Λαοδάμεια...Κόρη της Αστυδαμείας και του βασιλιά Ακάστου από την Ιωλκό, σύζυγος του Πρωτεσιλάου που έπεσε από τους πρώτους στον Τρωικό Πόλεμο. Εξαιτίας της μεγάλης αγάπης που είχε η Λαοδάμεια προς τον σύζυγό της, οι θεοί επέτρεψαν στον Πρωτεσίλαο να επιστρέψει για λίγο κοντά της. Αλλά όταν ο Πρωτεσίλαος θα επέστρεφε στον Άδη, η Λαοδάμεια αυτοκτόνησε από τη στενοχώρια της.
ΠΩΣ ΤΟΝ ΞΕΓΕΛΑΣΕ Ο ΠΑΝΟΥΡΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία. Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον Άδη για να τον δει.
Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα. Ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 698 κ.ε., και Ν 681).
Ο Πρωτεσίλαος στην τέχνη και τη λογοτεχνία
Ανάμεσα στις λιγοστές αναπαραστάσεις του Πρωτεσιλάου, ένα γλυπτό του Δεινομένη αναφέρεται στη Φυσική Ιστορία του Πλινίου (34:76). Αυτό που σώζεται είναι δύο ρωμαϊκά αντίγραφα ενός χαμένου ελληνικού ορειχάλκινου πρωτοτύπου των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο αναπαριστούσε τον θάνατο του ήρωα. Το ένα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ το άλλο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκη, όπου συνήθως καταλήγουν τα λεηλατημένα της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Αν η τραγωδία του Ευριπίδη «Πρωτεσίλαος» είχε σωθεί, το όνομα του Θεσσαλού πολεμιστή θα ήταν περισσότερο γνωστό σήμερα .
Στον Τρωικό Κύκλο της Ελληνικής Μυθολογίας ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται ως βασιλιάς της Θεσσαλίας, γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης. Το βασίλειο ( Φθιώτις Αχαΐα), του Πρωτεσίλαου εντοπίζεται στα όρια της σημερινής επαρχίας του Αλμυρού. Δηλαδή από την περιοχή της Νέας Αγχιάλου έως και την περιοχή του Αχιλλείου του Δήμου Πτελεού.Το βασίλειό του συνόρευε Βόρεια μ' αυτό των Πελασγών και της Ιωλκού, Δυτικά μ' αυτό της Φθίας- Μυρμιδόνων (περιοχή Φαρσάλων ή Φθιώτις Τετράς) και τη Θεσσαλιώτιδα, ενώ Νότια με τη Μαλίδα (Λαμία) και τη Δολοπία. Τέλος Ανατολικά βρεχόταν από τον Παγασητικό κόλπο.
Οι απαρχές του θρύλου του βρυκόλακα…
Και τότε, ο Οδυσσέας έκανε μια από τις συνηθισμένες του πονηριές: αποφάσισε τάχα να πηδήσει πρώτος αυτός, πρόλαβε όμως και πέταξε την ασπίδα του στην αμμουδιά και έτσι έπεσε πάνω της, χωρίς να έρθει σε άμεση επαφή με το χώμα. Με τον τρόπο αυτό, ξεγελάστηκε ο Πρωτεσίλαος και πήδησε δεύτερος, για να βρει αμέσως το θάνατο, αφού ουσιαστικά αυτός ήταν ο πρώτος που πατούσε την τρωική γη.
Τον Πρωτεσίλαο τον ξέρει ο Όμηρος, που χωρίς να μιλά ρητά για τον χρησμό, αναφέρει για τον ήρωα πως στάθηκε ο πρώτος νεκρός του Τρωικού Πολέμου. Θυμάται και τη γυναίκα του, που απέμεινε έρημη μέσα στο μισοτελειωμένο σπιτικό τους να δέρνεται όλη μέρα και να ξεσκίζει τα μάγουλά της στη θύμιση του άντρα της.
Την ιστορία του άτυχου ήρωα την είχαν και τα Κύπρια, ένα χαμένο για μας σήμερα έπος, που ιστορούσε την αρχή και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου.
Όπως για τον Πρωτεσίλαο, που πήδησε πρώτος το ξένο χώμα και γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει, το ίδιο ιστορούν για τον Εχίονα ότι ύστερα από δέκα χρόνια, όταν ήταν να παρθεί πια η Τροία, πήδησε πρώτος από τον Δούρειο Ίππο, όπου ήταν κλεισμένος με τους άλλους Έλληνες και σκοτώθηκε.
Και στις δύο περιπτώσεις κρύβεται μία πρωτόγονη λαϊκή πίστη, ότι όποιος πατάει πρώτος μια ξένη χώρα, όποιος μπαίνει πρώτος σ’ ένα σπίτι, όποιος ανοίγει πρώτος ένα δρόμο κλπ, είναι αφιερωμένος στο θάνατο. Γι’ αυτό, και σήμερα ακόμα σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, το καινούριο σπίτι δεν το πατάει άνθρωπος, παρά αφού αφήσουν να μπει μέσα ένας σκύλος ή μια γάτα ή ένας κόκορας.
Η ιστορία, όμως, του Πρωτεσίλαου δεν τελειώνει με το θάνατό του. Ο ήρωας αναφέρεται πως ξαναγύρισε για λίγο στον πάνω κόσμο. Το θέμα της προσωρινής αναβίωσης το βρίσκουμε για πρώτη φορά στην τραγωδία “Πρωτεσίλαος” του Ευριπίδη. Από το έργο αυτό του τραγικού ποιητή σώζονται σήμερα ελάχιστα αποσπάσματα.
Σ’ αυτό, η γυναίκα του ήρωα, η Λαοδάμεια, μόλις φτάνει από την Τροία η είδηση του θανάτου του, κλείνεται στην κάμαρά της και αρχίζει να τιμάει με διονυσιακή λατρεία ένα κέρινο ομοίωμα του άντρα της. Ο πατέρας της, ο ‘Ακαστος, θέλει να την ξαναπαντρέψει, εκείνη όμως μένει πιστή στη θύμιση του Πρωτεσίλαου.
Κάποια μέρα, ένας δούλος την παραμονεύει από τη σχισμάδα της πόρτας και καθώς τη βλέπει ν’ αγκαλιάζει την κούκλα, νομίζοντας ότι η Λαοδάμεια κρύβει κάποιον πραγματικό άντρα, την καταγγέλει στον πατέρα της πως έχει εραστή. Εκείνος τρέχει αμέσως να την πιάσει. Όταν όμως καταλαβαίνει το λάθος του δούλου, δοκιμάζει να κάψει την κέρινη κούκλα για να γλυτώσει την κόρη του από το μάταιο αυτό πάθος, χωρίς όμως και να κατορθώσει να νικήσει την αντίστασή της.
Στο μεταξύ, είναι και ο Πρωτεσίλαος που βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο από τον έρωτά του για τη Λαοδάμεια, που μόνο μία μέρα του είχε δοθεί για να τη χαρεί. Αναγκάζεται, λοιπόν, να παρουσιαστεί στον Πλούτωνα και να του ζητήσει τη μεγάλη χάρη ν’ ανέβει για λίγο πάλι στον Πάνω Κόσμο, κοντά στη γυναίκα του.
Πραγματικά, η άδεια τού δίνεται και ο Πρωτεσίλαος παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστά στη Λαοδάμεια, που φυσικά νομίζει πως ο άντρας της γύρισε από την Τροία ζωντανός και πως η είδηση ότι είχε σκοτωθεί, ήταν ψεύτικη.
Όταν όμως η σύντομη άδεια του ήρωα τελειώνει και πρέπει να ξαναγυρίσει στον Άδη, αναγκάζεται να της τα φανερώσει όλα. Στο τέλος την παρακαλεί, επειδή δε μπορεί να βαστάξει το χωρισμό της, να τον ακολουθήσει στον Κάτω Κόσμο κι εκείνη, δίχως αντίρρηση, σκοτώνεται.
Στην ιστορία αυτή, πολλά είναι τα στοιχεία που μας πείθουν ότι το τελευταίο, τουλάχιστο, μέρος δε μπορεί να είναι επινόηση του Ευριπίδη. Μία παραλλαγή, μάλιστα, που παρουσιάζει τη Λαοδάμεια να πεθαίνει στην αγκαλιά του άντρα της, μας δείχνει που πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή της μυθοπλασίας αυτής: έχουμε να κάνουμε με μία παλιά ιστορία βρυκολάκων.
Ο νεκρός βρυκόλακας έρχεται στη γη, ενώνεται με τη γυναίκα του και έπειτα, την παίρνει μαζί του στον Κάτω Κόσμο. Μία τέτοια δεισιδαίμονη πίστη βρίσκεται διαδεδομένη σε όλους τους λαούς της γης. Υπάρχει μία Ινδιάνικη παράδοση από τη Νότια Αμερική, που θυμίζει τον Ευριπίδειο μύθο:
Κάποτε μία συντροφιά από Αροβάκους ξεκίνησε να πάει σε μία άλλη πολιτεία από το Πομερούν που έμεναν. Στο δρόμο όμως τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν. Ήταν όλοι τους παντρεμένοι και τις γυναίκες τους τις είχαν αφήσει στην πατρίδα τους.
Αργότερα, οι γυναίκες αυτές ξαναπαντρεύτηκαν, η μία ύστερα από την άλλη, εκτός από μία, που απαρηγόρητη προτίμησε να ζήσει στη χηρεία της, με τα δυο της ορφανά. Μια μέρα, έτυχε να λείπει όλο το χωριό σ’ ένα πανηγύρι εκεί κοντά και η χήρα είχε απομείνει μονάχη. Όταν πήρε να νυχτώσει, άκουσε από τον ποταμό κάποιον που έπαιζε φλογέρα και καθώς γνώρισε το παίξιμο του άντρα της, είπε στο παιδί της: “Αυτό το παίξιμο είναι του πατέρα σου. Μπορεί να γλύτωσε αυτός και να μην έχει σκοτωθεί.” Πραγματικά, ήταν του άντρα της, που είχε όμως βρυκολακιάσει και τώρα γύρευε να γυρίσει στο σπίτι του.
Στη συνέχεια της ιστορίας αυτής ο βρυκόλακας έρχεται σπίτι του και πλαγιάζει. Εκείνη μόλις καταλαβαίνει πως έχει ζωντανό άνθρωπο κοντά της, το βάζει στα πόδια. Μα, ο βρυκόλακας την κυνηγάει και μολονότι δεν κατορθώνει να την πιάσει, ο σκοπός του εκπληρώνεται: η γυναίκα σε λίγες μέρες αρρωσταίνει και πεθαίνει.
Η πίστη ότι η φυσική ένωση ενός βρυκόλακα με τη γυναίκα του προκαλεί άμεσα και το δικό της θάνατο, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο.-Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, στις 16/01/1949…