Πρωτεσίλαος, ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο...




 Περίπου 302-286 π.Χ. Δραχμή ή Τετρόβολο ασημένιο νόμισμα τόσο στα πρότυπα του Αττικού όσο και του Αιγινήτου. Μία Κεφαλή της θεάς Δήμητρας στραμένης προς τα αριστερά, φορώντας στεφάνι και πέπλο. Η άλλη όψη ...Ο Σεβ. ΘΗΒΑΙΩΝ Πρωτεσίλαος, φορώντας λοφιοφόρο κράνος και πανοπλία, κρατώντας ασπίδα στο αριστερό χέρι και ξίφος στο δεξί, προχωρώντας προς τα δεξιά. πίσω του προς τα αριστερά, πλώρη της γαλέρας που τον μετέφερε και αποβιβάστηκε στην Τρωάδα

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πρωτεσίλαος είναι γνωστός ένας Θεσσαλός ήρωας, ο πρωτότοκος γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης, αδελφός του Ποδάρκη.


Ο Πρωτεσίλαος μνημονεύεται ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και ως τέτοιος έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης, Ανδρώνας Πυράσου και Πτελεού. Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών. Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».

Ο Πρωτεσίλαος ήταν ένας από τους δεκάδες Έλληνες βασιλείς υποψηφίους συζύγους της φημισμένης Ωραίας Ελένης. Πριν την επιλογή του συζύγου της, που ήταν τελικά ο Μενέλαος, οι μνηστήρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και οι Αίας ο του Οιλέα, ο Αίας ο Τελαμώνιος, ο Μενέλαος, ο Διομήδης, ο Πολυποίτης, ο Ελπήνωρ, ο Εύμηλος, ο Ποδαλείριος, ο Ιδέας, ο Λεοντέας, ο Φιλοκτήτης, κ.α., ορκίστηκαν ενώπιον του Αγαμέμνονα, των αδελφών της Ελένης, Κάστορα και Πολυδεύκη [Διόσκουροι], και των γονέων της Ελένης, πως θα στέκονταν για πάντα εγγυητές του γάμου της Ελένης, όποιος και αν επιλεγόταν για την επίζηλη αυτή θέση. Έτσι μετά την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, αναγκάστηκε κι ο Πρωτεσίλαος να λάβει μέρος στην εκστρατεία τιμωρίας του Πάρη, που έμεινε γνωστή ως Τρωική Εκστρατεία. Κατ’ ατυχή σύμπτωση, την προηγουμένη της εκστρατείας είχε νυμφευθεί την Λαοδάμεια, κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Ακάστου. Μάλιστα από τη βιασύνη του να φύγει για την Τροία λησμόνησε τις καθιερωμένες θυσίες προς τιμήν της θεάς Άρτεμης.

Λαοδάμεια...Κόρη της Αστυδαμείας και του βασιλιά Ακάστου από την Ιωλκό, σύζυγος του Πρωτεσιλάου που έπεσε από τους πρώτους στον Τρωικό Πόλεμο. Εξαιτίας της μεγάλης αγάπης που είχε η Λαοδάμεια προς τον σύζυγό της, οι θεοί επέτρεψαν στον Πρωτεσίλαο να επιστρέψει για λίγο κοντά της. Αλλά όταν ο Πρωτεσίλαος θα επέστρεφε στον Άδη, η Λαοδάμεια αυτοκτόνησε από τη στενοχώρια της.



Σκηνή από την σαρκοφάγο με την ιστορία του Πρωτεσίλαου- 2ος αι μ.Χ.


ΠΩΣ ΤΟΝ ΞΕΓΕΛΑΣΕ Ο ΠΑΝΟΥΡΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πολλοί μύθοι κυκλοφορούσαν για τον Πρωτεσίλαο. Είχε, έλεγαν, ένα τεράστιο σώμα. Ήταν ολόκληρος γίγαντας, δέκα πήχεις ψηλός. Και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, αν δεν σκοτωνόταν τόσο νωρίς. Ήταν μόνο είκοσι χρονών. 

Μορφή από την σαρκοφάγο με την ιστορία του Πρωτεσίλαου

Στην Τροία ήταν το πρώτο από τα θύματα των Ελλήνων. Ο θάνατός του αποδίδεται στην προφητεία-χρησμό της θεάς Θέτιδας. Η Θέτιδα έλεγε πως ο πρώτος Έλληνας που θα πατούσε στο έδαφος της Τροίας θα σκοτωνόταν άμεσα. Ο Πρωτεσίλαος, δεν ήθελε να αποβιβαστεί πρώτος γιατί ήξερε ότι τον περίμενε ο θάνατος. Τον ξεγέλασε όμως ο πονηρός βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τι ακριβώς έλεγε ο χρησμός. Έριξε, λοιπόν, ο Οδυσσέας πρώτα την ασπίδα του στο τρωικό έδαφος και μετά πήδησε ο ίδιος πρώτος, αλλά στάθηκε επάνω στην ασπίδα. Έτσι ο Οδυσσέας δεν πάτησε το χώμα της Τροίας, αν και πήδηξε πρώτος από το καράβι και για το λόγο αυτό δεν σκοτώθηκε. Αντίθετα σκοτώθηκε ο Πρωτεσίλαος που ξεγελασμένος από τον Οδυσσέα πήδηξε στο έδαφος της Τροίας μετά από αυτόν, νομίζοντας ότι ήταν δεύτερος. Ο Πρωτεσίλαος αφού κατόρθωσε να σκοτώσει πολλούς αντιπάλους του, δέχτηκε θανατηφόρο χτύπημα απ' τον Έκτορα, που καθοδηγούνταν από την Άρτεμη, αδελφή του προστάτη της Τροίας Απόλλωνα. Το μαύρο μήνυμα του χαμού του άντρα της, του Πρωτεσίλαου, δεν άργησε να το μάθει η γυναίκα του Λαοδάμεια, που είχε μείνει μόνη της στη Φυλάκη. Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα, με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Στην μεγάλη της απελπισία και απόγνωση που την έδερνε, έφτιαξε ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της και μ' αυτό στην αγκαλιά της περνούσε μέρες και νύχτες. Ο πατέρας της Λαοδάμειας, έλεγαν άλλοι μύθοι, προσπαθούσε να την παρηγορήσει και την μάλωνε που κοιμόταν με κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Γι' αυτό αυτοκτόνησε η Λαοδάμεια, έλεγαν αυτοί οι μύθοι. Άλλοι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έκαψε ο πατέρας της το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου. Το κρατούσε η Λαοδάμεια στην αγκαλιά της και συνομιλούσε μ' αυτό, όταν ο Ερμής έφερε κοντά της τον Πρωτεσίλαο.Άλλος μύθος έλεγε ωστόσο ότι η Λαοδάμεια αυτοπυρπολήθηκε μαζί με το κέρινο ομοίωμα του Πρωτεσίλαου και άλλος ότι πέθανε στην αγκαλιά του άντρα της.
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία. Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον Άδη για να τον δει.
Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα. Ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 698 κ.ε., και Ν 681).

Ο Υγίνος (Υγίνος, Μύθοι 243) προσθέτει διαφορετική έκβαση στην ιστορία:Όταν η Λαοδάμεια, κόρη του Ακάστου, μετά τον θάνατο του ανδρα της πέρασε μαζί του τις τρείς ώρες που είχε ζητήσει από τους θεούς, δεν μπορούσε να συνέλθει από το κλάμα και τη θλίψη. Έτσι, έφτιαξε ένα χάλκινο ομοίωμα του Πρωτεσιλάου, το έβαλε στο δωμάτιό της με το πρόσχημα απόκρυφης τελετής και του αφιερώθηκε.Καθώς ένας υπηρέτης που μετέφερε καρπούς ως προσφορά, κοίταξε από χαραμάδα στην πόρτα της, την είδε να κρατά το είδωλο του Πρωτεσιλάου στην αγκαλιά της και να το φιλάει. Πιστεύοντας πως είχε εραστή, το είπε στον πατέρα της Άκαστο.Εκείνος, αφού όρμησε στο δωμάτιο και είδε το αντίγραφο, αποφασισμένος να βάλει τέλος στο μαρτύριό της, το πήρε μαζί με τις προσφορές και το πέταξε σε φωτιά που άναψε ο ίδιος, αλλά η Λαοδάμεια, μη αντέχοντας τον πόνο, ρίχτηκε κι εκείνη στις φλόγες.


Ο Πρωτεσίλαος επιστρέφει στον επάνω κόσμο
    Η θεά Άρτεμης γνωρίζοντας την μεγάλη αγάπη του  για την  Λαοδάμεια, για να τον τιμωρήσει επειδή δεν της πρόσφερε θυσίες στον γάμο του,  κατόρθωσε και τον έκανε να πιει λίγο μόνο από το νερό της Λήθης  που έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν το παρελθόν, την επίγεια ζωή τους. Ο Πρωτεσίλαος στον Κάτω Κόσμο πάντα θυμόνταν την γυναίκα του και ήταν απαρηγόρητος.
    Έτσι νέος που βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο και μάλιστα τόσο άδικα και νιόπαντρος ο Πρωτεσίλαος παραπονούνταν στον Πλούτωνα το θεό του Άδη και αναθεμάτιζε την Ωραία Ελένη, που εξαιτίας της έγινε ο Τρωικός Πόλεμος και έτσι έχασε τη ζωή του.
    Ύστερα από πολύχρονες ικεσίες όμως του ήρωα πείθεται ο Πλούτωνας και με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του, της  Περσεφόνης, του επιτρέπει, να περάσει μια μέρα στον Επάνω Κόσμο, συνοδευόμενος από τον Ερμή, ώστε να συναντήσει τη γυναίκα του, όχι απλά σαν μία σκιά αλλά μ' όλη του την σωματική ακμή, σα να μην είχε ποτέ πεθάνει.
    Η Λαοδάμεια μόλις τον αντίκρισε, έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά του, πιστεύοντας ότι η αγγελία του θανάτου του ήταν ένα τερατώδες ψέμα ή λάθος. Εκείνος όμως της εξηγεί την αλήθεια και την παρακαλεί , λίγο πριν φύγει, να μη θελήσει να ζήσει χωρίς εκείνον. Πολύ γρήγορα,  πέρασε ο χρόνος της άδειας που δόθηκε στον Πρωτεσίλαο.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει πάλι  και να επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο, η Λαοδάμεια, μην αντέχοντας ένα καινούργιο χωρισμό, αρπάζει το σπαθί του και το βυθίζει στο στήθος της, ακολουθώντας, τον αιώνια αγαπημένο της στον Κάτω Κόσμο.

Λατρεία του Πρωτεσιλάου
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του. 
Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία. Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου». Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.



Ο Πρωτεσίλαος στην τέχνη και τη λογοτεχνία

Ανάμεσα στις λιγοστές αναπαραστάσεις του Πρωτεσιλάου, ένα γλυπτό του Δεινομένη αναφέρεται στη Φυσική Ιστορία του Πλινίου (34:76). Αυτό που σώζεται είναι δύο ρωμαϊκά αντίγραφα ενός χαμένου ελληνικού ορειχάλκινου πρωτοτύπου των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο αναπαριστούσε τον θάνατο του ήρωα. Το ένα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ το άλλο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκη, όπου συνήθως καταλήγουν τα λεηλατημένα της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Αν η τραγωδία του Ευριπίδη «Πρωτεσίλαος» είχε σωθεί, το όνομα του Θεσσαλού πολεμιστή θα ήταν περισσότερο γνωστό σήμερα .

  Στον Τρωικό Κύκλο της Ελληνικής Μυθολογίας ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται ως βασιλιάς της Θεσσαλίας, γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης. Το βασίλειο ( Φθιώτις Αχαΐα), του Πρωτεσίλαου εντοπίζεται στα όρια της σημερινής επαρχίας του Αλμυρού. Δηλαδή από την περιοχή της Νέας Αγχιάλου έως και την περιοχή του Αχιλλείου του Δήμου Πτελεού.Το βασίλειό του συνόρευε Βόρεια μ' αυτό των Πελασγών και της Ιωλκού, Δυτικά μ' αυτό της Φθίας- Μυρμιδόνων  (περιοχή Φαρσάλων ή Φθιώτις Τετράς) και τη Θεσσαλιώτιδα, ενώ Νότια με τη Μαλίδα (Λαμία) και τη Δολοπία. Τέλος Ανατολικά βρεχόταν από τον Παγασητικό κόλπο.

Αντίγραφο ελληνικού χάλκινου αγάλματος περίπου. 460–450 π.Χ.ρωμαϊκής εποχής περ. 138–181 μ.Χ

Το θέμα αυτού του αγάλματος δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Ο πολεμιστής κρατούσε μια ασπίδα στο αριστερό του χέρι και πιθανώς ένα δόρυ στο δεξί του χέρι, και στέκεται με τα πόδια του προσεκτικά τοποθετημένα σε μια κεκλιμένη επιφάνεια. Η φιγούρα πρέπει να έχει κάποια σχέση με τη θάλασσα επειδή μια σανίδα που περιβάλλεται από κύματα είναι σκαλισμένη στην πλίνθο ενός δεύτερου αντιγράφου στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Έχει προταθεί ότι είναι ο Έλληνας ήρωας Πρωτεσίλαος, ο οποίος αγνόησε την προειδοποίηση ενός χρησμού ότι ο πρώτος Έλληνας που θα πατούσε στο τρωικό έδαφος θα ήταν ο πρώτος που θα πέθαινε στη μάχη. Αυτό το άγαλμα μπορεί να τον αναπαριστά να κατεβαίνει από το πλοίο έτοιμος να συναντήσει τη μοίρα του. Μετά την ανακάλυψη μιας πληγής λαξευμένης στη δεξιά μασχάλη, η φιγούρα ερμηνεύτηκε εκ νέου ως ετοιμοθάνατος πολεμιστής που πέφτει προς τα πίσω και αναγνωρίστηκε ως διάσημο άγαλμα από τον γλύπτη Κρεσίλα. Πολλές άλλες ταυτοποιήσεις έχουν προταθεί για να εξηγήσουν την ασυνήθιστη στάση και τη μοναδική εικονογραφία αυτού του αγάλματος και του αντιγράφου στο Λονδίνο, αλλά καμία δεν έγινε γενικά αποδεκτή.

Σαρκοφάγος με τον Πρωτεσίλαο και τη Λαοδαμία, στα Μουσεία του Βατικανού, Πόλη του Βατικανού

ΤΕΛΟΣ


Οι απαρχές του θρύλου του βρυκόλακα…

Από τους πιο άτυχους ήρωες του Τρωικού Πολέμου στάθηκε ο Πρωτεσίλαος από τη Φυλάκη της Θεσσαλίας. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα του γάμου του, αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη γυναίκα του και ν’ ακολουθήσει τους Έλληνες στην εκστρατεία.Έτυχε να είναι ο πρώτος που αποβιβάστηκε στην τρωική γη και σκοτώθηκε αμέσως, χωρίς να προφτάσει να πολεμήσει. Αναφέρεται μάλιστα πως ο χρησμός που πρόλεγε το θάνατο όποιου θα πηδούσε πρώτος στην τρωική γη, είχε γίνει γνωστός και γι’ αυτό, όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε εκεί, κανένας ήρωας δεν αποκοτούσε να κάνει την αρχή και να πηδήσει από το πλοίο στη στεριά.
Πρωτεσίλαος, ο πρώτος νεκρός του Τρωικού Πολέμου
Πρωτεσίλαος, ο πρώτος νεκρός του Τρωικού Πολέμου



Και τότε, ο Οδυσσέας έκανε μια από τις συνηθισμένες του πονηριές: αποφάσισε τάχα να πηδήσει πρώτος αυτός, πρόλαβε όμως και πέταξε την ασπίδα του στην αμμουδιά και έτσι έπεσε πάνω της, χωρίς να έρθει σε άμεση επαφή με το χώμα. Με τον τρόπο αυτό, ξεγελάστηκε ο Πρωτεσίλαος και πήδησε δεύτερος, για να βρει αμέσως το θάνατο, αφού ουσιαστικά αυτός ήταν ο πρώτος που πατούσε την τρωική γη.
Τον Πρωτεσίλαο τον ξέρει ο Όμηρος, που χωρίς να μιλά ρητά για τον χρησμό, αναφέρει για τον ήρωα πως στάθηκε ο πρώτος νεκρός του Τρωικού Πολέμου. Θυμάται και τη γυναίκα του, που απέμεινε έρημη μέσα στο μισοτελειωμένο σπιτικό τους να δέρνεται όλη μέρα και να ξεσκίζει τα μάγουλά της στη θύμιση του άντρα της.
Την ιστορία του άτυχου ήρωα την είχαν και τα Κύπρια, ένα χαμένο για μας σήμερα έπος, που ιστορούσε την αρχή και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου.

Όπως για τον Πρωτεσίλαο, που πήδησε πρώτος το ξένο χώμα και γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει, το ίδιο ιστορούν για τον Εχίονα ότι ύστερα από δέκα χρόνια, όταν ήταν να παρθεί πια η Τροία, πήδησε πρώτος από τον Δούρειο Ίππο, όπου ήταν κλεισμένος με τους άλλους Έλληνες και σκοτώθηκε.

Πρωτεσίλαος και Λαοδάμεια
Πρωτεσίλαος και Λαοδάμεια


Και στις δύο περιπτώσεις κρύβεται μία πρωτόγονη λαϊκή πίστη, ότι όποιος πατάει πρώτος μια ξένη χώρα, όποιος μπαίνει πρώτος σ’ ένα σπίτι, όποιος ανοίγει πρώτος ένα δρόμο κλπ, είναι αφιερωμένος στο θάνατο. Γι’ αυτό, και σήμερα ακόμα σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, το καινούριο σπίτι δεν το πατάει άνθρωπος, παρά αφού αφήσουν να μπει μέσα ένας σκύλος ή μια γάτα ή ένας κόκορας.
Η ιστορία, όμως, του Πρωτεσίλαου δεν τελειώνει με το θάνατό του. Ο ήρωας αναφέρεται πως ξαναγύρισε για λίγο στον πάνω κόσμο. Το θέμα της προσωρινής αναβίωσης το βρίσκουμε για πρώτη φορά στην τραγωδία “Πρωτεσίλαος” του Ευριπίδη. Από το έργο αυτό του τραγικού ποιητή σώζονται σήμερα ελάχιστα αποσπάσματα.
Σ’ αυτό, η γυναίκα του ήρωα, η Λαοδάμεια, μόλις φτάνει από την Τροία η είδηση του θανάτου του, κλείνεται στην κάμαρά της και αρχίζει να τιμάει με διονυσιακή λατρεία ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Ο πατέρας της, ο ‘Ακαστος, θέλει να την ξαναπαντρέψει, εκείνη όμως μένει πιστή στη θύμιση του Πρωτεσίλαου.
Κάποια μέρα, ένας δούλος την παραμονεύει από τη σχισμάδα της πόρτας και καθώς τη βλέπει ν’ αγκαλιάζει την κούκλα, νομίζοντας ότι η Λαοδάμεια κρύβει κάποιον πραγματικό άντρα, την καταγγέλει στον πατέρα της πως έχει εραστή. Εκείνος τρέχει αμέσως να την πιάσει. Όταν όμως καταλαβαίνει το λάθος του δούλου, δοκιμάζει να κάψει την κέρινη κούκλα για να γλυτώσει την κόρη του από το μάταιο αυτό πάθος, χωρίς όμως και να κατορθώσει να νικήσει την αντίστασή της.
Στο μεταξύ, είναι και ο Πρωτεσίλαος που βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο από τον έρωτά του για τη Λαοδάμεια, που μόνο μία μέρα του είχε δοθεί για να τη χαρεί. Αναγκάζεται, λοιπόν, να παρουσιαστεί στον Πλούτωνα και να του ζητήσει τη μεγάλη χάρη ν’ ανέβει για λίγο πάλι στον Πάνω Κόσμο, κοντά στη γυναίκα του.
Πραγματικά, η άδεια τού δίνεται και ο Πρωτεσίλαος παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά στη Λαοδάμεια, που φυσικά νομίζει πως ο άντρας της γύρισε από την Τροία ζωντανός και πως η είδηση ότι είχε σκοτωθεί, ήταν ψεύτικη.
Σκηνές από το μύθο του Πρωτεσίλαου και της Λαοδάμειας σε σαρκοφάγο του 2ου αιώνα μ.Χ. (Νάπολη)
Σκηνές από το μύθο του Πρωτεσίλαου και της Λαοδάμειας σε σαρκοφάγο του 2ου αιώνα μ.Χ. (Νάπολη)

Όταν όμως η σύντομη άδεια του ήρωα τελειώνει και πρέπει να ξαναγυρίσει στον Άδη, αναγκάζεται να της τα φανερώσει όλα. Στο τέλος την παρακαλεί, επειδή δε μπορεί να βαστάξει το χωρισμό της, να τον ακολουθήσει στον Κάτω Κόσμο κι εκείνη, δίχως αντίρρηση, σκοτώνεται.

Στην ιστορία αυτή, πολλά είναι τα στοιχεία που μας πείθουν ότι το τελευταίο, τουλάχιστο, μέρος δε μπορεί να είναι επινόηση του Ευριπίδη. Μία παραλλαγή, μάλιστα, που παρουσιάζει τη Λαοδάμεια να πεθαίνει στην αγκαλιά του άντρα της, μας δείχνει που πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή της μυθοπλασίας αυτής: έχουμε να κάνουμε με μία παλιά ιστορία βρυκολάκων.

Ο νεκρός βρυκόλακας έρχεται στη γη, ενώνεται με τη γυναίκα του και έπειτα, την παίρνει μαζί του στον Κάτω Κόσμο. Μία τέτοια δεισιδαίμονη πίστη βρίσκεται διαδεδομένη σε όλους τους λαούς της γης. Υπάρχει μία Ινδιάνικη παράδοση από τη Νότια Αμερική, που θυμίζει τον Ευριπίδειο μύθο:

Aravakai
Aravakai


Κάποτε μία συντροφιά από Αροβάκους ξεκίνησε να πάει σε μία άλλη πολιτεία από το Πομερούν που έμεναν. Στο δρόμο όμως τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν. Ήταν όλοι τους παντρεμένοι και τις γυναίκες τους τις είχαν αφήσει στην πατρίδα τους.

Αργότερα, οι γυναίκες αυτές ξαναπαντρεύτηκαν, η μία ύστερα από την άλλη, εκτός από μία, που απαρηγόρητη προτίμησε να ζήσει στη χηρεία της, με τα δυο της ορφανά. Μια μέρα, έτυχε να λείπει όλο το χωριό σ’ ένα πανηγύρι εκεί κοντά και η χήρα είχε απομείνει μονάχη. Όταν πήρε να νυχτώσει, άκουσε από τον ποταμό κάποιον που έπαιζε φλογέρα και καθώς γνώρισε το παίξιμο του άντρα της, είπε στο παιδί της: “Αυτό το παίξιμο είναι του πατέρα σου. Μπορεί να γλύτωσε αυτός και να μην έχει σκοτωθεί.” Πραγματικά, ήταν του άντρα της, που είχε όμως βρυκολακιάσει και τώρα γύρευε να γυρίσει στο σπίτι του.

Στη συνέχεια της ιστορίας αυτής ο βρυκόλακας έρχεται σπίτι του και πλαγιάζει. Εκείνη μόλις καταλαβαίνει πως έχει ζωντανό άνθρωπο κοντά της, το βάζει στα πόδια. Μα, ο βρυκόλακας την κυνηγάει και μολονότι δεν κατορθώνει να την πιάσει, ο σκοπός του εκπληρώνεται: η γυναίκα σε λίγες μέρες αρρωσταίνει και πεθαίνει.

Η πίστη ότι η φυσική ένωση ενός βρυκόλακα με τη γυναίκα του προκαλεί άμεσα και το δικό της θάνατο, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο.-Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 16/01/1949…











ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ