Τέττιξ και
μύρμηκες
Χειμώνος ώρα και σίτον βραχέντα οι μύρμηκες έψυχον.
Τέττιξ λιμωττών αιτεί αυτούς τροφήν.
Οι δε μύρμηκες είπον αυτώ "Διατί το θέρος ου συνήγες και συ τροφήν;"
Ο δε είπεν "Ουκ εσχόλαζο, αλλ ήδον μουσικώς".
Οι δε γελάσαντες είπον "Αλλ ει θέρους ώραις ηύλεις, χειμώνος όρχου."
Καρκίνος και
μήτηρ
"Μη λοξά περιπτείν" καρκίνω μήτηρ έλεγε "μηδέ τη υγρά
πέτρα τας πλευράς προστρίβειν".
Ο δε είπεν: "Μήτερ, συ η διδάσκουσα, ορθά βάδιζε και βλέπων σε ζηλώσω".
Καρκίνος = κάβουρας
Ανήρ ναυαγός
Ο δε είπεν: "Μήτερ, συ η διδάσκουσα, ορθά βάδιζε και βλέπων σε ζηλώσω".
Καρκίνος = κάβουρας
Ανήρ ναυαγός
Ανήρ πλούσιος Αθηναίος μεθ ετέρων τινών έπλει.
Και δη χειμώνος σφοδρού γενομένου η ναυς περιετράπη.
Ο δε Αθηναίος την Αθηνά επικαλούμενος μύρια επηγγέλετο, ει περισωθείη.
Εις δε τις των συννεναυαγηκότων έφη προς αυτόν.
"Συν Αθηνά και συ χείρα κινεί"
ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΛΕΞΕΙΣ της λέξεως χειρ
χειρ, χειραψία, πρόχειρος, χειρονομία χειροδικία χειρούργος, χειρόμακτρον, χειροκροτώ
συνομιλία δύο αρχαίων Ελλήνων στην αρχαιότητα:
- Χαίρε
- Χαίρε
- Τι πράττετε;
- Καλώς!
- Ποίου γένος και ποδαπός ει;
- Έλλην γένος ειμί τωρχαίον. Ειμί εξ Φιλίππων
Και δη χειμώνος σφοδρού γενομένου η ναυς περιετράπη.
Ο δε Αθηναίος την Αθηνά επικαλούμενος μύρια επηγγέλετο, ει περισωθείη.
Εις δε τις των συννεναυαγηκότων έφη προς αυτόν.
"Συν Αθηνά και συ χείρα κινεί"
ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΛΕΞΕΙΣ της λέξεως χειρ
χειρ, χειραψία, πρόχειρος, χειρονομία χειροδικία χειρούργος, χειρόμακτρον, χειροκροτώ
συνομιλία δύο αρχαίων Ελλήνων στην αρχαιότητα:
- Χαίρε
- Χαίρε
- Τι πράττετε;
- Καλώς!
- Ποίου γένος και ποδαπός ει;
- Έλλην γένος ειμί τωρχαίον. Ειμί εξ Φιλίππων
πόλεως μεγίστης.
- Τίνα σοι ονόματα;
- Όνομά μοι Λύσανδρος εστί.
- Που κατοικείς
- Εγγύτατα (Τηλού) οικώ.
Περί εδεσμάτων
Εν ταις εστιάσεσι μέμνησο ότι δύο υποδέχη,
σώμα και ψυχήν.
Αλώπηξ προς μορμολύκειον
Αλώπηξ ήλθεν εις οικίαν υποκριτού και των αυτού σκευών διερευνούσε.
Εύρε και κεφαλήν μορμολυκείου ευφυώς κατεσκευασμένην, ανέλαβεν ταις
χερσίν και έφη:
" Ω οία κεφαλή, και εγκέφαλον ουκ έχει"
Εισαγαγόντος
τινός αυτόν εις οίκον πολυτελή και κωλυόντος πτύσαι, επειδή εχρέμψατο, εις την
όψιν αυτού έπτυσεν, ειπών χείρονα τόπον μη ευρηκέναι".
Διογένης Λαέρτιος VI, 32.
Κάποιος μπήκε σε παλάτι και επειδή (εκ της πολυτελείας του σπιτιού) κωλύετο να πτύση, επειδή όμως είχε ανάγκη (είχε φλέμμα ο άνθρωπος), έφτυσε στο πρόσωπό του, λέγοντας χειρότερο (από το πρόσωπό του) δεν βρήκα τόπο να φτύσω.
Τουτέστι σε ελαχίστη εκτίμηση είχε το πρόσωπό του.
"Το μεν νόημα το Θεού, το δε κλέμμα εμόν"
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ευσεβή κλέφτη ο οποίος μετριόφρονα αποδίδει την έμπνευση της επιτυχούς κλεψιάς του στον Θεό αλλά τα κλεμμένα τα κρατά για πάρτη του.
Κυριολεκτικά θα έλεγα:
Η μεν έμπνευση (της κλεψιάς) είναι του Θεού, τα κλεμμένα όμως δικά μου.
Κατά το λαϊκότερο θα έλεγα:
Ο Θεός με βοήθησε, αλλά τα κλεμμένα για πάρτη μου όχι του Θεού.
Εν γαρ αμηχανίη και καρκίνος έμμορε τιμής"
Aυτό σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξείς:
Όποιος δεν κάνει τίποτα δεν κάνει και λάθη.
Και πιό συγκεκριμένα:
Διότι και ο κάβουρας μπορεί να τιμηθεί όταν είναι άπραγος
"Από καλού ξύλου καν απάγξασθαι"
"αν είναι να κρεμαστείς, ας είναι από καλό ξύλο"*. Κάτι σαν το "κάν' το με στυλ".
Παις λουόμενος
Παις λουόμενος εν τινι ποταμώ αποπνιγήναι.
Ιδών δε τινά οδοιπόρον, τούτον επί βοηθεία εκάλει.
Ο δε εμέμφετο τω παιδί ως τολμηρώ.
Το δε μειράκιον είπε προς αυτόν.
"Αλλά νυν μοι βοήθει, ύστερον δε σωθέντι μέμψη".
μέμφομαι = κατηγορώ, επιπλήττω, ψέγω (μομφή, μεμπτός, άμεμτος, μεμψίμοιρος).
μειράκιον = νεαρός (14 με 21 ετών)
νυν = τώρα
Ταών και γερανός
Ταών γερανού καταγέλα, λέγων ως " εγώ μεν χρυσόν και πορφύραν ενδέδυμαι, συ δε ουδέν καλόν φέρεις εν πτεροίς" .
Ο δε "Αλλ εγώ " έφη "των αστέρων έγγιστα φωνώ και εις τα ουράνια ύψη ίπταμαι. Συ δε, ως αλέκτωρ, κάτω μετ ορνίθων βαίνει".
Ταών = Παγώνι
αλέκτωρ = πετεινός
όρνιθα = κότα
Πρεσβευτής εν Ολυμπία
Πρεσβευτής εν Ολυμπία συντελουμένων του αγώνος καθέδρας ηπόρει.
Πολλούς δ επιπορευόμενος τόπους υβρίζετο, μηδενός αυτόν δεχομένου.
Ως δε κατά Λακεδαιμονίους ήκεν ανέστησαν πάντες οι παίδες και πολλοί των ανδρών του τόπου εκχωρούντες.
τόπου εκχωρούντες = δίνοντάς του την θέσιν τους
Ο Πόλεμος και η Έρις
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Ηράκλειτος (Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Έφεσο κατά το 544 π.Χ.)
Ηράκλειτος
Ήθος γαρ ανθρώπειον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δε έχει.
γνώμας = γνώση
Kόσμος
Η σιωπή τοις νέοις πολλάκις κόσμος εστί
Κοσμώ, κόσμημα, διακόσμησις
Η κόμη και ο κόσμος
Δια τί κομώσι και παγωνοτροφούσιν Σπαρτιάται;
"Ότι πάντων κάλλιστος και αδαπανώτατος ανδρί ο ίδιος κόσμος".
παγωνοτροφούσιν = η λέξις προφανώς δείχνει την περιποιητικότητα των μαλλιών όπως το Παγώνι, εδώ βλέπουμε ότι το Ταών αποδίδεται από τους αρχαίους
Λέαινα και Αλώπηξ
Αλώπηξ λέαιναν ωνείδιζεν επί τω δια παντός ένα (τέκνον) τίκτει.
Η δε έφη :
"Ένα , αλλά λέοντα".
ονειδίζω = κοροιδεύω (όνειδος)
τίκτω = γενώ (τέκνον)
Λέων εις γεωργού έπαυλιν εισήλθε.
Ο δε τον λέοντα συλλαβείν βουλόμενος την αύλείαν θύραν έκλεισε.
Ο λέωντας μη δυνάμενος εξελθείν πρώτον μεν τα ποίμνια διέφθειρεν, έπειτα δε απί τους βόας ετράπη.
Και ο γεωργός φοβηθείς τον λέοντα την θύραν ανέωξεν.
Η γυνή θεασαμένη αυτόν στένοντα είπεν:
" Συ δίκαια πέπονθας, τι γαρ τούτον συγκλείσαι εβούλου ον και μακρόθεν σε έδει φεύγειν;"
Κιθαρωδός
Κιθαρωδός αφυής εν κεκονιασμένω οίκω συνεχώς άδων, αντιχούσης αυτώ της φωνής, ενόμισεν αυτόν ευφωνον σφόδρα είναι.
Και δη επαρθείς επί τούτω έγνω δειν και εις θέατρον εισελθείν.
Αφικόμενος δε επί σκηνήν και πάνυ κακώς άδων λίθοις βαλλόμενος εξηλάθη.
οίκος = σπίτι ένοικος, ενοίκιο, κατοικώ
άδω = τραγουδώ ωδείον, αοιδός
Παραθέτω ένα παιχνίδι που παίζεται ακόμα και σήμερα από τα Ελληνόπουλα την "τυφλόμυγα"
-Παίζομεν παιδιάν;
-παιδιάν τίνα;
-Την χαλκή μύια
- Ταύτην κράτιστος ειμί.
......................
- Χαλκή μύια θηράσω.
- Θηράσεις αλλ ου λήψει.
..................................
-Αδικείς
- απολώλαμεν ημείς. - Ειμί πατρός λευκού μέλαν τέκος,
ευθύς δε γεννηθείς λύομαι εις αέρα.
* Πότερον η όρνις ή το ωόν εγένετο;
Με τον Παυσανία στην Ακρόπολη
Ες δε την ακρόπολιν εστίν έσοδος μία.
Τα δε προπύλαια λίθου λευκού την οροφήν έχει και κόσμω και μεγέθει των λίθων μέχρι γε εμού προείχε.
Έστι δε εν αριστερά των προπυλαίων οικημα έχον γραφάς.
Των δε προπυλαίων εν δεξιά Νίκης εστίν απτέρου ναός.
Εντεύθεν η θάλασσα έστι σύνοπτος.
Και Αρτέμιδος ιερόν έστι βραυρωνίας , Πραξιτέλους μεν τέχνη το άγαλμα....
Ες δε τον ναόν ον παρθενώνα ονομάζουσιν.
Ες τούτον εσιούσιν οπόσα εν
τοις καλουμένοις αετοίς κείται,
πάντα ες την Αθανάς έχει
γένεσιν, τα δε όπισθεν η
Ποσειδώνος προς Αθηνάν εστίν έρις υπέρ της γης.
.......................................................................
Έστι δε και οίκημα ερέχθειον
καλούμενον, προ δε της εισόδου
Διός εστί βωμός υπάτου....
ύδωρ εστίν ένδον θαλάσσιον εν φρέατι......
αλλά τόδε το φρέαρ ες συγγραφήν παρέχει κυμάτων
ήχον επί νόπω πνεύσαντι.
Ανέκδοτα
* Αβδηρίτης εις Ρόδον αποδημήσας ως εκ του ονόματος τους τοίχους ωσμάτο.
* Έσβεσε τον λύχνον μωρός, υπό πολλών ψύλων δακνόμενος λέγων "Ουκέτι με βλέπετε!"
Αβδηρίται στην αρχαιότητα ήταν κάτι σαν τους Ποντίους και τις ξανθιές.
Ρόδος = νησί
ρόδον = τριαντάφυλλο
Όλβιος
Υγιαίνειν μεν άριστος ανδρί θνάτω.
Δεύτερον δε φυάν καλόν γενέσθαι.
Τρίτον δε πλουτείν αδόλως.
Είτα τέταρτον ηβάν μετά φίλων.
Όλβιος =ευτυχής (ευδαίμων, μάκαρ)
"Ευχόμεθα ευδαίμονα τε και όλβιον είναι"
Ηρακλής (Ήρα - κλέος)
Ηρακλής Αλκμήνης υιός.
Ούτος φορούσε δοράν λέοντος, ρόπαλον έφερε και τρία μήλα εκράτει.
Άπερ έστι τας τρεις αρετάς,
το μη οργίζεσθαι, το μη φιλαργυρείν και το μη φιληδονείν.
Συς άγριος και αλώπηξ
Συς άγριος εστώς παρά τι δένδρον τους οδόντας ηκόνα.
Αλώπεκος δε αυτόμ ερομένης την αιτίαν δι ην,μηδενός αυτώ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου εφεστώτο, τους οδόντας θήγει,
έφη:
"Αλλ έγωγε ου ματαίως τούτο ποιώ, εάν γαρ με κίνδυνος καταλάβη, ου τότε περί το ακονάν ασχοληθήσομαι, ετοίμοις δε ούσι χρήσομαι."
Πας ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε
και ευαρμοστίας δείται.
...επειδάν τάχιστα οι παίδς τα λεγόμενα συνιώσιν,
ευθύς πέμπουσιν (οι Λακεδαιμόνιοι) εις διαδασκάλων
μαθησομένους και γράμματα
και μουσικήν και τα εν παλαίστρα.
συνιώσιν = καταλαβαίνουν
Διογένης Λαέρτιος VI, 32.
Κάποιος μπήκε σε παλάτι και επειδή (εκ της πολυτελείας του σπιτιού) κωλύετο να πτύση, επειδή όμως είχε ανάγκη (είχε φλέμμα ο άνθρωπος), έφτυσε στο πρόσωπό του, λέγοντας χειρότερο (από το πρόσωπό του) δεν βρήκα τόπο να φτύσω.
Τουτέστι σε ελαχίστη εκτίμηση είχε το πρόσωπό του.
"Το μεν νόημα το Θεού, το δε κλέμμα εμόν"
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ευσεβή κλέφτη ο οποίος μετριόφρονα αποδίδει την έμπνευση της επιτυχούς κλεψιάς του στον Θεό αλλά τα κλεμμένα τα κρατά για πάρτη του.
Κυριολεκτικά θα έλεγα:
Η μεν έμπνευση (της κλεψιάς) είναι του Θεού, τα κλεμμένα όμως δικά μου.
Κατά το λαϊκότερο θα έλεγα:
Ο Θεός με βοήθησε, αλλά τα κλεμμένα για πάρτη μου όχι του Θεού.
Εν γαρ αμηχανίη και καρκίνος έμμορε τιμής"
Aυτό σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξείς:
Όποιος δεν κάνει τίποτα δεν κάνει και λάθη.
Και πιό συγκεκριμένα:
Διότι και ο κάβουρας μπορεί να τιμηθεί όταν είναι άπραγος
"Από καλού ξύλου καν απάγξασθαι"
"αν είναι να κρεμαστείς, ας είναι από καλό ξύλο"*. Κάτι σαν το "κάν' το με στυλ".
Παις λουόμενος
Παις λουόμενος εν τινι ποταμώ αποπνιγήναι.
Ιδών δε τινά οδοιπόρον, τούτον επί βοηθεία εκάλει.
Ο δε εμέμφετο τω παιδί ως τολμηρώ.
Το δε μειράκιον είπε προς αυτόν.
"Αλλά νυν μοι βοήθει, ύστερον δε σωθέντι μέμψη".
μέμφομαι = κατηγορώ, επιπλήττω, ψέγω (μομφή, μεμπτός, άμεμτος, μεμψίμοιρος).
μειράκιον = νεαρός (14 με 21 ετών)
νυν = τώρα
Ταών και γερανός
Ταών γερανού καταγέλα, λέγων ως " εγώ μεν χρυσόν και πορφύραν ενδέδυμαι, συ δε ουδέν καλόν φέρεις εν πτεροίς" .
Ο δε "Αλλ εγώ " έφη "των αστέρων έγγιστα φωνώ και εις τα ουράνια ύψη ίπταμαι. Συ δε, ως αλέκτωρ, κάτω μετ ορνίθων βαίνει".
Ταών = Παγώνι
αλέκτωρ = πετεινός
όρνιθα = κότα
Πρεσβευτής εν Ολυμπία
Πρεσβευτής εν Ολυμπία συντελουμένων του αγώνος καθέδρας ηπόρει.
Πολλούς δ επιπορευόμενος τόπους υβρίζετο, μηδενός αυτόν δεχομένου.
Ως δε κατά Λακεδαιμονίους ήκεν ανέστησαν πάντες οι παίδες και πολλοί των ανδρών του τόπου εκχωρούντες.
τόπου εκχωρούντες = δίνοντάς του την θέσιν τους
Ο Πόλεμος και η Έρις
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Ηράκλειτος (Έλληνας φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Έφεσο κατά το 544 π.Χ.)
Ηράκλειτος
Ήθος γαρ ανθρώπειον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δε έχει.
γνώμας = γνώση
Kόσμος
Η σιωπή τοις νέοις πολλάκις κόσμος εστί
Κοσμώ, κόσμημα, διακόσμησις
Η κόμη και ο κόσμος
Δια τί κομώσι και παγωνοτροφούσιν Σπαρτιάται;
"Ότι πάντων κάλλιστος και αδαπανώτατος ανδρί ο ίδιος κόσμος".
παγωνοτροφούσιν = η λέξις προφανώς δείχνει την περιποιητικότητα των μαλλιών όπως το Παγώνι, εδώ βλέπουμε ότι το Ταών αποδίδεται από τους αρχαίους
Λέαινα και Αλώπηξ
Αλώπηξ λέαιναν ωνείδιζεν επί τω δια παντός ένα (τέκνον) τίκτει.
Η δε έφη :
"Ένα , αλλά λέοντα".
ονειδίζω = κοροιδεύω (όνειδος)
τίκτω = γενώ (τέκνον)
Λέων εις γεωργού έπαυλιν εισήλθε.
Ο δε τον λέοντα συλλαβείν βουλόμενος την αύλείαν θύραν έκλεισε.
Ο λέωντας μη δυνάμενος εξελθείν πρώτον μεν τα ποίμνια διέφθειρεν, έπειτα δε απί τους βόας ετράπη.
Και ο γεωργός φοβηθείς τον λέοντα την θύραν ανέωξεν.
Η γυνή θεασαμένη αυτόν στένοντα είπεν:
" Συ δίκαια πέπονθας, τι γαρ τούτον συγκλείσαι εβούλου ον και μακρόθεν σε έδει φεύγειν;"
Κιθαρωδός
Κιθαρωδός αφυής εν κεκονιασμένω οίκω συνεχώς άδων, αντιχούσης αυτώ της φωνής, ενόμισεν αυτόν ευφωνον σφόδρα είναι.
Και δη επαρθείς επί τούτω έγνω δειν και εις θέατρον εισελθείν.
Αφικόμενος δε επί σκηνήν και πάνυ κακώς άδων λίθοις βαλλόμενος εξηλάθη.
οίκος = σπίτι ένοικος, ενοίκιο, κατοικώ
άδω = τραγουδώ ωδείον, αοιδός
Παραθέτω ένα παιχνίδι που παίζεται ακόμα και σήμερα από τα Ελληνόπουλα την "τυφλόμυγα"
-Παίζομεν παιδιάν;
-παιδιάν τίνα;
-Την χαλκή μύια
- Ταύτην κράτιστος ειμί.
......................
- Χαλκή μύια θηράσω.
- Θηράσεις αλλ ου λήψει.
..................................
-Αδικείς
- απολώλαμεν ημείς. - Ειμί πατρός λευκού μέλαν τέκος,
ευθύς δε γεννηθείς λύομαι εις αέρα.
* Πότερον η όρνις ή το ωόν εγένετο;
Με τον Παυσανία στην Ακρόπολη
Ες δε την ακρόπολιν εστίν έσοδος μία.
Τα δε προπύλαια λίθου λευκού την οροφήν έχει και κόσμω και μεγέθει των λίθων μέχρι γε εμού προείχε.
Έστι δε εν αριστερά των προπυλαίων οικημα έχον γραφάς.
Των δε προπυλαίων εν δεξιά Νίκης εστίν απτέρου ναός.
Εντεύθεν η θάλασσα έστι σύνοπτος.
Και Αρτέμιδος ιερόν έστι βραυρωνίας , Πραξιτέλους μεν τέχνη το άγαλμα....
Ες δε τον ναόν ον παρθενώνα ονομάζουσιν.
Ες τούτον εσιούσιν οπόσα εν
τοις καλουμένοις αετοίς κείται,
πάντα ες την Αθανάς έχει
γένεσιν, τα δε όπισθεν η
Ποσειδώνος προς Αθηνάν εστίν έρις υπέρ της γης.
.......................................................................
Έστι δε και οίκημα ερέχθειον
καλούμενον, προ δε της εισόδου
Διός εστί βωμός υπάτου....
ύδωρ εστίν ένδον θαλάσσιον εν φρέατι......
αλλά τόδε το φρέαρ ες συγγραφήν παρέχει κυμάτων
ήχον επί νόπω πνεύσαντι.
Ανέκδοτα
* Αβδηρίτης εις Ρόδον αποδημήσας ως εκ του ονόματος τους τοίχους ωσμάτο.
* Έσβεσε τον λύχνον μωρός, υπό πολλών ψύλων δακνόμενος λέγων "Ουκέτι με βλέπετε!"
Αβδηρίται στην αρχαιότητα ήταν κάτι σαν τους Ποντίους και τις ξανθιές.
Ρόδος = νησί
ρόδον = τριαντάφυλλο
Όλβιος
Υγιαίνειν μεν άριστος ανδρί θνάτω.
Δεύτερον δε φυάν καλόν γενέσθαι.
Τρίτον δε πλουτείν αδόλως.
Είτα τέταρτον ηβάν μετά φίλων.
Όλβιος =ευτυχής (ευδαίμων, μάκαρ)
"Ευχόμεθα ευδαίμονα τε και όλβιον είναι"
Ηρακλής (Ήρα - κλέος)
Ηρακλής Αλκμήνης υιός.
Ούτος φορούσε δοράν λέοντος, ρόπαλον έφερε και τρία μήλα εκράτει.
Άπερ έστι τας τρεις αρετάς,
το μη οργίζεσθαι, το μη φιλαργυρείν και το μη φιληδονείν.
Συς άγριος και αλώπηξ
Συς άγριος εστώς παρά τι δένδρον τους οδόντας ηκόνα.
Αλώπεκος δε αυτόμ ερομένης την αιτίαν δι ην,μηδενός αυτώ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου εφεστώτο, τους οδόντας θήγει,
έφη:
"Αλλ έγωγε ου ματαίως τούτο ποιώ, εάν γαρ με κίνδυνος καταλάβη, ου τότε περί το ακονάν ασχοληθήσομαι, ετοίμοις δε ούσι χρήσομαι."
Πας ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε
και ευαρμοστίας δείται.
...επειδάν τάχιστα οι παίδς τα λεγόμενα συνιώσιν,
ευθύς πέμπουσιν (οι Λακεδαιμόνιοι) εις διαδασκάλων
μαθησομένους και γράμματα
και μουσικήν και τα εν παλαίστρα.
συνιώσιν = καταλαβαίνουν
Ηράκλειτος
O άναξ, ου το μαντείον εστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει.
Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.
Χελιδόνισμα
Ήρθ ήρθε χελιδών
καλάς ώρας άγουσα,
καλούς ενιαυτούς,
επί γαστέρα λευκά,
επί νώτα μέλαινα.
...........................
άνοιγ άνοιγε ταν θύραν χελιδόνι.
Ου γαρ γέροντες σμέν, αλλά παιδία.
Και σήμερα σε μερικά μέρη της Ελλάδος, τα παιδιά την 1 Μαρτίου γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα χελιδονίσματα
O άναξ, ου το μαντείον εστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει.
Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.
Χελιδόνισμα
Ήρθ ήρθε χελιδών
καλάς ώρας άγουσα,
καλούς ενιαυτούς,
επί γαστέρα λευκά,
επί νώτα μέλαινα.
...........................
άνοιγ άνοιγε ταν θύραν χελιδόνι.
Ου γαρ γέροντες σμέν, αλλά παιδία.
Και σήμερα σε μερικά μέρη της Ελλάδος, τα παιδιά την 1 Μαρτίου γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα χελιδονίσματα
Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης.
Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων.
(Λ784 Πηλεύς - Αχιλλεύς)
Μηδέ γένος πατέρων αισχυνεμεν...Ταύτης τοι γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι.
(Ζ208 κ εξ Ιππόλοχος <Βελλεροφόντους> - Γλαύκος)
Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων.
(Λ784 Πηλεύς - Αχιλλεύς)
Μηδέ γένος πατέρων αισχυνεμεν...Ταύτης τοι γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι.
(Ζ208 κ εξ Ιππόλοχος <Βελλεροφόντους> - Γλαύκος)
Άνθρωπος καταθραύσας άγαλμα
Άνθρωπός τις ξύλινον θεόν έχων πένης ών καθικέτευε τού αγαθοποιήσαι. Ως ουν ταυτ' έπραττε καί μάλλον εν πενία διήγε, θυμωθείς, εκ του σκέλους άρας αυτόν τω τοίχω προσέκρουσε. Της δε κεφαλής αυτου παραχρημα κλασθείσης, έρρευσε χρυσός εξ αυτής, ον συναγαγών ο άνθρωπος εβόα• "Στρεβλός τυγχάνεις, ως οίμαι, καί αγνώμων. τιμώντά σε γαρ ουδέν ωφελησάς με. τυπτήσαντα δε πολλοίς καλοίς ημείψω."
- μύθος δηλοί ότι ουδέν ωφελήσεις σαυτον πονηρόν άνδρα τιμών, αυτόν δέ τύπτων πλέον ωφεληθήση.
πένης ων= όντας φτωχός
του αγαθοποιήσια= να θαυματουργήσει
εν πενία διήγε= ζούσε στη φτώχια
κλασθείσης= όταν εσπασε
τύπτω=χτυπώ
Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων.
Νυν υπερ πάντων αγών.
Αισχύλος Πέρσαι
Βέλτερον,
ή απολέσθαι ένα χρόνον ηέ βιώναι...
Ομηρος Ιλιάς
Ερμής
Ειπέ δε μοι, γεγάμηκας, ω Παν, ήδη; τούτο γαρ, οίμαι, καλούσιν σε.
Παν
Ουδαμώς, ω πάτερ• ερωτικός γαρ είμι και ουκ αν αγαπήσαιμι συνών μια.
Ερμής
Ταις ουν αιξί δηλαδή επιχειρείς.
Πάν
Συ μεν σκώπτεις, εγώ δε τη τε Ηχοί και τη Πίτυϊ σύνειμι καί απάσαις ταις του Διονύσου Μαινάσι και πάνυ σπουδάζομαι προς αυτών.
Το «γεγάμηκας» είναι ρήμα ( σε ποιό χρόνο; ). Σημαίνει ή «παντρεύτηκες» ή τη γεννετήσια πράξη καθ' αυτή, δηλ. «γάμησες».
οίμαι/οίομαι: υποθέτω, πιστεύω,
αιξ: αίγα, γίδα.
Ναί, συνών: συνευρίσκομαι.
Ηράκλειτος
έφη ως ήθος ανθρώπω δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του
έφη ως ήθος ανθρώπω δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του
Αριστοτέλους
Περί αρετών και Κακιών
[1249a](26) Επαινετά μεν έστι τα καλά, ψεκτά δε τα αισχρά. και των μεν καλών ηγούνται αι αρεταί, των δε αισχρών αι κακίαι. επαινετά δε εστί και τα αίτια των αρετών και τα παρεπόμενα ταις αρεταίς και τα γινόμενα από αυτών και (30) τα έργα αυτών, ψεκτά δε τα εναντία. τριμερούς δε της ψυχής λαμβανομένης κατά Πλάτωνα, του μεν λογιστικού.
Ηράκλειτος
Ανήρ νήπιος άκουσε προς δαίμονος όκωσπερ παις προς ανδρός.
Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.
Ήθος γαρ ανθρώπειον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δε έχει.
Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.
αξύνετοι ακούσαντες κωφοίσιν εοίκασι? φάτις αυτοίσιν μαρτυρεί παρεόντας απείναι.
Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.
Ηράκλειτος
Ανθρώπων ο σοφότατος προς θεόν πίθηκος φανείται και σοφια και κάλλει και τοις άλλοις πάσιν.
Ο άνθρωπος
Ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα.
Ηράκλειτος
νόμος και βουλή πείθεσθαι ενός.
Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.