴ σε πείθοιμι ἐγὼ πολεμίους ἀμύνειν κτησάμενον ἵππον, ἄμφω δὲ ἵππον ἀγνοοῖμεν, τοσόνδε μέντοι τυγχάνοιμι εἰδὼς περὶ σοῦ, ὅτι Φαῖδρος ἵππον ἡγεῖται τὸ τῶν ἡμέρων ζῴων μέγιστα ἔχον ὦτα—
Φαῖδρος
γελοῖόν γ᾽ ἄν, ὦ Σώκρατες, εἴη.
Σωκράτης
οὔπω γε: ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σπουδῇ σε πείθοιμι, συντιθεὶς λόγον ἔπαινον κατὰ τοῦ ὄνου, ἵππον ἐπονομάζων καὶ λέγων ὡς παντὸς ἄξιον τὸ θρέμμα οἴκοι τε κεκτῆσθαι καὶ ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποπολεμεῖν τε χρήσιμον καὶ πρός γ᾽ ἐνεγκεῖν δυνατὸν [260c] σκεύη καὶ ἄλλα πολλὰ ὠφέλιμον.
Φαῖδρος
παγγέλοιόν γ᾽ ἂν ἤδη εἴη.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ κρεῖττον γελοῖον καὶ φίλον ἢ δεινόν τε καὶ ἐχθρὸν εἶναι ἢ φίλον;
Φαῖδρος
φαίνεται.
Σωκράτης
ὅταν οὖν ὁ ῥητορικὸς ἀγνοῶν ἀγαθὸν καὶ κακόν, λαβὼν πόλιν ὡσαύτως ἔχουσαν πείθῃ, μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, ἀλλὰ περὶ κακοῦ ὡς ἀγαθοῦ, δόξας δὲ πλήθους μεμελετηκὼς πείσῃ κακὰ πράττειν ἀντ᾽ ἀγαθῶν, ποῖόν τιν᾽ ἂν οἴει μετὰ ταῦτα τὴν ῥητορικὴν [260d] καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν;
Φαῖδρος
οὐ πάνυ γε ἐπιεικῆ.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν, ὦ ἀγαθέ, ἀγροικότερον τοῦ δέοντος λελοιδορήκαμεν τὴν τῶν λόγων τέχνην; ἡ δ᾽ ἴσως ἂν εἴποι: ‘τί ποτ᾽, ὦ θαυμάσιοι, ληρεῖτε; ἐγὼ γὰρ οὐδέν᾽ ἀγνοοῦντα τἀληθὲς ἀναγκάζω μανθάνειν λέγειν, ἀλλ᾽, εἴ τι ἐμὴ συμβουλή, κτησάμενον ἐκεῖνο οὕτως ἐμὲ λαμβάνειν: τόδε δ᾽ οὖν μέγα λέγω, ὡς ἄνευ ἐμοῦ τῷ τὰ ὄντα εἰδότι οὐδέν τι μᾶλλον ἔσται πείθειν τέχνῃ.’
[260e]Φαῖδρος
οὐκοῦν δίκαια ἐρεῖ, λέγουσα ταῦτα;
Σωκράτης
φημί, ἐὰν οἵ γ᾽ ἐπιόντες αὐτῇ λόγοι μαρτυρῶσιν εἶναι τέχνῃ. ὥσπερ γὰρ ἀκούειν δοκῶ τινων προσιόντων καὶ διαμαρτυρομένων λόγων, ὅτι ψεύδεται καὶ οὐκ ἔστι τέχνη ἀλλ᾽ ἄτεχνος τριβή: τοῦ δὲ λέγειν, φησὶν ὁ Λάκων, ἔτυμος τέχνη ἄνευ τοῦ ἀληθείας ἧφθαι οὔτ᾽ ἔστιν οὔτε μή ποτε ὕστερον γένηται.
[261a]Φαῖδρος
τούτων δεῖ τῶν λόγων, ὦ Σώκρατες: ἀλλὰ δεῦρο αὐτοὺς παράγων ἐξέταζε τί καὶ πῶς λέγουσιν.
Σωκράτης
πάριτε δή, θρέμματα γενναῖα, καλλίπαιδά τε Φαῖδρον πείθετε ὡς ἐὰν μὴ ἱκανῶς φιλοσοφήσῃ, οὐδὲ ἱκανός ποτε λέγειν ἔσται περὶ οὐδενός. ἀποκρινέσθω δὴ ὁ Φαῖδρος.
Φαῖδρος
ἐρωτᾶτε.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ τὸ μὲν ὅλον ἡ ῥητορικὴ ἂν εἴη τέχνη ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, οὐ μόνον ἐν δικαστηρίοις καὶ ὅσοι ἄλλοι δημόσιοι σύλλογοι, ἀλλὰ καὶ ἐν ἰδίοις, ἡ αὐτὴ σμικρῶν [261b] τε καὶ μεγάλων πέρι, καὶ οὐδὲν ἐντιμότερον τό γε ὀρθὸν περὶ σπουδαῖα ἢ περὶ φαῦλα γιγνόμενον; ἢ πῶς σὺ ταῦτ᾽ ἀκήκοας;
Φαῖδρος
οὐ μὰ τὸν Δί᾽ οὐ παντάπασιν οὕτως, ἀλλὰ μάλιστα μέν πως περὶ τὰς δίκας λέγεταί τε καὶ γράφεται τέχνῃ, λέγεται δὲ καὶ περὶ δημηγορίας: ἐπὶ πλέον δὲ οὐκ ἀκήκοα.
Σωκράτης
ἀλλ᾽ ἦ τὰς Νέστορος καὶ Ὀδυσσέως τέχνας μόνον περὶ λόγων ἀκήκοας, ἃς ἐν Ἰλίῳ σχολάζοντες συνεγραψάτην, τῶν δὲ Παλαμήδους ἀνήκοος γέγονας;
[261c]Φαῖδρος
καὶ ναὶ μὰ Δί᾽ ἔγωγε τῶν Νέστορος, εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, ἤ τινα Θρασύμαχόν τε καὶ Θεόδωρον Ὀδυσσέα.
Σωκράτης
ἴσως. ἀλλὰ γὰρ τούτους ἐῶμεν: σὺ δ᾽ εἰπέ, ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀντίδικοι τί δρῶσιν; οὐκ ἀντιλέγουσιν μέντοι; ἢ τί φήσομεν;
Φαῖδρος
τοῦτ᾽ αὐτό.
Σωκράτης
περὶ τοῦ δικαίου τε καὶ ἀδίκου;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
οὐκοῦν ὁ τέχνῃ τοῦτο δρῶν ποιήσει φανῆναι τὸ [261d] αὐτὸ τοῖς αὐτοῖς τοτὲ μὲν δίκαιον, ὅταν δὲ βούληται, ἄδικον;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
καὶ ἐν δημηγορίᾳ δὴ τῇ πόλει δοκεῖν τὰ αὐτὰ τοτὲ μὲν ἀγαθά, τοτὲ δ᾽ αὖ τἀναντία;
Φαῖδρος
οὕτως.
ωκράτης
τὸν οὖν Ἐλεατικὸν Παλαμήδην λέγοντα οὐκ ἴσμεν τέχνῃ, ὥστε φαίνεσθαι τοῖς ἀκούουσι τὰ αὐτὰ ὅμοια καὶ ἀνόμοια, καὶ ἓν καὶ πολλά, μένοντά τε αὖ καὶ φερόμενα;
Φαῖδρος
μάλα γε.
Σωκράτης
οὐκ ἄρα μόνον περὶ δικαστήριά τέ ἐστιν ἡ ἀντιλογικὴ [261e] καὶ περὶ δημηγορίαν, ἀλλ᾽, ὡς ἔοικε, περὶ πάντα τὰ λεγόμενα μία τις τέχνη, εἴπερ ἔστιν, αὕτη ἂν εἴη, ᾗ τις οἷός τ᾽ ἔσται πᾶν παντὶ ὁμοιοῦν τῶν δυνατῶν καὶ οἷς δυνατόν, καὶ ἄλλου ὁμοιοῦντος καὶ ἀποκρυπτομένου εἰς φῶς ἄγειν.
Φαῖδρος
πῶς δὴ τὸ τοιοῦτον λέγεις;
Σωκράτης
τῇδε δοκῶ ζητοῦσιν φανεῖσθαι. ἀπάτη πότερον ἐν πολὺ διαφέρουσι γίγνεται μᾶλλον ἢ ὀλίγον;
[262a]Φαῖδρος
ἐν τοῖς ὀλίγον.
Σωκράτης
ἀλλά γε δὴ κατὰ σμικρὸν μεταβαίνων μᾶλλον λήσεις ἐλθὼν ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἢ κατὰ μέγα.
Φαῖδρος
πῶς δ᾽ οὔ;
Σωκράτης
δεῖ ἄρα τὸν μέλλοντα ἀπατήσειν μὲν ἄλλον, αὐτὸν δὲ μὴ ἀπατήσεσθαι, τὴν ὁμοιότητα τῶν ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι.
Φαῖδρος
ἀνάγκη μὲν οὖν.
Σωκράτης
ἦ οὖν οἷός τε ἔσται, ἀλήθειαν ἀγνοῶν ἑκάστου, τὴν τοῦ ἀγνοουμένου ὁμοιότητα σμικράν τε καὶ μεγάλην ἐν τοῖς ἄλλοις διαγιγνώσκειν;
[262b]Φαῖδρος
ἀδύνατον.
Σωκράτης
οὐκοῦν τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσι καὶ ἀπατωμένοις δῆλον ὡς τὸ πάθος τοῦτο δι᾽ ὁμοιοτήτων τινῶν εἰσερρύη.
Φαῖδρος
γίγνεται γοῦν οὕτως.
Σωκράτης
ἔστιν οὖν ὅπως τεχνικὸς ἔσται μεταβιβάζειν κατὰ σμικρὸν διὰ τῶν ὁμοιοτήτων ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε ἐπὶ τοὐναντίον ἀπάγων, ἢ αὐτὸς τοῦτο διαφεύγειν, ὁ μὴ ἐγνωρικὼς ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων;
Φαῖδρος
οὐ μή ποτε.
[262c]Σωκράτης
λόγων ἄρα τέχνην, ὦ ἑταῖρε, ὁ τὴν ἀλήθειαν μὴ εἰδώς, δόξας δὲ τεθηρευκώς, γελοίαν τινά, ὡς ἔοικε, καὶ ἄτεχνον παρέξεται.
Φαῖδρος
κινδυνεύει.
Σωκράτης
βούλει οὖν ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ ὃν φέρεις, καὶ ἐν οἷς ἡμεῖς εἴπομεν ἰδεῖν τι ὧν φαμεν ἀτέχνων τε καὶ ἐντέχνων εἶναι;
Φαῖδρος
πάντων γέ που μάλιστα, ὡς νῦν γε ψιλῶς πως λέγομεν, οὐκ ἔχοντες ἱκανὰ παραδείγματα.
Σωκράτης
καὶ μὴν κατὰ τύχην γέ τινα, ὡς ἔοικεν, ἐρρηθήτην [262d] τὼ λόγω ἔχοντέ τι παράδειγμα, ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας. καὶ ἔγωγε, ὦ Φαῖδρε, αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς: ἴσως δὲ καὶ οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠδοὶ ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν εἶεν τοῦτο τὸ γέρας: οὐ γάρ που ἔγωγε τέχνης τινὸς τοῦ λέγειν μέτοχος.
Φαῖδρος
ἔστω ὡς λέγεις: μόνον δήλωσον ὃ φῄς.
Σωκράτης
ἴθι δή μοι ἀνάγνωθι τὴν τοῦ Λυσίου λόγου ἀρχήν.
[262e]Φαῖδρος
‘περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν τούτων γενομένων, ἀκήκοας. ἀξιῶ δὲ μὴ διὰ τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὢν σοῦ τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει’ —
Σωκράτης
παῦσαι. τί δὴ οὖν οὗτος ἁμαρτάνει καὶ ἄτεχνον ποιεῖ λεκτέον: ἦ γάρ;
[263a]Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
ἆρ᾽ οὖν οὐ παντὶ δῆλον τό γε τοιόνδε, ὡς περὶ μὲν ἔνια τῶν τοιούτων ὁμονοητικῶς ἔχομεν, περὶ δ᾽ ἔνια στασιωτικῶς;
Φαῖδρος
δοκῶ μὲν ὃ λέγεις μανθάνειν, ἔτι δ᾽ εἰπὲ σαφέστερον.
Σωκράτης
ὅταν τις ὄνομα εἴπῃ σιδήρου ἢ ἀργύρου, ἆρ᾽ οὐ τὸ αὐτὸ πάντες διενοήθημεν;
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
τί δ᾽ ὅταν δικαίου ἢ ἀγαθοῦ; οὐκ ἄλλος ἄλλῃ φέρεται, καὶ ἀμφισβητοῦμεν ἀλλήλοις τε καὶ ἡμῖν αὐτοῖς;
Φαῖδρος
πάνυ μὲν οὖν.
[263b]Σωκράτης
ἐν μὲν ἄρα τοῖς συμφωνοῦμεν, ἐν δὲ τοῖς οὔ.
Φαῖδρος
οὕτω.
Σωκράτης
ποτέρωθι οὖν εὐαπατητότεροί ἐσμεν, καὶ ἡ ῥητορικὴ ἐν ποτέροις μεῖζον δύναται;
Φαῖδρος
δῆλον ὅτι ἐν οἷς πλανώμεθα.
Σωκράτης
οὐκοῦν τὸν μέλλοντα τέχνην ῥητορικὴν μετιέναι πρῶτον μὲν δεῖ ταῦτα ὁδῷ διῃρῆσθαι, καὶ εἰληφέναι τινὰ χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους, ἐν ᾧ τε ἀνάγκη τὸ πλῆθος πλανᾶσθαι καὶ ἐν ᾧ μή.
[263c]Φαῖδρος
καλὸν γοῦν ἄν, ὦ Σώκρατες, εἶδος εἴη κατανενοηκὼς ὁ τοῦτο λαβών.
Σωκράτης
ἔπειτά γε οἶμαι πρὸς ἑκάστῳ γιγνόμενον μὴ λανθάνειν ἀλλ᾽ ὀξέως αἰσθάνεσθαι περὶ οὗ ἂν μέλλῃ ἐρεῖν ποτέρου ὂν τυγχάνει τοῦ γένους.
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
τί οὖν; τὸν ἔρωτα πότερον φῶμεν εἶναι τῶν ἀμφισβητησίμων ἢ τῶν μή;
Φαῖδρος
τῶν ἀμφισβητησίμων δήπου: ἢ οἴει ἄν σοι ἐγχωρῆσαι εἰπεῖν ἃ νυνδὴ εἶπες περὶ αὐτοῦ, ὡς βλάβη τέ ἐστι τῷ ἐρωμένῳ καὶ ἐρῶντι, καὶ αὖθις ὡς μέγιστον ὂν τῶν ἀγαθῶν τυγχάνει;
[263d]Σωκράτης
ἄριστα λέγεις: ἀλλ᾽ εἰπὲ καὶ τόδε—ἐγὼ γάρ τοι διὰ τὸ ἐνθουσιαστικὸν οὐ πάνυ μέμνημαι—εἰ ὡρισάμην ἔρωτα ἀρχόμενος τοῦ λόγου.
Φαῖδρος
νὴ Δία ἀμηχάνως γε ὡς σφόδρα.
Σωκράτης
φεῦ, ὅσῳ λέγεις τεχνικωτέρας Νύμφας τὰς Ἀχελῴου καὶ Πᾶνα τὸν Ἑρμοῦ Λυσίου τοῦ Κεφάλου πρὸς λόγους εἶναι. ἢ οὐδὲν λέγω, ἀλλὰ καὶ ὁ Λυσίας ἀρχόμενος τοῦ ἐρωτικοῦ ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὑπολαβεῖν τὸν ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων ὃ [263e] αὐτὸς ἐβουλήθη, καὶ πρὸς τοῦτο ἤδη συνταξάμενος πάντα τὸν ὕστερον λόγον διεπεράνατο; βούλει πάλιν ἀναγνῶμεν τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ;
Φαῖδρος
εἰ σοί γε δοκεῖ: ὃ μέντοι ζητεῖς οὐκ ἔστ᾽ αὐτόθι.
Σωκράτης
λέγε, ἵνα ἀκούσω αὐτοῦ ἐκείνου.
Φαῖδρος
‘περὶ μὲν τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἐπίστασαι, καὶ ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν τούτων γενομένων, ἀκήκοας. ἀξιῶ [264a] δὲ μὴ διὰ τοῦτο ἀτυχῆσαι ὧν δέομαι, ὅτι οὐκ ἐραστὴς ὢν σοῦ τυγχάνω. ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, ἐπειδὰν τῆς ἐπιθυμίας παύσωνται:’ —
Σωκράτης
ἦ πολλοῦ δεῖν ἔοικε ποιεῖν ὅδε γε ὃ ζητοῦμεν, ὃς οὐδὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀλλ᾽ ἀπὸ τελευτῆς ἐξ ὑπτίας ἀνάπαλιν διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον, καὶ ἄρχεται ἀφ᾽ ὧν πεπαυμένος ἂν ἤδη ὁ ἐραστὴς λέγοι πρὸς τὰ παιδικά. ἢ οὐδὲν εἶπον, Φαῖδρε, φίλη κεφαλή;
[264b]Φαῖδρος
ἔστιν γέ τοι δή, ὦ Σώκρατες, τελευτή, περὶ οὗ τὸν λόγον ποιεῖται.
Σωκράτης
τί δὲ τἆλλα; οὐ χύδην δοκεῖ βεβλῆσθαι τὰ τοῦ λόγου; ἢ φαίνεται τὸ δεύτερον εἰρημένον ἔκ τινος ἀνάγκης δεύτερον δεῖν τεθῆναι, ἤ τι ἄλλο τῶν ῥηθέντων; ἐμοὶ μὲν γὰρ ἔδοξεν, ὡς μηδὲν εἰδότι, οὐκ ἀγεννῶς τὸ ἐπιὸν εἰρῆσθαι τῷ γράφοντι: σὺ δ᾽ ἔχεις τινὰ ἀνάγκην λογογραφικὴν ᾗ ταῦτα ἐκεῖνος οὕτως ἐφεξῆς παρ᾽ ἄλληλα ἔθηκεν;
Φαῖδρος
χρηστὸς εἶ, ὅτι με ἡγῇ ἱκανὸν εἶναι τὰ ἐκείνου [264c] οὕτως ἀκριβῶς διιδεῖν.
Σωκράτης
ἀλλὰ τόδε γε οἶμαί σε φάναι ἄν, δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτὸν αὑτοῦ, ὥστε μήτε ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν, ἀλλὰ μέσα τε ἔχειν καὶ ἄκρα, πρέποντα ἀλλήλοις καὶ τῷ ὅλῳ γεγραμμένα.
Φαῖδρος
πῶς γὰρ οὔ;
Σωκράτης
σκέψαι τοίνυν τὸν τοῦ ἑταίρου σου λόγον εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει, καὶ εὑρήσεις τοῦ ἐπιγράμματος οὐδὲν διαφέροντα, ὃ Μίδᾳ τῷ Φρυγί φασίν τινες ἐπιγεγράφθαι.
[264d]Φαῖδρος
ποῖον τοῦτο, καὶ τί πεπονθός;
Σωκράτης
ἔστι μὲν τοῦτο τόδε—“χαλκῆ παρθένος εἰμί, Μίδα δ᾽ ἐπὶ σήματι κεῖμαι. ὄφρ᾽ ἂν ὕδωρ τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ, αὐτοῦ τῇδε μένουσα πολυκλαύτου ἐπὶ τύμβου, ἀγγελέω παριοῦσι Μίδας ὅτι τῇδε τέθαπται. ”Midas [264e] ὅτι δ᾽ οὐδὲν διαφέρει αὐτοῦ πρῶτον ἢ ὕστατόν τι λέγεσθαι, ἐννοεῖς που, ὡς ἐγᾦμαι.
Φαῖδρος
σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
τοῦτον μὲν τοίνυν, ἵνα μὴ σὺ ἄχθῃ, ἐάσωμεν— καίτοι συχνά γε ἔχειν μοι δοκεῖ παραδείγματα πρὸς ἅ τις βλέπων ὀνίναιτ᾽ ἄν, μιμεῖσθαι αὐτὰ ἐπιχειρῶν μὴ πάνυ τι— εἰς δὲ τοὺς ἑτέρους λόγους ἴωμεν. ἦν γάρ τι ἐν αὐτοῖς, ὡς δοκῶ, προσῆκον ἰδεῖν τοῖς βουλομένοις περὶ λόγων σκοπεῖν.
[265a]Φαῖδρος
τὸ ποῖον δὴ λέγεις;
Σωκράτης
ἐναντίω που ἤστην: ὁ μὲν γὰρ ὡς τῷ ἐρῶντι, ὁ δ᾽ ὡς τῷ μὴ δεῖ χαρίζεσθαι, ἐλεγέτην.
Φαῖδρος
καὶ μάλ᾽ ἀνδρικῶς.
Σωκράτης
ὤιμην σε τἀληθὲς ἐρεῖν, ὅτι μανικῶς: ὃ μέντοι ἐζήτουν ἐστὶν αὐτὸ τοῦτο. μανίαν γάρ τινα ἐφήσαμεν εἶναι τὸν ἔρωτα. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
μανίας δέ γε εἴδη δύο, τὴν μὲν ὑπὸ νοσημάτων ἀνθρωπίνων, τὴν δὲ ὑπὸ θείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωθότων νομίμων γιγνομένην.
[265b]Φαῖδρος
πάνυ γε.
Σωκράτης
τῆς δὲ θείας τεττάρων θεῶν τέτταρα μέρη διελόμενοι, μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν, Μουσῶν δ᾽ αὖ ποιητικήν, τετάρτην δὲ ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν ἐφήσαμέν τε ἀρίστην εἶναι, καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπῃ τὸ ἐρωτικὸν πάθος ἀπεικάζοντες, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ᾽ ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, κεράσαντες οὐ παντάπασιν ἀπίθανον λόγον, [265c] μυθικόν τινα ὕμνον προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν δεσπότην ἔρωτα, ὦ Φαῖδρε, καλῶν παίδων ἔφορον.
Φαῖδρος
καὶ μάλα ἔμοιγε οὐκ ἀηδῶς ἀκοῦσαι.
Σωκράτης
τόδε τοίνυν αὐτόθεν λάβωμεν, ὡς ἀπὸ τοῦ ψέγειν πρὸς τὸ ἐπαινεῖν ἔσχεν ὁ λόγος μεταβῆναι.
Φαῖδρος
πῶς δὴ οὖν αὐτὸ λέγεις;
Σωκράτης
ἐμοὶ μὲν φαίνεται τὰ μὲν ἄλλα τῷ ὄντι παιδιᾷ πεπαῖσθαι: τούτων δέ τινων ἐκ τύχης ῥηθέντων δυοῖν εἰδοῖν, [265d] εἰ αὐτοῖν τὴν δύναμιν τέχνῃ λαβεῖν δύναιτό τις, οὐκ ἄχαρι.
Φαῖδρος
τίνων δή;
Σωκράτης
εἰς μίαν τε ἰδέαν συνορῶντα ἄγειν τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα, ἵνα ἕκαστον ὁριζόμενος δῆλον ποιῇ περὶ οὗ ἂν ἀεὶ διδάσκειν ἐθέλῃ. ὥσπερ τὰ νυνδὴ περὶ Ἔρωτος—ὃ ἔστιν ὁρισθέν—εἴτ᾽ εὖ εἴτε κακῶς ἐλέχθη, τὸ γοῦν σαφὲς καὶ τὸ αὐτὸ αὑτῷ ὁμολογούμενον διὰ ταῦτα ἔσχεν εἰπεῖν ὁ λόγος.
Φαῖδρος
τὸ δ᾽ ἕτερον δὴ εἶδος τί λέγεις, ὦ Σώκρατες;
[265e]Σωκράτης
τὸ πάλιν κατ᾽ εἴδη δύνασθαι διατέμνειν κατ᾽ ἄρθρα ᾗ πέφυκεν, καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν, κακοῦ μαγείρου τρόπῳ χρώμενον: ἀλλ᾽ ὥσπερ ἄρτι τὼ λόγω τὸ μὲν ἄφρον τῆς διανοίας ἕν τι κοινῇ εἶδος ἐλαβέτην, ὥσπερ [266a] δὲ σώματος ἐξ ἑνὸς διπλᾶ καὶ ὁμώνυμα πέφυκε, σκαιά, τὰ δὲ δεξιὰ κληθέντα, οὕτω καὶ τὸ τῆς παρανοίας ὡς ἓν ἐν ἡμῖν πεφυκὸς εἶδος ἡγησαμένω τὼ λόγω, ὁ μὲν τὸ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τεμνόμενος μέρος, πάλιν τοῦτο τέμνων οὐκ ἐπανῆκεν πρὶν ἐν αὐτοῖς ἐφευρὼν ὀνομαζόμενον σκαιόν τινα ἔρωτα ἐλοιδόρησεν μάλ᾽ ἐν δίκῃ, ὁ δ᾽ εἰς τὰ ἐν δεξιᾷ τῆς μανίας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ὁμώνυμον μὲν ἐκείνῳ, θεῖον δ᾽ αὖ τινα ἔρωτα ἐφευρὼν καὶ [266b] προτεινάμενος ἐπῄνεσεν ὡς μεγίστων αἴτιον ἡμῖν ἀγαθῶν.
Φαῖδρος
ἀληθέστατα λέγεις.
Σωκράτης
τούτων δὴ ἔγωγε αὐτός τε ἐραστής, ὦ Φαῖδρε, τῶν διαιρέσεων καὶ συναγωγῶν, ἵνα οἷός τε ὦ λέγειν τε καὶ φρονεῖν: ἐάν τέ τιν᾽ ἄλλον ἡγήσωμαι δυνατὸν εἰς ἓν καὶ ἐπὶ πολλὰ πεφυκόθ᾽ ὁρᾶν, τοῦτον διώκω ‘κατόπισθε μετ᾽ ἴχνιον ὥστε θεοῖο.’ καὶ μέντοι καὶ τοὺς δυναμένους αὐτὸ δρᾶν εἰ μὲν ὀρθῶς ἢ μὴ προσαγορεύω, θεὸς οἶδε, καλῶ δὲ [266c] οὖν μέχρι τοῦδε διαλεκτικούς. τὰ δὲ νῦν παρὰ σοῦ τε καὶ Λυσίου μαθόντας εἰπὲ τί χρὴ καλεῖν: ἢ τοῦτο ἐκεῖνό ἐστιν ἡ λόγων τέχνη, ᾗ Θρασύμαχός τε καὶ οἱ ἄλλοι χρώμενοι σοφοὶ μὲν αὐτοὶ λέγειν γεγόνασιν, ἄλλους τε ποιοῦσιν, οἳ ἂν δωροφορεῖν αὐτοῖς ὡς βασιλεῦσιν ἐθέλωσιν;
Φαῖδρος
βασιλικοὶ μὲν ἇνδρες, οὐ μὲν δὴ ἐπιστήμονές γε ὧν ἐρωτᾷς. ἀλλὰ τοῦτο μὲν τὸ εἶδος ὀρθῶς ἔμοιγε δοκεῖς καλεῖν, διαλεκτικὸν καλῶν: τὸ δὲ ῥητορικὸν δοκεῖ μοι διαφεύγειν ἔθ᾽ ἡμᾶς.
[266d]Σωκράτης
πῶς φῄς; καλόν πού τι ἂν εἴη, ὃ τούτων ἀπολειφθὲν ὅμως τέχνῃ λαμβάνεται; πάντως δ᾽ οὐκ ἀτιμαστέον αὐτὸ σοί τε καὶ ἐμοί, λεκτέον δὲ τί μέντοι καὶ ἔστι τὸ λειπόμενον τῆς ῥητορικῆς.
Φαῖδρος
καὶ μάλα που συχνά, ὦ Σώκρατες, τά γ᾽ ἐν τοῖς βιβλίοις τοῖς περὶ λόγων τέχνης γεγραμμένοις.
Σωκράτης
καὶ καλῶς γε ὑπέμνησας. προοίμιον μὲν οἶμαι πρῶτον ὡς δεῖ τοῦ λόγου λέγεσθαι ἐν ἀρχῇ: ταῦτα λέγεις —ἦ γάρ; —τὰ κομψὰ τῆς τέχνης;
[266e]Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
δεύτερον δὲ δὴ διήγησίν τινα μαρτυρίας τ᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ, τρίτον τεκμήρια, τέταρτον εἰκότα: καὶ πίστωσιν οἶμαι καὶ ἐπιπίστωσιν λέγειν τόν γε βέλτιστον λογοδαίδαλον Βυζάντιον ἄνδρα.
Φαῖδρος
τὸν χρηστὸν λέγεις Θεόδωρον;
[267a]Σωκράτης
τί μήν; καὶ ἔλεγχόν γε καὶ ἐπεξέλεγχον ὡς ποιητέον ἐν κατηγορίᾳ τε καὶ ἀπολογίᾳ. τὸν δὲ κάλλιστον Πάριον Εὐηνὸν ἐς μέσον οὐκ ἄγομεν, ὃς ὑποδήλωσίν τε πρῶτος ηὗρεν καὶ παρεπαίνους—οἱ δ᾽ αὐτὸν καὶ παραψόγους φασὶν ἐν μέτρῳ λέγειν μνήμης χάριν—σοφὸς γὰρ ἁνήρ. Τεισίαν δὲ Γοργίαν τε ἐάσομεν εὕδειν, οἳ πρὸ τῶν ἀληθῶν τὰ εἰκότα εἶδον ὡς τιμητέα μᾶλλον, τά τε αὖ σμικρὰ μεγάλα καὶ τὰ μεγάλα σμικρὰ φαίνεσθαι ποιοῦσιν διὰ ῥώμην λόγου, [267b] καινά τε ἀρχαίως τά τ᾽ ἐναντία καινῶς, συντομίαν τε λόγων καὶ ἄπειρα μήκη περὶ πάντων ἀνηῦρον; ταῦτα δὲ ἀκούων ποτέ μου Πρόδικος ἐγέλασεν, καὶ μόνος αὐτὸς ηὑρηκέναι ἔφη ὧν δεῖ λόγων τέχνην: δεῖν δὲ οὔτε μακρῶν οὔτε βραχέων ἀλλὰ μετρίων.
Φαῖδρος
σοφώτατά γε, ὦ Πρόδικε.
Σωκράτης
Ἱππίαν δὲ οὐ λέγομεν; οἶμαι γὰρ ἂν σύμψηφον αὐτῷ καὶ τὸν Ἠλεῖον ξένον γενέσθαι.
Φαῖδρος
τί δ᾽ οὔ;
Σωκράτης
τὰ δὲ Πώλου πῶς φράσωμεν αὖ μουσεῖα λόγων—ὡς [267c] διπλασιολογίαν καὶ γνωμολογίαν καὶ εἰκονολογίαν —ὀνομάτων τε Λικυμνίων ἃ ἐκείνῳ ἐδωρήσατο πρὸς ποίησιν εὐεπείας;
Φαῖδρος
Πρωταγόρεια δέ, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἦν μέντοι τοιαῦτ᾽ ἄττα;
Σωκράτης
ὀρθοέπειά γέ τις, ὦ παῖ, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ καλά. τῶν γε μὴν οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων κεκρατηκέναι τέχνῃ μοι φαίνεται τὸ τοῦ Χαλκηδονίου σθένος, ὀργίσαι τε αὖ πολλοὺς ἅμα δεινὸς ἁνὴρ [267d] γέγονεν, καὶ πάλιν ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν, ὡς ἔφη: διαβάλλειν τε καὶ ἀπολύσασθαι διαβολὰς ὁθενδὴ κράτιστος. τὸ δὲ δὴ τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, ᾧ τινες μὲν ἐπάνοδον, ἄλλοι δ᾽ ἄλλο τίθενται ὄνομα.
Φαῖδρος
τὸ ἐν κεφαλαίῳ ἕκαστα λέγεις ὑπομνῆσαι ἐπὶ τελευτῆς τοὺς ἀκούοντας περὶ τῶν εἰρημένων;
Σωκράτης
ταῦτα λέγω, καὶ εἴ τι σὺ ἄλλο ἔχεις εἰπεῖν λόγων τέχνης πέρι.
Φαῖδρος
σμικρά γε καὶ οὐκ ἄξια λέγειν.
[268a]Σωκράτης
ἐῶμεν δὴ τά γε σμικρά: ταῦτα δὲ ὑπ᾽ αὐγὰς μᾶλλον ἴδωμεν, τίνα καὶ πότ᾽ ἔχει τὴν τῆς τέχνης δύναμιν.
Φαῖδρος
καὶ μάλα ἐρρωμένην, ὦ Σώκρατες, ἔν γε δὴ πλήθους συνόδοις.
Σωκράτης
ἔχει γάρ. ἀλλ᾽, ὦ δαιμόνιε, ἰδὲ καὶ σὺ εἰ ἄρα καὶ σοὶ φαίνεται διεστηκὸς αὐτῶν τὸ ἤτριον ὥσπερ ἐμοί.
Φαῖδρος
δείκνυε μόνον.
Σωκράτης
εἰπὲ δή μοι: εἴ τις προσελθὼν τῷ ἑταίρῳ σου Ἐρυξιμάχῳ ἢ τῷ πατρὶ αὐτοῦ Ἀκουμενῷ εἴποι ὅτι ‘ἐγὼ ἐπίσταμαι τοιαῦτ᾽ ἄττα σώμασι προσφέρειν, ὥστε θερμαίνειν [268b] τ᾽ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν, καὶ ἐὰν μὲν δόξῃ μοι, ἐμεῖν ποιεῖν, ἐὰν δ᾽ αὖ, κάτω διαχωρεῖν, καὶ ἄλλα πάμπολλα τοιαῦτα: καὶ ἐπιστάμενος αὐτὰ ἀξιῶ ἰατρικὸς εἶναι καὶ ἄλλον ποιεῖν ᾧ ἂν τὴν τούτων ἐπιστήμην παραδῶ,’ τί ἂν οἴει ἀκούσαντας εἰπεῖν;
Φαῖδρος
τί δ᾽ ἄλλο γε ἢ ἐρέσθαι εἰ προσεπίσταται καὶ οὕστινας δεῖ καὶ ὁπότε ἕκαστα τούτων ποιεῖν, καὶ μέχρι ὁπόσου;
Σωκράτης
εἰ οὖν εἴποι ὅτι ‘οὐδαμῶς: ἀλλ᾽ ἀξιῶ τὸν ταῦτα [268c] παρ᾽ ἐμοῦ μαθόντα αὐτὸν οἷόν τ᾽ εἶναι ποιεῖν ἃ ἐρωτᾷς;’
Φαῖδρος
εἰπεῖν ἂν οἶμαι ὅτι μαίνεται ἅνθρωπος, καὶ ἐκ βιβλίου ποθὲν ἀκούσας ἢ περιτυχὼν φαρμακίοις ἰατρὸς οἴεται γεγονέναι, οὐδὲν ἐπαΐων τῆς τέχνης.
Σωκράτης
τί δ᾽ εἰ Σοφοκλεῖ αὖ προσελθὼν καὶ Εὐριπίδῃ τις λέγοι ὡς ἐπίσταται περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν καὶ περὶ μεγάλου πάνυ σμικράς, ὅταν τε βούληται οἰκτράς, καὶ τοὐναντίον αὖ φοβερὰς καὶ ἀπειλητικὰς ὅσα τ᾽ [268d] ἄλλα τοιαῦτα, καὶ διδάσκων αὐτὰ τραγῳδίας ποίησιν οἴεται παραδιδόναι;
Φαῖδρος
καὶ οὗτοι ἄν, ὦ Σώκρατες, οἶμαι καταγελῷεν εἴ τις οἴεται τραγῳδίαν ἄλλο τι εἶναι ἢ τὴν τούτων σύστασιν πρέπουσαν ἀλλήλοις τε καὶ τῷ ὅλῳ συνισταμένην.
Σωκράτης
ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἀγροίκως γε οἶμαι λοιδορήσειαν, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν μουσικὸς ἐντυχὼν ἀνδρὶ οἰομένῳ ἁρμονικῷ εἶναι, ὅτι δὴ τυγχάνει ἐπιστάμενος ὡς οἷόν τε ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην [268e] χορδὴν ποιεῖν, οὐκ ἀγρίως εἴποι ἄν: ‘ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς,’ ἀλλ᾽ ἅτε μουσικὸς ὢν πρᾳότερον ὅτι ‘ὦ ἄριστε, ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ᾽ ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ἁρμονικὸν ἔσεσθαι, οὐδὲν μὴν κωλύει μηδὲ σμικρὸν ἁρμονίας ἐπαΐειν τὸν τὴν σὴν ἕξιν ἔχοντα: τὰ γὰρ πρὸ ἁρμονίας ἀναγκαῖα μαθήματα ἐπίστασαι ἀλλ᾽ οὐ τὰ ἁρμονικά.’
Φαῖδρος
ὀρθότατά γε.
[269a]Σωκράτης
οὐκοῦν καὶ ὁ Σοφοκλῆς τόν σφισιν ἐπιδεικνύμενον τὰ πρὸ τραγῳδίας ἂν φαίη ἀλλ᾽ οὐ τὰ τραγικά, καὶ ὁ Ἀκουμενὸς τὰ πρὸ ἰατρικῆς ἀλλ᾽ οὐ τὰ ἰατρικά.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν.
Σωκράτης
τί δὲ τὸν μελίγηρυν Ἄδραστον οἰόμεθα ἢ καὶ Περικλέα, εἰ ἀκούσειαν ὧν νυνδὴ ἡμεῖς διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων—βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν καὶ ὅσα ἄλλα διελθόντες ὑπ᾽ αὐγὰς ἔφαμεν εἶναι σκεπτέα—πότερον [269b] χαλεπῶς ἂν αὐτούς, ὥσπερ ἐγώ τε καὶ σύ, ὑπ᾽ ἀγροικίας ῥῆμά τι εἰπεῖν ἀπαίδευτον εἰς τοὺς ταῦτα γεγραφότας τε καὶ διδάσκοντας ὡς ῥητορικὴν τέχνην, ἢ ἅτε ἡμῶν ὄντας σοφωτέρους κἂν νῷν ἐπιπλῆξαι εἰπόντας: ‘ὦ Φαῖδρέ τε καὶ Σώκρατες, οὐ χρὴ χαλεπαίνειν ἀλλὰ συγγιγνώσκειν, εἴ τινες μὴ ἐπιστάμενοι διαλέγεσθαι ἀδύνατοι ἐγένοντο ὁρίσασθαι τί ποτ᾽ ἔστιν ῥητορική, ἐκ δὲ τούτου τοῦ πάθους τὰ πρὸ τῆς τέχνης ἀναγκαῖα μαθήματα ἔχοντες ῥητορικὴν ᾠήθησαν [269c] ηὑρηκέναι, καὶ ταῦτα δὴ διδάσκοντες ἄλλους ἡγοῦνταί σφισιν τελέως ῥητορικὴν δεδιδάχθαι, τὸ δὲ ἕκαστα τούτων πιθανῶς λέγειν τε καὶ τὸ ὅλον συνίστασθαι, οὐδὲν ἔργον ὄν, αὐτοὺς δεῖν παρ᾽ ἑαυτῶν τοὺς μαθητὰς σφῶν πορίζεσθαι ἐν τοῖς λόγοις’.
Φαῖδρος
ἀλλὰ μήν, ὦ Σώκρατες, κινδυνεύει γε τοιοῦτόν τι εἶναι τὸ τῆς τέχνης ἣν οὗτοι οἱ ἄνδρες ὡς ῥητορικὴν διδάσκουσίν τε καὶ γράφουσιν, καὶ ἔμοιγε δοκεῖς ἀληθῆ εἰρηκέναι: ἀλλὰ δὴ τὴν τοῦ τῷ ὄντι ῥητορικοῦ τε καὶ πιθανοῦ [269d] τέχνην πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι;
Σωκράτης
τὸ μὲν δύνασθαι, ὦ Φαῖδρε, ὥστε ἀγωνιστὴν τέλεον γενέσθαι, εἰκός—ἴσως δὲ καὶ ἀναγκαῖον—ἔχειν ὥσπερ τἆλλα: εἰ μέν σοι ὑπάρχει φύσει ῥητορικῷ εἶναι, ἔσῃ ῥήτωρ ἐλλόγιμος, προσλαβὼν ἐπιστήμην τε καὶ μελέτην, ὅτου δ᾽ ἂν ἐλλείπῃς τούτων, ταύτῃ ἀτελὴς ἔσῃ. ὅσον δὲ αὐτοῦ τέχνη, οὐχ ᾗ Λυσίας τε καὶ Θρασύμαχος πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος.
Φαῖδρος
ἀλλὰ πῇ δή;
[269e]Σωκράτης
κινδυνεύει, ὦ ἄριστε, εἰκότως ὁ Περικλῆς πάντων τελεώτατος εἰς τὴν ῥητορικὴν γενέσθαι.
Φαῖδρος
τί δή;
Σωκράτης
πᾶσαι ὅσαι μεγάλαι τῶν τεχνῶν προσδέονται [270a] ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι: τὸ γὰρ ὑψηλόνουν τοῦτο καὶ πάντῃ τελεσιουργὸν ἔοικεν ἐντεῦθέν ποθεν εἰσιέναι. ὃ καὶ Περικλῆς πρὸς τῷ εὐφυὴς εἶναι ἐκτήσατο: προσπεσὼν γὰρ οἶμαι τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρᾳ, μετεωρολογίας ἐμπλησθεὶς καὶ ἐπὶ φύσιν νοῦ τε καὶ διανοίας ἀφικόμενος, ὧν δὴ πέρι τὸν πολὺν λόγον ἐποιεῖτο Ἀναξαγόρας, ἐντεῦθεν εἵλκυσεν ἐπὶ τὴν τῶν λόγων τέχνην τὸ πρόσφορον αὐτῇ.
Φαῖδρος
πῶς τοῦτο λέγεις;
[270b]Σωκράτης
ὁ αὐτός που τρόπος τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς.
Φαῖδρος
πῶς δή;
Σωκράτης
ἐν ἀμφοτέραις δεῖ διελέσθαι φύσιν, σώματος μὲν ἐν τῇ ἑτέρᾳ, ψυχῆς δὲ ἐν τῇ ἑτέρᾳ, εἰ μέλλεις, μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ ἀλλὰ τέχνῃ, τῷ μὲν φάρμακα καὶ τροφὴν προσφέρων ὑγίειαν καὶ ῥώμην ἐμποιήσειν, τῇ δὲ λόγους τε καὶ ἐπιτηδεύσεις νομίμους πειθὼ ἣν ἂν βούλῃ καὶ ἀρετὴν παραδώσειν.
Φαῖδρος
τὸ γοῦν εἰκός, ὦ Σώκρατες, οὕτως.
[270c]Σωκράτης
ψυχῆς οὖν φύσιν ἀξίως λόγου κατανοῆσαι οἴει δυνατὸν εἶναι ἄνευ τῆς τοῦ ὅλου φύσεως;
Φαῖδρος
εἰ μὲν Ἱπποκράτει γε τῷ τῶν Ἀσκληπιαδῶν δεῖ τι πιθέσθαι, οὐδὲ περὶ σώματος ἄνευ τῆς μεθόδου ταύτης.
Σωκράτης
καλῶς γάρ, ὦ ἑταῖρε, λέγει: χρὴ μέντοι πρὸς τῷ Ἱπποκράτει τὸν λόγον ἐξετάζοντα σκοπεῖν εἰ συμφωνεῖ.
Φαῖδρος
φημί.
Σωκράτης
τὸ τοίνυν περὶ φύσεως σκόπει τί ποτε λέγει Ἱπποκράτης τε καὶ ὁ ἀληθὴς λόγος. ἆρ᾽ οὐχ ὧδε δεῖ διανοεῖσθαι [270d] περὶ ὁτουοῦν φύσεως: πρῶτον μέν, ἁπλοῦν ἢ πολυειδές ἐστιν οὗ πέρι βουλησόμεθα εἶναι αὐτοὶ τεχνικοὶ καὶ ἄλλον δυνατοὶ ποιεῖν, ἔπειτα δέ, ἂν μὲν ἁπλοῦν ᾖ, σκοπεῖν τὴν δύναμιν αὐτοῦ, τίνα πρὸς τί πέφυκεν εἰς τὸ δρᾶν ἔχον ἢ τίνα εἰς τὸ παθεῖν ὑπὸ τοῦ, ἐὰν δὲ πλείω εἴδη ἔχῃ, ταῦτα ἀριθμησάμενον, ὅπερ ἐφ᾽ ἑνός, τοῦτ᾽ ἰδεῖν ἐφ᾽ ἑκάστου, τῷ τί ποιεῖν αὐτὸ πέφυκεν ἢ τῷ τί παθεῖν ὑπὸ τοῦ;
Φαῖδρος
κινδυνεύει, ὦ Σώκρατες.
Σωκράτης
ἡ γοῦν ἄνευ τούτων μέθοδος ἐοίκοι ἂν ὥσπερ [270e] τυφλοῦ πορείᾳ. ἀλλ᾽ οὐ μὴν ἀπεικαστέον τόν γε τέχνῃ μετιόντα ὁτιοῦν τυφλῷ οὐδὲ κωφῷ, ἀλλὰ δῆλον ὡς, ἄν τῴ τις τέχνῃ λόγους διδῷ, τὴν οὐσίαν δείξει ἀκριβῶς τῆς φύσεως τούτου πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει: ἔσται δέ που ψυχὴ τοῦτο.
Φαῖδρος
τί μήν;
[271a]Σωκράτης
οὐκοῦν ἡ ἅμιλλα αὐτῷ τέταται πρὸς τοῦτο πᾶσα: πειθὼ γὰρ ἐν τούτῳ ποιεῖν ἐπιχειρεῖ. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
δῆλον ἄρα ὅτι ὁ Θρασύμαχός τε καὶ ὃς ἂν ἄλλος σπουδῇ τέχνην ῥητορικὴν διδῷ, πρῶτον πάσῃ ἀκριβείᾳ γράψει τε καὶ ποιήσει ψυχὴν ἰδεῖν, πότερον ἓν καὶ ὅμοιον πέφυκεν ἢ κατὰ σώματος μορφὴν πολυειδές: τοῦτο γάρ φαμεν φύσιν εἶναι δεικνύναι.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν.
Σωκράτης
δεύτερον δέ γε, ὅτῳ τί ποιεῖν ἢ παθεῖν ὑπὸ τοῦ πέφυκεν.
Φαῖδρος
τί μήν;
[271b]Σωκράτης
τρίτον δὲ δὴ διαταξάμενος τὰ λόγων τε καὶ ψυχῆς γένη καὶ τὰ τούτων παθήματα δίεισι πάσας αἰτίας, προσαρμόττων ἕκαστον ἑκάστῳ καὶ διδάσκων οἵα οὖσα ὑφ᾽ οἵων λόγων δι᾽ ἣν αἰτίαν ἐξ ἀνάγκης ἡ μὲν πείθεται, ἡ δὲ ἀπειθεῖ.
Φαῖδρος
κάλλιστα γοῦν ἄν, ὡς ἔοικ᾽, ἔχοι οὕτως.
Σωκράτης
οὔτοι μὲν οὖν, ὦ φίλε, ἄλλως ἐνδεικνύμενον ἢ λεγόμενον τέχνῃ ποτὲ λεχθήσεται ἢ γραφήσεται οὔτε τι [271c] ἄλλο οὔτε τοῦτο. ἀλλ᾽ οἱ νῦν γράφοντες, ὧν σὺ ἀκήκοας, τέχνας λόγων πανοῦργοί εἰσιν καὶ ἀποκρύπτονται, εἰδότες ψυχῆς πέρι παγκάλως: πρὶν ἂν οὖν τὸν τρόπον τοῦτον λέγωσί τε καὶ γράφωσι, μὴ πειθώμεθα αὐτοῖς τέχνῃ γράφειν.
Φαῖδρος
τίνα τοῦτον;
Σωκράτης
αὐτὰ μὲν τὰ ῥήματα εἰπεῖν οὐκ εὐπετές: ὡς δὲ δεῖ γράφειν, εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν καθ᾽ ὅσον ἐνδέχεται, λέγειν ἐθέλω.
Φαῖδρος
λέγε δή.
Σωκράτης
ἐπειδὴ λόγου δύναμις τυγχάνει ψυχαγωγία οὖσα, [271d] τὸν μέλλοντα ῥητορικὸν ἔσεσθαι ἀνάγκη εἰδέναι ψυχὴ ὅσα εἴδη ἔχει. ἔστιν οὖν τόσα καὶ τόσα, καὶ τοῖα καὶ τοῖα, ὅθεν οἱ μὲν τοιοίδε, οἱ δὲ τοιοίδε γίγνονται: τούτων δὲ δὴ οὕτω διῃρημένων, λόγων αὖ τόσα καὶ τόσα ἔστιν εἴδη, τοιόνδε ἕκαστον. οἱ μὲν οὖν τοιοίδε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε λόγων διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν ἐς τὰ τοιάδε εὐπειθεῖς, οἱ δὲ τοιοίδε διὰ τάδε δυσπειθεῖς: δεῖ δὴ ταῦτα ἱκανῶς νοήσαντα, μετὰ ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντα τε καὶ πραττόμενα, [271e] ὀξέως τῇ αἰσθήσει δύνασθαι ἐπακολουθεῖν, ἢ μηδὲν εἶναί πω πλέον αὐτῷ ὧν τότε ἤκουεν λόγων συνών. ὅταν δὲ εἰπεῖν τε ἱκανῶς ἔχῃ οἷος ὑφ᾽ οἵων πείθεται, παραγιγνόμενόν τε δυνατὸς ᾖ διαισθανόμενος ἑαυτῷ ἐνδείκνυσθαι ὅτι [272a] οὗτός ἐστι καὶ αὕτη ἡ φύσις περὶ ἧς τότε ἦσαν οἱ λόγοι, νῦν ἔργῳ παροῦσά οἱ, ᾗ προσοιστέον τούσδε ὧδε τοὺς λόγους ἐπὶ τὴν τῶνδε πειθώ, ταῦτα δ᾽ ἤδη πάντα ἔχοντι, προσλαβόντι καιροὺς τοῦ πότε λεκτέον καὶ ἐπισχετέον, βραχυλογίας τε αὖ καὶ ἐλεινολογίας καὶ δεινώσεως ἑκάστων τε ὅσα ἂν εἴδη μάθῃ λόγων, τούτων τὴν εὐκαιρίαν τε καὶ ἀκαιρίαν διαγνόντι, καλῶς τε καὶ τελέως ἐστὶν ἡ τέχνη ἀπειργασμένη, πρότερον δ᾽ οὔ: ἀλλ᾽ ὅτι ἂν αὐτῶν τις [272b] ἐλλείπῃ λέγων ἢ διδάσκων ἢ γράφων, φῇ δὲ τέχνῃ λέγειν, ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ. ‘τί δὴ οὖν; φήσει ἴσως ὁ συγγραφεύς, ὦ Φαῖδρέ τε καὶ Σώκρατες, δοκεῖ οὕτως; μὴ ἄλλως πως ἀποδεκτέον λεγομένης λόγων τέχνης;’
Φαῖδρος
ἀδύνατόν που, ὦ Σώκρατες, ἄλλως: καίτοι οὐ σμικρόν γε φαίνεται ἔργον.
Σωκράτης
ἀληθῆ λέγεις. τούτου τοι ἕνεκα χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν εἴ τίς πῃ [272c] ῥᾴων καὶ βραχυτέρα φαίνεται ἐπ᾽ αὐτὴν ὁδός, ἵνα μὴ μάτην πολλὴν ἀπίῃ καὶ τραχεῖαν, ἐξὸν ὀλίγην τε καὶ λείαν. ἀλλ᾽ εἴ τινά πῃ βοήθειαν ἔχεις ἐπακηκοὼς Λυσίου ἤ τινος ἄλλου, πειρῶ λέγειν ἀναμιμνῃσκόμενος.
Φαῖδρος
ἕνεκα μὲν πείρας ἔχοιμ᾽ ἄν, ἀλλ᾽ οὔτι νῦν γ᾽ οὕτως ἔχω.
Σωκράτης
βούλει οὖν ἐγώ τιν᾽ εἴπω λόγον ὃν τῶν περὶ ταῦτά τινων ἀκήκοα;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
λέγεται γοῦν, ὦ Φαῖδρε, δίκαιον εἶναι καὶ τὸ τοῦ λύκου εἰπεῖν.
[272d]Φαῖδρος
καὶ σύ γε οὕτω ποίει.
Σωκράτης
φασὶ τοίνυν οὐδὲν οὕτω ταῦτα δεῖν σεμνύνειν οὐδ᾽ ἀνάγειν ἄνω μακρὰν περιβαλλομένους: παντάπασι γάρ, ὃ καὶ κατ᾽ ἀρχὰς εἴπομεν τοῦδε τοῦ λόγου, ὅτι οὐδὲν ἀληθείας μετέχειν δέοι δικαίων ἢ ἀγαθῶν πέρι πραγμάτων, ἢ καὶ ἀνθρώπων γε τοιούτων φύσει ὄντων ἢ τροφῇ, τὸν μέλλοντα ἱκανῶς ῥητορικὸν ἔσεσθαι. τὸ παράπαν γὰρ οὐδὲν ἐν τοῖς δικαστηρίοις τούτων ἀληθείας μέλειν οὐδενί, ἀλλὰ τοῦ πιθανοῦ: [272e] τοῦτο δ᾽ εἶναι τὸ εἰκός, ᾧ δεῖν προσέχειν τὸν μέλλοντα τέχνῃ ἐρεῖν. οὐδὲ γὰρ αὐτὰ τὰ πραχθέντα δεῖν λέγειν ἐνίοτε, ἐὰν μὴ εἰκότως ᾖ πεπραγμένα, ἀλλὰ τὰ εἰκότα, ἔν τε κατηγορίᾳ καὶ ἀπολογίᾳ, καὶ πάντως λέγοντα τὸ δὴ εἰκὸς διωκτέον εἶναι, πολλὰ εἰπόντα χαίρειν τῷ ἀληθεῖ: τοῦτο γὰρ διὰ [273a] παντὸς τοῦ λόγου γιγνόμενον τὴν ἅπασαν τέχνην πορίζειν.
Φαῖδρος
αὐτά γε, ὦ Σώκρατες, διελήλυθας ἃ λέγουσιν οἱ περὶ τοὺς λόγους τεχνικοὶ προσποιούμενοι εἶναι: ἀνεμνήσθην γὰρ ὅτι ἐν τῷ πρόσθεν βραχέως τοῦ τοιούτου ἐφηψάμεθα, δοκεῖ δὲ τοῦτο πάμμεγα εἶναι τοῖς περὶ ταῦτα.
Σωκράτης
ἀλλὰ μὴν τόν γε Τεισίαν αὐτὸν πεπάτηκας ἀκριβῶς: εἰπέτω τοίνυν καὶ τόδε ἡμῖν ὁ Τεισίας, μή τι ἄλλο λέγει [273b] τὸ εἰκὸς ἢ τὸ τῷ πλήθει δοκοῦν.
Φαῖδρος
τί γὰρ ἄλλο;
Σωκράτης
τοῦτο δή, ὡς ἔοικε, σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικὸν ἔγραψεν ὡς ἐάν τις ἀσθενὴς καὶ ἀνδρικὸς ἰσχυρὸν καὶ δειλὸν συγκόψας, ἱμάτιον ἤ τι ἄλλο ἀφελόμενος, εἰς δικαστήριον ἄγηται, δεῖ δὴ τἀληθὲς μηδέτερον λέγειν, ἀλλὰ τὸν μὲν δειλὸν μὴ ὑπὸ μόνου φάναι τοῦ ἀνδρικοῦ συγκεκόφθαι, τὸν δὲ τοῦτο μὲν ἐλέγχειν ὡς μόνω ἤστην, ἐκείνῳ δὲ καταχρήσασθαι [273c] τῷ “πῶς δ᾽ ἂν ἐγὼ τοιόσδε τοιῷδε ἐπεχείρησα;” ὁ δ᾽ οὐκ ἐρεῖ δὴ τὴν ἑαυτοῦ κάκην, ἀλλά τι ἄλλο ψεύδεσθαι ἐπιχειρῶν τάχ᾽ ἂν ἔλεγχόν πῃ παραδοίη τῷ ἀντιδίκῳ. καὶ περὶ τἆλλα δὴ τοιαῦτ᾽ ἄττα ἐστὶ τὰ τέχνῃ λεγόμενα. οὐ γάρ, ὦ Φαῖδρε;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
φεῦ, δεινῶς γ᾽ ἔοικεν ἀποκεκρυμμένην τέχνην ἀνευρεῖν ὁ Τεισίας ἢ ἄλλος ὅστις δή ποτ᾽ ὢν τυγχάνει καὶ ὁπόθεν χαίρει ὀνομαζόμενος. ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, τούτῳ ἡμεῖς πότερον λέγωμεν ἢ μὴ—
[273d]Φαῖδρος
τὸ ποῖον;
Σωκράτης
ὅτι, ὦ Τεισία, πάλαι ἡμεῖς, πρὶν καὶ σὲ παρελθεῖν, τυγχάνομεν λέγοντες ὡς ἄρα τοῦτο τὸ εἰκὸς τοῖς πολλοῖς δι᾽ ὁμοιότητα τοῦ ἀληθοῦς τυγχάνει ἐγγιγνόμενον: τὰς δὲ ὁμοιότητας ἄρτι διήλθομεν ὅτι πανταχοῦ ὁ τὴν ἀλήθειαν εἰδὼς κάλλιστα ἐπίσταται εὑρίσκειν. ὥστ᾽ εἰ μὲν ἄλλο τι περὶ τέχνης λόγων λέγεις, ἀκούοιμεν ἄν: εἰ δὲ μή, οἷς νυνδὴ διήλθομεν πεισόμεθα, ὡς ἐὰν μή τις τῶν τε ἀκουσομένων [273e] τὰς φύσεις διαριθμήσηται, καὶ κατ᾽ εἴδη τε διαιρεῖσθαι τὰ ὄντα καὶ μιᾷ ἰδέᾳ δυνατὸς ᾖ καθ᾽ ἓν ἕκαστον περιλαμβάνειν, οὔ ποτ᾽ ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι καθ᾽ ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ. ταῦτα δὲ οὐ μή ποτε κτήσηται ἄνευ πολλῆς πραγματείας: ἣν οὐχ ἕνεκα τοῦ λέγειν καὶ πράττειν πρὸς ἀνθρώπους δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφρονα, ἀλλὰ τοῦ θεοῖς κεχαρισμένα μὲν λέγειν δύνασθαι, κεχαρισμένως δὲ πράττειν τὸ πᾶν εἰς δύναμιν. οὐ γὰρ δὴ ἄρα, ὦ Τεισία, φασὶν οἱ σοφώτεροι ἡμῶν, ὁμοδούλοις δεῖ χαρίζεσθαι [274a] μελετᾶν τὸν νοῦν ἔχοντα, ὅτι μὴ πάρεργον, ἀλλὰ δεσπόταις ἀγαθοῖς τε καὶ ἐξ ἀγαθῶν. ὥστ᾽ εἰ μακρὰ ἡ περίοδος, μὴ θαυμάσῃς: μεγάλων γὰρ ἕνεκα περιιτέον, οὐχ ὡς σὺ δοκεῖς. ἔσται μήν, ὡς ὁ λόγος φησίν, ἐάν τις ἐθέλῃ, καὶ ταῦτα κάλλιστα ἐξ ἐκείνων γιγνόμενα.
Φαῖδρος
παγκάλως ἔμοιγε δοκεῖ λέγεσθαι, ὦ Σώκρατες, εἴπερ οἷός τέ τις εἴη.
Σωκράτης
ἀλλὰ καὶ ἐπιχειροῦντί τοι τοῖς καλοῖς καλὸν καὶ [274b] πάσχειν ὅτι ἄν τῳ συμβῇ παθεῖν.
Φαῖδρος
καὶ μάλα.
Σωκράτης
οὐκοῦν τὸ μὲν τέχνης τε καὶ ἀτεχνίας λόγων πέρι ἱκανῶς ἐχέτω.
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
τὸ δ᾽ εὐπρεπείας δὴ γραφῆς πέρι καὶ ἀπρεπείας, πῇ γιγνόμενον καλῶς ἂν ἔχοι καὶ ὅπῃ ἀπρεπῶς, λοιπόν. ἦ γάρ;
Φαῖδρος
ναί.
Σωκράτης
οἶσθ᾽ οὖν ὅπῃ μάλιστα θεῷ χαριῇ λόγων πέρι πράττων ἢ λέγων;
Φαῖδρος
οὐδαμῶς: σὺ δέ;
[274c]Σωκράτης
ἀκοήν γ᾽ ἔχω λέγειν τῶν προτέρων, τὸ δ᾽ ἀληθὲς αὐτοὶ ἴσασιν. εἰ δὲ τοῦτο εὕροιμεν αὐτοί, ἆρά γ᾽ ἂν ἔθ᾽ ἡμῖν μέλοι τι τῶν ἀνθρωπίνων δοξασμάτων;
Φαῖδρος
γελοῖον ἤρου: ἀλλ᾽ ἃ φῂς ἀκηκοέναι λέγε.
Σωκράτης
ἤκουσα τοίνυν περὶ Ναύκρατιν τῆς Αἰγύπτου γενέσθαι τῶν ἐκεῖ παλαιῶν τινα θεῶν, οὗ καὶ τὸ ὄρνεον ἱερὸν ὃ δὴ καλοῦσιν Ἶβιν: αὐτῷ δὲ ὄνομα τῷ δαίμονι εἶναι Θεύθ. τοῦτον δὴ πρῶτον ἀριθμόν τε καὶ λογισμὸν εὑρεῖν καὶ [274d] γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν, ἔτι δὲ πεττείας τε καὶ κυβείας, καὶ δὴ καὶ γράμματα. βασιλέως δ᾽ αὖ τότε ὄντος Αἰγύπτου ὅλης Θαμοῦ περὶ τὴν μεγάλην πόλιν τοῦ ἄνω τόπου ἣν οἱ Ἕλληνες Αἰγυπτίας Θήβας καλοῦσι, καὶ τὸν θεὸν Ἄμμωνα, παρὰ τοῦτον ἐλθὼν ὁ Θεὺθ τὰς τέχνας ἐπέδειξεν, καὶ ἔφη δεῖν διαδοθῆναι τοῖς ἄλλοις Αἰγυπτίοις: ὁ δὲ ἤρετο ἥντινα ἑκάστη ἔχοι ὠφελίαν, διεξιόντος δέ, ὅτι καλῶς ἢ μὴ [274e] καλῶς δοκοῖ λέγειν, τὸ μὲν ἔψεγεν, τὸ δ᾽ ἐπῄνει. πολλὰ μὲν δὴ περὶ ἑκάστης τῆς τέχνης ἐπ᾽ ἀμφότερα Θαμοῦν τῷ Θεὺθ λέγεται ἀποφήνασθαι, ἃ λόγος πολὺς ἂν εἴη διελθεῖν: ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ τοῖς γράμμασιν ἦν, ‘τοῦτο δέ, ὦ βασιλεῦ, τὸ μάθημα,’ ἔφη ὁ Θεύθ, ‘σοφωτέρους Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει: μνήμης τε γὰρ καὶ σοφίας φάρμακον ηὑρέθη.’ ὁ δ᾽ εἶπεν: ‘ὦ τεχνικώτατε Θεύθ, ἄλλος μὲν τεκεῖν δυνατὸς τὰ τέχνης, ἄλλος δὲ κρῖναι τίν᾽ ἔχει μοῖραν βλάβης τε καὶ ὠφελίας τοῖς μέλλουσι χρῆσθαι: καὶ νῦν [275a] σύ, πατὴρ ὢν γραμμάτων, δι᾽ εὔνοιαν τοὐναντίον εἶπες ἢ δύναται. τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν ὑπ᾽ ἀλλοτρίων τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ᾽ αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους: οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες. σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις: πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες [275b] εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες, καὶ χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν.’
Φαῖδρος
ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως σὺ Αἰγυπτίους καὶ ὁποδαποὺς ἂν ἐθέλῃς λόγους ποιεῖς.
Σωκράτης
οἱ δέ γ᾽, ὦ φίλε, ἐν τῷ τοῦ Διὸς τοῦ Δωδωναίου ἱερῷ δρυὸς λόγους ἔφησαν μαντικοὺς πρώτους γενέσθαι. τοῖς μὲν οὖν τότε, ἅτε οὐκ οὖσι σοφοῖς ὥσπερ ὑμεῖς οἱ νέοι, ἀπέχρη δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν ὑπ᾽ εὐηθείας, εἰ μόνον [275c] ἀληθῆ λέγοιεν: σοὶ δ᾽ ἴσως διαφέρει τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός. οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς, εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει;
Φαῖδρος
ὀρθῶς ἐπέπληξας, καί μοι δοκεῖ περὶ γραμμάτων ἔχειν ᾗπερ ὁ Θηβαῖος λέγει.
Σωκράτης
οὐκοῦν ὁ τέχνην οἰόμενος ἐν γράμμασι καταλιπεῖν, καὶ αὖ ὁ παραδεχόμενος ὥς τι σαφὲς καὶ βέβαιον ἐκ γραμμάτων ἐσόμενον, πολλῆς ἂν εὐηθείας γέμοι καὶ τῷ ὄντι τὴν Ἄμμωνος μαντείαν ἀγνοοῖ, πλέον τι οἰόμενος εἶναι λόγους [275d] γεγραμμένους τοῦ τὸν εἰδότα ὑπομνῆσαι περὶ ὧν ἂν ᾖ τὰ γεγραμμένα.
Φαῖδρος
ὀρθότατα.
Σωκράτης
δεινὸν γάρ που, ὦ Φαῖδρε, τοῦτ᾽ ἔχει γραφή, καὶ ὡς ἀληθῶς ὅμοιον ζωγραφίᾳ. καὶ γὰρ τὰ ἐκείνης ἔκγονα ἕστηκε μὲν ὡς ζῶντα, ἐὰν δ᾽ ἀνέρῃ τι, σεμνῶς πάνυ σιγᾷ. ταὐτὸν δὲ καὶ οἱ λόγοι: δόξαις μὲν ἂν ὥς τι φρονοῦντας αὐτοὺς λέγειν, ἐὰν δέ τι ἔρῃ τῶν λεγομένων βουλόμενος μαθεῖν, ἕν τι σημαίνει μόνον ταὐτὸν ἀεί. ὅταν δὲ ἅπαξ [275e] γραφῇ, κυλινδεῖται μὲν πανταχοῦ πᾶς λόγος ὁμοίως παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν, ὡς δ᾽ αὕτως παρ᾽ οἷς οὐδὲν προσήκει, καὶ οὐκ ἐπίσταται λέγειν οἷς δεῖ γε καὶ μή. πλημμελούμενος δὲ καὶ οὐκ ἐν δίκῃ λοιδορηθεὶς τοῦ πατρὸς ἀεὶ δεῖται βοηθοῦ: αὐτὸς γὰρ οὔτ᾽ ἀμύνασθαι οὔτε βοηθῆσαι δυνατὸς αὑτῷ.
Φαῖδρος
καὶ ταῦτά σοι ὀρθότατα εἴρηται.
[276a]Σωκράτης
τί δ᾽; ἄλλον ὁρῶμεν λόγον τούτου ἀδελφὸν γνήσιον, τῷ τρόπῳ τε γίγνεται, καὶ ὅσῳ ἀμείνων καὶ δυνατώτερος τούτου φύεται;
Φαῖδρος
τίνα τοῦτον καὶ πῶς λέγεις γιγνόμενον;
Σωκράτης
ὃς μετ᾽ ἐπιστήμης γράφεται ἐν τῇ τοῦ μανθάνοντος ψυχῇ, δυνατὸς μὲν ἀμῦναι ἑαυτῷ, ἐπιστήμων δὲ λέγειν τε καὶ σιγᾶν πρὸς οὓς δεῖ.
Φαῖδρος
τὸν τοῦ εἰδότος λόγον λέγεις ζῶντα καὶ ἔμψυχον, οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλον ἄν τι λέγοιτο δικαίως.
[276b]Σωκράτης
παντάπασι μὲν οὖν. τόδε δή μοι εἰπέ: ὁ νοῦν ἔχων γεωργός, ὧν σπερμάτων κήδοιτο καὶ ἔγκαρπα βούλοιτο γενέσθαι, πότερα σπουδῇ ἂν θέρους εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν χαίροι θεωρῶν καλοὺς ἐν ἡμέραισιν ὀκτὼ γιγνομένους, ἢ ταῦτα μὲν δὴ παιδιᾶς τε καὶ ἑορτῆς χάριν δρῴη ἄν, ὅτε καὶ ποιοῖ: ἐφ᾽ οἷς δὲ ἐσπούδακεν, τῇ γεωργικῇ χρώμενος ἂν τέχνῃ, σπείρας εἰς τὸ προσῆκον, ἀγαπῴη ἂν ἐν ὀγδόῳ μηνὶ ὅσα ἔσπειρεν τέλος λαβόντα;
[276c]Φαῖδρος
οὕτω που, ὦ Σώκρατες, τὰ μὲν σπουδῇ, τὰ δὲ ὡς ἑτέρως ἂν ᾗ λέγεις ποιοῖ.
Σωκράτης
τὸν δὲ δικαίων τε καὶ καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐπιστήμας ἔχοντα τοῦ γεωργοῦ φῶμεν ἧττον νοῦν ἔχειν εἰς τὰ ἑαυτοῦ σπέρματα;
Φαῖδρος
ἥκιστά γε.
Σωκράτης
οὐκ ἄρα σπουδῇ αὐτὰ ἐν ὕδατι γράψει μέλανι σπείρων διὰ καλάμου μετὰ λόγων ἀδυνάτων μὲν αὑτοῖς λόγῳ βοηθεῖν, ἀδυνάτων δὲ ἱκανῶς τἀληθῆ διδάξαι.
Φαῖδρος
οὔκουν δὴ τό γ᾽ εἰκός.
[276d]Σωκράτης
οὐ γάρ: ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐν γράμμασι κήπους, ὡς ἔοικε, παιδιᾶς χάριν σπερεῖ τε καὶ γράψει, ὅταν δὲ γράφῃ, ἑαυτῷ τε ὑπομνήματα θησαυριζόμενος, εἰς τὸ λήθης γῆρας ἐὰν ἵκηται, καὶ παντὶ τῷ ταὐτὸν ἴχνος μετιόντι, ἡσθήσεταί τε αὐτοὺς θεωρῶν φυομένους ἁπαλούς: ὅταν δὲ ἄλλοι παιδιαῖς ἄλλαις χρῶνται, συμποσίοις τε ἄρδοντες αὑτοὺς ἑτέροις τε ὅσα τούτων ἀδελφά, τότ᾽ ἐκεῖνος, ὡς ἔοικεν, ἀντὶ τούτων οἷς λέγω παίζων διάξει.
[276e]Φαῖδρος
παγκάλην λέγεις παρὰ φαύλην παιδιάν, ὦ Σώκρατες, τοῦ ἐν λόγοις δυναμένου παίζειν, δικαιοσύνης τε καὶ ἄλλων ὧν λέγεις πέρι μυθολογοῦντα.
Σωκράτης
ἔστι γάρ, ὦ φίλε Φαῖδρε, οὕτω: πολὺ δ᾽ οἶμαι καλλίων σπουδὴ περὶ αὐτὰ γίγνεται, ὅταν τις τῇ διαλεκτικῇ τέχνῃ χρώμενος, λαβὼν ψυχὴν προσήκουσαν, φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ᾽ ἐπιστήμης λόγους, οἳ ἑαυτοῖς τῷ τε φυτεύσαντι [277a] βοηθεῖν ἱκανοὶ καὶ οὐχὶ ἄκαρποι ἀλλὰ ἔχοντες σπέρμα, ὅθεν ἄλλοι ἐν ἄλλοις ἤθεσι φυόμενοι τοῦτ᾽ ἀεὶ ἀθάνατον παρέχειν ἱκανοί, καὶ τὸν ἔχοντα εὐδαιμονεῖν ποιοῦντες εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα.
Φαῖδρος
πολὺ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτι κάλλιον λέγεις.
Σωκράτης
νῦν δὴ ἐκεῖνα ἤδη, ὦ Φαῖδρε, δυνάμεθα κρίνειν, τούτων ὡμολογημένων.
Φαῖδρος
τὰ ποῖα;
Σωκράτης
ὧν δὴ πέρι βουληθέντες ἰδεῖν ἀφικόμεθα εἰς τόδε, ὅπως τὸ Λυσίου τε ὄνειδος ἐξετάσαιμεν τῆς τῶν λόγων [277b] γραφῆς πέρι, καὶ αὐτοὺς τοὺς λόγους οἳ τέχνῃ καὶ ἄνευ τέχνης γράφοιντο. τὸ μὲν οὖν ἔντεχνον καὶ μὴ δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως.
Φαῖδρος
ἔδοξέ γε δή: πάλιν δὲ ὑπόμνησόν με πῶς.
Σωκράτης
πρὶν ἄν τις τό τε ἀληθὲς ἑκάστων εἰδῇ πέρι ὧν λέγει ἢ γράφει, κατ᾽ αὐτό τε πᾶν ὁρίζεσθαι δυνατὸς γένηται, ὁρισάμενός τε πάλιν κατ᾽ εἴδη μέχρι τοῦ ἀτμήτου τέμνειν ἐπιστηθῇ, περί τε ψυχῆς φύσεως διιδὼν κατὰ ταὐτά, τὸ [277c] προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει εἶδος ἀνευρίσκων, οὕτω τιθῇ καὶ διακοσμῇ τὸν λόγον, ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ παναρμονίους διδοὺς λόγους, ἁπλοῦς δὲ ἁπλῇ, οὐ πρότερον δυνατὸν τέχνῃ ἔσεσθαι καθ᾽ ὅσον πέφυκε μεταχειρισθῆναι τὸ λόγων γένος, οὔτε τι πρὸς τὸ διδάξαι οὔτε τι πρὸς τὸ πεῖσαι, ὡς ὁ ἔμπροσθεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν τοῦτό γε οὕτω πως ἐφάνη.
[277d]Σωκράτης
τί δ᾽ αὖ περὶ τοῦ καλὸν ἢ αἰσχρὸν εἶναι τὸ λόγους λέγειν τε καὶ γράφειν, καὶ ὅπῃ γιγνόμενον ἐν δίκῃ λέγοιτ᾽ ἂν ὄνειδος ἢ μή, ἆρα οὐ δεδήλωκεν τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπροσθεν—
Φαῖδρος
τὰ ποῖα;
Σωκράτης
ὡς εἴτε Λυσίας ἤ τις ἄλλος πώποτε ἔγραψεν ἢ γράψει ἰδίᾳ ἢ δημοσίᾳ νόμους τιθείς, σύγγραμμα πολιτικὸν γράφων καὶ μεγάλην τινὰ ἐν αὐτῷ βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν, οὕτω μὲν ὄνειδος τῷ γράφοντι, εἴτε τίς φησιν εἴτε μή: τὸ γὰρ ἀγνοεῖν ὕπαρ τε καὶ ὄναρ δικαίων [277e] καὶ ἀδίκων πέρι καὶ κακῶν καὶ ἀγαθῶν οὐκ ἐκφεύγει τῇ ἀληθείᾳ μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι, οὐδὲ ἂν ὁ πᾶς ὄχλος αὐτὸ ἐπαινέσῃ.
Φαῖδρος
οὐ γὰρ οὖν.
Σωκράτης
ὁ δέ γε ἐν μὲν τῷ γεγραμμένῳ λόγῳ περὶ ἑκάστου παιδιάν τε ἡγούμενος πολλὴν ἀναγκαῖον εἶναι, καὶ οὐδένα πώποτε λόγον ἐν μέτρῳ οὐδ᾽ ἄνευ μέτρου μεγάλης ἄξιον σπουδῆς γραφῆναι, οὐδὲ λεχθῆναι ὡς οἱ ῥαψῳδούμενοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς πειθοῦς ἕνεκα ἐλέχθησαν, ἀλλὰ τῷ [278a] ὄντι αὐτῶν τοὺς βελτίστους εἰδότων ὑπόμνησιν γεγονέναι, ἐν δὲ τοῖς διδασκομένοις καὶ μαθήσεως χάριν λεγομένοις καὶ τῷ ὄντι γραφομένοις ἐν ψυχῇ περὶ δικαίων τε καὶ καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἐν μόνοις ἡγούμενος τό τε ἐναργὲς εἶναι καὶ τέλεον καὶ ἄξιον σπουδῆς: δεῖν δὲ τοὺς τοιούτους λόγους αὑτοῦ λέγεσθαι οἷον ὑεῖς γνησίους εἶναι, πρῶτον μὲν τὸν ἐν αὑτῷ, ἐὰν εὑρεθεὶς ἐνῇ, ἔπειτα εἴ τινες τούτου ἔκγονοί [278b] τε καὶ ἀδελφοὶ ἅμα ἐν ἄλλαισιν ἄλλων ψυχαῖς κατ᾽ ἀξίαν ἐνέφυσαν: τοὺς δὲ ἄλλους χαίρειν ἐῶν—οὗτος δὲ ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ κινδυνεύει, ὦ Φαῖδρε, εἶναι οἷον ἐγώ τε καὶ σὺ εὐξαίμεθ᾽ ἂν σέ τε καὶ ἐμὲ γενέσθαι.
Φαῖδρος
παντάπασι μὲν οὖν ἔγωγε βούλομαί τε καὶ εὔχομαι ἃ λέγεις.
Σωκράτης
οὐκοῦν ἤδη πεπαίσθω μετρίως ἡμῖν τὰ περὶ λόγων: καὶ σύ τε ἐλθὼν φράζε Λυσίᾳ ὅτι νὼ καταβάντε ἐς τὸ Νυμφῶν νᾶμά τε καὶ μουσεῖον ἠκούσαμεν λόγων, οἳ ἐπέστελλον [278c] λέγειν Λυσίᾳ τε καὶ εἴ τις ἄλλος συντίθησι λόγους, καὶ Ὁμήρῳ καὶ εἴ τις ἄλλος αὖ ποίησιν ψιλὴν ἢ ἐν ᾠδῇ συντέθηκε, τρίτον δὲ Σόλωνι καὶ ὅστις ἐν πολιτικοῖς λόγοις νόμους ὀνομάζων συγγράμματα ἔγραψεν: εἰ μὲν εἰδὼς ᾗ τὸ ἀληθὲς ἔχει συνέθηκε ταῦτα, καὶ ἔχων βοηθεῖν, εἰς ἔλεγχον ἰὼν περὶ ὧν ἔγραψε, καὶ λέγων αὐτὸς δυνατὸς τὰ γεγραμμένα φαῦλα ἀποδεῖξαι, οὔ τι τῶνδε ἐπωνυμίαν ἔχοντα δεῖ [278d] λέγεσθαι τὸν τοιοῦτον, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ οἷς ἐσπούδακεν ἐκείνων.
Φαῖδρος
τίνας οὖν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῷ νέμεις;
Σωκράτης
τὸ μὲν σοφόν, ὦ Φαῖδρε, καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν: τὸ δὲ ἢ φιλόσοφον ἢ τοιοῦτόν τι μᾶλλόν τε ἂν αὐτῷ καὶ ἁρμόττοι καὶ ἐμμελεστέρως ἔχοι.
Φαῖδρος
καὶ οὐδέν γε ἀπὸ τρόπου.
Σωκράτης
οὐκοῦν αὖ τὸν μὴ ἔχοντα τιμιώτερα ὧν συνέθηκεν ἢ ἔγραψεν ἄνω κάτω στρέφων ἐν χρόνῳ, πρὸς ἄλληλα [278e] κολλῶν τε καὶ ἀφαιρῶν, ἐν δίκῃ που ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα ἢ νομογράφον προσερεῖς;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
ταῦτα τοίνυν τῷ ἑταίρῳ φράζε.
Φαῖδρος
τί δὲ σύ; πῶς ποιήσεις; οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τὸν σὸν ἑταῖρον δεῖ παρελθεῖν.
Σωκράτης
τίνα τοῦτον;
Φαῖδρος
Ἰσοκράτη τὸν καλόν: ᾧ τί ἀπαγγελεῖς, ὦ Σώκρατες; τίνα αὐτὸν φήσομεν εἶναι;
Σωκράτης
νέος ἔτι, ὦ Φαῖδρε, Ἰσοκράτης: ὃ μέντοι μαντεύομαι [279a] κατ᾽ αὐτοῦ, λέγειν ἐθέλω.
Φαῖδρος
τὸ ποῖον δή;
Σωκράτης
δοκεῖ μοι ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους τὰ τῆς φύσεως, ἔτι τε ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι: ὥστε οὐδὲν ἂν γένοιτο θαυμαστὸν προϊούσης τῆς ἡλικίας εἰ περὶ αὐτούς τε τοὺς λόγους, οἷς νῦν ἐπιχειρεῖ, πλέον ἢ παίδων διενέγκοι τῶν πώποτε ἁψαμένων λόγων, ἔτι τε εἰ αὐτῷ μὴ ἀποχρήσαι ταῦτα, ἐπὶ μείζω δέ τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ θειοτέρα: φύσει γάρ, ὦ φίλε, ἔνεστί τις φιλοσοφία [279b] τῇ τοῦ ἀνδρὸς διανοίᾳ. ταῦτα δὴ οὖν ἐγὼ μὲν παρὰ τῶνδε τῶν θεῶν ὡς ἐμοῖς παιδικοῖς Ἰσοκράτει ἐξαγγέλλω, σὺ δ᾽ ἐκεῖνα ὡς σοῖς Λυσίᾳ.
Φαῖδρος
ταῦτ᾽ ἔσται: ἀλλὰ ἴωμεν, ἐπειδὴ καὶ τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν.
Σωκράτης
οὐκοῦν εὐξαμένῳ πρέπει τοῖσδε πορεύεσθαι;
Φαῖδρος
τί μήν;
Σωκράτης
ὦ φίλε Πάν τε καὶ ἄλλοι ὅσοι τῇδε θεοί, δοίητέ μοι καλῷ γενέσθαι τἄνδοθεν: ἔξωθεν δὲ ὅσα ἔχω, τοῖς ἐντὸς [279c] εἶναί μοι φίλια. πλούσιον δὲ νομίζοιμι τὸν σοφόν: τὸ δὲ χρυσοῦ πλῆθος εἴη μοι ὅσον μήτε φέρειν μήτε ἄγειν δύναιτο ἄλλος ἢ ὁ σώφρων.
ἔτ᾽ ἄλλου του δεόμεθα, ὦ Φαῖδρε; ἐμοὶ μὲν γὰρ μετρίως ηὖκται.
Φαῖδρος
καὶ ἐμοὶ ταῦτα συνεύχου: κοινὰ γὰρ τὰ τῶν φίλων.
Σωκράτης
ἴωμεν.
Η Μεταφυσική του έρωτος και του καλού κατά τον Φαίδρο
του Ιωάννου- Νικολάου Μπούσουλα
του Ιωάννου- Νικολάου Μπούσουλα
Παραπομπές
Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τόμ. Δ, σελ. 744
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα «Χρονολόγηση πλατωνικών έργων», σ. 98 Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1964
[229b-230a].
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, όπ.π. σ. 252
Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 172, 2003, ISBN 960-7760-91-3
Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 177, 2003, ISBN 960-7760-91-3
Αναφορές
[1] Ήταν η προσωποποίηση του Βόρειου ανέμου, ενώ κατά τον Ελλάνικο ήταν η προσωποποίηση του όρους Βόρα της Μακεδονίας. Ως προσωποποίηση του βορείου ανέμου ήταν αδελφός του Ζέφυρου (δυτικού), του Εύρου (νοτιοανατολικού) και του Νότου (νότιου). Παρουσιάζονταν ως γενειοφόρος με φτερά στα χέρια και τα πόδια. Ο Βορέας σε μια επιδρομή του στην Αθήνα, άρπαξε την κόρη του βασιλιά της Αθήνας, Ερεχθέα, Ωρείθυια ενώ αυτή μάζευε άνθη στον Ιλισό. Τη μετέφερε στη Θράκη και έκανε 6 παιδιά μαζί της στον Αίμο, το Βούτη, το Λυκούργο, την Κλεοπάτρα, τη Χιόνη και τους δυο Βορεάδες Αργοναύτες, το Ζήτη και τον Καλάι. Υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στο Βορέα, στη Μεγαλόπολη, στους Θούριους, ενώ λατρεύονταν και στην Αθήνα, όπου θεωρούνταν γαμπρός. Πέρα από το σπήλαιο στον Αίμο, όπου κατοικούσε, υπήρχε άντρο του στη Σκυθία και κοίτη του στον Καύκασο.
[2] Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ωρείθυια, που σημαίνει «αυτή που τρέχει σαν τρελή στο βουνό» («η εν τω όρει ως μανιώδης τρέχουσα»), αναφέρονται τέσσερα πρόσωπα: Μία από τις θυγατέρες του βασιλιά των Αθηνών Ερεχθέως και της συζύγου του Πραξιθέας. Ανάμεσα στα αδέλφια της Ωρειθυίας συγκαταλέγονται ο Κέκρωπας ο νεότερος, ο Άλκωνας, ο Ορνέας, ο Θέσπιος, ο Ευπάλαμος, ο Πάνδωρος, ο Μητίωνας, η Μερόπη, η Κρέουσα, η Πρόκρις και η Πρωτογένεια. Η Ωρείθυια αυτή απάχθηκε από τον Βορέα, τον θεό του βόρειου ανέμου, στις όχθες του Ιλισού. Ο Βορέας τη μετέφερε στον «Βράχο του Σαρπηδόνα», κοντά στον ποταμό Εργίνο, στη Θράκη. Εκεί την τύλιξε μέσα σε ένα σύννεφο και ενώθηκε βίαια μαζί της. Το ζευγάρι απέκτησε δίδυμους γιους, τον Ζήτη και τον Κάλαϊ, καθώς και δύο κόρες, τη Χιόνη και την Κλεοπάτρα. Ο Αισχύλος έγραψε ένα σατυρικό δράμα σχετικώς με το περιστατικό, την «Ωρείθυια», το οποίο έχει χαθεί. Ο Πλάτων αναφέρει κάπως ειρωνικά ότι ίσως υπάρχει μία λογική εξήγηση της ιστορίας: η Ωρείθυια μπορεί να έπεσε και να σκοτώθηκε στα βράχια του Ιλισού όταν φύσηξε μια δυνατή ριπή βοριά, και έτσι να ειπώθηκε ότι «την πήρε ο Βορέας». Προσθέτει και μια άλλη εκδοχή, κατά την οποία η αρπαγή της Ωρειθυίας έγινε όχι στον Ιλισό αλλά στον `Αρειο Πάγο (εκδοχή θεωρούμενη μεταγενέστερη και λιγότερο σοβαρή από τους νεότερους μελετητές).
[3] Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι.
[4] Στην Ελληνική μυθολογία, η Τερψιχόρη ήταν μία από τις εννέα Μούσες, η μούσα του χορού και των δραματικών χορικών. Συνήθως απεικονίζεται καθισμένη και κρατώντας μια λύρα. Μερικές φορές αναφέρεται ως μητέρα των Σειρήνων. Το όνομά της προέρχεται από το ρήμα τέρπω (ευφραίνω) και το ουσιαστικό χορός.
[5] Η Ερατώ ήταν μία από τις Εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν η Μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων. Απεικονίζεται με μία λύρα. Κατά τον Ησίοδο (Θεογον. 78) είναι κόρη του Διός και της Τιτανίδος Μνημοσύνης. Εθεωρείτο προστάτιδα του γάμου και του έρωτα. Ακόμα θεωρείται εφευρέτης του χορού, των προς τους θεούς ύμνων και γενικότερα προστάτρια της Ποίησης. Κύριο σύμβολό της ήταν η λύρα, αλλά και η κιθάρα, η φόρμιγξ και η βάρβιτος.Απεικονίζεται πάντοτε όρθια και ενίοτε σχεδόν τελείως γυμνή. Η Μούσα Ερατώ είναι αυτή που επινόησε τα ερωτικά ποιήματα, το γάμο, την ποίηση, την μουσική και την διαλεκτική. Το όνομα Ερατώ προέρχεται από το ρήμα έρεσθαι και από τη λέξη έρως και εραστής. Τη ζωγράφιζαν καθιστή, να φορά στεφάνι από τριαντάφυλλα, με τη λύρα και το τόξο του έρωτος στα χέρια και την επιγραφή "Έρατώ Ψάλτριαν". Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ξεκινά το τρίτο κεφάλαιο του τέταρτου μέρους στα Αργοναυτικά με τους στίχους: ...«Και τώρα Μούσα Ερατώ, έλα κοντά μας και πες μας πώς ο Ιάσονας ...έφερε το χρυσόμαλλο Δέρας... από τον ερωτά του στη Μήδεια ... γιατί έχεις τις χάρες της Κύπριδας Αφροδίτης... και φέρνεις τη μαγεία στα ανύπαντρα κορίτσια...».
[6] Κατά τον Ησίοδο η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και ευγενέστερη από τις 9 Μούσες. Προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής, καθώς και όλων των καλών τεχνών (Καλλιέπουσα). Την Μούσα Καλλιόπη ιδιαίτερα την επικαλούνταν οι ραψωδοί προκειμένου να τους βοηθήσει στην έμπνευση. Με την επίκλησή της ξεκινούν και τα Ομηρικά έπη. Αν και παρθένος κατά μερικούς η Καλλιόπη φέρεται κατ΄ άλλους ως μητέρα του Ιολέμου, εκ του Απόλλωνα, ή του Ορφέα ή του Λίνου, του Υμεναίου και του Κομαθέοντα. Πολλοί ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν και τον Όμηρο ως γιο της. Στις παραστάσεις της απεικονίζεται με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα με στέφανο δάφνινο ή χρυσό κρατώντας ή βιβλίο σε κύλινδρο ή πινάκιο και γραφίδα και συχνά με τα έπη του Ομήρου στους πόδες της. Αυτή η παράσταση με πινάκιο και γραφίδα ενέπνευσε αργότερα την απεικόνιση της «Δόξας των Ψαρών» στον αγώνα του 1821, αλλά και πολλούς αγιογράφους σε παραστάσεις αγγέλων κατά τη Θεία Κρίση.
[7] Στην Ελληνική μυθολογία, η Ουρανία είναι μία από τις εννιά ιερές Μούσες του Ελικώνα, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης. Θεωρούνταν ιδεατή ανθρωπόμορφη θεά, εφευρέτης και προστάτης της Αστρονομίας και της Αστρολογίας. Συνήθως απεικονίζεται φορώντας αστεροειδή στέφανο και εσθήτα κυανή, κρατώντας στο αριστερό χέρι παγκόσμια σφαίρα και στο δεξιό διαβήτη, που αποτελούν και τα «ιερά» σύμβολά της. Φέρεται ως μητέρα του Υμεναίου, από τον Διόνυσο, και του Λίνου από τον Απόλλωνα. Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν στην Ουρανία και μαντικές δυνάμεις. Κατοικία της ήταν ο ουράνιος θόλος, εξ ου και το όνομά της. Επίσης «Ουρανίδες» ή «Ουρανίωνες» ονόμαζαν οι αρχαίοι τους 6 γιους και τις 7 κόρες του Ουρανού και της Γαίας, δηλαδή τους Τιτάνες (Ωκεανός, Κοίος, Υπερίων, Κρίος, Ιαπετός, Κρόνος) και και τις Τιτανίδες (Τηθύς, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη, Διώνη και Θεία). Tην ίδια δε ονομασία απέδιδαν εξ ίσου και σε όλους τους θεούς που κατοικούσαν στον ουρανό («Θεοί Ουρανίωνες», Ιλιάδα Α 570).
[8] Ο Θευθ ήταν αιγυπτιακή θεότητα που αναφέρεται στο στο τέλος της μακρόσυρτης φιλοσοφικής συζήτησης στο Πλατωνικό Φαίδρο, στο γνωστό φιλοσοφικό μύθο «Ο Θευθ ανακαλύπτει το αλφάβητο». Ο μύθος έρχεται να πάρει επάνω του έργο ακατόρθωτο από το λόγο που δεν μπορεί να περιαδράξει και να να το σφίξει μέσα στα όρια του: να αποπερατώσει δηλαδή με το δικό του τρόπο το διάλογο, αφού ο λόγος δεν έχει ποτέ τέλος». Ο θεός Θευθ βρήκε στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι 'Ελληνες την ξέρουν ως Θήβα αιγυπτιακή και τον θεό της ως Άμμωνα κι του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Όταν η συζήτηση έφτασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στη μνήμη». Όμως ο βασιλιάς Θαμούς, μεταξύ άλλων του είπε, «αυτό που με τη βοήθειά σου θ΄αποχτήσουν οι μαθητές είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου, κι όχι αληθινή· γιατί σωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροι τους δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».
[9] Η Ναύκρατις ήταν αρχαία πόλη και λιμάνι της Αιγύπτου στην Μεσόγειο στον Βολβίτιον βραχίονα του Νείλου, 75 χλμ., ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από Μιλήσιους μισθοφόρους, τους οποίους εγκατέλειψε στην περιοχή ο φαραώ Ψαμμήτιχος Α΄. Σύμφωνα όμως με τον Ηρόδοτο στην ίδρυση της πόλης περί το 550 π.Χ. εκτός από τους Μιλησίους συμμετείχαν και άλλες ιωνικές πόλεις όπως η (Χίος, η Φώκαια, η Ρόδος, η Κνίδος, η Αλικαρνασσός) κ.α.
[10] Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διάφορους μύθους για το ποιος δημιούργησε το πρώτο αλφάβητο: Η Αθηνά, ο Προμηθέας, ο Ορφέας, οι Μούσες, ο Κέκροπας, ο Σίσυφος, ο Φοίνιξ και η κόρη του Ακταίωνα. Στη γραπτή παράδοση, υπάρχουν οι εξής εκδοχές. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο Πλίνιο, ο Επιγένης υποστήριζε ότι η γραφή ήταν γνωστή στους Ασσύριους 720.000 χρόνια πριν από την εποχή του. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν τη γραφή ως δώρο του θεού Θωθ (αντίστοιχος του ελληνικού Ερμή), ο οποίος δημιούργησε τα γράμματα του αλφαβήτου. Ο Αντικλείδης υποστήριξε επίσης την ανακάλυψη του αλφαβήτου από τους Αιγυπτίους και συγκεκριμένα από κάποιον Μένωνα που έδρασε δεκαπέντε χρόνια πριν τον Φορωνέα, γιο του Ινάχου. Ο Θεόκριτος λέει ότι τα γράμματα τα δίδαξε στους γεροντότερους ο Λίνος, ενώ ο Διόδωρος και ο Ηρόδοτος λένε ότι τα γράμματα τα έφερε από τη Φοινίκη ο Κάδμος. Σύμφωνα με τον Πυθόδωρο, ο Δαναός έφερε τα γράμματα, πριν από τον Κάδμο, από τη Φοινίκη. Άλλοι λένε ότι ο Κάδμος από τη Μίλητο επινόησε το ελληνικό αλφάβητο, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτός επινόησε μόνον τα γράμματα Θ, Φ και Χ και πως οι τρεις Μοίρες δημιούργησαν τα γράμματα Α, Β, Η, Τ, Ι και Υ. Ο Σιμωνίδης λέγεται ότι πρόσθεσε τα γράμματα Ζ, Ξ, Θ, Φ, Χ, Ε, Ο, Υ, Η και Ω στο ελληνικό αλφάβητο και ο Επίχαρμος ανακάλυψε τα γράμματα Π, Ζ, Ξ, Ψ, Θ, Φ και Χ. Κατά έναν άλλο μύθο, τα γράμματα «έπεσαν» από τον ουρανό στην «πόλη του Φοίνικα» κοντά στην Έφεσο ενώ ο Δοσιάδης ισχυριζόταν ότι τα ανακάλυψαν οι κάτοικοι της αρχαίας Κρήτης. Μερικοί αρχαίοι σχολιαστές υποστήριξαν ότι η γραφή ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από την εποχή του Βελλεροφόντη, ίσως και ενωρίτερα, αφού αυτός μετέφερε επιστολή του Πρωτέα στον βασιλιά της Λυδίας.
[11] Ως Θήβαι της Αιγύπτου (Θῆβαι αρχαιοελλην. μεταγραφή, εννοείται η αρχαία πόλη Νιούτ στην Αιγυπτιακή (niwt) (Η) Πόλη και Νιούτ ρεσέτ (niwt-rst) (Η) Νότια Πόλη. βρίσκεται περίπου 800 χλμ νότια της Μεσογείου, στην ανατολική όχθη του Νείλου.
[12] Ο Άμων, Άμμων επίσης Άμεν, Ιμν (ο Κρυμμένος) και Αμούν (Κοπτ.) υπήρξε κύρια θεότητα των Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου, όχι όμως και ασήμαντη στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Περιορισμένης εμβέλειας στο Παλαιό Βασίλειο και τη θρησκευτική ιδεολογία της ηλιουπολιτικής Εννεάδας φαίνεται πως απέκτησε δύναμη μετά την ενδέκατη δυναστεία (2000 Π.Κ.Ε./π.Χ.) και την εγκαθίδρυση του πάνθεου της Ογδοάδας της Ερμούπολης. Κατά την περίοδο της δέκατης όγδοης δυναστείας ο Άμων έγινε ευρύτερα γνωστός, εξαιτίας της πολιτικής κυριαρχίας της Άνω Αιγύπτου επί της Κάτω Αιγύπτου, συνδέθηκε με τα τέσσερα στοιχεία, απέκτησε ναό στο Καρνάκ και καταγράφηκε σε ασσυροβαβυλωνιακά κείμενα. Συνδέθηκε από το ιερατείο με τον Ρα, προκειμένου να διεκδικηθεί προς όφελός του η πνευματική εξουσία και τα χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης αιγυπτιακής θεότητας, προκαλώντας την αντίδραση του ιερατείου του Ρα και πολλών Φαραώ. Η σύγκρουση που επήλθε ως αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης επέφερε την καταστροφή των ναών του Άμωνα, της κατάργηση των Θηβών ως πρωτεύουσας της αρχαίας Αιγύπτου και επιβολή του ενοθεϊσμού του Ατέν. Μετά τον θάνατο του Ακενατόν η λατρεία του επανήλθε στο προσκήνιο και ο Άμων λατρευόταν ως Άμων Ρα. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους ως Ζευς Άμμων και διέθετε δικούς του ναούς, όπως φαίνεται από την περίπτωση του Ωρωπού και του Γυθείου.