Γερ. Γ. Γερολυμάτος: Β’ Πλήρης έγχρωμη αναπαράσταση της «Πύλης των Καρυατίδων»,
υπό κλίμακα. λάδι-χαρτόνι, 64Χ53 (υποθετική)
Με τη σημερινή δημοσίευση της δεύτερης κατά σειρά έγχρωμης αναπαράστασης, κλείνει και ένα χρονικό διάστημα τριών μηνών καθημερινής εργασίας. Τόσο χρειάστηκε, προκειμένου να δημιουργήσω με το χέρι τέσσερα γραμμικά σχέδια του Τύμβου και τρεις μεγάλες αναπαραστάσεις, μια σχεδιαστική και δύο έγχρωμες, διαστάσεων 64Χ53. Η μια από τις έγχρωμες αποτυπώνει τα λίγα διασωθέντα χρώματα, ενώ η δεύτερη είναι πλήρης, αν και υποθετική, με βάση κάποιες λογικές και πιθανές εκτιμήσεις και λαμβάνοντας υπόψιν την κοινή παράδοση της περιοχής στην διακόσμηση των μακεδονικών τάφων. Στον χρόνο αυτό περιλαμβάνονται επίσης η διαρκής ενημέρωση για τα ευρήματα, η έρευνα και οι συνεχείς διορθώσεις και επικαιροποιήσεις, καθώς τα έργα ήταν «ζωντανά», υπό διαρκή εξέλιξη και γίνονταν παράλληλα με την ανασκαφή. Για εμένα, ήταν μια δημιουργική και ευχάριστη περιπέτεια.
Κάπως έτσι
φαντάστηκα, λοιπόν, πως θα έπρεπε να ήταν στις ημέρες της λάμψης του το μνημείο. Κάποιες διαφορές στις λεπτομέρειες εδώ και εκεί, δεν έχουν σημασία και ούτε είναι σε θέση να αφαιρέσουν ένα ελάχιστο, από την πραγματική πολυτέλεια και το μεγαλείο του τάφου. Του τάφου, ποίου άραγε;; Ενός «Αμφιπολίτη», ενός «στρατηγού», ή κάποιου που τα οστά του πετάχτηκαν σε ένα πώρινο κιβούρι; Προσπάθησα, αν όπως λένε, ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, να δημιουργήσω εικόνες που καθιστούν κατανοητή στον απλό αναγνώστη τη μεγάλη αξία αυτής της ιστορικής ανακάλυψης. Να μπορέσει να αντιληφθεί τη μορφή και το ύφος της και ίσως να απαντήσει από μόνος του στο παραπάνω ερώτημα.
Σκεπτόμουν να γράψω ένα ξεχωριστό άρθρο, όπου θα αναλύω περισσότερο τις επιλογές μου σχετικά με τη δημοσιευόμενη αναπαράσταση, αλλά επιφυλάσσομαι να το κάνω προσεχώς σε μια νέα ανάρτηση.
Η καλλιτεχνική αξία των υπέροχων γλυπτών της Αμφίπολης
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος γράφοντας τον 1ο μ.Χ αιώνα περί της αρχαίας ελληνικής τέχνης, σημείωνε πως έπειτα από τον Λύσιππο: «Deinde cessarit ars» = σταμάτησε η τέχνη. Όπως πίστευε ο ίδιος, μετά από τα επιτεύγματα του Λυσίππου, του προσωπικού γλύπτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκείνο που διέκρινε την τέχνη της ελληνιστικής εποχής, ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια «κλασικίζουσα» μόνο μορφή, που αποτελούσε μια παρακμιακή εκδοχή της υψηλής κλασικής τέχνης.
Ο Ρωμαίος συγγραφέας εκφράζει μια μάλλον συντηρητική άποψη για την τέχνη της εποχής του. Δείχνει να μην εντυπωσιάζεται από τις καινοτομίες της ελληνιστικής περιόδου, αλλά επιμένει να ανατρέχει στο γνήσιο ύφος μιας τέχνης, που σφράγισε με την υψηλή της έκφραση μιαν εποχή που προηγήθηκε κατά τρεις τουλάχιστον αιώνες της δικής του. Ο λόγος όμως, που ξεκίνησα το άρθρο με την αναφορά στον Πλίνιο, είναι η οριοθέτηση που εισάγει ανάμεσα στις δύο καλλιτεχνικές περιόδους, την κλασική και την ελληνιστική, θέτοντας το έργο του χαλκοπλάστη Λυσίππου, ως το τελευταίο δείγμα-όριο της υψηλής κλασικής τέχνης.
Αυτό το χρονολογικό πλαίσιο, μιας και ο Λύσιππος δραστηριοποιήθηκε στο β΄μισό του 4ου αιώνα, μας φέρνει στα ίδια χρόνια, που η αρχαιολογική ομάδα έχει αποδώσει την κατασκευή του συγκεκριμένου ταφικού μνημείου στον Τύμβο της Αμφίπολης. Δηλαδή ανάμεσα στα 325-300 π.Χ. Τα γλυπτά που βρέθηκαν στον τάφο, είναι βέβαιο, πως δεν ανήκουν στην καλλιτεχνική αντίληψη του Λυσίππου με τα ρεαλιστικά και εξατομικευμένα χαρακτηριστικά της τέχνης του όπως τα γνωρίζουμε. Όμως, από την άλλη, δεν ανήκουν ούτε και στην ώριμη ελληνιστική εποχή. Τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει;
Ίσως συνέβη και εδώ αυτό που πάντα συμβαίνει με τα έργα τέχνης που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια των μεταβατικών φάσεων από ένα παλαιότερο καλλιτεχνικό ύφος προς ένα νεώτερο. Εμφανίζουν έτσι ένα συνδυασμό στοιχείων που καθιστούν επαμφοτερίζουσα την χρονολόγηση τους. Διάφορες γνώμες κάνουν λόγο για μια «αρχαϊζουσα» τεχνοτροπία στα αγάλματα των Καρυατίδων, υποστηρίζοντας πως απλώς μιμούνται το παλαιότερο ύφος της γνήσιας κλασικότητας, που τόσο πολύ εκτιμούσαν με νοσταλγία κατά την ρωμαϊκή εποχή, όπως είδαμε και στον Πλίνιο. Υπάρχει όμως και η άποψη πως τα γλυπτά είναι έργα καλλιτεχνών από το νησί της Πάρου, ενώ έγινε λόγος και για «Αθηναϊκά» εργαστήρια. Η Θάσος όπου βρίσκονταν και τα λατομεία μαρμάρου που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του μνημείου, είχε άμεση σχέση με την Πάρο αποτελώντας έναν κοινό Δήμο. Είναι σαφές πως οι Πάριοι καλλιτέχνες στα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα, ήταν φορείς μιας γλυπτικής παράδοσης που διατηρούσε ακόμα ζωντανές τις μνήμες του αρχαϊκού ύφους, σε ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Μακεδονία δεν διέθετε κάποια δικά της αξιόλογα εργαστήρια γλυπτικής.
Τείνω να εκτιμήσω την δεύτερη αυτή άποψη ως την πιο κατάλληλη για την εξήγηση του γλυπτικού ύφους. Η πρόταση πως το τεράστιο άγαλμα του μαρμάρινου Λέοντα της Αμφίπολης ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του τύμβου, τοποθετεί επίσης με αρκετή ασφάλεια την κατασκευή του μνημείου στα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα. Όπως και αν έχει, όμως, άλλα υφολογικά στοιχεία των Καρυατίδων, όπως είναι η πτυχολογία των χιτώνων και η συμφυής σμίλευση τους πάνω στον πεσσό, δείχνουν μια απομάκρυνση από τα κλασικά πρότυπα των Καρυατίδων του 5ου αιώνα. Την απομάκρυνση αυτή όμως, δεν την χαρακτηρίζει ο μιμητισμός, ο κορεσμός και η μετάφραση του ύφους, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που τα γλυπτά είχαν δημιουργηθεί πραγματικά στην ρωμαϊκή εποχή. Αντίθετα αποτυπώνουν ένα ζωηρό ύφος καλλιτεχνικής έκφρασης και πειραματισμού, που ενσωματώνει τις προηγούμενες κλασικές κατακτήσεις, μαζί με τις όποιες καλλιτεχνικές καινοτομίες είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στην τέχνη στα τέλη του 4ου αιώνα, προαναγγέλλοντας στην ουσία τον ερχομό της ελληνιστικής εποχής. Ο τάφος είναι ιδιαίτερος εξαιτίας της ύπαρξης των αγαλμάτων και σίγουρα ξεχωρίζει για τις καινοτομίες του από τους υπόλοιπους μακεδονικούς τάφους, ενώ είναι το μεγαλύτερο μνημείο του είδους του που έχει βρεθεί στην Ελλάδα.
Σχεδιαστική αναπαράσταση της «Πύλης των Καρυατίδων»,
υπό κλίμακα. Μελάνι-μολύβι, 65Χ53
Τα γλυπτά, στην εποχή για την οποία μιλάμε, αποτελούν ένα εξαιρετικό πρώιμο δείγμα, που μπορεί να μας αποκαλύψει έναν από τους πρώτους εισαγωγικούς σταθμούς στην εξέλιξη προς την ελληνιστική τέχνη. Αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία των γλυπτών του ταφικού μνημείου, καθώς μπορούν να βοηθήσουν τους ιστορικούς της τέχνης στην καλύτερη κατανόηση της μετάβασης από την κλασική στην ελληνιστική τέχνη. Έχω μάλιστα προτείνει ως χρήσιμη και την παράλληλη μελέτη των αγαλματιδίων των γνωστών «Ταναγραίων», προκειμένου να εξεταστούν κοινές μορφολογικές κατευθύνσεις με τις Καρυάτιδες, εφόσον υποθέτουμε πως είναι δύο σύγχρονες περιπτώσεις. Γνωρίζουμε ότι πολύ συχνά, λόγω της ελευθερίας στην έκφραση τους, οι υποδεέστερες πλαστικές τέχνες, όπως η κεραμική και η αγγειογραφία, σηματοδοτούσαν πρώτες τις όποιες εξελίξεις του ύφους, όταν η υψηλή τέχνη των μεγάλων ναών και των δημόσιων κτιρίων ήταν αρκετά απρόθυμη στο να αλλάξει το επίσημο και κατεστημένο ύφος της.
Τα έργα που βρέθηκαν εντός του μνημείου, είναι τα δύο γλυπτά των Σφιγγών της εισόδου, τα δύο μεγάλα αγάλματα στην πύλη των Καρυατίδων και το υπέροχο εικονιστικό ψηφιδωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης πριν από τον θάλαμο του κυρίως τάφου. Το ψηφιδωτό, όπως και άλλα ζωγραφικά έργα της περιόδου αυτής και μάλιστα της ίδιας θεματολογίας (Βεργίνα), αποκαλύπτει ξεκάθαρα ότι οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες κατείχαν την γνώση των κανόνων της προοπτικής και της απόδοσης των τριών διαστάσεων. Το άρμα μαζί με τα άλογα απεικονίζονται σε μια στάση ¾, που η απόδοση της θα αποτελούσε μια πρόκληση ακόμα και για τους καλλιτέχνες της πρώιμης Αναγέννησης.
Από τα έργα της αναπαράστασης που έχω δημιουργήσει υπό κλίμακα, το πρώτο είναι καθαρά σχεδιαστικό, ενώ το δεύτερο είναι έγχρωμο. Είναι βασισμένα στις ανακοινώσεις των αρχαιολόγων αναφορικά με τις διαστάσεις, τα χρώματα και τα ευρήματα, όπως δημοσιεύτηκαν με φωτογραφίες. Η τρίτη έγχρωμη αναπαράσταση, είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετική και αποτελεί ένα συνδυασμό των λίγων πραγματικών χρωμάτων, όπως απεικονίζονται στο δεύτερο έργο, μαζί με άλλα υποθετικά χρώματα που συμπλήρωσα εγώ, κάνοντας κάποιες λογικές υποθέσεις και χρησιμοποιώντας διάφορα διακοσμητικά στοιχεία από άλλους Μακεδονικούς τάφους που κατά πάσα πιθανότητα ήταν κοινά στην ταφική παράδοση της περιοχής.
Α’ Έγχρωμη αναπαράσταση της «Πύλης των Καρυατίδων»,
υπό κλίμακα. Λάδι-χαρτόνι, 64Χ53
Σχετικά με τα χρώματα, ο τάφος της Αμφίπολης φαίνεται να ακολουθεί τη βασική χρωματολογία και άλλων μακεδονικών τάφων της εποχής, που συνίσταται κυρίως στη βασική τριχρωμία, λευκού, μπλε, κόκκινου. Το σύνολο εμπλουτίζεται με την χρήση και άλλων χρωμάτων σε επιμέρους στοιχεία, όπως μαύρο, κίτρινο, ώχρα, πράσινο, με σκοπό μιαν ενδιαφέρουσα πολυχρωμία. Το λευκό του μαρμάρου κυριαρχεί και είναι το βασικό χρωματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσονται το μπλε και το κόκκινο, που είναι τα δύο χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν σε μεγαλύτερη ποσότητα από όλα τα άλλα. Αυτό, φυσικά, με όλους τους μεταξύ τους πιθανούς συνδυασμούς και αντιθέσεις.
Συχνά, μιλώντας για αναλογίες, αναφερόμαστε κυρίως σε μεγέθη όγκων, όμως αναλογίες έχουν και τα χρώματα, αν εννοηθούν ως ποιότητες-ποσότητες. Η αναλογικότητα στις διαφορετικές ποσότητες κάθε χρώματος από αυτά που καλύπτουν τις επιφάνειες, φαίνεται πως ισχύει επίσης στις χρωματικές επιλογές εντός του τάφου. Μάλιστα, ζωγραφίζοντας στην αναπαράσταση μου το εσωτερικό του μνημείου, συνειδητοποίησα πως η αναλογική χρήση των χρωμάτων αυτών, καθόλου τυχαία δεν ήταν, αφού μοιάζει να υπακούει σε μια συνειδητή πρόθεση, που σκοπός της ήταν να προσδώσει στα χρώματα, πέραν των άλλων και μια νοηματοδότηση, έναν χαρακτήρα συμβολισμών.
Υπάρχει μια διάχυτη θεατρικότητα που έχει σκοπό να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη και η οποία με τα αλλεπάλληλα σκηνικά της θυμίζει ένα πρώϊμο «μπαρόκ». Έτσι, εισερχόμενοι στο μνημείο από την Πύλη των δύο Σφιγγών, που είναι οι φύλακες του τάφου με αποτροπαϊκό χαρακτήρα και οι οποίες μάλλον ήταν χρωματισμένες κόκκινες, διασχίζουμε τον πρώτο θάλαμο με το κόκκινο μωσαϊκό δάπεδο. Φτάνουμε έπειτα μπροστά στην εντυπωσιακή Πύλη των Καρυατίδων οι οποίες είναι χρωματισμένες έντονα με μια αίσθηση «Ποπ Άρτ», κατά βάση με σκούρο μπλε χρώμα, εισάγοντας στον δεύτερο θάλαμο όπου κυριαρχεί το μπλε φόντο του ψηφιδωτού της αρπαγής της Περσεφόνης και αποτελεί τον προθάλαμο του κυρίως τάφου.
Οι δύο βασικοί εκπρόσωποι των θερμών και των ψυχρών χρωμάτων, το κόκκινο και το μπλε, καθορίζουν αναλογικά και με τρόπο συμβολικό τους δύο χώρους. Υποθέτω, πως με αυτό τον τρόπο οι δύο προθάλαμοι του τάφου, δεν είναι τίποτα άλλο από μια συμβολοποίηση της ζωής του θανόντος, όπου ο πρώτος θάλαμος με την θέρμη του αντιπροσωπεύει το διάστημα της ζωής και της δράσης, ενώ ο δεύτερος το ψυχρό πέρασμα προς τον θάνατο, καθώς και το ψηφιδωτό απεικονίζει την παρά την θέληση της αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Το πέρασμα αυτό, από την ζωή προς τον θάνατο που ακολούθησε ο νεκρός, σφραγίστηκε από την δόξα της αθανασίας πίσω από την βαριά μαρμάρινη θύρα, περνώντας κάτω από την Πύλη των Καρυατίδων που κατά την γνώμη μου έχουν δοξαστικό χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό και παρατηρώντας την θέση των βραχιόνων τους, έκανα την υπόθεση πως κρατούσαν κάποιο αντικείμενο και συγκεκριμένα ένα στεφάνι δόξας για τον νεκρό ήρωα.
[1] Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής, 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας