«Νίκησα πρώτα τους
στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα. Κατέλαβα τη χώρα με τη θέληση
των θεών και, όσοι από τους δικούς σου γλίτωσαν, βρίσκονται κοντά μου με τη
θέλησή τους και με τη θέλησή τους πολεμάνε στο πλευρό μου εναντίον σου. Γι’
αυτό πρέπει να με θεωρείς κυρίαρχο ολόκληρης της Ασίας. Αν πάλι φοβάσαι μην
πάθεις κάτι από μένα αν έλθεις ο ίδιος, στείλε τα διαπιστευτήριά σου με φίλους
σου. Έλα σε μένα και ζήτησε τη μητέρα σου, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και
ότι άλλο θέλεις. Αν με πείσεις θα στα δώσω. Στο εξής, θα απευθύνεσαι στον
Βασιλιά της Ασίας και όχι σε ίσο σου, όταν αλληλογραφείς μαζί μου. Όταν
χρειάζεσαι κάτι θα το ζητάς από εμένα, τον κύριο όλων των πραγμάτων σου. Αν δεν
πράξεις έτσι θα θεωρήσω ότι με αδικείς. Αν πάλι έχεις αντίρρηση για τη βασιλεία
της Ασίας, μείνε και αγωνίσου γι' αυτήν και μη φεύγεις, διότι εγώ θα σε
καταδιώξω, όπου κι αν βρίσκεσαι».
Φοινίκη
(Αρριανός Β.14, Β.25, Διόδωρος ΙΖ.39.1-3,
54.1-5, Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, 29.7-9, Κούρτιος 3.13.14-15, 4.1.7-10,
4.5.1-8, 4.8.9, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3, 12.1-4)
Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της Κοίλης
Συρίας τον Μένωνα του Κερδίμμα και του έδωσε για φρουρά το συμμαχικό ιππικό.
Μετά προέλασε προς τη Φοινίκη και καθ’ οδόν τον συνάντησε ο Στράτων
(Αμπνταστάρτ), ο γιος του βασιλιά της Αράδου (Ρουάντ), του Γηροστράτου, τον
οποίο οι Πέρσες είχαν πάρει μαζί τους στο Αιγαίο μαζί με τους υπόλοιπους
βασιλείς της Φοινίκης και της Κύπρου, ώστε να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική
δράση των στόλων τους και την υπακοή των υπηκόων τους. Ο Στράτων του παρέδωσε
τις πόλεις Άραδο, Μάραθο (Αμρίτ), Σιγώνα, Μαριάμμη και όλες τις περιοχές που
διοικούσε ο Γηρόστρατος. Μέχρι τότε οι Πέρσες κρατούσαν ομήρους τους βασιλείς
και τους στόλους και εκβίαζαν τις πόλεις. Τώρα ο Αλέξανδρος κρατούσε ως ομήρους
ολόκληρες τις πόλεις και προβλημάτιζε τους βασιλείς και τους στόλους, οι οποίοι
σύντομα θα αυτομολούσαν και θα συμμαχούσαν μαζί του.
Σύμφωνα με τον Αρριανό και τον
Κούρτιο, όσο βρισκόταν στη Μάραθο δέχθηκε Πέρσες πρέσβεις, οι οποίοι του
ζήτησαν να ελευθερώσει τη βασιλική οικογένεια και του επέδωσαν σχετική επιστολή
από τον Δαρείο. Ο Διόδωρος δεν προσδιορίζει τον χρόνο ή τον τόπο επίδοσης, ο
Πλούταρχος αναφέρει μία μόνο επιστολή με περιεχόμενο ίδιο με αυτό της δεύτερης
επιστολής του Δαρείου, ενώ κατά τον Ιουστίνο ο Δαρείος έστειλε την πρώτη
επιστολή από τη Βαβυλώνα, προσφέροντας ένα
μεγάλο χρηματικό ποσό ως λύτρα για τους οικείους του, αλλά ο Αλέξανδρος απαίτησε όλη την αυτοκρατορία. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη επικοινωνία μεταξύ των δύο αντιπάλων βασιλέων. Ο Δαρείος δεν έκανε καμία προσπάθεια επικοινωνίας νωρίτερα, διότι είχε την πεποίθηση ότι ο νεαρός Αλέξανδρος θα εξουδετερωνόταν είτε από τους ανταπαιτητές του θρόνου μετά το φόνο του Φιλίππου, είτε από τους Έλληνες του Νότου γενικά και ειδικότερα από τους πιστούς του Θηβαίους, είτε από τους πράκτορες και εγκαθέτους του στην Ελλάδα (τους αντιμακεδόνες και φιλοπέρσες πολιτικούς), είτε από τους αξιωματούχους του στον Γρανικό, είτε από τον ικανότατο Μέμνονα τον Ρόδιο ή τέλος από τον ίδιο στην Ισσό. Όμως κανείς δεν αναχαίτισε τον Αλέξανδρο, που συνέχισε να προελαύνει ακάθεκτος. Ο Δαρείος μετά την ήττα του στην Ισσό συνειδητοποίησε ότι απέναντί του είχε ένα σοβαρό και δύσκολο αντίπαλο. Ο Αλέξανδρος όχι μόνο τον καταδίωκε πεισματικά, αλλά τον είχε υποχρεώσει να εγκαταλείψει πίσω του την ασπίδα, τα βασιλικά σύμβολα και την οικογένειά του. Δεν ήταν το καλύτερο, που θα περίμενε κανείς από τον εξηντάχρονο Μεγάλο Βασιλέα της κοσμοκράτειρας Περσίας, όταν αντιμετώπιζε έναν εικοσάχρονο ηγέτη, όχι κράτους, αλλά ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών οντοτήτων, οι οποίες ανέστειλαν τις μεταξύ τους εχθρότητες πειθαναγκασμένες προσωρινά σε συστράτευση και ενότητα.
μεγάλο χρηματικό ποσό ως λύτρα για τους οικείους του, αλλά ο Αλέξανδρος απαίτησε όλη την αυτοκρατορία. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη επικοινωνία μεταξύ των δύο αντιπάλων βασιλέων. Ο Δαρείος δεν έκανε καμία προσπάθεια επικοινωνίας νωρίτερα, διότι είχε την πεποίθηση ότι ο νεαρός Αλέξανδρος θα εξουδετερωνόταν είτε από τους ανταπαιτητές του θρόνου μετά το φόνο του Φιλίππου, είτε από τους Έλληνες του Νότου γενικά και ειδικότερα από τους πιστούς του Θηβαίους, είτε από τους πράκτορες και εγκαθέτους του στην Ελλάδα (τους αντιμακεδόνες και φιλοπέρσες πολιτικούς), είτε από τους αξιωματούχους του στον Γρανικό, είτε από τον ικανότατο Μέμνονα τον Ρόδιο ή τέλος από τον ίδιο στην Ισσό. Όμως κανείς δεν αναχαίτισε τον Αλέξανδρο, που συνέχισε να προελαύνει ακάθεκτος. Ο Δαρείος μετά την ήττα του στην Ισσό συνειδητοποίησε ότι απέναντί του είχε ένα σοβαρό και δύσκολο αντίπαλο. Ο Αλέξανδρος όχι μόνο τον καταδίωκε πεισματικά, αλλά τον είχε υποχρεώσει να εγκαταλείψει πίσω του την ασπίδα, τα βασιλικά σύμβολα και την οικογένειά του. Δεν ήταν το καλύτερο, που θα περίμενε κανείς από τον εξηντάχρονο Μεγάλο Βασιλέα της κοσμοκράτειρας Περσίας, όταν αντιμετώπιζε έναν εικοσάχρονο ηγέτη, όχι κράτους, αλλά ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών οντοτήτων, οι οποίες ανέστειλαν τις μεταξύ τους εχθρότητες πειθαναγκασμένες προσωρινά σε συστράτευση και ενότητα.
Διπλωματικά βρισκόταν σε δεινή θέση.
Ο αντίπαλός του ξεκίνησε από το μείζον, δηλαδή να καταλύσει το περσικό κράτος,
και επί ενάμισι χρόνο προέλαυνε σαρώνοντας τα πάντα. Το τίμημα ενός ενδεχόμενου
συμβιβασμού μαζί του ούτως ή άλλως θα ήταν ψηλό και γινόταν ακόμη υψηλότερο,
επειδή ο Μέγας Βασιλεύς είχε προσφέρει στον εισβολέα την βασιλική οικογένεια ως
ομήρους. Υποχρεώθηκε λοιπόν να ξεχάσει το μεγαλείο της θέσης του και να στείλει
στον Αλέξανδρο μία σύντομη και απολογητική επιστολή, όπου παρουσίαζε τους
Πέρσες ως θύματα της αδικίας και της επιθετικότητας των Μακεδόνων, για να
παρακαλέσει στο τέλος την απελευθέρωση της οικογένειάς του.
Σύμφωνα με τον Αρριανό, τον μόνο που παραδίδει
δύο επιστολές με το αναμενόμενο διπλωματικό και όχι ρητορικό περιεχόμενο, ο
Δαρείος θύμισε στον Αλέξανδρο το σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας, που είχαν
υπογράψει οι προκάτοχοί τους, Αρταξέρξης ο Ώχος και Φίλιππος ο Β΄, και
ισχυρίσθηκε ότι ο Φίλιππος χωρίς να προκληθεί αδίκησε τον Αρσή, που στο μεταξύ
είχε διαδεχθεί τον Αρταξέρξη. Διαμαρτυρήθηκε διότι ο Αλέξανδρος, όταν διαδέχθηκε
τον Φίλιππο, δεν έστειλε πρέσβεις για να επιβεβαιώσει την ισχύ του αρχικού
συμφώνου. Αντίθετα το καταπάτησε, εισέβαλε επικεφαλής του στρατού του στην
Ασία, προξένησε πολλά δεινά στους Πέρσες, και τον ανάγκασε να υπερασπισθεί τη
χώρα και την πατροπαράδοτη εξουσία του. Απέδωσε σε θέλημα θεού την έκβαση της
μάχης στην Ισσό και ζήτησε από τον Αλέξανδρο ως βασιλιάς από βασιλιά να
ελευθερώσει την οικογένειά του και να αρχίσουν επίσημες επαφές για εκεχειρία
και νέο σύμφωνο φιλίας.
Κατά τον Διόδωρο ο Δαρείος προσέφερε
στον Αλέξανδρο 20.000 αργυρά τάλαντα, τη φιλία του και του παραχωρούσε τη Μικρά
Ασία ως τον ποταμό Άλυ, δηλαδή σχεδόν όλα τα εδάφη, που είχε ήδη καταλάβει.
Επιπλέον ο Διόδωρος είναι ο μοναδικός ιστορικός, που ισχυρίζεται ότι ο
Αλέξανδρος παρουσίασε στους εταίρους μία άλλη, πλαστή επιστολή, ώστε εκείνοι να
μην κρίνουν ικανοποιητική την (πλαστή) προσφορά του Δαρείου και να την
απορρίψουν, εξυπηρετώντας τις προσωπικές φιλοδοξίες του Αλεξάνδρου. Όμως ο
ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός. Η δεύτερη προσφορά του Δαρείου και μόνο
όσον αφορά στις εδαφικές παραχωρήσεις ήταν ασύγκριτα καλύτερη από την πρώτη,
αφού παρέδιδε σε ελληνικό έλεγχο και εκμετάλλευση όλη τη Μικρά Ασία, την
ανατολική Μεσόγειο, την ανταγωνίστρια Φοινίκη, την πλουσιότατη Αίγυπτο και την
ενδοχώρα της Συρίας. Επιπλέον, όταν έφτασε η δεύτερη προσφορά, απορρίπτοντάς
την έπρεπε να προελάσουν σε έδαφος αναπεπταμένο, με ερήμους και υψηλές
θερμοκρασίες. Έπρεπε δηλαδή να εκτεθούν σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους, για να
κερδίσουν όσα ήδη τους προσέφερε ο Δαρείος. Αν λοιπόν η απόφαση να συνεχίσουν
τον πόλεμο ή να συνθηκολογήσουν από θέσεως ισχύος, ήταν συλλογική και ο
Αλέξανδρος πράγματι φοβόταν απόφαση αντίθετη προς τις προσωπικές φιλοδοξίες
του, η επιστολή του Δαρείου, που θα έπρεπε να πλαστογραφήσει ήταν η δεύτερη και
όχι η πρώτη, όπως ισχυρίζεται ο Διόδωρος. Κατά τον Κούρτιο ο Δαρείος προσέφερε
ως λύτρα «όσα χρήματα μπορούσε να χωρέσει η Μακεδονία» και μετά ο Αλέξανδρος
μπορούσε να επιλέξει αν θα συνέχιζε τον πόλεμο ή θα περιοριζόταν στο μακεδονικό
θρόνο και σε συμμαχία με την Περσία, όπως ήταν «το συνετό να πράξει». Ο
Ιουστίνος λέει ότι ο Δαρείος προσέφερε «μεγάλο χρηματικό ποσόν» ως λύτρα.
Με τους ίδιους Πέρσες πρέσβεις και
τον Θέρσιππο ο Αλέξανδρος έστειλε στο Δαρείο επιστολή, με την οποία απαντούσε
αυστηρά στις αιτιάσεις του και επιθετικά στο αίτημά του. Ανέτρεξε στο 522 π.Χ.
και του θύμισε ότι οι πρόγονοί του εισέβαλαν απρόκλητα «στη Μακεδονία και την
άλλη Ελλάδα» προξενώντας πολλές συμφορές. Τώρα που ήταν Ηγεμών των Ελλήνων
εισέβαλε στην Ασία, για να εκδικηθεί εκείνες τις συμφορές.
Ξεκαθάριζε εξ αρχής ότι δεν ενεργούσε ως
Μακεδόνας βασιλιάς, αλλά ως ηγέτης όλων των ελληνικών εθνών, ακόμη και των
Λακεδαιμονίων, και ότι βρισκόταν στην Ασία με τον στρατό του Κοινού Συνεδρίου
των Ελλήνων, για να επιβάλει την κοινή απαίτησή τους για εκδίκηση.
Δεν του άφηνε δηλαδή περιθώρια για
τη συνήθη διχαστική τακτική της περσικής διπλωματίας.
Για να μην επιτρέψει δε στον Δαρείο να
εμφανίζεται ως θύμα κακής πίστης, στη συνέχεια του παρέθεσε χρονολογικά όλες
τις δολιότητες των Περσών κατά των Ελλήνων γενικά και των Μακεδόνων ειδικότερα. «Βοηθήσατε τους Περίνθιους, που αδικούσαν
τον πατέρα μου, ενώ ο Ώχος έστειλε στρατό στη Θράκη, που κατείχαμε εμείς. Ο
πατέρας μου δολοφονήθηκε σε συνομωσία, που οργανώσατε εσείς, όπως καυχηθήκατε
με επιστολές σας σε όλον τον κόσμο. Εσύ ο ίδιος δολοφόνησες τον Αρσή,
συνωμοτώντας με τον Βαγώα, και πήρες την εξουσία παράνομα και αντίθετα προς τις
συνήθειες των Περσών, δηλαδή αδικώντας τους Πέρσες. Έστειλες στους Έλληνες
εχθρικές προς εμένα επιστολές με σκοπό να τους ξεσηκώσεις σε πόλεμο εναντίον
μου. Έστειλες ακόμη χρήματα στη Σπάρτη και άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά μόνο οι
Σπαρτιάτες τα δέχθηκαν. Οι απεσταλμένοι σου κατέστρεψαν τους φίλους μου και
επιχείρησαν να διαλύσουν την ειρήνη, που έφερα στους Έλληνες. Εκστράτευσα
λοιπόν εναντίον σου, επειδή εσύ ξεκίνησε την έχθρα».