από τον Δ Μανιάτη εφημ ΤΑ ΝΕΑ
Ένα πολύπαθο και προσφιλές θέμα «απέδρασε» για λίγο από τις περιθωριακές ζώνες της τηλεόρασης και την αμφισβητούμενη ερασιτεχνική (και συνωμοσιολογική) αναζήτηση και επέστρεψε στο γήπεδο της Επιστήμης με μια ενδιαφέρουσα μελέτη.
Ο προαύλιος χώρος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας είχε κάτι από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων όπου εκτυλισσόταν το «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο.
Αν στο εμβληματικό μυθιστόρημα το «δισκοπότηρο» ήταν ένα χειρόγραφο του Αριστοτέλη, εδώ ήταν η καταγωγή των Ελλήνων. Η κατάμεστη αίθουσα είχε το βλέμμα της στον 34χρονο συγγραφέα, διδάσκοντα στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, διδάκτορα Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Χαϊλδεβέργη Θεόδωρο Γιαννόπουλο και τα ερωτήματα έπεσαν βροχή. Από πού ήλθαμε ως λαός; Είναι το κλίμα ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτισμού μας; Είναι το DNA και το αίμα καθοριστικά; Πώς μετασχηματιστήκαμε μέσα στην ιστορική αφήγηση;
Ερωτήματα που τα τελευταία χρόνια ίσως είναι και ταμπού αφού σχεδόν έχουν μονοπωληθεί από «παραεπιστημονικούς κύκλους» μιας αυθαίρετης μεθοδολογίας που συχνά έχει στο κέντρο της τη «φυλετική καθαρότητα» ή τη συνωμοσιολογία.
Μάλιστα στο φόντο της ανάδυσης της Ακροδεξιάς, κυριάρχησε στην ερμηνεία και οπτική η μανιχαϊστική εκδοχή που τροφοδότησε μια αμφισβητούμενη βιβλιογραφία και περιθωριακές ζώνες της τηλεόρασης. Γνωρίζουμε όλοι ότι εκπομπές και τηλεπωλήσεις βιβλίων στήθηκαν στο δοκιμασμένο σώμα ενός πεδίου όπου τέμνονται η Αρχαιολογία, η Ιστορία, η Γενετική, το κλίμα, το περιβάλλον, ο πολιτισμός και άρα είναι πολυσύνθετο και ναρκοθετημένο.
Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο η θεωρία των Πελασγών - έχει την αφετηρία της στο έργο αρχαίων ελλήνων συγγραφέων από τον Ησίοδο και τον Όμηρο μέχρι τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και αναφέρεται σε πληθυσμούς που είναι οι «πρόγονοι» των Ελλήνων και είχαν γενάρχη τον Πελασγό - φαίνεται να κερδίζει οπαδούς (μια βόλτα σε «εθνικές» ακροδεξιού αρώματος ιστοσελίδες το πιστοποιεί). Ακόμη και υπόνοιες για τη σχέση των αρχαίων Ελλήνων με εξωγήινους πολιτισμούς έχουν φουντώσει τελευταίως.
Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο η θεωρία των Πελασγών - έχει την αφετηρία της στο έργο αρχαίων ελλήνων συγγραφέων από τον Ησίοδο και τον Όμηρο μέχρι τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και αναφέρεται σε πληθυσμούς που είναι οι «πρόγονοι» των Ελλήνων και είχαν γενάρχη τον Πελασγό - φαίνεται να κερδίζει οπαδούς (μια βόλτα σε «εθνικές» ακροδεξιού αρώματος ιστοσελίδες το πιστοποιεί). Ακόμη και υπόνοιες για τη σχέση των αρχαίων Ελλήνων με εξωγήινους πολιτισμούς έχουν φουντώσει τελευταίως.
Η παρουσίαση του ογκώδους τόμου των 700 σελίδων έδειξε ότι μπορούν να ανατραπούν όλες οι βεβαιότητες και η Επιστήμη (Αρχαιολογία και Ιστορία) να γίνει ξανά φακός στον λαβύρινθο της ανθρώπινης απορίας.
Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος, περνώντας δυόμισι χρόνια στις βιβλιοθήκες της Βρετανικής, Αμερικανικής και Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και αφιερώνοντας τη μελέτη του στον «άνεργο αρχαιολόγο», συνόψισε και επεξεργάστηκε όλες τις έως τώρα οπτικές, θέτοντας το ερώτημα «Πόθεν και πότε οι Έλληνες» σε γόνιμη βάση. Ας λάβουμε υπόψη μας πως η στροφή σε ένδοξες σελίδες του παρελθόντος λειτουργεί ως ψυχολογική διαφυγή από τη δυσλειτουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Στην άλλη πλευρά βρίσκεται η διαδεδομένη για χρόνια άποψη του Φαλμεράιερ που θεωρούσε ότι δεν υπάρχει συνέχεια μεταξύ αρχαίας και νεότερης Ελλάδας. Ο ίδιος τόνιζε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους Σλάβους και μεταγενέστερα από τους Αλβανούς. Για χρόνια τα έργα του (κυρίως το «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων») ξεσήκωσαν πολεμική και δεν μεταφράζονταν στη χώρα μας - αν και φαίνεται ότι σκόνταφτε πάνω σε μεθοδολογικά λάθη αφού, εκτός από πολλούς ευρωπαίους ιστορικούς, συχνά απαντήθηκε και από Έλληνες όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
.
Η έρευνα για την καταγωγή των Ελλήνων περιλαμβάνει πολλούς επιμέρους τομείς, σχέση έθνους - γλώσσας, έθνους και φυλής, πολιτιστικής και φυλετικής συνέχειας ή ασυνέχειας, ταυτότητα μινωικής γλώσσας, ύπαρξη ή όχι άγνωστων προϊστορικών ελληνικών γραφών. Ένα δυναμικό, ανοικτό πεδίο που κατά καιρούς έχει προσελκύσει και ιστορικούς, όπως τον πολυγραφότατο Σαράντο Καργάκο που επίσης θεωρεί τον ινδοευρωπαϊσμό «γερμανική κατασκευή» και περισσότερο τονίζει τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας για 4.000 έτη.
Αν λοιπόν στο εγγύς μέλλον η παλαιολιθική αρχαιολογία ανιχνεύσει την αρχαιότερη φάση κατοίκησης του ελλαδικού χώρου (τόσο από τον σύγχρονο άνθρωπο όσο και από προηγούμενα ανθρωπολογικά είδη), το δυσκολότερο ερώτημα είναι πότε ξεκινά ο ελληνικός πολιτισμός.
«Το ζήτημα δεν είναι από πού και πότε ερχόμαστε αλλά να αντιληφθούμε ότι οι πολιτισμοί όχι μόνο δεν ήλθαν αλλά διαμορφώθηκαν σε χρονικό βάθος. Μια διαδικασία διαμόρφωσης όπως η εθνική συνείδηση που επίσης είναι ρευστή ως έννοια και μεταβάλλεται», σημείωσε ο συγγραφέας. Ο συμπαρουσιαστής της έρευνας Χρίστος Ντούμας, ομότιμος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής της ανασκαφής στο Ακρωτήρι της Θήρας, επανέλαβε τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας για να υπογραμμίσει τον ανοικτό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού: «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά πλάγχθη (Τον άνδρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα, που περισσά πλανήθηκε). Ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι αυτό που φτιάξαμε αλλά και αυτό που πήραμε από τα ταξίδια μας. Ο πολιτισμός είναι η συνισταμένη των αποκρίσεων του ανθρώπου στις προκλήσεις του περιβάλλοντος και άρα δεν έχει σχέση με τη γενετική».
Ακόμη και η έως τώρα επικρατούσα θεώρηση που διδαχθήκαμε στα σχολεία ότι τα πρώτα ελληνικά φύλα ήλθαν σε αυτό που κάποτε θα γινόταν Ελλάδα περί το 2000 π.Χ. έμοιαζε απλοϊκή. Ακόμη και η συχνή επίκληση στη μετανάστευση πληθυσμών μπήκε σε άλλη βάση.
«Η πληθυσμική γενετική έχει μπει δυναμικά αλλά το μεθοδολογικό έδαφος είναι ασταθές. Μπορεί κάποιος φορέας γενετικού υλικού να μετανάστευσε και πολύ μετά να μεταλλάχθηκε. Μπορεί να δεις ανθρώπους με περίπου ίδιο φαινότυπο (όπως οι Τούρκοι και οι Έλληνες) και να μιλάνε άλλη γλώσσα. Ο κοινός γονότυπος ή φαινότυπος δεν εμποδίζει να είμαστε φορείς άλλου πολιτισμού», σημείωσε ο Θ. Γιαννόπουλος απαντώντας σε ερώτηση του κοινού.
Για πολλά χρόνια, επίσης, καθώς η κοιτίδα των Ελλήνων και ο ερχομός τους στη Βαλκανική Χερσόνησο είχαν συνδεθεί άρρηκτα με το πρόβλημα της πρώιμης ιστορίας των Ινδοευρωπαίων, σχετική έρευνα έβλεπε τα ελληνικά φύλα ως κομμάτι μιας ευρύτερης γλωσσικής ομάδας, χωρίς να τους δίνει μια ξεχωριστή θέση. Όμως για τον συγγραφέα Θεόδωρο Γιαννόπουλο, ο πολυχρησιμοποιημένος όρος «ινδοευρωπαϊκός» είναι απλώς δηλωτικός μιας ομάδας με κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά.
«Μήπως μπορείτε να μας πείτε γιατί σε αυτήν την περιοχή αναπτύχθηκαν αυτός ο εκλεκτός πολιτισμός και η Δημοκρατία;», η ερώτηση του θεατή, συμπύκνωνε, μια θέση που συχνά ακούμε τελευταίως.
Ο κ. Ντούμας δεν άφησε περιθώρια: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σε κάθε κοινωνία υπάρχουν κύκλοι ακμής και παρακμής. Να πω εδώ ότι η Δημοκρατία γεννήθηκε από τις συνθήκες που λειτούργησαν στον νησιωτικό κόσμο, στον οικισμό της Πολιόχνης στη Λήμνο ας πούμε έχουμε αίθουσα συναθροίσεων για θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους. Η Δημοκρατία (ως εξέλιξη) είχε σπέρματα στα νησιά όπου δεν είχαμε αγροτικά πλεονάσματα, και άρα έχουμε συγκέντρωση εξουσίας, αλλά ναυτιλία και εμπόριο».