Η αρχαία χώρα της Ινδίας, την οποία διέσχισε ο Αλέξανδρος, δεν είναι το σημερινό κράτος της Ινδίας, αλλά το ανατολικό τμήμα του Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν την πρόσω και την κυρίως Ινδία. Η μεν πρόσω Ινδία προσδιοριζόταν στα βόρεια από τον Παροπάμισο, στα ανατολικά από τον Ινδό, στα νότια από τη Μεγάλη Θάλασσα και δυτικά από τον ποταμό Αράβιο (Χάμπ), η δε κυρίως Ινδία προσδιοριζόταν στα δυτικά από τον Ινδό, στα βόρεια από τον Παροπάμισο και στα ανατολικά και τα νότια από τη Μεγάλη Θάλασσα, την οποία οι Έλληνες γνώριζαν μόνο από κάποιες ασαφείς διηγήσεις, ενώ αγνοούσαν πλήρως το τμήμα της Ασία στα ανατολικά της Ινδικής χερσονήσου.
Σιντού στα σανσκριτικά σημαίνει ποταμός και οι Πέρσες ονόμασαν Χιντού-στάν, δηλαδή «χώρα των ποταμών», τη σημερινή Πενταποταμία (Παντζάμπ). Τα ονόματα Ινδία και Ινδική προέρχονται από το εξελληνισμένο όνομα της χώρας, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες (Χιντού) για την περιοχή γύρω από τον ποταμό Ινδό. Από τους Έλληνες το
όνομα πέρασε στους Ρωμαίους και έφτασε μέχρι τους νεώτερους Ευρωπαίους. Έτσι το Πακιστάν, η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Μυανμάρ (πρώην Βιρμανία) και η Μαλαισία αποτελούσαν τις Βρετανικές Ινδίες. Το Λάος, το Βιετνάμ και η Καμπότζη αποτελούσαν τη Γαλλική Ινδοκίνα και η Ινδονησία τις Ολλανδικές Ινδίες. Αυτού του είδους η ονοματολογία διατηρήθηκε μέχρι και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε άρχισε η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση των παραπάνω χωρών από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις.
Ο απόηχος αυτής της ονοματολογίας φτάνει μέχρι τις μέρες μας, που οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αμερικανικής ηπείρου εξακολουθούν να ονομάζονται Ινδιάνοι και τα νησιά της Καραϊβικής Δυτικές Ινδίες, επειδή βρίσκονται στα δυτικά της Ευρώπης και ο Χριστόφορος Κολόμβος πίστεψε ότι είχε κάνει το γύρο της Γης και είχε φτάσει στην Ινδία.
Από το καλοκαίρι του 329 έως την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος καθηλώθηκε στη Σογδιανή επιχειρώντας επί σχεδόν 2 χρόνια. Οι στρατιωτικές προκλήσεις, που αντιμετώπισε εκεί, ήταν σοβαρότατες και η αντίσταση, που συνάντησε, ήταν η πιο επίμονη μέχρι τότε. Όμως τη σκληρότερη αντίσταση όλης της εκστρατείας την προέβαλαν οι Ινδοί, που ήδη από τα χρόνια του Ηροδότου ήταν γνωστό ότι ήταν «το πολυπληθέστερο έθνος στο γνωστό κόσμο».
Η εκστρατεία στην Ινδία διήρκεσε επί 2 χρόνια, από την άνοιξη του 327 έως το καλοκαίρι του 325 π.Χ. και ο Αρριανός αφιέρωσε στην Ινδία περίπου δύο βιβλία από τα συνολικά έξι της Αλεξάνδρου Ανάβασης, καθώς και ένα αναλυτικότερο έβδομο, την Ινδική. Δηλαδή το μισό σχεδόν έργο του είναι αφιερωμένο στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου στη μακρινή και μυστηριώδη Ινδία. Παρά το γεγονός ότι ταξιδιωτικές περιγραφές (όπως του Κτησία από την Κνίδο και του Σκύλακα από τα Καρύανδα) προϋπήρχαν του Αλεξάνδρου, μόνο μετά την εκστρατεία του έχουμε ακριβείς και αναλυτικές περιγραφές για την μακρινή στους Έλληνες Ινδία.
Μέχρι τότε ο οποιοσδήποτε μπορούσε να λέει οτιδήποτε χωρίς κανείς να μπορεί να το διαψεύσει κι όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός για τα περί Ινδίας ψέματα, «έχουν επινοηθεί, για να ευχαριστούν τον αναγνώστη κι όχι για να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, διότι πιστεύεται ότι όσο παράλογα ψεύδη κι αν ειπωθούν για τους Ινδούς, κανείς δεν θα τα αντικρούσει», ενώ «ο Αλέξανδρος κι οι Μακεδόνες διέψευσαν πολλά απ’ αυτά τα ψέματα εκτός από όσα, κατασκεύασαν οι ίδιοι».
Κάποια από τα χαρακτηριστικότερα μυθεύματα των αρχαίων Ελλήνων για την Ινδία είναι τα ακόλουθα.
Το σπέρμα των Ινδών είναι μαύρο, όπως και το δέρμα τους.
Η τίγρις έχει μέγεθος ίππου, είναι το ταχύτερο και δυνατότερο ζώο της Ινδίας, μπορεί να πηδήξει στην πλάτη ενός ελέφαντα και να τον πνίξει εύκολα. Σημειώνουμε ότι ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα τίγρης, όχι όμως και το ίδιο το ζώο. Μπόρεσε όμως να συνειδητοποιήσει ότι τα ζώα, που μέχρι τότε οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τίγρεις, ήταν απλώς τσακάλια στικτά και μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα.
Ένα άλλο θαυμαστό ζώο της Ινδίας ήταν το … μυρμήγκι. Κατά τον Μεγασθένη και τον Ηρόδοτο, τα ινδικά μυρμήγκια ήταν πιο μεγαλόσωμα από τις αλεπούδες, πιό μικρόσωμα από σκύλους, έμοιαζαν με τα κανονικά κυρμήγκια και σκάβοντας τη γη, για να φτιάξουν τις φωλιές τους, έβγαζαν χώμα που ήταν χρυσοφόρο. Τον δε χρυσό των Ινδών τον φύλασσαν γρύπες. Ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα ινδικών μυρμηγκιών, αλλά και πάλι όχι τα ίδια τα ζώα. Τα παραπάνω ο Αρριανός δεν τα θεωρεί καθόλου ασφαλείς πληροφορίες, ίσως διότι γνώριζε πώς ήταν ο ιπποπόταμος, και τα αναφέρει απλώς για να μην του καταλογισθεί άγνοια της βιβλιογραφίας.
Για τα διαβόητα ινδικά σκυλιά ο Διόδωρος και ο Κούρτιος παραδίδουν μερικά εκπληκτικά πράγματα. Λέει λοιπόν ο Διόδωρος ότι ο Ινδός βασιλιάς Σωπείθης προσέφερε στον Αλέξανδρο 150 ινδικά σκυλιά. Αυτά λεγόταν ότι προέρχονταν από διασταύρωση με τίγρη και, για να επιδείξουν τις εκπληκτικές ικανότητές τους, οι Ινδοί έβαλαν σε έναν περιφραγμένο χώρο ένα ενήλικο λιοντάρι και 4 από τα χειρότερα σκυλιά. Αφού τα σκυλιά σκότωσαν το λιοντάρι, ο εκπαιδευτής τους έπιασε το ένα και άρχισε να του κόβει σιγά-σιγά το πόδι. Το σκυλί ήταν τόσο υπάκουο, ώστε υπέμεινε το μαρτύριο με σφιγμένα δόντια, χωρίς να φωνάξει ή να κλάψει, μέχρι που πέθανε από την αιμορραγία.
Ο Κούρτιος αναφέρει (χωρίς να το πιστεύει) ότι τα 4 σκυλιά όρμησαν στο τεραστίων διαστάσεων λιοντάρι και το ακινητοποίησαν. Για να επιδείξουν στον Αλέξανδρο την αποφασιστικότητα των σκυλιών, ένας Ινδός άρχισε να κόβει το πόδι του ενός σκυλιού, που δεν αντέδρασε καθόλου. Μετά άρχισε να κόβει κι άλλο μέρος του σώματός του, και πάλι χωρίς να αντιδράσει το σκυλί. Τελικά άρχισε να το καρφώνει με το μαχαίρι σ΄ όλο του το σώμα, ώσπου το σκυλί ξεψύχησε χωρίς να αφήσει καθόλου το λιοντάρι.
Με την κατάκτηση της Ινδίας ο επιστημονικός κόσμος των αρχαίων Ελλήνων πλούτισε τις γνώσεις του σε τέτοια έκταση, της οποίας ισοδύναμο μόνο στην περίοδο των Μεγάλων Ανακαλύψεων του 15ου μ.Χ. αιώνα μπορούμε να εντοπίσουμε.
Οι Μακεδόνες διαπίστωσαν από πρώτο χέρι ότι οι Ινδοί ήταν οι πιο μεγαλόσωμοι Ασιάτες και μερικοί έφταναν σε ύψος τις 5 πήχεις (2,31 μ). Ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της Ασίας και μόνο οι Αιθίοπες ήταν πιο μελαψοί από αυτούς. Συγκεκριμένα οι νότιοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιθίοπες, ήταν σκουρόχρωμοι, με μαύρα μαλλιά, αλλά δεν είχαν πλακουτσωτές μύτες ή σγουρά μαλλιά.
Οι βόρειοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιγυπτίους. Πάνω απ’ όλα είχαν πολύ διαφορετική νοοτροπία από τους άλλους ασιατικούς λαούς, που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος. Ήταν χωρισμένοι σε μεγάλο αριθμό εθνών και κρατών χωρίς κάποιο σατράπη ή Ηγεμόνα, αλλά και αποφασισμένοι να περιορίσουν τον Αλέξανδρο, εκεί που είχαν περιορίσει και τους Πέρσες, δηλαδή στην Πενταποταμία.
Ήταν πολύ πιο πολεμικοί, πολύ πιο εύρωστοι από τους άλλους Ασιάτες και δεν είχαν ενδοιασμούς σαν του Αρσίτη. Πυρπολούσαν τις πόλεις τους, για να μη βρει εφόδια ο Αλέξανδρος, και εγκατέλειπαν τους τόπους διαμονής τους, για να μη μπορέσει να τους εκμεταλλευτεί ελλείψει ανθρωπίνου δυναμικού.
Αντιστέκονταν σκληρά στις πολιορκίες, έδιναν πεισματικές οδομαχίες μέχρι τέλους και σε μερικές περιπτώσεις, προκειμένου να μην υποδουλωθούν, δεν δίστασαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στις πόλεις τους μαζί με τις οικογένειές τους.
Ένας άλλος μεγάλος πονοκέφαλος για τον Αλέξανδρο ήταν οι Ινδοί μισθοφόροι, που περιφέρονταν από τη μία πόλη στην άλλη και ενίσχυαν την άμυνα των κατοίκων, δυσκολεύοντάς τον να τους υποτάξει. Σημειωτέον ότι οι Ινδοί μισθοφόροι είχαν πολύ ισχυρό πατριωτικό αίσθημα και δεν πολεμούσαν εναντίον των ομοφύλων τους υπέρ των εισβολέων, σε αντίθεση με τους Έλληνες μισθοφόρους, που τους διέκρινε επαγγελματισμός και όχι πατριωτισμός.
Έτσι οι Ινδοί μισθοφόροι δεν εντάχθηκαν μαζικά στις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, σε αντίθεση ακόμη και προς τους Πέρσες. Επίσης οι Βραχμάνες διέτρεχαν όλη τη χώρα, ξεσήκωναν τους κατοίκους εναντίον των αλλοφύλων εισβολέων και αναθεμάτιζαν τους ηγεμόνες, που συνεργάζονταν.
Η πεισματική αντίσταση των Ινδών υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να χρησιμοποιήσει εξαιρετικά σκληρές μεθόδους, για να τους υποτάξει. Σε κάθε περίπτωση εκτελούσε τους Βραχμάνες υποκινητές, εξόντωνε τους ανθιστάμενους και τους μισθοφόρους χωρίς να εξαιρεί αμάχους και ασθενείς. Αντίθετα όσους Ινδούς ηγεμόνες παραδίνονταν, τους δεχόταν με μεγαλύτερες τιμές απ’ όλους τους άλλους προηγουμένως.
Πριν ξεκινήσει για την Ινδία, ο Αλέξανδρος διέταξε να πυρποληθούν οι άμαξες με τα λάφυρα, τόσο οι δικές του και των εταίρων, όσο και των απλών Μακεδόνων, διότι η στρατιά είχε γίνει δυσκίνητη από τη μεγάλη ποσότητα λαφύρων που μετέφεραν τα σκευοφόρα. Η πράξη αυτή λέγεται ότι δεν προκάλεσε την αντίδραση, αλλά τον ενθουσιασμό των Μακεδόνων, που στο τέλος πυρπολούσαν μόνοι τους τα σκευοφόρα τους. Αυτό το περιστατικό αναφέρεται από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς και γίνεται δεκτό από αρκετούς νεότερους, ωστόσο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Το προφανές αντεπιχείρημα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων αποκτήθηκε στην Περσέπολη και στα 3 χρόνια, που είχαν περάσει από τότε, η στρατιά διήνυσε αμέτρητα χιλιόμετρα σε εχθρικά εδάφη καταδιώκοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο εχθρό, υπομένοντας βαρυχειμωνιές, καύσωνες, στερήσεις και κάθε είδους κακουχίες, χωρίς να προβληματιστεί από τον αριθμό ή το φορτίο των σκευοφόρων.
Η Ινδία δεν ήταν πιο δύσβατη από τα εδάφη, που είχαν κατακτήσει ως τότε, οι Ινδοί δεν είχαν περισσότερο ή καλύτερο τακτικό στρατό από τους Πέρσες (αν και εθεωρούντο ως το πολυπληθέστερο έθνος στον κόσμο) και οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ινδία δεν ήταν δυσμενέστερες από εκείνες της Κεντρικής Ασίας. Θα ήταν λοιπόν λογικότερο η πυρπόληση των σκευοφόρων να είχε γίνει, όταν ο Αλέξανδρος έμπαινε στην Κεντρική Ασία, όπου χρειάσθηκε να κινηθεί με εκπληκτικές ταχύτητες, και όχι στην Ινδία.
Φαίνεται λοιπόν λογικότερη η εκδοχή του Κούρτιου, που τοποθετεί την πυρπόληση των αμαξών, στη Σουσία κατά την καταδίωξη του Βήσσου. Αλλά ακόμη και αυτό αποτελεί παραλογισμό, διότι εμφανίζει τον Αλέξανδρο ως ανακόλουθο. Αφού διέταξε την επαίσχυντη και εν πολλοίς δυσεξήγητη λεηλασία της Περσέπολης, φέρεται να διατάσσει εν συνεχεία την καταστροφή ακριβώς αυτών των λαφύρων, των πιο πολύτιμων όλης της εκστρατείας.
Αν πράγματι συνέβη αυτό, με ποια λογική και ποιο σκεπτικό θα μπορούσε να προκαλέσει τον καταγραφόμενο ενθουσιασμό στους στρατιώτες του;
Όσο νωρίτερα ή όσο αργότερα στο χρόνο κι αν τοποθετήσουμε του θρυλούμενο αυτό περιστατικό, το βέβαιο είναι ότι μόνο αντιδράσεις θα προκαλούσε και όχι ενθουσιασμό.
Αν δεχθούμε την εκδοχή του Κούρτιου, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Αλέξανδρος αγωνίσθηκε να πείσει την εκκλησία των Μακεδόνων ότι η εκστρατεία δεν τελείωσε με το θάνατο του Δαρείου. Αφού λοιπόν τους υποσχέθηκε κάθε είδους ηθικές και υλικές απολαβές, πώς είναι δυνατόν λίγους μήνες αργότερα να διέταξε την πυρπόληση όλων των υλικών ανταμοιβών, που είχαν συγκεντρώσει ως εκείνη τη στιγμή;
Αν δεχθούμε την εκδοχή του Πλούταρχου, πρέπει να θυμόμαστε ότι είχαν προηγηθεί πολλά και σοβαρά γεγονότα (η εκτέλεση του Φιλώτα, η δολοφονία του Παρμενίωνα, η προσκύνηση, ο φόνος του Κλείτου, η δίκη και εκτέλεση των παίδων, η εκτέλεση του Καλλισθένη), συνεπώς οι σχέσεις Αλεξάνδρου και Μακεδόνων θα ήταν πιο τεταμένες και πιο απρόθυμοι οι τελευταίοι να χάσουν για χάρη του τα «ατομικά τους είδη». Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν συνέβαινε η πυρπόληση των σκευοφόρων, οι Μακεδόνες δεν θα χαιρόντουσαν καθόλου.
Έπειτα υπάρχει και το ερώτημα, γιατί να υπήρχαν τόσα πολλά λάφυρα. Αν εξαιρέσουμε κάποια αντικείμενα, που οι στρατιώτες ίσως είχαν αποκτήσει πολύ πρόσφατα ή τα κράτησαν ως εφεδρικό οπλισμό, όλα τα άλλα θα έπρεπε να είχαν πωληθεί προ πολλού. Αυτό είναι το αυτονόητο, διότι οι μισθοφορούμενοι στρατιώτες διακινδύνευαν τη ζωή τους για τα πλούτη, δεν ήταν ούτε ρακοσυλλέκτες ούτε συλλέκτες έργων τέχνης και τα λάφυρα από την αρχή της εκστρατείας ως την υποτιθέμενη πυρπόληση των σκευοφόρων, οπωσδήποτε θα τα είχαν μετατρέψει σε χρήμα.
Ο παραλογισμός της πυρπόλησης αναδεικνύεται σ’ όλο του το μέγεθος, αν συνεκτιμήσουμε τα χρέη που είχαν δημιουργήσει οι Μακεδόνες. Τότε γίνεται αδύνατο να εξηγήσουμε γιατί οι χρεωμένοι στρατιώτες δεν ρευστοποίησαν τα λάφυρα, ώστε να εξαλείψουν ή να μειώσουν τα χρέη τους, τα οποία αργότερα κάλυψε ο Αλέξανδρος.
Επιχειρηματολογείται ότι και ο Ξενοφών έκαψε τα σκευοφόρα, όταν κατευθυνόταν με τους Μυρίους προς τα βουνά της Αρμενίας. Παραλείπεται όμως μία σημαντική λεπτομέρεια. Ο Ξενοφών υποχωρούσε καταδιωκόμενος και μαχόμενος κατά των κυβερνητικών στρατευμάτων της κοσμοκράτειρας Περσίας.
Για τον Ξενοφώντα, όπως σε αρκετά σημεία δηλώνει ο ίδιος χωρίς περιστροφές, το μοναδικό ζητούμενο ήταν η σωτηρία των Μυρίων. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες χρειάζονταν μόνο όπλα και τρόφιμα, όχι λάφυρα και σκευοφόρα. Πράγματι, όταν έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο, έξω από την περσική επικράτεια, είχαν χάσει τα πάντα και μόνο με τις λεηλασίες μπόρεσαν να κρατηθούν στη ζωή.
Αντίθετα, ο Αλέξανδρος προέλαυνε νικηφόρα και είχε την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν τοποθετήσει κανείς την πυρπόληση των αμαξών, υπήρχε χρόνος να πωληθούν τα λάφυρα, πριν από την έναρξη εκείνης της φάσης των επιχειρήσεων, που θα απαιτούσε ταχεία κίνηση. Είναι λοιπόν πέρα από κάθε λογική να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν συνέστησε ή δεν διέταξε έγκαιρα τους στρατιώτες του να πουλήσουν τα λάφυρά τους, αλλά προτίμησε να τους τα πυρπολήσει.
Όσο για το αν ήταν εφικτή η πώληση των λαφύρων τόσο βαθειά στην Ασία, αρκεί μόνο να προσέξουμε ότι οι συνακολουθούντες Φοίνικες έμποροι συγκέντρωναν εμπορεύματα ακόμη και μέσα στην έρημο της Γεδρωσίας. Όσα τυχόν λάφυρα είχαν επιλέξει να κρατήσουν οι στρατιώτες, ελάχιστα θα επιβάρυναν την οικοσκευή, την οποία ως μισθοφόροι ούτως ή άλλως έπαιρναν μαζί τους. Δεν προκύπτει δηλαδή αυξημένος αριθμός σκευοφόρων και ανάγκη μείωσής του.
Εν ολίγοις το περιστατικό της πυρπόλησης των σκευοφόρων με τα λάφυρα δεν πείθει ότι είναι πραγματικό. Περισσότερο φαίνεται να είναι δημιούργημα της φαντασίας κάποιων ιστορικών και ιστοριογράφων, στους οποίους δεν αρκούσε η ούτω ή άλλως εξαιρετική φυσιογνωμία του Αλεξάνδρου και η μοναδικότητα της στρατιωτικής επιτυχίας του, αλλά ήθελαν να μας πείσουν ότι ήταν απόλυτα αποδεκτός από τους στρατιώτες του και ότι οι αντιδράσεις, που είχε ξεσηκώσει στη στρατιά του ο Μέγας Βασιλεύς Αλέξανδρος, ήταν αμελητέες.
Εκτός απ’ αυτό, οι δύο σωζόμενοι Ρωμαίοι ιστορικοί λένε ότι ως μέρος της προπαρασκευής για την εισβολή στην Ινδία, ο Αλέξανδρος επαργύρωσε την ιπποσκευή και τα όπλα της στρατιάς, την οποία εφεξής αποκαλούσε αργυράσπιδες. Μάλιστα ο Κούρτιος βάζει τον Αλέξανδρο να λέει στην αγόρευσή του κατά των παίδων ότι επικάλυψε τα όπλα με χρυσό και ασήμι, για να μην νομίσουν οι Ινδοί ότι εισέβαλλε στη χώρα τους για το χρυσάφι, αλλά επειδή ήθελε να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα οι αργυράσπιδες δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου.
ΕΚ ΤΟΥ www.alexanderofmacedon.info/
ΜΕ ΠΗΓΕΣ :
Ινδία - (Αρριανός Ε.4, ΣΤ.22, Ινδική 2, 6, 15, Πλούταρχος Αλέξανδρος 57.1-2, 59.6-8, Διόδωρος ΙΣΤ.42.9, ΙΖ.92, Κούρτιος 6.6.14-17, 8.5.3-4, 8.8.16-17, 9.1.31-34, Ιουστίνος 12.7.5, Πολύαινος Δ.3.10, Ηρόδοτος Γ.94, 101, 102, Ε.3, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις, Γ.ΙΙ.27-28, Δ.Ι.12)
όνομα πέρασε στους Ρωμαίους και έφτασε μέχρι τους νεώτερους Ευρωπαίους. Έτσι το Πακιστάν, η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Μυανμάρ (πρώην Βιρμανία) και η Μαλαισία αποτελούσαν τις Βρετανικές Ινδίες. Το Λάος, το Βιετνάμ και η Καμπότζη αποτελούσαν τη Γαλλική Ινδοκίνα και η Ινδονησία τις Ολλανδικές Ινδίες. Αυτού του είδους η ονοματολογία διατηρήθηκε μέχρι και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε άρχισε η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση των παραπάνω χωρών από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις.
Ο απόηχος αυτής της ονοματολογίας φτάνει μέχρι τις μέρες μας, που οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αμερικανικής ηπείρου εξακολουθούν να ονομάζονται Ινδιάνοι και τα νησιά της Καραϊβικής Δυτικές Ινδίες, επειδή βρίσκονται στα δυτικά της Ευρώπης και ο Χριστόφορος Κολόμβος πίστεψε ότι είχε κάνει το γύρο της Γης και είχε φτάσει στην Ινδία.
Η εκστρατεία στην Ινδία διήρκεσε επί 2 χρόνια, από την άνοιξη του 327 έως το καλοκαίρι του 325 π.Χ. και ο Αρριανός αφιέρωσε στην Ινδία περίπου δύο βιβλία από τα συνολικά έξι της Αλεξάνδρου Ανάβασης, καθώς και ένα αναλυτικότερο έβδομο, την Ινδική. Δηλαδή το μισό σχεδόν έργο του είναι αφιερωμένο στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου στη μακρινή και μυστηριώδη Ινδία. Παρά το γεγονός ότι ταξιδιωτικές περιγραφές (όπως του Κτησία από την Κνίδο και του Σκύλακα από τα Καρύανδα) προϋπήρχαν του Αλεξάνδρου, μόνο μετά την εκστρατεία του έχουμε ακριβείς και αναλυτικές περιγραφές για την μακρινή στους Έλληνες Ινδία.
Μέχρι τότε ο οποιοσδήποτε μπορούσε να λέει οτιδήποτε χωρίς κανείς να μπορεί να το διαψεύσει κι όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός για τα περί Ινδίας ψέματα, «έχουν επινοηθεί, για να ευχαριστούν τον αναγνώστη κι όχι για να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, διότι πιστεύεται ότι όσο παράλογα ψεύδη κι αν ειπωθούν για τους Ινδούς, κανείς δεν θα τα αντικρούσει», ενώ «ο Αλέξανδρος κι οι Μακεδόνες διέψευσαν πολλά απ’ αυτά τα ψέματα εκτός από όσα, κατασκεύασαν οι ίδιοι».
Κάποια από τα χαρακτηριστικότερα μυθεύματα των αρχαίων Ελλήνων για την Ινδία είναι τα ακόλουθα.
Το σπέρμα των Ινδών είναι μαύρο, όπως και το δέρμα τους.
Η τίγρις έχει μέγεθος ίππου, είναι το ταχύτερο και δυνατότερο ζώο της Ινδίας, μπορεί να πηδήξει στην πλάτη ενός ελέφαντα και να τον πνίξει εύκολα. Σημειώνουμε ότι ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα τίγρης, όχι όμως και το ίδιο το ζώο. Μπόρεσε όμως να συνειδητοποιήσει ότι τα ζώα, που μέχρι τότε οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τίγρεις, ήταν απλώς τσακάλια στικτά και μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα.
Ένα άλλο θαυμαστό ζώο της Ινδίας ήταν το … μυρμήγκι. Κατά τον Μεγασθένη και τον Ηρόδοτο, τα ινδικά μυρμήγκια ήταν πιο μεγαλόσωμα από τις αλεπούδες, πιό μικρόσωμα από σκύλους, έμοιαζαν με τα κανονικά κυρμήγκια και σκάβοντας τη γη, για να φτιάξουν τις φωλιές τους, έβγαζαν χώμα που ήταν χρυσοφόρο. Τον δε χρυσό των Ινδών τον φύλασσαν γρύπες. Ο Νέαρχος είχε δει στο στρατόπεδο δέρματα ινδικών μυρμηγκιών, αλλά και πάλι όχι τα ίδια τα ζώα. Τα παραπάνω ο Αρριανός δεν τα θεωρεί καθόλου ασφαλείς πληροφορίες, ίσως διότι γνώριζε πώς ήταν ο ιπποπόταμος, και τα αναφέρει απλώς για να μην του καταλογισθεί άγνοια της βιβλιογραφίας.
Για τα διαβόητα ινδικά σκυλιά ο Διόδωρος και ο Κούρτιος παραδίδουν μερικά εκπληκτικά πράγματα. Λέει λοιπόν ο Διόδωρος ότι ο Ινδός βασιλιάς Σωπείθης προσέφερε στον Αλέξανδρο 150 ινδικά σκυλιά. Αυτά λεγόταν ότι προέρχονταν από διασταύρωση με τίγρη και, για να επιδείξουν τις εκπληκτικές ικανότητές τους, οι Ινδοί έβαλαν σε έναν περιφραγμένο χώρο ένα ενήλικο λιοντάρι και 4 από τα χειρότερα σκυλιά. Αφού τα σκυλιά σκότωσαν το λιοντάρι, ο εκπαιδευτής τους έπιασε το ένα και άρχισε να του κόβει σιγά-σιγά το πόδι. Το σκυλί ήταν τόσο υπάκουο, ώστε υπέμεινε το μαρτύριο με σφιγμένα δόντια, χωρίς να φωνάξει ή να κλάψει, μέχρι που πέθανε από την αιμορραγία.
Ο Κούρτιος αναφέρει (χωρίς να το πιστεύει) ότι τα 4 σκυλιά όρμησαν στο τεραστίων διαστάσεων λιοντάρι και το ακινητοποίησαν. Για να επιδείξουν στον Αλέξανδρο την αποφασιστικότητα των σκυλιών, ένας Ινδός άρχισε να κόβει το πόδι του ενός σκυλιού, που δεν αντέδρασε καθόλου. Μετά άρχισε να κόβει κι άλλο μέρος του σώματός του, και πάλι χωρίς να αντιδράσει το σκυλί. Τελικά άρχισε να το καρφώνει με το μαχαίρι σ΄ όλο του το σώμα, ώσπου το σκυλί ξεψύχησε χωρίς να αφήσει καθόλου το λιοντάρι.
Ελληνική επιγραφή στο Αφγανιστάν |
Οι Μακεδόνες διαπίστωσαν από πρώτο χέρι ότι οι Ινδοί ήταν οι πιο μεγαλόσωμοι Ασιάτες και μερικοί έφταναν σε ύψος τις 5 πήχεις (2,31 μ). Ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της Ασίας και μόνο οι Αιθίοπες ήταν πιο μελαψοί από αυτούς. Συγκεκριμένα οι νότιοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιθίοπες, ήταν σκουρόχρωμοι, με μαύρα μαλλιά, αλλά δεν είχαν πλακουτσωτές μύτες ή σγουρά μαλλιά.
Οι βόρειοι Ινδοί έμοιαζαν με τους Αιγυπτίους. Πάνω απ’ όλα είχαν πολύ διαφορετική νοοτροπία από τους άλλους ασιατικούς λαούς, που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος. Ήταν χωρισμένοι σε μεγάλο αριθμό εθνών και κρατών χωρίς κάποιο σατράπη ή Ηγεμόνα, αλλά και αποφασισμένοι να περιορίσουν τον Αλέξανδρο, εκεί που είχαν περιορίσει και τους Πέρσες, δηλαδή στην Πενταποταμία.
Αλέξανδρος του Φιλίππου
|
Αντιστέκονταν σκληρά στις πολιορκίες, έδιναν πεισματικές οδομαχίες μέχρι τέλους και σε μερικές περιπτώσεις, προκειμένου να μην υποδουλωθούν, δεν δίστασαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στις πόλεις τους μαζί με τις οικογένειές τους.
Ένας άλλος μεγάλος πονοκέφαλος για τον Αλέξανδρο ήταν οι Ινδοί μισθοφόροι, που περιφέρονταν από τη μία πόλη στην άλλη και ενίσχυαν την άμυνα των κατοίκων, δυσκολεύοντάς τον να τους υποτάξει. Σημειωτέον ότι οι Ινδοί μισθοφόροι είχαν πολύ ισχυρό πατριωτικό αίσθημα και δεν πολεμούσαν εναντίον των ομοφύλων τους υπέρ των εισβολέων, σε αντίθεση με τους Έλληνες μισθοφόρους, που τους διέκρινε επαγγελματισμός και όχι πατριωτισμός.
Έτσι οι Ινδοί μισθοφόροι δεν εντάχθηκαν μαζικά στις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, σε αντίθεση ακόμη και προς τους Πέρσες. Επίσης οι Βραχμάνες διέτρεχαν όλη τη χώρα, ξεσήκωναν τους κατοίκους εναντίον των αλλοφύλων εισβολέων και αναθεμάτιζαν τους ηγεμόνες, που συνεργάζονταν.
Η πεισματική αντίσταση των Ινδών υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να χρησιμοποιήσει εξαιρετικά σκληρές μεθόδους, για να τους υποτάξει. Σε κάθε περίπτωση εκτελούσε τους Βραχμάνες υποκινητές, εξόντωνε τους ανθιστάμενους και τους μισθοφόρους χωρίς να εξαιρεί αμάχους και ασθενείς. Αντίθετα όσους Ινδούς ηγεμόνες παραδίνονταν, τους δεχόταν με μεγαλύτερες τιμές απ’ όλους τους άλλους προηγουμένως.
(Σχέδιο).Αγαλματίδιο ενός Έλληνα στρατιώτη, του 3ου αιώνα π.Χ. -ταφή βόρεια περιοχή της Tian Shan, Μουσείο Urumqi Xinjiang |
Πριν ξεκινήσει για την Ινδία, ο Αλέξανδρος διέταξε να πυρποληθούν οι άμαξες με τα λάφυρα, τόσο οι δικές του και των εταίρων, όσο και των απλών Μακεδόνων, διότι η στρατιά είχε γίνει δυσκίνητη από τη μεγάλη ποσότητα λαφύρων που μετέφεραν τα σκευοφόρα. Η πράξη αυτή λέγεται ότι δεν προκάλεσε την αντίδραση, αλλά τον ενθουσιασμό των Μακεδόνων, που στο τέλος πυρπολούσαν μόνοι τους τα σκευοφόρα τους. Αυτό το περιστατικό αναφέρεται από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς και γίνεται δεκτό από αρκετούς νεότερους, ωστόσο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Το προφανές αντεπιχείρημα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων αποκτήθηκε στην Περσέπολη και στα 3 χρόνια, που είχαν περάσει από τότε, η στρατιά διήνυσε αμέτρητα χιλιόμετρα σε εχθρικά εδάφη καταδιώκοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο εχθρό, υπομένοντας βαρυχειμωνιές, καύσωνες, στερήσεις και κάθε είδους κακουχίες, χωρίς να προβληματιστεί από τον αριθμό ή το φορτίο των σκευοφόρων.
Η Ινδία δεν ήταν πιο δύσβατη από τα εδάφη, που είχαν κατακτήσει ως τότε, οι Ινδοί δεν είχαν περισσότερο ή καλύτερο τακτικό στρατό από τους Πέρσες (αν και εθεωρούντο ως το πολυπληθέστερο έθνος στον κόσμο) και οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ινδία δεν ήταν δυσμενέστερες από εκείνες της Κεντρικής Ασίας. Θα ήταν λοιπόν λογικότερο η πυρπόληση των σκευοφόρων να είχε γίνει, όταν ο Αλέξανδρος έμπαινε στην Κεντρική Ασία, όπου χρειάσθηκε να κινηθεί με εκπληκτικές ταχύτητες, και όχι στην Ινδία.
Φαίνεται λοιπόν λογικότερη η εκδοχή του Κούρτιου, που τοποθετεί την πυρπόληση των αμαξών, στη Σουσία κατά την καταδίωξη του Βήσσου. Αλλά ακόμη και αυτό αποτελεί παραλογισμό, διότι εμφανίζει τον Αλέξανδρο ως ανακόλουθο. Αφού διέταξε την επαίσχυντη και εν πολλοίς δυσεξήγητη λεηλασία της Περσέπολης, φέρεται να διατάσσει εν συνεχεία την καταστροφή ακριβώς αυτών των λαφύρων, των πιο πολύτιμων όλης της εκστρατείας.
Αν πράγματι συνέβη αυτό, με ποια λογική και ποιο σκεπτικό θα μπορούσε να προκαλέσει τον καταγραφόμενο ενθουσιασμό στους στρατιώτες του;
Όσο νωρίτερα ή όσο αργότερα στο χρόνο κι αν τοποθετήσουμε του θρυλούμενο αυτό περιστατικό, το βέβαιο είναι ότι μόνο αντιδράσεις θα προκαλούσε και όχι ενθουσιασμό.
Αν δεχθούμε την εκδοχή του Κούρτιου, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Αλέξανδρος αγωνίσθηκε να πείσει την εκκλησία των Μακεδόνων ότι η εκστρατεία δεν τελείωσε με το θάνατο του Δαρείου. Αφού λοιπόν τους υποσχέθηκε κάθε είδους ηθικές και υλικές απολαβές, πώς είναι δυνατόν λίγους μήνες αργότερα να διέταξε την πυρπόληση όλων των υλικών ανταμοιβών, που είχαν συγκεντρώσει ως εκείνη τη στιγμή;
Αν δεχθούμε την εκδοχή του Πλούταρχου, πρέπει να θυμόμαστε ότι είχαν προηγηθεί πολλά και σοβαρά γεγονότα (η εκτέλεση του Φιλώτα, η δολοφονία του Παρμενίωνα, η προσκύνηση, ο φόνος του Κλείτου, η δίκη και εκτέλεση των παίδων, η εκτέλεση του Καλλισθένη), συνεπώς οι σχέσεις Αλεξάνδρου και Μακεδόνων θα ήταν πιο τεταμένες και πιο απρόθυμοι οι τελευταίοι να χάσουν για χάρη του τα «ατομικά τους είδη». Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν συνέβαινε η πυρπόληση των σκευοφόρων, οι Μακεδόνες δεν θα χαιρόντουσαν καθόλου.
ΙΝΔΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΕΤΑ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
ΝΑ ΦΟΡΑ ΧΙΤΩΝΑ ΚΑΙ
ΧΛΑΜΥΔΑ ΚΡΑΤΑ ΤΡΙΑΙΝΑ ΚΑΙ ΦΟΡΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΜΕ ΥΨΗΛΕΣ ΚΝΙΜΗΔΕΣ ΕΤΟΣ 2ΟΣ-1ΟΣ ΑΙ Π.Χ.. -GANDHARA, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΜΟΥΣΕΙΟ.
|
Ο παραλογισμός της πυρπόλησης αναδεικνύεται σ’ όλο του το μέγεθος, αν συνεκτιμήσουμε τα χρέη που είχαν δημιουργήσει οι Μακεδόνες. Τότε γίνεται αδύνατο να εξηγήσουμε γιατί οι χρεωμένοι στρατιώτες δεν ρευστοποίησαν τα λάφυρα, ώστε να εξαλείψουν ή να μειώσουν τα χρέη τους, τα οποία αργότερα κάλυψε ο Αλέξανδρος.
Επιχειρηματολογείται ότι και ο Ξενοφών έκαψε τα σκευοφόρα, όταν κατευθυνόταν με τους Μυρίους προς τα βουνά της Αρμενίας. Παραλείπεται όμως μία σημαντική λεπτομέρεια. Ο Ξενοφών υποχωρούσε καταδιωκόμενος και μαχόμενος κατά των κυβερνητικών στρατευμάτων της κοσμοκράτειρας Περσίας.
Για τον Ξενοφώντα, όπως σε αρκετά σημεία δηλώνει ο ίδιος χωρίς περιστροφές, το μοναδικό ζητούμενο ήταν η σωτηρία των Μυρίων. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες χρειάζονταν μόνο όπλα και τρόφιμα, όχι λάφυρα και σκευοφόρα. Πράγματι, όταν έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο, έξω από την περσική επικράτεια, είχαν χάσει τα πάντα και μόνο με τις λεηλασίες μπόρεσαν να κρατηθούν στη ζωή.
Αντίθετα, ο Αλέξανδρος προέλαυνε νικηφόρα και είχε την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Οποτεδήποτε λοιπόν κι αν τοποθετήσει κανείς την πυρπόληση των αμαξών, υπήρχε χρόνος να πωληθούν τα λάφυρα, πριν από την έναρξη εκείνης της φάσης των επιχειρήσεων, που θα απαιτούσε ταχεία κίνηση. Είναι λοιπόν πέρα από κάθε λογική να υποθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος δεν συνέστησε ή δεν διέταξε έγκαιρα τους στρατιώτες του να πουλήσουν τα λάφυρά τους, αλλά προτίμησε να τους τα πυρπολήσει.
Όσο για το αν ήταν εφικτή η πώληση των λαφύρων τόσο βαθειά στην Ασία, αρκεί μόνο να προσέξουμε ότι οι συνακολουθούντες Φοίνικες έμποροι συγκέντρωναν εμπορεύματα ακόμη και μέσα στην έρημο της Γεδρωσίας. Όσα τυχόν λάφυρα είχαν επιλέξει να κρατήσουν οι στρατιώτες, ελάχιστα θα επιβάρυναν την οικοσκευή, την οποία ως μισθοφόροι ούτως ή άλλως έπαιρναν μαζί τους. Δεν προκύπτει δηλαδή αυξημένος αριθμός σκευοφόρων και ανάγκη μείωσής του.
Εν ολίγοις το περιστατικό της πυρπόλησης των σκευοφόρων με τα λάφυρα δεν πείθει ότι είναι πραγματικό. Περισσότερο φαίνεται να είναι δημιούργημα της φαντασίας κάποιων ιστορικών και ιστοριογράφων, στους οποίους δεν αρκούσε η ούτω ή άλλως εξαιρετική φυσιογνωμία του Αλεξάνδρου και η μοναδικότητα της στρατιωτικής επιτυχίας του, αλλά ήθελαν να μας πείσουν ότι ήταν απόλυτα αποδεκτός από τους στρατιώτες του και ότι οι αντιδράσεις, που είχε ξεσηκώσει στη στρατιά του ο Μέγας Βασιλεύς Αλέξανδρος, ήταν αμελητέες.
Εκτός απ’ αυτό, οι δύο σωζόμενοι Ρωμαίοι ιστορικοί λένε ότι ως μέρος της προπαρασκευής για την εισβολή στην Ινδία, ο Αλέξανδρος επαργύρωσε την ιπποσκευή και τα όπλα της στρατιάς, την οποία εφεξής αποκαλούσε αργυράσπιδες. Μάλιστα ο Κούρτιος βάζει τον Αλέξανδρο να λέει στην αγόρευσή του κατά των παίδων ότι επικάλυψε τα όπλα με χρυσό και ασήμι, για να μην νομίσουν οι Ινδοί ότι εισέβαλλε στη χώρα τους για το χρυσάφι, αλλά επειδή ήθελε να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα οι αργυράσπιδες δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου.
ΕΚ ΤΟΥ www.alexanderofmacedon.info/
ΜΕ ΠΗΓΕΣ :
Ινδία - (Αρριανός Ε.4, ΣΤ.22, Ινδική 2, 6, 15, Πλούταρχος Αλέξανδρος 57.1-2, 59.6-8, Διόδωρος ΙΣΤ.42.9, ΙΖ.92, Κούρτιος 6.6.14-17, 8.5.3-4, 8.8.16-17, 9.1.31-34, Ιουστίνος 12.7.5, Πολύαινος Δ.3.10, Ηρόδοτος Γ.94, 101, 102, Ε.3, Ξενοφών Κύρου Ανάβασις, Γ.ΙΙ.27-28, Δ.Ι.12)
καί
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΓΝΩΜΩΝΑ
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΓΝΩΜΩΝΑ