- To Ιερό Κορυφής του Βρύσινα, νοτίως του Ρεθύμνου. Έρευνες και προβληματισμοί
- H συστηματική ανασκαφή στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα
- Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Μία μορφή πρώιμης αμφικτιονίας;
- Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΒΡΥΣΙΝΑΣ
- ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ ΒΡΥΣΙΝΑ
1
To Ιερό Κορυφής του Βρύσινα, νοτίως του Ρεθύμνου. Έρευνες και προβληματισμοί
Ίρις Τζαχίλη
Ομότιμη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Όταν σηκώνει κανείς τα μάτια του από το Ρέθυμνο προς το νότο στρέφοντας τα νώτα του στη θάλασσα, το βλέμμα του καθηλώνεται στον ορεινό όγκο του Βρύσινα, και κυρίως στην υψηλότερη κορυφή του, το Άγιο Πνεύμα (υψόμετρο 858 μ.), που δεσπόζει στην οροσειρά του Βρύσινα, στο νότιο τμήμα της. Ο λόφος είναι ορατός περιμετρικά από τα βόρεια υψίπεδα, από τη θάλασσα, από την κοιλάδα του Λατζιμά στα ανατολικά, και στα δυτικά από τον Γάλλο και από την περιοχή και το νεκροταφείο των Αρμένων. Για αιώνες ο υψηλός λόφος με τα μικρά κτίσματα της κορυφής, και κυρίως την εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα τοπόσημο που τραβά το βλέμμα,
αναπόδραστα, ένας τόπος μιας δυνάμει πολλαπλής σηματοδότησης (εικ. 1).
Εικ. 1. Άποψη του Βρύσινα από ΒΔ. |
Η αμφίδρομη θέα προς όλη την περιοχή εκδιπλώνεται σε όλο της το μεγαλείο συμπεριλαμβάνοντας και την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου (εικ. 2, 3). Από την κορυφή έχει κανείς μια συνολική θέα του περίγυρου, μία συγκεντρωτική «γεωγραφική» εικόνα. Μπορεί να παρατηρήσει και να εκτιμήσει καλύτερα τα ανθρωπογενή ιστορικά τοπία και τους ποικίλους τρόπους διαμόρφωσής τους από τους κατάφυτους λόφους με ελιές και κυπαρίσσια, τους υψηλότερους λειμώνες, τις πεζούλες, τα «βιοτεχνικά» δάση βελανιδιάς και τις προστατευμένες κοιλάδες με τις πηγές
Εικ. 2. Περιοχή γύρω από τον Βρύσινα. |
Εικ. 3. Άνδηρα Βρύσινα |
Γύρω και κυρίως προς νότον απλώνονται οροπέδια, παντού μικρά λακιά ελάχιστης έκτασης, δολίνες προσχωσιγενείς, διαμορφωμένες από τα νερά των ασβεστολιθικών όγκων και την επί αιώνες ανθρώπινη εργασία.
Οργωμένα, καταπράσινα, με μεγάλες και μικρές πέτρες για τη συγκράτηση της υγρασίας, σε συνδυασμό με τις κατάφυτες πεζούλες κάνουν το τοπίο φιλικό, ανθρώπινο, καθόλου απρόσιτο και απότομο.
Τώρα η περιοχή είναι βοσκοτόπια αλλά ως πριν μερικές δεκαετίες καλλιεργούσαν λαχανικά μη ποτιστικά, που μεγάλωναν με τη νυχτερινή υγρασία και την υγρασία του εδάφους.
Ήταν το αόρι των διαφόρων χωριών, διαμορφωμένο σε καλλιεργήσιμες μικρές εκτάσεις σαν κήπος. Οι κάτοικοι ονομάζουν το οροπέδιο γύρω από την κορυφή του Αγίου Πνεύματος «κάμπο». Επομένως η κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται το Ιερό Κορυφής, κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι.
Είναι σε απόσταση απολύτως προσιτή από την παραγωγική και την κατοικημένη περιοχή.
Άλλωστε περιμετρικά του λόφου εντοπίστηκαν με την επιφανειακή έρευνα, κυρίως στα βορειοανατολικά, αλλά και στα νότια και δυτικά, οι οικισμοί της ΥΕ ΙΙΙ Γ περιόδου, οι λεγόμενοι «οικισμοί καταφύγια», αν και στην περίπτωσή μας η θέση τους και η γεωμορφολογία του περιβάλλοντος υποδεικνύουν μάλλον μια επιλογή προς την οικονομική εκμετάλλευση του υψηλού χώρου.
Το μινωικό φαινόμενο των Ιερών Κορυφής
Τα λεγόμενα Ιερά Κορυφής, που παρά την ονομασία τους δεν βρίσκονται πάντα σε κορυφή αλλά σε μια υψηλή θέση, είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη μινωική αρχαιολογία και σχεδόν μόνο αυτήν.
Σε μία θέση αρκετά υψηλή, συνήθως ένα λόφο που τον χτυπούν αέρηδες και με μεγάλη αμφίδρομη ορατότητα, όπως στον Βρύσινα ή στον Πετσοφά, αλλά μπορεί και σε πλαγιά όπως στους Ατσιπάδες ή στον Κόφινα, παρουσιάστηκε σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (περίπου το 1800 π.Χ.) μια καταπληκτική αριθμητική πυκνότητα συγκεκριμένων και ειδικών ευρημάτων σε μικρή σχετικά χωρική διασπορά.
Πολλές φορές συνοδεύονται από κτίσματα (Γιούχτας, Πετσοφάς, Τραόσταλος) και άλλοτε όχι.
Η διαμόρφωση του χώρου είναι συχνά βαθμιδωτή: οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα φυσικά χαρακτηριστικά του λόφου και τα ενισχύουν με κατασκευές και λαξεύσεις, δίνοντας έτσι ανθρωπογενή μορφή στον φυσικό βράχο.
Προσθέτουν κτίσματα, αν και μάλλον περιορισμένα, γιατί τα ιερά είναι σε μεγάλο βαθμό υπαίθρια, και φροντίζουν να υπάρχουν κάποιοι εξομαλυμένοι χώροι για να μπορούν να γίνονται ανθρώπινες συναθροίσεις.
Κυρίως ο πολύ μεγάλος αριθμός των ευρημάτων (ειδώλια και τεράστιες ποσότητες θραυσμένης κεραμεικής) υποδεικνύουν χώρο τελετουργιών, λατρευτικών αποθέσεων και σε κάθε περίπτωση χώρο συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων, ενδεχομένως και για ποικίλους άλλους σκοπούς πλην λατρευτικών (λήψη συλλογικών αποφάσεων, επίλυση διαφορών, τελετουργική συνάντηση γενών σε τακτά διαστήματα). Λόγω του ότι συχνά υπήρχαν οστά καμένα και ίχνη από στάχτες, διατυπώθηκε η εικασία ότι το τελετουργικό περιλάμβανε θυσίες και σπονδές ενδεχομένως νυκτερινές (σημ. 1).
Τα ευρήματα των Ιερών Κορυφής παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες σε γενικές κατηγορίες (κεραμεική, ειδώλια, λίθινα σκεύη κ.ά.), και αρκετές διαφορές μεταξύ τους (διαφορετικές αναλογίες και πυκνότητες και διαφορετικά είδη ευρημάτων). Έχουν παρ’ όλα αυτά ένα κοινό χαρακτηριστικό, και αυτό είναι ο εξαιρετικά αποσπασματικός χαρακτήρας των ευρημάτων.
Πρόκειται για κεραμική εξαιρετικά θρυμματισμένη και ειδώλια σε τεράστιους αριθμούς, πολύ φθαρμένα. Αυτό καθιστά τη διεξοδική μελέτη τους δύσκολη και είναι ένας από τους λόγους της προβληματικής τους ερμηνείας.
Τα Ιερά Κορυφής προσφέρονται εύκολα σε παντοειδείς θεωρίες και παρ’ όλες τις αναλύσεις εξακολουθούν να αποτελούν αίνιγμα, όπως όταν είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στη μινωική αρχαιολογία από την πρώτη ήδη δεκαετία της ζωής της με την ανασκαφή του Myres στον Πετσοφά (σημ. 2).
Το γεγονός ότι επαναλαμβάνονται σε πολλές θέσεις στην Κρήτη, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της, τείνει να τους δώσει χαρακτήρα κανονικότητας, αλλά αυτό δεν αίρει τις δυσκολίες ανάλυσης. Κανένα Ιερό Κορυφής δεν είναι πλήρως δημοσιευμένο.
Δεν έχει κατανοηθεί καλά ούτε η φύση ούτε η ιστορικότητά τους, ούτε το γιατί και πώς παρουσιάστηκε αυτό το φαινόμενο σε μια χρονική στιγμή και εξαφανίστηκε ύστερα από μερικούς αιώνες. Ωστόσο έχουν γίνει πολλές σχετικές μελέτες οι οποίες επικεντρώνονται αφενός στα λατρευτικά δρώμενα και στους τύπους του τελετουργικού και αφετέρου σε μια συστηματοποίηση των κατηγοριών των ευρημάτων (σημ. 3). Επίσης, συζητείται ευρέως η σχέση τους με τα ανάκτορα και το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα (σημ. 4).
Τα περισσότερα Ιερά Κορυφής συνδέονται με πόλεις όπως ο Πετσοφάς (με την πόλη του Παλαικάστρου) και ο Γιούχτας (με την πόλη και το ανάκτορο της Κνωσού). Τα περισσότερα άκμασαν κατά την Παλαιανακτορική περίοδο, όπως οι Ατσιπάδες (σημ. 5).
Εντούτοις μερικά από τα μεγαλύτερα, όπως ο Γιούχτας, ο Τραόσταλος, ο Βρύσινας ή ο Κόφινας, συνδέονται με την κυρίως Νεοανακτορική φάση, τη φάση της ακμής του μινωικού πολιτισμού. Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για το κατά πόσον οδήγησαν στο ανακτορικό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, τέθηκαν υπό την επιρροή του, συρρικνώθηκαν, ή ακόμη και εξαφανίστηκαν από αυτό.
Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα
Η θέση στην κορυφή Άγιο Πνεύμα εντοπίστηκε και ταυτίστηκε ως Ιερό Κορυφής από τον P. Faure το 1963. Τα έτη 1972 και 1973 έλαβε χώρα η εκτεταμένη ανασκαφή Δαβάρα, από όπου προέκυψε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδωλίων και κεραμεικής.
Κατόπιν αδείας του ανασκαφέα, η γράφουσα με μία ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών ανέλαβε τη μελέτη των ειδωλίων, που υπολογίζονται κατ’ ελάχιστον σε πάνω από 6.000 και περίπου 30.000 θραύσματα, και της κεραμεικής που είναι περίπου ενάμισης τόνος. Aπό το 2004 έως το 2011 διεξάγεται ανασκαφή από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και την ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (σημ. 6).
Το ιστορικό της ανθρώπινης παρουσίας
Η κορυφή του Βρύσινα είναι πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές αλλά η ίδια δεν είναι κατοικήσιμη. Πολύ συχνά κρύβεται στα σύννεφα, σχεδόν πάντα δέρνεται από αέρηδες, και πηγές νερού υπάρχουν πολύ πιο χαμηλά. Επομένως μία μόνιμη κατοίκηση είναι σχεδόν αδύνατη. Γι’ αυτό η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι διαχρονική.
Απαντά σε μεγάλο βάθος χρόνου αλλά σποραδικά, και πιθανότατα είναι εποχιακή.
Συνδέεται με φαινόμενα εξαιρετικά του ανθρώπινου βίου, έκτακτης προσέλευσης και επιβεβαίωσης συλλογικότητας, όπως π.χ. με τακτές τελετουργίες ή έκτακτες συγκεντρώσεις.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα η ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται πολύ πριν τη χρήση του χώρου ως ιερού. Υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από την Τελική Νεολιθική περίοδο (4000-3200 π.Χ.), δηλαδή μερικά λίθινα εργαλεία και αρκετά όστρακα που ανήκουν σε μερικές δεκάδες αγγεία, τα περισσότερα από ρηχές και βαθιές φιάλες.
Δεν φαίνεται να είχε διάρκεια και ήταν περιορισμένης έκτασης. Συνδέεται με το φαινόμενο της παρουσίας μικρών νεολιθικών εγκαταστάσεων σε υψηλές θέσεις σε όλη την Κρήτη κατά την Τελική Νεολιθική. Ήταν ένα μεμονωμένο χρονικά επεισόδιο, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας την επόμενη περίοδο, δηλαδή αυτήν της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3200/3000-2100 π.Χ.).
Ίχνη ανθρώπινης παρουσία ξανασυναντώνται στη ΜΜΙ (2100-1900 π.Χ.) μέσω μερικών χαρακτηριστικών αγγείων (άωτα κύπελλα, αγγεία τραχωτού ρυθμού). Αλλά μία σαφής αρχαιολογική παρουσία του φαινομένου, δηλαδή μία μεγάλη συγκέντρωση ειδωλίων ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων και επίσης μία μεγάλη ποσότητα σπασμένων αγγείων, ανήκουν στην επόμενη περίοδο, τη ΜΜΙΙ.
Εικ. 4. Αγγεία διαφόρων περιόδων. |
Εικ. 5. Επίθετα στοιχεία σε αγγεία. |
Εικ. 6. Επίθετα ειδώλια σε αγγεία. |
Τι ακριβώς γινόταν δεν γνωρίζουμε, ούτε πότε, ούτε σε ποια εποχή του χρόνου, ούτε αν ήταν μέρα ή νύχτα. Από το είδος των αγγείων όμως εικάζουμε ότι έπιναν και έτρωγαν πολλοί μαζί, συλλογικά, γιατί διατηρήθηκαν τα υπολείμματα των γευμάτων και των οινοποσιών. Τα αγγεία υποδεικνύουν επίσης ότι επί τόπου θα γινόταν και κάποιου είδους ετοιμασία τροφής, λόγω των κάδων και των τριποδικών χυτρών.
Υπάρχει και κάποια περιορισμένη παρουσία κεραμεικής από την ΥΜΙΙΙ β και γ περίοδο (1350-1000 π.Χ.), του τέλους δηλαδή της Μινωικής περιόδου που συνήθως συνδέεται με τη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη. Ωστόσο δεν είναι σαφές αν στο τέλος αυτής της Ύστερης Εποχής του Χαλκού η ανθρώπινη παρουσία σχετίζεται με κάποια συνέχεια των λατρευτικών φαινομένων ή απλώς συνδέεται με την κατοίκηση στην ίδια περίοδο περιμετρικά του λόφου, την οποία ανέδειξε η επιφανειακή έρευνα.
Η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται την Πρωτογεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο και κατόπιν χάνεται. Κάποια σπάνια όστρακα ελληνιστικά δεν συνιστούν σοβαρή μαρτυρία για χρήση της θέσης. Ουσιαστικά ομάδες ανθρώπων εμφανίζονται πάλι τον Ύστερο Μεσαίωνα, οπότε και πάλι παρατηρούνται φαινόμενα λατρείας με την παρουσία εκκλησιαστικών κτισμάτων.
Κατόπιν σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, παράλληλα με τη λατρεία, υπήρξε και θέση βίγλας. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Το καλοκαίρι, όπως είπαμε προηγουμένως, είναι παρατηρητήριο της Πυροσβεστικής.
Tα ευρήματα
Το κύριο είδος ευρημάτων είναι τα ειδώλια, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα, εξαιρετικά πολυάριθμα και εξαιρετικά αποσπασματικά.
Ελάχιστα είναι τα διατηρούμενα σε κάποιο ποσοστό που να επιτρέπει την αποκατάστασή τους. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν τεράστιο αριθμό θραυσμάτων από διάφορα σημεία: πολύ συχνά πόδια και κέρατα, κεφάλια ή σώματα ή χέρια.
Σχεδόν όλα είναι χειροποίητα.
Αυτά κατά κανόνα θεωρούνται αναθήματα και εντάσσονται σε πλαίσια τελετουργικά, μολονότι δεν έχει κατανοηθεί πλήρως ούτε ο ρόλος τους, ούτε η αριθμητική τους εκτίναξη (κατά χιλιάδες μέσα σε λίγες δεκαετίες), ούτε η εικονοπλαστική τους σημασία (σημ. 8).
Τα ζωόμορφα ειδώλια είναι σχεδόν όλα βοοειδή. Πολλά από αυτά είναι συμπαγή, αλλά στα περισσότερα το σώμα είναι κοίλο με εσωτερική ή εξωτερική αύλακα. Το κεφάλι είναι πάντα συμπαγές και ορισμένων ελαχίστων το κεφάλι έγινε σε μήτρα και προσαρμόστηκε κατόπιν σε κοίλο σώμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για μεγαλύτερα ειδώλια (εικ. 7).
Εικ. 7. Θραύσματα ζωόμορφων ειδωλίων. |
Εικ. 8. Ζωόμορφα ειδώλια από τον Βρύσινα |
Κατά συνέπεια, αυτό το εξαιρετικά πολυάριθμο σύνολο (όπως είπαμε, πάνω από 4.000 ειδώλια) διατηρεί ένα χαρακτήρα όλως ιδιαίτερο, όπως άλλωστε και τα πολυάριθμα ανθρωπόμορφα ειδώλια.
Υπάρχουν και χάλκινα ευρήματα, σχετικά περιορισμένα σε σχέση με αυτά που απαντούν σε άλλα Ιερά Κορυφής, χάλκινα ειδώλια λατρευτών, λίγα μικρογραφικά ελάσματα σμιλών και μικρογραφικοί τελετουργικοί πελέκεις. Ούτε τα λίθινα αντικείμενα είναι πολλά. Περιορίζονται σε μερικές τράπεζες προσφορών (εννέα) και σε θραύσματα λίθινων αγγείων και ομοιώματα πελμάτων. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα εύρημα εξαιρετικό: η κεφαλή ενός αιλουροειδούς εξαιρετικής τέχνης και μνημειακότητας (εικ. 9).
Εικ. 9. Λίθινη κεφαλή αιλουροειδούς. |
Γραπτά τεκμήρια και σημεία κεραμέως
Στον Βρύσινα μαρτυρούνται τα περισσότερα είδη γραπτής συμβολικής επικοινωνίας, γνωστά την περίοδο των Παλαιών και Νέων Ανακτόρων στην Κρήτη: δηλαδή τα μινωικά ιερογλυφικά, σημεία Γραμμικής Α και σημεία κεραμέως. Ας αρχίσουμε από τα τελευταία. Συχνά υπάρχουν διάφορα χαράγματα σε αγγεία, σε διάφορα σημεία τους, που ομοιάζουν πολλές φορές αλλά δεν ταυτίζονται με τα σημεία γραφής. Αυτά ονομάζονται σημεία κεραμέως. Η λειτουργία τους παραμένει αινιγματική. Συνολική εξήγηση της παρουσίας τους δεν έχει δοθεί και προς το παρόν ο λόγος της σήμανσης μερικών, ελάχιστων στο σύνολο, αγγείων δεν είναι γνωστός παρά τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν. Στον Βρύσινα είναι περίπου 70 σημεία σε ένα σύνολο πάνω από 100.000 οστράκων. Εκτός αυτών, υπάρχουν διάφορες επιγραφές σε αγγεία που αναγνωρίζονται ως Γραμμική Α. Το 2011 βρέθηκε τετράπλευρη σφραγίδα με σημεία της ιερογλυφικής – η μόνη προς το παρόν μαρτυρία χρήσης ιερογλυφικών στη Δυτική Κρήτη.
Η παρουσία των τεκμηρίων αυτών, χωρίς να θέλουμε να επεκταθούμε στο θέμα, σημαίνει ότι η γύρω περιοχή, από όπου προέρχονταν οι επισκέπτες, ήταν μια περιοχή με κοινωνική οργάνωση αντίστοιχη με εκείνη των καλύτερα γνωστών περιοχών της Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης, με γραπτή επικοινωνία, με ανταλλαγές και σχέσεις πολιτικές, εμπορικές, ή τρόπων λατρείας. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η γύρω περιοχή συμμετείχε στην αστικοποίηση που παρατηρήθηκε σε άλλες περιοχές της Κρήτης και οδήγησε στη συγκρότηση συστημάτων διοίκησης και ανταλλαγών που άφηναν γραπτά τεκμήρια.
Η προτεινόμενη ερμηνεία
Από την αρχή φάνηκε ότι ο Βρύσινας δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί απλώς σαν άλλη μία περίπτωση του μινωικού φαινομένου των Ιερών Κορυφής, το οποίο ονομάζουμε περιοριστικά λατρευτικό. Για να αντιμετωπιστεί ως φαινόμενο ερμηνεύσιμο ιστορικά πρέπει να δοθεί η δέουσα σημασία στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που άκμασε όπως και σε αυτήν που εγκαταλείφθηκε, αλλά και στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο.
Γι’ αυτό εκτός της ενδελεχούς μελέτης των ευρημάτων πρέπει να στραφούμε και στο πλέγμα των οικισμών που τον περιβάλλουν, των οποίων αποτελεί σημείο αναφοράς. Δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μεμονωμένο φαινόμενο συμβολικής απόθεσης, που μόνο υποδεικνύει τελετουργίες και ανθρώπινες συναθροίσεις. Ο ορεινός όγκος του Βρύσινα και η Κορυφή Άγιο Πνεύμα είναι στο κέντρο περιοχής παραγωγικής και κατοικημένης.
Οποιεσδήποτε δραστηριότητες λάμβαναν χώρα εκεί κατανοούνται καλύτερα στο πλαίσιο της χώρας και των χωριών που τις πραγματοποιούσαν. Αυτό απαιτεί την κατανόηση των πόρων, την κατανόηση των αλλαγών του τοπίου καθώς και της διασποράς της κατοίκησης στον ευρύτερο χώρο.
Το βουνό πρέπει να μελετηθεί ως φαινόμενο ολικό, με τη φυσική διάπλαση και την ανθρώπινη συμπεριφορά ταυτόχρονα, πρέπει δηλαδή να αντιληφθούμε τις διαδρομές, τα μονοπάτια, τις πηγές, τα τοπωνύμια, την ανθρώπινη ορατότητα.
Για το λόγο αυτό διεξήχθησαν εκ παραλλήλου δύο έρευνες. Μία συστηματική επιφανειακή επισκόπηση περιμετρικά του λόφου που φωτίζει την έκταση και τη φύση της ανθρώπινης κατάληψης του χώρου, και μία τεχνική και πετρογραφική ανάλυση της κεραμικής ύλης των αγγείων με την ελπίδα μίας χωροτακτικής εκτίμησης της έκτασης και των ορίων της χώρας, της περιοχής από όπου προέρχονται οι επισκέπτες. Η επιφανειακή έρευνα που διεξάγεται από τον Κ. Σμπόνια δίνει απαντήσεις στον τρόπο προσέγγισης του λόφου, στις γύρω εγκαταστάσεις, στην εκμετάλλευση των πόρων.
Η ανάλυση των κεραμικών υλών κατέδειξε την πολυμορφία των τεχνικών παραδόσεων, πράγμα που σημαίνει ότι τα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν στο λόφο προέρχονται, όπως και οι επισκέπτες που τα έφεραν, από ποικίλα γεωγραφικά σημεία. Τα σημεία αυτά δεν είναι ιδιαίτερα απομακρυσμένα.
Η εκτίμηση είναι ότι δεν θα ήταν πάνω από 20 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Ενισχύεται έτσι η άποψη ότι το Ιερό Κορυφής ήταν ένα σημείο αναφοράς τοπικής εμβέλειας μεν αλλά με υψηλή συμβολική σημασία, όπως δείχνει η πυκνή επισκεψιμότητά του.
Συμμαχίες γενών και επίλυση διαφορών, συμφωνίες για βοσκοτόπια και εκμετάλλευση πηγών, ανταλλαγές δώρων και λόγων, ανάμεσα σε όρκους φιλίας, επικλήσεις πίστης, τραγούδια, ύμνους, χορούς και ίσως τελετές ενηλικίωσης και ζευγαρώματα. Θόρυβοι από ανθρώπους, ζώα, μυρωδιές, θρόισμα ρούχων, φωνές, βήματα και λαχανιάσματα προς και από την κορυφή πολλών πολλών ανθρώπων, παιδιών, ζώων θα ήταν η χαμένη εικόνα που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε. Οι κινήσεις τους, οι ρυθμοί, οι χρόνοι, τα αισθήματα και κυρίως τα λόγια τους μας διαφεύγουν. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι υπήρξαν, και ότι αυτά καθόρισαν τα υλικά τεκμήρια που έχουμε στα χέρια μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Ν. Πλάτων επιχείρησε μία ταξινόμηση των τελετουργιών στα Ιερά Κορυφής το 1951. Βλ. Ν. Πλάτων, «Το Ιερόν Μαζά (Καλού Χωριού Πεδιάδος) και τα μινωικά Ιερά Κορυφής», Κρητικά Χρονικά (1951), σ. 96-160.
2. J.L. Myres, «Excavations at Palaikastro II. The Sanctuary site at Petsofa», Annual of the British School at Athens 9 (1902-1903), σ. 356-358.
3. Ε. Κyriakides, Ritual in the Bronze Age Aegean: The Minοan Peak Sanctuaries, Duckworth 2005.
4. C. Haggis, «Staple Finance, Peak Sanctuaries and Economic Complexity in Late Prepalatial Crete», στο Chaniotis A. (επιμ.), From Minoan Farmers to Minoan Traders, Franz Steiner Verlag, Stuttgart 1999, σ. 53-85.
5. A.A.D. Peatfield, «The topography of Minoan peak sanctuaries», Annual of the British School at Athens 78 (1983), σ. 273-280.
6. Ε. Παπαδοπούλου - Ί. Τζαχίλη, «Ανασκαφή στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα Νομού Ρεθύμνης», στο Ανδριανάκης Μ. - Τζαχίλη Ί. (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1, Πρακτικά της 1ης Συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30 Νοεμβρίου 2008, Ρέθυμνο 2010, σ. 452-463. Για τη συστηματική ανασκαφή στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα, θα αναρτηθεί ξεχωριστό άρθρο στο πλαίσιο του παρόντος αφιερώματος.
7. Ί. Tζαχίλη, Βρύσινας Ι. Μινωικά Εικαστικά Τοπία, εκδ. Τα Πράγματα, Αθήνα 2011.
8. Βλ. σχετικά το άρθρο του Δ. Σφακιανάκη «Πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια από το μινωικό Ιερό Κορυφής στον Βρύσινα», το οποίο θα αναρτηθεί στο πλαίσιο του παρόντος αφιερώματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δαβάρας Κ., 1974. «Ανασκαφή ΜΜ Ιερού Κορυφής Βρύσινα Ρεθύμνης», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών 7, σ. 210-213.
Faure P., 1963. «Cultes de sommets et cultes de cavernes en Crète», Bulletin de Correspondence Hellenique 87/2, σ. 493-508.
Ηaggis C., 1999. «Staple Finance, Peak Sanctuaries and Economic Complexity in Late Prepalatial Crete», στο Chaniotis A. (επιμ.), From Minoan Farmers to Minoan Traders, Franz Steiner Verlag, Stuttgart, σ. 53-85.
Κορδατζάκη Γ., 2007. «Κεραμική από το ιερό κορυφής του Βρύσινα. Ένα σύνθετο τεχνοσύστημα παραγωγής και χρήσης την 2η χιλιετία π.Χ.», αδημ. διδ. διατρ., Ρέθυμνο.
Kyriakides E., 2005. Ritual in the Bronze Age Aegean: The Minοan Peak Sanctuaries, Duckworth.
Myres J.L., 1902-1903. «Excavations at Palaikastro II. The Sanctuary site at Petsofa», Annual of the British School at Athens 9, σ. 356-358.
Παπαδοπούλου Ε. - Τζαχίλη Ί., 2010. «Ανασκαφή στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα Νομού Ρεθύμνης», στο Ανδριανάκης Μ. - Τζαχίλη Ί. (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1, Πρακτικά της 1ης Συνάντησης, Ρέθυμνο, 28-30 Νοεμβρίου 2008, Ρέθυμνο, σ. 452-463.
Peatfield A.A.D., 1983. «The topography of Minoan peak sanctuaries», Annual of the British School at Athens 78, σ. 273-280.
Πλάτων Ν., 1951. «Το Ιερόν Μαζά (Καλού Χωριού Πεδιάδος) και τα μινωικά Ιερά Κορυφής», Κρητικά Χρονικά, σ. 96-160.
Tzachili I., 2003. «Quantitative Analysis of the Pottery from the Peak Sanctuary at Vrysinas, Rethymnon», στο Foster K.P. - Laffineur R. (επιμ.), METRON. Measuring the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 9th International Aegean Conference, New Haven, Yale University, 18-21 April 2002, AEGAEUM 24, σ. 327-331.
Tζαχίλη Ί., 2011. Βρύσινας Ι. Μινωικά Εικαστικά Τοπία, εκδ. Τα Πράγματα, Αθήνα.
2
H συστηματική ανασκαφή στο Ιερό Κορυφής του Βρύσινα
Πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια
Τα πήλινα ειδώλια, οι μικρές δηλαδή εικόνες ανθρώπων και
ζώων σε πηλό, αποτελούν ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό σύνολο του ευρηματολογίου
κάθε μινωικού ακρωρεινού ιερού. Ο εντυπωσιακός αριθμός πήλινων ανθρωπόμορφων
ειδωλίων που βρέθηκε στην κορυφή του Αγίου Πνεύματος στον Βρύσινα, καταδεικνύει
την κομβική θέση του βουνού και τη σημασία της «βρυσιναίας ακρώρειας» στην
ευρύτερη περιοχή του νομού Ρεθύμνου, κατά τη Mεσομινωική εποχή. Τα ειδώλια αυτά
μαζί με τον ακόμη μεγαλύτερο όγκο των ειδωλίων που αναπαριστάνουν ζώα, κυρίως
βοοειδή, κατατάσσουν την αρχαιολογική θέση στις σημαντικότερες στον τομέα της
εικονοπλαστικής σε πηλό. Πρακτικοί λόγοι επέβαλαν την διάκριση και διαλογή των
θραυσμάτων των ανθρωπομορφικών ειδωλίων, από το τεράστιο πλήθος των άλλων
εικονιστικών θραυσμάτων του συνόλου (ανασκαφές Κ. Δαβάρα 1972-1973), για την
αποτελεσματική μελέτη τους.
Η συστηματική έρευνα του συγκεκριμένου συνόλου των
ανθρωπόμορφων ειδωλίων αποτελούν το θέμα της διδακτορικής διατριβής του
γράφοντος (Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με την
οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή).
Το υλικό είναι εξαιρετικά αποσπασματικό. Οι ιδιαίτερες
συνθήκες του περιβάλλοντος της θέσης και οι αλλεπάλληλες διαταράξεις των λεπτών
επιχώσεων της κορυφής του βουνού δικαιολογούν την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν
τα εύθραυστα πήλινα ειδώλια.
Η ακρωτηριασμένη εικόνα τους και το πλήθος τους
υπονόμευσε κατά πολύ την αποφασιστική αρχαιολογική τους διερεύνηση και τη
συστηματική τους μελέτη. Από τη σχετική διαλογή του τεράστιου αριθμού των
πήλινων τεμαχίων που απέδωσαν οι ανασκαφές του 1972-73, καταμετρήθηκαν 2.785
θραύσματα που αποδόθηκαν αρχικά σε ανθρωπόμορφα ειδώλια.
Σύμφωνα με τις
στατιστικές αναλύσεις, οι 695 κεφαλές που καταμετρήθηκαν συνδυάζονται με 873
καταγραφές επάνω κορμών, γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική του πλήθους των ανθρωπόμορφων ειδωλίων στο συγκεκριμένο δείγμα.
Η προσπάθεια ομαδοποίησης των θραυσμάτων με βάση
χαρακτηριστικά του ρυθμού, δηλαδή του όγκου των επιμέρους τμημάτων, των περιγραμμάτων,
των αναλογιών μεταξύ των μελών τους σώματος, καθώς και η ανίχνευση των
πρακτικών τεχνικής και αισθητικής απόδοσης της ανθρώπινης μορφής, αποτέλεσαν
μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στη μελέτη του συνόλου.
Σε αυτή την
προσπάθεια, αναδύθηκαν πλήθος εκφάνσεις μιας ανεξάντλητης εκφραστικότητας της
πλαστικής τέχνης σε πηλό.
Σταδιακά άρχισαν να αναδεικνύονται πτυχές της
μινωικής πηλοπλαστικής αφηγηματικότητας στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής, η
οποία με ποικίλες παραλλαγές εκτείνεται από τις αρχές της 2ης έως τις αρχές της
1ης χιλιετίας π.Χ.
Ασφαλώς, στην παραγωγή αυτή εικάζουμε ότι θα υπήρξαν
μακρόχρονα χάσματα.
Ωστόσο, οι επιβιώσεις και οι αναβιώσεις της αφηγηματικής
εκφραστικότητας στη χειροποίητη πηλοπλαστική της ανθρώπινης μορφής παρουσιάζει,
πέρα από τις παραλλαγές της, εντυπωσιακή συνοχή και πληρότητα.
Οι βασικοί
άξονες της αφηγηματικής γλώσσας της «προσθετικής» διάπλασης σε πηλό (και όχι
τόσο της «αφαιρετικής» που χαρακτηρίζει τη γλυπτική), αναδεικνύει αναπόφευκτα
και τις αντιλήψεις και την εικόνα του ανθρώπου, ενώ παράλληλα προβάλλει και τις
απόψεις για τη θέση του μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον.
Σε τρεις διαστάσεις
Η απόδοση της ανθρώπινης μορφής σε τρεις διαστάσεις και
μάλιστα στον εύπλαστο πηλό, αποκαλύπτει τεχνικές, αλλά και αισθητικές
παραμέτρους που απασχολούν τον πηλοπλάστη προκειμένου να επιτύχει την πληρότητα
της αναπαράστασης.
Την αντίληψη για την κυριαρχία των δύο διαστάσεων στην ανάπτυξη των επιμέρους τμημάτων του ανθρώπινου σώματος αναδεικνύει μια μικρή ομάδα ειδωλίων (εικ. 1). Ο τριγωνικός κορμός, πεπλατυσμένος και χωρίς προθέσεις διόγκωσης κατά το βάθος του, έρχεται σε αντίθεση με την κεφαλή που έχει διαμορφωθεί με έντονη πίεση τονίζοντας τα χαρακτηριστικά της πλάγιας όψης.
Εικ. 1. Κεφαλή με επάνω κορμό ανθρώπινου ειδωλίου. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73), ΑΑ 1658. |
Τα
ειδώλια της ομάδας, τα οποία ανήκουν στις πρώιμες πηλοπλαστικές παραδόσεις,
απηχούν ανάλογες αντιλήψεις που μπορεί κανείς να διακρίνει στις
παλαιοανακτορικές ανθρωπομορφικές απεικονίσεις δύο διαστάσεων, στις σφραγίδες:
ο κατενώπιον τριγωνικός κορμός συνδυάζεται με τη στρογγυλεμένη κεφαλή σε κατατομή.
Ο βαθμός ανάπτυξης των όγκων απηχεί βασικά χαρακτηριστικά
της αντίληψης για τη μορφή του ανθρώπινου σώματος. Παράλληλα αναδεικνύει τις
διακυμάνσεις των τεχνοτροπικών διεργασιών στο πλήθος των πηλοπλαστικών
παραδόσεων από τον Βρύσινα. Μια αντιπαραβολή ορισμένων δειγμάτων δείχνει το
βαθμό διόγκωσης των επάνω κορμών. Ο κορμός του ανδρικού ειδωλίου (εικ. 2α), που
τοποθετείται στις πρώιμες πηλοπλαστικές παραδόσεις του συνόλου, παρουσιάζει
άκαμπτο περίγραμμα, ενώ παράλληλα είναι έντονα πεπλατυσμένος.
Εικ. 2. Επάνω κορμοί ανθρωπόμορφων ειδωλίων. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73): α) ΑΜΡ 2044, ΑΑ 139, β) ΑΑ 245, γ) ΑΜΡ 2012, ΑΑ 1500, δ) ΑΜΡ 22166, ΑΑ 1561. |
Αντίθετα, η
φυσιοκρατική διόγκωση του γυναικείου κορμού (εικ. 2β) καταδεικνύει τη δυναμική
της μινωικής πλαστικής σε πηλό. Το συγκεκριμένο δείγμα χρονολογείται στην
ιδιαίτερα πλούσια περίοδο για το ιερό, που τοποθετείται στους πρώιμους
νεοανακτορικούς χρόνους. Ανάλογη διόγκωση, αλλά περισσότερο τυποποιημένη,
παρουσιάζει ο ανδρικός κορμός (εικ. 2γ) στον οποίο εξαίρονται οι θωρακικοί
μύες, ενώ οι θηλές αποδίδονται με επίθετα δισκάρια. Τέλος, ο επιμηκυμένος και
σανιδόσχημος γυναικείος κορμός (εικ. 2δ) καταδεικνύει τις εξελικτικές
διεργασίες των ύστερων πηλοπλαστικών παραδόσεων στο Βρύσινα.
Η κλίμακα
Δεν έχουν το ίδιο μέγεθος τα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν
στον Βρύσινα. Αδρή διάκριση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα στα μικροσκοπικά
ειδώλια που το ύψος τους κυμαίνεται από 4 έως 6 εκ. και στα ευμεγέθη ειδώλια
που κατά μέσο όρο κυμαίνονται γύρω στα 12-15 εκ. Ασφαλώς η αναγωγή της
ανθρώπινης μορφής στη «μικρογραφική κλίμακα αναπαράστασης» σχετίζεται με τη
λειτουργικότητα του εκάστοτε ειδωλίου και η διαδικασία αυτή επιφέρει αναπόφευκτα
αλλοιώσεις στην αφηγηματική τους επάρκεια. Πήλινα ειδώλια, ανεξαρτήτως
μεγέθους, αποσπασμένα από συμφραζόμενά τους, δηλαδή από το πηλοπλαστικό
αφηγηματικό τους περιβάλλον, μαζί με τα κάθε είδους ειδώλια που τοποθετημένα
πάνω στην πλίνθο της βάσης τους διατηρούν ενδεχομένως την «ατομικότητά» τους
και την αυτονομία τους μέσα στο πηλοπλαστικό σύνολο των ανθρώπινων μορφών,
συνεξετάζονται, αν και οι λειτουργικές τους αποχρώσεις, δηλαδή οι χρηστικές
τους αξίες, φαίνεται ότι διαφέρουν σημαντικά.
Εικ. 3. Μικροσκοπικά ειδώλια ανθρώπινων μορφών που φορούν ζώμα και χειρονομούν με τον ίδιο τρόπο. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73): α) ΑΜΡ 16671, ΑΑ 1927, β) ΑΜΡ 16672, ΑΑ 1928. |
Το παράδειγμα δύο μικροσκοπικών ανδρικών ειδωλίων, τα οποία
ανήκουν σε κοινό πολυπρόσωπο ομοίωμα, μας δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα της
«μικρογραφικής αφηγηματικής» στην ανθρωπομορφική πηλοπλαστική από τον Βρύσινα
(εικ. 3). Η σύσταση του πηλού, τα μορφολογικά τους στοιχεία, όπως ο επίθετος
αιδοιοθύλακας και η ιδιότυπη χειρονομία με το αριστερό άκρο χέρι να αγγίζει τη
δεξιά πλευρά του λαιμού ενώ παράλληλα το άλλο κάμπτεται προς το στήθος, η
οξύληκτη ωοειδής κεφαλή, καθώς και οι αναλογίες και τα περιγράμματα του σώματος,
είναι πανομοιότυπα. Επιπλέον, οι επιμέρους εμπιέσεις στα κοντά κάτω άκρα τους
και η σχετική κύρτωση στην πίσω όψη των ποδιών, επιτρέπουν την υπόθεση ότι ήταν
προσκολλημένα σε κατακόρυφο στοιχείο του «σκηνικού», δηλαδή της βάσης, του
πολυπρόσωπου ομοιώματος στο οποίο ήταν τοποθετημένα. Με βάση άλλα αντίστοιχα
παραδείγματα εικάζουμε ότι η διάταξή τους στο χώρο ήταν κυκλική.
Εικ. 4. Ακέραιο ειδώλιο όρθιας ανθρώπινης μορφής που φορεί ζώμα. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73), ΑΜΡ 23674, ΑΑ 2306. |
Το μέγεθος του ακέραιου ειδωλίου της εικόνας 4 αντιστοιχεί
στον μέσο όρο των ευμεγεθών ειδωλίων του συνόλου. Η λειτουργική του αυτονομία
τεκμηριώνεται από τη στήριξή του πάνω σε τετράγωνη πλίνθο. Ωστόσο, έχουν
εκφραστεί αμφιβολίες κατά πόσο ο παραδοσιακά αναγνωριζόμενος «λάτρης» των
μινωικών ιερών κορυφής αποτελούσε αυτόνομο αφηγηματικά ειδώλιο, μέσα στο πλήθος
των άλλων ανθρώπινων μορφών. Παρά την ιδιάζουσα χονδροειδή απόδοση των
αναλογιών του σώματος και των επιμέρους χαρακτηριστικών του, που αποτελούν
στοιχεία του ρυθμού της συγκεκριμένης παράδοσης, το ειδώλιο παρουσιάζει
πληρότητα ή ακόμη και πληθωρικότητα στις λεπτομέρειές του. Τα στοιχεία αυτά
αποδίδονται όχι μόνο με πλαστικά στοιχεία αλλά και με χρώμα, ίχνη του οποίου
διατηρούνται σε όλο το σώμα. Η άνετη διάταξη των επιμέρους χαρακτηριστικών
αναδεικνύει εστιάσεις και αποσιωπήσεις διαφοροποιημένες από εκείνες που
διαπιστώνονται στα μικροσκοπικά ειδώλια.
Ανθρωπομορφισμός
Πέρα από τις αναγωγές της κλίμακας και της τρισδιάστατης
απεικόνισης οποιουδήποτε αντικειμένου, το πλάσιμο της ίδιας της ανθρώπινης
μορφής παρουσιάζει τις πιο σύνθετες παραμέτρους. Η «κατ’ εικόνα και ομοίωση»
πρακτική διαμόρφωσης μιας μικρής εικόνας του εαυτού, και μάλιστα σε τρεις
διαστάσεις, επιφορτίζει τον πηλοπλάστη με ένα πλήθος προβλημάτων για τη
σαφήνεια της αναπαράστασης. Ανεξάρτητα από τις τεχνικές του ικανότητες και τις
συμβάσεις της τέχνης που μετέχει, η προσπάθεια του δημιουργού ενδέχεται να
απηχεί βαθύτερες πολιτισμικές αξίες για την ανθρώπινη μορφή, των οποίων είναι
φορέας.
Οι εκάστοτε προθέσεις του αποκαλύπτουν τους κώδικες ή τις συμβάσεις
ανθρωπομορφισμού, έτσι όπως αυτοί διαμορφώνονται σε κάθε πολιτισμική φάση του
μινωικού πολιτισμού. Αν πράγματι τα κέντρα παραγωγής των ειδωλίων είναι πολλά,
όπως υποδεικνύει το σύνολο του Βρύσινα, είτε πρόκειται για πλάστες που
ταυτίζονται με τους χρήστες των ειδωλίων είτε για εξειδικευμένους τεχνίτες,
αξίζει να ανιχνεύσουμε ενδεχόμενες συγχρονικότητες που θα μπορούσαν να
προκύψουν από το πλήθος των πηλοπλαστικών παραδόσεων της θέσης.
Εικ. 5. Κεφαλές ανθρωπόμορφων ειδωλίων με αδροκαμωμένα χαρακτηριστικά προσώπου. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73): α) ΑΑ 800, β) ΑΑ 799, γ) ΑΑ 820. |
Η κεφαλή και ιδίως ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα
χαρακτηριστικά του προσώπου, καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την ποικιλομορφία. Στα
δείγματα της εικόνας 5 οι τρεις κεφαλές που εντάσσονται στις πρώιμες
πηλοπλαστικές παραδόσεις του ιερού, δεν επισημαίνουν μόνο τους εναλλακτικούς
τρόπους απόδοσης των προσωπογραφικών χαρακτηριστικών, αλλά παράλληλα
αποκαλύπτουν τις ιδιαιτερότητες της πηλοπλαστικής τέχνης, του μεγαλύτερου, προς
το παρόν, ιερού κορυφής της δυτικής Κρήτης, σε σχέση με τις αντίστοιχες θέσεις
της κεντροανατολικής περιφέρειας του νησιού. Πέρα όμως από τις αφαιρετικές
συμβάσεις της εκάστοτε τεχνοτροπίας, τα πρόσωπα αποκαλύπτουν επιπλέον έναν
λανθάνοντα υβριδισμό ή ακόμη και ομοιότητες με ζωομορφικά χαρακτηριστικά ή
καλύτερα με χαρακτηριστικά μιξογενών όντων.
Το πλήθος των ανθρωποειδών πλασμάτων με κεφαλές πτηνών ή
ζώων που απεικονίζονται, τόσο στη σφραγιδογλυφία όσο και σε άλλες τέχνες των
παλαιοανακτορικών και νεοανακτορικών περιόδων, τεκμηριώνει τη συγχώνευση αυτών
των πλασμάτων στο φαντασιακό του μινωικού πολιτισμού. Οι αρχαιολόγοι που
επιχείρησαν τη διαλογή του τεράστιου όγκου των θραυσμάτων των ζωόμορφων και των
ανθρωπόμορφων ειδωλίων που απέδωσε το ιερό κορυφής στον Βρύσινα, βρέθηκαν σε
δύσκολη θέση μπροστά σε κεφαλές, οι οποίες, ενώ ήταν αδύνατο να τοποθετηθούν
στο σύνολο των ζωδίων, ήταν επίσης αμφίβολο αν απεικόνιζαν ανθρώπινες μορφές.
Έτσι μέσα στα θραύσματα των ανθρωπόμορφων ειδωλίων εντοπίστηκαν γρυποειδείς,
πτηνόσχημες (εικ. 6α, β), αλλά και άλλες τερατόμορφες κεφαλές, οι οποίες
ανέδειξαν ακόμη πιο έντονο τον προβληματισμό για τον λανθάνοντα υβριδισμό των
ανθρώπινων κεφαλών. Επιπλέον, η λεπτομερής παρατήρηση και περιγραφή των
θραυσμάτων είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση ακόμη και της κεφαλής ενός
πιθήκου, του πρώτου πήλινου ειδωλίου πιθήκου που γίνεται γνωστό από ακρωρεινή
θέση (εικ. 6γ). Η δεξιοτεχνική φυσιοκρατική απόδοση των επιμέρους
χαρακτηριστικών του ρύγχους, καθώς και των άλλων χαρακτηριστικών της κεφαλής
του ζώου, διασφάλισαν την ταύτιση παρά τις αρχικές αμφιβολίες.
«Διάσημα» σώματος: το ανθρώπινο σώμα και τα πολιτισμικά του
στοιχεία
Τα ενδύματα που καλύπτουν το ανθρώπινο σώμα και τα κάθε
είδους αντικείμενα που το συνοδεύουν, πέρα από τις πρακτικές ή καλλωπιστικές
ανάγκες που καλύπτουν, το νοηματοδοτούν πολιτισμικά και το σηματοδοτούν
κοινωνικά. Έχει τονιστεί ότι τα φερόμενα στοιχεία του σώματος «καταξιώνουν» τις
μορφές των πήλινων ειδωλίων από τα μινωικά ιερά κορυφής θέτοντας το πρόβλημα
της εικόνας και της προβολής του ανθρώπου εκείνων των εποχών.
Τα ειδώλια από
τον Βρύσινα δεν παρουσιάζουν ποικιλομορφία στα είδη των στοιχείων που φέρει το
σώμα. Αντίθετα, ο τρόπος απεικόνισής τους παρουσιάζει πλήθος παραλλαγών. Στα καλύμματα
της κεφαλής κυριαρχούν ο οξύληκτος σκούφος (εικ. 7α), και ο χωνοειδής
πίλος με ένα πλήθος παραλλαγών (εικ. 7β). Ο σκούφος συγχέεται ενίοτε με
οξύληκτες απολήξεις της κεφαλής που προφανώς αποδίδουν ψηλό κότσο (κρώβυλο)
(εικ. 7γ), ενώ είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που διαπιστώνεται συμφυρμός
κόμμωσης και καπέλου (εικ. 8δ), όπως έχει παρατηρηθεί σε ειδώλια από άλλα ιερά
κορυφής.
Οι κομμώσεις με βοστρύχους παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία.
Το μέγεθος και η μορφή των μαλλιών έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ταυτότητα
της μορφής, εφόσον θα μπορούσαν να είναι δηλωτικές ακόμη και της ηλικίας του
ατόμου. Ο Βρύσινας έχει αποδώσει ένα πλήθος σχηματισμών από τις περιπτώσεις
ξυρισμένων κεφαλών με μία ή πολλές τούφες μαλλιών (εικ. 8α), ή με συστάδα
κοντών βοστρύχων στην κορυφή της κεφαλής (εικ. 8β), έως ιδιαίτερα σύνθετες
κομμώσεις βοστρύχων σε συμμετρική διάταξη (εικ. 8γ).
Εικ. 9. Θωρακικός κορμός ανθρωπόμορφου ειδωλίου, με ταινιωτό περιδέραιο. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73), ΑΑ 750. |
Οι εξίτηλες βαφές και η απολέπιση της λεπτής κρούστας των
χρωμάτων δεν μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε σε βάθος το πλήθος των κοσμημάτων,
που κατά πάσα πιθανότητα θα αποδίδονταν με γραπτά μέσα πάνω στις μορφές. Από τα
ελάχιστα κοσμήματα που αποδίδονται με ανάγλυφα πλαστικά μέσα σημειώνονται τα
σκουλαρίκια με επίθετα δισκάρια, τα οποία ενίοτε συγχέονται με τα πτερύγια των
αφτιών, καθώς και ελάχιστα δείγματα περιδεραίων γύρω από το λαιμό (εικ. 9).
Το γυναικείο περικόρμιο (εικ. 10α, πίσω όψη) –εντυπωσιακό ως
προς το μέγεθος του τριγωνικού οξύληκτου νωτιαίου γιακά που είναι σαφές ότι
προβάλλεται ιδιαίτερα– αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ενδυματολογικά τεκμήρια που
χρονολογούνται με ασφάλεια στα παλαιοανακτορικά χρόνια.
Η χρονολόγηση των
ειδωλίων με κριτήριο τα σχήματα των ενδυματολογικών συρμών σπάνια είναι ακριβής
στα πήλινα χειροποίητα ειδώλια, όχι μόνο γιατί το μινωικό ένδυμα, τόσο το
γυναικείο όσο και το ανδρικό, παρουσιάζει μορφολογικά χαρακτηριστικά που έχουν
διαχρονικό χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού, αλλά και γιατί οι όποιες διαφοροποιημένες λεπτομέρειες στην εξέλιξη των
ενδυμάτων δύσκολα αναγνωρίζονται στα πλαστικά χαρακτηριστικά τόσο μικρών
ειδωλίων. Παλαιοανακτορική καταγωγή πιθανώς έχει και ο ανδρικός επενδύτης που
καλύπτει τον επάνω κορμό (χλαίνη) (εικ. 10β, πίσω όψη), ο οποίος μαρτυρείται σε
ειδώλια από άλλες θέσεις (Μαλεβίζι).
Το μινωικό ανδρικό ένδυμα του κάτω κορμού βρίσκει έναν
πλούτο πλαστικών δειγμάτων στον Βρύσινα, που επιτρέπουν μια ουσιαστική
επαναδιαπραγμάτευση της μορφής του και του τρόπου ένδυσής του. Ο αιδοιοθύλακας,
από ενιαίο επίμηκες ύφασμα περιτυλιγμένο στα δύο ισχία, σχηματίζοντας οξεία γωνία
στην πίσω πλευρά (εικ. 11α), αλλά και το ορθογώνιο ύφασμα του περιζώματος που
στηρίζεται στη μέση και πέφτει σαν κοντή φούστα, απεικονίζονται σε αρκετά
ειδώλια και σε διάφορες παραλλαγές (εικ. 11β).
Οι τροχήλατες φούστες των γυναικείων ειδωλίων συνοδεύονται
από την επίθετη πλαστική ταινία της ζώνης (εικ. 12α), η οποία δένεται στη μέση
με διάφορους τρόπους. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο τα δύο άκρα της ζώνης
πέφτουν μπροστά στη φούστα παρουσιάζει ανεξάντλητες παραλλαγές, όπως για
παράδειγμα η απόδοση της συστροφικής πλέξης με βαθιές κυματοειδείς αυλακώσεις
(εικ. 12β). Η πλούσια αφηγηματική της γυναικείας ζώνης δεν έχει μόνο
διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά ενδέχεται να αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της
εκάστοτε γυναικείας μορφής. Είναι γνωστό ότι η ζώνη στο γυναικείο σώμα ενέχει
πλήθος συμβολισμούς για την κοινωνική της ένταξη και την εν γένει καταξίωσή
της.
Εικ. 13. Άκρο πόδι ειδωλίου ανθρώπινης μορφής με γραπτή απόδοση μελανόφαιου σανδαλιού στο λευκό του δέρματος. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73), ΑΑ 1041. |
Τέλος, σε ελάχιστες περιπτώσεις διακρίνονται πλαστικές
εντάσεις για την απόδοση των ανδρικών υποδημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν και δείγματα
που διατηρούν αχνά τα χρωματικά ίχνη των ιμάντων (μελανό επί λευκού) για την
απόδοση των μινωικών σανδαλιών (εικ. 13), των οποίων σπάνιες απεικονίσεις σε
τρεις διαστάσεις διατηρούνται μόνο σε θραύσματα ειδωλίων από ελεφαντοστό.
Η ρητορική του σώματος: εστιάσεις και αποσιωπήσεις
Ένας μικρός μεν, αλλά εξίσου σημαντικός αριθμός ειδωλίων
αναπαριστάνει μεμονωμένα τμήματα του ανθρώπινου σώματος. Και σε αυτή την
περίπτωση το μεγαλύτερο δυτικό ιερό κορυφής του νησιού παρουσιάζει καινοφανείς
τομές του ανθρώπινου σώματος σε σχέση με τα αντίστοιχα δείγματα που είναι
γνωστά από τα άλλα ιερά κορυφής της κεντρικής και της ανατολικής Κρήτης (εικ.
14). Στα περίεργα αυτά ειδώλια οι τεχνικές της εστίασης και της προβολής
συγκεκριμένων τμημάτων του σώματος επιτυγχάνονται με τον κατακερματισμό της
ανθρώπινης μορφής.
Εικ. 14. Ειδωλοπλαστική εικόνα μεμονωμένου τμήματος ανθρώπινου σώματος. Ιερό Κορυφής Βρύσινα (ανασκ. Κ. Δαβάρα 1972-73), ΑΜΡ 17710, ΑΑ 21. |
Οι πληθωρικές ερμηνείες αυτών των ειδωλίων περιστρέφονται
γύρω από το νόημα της εστίασης του πλάστη στα συγκεκριμένα μέλη του σώματος.
Γεγονός πάντως είναι ότι το σύνολο των ειδωλίων με αυτοτελή σωματικά μέλη
υποδεικνύει την εξοικείωση των φορέων του μινωικού πολιτισμού με το
αποσπασματικό ανθρώπινο σώμα.
Όμως η αφηγηματικότητα της ανθρωπομορφικής πηλοπλαστικής από
τον Βρύσινα δεν εξαντλείται εδώ. Η στήριξη ενός ανθρώπινου ειδωλίου, η ένταξή
του στο περιβάλλον των υπόλοιπων εικονιστικών θεμάτων, ακόμη όμως και η
ευρύτερη τοποθέτησή του μέσα στο πλήθος των ετερόκλητων αντικειμένων ενός
πλούσιου ευρηματολογίου που χαρακτηρίζει τη θέση που κατονομάζουμε «ιερό
κορυφής» αποτελούν εκφάνσεις μιας αφηγηματικής, τα θραύσματα της οποίας
καλούμαστε να ανασυνθέσουμε. Δίπλα στις χιλιάδες παραστάσεις των μορφών της
σφραγιδογλυφίας, που διατηρούν τα συγκείμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά
και στις εντυπωσιακές, ενίοτε φυσικού μεγέθους, παραστάσεις των τοιχογραφιών,
που αναδεικνύουν πλήθος λεπτομερειών, η αποσπασματική πηλοπλαστική, ως
ενδιάμεσος κρίκος στην αναπαράσταση του μινωικού ανθρώπου, δεν έχει πει ακόμη
την τελευταία της λέξη… www.archaiologia.gr/
Δημήτρης Σφακιανάκης
Αρχαιολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης
* H επιμέλεια των εικόνων έχει γίνει από την κυρία Ν.
Χουρμουζιάδη, δρα Μουσειολογίας.
Συντομογραφίες που χρησιμοποιούνται στις λεζάντες των
εικόνων
- ΑΑ: Αριθμός απογραφής θραυσμάτων συστηματικής μελέτης του συνόλου των ανθρωπόμορφων ειδωλίων της ανασκαφής Κ. Δαβάρα 1972-73.
- ΑΜΡ: Αριθμός Μουσείου Ρεθύμνου – Ευρετήριο Πήλινων Αντικειμένων.
3
Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Μία μορφή πρώιμης αμφικτιονίας;
Από την Ίριδα Τζαχίλη
Ομότιμη καθηγήτρια προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
«Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Μία μορφή πρώιμης αμφικτιονίας;» είναι ο τίτλος διάλεξης που έχει δώσει η ομότιμη καθηγήτρια προϊστορικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Ίρις Τζαχίλη τον Ιανουαρίο του 2016, , στο πλαίσιο του Μινωικού Σεμιναρίου.
Όπως αναφέρει σχετικά η κα Τζαχίλη: «Το ιερό Κορυφής στον Βρύσινα, στη θέση Άγιο Πνεύμα (ύψ. 858 μ.) δεσπόζει στην περιοχή με θέα αμφίδρομη: η κορυφή είναι σε μεγάλο βαθμό ορατή από παντού και η θέα από ψηλά στην γύρω περιοχή περιμετρικά είναι απρόσκοπτη.»
Στο βάθος το όρος του Βρύσινα |
Η ανθρώπινη παρουσία ήταν άνιση, άλλοτε πυκνή άλλοτε αραιότερη. Η πρώτη εμφάνιση ανάγεται στην Τελική Νεολιθική. (4500-3200 π.Χ.), Μετά από ένα κενό, στην αρχή της Μεσομινωικής περιόδου (γύρω στα 1800 π.Χ.) η κορυφή αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός ιερού κορυφής η σημασία του οποίου κορυφώνεται τους αιώνες που ακολουθούν.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Βρύσινα όπως και άλλων ιερών κορυφής είναι ότι σε έναν περιορισμένο χώρο και συγκεκριμένες χρονικές περιόδους παρουσιάζεται μία καταπληκτική αριθμητική πυκνότητα ειδικών ευρημάτων, κυρίως ειδωλίων που υποδεικνύουν χώρο τελετουργιών, λατρευτικών αποθέσεων και σε κάθε περίπτωση χώρο συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων, έναν δημόσιο χώρο.»
Το χαρακτηριστικό των ευρημάτων είναι η μεγάλη ποικιλία τους, οι τεράστιες ποσότητες και η ποιότητα. Υπάρχουν εξαιρετικά ευρήματα, (μεγάλα είδωλα, σφραγίδες, λίθινα αγγεία) αλλά
και ταπεινά απλά αναθήματα ομοιωμάτων ζώων, ανθρώπων και στοιχείων του φυσικού χώρου, που παρουσιάζουν τεράστια ευρηματικότητα.
και ταπεινά απλά αναθήματα ομοιωμάτων ζώων, ανθρώπων και στοιχείων του φυσικού χώρου, που παρουσιάζουν τεράστια ευρηματικότητα.
Το σημαντικότερο ιερό κορυφής στη Δυτική Κρήτη
• Σε χρήση καθ’όλη την Παλαιοανακτορική Περίοδο (1900-1700 π.Χ.) και τις αρχές της Νεοανακτορικής. • Ανασκαφές από το 1973 έως σήμερα
|
Οι περίοδοι λατρείας μπορούν να διακριθούν σε δύο, την παλαιοανακτορική (2100-1700 π.Χ.)και τη νεοανακτορική. (1700-1450 π.Χ.)Υπάρχει και μία τρίτη η μετανακτορική (1450-1070 π.Χ.) κατά την ΥΜΙΙΙΒ και Γ, αλλά είναι μικρότερης εμβέλειας.
Παρουσιάζουν διαφορετική επισκεψιμότητα, πύκνωση της ανθρώπινης παρουσίας, ή άλλοτε ελάττωση, ακόμη απουσία.»
Μέσω της μελέτης ποικίλων αντικειμένων, όπως σκεύη κεραμικά, εργαλεία, πλάκες, λίθινες τράπεζες, ειδώλια πήλινα και μετάλλινα, καθώς και ομοιώματα διαφόρων θεμάτων, γίνεται προσπάθεια συναγωγής των ανθρώπινων δραστηριοτήτων των οποίων αποτελούν κατάλοιπα: Τελετουργικά γεύματα, συμπόσια, τακτές συναντήσεις μελών από διάφορα γένη και
διφορετικές ηλικίες είναι μερικές από τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη λατρευτική τελετουργία αλλά και με ευρύτερους στόχους που αφορούν την επιβεβαίωση σχέσεων ή τη
διαχείριση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ή ακόμη και την επίλυση διαφορών.»
διφορετικές ηλικίες είναι μερικές από τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη λατρευτική τελετουργία αλλά και με ευρύτερους στόχους που αφορούν την επιβεβαίωση σχέσεων ή τη
διαχείριση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ή ακόμη και την επίλυση διαφορών.»
Οι λατρευτικές και παράλληλα οι κοινοτικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα εκεί, μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα στο γεωγραφικό πλαίσιο της χώρας και των όμορων χωριών
που τις πραγματοποιούσαν, και των οποίων αποτελούσαν τμήμα.
που τις πραγματοποιούσαν, και των οποίων αποτελούσαν τμήμα.
Αυτό απαιτεί την κατανόηση του χώρου, του αναγλύφου, των πόρων, την κατανόηση των αλλαγών του τοπίου καθώς και της διασποράς της κατοίκησης στον ευρύτερο χώρο. Πρακτικά δηλαδή πρέπει να αντιληφθούμε τις διαδρομές, τα μονοπάτια, τις πηγές, τα τοπωνύμια, την ανθρώπινη ορατότητα, το πέρασμα των κοπαδιών, τον ρου των χειμάρρων.
21ος αι. -Περιοχή του όρους Βρύσινα |
Άρα να αντιληφθούμε τις φυσικές και ανθρώπινες δραστηριότητες που εγγράφηκαν σαν παλίμψηστο στο τοπίο. Σχετικό θέμα είναι η γεωγραφική προέλευση των επισκεπτών του Ιερού που δύναται να ανιχνευθεί μέσω της ανάλυσης της κεραμικής ύλης των αγγείων».
Ποτέ πριν η ανθρώπινη μορφή δεν απεικονίστηκε τρισδιάστατα σε τέτοια ποικιλία και σε τέτοιους αριθμούς.
Στην ομιλία της η κα Τζαχίλη έδωσε έμφαση σε δύο θέματα: «Το πρώτο είναι ο απέραντος πλούτος της απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής σε τρεις διαστάσεις. Με κάθε λεπτομέρεια γυναικείες και ανδρικές μορφές εικονίζονται σε παραλλαγές και στάσεις, με πολυτελείς ενδυμασίες, ζώματα, κομμώσεις, καπέλλα.
Ποτέ πριν η ανθρώπινη μορφή δεν απεικονίστηκε τρισδιάστατα σε τέτοια ποικιλία και σε τέτοιους αριθμούς. Το δεύτερο είναι το γεγονός ότι τα Ιερά Κορυφής, δηλαδή η τελετουργική συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε ένα σημείο υψηλό εμπλέκεται με φαινόμενα εξαιρετικά σημαντικά για την ιστορία του νησιού την Εποχή του Χαλκού: τη δημιουργία των άστεων, το φαινόμενο της διοίκησης, την ερμηνεία των ανακτορικών κέντρων, τη μετάθεση του κέντρου βάρους από τις γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες στις πόλεις.
Ήταν ένας τόπος συγκέντρωσης φύλων και εκτεταμένων οικογενειών σε τακτά διαστήματα για λόγους λατρευτικούς και κοινωνικούς. Από αυτή την άποψη οι λειτουργίες τους είναι ανάλογες με αυτές των αμφικτιονιών των κλασικών χρόνων».
4
Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΒΡΥΣΙΝΑΣ
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΜΕ ΙΕΡΟΓΛΥΦΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΒΡΕΘΗΚΕ (Δευτέρα, 1 Αυγούστου 2011)ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΡΥΣΙΝΑ ΝΟΤΙΩΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Περισσότερα από 800 ανθρωπόμορφα ειδώλια, γυναικεία και ανδρικά, ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος, αρκετά σε μορφή ζώου, αγγεία, τμήματα πήλινων πλακιδίων με επίθετα ειδώλια πτηνών και διπλών κεράτων, πλήθος πήλινα σφαιρίδια. Όλα αυτά και πολλά ακόμη σε ένα μινωικό «ιερό κορυφής» σε υψόμετρο 858 μέτρων στο όρος Βρύσινα της Κρήτης, στα νότια του Ρεθύμνου.
Η αρχαιότερη γραφή των Μινωιτών βρέθηκε στο Ιερό Κορυφής του όρους Βρύσινας Ρεθύμνου. Είναι αποτυπωμένη πάνω σε λίθινη τετράπλευρη σφραγίδα από βαθυκόκκινο ίασπι. Η σφραγίδα φέρει εγχάρακτα σημεία μινωικής ιερογλυφικής γραφής και στις τέσσερις πλευρές της. Το εύρημα είναι πολύ σημαντικό.
Και το εξαιρετικό εύρημα της φετινής ανασκαφικής περιόδου: Μία τετράπλευρη σφραγίδα από βαθυκόκκινο ίασπη, με χαραγμένα σημεία της μινωικής ιερογλυφικής γραφής και στις τέσσερις επιφάνειές της, που την αναδεικνύει ως τη μοναδική ως τώρα παρουσία της αρχαιότερης γραφής των Μινωιτών στη δυτική Κρήτη.
«Άγιο Πνεύμα» ονομάζεται σήμερα η κορυφή, από την ομώνυμη εκκλησία που κτίσθηκε στο σημείο αυτό, πάνω από το ιερό των Μινωιτών, όπως θεωρούν πλέον οι αρχαιολόγοι. Γύρω από αυτή την εκκλησία, στα τρία άνδηρα που σχηματίζονται στο χώρο διεξάγεται η ανασκαφή, η οποία έφερε στο φως τα πολυάριθμα ευρήματα που χρονολογούνται σε όλη την Παλαιοανακτορική περίοδο (περίπου 1900-1700 π. Χ) και τουλάχιστον ως την αρχή των Νεοανακτορικών χρόνων (περίπου 1700-1500 π. Χ.).
Τα περισσότερα ευρήματα εντοπίσθηκαν στο μεσαίο άνδηρο, όπου τα χώματα ήταν αδιατάρακτα, ενώ σημαντικός αριθμός τους βρισκόταν ακόμη και στις κάθετες σχισμές και τις κοιλότητες του βράχου, εκεί όπου προφανώς τα εναπόθεταν οι μινωίτες προσκυνητές που ανέβαιναν στο ιερό αυτό με τα αναθήματά τους προς τη θεότητα.
Ο Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ανέλαβε να μελετήσει και να δημοσιεύσει τα ευρήματα από το Ιερό κορυφής του Βρύσινα με την επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας Ίρις Τζαχίλη.
Τα ιερά κορυφής είναι τυπικό χαρακτηριστικό του μινωικού πολιτισμού: πρόκειται για θέσεις σε κάποιο υψόμετρο, όχι μακριά από οικισμούς, όπου, σε μικρή έκταση μερικών μόνο τετραγωνικών μέτρων, εκατοντάδες ειδωλίων, ανθρώπων ή ζώων, μαζί με σπασμένα αγγεία βρίσκονται καταχωμένα ανάμεσα σε σχισμές βράχων ή σε εδαφικές κοιλότητες, μαζί με θραύσματα κεραμεικής. Λόγω αυτών των υψηλών συγκεντρώσεων ειδωλίων, οι θέσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως τόποι λατρείας.
Έως τώρα σχεδόν κανένα από τα ιερά κορυφής δεν έχει πλήρως δημοσιευτεί. Ένας πρώτος λοιπόν στόχος των εργασιών που διεξάγονται σήμερα είναι η πλήρης δημοσίευση του αρχαιολογικού υλικού του Ιερού κορυφής του Βρύσινα.
Οι φοιτητές του Τμήματος έχουν την ευκαιρία, καταγράφοντας το εξαιρετικά πολυάριθμο υλικό, να εξοικειωθούν με τη διαχείριση και τη μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων. Παράλληλα διενεργούνται επιτόπιες επισκέψεις στο Ιερό και η αρχαιολογική μελέτη συμπληρώνεται με στοιχεία αρχαιολογία του τοπίου.
Μετάλλινοι λατρευτές (ανθρωπόμορφα ειδώλια), χάλκινοι μικρογραφικοί πελέκεις, χάλκινα ομοιώματα εγχειριδίων, καθώς και λίθινα σκεύη, μεταξύ των οποίων το ένα είναι πιθανότατα αιγυπτιακό, δύο τράπεζες προσφορών από στεατίτη και δύο μικρές λοπάδες (μαγειρικά σκεύη με μεγάλο άνοιγμα) είχαν έρθει άλλωστε στο φως και κατά το 2010.
Ταυράκι που απόθεσε κάποιος Μινωίτης στο Ιερό |
Εύλογα λοιπόν οι ανασκαφείς της ΚΕ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό την ευθύνη της αρχαιολόγου κυρίας Ελένης Παπαδοπούλου και του Πανεπιστημίου Κρήτης με την ευθύνη της καθηγήτριας κυρίας Ιριδας Τζαχίλη θεωρούν πλέον ότι ο Βρύσινας είναι το σημαντικότερο ιερό κορυφής για τη δυτική Κρήτη.
Με σαφείς αναλογίες μάλιστα, ως προς το τελετουργικό πλαίσιο, τη μορφή της λατρείας αλλά και τον τρόπο άσκησής της με τα ανακτορικά ιερά κορυφής - Γιούχτα, Κόφινα, Πετσοφά και Τραόσταλο - της Κεντρικής και της Ανατολικής Κρήτης
5
ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ ΒΡΥΣΙΝΑ
Γεωργία Κορδατζάκη.
Κεραμική από το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Ένα Σύνθετο Τεχνο-σύστημα Παραγωγής και Χρήσης την 2η χιλιετία π.Χ.
Η μελέτη προσεγγίζει τεχνολογικά τη μεσομινωική κεραμική που καταναλώθηκε στο ιερό κορυφής του Βρύσινα Ρεθύμνου. Μέσω της ανάλυσης γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν πλευρές της λειτουργίας του ίδιου του ιερού.
Προσδιορίζεται η προέλευση των πρώτων υλών που οι κεραμείς χρησιμοποίησαν για να παράξουν τα κεραμικά τους.
Γίνονται έτσι εκτιμήσεις σχετικές με την προέλευση των ομάδων που συμμετείχαν στα δρώμενα στο ιερό.
Οι μετέχοντες γίνονται αντιληπτοί ως καταναλωτές κεραμικών παραδόσεων.
Από τα ευρήματα του Ιερού κορυφής
|
Η ανάλυση ανέδειξε τον υψηλό αριθμό των διαφορετικών κοινωνικο-πολιτισμικών ομάδων. Η έρευνα, επομένως, συμβάλλει στην κατανόηση πτυχών του φαινομένου των ιερών κορυφής στην Κρήτη, η μελέτη των οποίων έως τώρα εξαντλούνταν σχεδόν αποκλειστικά σε θεωρητικές προσεγγίσεις.
Ταυτόχρονα, η έρευνα αποτελεί σημαντικό πρακτικό βοήθημα για τον φοιτητή και τον αρχαιολόγο που θέλει να εξοικειωθεί με τον τρόπο συστηματικής καταγραφής των τεχνολογικών χαρακτηριστικών της κεραμικής στο πεδίο.
Συμπεριλαμβάνεται εκτεταμένο Γλωσσάρι Ειδικών Όρων, χρήσιμο για όσους ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για ζητήματα σχετικά με την τεχνολογία παραγωγής της κεραμικής και τη γεωλογία.
Η έρευνα συνδυάζει τη συστηματική μακροσκοπική καταγραφή της κεραμικής στη βάση των τεχνολογικών χαρακτηριστικών της και την αρχαιομετρική ανάλυση. Η εργαστηριακή ανάλυση περιλαμβάνει την παρατήρηση λεπτών τομών των κεραμικών σε πολωτικό μικροσκόπιο, τον χημικό προσδιορισμό τους με τη μέθοδο της φασματοσκοπίας ακτίνων –Χ φθορισμού διασκορπιζόμενης ενέργειας (EDS-XRF) και τον ορυκτολογικό προσδιορισμό τους με τη μέθοδο της περιθλασιμετρίας ακτίνων –Χ (XRD).
Προσδιορίστηκαν πέντε βασικές παραδόσεις παραγωγής κεραμικής.
Τα διακοσμημένα αγγεία παρήχθησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από μία κεραμική παράδοση. Στο πλαίσιο της ίδιας παράδοσης κατασκευάστηκαν επιπλέον και αβαφή κωνικά κύπελλα. Με τις υπόλοιπες τέσσερις παραδόσεις παρήχθη σχεδόν αποκλειστικά αβαφής κεραμική. Τρεις από αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κεραμικών τόσο κατά την πρώτη φάση του ιερού (ΜΜ Ιβ-ΙΙ) όσο και κατά τη δεύτερη φάση (ΜΜ ΙΙΙ). -(1700-1600 π.Χ.)
Η έρευνα αναδεικνύει, μέσω του υψηλού αριθμού των κεραμικών παραδόσεων που καταναλώθηκαν στον Βρύσινα για παρόμοιους τύπους αγγείων, σημαντικό αριθμό ομάδων με διαφορετική κοινωνικο-πολιτισμική προέλευση και ταυτότητα. Η συνύπαρξη των διαφορετικών ομάδων στον χώρο του ιερού αντανακλά τη συνειδητοποίηση της κοινής ταυτότητάς τους σε επίπεδο περιοχής.
Η συνειδητοποίηση αυτή εκφράζεται και με τη χρήση ενός συνόλου διακοσμημένων κεραμικών που παράγονται αποκλειστικά από μια κεραμική παράδοση. Μελέτες τεχνολογίας κεραμικής από οικισμούς της περιόδου στο υπόλοιπο νησί ανιχνεύουν ένα περισσότερο απλό σύστημα κατανάλωσης.
Συνήθως στους οικισμούς προσδιορίζεται μια βασική κεραμική παράδοση για την παραγωγή της συντριπτικής πλειονότητας των αγγείων που χρησιμοποιούνται.
Η διαφορά που καταγράφεται ανάμεσα στο σύστημα κατανάλωσης του ιερού (υψηλός αριθμός κεραμικών παραδόσεων) και στο αντίστοιχο των οικισμών (περιορισμένος αριθμός κεραμικών παραδόσεων) σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία του ιερού στον Βρύσινα.
Η εμφάνιση δύο νέων κεραμικών παραδόσεων κατά τη ΜΜ ΙΙΙ - περίοδος που συμπίπτει χρονικά με την παύση του γειτονικού ιερού κορυφής των Ατσιπάδων νότια του Βρύσινα - υποδηλώνει απορρόφηση νέων πληθυσμιακών ομάδων και γενικότερες μεταβολές στον κοινωνικο-πολιτισμικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής του Ρεθύμνου.
Οι πρώτες ύλες σχετίζονται με ιζήματα που αποτέθηκαν γύρω από το ιερό. Ενισχύεται, επομένως, η έως τώρα επικρατούσα άποψη ότι τα ιερά κορυφής προορίζονταν για να καλύψουν τις ανάγκες του τοπικού ως επί το πλείστον πληθυσμού. Φαίνεται, ωστόσο, ότι προϊόντα συγκεκριμένης κεραμικής παράδοσης διακοσμημένα με τον πολύχρωμο ρυθμό διακινούνται και νότια του Βρύσινα, στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου και το εκεί τοπικό ιερό των Ατσιπάδων. Η διακίνηση επιτρέπει τον υποθετικό προσδιορισμό μιας επικράτειας που μεταξύ άλλων θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις περιοχές γύρω από τα δύο ιερά κορυφής.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
-Dietler M., ‘Driven by Drink: The Role of Drinking in the Political Economy and the Case of Early Iron Age France’, Journal of Anthropological Archaeology 9 (1990), 352-406
-Haggis D.C., ‘Staple Finance, Peak Sanctuaries, and Economic Complexity in Late Prepalatial Crete’. In Chaniotis A. (ed.), From Minoan Farmers to Roman Traders: Sidelights on the Economy of Ancient Crete. F. Steiner. Stuttgart, 1999, 53-85
-Hein A., Day P.M., Quinn P.S. and Kilikoglou V., ‘The Geochemical Diversity of Neogene Clay Deposits in Crete and its Implications for Provenance Studies of Minoan Pottery’, Archaeometry 46, 3 (2004), 357-384
-Κορδατζάκη Γεωργία, Εισαγωγή Τεχνολογικών Χαρακτηριστικών στη Μακροσκοπική Εξέταση και η Μεθοδολογία Ανάλυσης Κεραμικού Υλικού. Πεδίο εφαρμογής: Ιερό του Βρύσινα. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ρέθυμνο, 2002
-Ντρίνια Χ., Κλαστική Ιζηματογένεση στο Ανώτερο Καινοζωικό της Δυτικής Κρήτης – Η Λεκάνη των Αποστόλων (Ρέθυμνο). Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1996
-Tzachili I., ‘Quantitative Analysis of the Pottery from the Peak Sanctuary at Vrysinas, Rethymnon’. Ιn Foster K. P. and Laffineur R. (eds.), METRON. Measuring the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 9th International Aegean Conference, New Haven, Yale University, 18-21 April 2002. AEGAEUM 24 (2003), 327-331
Σχετικά, υπό έκδοση
-Κορδατζάκη Γεωργία, “Supplying the peak sanctuary at Vrysinas with Pottery. A plethora of fabric-families as fingerprint of cultural complexity”. Πεπραγμένα του 5ου Συμποσίου της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας, Αθήνα 8-10 Οκτωβρίου 2008
-Κορδατζάκη Γεωργία, «Επιφανειακή Έρευνα στα Ορεινά του Ρεθύμνου: Ενδεικτική Ανάλυση Κεραμικής από τον Βρύσινα» (“Surveying on the Mountainous Area around Rethymnon: Analysis of the Vrysinas Survey Ceramic Material - First Results”. Πεπραγμένα της Α΄ Παγκρήτιας Επιστημονικής Συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στην Κρήτη, Ρέθυμνο 28-30 Νοεμβρίου 2008
Για τη διατριβή
Τίτλος: Κεραμική από το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα. Ένα Σύνθετο Τεχνο-σύστημα Παραγωγής και Χρήσης την 2η χιλιετία π.Χ.
Τύπος: Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Επόπτες καθηγητές: Τζαχίλη Ίρις (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Περδικάτσης Βασίλης (Πολυτεχνείο Κρήτης), Κόπακα Κατερίνα (Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Διάρκεια: Νοέμβριος 2003-Δεκέμβριος 2007
Υποστήριξη: 13 Δεκεμβρίου 2007
Περιγραφή: 2 τόμοι 572 σελίδων, Τόμος Ι: 324 σελίδες κείμενο/Πίνακες 4, Τόμος ΙΙ: Παράρτημα Ι-Βασικές αρχές των εφαρμοσμένων στη μελέτη αρχαιομετρικών μεθόδων/Παράρτημα ΙΙ-Γλωσσάρι Ειδικών Όρων/Χάρτες 3/Εικόνες 84/Γραφήματα 176/Βιβλιογραφία
Γλώσσα: Ελληνικά
Η διατριβή είναι διαθέσιμη στον σχετικό διαδικτυακό τόπο του ηλεκτρονικού ιδρυματικού καταθετηρίου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης. (http://elocus.lib.uoc.gr)
Η διατριβή πρόκειται να δημοσιευθεί ως μονογραφία από τις εκδόσεις Τα Πράγματα.
ΤΕΛΟΣ
ΜΕ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ
- www.archaiologia.gr/ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
- Ίρις Τζαχίλη-Ομότιμη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
- Δημήτρης Σφακιανάκης-Αρχαιολόγος, Υποψήφιος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης
- ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
- users.uoi.gr/
- ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ
- ΚΟΡΔΑΤΖΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΡ. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΕΤΡΟΓΡΑΦΟΣ
- ΠΕΡΙΟΔ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
- ΖΟΥΓΚΛΑ GR
- ΤΟ ΒΗΜΑ
- GOVERNMENT .GR
- ENET,GR
- Τοπία Κρήτης -Panoramion cyclingcreta
- CANDIA.WORDPRESS.COM
- www.hellinon.net/ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ