ΦΩΤ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Η ιστορία του πανίσχυρου ηγεμόνα της Μεγάλης Ελλάδας: Οι πόλεμοι, η απολυταρχία και η άνοδος των Συρακουσών
Η ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας- των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία- είναι ένα κεφάλαιο σχετικά άγνωστο σε πολλούς: Η παρουσία του ελληνισμού στη Δύση έχει διάρκεια αιώνων, με κάποιες από τις ελληνικές πόλεις της «Magna Grecia», όπως θα γινόταν γνωστή στα λατινικά, να εξελίσσονται σε πραγματικά κοσμήματα της Μεσογείου, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στην περιοχή για πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την πτώση τους μπροστά στη δύναμη της Ρώμης.
Η ιστορία των Ελλήνων της Δύσης είναι μακρά και περιλαμβάνει επιτεύγματα και γεγονότα αντίστοιχα αυτών των Ελλήνων του Αιγαίου και της Ανατολής: Από τις θαυμαστές πόλεις μέχρι τους γενικευμένους πολέμους με ξένες δυνάμεις που επιδίωκαν την κυριαρχία στη Μεσόγειο, και από τις εμφύλιες συγκρούσεις και τα δαιδαλώδη πολιτικά παιχνίδια μεταξύ ισχυρών ηγεμόνων μέχρι την ανάπτυξη των γραμμάτων, του εμπορίου και των τεχνών, η ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον «ψηφιδωτό»- και οι πρωταγωνιστές της ήταν πολλοί και έμειναν στην ιστορία, δεδομένου ότι στις ελληνικές πόλεις της Δύσης παρουσιάστηκαν στοιχεία τα οποία θα καθιερώνονταν αργότερα στα ελληνιστικά βασίλεια, όπως η ισχυρή μοναρχία (υπό τη μορφή της τυραννίας, ωστόσο, αντί της βασιλείας), η συγκεντρωτική εξουσία, η στρατολόγηση και συντήρηση μεγάλων στρατών, η εξέλιξη καινοτόμων στρατιωτικών τεχνολογιών (βαριά πολεμικά πλοία, πολεμικές μηχανές κλπ) κ.α.
Μεταξύ αυτών, δεσπόζει ένας αμφιλεγόμενος ηγεμόνας- ένας τύραννος που γράφτηκε στην ιστορία τόσο για τις πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητές του, όσο και για την άκρατη φιλοδοξία, το αδίστακτο του χαρακτήρα του και την απολυταρχία του καθεστώτος του: Ο λόγος για τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο- τον πανίσχυρο τύραννο των Συρακουσών.
Η δύναμη των Συρακουσών
Η πόλη των Συρακουσών είναι η πλέον γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας: Ιδρυθείσα τον 8ο αιώνα από Κορίνθιους αποίκους, ήταν η ισχυρότερη των ελληνικών πόλεων της Δύσης και μία από τις σημαντικότερες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου γενικότερα.
Με έκταση διπλή της Αθήνας και πληθυσμό μεγαλύτερο όλων των ελληνικών πόλεων της εποχής, οι Συρακούσες αποτελούσαν μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Μεσογείου κατά τον 4ο πΧ αιώνα- σε μεγάλο βαθμό χάρη στους τυράννους τους, που είχαν θέσει στη σφαίρα επιρροής τους τις περισσότερες πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας.
Κομβικής σημασίας σε αυτό ήταν η προσωπικότητα του Γέλωνα, τυράννου της Γέλας ο οποίος πήρε την εξουσία και στις Συρακούσες το 485 πΧ, και προχώρησε στη δημιουργία ενός ισχυρού συνασπισμού μεταξύ Συρακουσών, Γέλας και Ακράγαντα- των τριών ισχυρότερων πόλεων της Σικελίας.
Ο συνασπισμός αυτός ήρθε σε σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους- τον μεγάλο αντίπαλο των Ελλήνων της Δύσης- και τους συνέτριψε το 480 πΧ στη μάχη της Ιμέρας, δίνοντας τέλος για σχεδόν έναν αιώνα στα σχέδια της ισχυρής δύναμης της βόρειας Αφρικής για επέκταση στη Σικελία.
Ακολούθησαν διαμάχες μεταξύ των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά και συγκρούσεις με τους γηγενείς κατοίκους της Σικελίας, από τις οποίες αναδείχθηκαν κυρίαρχη δύναμη οι Συρακούσες. Ωστόσο, η αντιπαλότητα μεταξύ των ελληνικών πόλεων της Δύσης και οι εξελίξεις του Πελοποννησιακού Πολέμου αποτέλεσαν αντίστοιχα την αφορμή και τα αίτια της μεγάλης Σικελικής Εκστρατείας των Αθηναίων το 415-413 πΧ.
Οι Συρακούσες, ως μεγάλη δύναμη της Σικελίας, βρέθηκαν απέναντι στους Αθηναίους, η τελική πανωλεθρία των οποίων (με τη βοήθεια της Σπάρτης) επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε ο Ερμοκράτης, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί χειρισμοί του οποίου ανέδειξαν τις Συρακούσες νικητή της μεγάλης αναμέτρησης και ισχυρό σύμμαχο της Σπάρτης. Ωστόσο, κατά την απουσία του με μοίρα του στόλου στο Αιγαίο έγινε πραξικόπημα με σκοπό την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στην πόλη- και το τελικό αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης που ακολούθησε ήταν η εδραίωση μιας «εύθραυστης» δημοκρατίας στην πόλη.
Η πρώτη και η δεύτερη καρχηδονιακή εισβολή
Τις εξελίξεις αυτές παρακολουθούσε λεπτομερώς η Καρχηδόνα, η οποία εκμεταλλεύτηκε τις συγκυρίες για να επιστρέψει στη Σικελία: Ο Αννίβας, γιος του Αμίλκα που είχε σκοτωθεί στη μάχη της Ιμέρας, εκμεταλλεύτηκε την έκκληση για βοήθεια από τις πόλεις που είχαν συμμαχήσει με την Αθήνα και φοβούνταν την εκδίκηση των Συρακουσών και ενεπλάκη στις συγκρούσεις μεταξύ Σελινούντα και Έγεστας, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μεγάλη καρχηδονιακή εισβολή του 409 πΧ- όταν μια μεγάλη καρχηδονιακή αρμάδα αποβίβασε 100.000 πεζούς και 4.000 ιππείς στο Λιλύβαιον, στη δυτική Σικελία.Το μέγεθος της καρχηδονιακής εισβολής αιφνιδίασε τον Σελινούντα, που ζήτησε τη βοήθεια των Συρακουσών και άλλων πόλεων- ωστόσο η πόλη έπεσε στους Καρχηδονίους, με αποτέλεσμα τη λεηλασία και καταστροφή της. Ακολούθως, ο Αννίβας στράφηκε κατά της Ιμέρας, η οποία επίσης έπεσε, παρά τη βοήθεια των Συρακουσίων.
Εν τέλει, ο Καρχηδόνιος ηγέτης επέστρεψε στην Καρχηδόνα με λάφυρα, αφήνοντας πίσω τους Σικανούς και Καμπανούς συμμάχους του, έχοντας καταστρέψει δύο από τις λαμπρότερες και ισχυρότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας.
Παράλληλα, στις Συρακούσες επικρατούσε αναβρασμός, λόγω της καρχηδονιακής απειλής- και σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερμοκράτης επιχείρησε να επιστρέψει στην πόλη: Έχοντας συγκεντρώσει στρατό, απελευθέρωσε τον Σελινούντα, εγκαθιστώντας σε αυτόν όσους Σελινούντιους είχαν γλιτώσει, και χτυπώντας άλλες περιοχές που είχαν καταλάβει οι Καρχηδόνιοι εισβολείς (μεταξύ άλλων, εξεστράτευσε και στην Ιμέρα, από όπου συνέλεξε τα οστά των νεκρών Συρακουσίων).
Έχοντας αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του, προσπάθησε να επιστρέψει στην πόλη- ωστόσο, ο δήμος, αν και έδιωξε τον μεγάλο του αντίπαλο, Διοκλή, δεν του επέτρεψε να επανέλθει, φοβούμενος πως θα γινόταν ξανά τύραννος. Ως εκ τούτου, ο Ερμοκράτης προσπάθησε να πάρει ξανά την εξουσία πραξικοπηματικά, με νυχτερινή έφοδο στην πόλη- κατά την οποία όμως σκοτώθηκε. Αργότερα επέστρεψε ο Διοκλής, που επέβαλε ο ίδιος τυραννία.
Ωστόσο, η καρχηδονιακή απειλή δεν είχε τελειώσει: Έχοντας θέσει τις βάσεις για την εδραίωσή της στο νησί με την πρώτη εισβολή, η Καρχηδόνα ετοίμασε το έδαφος για τη δεύτερη, επιδιδόμενη μάλιστα σε διαπραγματεύσεις με την Αθήνα για να αποτρέψει την παροχή πελοποννησιακής βοήθειας στη Σικελία. Εν τέλει, η δεύτερη εισβολή έγινε το 406 πΧ, με επικεφαλής ξανά τον Αννίβα και τον Ιμίλκωνα.
Σε πρώτη φάση οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους φάνηκαν να αναχαιτίζουν την εισβολή, νικώντας τον καρχηδονιακό στόλο σε ναυμαχία, ωστόσο στη συνέχεια ο Αννίβας πραγματοποίησε αντιπερισπασμό απειλώντας τις ίδιες τις Συρακούσες και καταφέρνοντας έτσι να περάσει τον στρατό του (γύρω στους 120.000 άνδρες) στη Σικελία, όπου πολιόρκησε άλλη μια μεγάλη ελληνική πόλη, τον Ακράγαντα.
Προς βοήθεια έσπευσε ο στρατός των Συρακουσίων και των συμμάχων τους, που νίκησαν σε μάχη τους Καρχηδονίους, ωστόσο λόγω σειράς λαθών το στράτευμα των εισβολέων απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή.
Στο ελληνικό στρατόπεδο υπήρξε σύγχυση και διαμάχες μεταξύ των στρατηγών των συμμαχικών δυνάμεων, ενώ στο μεταξύ οι Καρχηδόνιοι έστησαν ενέδρα στην νηοπομπή που μετέφερε εφόδια από τις Συρακούσες, μεταβάλλοντας την κατάσταση: Πλέον ο Ακράγαντας έμενε χωρίς εφόδια για να αντέξει πολιορκία, με την απειλή να συνεχίζει να υφίσταται. Λόγω συγκρούσεων στο εσωτερικό του ελληνικού στρατοπέδου (τις οποίες θεωρείται πως υποδαύλισαν οι Καρχηδόνιοι με δωροδοκίες), οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν.
Εν τέλει, παρά τη νίκη των Ελλήνων στη μάχη που είχε προηγηθεί, οι Ακραγαντίνοι εγκατέλειψαν την πόλη τους, καθώς η αντίσταση θεωρήθηκε μάταιη- και όπως ήταν αναμενόμενο, οι Καρχηδόνιοι επέστρεψαν και κυρίευσαν τον ανυπεράσπιστο Ακράγαντα, τον οποίο και λεηλάτησαν (αλλά δεν κατέστρεψαν όπως τον Σελινούντα, καθώς ο Ιμίλκων ήθελε να βγάλει τον χειμώνα εκεί). Η είδηση της πτώσης του Ακράγαντα προκάλεσε πανικό στους Έλληνες της Σικελίας.
Η άνοδος του Διονυσίου
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάσταση για τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ήταν εξαιρετικά δυσμενής: Οι Καρχηδόνιοι φαίνονταν να έχουν επιτύχει όλους τους σκοπούς τους, καταστρέφοντας τη μια ελληνική πόλη μετά την άλλη, ενώ στις Συρακούσες, την ισχυρότερη ελληνική πόλη, δεν φαινόταν να υπάρχει ικανή ηγεσία- μάλιστα οι στρατηγοί είχαν πέσει σε δυσμένεια, εξαιτίας της αποτυχίας στον Ακράγαντα.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκε ένας μέχρι τότε σχετικά άγνωστος υποστηρικτής του Ερμοκράτη, ο οποίος είχε καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από την τελευταία, πραξικοπηματική ενέργεια του αρχηγού του – και μάλιστα είχε διακριθεί ως πολεμιστής στον Ακράγαντα.
Επρόκειτο για τον Διονύσιο- ο οποίος κατηγόρησε στην Εκκλησία του Δήμου τους στρατηγούς ως προδότες, αλλά και τους επιφανέστερους πολίτες της πόλης ως εχθρούς της δημοκρατίας, που ήθελαν να επιβάλουν ολιγαρχικό καθεστώς. Ο πύρινος λόγος του προκάλεσε την αντίδραση των αρχόντων, που του επέβαλαν πρόστιμο επί τόπου- το οποίο όμως προσφέρθηκε να πληρώσει (όπως και όλα τα άλλα που μπορεί να ακολουθούσαν) ο πλούσιος φίλος του, Φίλιστος.
Ο Διονύσιος συνέχισε τον λόγο του, συγκλονίζοντας τον δήμο και κερδίζοντας την υποστήριξή του, ώστε να καθαιρεθούν με συνοπτικές διαδικασίες οι στρατηγοί και να εκλεγούν άλλοι, μεταξύ των οποίων ο ίδιος. Το πρώτο που έκανε ήταν να φέρει πίσω τους εξόριστους, ώστε να ενισχύσει τον στρατό (και παράλληλα τις τάξεις των υποστηρικτών του). Στη συνέχεια άρχισε να κατηγορεί τους άλλους στρατηγούς ότι επιδίδονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Καρχηδονίους- κερδίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη στήριξη των πολιτών.
Την εξουσία του ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η έκκληση της Γέλας για βοήθεια, καθώς φοβόταν επίθεση των Καρχηδονίων: Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια της πόλης, κερδίζοντας την εύνοια της εκεί δημοκρατικής παράταξης και μετά επέστρεψε στις Συρακούσες, όπου ανακοίνωσε πως εγκατέλειπε τη στρατηγία επειδή, όπως ισχυρίστηκε, ενώ ο ίδιος αγωνιζόταν για να προστατέψει την πόλη από τον εξωτερικό εχθρό, οι άρχοντές της έκαναν κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Έτσι, έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να του δώσει το αξίωμα του στρατηγού-αυτοκράτορα: Ο Διονύσιος είχε πλέον αναλάβει την ανώτατη εξουσία.
Το πρώτο που έκανε ήταν να διπλασιάσει τους μισθούς των στρατιωτών, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε ισχυρή σωματοφυλακή- τον προσωπικό του στρατό- και διέταξε επιστράτευση. Ακολούθως κέρδισε με τέχνασμα τη στήριξη της πόλης των Λεοντίνων (σκηνοθετώντας επίθεση εναντίον του, ενώ ο ίδιος εκστράτευε στην περιοχή) και άρχισε να βγάζει από τη μέση τους αντιπάλους του, εξορίζοντας ή εκτελώντας τους.
Ο μέχρι πρότινος σχετικά άγνωστος στρατιώτης είχε γίνει «κύριος του παιχνιδιού». Αλλά ο εξωτερικός κίνδυνος υπήρχε ακόμα, και πλησίαζε ξανά.
Η τρίτη καρχηδονιακή εισβολή
Η νέα επίθεση των Καρχηδονίων ήρθε το 405 πΧ, με τον Ιμίλκωνα να πολιορκεί τη Γέλα, η οποία αντιστεκόταν επιτυχώς. Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια με πολυάριθμο στράτευμα (ο στρατός των Συρακουσίων, μαζί με συμμάχους και μισθοφόρους): Για να καταστρέψει την εχθρική δύναμη κατέστρωσε ένα πολύπλοκο σχέδιο, που περιελάμβανε ταυτόχρονα πλήγματα από πέντε διαφορετικά σημεία, που περιελάμβαναν επίθεση στη θάλασσα και πέρασμα του ίδιου μέσα από την ίδια την πολιορκημένη Γέλα.
Ωστόσο, υπήρξε κακός συντονισμός σε ένα ούτως ή άλλως περίπλοκο σχέδιο, με αποτέλεσμα η επίθεση να αποτύχει, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε κρίθηκε πως η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, οπότε και αποφασίστηκε η πλήρης εκκένωση της πόλης- η οποία πραγματοποιήθηκε επιτυχώς, αφήνοντας την πόλη κενή στους Καρχηδονίους.
Στη συνέχεια ο Διονύσιος κατευθύνθηκε προς την Καμάρινα, την οποία εκκένωσε επίσης, παίρνοντας τους κατοίκους με όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους στις Συρακούσες. Οι ενέργειες αυτές ωστόσο δυσαρεστούσαν τον στρατό, ο οποίος περίμενε από τον νέο ηγέτη του μεγάλες νίκες, και αντ’αυτού έβλεπε ξανά αποτυχίες.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις Συρακούσες να γίνει στάση εναντίον του, στο πλαίσιο της οποίας οι αντίπαλοί του εισέβαλαν στο σπίτι του, έκλεψαν την περιουσία του και ατίμασαν τη γυναίκα του (κόρη του Ερμοκράτη, που είχε παντρευτεί πρόσφατα), η οποία αυτοκτόνησε. Ο Διονύσιος επέστρεψε ταχύτατα στην πόλη και αιφνιδίασε τους αντιπάλους του, εξοντώνοντάς τους.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων είχε πέσει επιδημία, με αποτέλεσμα ο Ιμίλκων να ζητήσει ειρήνη, ορίζοντας τις περιοχές μέχρι τις οποίες έφτανε η καρχηδονιακή κυριαρχία. Βάσει των όρων, ο Σελινούντας, ο Ακράγαντας, η Ιμέρα, η Γέλα και η Καμάρινα έμεναν χωρίς τείχη και γίνονταν υποτελείς στους Καρχηδονίους, οι οποίοι έπαιρναν και τις περιοχές των Ελύμων και των Σικανών. Στο πλαίσιο της συνθήκης ανταλλάχθηκαν επίσης αιχμάλωτοι.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα αρνητικό για τις Συρακούσες- ωστόσο ο Διονύσιος είχε καταφέρει να εδραιώσει την τυραννία του στην πόλη και να κερδίσει χρόνο.
Τύραννος των Συρακουσών
Ο Διονύσιος πλέον ήταν απόλυτος ηγεμόνας- και προχώρησε σε συστηματικά οχυρωματικά έργα, καθώς και σειρά μεταρρυθμίσεων σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, δημεύοντας και αναδιανέμοντας γαίες, απελευθερώνοντας δούλους και κάνοντάς τους πολίτες κ.α.
Η ΟΧΎΡΩΣΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΠΟΛΕΣ -ΣΥΡΑΚΟΥΣΑΙ ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ |
Η νησίδα Ορτυγία -Συρακούσες ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ |
Ωστόσο η επίθεση των Καμπανών μισθοφόρων έσπασε την πολιορκία, και ο Διονύσιος επιτέθηκε κατά των στασιαστών, νικώντας τους. Αυτή τη φορά ωστόσο επέλεξε να φανεί μεγαλόψυχος, υποσχόμενος αμνηστία σε όσους επέστρεφαν- και αρκετοί το έκαναν (αν και επίσης αρκετοί κατέφυγαν στην Αίτνα).
Τη θέση του Διονυσίου ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η άφιξη Σπαρτιάτη απεσταλμένου (σημειώνεται πως πρόσφατα είχε λάβει τέλος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, με επικράτηση των Σπαρτιατών), ο οποίος τον βοήθησε να εκθέσει ακόμα ευκολότερα όποιους αντιπάλους είχαν απομείνει, προσποιούμενος τον σύμμαχό τους. Εν τέλει, με τέχνασμα ο τύραννος πήρε από τους Συρακούσιους τα όπλα τους, τα οποία θα τους παραδίδονταν μόνο σε καιρό πολέμου.
Έχοντας σταθεροποιήσει την τυραννίδα, επέκτεινε την κυριαρχία του και στις άλλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας με σειρά εκστρατειών εναντίον τους, υποτάσσοντας πόλεις όπως η Κατάνη, η Νάξος και οι Λεοντίνοι- επιδιδόμενος πολλές φορές σε σκληρότατες ενέργειες, όπως η καταστροφή και ο εξανδραποδισμός της πόλης της Νάξου (της αρχαιότερης ελληνικής αποικίας της Σικελίας) ο εξαναγκασμός των κατοίκων των Λεοντίνων να εγκατασταθούν στις Συρακούσες κ.α.
Η ελληνική αντεπίθεση
Έχοντας «θωρακίσει» την εξουσία του, πέρασε το διάστημα από το 403 πΧ και μετά ετοιμαζόμενος για την αντεπίθεση στους Καρχηδονίους, οχυρώνοντας τις Συρακούσες όπως ποτέ άλλοτε (με ειδικότερη έμφαση στην Ορτυγία), κατασκευάζοντας σειρά ναυπηγείων/ ναυστάθμων και ναυπηγώντας έναν τεράστιο στόλο. Παράλληλα, ανέπτυξε σειρά πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και δημιούργησε πολυάριθμο στρατό, από Έλληνες και ξένους μισθοφόρους.Επίσης, έκλεισε ειρήνη με τις ελληνικές πόλεις που δεν είχε υποτάξει, συμμαχώντας μάλιστα με τη Μεσσήνη. Στο εσωτερικό μέτωπο, καλλιέργησε ατμόσφαιρα ευφορίας στις Συρακούσες, με γιορτές και συγκεντρώσεις, ενώ σταμάτησε να σκοτώνει και να εξορίζει πολίτες, προσπαθώντας να αφήσει πίσω το καθεστώς τρομοκρατίας. Στο μεταξύ, είχε δημιουργήσει εκτενές δίκτυο κατασκοπείας, χάρη στο οποίο έμαθε γρήγορα για τον λοιμό που είχε ξεσπάσει στην Καρχηδόνα.
Ήταν η στιγμή που περίμενε: Κάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε την άδειά της για να χτυπήσει τους Καρχηδόνιους, τονίζοντας πως ήταν προτιμότερο να προβούν σε ένα προληπτικό πλήγμα παρά να περιμένουν την επόμενη επίθεση.
Οι Συρακούσιοι πείστηκαν- και σε όλες τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας (ακόμα και στις υποτελείς στους Καρχηδόνιους) υπήρξε έξαρση μίσους κατά των αλλοεθνών, με δημεύσεις περιουσιών, πλήθη να σκοτώνουν Καρχηδόνιους εμπόρους και μετοίκους κ.ο.κ. Ακολούθησε τελεσίγραφο του Διονυσίου προς την Καρχηδόνα, με το οποίο απαιτούσε την απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων της Σικελίας.
Οι Καρχηδόνιοι αρνήθηκαν- και ο πόλεμος ήταν γεγονός, μόνο που αυτή τη φορά την πρωτοβουλία είχαν οι Έλληνες. Το 398 πΧ ο Διονύσιος χτύπησε τη Μοτύη- τη μεγάλη καρχηδονιακή βάση στη Σικελία- λαμβάνοντας κατά την εκστρατεία αυτήν (στην οποία είχε δώσει εθνικό χαρακτήρα, καθώς επιχειρούσε κάτι που κανένας άλλος Έλληνας ηγεμόνας της Σικελίας δεν είχε κάνει ξανά,δηλαδή να διώξει τους Καρχηδόνιους από τη Σικελία) τη στήριξη και άλλων ελληνικών πόλεων που μέχρι τότε ήταν αντίπαλοί του.
Οι Καρχηδόνιοι, υπό τον Ιμίλκωνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την εκστρατεία του Διονυσίου, στέλνοντας δύναμη εναντίον των ίδιων των Συρακουσών, για να χτυπήσει τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, ωστόσο, αν και η επιχείρηση πέτυχε εν μέρει, δεν έφερε αποτελέσματα, καθώς ο Διονύσιος συνέχισε την εκστρατεία του, γνωρίζοντας πως αν η Μοτύη έπεφτε, τότε θα κατέρρεε όλη η καρχηδονιακή επικράτεια.
Η μεγάλη αναμέτρηση δόθηκε στην ίδια τη Μοτύη, όπου ο Ιμίλκων με τον καρχηδονιακό στόλο προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Διονύσιο, κλείνοντας τον στόλο των Συρακουσών στον κόλπο- αλλά ο Διονύσιος πέρασε πλοία του πάνω από την ξηρά μέσω ξύλινων διαδρόμων και τα έβγαλε από άλλη πλευρά, καλύπτοντάς τα με πυκνά πυρά από τις πολεμικές μηχανές του.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν οι Καρχηδόνιοι να έρθουν αντιμέτωποι με το σύνολο του ελληνικού στόλου στην ανοιχτή θάλασσα- και το αποτέλεσμα ήταν η ήττα και φυγή τους, σφραγίζοντας έτσι την τύχη της Μοτύης.
Η πόλη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων της Σικελίας, οι οποίοι πήραν εκδίκηση για τις καταστροφές των μεγάλων ελληνικών πόλεων από τους Καρχηδόνιους τα επόμενα χρόνια, προβαίνοντας σε σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμό. Ο Διονύσιος στη συνέχεια επέστρεψε στις Συρακούσες το τέλος του καλοκαιριού, ενώ παράλληλα άφηνε τον αδελφό του, ναύαρχο Λεπτίνη, να πολιορκεί την Έγεστα και την Έντελλα.
Η πολιορκία των Συρακουσών και η συντριβή των Καρχηδονίων
Ο πόλεμος συνεχίστηκε και το 397 πΧ, με τους Καρχηδόνιους υπό τον Ιμίλκωνα να προβαίνουν σε μεγάλη αντεπίθεση (εκτιμάται πως ο στρατός τους ανερχόταν στους 130.000 άνδρες) , ανακαταλαμβάνοντας τη Μοτύη και κατασκευάζοντας μεγάλη βάση στο Λιλύβαιο. Μετά στράφηκαν προς τη Μεσσήνη, καταλαμβάνοντάς την- και πολλές σικελικές πόλεις αποστάτησαν από τη συμμαχία με τον Διονύσιο. Ο τύραννος των Συρακουσών παρόλα αυτά δεν πτοήθηκε και επιτέθηκε- ωστόσο ο στόλος του ηττήθηκε στη θάλασσα, χάνοντας 100 πλοία στα ανοιχτά της Κατάνης. Ο στρατός υποχώρησε στις Συρακούσες, από όπου ο Διονύσιος ζήτησε βοήθεια από τις πόλεις της Ελλάδας, ενώ έστειλε ανθρώπους του να στρατολογήσουν μισθοφόρους στην Πελοπόννησο.
Στο μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι βρίσκονταν προ των πυλών των ίδιων των Συρακουσών, φέρνοντας τον στρατό και τον στόλο τους κοντά στην πόλη και επιδιδόμενοι σε καταστροφές στα περίχωρα και «πόλεμο νεύρων»- ενώ παράλληλα έχτιζαν φρούρια για να σφίξουν τον κλοιό. Ωστόσο, από την Ελλάδα κατέφθασαν ενισχύσεις: 30 πλοία υπό τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Φαρακίδα, που έσπασαν τον ναυτικό αποκλεισμό. Ακολούθησε ναυμαχία, όπου οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Καρχηδόνιους ενώ ο Διονύσιος έλειπε- κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ζυμώσεις για ανατροπή της τυραννίας, με τους επίδοξους στασιαστές να στρέφονται στον Φαρακίδα. Ωστόσο, ο Φαρακίδας είχε φιλικές σχέσεις με τον Διονύσιο, και αρνήθηκε να βοηθήσει σε τέτοιο σχέδιο, λέγοντας πως σκοπός του ήταν να βοηθήσει εναντίον των Καρχηδονίων.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων εκδηλώθηκε επιδημία, και ο Διονύσιος χρησιμοποίησε την ευκαιρία αυτή για να αντεπιτεθεί- και το τελικό αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική ήττα του καρχηδονιακού στρατού και στόλου. Έχοντας ηττηθεί σε ξηρά και θάλασσα, οι Καρχηδόνιοι ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Διονύσιο προκειμένου να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν από τη Σικελία: Ο τύραννος των Συρακουσών δεν άφησε να πάει χαμένη η ευκαιρία να δώσει τέλος στη σύγκρουση με «εύκολο» τρόπο, οπότε δέχτηκε την αποχώρηση 40 πλοίων με Καρχηδόνιους στρατιώτες, με τον Ιμίλκωνα να καταβάλλει ως λύτρα τα χρήματα που είχαν απομείνει στο στρατόπεδό του. Ωστόσο, τα αποχωρούντα καρχηδονιακά πλοία έγιναν αντιληπτά από τους Κορίνθιους συμμάχους των Συρακουσών, οι οποίοι δεν ήξεραν για τη μυστική συμφωνία και έσπευσαν να τους επιτεθούν στα ανοιχτά (μια επίθεση την οποία ο ίδιος ο Διονύσιος προσπάθησε να καθυστερήσει). Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι των Καρχηδονίων, που είχαν αφεθεί πίσω, δέχονταν την επίθεση του Διονυσίου.
Το τελικό αποτέλεσμα της εισβολής αυτής ήταν η συντριβή των Καρχηδονίων- με μόλις 8.000 άνδρες να γυρνούν στην Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ο Διονύσιος επέτρεψε σε Σικελιώτες Έλληνες που είχαν εκτοπιστεί από τις πόλεις τους να επιστρέψουν σε αυτές και στράφηκε κατά των γηγενών Σικελών, σημειώνοντας επιτυχία αρχικά- αν και η ήττα του στο Ταυρομένιο έδωσε στον Ακράγαντα την ευκαιρία να αποστατήσει.
Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη: Το 393 πΧ ο στρατηγός Μάγων επιχείρησε επιστροφή στη Σικελία, προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στον Διονύσιο, καθώς και τους Σικελούς, ενώ εκστράτευε κατά της Μεσσήνης. Ωστόσο, ηττήθηκε σε μάχη από τον Διονύσιο- ζητώντας ενισχύσεις, που ήρθαν υπό τη μορφή μισθοφόρων από τη Λιβύη, τη Σαρδηνία και την Ιταλία. Μετά από μια σειρά πολιτικών και στρατιωτικών ελιγμών και από τις δύο πλευρές, οι Καρχηδόνιοι συνθηκολόγησαν, εγκαταλείποντας κάθε δικαίωμα επί των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, και θέτοντας τους γηγενείς Σικελούς υπό την κυριαρχία του Διονυσίου. Το 392 πΧ ο Διονύσιος ήταν πλέον «της Σικελίας τύραννος», σύμφωνα με τον Ισοκράτη.
Ο Διονύσιος στο απόγειο της ισχύος του
ΧΑΡΤΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ |
Ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι με τους Καρχηδονίους: το 383 πΧ οι Καρχηδόνιοι υπό τον Μάγωνα προσπάθησαν να χτυπήσουν τους Συρακούσιους σε Κάτω Ιταλία και Σικελία ταυτόχρονα. Ο πόλεμος κρίθηκε σε δύο μάχες: Στην πρώτη (Καβάλα- άγνωστη σήμερα τοποθεσία) οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν πανωλεθρία από τους Συρακούσιους, με 10.000νεκρούς (μεταξύ των οποίων και ο Μάγων) και 5.000 αιχμαλώτους. Στη δεύτερη, στο Κρόνιο, ο γιος και διάδοχος του Μάγωνος νίκησε τις δυνάμεις των Συρακουσίων: Το ελληνικό στράτευμα σημείωσε αρχικά επιτυχία, ωστόσο ο θάνατος του Λεπτίνη, που ήταν διοικητής της μιας πτέρυγας, προκάλεσε την κατάρρευσή της, συμπαρασύροντας και την άλλη, που είχε επικεφαλής τον Διονύσιο. Ο στρατός των Συρακουσίων υπέστη βαριές απώλειες (αναφορές κάνουν λόγο για 14.000 άνδρες), και οι Καρχηδόνιοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Πάνορμο- αλλά η προηγούμενη ήττα τους φαίνεται πως δεν τους είχε αφήσει πολλές δυνατότητες.
Το 378 πΧ υπογράφτηκε ειρήνη, με τον Διονύσιο να πληρώνει μεγάλη πολεμική αποζημίωση και να δέχεται σύνορα στους ποταμούς Άλυκο και Ιμέρα, αφήνοντας στους Καρχηδόνιους τον Σελινούντα, τις Θέρμες, και μέρος του Ακράγαντα. Ωστόσο, η αυτοκρατορία του παρέμενε ισχυρή, και το 368 πΧ επιτέθηκε ξανά στους Καρχηδόνιους, για να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχε χάσει, απελευθερώνοντας τον Σελινούντα, την Έντελλα και τον Έρυκα και πολιορκώντας το Λιλύβαιο. Το 367 πΧ συνήφθη ανακωχή κατά τον χειμώνα.
Ωστόσο, τον πόλεμο θα προλάβαινε μια άλλη εξέλιξη: Ο θάνατος του Διονυσίου το ίδιο έτος, σε ηλικία 62 ή 64 ετών. Θα τον διαδεχόταν ο γιος του, Διονύσιος ο Νεότερος- και οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων της Σικελίας και των Καρχηδονίων θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμα, με την πλάστιγγα να γέρνει πότε μία και πότε από την άλλη πλευρά και πρωταγωνιστές πλέον προσωπικότητες όπως ο Τιμολέων, που συνέτριψε τους Καρχηδόνιους στη μάχη του Κρίμησου το 341 πΧ, και τον Αγαθοκλή, που το 310 πΧ εκστράτευσε στην Αφρική, εναντίον της ίδιας της Καρχηδόνας- καθώς και τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου που επιδίωκε να κάνει στη Δύση αυτά που έκανε ο Μ. Αλέξανδρος στην Ανατολή, ερχόμενος σε σύγκρουση με την Καρχηδόνα και τη Ρώμη.
Ποιος ήταν ο Διονύσιος;
Ποιος ήταν τελικά ο Διονύσιος, και ποια η κληρονομιά του; Για πολλούς συγγραφείς της περιόδου και μεταγενέστερους, αποτέλεσε κυριολεκτικά το αρχέτυπο του τυράννου, από κάθε άποψη: Όπως φαίνεται από τα έργα του και μόνο, ήταν ένας ηγεμόνας διψασμένος για εξουσία, ο οποίος ήταν προφανώς αδίστακτος όσον αφορά στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε- αλλά και συνάμα ικανότατος και, θα λέγαμε, «πολύ σκληρός για να πεθάνει», καθώς οι στρατιωτικές ήττες, οι αποστασίες και οι στάσεις εναντίον του ήταν πάρα πολλές- όμως παρόλα αυτά κατάφερε να εδραιώσει την τυραννίδα του και να καταστήσει τις Συρακούσες αληθινή υπερδύναμη, αντιμετωπίζοντας παράλληλα έναν πάρα πολύ ισχυρό εξωτερικό εχθρό. Στην ουσία, δημιούργησε την πρώτη ελληνική αυτοκρατορία- από την άποψη μιας μεγάλης, ισχυρής μοναρχίας, με συγκεντρωμένη εξουσία.
Εσωτερική ασφάλεια
Όσον αφορά στην πολιτική του, όπως προαναφέρθηκε, αξιοποίησε κάθε δυνατόν μέσον, προβαίνοντας σε κατάχρηση των νόμιμων εξουσιών του στρατηγού αυτοκράτορα αλλά και απολυταρχικές μεθόδους και μέσα: Πέρα από τον προσωπικό στρατό- σωματοφυλακή του, επέβαλε αστυνομοκρατία, χρησιμοποιώντας μια πολύ καλά οργανωμένη μυστική αστυνομία, τους αποκαλούμενους «ποταγωγίδες», καθώς και έναν «στρατό» πληροφοριοδοτών (που περιελάμβαναν μάλιστα και εταίρες και αυλητρίδες). Ακόμη, ειδική αστυνομία συνόρων έλεγχε την είσοδο και έξοδο πολιτών και ξένων- και όλα αυτά τα μέσα του επέτρεψαν να συγκεντρώσει τις εξουσίες σε βαθμό που κανένας άλλος Έλληνας βασιλιάς ή τύραννος δεν είχε κάνει μέχρι τότε.
Οικονομική ισχύς
Για να εξασφαλίσει τα τεράστια ποσά που κόστιζαν η διατήρηση της εξουσίας του και οι πολυάριθμοι στρατοί που χρησιμοποιούσε στους πολέμους του, έστησε μια πάρα πολύ καλά ελεγχόμενη και οργανωμένη οικονομία, αξιοποιώντας στο έπακρο τη θέση των Συρακουσών στο εμπόριο της εποχής, αλλά και επιβάλλοντας βαριά φορολογία, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα να εισπράττει με έγκριση του δήμου έκτακτη εισφορά για την κάλυψη πολεμικών αναγκών. Επίσης, επέβαλλε συχνά έμμεσους φόρους, πχ τέλη στην κτηνοτροφία, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις επιβολής αναγκαστικών δανείων στους πολίτες, ιδιοποίησης κοσμημάτων (ή φορολόγησης της χρήσης τους- μάλιστα σε τέτοια μέτρα έδινε θρησκευτική χροιά).Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα επαρκούσαν εάν δεν ασκούσε επιδέξια νομισματική πολιτική (πχ κυκλοφορία νομισμάτων από κασσίτερο αντί αργύρου, χειρισμό κατά το δοκούν της ονομαστικής αξίας των νομισμάτων κ.α.) και τη μονοπωλιακή συγκέντρωση του εμπορίου κάποιων πρώτων υλών, όπως πχ ο σίδηρος. Τα έσοδα από τον πόλεμο (λύτρα, πολεμικές αποζημιώσεις, έσοδα από πώληση αιχμαλώτων ως δούλων), και ο φόροι των υποτελών και των συμμάχων αποτελούσαν επίσης σημαντικό κομμάτι των τακτικών εσόδων- ενώ δεν ήταν υπεράνω της σύλησης ναών και των επιδρομών απλά και μόνο για λάφυρα.
Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονταν και από δημεύσεις περιουσιών αντιπάλων του. Όσον αφορά στις δαπάνες, πέρα από το κόστος των πολέμων, διατηρούσε πολυτελή αυλή και διοργάνωνε συχνά εκδηλώσεις στη φιλοσοφία «άρτος και θεάματα»- αλλά παράλληλα κατά την περίοδο της ηγεμονίας του οι Συρακούσες οχυρώθηκαν όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ενώ κατασκευάστηκαν υποδομές άνευ προηγουμένου, από δρόμους μέχρι κέντρα εμπορικών συναλλαγών, ναυπηγεία, ναούς κλπ- μεγαλεπήβολα εγχειρήματα που ενίσχυσαν την οικονομική ζωή της πόλης.
Επίσης, συγκέντρωσε τεράστιο αριθμό τεχνιτών κάθε είδους από τη Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμη και την επικράτεια των Καρχηδονίων (παρέχοντας μεγάλους μισθούς, έπαθλα κ.α.) , μετατρέποντας τις Συρακούσες σε μια πραγματική μητρόπολη της Μεσογείου, τεράστιας οικονομικής ισχύος.
Ο στρατός του Διονυσίου
Όσον αφορά στον στρατό, από την έκταση των πολέμων του και μόνο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οργάνωση και διατήρηση πολυάριθμων στρατευμάτων. Ωστόσο, το μοντέλο των πολιτών – οπλιτών προφανώς δεν ήταν το πλέον κατάλληλο για μια τυραννίδα, οπότε σε βασίστηκε σε υπέρμετρα μεγάλους αριθμούς μισθοφόρων, ενώ παράλληλα ασκούσε μεγάλο έλεγχο στον οπλισμό των πολιτών (τους αφαίρεσε τα όπλα και τους τα έδινε μόνο όταν είχε να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους και άλλα «βαρβαρικά» φύλα- και μάλιστα όταν το στράτευμα συγκεντρωνόταν σε απόσταση από την πόλη). Οι ανταμοιβές των μισθοφόρων ήταν ιδιαίτερα υψηλές, προσελκύοντας πολεμιστές Έλληνες και μη, από όλη τη Σικελία και την Ιταλία, καθώς και από την Ελλάδα, την Αφρική και αλλού- μάλιστα, τους παρείχε επιπλέον αμοιβές, όπως μερίδιο στα λάφυρα, δικαίωμα λεηλασίας κ.α.Πέραν του στρατού, δημιούργησε τεράστιο στόλο (χάρη στα ναυπηγεία και τους ναυστάθμους που δημιούργησε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό) με προηγμένα για την εποχή, βαριά, κατάφρακτα πολεμικά πλοία, και, όπως προαναφέρθηκε, κατασκεύασε επιβλητική οχύρωση στις Συρακούσες (την κατασκευή της οποίας επέβλεψε μάλιστα ο ίδιος) και φρούρια στις γύρω περιοχές στρατηγικής σημασίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, τελειοποιώντας, μεταξύ άλλων, τους καταπέλτες, και προβαίνοντας σε συστηματική, ευρύτατη και αποτελεσματική χρήση τους.
Όταν πέθανε, άφησε στον διάδοχό του την καλύτερα οχυρωμένη (τείχη μήκους 36 χλμ) ελληνική πόλη, με στόλο 400 πολεμικών πλοίων και στρατό άνω των 100.000 πεζών και 10.000 ιππέων: Καμία άλλη ελληνική πόλη μέχρι τότε δεν είχε φτάσει ούτε κατά διάνοια τους αριθμούς αυτούς: Χρειάστηκε να φτάσει η ελληνιστική περίοδος για να ξαναδεί ο ελληνικός κόσμος τέτοια μεγέθη.
Εξωτερική πολιτική
Όσον αφορά στην εξωτερική του πολιτική, δεν ήταν υπεράνω των συμφωνιών ακόμα και με θανάσιμους εχθρούς όπως οι Καρχηδόνιοι (κατά τη συντριβή του στρατού τους στην πολιορκία των Συρακουσών τους επέτρεψε να φύγουν στο πλαίσιο μυστικής συμφωνίας, αφήνοντάς του όλα τα χρήματα που είχαν μαζί τους και εγκαταλείποντας τους συμμάχους τους- και μάλιστα όταν αντιλήφθηκαν τη φυγή οι Κορίνθιοι σύμμαχοί του, που έσπευσαν να καταδιώξουν τα καρχηδονιακά πλοία, προσπάθησε να τους καθυστερήσει), ούτε δίσταζε να κάνει τους μέχρι πρότινος εχθρούς συμμάχους και το ανάποδο.Η εικόνα που προέβαλλε ήταν αυτή του «προστάτη»/ «υπέρμαχου» του Ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας απέναντι στους βαρβάρους, αλλά δεν έδειχνε κανέναν δισταγμό να αντιμετωπίζει με σκληρότητα αντίπαλες ελληνικές πόλεις- ενώ χρησιμοποιούσε κατά κόρον το φόβητρο της Καρχηδόνας ως μέσον για να προωθεί τη δική του εξουσία και να αυξάνει την ισχύ του και τη συγκέντρωση της εξουσίας (σε βαθμό που θα μπορούσε ίσως να εκτιμηθεί πως απέφυγε εσκεμμένα σε κάποιες περιπτώσεις να δώσει τελειωτικά πλήγματα στον μεγάλο εχθρό επειδή δεν ήθελε να τον συντρίψει οριστικά και να χάσει αυτό το «όπλο» για τη διατήρηση της εξουσίας του).
Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, διατήρησε πιστά τη γραμμή της φιλίας με τη Σπάρτη- κάτι που βόλευε πάρα πολύ τους επίσης πραγματιστές Λακεδαιμόνιους, που δεν είχαν με τη σειρά τους κανένα απολύτως πρόβλημα να υποστηρίζουν τυραννικά καθεστώτα όταν ήταν υπέρ των συμφερόντων τους. Η Αθήνα δεν του έτρεφε συμπάθεια, καθώς ήταν σταθερός φίλος της Σπάρτης, και είχε απορρίψει προσπάθειές της να τον προσεγγίσει- και πολύ συχνά ποιητές, ρήτορες και πολιτικοί της καταφέρονταν με μεγάλη σκληρότητα εναντίον του (πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, είχε σε εκτίμηση την πόλη λόγω της σημασίας της στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, και ως εκ τούτου του κόστιζε ο εμπαιγμός που εισέπραττε η δική του ενασχόληση με την ποίηση και το θέατρο από τους Αθηναίους). Όσον αφορά στις σχέσεις με τη μητρόπολη των Συρακουσών, Κόρινθο, οι Κορίνθιοι αφ‘ενός δεν έβλεπαν θετικά το καθεστώς του, αφ’ετέρου τον βοηθούσαν πάντα όταν διέτρεχε κίνδυνο- και αυτός το ανταπέδιδε, όπως όταν χρειάστηκε να τους στηρίξει απέναντι στους Θηβαίους.
Η προσωπικότητα του τυράννου
Όσον αφορά στον ίδιο τον Διονύσιο, ήταν εμφανώς ικανός στρατιωτικός και ανδρείος σαν πολεμιστής (το απέδειξε επανειλημμένα μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, καθοδηγώντας ο ίδιος τα στρατεύματά του άλλωστε), ενώ το παρουσιαστικό του λέγεται πως ήταν εντυπωσιακό, καθώς ήταν ψηλός και ρωμαλέος, με πυρόξανθα μαλλιά. Η ρητορική του δεινότητα και οι οργανωτικές και πολιτικές του ικανότητες κρίνονται εκ του αποτελέσματος (τη δημιουργία κυριολεκτικά μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στη Δύση, απέναντι σε έναν πανίσχυρο εχθρό), και ήταν ανήσυχος χαρακτήρας- με ελάχιστους ηθικούς φραγμούς.Ωστόσο, σε ένα ίσως παράδοξο φαινόμενο, πέρα από την κυνική, πραγματιστική και απόλυτα realpolitik αντίληψή του ως προς την πολιτική, είχε τεράστιο προσωπικό πάθος για την ποίηση και το θέατρο- συναναστρεφόμενος όποτε και όσο μπορούσε ποιητές και καλλιτέχνες, οι οποίοι προσελκύονταν στην αυλή του και συγγράφοντας ο ίδιος τραγωδίες («Άδωνις», «Αλκμήνη», «Λήδα», «Έκτορος Λύτρα»)- μία εκ των οποίων μάλιστα Ι(«Έκτορος Λύτρα») κέρδισε στα Λήναια το 367 πΧ. Ωστόσο, σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, και πρέπει να σημειωθεί πως στην Αθήνα τα έργα του γίνονταν αντικείμενο εμπαιγμού (κάτι που φαίνεται πως εξόργιζε τον ίδιο)- οπότε και είναι αδύνατον να κριθεί η ποιότητά τους, καθώς, αφ’ενός, οι επικριτές του θα μπορούσαν να τα αποδοκιμάζουν ακριβώς επειδή ήταν δικά του, ή να τα τιμούν (όπως η βράβευση στα Λήναια) για πολιτικές σκοπιμότητες.
Κατά καιρούς είχε αντιδράσει πολύ άσχημα σε κριτικές από επιφανείς καλλιτέχνες, ρήτορες και φιλοσόφους καλεσμένους του, όπως όταν έστειλε στα λατομεία τον ποιητή Πολύξενο, θανάτωσε τον ποιητή Αντιφώντα και όταν...τσακώθηκε πάρα πολύ άσχημα με τον Πλάτωνα όταν αυτός επισκέφθηκε τις Συρακούσες, και του παρουσίασε τους λόγους που αποστρεφόταν την τυραννίδα, με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να φυγαδευτεί με σπαρτιατική τριήρη- ο κυβερνήτης της οποίας όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε λάβει οδηγίες από τον Διονύσιο να πουλήσει τον Πλάτωνα ως δούλο, κάτι που έκανε- και ο φιλόσοφος απελευθερώθηκε εν τέλει μόνο χάρη στη βοήθεια των φίλων του.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό για έναν άνθρωπο στη θέση του, από ένα σημείο και μετά έπασχε από αρρωστημένου επιπέδου καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον περίγυρό του: Λέγεται ότι φορούσε πάντα σιδερένιο θώρακα κάτω από τον χιτώνα του, επέβαλλε στους επισκέπτες του (ακόμα και στους γιους ή αδελφούς του) να γδύνονται και να ελέγχονται από τους φρουρούς του πριν μπουν στα διαμερίσματά του, και επέτρεπε μόνο στις κόρες του να τον ξυρίζουν.
Η καχυποψία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξορίσει ακόμα και άτομα του στενού του περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων και ο πιστός του φίλος και συνεργάτης Φίλιστος και ο αδελφός του Λεπτίνης, ενώ άλλοι τράπηκαν σε φυγή μόνοι τους ή θανατώθηκαν (ή βρήκαν τον θάνατο υπό ενδεχομένως «ύποπτες» συνθήκες).
Ως προς την προσωπική του ζωή πάντως, σε άλλο ένα παράδοξο, παρά την πολυτέλεια της αυλής του, ο ίδιος ήταν εγκρατής- και τα περί έκλυτου βίου που κυκλοφορούσαν από τους πολεμίους του θεωρείται πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Ο πρώτος γάμος του, με κόρη του Ερμοκράτη, είχε τραγικό τέλος, καθώς η γυναίκα του έπεσε θύμα των πολιτικών του αντιπάλων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται πως αντιμετώπιζε τον γάμο καθαρά ως πολιτικό εργαλείο, επιδιώκοντας και απορρίπτοντας σχετικές προτάσεις με ξεκάθαρα πολιτικά κριτήρια.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έγινε στρατηγός αυτοκράτωρ, παντρεύτηκε δύο γυναίκες- τη Δωρίδα, κόρη ισχυρού πολίτη των Λοκρών, και την Αριστομάχη, κόρη του ισχυρού Συρακούσιου Ιππαρίνου. Από τη Δωρίδα απέκτησε δύο γιους, τον Διονύσιο των Νεότερο (και μετέπειτα διάδοχό του) και τον Ερμόκριτο, καθώς και μια κόρη, τη Δικαιοσύνη. Από την Αριστομάχη απέκτησε άλλους δυο γιους, τον Ιππαρίνο και τον Νυσαίο, και δύο κόρες, την Αρέτη και τη Σωφροσύνη.
Όσον αφορά στους γάμους των παιδιών του, όπως θα ήταν αναμενόμενο, διαχειρίστηκε το θέμα επίσης με πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες, αποσκοπώντας σε συμμαχίες, ενίσχυση των σχέσεών του με άτομα ενδιαφέροντος κ.α. Άξιο αναφοράς πάντως είναι πως, αντίθετα με τον πατέρα τους, οι γιοι του έκαναν έκλυτο βίο, κάτι που εξόργιζε τον Διονύσιο. Σημειώνεται επίσης πως φαίνεται ότι δεν εμπιστευόταν και πάρα πολύ τον ίδιο τον διάδοχό του, τον Διονύσιο τον Νεότερο.
Όσον αφορά στον θάνατό του, είναι ειρωνεία πως ήρθε εν μέσω μιας από τις μεγάλες πραγματικές «προσωπικές» χαρές του: Ήταν το εορταστικό συμπόσιο που ο, άνω των 60 πλέον, ποιητής τύραννος, διοργάνωσε για τη νίκη της τραγωδίας του στα Λήναια το 367 πΧ. Ο Διονύσιος είχε χαρεί πάρα πολύ- και ως εκ τούτου, ήπιε και πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να τον πιάσει έντονη αδιαθεσία. Λίγο αργότερα, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ποτέ δεν θα γινόταν γνωστό εάν επρόκειτο για κάποια ασθένεια/ αντίδραση του ηλικιωμένου οργανισμού του σε υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ - ή, αν επρόκειτο για δολοφονία με δηλητήριο, επιβεβαιώνοντας την καχυποψία που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Κώστας Μαυραγάνης Δημοσιογράφος/ News Editor/www.huffingtonpost.gr
Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός 2- Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1978
-Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων- Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αιώνας πΧ)- Σωτήριος Φ. Δρόκαλος, Μονογραφίες Στρατιωτική Ιστορία- Γνώμων Εκδοτική
-Οι Έλληνες της Δύσης- Valerio M. Manfredi, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη
Φωτ: VIA GETTY IMAGES
Διονύσιος ο Πρεσβύτερος
ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΆ: Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, γιος του Ερμοκράτη, (431 ή 430 π.Χ. – 367 π.Χ.) ήταν τύραννος των Συρακουσών.Για την ζωή του Διονύσιου μαθαίνουμε λεπτομέρειες κυρίως από το έργο του ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του (βιβλίο ΙΓ΄και επόμενα).Οι Συρακούσες από το 410 π.Χ. βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Καρχηδόνιους. Ο Διονύσιος διακρίθηκε πολεμώντας με επιτυχία και κατόρθωσε να ανακηρυχθεί από το δήμο στρατηγός αυτοκράτωρ, αν και πολλοί Συρακούσιοι ήταν αντίθετοι επειδή είχε πάρει με το μέρος του στρατιώτες και λαό, άλλοτε συκοφαντώντας και άλλοτε δωροδοκώντας. Τέλος όμως αναδείχτηκε φανερά τύραννος όταν κατέλαβε την αρχή το 405 π.Χ. και τη διατήρησε για 38 χρόνια, μέχρι δηλαδή το θάνατό του το 367 π.Χ..
Πρώτη σύζυγός του ήταν η θυγατέρα του στρατηγού Ερμοκράτη, μετά το θάνατό της όμως έλαβε δυο συζύγους - την Αριστομάχη, αδελφή του Δίωνα, φίλου του φιλοσόφου Πλάτωνα και την Δωρίδα από τους Λοκρούς.
Ήταν ωμός, δεσποτικός και φιλόδοξος ως χαρακτήρας, δύσπιστος προς όλους και θανάτωσε πολλούς πολίτες του κατά τους πολέμους του, για να προμηθευτεί χρήματα δημεύοντας τις περιουσίες τους. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά κηρύχθηκε εχθρός της ελευθερίας των Ελλήνων από τον ρήτορα Λυσία ο οποίος τον κατακεραύνωσε στον ολυμπιακό λόγο του το 388 π.Χ.. Ο Διονύσιος θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο ποιητή και στην αυλή του φιλοξενούσε ποιητές και φιλοσόφους επειδή του άρεσε να τον κολακεύουν, αλλά δεν ανεχόταν τις επικρίσεις τους, γι' αυτό άλλωστε και διέταξε να εκδιωχθεί από τις Συρακούσες ο Πλάτων, τον οποίο εκείνη την περίοδο τον φιλοξενούσε ο φίλος του Δίων, γυναικάδελφος του Διονύσιου. Ο Πλάτων απέφυγε τον θάνατο, αλλά πωλήθηκε ως δούλος και εξαγοράστηκε από τον Κυρηναίο Αννίκερι.
Ο Διονύσιος στις αναμετρήσεις του με τους Καρχηδόνιους (397-368) κατόρθωσε τελικά να φτάσει ως το δυτικό άκρο της Σικελίας (368 π.Χ.), όμως η νικηφόρα του προσπάθεια ματαιώθηκε από τον αιφνίδιο θάνατό του 367 π.Χ.. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δηλητηριάστηκε από τον γιο του Διονύσιο τον Νεώτερο, άλλοι ότι πέθανε από ναρκωτικό φάρμακο που ήπιε για να ελαφρύνει τους πόνους ασθένειας και άλλοι ότι πέθανε από χαρά, επειδή νίκησε σε δραματικούς αγώνες στην Αθήνα με την τραγωδία του «Έκτορος λύτρα».
Γράφει ο rogerios.wordpress.com
Ο τύραννος – μέρος Α΄: η Σικελία πριν την άνοδο του Διονυσίου στην εξουσία
Για τον ακμάζοντα ελληνισμό της Δύσης: Οι Σικελιώτες και Ιταλιώτες Έλληνες, πολίτες των πολυάριθμων αποικιών που ιδρύθηκαν, ως επί το πλείστον, κατά την αρχαϊκή περίοδο, έχουν απόλυτη συναίσθηση του ότι ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Συμβουλεύονται τα μαντεία της μητροπολιτικής Ελλάδας και μετέχουν με ζήλο στους πανελλήνιους αγώνες όπου και διακρίνονται ιδιαίτερα (ειδικά οι αρματοδρομίες φαίνεται να αποτελούν το αγώνισμα στο οποίο επικρατούν κατά σύστημα οι Σικελοί: αρκεί να θυμηθούμε ότι ο περίφημος Ηνίοχος των Δελφών αποτελούσε τμήμα γλυπτού συμπλέγματος που αφιέρωσε στον ναό του Απόλλωνα ο τύραννος της Γέλας Πολύζαλος σε ανάμνηση της νίκης του στα Πύθια). Καλλιτέχνες, γιατροί, φιλόσοφοι, ποιητές και ρήτορες μετακινούνται από την Ελλάδα στη Σικελία ή στην Κάτω Ιταλία (ο Πυθαγόρας εγκαταλείπει τη Σάμο για να εγκατασταθεί στον Κρότωνα, ο Αισχύλος περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Γέλα, όπου πεθαίνει το 456 π.Χ.), ενώ άλλοι διασχίζουν τη Μεσόγειο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως, όμως, επισημαίνει ο Γάλλος ιστορικός Πιέρ Καρλιέ ( “Le IVe siècle grec”, σειρά «Nouvelle Histoire de l’ Antiquité«, vol. 5, Coll. Points, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 169) «παρά την πολιτιστική και θρησκευτική ενότητα αυτή, οι Έλληνες του Αιγαίου και οι Έλληνες της Δύσης ανήκουν σε διαφορετικές γεωστρατηγικές και πολιτικές ζώνες«. Βεβαίως, όπως συμβαίνει και στην Ανατολή, οι ελληνικές πόλεις της Δύσης πολεμούν πρωτίστως η μία εναντίον της άλλης (θαρρώ πως η πεμπτουσία της ανεξαρτησίας για μια ελληνική πόλη-κράτος συνίσταται στη δυνατότητα να στείλει τους άνδρες της να σφαχτούν με αυτούς της γειτονικής για ένα χέρσο αγρό στα σύνορα των δύο πόλεων).
Άξιο τέκνο αυτής της γης όπου τα πάντα μοιάζουν μεγεθυμένα, ο ήρωάς μας δεν είναι ακριβώς συμπαθής, πλην όμως δεν στερείται μεγαλείου. Υπέρμετρα φιλόδοξος, μεγαλομανής, βίαιος, αδίστακτος και κυνικός, ο Διονύσιος των Συρακουσών αποτελεί από κάθε άποψη το αρχέτυπο του τυράννου σύμφωνα με τη σύγχρονη σημασία της λέξης. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και εξαιρετικός στρατιωτικός ηγέτης με μεγάλες ικανότητες και θάρρος, οξυδερκής πολιτικός και κοινωνικός αναμορφωτής, άνθρωπος ευρύτατης μόρφωσης και παιδείας και, όπως φαίνεται, ικανός δραματουργός. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να υπενθυμήσουμε πως η λέξη «τύραννος» είναι μια από αυτές που έχουν υποστεί δραματική σημασιολογική δείνωση: με την αρχική της σημασία δήλωνε ύπατο αξίωμα και αποτελούσε τίτλο τιμής, ακριβώς όπως κι οι λέξεις «βασιλεύς», «ηγεμών» και «στρατηγός». Ο Διονύσιος κατορθώνει να προσωποιεί και τις δύο διαμετρικά αντίθετες σημασίες της λέξης. Με τη δράση του σημάδεψε την Ιστορία της ελληνικής Δύσης. Ο μύθος του διάβηκε τους αιώνες, φτάνοντας μέχρι την εποχή μας.
Για τη ζωή και το έργο αυτής της αντιφατικής προσωπικότητας διαθέτουμε έναν πρώτης τάξεως οδηγό, τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (βιβλία ΙΓ΄ επ.), δηλαδή έναν ιστορικό που όχι μόνο καταγόταν από τον ίδιο γεωγραφικό χώρο, αλλά και χρησιμοποίησε ως βασική πηγή του τον Φίλιστο, τον αριστοκράτη Συρακούσιο πολιτικό και ιστορικό που υπήρξε στενός φίλος του Διονυσίου. Και για να μη το ξεχάσω: ο Ιταλός ιστορικός, αρχαιολόγος και μυθιστοριογράφος Βαλέριο Μάσσιμο Μανφρέντι έχει γράψει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με ήρωα τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο (Il Tiranno, εκδ. Mondadori, 2003). Μολονότι οι περισσότεροι φίλοι της Ιστορίας είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί προς το είδος, πρέπει να δεχτούμε ότι πρόκειται για μια γλαφυρή εξιστόρηση της σταδιοδρομίας του Διονυσίου και της Ιστορίας της Σικελίας από έναν κατά τεκμήριο γνώστη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ακόμη και οι «λαθροχειρίες» του Μανφρέντι όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα είναι λελογισμένες και εξυπηρετούν την πλοκή του βιβλίου (ίσως στο τέλος της σειράς τις επισημάνουμε). Ας ξετυλίξουμε όμως την ιστορία μας...
Ι. Ο ελληνισμός της Σικελίας κατά τον 5ο αιώνα
Οι μετακινήσεις των ηγεμόνων, το γεγονός ότι αυτοί εξαπλώνουν την κυριαρχία τους σε περισσότερες πόλεις, καθώς και οι συνήθεις λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους στην εσωτερική μετανάστευση, έχουν ως αποτέλεσμα την εκούσια ή αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτοί οι «μετανάστες» έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα στην πόλη που εγκαθίστανται (και να καταστούν «νεοπολίτες»). Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και οι πολυάριθμοι μισθοφόροι τους οποίους προσλαμβάνουν οι τύραννοι των σικελικών πόλεων και οι οποίοι, μετά το τέλος της υπηρεσίας τους, ανταμείβονται με εκτάσεις γης και με το προνόμιο να εγκατασταθούν κι αυτοί ως πολίτες στην πόλη του εργοδότη τους.
Τις σικελικές ιδιαιτερότητες αυτές περιγράφει με ύφος περιφρονητικό ο Αλκιβιάδης (κατά Θουκυδίδη), στην προσπάθειά του να πείσει τους Αθηναίους συμπολίτες του για την αναγκαιότητα της Σικελικής Εκστρατείας. Το εγχείρημα θα είναι εύκολο να επιτύχει (και τα κέρδη πολύ μεγάλα), καθώς:
» καὶ τὸν ἐς τὴν Σικελίαν πλοῦν μὴ μεταγιγνώσκετε ὡς ἐπὶ μεγάλην δύναμιν ἐσόμενον. ὄχλοις τε γὰρ ξυμμείκτοις πολυανδροῦσιν αἱ πόλεις καὶ ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς. καὶ οὐδεὶς δι’ αὐτὸ ὡς περὶ οἰκείας πατρίδος οὔτε τὰ περὶ τὸ σῶμα ὅπλοις ἐξήρτυται οὔτε τὰ ἐν τῇ χώρᾳ νομίμοις κατασκευαῖς· ὅτι δὲ ἕκαστος ἢ ἐκ τοῦ λέγων πείθειν οἴεται ἢ στασιάζων ἀπὸ τοῦ κοινοῦ λαβὼν ἄλλην γῆν, μὴ κατορθώσας, οἰκήσειν, ταῦτα ἑτοιμάζεται» (Θουκυδίδης, Στ΄, 17, 2-3).
Ο «χρυσός αιώνας» της Σικελίας των τυράννων: Υπό την καθοδήγηση δύο δυναστειών τυράννων (Εμμενίδες στον Ακράγαντα και Δεινομενίδες στη Γέλα και, στη συνέχεια, στις Συρακούσες), η Σικελία γνωρίζει μεγάλη ακμή σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο κατά την περίοδο 520-470 π.Χ. Ο Ακράγας των Εμμενιδών είναι η πλουσιότερη ελληνική πόλη (αντικαθιστώντας τη Μίλητο του 6ου αιώνα), ενώ οι Δεινομενίδες καθίστανται οι ισχυρότεροι ηγεμόνες στον ελληνικό κόσμο. Η ισχύς αυτή καταδεικνύεται και από τις περηφανείς νίκες που κατήγαγαν οι Σικελοί τύραννοι κατά των εξωτερικών εχθρών του ελληνισμού: το 480 π.Χ. (κατά την παράδοση, την ίδια μέρα με την ελληνική νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας) οι δυνάμεις του Δεινομενίδη Γέλωνα, τυράννου της Γέλας και των Συρακουσών, συνασπισμένες με αυτές του Θήρωνα, τυράννου του Ακράγαντα, συντρίβουν τους Καρχηδόνιους του Αμίλκα στην Ιμέρα (τελευταίο προπύργιο του ελληνισμού πριν την καρχηδονιακή «επικράτεια» της Σικελίας) και ανακόπτουν τον καρχηδονιακό επεκτατισμό για εβδομήντα χρόνια. Έξι χρόνια αργότερα, ο Δεινομενίδης Ιέρων διαλύει τον ετρουσκικό στόλο έξω από την Κύμη. Λίγο μετά, οι Δεινομενίδες φτάνουν στο απόγειο της ισχύος τους, αντικαθιστώντας τους Εμμενίδες και στον Ακράγαντα. Το τέλος τους, όμως, θα έρθει απίστευτα γρήγορα: ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ιέρωνα (467), η τυραννία καταλύεται.
Η «συμπλοκή» Δύσης και Ανατολής: Παρά τη σχετική γεωπολιτική της αυτοτέλεια, η ελληνική Σικελία θα παρασυρθεί στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κατά τη φάση του Αρχιδάμειου Πολέμου, οι Αθηναίοι θα κάνουν ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να αποτρέψουν ενδεχόμενη συμμετοχή των Συρακουσίων στον πόλεμο, ως συμμάχων των Λακεδαιμονίων. Στο πλαίσιο αυτό θα ενισχύσουν με κάθε μέσο τους παραδοσιακούς εχθρούς των Συρακουσών (κυρίως τους Λεοντίνους, αλλά και τις άλλες πόλεις της ανατολικής ακτής του νησιού, οι οποίες βρίσκονται πιο εκτεθειμένες στον επεκτατισμό της γειτονικής υπερδύναμης: 427-424 π.Χ.). Το 415, με πρόσχημα την έκκληση για βοήθεια της Αίγεστας (που απειλείται από τον γειτονικό Σελινούντα, σύμμαχο των Συρακουσών), οι Αθηναίοι, παρασυρμένοι από τη μεγαλομανία του Αλκιβιάδη, επιχειρούν άμεση επέμβαση στο νησί, με στόχο την ολοκληρωτική κατάληψή του. Παρά τον υπέρ τους συσχετισμό δυνάμεων και τις προβλέψεις των, ουδέτερων και μη, παρατηρητών (ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Γύλιππος ξεκινά να βοηθήσει τους Συρακούσιους σχεδόν πεπεισμένος ότι θα φτάσει κατόπιν εορτής και θα αντικρύσει τους Αθηναίους να έχουν καταλάβει την πόλη), η Σικελική Εκστρατεία καταλήγει σε δραματικό φιάσκο για τους Αθηναίους. Βεβαίως, η αθηναϊκή αποτυχία εξηγείται ιδίως από δικά τους σφάλματα: οι εσωτερικές έριδες και αντιπαλότητες φθείρουν τους Αθηναίους πριν καν ξεκινήσουν την εκστρατεία, ενώ οι τραγικές ολιγωρίες και τα φρικτά σφάλματα της στρατιωτικής ηγεσίας τους (και ιδίως του Νικία) έχουν ως μοιραία κατάληξη τη συντριβή (413 π.Χ.). Το κύρος και η αυτοπεποίθηση των Συρακουσίων είναι σαφώς ενισχυμένο από τη μεγάλη και απροσδόκητη επικράτηση. Η δύναμη της πόλης, όμως, έχει σίγουρα πληγεί από την εξαντλητική πολιορκία και τις αιματηρές συγκρούσεις.
Μετά τον θρίαμβο της πόλης του, ο ικανότερος Συρακούσιος στρατηγός, ο Ερμοκράτης, αναχωρεί με τμήμα του στόλου για το Αιγαίο, προκειμένου να βοηθήσει τους συμμάχους Σπαρτιάτες να επικρατήσουν των Αθηναίων. Εν τη απουσία του, ισχυρότερος πολιτικός ηγέτης καθίσταται ο Διοκλής. Υπό την καθοδήγησή του, το πολίτευμα των Συρακουσίων απομακρύνεται από τον παραδοσιακά ολιγαρχικό χαρακτήρα του και «ολισθαίνει» προς τη δημοκρατία των μεγάλων εχθρών (λ.χ. ανάδειξη των αρχόντων με κλήρωση). Μεθοδικά, ο Διοκλής συγκεντρώνει την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην πόλη: κατηγορεί τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Ερμοκράτη, ως αμετανόητο ολιγαρχικό που απεργάζεται την κατάλυση της νεοσύστατης δημοκρατίας. Ο Δήμος ψηφίζει να αφαιρεθεί από τον Ερμοκράτη η εξουσία του στρατηγού και τον καταδικάζει σε εξορία.
Γρήγορα, όμως, η αφύπνιση του απειλητικότερου εξωτερικού εχθρού θα αναγκάσει τους Σικελιώτες να εγκαταλείψουν προσωρινά τις εσωτερικές διαμάχες και να στρέψουν την προσοχή τους προς δυσμάς.
Η εισβολή του Αννίβα στη Σικελία: Αφού το 410 οι Καρχηδόνιοι συνέδραμαν την Αίγεστα στέλνοντας ένα μισθοφορικό σώμα, την άνοιξη του 409 αποβιβάζεται στη βορειοδυτική Σικελία ο Αννίβας, επικεφαλής μεγάλου εκστρατευτικού σώματος (ο Διόδωρος, ΙΓ΄, 54, 5, αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Έφορο τον Κυμαίο, το στράτευμα περιελάμβανε 200.000 πεζικάριους και 4.000 ιππείς), το οποίο απαρτίζουν κυρίως Ίβηρες και Αφρικανοί. Οι Καρχηδόνιοι μεταφέρουν και μεγάλο αριθμό πολιορκητικών μηχανών. Ο Αννίβας κινείται χωρίς καθυστέρηση κατά του Σελινούντα, του οποίου οι κάτοικοι δεν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τέτοια πολιορκία. Έντρομοι οι Σελινούντιοι, στέλνουν αγγελιαφόρους στις άλλες σικελικές πόλεις και ζητούν ενισχύσεις. Η Γέλα και ο Ακράγας περιμένουν την αντίδραση των Συρακουσίων. Οι Συρακούσιοι χρονοτριβούν, γιατί φοβούνται μήπως οι Καρχηδόνιοι επιχειρήσουν αιφνιδιαστικά επίθεση στην πόλη τους.
» καὶ τὸν ἐς τὴν Σικελίαν πλοῦν μὴ μεταγιγνώσκετε ὡς ἐπὶ μεγάλην δύναμιν ἐσόμενον. ὄχλοις τε γὰρ ξυμμείκτοις πολυανδροῦσιν αἱ πόλεις καὶ ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς. καὶ οὐδεὶς δι’ αὐτὸ ὡς περὶ οἰκείας πατρίδος οὔτε τὰ περὶ τὸ σῶμα ὅπλοις ἐξήρτυται οὔτε τὰ ἐν τῇ χώρᾳ νομίμοις κατασκευαῖς· ὅτι δὲ ἕκαστος ἢ ἐκ τοῦ λέγων πείθειν οἴεται ἢ στασιάζων ἀπὸ τοῦ κοινοῦ λαβὼν ἄλλην γῆν, μὴ κατορθώσας, οἰκήσειν, ταῦτα ἑτοιμάζεται» (Θουκυδίδης, Στ΄, 17, 2-3).
Η εποχή της κρίσης: Τα χρόνια μετά την κατάλυση της τυραννίας αποτελούν περίοδο κρίσης και αστάθειας για το σύνολο των πόλεων. Η απώλεια ισορροπίας αφορά τόσο το εσωτερικό της κάθε πόλης (έντονες κοινωνικές διαμάχες) όσο και τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των πόλεων. Ο συμμαχικός άξονας Συρακουσών-Γέλας-Ακράγαντα-Σελινούντα απειλεί την αυτονομία των υπολοίπων πόλεων-κρατών. Οι πόλεις της ανατολικής ακτής (Λεοντίνοι, Νάξος, Μέγαρα, Κατάνη, Μεσσήνη) προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον επεκτατισμό των Συρακουσών, ενώ η Αίγεστα, στα βορειοδυτικά όρια της ελληνικής επικράτειας, απειλείται από τον συνασπισμό Σελινούντα και Ακράγαντα.
Η «συμπλοκή» Δύσης και Ανατολής: Παρά τη σχετική γεωπολιτική της αυτοτέλεια, η ελληνική Σικελία θα παρασυρθεί στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κατά τη φάση του Αρχιδάμειου Πολέμου, οι Αθηναίοι θα κάνουν ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να αποτρέψουν ενδεχόμενη συμμετοχή των Συρακουσίων στον πόλεμο, ως συμμάχων των Λακεδαιμονίων. Στο πλαίσιο αυτό θα ενισχύσουν με κάθε μέσο τους παραδοσιακούς εχθρούς των Συρακουσών (κυρίως τους Λεοντίνους, αλλά και τις άλλες πόλεις της ανατολικής ακτής του νησιού, οι οποίες βρίσκονται πιο εκτεθειμένες στον επεκτατισμό της γειτονικής υπερδύναμης: 427-424 π.Χ.). Το 415, με πρόσχημα την έκκληση για βοήθεια της Αίγεστας (που απειλείται από τον γειτονικό Σελινούντα, σύμμαχο των Συρακουσών), οι Αθηναίοι, παρασυρμένοι από τη μεγαλομανία του Αλκιβιάδη, επιχειρούν άμεση επέμβαση στο νησί, με στόχο την ολοκληρωτική κατάληψή του. Παρά τον υπέρ τους συσχετισμό δυνάμεων και τις προβλέψεις των, ουδέτερων και μη, παρατηρητών (ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Γύλιππος ξεκινά να βοηθήσει τους Συρακούσιους σχεδόν πεπεισμένος ότι θα φτάσει κατόπιν εορτής και θα αντικρύσει τους Αθηναίους να έχουν καταλάβει την πόλη), η Σικελική Εκστρατεία καταλήγει σε δραματικό φιάσκο για τους Αθηναίους. Βεβαίως, η αθηναϊκή αποτυχία εξηγείται ιδίως από δικά τους σφάλματα: οι εσωτερικές έριδες και αντιπαλότητες φθείρουν τους Αθηναίους πριν καν ξεκινήσουν την εκστρατεία, ενώ οι τραγικές ολιγωρίες και τα φρικτά σφάλματα της στρατιωτικής ηγεσίας τους (και ιδίως του Νικία) έχουν ως μοιραία κατάληξη τη συντριβή (413 π.Χ.). Το κύρος και η αυτοπεποίθηση των Συρακουσίων είναι σαφώς ενισχυμένο από τη μεγάλη και απροσδόκητη επικράτηση. Η δύναμη της πόλης, όμως, έχει σίγουρα πληγεί από την εξαντλητική πολιορκία και τις αιματηρές συγκρούσεις.
Μετά τον θρίαμβο της πόλης του, ο ικανότερος Συρακούσιος στρατηγός, ο Ερμοκράτης, αναχωρεί με τμήμα του στόλου για το Αιγαίο, προκειμένου να βοηθήσει τους συμμάχους Σπαρτιάτες να επικρατήσουν των Αθηναίων. Εν τη απουσία του, ισχυρότερος πολιτικός ηγέτης καθίσταται ο Διοκλής. Υπό την καθοδήγησή του, το πολίτευμα των Συρακουσίων απομακρύνεται από τον παραδοσιακά ολιγαρχικό χαρακτήρα του και «ολισθαίνει» προς τη δημοκρατία των μεγάλων εχθρών (λ.χ. ανάδειξη των αρχόντων με κλήρωση). Μεθοδικά, ο Διοκλής συγκεντρώνει την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στην πόλη: κατηγορεί τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Ερμοκράτη, ως αμετανόητο ολιγαρχικό που απεργάζεται την κατάλυση της νεοσύστατης δημοκρατίας. Ο Δήμος ψηφίζει να αφαιρεθεί από τον Ερμοκράτη η εξουσία του στρατηγού και τον καταδικάζει σε εξορία.
Γρήγορα, όμως, η αφύπνιση του απειλητικότερου εξωτερικού εχθρού θα αναγκάσει τους Σικελιώτες να εγκαταλείψουν προσωρινά τις εσωτερικές διαμάχες και να στρέψουν την προσοχή τους προς δυσμάς.
ΙΙ. Οι Σικελιώτες αντιμέτωποι με τον καρχηδονιακό επεκτατισμό
Το τέλος μιας παρατεταμένης περιόδου νηνεμίας: Οι Καρχηδόνιοι είχαν εγκατασταθεί πολύ νωρίς στη Σικελία, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους μια περιορισμένης σχετικά έκτασης, αλλά στρατηγικής σημασίας περιοχή, στην οποία ίδρυσαν πόλεις και εμπορικούς σταθμούς (Μοτύη, Λιλύβαιο και φυσικά την Πάνορμο, το μετέπειτα Παλέρμο). Μετά την ήτττα τους στην Ιμέρα, οι Καρχηδόνιοι δεν επιχείρησαν εκ νέου να επέμβουν στρατιωτικά στη Σικελία. Η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων αποδεικνυόταν, άλλωστε, επωφελής και για τις δύο πλευρές. Έλληνες έμποροι είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλο αριθμό στις πόλεις και τους εμπορικούς σταθμούς των Καρχηδονίων, ενώ οι Καρχηδόνιοι έμποροι ήταν παρόντες σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας. Ξαφνικά, το 410 π.Χ., η κατάσταση μεταβάλλεται.
Ύστερα από τη συντριβή των συμμάχων και προστατών της Αθηναίων, η πόλη της Αίγεστας είχε υποχρεωθεί να ικανοποιήσει όλες τις διεκδικήσεις των γειτόνων της Σελινουντίων (413). Τρία χρόνια αργότερα, οι Σελινούντιοι προβάλλουν νέες διεκδικήσεις που ισοδυναμούν ουσιαστικά με πολιτικό και οικονομικό αφανισμό της Αίγεστας, η οποία μέσα στην απόγνωσή της στρέφεται προς τους Καρχηδόνιους, ζητώντας τη στρατιωτική βοήθειά τους. Εκείνοι, προς γενική κατάπληξη, απαντούν θετικά. Τί μεσολάβησε ώστε η Καρχηδόνα να αλλάξει την πολιτική μη επέμβασης στα ελληνικά ζητήματα, την οποία ακολουθούσε πιστά για εβδομήντα περίπου χρόνια; Όπως εξηγεί ο Πιέρ Καρλιέ (όπ.π., σελ. 172-173): «Πιθανότατα, η μεγάλη αθηναϊκή εκστρατεία του 415 προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες στην Καρχηδόνα. Οι Καρχηδόνιοι μπορεί να φοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι, εφόσον καταστούν κύριοι της Σικελίας, θα συνεχίσουν την επέκτασή τους προς την Αφρική«. Αυτό μας λέει κι ο Θουκυδίδης, εμφανίζοντας τον Αλκιβιάδη να δηλώνει προς τους Σπαρτιάτες ότι:
«ἐπλεύσαμεν ἐς Σικελίαν πρῶτον μέν, εἰ δυναίμεθα, Σικελιώτας καταστρεψόμενοι, μετὰ δ’ ἐκείνους αὖθις καὶ Ἰταλιώτας, ἔπειτα καὶ τῆς Καρχηδονίων ἀρχῆς καὶ αὐτῶν ἀποπειράσοντες. εἰ δὲ προχωρήσειε ταῦτα ἢ πάντα ἢ καὶ τὰ πλείω, ἤδη τῇ Πελοποννήσῳ ἐμέλλομεν ἐπιχειρήσειν, κομίσαντες ξύμπασαν μὲν τὴν ἐκεῖθεν προσγενομένην δύναμιν τῶν Ἑλλήνων, πολλοὺς δὲ βαρβάρους μισθωσάμενοι καὶ Ἴβηρας καὶ ἄλλους τῶν ἐκεῖ ὁμολογουμένως νῦν βαρβάρων μαχιμωτάτους, τριήρεις τε πρὸς ταῖς ἡμετέραις πολλὰς ναυπηγησάμενοι, ἐχούσης τῆς Ἰταλίας ξύλα ἄφθονα, αἷς τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες καὶ τῷ πεζῷ ἅμα ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τῶν πόλεων τὰς μὲν βίᾳ λαβόντες, τὰς δ’ ἐντειχισάμενοι, ῥᾳδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν καὶ μετὰ ταῦτα καὶ τοῦ ξύμπαντος Ἑλληνικοῦ ἄρξειν» (Θουκυδίδης, Στ΄, 90, 2-4).
Άρα, η καρχηδονιακή παρέμβαση μπορεί να ερμηνευθεί ως προληπτική κίνηση που θα εδραιώσει τις θέσεις της φοινικικής δύναμης, προστατεύοντας τις κτήσεις της από οποιονδήποτε ελληνικό ιμπεριαλισμό. Η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη: αφενός, οι ελληνικές πόλεις που είναι αντίπαλες των Συρακουσίων δεν έχουν πλέον άλλο σύμμαχο, αφετέρου, οι ίδιες οι Συρακούσες έχουν αποδυναμωθεί από την πολιορκία και τις εσωτερικές διαμάχες. Τέλος, είναι προφανές ότι στην ίδια την Καρχηδόνα η αλλαγή στάσης εξηγείται και από την άνοδο στην εξουσία ομάδων που υποστηρίζουν μια πιο επεκτατική και δυναμική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής των καρχηδονιακών δυνάμεων ορίζεται ο Μαγονίδης Αννίβας, γιος του Γίσκωνος και εγγονός του Αμίλκα, δηλαδή του ηττημένου της μάχης της Ιμέρας (βλ. Καρλιέ όπ.π.).
Ύστερα από τη συντριβή των συμμάχων και προστατών της Αθηναίων, η πόλη της Αίγεστας είχε υποχρεωθεί να ικανοποιήσει όλες τις διεκδικήσεις των γειτόνων της Σελινουντίων (413). Τρία χρόνια αργότερα, οι Σελινούντιοι προβάλλουν νέες διεκδικήσεις που ισοδυναμούν ουσιαστικά με πολιτικό και οικονομικό αφανισμό της Αίγεστας, η οποία μέσα στην απόγνωσή της στρέφεται προς τους Καρχηδόνιους, ζητώντας τη στρατιωτική βοήθειά τους. Εκείνοι, προς γενική κατάπληξη, απαντούν θετικά. Τί μεσολάβησε ώστε η Καρχηδόνα να αλλάξει την πολιτική μη επέμβασης στα ελληνικά ζητήματα, την οποία ακολουθούσε πιστά για εβδομήντα περίπου χρόνια; Όπως εξηγεί ο Πιέρ Καρλιέ (όπ.π., σελ. 172-173): «Πιθανότατα, η μεγάλη αθηναϊκή εκστρατεία του 415 προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες στην Καρχηδόνα. Οι Καρχηδόνιοι μπορεί να φοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι, εφόσον καταστούν κύριοι της Σικελίας, θα συνεχίσουν την επέκτασή τους προς την Αφρική«. Αυτό μας λέει κι ο Θουκυδίδης, εμφανίζοντας τον Αλκιβιάδη να δηλώνει προς τους Σπαρτιάτες ότι:
«ἐπλεύσαμεν ἐς Σικελίαν πρῶτον μέν, εἰ δυναίμεθα, Σικελιώτας καταστρεψόμενοι, μετὰ δ’ ἐκείνους αὖθις καὶ Ἰταλιώτας, ἔπειτα καὶ τῆς Καρχηδονίων ἀρχῆς καὶ αὐτῶν ἀποπειράσοντες. εἰ δὲ προχωρήσειε ταῦτα ἢ πάντα ἢ καὶ τὰ πλείω, ἤδη τῇ Πελοποννήσῳ ἐμέλλομεν ἐπιχειρήσειν, κομίσαντες ξύμπασαν μὲν τὴν ἐκεῖθεν προσγενομένην δύναμιν τῶν Ἑλλήνων, πολλοὺς δὲ βαρβάρους μισθωσάμενοι καὶ Ἴβηρας καὶ ἄλλους τῶν ἐκεῖ ὁμολογουμένως νῦν βαρβάρων μαχιμωτάτους, τριήρεις τε πρὸς ταῖς ἡμετέραις πολλὰς ναυπηγησάμενοι, ἐχούσης τῆς Ἰταλίας ξύλα ἄφθονα, αἷς τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες καὶ τῷ πεζῷ ἅμα ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τῶν πόλεων τὰς μὲν βίᾳ λαβόντες, τὰς δ’ ἐντειχισάμενοι, ῥᾳδίως ἠλπίζομεν καταπολεμήσειν καὶ μετὰ ταῦτα καὶ τοῦ ξύμπαντος Ἑλληνικοῦ ἄρξειν» (Θουκυδίδης, Στ΄, 90, 2-4).
Άρα, η καρχηδονιακή παρέμβαση μπορεί να ερμηνευθεί ως προληπτική κίνηση που θα εδραιώσει τις θέσεις της φοινικικής δύναμης, προστατεύοντας τις κτήσεις της από οποιονδήποτε ελληνικό ιμπεριαλισμό. Η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη: αφενός, οι ελληνικές πόλεις που είναι αντίπαλες των Συρακουσίων δεν έχουν πλέον άλλο σύμμαχο, αφετέρου, οι ίδιες οι Συρακούσες έχουν αποδυναμωθεί από την πολιορκία και τις εσωτερικές διαμάχες. Τέλος, είναι προφανές ότι στην ίδια την Καρχηδόνα η αλλαγή στάσης εξηγείται και από την άνοδο στην εξουσία ομάδων που υποστηρίζουν μια πιο επεκτατική και δυναμική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής των καρχηδονιακών δυνάμεων ορίζεται ο Μαγονίδης Αννίβας, γιος του Γίσκωνος και εγγονός του Αμίλκα, δηλαδή του ηττημένου της μάχης της Ιμέρας (βλ. Καρλιέ όπ.π.).
«Οἱ δὲ Σελινούντιοι τῶν ἱππέων τοὺς κρατίστους ἐπιλέξαντες διὰ νυκτὸς εὐθέως ἀπέστειλαν τοὺς μὲν εἰς ᾿Ακράγαντα, τοὺς δ’ εἰς Γέλαν καὶ Συρακούσας, δεόμενοι τὴν ταχίστην βοηθεῖν, ὡς οὐ δυναμένης πλείω χρόνον τῆς πόλεως ὑποστῆναι τῶν πολεμίων τὴν δύναμιν. Οἱ μὲν οὖν ᾿Ακραγαντῖνοι καὶ Γελῷοι περιέμενον τοὺς Συρακοσίους, βουλόμενοι τὴν δύναμιν ἀθρόαν ἄγειν ἐπὶ τοὺς Καρχηδονίους· οἱ δὲ Συρακόσιοι πυθόμενοι τὰ περὶ τὴν πολιορκίαν, πρὸς μὲν Χαλκιδεῖς πόλεμον ἔχοντες διελύσαντο, τὰς δ’ ἀπὸ τῆς χώρας δυνάμεις ἀθροίζοντες, μεγάλην ποιούμενοι παρασκευὴν ἐχρόνιζον, νομίζοντες ἐκπολιορκηθήσεσθαι τὴν πόλιν, ἀλλ’ οὐκ ἀναρπασθήσεσθαι» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 56, 1-2).
Όταν τελικά οι Συρακούσιοι αποφασίζουν να βοηθήσουν τον Σελινούντα είναι πια αργά. Ύστερα από εννέα ημέρες αντίστασης η πόλη πέφτει στα χέρια των Καρχηδονίων: έξι χιλιάδες Σελινούντιοι κατεσφάγησαν και πέντε χιλιάδες υποδουλώθηκαν, ενώ η πόλη καταστράφηκε εκ θεμελίων. Το μόνο που κατάφερε το εκστρατευτικό σώμα των Συρακουσίων ήταν να συνοδέψει μέχρι τον Ακράγαντα τους λίγους Σελινούντιους πρόσφυγες που κατάφεραν να ξεφύγουν. Ο Αννίβας, αφού αρνήθηκε υπεροπτικά την πρόταση των Συρακουσίων να εξαγοράσουν την ελευθερία των αιχμαλώτων, κινήθηκε κατά της Ιμέρας, της πόλης που συμβόλιζε τη νίκη των Ελλήνων κατά των καρχηδονιακών δυνάμεων που διοικούσε ο παππούς του Αννίβα, ο Αμίλκας. Οι κάτοικοι της πόλης αντιστέκονται ηρωϊκά στην καρχηδονιακή πολιορκία. Αυτή τη φορά, οι Συρακούσες αντιδρούν πιο γρήγορα και στέλνουν στρατό και στόλο, αναθέτοντας τη διοίκηση στον Διοκλή. Οι Ιμεραίοι και οι λοιποί Σικελιώτες φαίνεται να αποκρούουν την καρχηδονιακή επίθεση. Ωστόσο, ο Διοκλής, στον οποίο έχει ανατεθεί η αρχιστρατηγία των ελληνικών δυνάμεων, μπορεί να είναι επιδέξιος πολιτικός, αλλά ως στρατηγός στερείται εξίσου θάρρους και οξυδέρκειας. Φοβούμενος παθολογικά μια αιφνιδιαστική καρχηδονιακή επίθεση στις Συρακούσες, αποφασίζει την εκκένωση της πολιορκούμενης Ιμέρας.
«Διόπερ Διοκλῆς ὁ τῶν ἐν ῾Ιμέρᾳ στρατηγὸς συνεβούλευσε τοῖς ναυάρχοις τὴν ταχίστην ἐκπλεῖν εἰς Συρακούσας, ἵνα μὴ συμβῇ κατὰ κράτος ἁλῶναι τὴν πόλιν, ἀπόντων ἐν τῇ μάχῃ τῶν κρατίστων ἀνδρῶν» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 61, 3).
Οι ελληνικές δυνάμεις και οι κάτοικοι της πόλης εγκαταλείπουν την Ιμέρα, χωρίς καν να θάψουν τους πεσόντες στις μάχες. Οι Καρχηδόνιοι επιτίθενται και καταλαμβάνουν την πόλη πριν ολοκληρωθεί η εκκένωσή της από τον άμαχο πληθυσμό. Ο Αννίβας αιχμαλωτίζει τρεις χιλιάδες Έλληνες, τους οποίους βασανίζει και εκτελεί ακριβώς στο σημείο που έχασε τη ζωή του ο πρόγονός του.
«τῶν δ‘ ἀνδρῶν τοὺς ἁλόντας εἰς τρισχιλίους ὄντας παρήγαγεν ἐπὶ τὸντόπον, ἐν ᾧ πρότερον ᾿Αμίλκας ὁ πάππος αὐτοῦ ὑπὸ Γέλωνος ἀνῃρέθη, καὶ πάντας αἰκισάμενος κατέσφαξεν» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 62, 4).
Αφού κατέλαβε και κατέστρεψε και την Ιμέρα, έχοντας ξεπλύνει την ντροπή του 480, ο Αννίβας επιστρέφει στην Καρχηδόνα, όπου τον περιμένει θριαμβευτική υποδοχή. Το τέλος των εχθροπραξιών είναι προσωρινό. Οι Καρχηδόνιοι έχουν αποδείξει στους Έλληνες ποιός είναι το αφεντικό στη Σικελία. Δεν πρόκειται να αρκεστούν όμως σ’ αυτό, έχοντας διαπιστώσει ότι η κατάκτηση και του υπόλοιπου νησιού είναι εφικτή.
«Τῶν οὖν ὀστῶν παρακομισθέντων ἐνέπεσεν εἰς τὰ πλήθη στάσις, τοῦμὲν Διοκλέους κωλύοντος θάπτειν, τῶν δὲ πολλῶν συγκατατιθεμένων. Τέλος δ‘ οἱ Συρακόσιοι ἔθαψάν τε τὰ λείψανα τῶν τετελευτηκότων καὶπανδημεὶ τὴν ἐκφορὰν ἐτίμησαν. Καὶ ὁ μὲν Διοκλῆς ἐφυγαδεύθη, τὸν δ‘ ῾Ερμοκράτην οὐδ‘ ὣς προσεδέξαντο· ὑπώπτευον γὰρ τὴν τἀνδρὸςτόλμαν, μήποτε τυχὼν ἡγεμονίας ἀναδείξῃ ἑαυτὸν τύραννον» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 75, 5).
Ακόμα κι αν δεν είχε σκοπό να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα, η στάση των συμπολιτών του δεν αφήνει άλλη επιλογή στον Ερμοκράτη, παρά να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία με τη βία. Με τους φίλους και τους μισθοφόρους του καταφέρνει να μπει νύχτα στην πόλη για την καταλάβει πραξικοπηματικά. Οι Συρακούσιοι φαίνεται ότι ήταν ενήμεροι για το εγχείρημα του πρώην στρατηγού τους. Στη μάχη που ακολουθεί, ο Ερμοκράτης και οι οπαδοί του θανατώνονται ή αιχμαλωτίζονται και εκτελούνται στη συνέχεια. Μόνο ένας από τους φίλους του στρατηγού κατορθώνει να διαφύγει από τις Συρακούσες. Το όνομά του είναι Διονύσιος…
«οἱ δὲ Συρακόσιοι τὸ γεγενημένον ἀκούσαντες σὺν τοῖς ὅπλοις ἦλθονεἰς τὴν ἀγοράν, καθ‘ ἣν μετὰ πολλοῦ πλήθους ἐπιφανέντες τόν τε῾Ερμοκράτην καὶ τῶν συμπραττόντων αὐτῷ τοὺς πλείστους ἀπέκτειναν. Τοὺς δὲ ἀπὸ τῆς μάχης διασωθέντας μεθιστάντες εἰς κρίσιν φυγῇκατεδίκαζον· διόπερ τινὲς αὐτῶν πολλοῖς περιπεσόντες τραύμασιν ὡςτετελευτηκότες ὑπὸ τῶν συγγενῶν παρεδόθησαν, ὅπως μὴ τῇ τοῦπλήθους ὀργῇ παραδοθῶσιν, ὧν ἦν καὶ Διονύσιος ὁ μετὰ ταῦτα τῶνΣυρακοσίων τυραννήσας» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 75, 8-9).
Ο τύραννος – μέρος Β΄: η άνοδος
Ι. Η νέα καρχηδονιακή εισβολή
Το 407 π.Χ. οι Συρακούσιοι στέλνουν πρεσβεία στην Καρχηδόνα προκειμένου να διαπραγματευθούν συνθήκη ειρήνης. Οι Καρχηδόνιοι δίνουν ασαφείς απαντήσεις και φαίνονται απρόθυμοι να συνάψουν οποιαδήποτε συνθήκη. Ταυτόχρονα, όπως πληροφορούνται και οι Σικελιώτες πρέσβεις, στρατολογούν στην Αφρική μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Είναι πλέον σαφές ότι τα «γεράκια» έχουν επιβάλει την πολιτική τους στην πόλη του Μελκάρτ και της Ταννίτ. Στόχος της Καρχηδόνας είναι η μεγαλύτερη δυνατή επέκταση της σικελικής της επικράτειας, επομένως η υποδούλωση των ελληνικών πόλεων.
«Συρακόσιοι πέμψαντες εἰς Καρχηδόνα πρέσβεις περί τε τοῦ πολέμου κατεμέμφοντο καὶ τὸ λοιπὸν ἠξίουν παύσασθαι τῆς διαφορᾶς. Οἷς οἱ Καρχηδόνιοι τὰς ἀποκρίσεις ἀμφιβόλους δόντες, ἐν μὲν τῇ Λιβύῃ μεγάλας παρεσκευάζοντο δυνάμεις, ἐπιθυμοῦντες ἁπάσας τὰς ἐν τῇ νήσῳ πόλεις καταδουλώσασθαι» (Διόδωρος ΙΓ΄, 79, 8).
Η πολιορκία και η πτώση του Ακράγαντα: Ο πρώτος στόχος των Καρχηδονίων είναι μοιραία ο Ακράγας. Μετά την πτώση του Σελινούντα, τα εδάφη του συνορεύουν με την καρχηδονιακή επικράτεια. Το εντυπωσιακό σε αριθμό καρχηδονιακό στράτευμα (ο Τίμαιος μιλά για 120.000 άνδρες, ο Έφορος ο Κυμαίος για 300.000!), αποβιβάζεται στη Σικελία, καταλαμβάνει τον Έρυκα και βαδίζει κατά του Ακράγαντα. Επικεφαλής του βρίσκονται ο γηραιός Αννίβας του Γίσκωνος και ο νεότερος σε ηλικία συγγενής του πρώτου Ιμίλκων (ή Ιμίλκας, ο Διόδωρος χρησιμοποιεί και τις δύο εκδοχές του ονόματος), ο οποίος τελικά θα έχει και την ουσιαστική διοίκηση του στρατεύματος. Όχι αβάσιμα, οι Καρχηδόνιοι πιστεύουν ότι με τόσο μεγάλες δυνάμεις θα πετύχουν να υποτάξουν αναίμακτα την πλουσιότερη πόλη του ελληνικού κόσμου. Οι Ακραγαντίνοι είναι συνηθισμένοι να ζουν μες στην τρυφή κι άλλωστε μεγάλο μέρος του πλούτου τους οφείλεται στις εμπορικές συναλλαγές με τους Καρχηδόνιους.
«Καὶ πρῶτον μὲν ἀπέστειλαν πρέσβεις πρὸς τοὺς ᾿Ακραγαντίνους, ἀξιοῦντες μάλιστα μὲν συμμαχεῖν αὐτοῖς, εἰ δὲ μή γε, ἡσυχίαν ἔχειν καὶφίλους εἶναι Καρχηδονίοις ἐν εἰρήνῃ μένοντας· οὐ προσδεξαμένων δὲτῶν ἐν τῇ πόλει τοὺς λόγους, εὐθὺς τὰ τῆς πολιορκίας ἐνηργεῖτο» (Διόδωρος ΙΓ΄, 85, 2).
Οι Ακραγαντίνοι, λοιπόν, ούτε σύμμαχοι των Καρχηδονίων δέχθηκαν να γίνουν, ούτε «φίλοι» (κάτι που θα σήμαινε ότι θα δέχονταν τη διέλευση των στρατευμάτων από το έδαφός τους). Αντιθέτως, (με χρήματα που προσέφερε κυρίως ο Τελλίας ένας από τους επιφανέστερους και πλουσιότερους πολίτες) στρατολογούν μισθοφόρους Καμπανούς και Έλληνες, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνει ο Σπαρτιάτης Δέξιππος. Ζητούν επίσης ενισχύσεις από τις άλλες ελληνικές πόλεις. Αυτή τη φορά οι Συρακούσιοι ανταποκρίνονται άμεσα, όπως και η Γέλα, αλλά και οι λοιποί Σικελιώτες και Ιταλιώτες. Το λαμπρότερο στράτευμα που είχε παρουσιάσει ποτέ ο ελληνισμός της Δύσης τέθηκε υπό τις διαταγές του Συρακούσιου στρατηγού Δαφναίου και προσέτρεξε σε βοήθεια του Ακράγαντα.
Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν με τρόπο που έδειχνε ότι η έκβαση θα ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες. Ωστόσο, πολλά σφάλματα στρατηγικής και η ατολμία των στρατηγών θα καταδικάσουν τελικά τον Ακράγαντα σε αφανισμό. Στην αρχή, ο Δαφναίος εμφανίστηκε με πνεύμα καταδρομέα: χωρίς καν να κάνει τον κόπο να συνεννοηθεί με τους Ακραγαντίνους και να ετοιμάσει μια συντονισμένη επίθεση, αποφάσισε να κινηθεί ευθύς εξαρχής κατά των δυνάμεων του Αννίβα και του Ιμίλκωνα.
Πράγματι, οι συμμαχικές δυνάμεις επιτέθηκαν στον καρχηδονιακό στρατό με τέτοια ορμή που φάνηκε ότι θα τον συντρίψουν. Την ώρα όμως που η αποφασιστική νίκη έμοιαζε βέβαιη, ο Δαφναίος συγκράτησε τις δυνάμεις του που ήταν έτοιμες να εφορμήσουν στα στρατόπεδα των εχθρών. Ίσως φοβήθηκε κάποια ενέδρα, σαν κι αυτήν που καταδίκασε τον Διοκλή σε ήττα έξω από τα τείχη της Ιμέρας. Κι έπειτα, η απόφασή του δεν ήταν τόσο αδικαιολόγητη λαμβανομένων υπόψη κάποιων στρατηγικών δεδομένων που έδειχναν ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να νικήσουν και με πιο συντηρητική τακτική. Ο στόλος των Συρακουσίων είχε αποκλείσει τους εισβολείς και δεν επέτρεπε τον ανεφοδιασμό τους από τα καρχηδονιακά πλοία. Είχε φτάσει το καλοκαίρι και οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τη μετάδοση ασθενειών: ο λοιμός άρχισε να θερίζει τους στρατιώτες των Καρχηδονίων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι ο Αννίβας. Η σωτηρία του Ακράγαντα φαινόταν απλώς υπόθεση χρόνου.
Έπειτα ήρθε το φθινόπωρο και μαζί του τα πρωτοβρόχια που ξέπλυναν τα στρατόπεδα των Καρχηδονίων από τις ακαθαρσίες. Σιγά-σιγά ο λοιμός έφυγε (σε κάθε περίπτωση λέγεται πως ο Ιμίλκων έκανε και μια ανθρωποθυσία για να εξευμενίσει τους θεούς του). Στο εσωτερικό της πολιορκημένης πόλης η δυσαρέσκεια μεγάλωνε για τους στρατηγούς που δεν επιχειρούσαν αντεπίθεση. Οργισμένοι οι πολίτες λιθοβόλησαν τους άτολμους στρατηγούς τους, δίχως δίκη, δίχως καν να ακούσουν την υπεράσπισή τους. Την ίδια ώρα, η Καρχηδόνα έστειλε κι άλλο στόλο σε ενίσχυση: τα πλοία των Συρακουσίων που μετέφεραν εφόδια στους πολιορκημένους έπεσαν σε ενέδρα. Και ξαφνικά, στον Ακράγαντα συνειδητοποίησαν ότι είχαν εφόδια για λίγες μόνο ημέρες. Ο Δέξιππος και ο Δαφναίος προέκριναν ως μόνη λύση την εκκένωση της πόλης, δίχως καν να σκεφτούν να τα παίξουν όλα για όλα, επιχειρώντας αιφνιδιαστική επίθεση κατά του εχθρού. Λίγο μετά την αποχώρηση των, πλέον, προσφύγων που πήραν τον δρόμο για τη Γέλα και τις Συρακούσες, έμπαιναν στην πόλη οι εχθροί, λεηλατώντας τα πλούτη της, καίγοντας σπίτια και ναούς, σφάζοντας τους κατοίκους που δεν πρόλαβαν ή δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους. Η πόλη που ύμνησε ο Πίνδαρος ως την ωραιότερη ελληνική, ως αυτήν που οι κάτοικοί της έχτιζαν για την αιωνιότητα ενώ γλεντούσαν σαν η κάθε μέρα να ήταν η τελευταία της ζωής τους, είχε πια χαθεί.
Στρατηγός αυτοκράτωρ: Η πικρή ήττα στον Ακράγαντα είναι βέβαιο ότι προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην πόλη των Συρακουσών. Η ντροπιαστική υποχώρηση του συμμαχικού στρατεύματος εξόργισε πολλούς πολίτες. Οργιάζουν οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες ο Δαφναίος, ο Δέξιππος κι οι άλλοι στρατηγοί δωροδοκήθηκαν από τους Καρχηδόνιους για να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τον Ακράγαντα. Ο Διονύσιος, που είχε συμμετάσχει και διακριθεί στις μάχες, κρίνει ότι έχει φτάσει η ώρα του. Από φιλοδοξία, από αγνή φιλοπατρία, ή μάλλον και για τα δύο μαζί. Ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου κατηγορεί τους στρατηγούς της πόλης για εσχάτη προδοσία και προτείνει να καταδικαστούν σε θάνατο χωρίς δίκη. Αναταραχή! Η πρόταση του Διονυσίου είναι παράνομη και το προεδρείο του επιβάλλει βαρύ πρόστιμο και του αφαιρεί τον λόγο. Ο πλούσιος φίλος του Διονυσίου, ο Φίλιστος, καταβάλλει το πρόστιμο κι ο Διονύσιος ξαναπαίρνει τον λόγο. Συνεχίζει τις κατηγορίες. Τα πρόστιμα πέφτουν βροχή κι ο Φίλιστος τα πληρώνει όλα επιτόπου. Ο Διονύσιος συνεχίζει την αγόρευσή του…
«Οὐ μὴν ἀλλὰ συναχθείσης ἐκκλησίας ἐν Συρακούσαις, καὶ μεγάλων φόβων ἐπικρεμαμένων, οὐθεὶς ἐτόλμα περὶ τοῦ πολέμου συμβουλεύειν. Ἀπορουμένων δὲ πάντων παρελθὼν Διονύσιος ὁ ῾Ερμοκράτους τῶν μὲν στρατηγῶν κατηγόρησεν ὡς προδιδόντων τὰ πράγματα τοῖς Καρχηδονίοις, τὰ δὲ πλήθη παρώξυνε πρὸς τὴν αὐτῶν τιμωρίαν, παρακαλῶν μὴ περιμεῖναι τὸν κατὰ τοὺς νόμους λῆρον, ἀλλ’ ἐκ χειρὸς ἐπιθεῖναι τὴν δίκην. Τῶν δ’ ἀρχόντων ζημιούντων τὸν Διονύσιον κατὰ τοὺς νόμους ὡς θορυβοῦντα, Φίλιστος ὁ τὰς ἱστορίας ὕστερον συγγράψας, οὐσίαν ἔχων μεγάλην, ἐξέτισε τὰ πρόστιμα, καὶ τῷ Διονυσίῳ παρεκελεύετο λέγειν ὅσα προῄρητο. Καὶ προσεπειπόντος ὅτι καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἂν ζημιοῦν θέλωσιν, ἐκτίσει τἀργύριον ὑπὲρ αὐτοῦ, τὸ λοιπὸν θαρρήσας ἀνέσειε τὰ πλήθη, καὶ τὴν ἐκκλησίαν συνταράττων διέβαλλε τοὺς στρατηγούς, ὅτι χρήμασι πεισθέντες ἐγκατέλιπον τὴν τῶν ᾿Ακραγαντίνων σωτηρίαν. Συγκατηγόρησε δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἐπισημοτάτων πολιτῶν, συνιστὰς αὐτοὺς οἰκείους ὄντας ὀλιγαρχίας. Διόπερ συνεβούλευεν αἱρεῖσθαι στρατηγοὺς μὴ τοὺς δυνατωτάτους, ἀλλὰ τοὺς εὐνουστάτους καὶ δημοτικοὺς μᾶλλον» (Διόδωρος ΙΓ΄, 91, 3-5).
Το τέλος της συνεδρίασης είναι θριαμβευτικό για τον νεαρό. Οι κατηγορούμενοι ως προδότες καταδικάζονται κι ο ίδιος εκλέγεται στρατηγός! Μεθοδικά αρχίζει να υφαίνει τον ιστό που θα του εξασφαλίσει την απόλυτη εξουσία στην πόλη. Επιτυγχάνει να επιστρέψουν στην πόλη οι εξόριστοι φίλοι του που είχαν υποστηρίξει τον Ερμοκράτη. Κατηγορεί για προδότες πλούσιους συμπολίτες του και δημεύει την περιουσία τους, έτσι ώστε με τα χρήματα αυτά να στρατολογήσει πιστούς στον ίδιο μισθοφόρους. Προσάπτει την ίδια κατηγορία και στους συναδέλφους του στρατηγούς και τους αντικαθιστά με φίλους του. Τέλος πείθει τον Δήμο να τον ονομάσει «στρατηγό αυτοκράτορα» παρέχοντάς του πλήρεις εξουσίες, θυμίζοντας διαρκώς ότι ο Γέλων κατήγαγε τη μεγάλη νίκη της Ιμέρας έχοντας μόνος του την αρχιστρατηγεία των ελληνικών δυνάμεων («Καρχηδονίων τὰς τριάκοντα μυριάδας περὶ τὴν ῾Ιμέραν νενικῆσθαι στρατηγοῦντος Γέλωνος αὐτοκράτορος.», Διόδωρος ΙΓ΄, 94, 5). Τέλος, για να κάνει να πάψουν οι φωνές διαμαρτυρίας αυτών που διαβλέπουν τη φιλοδοξία του να καταστεί τύραννος, σκηνοθετεί μια απόπειρα εναντίον του: «Λέγεται δὲ τοῦτο πρᾶξαι τὸν Διονύσιονἀπομιμούμενον Πεισίστρατον τὸν ᾿Αθηναῖον... Καὶ τότε Διονύσιος τῇπαραπλησίᾳ μηχανῇ τὸ πλῆθος ἐξαπατήσας ἐνήργει τὰ τῆς τυραννίδος» (όπ. π., 95, 5-6). Η πόλη «πείθεται» να του παραχωρήσει σωματοφυλακή, αποτελούμενη αρχικά από 600, έπειτα από 1000 άνδρες. Έπειτα νυμφεύεται την Αρετή, κόρη του Ερμοκράτη, ισχυροποιώντας τους δεσμούς του με την οικογένεια του κάποτε πολιτικού αρχηγού του, μια από τις ευγενέστερες και πλέον δοξασμένες της πόλης.
ΙΙ. Ο Διονύσιος ηγέτης των Συρακουσών
Στρατηγός αυτοκράτωρ: Η πικρή ήττα στον Ακράγαντα είναι βέβαιο ότι προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην πόλη των Συρακουσών. Η ντροπιαστική υποχώρηση του συμμαχικού στρατεύματος εξόργισε πολλούς πολίτες. Οργιάζουν οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες ο Δαφναίος, ο Δέξιππος κι οι άλλοι στρατηγοί δωροδοκήθηκαν από τους Καρχηδόνιους για να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τον Ακράγαντα. Ο Διονύσιος, που είχε συμμετάσχει και διακριθεί στις μάχες, κρίνει ότι έχει φτάσει η ώρα του. Από φιλοδοξία, από αγνή φιλοπατρία, ή μάλλον και για τα δύο μαζί. Ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου κατηγορεί τους στρατηγούς της πόλης για εσχάτη προδοσία και προτείνει να καταδικαστούν σε θάνατο χωρίς δίκη. Αναταραχή! Η πρόταση του Διονυσίου είναι παράνομη και το προεδρείο του επιβάλλει βαρύ πρόστιμο και του αφαιρεί τον λόγο. Ο πλούσιος φίλος του Διονυσίου, ο Φίλιστος, καταβάλλει το πρόστιμο κι ο Διονύσιος ξαναπαίρνει τον λόγο. Συνεχίζει τις κατηγορίες. Τα πρόστιμα πέφτουν βροχή κι ο Φίλιστος τα πληρώνει όλα επιτόπου. Ο Διονύσιος συνεχίζει την αγόρευσή του…
«Οὐ μὴν ἀλλὰ συναχθείσης ἐκκλησίας ἐν Συρακούσαις, καὶ μεγάλων φόβων ἐπικρεμαμένων, οὐθεὶς ἐτόλμα περὶ τοῦ πολέμου συμβουλεύειν. Ἀπορουμένων δὲ πάντων παρελθὼν Διονύσιος ὁ ῾Ερμοκράτους τῶν μὲν στρατηγῶν κατηγόρησεν ὡς προδιδόντων τὰ πράγματα τοῖς Καρχηδονίοις, τὰ δὲ πλήθη παρώξυνε πρὸς τὴν αὐτῶν τιμωρίαν, παρακαλῶν μὴ περιμεῖναι τὸν κατὰ τοὺς νόμους λῆρον, ἀλλ’ ἐκ χειρὸς ἐπιθεῖναι τὴν δίκην. Τῶν δ’ ἀρχόντων ζημιούντων τὸν Διονύσιον κατὰ τοὺς νόμους ὡς θορυβοῦντα, Φίλιστος ὁ τὰς ἱστορίας ὕστερον συγγράψας, οὐσίαν ἔχων μεγάλην, ἐξέτισε τὰ πρόστιμα, καὶ τῷ Διονυσίῳ παρεκελεύετο λέγειν ὅσα προῄρητο. Καὶ προσεπειπόντος ὅτι καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἂν ζημιοῦν θέλωσιν, ἐκτίσει τἀργύριον ὑπὲρ αὐτοῦ, τὸ λοιπὸν θαρρήσας ἀνέσειε τὰ πλήθη, καὶ τὴν ἐκκλησίαν συνταράττων διέβαλλε τοὺς στρατηγούς, ὅτι χρήμασι πεισθέντες ἐγκατέλιπον τὴν τῶν ᾿Ακραγαντίνων σωτηρίαν. Συγκατηγόρησε δὲ καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἐπισημοτάτων πολιτῶν, συνιστὰς αὐτοὺς οἰκείους ὄντας ὀλιγαρχίας. Διόπερ συνεβούλευεν αἱρεῖσθαι στρατηγοὺς μὴ τοὺς δυνατωτάτους, ἀλλὰ τοὺς εὐνουστάτους καὶ δημοτικοὺς μᾶλλον» (Διόδωρος ΙΓ΄, 91, 3-5).
Το τέλος της συνεδρίασης είναι θριαμβευτικό για τον νεαρό. Οι κατηγορούμενοι ως προδότες καταδικάζονται κι ο ίδιος εκλέγεται στρατηγός! Μεθοδικά αρχίζει να υφαίνει τον ιστό που θα του εξασφαλίσει την απόλυτη εξουσία στην πόλη. Επιτυγχάνει να επιστρέψουν στην πόλη οι εξόριστοι φίλοι του που είχαν υποστηρίξει τον Ερμοκράτη. Κατηγορεί για προδότες πλούσιους συμπολίτες του και δημεύει την περιουσία τους, έτσι ώστε με τα χρήματα αυτά να στρατολογήσει πιστούς στον ίδιο μισθοφόρους. Προσάπτει την ίδια κατηγορία και στους συναδέλφους του στρατηγούς και τους αντικαθιστά με φίλους του. Τέλος πείθει τον Δήμο να τον ονομάσει «στρατηγό αυτοκράτορα» παρέχοντάς του πλήρεις εξουσίες, θυμίζοντας διαρκώς ότι ο Γέλων κατήγαγε τη μεγάλη νίκη της Ιμέρας έχοντας μόνος του την αρχιστρατηγεία των ελληνικών δυνάμεων («Καρχηδονίων τὰς τριάκοντα μυριάδας περὶ τὴν ῾Ιμέραν νενικῆσθαι στρατηγοῦντος Γέλωνος αὐτοκράτορος.», Διόδωρος ΙΓ΄, 94, 5). Τέλος, για να κάνει να πάψουν οι φωνές διαμαρτυρίας αυτών που διαβλέπουν τη φιλοδοξία του να καταστεί τύραννος, σκηνοθετεί μια απόπειρα εναντίον του: «Λέγεται δὲ τοῦτο πρᾶξαι τὸν Διονύσιονἀπομιμούμενον Πεισίστρατον τὸν ᾿Αθηναῖον... Καὶ τότε Διονύσιος τῇπαραπλησίᾳ μηχανῇ τὸ πλῆθος ἐξαπατήσας ἐνήργει τὰ τῆς τυραννίδος» (όπ. π., 95, 5-6). Η πόλη «πείθεται» να του παραχωρήσει σωματοφυλακή, αποτελούμενη αρχικά από 600, έπειτα από 1000 άνδρες. Έπειτα νυμφεύεται την Αρετή, κόρη του Ερμοκράτη, ισχυροποιώντας τους δεσμούς του με την οικογένεια του κάποτε πολιτικού αρχηγού του, μια από τις ευγενέστερες και πλέον δοξασμένες της πόλης.
Η συνέχεια του καρχηδονιακού πολέμου
Η πολιορκία της Γέλας:Ήταν πρόδηλο ότι οι Καρχηδόνιοι δεν θα σταματούσαν την προέλασή τους τη στιγμή που είχαν εξαιρετικές προοπτικές να επεκτείνουν την επικράτειά τους στο μέγιστο δυνατό. Αφού εδραίωσε τις θέσεις του στα εδάφη του Ακράγαντα, την άνοιξη του 405 ο Ιμίλκων κινήθηκε κατά της Γέλας. Οι καρχηδονιακές δυνάμεις στρατοπέδευσαν κοντά στη θάλασσα, στο δυτικό άκρο της στενής πεδιάδας που βρισκόταν ανάμεσα στον λόφο του Απόλλωνα και τα τείχη της πόλης.
Ο Ιμίλκων άρχισε την πολιορκία με μια συμβολική κίνηση. Πάνω στον λόφο που βρισκόταν δίπλα στην ακτή όπου είχαν αποβιβασθεί οι Κρήτες και Ρόδιοι πρώτοι άποικοι της πόλης οι Γελώοι είχαν στήσει ένα πελώριο χάλκινο ανδριάντα του Απόλλωνα Αρχαγέτη, του προστάτη θεού που είχε οδηγήσει τους αποίκους στη νέα πατρίδα τους. Το άγαλμα αυτό το σύλησε ο Ιμίλκων: διέταξε να το κατεβάσουν από το βάθρο του και να τον φορτώσουν σε ένα πλοίο για να μεταφερθεί ως δώρο στη μητρόπολη της Καρχηδόνας, την Τύρο. Από την πλευρά τους, οι Γελώοι οργάνωσαν την αντίστασή τους, επιτυγχάνοντας να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις: όλοι οι άνδρες στρατεύθηκαν, ενώ οι γυναίκες, οι έφηβοι και οι γέροντες δούλευαν νυχθημερόν για να επισκευάσουν τις ζημιές που προκαλούσαν στις οχυρώσεις οι επιθέσεις του εχθρού.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στη Γέλα ο Διονύσιος, ως αρχιστράτηγος του μεγαλύτερου στρατεύματος που είχε ως τότε συγκεντρώσει ο ελληνισμός της Σικελίας. Σύμφωνα με τον Τίμαιο αριθμούσε 30.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, ενώ ο Διόδωρος (ΙΓ΄, 109, 2) αναφέρει ότι σύμφωνα με άλλες πηγές έφτανε ή και ξεπερνούσε τους 50.000 άνδρες: το αποτελούσαν 20.000 Συρακούσιοι, 10.000 λοιποί Σικελιώτες, 15.000 Ιταλιώτες και 5.000 μισθοφόροι (πολλοί απ’ αυτούς Λακεδαιμόνιοι). Ο συμμαχικός στρατός στρατοπέδευσε κοντά στη θάλασσα, δίπλα στις εκβολές του Γέλα ποταμού και κοντά στην ανατολική πύλη της πόλης.
Ο Ιμίλκων άρχισε την πολιορκία με μια συμβολική κίνηση. Πάνω στον λόφο που βρισκόταν δίπλα στην ακτή όπου είχαν αποβιβασθεί οι Κρήτες και Ρόδιοι πρώτοι άποικοι της πόλης οι Γελώοι είχαν στήσει ένα πελώριο χάλκινο ανδριάντα του Απόλλωνα Αρχαγέτη, του προστάτη θεού που είχε οδηγήσει τους αποίκους στη νέα πατρίδα τους. Το άγαλμα αυτό το σύλησε ο Ιμίλκων: διέταξε να το κατεβάσουν από το βάθρο του και να τον φορτώσουν σε ένα πλοίο για να μεταφερθεί ως δώρο στη μητρόπολη της Καρχηδόνας, την Τύρο. Από την πλευρά τους, οι Γελώοι οργάνωσαν την αντίστασή τους, επιτυγχάνοντας να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις: όλοι οι άνδρες στρατεύθηκαν, ενώ οι γυναίκες, οι έφηβοι και οι γέροντες δούλευαν νυχθημερόν για να επισκευάσουν τις ζημιές που προκαλούσαν στις οχυρώσεις οι επιθέσεις του εχθρού.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στη Γέλα ο Διονύσιος, ως αρχιστράτηγος του μεγαλύτερου στρατεύματος που είχε ως τότε συγκεντρώσει ο ελληνισμός της Σικελίας. Σύμφωνα με τον Τίμαιο αριθμούσε 30.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, ενώ ο Διόδωρος (ΙΓ΄, 109, 2) αναφέρει ότι σύμφωνα με άλλες πηγές έφτανε ή και ξεπερνούσε τους 50.000 άνδρες: το αποτελούσαν 20.000 Συρακούσιοι, 10.000 λοιποί Σικελιώτες, 15.000 Ιταλιώτες και 5.000 μισθοφόροι (πολλοί απ’ αυτούς Λακεδαιμόνιοι). Ο συμμαχικός στρατός στρατοπέδευσε κοντά στη θάλασσα, δίπλα στις εκβολές του Γέλα ποταμού και κοντά στην ανατολική πύλη της πόλης.
Ο Διονύσιος είχε καταστρώσει ένα περίπλοκο σχέδιο, το οποίο στη θεωρία έμοιαζε ιδιοφυές, προκειμένου να καταφέρει το αποφασιστικό χτύπημα στους εισβολείς: οι Ιταλιώτες θα επιβιβάζονταν στα πλοία τα οποία θα τους μετέφεραν για να αποβιβασθούν κοντά στο καρχηδονιακό στρατόπεδο, στο σημείο που αυτό ήταν πιο ευάλωτο.
Ταυτόχρονα, θα έκαναν επίθεση στο βόρειο άκρο του καρχηδονιακού στρατοπέδου οι Συρακούσιοι με τους άλλους Σικελιώτες, ενώ αμέσως μετά από αυτούς θα επέλαυνε το ελληνικό ιππικό. Την ώρα που ο Ιμίλκων θα προσπαθούσε να αποκρούσει δύο επιθέσεις, θα ερχόταν η σειρά του Διονυσίου: επικεφαλής των επίλεκτων πεζικάριων και των μισθοφόρων, ο Διονύσιος θα έμπαινε στη Γέλα από την ανατολική πύλη, θα διέσχιζε την πόλη κατά μήκος και βγαίνοντας από τη δυτική πύλη θα επιχειρούσε κατά μέτωπον επίθεση εναντίον των Καρχηδονίων.
Αμέσως πίσω, θα ακολουθούσαν τα στρατεύματα των Γελώων με σκοπό να αποτελειώσουν τους πολιορκητές. Δυστυχώς για τον Διονύσιο η επιτυχία ενός τόσο σύνθετου σχεδίου εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες, αρκετοί από τους οποίους αποδεικνύονται στην πράξη αστάθμητοι. Όταν μετά από είκοσι ημέρες έφτασε η ώρα το σχέδιο να τεθεί σε εφαρμογή, σχεδόν όλα πήγαν στραβά. Οι Ιταλιώτες που θα επιτίθονταν από τη μεριά της θάλασσας, εφόρμησαν νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε, με αποτέλεσμα να πολεμήσουν μόνοι ενάντια σε πολύ μεγαλύτερες εχθρικές δυνάμεις που τις αποτελούσαν κυρίως Ίβηρες και Καμπανοί μισθοφόροι.
Την ίδια στιγμή, τα φυσικά εμπόδια καθυστέρησαν την επέλαση των Σικελιωτών: το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού χάθηκε και οι Σικελιώτες βρήκαν τα καρχηδονιακά στρατεύματα (ιδίως τους Λίβυους μισθοφόρους, το βαρύ πεζικό του εχθρού) σε θέσεις μάχεις. Όσο για τον Διονύσιο, όταν επιχείρησε να διασχίσει την πόλη, αντί για άδειους δρόμους συνάντησε πλήθος ανθρώπων (πεζών ή σε άμαξες) που προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν τη Γέλα.
Οι δυνάμεις του Διονυσίου χρειάστηκαν πενταπλάσιο χρόνο από τον κανονικό για να βγούν από τη δυτική πύλη και ουσιαστικά δεν έφτασαν ποτέ στο πεδίο της μάχης. Το αποτέλεσμα ήταν σοβαρές απώλειες και μια οικτρή αποτυχία. Το ίδιο βράδυ ο Διονύσιος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο οποίο αποφασίστηκε η εκκένωση της πόλης. Οι Γελώοι θα έπρεπε να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στις Συρακούσες και στους Λεοντίνους. Υποχωρώντας και κρίνοντας αδύνατη την άμυνα της Καμαρίνας, ο Διονύσιος πρόσταξε τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν κι αυτήν.
Παρά τις καλές προθέσεις και τις αδιαμφισβήτητες στρατηγικές ικανότητές του, ο ηγεμών των Συρακουσίων δεν είχε καταφέρει τίποτε καλύτερο απ’ ό,τι οι στρατηγοί που είχαν διοικήσει το στράτευμα στην Ιμέρα και στον Ακράγαντα και τους οποίους είχε κατηγορήσει για ανίκανους και προδότες. Ο ελληνισμός της Σικελίας βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση της Ιστορίας του. Οι Καρχηδόνιοι δεν θα αργούσαν να φτάσουν στα περίχωρα των Συρακουσών. Κι αν έπεφταν οι Συρακούσες θα έφτανε και το τέλος του ελληνισμού.
Η συνωμοσία των ιππέων κατά του Διονυσίου: Η αποτυχία και οι συμφορές που την ακολούθησαν ήταν μοιραίο να προκαλέσουν οργή και μίσος κατά του στρατηγού αυτοκράτορα: «Ἐφ‘ οἷς ἐξεκάετο τὸ κατὰτοῦ Διονυσίου μῖσος» (Διόδωρος ΙΓ΄, 112, 1). Πολλοί από τους αριστοκράτες της πόλης που υπηρετούσαν στις τάξεις του ιππικού έκριναν ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεμπερδεύουν μια για πάντα από τον τύραννο. Εγκατέλειψαν το στράτευμα, που υποχωρούσε με βραδύ ρυθμό για να συνοδεύει τους πρόσφυγες, και επέστρεψαν στις Συρακούσες. Λεηλάτησαν το σπίτι του Διονυσίου και συνέλαβαν τη γυναίκα του, την Αρετή, την οποία κακοποίησαν και βίασαν μέχρι θανάτου. Το φριχτό έγκλημα θα καθιστούσε άρρηκτους τους δεσμούς μεταξύ των συνωμοτών και θα κρατούσε για πάντα άσβεστο το μίσος τους για τον τύραννο.
«τὴν μὲν οἰκίαν τοῦ Διονυσίου διήρπασαν γέμουσαν ἀργύρου τε καὶχρυσοῦ καὶ τῆς ἄλλης πολυτελείας ἁπάσης, τὴν δὲ γυναῖκασυλλαβόντες οὕτω διέθεσαν κακῶς, ὥστε καὶ τὸν τύραννον βαρέωςἐνέχειν τὴν ὀργήν, νομίζοντες τὴν ταύτης τιμωρίαν μεγίστην εἶναιπίστιν τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας κατὰ τὴν ἐπίθεσιν» (Διόδωρος ΙΓ΄, 112,4).
Ο Διονύσιος πληροφορήθηκε τα τραγικά συμβάντα και αποφάσισε να αντιδράσει άμεσα για να διασώσει τη ζωή και την εξουσία του. Συγκέντρωσε τους πιστότερους σ’ αυτόν στρατιώτες (εξακόσιους πεζούς και εκατό ιππείς) και κάλπασε προς τις Συρακούσες, όπου έφτασε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Έσπασε τις πύλες και προχώρησε προς τη συνοικία της Αχραδινής, την ώρα που η πόλη κοιμόταν. Η απάντησή του ήταν αμείλικτη: οι συνωμότες (κι όσοι τόλμησαν να προβάλουν αντίσταση) σφαγιάστηκαν ή εκτελέστηκαν μετά τη σύγκρουση. Οι λίγοι που κατάφεραν να ξεφύγουν οχυρώθηκαν σε ένα φρούριο πάνω στην Αίτνα. Ο Διονύσιος είχε τουλάχιστον εξασφαλίσει την εξουσία του.
Η συνθήκη ειρήνης με την Καρχηδόνα: Ο στρατός του Ιμίλκωνα προχώρησε με μάλλον βραδύ ρυθμό και έφτασε κοντά στις Συρακούσες προς το τέλος του 405. Αντί να οργανώσει την πολιορκία της πόλης, ο Ιμίλκων έστειλε κήρυκα στις Συρακούσες για να προτείνει τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Εκ πρώτης όψεως, η στάση του Καρχηδόνιου στρατηγού έμοιαζε περίεργη: γιατί να σταματήσει όταν είχε τόσες πιθανότητες να υποτάξει όλους τους Σικελιώτες; Ο Διόδωρος (ΙΓ, 114,2) κάνει λόγο για επιδημία λοιμού, η οποία αποδεκάτιζε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς.
Παρά τις καλές προθέσεις και τις αδιαμφισβήτητες στρατηγικές ικανότητές του, ο ηγεμών των Συρακουσίων δεν είχε καταφέρει τίποτε καλύτερο απ’ ό,τι οι στρατηγοί που είχαν διοικήσει το στράτευμα στην Ιμέρα και στον Ακράγαντα και τους οποίους είχε κατηγορήσει για ανίκανους και προδότες. Ο ελληνισμός της Σικελίας βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση της Ιστορίας του. Οι Καρχηδόνιοι δεν θα αργούσαν να φτάσουν στα περίχωρα των Συρακουσών. Κι αν έπεφταν οι Συρακούσες θα έφτανε και το τέλος του ελληνισμού.
ΙΙI. Ανάμεσα σε δύο θανάσιμους κινδύνους
«τὴν μὲν οἰκίαν τοῦ Διονυσίου διήρπασαν γέμουσαν ἀργύρου τε καὶχρυσοῦ καὶ τῆς ἄλλης πολυτελείας ἁπάσης, τὴν δὲ γυναῖκασυλλαβόντες οὕτω διέθεσαν κακῶς, ὥστε καὶ τὸν τύραννον βαρέωςἐνέχειν τὴν ὀργήν, νομίζοντες τὴν ταύτης τιμωρίαν μεγίστην εἶναιπίστιν τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας κατὰ τὴν ἐπίθεσιν» (Διόδωρος ΙΓ΄, 112,4).
Ο Διονύσιος πληροφορήθηκε τα τραγικά συμβάντα και αποφάσισε να αντιδράσει άμεσα για να διασώσει τη ζωή και την εξουσία του. Συγκέντρωσε τους πιστότερους σ’ αυτόν στρατιώτες (εξακόσιους πεζούς και εκατό ιππείς) και κάλπασε προς τις Συρακούσες, όπου έφτασε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Έσπασε τις πύλες και προχώρησε προς τη συνοικία της Αχραδινής, την ώρα που η πόλη κοιμόταν. Η απάντησή του ήταν αμείλικτη: οι συνωμότες (κι όσοι τόλμησαν να προβάλουν αντίσταση) σφαγιάστηκαν ή εκτελέστηκαν μετά τη σύγκρουση. Οι λίγοι που κατάφεραν να ξεφύγουν οχυρώθηκαν σε ένα φρούριο πάνω στην Αίτνα. Ο Διονύσιος είχε τουλάχιστον εξασφαλίσει την εξουσία του.
Η συνθήκη ειρήνης με την Καρχηδόνα: Ο στρατός του Ιμίλκωνα προχώρησε με μάλλον βραδύ ρυθμό και έφτασε κοντά στις Συρακούσες προς το τέλος του 405. Αντί να οργανώσει την πολιορκία της πόλης, ο Ιμίλκων έστειλε κήρυκα στις Συρακούσες για να προτείνει τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Εκ πρώτης όψεως, η στάση του Καρχηδόνιου στρατηγού έμοιαζε περίεργη: γιατί να σταματήσει όταν είχε τόσες πιθανότητες να υποτάξει όλους τους Σικελιώτες; Ο Διόδωρος (ΙΓ, 114,2) κάνει λόγο για επιδημία λοιμού, η οποία αποδεκάτιζε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς.
Όπως, όμως, παρατηρεί ο Πιέρ Καρλιέ, η εξήγηση των μεταδοτικών ασθενειών είναι επαναλαμβανόμενη στους αρχαίους συγγραφείς και για αυτό ύποπτη ή τουλάχιστον ανεπαρκής. Οι Καρχηδόνιοι θα πρέπει να είχαν πληροφορηθεί τις εξελίξεις στο μέτωπο του Πελοποννησιακού Πολέμου: οι Σπαρτιάτες είχαν συντρίψει τον αθηναϊκό στόλο και στρατό στους Αιγός Ποταμούς και είχαν ουσιαστικά κερδίσει τον πόλεμο.
Επομένως, ήταν πια ελεύθεροι να βοηθήσουν τους Συρακούσιους συμμάχους τους. Μια σπαρτιατική επέμβαση στη Σικελία θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την Καρχηδόνα (“Le IVe siècle grec”, σειρά “Nouvelle Histoire de l’ Antiquité”, vol. 5, Coll. Points, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 177). Η ειρήνη ήταν μάλλον η πλέον συμφέρουσα επιλογή για την Καρχηδόνα, που δεν είχε απαραίτητα ανάγκη να συντρίψει τους Έλληνες, ενώ, αντιθέτως, είχε οφέλη να αποκομίσει από τις εμπορικές δραστηριότητές τους. Έτσι, οι όροι που πρότειναν οι Καρχηδόνιοι ήταν πολύ λογικοί.
«Διόπερ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἀναγκαζόμενος ᾿Ιμίλκας ἔπεμψεν εἰςΣυρακούσας κήρυκα, παρακαλῶν τοὺς ἡττημένους διαλύσασθαι. Ἀσμένως δ‘ ὑπακούσαντος τοῦ Διονυσίου τὴν εἰρήνην ἐπὶ τοῖσδεἔθεντο· Καρχηδονίων εἶναι μετὰ τῶν ἐξ ἀρχῆς ἀποίκων ᾿Ελύμους καὶΣικανούς· Σελινουντίους δὲ καὶ ᾿Ακραγαντίνους, ἔτι δ‘ ῾Ιμεραίους, πρὸςδὲ τούτοις Γελῴους καὶ Καμαριναίους οἰκεῖν μὲν ἐν ἀτειχίστοις ταῖςπόλεσι, φόρον δὲ τελεῖν τοῖς Καρχηδονίοις· Λεοντίνους δὲ καὶΜεσσηνίους καὶ Σικελοὺς ἅπαντας αὐτονόμους εἶναι, καὶ Συρακοσίουςμὲν ὑπὸ Διονύσιον τετάχθαι, τὰ δὲ αἰχμάλωτα καὶ τὰς ναῦς ἀποδοῦναιτοὺς ἔχοντας τοῖς ἀποβαλοῦσι» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 114, 1).
Το νέο στάτους κβο παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον. Οι νικητές διεύρυναν την επικράτειά τους στο σύνολο της δυτικής Σικελίας, περιλαμβανομένων και των πόλεων των Ελύμων. Επέτρεπαν στους κατοίκους των πόλεων που κυρίευσαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων (Σελινούντα, Ιμέρα, Ακράγαντα, Γέλα και Καμαρίνα) να επανεγκατασταθούν, χωρίς όμως να μπορούν να τις οχυρώσουν. Οι ελληνικές πόλεις της ανατολικής Σικελίας κι αυτές των ιθαγενών Σικελών ανακτούσαν την αυτονομία τους έναντι των Συρακουσών. Ο Διονύσιος όμως κέρδιζε αυτό που ήθελε: την αναγνώριση της εξουσίας του στην πόλη. Είχε φτάσει στο χείλος του γκρεμού και είχε καταφέρει να σωθεί ενώ τον απειλούσαν δύο θανάσιμοι κίνδυνοι. Είχε κερδίσει πολύτιμο χρόνο. Αρκετό για μπορέσει να εδραιώσει απόλυτα την εξουσία του στις Συρακούσες, αλλά και για να προετοιμάσει την αντεπίθεση που θα στρεφόταν κατά των Καρχηδονίων.
Στο προηγούμενο επεισόδιο είδαμε πώς ο Διονύσιος, μετά την άδοξη ήττα στη μάχη της Γέλας, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη στάση των Συρακούσιων ιππέων και την καρχηδονιακή απειλή, δύο κινδύνους που θα μπορούσαν κάλλιστα να τερματίσουν πολύ γρήγορα τη σταδιοδρομία του ως ηγεμόνα των Συρακουσών. Οι επόμενες κινήσεις του Διονυσίου, μεθοδικές και σταθερές, θα γίνουν με βάση αυτούς τους δύο άξονες πολιτικής: εδραίωση και θωράκιση της εξουσίας του στην πόλη (προστασία από τον εσωτερικό εχθρό) και επέκταση της ηγεμονίας του στις υπόλοιπες πόλεις, με τρόπο που να καταδεικνύει ότι ο βασικός σκοπός του τυράννου είναι η απόκρουση του καρχηδονιακού ιμπεριαλισμού (αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού). Και στις δύο προσπάθειές του ο Διονύσιος θα συναντήσει σοβαρά εμπόδια. Και στις δύο περιπτώσεις θα κατορθώσει τελικά να επιβάλει την εξουσία του, έστω και με απώλειες ή μετά από πρόσκαιρες ή σχετικές αποτυχίες.
Η οχύρωση της Ορτυγίας και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις:
Ο Διονύσιος επιβάλλει την ηγεμονία των Συρακουσών στην ανατολική Σικελία: Η όποια κίνηση κατά του εξωτερικού εχθρού προϋποθέτει την αποκατάσταση της ηγεμονίας των Συρακουσών στην ανατολική Σικελία. Ο Διονύσιος στρέφεται πρώτα κατά των πόλεων που ήταν αποικίες των Χαλκιδέων (Διόδωρος, ΙΔ΄, 14 επ.). Εκμεταλλευόμενος την προδοσία, εκπορθεί τη Νάξο και την Κατάνη, τις οποίες ισοπεδώνει και εξανδραποδίζει τους κατοίκους τους. Έπειτα εγκαθιστά Καμπανούς μισθοφόρους στα εδάφη της Κατάνης και Σικελούς στη Νάξο. Μετά από αυτά, οι Λεοντίνοι υποτάσσονται στην εξουσία του. Ο τύραννος εκτοπίζει τους κατοίκους τους στις Συρακούσες, απονέμοντάς τους όμως πολιτικά δικαιώματα.
«Διονύσιος δ´ ὁ τῶν Συρακοσίων τύραννος, ἐπειδὴ πάντα τὰ πρὸς{τὸν} πόλεμον αὐτῷ κατεσκεύαστο κατὰ τὴν ἰδίαν προαίρεσιν, ἐξέπεμψεν εἰς Καρχηδόνα κήρυκα, δοὺς ἐπιστολὴν πρὸς τὴνγερουσίαν· ἐν ταύτῃ δὲ γεγραμμένον ἦν ὅτι Συρακοσίοις δεδογμένονεἴη πολεμεῖν πρὸς Καρχηδονίους, ἐὰν μὴ τῶν Ἑλληνίδων πόλεωνἐκχωρήσωσιν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 47).
Την άνοιξη του 397, ο Διονύσιος ξεκινά με ένα εντυπωσιακό σε δύναμη στράτευμα (80.000 πεζοί, 3.000 ιππείς, σχεδόν διακόσια πολεμικά πλοία και πολλά μεταγωγικά) και κινείται προς τα δυτικά. Οι πόλεις των Ελύμων υποτάσσονται στον Διονύσιο. Στη συνέχεια, ο τύραννος κινείται προς τον πρώτο στόχο του, την οχυρωμένη νήσο της Μοτύης, δεύτερη σε σπουδαιότητα καρχηδονιακή αποικία στο νησί.
Δεύτερη περίοδος του πολέμου – από την καρχηδονιακή αντεπίθεση στη συνθήκη ειρήνης του 392: Η ειρήνη (ή μάλλον η ανακωχή του 396) είναι επισφαλής. Καμία από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές δεν έχει παραιτηθεί από την αξίωσή της να κυριαρχήσει στη Σικελία, καμία δεν είναι σε θέση να επιβάλει τις επιθυμίες της στην άλλη.
«Διόπερ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἀναγκαζόμενος ᾿Ιμίλκας ἔπεμψεν εἰςΣυρακούσας κήρυκα, παρακαλῶν τοὺς ἡττημένους διαλύσασθαι. Ἀσμένως δ‘ ὑπακούσαντος τοῦ Διονυσίου τὴν εἰρήνην ἐπὶ τοῖσδεἔθεντο· Καρχηδονίων εἶναι μετὰ τῶν ἐξ ἀρχῆς ἀποίκων ᾿Ελύμους καὶΣικανούς· Σελινουντίους δὲ καὶ ᾿Ακραγαντίνους, ἔτι δ‘ ῾Ιμεραίους, πρὸςδὲ τούτοις Γελῴους καὶ Καμαριναίους οἰκεῖν μὲν ἐν ἀτειχίστοις ταῖςπόλεσι, φόρον δὲ τελεῖν τοῖς Καρχηδονίοις· Λεοντίνους δὲ καὶΜεσσηνίους καὶ Σικελοὺς ἅπαντας αὐτονόμους εἶναι, καὶ Συρακοσίουςμὲν ὑπὸ Διονύσιον τετάχθαι, τὰ δὲ αἰχμάλωτα καὶ τὰς ναῦς ἀποδοῦναιτοὺς ἔχοντας τοῖς ἀποβαλοῦσι» (Διόδωρος, ΙΓ΄, 114, 1).
Το νέο στάτους κβο παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον. Οι νικητές διεύρυναν την επικράτειά τους στο σύνολο της δυτικής Σικελίας, περιλαμβανομένων και των πόλεων των Ελύμων. Επέτρεπαν στους κατοίκους των πόλεων που κυρίευσαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων (Σελινούντα, Ιμέρα, Ακράγαντα, Γέλα και Καμαρίνα) να επανεγκατασταθούν, χωρίς όμως να μπορούν να τις οχυρώσουν. Οι ελληνικές πόλεις της ανατολικής Σικελίας κι αυτές των ιθαγενών Σικελών ανακτούσαν την αυτονομία τους έναντι των Συρακουσών. Ο Διονύσιος όμως κέρδιζε αυτό που ήθελε: την αναγνώριση της εξουσίας του στην πόλη. Είχε φτάσει στο χείλος του γκρεμού και είχε καταφέρει να σωθεί ενώ τον απειλούσαν δύο θανάσιμοι κίνδυνοι. Είχε κερδίσει πολύτιμο χρόνο. Αρκετό για μπορέσει να εδραιώσει απόλυτα την εξουσία του στις Συρακούσες, αλλά και για να προετοιμάσει την αντεπίθεση που θα στρεφόταν κατά των Καρχηδονίων.
Ο τύραννος – μέρος Γ΄: εδραίωση και επέκταση
Ι. Ο Διονύσιος θωρακίζει την εξουσία του στις Συρακούσες και προετοιμάζει τις επεκτατικές κινήσεις του
Η οχύρωση της Ορτυγίας και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις:
Επιδιώκοντας να προστατευθεί από τον εσωτερικό εχθρό (δηλαδή τους συμπολίτες του, δημοκρατικούς ή ολιγαρχικούς, που θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξουσία του ως τυράννου), ο Διονύσιος αποφασίζει να εγκατασταθεί στο νησί της Ορτυγίας (που ανέκαθεν αποτελούσε την καρδιά της πόλης), να χτίσει εκεί το ανάκτορό του και να την οχυρώσει με τείχη, καθιστώντας την απόρθητο φρούριο. Στην Ορτυγία επιτρεπόταν να διαμένουν μόνο οι φίλοι και οι μισθοφόροι-σωματοφύλακες του τυράννου. Ταυτόχρονα, ο Διονύσιος θα προχωρήσει στην υλοποίηση ενός προγράμματος κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως το χρήμα που προερχόταν από τη δήμευση των περιουσιών των πολιτικών αντιπάλων του. Διανέμει εκτάσεις γης και παραχωρεί πολιτικά δικαιώματα σε πολυάριθμους «νεοπολίτες» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 7), δηλαδή είτε σε μισθοφόρους του είτε σε Συρακούσιους προερχόμενους από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα (ανάμεσά τους και σε πολλούς άκληρους αγρότες των οποίων το νομικό καθεστώς ήταν παρεμφερές αυτού των ειλώτων της Σπάρτης).
Με τις αλλαγές αυτές, ο Διονύσιος εξασφαλίζει την αφοσίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού: οι ευεργετηθέντες γνωρίζουν καλά το επισφαλές της κατάστασής τους. Οφείλουν τα πάντα στον Διονύσιο: σε περίπτωση καθεστωτικής μεταβολής θα χάσουν με βεβαιότητα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμιά τους (Pierre Carlier “Le IVe siècle grec”, σειρά “Nouvelle Histoire de l’ Antiquité”, vol. 5, Coll. Points, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 178).
Η εξέγερση των Συρακουσίων: Αισθανόμενος πλέον ασφαλής, ο τύραννος επιχειρεί το 404-403 π.Χ. να επιβάλλει την ηγεμονία του στις πόλεις των ιθαγενών Σικελών που βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, βόρεια των Συρακουσών. Οι υπολογισμοί του αποδεικνύονται εσφαλμένοι, Ενώ πολιορκεί την πόλη των Ερβησίνων, πληροφορείται ότι οι Συρακούσιοι έχουν εξεγερθεί και μάλιστα έχουν έρθει σε συνεννόηση με τους αριστοκράτες ιππείς που έχουν καταφύγει στο φρούριο της Αίτνας προκειμένου να καταλύσουν την τυραννίδα. Ο Διονύσιος επιστρέφει εσπευσμένα στην Ορτυγία. Ακολουθεί ένα πολιτικό συμβούλιο σε εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα, το οποίο μας περιγράφει ο Διόδωρος. Ακόμη και σ’ αυτήν την τόσο κρίσιμη στιγμή, όταν όλα δείχνουν ότι έχει φτάσει το τέλος, ο Διονύσιος αντιδρά τελικά ψύχραιμα και αποφασιστικά. Προφασίζεται ότι θέλει να διαπραγματευτεί με τους στασιαστές για να εξασφαλίσει δήθεν την ασφαλή αποχώρησή του από τις Συρακούσες, ενώ στέλνει τον Φίλιστο να στρατολογήσει μισθοφόρους στην Καμπανία.
«Διονύσιος δὲ τῆς εἰς τὴν χώραν ἐξόδου διακεκλεισμένος καὶ ὑπὸ τῶνμισθοφόρων ἐγκαταλειπόμενος, συνήγαγε τοὺς φίλους βουλευσόμενοςπερὶ τῶν ἐνεστώτων· οὕτω γὰρ τελέως ἀπήλπιστο τὰ τῆς δυναστείας, ὥστε οὐ ζητεῖν αὐτόν, πῶς καταπολεμήσῃ τοὺς Συρακοσίους, ἀλλὰποῖον ὑπομείνας θάνατον μὴ παντελῶς ἄδοξον ποιήσῃ τὴν κατάλυσιντῆς ἀρχῆς. Ἕλωρις μὲν οὖν, εἷς τῶν φίλων, ὡς δ´ ἔνιοί φασιν, ὁποιητὸς πατήρ, εἶπεν αὐτῷ, διότι καλὸν ἐντάφιόν ἐστιν ἡ τυραννίς· Πολύξενος δὲ ὁ κηδεστὴς ἀπεφήνατο δεῖν λαβόντα τὸν ὀξύτατον ἵππονεἰς τὴν τῶν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν ἀφιππεῦσαι πρὸς τοὺςΚαμπανούς· τούτους γὰρ Ἰμίλκων ἀπελελοίπει φυλακῆς ἕνεκα τῶν κατὰΣικελίαν τόπων· Φίλιστος δ´ ὁ μετὰ ταῦτα τὰς ἱστορίας συνταξάμενος, ἀντειπὼν τῷ Πολυξένῳ, προσήκειν ἔφησεν {δεῖν} οὐκ ἐφ´ ἵππουθέοντος ἐκπηδᾶν ἐκ τῆς τυραννίδος, ἀλλὰ τοῦ σκέλους ἑλκόμενονἐκπίπτειν. ᾧ προσσχὼν ὁ Διονύσιος ἔκρινε πᾶν ὑπομεῖναι πρότερον ἢτὴν δυναστείαν ἐκλιπεῖν ἑκουσίως. διόπερ ἀποστείλας πρέσβεις πρὸςτοὺς ἀφεστηκότας, τούτους μὲν παρεκάλει δοῦναι τὴν ἐξουσίαν αὐτῷμετὰ τῶν ἰδίων ἀπελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως, πρὸς δὲ τοὺς Καμπανοὺςλάθρᾳ διαπεμψάμενος ὡμολόγησεν αὐτοῖς δώσειν χρήματα ὅσα ἂναἰτήσωσιν εἰς τὴν πολιορκίαν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 8).
Με τη βοήθεια του μισθοφορικού σώματος, ο Διονύσιος συντρίβει τους εξεγερμένους και αποκαθιστά την εξουσία του στην πόλη. Αυτή τη φορά θα φροντίσει να μην επιδείξει την ίδια σκληρότητα και να περιορίσει τα αντίποινα στο ελάχιστο αναγκαίο. Η σχετική επιείκεια του τυράννου θα βοηθήσει στην εγκαθίδρυση ενός κλίματος ισορροπίας και αποδοχής της εξουσίας του. Οι Συρακούσιοι έχουν καταλάβει ποιος είναι ο ηγεμόνας του και ότι η εκθρόνισή του είναι σχεδόν αδύνατη. Άλλωστε, ο Διονύσιος έχει κατορθώσει στο μεταξύ να συνάψει συμμαχία με την ελληνική υπερδύναμη της εποχής. Η Σπάρτη όχι μόνο αναγνώρισε την εξουσία του, αλλά και υποσχέθηκε να του παράσχει κάθε διευκόλυνση όσον αφορά τη στρατολόγηση μισθοφορικών δυνάμεων.
Στη συνέχεια στρέφεται κατά των δύο πόλεων των στενών, τη Μεσσήνη και το Ρήγιο. Οι δύο πόλεις ήταν παραδοσιακά εχθρικές απέναντί του, καθώς τις ανησυχούσαν οι επεκτατικές βλέψεις του Συρακούσιου ηγεμόνα. Το 403 είχαν βοηθήσει τους Συρακούσιους στασιαστές, ενώ στη συνέχεια σύναψαν στρατιωτική συμμαχία για να αντιμετωπίσουν τον Διονύσιο (399). Εντούτοις, η αντίσταση της Μεσσήνης εξουδετερώνεται εύκολα με διπλωματικά μέσα: λέγεται ότι ο Διονύσιος δωροδόκησε πολλούς επιφανείς πολίτες της Μεσσήνης προκειμένου αυτοί να υποστηρίξουν τη συμμαχία με τον τύραννο των Συρακουσίων ως τη μόνη ρεαλιστική πολιτική. Το Ρήγιο απομονώνεται. Ο Διονύσιος είναι βέβαιος ότι θα κάμψει και αυτήν την αντίσταση, χρησιμοποιώντας ένα άλλο διπλωματικό μέσο, τον γάμο.
«πρὸς δὲ Ῥηγίνους ἀπέστειλε πρεσβευτάς, παρακαλῶν ἐπιγαμίαν ποιήσασθαι καὶ δοῦναι τῶν πολιτικῶν παρθένων αὐτῷ μίαν συμβιώσασθαι· ἐπηγγέλλετο δ´ αὐτοῖς πολλὴν τῆς συνοριζούσης χώρας κατακτήσεσθαι, τὴν πόλιν δ´ αὐξήσειν ἐφ´ ὅσον ἂν αὐτὸς ἰσχύῃ. τῆς γὰρ γυναικὸς αὐτοῦ, θυγατρὸς δ´ Ἑρμοκράτους, κατὰ τὴν ἀπόστασιν τῶν ἱππέων ἀνῃρημένης, ἔσπευδε τεκνοποιήσασθαι, διαλαμβάνων τῇ τῶν γεννηθέντων εὐνοίᾳ βεβαιότατα τηρήσειν τὴν δυναστείαν. οὐ μὴν ἀλλ´ ἐν τῷ Ῥηγίῳ συναχθείσης περὶ τούτων ἐκκλησίας, καὶ πολλῶν ῥηθέντων λόγων, ἔδοξε τοῖς Ῥηγίνοις μὴ δέξασθαι τὴν ἐπιγαμίαν. Διονύσιος δ´ ἀποτυχὼν ταύτης τῆς ἐπιβολῆς, περὶ τῶν αὐτῶν ἀπέστειλε τοὺς πρεσβευτὰς πρὸς τὸν δῆμον τῶν Λοκρῶν. ὧν ψηφισαμένων τὴν ἐπιγαμίαν, ἐμνήστευεν ὁ Διονύσιος Δωρίδα τὴν Ξενέτου θυγατέρα, κατ´ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὄντος ἐνδοξοτάτου τῶν πολιτῶν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 44).
Για να δείξει ότι βρίσκεται υπεράνω των νόμων θεών και ανθρώπων, ο Διονύσιος θα νυμφευθεί δύο γυναίκες, Εκτός από τη Δωρίδα, θα διαλέξει ως νύφη και τη Συρακούσια αριστοκράτισσα Αριστομάχη. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο γάμοι του Διονυσίου τελέσθηκαν ταυτόχρονα. Την ώρα που το πλοίο που μετέφερε τη Δωρίδα αγκυροβολούσε στο λιμάνι των Συρακουσών, ένα τέθριππο που το έσερναν λευκά άλογα έφτανε στο σπίτι της Αριστομάχης για να την οδηγήσει στον τόπο τέλεσης του γάμου. Η τελετή των διπλών γάμων είναι πλήρης συμβολισμών, σφραγίζει κατά κάποιο τρόπο τους δεσμούς του τυράννου με τους Συρακούσιους και με τους Έλληνες της Δύσης.
«ὀλίγαις δ´ ἡμέραις πρὸ τῶν γάμων ἀπέστειλεν εἰς Λοκροὺς πεντήρη πρῶτον νεναυπηγημένην, ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς κατασκευάσμασι κεκοσμημένην· ἐφ´ ἧς διακομίσας τὴν παρθένον εἰς τὰς Συρακούσας εἰσήγαγεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν. ἐμνηστεύσατο δὲ καὶ τῶν πολιτικῶν τὴν ἐπισημοτάτην Ἀριστομάχην, ἐφ´ ἣν ἀποστείλας λευκὸν τέθριππον ἤγαγεν εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν. περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον ἀμφοτέρας γήμας συνεχεῖς ἑστιάσεις ἐποιεῖτο τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν πλείστων πολιτῶν· ἀπετίθετο γὰρ ἤδη τὸ πικρὸν τῆς τυραννίδος, καὶ μεταβαλλόμενος εἰς ἐπιείκειαν φιλανθρωπότερον ἦρχε τῶν ὑποτεταγμένων, οὔτε φονεύων οὔτε φυγάδας ποιῶν, καθάπερ εἰώθει» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 44-45).
Η προετοιμασία του πολέμου κατά των Καρχηδονίων: Ελεύθερος πια για να σχεδιάσει την αντεπίθεσή του κατά των «βαρβάρων», ο Διονύσιος θα επιλέξει να οχυρώσει την πόλη του με τέτοιο τρόπο που να την καταστήσει ουσιαστικά απόρθητη. Για τον σκοπό αυτό, όχι μόνο θα διαθέσει τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά θα χρησιμοποιήσει και κάθε δυνατό μέσο για να εξασφαλίσει τη γρήγορη και επιτυχή περάτωση του έργου. Υπόσχεται πλούσια πριμ στους αρχιτέκτονες, εργολάβους και εργάτες που θα καταφέρουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το έργο πριν λήξουν οι προθεσμίες. Η παράδοση του κάθε τμήματος προϋποθέτει τον εξονυχιστικό έλεγχο των αρχών: τυχόν κακοτεχνίες έχουν ως συνέπεια τη θανάτωση του εργολάβου. Ταυτόχρονα, τα εργαστήρια της πόλης δουλεύουν πυρετωδώς για να κατασκευάσουν τις πανοπλίες και τα όπλα των πολεμιστών. Ο Διονύσιος αναθέτει σε μηχανικούς τον σχεδιασμό και την κατασκευή νέων επιθετικών όπλων και πολιορκητικών μηχανών.
Οι διπλοί γάμοι του Διονυσίου: Μετά τη φριχτή δολοφονία της Αρετής, ο Διονύσιος είναι χήρος. Ωστόσο, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για ένα νέο γάμο: η ίδρυση μιας δυναστείας επιβάλλει την απόκτηση απογόνων
Τί το καλύτερο, όμως, από ένα γάμο που θα συνδυάζει και πολιτικά οφέλη; Ο Διονύσιος προτείνει στους πολίτες του εχθρικού Ρήγιου να του δώσουν ως σύζυγο μια από τις κόρες των αριστοκρατών τους. Οι Ρηγίνοι είναι ξεροκέφαλοι: η Εκκλησία του Δήμου θα απορρίψει την πρόταση. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, θα απαντήσει στον Συρακούσιο ότι μπορεί να του δώσει ως νύφη την κόρη του δημίου της πόλης. Ο τύραννος μπορεί να έχει εξοργιστεί από την προσβολή, αλλά έχει έτοιμη και την εκδίκησή του. Απευθύνει το ίδιο αίτημα στην πόλη των Επιζεφύριων Λοκρών, παραδοσιακών εχθρών των γειτόνων τους του Ρηγίου. Οι Λοκροί θα αποδεχθούν ασμένως την πρόταση του τυράννου και θα του δώσουν ως νύφη τη Δωρίδα, κόρη ενός από τους επιφανέστερους αριστοκράτες της πόλης. Ανάμεσα στις σύμμαχες πλέον πόλεις του Διονυσίου, Μεσσήνη και Λοκρούς, το Ρήγιο μένει εντελώς απομονωμένο γεωγραφικά και πολιτικά.
Για να δείξει ότι βρίσκεται υπεράνω των νόμων θεών και ανθρώπων, ο Διονύσιος θα νυμφευθεί δύο γυναίκες, Εκτός από τη Δωρίδα, θα διαλέξει ως νύφη και τη Συρακούσια αριστοκράτισσα Αριστομάχη. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο γάμοι του Διονυσίου τελέσθηκαν ταυτόχρονα. Την ώρα που το πλοίο που μετέφερε τη Δωρίδα αγκυροβολούσε στο λιμάνι των Συρακουσών, ένα τέθριππο που το έσερναν λευκά άλογα έφτανε στο σπίτι της Αριστομάχης για να την οδηγήσει στον τόπο τέλεσης του γάμου. Η τελετή των διπλών γάμων είναι πλήρης συμβολισμών, σφραγίζει κατά κάποιο τρόπο τους δεσμούς του τυράννου με τους Συρακούσιους και με τους Έλληνες της Δύσης.
«ὀλίγαις δ´ ἡμέραις πρὸ τῶν γάμων ἀπέστειλεν εἰς Λοκροὺς πεντήρη πρῶτον νεναυπηγημένην, ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς κατασκευάσμασι κεκοσμημένην· ἐφ´ ἧς διακομίσας τὴν παρθένον εἰς τὰς Συρακούσας εἰσήγαγεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν. ἐμνηστεύσατο δὲ καὶ τῶν πολιτικῶν τὴν ἐπισημοτάτην Ἀριστομάχην, ἐφ´ ἣν ἀποστείλας λευκὸν τέθριππον ἤγαγεν εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν. περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον ἀμφοτέρας γήμας συνεχεῖς ἑστιάσεις ἐποιεῖτο τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν πλείστων πολιτῶν· ἀπετίθετο γὰρ ἤδη τὸ πικρὸν τῆς τυραννίδος, καὶ μεταβαλλόμενος εἰς ἐπιείκειαν φιλανθρωπότερον ἦρχε τῶν ὑποτεταγμένων, οὔτε φονεύων οὔτε φυγάδας ποιῶν, καθάπερ εἰώθει» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 44-45).
Η προετοιμασία του πολέμου κατά των Καρχηδονίων: Ελεύθερος πια για να σχεδιάσει την αντεπίθεσή του κατά των «βαρβάρων», ο Διονύσιος θα επιλέξει να οχυρώσει την πόλη του με τέτοιο τρόπο που να την καταστήσει ουσιαστικά απόρθητη. Για τον σκοπό αυτό, όχι μόνο θα διαθέσει τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά θα χρησιμοποιήσει και κάθε δυνατό μέσο για να εξασφαλίσει τη γρήγορη και επιτυχή περάτωση του έργου. Υπόσχεται πλούσια πριμ στους αρχιτέκτονες, εργολάβους και εργάτες που θα καταφέρουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το έργο πριν λήξουν οι προθεσμίες. Η παράδοση του κάθε τμήματος προϋποθέτει τον εξονυχιστικό έλεγχο των αρχών: τυχόν κακοτεχνίες έχουν ως συνέπεια τη θανάτωση του εργολάβου. Ταυτόχρονα, τα εργαστήρια της πόλης δουλεύουν πυρετωδώς για να κατασκευάσουν τις πανοπλίες και τα όπλα των πολεμιστών. Ο Διονύσιος αναθέτει σε μηχανικούς τον σχεδιασμό και την κατασκευή νέων επιθετικών όπλων και πολιορκητικών μηχανών.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι προετοιμασίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα και την εφεύρεση του καταπέλτη (είτε με τη μορφή του γαστραφέτη, που έμοιαζε περισσότερο με τη βαλλίστρα, είτε με αυτήν του λιθοβόλου, που βρίσκεται πιο κοντά στην αντίληψή μας για τον καταπέλτη): «ὅπλα παμπληθῆ κατεσκευάζετο. καὶ γὰρ τὸ καταπελτικὸνεὑρέθη κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἐν Συρακούσαις, ὡς ἂν τῶν κρατίστωντεχνιτῶν πανταχόθεν εἰς ἕνα τόπον συνηγμένων» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 42). Παράλληλα, στο ναύσταθμο των Συρακουσών ναυπηγούνται πολυάριθμα πολεμικά πλοία (τριήρεις και πεντήρεις).
Με την ολοκλήρωση αυτών των προετοιμασιών, ο Διονύσιος προχωρά στη στρατολόγηση: οι δυνάμεις του αποτελούνται κατά το ήμισι από Συρακούσιους και Σικελιώτες, ενώ οι υπόλοιποι είναι μισθοφόροι, κυρίως Λακεδαιμόνιοι, προερχόμενοι από τις κατώτερες τάξεις της σπαρτιατικής κοινωνίας (υπομείωνες, δηλαδή πρώην όμοιοι Σπαρτιάτες που έχασαν τα κτήματά τους και μαζί την ιδιότητα του πολίτη, νεοδαμώδεις – απελεύθεροι είλωτες που πολέμησαν στον σπαρτιατικό στρατό – , νόθοι – γιοι Σπαρτιατών ομοίων με γυναίκες από την τάξη των ειλώτων – και μόθακες, δηλαδή παιδιά κατωτέρων ή ειλώτων που για διάφορους λόγους έγιναν δεκτά στο σπαρτιατικό εκπαιδευτικό σύστημα της αγωγής).
Πρώτη περίοδος του πολέμου – από την άλωση της Μοτύης στη νέα πολιορκία των Συρακουσών: Ο Διονύσιος έπραξε οτιδήποτε ήταν δυνατό για να έχει με το μέρος του όλες τις πιθανότητες επιτυχίας στον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων.
ΙΙ. Ο δεύτερος πόλεμος του Διονυσίου κατά των Καρχηδονίων
Πρώτη περίοδος του πολέμου – από την άλωση της Μοτύης στη νέα πολιορκία των Συρακουσών: Ο Διονύσιος έπραξε οτιδήποτε ήταν δυνατό για να έχει με το μέρος του όλες τις πιθανότητες επιτυχίας στον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων.
Οχύρωσε τις Συρακούσες, συγκέντρωσε μεγάλο στράτευμα και το εξόπλισε με τα τελειότερα για την εποχή όπλα, σύναψε συμμαχίες με τις άλλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας και επέβαλε τον εαυτό του ως ηγέτη μιας πανελλήνιας εκστρατείας κατά των βαρβάρων. Συγκαλεί την Εκκλησία του Δήμου των Συρακουσίων και ζητεί την κήρυξη του πολέμου κατά του εχθρού, μια και η συγκυρία είναι η πλέον ευνοϊκή καθώς ο εχθρός είναι αποδυναμωμένος (φαίνεται πως ακόμη μια επιδημία έχει πλήξει την Καρχηδόνα).
Οι Συρακούσιοι εγκρίνουν ενθουσιωδώς το σχέδιο του Διονυσίου. Η πρώτη κίνηση συνίσταται στη δήμευση των περιουσιών των Καρχηδονίων εμπόρων που είναι εγκατεστημένοι στις Συρακούσες και στις άλλες ελληνικές πόλεις και στην κατάσχεση των καρχηδονιακών εμπορικών πλοίων που είχαν την ατυχία να είναι ελλιμενισμένα σε ελληνικά λιμάνια τη συγκεκριμένη στιγμή. Έπειτα ο Διονύσιος, με κάθε επισημότητα, στέλνει πρέσβεις στην Καρχηδόνα για να διακηρύξει ότι θα πολεμήσει τους Καρχηδόνιους αν αυτοί δεν αποσυρθούν από όλες τις ελληνικές πόλεις.
«Διονύσιος δ´ ὁ τῶν Συρακοσίων τύραννος, ἐπειδὴ πάντα τὰ πρὸς{τὸν} πόλεμον αὐτῷ κατεσκεύαστο κατὰ τὴν ἰδίαν προαίρεσιν, ἐξέπεμψεν εἰς Καρχηδόνα κήρυκα, δοὺς ἐπιστολὴν πρὸς τὴνγερουσίαν· ἐν ταύτῃ δὲ γεγραμμένον ἦν ὅτι Συρακοσίοις δεδογμένονεἴη πολεμεῖν πρὸς Καρχηδονίους, ἐὰν μὴ τῶν Ἑλληνίδων πόλεωνἐκχωρήσωσιν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 47).
Την άνοιξη του 397, ο Διονύσιος ξεκινά με ένα εντυπωσιακό σε δύναμη στράτευμα (80.000 πεζοί, 3.000 ιππείς, σχεδόν διακόσια πολεμικά πλοία και πολλά μεταγωγικά) και κινείται προς τα δυτικά. Οι πόλεις των Ελύμων υποτάσσονται στον Διονύσιο. Στη συνέχεια, ο τύραννος κινείται προς τον πρώτο στόχο του, την οχυρωμένη νήσο της Μοτύης, δεύτερη σε σπουδαιότητα καρχηδονιακή αποικία στο νησί.
Όπως αναφέρει και ο Διόδωρος (ΙΔ΄, 48), «τῶν δὲ ἄλλων πόλεων πέντεμόνον διέμειναν ἐν τῇ πρὸς Καρχηδονίους φιλίᾳ· αὗται δὲ ἦσαν Ἁλικύαι, Σολοῦς, Αἴγεστα, Πάνορμος, Ἔντελλα». Ο σικελικός στόλος, με ναύαρχο τον Λεπτίνη, αδελφό του Διονυσίου, αποκλείει από θαλάσσης τη Μοτύη, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις του Διονυσίου βρίσκονται στην ενδοχώρα. Η πόλη προβάλλει μεγαλύτερη αντίσταση από αυτήν που υπολόγιζε ο Διονύσιος, η πολιορκία κρατά περισσότερο χρόνο.
Τελικά οι Έλληνες καταλαμβάνουν τη Μοτύη, τη λεηλατούν και την ισοπεδώνουν.
Τιμωρεί παραδειγματικά τους Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη και πολέμησαν στο πλευρό των Καρχηδονίων, σταυρώνοντας τους επικεφαλής τους: «Δαϊμένην δὲ καίτινας τῶν Ἑλλήνων συμμαχοῦντας Καρχηδονίοις λαβὼν αἰχμαλώτουςἀνεσταύρωσεν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 53). Διορίζει φρούραρχο των δυνάμεων κατοχής τον στενό φίλο του, τον Βίτωνα, και συνεχίζει την επίθεσή του κατά των καρχηδονιακών θέσεων.
Ωστόσο, ο χρόνος που χάθηκε στην πολιορκία της Μοτύης θα αποβεί μοιραίος για τον Συρακούσιο ηγεμόνα. Ο αρχικός στόχος ήταν να κινηθεί αιφνιδιαστικά ώστε σε ελάχιστο χρόνο να καταλάβει όλες τις καρχηδονιακές βάσεις. Οι Καρχηδόνιοι, όμως, κράτησαν την Πάνορμο, όπου την άνοιξη του 396 αποβιβάζεται ο Ιμίλκων με μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Ο παλιός μας γνώριμος αναγκάζει τελικά τον Λεπτίνη να διατάξει υποχώρηση του στόλου. Ανακαταλαμβάνει τη Μοτύη σφαγιάζοντας την ελληνική φρουρά και προχωρεί προς τα ανατολικά. Στο μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι στέλνουν και νέες ενισχύσεις: στόλος του οποίου ηγείται ο Μάγων φτάνει στη Σικελία. Μάγων και Ιμίλκων ενώνουν τις δυνάμεις τους και στρέφονται προς τη Μεσσήνη.
Ο Διονύσιος παρατάσσει τα στρατεύματά του στην ακτή, ενώ ο Λεπτίνης με τον στόλο επιχειρεί να αντιμετωπίσει τους Καρχηδόνιους στη θάλασσα. Οι Καρχηδόνιοι παρασύρουν τον Λεπτίνη και τον αναγκάζουν να επιτεθεί πριν συγκεντρωθούν όλες οι ελληνικές δυνάμεις, κόβοντας στα δύο τον στόλο των Συρακουσίων.
Η ναυμαχία της Μεσσήνης καταλήγει σε πανωλεθρία του ελληνικού στόλου. Ο δρόμος για τις Συρακούσες είναι ανοιχτός. Παρόλες τις προσπάθεις του Διονυσίου, ο χρόνος μοιάζει να έχει γυρίσει εννιά χρόνια νωρίτερα, στην πρώτη πολιορκία των Συρακουσών.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 396 οι Καρχηδόνιοι έχουν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη των Συρακουσών, εκεί που πριν από 19 χρόνια βρισκόταν το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι συνθήκες, ωστόσο, έχουν μεταβληθεί.
Οι οχυρώσεις της πόλεις είναι εξαιρετικές, τα στρατεύματα εντός των τειχών πολλά και αξιόμαχα. Στο μεταξύ, ο Διονύσιος ζητεί και λαμβάνει ενισχύσεις από τους Κορινθίους και τους Σπαρτιάτες (βλ. Διόδωρο, ΙΔ΄, 62 επ.). Οι πολιορκούμενοι επιχειρούν συνεχείς αντεπιθέσεις που πλήττουν τον στρατό και τον στόλο των Καρχηδονίων. Σε όλες αυτές τις δυσκολίες, πρέπει να προστεθούν και οι επιδημίες που θερίζουν τους πολιορκητές.
Γρήγορα ο Ιμίλκων αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές πιθανότητες να καταλάβει τις Συρακούσες κι ότι αν συνεχίσει να πολιορκεί την πόλη κινδυνεύει να έχει την τύχη των Αθηναίων του Νικία. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός (πιθανώς μετά από συνεννόηση με τον Διονύσιο), λύνει την πολιορκία και μπαρκάρει για την πατρίδα του μαζί με τους Καρχηδόνιους στρατιώτες και μόνον.
Οι πολυάριθμοι μισθοφόροι του, χωρίς καμία ενημέρωση, μένουν έξω από τις Συρακούσες για να διαπιστώσουν κατάπληκτοι ότι πλέον βρίσκονται στο έλεος των μέχρι χθες πολιορκούμενων. Ο Διονύσιος θα στρατολογήσει τους Ίβηρες, ενώ τους υπόλοιπους μισθοφόρους των Καρχηδονίων θα τους πουλήσει για δούλους.
Ο Διονύσιος συναντά δυσχέρειες στην προσπάθειά του να υποτάξει τις πόλεις του νησιού: οι Σικελοί που ιδρύουν το Ταυρομένιο αντιστέκονται στις επεκτατικές βλέψεις του Συρακούσιου ηγεμόνα, ενώ και το Ρήγιο διατηρεί την εχθρική του στάση (Διόδωρος, ΙΔ΄, 87-88). Οι Καρχηδόνιοι από τη μεριά τους είναι αποφασισμένοι να ξεπλύνουν τη ντροπή της άδοξης υποχώρησης του Ιμίλκωνα και το 393 π.Χ. στέλνουν τον Μάγωνα με εκστρατευτικό σώμα να αποβιβαστεί στη Σικελία.
Στην αρχή, όλα πηγαίνουν καλά για τους Καρχηδόνιους. Πολλές πόλεις υποτάσσονται στον Καρχηδόνιο στρατηγό, ενώ ο Διονύσιος προτιμά να μην αντιμετωπίσει τον εχθρό σε μάχη εκ παρατάξεως και υποχωρεί στη βάση του (Διόδωρος, ΙΔ΄, 95). Γρήγορα, πάντως, ο Μάγων αντιλαμβάνεται ότι η επιδίωξη να καταλάβει το σύνολο της Σικελίας δεν είναι διόλου ρεαλιστική. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού, παγιδεύεται στη σικελική ενδοχώρα και αναγκάζεται να ζητήσει διαπραγματεύσεις. Το 392 ο Διονύσιος και η Καρχηδόνα συνάπτουν νέα συνθήκη ειρήνης.
«Μάγων ´ ἐν πολεμίᾳ χώρᾳ στρατοπεδεύων, καὶ τῶν ἀναγκαίωνἐνδεὴς ἀεὶ μᾶλλον γινόμενος, οὐ μετρίως ἠλαττοῦτο· καὶ γὰρ οἱ περὶτὸν Ἄγυριν τῆς χώρας ἔμπειροι καθεστῶτες ἐν ταῖς ἐνέδραιςἐπλεονέκτουν καὶ τὰς ἀγορὰς τῶν πολεμίων ἀφῃροῦντο. λεγόντων δὲτῶν Συρακοσίων διὰ μάχης κρίνειν ὡς τάχιστα τὰ πράγματα, Διονύσιοςἠναντιοῦτο λέγων χωρὶς κινδύνων τῷ χρόνῳ καὶ τῇ σπάνεικαταφθαρήσεσθαι τοὺς βαρβάρους· ἐφ´ οἷς παροργισθέντες οἱΣυρακόσιοι κατέλιπον τὸν Διονύσιον. ὁ δὲ τὸ μὲν πρῶτονεὐλαβούμενος ἐπ´ ἐλευθερίαν ἐκάλει τοὺς οἰκέτας, μετὰ δὲ ταῦταδιαπρεσβευσαμένων τῶν Καρχηδονίων ὑπὲρ εἰρήνης ὑπακούσαςἀναπομπίμους τοῖς κυρίοις ἐποίησε, πρὸς δὲ τοὺς Καρχηδονίουςεἰρήνην ἐποιήσατο. ἦσαν δ´ αἱ συνθῆκαι τὰ μὲν ἄλλα παραπλήσιαι ταῖςπρότερον, Σικελοὺς δὲ δεῖν ὑπὸ Διονύσιον τετάχθαι καὶ παραλαβεῖναὐτὸν τὸ Ταυρομένιον. μετὰ δὲ τὰς συνθήκας Μάγων μὲν ἀπέπλευσε, Διονύσιος δὲ παραλαβὼν τὸ Ταυρομένιον τοὺς μὲν πλείστους τῶν ἐκεῖΣικελῶν ἐξέβαλεν, τῶν δ´ ἰδίων μισθοφόρων τοὺς ἐπιτηδειοτάτουςἐπιλέξας κατῴκισεν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 96).
Αν πιστέψουμε τον Διόδωρο οι διαφορές από τη συνθήκη ειρήνης του 405 δεν είναι ουσιώδεις. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Διονύσιος έχει κερδίσει πολύ έδαφος: όχι μόνο εντάσσονται στη σφαίρα επιρροής του οι πόλεις των Σικελών, του Ταυρομενίου περιλαμβανομένου, αλλά και οι Καρχηδόνιοι παύουν να είναι οι επικυρίαρχοι ελληνικών πόλεων, ακόμη και του Ακράγαντα ή του Σελινούντα. Ο Διονύσιος είναι πια ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος ολόκληρης της ελληνικής Σικελίας (Pierre Carlier, όπ.π., σ. 183).
Ο τύραννος – μέρος Δ΄: η ιταλική αυτοκρατορία
Έχοντας ελέγξει τον καρχηδονιακό επεκτατισμό κι έχοντας θέσει υπό την κυριαρχία του το σύνολο των πόλεων των Σικελιωτών, ο Διονύσιος στρέφει το βλέμμα του πέρα από τα στενά της Μεσσήνης. Ο αρχικός στόχος είναι φυσικά το Ρήγιο, η πόλη που στάθηκε πάντα σύμμαχος στο πλευρό της παραδοσιακής αντιπάλου των Συρακουσών, της Μεσσήνης, η πόλη που αρνήθηκε με τρόπο ατιμωτικό το αίτημα επιγαμίας που είχε υποβάλει ο τύραννος των Συρακουσίων. Αλλά οι βλέψεις του Διονυσίου δεν μπορούν να περιοριστούν στον έλεγχο των στενών. Θεωρώντας τον εαυτό του πανελλήνιο ηγεμόνα, θα επιχειρήσει να υποτάξει όλους τους Ιταλιώτες. Παράλληλα, θα κινηθεί μεθοδικά για να απλώσει την κυριαρχία του σ’ όλη την Αδριατική, ιδρύοντας πολυάριθμες αποικίες τόσο στις ιταλικές όσο και στις βαλκανικές ακτές της. Τέλος, στον χώρο της μητροπολιτικής Ελλάδας, ο τύραννος θα αρκεσθεί στην υποστήριξη των συμμάχων του Λακεδαιμονίων, όχι πάντως δίχως να διερευνήσει τις προοπτικές επέκτασης της δύναμής του προς το Αιγαίο.
Ι. Ο Διονύσιος κατά των Ιταλιωτών
Η Μεγάλη Ελλάδα πριν την εκστρατεία του Διονυσίου: Εάν το τέλος του 6ου αι. π.Χ. υπήρξε για τις πλούσιες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας εποχή σκληρών πολέμων μεταξύ τους (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την καταστροφή της Σύβαρης από τον Κρότωνα το 510), το μεγαλύτερο μέρος του 5ου αι. σκιάζεται από διαρκείς εσωτερικές έριδες οι οποίες σπαράσσουν τις περισσότερες πόλεις των Ιταλιωτών. Τα ολιγαρχικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρύσει σε διάφορες πόλεις οι Πυθαγόρειοι ανατράπηκαν με αιματηρό τρόπο, χωρίς αυτή η αλλαγή να θέσει τέλος στις κοινωνικές ταραχές. Στην προσπάθειά τους για επιστροφή στην κοινωνική ειρήνη, οι Ιταλιώτες των πόλεων που ήταν αποικίες των Αχαιών στράφηκαν προς τη μητρόπολη ζητώντας τη μεσολάβησή της. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης είναι η οργάνωση των αχαϊκών αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας σε μια συμπολιτεία, κατά το πρότυπο της μητροπολιτικής, η οποία είχε ως συμβολικό κέντρο το ιερό του Ομαρίου Διός που βρισκόταν στην επικράτεια του Κρότωνα.
Οι κίνδυνοι για τους Ιταλιώτες δεν είναι μόνο εσωτερικοί, καθόσον υφίστανται την όλο κι αυξανόμενη πίεση των ιθαγενών Ιταλών. Το 421 η Κύμη της Καμπανίας πέφτει στα χέρια των Σαμνιτών, ενώ λίγο αργότερα οι Λευκανοί κατακτούν την Ποσειδωνία. Ο κίνδυνος των βαρβάρων έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της συμπολιτείας, μια και ζητούν να προσχωρήσουν σ’ αυτήν και μη αχαϊκές πόλεις της Κάτω Ιταλίας, όπως το Ρήγιο, η Ελαία και οι Θούριοι. Όλες οι πόλεις της συμπολιτείας δεσμεύονταν να συνδράμουν στρατιωτικά όποια πόλη της δεχόταν επίθεση από εξωτερικό εχθρό, είτε βάρβαρο είτε ελληνική πόλη που δεν ήταν μέλος της συμμαχίας.
Η εκστρατεία του Διονυσίου κατά του Ρήγιου: Ο τύραννος έκρινε ότι, για λόγους στρατηγικούς και πολιτικούς, ο αρχικός στόχος της εκστρατείας κατά των Ιταλιωτών έπρεπε να είναι το Ρήγιο. Έτσι, το 390 ξεκίνησε με 120 πλοία, 20.000 πεζούς στρατιώτες και 1.000 ιππείς, δύναμη την οποία αποβίβασε στα εδάφη των Ιταλιωτών συμμάχων του, των Επιζεφύριων Λοκρών. Ωστόσο, οι Ρηγίνοι, τους οποίους ενίσχυσαν στρατιωτικά οι σύμμαχοί τους Κροτωνιάτες, προβάλλουν μεγάλη αντίσταση στους Συρακούσιους και αναγκάζουν τον Διονύσιο να επιστρέψει με το στράτευμά του στη Μεσσήνη κι από κει στις Συρακούσες. Ο τύραννος αντιλαμβάνεται ότι η κατάκτηση της Ιταλίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Ξεπερνώντας τους όποιους ενδοιασμούς του, θα απευθυνθεί στους Λευκανούς και, για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, θα συνάψει συμμαχία με βαρβάρους κατά ελληνικών πόλεων (Διόδωρος, ΙΔ΄, 100-101).
Το σφάλμα των Θουρίων: Βάσει της συμφωνίας που σύναψαν με τον Διονύσιο, οι Λευκανοί εισβάλλουν άμεσα στην επικράτεια των Θουρίων (άνοιξη 389 π.Χ.). Σε αντίποινα, οι Θούριοι, δίχως να αναμείνουν την έλευση των συμμαχικών στρατευμάτων, αντεπιτίθενται και εισβάλλουν στην επικράτεια που ελέγχουν οι Λευκανοί. Με δύναμη 14.000 πεζών και 1.000 ιππέων βαδίζουν κατά της Λάου, αποικίας που είχαν ιδρύσει οι Συβαρίτες, αλλά πλέον ελεγχόταν από τους Λευκανούς. Οι βάρβαροι θα κατορθώσουν να αποκλείσουν τις δυνάμεις των Θουρίων σε μια στενή πεδιάδα, μόνη διέξοδος από την οποία ήταν ένας βραχώδης λόφος προς τη θάλασσα. Έχοντας αριθμητική υπεροχή (30.000 πεζούς και 4.000 ιππείς), οι Λευκανοί κατέσφαξαν μέρος των ελληνικών δυνάμεων, ενώ όσοι από τους οπλίτες των Θουρίων ξέφυγαν προσωρινά αναζήτησαν σωτηρία στο ύψωμα. Περικυκλωμένοι από τον εχθρό, οι Θούριοι βλέπουν πλοία να πλησιάζουν την ακτή. Νομίζοντας ότι πρόκειται για τον συμμαχικό στόλο, πολλοί από αυτούς τρέχουν προς τη θάλασσα και πέφτουν στο νερό για να ανακαλύψουν ότι στην πραγματικότητα αυτός που φτάνει είναι ο στόλος των Συρακουσίων με ναύαρχο τον Λεπτίνη, τον αδελφό του Διονυσίου. Επιδεικνύοντας πνεύμα φιλελληνισμού, ο Λεπτίνης όχι μόνο διασώζει τους στρατιώτες των Θουρίων, αλλά και πληρώνει ένα πολύ μεγάλο ποσό στους Λευκανούς ως λύτρα προκειμένου να εξαγοράσει την ελευθερία των αιχμαλώτων Ελλήνων. Ο τύραννος δεν θα εκτιμήσει καθόλου την ευγενή ενέργεια του αδελφού του, τον οποίο θα καθαιρέσει από το αξίωμα του ναυάρχου (αντικαθιστώντας τον με τον νεότερο αδελφό τους, τον Θεαρίδη).
» Ἔσπευδε γὰρ ἄφνω μεγάλαις δυνάμεσιν ἐπιπλεῦσαι τοῖς κατὰ τὴν῎Ηπειρον τόποις καὶ συλῆσαι τὸ ἐν Δελφοῖς τέμενος, γέμον πολλῶνχρημάτων. Διὸ καὶ πρὸς ᾿Ιλλυριοὺς ἐποιήσατο συμμαχίαν δι‘ ᾿Αλκέτου τοῦΜολοττοῦ, ὃς ἐτύγχανε φυγὰς ὢν καὶ διατρίβων ἐν ταῖς Συρακούσαις. Τῶνδ‘ ᾿Ιλλυριῶν ἐχόντων πόλεμον, ἐξαπέστειλεν αὐτοῖς συμμάχους στρατιώταςδισχιλίους καὶ πανοπλίας ῾Ελληνικὰς πεντακοσίας. Οἱ δ‘ ᾿Ιλλυριοὶ τὰς μὲνπανοπλίας ἀνέδωκαν τοῖς ἀρίστοις τῶν στρατιωτῶν, τοὺς δὲ στρατιώταςκατέμιξαν τοῖς ἰδίοις στρατιώταις. Πολλὴν δὲ δύναμιν ἀθροίσαντεςἐνέβαλον εἰς τὴν ῎Ηπειρον καὶ κατῆγον τὸν ᾿Αλκέταν ἐπὶ τὴν τῶν Μολοττῶνβασιλείαν» (Διόδωρος, ΙΕ΄, 13, 1-3).
Ι. Ο Διονύσιος κατά των Ιταλιωτών
Η Μεγάλη Ελλάδα πριν την εκστρατεία του Διονυσίου: Εάν το τέλος του 6ου αι. π.Χ. υπήρξε για τις πλούσιες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας εποχή σκληρών πολέμων μεταξύ τους (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την καταστροφή της Σύβαρης από τον Κρότωνα το 510), το μεγαλύτερο μέρος του 5ου αι. σκιάζεται από διαρκείς εσωτερικές έριδες οι οποίες σπαράσσουν τις περισσότερες πόλεις των Ιταλιωτών. Τα ολιγαρχικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρύσει σε διάφορες πόλεις οι Πυθαγόρειοι ανατράπηκαν με αιματηρό τρόπο, χωρίς αυτή η αλλαγή να θέσει τέλος στις κοινωνικές ταραχές. Στην προσπάθειά τους για επιστροφή στην κοινωνική ειρήνη, οι Ιταλιώτες των πόλεων που ήταν αποικίες των Αχαιών στράφηκαν προς τη μητρόπολη ζητώντας τη μεσολάβησή της. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης είναι η οργάνωση των αχαϊκών αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας σε μια συμπολιτεία, κατά το πρότυπο της μητροπολιτικής, η οποία είχε ως συμβολικό κέντρο το ιερό του Ομαρίου Διός που βρισκόταν στην επικράτεια του Κρότωνα.
«καθ´ οὓς γὰρ καιροὺς ἐν τοῖς κατὰ τὴν Ἰταλίαν τόποις κατὰ τὴν Μεγάλην Ἑλλάδα τότε προσαγορευομένην ἐνεπρήσθη τὰ συνέδρια τῶν Πυθαγορείων, μετὰ ταῦτα γενομένου κινήματος ὁλοσχεροῦς περὶ τὰς πολιτείας, ὅπερ εἰκός, ὡς ἂν τῶν πρώτων ἀνδρῶν ἐξ ἑκάστης πόλεως οὕτω παραλόγως διαφθαρέντων, συνέβη τὰς κατ´ ἐκείνους τοὺς τόπους Ἑλληνικὰς πόλεις ἀναπλησθῆναι φόνου καὶ στάσεως καὶ παντοδαπῆς ταραχῆς. ἐν οἷς καιροῖς ἀπὸ τῶν πλείστων μερῶν τῆς Ἑλλάδος πρεσβευόντων ἐπὶ τὰς διαλύσεις, Ἀχαιοῖς καὶ τῇ τούτων πίστει συνεχρήσαντο πρὸς τὴν τῶν παρόντων κακῶν ἐξαγωγήν. οὐ μόνον δὲ κατὰ τούτους τοὺς καιροὺς ἀπεδέξαντο τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀχαιῶν, ἀλλὰ καὶ μετά τινας χρόνους ὁλοσχερῶς ὥρμησαν ἐπὶ τὸ μιμηταὶ γενέσθαι τῆς πολιτείας αὐτῶν. παρακαλέσαντες γὰρ σφᾶς καὶ συμφρονήσαντες Κροτωνιᾶται, Συβαρῖται, Καυλωνιᾶται, πρῶτον μὲν ἀπέδειξαν Διὸς Ὁμαρίου κοινὸν ἱερὸν καὶ τόπον, ἐν ᾧ τάς τε συνόδους καὶ τὰ διαβούλια συνετέλουν, δεύτερον τοὺς ἐθισμοὺς καὶ νόμους ἐκλαβόντες τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ἐπεβάλοντο χρῆσθαι καὶ διοικεῖν κατὰ τούτους τὴν πολιτείαν. ὑπὸ δὲ τῆς Διονυσίου Συρακοσίου δυναστείας, ἔτι δὲ τῆς τῶν περιοικούντων βαρβάρων ἐπικρατείας ἐμποδισθέντες οὐχ ἑκουσίως ἀλλὰ κατ´ ἀνάγκην αὐτῶν ἀπέστησαν» (Πολύβιος, Β΄, 39).
Οι κίνδυνοι για τους Ιταλιώτες δεν είναι μόνο εσωτερικοί, καθόσον υφίστανται την όλο κι αυξανόμενη πίεση των ιθαγενών Ιταλών. Το 421 η Κύμη της Καμπανίας πέφτει στα χέρια των Σαμνιτών, ενώ λίγο αργότερα οι Λευκανοί κατακτούν την Ποσειδωνία. Ο κίνδυνος των βαρβάρων έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της συμπολιτείας, μια και ζητούν να προσχωρήσουν σ’ αυτήν και μη αχαϊκές πόλεις της Κάτω Ιταλίας, όπως το Ρήγιο, η Ελαία και οι Θούριοι. Όλες οι πόλεις της συμπολιτείας δεσμεύονταν να συνδράμουν στρατιωτικά όποια πόλη της δεχόταν επίθεση από εξωτερικό εχθρό, είτε βάρβαρο είτε ελληνική πόλη που δεν ήταν μέλος της συμμαχίας.
Η εκστρατεία του Διονυσίου κατά του Ρήγιου: Ο τύραννος έκρινε ότι, για λόγους στρατηγικούς και πολιτικούς, ο αρχικός στόχος της εκστρατείας κατά των Ιταλιωτών έπρεπε να είναι το Ρήγιο. Έτσι, το 390 ξεκίνησε με 120 πλοία, 20.000 πεζούς στρατιώτες και 1.000 ιππείς, δύναμη την οποία αποβίβασε στα εδάφη των Ιταλιωτών συμμάχων του, των Επιζεφύριων Λοκρών. Ωστόσο, οι Ρηγίνοι, τους οποίους ενίσχυσαν στρατιωτικά οι σύμμαχοί τους Κροτωνιάτες, προβάλλουν μεγάλη αντίσταση στους Συρακούσιους και αναγκάζουν τον Διονύσιο να επιστρέψει με το στράτευμά του στη Μεσσήνη κι από κει στις Συρακούσες. Ο τύραννος αντιλαμβάνεται ότι η κατάκτηση της Ιταλίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Ξεπερνώντας τους όποιους ενδοιασμούς του, θα απευθυνθεί στους Λευκανούς και, για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, θα συνάψει συμμαχία με βαρβάρους κατά ελληνικών πόλεων (Διόδωρος, ΙΔ΄, 100-101).
Το σφάλμα των Θουρίων: Βάσει της συμφωνίας που σύναψαν με τον Διονύσιο, οι Λευκανοί εισβάλλουν άμεσα στην επικράτεια των Θουρίων (άνοιξη 389 π.Χ.). Σε αντίποινα, οι Θούριοι, δίχως να αναμείνουν την έλευση των συμμαχικών στρατευμάτων, αντεπιτίθενται και εισβάλλουν στην επικράτεια που ελέγχουν οι Λευκανοί. Με δύναμη 14.000 πεζών και 1.000 ιππέων βαδίζουν κατά της Λάου, αποικίας που είχαν ιδρύσει οι Συβαρίτες, αλλά πλέον ελεγχόταν από τους Λευκανούς. Οι βάρβαροι θα κατορθώσουν να αποκλείσουν τις δυνάμεις των Θουρίων σε μια στενή πεδιάδα, μόνη διέξοδος από την οποία ήταν ένας βραχώδης λόφος προς τη θάλασσα. Έχοντας αριθμητική υπεροχή (30.000 πεζούς και 4.000 ιππείς), οι Λευκανοί κατέσφαξαν μέρος των ελληνικών δυνάμεων, ενώ όσοι από τους οπλίτες των Θουρίων ξέφυγαν προσωρινά αναζήτησαν σωτηρία στο ύψωμα. Περικυκλωμένοι από τον εχθρό, οι Θούριοι βλέπουν πλοία να πλησιάζουν την ακτή. Νομίζοντας ότι πρόκειται για τον συμμαχικό στόλο, πολλοί από αυτούς τρέχουν προς τη θάλασσα και πέφτουν στο νερό για να ανακαλύψουν ότι στην πραγματικότητα αυτός που φτάνει είναι ο στόλος των Συρακουσίων με ναύαρχο τον Λεπτίνη, τον αδελφό του Διονυσίου. Επιδεικνύοντας πνεύμα φιλελληνισμού, ο Λεπτίνης όχι μόνο διασώζει τους στρατιώτες των Θουρίων, αλλά και πληρώνει ένα πολύ μεγάλο ποσό στους Λευκανούς ως λύτρα προκειμένου να εξαγοράσει την ελευθερία των αιχμαλώτων Ελλήνων. Ο τύραννος δεν θα εκτιμήσει καθόλου την ευγενή ενέργεια του αδελφού του, τον οποίο θα καθαιρέσει από το αξίωμα του ναυάρχου (αντικαθιστώντας τον με τον νεότερο αδελφό τους, τον Θεαρίδη).
«τῶν δ´ Ἑλλήνων ἀνελπίστως τηλικούτῳ περιεχομένων κινδύνῳ, κατέβαινον εἰς τὸ πεδίον οἱ βάρβαροι. γενομένης δὲ παρατάξεως, καὶ τῶν Ἰταλιωτῶν καταπολεμηθέντων ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν Λευκανῶν, ἔπεσον μὲν πλείους τῶν μυρίων· παρήγγελλον γὰρ οἱ Λευκανοὶ μηθένα ζωγρεῖν· τῶν δὲ λοιπῶν οἱ μὲν ἐπί τινα πρὸς τῇ θαλάσσῃ λόφον ἔφυγον, οἱ δὲ θεωροῦντες ναῦς μακρὰς προσπλεούσας καὶ νομίζοντες τὰς τῶν Ῥηγίνων εἶναι, συνέφυγον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ διενήχοντο ἐπὶ τὰς τριήρεις. ἦν δὲ ὁ στόλος ὁ προσπλέων Διονυσίου τοῦ τυράννου, καὶ ναύαρχος ὑπῆρχεν αὐτῷ Λεπτίνης ὁ ἀδελφός, ἀπεσταλμένος τοῖς Λευκανοῖς ἐπὶ βοήθειαν. ὁ μὲν οὖν Λεπτίνης δεξάμενος φιλανθρώπως τοὺς νηχομένους ὡς ἐπὶ τὴν γῆν ἀπεβίβασε καὶ ἔπεισε τοὺς Λευκανοὺς ὑπὲρ ἑκάστου τῶν αἰχμαλώτων λαβεῖν ἀργυρίου μνᾶν· οὗτοι δ´ ἦσαν τὸν ἀριθμὸν ὑπὲρ τοὺς χιλίους. γενόμενος δὲ τῶν χρημάτων ἐγγυητὴς καὶ διαλλάξας τοὺς Ἰταλιώτας τοῖς Λευκανοῖς ἔπεισεν εἰρήνην ποιήσασθαι, καὶ μεγάλης ἀποδοχῆς ἔτυχε παρὰ τοῖς Ἰταλιώταις, συμφερόντως αὑτῷ, οὐ λυσιτελῶς δὲ Διονυσίῳ συντεθεικὼς τὸν πόλεμον. ἤλπιζε γὰρ ὁ Διονύσιος τῶν Ἰταλιωτῶν πολεμούντων πρὸς Λευκανοὺς ἐπελθὼν ῥᾳδίως ἂν κρατῆσαι τῶν κατ´ Ἰταλίαν πραγμάτων, ἀπολελυμένων δὲ τηλικούτου πολέμου δυσχερῶς ἂν περιγενέσθαι. διόπερ τοῦτον μὲν ἀπήλλαξε τῆς ναυαρχίας, Θεαρίδην δὲ τὸν ἕτερον ἀδελφὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου κατέστησεν» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 102).
Η μάχη του Ελέπορου: Αφού σταθεροποίησε τις θέσεις του στα εδάφη που μόλις είχε καταλάβει, ο Διονύσιος βάδισε βόρεια της επικράτειας των Λοκρών και άρχισε να πολιορκεί την Καυλωνία. Οι Κροτωνιάτες ανέλαβαν να συναθροίσουν τις δυνάμεις της συμμαχίας των Ιταλιωτών προκειμένου να αποκρούσουν τον εισβολέα. Συγκεντρώθηκαν 25.000 πεζοί και 2.000 ιππείς, ενώ η αρχιστρατηγία δόθηκε σ’ έναν Συρακούσιο εξόριστο, τον Έλωρι, τον άνθρωπο που κάποτε είχε υιοθετήσει τον Διονύσιο έτσι ώστε ο δεύτερος να ανακτήσει τα πολιτικά δικαιώματά του. Οι δυνάμεις των Ιταλιωτών στρατοπέδευσαν κοντά στις όχθες του Ελέπορου (388). Ο Διονύσιος κινήθηκε αιφνιδιαστικά και συνέτριψε τους συμμάχους. Όσοι σώθηκαν από τη σφαγή κατέφυγαν σε ένα λόφο, χωρίς τρόφιμα, χωρίς καθόλου νερό και κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Η παράδοση των Ιταλιωτών ήταν πραγματικά ζήτημα ωρών. Ενώ όμως οι ηττημένοι περίμεναν να δοκιμάσουν την αγριότητα του νικητή, αυτός επέδειξε τέτοια μεγαλοψυχία που τους άφησε όλους ελεύθερους χωρίς να ζητήσει λύτρα, ενώ αναγνώρισε τυπικά την αυτονομία των πόλεών τους. Η απόφαση του Διονυσίου είχε προφανώς πολιτικά κίνητρα: έχοντας ήδη αποδείξει την ισχύ του με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, είχε μόνο να κερδίσει από μια τέτοια απόφαση μεγαθυμίας. Πράγματι, το σύνολο σχεδόν των πόλεων των Ιταλιωτών αποδέχεται ευθύς αμέσως την επικυριαρχία του.
«καὶ πάντων αὐτοῦ ὑποπτευόντων τὸ θηριῶδες, τοὐναντίον ἐφάνη πάντων ἐπιεικέστατος· τούς τε γὰρ αἰχμαλώτους ἀφῆκεν αὐτεξουσίους χωρὶς λύτρων καὶ πρὸς τὰς πλείστας τῶν πόλεων εἰρήνην συνθέμενος ἀφῆκεν αὐτονόμους. ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπαίνου τυχὼν ὑπὸ τῶν παθόντων χρυσοῖς στεφάνοις ἐτιμήθη, καὶ σχεδὸνῶν εὖ τοῦτ´ ἔδοξε πρᾶξαι ἐν τῷ ζῆν κάλλιστον» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 105).
Μετά τη μάχη του Ελέπορου, η Καυλωνία και το Ιππώνιο δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υποταγούν στον Διονύσιο. Ο τύραννος εκτοπίζει τους κατοίκους των δύο πόλεων στις Συρακούσες, παρέχοντάς τους φορολογική ατέλεια για πέντε χρόνια, ενώ τα εδάφη τους τα δίνει στους συμμάχους του, τους Λοκρούς (όπ.π., ΙΔ΄, 106-107).
Το τέλος του Ρήγιου: Οι Ρηγίνοι έχουν αντιληφθεί ότι πλέον είναι απομωνομένοι και δεν μπορούν να περιμένουν βοήθεια από κανέναν: «οὔτε γὰρ συμμάχους οὔτε δύναμιν ἀξιόμαχον εἶχον» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 106). Για να σώσουν την πόλη τους κάνουν τεράστιες θυσίες: πληρώνουν στον Διονύσιο 300 τάλαντα ως πολεμική αποζημίωση, παραδίδουν τον στόλο τους, καθώς και εκατό πολίτες ως ομήρους. Για τον τύραννο η σύναψη συνθήκης ειρήνης με το μισητό Ρήγιο δεν είναι παρά μέσο για την χωρίς απώλειες εξουδέτέρωση της ναυτικής δύναμης του εχθρού.
«καὶ γὰρ ἐν τῷ πρότερον ἐνιαυτῷ τὴν εἰρήνην συνέθετο πρὸς αὐτοὺς οὐ τῆς φιλίας ὀρεγόμενος, ἀλλὰ τὴν ναυτικὴν δύναμιν παρελέσθαι βουλόμενος, οὖσαν τριήρων ἑβδομήκοντα· διελάμβανε γὰρ τῆς κατὰ θάλατταν βοηθείας ἀποκλεισθείσης ῥᾳδίως ἐκπολιορκήσειν τὴν πόλιν. διόπερ κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἐνδιατρίβων ἐζήτει πρόφασιν εὔλογον, δι´ ἧς οὐ παρὰ τὴν ἀξίαν τὴν ἰδίαν δόξει λελυκέναι τὰς συνθήκας. ἀγαγὼν οὖν πρὸς τὸν πορθμὸν τὰς δυνάμεις, τὰ πρὸς τὴν διάβασιν παρεσκευάζετο» (Διόδωρος, ΙΔ΄, 107-108).
Ζητώντας τον ανεφοδιασμό του στρατού του, με τον οποίο έχει περικυκλώσει την πόλη, ο Διονύσιος ουσιαστικά εξαναγκάζει τους Ρηγίνους να του αντισταθούν. Ηρωϊκά, αλλά μάταια. Μετά από έντεκα μήνες πολιορκίας, οι πεινασμένοι πολιορκημένοι συνθηκολογούν (387). Ο Διονύσιος έχει ολοκληρώσει το σχέδιό του να καταστεί αποκλειστικός κύριος των στενών της Μεσσήνης. Μεθοδικά, ο τύραννος θα συνεχίσει να ενισχύει τις θέσεις του στην Κάτω Ιταλία. Μετά την υποταγή και του Κρότωνα, το 378 π.Χ., ο Διονύσιος είναι πλέον κυρίαρχος όλης της Μεγάλης Ελλάδας: όλες οι πόλεις της είναι υποτελείς σ’ αυτόν ή σύμμαχοί του (Επιζεφύριοι Λοκροί, Τάρας, Μεταπόντιο).
ΙΙ. Ο Διονύσιος θαλασσοκράτορας
Η ανάμειξη του Διονυσίου στη μητροπολιτική Ελλάδα: Το μεγάλο πλεονέκτημα του Διονυσίου είναι η ναυτική ισχύς του. Με αυτό το όπλο θα επιχειρήσει να καταστεί ρυθμιστής της πολιτικής κατάστασης στην κυρίως Ελλάδα. Η πρώτη παρέμβασή του είναι πιο μετριοπαθής ως προς τις φιλοδοξίες της, καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο της συμμαχίας του με τη Σπάρτη. Το 387 π.Χ. στέλνει είκοσι πολεμικά πλοία στον Ελλήσποντο για να βοηθήσει τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Ανταλκίδα στη σύγκρουσή του με τους Αθηναίους. Η βοήθεια του Διονυσίου θα αποδειχθεί καθοριστική προκειμένου οι Αθηναίοι να δεχτούν την Ειρήνη του Μεγάλου Βασιλεά (386). Ο Συρακούσιος γνωρίζει πολύ καλά ότι η ανασυγκρότηση της αθηναϊκής ναυτικής δύναμης αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τα επεκτατικά του σχέδια.
Η δεύτερη παρέμβαση του τυράννου είναι πιο φιλόδοξη. Με τη βοήθεια των Ιλλυριών συμμάχων του επαναφέρει στον θρόνο των Μολοσσών της Ηπείρου τον φίλο του Αλκέτα, ο οποίος εξόριστος είχε βρει καταφύγιο στις Συρακούσες (385-384). Στην Ελλάδα εξαπλώνεται η φήμη ότι ο Διονύσιος προτίθεται να επεκτείνει τα εδάφη του προς Νότον, επιτιθέμενος στο ιερό των Δελφών.
» Ἔσπευδε γὰρ ἄφνω μεγάλαις δυνάμεσιν ἐπιπλεῦσαι τοῖς κατὰ τὴν῎Ηπειρον τόποις καὶ συλῆσαι τὸ ἐν Δελφοῖς τέμενος, γέμον πολλῶνχρημάτων. Διὸ καὶ πρὸς ᾿Ιλλυριοὺς ἐποιήσατο συμμαχίαν δι‘ ᾿Αλκέτου τοῦΜολοττοῦ, ὃς ἐτύγχανε φυγὰς ὢν καὶ διατρίβων ἐν ταῖς Συρακούσαις. Τῶνδ‘ ᾿Ιλλυριῶν ἐχόντων πόλεμον, ἐξαπέστειλεν αὐτοῖς συμμάχους στρατιώταςδισχιλίους καὶ πανοπλίας ῾Ελληνικὰς πεντακοσίας. Οἱ δ‘ ᾿Ιλλυριοὶ τὰς μὲνπανοπλίας ἀνέδωκαν τοῖς ἀρίστοις τῶν στρατιωτῶν, τοὺς δὲ στρατιώταςκατέμιξαν τοῖς ἰδίοις στρατιώταις. Πολλὴν δὲ δύναμιν ἀθροίσαντεςἐνέβαλον εἰς τὴν ῎Ηπειρον καὶ κατῆγον τὸν ᾿Αλκέταν ἐπὶ τὴν τῶν Μολοττῶνβασιλείαν» (Διόδωρος, ΙΕ΄, 13, 1-3).
Οι Σπαρτιάτες αντιδρούν άμεσα και διώχνουν τους Ιλλυριούς από την Ήπειρο. Όπως σημειώνει ο Pierre Carlier (“Le IVe siècle grec”, σειρά“Nouvelle Histoire de l’ Antiquité”, vol. 5, Coll. Points, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 186) «εάν κάποια στιγμή ο Διονύσιος είχε την πρόθεση να επεκτείνει την επιρροή του στην κυρίως Ελλάδα αντιλαμβάνεται πλέον ότι οι Λακεδαιμόνιοι σύμμαχοί του θα αντιταχθούν δυναμικά σε τέτοιου είδους βλέψεις». Ο τύραννος πρέπει να εστιάσει την προσοχή του στην Αδριατική.
Η απόκτηση του ελέγχου της Αδριατικής: Έχοντας ήδη τον έλεγχο των στενών της Μεσσήνης, ο Συρακούσιος αποκτά και τον έλεγχο των στενών του Οτράντο και σταδιακά ολόκληρης της Αδριατικής. Το σχέδιο υλοποιείται με την ίδρυση πολυάριθμων αποικιών κι από τις δύο πλευρές της θάλασσας. Το 385 ιδρύει τη Λίσσο στις νότιες ακτές της Ιλλυρίας, ενώ λίγο αργότερα αποικίζει με μισθοφόρους την Ίσσα, νησί κοντά στις δαλματικές ακτές, και ενισχύει την προσπάθεια των Κνιδίων να επεκτείνουν τη γειτονική αποικία τους, την Κόρκυρα Μέλαινα. Ομοίως θα βοηθήσει τους Πάριους να ιδρύσουν την αποικία της Φάρου (384), πάντα στις ακτές της Δαλματίας. Ακόμη πιο φιλόδοξες είναι οι προσπάθειες αποικισμού των ιταλικών ακτών της Αδριατικής: ίδρυση της Αγκώνας (πιθανώς το 387) και της Αδρίας (385;) στο δέλτα του Πάδου. Έτσι, ο Διονύσιος συνάπτει σχέσεις με τους Γαλάτες που έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή και στρατολογεί αρκετούς από αυτούς ως μισθοφόρους. Επιπλέον, αυξάνει τα εισοδήματά τους χάρη στους φόρους και δασμούς που επιβάλλει στα εμπορεύματα (ήλεκτρο, κασσίτερος, σιτηρά της κοιλάδας του Πάδου).
Ο Διονύσιος θα επιχειρήσει να επεκτείνει την κυριαρχία του και στο Τυρρηνικό πέλαγος, χωρίς πάντως να πετύχει τα ίδια αποτελέσματα με αυτά στην Αδριατική. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του ήταν η λεηλασία του ετρουσκικού ιερού στους Πύργους, η οποία του απέφερε σημαντικά λάφυρα, και η παρουσία του για ορισμένο χρονικό διάστημα στην Κορσική.
» Διονύσιος δὲ χρημάτων ἀπορούμενος ἐστράτευσεν ἐπὶ Τυρρηνίαν, ἔχων τριήρεις ἑξήκοντα, πρόφασιν μὲν φέρων τὴν τῶν λῃστῶν κατάλυσιν, τῇ δ’ ἀληθείᾳ συλήσων ἱερὸν ἅγιον, γέμον μὲν ἀναθημάτων πολλῶν, καθιδρυμένον δ’ ἐν ἐπινείῳ πόλεως ᾿Αγύλλης Τυρρηνίδος· τὸ δ’ ἐπίνειον ὠνομάζετο Πύργοι. Καταπλεύσας δὲ νυκτὸς καὶ τὴν δύναμιν ἐκβιβάσας, ἅμ’ ἡμέρᾳ προσπεσὼν ἐκράτησε τῆς ἐπιβολῆς· ὀλίγων γὰρ ὄντων ἐν τῷ χωρίῳ φυλάκων, βιασάμενος αὐτοὺς ἐσύλησε τὸ ἱερὸν καὶ συνήθροισεν οὐκ ἔλαττον ταλάντων χιλίων» (Διόδωρος, ΙΕ΄, 14, 3-4).
Κύριος ολόκληρης της Αδριατικής, ο Διονύσιος «μπορεί να εμποδίσει τη διέλευση σε οποιονδήποτε πολεμικό στόλο. Το εμπόριο μεταξύ της Ελλάδας, αφενός, και της Σικελίας και της Ιταλίας, αφετέρου,… εξαρτάται αποκλειστικά από την καλή του θέληση» (P. Carlier, όπ.π.). Η αυτοκρατορία του τυράννου των Συρακουσίων βρίσκεται αναμφίβολα στο απόγειό της.Από το «Το Ιστολόγιο του Ρογήρου»
ΔΕΙΤΕ