Στην Νότια Ιταλική τα κεραμικά αγγεία είναι ως επί το πλείστον διακοσμημένα με την ερυθρόμορφη τεχνική, και παρήχθησαν από Έλληνες αποίκους , αλλά και τις επόμενες γενεές Ελλήνων στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, είναι αυτή όλη η περιοχή που συχνά αναφέρεται ως Magna Graecia ή «Μεγάλη Ελλάδα».
Είναι άγνωστο το πώς οι τεχνικές γνώσεις για την παραγωγή αυτών των αγγείων ταξίδεψε στην Νότια Ιταλία. Άγνωστο άλλα πολύ εύκολο να το θεωρήσει κάποιος μιας εκεί το ελληνικό στοιχείο ήταν το ισχυρότερο και πολιτισμικά. Θεωρίες κυμαίνονται από την Αθηναϊκή συμμετοχή στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων το 443 π.Χ. με την αποδημία των Αθηναίων τεχνιτών, ίσως ενθαρρύνεται αυτή η κατάσταση από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ.
ΣΗΜ: Οι Θούριοι ήταν μία πανελλήνια αποικία στη Νότια Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των Αθηναίων, το 444 π.Χ. στην περιοχή της κατεστραμμένης , πριν 65 περίπου χρόνια, Σύβαρις Ο Περικλής έδωσε πανελλήνια μορφή στον αποικισμό των Θουρίων εγκαθιστώντας Έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Η πόλη είχε δημοκρατικό πολίτευμα και οι πολίτες χωρίστηκαν, όπως μαθαίνουμε από τον Διόδωρο, σε δέκα φυλές, τα ονόματα των οποίων δείχνουν επαρκώς τη προέλευσή τους. Αυτοί ήταν: η Αρκαδική φυλή ,η Αχαίκη ,των Ηλείακή , η βοιωτική , η Αμφικτυονική , η Δωρική, η Ιωνικη ,η Αθηναική, η Ευβοϊκή , και η Νησιωτική φυλή.
Το σχέδιό της έγινε από το Μιλήσιο αρχιτέκτονα Ιππόδαμο και η πόλη γνώρισε γρήγορα μεγάλη άνθηση. Στους Θουρίους συγκεντρώθηκαν προσωπικότητες, όπως ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο Λυσίας, ο Ηρόδοτος, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής κ.ά. Για την ακμή της πόλης μαρτυρούν οι αρχαιότητες που έχουν διασωθεί. Μετά την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η πόλη σταδιακά αυτονομήθηκε από την μητρόπολη.
Ο πόλεμος, που κράτησε μέχρι το 404 π.Χ. , και τη συνακόλουθη μείωση της Αθηναϊκής εξαγωγής σε αγγεία προς τα δυτικά ήταν σίγουρα σημαντικοί παράγοντες για την επιτυχή συνέχιση της παραγωγής αγγείων ερυθρόμορφης τεχνικής στη Magna Graecia.
Η κατασκευή αγγείων της Νότιας Ιταλικής έφθασε στο αποκορύφωμά της μεταξύ 350 και 320 π.Χ. , στη συνέχεια, σταδιακά βαθμιαία υπήρξε μείωση σε ποιότητα και ποσότητα μέχρι λίγο μετά το κλείσιμο του τέταρτου αιώνα π.Χ.Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν χωρίσει τα αγγεία της Νότιας Ιταλικής σε πέντε είδη με το όνομά τους από τις περιοχές στις οποίες έχουν παραχθεί: Λευκανίας ,Απουλίας, Καμπανίας, Ποσειδωνίας και της Σικελίας.
Τα αγγεία της Νότιας ιταλικής, σε αντίθεση με τα Αττικά , δεν εξάγονται ευρέως και φαίνεται να προορίζονται αποκλειστικά για την τοπική κατανάλωση. Κάθε εργαστήριο έχει τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των προτιμήσεων ως προς το σχήμα και τη διακόσμηση που τα καθιστούν αναγνωρίσιμα, ακόμη και όταν η ακριβή τους ενίοτε προέλευση είναι άγνωστη. Τα της Λευκανίας και της Απουλίας είναι τα παλαιότερα είδη και ιδρύθηκαν μέσα σε μια γενιά, της μιας περιοχής με την άλλη .
Ωστόσο και τα ερυθρόμορφα αγγεία της Σικελίας δεν εμφανίστηκαν πολύ καιρό μετά, μάλιστα λίγο πριν από 400 π.Χ. με 370 π.Χ. , οι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι μετανάστευσαν από τη Σικελία τόσο στην Καμπανία όσο και την Ποσειδωνία (Paestum), όπου ίδρυσαν τα αντίστοιχα εργαστήρια τους.Θεωρείται ότι έφυγαν από τη Σικελία λόγω της πολιτικής αναταραχής. Μετά τη σταθερότητα επέστρεψαν στο νησί γύρω στο 340 π.Χ. .
Οι τεχνίτες /καλλιτέχνες της Καμπανίας και Ποσειδωνίας μετακόμισαν στη Σικελία για να αναβιώσουν την βιοτεχνία ή βιομηχανία της κεραμικής. Σε αντίθεση με την Αθήνα, σχεδόν κανένας από τους αγγειοπλάστες και αγγειογράφους στη Magna Graecia δεν υπέγραψε τη δουλειά του, έτσι η πλειοψηφία των ονομάτων που αναφερόμαστε σήμερα είναι σύγχρονες ονομασίες, με συμβολικό και συχνά «ιδιοτελή» χαρακτήρα
ΛΕΥΚΑΝΙΑ
Η Λευκανία που αντιστοιχεί στο «δάκτυλο» και τον «κουτουπιέ» της «Μπότας» του χάρτη της ιταλικής χερσονήσου, ήταν η παλαιότερη περιοχή αγγειοπλαστικής της Νότιας ιταλικής ,αυτής που χαρακτηρίζεται από το βαθύ κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα του πηλού του. πιο διακριτικό σχήμα της είναι η ΝΕΣΤΟΡΙΣ, ένα βαθύ δοχείο που ίσως να υιοθετήθηκε από την μορφή ή σχήμα ενός Μεσσαπικού αγγείου από την περιοχή με πλευρικές λαβές μερικές φορές διακοσμημένες με δίσκους
Αρχικά, η ελληνική αγγειογραφία της Λευκανίας έμοιαζε πάρα πολύ με αυτήν της σύγχρονης Αττικής αγγειογραφίας, όπως φαίνεται σε μια καλογραμμένη αποσπασματικά σκύφο που αποδόθηκε στον « ζωγράφο του Παλέρμο ».
Ευνοείται η εικονογραφία όπου εκεί περιλαμβάνονται σκηνές με δρώμενα με θνητούς και θεούς,.όπως και σκηνές της καθημερινής ζωής αλλά και οι εικόνες του Διονύσου και των οπαδών του
Το πρωτότυπο εργαστήρι στο Μεταπόντιον (Metaponto), που ιδρύθηκε από τον «Ζωγράφο του Pisticci » και δύο επικεφαλής συναδέλφους του, που ήταν ο «ζωγράφος των Κυκλώπων» και ο «Ζωγράφος Άμυκος» , εξαφανίστηκε πιθανά μεταξύ του 380 και 370 π.Χ. όπου οι κορυφαίοι καλλιτέχνες του μετακόμισαν στην ενδοχώρα της Λευκανίας σέ τόπους, όπως ονομάζονται σήμερα, Roccanova, Anzi, και Armento.
Μετά από αυτό το σημείο, η αγγειογραφία στην Λευκανία έγινε όλο και πιο επαρχιακή, επαναχρησιμοποίησε θέματα από προηγούμενους καλλιτέχνες και θέματα δανεισμένα από την Απουλία.
Με την κίνηση προς πιο απομακρυσμένα μέρη της Λευκανίας, το χρώμα του πηλού άλλαξε επίσης, το καλύτερο παράδειγμα στο έργο του « Ζωγράφου της Roccanova,» ο οποίος εφαρμόζει ένα βαθύ ξεπλυμένο ροζ για να αυξήσει το χρώμα του φωτός. Μετά την καριέρα του «Ζωγράφου του Primato», τον τελευταίο από τους αξιοσημείωτους αγγειογράφους της Λευκανίας , που δραστηριοποιούνται μεταξύ 360 και 330 π.Χ. , τα αγγεία αποτελούνταν από φτωχές απομιμήσεις από το χέρι του, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του τέταρτου αιώνα π.Χ. , όταν η παραγωγή σταμάτησε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :Άμυκος - Γιος του Ποσειδώνα και της Νύμφης Μελίας ή Πελίας, βασιλιάς των Βεβρύκων στη Βιθυνία. Ο Άμυκος ήταν ένας βάναυσος γίγαντας, θεωρούμενος ως ο «πατέρας» της πυγμαχίας, και μάλιστα της τεχνικής πυγμαχίας. Υποχρέωνε κάθε ξένο που ερχόταν στη χώρα του να πυγμαχήσει μαζί του, τον νικούσε εξαιτίας της υπερφυσικής του δυνάμεως και μετά τον σκότωνε. Στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα ήταν ο πυγμαχικός αγώνας ανάμεσα στον Άμυκο και τον Πολυδεύκη: Μόλις οι Αργοναύτες προσορμίσθηκαν στη ακτή της Βιθυνίας, ο Άμυκος εμφανίσθηκε ζητώντας να πυγμαχήσει με τον δυνατότερο από αυτούς. Ο Πολυδεύκης δέχθηκε να αγωνισθεί μαζί του, τον νίκησε και τον σκότωσε «πλήξας κατά τον αγκώνα» (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α 90, 20, και Απολλωνίου Αργοναυτικά, Β 1). Ο Θεόκριτος όμως περιγράφει πολύ πιο ειδυλλιακά το επεισόδιο (Διόσκουροι 22, 27): Οι Διόσκουροι (ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης), μετά τον κατάπλου τους στη χώρα του Αμύκου, τον συνάντησαν σε ένα δάσος ντυμένο με τη λεοντή του και ξαπλωμένο δίπλα σε μια πηγή από την οποία δεν τους άφηνε να πιουν αν πρώτα δεν πυγμαχούσε μαζί του ο δυνατότερος. Ο Πολυδεύκης αποδέχθηκε την πρόκληση και κάλεσε όλους τους Αργοναύτες να παρασταθούν στον αγώνα. Νίκησε ο Πολυδεύκης, αλλά αντί να σκοτώσει τον Άμυκο (όπως ήταν η αμοιβαία συμφωνία τους), τον έβαλε να ορκισθεί στον πατέρα του, τον θεό Ποσειδώνα, ότι δεν θα προκαλούσε πλέον κανένα ξένο για πυγμαχία με σκοπό την εξόντωσή του. Επίσης, ο Επίχαρμος (στην κωμωδία του «`Αμυκος»), ο Σοφοκλής (επίσης σε ομώνυμο σατιρικό δράμα του) και ο επικός ποιητής Πείσανδρος εμφανίζουν τον ηττημένο Άμυκο να δεσμεύεται από τον Πολυδεύκη με αυτό τον όρκο. Σε λάρνακα στο Μουσείο της Ρώμης εικονίζεται η άφιξη των Αργοναυτών στην ακτή της Βιθυνίας και το δέσιμο του Αμύκου από τον Πολυδεύκη σε κορμό δέντρου. Πάνω σε ετρουσκικό τεφροδόχο αγγείο εικονίζεται επίσης η τιμωρία του Αμύκου, ενώ πάνω σε καθρέφτη απεικονίζονται ο Πολυδεύκης και ο Άμυκος έτοιμοι για τον αγώνα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στα παραπάνω ήρωας ήταν όχι ο Πολυδεύκης, αλλά ο αρχηγός των Αργοναυτών, ο Ιάσονας, γιατί στη Βιθυνία η τοποθεσία όπου υποτίθεται ότι έγινε ο αγώνας ονομαζόταν «Ιάσονος δόρυ»
ΑΠΟΥΛΙΑ
Περισσότερο από το ήμισυ των σωζόμενων αγγείων της Νότιας Ιταλικής προέρχονται από την Απουλία (σύγχρονη Puglia), το «τακούνι» της Ιταλίας. Τα αγγεία αυτά είχαν αρχικά παραχθεί στον Τάραντα, τη μεγάλη ελληνική αποικία στην περιοχή. Η ζήτηση έγινε τόσο μεγάλη μεταξύ των ιθαγενών λαών της περιοχής που από τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. εργαστήρια δορυφόροι ιδρύθηκαν στις κοινότητες των ιθαγενών κατοίκων στο βόρειο τμήμα, όπως στο Ruvo, Ceglie del Campo, και την Canosa. Ένα χαρακτηριστικό σχήμα της Απουλίας είναι ένα πινάκιο, μια φιάλη , ένα χαμηλό και ρηχό πιάτο με δύο λαβές που πλαταίνουν και αυξάνουν από το χείλος. Οι λαβές και το χείλος απολήγουν σε σχήμα μανιταριού
Η Απουλία διακρίνεται επίσης από την παραγωγή του μνημειακού σχήματος αγγείων , συμπεριλαμβανομένου του σπειροειδούς-κρατήρα, αμφορέα, και λουτροφόρου. Τα αγγεία ήταν κυρίως για ταφική λειτουργία. Είναι διακοσμημένα με σκηνές των πενθούντων σε τάφους και περίτεχνους, πολυπρόσωπους μυθολογικούς πίνακες, ένας αριθμός των οποίων σπάνια, βρίσκουμε στα αγγεία της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας και είναι γνωστά μόνο μέσα από φιλολογικές μαρτυρίες .
Μυθολογικές σκηνές στα αγγεία της Απουλίας είναι απεικονίσεις με επικά αλλά και τραγικά θέματα και ήταν πιθανόν εμπνευσμένες από θεατρικές παραστάσεις Μερικές φορές αυτά τα αγγεία παρέχουν απεικονίσεις των τραγωδιών των οποίων σωζόμενα κείμενα, εκτός από τον τίτλο, είναι είτε πολύ αποσπασματικά ή έχουν εντελώς χαθεί.
Αυτά τα αντικείμενα ,που είναι σε μεγάλης έκτασης ποσότητες, κατηγοριοποιούνται ως "στολισμένα" στο ύφος και διαθέτουν περίτεχνα φυτικά στολίδια και σε πολλά έχει προστεθεί χρώμα, όπως το λευκό, κίτρινο και κόκκινο .
Τα μικρότερα σχήματα στην Απουλία συνήθως ήταν διακοσμημένα με το "Απλό" στυλ, με απλές συνθέσεις, με από ένα έως πέντε στοιχεία. Δημοφιλή θέματα περιλαμβάνουν τον Διόνυσο, τόσο ως θεό του θεάτρου αλλά και του κρασιού .
Σκηνές των νέων και των γυναικών, συχνά με την παρέα του Έρωτα . Και απομονωμένα κεφάλια, συνήθως αυτά μιας γυναίκας .
Εμφανή, ιδιαίτερα σε κρατήρες, είναι η απεικόνιση των αυτοχθόνων λαών της περιοχής, όπως των Μεσσάπιων και Όσκων που φορούν τα τυπικά ενδύματά τους και τις πανοπλίες τους. Τέτοιες σκηνές συνήθως ερμηνεύεται ως άφιξη ή αναχώρηση, με την προσφορά σπονδής. Αλλά και τις ευρείες ζώνες που φοριούνται από τους νέους σε μια ζωγραφική σε κρατήρα που αποδίδεται στον « Ζωγράφο Rueff » Έχουν βρεθεί δε εικόνες και σε διάφορους τάφους στην Ιταλική.
ΣΗΜ: 1-Οι Όσκοι ήταν αρχαίος λαός της Ιταλίας, κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Καμπανίας και του Λάτιο , ήταν μόνιμα σε αντιπαράθεση με τους Ετρούσκους για την κατοχή της περιοχής.Οι Όσκοι μιλούσαν την Οσκάνικη γλώσσα και ήταν κυρίως γεωργοί.
2-Οι Μεσσάπιοι (Messapii) ήταν αρχαίος λαός της νότιας Ιταλίας στην σημερινή Απουλία. Καταλάμβαναν μια μεγάλη περιοχή που έφτανε έως την Καλαβρία. Το όνομα της χώρας τους (Μεσσαπία) σημαίνει τόπος εν μέσω υδάτων. Μιλούσαν την Μεσσάπια γλώσσα και συχνά αναφέρονται σαν φυλή των Ιαπύγων. Σύμφωνα με τη μυθολογία[1] οι Μεσσάπιοι ήταν ελληνικής καταγωγής και κατάγονταν από τους Κρήτες στρατιώτες του Μίνωα που μετά από τρικυμία εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή και ίδρυσαν αποικίες. Οι πόλεις τους Uzentum (το σημερινό Ugento), Rudiae (η σημερινή Rugge), Brundisium (το σημερινό Μπρίντιζι) και Ύρια (σημερινή σημερινή Oria) ήταν ανεξάρτητες αλλά είχαν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους όπως και με την Ελλάδα. Οι Μεσσάπιοι αρχικά αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες και Ρωμαίους και αργότερα αποτέλεσαν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η μεγαλύτερη εξαγωγή αγγείων της Απουλίας σημειώθηκε μεταξύ 340 και 310 π.Χ. , παρά την πολιτική αναταραχή στην περιοχή εκείνη την εποχή, τα περισσότερα από τα σωζόμενα τεμάχια μπορούν να αποδοθούν σε δύο κορυφαία εργαστήρια-το ένα με επικεφαλής τους τον ζωγράφο του Δαρείου και τον «ζωγράφο του Κάτω Κόσμου » και το άλλο από τους « ζωγράφους Πατέρα, Γανυμήδη» και «ζωγράφο της Βαλτιμόρης». Μετά από αυτή την περίοδο η ακμή της αγγειογραφίας στην Απουλία μειώθηκε γρήγορα.
ΚΑΜΠΑΝΙΑ
Τα αγγεία της Καμπανίας που παράγονται από τους Έλληνες στις πόλεις της Καπύης Capua και Κύμη, οι οποίες ήταν εκείνη την περιοδο και οι δύο κάτω από τον έλεγχο των ντόπιων . Η Capua ήταν μια ετρουσκική πόλη που πέρασε στα χέρια των Σαμνιτών το 426 π.Χ. .Η Κύμη, ένα από τις πρώτες των ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας, ιδρύθηκε στον κόλπο της Νάπολης από Ευβοείς το αργότερο 730-720 π.Χ. Ήρθε επίσης, υπό τον έλεγχο των Καμπανών το 421 π.Χ. , αλλά διατηρήθηκε η ελληνική νομοθεσία και τα έθιμα.
Τα εργαστήρια της Κύμης ιδρύθηκαν λίγο αργότερα από εκείνα της Καπύης (Capua), γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό που απουσιάζει στην Καμπανία είναι τα μνημειώδη αγγεία, ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν λιγότερες μυθολογικές και δραματικές σκηνές. Το πιο χαρακτηριστικό θεματικό σχήμα της Καμπανίας είναι το bail-αμφορέας, ένα πιθάρι με μία μόνο λαβή σε σχήμα καμάρας πάνω από το στόμιο, που συνήθως έχει μια οπή στην κορυφή του .
Πριν από την μετανάστευση της Σικελίας των αγγειοπλάστων κατά τον 4ου αιώνα π.Χ., όταν πολλά εργαστήρια ιδρύθηκαν στην Καμπανία, μόνο το Εργαστήρι Owl-Pillar του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα είναι γνωστή. Αυτά μιμούνταν τα Αττικά ερυθρόμορφα προϊόντα. Η αγγειογραφία της Καμπανίας υποδιαιρείται σε τρεις κύριες ομάδες όπως θα δούμε παρακάτω.
Ενώ τα αγγεία των μεταναστών της Σικελίας που εγκαταστάθηκαν στην Καμπανία έχουν βρεθεί σε διάφορες τοποθεσίες στην περιοχή, είναι ο « ζωγράφος της Κασσάνδρας », ο επικεφαλής του εργαστηρίου στην Καπύη Capua μεταξύ 380 και 360 π.Χ. , ο οποίος πιστώνεται ως ο πρώτος ζωγράφος αγγείων της Καμπανίας . Κοντά σ 'αυτόν το στυλ είναι ο « ζωγράφος Spotted Rock » το όνομά του ανάγεται για ένα ασυνήθιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καμπανίας όπου στα αγγεία που ενσωματώνει το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής, που διαμορφώνεται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα. Εκεί που απεικονίζουν μορφές να κάθονται επάνω, ακουμπάνε , ή να στηρίζονται σε ένα υπερυψωμένο βράχο ή ένα μέρος πάνω στα βράχια ή και σωρούς βράχου ήταν μια κοινή πρακτική στη Νότια ιταλική αγγειογραφία. Αλλά για τα αγγεία της Καμπανίας , αυτά τα βράχια είναι συχνά στίγματα, που αντιπροσωπεύουν μια μορφή πυριγενή λατυποπαγή ή να παίρνουν τις δαντελωτές μορφές πού έχουν οι ροές της λάβας όταν αυτή ψύχεται, δύο στοιχεία από τα οποία ήταν γνωστά γεωλογικά χαρακτηριστικά του τοπίου.
Το φάσμα των θεμάτων είναι σχετικά περιορισμένο, τα πιο χαρακτηριστικά είναι οι αναπαραστάσεις των Όσκων και Σαμνιτών γυναικών ή και των πολεμιστών με δικές τους ενδυμασίες . Η θωράκιση αυτών των πολεμιστών αποτελείται από ένα θώρακα τριών δίσκων και κράνος με ένα ψηλό κάθετο φτερό και στις δύο πλευρές του κεφαλιού .
Η τοπική ενδυμασία για τις γυναίκες αποτελείται από ρούχα με μεγάλο ύφασμα, και ιδιοτυπη κόμμωση ήταν ντυμένες με μία ,ας πούμε , μεσαιωνική εμφάνιση .Επίσης δείχνουν στοιχεία όπου συμμετέχουν σε σπονδές για την αναχώρηση ή επιστροφή πολεμιστών, καθώς και ταφικές τελετές. Οι παραστάσεις αυτές είναι συγκρίσιμες με εκείνες που βρέθηκαν σε ζωγραφισμένους τάφους της περιοχής, καθώς και στην Ποσειδωνία
Επίσης δημοφιλές στην Καμπανία είναι τα πινάκια με εικόνες από ιχθύες, όπου με μεγάλη λεπτομέρεια αποδίδονται τα διάφορα είδη της θαλάσσιας ζωής ζωγραφισμένα πάνω τους Γύρω στο 330 π.Χ. , η αγγειογραφία της Καμπανίας υπόκεινται σε ισχυρή επιρροή από αυτήν της Απουλίας , πιθανώς εξαιτίας της μετακίνησης των ζωγράφων από την Απουλία τόσο στην Καμπανίας όσο και της Ποσειδωνίας . Στην Καπύη η παραγωγή με ζωγραφισμένα αγγεία έχουν μειωθεί περίπουμέχρι το 320 π.Χ. , αλλά συνέχισε στην Κύμη μέχρι το τέλος του αιώνα.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ
Η πόλη της Ποσειδωνίας βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία της Λευκανίας, αλλά θεματικά και μορφολογικά η αγγειοπλαστική της είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνη της γειτονικής της Καμπανίας. Όπως η Κύμη, ήταν μία ελληνική αποικία, όπου κατακτήθηκε μετά 350 χρόνια από την ίδρυση της ,από τους Λευκανούς γύρω στο 400 π.Χ. η αγγειογραφία της Ποσειδωνίας δεν διαθέτει όλα τα μοναδικά σχήματα, που βρίσκουμε αλλού,όμως είναι η μόνη όπου διατηρούν τις υπογραφές τους επάνω στο έργο , οι αγγειογράφοι
Ο Αστέας και ο στενός συνεργάτης του Πύθων είναι δύο από αυτούς. Και οι δύο από νωρίς, επιτυγχάνουν και έχουν μεγάλη επιρροή ,είναι αγγειογράφοι που ίδρυσαν νέο θεματικό ύφος στα αγγεία το οποίο άλλαξε μόνο λίγο κατά την πάροδο του χρόνου. Τα τυπικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν διάτρητη διάκοσμο λωρίδα στα άκρα κατά μήκος των πτυχώσεων και των λεγόμενων ανθεμίων πλαισιώνοντας το τυπικό για μεγάλης ή μεσαίας κλίμακας αγγεία .
Ο Κωδωνόσχημος κρατήρας είναι ιδιαίτερα ευνοημένος σε σχήμα, για να ζωγραφιστεί . Σκηνές με τον Διόνυσο κυριαρχούν στις μυθολογικές συνθέσεις , αλλά τείνουν να είναι υπερπλήρη, σε ολόκληρη την επιφάνειά τους με επιπλέον προτομές στις γωνίες.
Τρεις κωμικοί παρουσιάζονται να εκτελολυν μια σκηνή από μια φλύαξ, μια ιλαροτραγωδία που αναπτύχθηκε στη νότια Ιταλία. Δεδομένου ότι κανένα από αυτά τα κείμενα με φλύακες δεν έχουν διασωθεί, εικόνες -πίνακες στα αγγεία όπως αυτό είναι σημαντικά στοιχεία. Φέρνουν στη ζωή το άγριο χαρακτήρα με τις φάρσες, οι οποίες ήταν παρωδίες των ελληνικών τραγωδιών.
Η σκηνή αυτή στον κρατήρα απεικονίζει τρεις ηθοποιούς, κάθε φορώντας μια μάσκα και παραγεμισμένο κοστούμι όπου από πάνω τους κρέμεται μια τραγική μάσκα. Η ηθοποιός στο κέντρο στέκεται στις μύτες των ποδιών του με τα χέρια του, εν αδρανεία τοποθετημένα ψηλά και από το στόμα του βγαίνουν οι λέξεις, «εκεί δεσμεύονται τα χέρια μου επάνω.»... Προφανώς αυτός είναι ο τρόπος για να τιμωρηθεί κάποιος για μια κλοπή.
Τα κλοπιμαία-μία χήνα και ένα καλάθι-βρίσκονται σε μια πλατφόρμα προς τα δεξιά. Επίσης στην πλατφόρμα κάθισμα είναι μια γεροντική μορφή άνδρας ή γυναίκα, που με χειρονομίες σαν σε διαμαρτυρία, προφέρει τις λέξεις "θα παράσχει [μαρτυρία]." Στα αριστερά είναι ο δεσμοφύλακας του κρατουμένου;… Κρατά ένα ραβδί σαν έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η επιγραφή που αναδύεται από το στόμα του είναι κάτι παράλογο, είτε ένα ξόρκι για τα υψωμένα χέρια του κλέφτη ή μια αναπαράσταση μιας ξένης γλώσσας.
Αυτή η ξένη γλώσσα μπορεί να χαρακτηρίσει τον ξενικό ήχο ενός ,ως να είναι ένας αστυνομικός, ένα επάγγελμα που συχνά εξασκείτο από Θράκες στην Αθήνα. Στην επάνω αριστερή πλευρά είναι ένας άρρεν νέος ,γυμνός που φέρει μόνον ένα μανδύα:…Κάτι που είναι χαρακτηριστικό ενός τραγωδού «τραγικός ηθοποιός." Η σκηνή είναι προφανώς μια παρωδία του σκηνής δικαστηρίου, ένα θέμα που προσφέρθηκε για βωμολοχίες. Οι επιγραφές, γραμμένες σε Αττική Ελληνική , δείχνουν ότι αυτή η φάρσα προέρχεται από την ελληνική ηπειρωτική χώρα και όχι από την Νότια Ιταλία, όπου η Δωρική Ελληνική ήταν η κυρίως ομιλούμενη .
ΣΙΚΕΛΙΑ
Τα αγγεία της Σικελίας τείνουν να είναι μικρά σε μέγεθος και με δημοφιλή σχήματα που περιλαμβάνουν την φιάλη και την σκυφοειδή πυξίδα και την λεκανίδα . Το φάσμα των θεμάτων που είναι ζωγραφισμένα σε αγγεία είναι η πιο περιορισμένη απ 'όλη την Νότιο ιταλική αγγειογραφία με τα περισσότερα αγγεία να αναδεικνύουν τον θηλυκό κόσμο: προετοιμασίες νυφης , σκηνές καλλωπισμού , οι γυναίκες με την παρέα της Νίκης και του Έρωτα ή απλώς μόνες με τον εαυτό τους, όπου συχνά κάθονται και ατενίζουν με το βλέμμα τους προς τα άνω.
Μετά από το 340 π.Χ. , η παραγωγή αγγείων φαίνεται να έχει επικεντρωθεί στην περιοχή των Συρακουσών, στη Γέλα, και γύρω από τα Κεντόριπα (Centuripe) κοντά στην Αίτνα.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει τα Κεντόριπα ως πόλη των Σικελών , εξελληνίστηκε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Έγινε σύμμαχος των Αθηναίων κατά τον χρόνο της εκστρατείας τους εναντίον των Συρακουσών, και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους σχεδόν χωρίς διακοπή αν και κατακτήθηκε από τον Αγαθοκλή
Αγγεία επίσης παράγονται στις Λιπάρες ή Αιολίδες
νήσους , ακριβώς έξω από την ακτή της Σικελίας. (Οι Λιπάρες ή Αιολίδες νήσοι είναι μία συστάδα μικρών νησιών της Σικελίας, βορειοδυτικώς του Στενού της Μεσσήνης. ) Στα αγγεία της Σικελίας είναι εντυπωσιακό αυτό που συνέβαινε τότε με την συνεχώς αυξανόμενη χρήση αλλά και την προσθήκη χρωμάτων ,ιδιαίτερα εκείνα που βρίσκονται στις Αιολίδες και κοντά στα Κεντόριπα όπου τον τρίτο αιώνα π.Χ., υπήρχε μια ακμάζουσα κατασκευή πολύχρωμων κεραμικών και ειδωλίων.
Αυτά όσο αφορά την μαζική παραγωγή και εμπόριο του ελληνικού τύπου αγγειογραφίας και αγγειοπλαστικής στην Μεγάλη Ελλάδα από τους Έλληνες εκεί, όπου, όπως δεικνύουν τα ευρήματα σχεδόν αποκλειστικά, μόνον ελληνικού τύπου αγγεία βρέθηκαν, εκτός των άλλων ελληνικών στοιχείων, κάτι που δεν άλλαξε, ούτε μετά από τα εκατοντάδες χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,εκτός από την προσθήκη νέων μορφών αντικειμένων, που έφεραν οι αιώνες με τις νέες ανάγκες των ανθρώπων.
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ :
Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης, Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Ν.ΥΟΡΚΗ
full-width
ΣΗΜ: Οι Θούριοι ήταν μία πανελλήνια αποικία στη Νότια Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των Αθηναίων, το 444 π.Χ. στην περιοχή της κατεστραμμένης , πριν 65 περίπου χρόνια, Σύβαρις Ο Περικλής έδωσε πανελλήνια μορφή στον αποικισμό των Θουρίων εγκαθιστώντας Έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Η πόλη είχε δημοκρατικό πολίτευμα και οι πολίτες χωρίστηκαν, όπως μαθαίνουμε από τον Διόδωρο, σε δέκα φυλές, τα ονόματα των οποίων δείχνουν επαρκώς τη προέλευσή τους. Αυτοί ήταν: η Αρκαδική φυλή ,η Αχαίκη ,των Ηλείακή , η βοιωτική , η Αμφικτυονική , η Δωρική, η Ιωνικη ,η Αθηναική, η Ευβοϊκή , και η Νησιωτική φυλή.
Το σχέδιό της έγινε από το Μιλήσιο αρχιτέκτονα Ιππόδαμο και η πόλη γνώρισε γρήγορα μεγάλη άνθηση. Στους Θουρίους συγκεντρώθηκαν προσωπικότητες, όπως ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο Λυσίας, ο Ηρόδοτος, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής κ.ά. Για την ακμή της πόλης μαρτυρούν οι αρχαιότητες που έχουν διασωθεί. Μετά την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η πόλη σταδιακά αυτονομήθηκε από την μητρόπολη.
Ο πόλεμος, που κράτησε μέχρι το 404 π.Χ. , και τη συνακόλουθη μείωση της Αθηναϊκής εξαγωγής σε αγγεία προς τα δυτικά ήταν σίγουρα σημαντικοί παράγοντες για την επιτυχή συνέχιση της παραγωγής αγγείων ερυθρόμορφης τεχνικής στη Magna Graecia.
Η κατασκευή αγγείων της Νότιας Ιταλικής έφθασε στο αποκορύφωμά της μεταξύ 350 και 320 π.Χ. , στη συνέχεια, σταδιακά βαθμιαία υπήρξε μείωση σε ποιότητα και ποσότητα μέχρι λίγο μετά το κλείσιμο του τέταρτου αιώνα π.Χ.Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν χωρίσει τα αγγεία της Νότιας Ιταλικής σε πέντε είδη με το όνομά τους από τις περιοχές στις οποίες έχουν παραχθεί: Λευκανίας ,Απουλίας, Καμπανίας, Ποσειδωνίας και της Σικελίας.
Τα αγγεία της Νότιας ιταλικής, σε αντίθεση με τα Αττικά , δεν εξάγονται ευρέως και φαίνεται να προορίζονται αποκλειστικά για την τοπική κατανάλωση. Κάθε εργαστήριο έχει τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των προτιμήσεων ως προς το σχήμα και τη διακόσμηση που τα καθιστούν αναγνωρίσιμα, ακόμη και όταν η ακριβή τους ενίοτε προέλευση είναι άγνωστη. Τα της Λευκανίας και της Απουλίας είναι τα παλαιότερα είδη και ιδρύθηκαν μέσα σε μια γενιά, της μιας περιοχής με την άλλη .
Ωστόσο και τα ερυθρόμορφα αγγεία της Σικελίας δεν εμφανίστηκαν πολύ καιρό μετά, μάλιστα λίγο πριν από 400 π.Χ. με 370 π.Χ. , οι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι μετανάστευσαν από τη Σικελία τόσο στην Καμπανία όσο και την Ποσειδωνία (Paestum), όπου ίδρυσαν τα αντίστοιχα εργαστήρια τους.Θεωρείται ότι έφυγαν από τη Σικελία λόγω της πολιτικής αναταραχής. Μετά τη σταθερότητα επέστρεψαν στο νησί γύρω στο 340 π.Χ. .
Οι τεχνίτες /καλλιτέχνες της Καμπανίας και Ποσειδωνίας μετακόμισαν στη Σικελία για να αναβιώσουν την βιοτεχνία ή βιομηχανία της κεραμικής. Σε αντίθεση με την Αθήνα, σχεδόν κανένας από τους αγγειοπλάστες και αγγειογράφους στη Magna Graecia δεν υπέγραψε τη δουλειά του, έτσι η πλειοψηφία των ονομάτων που αναφερόμαστε σήμερα είναι σύγχρονες ονομασίες, με συμβολικό και συχνά «ιδιοτελή» χαρακτήρα
Αποδίδεται στο «ζωγράφο της Νέας Υόρκης» . Ύστερη Κλασική 360-350 π.Χ. Ελληνικό, Νότια ιταλική, Λουκανίας . |
ΛΕΥΚΑΝΙΑ
Η Λευκανία που αντιστοιχεί στο «δάκτυλο» και τον «κουτουπιέ» της «Μπότας» του χάρτη της ιταλικής χερσονήσου, ήταν η παλαιότερη περιοχή αγγειοπλαστικής της Νότιας ιταλικής ,αυτής που χαρακτηρίζεται από το βαθύ κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα του πηλού του. πιο διακριτικό σχήμα της είναι η ΝΕΣΤΟΡΙΣ, ένα βαθύ δοχείο που ίσως να υιοθετήθηκε από την μορφή ή σχήμα ενός Μεσσαπικού αγγείου από την περιοχή με πλευρικές λαβές μερικές φορές διακοσμημένες με δίσκους
Αρχικά, η ελληνική αγγειογραφία της Λευκανίας έμοιαζε πάρα πολύ με αυτήν της σύγχρονης Αττικής αγγειογραφίας, όπως φαίνεται σε μια καλογραμμένη αποσπασματικά σκύφο που αποδόθηκε στον « ζωγράφο του Παλέρμο ».
Ευνοείται η εικονογραφία όπου εκεί περιλαμβάνονται σκηνές με δρώμενα με θνητούς και θεούς,.όπως και σκηνές της καθημερινής ζωής αλλά και οι εικόνες του Διονύσου και των οπαδών του
Αποδίδεται στον «ζωγράφο του Άμυκου » 420-400 π.Χ. Ελληνική υδρία Ν. Ιταλική Λευκανία Οι Νέοι εμφανίζονται ως γυμνοί αθλητές που λαμβάνουν δώρα στέφανους στλεγγίδες ή ταινίες |
Αποδίδεται στον «Ζωγράφο του Pisticci » από το Μεταπόντιον 430-420 π.Χ. |
Έχει Αποδοθεί στον «Ζωγράφο του Pisticci » Εκ Λευκανίας Ελληνικός Κωδωνόσχημος κρατήρας του 430-410 π.Χ. Ο «Ζωγράφος του Pisticci » .(Ονομάστηκε έτσι από την μικρή κωμόπολη Pisticci που βρέθηκαν πολλά έργα του στην περιοχή της Λευκανίας Ν.Ιταλική) είναι σημαντικός γιατί συνδέεται με την εισαγωγή της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας στη Λευκανία . Καθώς το έργο αυτό δείχνει, ότι ήταν καλά εξοικειωμένος με την Αττική τεχνοτροπία . |
Με την κίνηση προς πιο απομακρυσμένα μέρη της Λευκανίας, το χρώμα του πηλού άλλαξε επίσης, το καλύτερο παράδειγμα στο έργο του « Ζωγράφου της Roccanova,» ο οποίος εφαρμόζει ένα βαθύ ξεπλυμένο ροζ για να αυξήσει το χρώμα του φωτός. Μετά την καριέρα του «Ζωγράφου του Primato», τον τελευταίο από τους αξιοσημείωτους αγγειογράφους της Λευκανίας , που δραστηριοποιούνται μεταξύ 360 και 330 π.Χ. , τα αγγεία αποτελούνταν από φτωχές απομιμήσεις από το χέρι του, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του τέταρτου αιώνα π.Χ. , όταν η παραγωγή σταμάτησε.
ΑΠΟΥΛΙΑ
Περισσότερο από το ήμισυ των σωζόμενων αγγείων της Νότιας Ιταλικής προέρχονται από την Απουλία (σύγχρονη Puglia), το «τακούνι» της Ιταλίας. Τα αγγεία αυτά είχαν αρχικά παραχθεί στον Τάραντα, τη μεγάλη ελληνική αποικία στην περιοχή. Η ζήτηση έγινε τόσο μεγάλη μεταξύ των ιθαγενών λαών της περιοχής που από τα μέσα του τέταρτου αιώνα π.Χ. εργαστήρια δορυφόροι ιδρύθηκαν στις κοινότητες των ιθαγενών κατοίκων στο βόρειο τμήμα, όπως στο Ruvo, Ceglie del Campo, και την Canosa. Ένα χαρακτηριστικό σχήμα της Απουλίας είναι ένα πινάκιο, μια φιάλη , ένα χαμηλό και ρηχό πιάτο με δύο λαβές που πλαταίνουν και αυξάνουν από το χείλος. Οι λαβές και το χείλος απολήγουν σε σχήμα μανιταριού
Ελικωτός ή ελικοειδής κρατήρας. -Ελληνική από την Ν.Ιταλική -Απουλία 330-310 π.Χ. αποδίδεται στον «ζωγράφο της Βαλτιμόρης».Ο Πάρις ο Τρώας πρίγκηπας με περιβολή της ανατολής ακούει τον Ερμή αυτόν που του έφερε τις τρεις θεές για την κρίση, η Αφροδίτη ,η Ήρα, η Αθηνά ,ο νεαρός Πάν και άλλοι είναι τα πρόσωπα του δρώμενου |
Αποδίδεται στον «ζωγράφο του Black Fury » 400-380 π.Χ. Απουλία ελληνικό Ν.Ιταλικής Ο Πρίαμος, βασιλιάς της Τροίας, γονατίζει, στον ήρωα Αχιλλέα για το νεκρό σώμα του γιου του Έκτορα. |
ΣΗΜ: 1-Οι Όσκοι ήταν αρχαίος λαός της Ιταλίας, κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Καμπανίας και του Λάτιο , ήταν μόνιμα σε αντιπαράθεση με τους Ετρούσκους για την κατοχή της περιοχής.Οι Όσκοι μιλούσαν την Οσκάνικη γλώσσα και ήταν κυρίως γεωργοί.
2-Οι Μεσσάπιοι (Messapii) ήταν αρχαίος λαός της νότιας Ιταλίας στην σημερινή Απουλία. Καταλάμβαναν μια μεγάλη περιοχή που έφτανε έως την Καλαβρία. Το όνομα της χώρας τους (Μεσσαπία) σημαίνει τόπος εν μέσω υδάτων. Μιλούσαν την Μεσσάπια γλώσσα και συχνά αναφέρονται σαν φυλή των Ιαπύγων. Σύμφωνα με τη μυθολογία[1] οι Μεσσάπιοι ήταν ελληνικής καταγωγής και κατάγονταν από τους Κρήτες στρατιώτες του Μίνωα που μετά από τρικυμία εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή και ίδρυσαν αποικίες. Οι πόλεις τους Uzentum (το σημερινό Ugento), Rudiae (η σημερινή Rugge), Brundisium (το σημερινό Μπρίντιζι) και Ύρια (σημερινή σημερινή Oria) ήταν ανεξάρτητες αλλά είχαν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους όπως και με την Ελλάδα. Οι Μεσσάπιοι αρχικά αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες και Ρωμαίους και αργότερα αποτέλεσαν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Κιονωτός ή κιονοειδής κρατήρας. -Αποδίδεται στον «ζωγράφο του Rueff » Ελληνικό από την Απουλία 4 αι π.Χ. Η άλλη όψη. |
Μία Σαμνίτικη ζωστήρα από χαλκό του 5ου αρχές 4ου αι π.Χ. Οι ζώνες που συνδέονται με τους πολεμιστές και υπάρχουν συχνά σε τάφους μαζί με άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό. |
ΚΑΜΠΑΝΙΑ
Ορέστης, Ηλέκτρα και ο Πυλάδης μπροστά από τον τάφο του Αγαμέμνονα, υδρία από τον «ζωγράφο του Λούβρου »Κ 428, γύρω στο 330 π.Χ.. Παρίσι: Λούβρο. |
Σκηνή Θυσίας σε ένα Κωδωνόσχημο κρατήρα από τον «ζωγράφο της Θυσίας » στο Μουσείο του Λούβρου, γύρω στο 330/320 π.Χ.. Παρίσι: Λούβρο. |
Ενώ τα αγγεία των μεταναστών της Σικελίας που εγκαταστάθηκαν στην Καμπανία έχουν βρεθεί σε διάφορες τοποθεσίες στην περιοχή, είναι ο « ζωγράφος της Κασσάνδρας », ο επικεφαλής του εργαστηρίου στην Καπύη Capua μεταξύ 380 και 360 π.Χ. , ο οποίος πιστώνεται ως ο πρώτος ζωγράφος αγγείων της Καμπανίας . Κοντά σ 'αυτόν το στυλ είναι ο « ζωγράφος Spotted Rock » το όνομά του ανάγεται για ένα ασυνήθιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καμπανίας όπου στα αγγεία που ενσωματώνει το φυσικό ανάγλυφο της περιοχής, που διαμορφώνεται από την ηφαιστειακή δραστηριότητα. Εκεί που απεικονίζουν μορφές να κάθονται επάνω, ακουμπάνε , ή να στηρίζονται σε ένα υπερυψωμένο βράχο ή ένα μέρος πάνω στα βράχια ή και σωρούς βράχου ήταν μια κοινή πρακτική στη Νότια ιταλική αγγειογραφία. Αλλά για τα αγγεία της Καμπανίας , αυτά τα βράχια είναι συχνά στίγματα, που αντιπροσωπεύουν μια μορφή πυριγενή λατυποπαγή ή να παίρνουν τις δαντελωτές μορφές πού έχουν οι ροές της λάβας όταν αυτή ψύχεται, δύο στοιχεία από τα οποία ήταν γνωστά γεωλογικά χαρακτηριστικά του τοπίου.
Η Μήδεια σκοτώνει ένα από τα παιδιά της Εικονογραφημένο στο σώμα αμφορέα του «ζωγράφου Ixion», γύρω στο 330 π.Χ.. Παρίσι: Λούβρο. |
Οι εικόνες στον σκύφο Αποδίδονται στον « ζωγράφο της Καλιφόρνια » Ύστερη Κλασική 350-325 π.Χ Ελληνικό, Νότια Ιταλική, Καμπανίας |
Επίσης δημοφιλές στην Καμπανία είναι τα πινάκια με εικόνες από ιχθύες, όπου με μεγάλη λεπτομέρεια αποδίδονται τα διάφορα είδη της θαλάσσιας ζωής ζωγραφισμένα πάνω τους Γύρω στο 330 π.Χ. , η αγγειογραφία της Καμπανίας υπόκεινται σε ισχυρή επιρροή από αυτήν της Απουλίας , πιθανώς εξαιτίας της μετακίνησης των ζωγράφων από την Απουλία τόσο στην Καμπανίας όσο και της Ποσειδωνίας . Στην Καπύη η παραγωγή με ζωγραφισμένα αγγεία έχουν μειωθεί περίπουμέχρι το 320 π.Χ. , αλλά συνέχισε στην Κύμη μέχρι το τέλος του αιώνα.
Η πόλη της Ποσειδωνίας βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία της Λευκανίας, αλλά θεματικά και μορφολογικά η αγγειοπλαστική της είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνη της γειτονικής της Καμπανίας. Όπως η Κύμη, ήταν μία ελληνική αποικία, όπου κατακτήθηκε μετά 350 χρόνια από την ίδρυση της ,από τους Λευκανούς γύρω στο 400 π.Χ. η αγγειογραφία της Ποσειδωνίας δεν διαθέτει όλα τα μοναδικά σχήματα, που βρίσκουμε αλλού,όμως είναι η μόνη όπου διατηρούν τις υπογραφές τους επάνω στο έργο , οι αγγειογράφοι
Ο Αστέας και ο στενός συνεργάτης του Πύθων είναι δύο από αυτούς. Και οι δύο από νωρίς, επιτυγχάνουν και έχουν μεγάλη επιρροή ,είναι αγγειογράφοι που ίδρυσαν νέο θεματικό ύφος στα αγγεία το οποίο άλλαξε μόνο λίγο κατά την πάροδο του χρόνου. Τα τυπικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν διάτρητη διάκοσμο λωρίδα στα άκρα κατά μήκος των πτυχώσεων και των λεγόμενων ανθεμίων πλαισιώνοντας το τυπικό για μεγάλης ή μεσαίας κλίμακας αγγεία .
Ο Κωδωνόσχημος κρατήρας είναι ιδιαίτερα ευνοημένος σε σχήμα, για να ζωγραφιστεί . Σκηνές με τον Διόνυσο κυριαρχούν στις μυθολογικές συνθέσεις , αλλά τείνουν να είναι υπερπλήρη, σε ολόκληρη την επιφάνειά τους με επιπλέον προτομές στις γωνίες.
ΦΛΥΑΞ
Φλύαξ (δωρικός τύπος του) φλύαρος / φλύω (& φλέω) : Ἐκεῖθεν δὲ καὶ Ῥίνθων ἦν ὁ ἐπικαλούμενος φλύαξ, ἤγουν φλύαρος - : Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Σχόλια στο έργο Διονυσίου του Περιηγητού, 376, 12]- Ως ουσιαστικό : είδος κωμικού ποιήματος (ἱλαροτραγῳδία), μπουρλέσκο-1)φλυαρία, πολυλογία-2)φληνάφημα, λήρος, 3)γελωτοποιός, αστείος
Ελληνικός Καλυκόσχημος ή καλυκοειδής κρατήρας , Νότιας Ιταλίας, Απουλίας 400-390 π.Χ. αποδίδεται στον «ζωγράφο Tarporley» |
Η σκηνή αυτή στον κρατήρα απεικονίζει τρεις ηθοποιούς, κάθε φορώντας μια μάσκα και παραγεμισμένο κοστούμι όπου από πάνω τους κρέμεται μια τραγική μάσκα. Η ηθοποιός στο κέντρο στέκεται στις μύτες των ποδιών του με τα χέρια του, εν αδρανεία τοποθετημένα ψηλά και από το στόμα του βγαίνουν οι λέξεις, «εκεί δεσμεύονται τα χέρια μου επάνω.»... Προφανώς αυτός είναι ο τρόπος για να τιμωρηθεί κάποιος για μια κλοπή.
Τα κλοπιμαία-μία χήνα και ένα καλάθι-βρίσκονται σε μια πλατφόρμα προς τα δεξιά. Επίσης στην πλατφόρμα κάθισμα είναι μια γεροντική μορφή άνδρας ή γυναίκα, που με χειρονομίες σαν σε διαμαρτυρία, προφέρει τις λέξεις "θα παράσχει [μαρτυρία]." Στα αριστερά είναι ο δεσμοφύλακας του κρατουμένου;… Κρατά ένα ραβδί σαν έτοιμος να συλλάβει τον κλέφτη. Η επιγραφή που αναδύεται από το στόμα του είναι κάτι παράλογο, είτε ένα ξόρκι για τα υψωμένα χέρια του κλέφτη ή μια αναπαράσταση μιας ξένης γλώσσας.
Αυτή η ξένη γλώσσα μπορεί να χαρακτηρίσει τον ξενικό ήχο ενός ,ως να είναι ένας αστυνομικός, ένα επάγγελμα που συχνά εξασκείτο από Θράκες στην Αθήνα. Στην επάνω αριστερή πλευρά είναι ένας άρρεν νέος ,γυμνός που φέρει μόνον ένα μανδύα:…Κάτι που είναι χαρακτηριστικό ενός τραγωδού «τραγικός ηθοποιός." Η σκηνή είναι προφανώς μια παρωδία του σκηνής δικαστηρίου, ένα θέμα που προσφέρθηκε για βωμολοχίες. Οι επιγραφές, γραμμένες σε Αττική Ελληνική , δείχνουν ότι αυτή η φάρσα προέρχεται από την ελληνική ηπειρωτική χώρα και όχι από την Νότια Ιταλία, όπου η Δωρική Ελληνική ήταν η κυρίως ομιλούμενη .
ΣΙΚΕΛΙΑ
Τα αγγεία της Σικελίας τείνουν να είναι μικρά σε μέγεθος και με δημοφιλή σχήματα που περιλαμβάνουν την φιάλη και την σκυφοειδή πυξίδα και την λεκανίδα . Το φάσμα των θεμάτων που είναι ζωγραφισμένα σε αγγεία είναι η πιο περιορισμένη απ 'όλη την Νότιο ιταλική αγγειογραφία με τα περισσότερα αγγεία να αναδεικνύουν τον θηλυκό κόσμο: προετοιμασίες νυφης , σκηνές καλλωπισμού , οι γυναίκες με την παρέα της Νίκης και του Έρωτα ή απλώς μόνες με τον εαυτό τους, όπου συχνά κάθονται και ατενίζουν με το βλέμμα τους προς τα άνω.
Μετά από το 340 π.Χ. , η παραγωγή αγγείων φαίνεται να έχει επικεντρωθεί στην περιοχή των Συρακουσών, στη Γέλα, και γύρω από τα Κεντόριπα (Centuripe) κοντά στην Αίτνα.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει τα Κεντόριπα ως πόλη των Σικελών , εξελληνίστηκε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Έγινε σύμμαχος των Αθηναίων κατά τον χρόνο της εκστρατείας τους εναντίον των Συρακουσών, και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους σχεδόν χωρίς διακοπή αν και κατακτήθηκε από τον Αγαθοκλή
Λεκανίς από τα Κεντόριπα |
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ :
Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης, Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Ν.ΥΟΡΚΗ