Μικρά θέματα από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας


1.Το οριστικό άρθρο (ο, η, το) δεν υπήρχε από πάντα στην ιστορία της γλώσσας μας. Στα μυκηναϊκά κείμενα δεν χρησιμοποιείται. Ακόμη και στον Όμηρο (8ος αιώνας π.Χ.) η χρήση του άρθρου είναι προαιρετική. Στην κλασική εποχή η χρήση του άρθρου είναι υποχρεωτική στον
καθημερινό λόγο, εκτός από την περίπτωση των κυρίων ονομάτων. Το άρθρο προέρχεται ιστορικά από το «αδυνάτισμα» της έννοιας μιας παλιάς δεικτικής αντωνυμίας

so > ho > ὁ

sa >  ha > ἁ > ἡ στην αττική διάλεκτο.

tod > το, με έκπτωση του τελικού συμφώνου, αφού η Ελληνική από ένα σημείο και μετά επέτρεπε ως τελικά σύμφωνα μόνο το ρ, σ (ξ,ψ), ν (μόνο σε ορισμένα μόρια, όπως λ.χ. το οὐκ, οὐχ, επιτρέπονται άλλα τελικά σύμφωνα).

Στον Όμηρο το ο, η, το χρησιμοποιείται συχνά ακόμη με τη δεικτική του σημασία (αυτός, αυτή, αυτό).




2.Η ερωτηματική και η αόριστη αντωνυμία (τις, τι) προέρχονται από παλιό αναφορικό θέμα Kwis, kwid. Το χειλοϋπερωικό kw, που διατηρείται ακόμη στη μυκηναϊκή, πριν από μπροστινό φωνήεν (ι,ε) έγινε στις περισσότερες διαλέκτους της 1ης χιλιετίας οδοντικό

Kwis > τις / kwid > Kwi > τι

 3.H αναφορική αντωνυμία ος, η, ο (=ο οποίος, η οποία, το οποίο) προέρχεται από παλαιότερο τύπο yos, ya, yod (διατηρείται ακόμη το αρχικό y στη μυκηναϊκή)

yos > hos > ὅς

ya > ha > ἅ > ἥ (στην αττική διάλεκτο)

yod > yo > ho > ὅ


4.H αύξηση (ἐ-) που παίρνουν τα ρήματα στους παρελθοντικούς χρόνους της οριστικής ήταν αρχικά ένα ανεξάρτητο χρονικό μόριο με σημασία «παλιά, κάποτε, στο παρελθόν». Χρησιμοποιούνταν για να κάνει εμφανέστερο το γεγονός ότι το ρήμα αναφερόταν σε κάτι που έγινε στο παρελθόν, μολονότι αυτό γινόταν ήδη φανερό από τις καταλήξεις (ενεστ. λέγω # παρατ. λέγον). Η προσθήκη ενός επιπλέον γραμματικού δείκτη γίνεται μερικές φορές αυθόρμητα από τον ομιλητή, ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται (πβ. το σύγχρονο συχνό λάθος «πιο μικρότερο», όπου το «πιο» περισσεύει). Γι’ αυτό στα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα η αύξηση είναι προαιρετική (μυκηναϊκή, Όμηρος). Σταδιακά η αύξηση έγινε απαραίτητο μέρος της παρελθοντικής έκφρασης, με αποτέλεσμα την ενοποίησή της με τον ρηματικό τύπο: (ἐ) λέγον > ἔλεγον. Ότι η αύξηση είναι πρόσθετο στοιχείο στο ρήμα υποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υπάρχει μόνο στην οριστική και ότι χάνεται στις άλλες εγκλίσεις.


Από την ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: Η δημιουργία των τριών γραμματικών γενών, η Αττική Σύνταξη και μερικά άλλα «μυστήρια»

Οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι το σύστημα των τριών γενών των ουσιαστικών και των επιθέτων (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο) δεν υπήρχε εξαρχής στη γλώσσα μας. Προτού δούμε ιστορικά το θέμα, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το γραμματικό γένος των λέξεων. Ορισμένες φορές τα δύο συμπίπτουν: π.χ. στη λέξη «ο άνδρας» τα δύο είδη γένους συμπίπτουν, όπως και στη λέξη «η γυναίκα». Ωστόσο η λέξη «το κορίτσι», αν και ως προς το φυσικό γένος είναι θηλυκό, στο γραμματικό γένος είναι ουδέτερο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το γραμματικό γένος είναι αυθαίρετο και σε πολλές λέξεις δεν συμπίπτει με το φυσικό.

Στην ιστορία της Ελληνικής πριν από το σύστημα των τριών γραμματικών γενών υπήρχε ένα άλλο βασικότερο που περιλάμβανε δύο γένη, το έμψυχο και το άψυχο. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγούν διάφορα στοιχεία, σημαντικότερο από τα οποία είναι αυτό που ήδη αναφέραμε, η αυθαιρεσία του γραμματικού γένους σε σχέση με το φυσικό. Εξίσου σημαντική ένδειξη είναι το γεγονός ότι ακόμη και μετά τη δημιουργία του θηλυκού γένους, πολλά θηλυκά ουσιαστικά εμφανίζονται ενταγμένα σε κλιτικές κατηγορίες που θα χαρακτηρίζαμε ως αρσενικές: για παράδειγμα η β΄ κλίση των ουσιαστικών σε -ος (π.χ λύκος) είναι μια πολύ αρχαία κατηγορία που αποτελείται στη συντριπτική της πλειοψηφία από ουσιαστικά αρσενικού γραμματικού γένους. Υπάρχουν ελάχιστα θηλυκά (λ.χ. η βάτος, η ψήφος και ορισμένα άλλα), τα οποία είναι απόλυτα προσαρμοσμένα στην κλίση των αρσενικών. Επίσης στην περίπτωση των επιθέτων που έχουν τρία γένη (τριγενή), αλλά δύο καταλήξεις (δικατάληκτα), το αρσενικό και το θηλυκό γένος κλίνονται με σχεδόν παρόμοιο τρόπο (λ.χ. ο/η πάνσοφος, το πάνσοφον). Όλες αυτές οι ιδιομορφίες αποτελούν ενδείξεις ότι το σύστημα των τριών γενών δεν ήταν το πρωταρχικό στην ιστορία της γλώσσας μας.




Το έμψυχο γένος περιλάμβανε ουσιαστικά που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά ως δρώντα ή ενεργά υποκείμενα, ενώ το άψυχο περιλάμβανε ουσιαστικά που γίνονταν αντιληπτά ως αδρανή ή παθητικά αντικείμενα.[i] Από το έμψυχο γένος ξεπήδησε το αρσενικό και το θηλυκό και από το άψυχο το ουδέτερο (=αυτό που δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, δηλαδή ούτε αρσενικό, ούτε θηλυκό) σύμφωνα με την ορολογία των αρχαίων γραμματικών. Το βασικό βήμα ήταν η διαφοροποίηση στο εσωτερικό του έμψυχου γένους, δηλαδή η διάκριση σε θηλυκά και αρσενικά. Το βήμα αυτό έγινε χάρη στην επέκταση της χρήσης μιας πολύ αρχαίας κατάληξης -(e)h > -a, η οποία αρχικά δημιουργούσε αφηρημένα ουσιαστικά, προστιθέμενη απευθείας σε μια ρηματική ρίζα: π.χ. από τη ρίζα μερ- του μερ-ίζω > μοίρα (το ρήμα μοιράζω είναι μεταγενέστερη κατασκευή με βάση τη λέξη μοίρα = «μερίδιο»). Πολλά από τα αφηρημένα ουσιαστικά αυτού του τύπου είχαν μια συλλογική σημασία, δηλαδή δήλωναν ένα σύνολο από όμοια πράγματα. Για παράδειγμα στη Νεοελληνική η λέξη «κόσμος» είναι στον ενικό αριθμό, αλλά έχει συλλογική σημασία («οι άνθρωποι»), όπως στη φράση «ο κόσμος περιμένει το τρένο στο σταθμό».

Τέτοιου είδους ουσιαστικά μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά σαν να αποτελούσαν πληθυντικό αριθμό. Με τη γενίκευση της χρήσης τους ως πληθυντικών δημιουργήθηκε ο γνωστός πληθυντικός του ουδετέρου γένους σε -α. Ότι αρχικά ο πληθυντικός των ουδετέρων σε -α δεν ήταν πληθυντικός αποδεικνύεται από το περίφημο φαινόμενο της ΑΤΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ, όταν δηλαδή ένα ουδέτερο στον πληθυντικό αριθμό συντάσσεται με ρήμα στον ενικό αριθμό: για παράδειγμα η λέξη «παιδία» δήλωνε αρχικά «ένα σύνολο από παιδιά» και ήταν ενικού αριθμού.

Αργότερα άρχισε να γίνεται αντιληπτό ως πληθυντικός αριθμός ουδετέρου, αλλά το ρήμα που το συνόδευε δεν προσαρμόστηκε κι αυτό στον πληθυντικό, με αποτέλεσμα την δημιουργία της περίφημης φράσης «τα παιδία παίζει» (αντί του λογικού «τα παιδία παίζουσι»).

Το ίδιο μας δείχνει και ένα άλλο παράδοξο, δηλαδή ότι ορισμένα ουσιαστικά είχαν διπλό πληθυντικό. Για παράδειγμα η λέξη «ο κύκλος» είχε κανονικό πληθυντικό «οι κύκλοι», αλλά και ουδέτερο πληθυντικό «τα κύκλα»: η λέξη κύκλα, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, σήμαινε αρχικά «ένα σύνολο από κύκλους» και δεν ήταν πληθυντικός. Πβ. επίσης ο ζυγός / οι ζυγοί και τα ζυγά.
Η ίδια κατάληξη -α δημιούργησε και το θηλυκό γένος, ακολουθώντας διαφορετική νοηματική εξελικτική πορεία.

Επειδή ορισμένα από τα αφηρημένα ουσιαστικά που δημιουργούνταν απ’ αυτή την κατάληξη δήλωναν ενέργεια (λ.χ. τομή < τομά), έπρεπε λογικά να ενταχθούν στο έμψυχο γένος. Ωστόσο, επειδή ήταν αφηρημένα δεν είχαν την ιδιότητα του έμψυχου στην πληρότητά της. Έτειναν έτσι να δημιουργήσουν ξεχωριστή κλιτική κατηγορία (την περίφημη πρώτη κλίση των ουσιαστικών), η οποία άρχισε να έλκει και άλλα έμψυχα ουσιαστικά, τα οποία γίνονταν νοηματικά αντιληπτά ως έχοντα θηλυκή ιδιότητα.

Η προσέλκυση αυτή έγινε πιθανότατα, επειδή το εκ φύσεως θηλυκό θεωρούνταν μεν έμψυχο κι αυτό, αλλά κατά κάποιο τρόπο (και από κοινωνιολογικού τύπου προκατάληψη) με κατώτερη έμψυχη ιδιότητα σε σχέση με το εκ φύσεως αρσενικό. Μοιραζόταν, δηλαδή, με τα αφηρημένα ουσιαστικά που αναφέραμε την ατελή πληρότητα της έμψυχης ιδιότητας. Έτσι σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ξεχωριστό θηλυκό γραμματικό γένος με σήμα κατατεθέν την κατάληξη -α. Άπαξ και δημιουργήθηκε η έννοια του θηλυκού γραμματικού γένους, επεκτάθηκε και στις άλλες κλιτικές κατηγορίες ουσιαστικών (λ.χ. στα ουσιαστικά της τρίτης κλίσης σε -ις όπως πόλις).



[i] Εννοείται ότι στο εσωτερικό αυτών των κατηγοριών υπήρχαν διαβαθμίσεις στην ιδιότητα του έμψυχου ή του άψυχου. Αυτό εξηγεί για ποιο λόγο τα υποκοριστικά (π.χ. το κοράσιον) ανήκουν στο ουδέτερο-άψυχο γένος, αφού γίνονται νοητά ως έχοντα σε μικρότερο βαθμό την έμψυχη ιδιότητα από το ουσιαστικό από το οποίο προέρχονται. Πβ. «το κορίτσι» που έχει σε μικρότερο βαθμό τη θηλυκή-έμψυχη ιδιότητα σε σχέση με τη γυναίκα. Το ίδιο ισχύει μεταφορικά και για τα χαϊδευτικά τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα Ελληνικά: πβ. λ.χ. το Μαράκι.


Η ιστορία του απαρεμφάτου στην Ελληνική


Ο όρος απαρέμφατο προέρχεται από τους αρχαίους γραμματικούς και σημαίνει το μέρος του λόγου που δεν συνδηλώνει πρόσωπο ή αριθμό. Οι άλλοι κλιτοί ρηματικοί τύποι αποκαλούνται παρεμφατικοί. Το ίδιο περίπου δηλώνουν, κατά μίμηση της αρχαίας ελληνικής ορολογίας, οι λατινογενείς όροι που χρησιμοποιούνται από τις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες (infinitive # finite verbs). Το απαρέμφατο δεν υπήρχε εξαρχής στην ελληνική γλώσσα, αλλά προήλθε σταδιακά από απολιθωμένους τύπους αφηρημένων ουσιαστικών (κυρίως τύποι της αχρηστευμένης τοπικής ή οργανικής πτώσης).[i] Το απαρέμφατο σταδιακά πέρασε στο κλιτικό παράδειγμα του ρήματος, αν και διατήρησε πάντα τις συντακτικές χρήσεις που είχε λόγω της καταγωγής του από τα ουσιαστικά. Συνεπώς το απαρέμφατο είναι ταυτόχρονα και ρήμα και ουσιαστικό, απλώς ανάλογα με τις ανάγκες του λόγου κυριαρχεί πότε η μια και πότε η άλλη του όψη.



Ο εμβληματικός τύπος του απαρεμφάτου σε -ειν (λύειν < λύω) αποτελεί εξέλιξη παλαιότερου τύπου λύεσεν (> λύεhεν στη μυκηναϊκή της Εποχής του Χαλκού > λύεεν > λύειν με συναίρεση. Το -ει- προφερόταν εδώ στην κλασική εποχή ως μακρό κλειστό -e-, όπως λ.χ. στο σύγχρονο γαλλικό άρθρο le). Υπήρχαν ωστόσο και άλλες απαρεμφατικές καταλήξεις, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το απαρέμφατο προήλθε από διάφορες κλιτικές τάξεις ουσιαστικών. Έτσι υπήρχαν απαρέμφατα σε -ναι (δοῦναι, λυθῆναι, τιθέναι, λελυκέναι κ.τ.λ.), σε -μεν, -μέναι (σε άλλες διαλέκτους, λ.χ. τιθέμεν, δόμεναι -οι καταλήξεις αυτές συγγενεύουν με εκείνες των μετοχών σε -μενος, λ.χ. λυόμενος) κ.ο.κ.


      Το απαρέμφατο γνώρισε την μεγαλύτερη δόξα του κατά την κλασική εποχή, όταν οι ανάγκες της φιλοσοφίας για ουσιαστικά που να εκφράζουν αφηρημένες έννοιες οδήγησαν στην εκτενή δημιουργία και χρήση όχι μόνο των αφηρημένων ουσιαστικών σε -σις (λ.χ. νόησις), αλλά και των απαρεμφάτων (είναι, γίγνεσθαι κ.τ.λ.).Στην πορεία της Ελληνικής το απαρέμφατο σταδιακά αντικαθίσταται από περιφράσεις ή δευτερεύουσες προτάσεις, καθώς η γλώσσα γίνεται πιο αναλυτική.
Στη σύγχρονη γλώσσα επιβιώνει ως μέρος του σχηματισμού του παρακειμένου, του υπερσυντελίκου, του συντελεσμένου μέλλοντα και του παθητικού μέλλοντα (έχω λύσει, είχα λύσει, θα έχω λύσει, έχω λυθεί, θα έχω λυθεί). Ορισμένα ουδέτερα ουσιαστικά κατάγονται από απολιθωμένα απαρέμφατα (π.χ. το φαΐ < φαγεῖν, το φιλί < φιλεῖν). Τέλος να σημειωθεί ότι το γ΄ ενικό του είμαι, δηλαδή «είναι», αν και μοιάζει ορθογραφικά με το αρχαίο απαρέμφατο του εἰμί, δεν κατάγεται από αυτό, αλλά από το μεσαιωνικό ἔναι (<ἔνι <ἔνεστι).

Στη σύγχρονη προφορική γλώσσα ορισμένες φορές η προστακτική του ρήματος φαίνεται να χάνει την σημασία της και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί περίπου όπως το αρχαίο έναρθρο απαρέμφατο. Βλ. λ.χ. τις φράσεις:

Με ζάλισες με το πήγαινε-έλα (ή με το μπες-βγες)

Μας είχε στο περίμενε

Ξύσε-Ξύσε το χάλασες το μολύβι.

Κατά παράδοξο τρόπο η χρήση αυτή της προστακτικής είναι το ανάποδο της χρήσης του απαρεμφάτου ως προστακτικής σε αρχαϊκά και ποιητικά κείμενα. Πβ. την περίφημη φράση «ξεῖν’, ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις», όπου το απαρέμφατο ἀγγέλλειν = προστακτική ἄγγελλε.

[i] Ιστορικά δεν είναι ασυνήθιστη η μετάπτωση αχρηστευμένων γραμματικών κατηγοριών σε άλλες γραμματικές κατηγορίες. Για παράδειγμα τα χρονικά επιρρήματα αεί, αιεί, αιέν (για πάντα, αιωνίως) ήταν κάποτε πτώσεις του ουσιαστικού αιών.




Τα ττ/σσ και ξ,ψ της Αρχαίας Ελληνικής
1.ΤΤ/ΣΣ

Η αττική διάλεκτος εμφανίζει συχνά ένα -ττ- εκεί που οι άλλες ελληνικές διάλεκτοι έχουν -σσ-. Π.χ. μέλιττα, ἐλάττων, τέτταρες κ.τ.λ. Σε τέτοιες περιπτώσεις το αρχαιότατο στάδιο πρέπει να αποτελούσε ένα t(h)y, k(h)y ή tw (μέλιτyα, ἐλάχyων,kwέτwoρες). To ενδιάμεσο στάδιο πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα παχύ [tš] ή [ts] (όπως στα αγγλικά catch ή cats). Ορισμένες αρχαϊκές ιωνικές επιγραφές (6ος αιώνας π.Χ.) από τη Μικρά Ασία ίσως αντιπροσωπεύουν αυτό το στάδιο, αφού εμφανίζουν σ’ αυτή την περίπτωση ένα ειδικό γράμμα Τ, το οποίο ίσως σχετίζεται με το χρησιμοποιούμενο ως αριθμητικό σαμπί ϡ (=900).[i] Αργότερα το γράμμα παύει να χρησιμοποιείται και αντικαθίσταται στην ιωνική διάλεκτο από το γνωστό -σσ-. Σ’ αυτό το στάδιο η μεταβολή στο διπλό [σ] φαίνεται ότι έχει πια συντελεστεί.

 Στην αττική διάλεκτο (και επίσης εν μέρει στη βοιωτική και σε μέρος της ευβοϊκής διαλέκτου) ο φθόγγος εξελίσσεται σε διπλό τ. Στη μετακλασική ελληνική το διπλό σ και το διπλό τ απλοποιούνται και αποκτούν τη σημερινή προφορά. Η απλοποίηση αυτή είχε συντελεστεί ήδη από την κλασική εποχή σε αρχική θέση. Π.χ. Kyameron > tsameron > ττήμερον/σσήμερον > τήμερον/σἠμερον (=σήμερα, στη δωρική διάλεκτο σάμερον).[ii]

Στην μετά τον Αλέξανδρο Κοινή Ελληνική το σσ επικρατεί σε βάρος του ττ, ακόμη και στην Αθήνα. Πιθανώς το ττ γινόταν αισθητό ως επαρχιωτισμός σε σχέση με το πανελλήνιο σσ, ειδικά αφού το χρησιμοποιούσαν και οι Βοιωτοί, οι οποίοι είχαν κακή φήμη ως πολιτιστικά υπανάπτυκτοι στην Αθήνα. Παρά την προσπάθεια των αττικιστών το ττ δεν μπόρεσε να αναβιώσει στην προφορική γλώσσα. Σήμερα επιβιώνει ελάχιστα (π.χ. στη λέξη ήττα).

Συμπερασματικά: t(h)y, k(h)y, tw > tš ή ts > ττ/σσ > τ/σ

2.ΤΑ Ψ ΚΑΙ Ξ

Το ξ και το ψ αντιστοιχούν στα αρχαία ελληνικά σε ks και ps, όπως και στα νέα ελληνικά. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν ειδικά γράμματα για την παράσταση αυτών των συμπλεγμάτων συμφώνων, αφού θα μπορούσαν άνετα να παρασταθούν με τους συνδυασμούς κσ και πσ, όπως συμβαίνει σε μερικά αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα. Μια ερμηνεία είναι ότι τα γράμματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν υπό την επίδραση του γράμματος ζ που δήλωνε διπλό φθόγγοzd ή dz.

Από την άλλη το ξ και το ψ ήταν τα μόνα συμπλέγματα φθόγγων που μπορούσαν να εμφανιστούν σε ληκτική θέση (λ.χ. ἕλιξ, Αἰθίοψ), επομένως από δομική άποψη μοιάζουν περισσότερο στα απλά σύμφωνα (ν,ρ,σ) παρά στα άλλα συμφωνικά συμπλέγματα. Στο παλαιό αττικό αλφάβητο (πριν το 404 π.Χ.) το ξ παριστάνεται επιγραφικά με χσ και το ψ με φσ. Π.χ. ἔδοχσεν (=ἔδοξεν), φσέφισμα (=ψήφισμα). Υπάρχει η υποψία ότι στην αττική διάλεκτο συνόδευε τα συμπλέγματα αυτά μια ελαφριά δασύτητα (ίσως ως φωνητική μετάβαση από το π ή το κ στο συριστικό σ).
Αυτό φαίνεται κυρίως από επιγραφικά δεδομένα που δεν έχουν υποστεί την επεξεργασία της παράδοσης των γραμματικών: στην προφορική αττική η δασύτητα αυτή υπήρχε και γίνεται αντιληπτή, όταν στον καθημερινό πρόχειρο λόγο συνέβαινε αντιμετάθεση των συμφώνων. Π.χ. εὐσχάμενος (=εὐξάμενος), σφύχε (=ψύχε -προστακτική του ψύχω), όπου η φωνητική εξέλιξη πρέπει να είναι:

euk(h)samenos > eusk(h)amenos > εὐσχάμενος

π(η)σθκηε > σπ(η)θκηε > σφύχε

[i] Από τη βυζαντινή φράση «ως αν πι», δηλαδή «αυτό που μοιάζει σαν το γράμμα π».

[ii] Η αττικοϊωνική τρέπει συνήθως το αρχαϊκό ελληνικό [α] σε [η].

 Οι μετοχές στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας

Οι μετοχές στην αρχαιότερη φάση της Ελληνικής, όταν ο υποτεταγμένος λόγος (υποτακτική σύνδεση, υπόταξη) δεν ήταν ακόμη επαρκώς ανεπτυγμένος, αποτελούσαν έναν από τους κυριότερους τρόπους αναπλήρωσής του, αφού ουσιαστικά ισοδυναμούσαν με δευτερεύουσες προτάσεις.
 Η διαφορά τους με τον υποτεταγμένο λόγο είναι φυσικά το γεγονός ότι είναι ενσωματωμένες στην πρόταση και όχι εξάρτημά της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι μετοχές να μπορούν να εκφράσουν έναν πλούτο ονοματικών και επιρρηματικών σχέσεων, γι’ αυτό και έχουμε όλες αυτές τις συντακτικές υποκατηγορίες τους: επιθετικές, κατηγορηματικές, αιτιολογικές, χρονικές κ.ο.κ.3




Στην καταγωγή τους οι μετοχές είναι ρηματικά επίθετα παραγόμενα από τη ρίζα των ρημάτων, ενώ η συστηματική τους ένταξη στο κλιτικό παράδειγμα του ρήματος είχε ως αποτέλεσμα να μετέχουν ταυτόχρονα στη φύση του επιθέτου και στη φύση του ρήματος. Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκαν από τους αρχαίους γραμματικούς μετοχές. Οι ενεργητικές μετοχές ακολουθούν την κλίση των τριτόκλιτων επιθέτων (π.χ. λύων, λύσων, λύσας), ενώ οι μεσοπαθητικές την κλίση των δευτερόκλιτων (π.χ. λυόμενος, λυσόμενος, λυσάμενος, λελυμένος). Εξαίρεση εδώ αποτελούν οι μετοχές του παθητικού μέλλοντα που ακολουθούν τα τριτόκλιτα (λυθείς). Οι μετοχές του ενεργητικού παρακειμένου παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού έχουν τη δική τους ιδιόμορφη κλίση: λελυκώς (γεν. λελυκότος), λελυκυῖα, λελυκός. Το χαρακτηριστικό -κ- του ενεργ. παρακειμένου δεν υπήρχε εξαρχής στις μετοχές, όπως βεβαιώνει η μαρτυρία της μυκηναϊκής διαλέκτου. Στην κλασική εποχή επιβιώνουν τέτοιοι τύποι μονάχα ως λείψανα: π.χ. δεδιώς πλάι στο ομαλό δεδοικώς.

Η ανάπτυξη του υποτεταγμένου λόγου με τους φημισμένους πεζογράφους, κυρίως τους ιστορικούς, τους ρήτορες και τους φιλοσόφους (όπως ο Πλάτων) είχε ως αποτέλεσμα οι δευτερεύουσες προτάσεις να αναλάβουν ένα μεγάλο μέρος του ρόλου που ως τότε έπαιζαν οι μετοχές. Οι προτάσεις είχαν διπλό πλεονέκτημα έναντι των μετοχών: αφενός το περιεχόμενό τους ήταν πιο σαφές, αφετέρου με την επιδέξια χρήση των εγκλίσεων μπορούσαν να εκφράσουν λεπτότερες αποχρώσεις νοημάτων και συναισθημάτων. Για παράδειγμα η φράση ἔφευγε φονεύσας τόν ἀδελφόν ήταν ασαφές αν έπρεπε να νοηθεί χρονικά «αφού σκότωσε τον αδερφό του, προσπαθούσε να ξεφύγει» ή αιτιολογικά «επειδή σκότωσε τον αδερφό του, προσπαθούσε να ξεφύγει». Η ασάφεια αυτή ενίσχυε τη χρήση των δευτερευουσών προτάσεων σε βάρος των μετοχών.

Η διαχρονική τάση της Ελληνικής να γίνει όλο και πιο αναλυτική οδήγησε σταδιακά στην αποσταθεροποίηση του μετοχικού συστήματος. Επιπλέον η σταδιακή κατάρρευση του αρχαίου ρηματικού παραδείγματος, με τη συγχώνευση του παρακειμένου με τον αόριστο, η οποία έληξε με την εξαφάνιση του αρχαίου παρακειμένου, η αποσταθεροποίηση του μέλλοντος, ο οποίος άρχισε να αντικαθίσταται με περιφράσεις, οδήγησαν και τις μετοχές σε αποσταθεροποίηση και σύγχυση. Στα μη λογοτεχνικά παπυρικά κείμενα, δηλαδή αυτά που δεν ανήκαν στη λόγια παράδοση των μορφωμένων, παρατηρείται από την ελληνιστική εποχή και μετά μια διαρκώς αυξανόμενη αβεβαιότητα στη σωστή χρήση των μετοχών. Ειδικά οι ενεργητικές μετοχές πολλές φορές χρησιμοποιούνται λανθασμένα ως προς το πρόσωπο, τον αριθμό, την κατάληξη. Αυτό υποδεικνύει ότι στην προφορική λαλιά οι μετοχές είχαν αρχίσει να αποσταθεροποιούνται.



Τελικά στη διάρκεια του Μεσαίωνα οι ενεργητικές μετοχές εξαφανίστηκαν, εκτός από έναν άκλιτο τύπο της μετοχής του ενεστώτα σε -οντα (-ώντα), ο οποίος χρησιμοποιείται σε όλα τα συμφραζόμενα. Π.χ. ακούοντα ο Βέλθανδρος (=ἀκούων ὁ Βέλθανδρος στα ΑΕ, ακούγοντας ο Βέλθανδρος στα ΝΕ). Η προσθήκη ενός τελικού -ς θα δώσει τελικά τον μοναδικό ενεργητικό τύπο μετοχής που διασώζεται σήμερα, τις άκλιτες μετοχές σε -οντας ή ώντας (π.χ. λέγοντας, μιλώντας), οι οποίες χρησιμοποιούνται επιρρηματικά.

Η προσθήκη του τελικού -ς στις ενεργητικές μετοχές προς στο τέλος του Μεσαίωνα πρέπει εδώ να οφείλεται στην επίδραση των επιρρημάτων σε -ως (λ.χ. βεβαίως), γεγονός που φανερώνει ότι γινόταν αντιληπτή η χρήση τους ως επιρρημάτων (το ίδιο τελικό -ς εξαπλώθηκε και σε άλλα επιρρήματα, όπως τότες πότες κ.τ.λ., όπου δεν υπήρχε αρχικά). Οι παθητικές μετοχές τα πήγαν κάπως καλύτερα.

Η μετοχή του παθητικού παρακειμένου σε -μένος επιβίωσε και ως μέρος του ρήματος (π.χ. έχω λυμένο, είχα λυμένο, είμαι λυμένος κ.τ.λ.) και ως επίθετο (αποχώρησε τραυματισμένος). Η χρήση της παθητικής μετοχής του ενεστώτα είναι σπανιότερη και ανευρίσκεται περισσότερο σε επίσημο λόγο (π.χ. η επερχόμενη καταστροφή, ο φερόμενος ως δράστης). Τέλος σε πολλές περιπτώσεις αρχαΐζουσες μετοχές (ενεργητικές και παθητικές) επιβιώνουν, επειδή έχουν ουσιαστικοποιηθεί: π.χ. το λυόμενο (ενν. σπίτι), η υπογεγραμμένη, το περιβάλλον, η συνισταμένη, το μέλλον κ.ο.κ.

Σταύρος Γκιργκένης Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας
heterophoton.










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ