Στη μάχη του Μαραθώνα 10.000 κατάφρακτοι Ελληνες (9.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς), συνέτριψαν την τουλάχιστον υπερδιπλάσια περσική δύναμη των Δάτη και Αρταφέρνη. Περίπου 6.000 Πέρσες έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να διασωθούν επιβιβαζόμενοι στα πλοία τους, που ναυλοχούσαν στον όρμο του Μαραθώνα.
Η ήττα των εισβολέων ήταν σοβαρή, αλλά όχι ολοκληρωτική. Το περσικό εκστρατευτικό σώμα διατηρούσε το σύνολο σχεδόν του στόλου του άθικτο και ολόκληρο το ιππικό του, το οποίο δεν είχε εμπλακεί στη μάχη. Επιπλέον, μεγάλο τμήμα του πεζικού παρέμενε αξιόμαχο αν και με σημαντική πτώση του ηθικού εξαιτίας της δεινής ήττας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα και αφού παρέλαβαν τους αιχμάλωτους Ερετριείς από την νησίδα Αιγιλία, κατευθύνθηκαν προς το Σούνιο.
Ο Αρταφέρνης σχεδίαζε να φτάσει στο Φάληρο, να κάνει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της
Αθήνας πριν να επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Ο Έλληνας ιστορικός πιθανολογεί μάλιστα ότι κάποιοι φιλοπέρσες Αθηναίοι ειδοποίησαν τον περσικό στόλο με ηλιακό σήμα, πως η Αθήνα φρουρούνταν ανεπαρκώς. Ο Φειδιππίδης μετέφερε το μήνυμα της νίκης, αλλά δεν ήταν ο μόνος που γύρισε τρέχοντας από τον Μαραθώνα.
Οι Πέρσες όμως
άργησαν να αποβιβαστούν. Άλλωστε, η στάση στην νησίδα Αιγιλία δεν έδειχνε ότι βιάζονταν. Το πιθανότερο είναι πως ο Δάτις είχε αποπλεύσει τη νύχτα πριν από τη μάχη με κατεύθυνση το Φάληρο και ο υπόλοιπος στόλος κατευθυνόταν τώρα προς το ίδιο σημείο, ώστε να τον ενισχύσει. Σαν να μην είχαν κάνει ήδη αρκετά, οι Αθηναίοι έπρεπε να τρέξουν από το Μαραθώνα να σώσουν την πόλη τους.
Ο Αριστείδης με τους οπλίτες της Αντιοχίδος φυλής παρέμεινε στον χώρο της μάχης για τη φύλαξη των λαφύρων και των τραυματιών, ενώ ο Μιλτιάδης με τις άλλες εννέα φυλές έσπευσε προς την Αθήνα, από τον δρόμο της Κηφισιάς για να προλάβει την περσική απόβαση. Οι Αθηναίοι ήταν εξαντλημένοι από τη μάχη, αλλά έπρεπε να προστατεύσουν τις εστίες τους.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης, είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής αλλά έστω να σύρουν έστω τα πόδια τους. Όμως, στην πόλη βρίσκονταν οι οικογένειές τους.
Τα παιδιά, οι σύζυγοι και οι γονείς τους, που έπρεπε να τους προστατεύσουν. Αν και κατάκοποι, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την πόλη τους. Έφτασαν γύρω στις 4.30-5 και στρατοπέδευσαν στο τέμενος του Ηρακλή στο Κυνόσαργες.
Με τη δύση του ηλίου φάνηκαν τα περσικά πλοία στα ανοικτά του φαληρικού όρμου. Δεν γνωρίζουμε αν οι Πέρσες περίμεναν ένα ηλιακό σήμα με μια ασπίδα σηκωμένη από συνωμοτικά χέρια, αλλά αυτό που είδαν πρέπει να τους κλόνισε και να κατέστησε απαγορευτική κάθε σκέψη για απόβαση. Οι αχτίδες του ήλιου που έδυε, αντανακλούσαν πάνω σε 9.000 ασπίδες αποφασισμένων πολεμιστών και έστελναν το μήνυμα, ότι όσο η Αθήνα βασιζόταν σε τέτοιους πολεμιστές, δεν ήταν δυνατόν να υποδουλωθεί. Οι Πέρσες έμειναν για λίγη ώρα με ανοικτά τα πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία»….
Από την Cassandra
στο olympia.gr/