(Μέρος Α’)
Εισαγωγή στην σειρά των άρθρων
Το θέμα περί της ιστορικής συνέχειας Πρωτοελλήνων και Ελλήνων, θα μας απασχολήσει στην επόμενη σειρά άρθρων που θα ακολουθήσει. Η δομή και το περιεχόμενο, έχουν ως εξής:
- Στο πρώτο μέρος, θα εξεταστεί η σημασία της μυθολογίας από ιστορικής απόψεως, η καταγωγή του Έλληνος, του Πελασγού και του Γραικού. Θα αναφερθούμε στους πρώτους βασιλείς και οικιστές της Αττικής, θα δούμε τους απογόνους του Δευκαλίωνος και θα κλείσουμε με τις περίφημες αμφικτιονίες. Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί μια γεύση ότι οι ίδιες οι ελληνικές παραδόσεις είναι υπέρμαχες της συνέχειας.
- το δεύτερο μέρος, θα δούμε την άποψη του Θουκυδίδη για την εξάπλωση του ανθρώπου στην ελληνική γη, και θα απαντήσουμε στο επιχείρημα των εμφυλίων πολέμων που προβάλλεται από ορισμένους που θέλουν να πείσουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν εθνική συνείδηση.
- Στο τρίτο μέρος, θα γίνει αναφορά στους Πελασγούς. Θα δειχτεί η αυτοχθονία, θα γίνει λόγος στις συχνές τους μεταναστεύσεις, θα αναφερθεί η σχέση τους με το ελληνικό γένος και θα δούμε από ποια φύλα και ομάδες αποτελούνταν.
- Στο τέταρτο, θα δούμε την σύσταση του πληθυσμού στην αρχαία Ελλάδα.
- Στο πέμπτο, θα αναφερθούμε στον Ηρόδοτο. Θα ξεχωρίσουμε τι γράφει ο Ηρόδοτος και που επιβεβαιώνεται, τι γράφει στα οποία υπάρχει αντίλογος (και τα οποία δεν παρουσιάζουν οι καλοθελητές) και πως διαστρέφονται ορισμένα σημεία του έργου του.
- Στο έκτο μέρος, θα γίνει αναφορά στα Τρωικά.
- Στο έβδομο και τελευταίο μέρος, θα μιλήσουμε για την λεγόμενη «κάθοδο» των Δωριέων.
Σχετικά με τις πηγές, χρησιμοποιούνται πρωτίστως πληροφορίες που προέρχονται από τους αρχαίους μας συγγραφείς και δευτερευόντως ακολουθούμε τις σύγχρονες. Για τα αρχαία κείμενα, δίδονται ακριβείς παραπομπές, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να τις βρει και να τις μελετήσει και ο ίδιος. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν τα αρχαία κείμενα με την αρίθμηση των βιβλίων και των παραγράφων όπως αναγράφονται στον ιστότοπο της «Βικιθήκης».
Επιμέρους ενότητες του πρώτου μέρους:
1. Η μυθολογία είναι πανάρχαια ιστορία
2. Η μυθολογική καταγωγή του Έλληνα
3. Η μυθολογική καταγωγή του Πελασγού
4. Η μυθολογική καταγωγή του Γραικού
5. Οι πρώτοι βασιλείς και οικιστές Αττικής και Αθήνας
6. Οι απόγονοι του Δευκαλίωνος
7. Αμφικτύων και αμφικτιονίες
1. Η μυθολογία είναι πανάρχαια ιστορία
«Οι μύθοι είναι το πρώτο υλικό της ιστορίας. Η αξιολόγηση των μύθων καταλήγει πολλές φορές σε ιστορία, εκεί όπου οι μαρτυρίες τους παίρνουν το πιστοποιητικό της επαλήθευσης. Οι περιπτώσεις αυτές γίνονται διαρκώς και περισσότερες».
(«Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία», σ. 78)
Οι μύθοι είναι πολυεπίπεδοι και δυναμικοί. Μπορούν να ερμηνευτούν με πολλούς τρόπους και να τους προσεγγίσει κανείς από διαφορετικές σκοπιές. Ο Πλούταρχος, εκφράζει αυτή την αλήθεια με ένα πολύ όμορφο παράδειγμα. Λέει ότι όπως το φως είναι ένα, αλλά αναλύεται στα χρώματα τις ίριδας, το ίδιο και ο μύθος. Ο ίδιος μύθος μπορεί να αναλυθεί με διαφορετικούς τρόπους και να δώσει διαφορετικά «χρώματα». Παρ’ όλα αυτά, θα είναι ο ίδιος μύθος, το ίδιο φως. «Καθάπερ οι μαθηματικοί την ίριν έμφασιν είναι του ηλίου (…) ούτως ο μύθος ενταύθα λόγου τινός έμφασις εστί ανακλώντος επ’ άλλα την διάνοιαν» («Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 359 Α). Ένα από τα επίπεδα, είναι και το ιστορικό. Πράγματι, αρκετοί μύθοι έχουν ιστορικό πυρήνα. Με αυτό το θέμα άρχισε να πραγματεύεται η επιστήμη της γεωμυθολογίας, η οποία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια.
Ο καθηγητής Γεωλογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, κος Ηλίας Μαριολάκος, αναφέρει:
Πολλοί πιστεύουν ότι οι ελληνικοί μύθοι είναι φανταστικές ιστορίες. Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, τουλάχιστον σχετικά με το θέμα των γεωγραφικών και φυσικών-ωκεανογραφικών χαρακτηριστικών του Ατλαντικού Ωκεανού και γενικότερα των ωκεανών, όπως αυτά περιγράφονται κυρίως από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τα Ορφικά και τον Πλούταρχο
Το βέβαιον είναι ότι οι αρχαίοι συγγραφείς εκλαμβάνουν τα μυθολογούμενα ως αρχαία ιστορία. Αυτό το βλέπουμε όχι μόνο στις αρχαίες τραγωδίες, αλλά και σε επιστημονικά συγγράμματα της αρχαιότητας, όπως στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Επί παραδείγματι, ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας διάφορα πολιτεύματα (και στο συγκεκριμένο μέρος, την βασιλεία), κάνει αναφορά στους ηρωικούς χρόνους. Οι ηρωικοί χρόνοι είναι καθαρά μυθολογικοί, οι οποίοι τοποθετούνται από τον Ησίοδο ένα γένος πριν το σιδηρούν, το οποίο είναι ιστορικό. «Τέταρτον δ’ είδος μοναρχίας βασιλικής αι κατά τους ηρωικούς χρόνους εκούσιαι τε και πάτριαι γιγνόμεναι κατά νόμον» («Πολιτικά», 1285 b). Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Αριστοτέλης απορρίπτει την ιστορικότητα και εργάζεται σε θεωρητικό-φιλοσοφικό επίπεδο. Διότι χρησιμοποιεί την ιστορική και αναλυτική μέθοδο, για να κρίνει και να προτείνει το καλύτερο πολίτευμα το οποίο εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της κάθε πόλης, ή να προτείνει τρόπους ώστε αυτά να βελτιωθούν. Πατάει επί στερεού εδάφους, αναζητώντας το καλύτερο πολίτευμα από τα ήδη υπαρκτά. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που αναπτύσσει ιδέες για το ιδανικό-ιδεατό πολίτευμα, που ποτέ δεν υπήρξε. Στα «Πολιτικά», ο Αριστοτέλης αναφέρεται επίσης στον Σέσωστρι, τον Μίνωα και σε άλλα πρόσωπα της μυθολογίας, ως ιστορικά.
Επειδή «αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις», κατά τον Αντισθένη, καλό θα είναι να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει η λέξη «μύθος».
Σύμφωνα με το «Μέγα λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, η λέξη «μύθος» έχει τις εξής σημασίες:
α) «παν ό,τι λέγεται δια του στόματος, λόγος προφορικός, ομιλία»,
β) «η εν δημοσία συνελεύσει αγόρευσις, ομιλία»,
γ) «η διαγωγή, ο τρόπος του φέρεσθαι, το φέρσιμο»,
δ) «διάλογος, συνομιλία»,
ε) «προσταγή, διαταγή, υπόσχεσις»,
στ) «συμβουλή»,
ζ) «βουλή, απόφασις, σκοπός, σχέδιον»,
η) «υπόθεσις του λόγου, η ουσία, το πράγμα»,
θ) «λόγος, ρήσις, απόφθεγμα, παροιμία»,
ι) «φήμη, διάδοσις, λόγια του κόσμου»,
ια) «αγγελία, είδησις, πληροφορία»,
ιβ) «διήγησις, ιστορία, ιστορικόν διήγημα»,
ιγ) στην νεότερη δημοτική γλώσσα, «φανταστική διήγησις, πλαστή ιστορία, παραμύθι»,
ιδ) «μυθική παράδοσις αναφερόμενη εις θεούς ή ήρωας»,
ιε) «αλληγορική διήγησις αναφερομένη εις ζώα ή φυτά, εξ ης αντλείται ηθικόν συμπέρασμα»,
ιστ) «υπόθεσις δράματος, έπους, μυθιστορήματος»,
ιζ) «στάσις, επανάστασις» (τόμος Θ΄, σ. 4799-4800).
Όπως διευκρινίζεται στο λεξικό, μόνο στα νεότερα χρόνια, η λέξη πήρε την έννοια του «φανταστικού», του «παραμυθιού». Στα αρχαία χρόνια είχε κυρίως την έννοια του «προφορικού λόγου».
Σύμφωνα με το «Ομηρικό λεξικό» του Α. Κωνσταντινίδη, η λέξη «μύθος» σημαίνει «λόγος, λόγια, αγόρευσις, δημηγορία, διήγησις» (σ. 433) και απαντάται στα Ομηρικά Έπη.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης (90-30 π. κ. ε), επιχείρησε κάποτε ένα τεράστιο εγχείρημα· να καταγράψει την παγκόσμια ιστορία. Και το κατάφερε, συγγράφοντας σαράντα βιβλία, ξεκινώντας από τα μυθολογικά χρόνια μέχρι τον Γαλατικό Πόλεμο του Καίσαρα το 59 π.κ.ε.
Στην αρχή του τέταρτου βιβλίου της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης», επισημαίνει τα προβλήματα που συναντούν όσοι προσπαθούν να συντάξουν «παλαιάς μυθολογίας». Το υλικό είναι δυσεύρετο εξαιτίας της αρχαιότητος, ενώ παράλληλα η χρονική τοποθέτηση των γεγονότων δεν επιδέχεται ακριβή έλεγχο. Για αυτούς τους λόγους, οι αναγνώστες στην εποχή του, περιφρονούσαν τα ιστορούμενα. Όπως ακριβώς κάνουν και σήμερα οι περισσότεροι που δεν έχουν ασχοληθεί. Επιπροσθέτως, η αφήγηση καθίσταται δύσκολη, διότι υπάρχουν πλήθη ηρώων, ημιθέων, και άλλων ανδρών που πρέπει να γενεαλογηθούν. Ακόμα, οι διάφοροι μύθοι παραδίδονται μερικές φορές με παραλλαγές. Όπως γράφει, «συμβαίνει τους αναγεγραφότας τας αρχαιότατας πράξεις τε και μυθολογίας ασυμφώνους είναι προς αλλήλους». Για αυτούς τους λόγους οι μεταγενέστεροι ιστορικοί, δεν ασχολήθηκαν με την αρχαία μυθολογία, όπως ο Έφορος ο Κύμαιος, ο Καλλισθένης, ο Θεόπομπος. Δεν την συμπεριέλαβαν συστηματικά, εξαιτίας της δυσκολίας της συγγραφής.
Ο Διόδωρος, σε αντίθεση με τους παραπάνω, γράφει: «Ημείς δε την εναντία τούτοις κρίσιν έχοντες, και τον εκ της αναγραφής πόνον υποστάντες, την πάσαν επιμέλειαν εποιησάμεθα της αρχαιολογίας». Για εκείνον, «εξ αιώνος υπεράραι τη μνήμη παραδοθέντας». Δηλαδή, διά του μύθου φτάνει ως εμάς η ανάμνηση γεγονότων από τα πανάρχαια χρόνια. Για αυτό και αξίζει κάθε φιλοπονία προς διαλεύκανσή της.
Στο ίδιο βιβλίο, αναφέρεται ότι υπάρχουν ενθύμια από εκείνη την εποχή μέχρι τις μέρες του. Για παράδειγμα, τα δώρα της φιλοξενίας που έδωσαν ο Κάκιος και ο Πινάριος στον Ηρακλή. «Εν ταύτη δε των επιφανών όντες ανδρών Κάκιος και Πινάριος εδέξαντο τον Ηρακλέα ξενίοις αξιολόγοις και δωρεαίς κεχαρισμέναις ετίμησαν· και τούτων των ανδρών υπομνήματα μέχρι τώνδε των καιρών διαμένει κατά την Ρώμην» (4.1- 4.8/4. 21).
Ο Παυσανίας, στο έργο του αναφέρει ότι κατά τις περιηγήσεις του επισκέφτηκε τους τάφους των μυθολογούμενων προσώπων και είδε διάφορα αναμνηστικά κειμήλια που υπήρχαν στην εποχή του. Επί παραδείγματι, αναφέρεται στα ίχνη της γιγαντομαχίας που βρίσκονταν στην Τραπεζούντα της Αρκαδίας, σε οστά γιγάντων που είδε, την καταφθαρμένη δορά του καλυδώνιου κάπρου στην Τεγέα, τον τάφο του Επύτου που αναφέρει και ο Όμηρος. Ο Αρριανός, αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος όταν έφτασε στο Ίλιο, επισκέφτηκε και στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα και ο Ηφαιστίωνας του Πατρόκλου.
Ο Πλάτων, δέχεται επίσης, ότι η μυθολογία είναι παλαιά ιστορία που πρέπει να αναζητηθεί με επιμέλεια. «Μυθολογία γαρ αναζήτησις τε των παλαιών μετά σχολής» («Κριτίας», 110 a).
Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, ήταν επικεφαλής μιας ομάδας καθηγητών που δραστηριοποιήθηκαν στην Βιέννη, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Εργάστηκε για τον διαφωτισμό του έθνους, και συνόψισε την μυθολογία σε πέντε τόμους με πληθώρα παραπομπών στα αρχαία κείμενα, με σκοπό να μαθητεύσει τους Έλληνες στις προγονικές παραδόσεις για την αφύπνιση τους. Γράφει:
Τούτων ουν ούτως εχόντων, η ιστορία αναφέρει περιστατικώς τα συμβεβηκότα μόνον του ιστορικου αιώνος, τα δε λοιπά των προτέρων αιώνων, πρέπει να τα αναζητήσωμεν εις την Μυθολογίαν, τουτέστιν εις την Αρχαιολογίαν· τα οποία είναι μεν αναγκαία εις πάντα άνθρωπον, ως είρηται, εις ημάς όμως είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα, και συνέβησαν εις την Ελλάδα την πατρίδα ημών· και είναι ανάγκη μεγάλη να γνωρίζωμεν οποίους προγόνους είχομεν και ποίαν γην κατοικούμεν.
(«Ωγυγία», Α΄ τόμος, σ. 32)
Διακρίνει λοιπόν, έξι είδη μύθων. Ανάμεσά τους, και τους ιστορικούς. Γράφει…
Ιστορικοί είναι όσοι διηγούνται τις ιστορίες των θεών, των ηρώων και άλλων αρχαίων συμβάντων ανάμικτα με μυθοπλασίες, από τους οποίους αν αφαιρεθούν τα μυθώδη και τα παράλογα της αρχαϊκής δεισιδαιμονίας και αμάθειας, μάλιστα δε της ποιητικής φαντασίας, μένει η ιστορία καθαρή. Σε αυτούς τους μύθους ανήκουν η εκστρατεία των Αργοναυτών, ο πόλεμος της Τροίας, οι εκστρατείες του Ηρακλή, του Περσέα, του Διονύσου και όλων των αρχαίων γεγονότων, με τα περιστατικά που αναφέρονται. Ακόμη, και πρόσωπα και τόποι, οι οποίοι διατηρούν και σήμερα τις ονομασίες τους, καθώς και άλλα πολλά συμβάντα που επιβεβαιώνουν το κύρος της εξιστόρησης.
(ο. π. σ. 174)
Όπως θα δούμε στην σειρά των άρθρων που θα ακολουθήσει, οι αρχαίοι συγγραφείς λίγο έως πολύ, λαμβάνουν πληροφορίες από την μυθολογία και τις αξιοποιούν στα συγγράμματά τους, όπως ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Στράβων, ο Αρριανός.
Αφού ξεκαθαρίσαμε τα παραπάνω, ας δούμε κάποιες βασικές καταγωγές, όπως είναι καταγεγραμμένες στην ελληνική παράδοση…
Peter Paul Rubens Δευκαλίων και Πύρρα ζωγρ. έτος 1636
2. Η μυθολογική καταγωγή του Έλληνα
«Είναι ανάγκη μεγάλη να γνωρίζωμεν οποίους προγόνους είχομεν και ποίαν γην κατοικούμεν».
(Αθανάσιος Σταγειρίτης)
Προμηθέως δε παις Δευκαλίων εγένετο. Ούτος βασιλεύων των περί την Φθίαν τόπων γαμεί Πύρραν την Επιμηθέως και Πανδώρας, ην έπλασαν θεοί πρώτην γυναίκα. Επεί δε αφανίσαι Ζεύς το χαλκούν ηθέλησε γένος, υποθεμένου Προμηθέως Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, και τα επιτήσεια ενθέμενος, εις αύτην μετά Πύρρας εισέβη. Ζευς δε πολύν υετόν απ’ ουρανόν χέας τα πλείστα μέρη της Ελλάδος κατέκλυσεν, ώστε διαφθαρήναι πάντας ανθρώπους, ολίγων χωρίς οι συνέφυγον εις τα πλησίον υψηλά όρη. Τότε δε και τα κατά Θεσσαλίαν όρη διέστη, και τα εκτός Ισθμού και Πελοποννήσου συνεχέθη πάντα. Δευκαλίων δε εν τη λάρνακι δια της θαλάσσης φερόμενος ημέρας εννέα και νύχτας ίσας τω Παρνασώ προσίσχει, κακεί των όμβρων παύλαν λαβόντων εκβάς θύει Δίι φυξίω. Ζευς δε πέμψας Ερμήν προς αυτόν επέτρεψεν αιρείσθαι ότι βούλεται· ο δε αιρείται ανθρώπους αυτώ γενέσθαι. Και Διός ειπόντος υπέρ κεφαλής έβαλλεν αίρων λίθους, και ους μεν έβαλε Δευκαλίων, άνδρες εγένοντο, ους δε Πύρρα, γυναίκες. Όθεν και λαοί μεταφορικώς ωνομάσθησαν από του λάας ο λίθος. Γίνονται δε εκ Πυρράς Δευκαλίωνι παίδες Έλλην μεν πρώτος, ον εκ Διός γεγεννήσθαι ένιοι λέγουσι, δεύτερος δε Αμφικτύων ο μετά Κραναόν βασιλεύσας της Αττικής, θυγάτηρ δε Πρωτογένεια, εξ ης και Διός Αέθλιος. Έλληνος δε και νύμφης Ορσηίδος Δώρος Ξούθος Αίολος. Αυτός μεν ουν αφ’ αυτού τους καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Έλληνας, τοις δε παισίν εμέρισεν την χώραν· και Ξούθος μεν λαβών την Πελοπόννησον εκ Κρεούσης της Ερεχθέως Αχαιόν εγέννησε και Ιωνά, αφ’ ων Αχαιοί και Ίωνες καλούνται, Δώρος δε την πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβών τους κατοίκους αφ’ εαυτού Δωριείς εκάλεσεν, Αίολος δε βασιλεύων των περί την Θεσσαλίαν τόπων τους ενοικούντας Αιολείς προσηγόρευσε.
(«Μυθολογική Βιβλιοθήκη», βιβλίο Α΄, 7. 1-2)
Σχόλιο: Ο Δευκαλίων ήταν βασιλιάς στα μέρη γύρω από την Φθία. Παρουσιάζεται ως αυτόχθων. Μετά τον κατακλυσμό, προσάραξε στον Παρνασσό. Εκεί θυσίασε στον Φύξιο Δία. Αυτό σημαίνει ότι γνώριζε την λατρεία του Διός. Το ότι ο Δευκαλίων και η Πύρρα πετούσαν πέτρες και γίνονταν άνθρωποι, σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν γηγενείς. Για αυτό και ονομάστηκαν αλληγορικά «λαοί», από το «λα» που σημαίνει πέτρα. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι αυτοί οι λαοί ήταν οι Λέλεγες με αρχηγό τον Λοκρό. «Ήτοι γαρ Λοκρός Λελέγων ηγήσατο λαών, τους ρα ποτέ Κρονίδης Ζευς άφθιτα μήδεα ειδώς λεκτούς εκ γαίης Λαούς πόρε Δευκαλίωνι» (Απόσπασμα 63).
Ο Έλλην, είναι ο πρώτος απόγονος του Δευκαλίωνος ή του Δία και της Πύρρας, και γεννιέται μετά τον κατακλυσμό. Δεύτερος γεννιέται ο Αμφικτύων, και τρίτη η Πρωτογένεια. Ο Αμφικτύων βασίλευσε στην Αττική μετά τον Κραναό. Ο Έλληνας γέννησε τον Δώρο, τον Ξούθο, και τον Αίολο. Από αυτούς προέκυψαν τα πρώτα ελληνικά φύλα, οι Δωριείς, οι Αχαιοί, οι Ίωνες, και οι Αιολείς. Από τον Έλληνα μετονομάστηκαν οι Γραικοί σε Έλληνες. Με βάση τις ελληνικές παραδόσεις, δεν προκύπτει από πουθενά ότι ήρθαν από αλλού, ενώ αντιθέτως είναι ξεκάθαρο ότι Γραικοί και Έλληνες είναι ονομασίες του ίδιου γηγενούς λαού.
Ο Ησίοδος διασώζει επίσης, την παλαιότατη παράδοση που θέλει τον Γραικό γιο της Πανδώρας και του Διός. Η Πανδώρα, σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, είναι κόρη του Δευκαλίωνος. Δεν είναι η Πανδώρα του Επιμηθέως, διότι εκείνη ήταν «η πρώτη γυναίκα», και ήταν μητέρα της Πύρρας. Αυτή εδώ η Πανδώρα, είναι η κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, άρα εγγονή της πρώτης.
3. Η μυθολογική καταγωγή του Πελασγού
Επειδή δε το του Δευκαλίωνος διεξεληλύθαμεν γένος, εχομένως λέγωμεν το Ινάχειον. Ωκεανού και Τηθύος γίνεται παις Ίναχος, αφ’ ου ποταμός εν Άργει Ίναχος καλείται. Τούτου και Μελίας της Ωκεανού Φορωνεύς τε και Αιγιαλεύς παίδες εγένοντο. Αιγιαλέως μεν ουν άπαιδος αποθανόντος η χώρα άπασα Αιγιαλεία εκλήθη, Φορωνεύς δε απάσης της ύστερον Πελοποννήσου προσαγορευθείσης δυναστεύων εκ Τηλεδίκης νύμφης Άπιν και Νιόβην εγέννησεν. Άπις μεν ουν εις τυραννίδα την εαυτού μεταστήσας δύναμιν και βίαιος τύραννος, ονομάσας αφ’ εαυτού την Πελοπόννησον Απίαν, υπό Θελξίονος και Τελχίνος επιβουλευθείς άπαις απέθανεν, και νομισθείς θεός εκλήθη Σάραπις· Νιόβης δε και Διός (η πρώτη γυναικί Ζεύς θνητή εμίγη) παίς Άργος εγένετο, ως δε Ακουσίλαος φησί, και Πελασγός, αφ’ ου κληθήναι τους την Πελοπόννησον οικούντας Πελασγούς. Ησίοδος δε τον Πελασγόν αυτόχθονα φησίν είναι. Αλλά περί μεν τούτου πάλιν ερούμεν· Άργος δε λαβών την βασιλείαν αφ’ εαυτού την Πελοπόννησον εκάλεσεν Άργος.
(«Μυθολογική Βιβλιοθήκη», βιβλίο Β΄, 1.1-2)
Σχόλιο: Ο Πελασγός δεν ανήκει στο γένος του Δευκαλίωνα, αλλά στο γένος του Ίναχου, που κυριάρχησε στο Άργος της Πελοποννήσου. Ο άγνωστος συγγραφέας αυτού του εγχειριδίου που συνοψίζει τις μυθολογικές παραδόσεις και μάλλον χρησίμευε για τα σχολεία του 1ου και 2ου αιώνα κ.ε., περιλαμβάνει και τον Πελασγό και το Ινάχειο γένος, στην ελληνική παράδοση. Είναι γιος της Νιόβης και του Διός. Αδελφός του Πελασγού, ο Άργος. Αυτόχθονες και οι δύο στην Πελοπόννησο. Ο Άπις ήταν θείος του Πελασγού (μητέρα του Πελασγού η Νιόβη, αδελφός της Νιόβης ο Άπις). Όταν πέθανε ο Άπις, θεωρήθηκε θεός. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, ο Άπις μετανάστευσε στην Αίγυπτο και πέθανε εκεί. Εκεί θεοποιήθηκε, και θεωρείται ως μια εκ των πρωταρχικών θεοτήτων του Αιγυπτιακού πάνθεου.
Δύο πράγματα πρέπει να παρατηρήσουμε όσον αφορά τα παραπάνω αλλά και τα παρακάτω. Το πρώτο είναι ότι όλοι αυτοί δραστηριοποιούνται στις ίδιες περιοχές, και το δεύτερο είναι ότι τα ονόματα που έχουν είναι ελληνικά. Δύο πράγματα μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά. Το πρώτο, ότι έχουν κοινή λατρεία. Το δεύτερο, ότι έχουν κοινή γλώσσα. Για αυτά, θα γράψουμε και αλλού.
Επανάγωμεν δε νυν πάλιν επί τον Πελασγόν, ον Ακουσίλαος μεν Διός λέγει και Νιόβης, καθάπερ υπέθεμεν, Ησίοδος δε αυτόχθονα. Τούτου και της Ωκεανού θυγατρός Μελιβοίας, ή καθάπερ άλλοι λέγουσι νύμφης Κυλλήνης, παις Λυκάων εγένετο, ος βασιλεύων Αρκάδων εκ πολλών γυναικών πεντήκοντα παίδας εγέννησε· Μελαινέα, Θεσπρωτόν, Έλικα, Νύκτιμον, Πευκέτιον, Καύκωνα, Μηκιστέα, Οπλέα, Μακαρέα, Μάκεδον, Όρον, Πόλιχον, Ακόντην, Ευαίμονα, Αγκύορα, Αρχεβάτην, Καρτέρωνα, Αιγαίωνα, Πάλλαντα, Εύμονα, Κάνθον, Πρόθοον, Λίνον, Κορέθοντα, Μαίναλον, Τηλεβόαν, Φύσιον, Φάσσον, Φθίον, Λύκιον, Αλίφηρον, Γενέτορα, Βουκολίωνα, Σωκλέα, Φινέα, Ευμήτην, Αρπαλέα, Πορθέα, Πλάτωνα, Αιμόνα, Κύναιθον, Λέοντα, Αρπάλυκον, Ηραιέα, Τιτάναν, Μαντινέα, Κλείτορα, Στύμφαλον, Ορχομενόν…Ούτοι πάντας ανθρώπους υπερέβαλλον υπερηφανία και ασέβεια. Ζευς δε αυτών βουλόμενος την ασέβειαν πειράσαι εικασθείς ανδρί χερνήτη παραγίνεται. Οι δε αυτόν επί ξενία καλέσαντες, σφάξαντες ένα των επιχωρίων παίδα, τοις ιεροίς τα τούτου σπλάχνα συναμίξαντες παρέθεσαν, συμβουλεύσαντος του πρεσβυτέρου αδελφού Μαινάλου. Ζευς δε μυσαχθείς την μεν τράπεζαν ανέτρεψεν, ένθα νυν Τραπέζους καλείται ο τόπος, Λυκάονα δε και τους τούτου παίδας εκεραύνωσε, χωρίς του νεωτάτου Νυκτίμου· φθάσασα γαρ η Γη και της δεξιάς του Διός εφαψαμένη την οργήν κατέπαυσε. Νυκτίμου δε την βασιλείαν παραλαβόντος ο επί Δευκαλίωνος κατακλυσμός εγένετο.
(«Μυθολογική Βιβλιοθήκη», βιβλίο Γ΄, 8. 1-2)
Σχόλιο: Συνεχίζοντας τα περί του Πελασγού, αναφέρεται ότι ο Λυκάων, γιος του Πελασγού που έζησε στα ίδια μέρη, είχε πενήντα παιδιά. Στα ονόματα των παιδιών του βρίσκουμε πολλές ονομασίες που απαντώνται στα μετέπειτα χρόνια.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι ότι γνώριζαν για τον Δία. Αλλά επειδή ήταν ασεβείς και υπερήφανοι, προσπάθησαν να τον πειράξουν. Και τιμωρήθηκαν για αυτήν τους την ύβρη. Ένα ακόμα αξιοπρόσεκτο είναι, ότι ο κατακλυσμός συνέβη επί του εγγονού του Πελασγού, του Νυκτίμου. Ο Δευκαλίων ήταν τότε βασιλιάς στην Θεσσαλία. Ο Δευκαλίων, ήταν πελασγικής καταγωγής. Αυτό προκύπτει, αν λάβουμε υπόψη μας τις πληροφορίες του Ηροδότου, ο οποίος σαφώς αναφέρει ότι οι απόγονοί του (δηλαδή οι Ίωνες, οι Δωριείς, οι Αχαιοί και οι Αιολείς), είναι Πελασγοί. Θα τα δούμε αυτά αναλυτικά στον οικείο τόπο. Όλα αυτά δείχνουν ότι έχουν κοινή καταγωγή, κάτι που συνεπάγει κοινή γλώσσα (ασχέτως το πώς θα εξελιχθούν οι τοπικές διάλεκτοι), και κοινή θρησκεία. Δηλαδή, το ελληνικό γένος άρχισε να ξεχωρίζει από την μεγάλη οικογένεια των Πελασγών. Πρώτοι οι Δωριείς αποκόπηκαν, και μετά ακολούθησαν και τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα. Αργότερα θα ενσωματωθούν και άλλες πελασγικές ομάδες καθώς και επήλυδες. Και αυτά επίσης, θα τα δούμε αναλυτικά στον οικείο τόπο.
4. Η μυθολογική καταγωγή του Γραικού
Η γενεαλογία του Γραικού, έχει ως εξής:
Κούρη δ’ εν μεγάροισιν αγαυού Δευκαλίωνος Πανδώρη Διί πατρί θεών σημάντορι πάντων μιχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην.
(Ησίοδος, «Γυναικών Κατάλογος», απ. 2)
Σχόλιο: Όπως προαναφέραμε, ο Γραικός είναι γιος της Πανδώρας. Συνεπώς, εγγονός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Η σχέση Έλληνος και Γραικού, είναι σχέση θείου και ανιψιού. Το όνομα «Γραικός» που είχε καθιερωθεί να δίδεται ως γενική ονομασία του λαού προς τιμή του ήρωα Γραικού, αργότερα όταν ο Έλληνας απέκτησε εξουσία και δύναμη, αντικαταστάθηκε από αυτό του Έλληνος, στον ίδιο φυσικά λαό.
5. Οι πρώτοι βασιλείς και οικιστές Αττικής και Αθήνας
Σύμφωνα με την ελληνική μας μυθολογία, αν και υπάρχουν πολλά κενά στην διαδοχή εξαιτίας του ότι χάθηκε πολύτιμη γνώση, ήταν οι εξής:
Εποχή του Ωγύγου: Ο Ωγύγης που είναι γηγενής και επί της βασιλείας του οποίου συνέβη ο ομώνυμος κατακλυσμός. Ο Περίφας, που οικοδόμησε ιερά του Απόλλωνα. Ο Πορφυρίων, που οικοδόμησε ιερά της Ουρανίας Αφροδίτης, ο Μόψος, ο Κολαίνος, και ο Ακταίος.
Η εποχή του Κέκροπα, που είτε ήταν γηγενής, είτε ήρθε από την αθηναϊκή πόλη Σάιδα της Αιγύπτου.
Η εποχή του Κραναού: Ο Κραναός, ο Αμφικτύων (γιος Δευκαλίωνα, αδελφός του Έλληνα), ο Εριχθόνιος, ο Πανδίωνας, ο Ερεχθέας, ο Κέκροπας ο Β΄, ο Πανδίωνας ο Β΄, ο Αιγέας, ο Θησέας, ο Δημοφών, ο Όξυντας, ο Θυμοίτης, ο Μέλανθος, ο Κόδρος.
Παιδιά του Ωγύγη από την Θήβη, ο Ελευσίνας (ομώνυμη πόλη), οι Πραξοδίκες, ο Κάδμος.
Παιδιά του Κέκροπα από την Άγραυλο, ο Ερυσίχθων, η Αλκίππη, ο Κέφαλος, η Πάνδροσος. Από τον Κέφαλο κατάγονται ο Τιθώνας (γεννήθηκε στην Συρία), πατέρας του Φαέθοντα, πατέρας του Αστυνόου, πατέρας του Σάνδακου, πατέρας του Κινύρα που βασίλευσε στην Ασσυρία.
Ο Κραναός με την Πεδιάδα, γέννησαν την Κραναή, την Ατθίδα, και την Κραναίχμη.
Ο Πανδίων με την Ζευξίππη, γέννησαν τον Ερεχθέα, τον Βούτη, την Πρόκνη, την Φιλομήλα.
Ο Ερεχθέας με την Πραξιθέα, γέννησαν τον Κέκροπα τον Β΄, τον Πάνδωρο, τον Μητιώνα, την Προκρίδα, την Κρέουσα, την Χθονία, την Ωρειθυία.
Ο Κέκροπας ο Β΄ με την Μητιάδουσα, γέννησαν τον Πανδίωνα τον Β΄, πατέρα του Αιγέα, πατέρα του Θησέα. Άλλα παιδιά, ο Πάλαντας, ο Νίσος, ο Λύκος. Παιδί του Θησέα, ο Δημοφώντας.
Το νόημα όλων αυτών που παραθέσαμε, είναι η ελληνικότητα των ονομάτων.
6. Οι απόγονοι του Δευκαλίωνος
Ο Δευκαλίων γέννησε την Θυία, τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, την Πρωτογένεια, την Μελανθώ.
Η Θυία γέννησε τον Μακεδόνα και τον Μάγνητα.
Ο Έλληνας, τον Δώρο, τον Ξούθο, και τον Αίολο.
Από τον Αίολο κατάγονται ο Κρηθεύς (βασιλιάς Ιωλκού), ο Πελίας, ο Νηλέας (βασιλιάς Μεσσήνης), ο Αίσωνας, ο Ιάσονας (έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία), ο Θέσσαλος, ο Ευήνος (βασιλιάς Λήμνου), ο Πρόμαχος.
Άλλοι απόγονοι του Αιόλου, ο Άκαστος (έλαβε μέρος στα Αργοναυτικά), ο Πλεισθένης, ο Μελάνιππος, η Λαοδάμεια, η Στερόπη, ο Περικλύμενος (Αργοναυτικά), ο Νέστορας (Τρωικά), ο Πένθιλος, ο Ανδροπομπός, ο Μέλανθος, ο Κόδρος. Ο Αντίλοχος (Τρωικά), ο Θρασυμήδης, ο Ταλαός, ο Αιγιαλέας, ο Σίσυφος, ο Γλαύκος, ο Βελλεροφόντης, ο Ιππόλοχος. Ο Σαρπηδόνας, ο Γλαύκος (Τρωικά). Ο Φώκος (Φωκίδα), ο Ίφιτος, ο Σχέδιος, ο Επίστροφος, ο Δαμοφών, ο Θέσανδρος, ο Κορωνός, ο Προίτος, η Μαίρα, ο Λοκρός (οικιστής Θήβας). Η Χρυσογένεια, ο Φλεγυας (Βοιωτία), ο Ιξίων, ο Πειρίθους (Αργοναυτικά), ο Πολυποίτης (Τρωικά). Ο Φρίξος, η Έλλη, ο Λέαρχος, ο Μελικέρτης, ο Λεύκωνας, ο Σχοινέας, ο Άργος, ο Μέλανας, ο Φροντίς. Ο Σαλμωνέας, η Τυρώ, ο Άκτωρ, ο Πάτροκλος (Τρωικά), ο Φιλοκτήτης (Τρωικά), ο Πρωτεσίλαος, ο Τυδέας, ο Διομήδης (Τρωικά), ο Κηλέας, ο Λαέρτης, ο Οδυσσέας (Τρωικά), ο Μάγνης (Μαγνησία), ο Δίκτυς (Σέριφος), ο Πίερος (Πιερία), ο Αλέκτωρ (Μαγνησία), ο Υπέροχος και πολλοί ακόμα. Όλοι αυτοί, σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις, είναι απόγονοι (είτε κοντινοί είτε μακρινοί) του Αιόλου, γιου του Έλληνα. Ανήκουν στο αιολικό φύλο.
Από τον Δώρο κατάγονται ο Τέκταμος (Κρήτη), ο Αστέριος, ο Μίνωας ο νομοθέτης, ο Ραδάμανθυς, ο Σαρπηδόνας, ο Μίωνας ο θαλασσοπόρος, η Φαίδρα, η Αριάδνη, η Ξενοδίκη, ο Φιλόλαος, ο Χρύσης. Ο Ιδομενέας (Τρωικά), ο Μώλος, ο Μηριόνης (Τρωικά), και άλλοι πολλοί. Αυτοί ανήκουν στο Δωρικό φύλο.
Από τον Ξούθο γεννιούνται ο Αχαιός και ο Ίωνας. Μεταξύ των απογόνων τους, ο Πρόκλης και ο Επιδαύριος.
Από την Πρωτογένεια, αδελφή του Έλληνα, κατάγεται ο Αέθλιος. Μετέπειτα απόγονοι ο Ενδυμίων, με τα παιδιά του Παίονα, Έπειο, Αιτωλό, Νάξο, Ευρύπολη και Πίσα. Τα παιδιά της Ευρύπολης -ο Μέγης και ο Πολύξενος- έλαβαν μέρος στα Τρωικά.
Η ελληνικότητα των ονομάτων είναι εμφανέστατη. Μια γραμμή που ξεκινά από τον Έλληνα και φτάνει μέχρι τους ήρωες της Αργοναυτικής Εκστρατείας και τα Τρωικά, και ακόμα παραπέρα. Η Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την συμβατική χρονολόγηση, έγινε γύρω στο 1300 π.κ.ε. Τα Τρωικά, μια γενιά μετά. Η περίφημη «κάθοδος των Δωριέων», με βάση την οποία ορισμένοι μιλούν για την αρχή της ελληνικής ιστορίας, χρονολογείται στο 1100 π. κ. ε. Αυτά όμως έρχονται σε αντίθεση με τις παραδόσεις μας, όπως είδαμε έως εδώ και όπως θα δούμε και στην συνέχεια.
7. Αμφικτύων και αμφικτιονίες
Αμφικτύονες, συνέδριον εστίν ελληνικόν, συναγόμενον εν Θερμοπύλαις. Ωνομάσθησαν δε Αμφικτύονες από Αμφικτύονος του Δευκαλίωνος.
(Λεξικό Σούδα)
Ο Αμφικτύων (Θερμοπύλες), αδελφός του Έλληνα, είχε μεταξύ των απογόνων του, τον Ίτωνα (Θεσσαλία) και τον Βοιωτό (Βοιωτία). Τον Αιτωλό, τον Λοκρό (δυτικά του Παρνασσού), τον Οπούντα (νότια των Θερμοπυλών), τον Οϊλέα (Αργοναυτικά), τον Αίαντα τον Λοκρό (Τρωικά).
Ερχόμαστε τώρα στον Αμφικτύωνα και στον σημαντικό ρόλο του στην ενότητα των ελληνικών φύλων.
Μπορεί η κάθε περιοχή και πόλη να είχαν ξεχωριστή διοίκηση, αλλά όλοι γνώριζαν καλά τις προγονικές τους παραδόσεις. Στον Αμφικτύωνα αποδίδεται η συστηματική οργάνωση των ελληνικών πόλεων σε ομοσπονδίες, προς επίλυση και διευθέτηση διάφορων προβλημάτων θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρος, η επίλυση διαφόρων διαμαχών μεταξύ των πόλεων, αλλά και η ενότητα μπροστά σε εθνικές απειλές. Η πιο γνωστή οργάνωση-αμφικτιονία, ήταν αυτή των Δελφών. Ο θεσμός μαρτυρείται από τα προϊστορικά χρόνια, και συνεχίστηκε μέχρι και τους ιστορικούς χρόνους, πριν την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 π.κ.ε.
Μερικοί, ισχυρίζονται ότι ετυμολογικά, δεν έχουν σχέση το όνομα «Αμφικτύωνας» και η λέξη «αμφικτιονία». Διότι, στην πρώτη λέξη το «τυ» είναι με ύψιλον, στην δεύτερη με γιώτα.
Η λέξη «αμφικτιονία» έχει δύο τρόπους γραφής. Και με ύψιλον και με γιώτα. Με ύψιλον, ετυμολογείται από το όνομα του Αμφικτύωνα. Με γιώτα, ετυμολογείται από το «αμφί» και «κτίζω». Παρ’ όλα αυτά, στο λεξικό του «Σούδα», αναγράφεται με ύψιλον.
«Αμφικτύονες, συνέδριον εστίν ελληνικόν, συναγόμενον εν Θερμοπύλαις. Ωνομάσθησαν δε Αμφικτύονες από Αμφικτύονος του Δευκαλίωνος. Αυτός γαρ συνήγαγε τα έθνη βασιλεύων. Ταύτα γαρ δ’ ην δώδεκα, Ίωνες, Δωριείς, Περραιβοί, Βοιωτοί, Μάγνητες, Αχαιοί, Φθιώται, Μαλιείς, Δόπολες, Αινιάνες, Δελφοί, Φωκείς» (σ. 91, έκδοση Βερολίνου, 1854).
Το λεξικό των «Μυθολογικών ονομάτων» του Α. Κωνσταντινίδη, προσθέτει ότι «λέγεται ότι εσύστησε πρώτον την Αμφικτυονικήν σύνοδον, δια τούτο και είχεν ένα ναόν εις την Ανθήλη κώμη της Φωκίδος» (σ. 44).
Ο Ι. Σταματάκος, δέχεται ότι το «αμφικτίονες» γράφεται και ως «αμφικτύονες», από το «αμφί + κτίζω». Και συνεχίζει, «οι πέριξ (ή εγγύς) οικούντες. Εκ τούτου το Αμφικτύονες, οι γνωστοί εν τη ιστορία της αρχαίας Ελλάδος Αμφικτύονες, τα μέλη μιας Βουλής τρόπον τινά, αποτελουμένους όλων των ελληνικών πόλεων («Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», σ. 82). Το ίδιο δέχεται και ο Δ. Δημητράκος αλλά και ο Δορμπαράκης.
Ο Παυσανίας αναφέρει:
Καταστήσασθαι δε συνέδριον ενταύθα Ελλήνων οι μεν Αμφικτύονα τον Δευκαλίωνος νομίζουσι και από τούτου τοις συνελθούσιν επίκλησιν Αμφικτυόνας γενέσθαι, Ανδροτίων δε εν τη Ατθίδι έφη συγγραφή ως το εξ αρχής αφίκοντο ες Δελφούς παρά των προσοικούντων συνεδρεύοντες, και ονομασθήναι μεν Αμφικτύονας τους συνελθόντας, εκνικήσαι δε ανά χρόνον το νυν σφισιν όνομα. Υπό μεν δη Αμφικτύονος αυτού φασίν ες συνέδριον κοινόν τοσάδε γένη του Ελληνικού συναχθήναι, Ίωνας, Δόλοπας, Θεσσαλούς, Αινιάνας, Μάγνητας, Μαλιέας, Φθιώτας, Δωριείς, Φωκέας, Λοκρούς τη Φωκίδι ομόρους υπό τω όρει τη Κνήμιδι.
(«Φωκικά», 8.1-2)
Σχόλιο: Σύμφωνα με αρχαίες παραδόσεις, θεωρείται ο Αμφικτύονας (ο αδελφός του Έλληνα και γιος του Δευκαλίωνα), ως ο ιδρυτής των Αμφικτιονιών. Σύμφωνα με τον Ανδροτίωνα, συγκροτήθηκε εξ αρχής στους Δελφούς και οι μετέχοντες ονομάστηκαν Αμφικτύονες. Όλα αυτά προϋποθέτουν το κοινό γλώσσας, θρησκείας, και φυλετικής καταγωγής όσων συμμετείχαν. Ο Ηρόδοτος, καταγράφει την απάντηση των Αθηναίων στους Σπαρτιάτες, που οι δεύτεροι έστειλαν πρέσβεις επειδή φοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι θα ενώνονταν με τους Πέρσες. Οι Αθηναίοι διαβεβαίωσαν τους Σπαρτιάτες ότι επρόκειτο να παραμείνουν ασυμβίβαστοι και σύμμαχοι των υπολοίπων Ελλήνων προς αντιμετώπιση της περσικής απειλής. Στην διαβεβαίωσή τους, μεταξύ των άλλων, είπαν: «Αύτις δε το Ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγνωσσον και θεών ιδρύματα τε κοινά και θυσίαι ηθέα τε ομότροπα» (Βιβλίο Η΄, 144). Δεν επρόκειτο να προδώσουν ποτέ το ελληνικό έθνος, με το οποίο έχουν ίδιο αίμα, ίδια γλώσσα, κοινά ιερά θεών, κοινές θυσίες, κοινά ήθη. Αυτά τα κοινά σημεία, ένωναν και τους Έλληνες των προϊστορικών χρόνων.
Ο Στράβων αναφέρει ότι «τα πάλαι μεν ουν αγνοείται, Ακρίσιος δε των μνημονευομένων πρώτος διατάξαι δοκεί τα περί τους Αμφικτύονας». Βέβαια, ο Στράβων εδώ δεν λέει ότι ο πρώτος ιδρυτής είναι ο Ακρίσιος. Λέει, ότι αγνοείται η αρχή, και ότι ο Ακρίσιος είναι ο πρώτος από όσους μνημονεύονται. Είναι ο πρώτος των μνημονευομένων. Αλλά και ο Ακρίσιος, είναι πρόσωπο της μυθολογίας (της προϊστορίας), συγκεκριμένα βασιλιάς του Άργους, γιος του Άβαντα και της Αγλαίας. Επίσης, τα συνέδρια αυτά αναλάμβαναν και δικαστικά καθήκοντα. Οι κριτές τους ονομάζονταν ελλανοδίκες. Υπήρχαν πολλές αμφικτιονίες, στην Βοιωτία, στον Πόρο, στην Δήλο, στο Άργος, στην Μικρά Ασία. Όλες συνεδρίαζαν στα ιερά.
Πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά, αν μεταξύ τους θεωρούσε ο ένας τον άλλο ξένο; Πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά, αν δεν είχαν κοινή γλώσσα, θρησκεία, καταγωγή; Δεδομένου, ότι πουθενά δεν αναφέρεται ο ρόλος κάποιου διερμηνέα. Υπήρχαν οι «πυλαγόρες» που ήταν οι πολιτικοί αντιπρόσωποι των πόλεων, και οι «ιερομνήμονες» που ήταν οι θρησκευτικοί.
Έχουμε συνεπώς το θεσμό των Αμφικτυονιών όπου μετέχουν και οι Δωριείς, πολύ πριν…«κατέβουν» στον ελληνικό χώρο από τον βορρά, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Τραγελαφικό αλλά δυστυχώς η ιστορία παραποιείται λόγω σκοπιμοτήτων.
Πέρα από αυτά τα ενωτικά συνέδρια, να ολοκληρώσουμε το άρθρο αναφέροντας ότι οι ελλανοδίκες λέγονταν και οι κριτές στους Ολυμπιακούς Αγώνες που ήταν καθαρά ζήτημα Ελληνικό μέχρι την κατάκτησή μας από τους Ρωμαίους.
Πηγές
1. Γ. Πουρναράς, «Ταξίδι στην ελληνική προιστορία», εκδόσεις Γεωργιάδης.
2. Α. Σταγειρίτης, «Ωγυγία ή Αρχαιολογά», τ. Α΄ και Δ΄, εκδόσεις Διανόηση.
3. Δ. Δημητράκος, «Λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης», τ. Θ, εκδόσεις Δομή.
4. Α. Κωνσταντινίδης, «Λεξικό των μυθολογικών ονομάτων».
5. Α. Κωνσταντινίδης, «Ομηρικό λεξικό».
6. Ι. Σταματάκος, «Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», εκδόσεις Δεδεμάδη.
7. Λεξικό Σούδα, εκδόσεις Βερολίνου, 1854.
8. Πλούταρχος, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος».
9. Αριστοτέλης, «Πολιτικά».
10. Διόδωρος Σικελιώτης, βιβλίο Δ΄.
11. Πλάτων, «Κριτίας».
12. Παυσανίας, «Φωκικά».
13. Ηρόδοτος, βιβλίο Η΄.
14. Ησίοδος, «Αποσπάσματα» και «Κατάλογος γυναικών».
15. «Μυθολογική Βιβλιοθήκη», βιβλία Α΄, Β΄, Γ΄.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος Β’ )
Θουκυδίδης : Στο προηγούμενο άρθρο, εξετάσαμε το ζήτημα της μυθολογίας και είχαμε δείξει ότι για τους αρχαίους συγγραφείς είναι παλαιότατη ιστορία. Επίσης, είχαμε εξετάσει τις γενεαλογίες του Έλληνα, του Πελασγού και του Γραικού, όπως παραδίδονται στην ελληνική παράδοση. Ακόμα, είχαμε δει τους αρχαιότερους οικιστές της Αττικής και τους απογόνους του Δευκαλίωνος, ενώ είχαμε αναφερθεί και στον σημαντικό θεσμό των Αμφικτιονιών, των Ολυμπιακών Αγώνων και των ελλανοδικών, που αποδεικνύουν ότι τα πρωτο-ελληνικά και ελληνικά φύλα που έδρασαν στην ελληνική γη, είχαν επίγνωση της κοινής τους καταγωγής.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος, θα δούμε τα κάτωθι…
Επιμέρους ενότητες του δευτέρου μέρους:
1. Η άποψη του Θουκυδίδη για την εξάπλωση του ανθρώπου στον σημερινό ελληνικό χώρο
2. Το επιχείρημα των συχνών πολέμων
1. Η άποψη του Θουκυδίδη για την εξάπλωση του ανθρώπου στον σημερινό ελληνικό χώρο
Για την εξάπλωση του ανθρώπου στον ελληνικό χώρο.
«Κτήμα τε ες αιεί» (Θουκυδίδης).
Ο Θουκυδίδης επιχειρεί μια ανασκόπηση της όλης καταστάσεως στον ελληνικό χώρο, στο πρώτο βιβλίο της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου, από το 2ο κεφάλαιο έως και το 20ό.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι επικεντρώνεται στην ελληνική γη, συνδέοντας την ελληνική προϊστορία με τους ιστορικούς χρόνους, δείχνοντας έτσι την αδιάσπαστη συνέχεια. Από την στιγμή που εγκαταστάθηκαν άνθρωποι εδώ, ποτέ δεν έφυγαν. Σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται σε μια βόρεια φυλή που ήρθε από μακριά, δήθεν εισβάλλοντας και διώχνοντας, ή υποδουλώνοντας τα ντόπια φύλα με τα οποία συγχωνεύτηκε στην συνέχεια.
Θα παραθέσουμε τα σχετικά, με έναν μικρό σχολιασμό, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθήσει ο κάθε αναγνώστης…
Φαίνεται γαρ η νυν Ελλάς καλουμένη ου πάλαι βεβαίως οικουμένη, αλλά μεταναστάσεις τε ούσαι τα πρότερα και ραδίως έκαστοι την εαυτών απολείποντες βιαζόμενοι υπό τινων αιεί πλειόνων. Της γαρ εμπορίας ουκ ούσης, ουδ’ επιμειγνύντες αδεώς αλλήλοις ούτε κατά γην ούτε δια θαλάσσης, νεμόμενοι τε τα αυτών έκαστοι όσον αποζήν και περιουσίαν χρημάτων ουκ έχοντες ουδέ γην φυτεύοντες, άδηλον ον οπότε τις επελθών και ατειχίστων άμα όντων άλλος αφαιρήσεται, της τε καθ’ ημέραν αναγκαίου τροφής πανταχού αν ηγούμενοι επικρατείν, ου χαλεπώς απανίσταντο, και δι’ αυτό ούτε μεγέθει πόλεων ισχύον ούτε τη άλλη παρασκευή.
(Βιβλίο Α΄, 2.1-2.2)
Σχόλιο: Ο Θουκυδίδης αναφέρεται στις μεταναστεύσεις. Σε εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμα το εμπόριο και δεν ήταν ασφαλής η πορεία δια ξηράς και δια θαλάσσης. Σε εποχή που ακόμα ο ελληνικός χώρος δεν ήταν μονίμως κατοικήσιμος. Λόγω των συνεχών μεταναστεύσεων, οι επιδρομές ήταν πολλές, και για αυτό ούτε φύτευαν ούτε οχυρώνονταν σε πόλεις. Ζούσαν νομαδικώς.
Μάλιστα δε της γης η αρίστη αιεί τας μεταβολάς των οικητόρων είχεν, η τε νυν Θεσσαλία καλουμένη και Βοιωτία Πελοποννήσου τε τα πολλά πλην Αρκαδίας, της τε άλλης όσα ην κράτιστα. Δια γαρ αρετήν γης αι τε δυνάμεις τισί μείζους εγγιγνόμεναι στάσεις ενεποίουν εξ ων εφθείροντο, και άμα υπό αλλοφύλων μάλλον επεβουλεύοντο.
(Βιβλίο Α΄, 2.3-2.4)
Σχόλιο: Στην Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, εκτός από την Αρκαδία, σημειώθηκαν συνεχείς μετακινήσεις, εξαιτίας του ότι η γη είναι εύφορη.
Την γουν Αττικήν εκ του επί πλείστον δια το λεπτόγεων αστασίαστον ούσαν άνθρωποι ώκουν οι αυτοί αιεί. Και παράδειγμα τόδε του λόγου ουκ ελάχιστον εστί δια τας μετοικίας ες τα άλλα μη ομοίως αυξηθήναι· εκ γαρ της άλλης Ελλάδος οι πολέμω ή στάσει εκπίπτοντες παρ’ Αθηναίους οι δυνατώτατοι ως βέβαιον ον ανεχώρουν, και πολίται γιγνόμενοι ευθύς από παλαιού μείζω έτι εποίησαν πλήθει ανθρώπων την πόλιν, ώστε και ες Ιωνίαν ύστερον ως ουχ ικανής ούσης της Αττικής αποικίας εξέπεμψαν.
(Βιβλίο Α΄, 2.5-2.6)
Σχόλιο: Επειδή η Αττική γη είναι φτωχή, δεν αντιμετώπισε στάσεις, για αυτό και οι κάτοικοί της είναι γηγενείς. Για την ασφάλεια που παρείχε, όλοι όσοι διώκονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα, έρχονταν εκεί και πολιτογραφούνταν. Επειδή συγκέντρωνε πολύ κόσμο, έστειλε αποικίες στην Μικρά Ασία. Η περιοχή εκεί, ονομάστηκε Ιωνία από τους Ίωνες που την κατοίκησαν. Είναι φανερό, ότι στο σημείο αυτό αναφέρεται στο ιωνικό φύλο, που με βάση τις ελληνικές παραδόσεις είναι ελληνικό, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος. Αυτό, προυποθέτει την ύπαρξη αυτού του φύλου και άρα ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε μια μεταγενέστερη εποχή.
Δηλοί δε μοι και τόδε των παλαιών ασθένειαν ουχ ήκιστα· προ γρα των Τρωικών ουδέν φαίνεται πρότερον κοινή εργασαμένη η Ελλάς· δοκεί δε μοι, ουδέ τούνομα τούτο ξύμπασα πω έχειν, αλλά τα μεν προ Έλληνος του Δευκαλίωνος και πάνυ ουδέ είναι η επίκλησις αύτη, κατά έθνη δε άλλα τε και το Πελασγικόν επί πλείστον αφ’ εαυτών την επωνυμίαν παρέχεσθαι, Έλληνος δε και των παίδων αυτού εν τη Φθιώτιδι ισχυσάντων, και επαγομένων αυτούς επ’ ωφελία, ες άλλας πόλεις, καθ’ έκαστους μεν ήδη τη ομιλία μάλλον καλείσθαι Έλληνας, ου μέντοι πολλού γε χρόνου και άπασιν εκνικήσαι. Τεκμηρίοι δε μάλιστα Όμηρος· πολλώ γαρ ύστερον έτι και των Τρωικών γενόμενος ουδαμού τους ξύμπαντας ωνόμασεν, ουδ’ άλλους ή τους μετ’ Αχιλλέως εκ της Φθιώτιδος, οίπερ και πρώτοι Έλληνες ήσαν, Δαναούς δε εν τοις έπεσι και Αργειούς και Αχαιούς ανακαλεί. Ου μην ουδέ βαρβάρους είρηκε δια το μηδέ Έλληνας πω, ως εμοί δοκεί, αντίπαλον ες εν όνομα αποκεκρίσθαι. Οι δ’ ουν ως έκαστοι Έλληνες κατά πόλεις τε όσοι αλλήλων ξυνίεσαν και ξύμπαντες ύστερον κληθέντες ουδέν προ των Τρωικών δι’ ασθένειαν και αμειξίαν αλλήλων αθρόοι έπραξαν. Αλλά και ταύτην την στρατείαν θαλάσση ήδη πλείω χρώμενοι ξυνεξήλθον.
(Βιβλίο Α΄, 3.1-3.4)
Σχόλιο: Ο Θουκυδίδης, έρχεται τώρα να μας πει για το όνομα «Ελλάς». Σταματώντας την αφήγησή του, πάει πάλι πίσω, αρχίζοντας από τον Δευκαλίωνα, τον πατέρα του Έλληνα. Πριν τον Δευκαλίωνα, φυσικά, δεν υπήρχε η ονομασία αυτή. Κάθε φύλο («έθνος») έδινε το γενικό όνομά του στην περιοχή που κατοικούσε. Ανάμεσα σε αυτά τα φύλα, ήταν και οι Πελασγοί. Όταν όμως βασίλευσε ο Έλληνας στην Φθιώτιδα, οι κάτοικοι ονομάστηκαν εκεί Έλληνες. Αυτοί αναδείχθηκαν δυνατοί και ωφέλιμοι για τους κατοίκους των άλλων πόλεων. Και έτσι, σταδιακά, ονομάστηκαν και εκείνοι Έλληνες. Πρέπει να προσέξουμε ότι δεν υπήρξε κάποια επιβολή. Αλλά «επαγομένων αυτούς επ’ ωφελία». Ούτε αυτοί που ονομάστηκαν Έλληνες, ήρθαν από αλλού. Γηγενείς ήταν. Επίσης, πρέπει να προσέξουμε αυτό που λέει «τη ομιλία μάλλον καλείσθαι Έλληνας». «Ομιλία» σημαίνει «κοινωνία». Ήρθαν σε κοινωνία, σε επαφή με τις άλλες πόλεις. Ο Όμηρος, μας λέει ο Θουκυδίδης, που αναφέρεται στην εποχή των Τρωικών, δεν ονομάζει όλους όσους πήγαν εναντίον των Τρώων με το όνομα Έλληνες. Μόνο όσους ακολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα. Οι υπόλοιποι καλούνται με το όνομα «Δαναοί», «Αργειοί», και «Αχαιοί». Αυτό, δείχνει ότι κατά την εποχή εκείνη, δεν είχε επικρατήσει ακόμα η ονομασία «Έλληνες». Όμως, όπως θα δούμε και στα «Τρωικά», όλα αυτά τα φύλα είχαν ίδια γλώσσα, ίδια θρησκεία, ίδια έθιμα, και όλοι αυτοί αποκαλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς, «Έλληνες». Ούτε τη λέξη «βάρβαρος» χρησιμοποιεί ο Όμηρος, διότι ακόμα δεν είχαν διακριθεί οι Έλληνες με την ονομασία «Έλληνες», συνεπώς δεν υπήρχε λόγος η αντιδιαστολή του με το όνομα «βάρβαρος». Σε αυτό, απλά να συμπληρώσουμε, ότι ο Όμηρος ονομάζει τους Κάρες «βαρβαρόφωνους», λόγω της ομιλίας τους. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι «έκαστοι Έλληνες κατά πόλεις τε όσοι αλλήλων ξυνίεσαν και ξύμπαντες ύστερον κληθέντες», δηλαδή αναγνωρίζει ότι Έλληνες κλήθηκαν οι ίδιοι άνθρωποι στις ίδιες πόλεις, που πριν λέγονταν αλλιώς. Με την ονομασία των φύλων τους, όπως μας είπε παραπάνω. Όλοι αυτοί, πολύ πριν τα Τρωικά, ούτε είχαν αναδειχθεί ακόμα δυνατοί, ούτε είχαν ακόμα αναμειχθεί. Μόνο όταν απέκτησαν δυνατό ναυτικό, τότε εργάστηκαν από κοινού, «κοινή εργασαμένη η Ελλάς». Άρα, η εποχή των Τρωικών είναι ορόσημο ενότητας των φύλων που κατοικούσαν στον Ελλαδικό χώρο σε πόλεις.
Μίνως γαρ παλαίτατος ων ακοή ίσμεν ναυτικόν εκτήσατο και της νυν Ελληνικής θαλάσσης επί πλείστον εκράτησε και των Κυκλάδων νήσων ηρξέ τε και οικιστής πρώτος των πλείστων εγένετο, Κάρας εξελάσας και τους εαυτού παίδας ηγεμόνας εγκαταστήσας· το τε ληστικόν, ως εικός, καθήρει εκ της θαλάσσης εφ’ όσον εδύνατο, του τας προσόδους μάλλον ιέναι αυτώ.
(Βιβλίο Α΄, 4.1)
Σχόλιο: Στην συνέχεια, ο Θουκυδίδης μας μιλάει για τον Μίνωα. Αυτός εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Κατέκτησε τις Κυκλάδες και ίδρυσε αποικίες, βάζοντας τα παιδιά του. Έδιωξε τους Κάρες, και καθάρισε τις θάλασσες από τους πειρατές. Πρέπει να προσέξουμε στο σημείο αυτό, ότι ο Θουκυδίδης δεν μας λέει ότι ο Μίνωας έδιωξε τους κατοίκους των Κυκλάδων. Αυτούς που έδιωξε, είναι οι Κάρες, όπως μας λέει ξεκάθαρα εδώ. Τα νησιά όμως κατοικούνταν και από Έλληνες. Όταν λοιπόν άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους, κάτι που δείχνει την ανάπτυξη του ναυτικού τους, τότε άρχισε και το φαινόμενο της πειρατείας. Οι δυνατότεροι συγκρότησαν πειρατικά που λυμαίνονταν τις ατείχιστες –τότε- πόλεις.
Οι γαρ Έλληνες το πάλαι και των βαρβάρων οι τε εν τη ηπείρω παραθαλάσσιοι και όσοι νήσους είχον, επειδή ήρξαντο μάλλον περαιούσθαι ναυσίν επ’ αλλήλους, ετράποντο προς ληστείαν, ηγουμένων ανδρών ου των αδυνατωτάτων κέρδους του σφετερού αυτών ένεκα και τοις ασθενέσι τροφής, και προσπίπτοντες πόλεσιν ατειχίστοις και κατά κώμας οικουμέναις ήρπαζον και τον πλείστον του βίου εντεύθεν εποιούντο, ουκ εχοντός αισχύνην τούτου του έργου.
(Βιβλίο Α΄, 5.1)
Αυτοί είναι που κτύπησε ο Μίνωας, τους πειρατές. Κάρες και Έλληνες. Διότι στο κεφάλαιο 8, αναφέρει τα εξής: «Και ουχ ήσσον λησταί ήσαν οι νησιώται, Κάρες τε όντες και Φοίνικες· ούτοι γαρ δη τας πλείστας των νήσων ώκησαν». Στα νησιά, πέρα από τους Έλληνες, κατοίκησαν οι Κάρες και οι Φοίνικες. Αυτοί είναι που επιδίδονταν κυρίως στην πειρατεία. Όμως, «καταστάντος του Μίνω ναυτικού πλωιμώτερα εγένετο παρ’ αλλήλους». Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες έγιναν ασφαλέστερες, καθώς «οι εκ των νήσων κακούργοι ανέστησαν υπ’ αυτού». Και για αυτό το λόγο εποίκιζε τα νησιά. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν η οικονομική άνθιση των νησιών και η περαιτέρω πρόοδός τους. Και κλείνει το κεφάλαιο, δίνοντάς μας ένα πολύ σπουδαίο στοιχείο, πριν μπει στα Τρωικά. «Και εν τούτω τω τρόπω μάλλον ήδη όντες ύστερον χρόνω επί Τροίαν εστράτευσαν». Δείχνει ότι οι νησιώτες, αφού απέκτησαν δύναμη χάρη στον Μίνωα, εκστράτευσαν μαζί με τους Αχαιούς στα Τρωικά, αργότερα. Εφόσον όλα αυτά τα φύλα (τα οποία ο Όμηρος τα κατονομάζει ένα προς ένα), Έλληνες καλούνται από τους αρχαίους συγγραφείς κι εφόσον οι νησιώτες τους ακολουθούν, άρα Έλληνες είναι και οι νησιώτες.
[Στα κεφάλαια 6 και 7 που παραλείπουμε, αναφέρεται στο ότι όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε επειδή οι οικισμοί ήταν ανοχύρωτοι και λεηλατούνταν από τους ληστές, που σημαίνει ότι αναφέρεται σε πολύ παλαιές εποχές. Η συνήθεια αυτή της οπλοφορίας διατηρούνταν ακόμα. Στην Αθήνα είχε σταματήσει. Μετά αναφέρεται στον ιματισμό των Αθηναίων, οι οποίοι έκτοτε άρχισαν την τρυφηλή ζωή. Ωστόσο, σημαντική είναι η πληροφορία που δίνει για την συγγένεια Ιώνων και Αθηναίων. Στο κεφάλαιο 7, αναφέρεται στους τρόπους που επινόηθηκαν για την προστασία του εμπορίου από τους πειρατές. Αν και η πειρατεία είχε αποδυναμωθεί χάρη στον Μίνωα].
Στο κεφάλαιο 9, ο Θουκυδίδης κάνει μια εκτενή αναφορά στον Αγαμέμνονα, σχετικά με την καταγωγή του και την δύναμη που είχε. Ο Πέλοπας, ερχόμενος από την Ασία στην περιοχή που έλαβε αργότερα το όνομά του (Πελοπόννησος), κατάφερε να γίνει βασιλιάς, αφού παντρεύτηκε την κόρη του Οινόμαου, την Ιπποδάμεια. Ο εγγονός ήταν ο Ευρυσθέας, βασιλιάς των Μυκηνών, ο οποίος έθεσε τους άθλους στον Ηρακλή και που τελικά φονεύθηκε από τους Ηρακλείδες, κατά την διάρκεια εκστρατείας του στην Αττική. Πριν την εκστρατεία του, είχε ορίσει αντιβασιλέα στις Μυκήνες τον Ατρέα, που ήταν αδελφός της μητέρας του. Όταν σκοτώθηκε ο Ευρυσθέας, ανέλαβε την βασιλεία των Μυκηνών. Ο Ατρέας όμως δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του τον Πέλοπα. Ο Αγαμέμνων, γιος του Ατρέα, όταν πήρε την εξουσία, ένωσε τα σκήπτρα και έγινε πανίσχυρος.
Στο κεφάλαιο 10, ο Θουκυδίδης αναφέρει ορισμένες προσωπικές του εκτιμήσεις για την εκστρατεία. Είναι πολύ σημαντικό ότι γράφει ξεκάθαρα, «ως από πάσης της Ελλάδος κοινή πεμπόμενοι». Το «κοινή», σχετίζεται άμεσα με αυτό που είχε γράψει στην αρχή, «προ γαρ των Τρωικών ουδέν φαίνεται πρότερον κοινή εργασαμένη η Ελλάς».
Στο κεφάλαιο 11, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η εκστρατεία διήρκησε τόσα χρόνια, κατά την άποψή του.
Στο κεφάλαιο 12, αναφέρει τις διάφορες μεταναστεύσεις μετά το τέλος της εκστρατείας. Ο Θουκυδίδης ονομάζει τους εκστρατεύσαντας «Έλληνες».
«Η τε γαρ αναχώρησις των Ελλήνων εξ Ιλίου χρονία γενομένη πολλά ενεόχμωσε». Αυτή συνέβη πριν την περίφημη «κάθοδο των Δωριέων», για την οποία θα γράψουμε προς το τέλος, κλείνοντας την σειρά των άρθρων μας. Ώστε ο Θουκυδίδης ομιλεί περί Ελλάδος και Ελλήνων όταν αναφέρεται σε εποχές προ της υποτιθέμενη καθόδου των από τον βορρά!
Εφόσον στα προηγούμενα κεφάλαια αναφέρθηκε ο Θουκυδίδης στα «προιστορικά» χρόνια, έρχεται τώρα να τα συνδέσει με τους ιστορικούς χρόνους. Με αυτόν τον τρόπο, δίνει μια ενότητα Πρωτοελλήνων και Ελλήνων, από τον Δευκαλίωνα μέχρι και τα Περσικά, ως εισαγωγή πριν γράψει για τον μεγαλύτερο και καταστρεπτικότερο εμφύλιο που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, τον Πελοποννησιακό.
Συμπεράσματα: Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, προκύπτει αβίαστα ότι:
Α) Τα ελληνικά φύλα είναι γηγενή.
Β) Έχουν ενιαία εθνική ταυτότητα.
Γ) Τα παλαιά πελασγικά φύλα ονομάστηκαν ελληνικά.
Δ) Ο Κυκλαδίτικος Πολιτισμός, ο Μινωικός και ο Μυκηναϊκός, έχουν ως προκάτοχό τους τον Πελασγικό των νεολιθικών χρόνων.
Ο προϊστοριολόγος, Δημήτριος Θεοχάρης, αναφέρει…
Η Ελλάς αποτελεί την νοτιοανατολική προφυλακή της Ευρώπης και από αυτήν θα μεταδοθεί ο πολιτισμός στην βαρβαρική ήπειρο. Επί πλέον θεωρείται πιθανόν ότι μέσα στα όρια της πρώϊμης χαλκοκρατίας και τουλάχιστον προς το τέλος της εποχής θα διαμορφωθεί σε κάποια προδρομική μορφή το Ελληνικό έθνος, ίσως ενοποιημένο και γλωσσικά ακόμα.
Η περίοδος της πρώϊμης χαλκοκρατίας ξεκινά από το 2.800 π.κ.ε.
Ο εκδότης της εγκυλοπαίδειας του «Ηλίου», Ιωάννης Πασσάς, αναφέρει…
Φυσικά επρόκειτο περί των απογόνων των ιδίων πρωτόγονων ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν ανέκαθεν και ανεπτύχθησαν εις τον χώρον της Αιγηϊδας, προ και μετά την καταβύθησιν αυτής, και εις τας νέας περιοχάς, που είχον δημιουργηθεί, κατά τας χιλιετηρίδας που παρήλθον, αφού αι πανάρχαιαι παραδόσεις των Ελλήνων ούτε λέξιν δεν αναφέρουν σχετικώς περί άλλων φύλων που υπήρχαν εις άλλας χώρας και εισέβαλλον εις την Ελλάδα ή εκ του χώρου του Αιγαίου, αλλά και από ουδεμίαν άλλην πηγήν εμφαίνεται ότι άλλαι φυλαί ή λαοί είχαν αναπτυχθεί εις άλλας μακρινάς περιοχάς είχαν εισβάλλει μετά ταύτα εις τον χώρον του Αιγαίου.
Ο Γερμανός ιστορικός Φον Πόττεκ, αναφέρει…
πρέπει να συνέδεσε σε ένα έθνος τα πολλά Ελληνικά φύλα με την κύρια μάζα της βασικής φυλής, από την οποία προήλθαν και τα συγκράτησε συνεχώς ενωμένα παρά τις εσωτερικές τους διχόνιες.
Για την προϊστορική κατοίκηση του ελληνικού χώρου, μπορούμε να αναφέρουμε τα λατομεία που χρονολογούνται μεταξύ 10.000-8.000 π.κ.ε., τις οικοδομικές εγκαταστάσεις στην Άργισσα της Θεσσαλίας και στην Κνωσό που χρονολογούνται από το 6.000 π.κ.ε, τις κεραμικές τέχνες από το 5.500 π.κ.ε., την Πολίχνη της Λήμνου που χρονολογείται επίσης από το 5.500 π.κ.ε. (η ακμής τοποθετείται στο 3.200 π.κ.ε.), τους αγροτικούς οικισμούς στα νησιά και την Κρήτη που χρονολογούνται από το 7.000 π.κ.ε., τους οικισμούς στο Διμήνι και το Σέσκλο που χρονολογούνται από το 5.000 π.κ.ε.
2. Το επιχείρημα των συχνών πολέμων
«Έλληνας δε Έλλησιν, όταν τι τοιούτον δρώσιν, φύσει μεν φίλους είναι, νοσείν δ’ εν τω τοιούτω την Ελλάδα» (Πλάτων).
Οι συχνοί πόλεμοι, μήπως δείχνουν ότι δεν θεωρούσαν αλλήλους «συγγενείς»; Στο πρώτος μέρος, είχαμε πει για τις Αμφικτιονίες και τον ρόλο τους στην ενότητα των ελληνικών πόλεων. Παρ’ όλα αυτά, στην αρχαία ελληνική ιστορία, σημειώνονται πολλοί πόλεμοι. Μεγάλη πληγή κατά την αρχαιότητα, νόσος που όμως δεν δείχνει τίποτα παραπάνω παρά την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσεως. Εκείνης που διψά παράλογα για εξουσία και καταστρέφει ότι το ωραιότερο μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο ταυτόχρονα. Ας δούμε τι αναφέρει ο Θουκυδίδης για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ως παράδειγμα.
Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε τον πόλεμον των Πελοποννησίων και Αθηναίων, ως πόλεμον προς αλλήλους, αρξάμενος ευθύς καθισταμένου και ελπίσας μέγαν τε έσεσθαι και αξιολογώτατον των προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ότι ακμάζοντές τε ήσαν ες αυτόν αμφότεροι παρασκευή τη πάση και το άλλο Ελληνικόν ορών ξυνιστάμενον προς εκατέρους, το μεν ευθύς, το δε και διανοούμενον. Κίνησις γαρ αυτή μεγίστη δη τοις Έλλησιν εγένετο και μέρει τινί των βαρβάρων, ως δε ειπείν και επί πλείστον ανθρώπων.
(Βιβλίο Α΄, 1.1-2)
Σχόλιο: Ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο αξιομνημόνευτος πόλεμος. Έβλεπε την όλη προετοιμασία, καθώς και τους άλλους Έλληνες (τους υπόλοιπους) να τάσσονται με το ένα ή το άλλο μέρος. «Παρασκευή τη πάση και το άλλον Ελληνικόν ορών ξυνιστάμενον προς εκατέρους». Είναι σημαντικό, διότι από εδώ προκύπτει ότι ο πόλεμος ήταν μεταξύ Ελλήνων. Αυτή η κίνηση γίνεται μεταξύ Ελλήνων, «τοις Έλλησιν». Και εν μέρει από κάποιους βαρβάρους. Ήδη από τα Περσικά είχε καθιερωθεί ο όρος «βάρβαρος» -και μάλιστα τότε ήταν που πήρε υποτιμητική χροιά- για να ξεχωρίζει τους μη Έλληνες.
Και κάνει μια γενική παρατήρηση…
Όσοι και εγένοντο (σημ. εννοεί πολέμους), προς ομόρους τους σφετέρους εκάστοις, και εκδήμους στρατειάς πολύ από της εαυτών απ’ άλλων καταστροφή ουκ εξήσαν οι Έλληνες. Ου γαρ ξυνειστήκεσαν προς τας μεγίστας πόλεις υπήκοοι, ουδ’ αυ αυτοί από της ίσης κοινάς στρατειάς εποιούντο, κατ’ αλλήλους δε μάλλον ως έκαστοι οι αστυγείτονες επολέμουν. Μάλιστα δε ες τον πάλαι ποτέ γενόμενον πόλεμον Χαλκιδέων και Ερετριών και το άλλο Ελληνικόν ες ξυμμαχίαν εκατέρων διέστη.
(Βιβλίο Α΄, 15.2-3)
Σχόλιο: Υπήρξαν πόλεμοι μεταξύ γειτονικών πόλεων και περιοχών. Αλλά δεν έκαναν εκστρατείες σε ξένες και μακρυνές χώρες. Διότι δεν ήθελαν ποτέ να είναι υπήκοοι σε άλλους, ή να είναι ίσοι με άλλους και από κοινού να συμμαχούν. Και αναφέρει ένα παράδειγμα, τον πόλεμο μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων.
Μετά δε την των τυράννων κατάκλυσιν εκ της Ελλάδος ου πολλοίς έτεσιν ύστερον και η εν Μαραθώνι μάχη Μήδων προς Αθηναίους εγένετο. Δεκάτω δε έτει μετ’ αυτήν αύθις ο βάρβαρος τω μεγάλω στόλω επί την Ελλάδα δουλωσόμενος ήλθεν. Και μεγάλου κινδύνου επικρεμασθέντος οι τε Λακεδαιμόνιοι των ξυμπολεμησάντων Ελλήνων ηγήσαντο δυνάμει προύχοντες, και οι Αθηναίοι επιότων των Μήδων διανοηθέντες εκλιπείν την πόλιν και ανασκευασάμενοι ες τας ναυς εσβάντες ναυτικοί εγένοντο. Κοινή τε απωσάμενοι τον βάρβαρον, ύστερον ου πολλώ διεκρίθησαν προς τε Αθηναίους και Λακεδαιμονίους οι τε αποστάντες βασιλέως Έλληνες και οι ξυμπολεμήσαντες. Δυνάμει γαρ ταύτα μέγιστα διεφάνη· ίσχυον γαρ οι μεν κατά γην, οι δε ναυσίν. Και ολίγον μεν χρόνον ξυνέμεινεν η ομαιχμία, έπειτα διενεχθέντες οι Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι επολέμησαν μετά των ξυμμάχων προς αλλήλους. Και των άλλων Ελλήνων ει τινές που διασταίεν, προς τούτους ήδη εχώρουν. Ώστε από των Μηδικών ες τόνδε αιεί τον πόλεμον τα μεν σπενδόμενοι, τα δε πολεμούντες ή αλλήλοις ή τοις εαυτών ξυμμάχοις αφισταμένοις ευ παρεσκευάσαντο τα πολέμια και εμπειρότεροι εγένοντο μετά κινδύνων τας μελέτας ποιούμενοι.
(Βιβλίο Α΄, 18.1-3)
Σχόλιο: Στην πρώτη εισβολή των Περσών, που καλείται «βάρβαρος», τους αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς, στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.κ.ε. Δέκα χρόνια μετά, δηλαδή το 480 π.κ.ε., κατά την δεύτερη εισβολή προς υποδούλωση της Ελλάδος, την ελληνική αρχηγία ανέλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι. «Λακεδαιμόνιοι των ξυμπολεμησάντων Ελλήνων ηγήσαντο». Οι Πέρσες αποκρούστηκαν για δεύτερη φορά δια του κοινού αγώνος. «Κοινή τε απωσάμενοι τον βάρβαρον». Μετά από κάποιο χρόνο, και αφού πέρασε ο περσικός κίνδυνος, οι Έλληνες διαιρέθηκαν είτε συμμαχόντας με τους Λακεδαιμόνιους είτε με τους Αθηναίους. Διότι οι πρώτοι επικρατούσαν στην ξηρά, οι δεύτεροι στην θάλασσα. Όταν ήρθαν σε διένεξη αυτές οι πλέον ισχυρότερες των ελληνικών πόλεων, επόμενο ήταν να έρθουν σε διένεξη μεταξύ τους και οι σύμμαχοί τους. Αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες, όσοι δεν ήταν πριν σύμμαχοι κανενός, τάσσονταν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο. «Και των άλλων Ελλήνων ει τινές που διασταίεν, προς τούτους ήδη εχώρουν». Και αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τον πόλεμο για τον οποίο θα γράψει στο παρόν έργο του, ο Θουκυδίδης.Πηγές
1. Θουκυδίδης, Βιβλίο Α΄.
2. Γ. Πουρναράς, «Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία», εκδόσεις Γεωργιάδης.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος Γ’)
Ησίοδος
Πίνακας περιεχομένων
1. Πελασγοί: Προέλληνες ή Πρωτοέλληνες;
2. Μαρτυρίες για την αυτοχθονία των Πελασγών
3. Συχνές μεταναστεύσεις πελασγικών ομάδων
4. Σχέση πελασγικών ομάδων και ελληνικού γένους
5. Πελασγικά φύλα-ομάδες
1. Πελασγοί: Προέλληνες ή Πρωτοέλληνες;
Εισαγωγή
Από την αρχαία γραμματεία, υπολογίζεται ότι σήμερα κατέχουμε μόνο ένα ελάχιστο μέρος. Το μεγαλύτερο μέρος της, είναι χαμένο. Αυτό σημαίνει ότι πάρα πολλές γνώσεις των αρχαίων, σήμερα αγνοούνται από εμάς. Έτσι, με μόνο ένα μικρό ποσοστό -ωστόσο πολύτιμο-, πασχίζουν οι ειδικοί ερευνητές, επιστήμονες, και μελετητές, να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την αρχαιότητα, που συμβατικά την χωρίζουν σε «προϊστορία» και ιστορία με τις αντίστοιχες υποπεριόδους.
Οι πληροφορίες λοιπόν, που μας δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς στα σωζόμενα κείμενά τους, αναφέρονται από κάποια παλαιότατη εποχή και μετά. Συνεπώς, κάποιοι όροι (όπως η λέξη «γηγενής»), είναι όροι συμβατικοί.
Χρησιμοποιούνται σε σχέση με τα δεδομένα τόσο τα δικά μας όσο και των αρχαίων συγγραφέων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απώλεια της γνώσης δεν οφείλεται μόνο στην καταστροφική λαίλαπα του Χριστιανισμού. Κατά την αρχαιότητα, υπήρξαν πολλές φυσικές καταστροφές, που συνετέλεσαν σε αυτό, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι αρχαίοι, όπως ο Πλάτων στον «Τίμαιο». Η ελληνική παράδοση γνωρίζει τρείς κατακλυσμούς που συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο κατά την προϊστορική περίοδο.
Κατά σύμβαση λοιπόν, και τούτο επειδή η ιστορία χάνεται στα βάθη των χιλιετηρίδων. Για παράδειγμα, σήμερα γνωρίζουμε από τις επιστήμες της παλαιοντολογίας, της εξελικτικής βιολογίας και γενετικής, ότι το φαινόμενο της ζωής ακολούθησε μια ανοδική εξελικτική πορεία από τους απλούστερους μέχρι τους πολυπλοκότερους οργανισμούς. Επίσης γνωρίζουμε ότι από τον πλανήτη πέρασαν πολλά είδη ανθρώπων, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν. Επίσης, ότι το ανθρώπινο είδος με τα σύγχρονα χαρακτηριστικά, ξεκίνησε την εξάπλωσή του από την Αφρική, πριν περίπου 200.000 χρόνια.
Ησίοδος |
Άλλες ομάδες βρήκαν σχετικά «εύκολα» τον νέο ζωτικό τους χώρο και τις κατάλληλες συνθήκες για να εγκατασταθούν και να αναπτυχθούν, ενώ άλλες συνέχισαν τις περιπλανήσεις τους. Όσες εγκαταστάθηκαν, δημιούργησαν πολιτισμούς, κάτι που δεν κατάφεραν όσες ζούσαν νομαδικά. Δημιουργήθηκαν φύλα, φυλές, λαοί, έθνη, κ.λπ. Όλα αυτά σε βάθος χρόνου.
Πολύ αργότερα, στον περιαιγαιακό χώρο, έδρασαν οι Πελασγοί. Υπάρχουν μαρτυρίες που δείχνουν ότι οι πελασγικές ομάδες είναι αυτόχθονες. Από την άλλη, υπάρχουν μαρτυρίες που δείχνουν ότι τα ελληνικά φύλα κάνουν την εμφάνισή τους στον ίδιο γεωγραφικό χώρο με τους Πελασγούς και αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και αργότερα όλοι να ονομάζονται με την κοινή ονομασία Έλληνες. Παράλληλα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη, ή έστω ένδειξη από την αρχαία ελληνική γραμματεία ή από την παλαιοντολογία ή την γενετική, ότι κάποια προικισμένη βόρεια φυλή εισέβαλε στον σημερινό ελλαδικό χώρο, και που να αποτέλεσε τους Έλληνες. Τα αρχαία κείμενα δείχνουν σαφέστατα ότι το ελληνικό στοιχείο προήλθε από το πελασγικό. Πρώτοι άρχισαν να ξεχωρίζουν οι Δωριείς, οι οποίοι αποσχίστηκαν και άρχισαν να δημιουργούν το ελληνικό γένος. Κατόπιν, τα υπόλοιπα ελληνικά-πελασγικά φύλα συγχωνεύτηκαν με τους πρώτους. Σε αυτές τις επιμειξίες, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους επήλυδες. Οι επήλυδες είναι πληθυσμοί που ήρθαν από έξω κατά τα προϊστορικά χρόνια, και ήρθαν σε επιμειξία με το γηγενές στοιχείο. Σε αυτήν την παράμετρο θα κάνουμε λόγο στο τέταρτο μέρος της σειράς των άρθρων.
Το ελληνικό στοιχείο, παρουσιάζεται αυτόχθονο. Αυτή η γη το «γέννησε», όπως γέννησε και τους προπάτορές του, τους Πελασγούς. Οι Έλληνες δεν είμαστε επήλυδες. Όχι μόνο πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, αλλά επιπλέον οι επήλυδες σαφώς κατονομάζονται στα αρχαία κείμενα, όπως οι Καδμείοι και οι Πέλοπες. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή του Ελληνισμού και του ελληνικού πνεύματος δεν έχει αφετηρία το 1100 π.κ.ε., με την «κάθοδο» των Δωριέων, αλλά από πάρα πολύ παλαιότερα. Τα στοιχεία δείχνουν μια ιστορική συνέχεια, μια οργανική ενότητα, όπου μόνο οι ονομασίες άλλαξαν, και αυτό αργά και σταδιακά. Ώστε, οι Πελασγοί σταδιακά ονομάστηκαν σε Έλληνες και η Πελασγία σε Ελλάδα. Όπως λέει ο Ηρόδοτος, «της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλευμένης» (Βιβλίο Β΄, 56).
Ωστόσο, οι Πελασγοί σε ορισμένα κείμενα καλούνται «βάρβαροι». Αυτό είναι θέμα που θα εξεταστεί επίσης στο τέταρτο μέρος. Προς το παρόν, ας δούμε τα πράγματα, αφού τα βάλουμε σε μια σειρά και σε μία τάξη.
2. Μαρτυρίες για την αυτοχθονία των Πελασγών
Θα ξεκινήσουμε με την αρχαιότερη μαρτυρία του Ησιόδου, ο οποίος αναφέρει: «ένθα εν Δωδώνη τις επ’ εσχατίηι πεπόλισται· την δε Ζευς εφίλησεν και ον χρηστήριον είναι τίμιον ανθρώποις» (Γυναικών κατάλογος, απ. 66). Επίσης: «Δωδώνην φηγόν τε, Πελασγών έδρανον» (ο. π. απ. 102). Ο Ησίοδος μαρτυρά ότι η περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο, είναι η έδρα των Πελασγών και ότι εκεί οι Πελασγοί έφτιαξαν ιερό και μαντείο του Διός.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» (βιβλίο Δ΄, στ. 261-266), μας λέει ότι σε μια παλαιότατη εποχή, πριν δοθεί η ονομασία «Δαναοί», υπήρχαν μόνο οι Αρκάδες οι Απιδανοί «οι και πρόσθε σεληναίης υδέονται ζώειν» (που ζούσαν πριν από την σελήνη), εποχή όπου «ουδέ Πελασγίς χθών τότε κυδαλίμοισιν ανάσσετο Δευκαλιδήσιν» (που ούτε η γη των Πελασγών είχε ακόμα τους γιους του Δευκαλίωνα). Δηλαδή, οι Πελασγοί υπήρχαν σε εποχή που δεν υπήρχε ακόμα η σελήνη και ακόμα δεν υπήρχαν οι γιοι του Δευκαλίωνα, ένας από τους οποίους είναι ο γενάρχης των Ελλήνων, κατά την μυθολογία. Σχετικά με τις μαρτυρίες του Ηροδότου κατά πόσο είναι ορθές, και τις σκόπιμες (κατ’ εμέ) παρανοήσεις των σύγχρονων πάνω στα γραφόμενα υπό του Ηροδότου, θα κάνουμε λόγο στο πέμπτο μέρος.
Όπως αναφέρει και ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, ένας εκ των διδασκάλων που φρόντισε για τον φωτισμό του έθνους πριν την επανάσταση…
Πρώτος Πελασγός φαίνεται ότι ήταν ο Αρκάς, τον οποίο ο Ησίοδος αποκαλεί αυτόχθονα, όπως και πολλοί άλλοι. Από αυτόν κατάγονταν οι Πελασγοί, το αρχαιότερο γένος της Ελλάδας…
( «Ωγυγία ή Αρχαιολογία», τ. Δ΄, σ. 418)
Η αναφορά στους Αρκάδες, συνδέεται άμεσα με τις ακόλουθες πληροφορίες του Παυσανία…
Φασί δε Αρκάδες ως Πελασγός γένοιτο εν τη γη ταύτη πρώτος. Εικός δε έχει του λόγου και άλλους ομού τω Πελασγώ μηδέ αυτόν Πελασγόν γενέσθαι μόνον· ποιών γαρ αν και ήρχεν ο Πελασγός ανθρώπων; Μεγέθει μέντοι και κατά αλκήν και κάλλος προείχεν ο Πελασγός και γνώμην υπέρ τους άλλους ην, και τούτων ένεκα αιρεθήναι μοι δοκεί βασιλεύειν υπ΄αυτών. Πεποιήται δε και Ασίω τοιάδε ες αυτόν· «Αντίθεον δε Πελασγόν εν υψικόμοισιν όρεσσι γαία μέλαιν΄ανέδωκεν, ίνα θνητών γένος ειή».
Δηλαδή, ο Πελασγός ως αρχηγός του λαού που πήρε το όνομά του, θεωρείται πανάρχαιος. Πρώτος βασιλιάς της Αρκαδίας, που «η γη τον έβγαλε», κατά τον ποιητή Άσιο, για να δημιουργηθεί το γένος των θνητών. Το ότι τον «έβγαλε η γη», δείχνει την αυτοχθονία του.
Παρακάτω, λέει ότι ο «Πελασγός βασιλεύσας τούτο μεν ποιήσασθαι καλύβας επενόησεν, ως μη ριγούν τε και υέσθαι τους ανθρώπους μηδέ υπό του καύματος ταλαιπωρείν». Επινόησε καλύβες ώστε να μην ταλαιπωρούνται από τις καιρικές συνθήκες, και παρακάτω ότι έφτιαξε χιτώνες από δέρματα ζώων και ευεργέτησε τους υπηκόους του. Και από το όνομά του, η χώρα ονομάστηκε Πελασγία. «Πελασγού δε βασιλεύοντος γενέσθαι και τη χώρα Πελασγίαν φασίν όνομα» (Παυσανίας, «Αρκαδικά», 1,5).
Ο Έφορος και ο Στράβων μαρτυρούν ότι «οι Πελασγοί των περί την Ελλάδα δυναστευσάντων αρχαιότατοι λέγονται» («Γεωγραφικά», βιβλίο Ζ΄, 10).
Επίσης, στο ίδιο έργο, στο ίδιο βιβλίο, ο Στράβων αφού επικαλείται την μαρτυρία του Ομήρου και του Ησιόδου, αναφέρει ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος και ότι ήταν διασκορπισμένοι σε κάθε περιοχή της: «Οι δε Πελασγοί των περί την Ελλάδα δυνασευσάντων αρχαιότατοι λέγονται, και ο ποιητής φησίν ούτω· “Ζεθ άνα, Δωδωναίαι, Πελασγικέ”. Ο δε Ησίοδος, “Δωδώνη φηγόν τε Πελασγών εύρανον ήεν”» (ο. π. 9).
Ο Ευριπίδης γράφει: «Ω, γη Ινάχου κεκτημένοι, πάλαι Πελασγοί, Δαναΐδαι δεύτερον, υμίν αμύνων ουδέν ήσσον η πατρί» («Ορέστης», στ. 932-934). Η γη του Ινάχου, ήταν το Άργος. Αυτοί που κατοικούν εκεί λέγονταν Πελασγοί. Μετά, ήρθε ο Δαναός με τις κόρες του.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο βασιλιάς του Άργους ήταν Πελασγός. Το δε γένος των Πελασγών εξουσιάζει μέχρι την Παιονία και τον ποταμό Στρυμόνα…
Του γηγενούς γαρ ειμ’ εγώ Παλαίχθονος ίνις Πελασγός, τησδε γης αρχηγέτης. Εμού δ’ άνακτος ευλόγως επώνυμον γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα. Και πάσαν αίαν ης δ’ αγνός έρχεται Στρυμών, το προς δυνόντος ηλίου, κρατώ ορίζομαι δε την Περραβών χθόνα, Πίνδου τε ταπέκεινα, Παιόνων πάλα, όρη τε Δωδωναία, συντέμνει δ’ όρος υγράς θαλάσσης τώνδε ταπί τάδε κρατώ.
(«Ικέτιδες», στ. 250)
3. Συχνές μεταναστεύσεις πελασγικών ομάδων
Οι πελασγικές ομάδες μετανάστευαν συχνά. Ήσαν πολλές και για αυτό είχαν επικρατήσει σε όλο τον περιαιγαιακό χώρο και όχι μόνο.
Ο Πλούταρχος λέει ότι οι Πελασγοί ήταν από τους ανθρώπους που περισσότερο μετακινούνταν: «Αλλ’ οι μεν Πελασγούς, επί πλείστα της οικουμένης πλανηθέντας ανθρώπων τε πλείστων κρατήσαντας» (Πλούταρχος, «Ρωμύλος», 1).
Μάλιστα, ο Αριστοφάνης, με το γνωστό του έξυπνο και καυστικό του τρόπο, τους διακωμωδούσε κάνοντας λογοπαίγνιο με τις λέξεις «Πελασγοί-πελαργοί».
Η περιοχή της θεσσαλικής πεδιάδος περί την Λάρισα, όπου ήταν η επικράτεια του Αχιλλέως, ονομάζεται «Πελασγικό Άργος». Τέτοια αναφορά βρίσκεται στον Όμηρο: «Νύν αύ τους όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον» («Ιλιάδα», ραψωδία Β΄, στ. 681). Επίσης, πάλι στο ίδιο έπος, ο Όμηρος αναφέρει το εξής: «Ιππόθοος δ’ άγε φύλα Πελασγών εγχεσιμώρων των οι Λάρισαν εριβώλακα ναιετάασκον», που σημαίνει «Ο Ιππόθοος που ήταν αρχηγός στα γένη των Πελασγών που της Λαρίσης κατοικούν στα καρποφόρα πεδία» (ραψωδία Β΄ στ. 840). Δεν πρόκειται περί της σημερινής Λάρισας, αλλά για την περιοχή Λάρισα κοντά στους Θράκες. Η κοινή ονομασία είναι ένα επιπλέον γλωσσικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της συνέχειας των ελληνικών φύλων από τους Πελασγούς.
Ο Στράβων αναφέρει ότι «τους δε Πελασγούς, ότι μεν αρχαίον τι φύλον κατά την Ελλάδα πάσαν επιπολάσαν και μάλιστα παρά τοις Αιολεύσι τοις κατά Θετταλίαν, ομολογούσι άπαντες σχεδόν τι» («Γεωγραφικά», βιβλίο Ε΄, 2.4). Αρχαίο φύλο που εξαπλώθηκε παντού στην Ελλάδα. Κατά τον Έφορο, ήταν Αρκάδες: «Νομίζειν δε φησίν Έφορος το ανέκαθεν Αρκάδας όντας ελέσθαι στρατιωτικόν βίον».
Απλώθηκαν στην Κρήτη, στην Θεσσαλία, στην Πίνδο, στην Δωδώνη. «Πολλοί δε και τα Ηπειρωτικά έθνη Πελασγικά ειρήκασιν». Απλώθηκαν ακόμα και στα μέρη της Μικράς Ασίας («Γεωγραφικά», βιβλίο Ε΄, 2.4).
Επίσης, αναφέρεται παρουσία πελασγικού στοιχείου στην Αττική: «Είρηται δ’ ότι κανταύθα φαίνεται το των Πελασγών έθνος επιδημήσαν, και διότι υπό των Αττικών Πελαργοί προσηγορεύθησαν δια την πλάνην» (Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Θ΄, 1.18).
Τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων βεβαιώνουν την παρουσία του αυτόχθονα Πελασγικού κόσμου σε ένα εκτεταμένο χώρο από την Ηπειρωτική Ελλάδα, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, την Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο.
(«Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία», σ. 174)
Όπως γράφει ο Δημήτριος Δημόπουλους, «φυλετικώς οι Πελασγοί ήσαν αναμφισβήτητα Μεσογειακοί, όπως βεβαιώνουν και οι ανθρωπολόγοι Μπούξ, Σέρκγι κ.ά.».
4. Σχέση πελασγικών ομάδων και ελληνικού γένους
Πριν προχωρήσουμε στα αποσπάσματα κάποιων αρχαίων συγγραφέων, ας δούμε τι αναφέρουν έγκριτα λεξικά…
«Η χώρα των Πελασγών, αρχαιότατον όνομα της Ελλάδος ( «Λεξικό των αρχαίων μυθολογικών, ιστορικών, και γεωγραφικών κύριων ονομάτων», Ν. Λορέντη, 1837, σ. 434).
Σύμφωνα με το παραπάνω λεξικό, χρησιμοποιείται από τον Ευριπίδη στις «Φοίνισσες» αντί της λέξης «ελληνικόν» η λέξη «πελασγικόν», όταν ο παιδαγωγός λέει στην Αντιγόνη (στ. 105) ότι «κινούμενον γαρ τυγχάνει Πελασγικόν στράτευμα» (σ. 434).
Κατά τον Κωνσταντινίδη, οι Πελασγοί είναι…
αρχαιότατοι κάτοικοι της Ελλάδος, επεκταθέντες από της πρώτης αυτών κατοικίας της περί την Δωδώνην της Ηπείρου εις την Θεσσαλίαν, Βοιωτίαν, Αττικήν και μέρος της Πελοποννήσου, μάλιστα δεν την Αργολίδα και Αρκαδίαν. Ήτο έθνος ειρηνικόν και γεωργικόν, το οποίον αν και είχε τας ισχυράς εκείνας βραχώδεις ακροπόλεις δεν ηδυνήθη επί μακρόν χρόνον να αντιστή εις τας αλλεπαλήλους επιδρομάς άλλων πολεμικών φυλών, και δια τούτο οι μεν υποταγέντες συνεχωνεύθησαν μετ’ αυτών, οι δε απεχωρίθησαν εις αποικίας. Διό και ευρίσκονται Πελασγοί εν τη Μ. Ασία σύμμαχοι των Τρώων εν Κρήτη, και αλλαχού, υπ’ άλλων συγγραφέων μνημονευόμενοι.
(«Ομηρικό λεξικό» Κωνσταντινίδη, σ. 514)
Πουθενά δεν γίνεται νύξη περί βίαιων καταστροφών από τους Έλληνες που ήρθαν δήθεν από τον βορρά και κατέστρεψαν τους γηγενείς Πελασγούς. Ακόμα και η υποταγή και η συγχώνευση που αναφέρεται στο «Ομηρικό» λεξικό του Κωνσταντινίδη, αναφέρεται μεταξύ συγκρούσεων εντός του ελλαδικού χώρου, που έτσι και αλλιώς υπήρχαν. Για το πώς έγινε η συγχώνευση, θα κάνουμε λόγο ευθύς αμέσως…
Προ γαρ των Τρωικών ουδέν φαίνεται πρότερον κοινή εργασαμένη η Ελλάς· δοκεί δε μοι, ουδέ τούνομα τούτο ξύμπασα πω έχειν, αλλά τα μεν προ Έλληνος του Δευκαλίωνος και πάνυ ουδέ είναι η επίκλησις αύτη, κατά έθνη δε άλλα τε και το Πελασγικόν επί πλείστον αφ΄ εαυτών την επωνυμίαν παρέχεσθαι, Έλληνος δε και των παίδων αυτού εν τη Φθιώτιδι ισχυσάντων, και επαγομένων αυτούς επ’ ωφελία ες τας άλλας πόλεις, καθ’ εκάστους μεν ήδη τη ομιλία μάλλον καλείσθαι Έλληνας, ου μέντοι πολλού γε χρόνου και άπασιν εκνικήσαι.
(Θουκυδίδης, βιβλίο Α΄, 3)
Σχόλιο: Ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε κοινή προσπάθεια των Ελλήνων, που για πρώτη φορά έγινε επί των Τρωικών. Πριν, δεν φαίνεται να έχει γίνει κάτι από κοινού. Ας προσέξουμε ότι υποδηλώνει την φυλετική συνέχεια. Αν θεωρούσε ότι δεν υπάρχει, δεν θα είχε νόημα η φράση «κοινή εργασαμένη η Ελλάς». Τους θεωρεί μια συνέχεια διαχρονικά. Άλλωστε, η λέξη «έθνη» που χρησιμοποιεί, δεν έχει την έννοια την σημερινή. Έθνη, ήταν διάφορες φυλετικές ομάδες. Η όποια αλλαγή έχει να κάνει μόνο με το όνομα. Διότι πράγματι, αρχικά δεν λέγονταν όλα τα «έθνη» (φυλές) που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, Έλληνες. Το όνομα Έλληνες δόθηκε από τον γιο του Δευκαλίωνα, τον Έλληνα (επίσης Πελασγό), πρώτα στην Φθιώτιδα όπου κυβερνούσε, και επειδή αποδείχθηκαν ισχυροί με το να βοηθούν τις άλλες πόλεις, «επαγομένων αυτούς επ’ ωφελία ες τας άλλας πόλεις», σταδιακά πήραν το όνομά του και εκείνοι. Έτσι και οι πελασγικές ομάδες κλήθηκαν Έλληνες. Αυτό το μεταβατικό στάδιο, αυτή η συγχώνευση έγινε καθαρά νομοτελειακά. Θα γίνονταν ποτέ αυτά αν ήσαν μεταξύ τους παντελώς ξένοι; Αν είχαν αλλότριες λατρείες και γλώσσα;
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αναφερόμενος στην σύσταση του πληθυσμού της Κρήτης, γράφει ότι αυτόχθονες είναι οι Ετεοκρήτες, που ήρθαν σε επιμειξία με τους Πελασγούς που ήρθαν αργότερα, μετέπειτα με τους Δωριείς και τέλος, με το «τέταρτον γένος συμμιγηναί φασίν Κρήτην μιγάδων βαρβάρων των δια τον χρόνον εξομοιωθέντων τη διαλέκτω τοις εγχωρίοις Έλλησι» («Ιστορική Βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε΄, 80,2). Αφενός ονομάζει τους Κρήτες «Έλληνες», αφετέρου δεν θεωρεί βάρβαρους τους Πελασγούς και τους Δωριείς, αφού μόνο τους τελευταίους (το τέταρτο γένος) ονομάζει «βαρβάρους», οι οποίοι εξομοιώθηκαν με τους εγχώριους Έλληνες. Φυσικά, αυτή η επιμειξία δεν μετατρέπει την Κρήτη σε βαρβάρους, διότι πάντα οι μικρότεροι πληθυσμοί συγχωνεύονται από τους πολυπληθέστερους.
Επίσης, λίγο παρακάτω αναφέρει…
Ξάνθος ο Τριόπου των εξ Άργους Πελασγών βασιλεύων, και κατάσχων μέρος τι της Λυκίας χώρας, το μεν πρώτον εν αυτή κατοίκων εβασίλευε των συνακολουθησάντων Πελασγών, ύστερον δε περαιωθείς εις την Λέσβον ούσαν έρημον την μεν χώραν τοις λαοίς εμέρισε, την δε νήσον από των κατοικούντων αυτήν Πελασγίαν ωνόμασε, το προ του καλουμένην Ίσσαν. Ύστερον δε γενεαίς επτά γενομένου του κατά Δευκαλίωνα κατακλυσμού και πολλών ανθρώπων απολομένων, συνέβη και την Λέσβον δια την επομβρίαν ερημωθήναι.
(ο. π.)
Δηλαδή, ομάδα Πελασγών με αρχηγό τον Ξάνθο του Τρίοπα, έφυγε από το Άργος και πήγε στην Λυκία και την Λέσβο. Η Λέσβος ήταν έρημη και κατοικήθηκε από τους Πελασγούς του Άργους. Για αυτό και από Ίσσα, μετονομάστηκε σε Πελασγία. Αυτό γίνεται επτά γενιές προ του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος. Μετά τον κατακλυσμό, η Λέσβος ερημώθηκε εκ νέου. Τα ονόματα των Πελασγών είναι καθαρά ελληνικά και είναι παλαιότεροι του Δευκαλίωνος, εκ του οποίου γεννήθηκε ο Έλληνας.
«Ην γαρ και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν εκ Πελοποννήσου το αρχαίον, και το Πελασγόν αυτόχθονα λέγων» (Διονύσιος Αλικαρνασσευς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», λόγος Α΄,17.2). Ελληνικό το γένος των Πελασγών λοιπόν. Αυτοί λοιπόν, εξαπλώθηκαν στην Κρήτη, στις Κυκλάδες, στην Θεσσαλία, στην Βοιωτία, στην Φωκίδα, στην Εύβοια, στην Ασία, στα μέρη του Ελλησπόντου, στην Λέσβο.
Σκεδασθέντες δε κατά την φυγήν οι μεν εις Κρήτην απήλθον, οι δε των Κυκλάδων νήσων τινάς κατέσχον, οι δε περί τον Όλυμπόν τε και την Όσσαν, καλουμένην δε Εστιαιώτιν ώκισαν, άλλοι δε εις τε Βοιωτίαν και Φωκίδα και Εύβοιαν διεκομίσθησαν· οι δ’ εις την Ασίαν περαιωθνέντες της περί τον Ελλήσποντον παραλίου πολλά χωρία κατέσχον και των παρακειμένων αυτή νήσων άλλας τε συχνάς και την νυν καλουμένην Λέσβον, αναμιχθέντες τοις εκ της Ελλάδος στέλλουσι την πρώτην αποικίαν εις αυτήν άγοντος Μάκαρος του Κριάσου.
(ο. π. λόγος Α΄, 18.1)
Ο Στράβων, αναφέρει: «Οίμαι δ’ ότι και Πελασγιώτας και Δαναούς, ώσπερ και Αργειούς, η δόξα της πόλεως ταύτης απ’ αυτής και τους άλλους Έλληνας καλείσθαι παρεσκεύασεν» («Γεωγραφικά», Βιβλίο Η΄, 6.9). Δηλαδή, περιλαμβάνει τους Πελασγούς, τους Δαναούς και τους Αργειούς, στους Έλληνες.
Συγγραφείς, αναφερόμενοι σε εποχές πριν την επικράτηση του ονόματος «Έλληνες», δηλαδή σε «προϊστορικές περιόδους» και πολύ πριν τα Ομηρικά Έπη, μιλούν για ελληνικό στοιχείο. Αυτό δείχνει ότι πρόκειται περί του ίδιου «σπέρματος» κατά τρόπον τινά, της ίδιας μεγάλης οικογένειας και όχι για ξένους εισβολείς.
Ο Πλάτων, αναφερόμενος σε παλαιότατες εποχές, (επί Ατλαντίδος), γράφει ότι πέρασαν έκτοτε εννέα χιλιάδες χρόνια, όταν έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους που έμεναν έξω από τις Ηράκλειες Στήλες και σε εκείνους που έμεναν περί την Μεσόγειο. Την αρχηγία των πρώτων την είχαν «οι της Ατλαντίδος νήσου βασιλής». Τώρα όμως είναι καταβυθισμένη και καλυμμένη από λάσπη. Και συνεχίζει: «Τα μεν δη πολλά έθνη βάρβαρα, και όσα Ελλήνων ην γένη τότε» («Κριτίας», 109 a). Και παρακάτω συνεχίζει: «το δε Αθηναίων τε των τότε». Κατά συνέπεια, παρ’ όλο που δεν είχε ακόμα εμφανιστεί ο Έλλην και δεν είχε συντελεστεί η μετονομασία των φύλων σε Έλληνες, ο Πλάτων θεωρεί ότι υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια Πελασγών-Ελλήνων, για αυτό και μιλάει για «Ελλήνων γένη» που υπήρχαν τότε. Επίσης, θεωρεί τους κάτοικους της Αθήνας της πανάρχαιας εκείνης εποχής, επίσης Έλληνες. Να σημειωθεί, ότι η καταστροφή της Ατλαντίδος τοποθετείται περίπου την εποχή που αναφέρει και ο Πλάτων. Ο γεωλόγος Όττο Μούχ υποστηρίζει ότι συνέβη το 8.496 π.κ.ε.
Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ως Έλληνες, τους Λακεδαιμόνιους, τους Αρκάδες, τους Ηλείους, τους Κορίνθιους, τους κατοίκους της Επιδαύρου, του Φλιασίου, της Τροιζήνας, και της Ερμιόνης: «Οι δε βοηθήσαντες ες τον Ισθμόν πανδεημεί οίδε ήσαν Ελλήνων, Λακεδαιμόνιοι τε και Αρκάδες πάντες και Ηλείοι και Κορίνθιοι και Επιδαύριοι και Φλιάσιοι και Τροιζήνιοι και Ερμιόνες» (βιβλίο Η΄, 72).
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι Αρκάδες κατάγονται από τους Πελασγούς. Συνεπώς, έχουμε σύνδεση Πελασγών και Ελλήνων. Οι Λακεδαιμόνιοι, όπως θα δούμε παρακάτω, είχαν ντόπιους και επήλυδες ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Συγχωνεύθηκαν νομοτελειακά, χωρίς να χάσουν την ελληνικότητά τους.
5. Πελασγικά φύλα-ομάδες
Στην «Μυθολογική Βιβλιοθήκη», αναφέρεται ότι ο Πελασγός ήταν γιος του Διός και της Νιόβης. Ο Πελασγός γέννησε τον Λυκάνοα, τον βασιλιά των Αρκάδων. Πήρε πολλές γυναίκες και γέννησε πενήντα παιδιά. Κάποια από τα ονόματα είναι: Θεσπρωτός, Έλικας, Καύκωνας, Μακαρέας, Μάκεδνος, Αιγαιώνας, Τηλεβόας, Φθίος, Λύκιος, Ορχομενός, κ.ά. (Βιβλίο Γ΄, 8.1). Ο καθένας θεωρείται αρχηγός ιδιαίτερων πελασγικών ομάδων, στις οποίες δόθηκαν τα ονόματά τους όταν μετανάστευσαν.
Σύμφωνα με την μαρτυρία των αρχαίων συγγραφέων, υπήρχαν οι εξής πελασγικές ομάδες:
Παυσανίας
Πελασγοί Αρκάδες…
Φασί δε Αρκάδες ως Πελασγός γένοιτο εν τη γη ταύτη πρώτος. […] Πελασγού δε βασιλεύοντος γενέσθαι και τη χώρα Πελασγίαν φασίν όνομα.
(Παυσανίας, «Αρκαδικά», 1,5)
Ησίοδος
Πελασγοί της Ηπείρου…
Δωδώνην φηγόν τε, Πελασγών έδρανον.
(ο. π. απ. 102)
Για αυτό και ο Στράβων αναφέρει ότι τα ηπειρωτικά φύλα («έθνη»), ταυτίζονται με πελασγικά, όπως είδαμε παραπάνω.
Ηρόδοτος
Ίωνες ως Πελασγοί Αιγιαλέες…
Ίωνες δε όσον μεν χρόνον εν Πελοποννήσω οίκεον την νυν καλεομένην Αχαιίην, και πριν ή Δαναόν τε και Ξούθον απικέσθαι ες Πελοπόννησον, ως Έλληνες λέγουσι, εκαλέοντο Πελασγοί Αιγιαλέες, επί δε Ίωνος του Ξούθου Ίωνες.
(Βιβλίο Ζ΄, 94)
Πελασγοί οι κάτοικοι της Σαμοθράκης…
Την γαρ Σαμοθρηκίη οίκεον πρότερον Πελασγοί.
(Βιβλίο Β΄, 51.3)
Πελασγοί οι κάτοικοι της Λήμνου και της Ίμβρου…
Λαβών δε παρά Λεσβίων νέας είλε Λήμνον τε και Ίμβρον, αμφοτέρας έτι τότε υπό Πελασγών οικεομένας.
(Βιβλίο Ε΄, 26)
Πελασγοί οι κάτοικοι των Κυκλάδων, οι οποίοι λέγονταν και Ίωνες, αλλά και οι Αιολείς…
Νησιώται δε επτακαιδέκα παρείχοντο νέας, ωπλισμένοι ως Έλληνες, και τούτο Πελασγικόν έθνος. Ύστερον δε Ιωνικόν εκλήθη [..]. Αιολέες δε εξήκοντα νέας παρείχοντο, εσκευασμένοι τε ως Έλληνες και το πάλαι καλεόμενοι Πελασγοί, ως Ελλήνων λόγος.
(Βιβλίο Ζ΄, 95)
Πελασγοί οι κάτοικοι της Αττικής…
Τοιούτο το Πελασγικόν, το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν.
(Βιβλίο Α΄, 57.3)
Ο Ηρόδοτος, μας λέει και άλλα σημαντικά πράγματα που έχουν την υποστήριξη και άλλων αρχαίων πηγών. Όπως μας παραδίδει, ο Κροίσος είχε ερευνήσει για να μάθει ποιοι είναι οι ισχυρότεροι Έλληνες, για να τους κάνει συμμάχους του. Και κατέληξε στους Λακεδαιμόνιους και στους Αθηναίους…
Μετά δε ταύτα εφρόντιζε ιστορέων τους αν Ελλήνων δυνατωτάτους εόντας προσκτήσαιτο φίλους. Ιστορέων δε εύρισκε Λακεδαιμονίους τε και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του Δωρικού γένεος, τους δε του Ιωνικού. Ταύτα γαρ ην τα προκεκριμένα, εόντα το αρχαίον μεν Πελασγικόν, το δε Ελληνικόν έθνος.
(Ηρόδοτος, βιβλίο Α΄, 56)
Ο Κροίσος ερεύνησε μεταξύ των Ελλήνων, και βρήκε ως ισχυρότερους τους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι προέρχονται από τους Δωριείς, οι δε Αθηναίοι από τους Ίωνες. Στα αρχαία χρόνια, ήταν πελασγικό το δεύτερο και ελληνικό το πρώτο. Οι γενάρχες τους ήταν ο Δώρος και ο Ίωνας. Ο Δώρος κατάγονταν από τον Έλληνα και ο Ίωνας από τον Ξούθο, που κατάγονταν από τον Έλληνα. Συνεπώς, όλοι κατέληγαν στον ίδιο γενάρχη.
Οι πρώτοι που αποκόπηκαν από τους Πελασγούς, ήταν οι Δωριείς και μετά ακολούθησαν και οι άλλοι…
Επί μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέως οίκεε γην Φθιώτιν, επί δε Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρην, καλεομένην δε Ιστιαιώτιν· εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον· εντεύθεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετάβη και εκ της Δρυοπίδος ούτω ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη.
(Βιβλίο Α΄, 56)
Δηλαδή, το συγκεκριμένο φύλο επί βασιλείας Δευκαλίωνος, κατοικούσε στην Φθιώτιδα. Επί εποχής Δώρου, του οποίου ο πατέρας ήταν ο Έλληνας και ο παππούς του ο Δευκαλίωνας, το φύλο αυτό εκδιώχθηκε από τους Καδμείους και μετανάστευσε στην Πίνδο. Εκεί ονομάστηκε σε Μακεδνό. Από εκεί μετανάστευσαν στην περιοχή των Δρυόπων και από εκεί στην Πελοπόννησο, όπου και κλήθηκαν Δωριείς. Αργότερα, προσχώρησαν και άλλες πελασγικές φυλές, μαζί με βάρβαρους (Βιβλίο Α΄, 58).
Αθηναίοι δε επί μεν Πελασγών εχόντων την νυν Ελλάδα καλεομένην ήσαν Πελασγοί, ονομαζόμενοι Κραναοί, επί δε Κέκροπος βασιλέος επεκλήθησαν Κεκροπίδαι, εκδεξαμένου δε Ερεχθέος την αρχήν Αθηναίοι μετενομάσθησαν, Ίωνος δε Ξούθου στρατάρχω γενομένου Αθηναίοισι εκλήθησαν από τούτου Ιώνες.
(Βιβλίο Η΄, 44)
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τις διάφορες ονομασίες που έλαβε ο ίδιος λαός σε διάφορες περιόδους της προϊστορικής εποχής. Οι σημερινοί Αθηναίοι, ήσαν Πελασγοί και λέγονταν Κραναοί, επί βασιλείας Κέκροπα λέγονταν Κεκροπίδες, επί Ερεχθέα Αθηναίοι, επί Ίωνα Ίωνες.
του δε Ερμέω τα αγάλματα ορθά έχειν τα αιδοία ποιεύντες ουκ απ’ Αιγυπτίων μεμαθήκασι, αλλ΄ από Πελασγών πρώτοι μεν Ελλήνων απάντων Αθηναίοι παραλαβόντες, παρά δε τούτων ώλλοι. Αθηναίοισι γαρ ήδη τηνικαύτα ες Έλληνας τελέσουσι Πελασγοί σύνοικοι εγένοντο εν τη χώρη, όθεν περ και Έλληνες ήρξαντο νομισθήναι.
(Βιβλίο Β΄, 51)
Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι στην Αττική υπήρχε πελασγικό φύλο. Από αυτό παρέλαβαν συγκεκριμένη τεχνοτροπία, όσον αφορά τα αγάλματα του Ερμή. Στο 6ο βιβλίο, αναφέρει ότι αυτοί αργότερα εκδιώχθηκαν από την Αττική. Πρέπει να προσέξουμε στον λόγο για τον οποίο αυτό συνέβη. Θα διαπιστώσουμε ότι δεν συνέβη εξαιτίας ενός βίαιου διωγμού για επεκτατικούς λόγους. «Πελασγοί επείτε εκ της Αττικής υπό Αθηναίων εξεβλήθησαν, είτε ων δη δικαίως είτε αδίκως· τούτο γαρ ουκ έχω φράσαι» (Βιβλίο ΣΤ΄, 137). Δηλαδή, ο Ηρόδοτος δεν γνωρίζει τον ακριβή λόγο της εκδίωξης των Πελασγών από την Αττική, για αυτό και δεν είναι σε θέση να κρίνει αν ήταν δίκαιο ή άδικο. Αυτό που παρουσιάζει στην συνέχεια, είναι δύο διαφορετικές εκδοχές. Μία των Αθηναίων, και η άλλη του Εκαταίου. Ο Εκαταίος υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι είχαν δώσει στους Πελασγούς ένα κομμάτι γης που δεν ήταν καλής ποιότητας, ως ανταμοιβή επειδή έκτισαν ένα τείχος γύρω από την Ακρόπολη. Οι Πελασγοί με τις προσπάθειές τους, το βελτίωσαν. Οι Αθηναίοι βλέποντας ότι έγινε έφορο, θέλησαν να το πάρουν πίσω. Και έτσι τους έδιωξαν. Οι Αθηναίοι ισχυρίζονται ότι οι Πελασγοί επιδίδονταν σε άσεμνα πράγματα εναντίων των Αθηναίων θυγατέρων και ότι οι Πελασγοί συχνά συνωμοτούσαν εναντίον τους.
Αισχύλος
Πελασγοί είναι οι κάτοικοι από τον Στρυμόνα (Ανατολική Μακεδονία) μέχρι την οροσειρά της Πίνδου (Δυτική Ελλάδα) και την Δωδώνη (Ήπειρος) με φυσικό σύνορο το Ιόνιο, κατοικούνταν από Πελασγούς…
Του γηγενούς γαρ ειμ’ εγώ Παλαίχθονος ίνις Πελασγός, τησδε γης αρχηγέτης. Εμού δ’ άνακτος ευλόγως επώνυμον γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα. Και πάσαν αίαν ης δ’ αγνός έρχεται Στρυμών, το προς δυνόντος ηλίου, κρατώ ορίζομαι δε την Περραβών χθόνα, Πίνδου τε ταπέκεινα, Παιόνων πάλα, όρη τε Δωδωναία, συντέμνει δ’ όρος υγράς θαλάσσης τώνδε ταπί τάδε κρατώ.
(«Ικέτιδες», στ. 250).
Στράβων
Πελασγική ομάδα ως έποικη στην Κρήτη (Δίες Πελασγοί), στην Θεσσαλία, στην Δωδώνη, στην Ήπειρο, στις Μυκήνες, στην Πελοπόννησο, Λήμνο, Ίμβρο, στην Αττική, στην Μικρά Ασία, Αρκαδία…
Τους δε Πελασγούς, ότι μεν αρχαίον τι φύλον κατά την Ελλάδα πάσαν επιπολάσαν και μάλιστα παρά τοις Αιολεύσι τοις κατά Θετταλίαν, ομολογούσιν άπαντες σχεδόν τι. Νομίζειν δε φησίν Έφορος το ανέκαθεν Αρκάδας όντας ελέσθαι στρατιωτικόν βίον, εις δε την αυτήν αγωγήν πτροτρέποντας πολλούς άπασι του ονόματος μεταδούναι και πολλήν επιφάνειαν κτήσασθαι και παρά τοις Έλλησι και παρά τοις άλλοις, παρ’ όσους ποτέ αφιγμένοι τετυχήκασι. Και γαρ της Κρήτης έποικοι γεγόνασιν, ως φησί Όμηρος· λέγει γουν Οδυσσεύς προς Πηνελόπην άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη· εν μεν Αχαιοί, εν δ’ Ετεοκρήτες μεγαλήτορες, εν δε Κύδωνες, Δωριέες τε τριχάικες, διοί τε Πελασγοί. Και το Πελασγικόν Άργος ή Θετταλία λέγεται, το μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών έως της ορεινής της κατά Πίνδον, δια το επάρξαι των τόπων τούτων τους Πελασγούς. Τον τε Δία τον Δωδωναίον αυτός ο ποιητής ονομάζει Πελασγικόν Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ. Πολλοί δε και τα Ηπειρωτικά έθνη Πελασγικά ειρήκασιν, ως και μέχρι δεύρο επαρξάντων· Πελασγούς τε πολλούς και των ηρώων όνομα καλέσαντες, οι ύστερον απ’ εκείνων πολλά των εθνών επώνυμα πεποιήκασι· και γαρ την Λέσβον Πελασγίαν ειρήκασι, και τοις εν τηι Τρωιάδι Κίλιξιν Όμηρος είρηκεν τους ομόρους Πελασγούς, «Ιππόθοος δ’ άγε φύλα Πελασγών εγχεσιμώρων, των οι Λάρισαν εριβώλακα ναιετάασκον». Τωι δ’ Εφόρωι του εξ Αρκαδίας είναι το φύλον τούτο ήρξεν Ησίοδος. Φησί γαρ, «Υιείς εξεγένοτνο Λυκάονος αντιθέοιο, ον ποτέ τίκτε Πελασγός. Αισχύλος δ’ εκ του περί Μυκήνας Άργους φησίν εν Ικέτισι και Δανάϊσι το γένος αυτών. Και την Πελοπόννησον δε Πελασγίαν φησίν Έφορος Κληθήναι, και Ευριπίδης δ’ εν Αρχελάω φησίν ότι «Δαναός ο πεντήκοντα θυγατέρων πατήρ ελθών ες Άργος ώκισ’ Ίναχου πόλιν, Πελασγιώτας δ’ ωνομασμένους το πριν Δαναούς καλείσθαι νόμον έθηκ’ αν Ελλάδα». Αντικλείδης δε πρώτους φησίν αυτούς τα πε΄ρι Λήμνον και Ίμβρον κτίσαι, και δη τούτων τινάς και μετά Τυρρηνού του Άτυος εις την Ιταλίαν συνάραι. Και οι την Ατθίδα συγγράψαντες ιστορούσι πε΄ρι των Πελασγών ως και Αθήνησι γενομένων δια δε το πλανήτας είναι και δίκην ορνέων επιφοιτάν εφ’ ους έτυχε τόπους Πελαργούς υπό των Αττικών κληθήναι.
(«Γεωγραφικά», βιβλίο Ε΄, 2.4)
Όμηρος
Στην Κρήτη έχουμε την παρουσία των «Δίων Πελασγών», κατά τον Όμηρο (Οδύσσεια, ραψωδία Τ΄, στ. 175).
Ο Μεκράτης ο Ελαΐτης, σύμφωνα με την μαρτυρία του Στράβωνος, λέει ότι η ιωνική παραλία κατοικείται από Πελασγούς…
Μενεκράτης γουν ο Ελαΐτης εν τοις περί κτίσεων φησί την παραλίαν την νυν Ιωνικήν πάσαν από Λυκάλης αρξαμένη υπό Πελασγών οικείσθαι πρότερον και τας πλησίον νήσους.
(«Γεωγραφικά», βιβλίο ΙΓ΄, 3.3)
Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, Πελασγοί είναι εξίσου οι Ίωνες, οι Αχαιοί, οι Αιολείς, και οι Δωριείς (Βιβλίο Α΄, 3).
Ώστε, «Πελασγία» είναι «η παλαιότατη ονομασία της χώρας ήτις αμέσως κατόπιν εκλήθη Ελλάς» (Λεξικό Δημητράκου, σ. 5624, τ. 11).
Ο καθηγητής, Σ. Θεοφανίδης, αναπαριστά το γενεαλογικό δέντρο των Ελλήνων ως εξής: Στις ρίζες βρίσκονται οι πελασγικές ομάδες ως Πρωτοέλληνες, δηλαδή οι Δρύσπες, οι Λοκροί, οι Μινύες, οι Λύδιοι, οι Κάρες, οι Λύκιοι, οι Λέλεγες. Στον κορμό οι Έλληνες. Στα κύρια κλαδιά, οι Μακεδνοί, οι Αρκάδες, οι Ίωνες. Στα μικρότερα κλαδιά, τα 350 περίπου φύλα του ελληνικού χώρου, όπως Μακεδόνες, Πόντιοι, Ηπειρώτες, Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Θηβαίοι, Θράκες, Κύπριοι, Ηλείοι, Τρώες, Κρήτες, Αιολείς, Εφέσιοι, Παίονες, κ.ά.
Πηγές
1. Ηρόδοτος, Βιβλίο Β΄
2. Ηρόδοτος, Βιβλίο Ε΄
3. Ηρόδοτος, Βιβλίο ΣΤ΄
4. Ηρόδοτος, Βιβλίο Ζ΄
5. Ηρόδοτος, Βιβλίο Η΄
6. Παυσανίας, Αρκαδικά
7. Ησίοδος, Γυναικών κατάλογος
8. Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, Βιβλίο Δ΄
9. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Ε΄
10. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Ζ΄
11. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Η΄
12. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Θ΄
13. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΓ΄
14. Αισχύλος, Ικέτιδες
15. Πλούταρχος, Ρωμύλος
16. Όμηρος, Ιλιάδα, ραψωδία Β΄
17. Όμηρος, Οδύσσεια, ραψωδία Τ΄
18. Θουκυδίδης, Βιβλίο Α΄
19. Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε΄
20. Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή αρχαιολογία, Λόγος Α΄
21. Πλάτων, Κριτίας
22. Μυθολογική βιβλιοθήκη, Βιβλίο Γ΄
23. Ευριπίδης, Ορέστης
24. Α. Σταγειρίτης, Ωγυγία ή Αρχαιολογία, τόμος Δ΄.
25. Ν. Λορέντης, Λεξικό των αρχαίων κύριων ονομάτων, 1837
26. Α. Κωνσταντινίδης, Ομηρικό λεξικό
27. Δ. Δημητράκος, Λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης, τόμος ΙΑ΄
28. Γ. Πουρναράς, Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία, εκδόσεις Γεωργιάδη.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος Δ’)
Πλάτων
Πίνακας περιεχομένων
1. Αυτόχθονες και επήλυδες
2. Η άποψη του Στράβωνα
3. Ο Πλάτων και η διαστρέβλωσή του από τους επιτήδειους
4. Οι Πελασγοί ως βάρβαροι
1. Αυτόχθονες και επήλυδες
Σε αυτό το άρθρο, θα δούμε ποια ήταν η σύσταση του πληθυσμού στην αρχαία Ελλάδα. Είναι πολύ σημαντικό, να είναι ξεκαθαρισμένη η εικόνα στο μυαλό μας, με βάση τα αρχαία κείμενα.
Το πρώτο στοιχείο, είναι το γηγενές πελασγικό. Το πελασγικό στοιχείο χωρίζεται σε πολλές ομάδες, και ότι πολλές εξ αυτών μεταναστεύουν είτε εντός του ελλαδικού χώρου είτε εκτός.
Το δεύτερο στοιχείο, είναι οι επήλυδες. Έπηλυς, σημαίνει «ο ερχόμενος εις τινά τόπον, ο νεωστί ελθών, ο ξένος, ο άλλοθεν ελθών» («Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», Ι. Σταματάκος, σ. 363).
Οι Πελασγοί, όπως ήδη έχουμε κάνει λόγο παραθέτοντας τα αντίστοιχα στοιχεία από τους αρχαίους συγγραφείς, είναι γηγενείς. Δεν ήρθαν από αλλού. Είναι οι αρχαιότατοι κάτοικοι της αρχαίας Ελλάδας. Από αυτούς, προέρχεται ο Δευκαλίων. Ο Έλληνας, προέρχεται από τον Δευκαλίωνα και απόγονοί του είναι τα πρώτα ελληνικά φύλα. Δηλαδή, ο Δώρος, ο Ξάνθος, και ο Αίολος. Απόγονοι του Ξούθου, είναι ο Ίωνας και ο Αχαιός. Από αυτούς, οι απόγονοί τους, έλαβαν και τα αντίστοιχα ονόματα. Δηλαδή, από τον Δώρο προέκυψαν οι Μακεδνοί (όσοι πήγαν στην Πίνδο) και οι Δωριείς (όσοι πήγαν στην Πελοπόννησο). Από τον Αίολο, οι Αιολείς. Από τον Ίωνα, οι Ίωνες. Δεν θα επιμείνουμε όμως άλλο σε αυτούς. Αυτά τα έχουμε πει αναλυτικά στα προηγούμενα μέρη.
Στην δεύτερη ομάδα, ανήκουν οι επήλυδες, που συχνά ταυτίζονται με τους βαρβάρους, χωρίς ωστόσο να είναι όλοι τους βάρβαροι. Οι τρεις βασικότερες υποομάδες αυτών, είναι όσοι ήρθαν με τον Δαναό από την Αίγυπτο, όσοι ήρθαν με τον Κάδμο από την Φοινίκη, και όσοι ήρθαν με τον Πέλοπα από την Φρυγία.
Ας δούμε κάποια παραπάνω πράγματα για αυτούς…
Δαναός
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Δαναός ήταν Αιγύπτιος. Αυτό όμως δεν στέκει. Κατ’ αρχάς, στο γενεαλογικό του δέντρο παρεμβάλλονται θεότητες. Επίσης, όταν φεύγει από τα μέρη του, ερχόμενος στην Ελλάδα, πάει στους Αργείους. Αυτό σημαίνει, ότι γνώριζε την καταγωγή των προγόνων του. Συγκεκριμένα, κατάγεται από το γένος των Ιναχιδών. Έτσι, πατέρας του ήταν ο Βήλος, βασιλιάς της Λιβύης. Πατέρας και μητέρα του Βήλου, θεωρείται ο Ποσειδών και η Λιβύη. Η δε Λιβύη γεννήθηκε από τον Έπαφο, που είχε μητέρα και πατέρα την Ιώ και τον Δία. Η δε Ιώ, ήταν κόρη του Ίναχου, που βασίλευε στο Άργος. Όταν αργότερα έφυγε φοβούμενος τον αδελφό του τον Αίγυπτο, κατέφυγε στην Ρόδο, όπου ήταν αποικία Αργείων. Φεύγοντας από εκεί, πήγε στο Άργος, όπου ζήτησε την βασιλεία από τον Γελάνορα. Σύμφωνα με τον μύθο, επειδή αρνήθηκε ο βασιλιάς, συγκεντρώθηκε ο λαός για να αποφασίσει. Τότε, είδαν κάτι που το θεώρησαν ως «θεϊκό» σημάδι. Είδαν έναν λύκο να ορμά σε αγέλη βοδιών και να σκοτώνει τον ταύρο. Ο Δαναός θεωρήθηκε ο λύκος και ο Γελάνορας ο ταύρος. Η βασιλεία λοιπόν, αποδόθηκε στον Δαναό. Έτσι ο Δαναός κράτησε το Άργος. Αυτά τοποθετούνται χρονολογικά, πριν τα Τρωικά. Ο Δαναός δεν ήταν μόνος του. Είχε μαζί του και πενήντα κόρες και κάποιον πληθυσμό από τα μέρη που ξεκίνησε. Αργότερα, επί των Τρωικών, οι Έλληνες που εκστράτευσαν κατά της Τροίας, ονομάζονται με το γενικό όνομα «Αργειοί» ή «Δαναοί» ή «Αχαιοί», κάτι που δείχνει σαφέστατα ότι οι επήλυδες συγχωνεύθηκαν με τον ντόπιο γηγενή πληθυσμό.
Κάδμος
Ο Κάδμος έφυγε από την Φοινίκη και ήρθε στην Ελλάδα για να ψάξει για την αδελφή του την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον μύθο, αυτήν την είχε κλέψει ο Δίας, αφού πρώτα είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο. Ο πατέρας του ο Αγήνωρας, είχε προστάξει να μην επιστρέψουν χωρίς εκείνη. Έτσι λοιπόν, χωρίστηκαν σε ομάδες, και άρχισαν το ψάξιμο. Ο Κάδμος και η ομάδα του πέρασε από την Ρόδο, την Καλλίστη, το Παγγαίο Όρος, τους Δελφούς. Εκεί έλαβε έναν χρησμό να σταματήσει να αναζητά μάταια την Ευρώπη, αλλά να ακολουθήσει μια αγελάδα και όπου αυτή ξαπλώσει, εκεί να κτίσει πόλη. Βρήκε μια αγελάδα και εκείνη τον οδήγησε στην Βοιωτία. Στην περιοχή που έπεσε να κοιμηθεί, ο Κάδμος έκτισε ακρόπολη, την Καδμεία. Ήρθε όμως σε ρίξη με τους ντόπιους (τους Ύαντες) και τους έδιωξε. Παράλληλα συνενώθηκε με τους Άονες (που ήταν επίσης ντόπιοι). Αυτά τοποθετούνται πριν τα Τρωικά. Ανατρέχοντας στην γενεαλογία του Κάδμου, θα δούμε ότι γεννήθηκε μεν στην Φοινίκη, αλλά οι πρόγονοί του έχουν επίσης ρίζες από το Άργος. Πατέρας του Κάδμου ήταν ο Αγήνωρας, ο οποίος πήγε στην Φοινίκη ως μετανάσταστης, ερχόμενος από το Άργος. Από ό,τι φαίνεται, η συγχώνευση δεν είχε επιτελεστεί τουλάχιστον μέχρι τα Τρωικά, καθώς οι Καδμείοι, σε αντίθεση με τους Δαναούς, δεν έλαβαν μέρος σε αυτά.
Πέλοπας
Η τρίτη βασική ομάδα επήλυδων, ήταν όσοι ήρθαν με τον Πέλοπα. Ο Πέλοπας ξεκίνησε από την Φρυγία με σκοπό να υποτάξει την Πελοπόννησο, που τότε δεν ονομάζονταν από το όνομά του. Εκεί όμως, γίνονταν ένας αγώνας. Όποιος θα κέρδιζε, θα παντρεύονταν την κόρη του βασιλιά, την Ιπποδάμεια. Ο Πέλοπας δωροδώκησε, νίκησε, νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια και έγινε βασιλιάς.
Κατά μία εκδοχή, εμφανίζεται ως ο ιδρυτής των Ολυμπιακών αγώνων(«Λεξικό μυθολογικών ονομάτων», Κωνσταντινίδη, σ. 437). Όπως ξέρουμε, αυτό ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση, εφόσον μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν, μέχρι την κατάκτησή μας από τους Ρωμαίους. Ο Πέλοπας («Πέλοψ»: Προέρχεται από το «πελός», που σημαίνει «μελαμψός» (Λεξικό Σταματάκου, σ. 767), κατάγεται από τον Τάνταλο και ο Τάνταλος από τον Δία ή τον Τμώλο και την Πλουτώ. Ο δε Τμώλος από τον Άρη και τη Θεογόνη («Λεξικό μυθολογικών ονομάτων», Κωνσταντινίδη, σ. 522). Παρατηρούμε ότι τα ονόματα είναι ελληνικά. Αλλά και αυτό αν δεν λάβουμε υπόψη μας, εφόσον οι γενεαλογίες περιπλέκουν «θεούς», δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε με βεβαιότητα περί φρυγικής καταγωγής.
Ο Πέλοπας και όσοι έφερε, ενσωματώθηκαν με τους γηγενείς. Αποδεικνύεται επιπλέον από το ότι οι απόγονοι του Πέλοπα, είναι ο Ατρέας και ο Θυέστης. Ο Ατρέας γέννησε τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, που ηγήθηκαν των Δαναών, οι οποίοι αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς ως Έλληνες. Αυτά θα τα δούμε με λεπτομέρεια όταν θα γίνει λόγος για τα Τρωικά. Δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε ότι την πιθανή σύνδεση με το όνομα «Πελασγός» (Λεξικό Δορμπαράκη, σ. 630).
2. Η άποψη του Στράβωνα
Εκαταίος μεν ουν ο Μιλήσιος περί της Πελοποννήσου φησίν, διότι προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι. Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν, απ’ αυτών λογιζομένοις των μνημονευομένων. Πέλοπος μεν της Φρυγίας επαγαγομένου λαόν εις την απ’ αυτού κληθείσαν Πελοπόννησον, Δαναού δε εξ Αιγύπτου, Δρυόπων τε και Καυκώνων και Πελασγών και Λελέγων και άλλων τοιούτων κατανειμαμένων τα εντός Ισθμού και τα εκτός δε. Την μεν γαρ Αττικήν οι μετά Ευμόλπου Θραίκες έσχον, της δε Φωκίδος την Δαυλίδα Τηρεύς, την δε Καδμεία οι μετά Κάδμου Φοίνικες, αυτήν δε την Βοιωτίαν Άονες και Τέμμικες και Ύαντες· ως δε Πίνδαρος φησίν, Ην ότε σύας Βοιώτιον έθνος ένεπον. Και από των ονομάτων δε ενίων το βάρβαρον εμφαίνεται· Κέκροψ και Κόδρος και Άικλος και Κόθος και Δρύμας και Κρίνακος. Οι δε Θραικες και Ιλλυριοί και Ηπειρώται και μέχρι νυν εν πλευραίς εισίν· έτι μέντοι μάλλον πρότερον η νυν, όπου γε και της εν τωι παρόντι Ελλάδος αναντιλέκτως ούσης την πολλήν οι βάρβαροι έχουσι, Μακεδονίαν μεν Θραικες και τινά μέρη της Θετταλίας, Ακαρνανίας δε και Αιτωλίας άνω Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι και Αμφιλόχιοι και Μολοττοί και Αθάμανες, Ηπειρωτικά έθνη.
(«Γεωγραφικά», βιβλίο Ζ΄, 1)
Σχόλια: Ο Στράβων μεταφέρει την μαρτυρία του Εκαταίου, που αναφέρεται στις μεταναστεύσεις αποίκων προς τον ελλαδικό χώρο. Σε μια παλαιότερη εποχή, που όμως ακόμα δεν είχε επικρατήσει το όνομα «Έλληνες» ως κοινή ονομασία. Αυτό θα γίνει μετά τα Τρωικά.
Για αυτό και λέει «προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι». Όπως όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, έτσι και ο Στράβων, σε κανένα σημείο του έργου του δεν μας λέει ότι οι Έλληνες ήρθαμε ως επήλυδες. Ούτε εννοεί ότι δεν υπήρχε γηγενής πληθυσμός, σαν να πρωτοκατοίκησαν οι βάρβαροι και μετά να ήρθαν οι Έλληνες από αλλού. Αυτό προκύπτει από την συνέχεια των λόγων του.
Δεν λέει ότι πρώτοι κατοίκησαν οι βάρβαροι, σαν να μην υπήρχαν άλλοι αυτόχθονες πληθυσμοί. Αυτό θα ήταν καθαρή παραποίηση των αρχαίων κειμένων και πλαστογράφηση της ελληνικής προϊστορίας. Όπως ήδη είδαμε, στον σημερινό ελληνικό χώρο κατοικούσαν διάφορες πελασγικές ομάδες που θεωρούνται αυτόχθονες. Επίσης, είδαμε ότι από αυτές προέκυψαν τα ελληνικά φύλα, τα οποία δεν εισέβαλαν από πουθενά, αλλά είναι αυτόχθονα επίσης.
Αναφέρονται ως «βάρβαροι», διότι οι ομάδες αυτές δεν ήταν ακόμα ενσωματωμένες. Είναι ξεκάθαρο από το κείμενο, ότι ο Στράβων αναφέρεται σε παλαιές εποχές, «προ των Ελλήνων», «το παλαιόν». Η ενσωμάτωση αυτών των πληθυσμών θα γίνει αργότερα και σταδιακά, νομοτελειακά σε βάθος χρόνου. Όταν λοιπόν αναφέρεται ότι «προ των Ελλήνων ώοκησαν αυτήν βάρβαροι», αναφέρεται ως επί το πλείστον σε εποχές που ακόμα το ελληνικό στοιχείο ήταν υπό διαμόρφωση.
Και συνεχίζει ο Στράβων: «Σχεδόν δε τι και η σύμπασα Ελλάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε το παλαιόν, απ’ αυτών λογιζομένοις των μνημονευομένων». Για να καταλάβουμε τι εννοεί, είναι σημαντικό να δούμε ποιους μνημονεύει στην συνέχεια.
Για την Πελοπόννησο, ήδη έχουμε δει ότι κατά τις παραδόσεις, οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Πελασγοί. Τους Πελασγούς όμως, ο ίδιος ο Στράβων τους είχε συμπεριλάβει στους Έλληνες. «Οίμαι δ’ ότι και Πελασγιώτας και Δαναούς, ώσπερ και Αργειούς, η δόξα της πόλεως ταύτης απ’ αυτής και τους άλλους Έλληνας καλείσθαι παρεσκεύασεν» («Γεωγραφικά», Βιβλίο Η΄, 6.9). Φυσικά, ο Στράβων δεν είναι αδαής ώστε να φάσκει και να αντιφάσκει. Επιπροσθέτως, μπορούμε να αναφέρουμε την σημαντική πληροφορία του Παυσανία, ότι «γένη δε οίκει Πελοπόννησον Αρκάδες μεν αυτόχθονες και Αχαιοί» («Ηλιακά» Α΄, 1.1). Αρκάδες και Αχαιοί είναι Πελασγοί. Οι δε Αχαιοί, είναι ένα από τα τέσσερα φύλα που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος.
Αναφορικά με τον Δαναό, γράψαμε παραπάνω. Οι Δρύοπες αναφέρονται ως λαός πελασγικός που κατοικούσε πρώτα στην Θεσσαλία κοντά στον Σπερχειό, και ο Δρύοπας θεωρείται γιος του Απόλλωνα. Αυτοί εκδιώχθηκαν, ήρθαν στην Πελοπόννησο, ίδρυσαν την πόλη Ερμιόνη και την Μεσσηνία, και από αυτούς μετανάστευσαν άλλοι στην Εύβοια και άλλοι στην Μικρά Ασία («Μυθολογικό λεξικό», σ. 137).
Οι Καύκωνες αναφέρονται ως βάρβαρο έθνος, κατάλοιπο όμως αρχαίων Πελασγών («Μυθολογικό λεξικό», σ. 258).
Οι Λέλεγες αναφέρονται ως αρχαίο έθνος της Ελλάδας, που μετέβησαν από την Καρία στην Τροία και από εκεί διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ο Λέλεγας, ήταν γιος του Ποσειδώνος («Μυθολογικό λεξικό», σ. 317).
Για τον Κάδμο, έχουμε αναφερθεί παραπάνω. Σχετικά με τον Κέκροπα, μας παραδίδεται από άλλη πηγή ότι ήταν αυτόχθων. «Κέκροψ αυτόχθων, συμφυές έχων σώμα ανδρός και δράκοντος, της Αττικής εβασίλευσε πρώτος, και την γην πρότερον λεγομένην Ακτήν αφ’ εαυτού Κεκροπίαν ωνόμασε» («Μυθολογική βιβλιοθήκη», βιβλίο Γ, 14.1). Μάλιστα, αναφέρεται ότι ήταν γνωστή η λατρεία των 12 θεών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήρθε από την Σάιδα της Αιγύπτου («Λεξικό μυθολογικών ονομάτων», σ. 260). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης όμως μας πληροφορεί ότι η Σάιδα όχι απλά ήταν αποικία των Αθηναίων, αλλά ότι εκείνοι την δημιούργησαν. «Αθηναίοι κτίσαντες εν Αιγύπτω πόλιν την ονομαζομένην Σάιν» («Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε, 57).
Ο Κόδρος αναφέρεται ως Αθηναίος (Ησύχιος, «Γλώσσαι», βιβλίο 11). Ο Αίκλος και ο Κόθος ήταν αδέλφια, και παιδιά του Ξούθου. «Κόθος και Αίκλος οι Ξούθου παίδες εις Εύβοιαν ήκον οικήσοντες» (Πλούταρχος, «Αίτια ελληνικά», 22). Ο Ξούθος, γιος του Έλληνος.
Ο Αισχύλος παραδίδει στο έργο του «Ικέτιδες» ότι ο Δαναός και ο Αίγυπτος ήταν απόγονοι των Αργείων, επειδή είναι εγγόνια του Έπαφου και γιοι του Βήλου.
3. Ο Πλάτων και η διαστρέβλωσή του από τους επιτήδειους
Αναφέρει ο Πλάτων ένα σπουδαίο χωρίο που αξίζει μνείας…
Δια το ειλικρινώς είναι Έλληνας και αμιγείς βαρβάρων. Ου γαρ Πέλοπες ουδέ Κάδμοι ουδέ Αιγύπτιοι τε και Δαναοί ουδέ άλλοι πολλοί φύσει μεν βάρβαροι όντες, νόμω δε Έλληνες, συνοικούσιν ημίν, αλλ’ αυτοί Έλληνες, ου μειξοβάρβαροι οικούμεν.
(«Μενέξενος», 245d)
Ο συγκεκριμένος διάλογος είναι κατασκεύασμα του Πλάτωνος. Ο Σωκράτης άκουσε από την Ασπασία την σύνταξη ενός προγυμνάσματος, μιας ρητορικής ασκήσεως δηλαδή, με την βοήθεια του αυτοσχεδιασμού και την συγκόλληση διαφόρων τμημάτων του περίφημου επιταφίου του Περικλή. Ο Πλάτων τα μεταπλάθει και τους δίνει μορφή επιταφίου. Ο διάλογος του Πλάτωνος γράφεται κάτω από συνθήκες που δεν γνώρισε ούτε ο Περικλής, ούτε η Ασπασία, εφόσον κατά το 386 π.κ.ε. που γράφεται και οι δύο έχουν πεθάνει.
Ο «Μενέξενος» γράφτηκε μετά την «Ανταλκίδειο» ειρήνη, με την οποία έληξε ο Κορινθιακός Πόλεμος το 386 π.κ.ε. Ήταν μια εμφύλια σύγκρουση με την συμβολή των Περσών, έχοντας από την μια μεριά την Σπάρτη και τους συμμάχους της και από την άλλη την Αθήνα, την Κόρινθο, το Άργος, την Θήβα και την Περσία. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ανταλκίδας, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, εξ αιτίας της εξάντλησης της Σπάρτης. Η συμφωνία ήταν επαίσχυντη. Συμφωνήθηκε να παραδοθούν στους Πέρσες οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και η Κύπρος, και να διακηρυχθεί η αυτονομία των ελληνικών πόλεων με εξαίρεση την Λήμνο, την Σκύρο, και την Ίμβρο. Επιπροσθέτως, οι Σπαρτιάτες επιφορτίστηκαν να επιβλέπουν την ειρήνη στον ελλαδικό χώρο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και τις εξελίξεις, συντάσσεται ο λόγος, που υποτίθεται ότι απευθύνεται στο αθηναϊκό, καταρρακωμένο ηθικά, κοινό.
Επομένως, είναι εύλογη η απόπειρα εξύψωσης του πεσμένου ηθικού, εφόσον η Αθήνα και οι σύμμαχοί της, ήταν οι κυρίως χαμένοι, ενώ η Ιωνία (που ήταν αθηναϊκή αποικία) υποδουλώθηκε στους εχθρούς.
Αυτοί οι λόγοι και η πικρία, οδηγούν στην διατύπωση ότι γνήσιοι Έλληνες είναι οι Αθηναίοι. Επειδή ποτέ δεν είχαν επήλυδες ανάμεσά τους. Είναι όμως σημαντικό να πούμε ότι δεν αρνείται την ελληνικότητα των άλλων πόλεων. Έχει ήδη αναφερθεί στους Λακεδαιμονίους, τους Κορινθίους, τους Αργείους, τους Βοιωτούς, ονομάζοντάς τους Έλληνες. Τους επήλυδες όμως, τους θεωρεί Έλληνες «νόμω» και όχι «φύσει». Η λέξη «μειξοβάρβαρος», σημαίνει «τον κατά το ήμισυ βάρβαρος και κατά το έτερον ήμισυ Έλλην» (Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Θ΄, σ. 4704). Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος είναι υπερβολικός, όχι μόνο διότι στοχεύει στο θυμοειδές των ακροατών, αλλά επειδή επίσης αναφέρεται στον Πέλοπα, τον Κάδμο, και τον Δαναό, που έχουν προηγηθεί αιώνες πριν και έτσι νομοτελειακά έχει επέλθει η αφομοίωση. Εκτός αυτού, βλέπουμε ότι τα μυθολογικά αυτά πρόσωπα, θεωρούνται (και είναι) ιστορικά.
Επιπροσθέτως, ότι πρόκειται για πλάσμα του Πλάτωνος, φαίνεται και από την σύγκρισή του με τον αυθεντικό επιτάφιο του Περικλή.
Εκεί λέει…
Διαφέρομεν δε και ταις των πολεμικών μελέταις των εναντίων τοίσδε. Την τε γαρ πόλιν κοινή παρέχομεν, και ουκ εστίν ότε ξενηλασίαιας απείργομεν τινά ή μαθήματος ή θεάματος, ο μη κρυφθέν αν τις των πολεμίων ιδών ωφεληθείη, πιστεύοντες ου ταις παρασκευαίς το πλέον και απάταις ή τωι ημων αυτών ες τα έργα ευψυχήι ευψύχω.
(Βιβλίο Β΄, 39.1)
Δηλαδή, ο Περικλής συγκρίνοντας την Αθήνα με την Σπάρτη, αναφέρει ότι διαφέρουν επίσης στο ότι έχουν την πόλη τους ανοιχτή για όλους, ενώ στην Σπάρτη δεν δέχονται τους ξένους. Η λέξη «ξενηλασία» σημαίνει «απέλαση των ξένων».
Αλλά και ο Ηρόδοτος μαρτυρά ότι οι Σπαρτιάτες ήταν «ξείνοισι απρόσμικτοι» (Βιβλίο Α΄, 65).
Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο Πλάτων σε έναν άλλο διάλογό του. Είναι από ένα έργο που ολοκληρώθηκε μέσα σε δέκα χρόνια, μεταξύ του 380- 370 π. κ. ε.
Πρώτον μεν ανδραποδισμού πέρι, δοκεί δίκαιον Έλληνας Ελληνίδας πόλεις ανδραποδίζεσθαι, ή μηδ’ άλλη επιτρέπειν κατά το δυνατόν και τούτο εθίζειν, του Ελληνικού γένους φείδεσθαι, ευλαβουμένους την υπό των βαρβάρων δουλείαν; Όλω και παντί, έφη, διαφέρει το φείδεσθαι. Μηδέ Έλληνα άρα δούλον εκτήσθαι μήτε αυτούς, τοις τε άλλοις Έλλησιν ούτω συμβουλεύειν; Πάνυ μεν ουν, έφη. Μάλλον γ’ αν ουν ούτω προς τους βαρβάρους τρέποιντο, εαυτών δ’ απέχοιντο.
(«Πολιτεία», βιβλίο Ε΄, 469b- 469c)
Αναφερόμενος στην υποδούλωση, που είναι μια από τις συνέπειες ενός κατακτητικού πολέμου, δεν θεωρείται δίκαιο ελληνικές πόλεις να υποδουλώνουν άλλες ελληνικές. Δεν θα έπρεπε ο Έλληνας να γίνεται δούλος από Έλληνα. Αλλά θα έπρεπε να τραπούν στους βαρβάρους. Από αυτό, δεν εξαιρεί καμία ελληνική πόλη, είτε έχει επηλύδες είτε όχι. Είναι σημαντικό να πούμε, ότι μετά τους Περσικούς πολέμους, η λέξη «βάρβαρος», πήρε υποτιμητική χροιά. Έως τότε, αναφερόταν είτε στη φυλή, είτε στην γλώσσα. Από εκεί και πέρα, σήμαινε και τον απολίτιστο και τον πολιτιστικά κατώτερο.
Λίγο παρακάτω, αναφέρει ο Πλάτωνας…
Φαίνεταί μοι, ώσπερ και ονομάζεται δύο ταύτα ονόματα, πόλεμος τε και στάσις, ούτω και είναι δύο, όντα επί δυοίν τινοιν διαφοραίν. Λέγω δε τα δύο το μεν οικείον και συγγενές, το δε αλλότριον και όθνειον. Επί μεν ουν τη του οικείου έχθρα στάσις κέκληται, επί δε τη του αλλοτρίου πόλεμος. Και ουδέν γε, έφη, από τρόπου λέγεις. Όρα δε και ει τόδε προς τρόπου λέγω. Φημί γαρ το μεν Ελληνικόν γένος αυτό αυτώ οικείον είναι και συγγενές, τω δε βαρβαρικώ οθνείον τε και αλλότριον. Καλώς γε, έφη. Έλληνας μεν άρα βαρβάροις και βάρβαρους Έλλησι πολεμείν μαχομένους τε φήσομεν και πολεμίους φύσει είναι, και πόλεμον την έχθραν ταύτην κλητέον. Έλληνας δε Έλλησιν, όταν τι τοιούτον δρώσιν, φύσει μεν φίλους είναι, νοσείν δ’ εν τω τοιούτω την Ελλάδα και στασιάζειν, και στάσιν την τοιαύτην έχθραν κλητέον.
(ο. π. 470b- 470c)
Σε αυτό το σημείο, γίνεται διάκριση μεταξύ του «πολέμου» και της «στάσης». Δύο λέξεις που αναφέρονται σε δύο διαφορετικές καταστάσεις.
Η μια αναφέρεται στο «οικείον και συγγενές», και η άλλη στο «αλλότριον και όθνειον». Η έχθρα στο οικείο, λέγεται «στάση». Η έχθρα στο ξένο, λέγεται «πόλεμος». Ο Πλάτων θεωρεί ως οικείο και συγγενές τις ελληνικές πόλεις, όλες χωρίς εξαίρεση. Ως ξενικό, τους βαρβάρους. Μάλιστα, αναφέρει ότι οι Έλληνες μεταξύ τους «φύσει μεν φίλους είναι». Σε αντίθεση με όσα εκτέθηκαν στον διάλογο «Μενέξενος». Άρα, καταλαβαίνουμε και από αυτό το σημείο, ότι τα γραφόμενα υπό του Πλάτωνος εκεί, ήταν περιστασιακά και αποσκοπούσαν σε συγκεκριμένα πράγματα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Μάλιστα, αναφέρει ότι όταν Έλληνες πολεμούν Έλληνες, η Ελλάδα νοσεί.
4. Οι Πελασγοί ως βάρβαροι
Γιατί όμως οι Πελασγοί αναφέρονται ως «βάρβαροι» μερικές φορές; Δύο στοιχεία πρέπει να έχουμε υπόψη μας. Το πρώτο, ότι από μια εποχή και μετά, επικράτησε για όλους η ονομασία Έλληνες. Αυτό έγινε μετά τα Τρωικά. Τότε ήταν που όσοι λαοί είχαν εκστρατεύσει ενάντια στους Τρώες, ονομάστηκαν με την κοινή ονομασία Έλληνες. Όσοι είχαν πάει με τους Τρώες, βάρβαροι. Αυτό έγινε από το μίσος του πολέμου, και από το γεγονός ότι οι Έλληνες Τρώες είχαν συμμάχους βαρβάρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Τρώες δεν ήταν Έλληνες και αυτοί. Μπορούμε να πούμε ότι οι Αχαιοί ήταν οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδος και οι Τρώες Έλληνες της Μικράς Ασίας που είχαν πολλές περισσότερες διασυνδέσεις με βαρβάρους. Όταν θα μιλήσουμε για τα Τρωικά σε ξεχωριστό άρθρο, θα το αποδείξουμε.
Το δεύτερο, ότι οι πελασγικές ομάδες ως πολυπληθείς και μεταναστεύοντας συνεχώς, μερικές φορές υιοθετούσαν ήθη και έθιμα των λαών με τους οποίους έρχονταν σε κοινωνία. Για παράδειγμα, ομάδα Αρκάδων Πελασγών πέρασαν κάποτε στην Τυρρηνία, και μετά επέστρεψαν πάλι στην Ελλάδα. Αυτήν την ομάδα την αποκαλούσαν οι υπόλοιποι, «Τυρρηνούς Πελασγούς». Για αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζονται ενίοτε ως βάρβαροι. Και ένας λόγος παραπάνω, επειδή η συγκεκριμένη ομάδα είχε υιοθετήσει τον τρόπο της ληστείας από τους Τυρρήνιους.
Για τους Πελασγούς, αναφέρει ο Ησύχιος…
Πελασγοί· οι Θεσσαλοί. Πελασγικόν Άργος, η Θεσσαλία νυν. Ενιοί των βαρβάρων. Και γένος από Πελασγού του Αρκάδος γενόμενον πολυπλάνητον.
(«Γλώσσαι», βιβλίο 17)
«Ενιοί των βαρβάρων», δηλαδή μερικοί από τους βάρβαρους.
Από αρχαίους συγγραφείς, αναφέρονται επίσης εκδιώξεις και στάσεις μεταξύ των φύλων. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά», αποδίδει τον λόγο στο ότι δεν πρόλαβε να επέλθει η συγχώνευση.
Πηγές
1. Ί. Σταματάκος, «Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης».
2. Π. Δορμπαράκης, «Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας».
3. Δ. Δημητράκος, «Λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης», τ. Θ΄.
4. Α. Σταγειρίτης, «Ωγυγία», τ. Δ΄.
5. Στράβων, Γεωγραφικά, βιβλία Ζ΄, Η΄.
6. Παυσανίας, Ηλιακά.
7. Μυθολογική βιβλιοθήκη, βιβλίο Γ΄.
8. Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική βιβλιοθήκη, βιβλίο Ε΄.
9. Πλούταρχος, Αίτια ελληνικά.
10. Πλάτων, Μενέξενος.
11. Πλάτων, Πολιτεία.
12. Ησύχιος, Γλώσσαι.
13. Α. Κωνσταντινίδης, Λεξικό μυθολογικών ονομάτων.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος Ε’)
Ηρόδοτος
Πίνακας περιεχομένων
1. Σύνδεση Ελλήνων και Πελασγών
2. Γλώσσα και γραφή
3. Η ένσταση του Διόδωρου του Σικελιώτη
4. Ηρόδοτος ή Διόδωρος;
5. Θρησκεία
1. Σύνδεση Ελλήνων και Πελασγών
Σε αυτό το άρθρο, θα αναφερθούμε στον Ηρόδοτο και στις πληροφορίες που μας παρέχει, που αφορούν το θέμα που πραγματευόμαστε. Το έργο του είναι πλούσιο από πάσης απόψεως. Πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα διαφόρων λαών, συμβάντα που καταγράφτηκαν στην μυθολογία με τις ποικίλες εκδοχές τους, λαογραφικά στοιχεία και εξιστόρηση των περσικών εισβολών και της απόκρουσής τους από τους Έλληνες. Η δομή, είναι περίτεχνη και ελκυστική. Ο Ηρόδοτος στην συγγραφή του, χρησιμοποίησε τόσο γραπτές πηγές, όσο και πολλά που προέκυψαν από πράγματα που ο ίδιος διερεύνησε, ταξιδεύοντας και λαμβάνοντας υπόψη διάφορες προφορικές παραδόσεις.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι σχετικές αδυναμίες. Και αυτό, διότι χρησιμοποιεί άκριτα τις πηγές του. Είναι σαν να προσπαθεί να διασώσει διάφορες παραδόσεις, παρά να ερευνήσει επισταμένως ώστε να βγάλει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, που να συμφωνεί με άλλους αρχαίους συγγραφείς. Δεν είναι λίγα τα σημεία που αναφέρει εκφράσεις όπως το «ως εμοί δοκέει», δηλαδή «όπως μου φαίνεται». Αλλού πάλι, δίνει παραπάνω από μια εκδοχές για το ίδιο θέμα. Σε άλλα σημεία, δεν παίρνει θέση. Απλά καταγράφει. Κοντολογίς, σε κάποια επιβεβαιώνεται και σε κάποια άλλα όχι.
Το έργο του Ηροδότου, όπως και κάθε άλλου συγγραφέα, πρέπει να εξετάζεται με σοβαρότητα και με πολύ προσοχή. Άλλωστε, ο ίδιος γράφει κάτι, το οποίο προσωπικά θεωρώ «κλειδί» για την μελέτη του έργου του. «Εγώ δε οφείλω λέγειν τα λεγόμενα, πείθεσθαί γε μεν ου παντάπασι οφείλω, και τούτο το έπος εχέτω ες πάντα λόγο» (Βιβλίο Ζ΄, 152). Εν ολίγοις, δεν αξιολογεί πάντα τις πηγές του.
Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε τι πραγματικά λέει ο Ηρόδοτος, πως διαστρέφεται από τους χριστιανούς απολογητές, τι επιβεβαιώνεται και τι όχι.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι το ελληνικό έθνος προέκυψε από την μεγάλη οικογένεια των Πελασγών, συμφωνώντας με αυτόν τον τρόπο με τους άλλους αρχαίους συγγραφείς και τις ελληνικές παραδόσεις. Για αυτόν τον λόγο γράφει επιγραμματικά, ότι «Της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλευμένης της αυτής ταύτης» (Βιβλίο Β΄, 56).
Το πώς έγινε αυτό, μας το παραθέτει σε άλλα σημεία του έργου του…
Το δε Ελληνικόν γλώσση μεν επείτε εγένετο αιεί κοτε τη αυτή διαχράται, ως εμοί καταφαίνεται είναι· αποσχισθέν μέντοι από του Πελασγικού εόν ασθενές, από σμικρού τεο την αρχήν ορμώμενον αύξηται ες πλήθος των εθνέων βαρβάρων συχνών. Πρόσθε δε ων έμοιγε δοκέει ουδέ το Πελασγικόν έθνος, εόν βάρβαρον, ουδαμά μεγάλως αυξηθήναι.
(Βιβλίο Α΄, 58. 1)
Δηλαδή, το ελληνικό έθνος αποσχίστηκε από το πελασγικό. «Αποσχισθέν μέντοι από του Πελασγικού». Είναι ένα σημείο που παραβλέπεται από όσους διαστρέφουν τα γραφόμενα υπό του Ηροδότου, προκειμένου να αμφισβητήσουν τις ρίζες μας. Προκειμένου να αποσχιστεί κάτι από κάπου, πρέπει αυτό το κάτι να ήταν αρχικά ένα με αυτό. Αφού λοιπόν αποσχίστηκε, κατέστη δυνατό, και μετά προσχώρησαν σε αυτό οι λοιποί Πελασγοί αλλά και μερικοί βάρβαροι. Το ότι οι Πελασγοί που προσχώρησαν καλούνται «βάρβαροι» δεν πρέπει να μας μπερδεύει. Η λέξη δεν χρησιμοποιείται με την έννοια του «μη ελληνικού». Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό, από την στιγμή που ήδη έχει αναφέρει σε απόσχιση; Χωρίς να φάσκει και να αντιφάσκει μέσα σε τρεις σειρές, πολύ απλά το κάνει αυτό για να δείξει πως ξεχώρισε το ελληνικό γένος. Και το πετυχαίνει αντιδιαστέλλοντας αυτό από το πελασγικό, χωρίς εντούτοις να το θεωρεί ξένο αλλά συγγενές.
Έτσι, οι Πελασγοί, «παρ’ Ηροδότω μνημονεύονται ως συγγενείς των Ελλήνων αλλά και εν αντιδιαστολή προς αυτούς» (Λεξικό Ι. Σταματάκου, σ. 766).
Ας αναφέρουμε ένα ακόμα απόσπασμα, στο οποίο ο Ηρόδοτος μιλάει για την απόσχιση του ελληνικού γένους από την μεγάλη οικογένεια των Πελασγών…
Επί μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέως οίκεε γην Φθιώτιν, επί δε Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρην, καλεομένην δε Ιστιαιώτιν· εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον· εντεύθεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετάβη και εκ της Δρυοπίδος ούτω ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη.
(Βιβλίο Α΄, 56)
Οι πρώτοι που αποκόπηκαν από τους Πελασγούς, ήταν ο Δώρος και οι ακόλουθοι του. Εκδιώχθηκε από τους Καδμείους και μετανάστευσαν στην Πίνδο. Αυτή η ομάδα ονομάστηκε «Μακεδνοί». Από εκεί, μετέβη στην περιοχή των Δρυόπων και από εκεί στην Πελοπόννησο. Η μερίδα που τον ακολούθησε από την Πίνδο, ονομάστηκε «Δωριείς» στην Πελοπόννησο.
Ο Ηρόδοτος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, λέει ότι η Ελλάδα ονομάζονταν κάποτε Πελασγία. Είναι σαφές ότι ο Ηρόδοτος ταυτίζοντας Ελλάδα και Πελασγία ως ονομασίες του ίδιου τόπου, έπεται ότι ταυτίζει τους Έλληνες με τους Πελασγούς. Πουθενά στο έργο του δεν μιλάει για κάποια «κάθοδο» κάποιου άλλου φύλου που δήθεν εισέβαλε ως κατακτητής, και ότι από αυτό προέκυψαν οι Έλληνες. Με αυτόν τον τρόπο βρίσκεται σε συμφωνία με τον Θουκυδίδη και με όλους τους αρχαίους συγγραφείς.
Υπάρχουν επιπλέον στοιχεία, που διαφωτίζουν ακόμα περισσότερο το θέμα μας.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει πολύ καθαρά ότι οι Αιολείς, οι Αχαιοί, οι Ίωνες, και οι Δωριείς, είναι φύλα της μεγάλης οικογένειας των Πελασγών. Αυτοί ήταν απόγονοι του Έλληνος. Συνεπώς, και ο ίδιος ο Έλλην αλλά και ο προπάτοράς του ο Δευκαλίων, ήταν Πελασγοί και αυτόχθονες.
Παραθέτουμε τα αντίστοιχα χωρία:
Ίωνες δε όσον μεν χρόνον εν Πελοποννήσω οίκεον την νυν καλεομένην Αχαιίην, και πριν ή Δαναόν τε και Ξούθον απικέσθαι ες Πελοπόννησον, ως Έλληνες λέγουσι, εκαλέοντο Πελασγοί Αιγιαλέες, επί δε Ίωνος του Ξούθου Ίωνες.
(Βιβλίο Ζ΄, 94)
Νησιώται δε επτακαιδέκα παρείχοντο νέας, ωπλισμένοι ως Έλληνες, και τούτο Πελασγικόν έθνος. Ύστερον δε Ιωνικόν εκλήθη [..]. Αιολέες δε εξήκοντα νέας παρείχοντο, εσκευασμένοι τε ως Έλληνες και το πάλαι καλεόμενοι Πελασγοί, ως Ελλήνων λόγος.
(Βιβλίο Ζ΄, 95)
Μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, ότι ο Κροίσος είχε ερευνήσει για να μάθει ποιοι είναι οι ισχυρότεροι Έλληνες, για να τους κάνει συμμάχους του. Και κατέληξε στους Λακεδαιμόνιους και στους Αθηναίους…
Μετά δε ταύτα εφρόντιζε ιστορέων τους αν Ελλήνων δυνατωτάτους εόντας προσκτήσαιτο φίλους. Ιστορέων δε εύρισκε Λακεδαιμονίους τε και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του Δωρικού γένεος, τους δε του Ιωνικού. Ταύτα γαρ ην τα προκεκριμένα, εόντα το αρχαίον μεν Πελασγικόν, το δε Ελληνικόν έθνος.
(Βιβλίο Α΄, 56)
Ο Κροίσος ερεύνησε μεταξύ των Ελλήνων, και βρήκε ως ισχυρότερους τους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι προέρχονται από τους Δωριείς, οι δε Αθηναίοι από τους Ίωνες. Στα αρχαία χρόνια, ήταν πελασγικό το δεύτερο και ελληνικό το πρώτο. Οι γενάρχες τους ήταν ο Δώρος και ο Ίωνας. Ο Δώρος κατάγονταν από τον Έλληνα, και ο Ίωνας από τον Ξούθο, που κατάγονταν από τον Έλληνα. Συνεπώς, όλοι κατέληγαν στον ίδιο γενάρχη…
Αθηναίοι δε επί μεν Πελασγών εχόντων την νυν Ελλάδα καλεομένην ήσαν Πελασγοί, ονομαζόμενοι Κραναοί, επί δε Κέκροπος βασιλέος επεκλήθησαν Κεκροπίδαι, εκδεξαμένου δε Ερεχθέος την αρχήν Αθηναίοι μετενομάσθησαν, Ίωνος δε Ξούθου στρατάρχω γενομένου Αθηναίοισι εκλήθησαν από τούτου Ιώνες.
(Βιβλίο Η΄, 44)
Ο Ηρόδοτος αναφέρει τις διάφορες ονομασίες που έλαβαν οι Αθηναίοι κατά την προϊστορική εποχή. Οι Αθηναίοι ήταν Πελασγοί. Και επειδή κυβερνούσε ο Κραναός, ονομάστηκαν Κραναοί. Όταν κυβερνούσε ο Κέκροπας, ονομάστηκαν Κεκροπίδες. Όταν ο Ερεχθέας, Αθηναίοι. Όταν ο Ίωνας, Ίωνες…
του δε Ερμέω τα αγάλματα ορθά έχειν τα αιδοία ποιεύντες ουκ απ’ Αιγυπτίων μεμαθήκασι, αλλ΄ από Πελασγών πρώτοι μεν Ελλήνων απάντων Αθηναίοι παραλαβόντες, παρά δε τούτων ώλλοι. Αθηναίοισι γαρ ήδη τηνικαύτα ες Έλληνας τελέσουσι Πελασγοί σύνοικοι εγένοντο εν τη χώρη, όθεν περ και Έλληνες ήρξαντο νομισθήναι.
(Βιβλίο Β΄, 51)
Ο Ηρόδοτος στο παραπάνω χωρίο, δίνει την εντύπωση ότι διαχωρίζει τους Πελασγούς από τους Έλληνες και από τους Αθηναίους. Αυτό θα ήταν σοβαρή παρανόηση. Έχουμε ήδη δει χωρία που συνδέουν Πελασγούς-Έλληνες και Πελασγούς-Αθηναίους. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι ότι οι Πελασγοί –όπως έχουμε δείξει-, δεν ήταν μια ομάδα. Αντιθέτως, ήταν πολλές ομάδες, που είχαν εξαπλωθεί από παλαιότατα όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και έξω από αυτόν. Η ομογενοποίηση δεν είχε συντελεστεί ακόμα. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, μετά τα Τρωικά είναι που άρχισε να επικρατεί το όνομα «Έλληνες». Διότι τότε ήταν που τα ελληνικά φύλα του ελλαδικού χώρου ενώθηκαν σε μια κοινή προσπάθεια. Ο Ηρόδοτος όμως εδώ, αναφέρεται σε εποχή πριν τα Τρωικά.
Από αυτούς παρέλαβαν συγκεκριμένη τεχνοτροπία όσον αφορά τα αγάλματα του Ερμή. Στο 6ο βιβλίο, αναφέρει ότι αυτοί αργότερα εκδιώχθηκαν από την Αττική. Πρέπει να προσέξουμε στον λόγο για τον οποίο αυτό συνέβη. Θα διαπιστώσουμε ότι δεν συνέβη εξαιτίας ενός βίαιου διωγμού για επεκτατικούς λόγους. «Πελασγοί επείτε εκ της Αττικής υπό Αθηναίων εξεβλήθησαν, είτε ων δη δικαίως είτε αδίκως· τούτο γαρ ουκ έχω φράσαι» (Βιβλίο ΣΤ΄, 137). Δηλαδή, ο Ηρόδοτος δεν γνωρίζει τον ακριβή λόγο της εκδίωξης των Πελασγών από την Αττική, για αυτό και δεν είναι σε θέση να κρίνει αν ήταν δίκαιο ή άδικο. Αυτό που παρουσιάζει στην συνέχεια, είναι δύο διαφορετικές εκδοχές. Μία των Αθηναίων, και η άλλη του Εκαταίου. Ο Εκαταίος υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι είχαν δώσει στους Πελασγούς ένα κομμάτι γης που δεν ήταν καλής ποιότητας, ως ανταμοιβή επειδή έκτισαν ένα τείχος γύρω από την Ακρόπολη. Οι Πελασγοί με τις προσπάθειές τους, το βελτίωσαν. Οι Αθηναίοι βλέποντας ότι έγινε έφορο, θέλησαν να το πάρουν πίσω. Και έτσι τους έδιωξαν. Οι Αθηναίοι ισχυρίζονται ότι οι Πελασγοί επιδίδονταν σε άσεμνα πράγματα εναντίων των Αθηναίων θυγατέρων και ότι οι Πελασγοί συχνά συνωμοτούσαν εναντίον τους. Αυτό που έχει σημασία για την δική μας έρευνα, είναι ότι ο διωγμός αυτός δεν είχε την παραμικρή σχέση με την απόκρουση εισβολέων. Κάτι που πρέπει να επισημάνουμε ότι παραποιείται από τους Χριστιανούς απολογητές, οι οποίοι αναφέρουν μεν την εκδίωξη, δεν αναφέρουν όμως και τον λόγο ή το ότι ο Ηρόδοτος τους ονόμασε πριν συνοίκους τους Αθηναίους και τους Πελασγούς.
2. Γλώσσα και γραφή
Για την γλώσσα των Πελασγών, αναφέρει ο Ηρόδοτος…
Ήντινα δε γλώσσαν ίεσαν οι Πελασγοί, ουκ έχω ατρεκέως ειπείν. Ει δε χρεόν εστί τεκμαιρόμενον λέγειν τοισί νυν έτι εούσι Πελασγών των υπέρ Τυρσηνών Κρηστώνα πόλιν οικεόντων, οι όμουροι κοτέ ήσαν τοισί νυν Δωριεύσι καλεομένοισι (οίκεον δε τηνικαύτα γην την νυν Θεσσαλιώτιν καλεομένην), και των Πλακίην τε και Σκυλάκην Πελασγών οικησάντων εν Ελλησπόντω, οι σύνοικοι εγένοντο Αθηναίοισι, και όσα άλλα Πελασγικά εόντα πολίσματα το ούνομα μετέβαλε· ει τούτοισι τεκμαιρόμενον δειν λέγειν, ήσαν οι Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ιέντες. Ει τοίνυν ην και παν τοιούτο το Πελασγικόν, το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν άμα τη μεταβολή τη ες Έλληνας και την γλώσσαν μετέμαθε. Και γαρ δη ούτε οι Κρηστωνίηται ουδάμοισι των νυν σφέας περιοικεόντων εισί ομόγλωσσοι ούτε οι Πλακιηνοί, σφισί δε ομόγλωσσοι· δηλούσι τε ότι τον ηνείκαντο γλώσσης χαρακτήρα μεταβαίνοντες ες ταύτα τα χωρία, τούτον έχουσι εν φυλακή.
(Βιβλίο Α, 57)
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε, είναι ότι ο Ηρόδοτος δεν είναι σίγουρος. «Ουκ έχω ατρέκτως ειπείν». «Τεκμαίρει» όμως την άποψή του για το ότι η γλώσσα των Πελασγών ήταν βαρβαρική (ή τουλάχιστον προσπαθεί), από δύο ομάδες Πελασγικές. Η μία που ζει στην Κρηστώνα και η άλλη που ζει στον Ελλήσποντο. Αυτή η δεύτερη μάλιστα, ήταν συμπατριώτες των Αθηναίων. Έτσι, «ει τούτοισι τεκμαιρόμενον δειν λέγειν, ήσαν οι Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ιέντες». Και συνεχίζει, «Ει τοίνυν ην και παν τοιούτο το Πελασγικόν, το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν άμα τη μεταβολή τη ες Έλληνας και την γλώσσαν μετέμαθε». Εάν λοιπόν, λέει ο Ηρόδοτος, όλοι οι Πελασγοί είχαν αυτήν την γλώσσα (την βάρβαρη), τότε όταν το Πελασγικό έθνος που ήταν Αττικό έγινε ελληνικό, έμαθε και την ελληνική γλώσσα.
Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Είτε οι πληροφορίες του Ηροδότου να είναι σωστές, είτε όχι. Αν υποθέσουμε ότι δεν είναι σωστές, τότε δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε παραπάνω. Εάν υποθέσουμε ότι είναι, πρέπει να αναλυθούν λίγο περισσότερο. Εμείς θα πάρουμε την δεύτερη περίπτωση. Οφείλουμε όμως να πούμε προκαταβολικά, ότι δεν επιβεβαιώνονται από την αρχαιολογική έρευνα, όπως επίσης ότι δεν έχουν την υποστήριξη άλλων αρχαίων συγγραφέων.
Η πελασγική γλώσσα, είναι «παλαιότατη πρωτοελληνική γλώσσα» (Λεξικό Δημητράκου, σ. 5624, τ. 11). Πρωτοελληνική, όχι προελληνική!
Ο Γερμανός ιστορικός Φον Πόττεκ υποστηρίζει ότι…
Αυτή η αλυσίδα της ενιαίας παραδόσεως και ακόμα περισσότερο της γλώσσας πρέπει να συνέδεσε σε ένα έθνος τα πολλά ελληνικά φύλα με την κύρια μάζα της βασικής φυλής, από την οποία προήλθαν, και τα συγκράτησε ενωμένα παρά τις εσωτερικές τους διχόνοιες.
Είναι σημαντικό που «ακούγεται» από Γερμανό.
Τι εννοεί όμως «βάρβαρο», ο Ηρόδοτος; Η λέξη «βάρβαρος», σύμφωνα με το λεξικό του Δ. Δημητράκου, ανάμεσα στα άλλα σημαίνει και αυτόν που μιλάει γλώσσα τραχεία και άγρια, και αυτόν που είναι αλλόφυλος (τόμος Γ΄, σ. 1335).
Αν πάρουμε την πρώτη περίπτωση, τότε ο Ηρόδοτος εννοεί ότι οι Πελασγοί μιλούσαν βαριά, αλλά όχι απαραίτητα ξενόγλωσσα. Όπως και σήμερα, η ίδια ελληνική γλώσσα μιλιέται διαφορετικά σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, και με διαφορετικό ιδίωμα.
Αν εννοήσουμε το «βάρβαρος» ως «ξενόγλωσσος» (διότι η λέξη έχει και αυτήν την σημασία), τότε οφείλουμε να προσέξουμε την συλλογιστική πορεία του Ηρόδοτου. Ο Ηρόδοτος, ενώ το πελασγικό στοιχείο είναι πολυπληθέστατο και αναφέρεται σε πολλές ομάδες, επιλέγει μόνο δύο από αυτές. Για αυτό και ενώ είναι σίγουρος για αυτές τις δύο ομάδες, όταν φτάνει στο συμπέρασμά του, μιλάει με υπόθεση. «Ει τοίνυν ην και παν τοιούτο το Πελασγικόν». Εάν δηλαδή το αυτό συμβαίνει σε όλους τους Πελασγούς. Το συμπέρασμά του δεν είναι ασφαλές.
Αν πάρουμε την άλλη περίπτωση, τότε ο Ηρόδοτος θεωρεί τις πελασγικές ομάδες ως αλλόφυλες. Ο αλλόφυλος όμως δεν είναι απαραίτητα ο μη ελληνικός. Διότι και οι Ιώνες σε σχέση με τους Δωριείς, ανήκουν σε διαφορετικά φύλα. Είναι αλλόφυλοι μεταξύ τους. Όμως, είναι εξίσου Έλληνες, καθώς οι προπάτορές τους ανάγονται σε κοινούς προγόνους. Έχουν κοινή καταγωγή. Αυτό ενισχύεται από το πολύ σημαντικό στοιχείο που παραλείπεται κατά κανόνα από εκείνους που φέρουν τον Ηρόδοτο ως πηγή προκειμένου να κτυπήσουν τις ρίζες του Ελληνισμού. Αυτό είναι η αναφορά του Ηροδότου στο ότι το ελληνικό έθνος αποσχίστηκε από το πελασγικό. Αν είναι βάρβαρο το πρώτο, θα είναι βάρβαρο και το δεύτερο. Ίσως έτσι ξεκίνησε σε μια παλαιότατη εποχή.
Και συνεχίζει…
Το δε Ελληνικόν γλώσση μεν επείτε εγένετο αιεί κοτέ τη αυτή διαχράται, ως μοι καταφαίνεται είναι· αποσχισθέν μέντοι από του Πελασγικού εόν ασθενές, από σμικρού τεο την αρχήν ορμώμενον αύξηται ες πλήθος των εθνέων, Πελασγών μάλιστα προσκεχωρηκότων αυτώ και άλλων εθνέων βαρβάρων συχνών. Πρόσθε δε ων έμοιγε δοκέει ουδέ το Πελασγικόν έθνος, εόν βάρβαρον, ουδαμά μεγάλως αυξηθήναι.
(Βιβλίο Α΄, 58)
Η άποψη του Ηροδότου είναι ότι το ελληνικό έθνος μιλούσε πάντα την ίδια γλώσσα που μιλούσε και στην εποχή του ιστορικού. Αποσχίστηκε από το πελασγικό αρχικά, αυξήθηκε, και μετά προσχώρησαν σε αυτό οι Πελασγοί και «άλλων εθνέων βαρβάρων». Αυτά τα έθνη, είναι οι επυλίδες για τους οποίους έχουμε ήδη κάνει λόγο.
Ας εξετάσουμε το ζήτημα της γραφής.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει και άλλες προσωπικές του απόψεις, μετά την έρευνα που έκανε, οι οποίες όμως στηρίζονται σε λανθασμένες πληροφορίες.
Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι Γεφυραίοι «ως μεν αυτοί λέγουσι, εγεγόνεσαν εξ Ερετρίης την αρχήν». Λέει δηλαδή, ότι εκείνοι έλεγαν ότι ήταν από την Ερέτρια. Όμως, σύμφωνα με την έρευνά του, δεν ήταν. «Ως δε εγώ αναπυνθανόμενος ευρίσκω, ήσαν Φοίνικες των συν Κάδμω απικομένων Φοινίκων ες γην την νυν Βοιωτίην καλεομένην, οίκεον δε της χώρης ταύτης απολαχόντες την Ταναγρικήν μοίραν». Ήταν Φοίνικες που ήρθαν με τον Κάδμο. Εγκαταστάθηκαν στην Βοιωτία και πήραν μερίδιο την Τανάγρα. Μετά όμως, «υπό Βοιωτών εξαναστάντες ετράποντο επ’ Αθηνέων» (Βιβλίο Ε΄, 57).
Αυτοί λοιπόν, σύμφωνα πάντα με την έρευνα του Ηροδότου, «εσήγαγον διδασκαλία ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ έοντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέειν». Και στην συνέχεια, αναφέρει ότι οι Ίωνες πήραν αυτά τα γράμματα, και τα μεταρρύθμισαν (Βιβλίο Ε΄, 58).
Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι είδε στην Καδμεία (στην περιοχή που εγκαταστάθηκαν οι μετανάστες που ήρθαν με τον Κάδμο), «Καδμηία γράμματα εν τω ιρώ του Απόλλωνος του Ισμηνίου» (Βιβλίο Ε΄, 59).
3. Η ένσταση του ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει…
Φησί τοίνυν παρ’ Έλλησι πρώτον ευρετήν γενέσθαι Λίνον ρυθμών και μέλους, έτι δε Κάδμου κομίσαντος εκ Φοινίκης τα καλούμενα γράμματα πρώτον εις την Ελληνικήν μεταθείναι διάλεκτον, και τας προσηγορίας εκάστω τάξαι και τους χαρακτήρας διατυπώσαι. Κοινή μεν ουν τα γράμματα Φοινίκεια κληθήναι δια το παρά τους Έλληνας εκ Φοινίκων μετενεχθήναι, ιδία δε των Πελασγών πρώτων χρησαμένων τοις μετατεθείσι χαρακτήρσι Πελασγικά προσαγορευθήναι.
(«Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Γ΄, 67)
Δηλαδή, ο Λίνος είναι ο πρώτος που εφεύρε τους ρυθμούς και το τραγούδι. Ο Λίνος τροποποίησε/διόρθωσε τα γράμματα που έφερε ο Κάδμος από την Φοινίκη. Αυτά τα γράμματα ονομάστηκαν κοινώς «Φοινίκεια» διότι μεταφέρθηκαν από τους Φοίνικες. Οι χαρακτήρες αυτοί όμως, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους Πελασγούς.
Παρακάτω, γράφει ότι λέγεται ότι ο Λίνος συνέταξε στην πελασγική γραφή τις πράξεις του πρώτου Διονύσου και άλλες μυθολογίες. Άρα, πριν τροποποιήσει τα λεγόμενα «φοινικικά» γράμματα, ήξερε την γραφή που ήδη υπήρχε, την πελασγική.
Σε άλλο σημείο, αναφέρει ο ίδιος ιστορικός…
Προς δε τους λέγοντας, ότι Σύροι μεν ευρεταί των γραμμάτων εισί, παρά δε τούτων Φοίνικες μαθόντες τοις Έλλησι παραδεδώκασιν, ούτοι δ’ εισίν οι μετά του Κάδμου πλεύσαντες εις την Ευρώπην, και δια τούτο τους Έλληνας τα γράμματα Φοινίκεια προσαγορεύειν, φασί τους Φοίνικας ουκ εξ αρχής ευρείν, αλλά τους τύπους των γραμμάτων μεταθείναι μόνον, και τη τε γραφή ταύτη τους πλείστους των ανθρώπων χρήσασθαι και δια τούτο τυχείν της προειρημένης προσηγορίας.
(«Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε΄, 74)
Δηλαδή, οι Σύριοι δεν ήταν εκείνοι που εφεύραν τα γράμματα, ούτε οι Φοίνικες τα έμαθαν από αυτούς και τα παρέδωσαν στους Έλληνες με την άφιξη του Κάδμου. Τα γράμματα που έφερε ο Κάδμος ονομάστηκαν φοινικικά, όχι επειδή τα εφεύραν οι Φοίνικες, αλλά επειδή τα τροποποίησαν για τις ανάγκες τους. Απλά άλλαξαν την μορφή των γραμμάτων για την δική τους χρήση. Αυτά τα γράμματα που τροποποίησαν οι Φοίνικες, ήταν πελασγικά. Η πελασγική γραφή που ήδη υπήρχε, είναι αυτή που σήμερα λέγεται «Γραμμική».
Στο κεφάλαιο 57 του ιδίου βιβλίου, αναφέρει την ιδιοποίηση ελληνικών γνώσεων από πλευράς των Αιγυπτίων, εκμεταλλευόμενοι τον κατακλυσμό που αφάνισε πολλά ελληνικά γραπτά μνημεία. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει και την ιδιοποίηση των γραμμάτων από τους Φοίνικες: «Πολλαίς ύστερον γενεαίς Κάδμος ο Αγήνορος εκ της Φοινίκης πρώτος υπελήφθη κομίσαι γράμματα εις την Ελλάδα· και απ’ εκείνου το λοιπόν οι Έλληνες έδοξαν αεί τι προσευρίσκειν περί των γραμμάτων, κοινής τινός αγνοίας κατεχούσης τους Έλληνας».
Συνοψίζοντας, η θέση του ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη, επιβεβαιωμένη από την σύγχρονη έρευνα και σε συμφωνία με την ελληνική παράδοση, έχει ως εξής:
Η πελασγική γραφή ήταν σε χρήση εντός του ελλαδικού χώρου. Τα γράμματα των Φοινίκων, δεν ήταν δική τους εφεύρεση εκ του μηδενός, αλλά ήταν τροποποίηση επί της πελασγικής γραφής. Εξ αιτίας του κατακλυσμού (αλλά και γενικότερα των φυσικών καταστροφών -στο οποίο έχουμε και την μαρτυρία του Πλάτωνος), πολλά γραπτά μνημεία αφανίστηκαν. Για αυτόν τον λόγο, αργότερα πολλοί θεώρησαν ότι τα γράμματα τα έδωσαν οι Φοίνικες στους Έλληνες. Σε αυτήν την πλάνη έπεσε και ο Ηρόδοτος.
4. Ηρόδοτος ή Διόδωρος;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, η επιστημονική έρευνα δικαιώνει τον Διόδωρο και την ελληνική παράδοση και όχι τον Ηρόδοτο.
Πριν δούμε τι λέει η επιστήμη, καλό θα ήταν να πούμε κάποια πράγματα για τον Κάδμο.
Με βάση την ελληνική μυθολογία, ο Κάδμος ήταν Αργείος στην καταγωγή που γεννήθηκε στην Φοινίκη από τον Αγήνορα, που μετανάστευσε εκεί. Το Άργος ήταν πελασγικό. Συνεπώς, η γραφή που ήξερε ο Αγήνορας και που μετέφερε στην Φοινίκη, ήταν η πελασγική. Αυτή η πελασγική γραφή ήταν που τροποποιήθηκε από τους Φοίνικες. Αυτά τα τροποποιημένα γράμματα έφερε αργότερα ο Κάδμος με τους υπόλοιπους επυλίδες Έλληνες και Φοίνικες.
Τα ονόματα της οικογένειάς του είναι ελληνικά. Για παράδειγμα, ο γιος του Ωγύγη, του αρχαιότερου βασιλιά της Αττικής για τον οποίο διασώζονται πληροφορίες, ήταν ο Κάδμος. Συνονόματος του Κάδμου που ήρθε από την Φοινίκη. Το όνομα «Αγήνωρ» ετυμολογείται από το «άγαν» και το «ανήρ», και σημαίνει «ανδρείος, ηρωικός» (Λεξικό Δορμπαράκη, σ. 17). «Ευρώπη», σημαίνει το εύρος (ο. π. σ. 354). «Τηλέφασσα», αυτή που λάμπει από μακριά. «Φοίνικας», ο κόκκινος. Με το ίδιο όνομα απαντάται ο παιδαγωγός του Αχιλλέα και αρχηγός του τέταρτου πλοίου του στόλου των Μυρμιδόνων.
Ο Έβανς ανακάλυψε στην Κρήτη επιγραφές στην πελασγική γραφή, την οποία ονόμασε «Γραμμική». Ανακαλύφθηκαν παρόμοιες επιγραφές και σε άλλα μέρη, όπως στην Πύλο, στις Μυκήνες, στην Θήβα. Κατά συνέπεια, η πελασγική γραφή είναι αποδεδειγμένα ελληνική. Είναι η γραφή των Αργειών, κατά τον Όμηρο, που ονομάζονται από τους μεταγενέστερους αρχαίους συγγραφείς Έλληνες. Και οι Κρήτες, κατά τους αρχαίους συγγραφείς, είναι Έλληνες.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αναφερόμενος στην σύσταση του πληθυσμού της Κρήτης, γράφει ότι αυτόχθονες είναι οι Ετεοκρήτες, που ήρθαν σε επιμειξία με τους Πελασγούς που ήρθαν αργότερα, μετέπειτα με τους Δωριείς, και τέλος «μιγάδες βαρβάρους» που ήρθαν από αλλού. Και γράφει ότι αυτοί εξομοιώθηκαν στην διάλεκτο «τοις εγχωρίοις Έλλησι», ονομάζοντας έτσι τους κατοίκους της Κρήτης, Έλληνες («Ιστορική Βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε΄, 80,2). Το ίδιο υποστηρίζεται και από άλλους συγγραφείς, όπως τον Όμηρο, τον Πλάτωνα κ.ά. Η «Γραμμική» αυτή γραφή διακρίνεται σε δύο τύπους: α) στην Γραμμική Α΄ που γίνονται προσπάθειες προς αποκρυπτογράφηση της, και β) στην Γραμμική Β΄, που ήδη έχει αποκρυπτογραφηθεί από τον Βέντρις και τον γλωσσολόγο Chadwick ο οποίος απέδειξε ότι είναι ελληνική. Η πρώτη μορφή χρονολογείται μεταξύ 1800-1500 π.κ.ε., και η δεύτερη μεταξύ 1500-1200 π.κ.ε.
Ο Μιχαήλ Βέντρις με βάση τα στοιχεία της αποκρυπτογράφησης των Μινωικών και Μυκηναϊκών πινακίδων, απέδειξε ότι οι δημιουργοί του πρωτοποριακού Μινωικού πολιτισμού είναι οι πανάρχαιοι κάτοικοι της Κρήτης, οι οποίοι Ετεοκρήτες που πέρα από κάθε αμφισβήτηση ήταν Πελασγοί Έλληνες.
(«Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία», σ. 177)
«Η αποκρυπτογράφηση της Κρητομυκηναϊκής Γραμικής γραφής Β΄ απέδειξε ότι τα αρχεία των Μυκηναϊκών κέντρων αλλά και εκείνα των Μινωικών Κέντρων ήταν γραμμένα σε αρχαϊκή Ελληνική γλώσσα».
(ο. π. σ. 214)
Το «φοινικικό» αλφάβητο, δεν είναι αλφάβητο στην πραγματικότητα. Και τούτο, διότι δεν υπάρχουν φωνήεντα. Ο Διονύσιος ο Θράξ, είναι ο πρώτος γνωστός γραμματικός της αρχαιότητας που συνέταξε συστηματικό εγχειρίδιο γραμματικής της ελληνικής γλώσσας. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο από πλευράς Φοινίκων.
Η διαφορά μεταξύ ελληνικών και «φοινικικών» γραμμάτων, είναι ποσοτική. Η κάθε πόλη-κράτος μέχρι τον 5ο αιώνα, είχε το δικό της αλφάβητο. Από τον 5ο αιώνα, καθιερώθηκε το ιωνικό ως κοινό. Και αυτό, διότι το ιωνικό είχε δύο παραπάνω γράμματα, το «ήτα» και το «ωμέγα». Οι Φοίνικες δεν έχουν γράμματα για τα φωνήεντα, αλλά μόνο σημεία. Δεν έχουν το «άλφα», το «έψιλον», το «γιώτα», το «όμικρον», το «ύψιλον», το «ήτα», το «ωμέγα», ούτε τα δίψηφα «ου», «αι», «ει», και «οι».
Στην ελληνική γραφή, υπάρχουν επίσης και παραλλαγές. Είναι τα ομόηχα γράμματα, όπως το «ο»-«ω», το «ε»-«αι», το «ι»-«υ»-«ει»-«οι». Τα κοινά γράμματα και στις δύο γραφές είναι δώδεκα.
Εκτός αυτών, στην αρχαία ελληνική γραμματεία έχουμε σαφείς αναφορές περί ύπαρξης γραφής, πολύ πριν τον Κάδμο.
Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, ο Παλαμήδης (γνωστός από την Ιλιάδα), όρθωσε φάρμακο κατά της λήθης εφευρίσκοντας τα γράμματα…
Τα της γε λήθης φάρμακ’ ορθώσας μόνος, άφωνα και φωνούντα, συλλαβάς τιθείς, εξηύρον ανθρώποισι γράμματ’ ειδέναι.
(«Παλαμήδης», απ. 578)
Σαφής αναφορά σε γράμματα «άφωνα» και «φωνούντα», δηλαδή σε σύμφωνα και σε φωνήεντα, και σε συλλαβές.
Ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, συμπληρώνει για τον Παλαμήδη…
Εκπαιδεύτηκε κι αυτός από τον Χείρωνα και έγινε άριστος επικός ποιητής και άριστος φιλόσοφος. Επινόησε πολλά από τα γράμματα: τα π, φ, και χ· ή τα α, β, γ, δ ,ε ,ι, κ, λ, μ, ν, ο, π, ρ, σ, τ, και υ.
(«Ωγυγία», τ. Δ΄, σ. 364)
Ο Όμηρος, αναφέρει ότι ο Βελλεροφόντης «γράψας εν πίνακι πυκτώ θυμοφθόρα πολλά» («Ιλιάδα», ραψωδία Ζ΄, στ. 169).
Ο Αισχύλος τοποθετεί την εύρεση των αριθμών και των γραμμάτων σε ακόμα παλαιότερη εποχή, από τον Προμηθέα: «Και μην αριθμόν, έξοχον σοφισμάτων, εξηύρον αυτοίς, γραμμάτων τε συνθέσεις, μνήμην απάντων» («Προμηθεύς δεσμώτης», στ. 471-472).
Ο Πλούταρχος αναφέρεται και αυτός σε παμπάλαια γράμματα, χαραγμένα στον τάφο της Αλκμήνης: «επάνω δε του μνήματος έκειτο πάναξ χαλκούς έχων γράμματα πολλά θαυμαστόν ως παμπάλαια» («Περί Σωκράτους δαιμονίου», 5).
Αναφέρεται και στην εποχή του Θησέα, ο οποίος «επιγράψας το διορίζον επίγραμμα την χώραν δυσί τριμέτροις, ων έφραζε το μεν προς έω» («Θησέας», 25).
Ο Παυσανίας αναφέρεται σε αρχαία γραφή κατά τα προϊστορικά χρόνια του Κύψελου. «επί τη λάρνακι επιγράμματα έπεστι τοις πλειόσι, γράμμασι τοις αρχαίοις γεγραμμένα» («Ηλιακά» Α΄, 17.5).
Όπως παρατηρούμε μιλούν για γράμματα και όχι για ιδεογραφική γραφή.
Ο Μουσαίος, σύμφωνα με το λεξικό «Σούδα», «ήκμαζε κατά τον δεύτερον Κέκροπα, και έγραψεν υποθήκας Ευμόλπω τω υιώ, έπη δε και άλλα πλείστα» (σ. 733, έκδοση Βερολίνου, 1854).
Η Πρόκνη ειδοποίησε την αδελφή της την Φιλομήλα για τις συμφορές της από τον Τηρέα, με γράμματα που ύφανε στο πέπλο. «Η δε υφήνασα εν πέπλω γράμματα δια τούτων εμήνυσε Πρόκνη τας ιδίας συμφοράς» («Μυθολογική βιβλιοθήκη», βιβλίο Γ΄, 14. 8).
Για την μάντισσα Μαντώ, κόρη του Τειρεσία, που ήξερε γραφή, αναφέρει ο Α. Σταγειρίτης…
Κατ’ άλλους, παρέμεινε για πολύ καιρό προφήτισσα στο μαντείο των Δελφών, βελτίωσε πολύ τη μαντική της τέχνη και έγραψε πολλούς χρησμούς, από τους οποίους πήρε ο Όμηρος για τον καλλωπισμό του ποιήματός του.
(«Ωγυγία», Α. Σταγειρίτης, τ. Δ σελ.39, εκδόσεις Διανόηση)
5. Θρησκεία
Οι Πελασγοί λάτρευαν ήδη από την παλαιότατη εκείνη εποχή τον Δία και την Ήρα. Για αυτό και αποκαλούνται ο Δίας και η Ήρα «Πελασγικοί». Αυτό στηρίζεται σε παλαιότερους συγγραφείς από τον Ηρόδοτο, τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο μεν Όμηρος αναφέρει ρητά ότι ο Αχιλλέας εύχεται στον Πελασγικό Δία της Δωδώνης. «Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ τηλόθι ναίων» («Ιλιάδα», ραψωδία Π΄, στ. 233), ο δε Ησίοδος αναφέρει ότι «ένθα εν Δωδώνη τις επ’ εσχατίηι πεπόλισται· την δε Ζευς εφίλησεν και ον χρηστήριον είναι τίμιον ανθρώποις» («Γυναικών κατάλογος», απ. 66). Επιπροσθέτως, υπάρχει και η μαρτυρία του Απολλώνιου του Ρόδιου, ο οποίος στα «Αργοναυτικά» του αναφέρει· «Ήρης δε Πελασγίδος ουκ αλέγιζεν», δηλαδή, «την Πελασγίδα Ήρα, που δεν την τιμούσε» (Βιβλίο Α΄, 14).
Ο Α. Σταγειρίτης, βάση πηγών πάντα, αναφέρεται και αυτός στην λατρεία όχι μόνο του Διός, αλλά και των δώδεκα θεών που ήξερε και ασκούσε ο Δευκαλίωνας…
Ο Δευκαλίων περιέπλεε εννέα μερόνυχτα στα ύδατα και βγήκε στον Άθωνα ή στην Δωδώνη, ή κατά την κοινά αποδεκτή εκδοχή στον Παρνασσό, όπου θυσίασε στον Φρύξιο Δία. [..] Μετά τον κατακλυσμό, έκτισε δώδεκα βωμούς των θεών στο ιερό των Δελφών.
(Α. Σταγειρίτης, «Ωγυγία», τ. Δ, σελ. 229, εκδ. Διανόηση)
Σύμφωνα με τις παραδόσεις που μας μεταφέρει ο Παυσανίας, «του δε Ολυμπίου Διός Δευκαλίωνα οικοδομήσαι λέγουσι το αρχαίον ιερόν, σημείον αποφαίνοντες ως Δευκαλίων Αθήνησιν ώκησε τάφον του ναού του νυν ου πολύ αφεστηκότα» («Αττικά», 18). Δηλαδή, ο Δευκαλίων είχε οικοδομήσει στην Αθήνα τον ναό του Διός. Αυτό δείχνει την στενή σχέση Πελασγών και Αθηναίων.
Όμως, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Πελασγοί, εύχονταν αρχικά στους θεούς στην Δωδώνη, χωρίς να τους δίνουν κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Τα ονόματα των θεών τα έμαθαν αργότερα οι Πελασγοί από τους Αιγυπτίους, εκτός του Διονύσου. Και από τους Πελασγούς, τα δέχτηκαν οι Έλληνες.
Ο Ηρόδοτος πρέπει να αναφέρεται σε εποχές παλαιότερες από τις εποχές στις οποίες αναφέρονται ο Όμηρος, ο Ησίοδος, και ο Απολλώνιος. Διαφορετικά, ερχόμαστε μπροστά σε μια αντίφαση. Τρείς αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Δίας ήταν γνωστός στους Πελασγούς, έναντι μιας (του Ηροδότου) που ισχυρίζεται ότι δεν ήξεραν κανένα όνομα.
Ας δούμε το κείμενο…
Έθυον δέ πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνη οίδα ακούσας, επωνυμίην δέ ουδ’ ούνομα εποιεύντο ουδενί αυτών’ ου γάρ ακηκόεσάν κω. Θεούς δέ προσωνόμασάν σφεας από τού τοιούτου ότι κόσμω θέντες τά πάντα πρήγματα καί πάσας νομάς είχον. Έπειτε δέ χρόνου πολλού διεξελθόντος επύθοντο εκ τής Αιγύπτου απικόμενα τά ουνόματα τών θεών τών άλλων, Διονύσου δέ ύστερον πολλώ επύθοντο καί μετά χρόνον εχρηστηριάζοντο περί τών ουνομάτων εν Δωδώνη τό γάρ δή μαντήιον τούτο νενόμισται αρχαιότατον τών εν Έλλησι χρηστηρίων είναι, καί ήν τόν χρόνον τούτον μούνον. Επεί ών εχρηστηριάζοντο εν τή Δωδώνη οι Πελασγοί ει ανέλωνται τά ουνόματα τά από τών βαρβάρων ήκοντα, ανείλε τό μαντήιον χράσθαι. Από μέν δή τούτου τού χρόνου έθυον τοίσι ουνόμασι τών θεών χρεώμενοι’ παρά δέ Πελασγών Έλληνες εδέξαντο ύστερον.
(Βιβλίο Β΄ 52)
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι του είπαν ότι εκείνοι είναι οι πρώτοι που ανακάλυψαν το ηλιακό ημερολόγιο: «έλεγον ομολογέοντες σφίσι, πρώτους Αιγυπτίους ανθρώπων απάντων εξεύρειν τον ενιαυτόν, δυώδεκα μέρεα δασαμένους των ωρέων ες αυτόν· ταύτα δε εξεύρειν εκ των αστέρων έλεγον» (Βιβλίο Β΄, 4.1).
Επίσης, του είπαν ότι πρώτοι αυτοί χώρισαν τους μήνες σε δώδεκα: «Αιγύπτιοι δε τρικοντημέρους άγοντες τους δυώδεκα μήνας επάγουσι» (Βιβλίο Β΄, 4.1). Καθιέρωσαν επίσης, τα ονόματα των δώδεκα θεών, τα οποία οι Έλληνες ανέλαβαν από εκείνους. Επίσης, πρώτοι οι Αιγύπτιοι απένειμαν βωμούς, αγάλματα, ναούς: «δυώδεκά τε θεών επωνυμίας έλεγον πρώτους Αιγυπτίους νομίσαι και Έλληνας παρά σφέων αναλαβείν, βωμούς τε και αγάλματα και νούς θεοίσι απονείμαι» (Βιβλίο Β΄, 4.2).
Οι Πελασγοί, κατά τις πληροφορίες του Ηροδότου, λάτρευαν θεούς, αλλά χωρίς να τους έχουν αποδώσει κάποιο όνομα. Ούτε είχαν ανθρώπινες μορφές ακόμα. «έλεγον θεόν ανθρωποειδέα ουδένα γενέσθαι» (Βιβλίο Β΄, 142).
έθυον δε πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνη οίδα ακούσας, επωνυμίην δε ουδ’ ούνομα εποιεύντο ουδενί αυτών· ου γαρ ακηκόεσαν κω. Θεούς δε προσωνόμασαν σφέας από του τοιούτου, ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα και πάσας νομάς είχον.
(Βιβλίο Β΄, 52)
Απλά, οι Πελασγοί τους καλούσαν με την ελληνική λέξη «θεούς», επειδή έβλεπαν την τάξη στον φυσικό κόσμο. Αυτό μοιάζει με όσα αναφέρει και ο Πλάτων στον Κρατύλο: «Φαίνονταί μοι οι πρώτοι των ανθρώπων των περί την Ελλάδα τούτους μόνους τους θεούς ηγείσθαι ούσπερ νυν πολλοί των βαρβάρων, ήλιον και σελήνην και γην και άστρα και ουρανόν· άτε ουν αυτά ορώντες πάντα αεί ιόντα δρόμω και θέοντα, από ταύτης της φύσεως της του θείν “θεούς” αυτούς επονομάσαι» («Κρατύλος», 397 d).
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, σε μια αρχαιότατη εποχή, οι πρώτοι κάτοικοι περί την Ελλάδα, ονόμαζαν τον ήλιο, τα άστρα κ.λπ., «θεούς», το οποίο ο Πλάτων το ετυμολογεί από το «θείν», που συνδέεται με την ταχεία κίνηση. Όπως ακριβώς έκαναν και οι βάρβαροι στην εποχή του, που απέδιδαν θεϊκές ιδιότητες στην φύση. Βέβαια, ο Πλάτων στο έργο του, δεν αναφέρει πουθενά περί Αιγυπτίων. Αντιθέτως, ετυμολογεί τα ονόματα των «θεών» από την ελληνική γλώσσα.
Συνεχίζοντας με τον Ηρόδοτο, αναφέρει ότι τα ονόματα που εφεύραν οι Αιγύπτιοι, τα παρέλαβαν οι Πελασγοί (που όπως είδαμε ήταν πολυπλάνητες) με την συγκατάθεση του μαντείου της Δωδώνης, και από την οικογένεια των Πελασγών τα παρέλαβαν οι Έλληνες: «Επεί ων εχρηστηριάζοντο εν τη Δωδώνη οι Πελασγοί ει ανέλωνται τα ουνόματα τα από των βαρβάρων ήκοντα, ανείλε το μαντήιον χράσθαι. Από μεν δη τούτου του χρόνου έθυον τοίσι ουνόμασι των θεών χρεώμενοι· παρά δε Πελασγών Έλληνες εξεδέξαντο ύστερον». (Βιβλίο Β΄, 52.3). Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ, ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται σε κάποια βίαιη επιβολή. Οι προγονικοί «θεοί» των Ελλήνων, ήταν οι «θεοί» των Πελασγών, εφόσον όπως μας λέει πάλι ο Ηρόδοτος, το ελληνικό έθνος προέκυψε από το πελασγικό.
Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι τα ονόματα ήρθαν στην Ελλάδα εξ Αιγύπτου: «Σχεδόν δε και πάντων τα ουνόματα των θεών εξ Αιγύπτου ελήλυθε ες την Ελλάδα. Διότι μεν γαρ εκ των βαρβάρων ήκει, πυνθανόμενος ούτω ευρίσω εόν· δοκέω δ’ ων μ’αλιστα απ’ Αιγύπτου απίχθαι» (Βιβλίο Β΄, 50.1). Εξαιρεί στην συνέχεια, το όνομα του Ποσειδώνα, των Διοσκούρων, της Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδας, των Χαρίτων και των Νηρηίδων.
Στην συνέχεια, λέει ο Ηρόδοτος ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι που έδωσαν στους «θεούς» τις επωνυμίες που έχουν σήμερα και τους επιμέρισαν τις ασχολίες τους και τις τιμές, καθώς και την μορφή του κάθε ένα. Εφόσον όμως ο Όμηρος και ο Ησίοδος μέσα από τις θεογονίες τους, έδωσαν τα ονόματα και τις τιμές και τις τέχνες στους «θεούς», αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό δωδεκάθεο δεν είναι το ίδιο με το αιγυπτιακό. «Ησίοδον γαρ και Όμηρον ηλικίην τετρακοσίοισι έτεσι δοκέω μευ πρεσβυτέρους γενέσθαι και ου πλέοσι· ούτοι δε εισί οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοισι θεοίσοι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες» (Βιβλίο, Β΄, 53.2). Δεν πήραν οι Έλληνες ούτε την θρησκεία, ούτε τους τύπους λατρείας, ούτε τους «θεούς» από την Αίγυπτο. Διαφορετικά, θα έπρεπε να συμπίπτουν οι γενεαλογίες των «θεών» με αυτών των Αιγυπτίων, όπως και η ιεραρχία τους, και οι ασχολίες τους.
Ο Ηρόδοτος δεν λέει ότι οι Έλληνες πήραν την θρησκεία των Αιγυπτίων, σαν να μην είχαν θρησκεία προηγουμένως. Αυτό είναι παραποίηση και ψεύδη των διαφόρων απολογητικών ομάδων τύπου Ο. Ο. Δ. Ε. Δεν λέει ότι ήταν άθεοι ή άθρησκοι, ή ότι άλλαξαν την θρησκεία τους. Αντιθέτως, αναφέρει καθαρά ότι πριν είχαν θεούς οι Πελασγοί, είχαν λατρεία. Αυτό που δεν είχαν, ήταν τα ονόματα. Οι Αιγύπτιοι, σύμφωνα με όσα είπαν στον Ηρόδοτο κατά την έρευνά του, καθόρισαν τον αριθμό των «θεών» σε δώδεκα, τις επωνυμίες, και την μορφή. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι που διαμόρφωσαν τις θεότητες. Αυτά λοιπόν ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος στην έρευνα του Ηροδότου.
Ο ελληνικός και ο αιγυπτιακός πολιτισμός είναι κάτι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι Έλληνες είχαμε πάρα πολλές αποικίες περί την Μεσόγειο: «Ημάς οικείν τους μέχρι Ηρακλείων στηλών από Φάσιδος εν σμικρώ τινί μορίω, ώσπερ περί τέλμα μύρμηκας ή βατράχους περί την θάλατταν οικούντας» («Φαίδων», 109 b). Επίσης, ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ο ελληνικός πολιτισμός προηγείται του αιγυπτιακού κατά χίλια χρόνια. Ο Αιγύπτιος ιερέας πληροφορεί τον Σόλωνα ότι…
Φθόνος ουδείς, ω Σόλων, αλλά σου τε ένεκα ερώ και της πόλεως υμών, μάλιστα δε της θεού χάριν, ή την τε υμετέραν και τήνδε έλαχεν και έθρεψεν και επαίδευσεν, προτέραν μεν την παρ’ υμίν έτισιν χιλίοις, εκ Γης τε και Ηφαίστου το σπέρμα παραλαβούσα υμών, τήνδε δε υστέραν. Της δε ενθάδε διακοσμήσεως παρ’ ημίν εν τοις ιεροίς γράμμασιν οκτακισχιλίων ετών αριθμός γέγραπται. Περί δη των ενακισχίλια γεγονότων έτη πολιτών σοι δηλώσω διαβραχέων νόμους, και των έργων αυτοίς ο κάλλιστον επράχθη.
(«Τίμαιος», 23 d-e)
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει δύο φορές στο έργο του, ότι οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να οικειοποιηθούν ελληνικές γνώσεις: «Πολλά δε και άλλα τούτοις παραπλήσια λέγοντες φιλοτιμότερον ήπερ αληθιώτερον», ισχυριζόμενοι ότι η Αθήνα ήταν δική τους αποικία κάποτε. Και συνεχίζει ο Διόδωρος: «Υπέρ ων μήτε αποδείξεως φερομένης μηδεμίας ακριβούς μήτε συγγραφέως αξιοπίστου μαρτυρούντος, ουκ εκρίναμεν υπάρχειν τα λεγόμενα γραφής άξια» («Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Α΄, 29.5-6). Σε άλλο σημείο γράφει για τους Ηλιάδες που έφυγαν από την Ρόδο και πήγαν στην Αίγυπτο, ιδρύοντας την Ηλιούπολη και μεταφέροντας εκεί τις αστρονομικές γνώσεις τους…
Ύστερον δε παρά τοις Έλλησι γενομένου κατακλυσμού, και δια την επομβρίαν των πλείστων ανθρώπων απολομένων, ομοίως τούτοις και τα δια των γραμμάτων υπομνήματα συνέβη φθαρήναι· δι’ ην αιτίαν οι Αιγύπτιοι καιρόν εύθετον λαβόντες εξιδιοποιήσαντο τα περί της αστρολογίας, και των Ελλήνων δια την άγνοιαν μηκέτι των γραμμάτων αντιποιουμένων ενίσχυσεν, ως πρώτοι αυτοί την των άστρων εύρεσιν εποιήσαντο.
(«Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε΄, 57.3-4)
Δηλαδή, εκμεταλλεύτηκαν τον κατακλυσμό κατά τον οποίο χάθηκε πολύτιμη γνώση από τον ελλαδικό χώρο, και παρουσίασαν ελληνικά πράγματα ως δικά τους. Σε άλλο σημείο, γράφει ότι οι Αιγύπτιοι δεν είναι παλαιότεροι των Ελλήνων: «Ουκ αρχαιότερους αυτούς ηγούμενοι των Ελλήνων» («Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Α΄, 9.5). Στα «Ορφικά», παραδίδεται ότι ο Ορφέας ήταν που τους κήρυξε τον θρησκευτικό λόγο, μεταδίδοντάς τους θρησκευτικές γνώσεις: «Ήδ’ όσον Αιγυπτίων ιερόν λόγον εξελόχευσα» («Αργοναυτικά», στ. 43). Ο Πλούταρχος αναφέρει στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», ότι το όνομα «Ίσις» και «Τυφών» -πρόσωπα της αιγυπτιακής μυθολογίας-, είναι ελληνικά. Από το «ίσημι» που σημαίνει γνωρίζω, και το «τυφόω» που σημαίνει τυφλώνω, αντίστοιχα…
Σοφήν και φιλόσοφον ούσαν, ως τούνομα γε φράζειν έοικε παντός μάλλον αύτη το ειδέναι και την επιστήμην προσήκουσαν. Ελληνικόν γαρ η Ίσις εστί και ο Τυφών πολέμιος τη θεώ και δι’ άγνοιαν και απάτην τετυφωμένος και διασπών και αφανίζων τον ιερόν λόγον.
(351 F)
Στο ίδιο έργο αναφέρονται αιγυπτιακές πόλεις με ελληνικά ονόματα, όπως Ηλιούπολη, Θήβα, Μέμφιδα, Άβυδος,Διοχίτη, Ερμούπολη. Αναφέρεται σε πολλά εξελληνισμένα ονόματα, και γράφει…
Ου δει δε θαυμάζειν των ονομάτων την εις το Ελληνικόν ανάπλασιν· και γαρ άλλα μύρια τοις μεθισταμένοις εκ της Ελλάδος συνεκπεσόντα μέχρι νυν παραμένειν και ξενιτεύειν παρ’ ετέροις.
(375 C)
Οι Έλληνες με τις πολλές αποικίες -ήδη από την αρχαιότητα-, ασκούσαν τεράστια επιρροή με αποτέλεσμα πολλές περιοχές να εξελληνίζονται, να αποκτούν δηλαδή την ελληνική παιδεία, τον ελληνικό τρόπο· το «ελληνίζειν». Όσοι μη Έλληνες υιοθέτησαν αυτό, κλήθηκαν «Ελληνιστές».
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πολλές πόλεις της Αιγύπτου έχουν ελληνικά ονόματα, ενώ στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ καμία πόλη με αιγυπτιακό όνομα.
Συναντάμε πολλούς «θεούς» και «ημιθέους» στην Αίγυπτο με ελληνικά ονόματα. Στο ίδιο έργο, αναφέρει ο Πλούταρχος: «Ο δε “Όσιρις” εκ του “οσίου” και “ιερού” τούνομα μεμιγμένον έσχηκε» (375 D). Ο Όσιρις είναι ο Διόνυσος και ο Ώρος ο Απόλλων.
Ο Άπις ήταν γιος του Φορωνέα και της Τηλεδίκης και αδελφός της Νιόβης. Βασίλευσε στο Άργος, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και πήγε στην Αίγυπτο όπου θεοποιήθηκε. Παππούς του Άπεως, ο Αιγιαλέας. Ο Άπις πλέον ανήκε στο αιγυπτιακό πάνθεον. Όπως γράφει και ο Αθανάσιος Σταγειρίτης…
Ο Άπις έγινε αυστηρός τύραννος ολόκληρης της Πελοποννήσου και την ονόμασε από τον εαυτό του Απία. Για τον λόγο αυτόν φονεύθηκε από τον Τελχίνα και τον Θεξίνοο και έγινε ο θεός Σέραπις. Κατ’ άλλους, έφυγε στην Αίγυπτο , όπως έχει αναφερθεί, όπου μετέφερε αποίκους και τιμήθηκε εκεί, αφήνοντας το Άργος στον Αιγιαλέα.
(Αθ. Σταγειρίτης, «Ωγυγία» τ. Δ΄, σ. 353)
Ο Πλάτων στον «Τίμαιο», αναφέρει μια ιστορία για τον Σόλωνα που ρώτησε τους Αιγύπτιους ιερείς για την αρχαία ιστορία τους. Η ιστορία, λέει ο Πλάτων, είναι πραγματική. Όταν ο Σόλων ήταν στην πόλη Σάιδα (αθηναϊκή αποικία, σύμφωνα με τον Διόδωρο), ρώτησε τους Αιγύπτιους. Και αυτά που έμαθε από αυτούς, ήταν άγνωστα τόσο στον ίδιο όσο και στους υπόλοιπους Έλληνες. Τότε του είπαν την περίφημη ρήση «Ω, Σόλων, Σόλων, Έλληνες αεί παίδες εστέ» («Τίμαιος», 22 b). Όταν ο Σόλων ρώτησε, τί σημαίνει ότι οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά, τότε του αποκρίθηκαν:
Νέοι εστέ, ειπείν, τας ψυχάς πάντες· ουδεμίαν γαρ εν αυταίς έχετε δι’ αρχαίαν ακοήν παλαιάν δόξαν ουδέ μάθημα χρόνω πολιόν ουδέν. Το δε τούτων αίτιον τόδε. Πολλαί κατά πολλά φθοραί γεγόνασιν ανθρώπων και έσονται, πυρί μεν και ύδατι μέγισται, μυρίοις δε άλλοις ετέραι βραχύτεραι.
(22 b- c)
Αναγνωρίζει άγνοια στους Έλληνες για τις αρχαιότατες παραδόσεις που έχουν διασωθεί υπό μορφή μύθου. Παρακάτω, αναφέρει τον μύθο του Φαέθοντος και τον ερμηνεύει ως μεταβολές των ουρανίων σωμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα διάφορες φυσικές καταστροφές. Η άγνοια οφείλεται στις φυσικές καταστροφές που συνέβησαν και που θα συμβούν, οι οποίες αφανίζουν τα γραπτά μνημεία και μαζί την ανθρώπινη γνώση. «ώστε πάλιν εξ αρχής οιόν νέοι γίγνεσθε, ουδέν ειδότες ούτε των τήδε ούτε των παρ’ υμίν, όσα ην εν τοις παλαιοίς χρόνοις» (23 b).
Για την χαμένη προϊστορική γνώση, αναφέρεται επίσης στον «Κριτία»…
Τα μεν ονόματα σέσωται, τα δε έργα δια τας των παραλαμβανόντων φθοράς και τα μήκη των χρόνων ηφανίσθη. Το γαρ περιλειπόμενον αεί γένος, ώσπερ και πρόσθεν ερρήθη, κατελείπετο όρειον και αγράμματον, των εν τη χώρα δυναστών τα ονόματα ακηκοός μόνον και βραχέα προς αυτοίς των έργων. Τα μεν ουν ονόματα τοις εκγόνοις ετίθεντο αγαπώντες, τας δε αρετάς και τους νόμους των έμπροσθεν ουκ ειδότες, ει μη σκοτεινάς περί εκάστων τινάς ακοάς, εν απορία δε των αναγκαίων επί πολλάς γενεάς όντες αυτοί και παίδες, προς οις ηπόρουν τον νουν έχοντες, τούτων πέρι και τους λόγους ποιούμενοι, των εν τοις πρόσθεν και πάλαι ποτέ γεγονότων ημέλουν. Μυθολογία γαρ αναζήτησις τε των παλαιών μετά σχολής αμ’ επί τας πόλεις έρχεσθον, όταν ιδητόν τισίν ήδη του βίου ταναγκαία κατασκευασμένα, πριν δε ου. Ταύτη δη τα των παλαιών ονόματα άνευ των έργων διασέσωται.
(Κριτίας, 109 d- 110 a)
Πηγές
1. Ηρόδοτος, βιβλία Α΄, Β΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η΄.
2. Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, βιβλία Α΄, Γ΄, Ε΄.
3. Ευριπίδης, «Παλαμήδης».
4. Όμηρος, «Ιλιάδα», ραψωδίες Ζ΄, Π΄.
5. Αισχύλος, «Προμηθεύς δεσμώτης».
6. Πλούταρχος, «Περί Σωκράτους διαμονίου».
7. Πλούταρχος, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος».
8. Πλούταρχος, «Θησέας».
9. Παυσανίας, «Αττικά».
10. Παυσανίας, «Ηλιακά» Α΄.
11. Μυθολογική βιβλιοθήκη, βιβλίο Γ΄.
12. Ησίοδος, «Κατάλογος Γυναικών».
13. Απολλώνιος ο Ρόδιος, «Αργοναυτικά», βιβλίο Α΄.
14. Πλάτων, «Κρατύλος».
15. Πλάτων, «Φαίδων».
16. Πλάτων, «Τίμαιος».
17. Πλάτων, «Κριτίας».
18. Ορφικά κείμενα, «Αργοναυτικά».
19. Λεξικό Ι. Σταματάκου.
20. Λεξικό Π. Δορμπαράκη.
21. Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Γ΄.
22. Λεξικό Σούδα.
23. Γ. Πουρναράς, «Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία», εκδόσεις Γεωργιάδη.
24. Α. Σταγειρίτης, «Ωγυγία», τ. Δ΄.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος ΣΤ΄)
Όμηρος
Πίνακας περιεχομένων
1. Τρωικά· μαρτυρίες ότι οι Αχαιοί είναι Έλληνες
2. Μαρτυρίες ότι οι Τρώες είναι Έλληνες
3. Οι σύμμαχοι των Τρώων
4. Έλληνες-Πανέλληνες και εθνική συνείδηση αρχαίων Ελλήνων
1.Τρωικά· μαρτυρίες ότι οι Αχαιοί είναι Έλληνες
Ο Όμηρος στα έπη του, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την έρευνά μας. Ειδικά στην Ιλιάδα. Όπως είναι γνωστό, το θέμα της Ιλιάδος είναι η εκστρατεία που έγινε από τους Αχαιούς (που λέγονται επίσης Δαναοί και Αργειοί), κατά των Τρώων, με αίτιο την προσβολή της φιλοξενίας που έδειξε ο Πάρης προς τον Μενέλαο. Ο Πάρης, εκμεταλλεύθηκε τον ιερό θεσμό της φιλοξενίας, φεύγοντας με την Ελένη (την σύζυγο του Μενελάου) και κλέβοντας από τα υπάρχοντά τους. Δέκα χρόνια κράτησε η προετοιμασία των Ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδος εναντίον των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των συμμάχων τους. Άλλα δέκα χρόνια κράτησε η εκστρατεία, ενώ ο Όμηρος μας περιγράφει τις τελευταίες 51 μέρες, πριν την άλωση της Τροίας. Το θέμα είναι τεράστιο και οι σχετικές μελέτες των ειδικών, πολυάριθμες. Εμείς θα επικεντρωθούμε στα όσα σχετίζονται με το θέμα μας.
Η αποθέωση του Ομήρου |
Οι εκστρατεύσαντες κατά της Τροίας, καλούνται από τον Όμηρο είτε ως Αχαιοί, είτε ως Δαναοί, είτε ως Αργειοί. Ο Όμηρος, στην δεύτερη ραψωδία, από τον στίχο 494 μέχρι και τον 762, αναφέρει ποιοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Συμμετείχε στρατός από την Βοιωτία, την σημερινή Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, την Χαλκίδα, την Ερέτρια, την Αθήνα, την Πελοπόννησο -που είχε και την αρχιστρατηγία δια του Αγαμέμνονος-, τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη, την Ρόδο, την Σύμη, την Νίσυρο, την Κάσο, την Κάρπαθο, την Κω, την Φθία, το Πελασγικό Άργος, την Θεσσαλία, την Λήμνο, την Ήπειρο, κ.ά. Ο αναγνώστης μπορεί να τα δει αυτά αναλυτικά, διαβάζοντας τους συγκεκριμένους στίχους. Είναι πραγματικά συγκινητικό το γεγονός ότι οι ονομασίες είναι ίδιες με τις σημερινές.
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα μέρη, την εποχή των Τρωικών, η ονομασία Έλληνες δεν είχε επικρατήσει ακόμα οριστικά. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Όμηρος, ο όρος «Έλληνες» χρησιμοποιούνταν για τους κατοίκους της Φθιώτιδας, και ο όρος «Πανέλληνες» για τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας. Διότι στην ραψωδία Β΄, στ. 530, διαχωρίζει τους Έλληνες του Βορρά από τους Έλληνες του Νότου με τις ονομασίες «Πανέλληνες» και «Αχαιοί». Οι αρχαίοι συγγραφείς, οι μεταγενέστεροι του Ομήρου, τους ονομάζουν όλους Έλληνες, διότι είχε πλέον επικρατήσει η κοινή αυτή ονομασία.
Ο Ησίοδος αναφέρει…
Ου γαρ πω ποτέ νηί γ’ επέπλων ευρέα πόντον, ει μη ες Εύβοιαν εξ Αυλίδος, η ποτ’ Αχαιοί μείναντες χειμώνα πολύν συν λαόν άγειραν Ελλάδος εξ ιερής Τροίην ες καλλιγύναικα.
(«Έργα και ημέραι», στ. 650-653)
Δηλαδή, ποτέ δεν ταξίδεψε στην θάλασσα ο Ησίοδος, παρά μόνο από την Αυλίδα στην Εύβοια, που κάποτε οι Αχαιοί συνάθροισαν πολύ λαό από την Ιερή Ελλάδα ενάντια στην Τροία. Ιερή η Ελλάδα, λοιπόν.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες, εξ αιτίας της Ελένης, μάζεψαν μέγα στόλο για να καταλύσουν την δύναμη του Πριάμου…
Έλληνας δε Λακεδαιμονίης είνεκεν γυναικός στόλον μέγαν συναγείραι, και έπειτα ελθόντας ες την Ασίην, την Πριάμου δύναμιν κατελείν.
(Βιβλίο Α΄, 4.3)
Ο Αρριανός, γράφει ότι ο «Πρωτεσίλαος πρώτος εδόκει εκβήναι ες την Ασίαν των Ελλήνων των άμα Αγαμέμνονι ες Ίλιον στρατευσάντων» («Αλεξάνδρου Ανάβασις», βιβλίο Α΄, 11).
Τα φύλα που έλαβαν μέρος στα Τρωικά από την σημερινή Ελλαδική περιοχή, καλούνται επίσης Έλληνες και από τον Θουκυδίδη: «Από πάσης της Ελλάδος κοινή πεμπομένοι» (βιβλίο Α΄, 10), «η τε γαρ αναχώρησις των Ελλήνων εξ Ιλίου χρονία γενομένη πολλά ενεόχμωσε» (βιβλίο Α΄, 12).
Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι «Ότε Έλληνες αμαρτόντες Ιλίου το πεδίον ελεηλάτουν το Μήιον ως γην Τρωάδα» («Αττικά», 4,6). Σε άλλο βιβλίο του, ότι «Περί Φιλοκτήτου μεν εν νεων καταλόγω ποιήσας ως απολίποιεν αυτόν οι Έλληνες εν Λήμνω ταλαιπωρούντα υπό του έλκους»(«Αρκαδικά», 8.5).
Ο Ευριπίδης, «επεί το Τροίας είλον Έλληνες πέδον» («Ανδρομάχη», στ. 11).
Ο Σοφοκλής, βάζει τον Αίαντα τον Τελαμώνιο να λέει ότι τον μίσησε ο στρατός των Ελλήνων: «Και νυν τι χρη δραν; Όστις εμφανώς θεοίς εχθαίρομαι, μισεί δε μ’ Ελλήνων στρατός, έχθει δε Τροία πάσα και πεδία τάδε» («Αίας», στ. 457-479).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι Αχαιοί ή Δαναοί ή Αργειοί, είναι Έλληνες. Σημειωτέον, ότι τα Τρωικά τοποθετούνται πολύ πριν το 1100, και δείχνουν ήδη συγκροτημένη συνείδηση, με κοινή γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα, παραδόσεις.
2 Μαρτυρίες ότι οι Τρώες είναι Έλληνες
Ας δούμε τώρα τι πληροφορίες έχουμε για τους αντιπάλους και αμυνόμενους, τους Τρώες.
Το γενεαλογικό δέντρο του βασιλιά της Τροίας, Πριάμου, έχει ως εξής…
Ο Δάρδανος γέννησε τον Εριχθόνιο, και εκείνος τον Τρώα. Ο Τρώας είχε τρείς γιούς, τον Ίλο, τον Ασσάρακο, και τον Γανυμήδη. Από τον Ασσάρακο γεννήθηκε ο Αγχίσης, και από εκείνον ο Αινείας που έλαβε μέρος στα Τρωικά. Ο Ίλος γέννησε τον Λαομέδοντα, ο οποίος απέκτησε πέντε παιδιά· τον Τίθωνα, τον Λάμπο, τον Κλύτιο, τον Ικετάονα, και τον Πρίαμο, που γέννησε τον Έκτορα, που έλαβε επίσης μέρος στα Τρωικά. Αυτά αναφέρονται στην ραψωδία Υ΄ στην Ιλιάδα, στίχοι 215- 240. Το γενεαλογικό δέντρο του Τρώα έχει την ρίζα του στον Δία, όπως συμβαίνει με όλους τους βασιλικούς ελληνικούς οίκους, εφόσον ο παππούς του ο Δάρδανος γεννήθηκε από τον Δία.
Ο Δάρδανος, σύμφωνα με την «Μυθολογική βιβλιοθήκη», ξεκίνησε από την Σαμοθράκη…
Δάρδανος δε επί τω θανάτω του αδελφού λυπούμενος, Σαμοθράκην απολιπών εις την αντίπερα ήπειρον ήλθε». Εκεί βασίλευε ο Τεύκρος, στον ποταμό Σκάμανδρο. Αφού τον υποδέχτηκε και αφού έλαβε μερίδιο από την περιοχή, πήρε την κόρη του βασιλιά, την Βάτεια. Τότε έκτισε την πόλη Δαρδανία. Όταν πέθανε ο Τεύκρος, μετονόμασε την περιοχή σε Δαρδανία. «Τελευτήσαντος δε Τεύκρου την χώραν άπασαν Δαρδανίαν εκάλεσε.
(βιβλίο Γ΄, 12.1)
Η περιοχή μετονομάστηκε από Δαρδανία σε Τροία, επί βασιλείας του ομώνυμου βασιλιά, γιού του Δάρδανου. Ο γιος του Τρώα, ο Ίλος, πήγε κάποτε σε αγώνες στην Φρυγία. Σύμφωνα με τον μύθο, δέχτηκε την συμβουλή του βασιλιά να ακολουθήσει μια αγελάδα που θα του έδινε, και όπου αυτή σταματήσει, εκεί να κτίσει μια πόλη. Η αγελάδα σταμάτησε σε έναν λόφο, και εκεί έκτισε πόλη, που την ονόμασε Ίλιον. Ο Δίας τότε του έδωσε το Παλλάδιο, δηλαδή ένα ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς, για να δείξει την έγκρισή του. Αυτή η πόλη αργότερα θα μετονομαστεί σε Τροία. Βασίλευσε ο Λαομέδων, και έπειτα ο Πρίαμος. Ο Πρίαμος δεν λέγονταν έτσι αρχικά, αλλά Ποδάρκης. Όταν εκστράτευσε ο Ηρακλής κατά της Τροίας και τον αιχμαλώτισε, επειδή εξαγοράστηκε κλήθηκε Πρίαμος. Αυτά αναφέρονται αναλυτικά στην «Μυθολογική βιβλιοθήκη», στο τρίτο βιβλίο, κεφάλαιο 12, παράγραφοι 1-5.
3. Οι σύμμαχοι των Τρώων
Ο Όμηρος αναφέρει επίσης και τους συμμάχους των Τρώων, στην δεύτερη ραψωδία. Οι Δάρδανοι με αρχηγούς τον Αινεία, τον Ακάμα, και τον Αρχέλοχο. Οι Τρώες της περιοχής Ζέλεια, με αρχηγό τον Πάνδαρο. Οι κάτοικοι της Πιτύειας με αρχηγούς τον Άδραστο και τον Άμφιο. Οι κάτοικοι από την Περκώτη, το Πράκτιο, και την Σηστό με αρχηγό τον Άσιο. Οι Πελασγοί της Λάρισας, με αρχηγούς τον Ιππόθοο και τον Πύλαιο, παιδιά του Τέταμου. Οι Θράκες με αρχηγούς τον Πείροο και τον Ακάμαντα. Οι Κίκονες με τον Εύφημο. Οι Παίονες με αρχηγό τον Πυραίχμη. Οι Παφλαγόνες με αρχηγό τον Πυλαιμένη. Οι Μυσσοί με αρχηγό τον Χρόμη και τον Έννομο. Οι Φρύγες με τον Φόρκη. Οι Ασκανοί με τον Ασκάνιο. Οι Μαίονες με τον Μέσθλη και τον Άντιφο. Οι Κάρες (που καλούνται βαρβαρόφωνοι από τον ποιητή) με τον Νάστη και τον Αμφίμαχο. Και οι Λύκιοι με τον Σαρπηδόνα. Αυτά αναφέρονται στους στίχους 806- 877.
Οι σύμμαχοι των Τρώων ανήκουν ως επί το πλείστον γεωγραφικά στην Μικρά Ασία. Αλλά και από τον Ευρωπαϊκό χώρο, μνημονεύει τους Θράκες, τους Παίονες, και τους Κίκονες.
Τα ονόματα των Τρώων είναι ελληνικά, όπως Έκτωρ, Πολίτης, Πάρης (ο οποίος λέγεται και Αλέξανδρος), Ανδρομάχη, Δηίφοβος, Αστυάνακτας, Πολύδωρος, και πολλά ακόμα που μπορεί να ανιχνεύσει ο αναγνώστης του έπους.
Άξιον προσοχής είναι το γεγονός, ότι οι αρχηγοί των Αχαιών με τους αρχηγούς των Τρώων επικοινωνούν χωρίς διερμηνέα. Για παράδειγμα, ο Αίαντας της Σαλαμίνας, με τον Έκτορα των Τρώων, ή ο Πρίαμος όταν ικετεύει τον Αχιλλέα να του αποδοθεί το νεκρό σώμα του Έκτορα για τα δέοντα. Επίσης, σε ένα σημείο, ο Τρώας Αντήνορας μιλώντας με την Αργειά Ελένη, της είπε ότι είχε έρθει ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας και μίλησαν στην συνέλευση των Τρώων ως αντιπρόσωποι των Αχαιών.
Τρώεσσιν εν αγρομένοισιν έμιχθεν στάντων μεν Μενέλαος υπερείχεν ευρέας ώμους, άμφω δ’ εζομένω γεραρώτερος ηεν Οδυσσεύς· αλλ’ ότε ήδη μύθους και μήδεα πάσιν ύφαινον ήτοι μεν Μενέλαος επιτροχάδην αγόρευε, παύρα μεν αλλά μάλα λιγέως, επεί ου πολύμυθος ουδ’ αφαμαρτοεπής· η και γένει ύστερος ηεν.
(Ραψωδία Γ΄, στ. 209- 215)
Αυτό έγινε χωρίς διερμηνέα, επίσης. Αν επρόκειτο απλά για ένα πολεμικό φανταστικό ποίημα, ο Όμηρος δεν θα χρειάζονταν να αναφερθεί σε λεπτομέρειες όπως αυτή.
Οι Τρώες έχουν κοινά πράγματα με τους Αχαιούς. Η μοναρχία είναι κληρονομική, υπάρχει συμβούλιο γερόντων, λατρεύονται οι ίδιες θεότητες, κοινά ταφικά έθιμα.
Ο Σαρπηδόνας των Τρωικών, σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη, είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο παππούς του (πάλι) Σαρπηδόνας, ήταν αδελφός του Ραδάμανθυ και του Μίνωα. Αυτός πήγε στην Ασία, κατέκτησε τους τόπους της Λυκίας, και εγκατέστησε βασιλεία. Τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Εύανδρος, ο οποίος γέννησε από την Δηιδάμεια τον Σαρπηδόνα.
τον δε τρίτον αδελφόν Σαρπηδόνα φασί μετά δυνάμεως εις την Ασίαν διαβάντα κατακτήσασθαι τους περί Λυκίαν τόπους. Εύανδρον δε γενόμενον υιόν αυτού διαδέξασθαι την εν Λυκία βασιλείαν, και γήματα Δηιδάμειαν την Βελλεροφόντου τεκνώσαι Σαρπηδόνα τον επί Τροίαν μεν στρατεύσαντα.
(«Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο Ε΄, 79)
Ο Γλαύκος έχει καταγωγή από το Άργος, καθώς κρατά από τον Σίσυφο. Ο Σίσυφος γέννησε τον Γλαύκο, αυτός τον Βελλεροφόντη. Ο Βελλεροφόντης γέννησε τον Ίσανδρο, την Λαοδάμεια, και τον Ιππόλοχο. Από τον Ιππόλοχο ο Γλαύκος περί του οποίου ο λόγος (Ραψωδία Ζ΄). Ο Γλαύκος και ο Διομήδης είναι Αιολείς (ελληνικό φύλο).
Εκτός από τις παραπάνω αποδείξεις για το ότι οι Τρώες ήταν Έλληνες, υπάρχει και η μαρτυρία του Νέστορος. Κάποια στιγμή, οι Αχαιοί βρέθηκαν σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Οι Τρώες φάνηκε να υπερτερούν, ενώ ταυτόχρονα ο καλύτερος Έλληνας πολεμιστής, ο Αχιλλέας, λόγω της προσβολής του από τον Αγαμέμνονα, είχε αποσυρθεί καιρό, χωρίς να εγκαταλείψει ολότελα την εκστρατεία. Κανένας δεν μπορούσε να τον πείσει να επιστρέψει στις μάχες. Βλέποντας όλα αυτά, και όντας στο δέκατο έτος της εκστρατείας, ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων, πρότεινε να γυρίσουν πίσω στην μητροπολιτική Ελλάδα. Όταν πήρε τον λόγο ο Διομήδης, διαφώνησε και δήλωσε ότι εκείνος δεν θα γύριζε πίσω ντροπιασμένος, αλλά θα κάθονταν μέχρι το τέλος. Έστω και εάν έμενε μόνος του με τον Σθένελο και τον στρατό τους. Στο άκουσμα αυτών των λόγων, συμφώνησαν μαζί του οι υπόλοιποι αρχηγοί. Ο σοφός Νέστορας, όταν πήρε τον λόγο, επαίνεσε τον πολύ νεότερό του Διομήδη, μα του είπε έναν λόγο που αφορούσε αυτό που είπε, ότι δεν θέλει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ντροπιασμένος, εγκαταλείποντας τον αρχικό σκοπό.
Αφρήτωρ αθέμιστος ανέστιος εστίν εκείνος ος πολέμου έραται επιδημίου οκρυόεντος.
(«Ιλιάδα», ραψωδία Ι΄, στ. 63-64)
Δηλαδή, «όποιος πάει σε εμφύλιο πόλεμο, δεν έχει ούτε συγγένεια, ούτε νόμο, ούτε σπιτικό πίσω».
Η λέξη «επιδήμιος», σημαίνει «ο εμφύλιος» («Λεξικό Δ. Δημητράκου», τ. ΣΤ΄, σ. 2762). Μάλιστα, στο λεξικό παρατίθεται το παραπάνω χωρίο του Ομήρου. Συνεπώς, Αχαιοί και Τρώες ανήκουν στην ίδια φυλή, την ελληνική. Οι μεν είναι κάτοικοι της μητροπολιτικής Ελλάδος, οι δε της Μικράς Ασίας. Στο «Ομηρικό λεξικό» του Κωνσταντινίδη, αναφέρεται το ίδιο, παραπέμποντας μάλιστα στο παραπάνω χωρίο της Ιλιάδος στο οποίο αναφερθήκαμε. «Επιδήμιος, πόλεμος εμφύλιος, Ι΄ 64» (σ. 232).
4. Έλληνες-Πανέλληνες
Εδώ, θα παραθέσουμε ενδεικτικά επιπλέον μαρτυρίες περί του ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εθνική συνείδηση. Ο Ζεύς, ο βασιλιάς των δώδεκα, λέγονταν «Ελλάνιος» και «Πανελλάνιος».
Ο Ησίοδος στο «Έργα και ημέραι», στ. 528, χρησιμοποιεί τον όρο «Πανελλήνεσσι» (Πανέλληνες). Αυτή η μαρτυρία είναι η αρχαιότερη που υπάρχει ως δηλωτικό του γενικού ονόματος όλων των Ελλήνων. Αλλά και η λέξη Ελλάς, που είδαμε παραπάνω, χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια.
Διόδωρος Σικελιώτης:
Ομοίως δε και της εις τον πόλεμον παρασκευής εποιούντο πολλήν φροντίδα, προσδοκώντες μέγαν και πολυχρόνιον αυτοίς έσεσθαι τον Βοιωτικόν πόλεμον, συμμαχούντων τοις Θηβαίοις των Αθηναίων και των άλλων Ελλήνων των κοινωνούντων του συνεδρίου.
(«Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλίο ΙΕ΄, 28)
Αριστοτέλης:
Το δε των Ελλήνων γένος, ώσπερ μεσεύει κατά τους τόπους, ούτως άμφοιν μετέχει. Και γαρ ένθυμον και διανοητικόν εστί· διόπερ ελεύθερον τε διατελεί και βέλτιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνον πολιτείας. Την αυτήν δ’ έχει διαφοράν και τα των Ελλήνων έθνη προς άλληλα.
(«Πολιτικά», 1327b)
Πλάτων:
Πρώτον μεν ανδραποδισμού πέρι, δοκεί δίκαιον Έλληνας Ελληνίδας πόλεις ανδραποδίζεσθαι, ή μηδ’ άλλη επιτρέπειν κατά το δυνατόν και τούτο εθίζειν, του Ελληνικού γένους φείδεσθαι, ευλαβουμένους την υπό των βαρβάρων δουλείαν; Όλω και παντί, έφη, διαφέρει το φείδεσθαι. Μηδέ Έλληνα άρα δούλον εκτήσθαι μήτε αυτούς, τοις τε άλλοις Έλλησιν ούτω συμβουλεύειν; Πάνυ μεν ουν, έφη. Μάλλον γ’ αν ουν ούτω προς τους βαρβάρους τρέποιντο, εαυτών δ’ απέχοιντο.
(«Πολιτεία», βιβλίο Ε΄, 469b- 469c)
Ο Ισοκράτης μιλάει για «άπαν το των Ελλήνων γένος» («Πανηγυρικός», 68).
Ο Πλούταρχος αναφέρει, «και πολυπλανής εν γράμμασι και ου βάρβαρος αλλ’ Έλλην γένος ην» («Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων», 23).
Ο Γοργίας εκθειάζει την ελληνική εθνική συνείδηση κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες, όπως μας παραδίδεται από τον Φιλόστρατο, «Το ξύμπαν Ελληνικόν, εν οις Ολυμπίασι διελέχθη κατά των βαρβάρων από της του νεώ βαλβίδος» (Επιστολή 73).
Μετά την νικηφόρα μάχη στον Γρανικό ποταμό, με παραγγελία του Αλέξανδρου, κατασκευάστηκαν χάλκινοι αδριάντες προς τιμήν των εικοσιπέντε πεσόντων Μακεδόνων. Τους άλλους ιππείς που σκοτώθηκαν, τους έθαψε και απάλλαξε τις οικογένειές τους από την φορολογία. Επισκέφτηκε τους τραυματίες και τους άφησε να διηγούνται τα ανδραγαθήματα της μάχης. Έθαψε και τους αρχηγούς των Περσών καθώς και τους Έλληνες μισθοφόρους που πολέμησαν στο πλάι των εχθρών. Τους αιχμαλώτους, τους έστειλε στην Μακεδονία να εργαστούν. Όπως σημειώνει ο Αρριανός…
Όσους δε αυτών αιχμαλώτους έλαβε, τούτους δε δήσας εν πέδαις εις Μακεδονίαν απέπεμψεν εργάζεσθαι, ότι παρά τα κοινή δόξαντα τοις Έλλησιν Έλληνες όντες εναντία τη Ελλάδι υπέρ των βαρβάρων εμάχοντο.
(«Αλεξάνδρου ανάβασις», βιβλίο Α΄, 16)
Έστειλε ανάθημα στην Αθήνα τριακόσιες περσικές πανοπλίες, με το εξής επίγραμμα…
Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων.
(ο.π.)
Η αιτία φυσικά που εξαιρεί τους Λακεδαιμονίους, δεν είναι ότι δεν τους θεωρεί μέρος του Ελληνισμού. Αλλά το κάνει επί τούτου, διότι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, διότι ήθελαν εκείνοι να ηγούνται.
Σε λόγο του προς τους στρατηγούς του, τους ιλάρχους και τους αρχηγούς των υπόλοιπων Ελλήνων συμμάχων, λέει –ανάμεσα στα άλλα- και τα εξής…
Μακεδόνας τε γαρ και Πέρσαις και Μήδοις, εκ πάνυ πολλού τρυφώσιν, αυτούς εν τοις πόνοις τοις πολεμικοίς πάλαι ήδη μετά κινδύνων ασκουμένους, άλλως τε και δούλοις ανθρώποις ελευθέρους, εις χείρας ήξειν· όσοι Έλληνες Έλλησιν, ουχ υπέρ των αυτών μαχείσθαι, αλλά τους μεν ξυν Δαρείω επί μισθώ και ουδέ τούτω πολλώ κινδυνεύοντας, τους δε ξυν σφισίν υπέρ της Ελλάδος εκόντας αμυνομένους.
(«Αλεξάνδρου ανάβασις», βιβλίο Β΄, 7)
Δηλαδή, αφ’ ενός θεωρεί τους Μακεδόνες Έλληνες, εφ’ εταίρου ασκεί κριτική στους Έλληνες μισθοφόρους που πολεμούν υπέρ των Περσών. Αυτοί πολεμούν για έναν μισθό, ενώ οι Έλληνες με τον Αλέξανδρο για την εκούσια υπεράσπιση της Ελλάδος.
Σε άλλο σημείο, ο Αρριανός διασώζει μια απαντητική επιστολή του Αλεξάνδρου προς τον Δαρείο. Εκεί, του υπενθυμίζει το μεγάλο κακό που έκαναν οι Πέρσες στους Έλληνες κατά το παρελθόν, του δηλώνει ότι οι δολοφόνοι του πατέρα του υποκινήθηκαν από τους Πέρσες και τις διασπαστικές επιστολές που έστειλε προς τους υπόλοιπους Έλληνες, δωροδοκώντας τους μάλιστα ώστε να πολεμήσουν τον Αλέξανδρο. Καμία πόλη όμως δεν δέχτηκε, με εξαίρεση τους Λακεδαιμονίους. Στην επιστολή, ο Αλέξανδρος απαιτεί από τον Δαρείο, να μην του απευθύνεται ως ίσος προς ίσο, αλλά ως κύριό του. Στην επιστολή δηλώνει ξεκάθαρα ότι…
Εγώ δε των Ελλήνων ηγεμών κατασταθείς και τιμωρήσασθαι βουλόμενος Πέρσας διέβην ες την Ασίαν, υπαρξάντων υμών.
(ο.π. 14)
Πηγές
1. Όμηρος, «Ιλιάδα», ραψωδίες Β΄, Γ΄, Ζ΄, Ι΄, Υ΄.
2. Ησίοδος, «Έργα και ημέραι».
3. Ηρόδοτος, βιβλίο Α΄.
4. Αρριανός, «Αλεξάνδρου ανάβασις», βιβλία Α΄, Β΄.
5. Θουκυδίδης, βιβλίο Α΄.
6. Παυσανίας, «Αττικά».
7. Παυσανίας, «Αρκαδικά».
8. Ευριπίδης, «Ανδρομάχη».
9. Σοφοκλής, «Αίας».
10. «Μυθολογική βιβλιοθήκη», βιβλίο Γ΄.
11. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική βιβλιοθήκη», βιβλία Ε΄, ΙΕ¨.
12. Αριστοτέλης, «Πολιτικά».
13. Πλάτων, «Πολιτεία».
14. Ισοκράτης, «Πανηγυρικός».
15. Πλούταρχος, «Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων».
16. Φιλόστρατος, επιστολή 73.
Η ιστορική συνέχεια Πρωτοελλήνων και Ελλήνων
(Μέρος Ζ’ -τελευταίο)
Άρης Πουλιανός
Πίνακας περιεχομένων
1. Περί της δήθεν καθόδου των Ελλήνων από τον βορρά
2. Η «κάθοδος» των Δωριέων (ή η επιστροφή των Ηρακλειδών)
3. Ορισμένες μαρτυρίες λογίων περί της εθνικής συνέχειας των Ελλήνων
1. Περί της δήθεν καθόδου των Ελλήνων από τον βορρά
Η θεωρία της καθόδου ελληνόφωνων ινδοευρωπαϊκών φύλων, προερχόμενα από την ινδογερμανική οικογένεια, είναι μια θεωρία που στηρίζεται μόνο σε γλωσσολογικές μελέτες και πουθενά αλλού. Αυτά τα φύλα δήθεν εισέβαλλαν στον ελληνικό χώρο σε περιόδους που απέχουν μεταξύ τους, με ιδιαίτερα φυλετικά ονόματα. Αφού υπέταξαν τους αυτόχθονες, εκδιώκοντάς τους είτε αφομοιώνοντάς τους, αργότερα αποτέλεσαν τους…Έλληνες. Αυτές οι φυλές, δήθεν κατέβηκαν από…τα Ουράλια Όρη, όπως διδάσκεται στα σχολικά βιβλία. Για αυτό, όσοι υποστηρίζουν τέτοιες αστήρικτες θεωρίες, μιλούν για προ-Έλληνες και όχι για πρώτο-Έλληνες.
Ο καθ. Άρης Πουλιανός |
Επίσης, δεν μας φέρουν καμία απόδειξη περί της κληρονομιάς που μετέφεραν από τον μακρινό βορρά, όπως θα ήταν λογική συνέπεια της υποτιθέμενης μακρινής καθόδου. Διότι ο οποιοσδήποτε λαός όπου και αν βρεθεί, φροντίζει να προσδιορίζει τις ρίζες του και να διατηρεί την κληρονομιά των προγόνων του.
ΔΕΙΤΕ : Η Ανθρωπολογική Προέλευση των Ελλήνων
Από όσα έχουμε εκθέσει μέχρι τώρα στην σειρά των άρθρων, πουθενά στην αρχαία ελληνική γραμματεία δεν προκύπτει ότι οι Έλληνες δεν είναι γηγενείς. Αντιθέτως, τόσο η ελληνική μυθολογία όσο και οι αρχαίοι μας συγγραφείς (ιστορικοί, φιλόσοφοι, γεωγράφοι, ποιητές, πολιτικοί, ρήτορες), όλοι βεβαιώνουν την αυτοχθονία του ελληνικού στοιχείου και μάλιστα όχι μόνο κατά τους ιστορικούς χρόνους, αλλά από τους προϊστορικούς. Το αστείο της υποθέσεως, είναι ότι μιλούν για την «κάθοδο» των Δωριέων το 1100 π.κ.ε., ενώ γνωρίζουμε από τις παραδόσεις μας ότι Δωριείς υπήρχαν από την εποχή του Δευκαλίωνος, όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος. Οι Δωριείς δεν είχαν για κοιτίδα τους τα…Ουράλια Όρη, αλλά το Πελασγικό Άργος, την σημερινή Θεσσαλία. Οι Δωριείς, ήταν η πρώτη ομάδα που αποσχίστηκε από την πελασγική οικογένεια και απετέλεσε ένα από τα φύλα του ελληνικού έθνους.
Ο δε Όμηρος, αναφέρεται στην παρουσία Δωριέων στην Κρήτη, κατά τα Τρωικά, που τοποθετούνται πολύ πριν το 1100 π.κ.ε. Αλλά και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης το πιστοποιεί στο ιστορικό του έργο.
Στην Κρήτη από την δεύτερη χιλιετία π. κ. ε, χρησιμοποιούνταν η Γραμμική Γραφή Β΄, που η αποκρυπτογράφησή της απέδειξε ότι είναι ελληνική. Δείγματα της ίδιας γραφής βρέθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, την Θήβα, τις Μυκήνες, την Ελευσίνα και αλλού. Σε πινακίδες με τέτοιου είδους γραφής, βρέθηκαν τα ονόματα των Ολύμπιων «θεών». Συγκεκριμένα, στην Κνωσό και στην Πύλο.
Ας δούμε όμως τι λένε ξένοι και Έλληνες ερευνητές…
Σβιντένσκυ (Γερμανίδα ανθρωπολόγος):
Οι Μεσογειακοί φορείς γραμμωτής κεραμικής, εισβάλοντες μαζικά από την Βαλκανική, εισήγαγαν και την Γεωργία στην Κεντρική Ευρώπη.
J. B. Bury (πανεπιστήμιο Camridge):
Δεν υπάρχει σίγουρη μαρτυρία ότι πραγματοποιήθηκε ποτέ μεγάλη πληθυσμιακή μεταβολή στην αρχή της εποχής του Χαλκού. Αντίθετα η δεύτερη περίοδος της πρωτοελλαδικής είναι η εποχή εντυπωσιακής ανάπτυξης. Εμφανίζεται σημαντική αύξηση πληθυσμού και ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδος, της Κρήτης και των νησιών και στο εσωτερικό κάθε περιοχής. Σ’ αυτήν την περίοδο βλέπουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση επιβλητικών οικοδομημάτων και οχυρώσεων που προϋποθέτουν ισχυρή εξουσία και αυξημένους πόρους.
R. Drew (ιστορικός):
Η ελληνική μυθολογία που αναδράμει και δίνει την δική της εξήγηση για την άγνωστη προϊστορική περίοδο δεν δίνει στίγματα και περιγραφές για καθόδους Ινδοευρωπαίων, Αρίων και άλλων άγνωστων φυλών στον ελληνικό χώρο και αυτό αποτελεί ένα δυναμικό στοιχείο για όσους ατεκμηρίωτα με δικούς τους συλλογισμούς προσπαθούν να συνθέσουν την Ελληνική προϊστορία και σήμερα δεν υπάρχει Ινδοευρωπαίος με την αυστηρή έννοια του όρου. Δεν υπήρξε ποτέ Ινδοευρωπαϊκός λαός.
The time Atlaw of World History:
Κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων και των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών υπήρξε το Αιγαίο και φορείς ήταν οι Αιγαίοι γεωργοί της 7ης χιλιετίας π.Χ.
«Μεταξύ Μεσοελλαδικού και Μυκηναϊκού πολιτισμού δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά αλλά συνέχεια. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός είναι τέκνο του Μεσοελλαδικού. […] Πάνω σε αυτό προσθέτουμε και την παρατήρησή μας ότι στο Δίμηνι οι επιχώσεις από την νεότερη Νεολιθική (4000- 2800 π. Χ) μέχρι την υστεροελλαδική (1600- 1100 π. Χ) είναι συνεχείς και εντυπωσιακές σε περιεχόμενο, χωρίς καμία διακοπή και χωρίς κανένα πολιτιστικό κενό.
(Πρακτικά Α΄ διεπιστημονικού συμποσίου, Λαμία 1994)
Ζαν Ρισπέν (Γαλλική Ακαδημία):
Ευλογημένος να είναι ο Β. Μπεράρ, που από το 1894 στο έργο του «Προέλευση των αρκαδικών τόπων λατρείας» καθάρισε επιτέλους τον νου και το μνημονικό μας από όλη τη σαβούρα, ειδικά γερμανική, που επέβαλε στη μεσογειακή μυθολογία μια γένεση αναγόμενη στις μεταναστεύσεις των Αρίων και που κοιτίδα τους ήταν τα οροπέδια της Κεντρικής Ασίας.
(«Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία»)
Άρης Πουλιανός (ανθρωπολόγος):
Τα παλαιοανθρωπολογικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει γενετική συνέχεια στον πληθυσμό της Ελλάδος από την νεολιθική εποχή ως την σύγχρονη. […] Οι αδιάκοπες μετακινήσεις πληθυσμών γίνονται από σχετικά συγγενικούς ανθρωπολογικούς τύπους, και αυτές αντανακλούν περισσότερο τις φάσεις του αγώνα μεταξύ των διαφόρων φυλών, παρά την έλευση ενός νέου φυλετικού στοιχείου.
Γιάννης Κορδάτος (ιστορικός):
Το ζήτημα ποια φύλα εγκαταστάθηκαν στην χώρα που πολύ πιο ύστερα πήρε το όνομα Ελλάς και από πού ήρθαν σχημάτισα τη γνώμη πως η επικρατούσα αντίληψη δεν είναι σωστή. Η από τα βόρεια κάθοδος παρουσιάζει πολλές δυσκολίες.
Επίσης,
Οι γλωσσολόγοι κατασκεύασαν μια θεωρία πως υπήρχε μια πρωταρχική δήθεν γλώσσα, από την οποία βγήκαν όλες οι άλλες. Συνέπεια της θεωρίας αυτής ότι υπήρξε στα πανάρχαια χρόνια ένας λαός, οι Ινδοευρωπαίοι. Δεν θέλει ρώτημα πως τέτοιος λαός στην Ασία-Ευρώπη δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε μια πρωταρχική γλώσσα.
Δημήτριος Θεοχάρης (αρχαιολόγος):
Η Ελλάς αποτελεί την νοτιοανατολική προφυλακή της Ευρώπης και από αυτήν θα μεταδοθεί ο πολιτισμός στην βαρβαρική ήπειρο.
Ρένφιου (Βρετανός αρχαιολόγος, Cambrige):
Η μεταγενέστερη θεωρία για την προέλευση του Αιγαιακού Πολιτισμού είναι εντελώς αβάσιμη. Ο Αιγαιακός Πολιτισμός δεν ήλθε απ’ έξω, αλλά δημιουργήθηκε επί τόπου και είναι αυτόνομος.
Επίσης,
Οι γεωργοί της Μικράς Ασίας ήσαν Έλληνες, επεκτάθηκαν στην Ευρώπη και διέδωσαν την πρωτοελληνική γλώσσα τους.
Renberen (Cambrige):
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτόχθονες.
Γέλενικ (παλαιοανθρωπολόγος):
Δεν ήταν κανένα φανταστικό ινδοευρωπαϊκό φύλο, αλλά το γνωστό μεσογειακό φύλο αυτό που απλώθηκε μεταξύ του 5000 και 3000 π.Χ. σ’ όλη την Ευρώπη δημιουργώντας την πρώτη κοσμοκρατορία και φέρνοντας την γεωργική επανάσταση σ’ όλη την καθυστερημένη Ευρώπη.
2. Η «κάθοδος» των Δωριέων (ή η επιστροφή των Ηρακλειδών)
Ας βάλουμε τα πράγματα στην σωστή τους θέση. Διότι η σύγχυση που προσπαθούν να επιφέρουν κάποιοι, αποσκοπεί στην συσκότιση της πραγματικότητας, όπως αυτή φανερώνεται μέσα από τα αρχαία κείμενα.
Ο Δώρος ήταν γιος του Έλληνος, όπως έχουμε πολλάκις αναφέρει. Ο Έλληνας, όταν ακόμα ήταν ισχυρός βασιλέας, άρχισε να μετονομάζει τους Γραικούς σε Έλληνες. Αυτοί ήσαν Πελασγοί, και η κοιτίδα τους ήταν το πελασγικό Άργος.
Ο Δώρος μετακινήθηκε με μερίδα του λαού στην Ιστιώτιδα, μεταξύ της πλαγιάς του Ολύμπου και της Όσσας. Η περιοχή ονομάστηκε Δωρίδα, από τον ίδιο. Αργότερα, εκδιώχθηκαν από εκεί, με αποτέλεσμα να απλωθούν στην Πίνδο. Εκεί, έλαβαν το όνομα Μακεδνοί. Μέρος του λαού, κατέβηκε, εν συνεχεία, στην Πελοπόννησο, περνώντας και από την Δρυοπίδα, όπου έκτισαν πόλεις. Στην Πελοπόννησο ονομάστηκαν Δωριείς. Αυτά, αναφέρονται από τον Ηρόδοτο (Βιβλίο Α΄, 56).
Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, ο Δώρος και η ομάδα του αποσχίστηκαν από τους Πελασγούς, αυτονομήθηκαν, και θα αποτελέσουν το πρώτο ελληνικό φύλο που θα αποτελέσει ξεχωριστό έθνος (Βιβλίο Α΄, 58.1/ Βιβλίο Α΄, 56).
Στην Πελοπόννησο, κατέβηκαν με τους απογόνους του Ηρακλή, τους Ηρακλείδες, όπου τους βοήθησαν να αποκατασταθούν στο θρόνο, ως νόμιμοι διάδοχοι, πολεμώντας τους Μυκηναίους του Άργους. Και τούτο, όχι μόνο επειδή ήταν το δίκαιο, αλλά επίσης επειδή ο πατέρας τους ο Ηρακλής, είχε βοηθήσει τους προγόνους τους στον πόλεμο κατά των Λαπίθων. Σημειωτέον, ότι οι Ηρακλείδες ήταν Αχαιοί.
Εδώ πρέπει να εξηγήσουμε γιατί ο θρόνος ανήκε στους Ηρακλείδες, τους απογόνους του Ηρακλή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας παίρνοντας την μορφή του συζύγου της Αλκμήνης, έσμιξε με αυτήν. Όταν πέρασε ο καιρός, ο Δίας ανακοίνωσε ότι θα γεννιόταν εκείνη την ημέρα στη γενιά του Περσέα ο μελλοντικός βασιλιάς του θρόνου. Ζήλεψε όμως η Ήρα την πράξη του Διός, και με την βοήθεια της κόρης της, της Ειλειθυίας, καθυστέρησε την γέννηση του Ηρακλή, ενώ γεννήθηκε πρόωρα ο Ευρυσθέας, ο οποίος κατάγονταν επίσης από την γενιά του Περσέα. Έτσι, στο θρόνο ανέβηκε ο Ευρυσθέας αντί του Ηρακλή. Αναλυτικά, μπορεί να τα δει κανείς στο 4ο βιβλίο του Διόδωρου του Σικελιώτη. Από τότε, έχουμε εγκατάσταση Δωριέων στην Πελοπόννησο.
Έχουμε επίσης, τις μαρτυρίες του Ομήρου, του Διόδωρου του Σικελιώτη, και του Στράβωνα, για την παρουσία ενός μέρους των Πελασγών, στην Κρήτη, με τον Τέκταμο, γιο του Δώρου. Ο Τέκταμος δεν πήγε ως κατακτητής εκεί, αλλά ως μετανάστης. Εκεί, παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα και έγινε βασιλιάς (Διόδωρος, 5. 80/ 4,60/ Στράβων, 5. 2.4/ Οδύσσεια, ραψωδία Τ΄ στ. 175).
3. Ορισμένες μαρτυρίες λογίων περί της εθνικής συνέχειας των Ελλήνων
Ας δούμε ορισμένες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, όπως έχουν εκφραστεί από διάφορους λογίους. Αυτά, αποτελούν ένα απειροελάχιστο δείγμα.
Ο Κ. Δημαράς, αναφέρει τα εξής…
Ο μεταγενέστερος ελληνισμός δεν απέβαλε ποτέ την συνείδηση των δεσμών του με τον αρχαίο. Βεβαίως στην συνείδηση αυτήν επενεργούν, μειώνοντας την σημασία της, και ανασταλτικές δυνάμεις και συντελεστές φθοράς. Κύρια ανασταλτική δύναμη πρέπει να θεωρηθεί η διάδοση και η επικράτηση της χριστιανικής διδασκαλίας: Ακόμη και το ίδιο όνομα «Έλλην» γίνεται επί αιώνες συνωνύμου του ειδωλολάτρης· και μολονότι αισθητό μέρος της ελληνικής κληρονομίας αφομοιώθηκε από τον χριστιανισμό, όμως στο σύνολό του, ο όρος «ελληνικός» βαρύνεται με υποψίες, και ο μεταγενέστερος ελληνισμός κυμαίνεται ανάμεσα στις αναμνήσεις του αρχαίου κόσμου και στην δυσπιστία του προς αυτόν. Μόλις λίγο πριν από την πτώση της χριστιανικής αυτοκρατορίας, ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έχει το θάρρος να ονομάσει την Βασιλεύουσα «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων», δίνοντας στον εθνικό όρο νόημα παραπλήσιο προς ό, τι θα έδινε σε ανάλογη ώρα σήμερα Έλληνας ρήτορας. Και όμως, αιώνες ακόμη αργότερα το όνομα «Έλλην» εσήμαινε τους αρχαίους και μόνους Έλληνες στην συνείδηση των πολλών, το επίθετο «ελληνικός» εφαρμοζόμενο στην γλώσσα εδήλωνε αποκλειστικά την αρχαία ελληνική, και εβρέθηκαν συγγραφείς, τον φθίνοντα 18ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα να αποδοκιμάσουν την χρήση του όρου «ελληνικός» προκειμένου για τον νέο ελληνισμό είτε να προτιμήσουν από τον όρο «Έλλην» τους όρους «Ρωμιός» ή «Γραικός», ως απαλλαγμένους από κάθε πρόκριμα.
(«Νεοελληνικός Διαφωτισμός», σ. 2)
Επίσης, στο ίδιο έργο, αναφέρεται ότι τόσο σκοτάδι επέφερε η μακροχρόνια δουλεία και μη αυτονομία του Έλληνα, ώστε χρειάστηκε να διδαχτεί ότι αποτελεί εθνότητα…
[…] Ο Ελληνικός Διαφωτισμός φαίνεται ότι πρώτος εδίδαξε με νομικά επιχειρήματα ότι, έστω και κάτω από τον ζυγό της δουλείας, οι Έλληνες αποτελούσαν χωριστή και αυθυπόστατη εθνότητα.
(ο. π. σ. 18)
Και σε τούτη την αφύπνιση βοήθησε αποφασιστικά η μελέτη της αρχαίας ιστορίας…
Η ιστορία γίνεται αγαπητό ανάγνωσμα των Ελλήνων· παρουσιάζει τότε ανάπτυξη η υπερηφάνεια για τους προγόνους, η λέξη «γένος» προσλαμβάνει ένα αυξημένο συναισθηματικό βάρος και απαντάει στην χρήση με υπερβολική πυκνότητα.
(ο.π. σ. 19)
Η στροφή των Ελλήνων προς τις προγονικές τους ρίζες, έστω και σε αυτό το πρώιμο στάδιο, δεν αρέσει στο Πατριαρχείο. Αποδοκιμάζει την ονοματοδοσία με αρχαιοελληνικά ονόματα…
Δύο χρόνια αργότερα (1819) σε εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αποδοκιμάζεται η «κατά καινοτομίαν», «εισαχθείσα των παλαιών ελληνικών ονομάτων επιφώνησις εις τα βαπτιζόμενα βρέφη των πιστών», λαμβανομένη ως μια καταφρόνησις της χριστιανικής ονοματοθεσίας.
(ο.π. σ. 5)
Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες αψηφούν και τον Πατριάρχη και τα συμφέροντά του, τον ποιμενάρχη τους, αφού ακόμα δεν υπήρχε το λεγόμενο αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας..
[…] Ενώ πριν η ονοματοθεσία γινόταν με μόνο ονόματα του χριστιανικού αγιολογίου, τώρα αρχίζουν να δίνουν και στη βάπτιση ονόματα από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία. Έχουμε ως προς τούτο τρείς χαρακτηριστικές μαρτυρίες, από τον ίδιο χρόνο, 1819. Ο Αλή πασάς παρατηρεί: «Εσείς οι Έλληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη! Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε». Ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, εκπέμπει εγκύκλιο, όπου καταδικάζεται το νέο αυτό έθιμο, το «κατά καινοτομίαν» εμφανιζόμενο, που είναι «μία καταφρόνησις της χριστιανικής ονοματοθεσίας». Ο Κοραής πληροφορείται για την εγκύκλιο και εκφράζει τη γνώμη του σχετικά: «Ταλαίπωρον γένος! Εξ οίων εις οία! Και τούτο κατά την δεκάτην ενάτην εκατονταετηρίδα! Οπότε μέγα μέρος του γένους κινείται εις το να επιστρέψη ανάπαλιν από τα τελευταία ταύτα ελεεινά οία, εις τα προγονικά οία».
(ο.π. σ. 60)
Οι μαρτυρίες αφθονούν και βεβαιώνουν ότι οι Έλληνες (πιο συνειδητά οι μορφωμένοι, λιγότερο συνειδητά οι αμόρφωτες τάξεις) είχαν διατηρήσει την ανάμνηση της αρχαιότητας. Οι λόγιοι, εξάλλου, οι οποίοι είχαν πάντα, για γλώσσα παιδείας, την αρχαία ελληνική και αντλούσαν την επιστήμη τους αποκλειστικά από βιβλία ελληνικά και βυζαντινά, είχαν, επί πλέον, πολύ σαφή αίσθηση μιας πολιτισμικής αλυσίδας που, με διάμεσο το Βυζάντιο, τους ένωνε με την αρχαιότητα. Μια βαθύτερη γνώση της αρχαίας ελληνικής θα καλλιεργούσε μέσα τους την υπερηφάνεια ότι ανήκουν σε μια μεγάλη και ωραία γενιά.
(ο.π. σ. 124)
Ο ιστορικός Finlay, αναφέρεται στην μακραίωνη ιστορική συνέχεια των Ελλήνων και στους αιώνες δουλείας που είχαν ως αποτέλεσμα ο ίδιος λαός να έχει τεράστια πολιτισμική και πνευματική απόκλιση από τους προγόνους του…
Κατά τον Finlay η ιστορία της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια είκοσι αιώνων ξένων κατακτήσεων, παρουσιάζει τον υποβιβασμό και τις συμφορές ενός Έθνους που έζησε το ανώτατο όριο πολιτισμού στον αρχαίο κόσμο. Εν τούτοις όμως ούτε ο εθνικός του χαρακτήρας εξαλείφθηκε ούτε οι εθνικές φιλοδοξίες του έσβησαν. Οι ιστορικοί δεν πρέπει να αγνοούν την ιστορία ενός λαού που ύστερα από τόσες περιπέτειες είχε ακόμη τη δύναμη να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη χώρα. Όπως παρατηρεί ο Finlay, οι συνθήκες της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας δουλείας της, δεν συνετέλεσαν στον εκφυλισμό της κάτω από τους Ρωμαίους και αργότερα από τους Οθωμανούς, οι Έλληνες σχημάτισαν μονάχα ένα ασήμαντο μέρος μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας.
(«Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τ. Α΄, σ. 29, Α. Βασίλιεφ)
Μη γένοιτο, κανείς από ημάς να είναι γνώμης, ότι επειδή η αρχαία Ελλάς έγραψε Ιλιάδα, εστόλισε με πολύτιμες ζωγραφιές την Ποικίλη Στοά των Αθηνών, αρίστευσε εις την Σαλαμίνα ή έχυσε φως πολιτισμού εις τα Εσπέρια Έθνη, πρέπει σήμερον οι λαοί της Ευρώπης να μας κοιτάζουν εις τα μάτια, τι θέλομεν. Η λάμψις των προγόνων θεατρίζει την ασχήμια των τέκνων, αν οι μεταγενέστεροι είναι ανόμοιοι των επαινεμένων αρχαίων, ή κοιμώμενοι εις ταις προπατορικαίς δάφναις ταις άφησαν να μαραούν και να τριφθούν, αν μίσος φθόνος, δεισιδαιμονία, ανανδρία, εμφύλιοι πόλεμοι έξωσαν την ελευθερίαν, και αρετήν.
(«Προλεγόμενα του Γ. Τερτσέτη», στα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη)
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος…
Από γενιά σε γενιά οι Έλληνες αποκόπτονται από τις ρίζες του ανεπανάληπτου πατρογονικού πολιτισμού και αφελληνίζονται. Για ελευθερία και γλώσσα μιλούσε ο Σολωμός. Και η γλώσσα είναι ο πυρήνας της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Η γνωριμία, ωστόσο, με την αρχαία γλώσσα θεωρείται συχνά προγονοπληξία που δεν συμβιβάζεται με τον «εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας. Κι ας είναι η αρχαία ελληνική ιδεολογικό έρεισμα των ευρωπαϊκών γλωσσών, οικουμενική γλώσσα κι ακόμα η γλώσσα των θεσμών, της δημοκρατίας, των υψηλών ιδεωδών, η γλώσσα της ειρήνης και του ελεύθερου ανθρώπου. Οι ξένοι την καλλιεργούν, οι Έλληνες την απολακτίζουν. Η κλασσική παιδεία, θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού εξοβελίζεται και μυκτηρίζεται στην γενέτειρά της («Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων», σ. 13).
Αναφέρεται επίσης, και στις προσπάθειες ανθελλήνων..
Οι Έλληνες ειδικά, γράφει ο Toynbee, δίνουν μια αυθαίρετη εικόνα στην ιστορία τους, προσπαθούν να χαλκεύσουν μια φανταστική ιστορία. Ένας άλλος Άγγλος, ο αρχαιολόγος B. Trigger ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν την αρχαιολογία για να θεμελιώσουν στα παλιά «μεγαλεία» την εθνική τους ταυτότητα. Κατά τον Trigger ύστερα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εξαφανίζεται ο συσχετισμός εθνικισμού-αρχαιολογίας χάρη στην ανάπτυξη και την πολιτική και οικονομική συνεργασία. Στην Ελλάδα ειδικά όπου «διάφορες δυσαρέσκειες εκτρέφουν τον εθνικισμό», η αρχαιολογία θεωρείται «χρονικό ενός ένδοξου παρελθόντος». Υποστηρίζουν δηλαδή αμφότεροι ότι οι Έλληνες διαστρέφουν και παραποιούν την ιστορία, ότι δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους προγόνους και φυσικά κανένα δικαίωμα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και κυρίως να αξιώσουν επιστροφή των λεηλατημένων καλλιτεχνικών θησαυρών. Η αρχαιολογική, ωστόσο, επιστήμη έχει καταδείξει ότι η ταυτότητα ενός λαού είναι συνάρτηση εδαφικού χώρου και των κατοίκων και της διάρκειας αυτού του δεσμού. Στην Ελλάδα, η ταύτιση χώρου και λαού είναι απόλυτη αφού η γλώσσα είναι παρούσα και ζωντανή επί τρείς χιλιετίες.
(ο.π. σ. 19)
Ο άρρηκτος σύνδεσμος αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και νεοελληνισμού, αποτυπώνεται στις διαμαρτυρίες εναντίον των αρχαιοκαπήλων που λυμαίνονταν (και λυμαίνονται) τις αρχαιότητες της ελληνικής γης. Ας δούμε κάποιες από αυτές…
Αθανάσιος Ψαλίδας (Ηπειρώτης λόγιος, 1809):
Εσείς οι Άγγλοι μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά! Οι Έλληνες θα έρθουν μια ημέρα να τα ξαναζητήσουν!
Λόρδος Byron:
Καταραμένη η ώρα, Ελλάδα, που Άγγλοι πάλι πλήγωσαν τα στήθη σου και τους θεούς σου.
Laborde (Γάλλος αρχαιολόγος):
Αυτοί οι απόγονοι των αρχαίων Αθηναίων είχαν, το παραδέχομαι, διαφθείρει τη γλώσσα του Δημοσθένη και είχαν παραδώσει στη λήθη την καλλιέργεια των Γραμμάτων και των Τεχνών. Διατηρούσαν όμως τον ευγενικό χαρακτήρα της φυλής και το σεβασμό τουλάχιστον για όλα εκείνα που προκαλούσαν ενθουσιασμό στους προγόνους τους.
Ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) ως υπουργός των Εσωτερικών για την συγκέντρωση των αρχαιοτήτων στα σχολεία και όχι στα χέρια αρχαιοκάπηλων και πατριδοκάπηλων…
Να αποκτήσει με τον καιρόν παν σχολείον το μουσείον του· πράγμα αναγκαιότατον δια την ιστορίαν, δια την ανακάλυψιν των αρχαίων ονομασιών των πόλεων και τόπων, δια την γνώρισιν της δεξιότητος των προγόνων μας και δια την οποίαν δικαίως έχουσιν ως τα τοιαύτα τα σοφά της Ευρώπης έθνη, οι οποίοι μας μέμφονται, διότι τα χαρίζομεν ή τα πωλούμεν αντί μικρού τμήματος εις τους θαμίζοντας εις την Ελλάδα περιηγητάς των
Ο Μακρυγιάννης αγοράζει ο ίδιος αρχαιότητες για να τις αποδώσει πάλι στο νεοελληνικό κράτος…
Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα είχαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις το Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν. Άντεσα κι εγώ εκεί πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες και τους μίλησα. Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν να μην το καταδεχθείτε να βγούν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν. Βγάζω και τους δίνω τριακόσια πενήντα τάλαρα
Ο Ίων Δραγούμης, στο σύγγραμμά του «Η Μεγάλη Ιδέα» αναφέρει…
Εφόσον η Ελληνική φύσις θα υπάρχη, θα υπάρχη και το Ελληνικόν πνεύμα. Αλλά αυτό, ιδιαιτέρως, ξεχωριστά από τας άλλας φυλάς είναι κυρίως πνεύμα εκπολιτισμού και γενικοτέρας προόδου της ανθρωπότητος. Αυτό το πρόσωπο έπαιξε πάντα εις την Ιστορίαν. Από τότε που η μυθική προσωποποίησίς του, ο Προμηθεύς , έκλεψε το πυρ από τους θεούς, μια μυστική ανησυχία προόδου, που παίρνει χίλιες μορφές και είναι ατομική, και είναι φιλοτιμία, φιλοπρωτία, φθόνος, και είναι γενική και είναι φιλομάθεια, ενθουσιασμός, ξενολατρεία, μια μυστική ανησυχία προόδου, που έρχονται ώρες να προξενή λύπην και πόνον, είναι το βάθος της Ελληνικής ψυχής.
(σελ. 6-7)
Ο Φρειδερίκος Νίτσε…
Ας πάμε όμως στο άφθαστο πρότυπό μας, να δούμε τι σημαίνει λαός υγιής. Οι Έλληνες, κατεξοχήν υγιείς, δικαίωσαν τη φιλοσοφία εσαεί με την ίδια τη σκέψη τους: Καταπιάστηκαν μαζί της περισσότερο απ’ οποιονδήποτε λαό. Δεν μπόρεσαν να σταματήσουν όταν έπρεπε: Ακόμα και στα ισχνά τους γεράματα παρέμειναν φλογεροί λάτρεις, έστω κι αν φιλοσοφία τότε έλεγαν πια μονάχα τις θεοσεβείς σοφιστείες και τα πανιερώτατα ψιλολογήματα της χριστιανικής δογματικής.
(«Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας», σ. 42)
Θα ήταν ασυγχώρητο, αν παραλείπαμε τον Αδαμάντιο Κοραή που τόσο αγωνίστηκε για τον φωτισμό του έθνους. Έτσι, στο «Σάλπισμα πολεμιστήριον», το 1801, γράφει…
Φανταστείτε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την μητέρα σας την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Ελλάδα… Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των παλαιών εκείνων Ελλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Ελλάδος τυράννους. Ο κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σας εξισώσει με τους ήρωας του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας.
Σε υπόμνημά του «Προς την Ευρώπη», γράφει…
Το έθνος θεωρεί κατά πρώτον το απεχθές της αμαθείας του θέαμα, και φρίττει περιφέρον τα βλέμματα επί της απείρου αποστάσεως, ήτις το αποχωρίζει από την αρχαίαν δόξαν των προγόνων του. Εν τούτοις η οδυνηρά αύτη ανακάλυψις δεν απέλιπε τους Έλληνας· «καταγόμεθα», είπον καθ’ εαυτούς, «εκ των Ελλήνων, πρέπει να προσπαθήσωμεν ίνα αναδειχθώμεν άξιοι του ονόματος τούτου, ή να μη φέρωμεν πλεόν αυτό».
(«Υπόμνημα προς την Ευρώπη», 1803)
Σε επιστολή του προς τους Σμυρναίους…
Ούτοι εδώ έλαβον τας Επιστήμας από τους προγόνους μας· και αν έλειπον των Ελλήνων τα συγγράμματα, ίσως ακόμη, καθώς άλλην φοράν, ήθελον ζώσιν εις τους λόγγους τρεφόμενοι με βαλανίδια. Πρέπει όμως να ομολογήσωμεν την αλήθειαν, ό, τι έλαβον από τους προγόνους μας, το εκατονταπλασίασαν και το εχιλιοπλασίασαν με την επιμέλειάν των, και με τον καλόν τρόπον εις τον οποίον παραδίδουσι τας επιστήμας. Επειδή λοιπόν, από δυστυχίαν, είμεθα την σήμερον αναγκασμένοι ημείς οι απόγονοι των θαυμαστών Ελλήνων να ζητώμεν και να λαμβάνωμεν από τούτους την προγονικήν ημών κληρονομίαν, ανάγκη είναι, φίλοι και αδελφοί, να μιμιθώμεν και τον τρόπον, με τον οποίον αυτοί επολλαπλασίασαν το τάλαντον.
(«Προς τους Σμυρναίους», 1803)
Στην ίδια επιστολή…
Η γλώσσα των Ελλήνων πρέπει εις ημάς μάλιστα τους Έλληνας να είναι η βάσις και το θεμέλιον πάσης επιστήμης. Και αν οι αλλόφυλοι έχωσι εις τοσαύτην τιμήν την Ελληνικήν γλώσσαν, πόσω μάλλον πρέπει ημείς να καταγινώμεθα εις την προγονικήν μας κληρονομιάν; Εξεύρετε φίλοι ότι και εις τα δύο Παρλαμέντα της Αγγλίας ολίγοι την σήμερον ευρίσκονται, οι οποίοι δεν έχουν είδησιν, άλλος πολλήν, άλλος ολίγην, της Ελληνικής γλώσσης; Και ποια κατάρα Θεού εύρηκε τους ταλαιπωρημένους Γραικούς να αμελώσι το προγονικόν των κτήμα; Να μην καταλαμβάνωσι τα συγγράμματα των προπατόρων αυτών εις τα οποία οι σοφοί Ευρωπαίοι προσφέρουσι τόσον σέβας;
Στον «Διάλογο δύο Γραικών», υπενθυμίζει τις προγονικές μας ονομασίες…
Από τας αναριθμήτους, φίλε μου, δυστυχίας, όσες προξενεί η βαρβάρωσις εις τα έθνη, μία είναι και το να λησμονώσιν έως και αυτήν την αρχήν και το όνομα της γενεάς των. Οι πρόγονοί μας ωνομάζοντο το παλαιόν Γραικοί· έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένον έθνος, αλλ’ από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα, το Έλλην, καθώς ημείς ονομαζόμεθα, συ Κλεάνθης, Αριστοκλής, εγώ. Εν από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το, Γραικοί, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης. Αν προκρίνεις το, Έλληνες, ονομάζου, φίλε μου, Έλλην· αλλά, η, δια τους οικτιρμούς του Θεού, Ρωμαίος.
(«Διάλογος δύο Γραικών», 1805)
Λυπάμαι που θα γίνω κάπως δυσάρεστος, αλλά δυστυχώς ο Νεοέλληνας «Ρωμιοποιημένος» και τελείως έξω από την δημιουργική ελευθερία του πνεύματος, ουραγός και ραγιάς, πνέει τα λοίσθια. Η εκβαρβάρωσή του τείνει στο πλήρες, και τούτο ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Εδώ, ας θυμηθούμε τι λένε ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» και ο Καβάφης στο ποίημα «Ποσειδωνιάται», ότι η εκβαρβάρωση συντελείται με την απώλεια τόσο των εθίμων όσο και της γλώσσας. Και φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε πλέον ούτε να μιλήσουμε καν σωστά Ελληνικά. Πόσο περισσότερο λυπηρό το να μην γνωρίζουμε την ιστορία μας… Εύγε στην παιδεία μας.
Πηγές
1. Γ. Πουρναράς, «Ταξίδι στην ελληνική προϊστορία».
2. Κ. Δημαράς, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός».
3. Α. Βασίλιεφ, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τ. Α΄
4. Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη.
5. Κ. Σιμόπουλος, «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων».
6. Ι. Δραγούμης, «Η μεγάλη Ιδέα».
7. Φ. Νίτσε, «Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας».
8. Α. Κοραής, «Άπαντα», τ. 2.
- Έρευνα : Το πόνημα ανάρτησε ο συγγραφέας με το ψευδώνυμο «Διομήδης» στο //www.pare-dose.net/ το έτος 2019
- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑ : ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ