Ναύκληροι στην Μίλητο την ρωμαϊκή εποχή

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 

ΑΡΧΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ : Ναύκληροι στην ρωμαϊκή Μίλητο 

Ηλίας Αρναούτογλου 

Λαμβάνω υπόψη μου το υλικό μέχρι τα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. με εξαίρεση τις πηγές από την Αίγυπτο όπου ο όρος ναύκληρος περιλαμβάνει και τους εμπλεκόμενους με τη ναυσιπλοΐα στον Νείλο.



Περιγραφή του τεκμηρίου
Η επιγραφή βρέθηκε το καλοκαίρι του 2011 κατά τη διάρκεια έρευνας πεδίου από το Ruhr-Universiteit του Μπόχουμ στην περιοχή Humei-tepe της αρχαίας Μιλήτου. Εκεί βρισκόταν το ένα από τα δύο ανατολικά λιμάνια της Μιλήτου. Στα ερείπια της νότιας σωζόμενης πύλης του θαλασσίου τείχους εντοπίστηκε, μαζί με ένα άγαλμα γυναικός, μαρμάρινη στήλη, σπασμένη στο κάτω μέρος, με διαστάσεις ύψ: 125, πλ: 63 και πάχ: 27 εκ. Οι εκδότες, Ehrhardt & Günther (2013), εικάζουν ότι ενδεχομένως να είχε αναρτηθεί στη μια πλευρά της πύλης.
[Για τα λιμάνια της αρχαίας Μιλήτου βλ. Brückner, H., Herda, A., Müllenhof, M., Rabbel, W. & H. Stümpel (2013) “On the Lion harbour and other harbours in Miletos: recent historical, archaeological, sedimentological, and geophysical research” Proceedings of the Danish Institute at Athens 7, 49-103 και ιδιαίτερα τις σελ. 91-92, όσον αφορά το λιμάνι στην περιοχή του οποίου βρέθηκε η επιγραφή. Για τις αγορές στην ελληνιστική Μίλητο βλ. Emme, B. (2013) ““Das Märchen von den drei Märkten”. Bauten merkantiler Funktion und die städtebauliche Entwicklung des hellenistischen Milet” IstMitt 63, 51-74 ιδιαίτερα 70 όπου αναφέρεται στην ύπαρξη τεσσάρων αποθηκευτικών χώρων (tabernae) των αρχών του 2ου αιώνα μ.Χ κοντά στην περιοχή]


Το κείμενο της επιγραφής

Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ θεοῦ
Τραϊανοῦ Παρθικοῦ υἱὸς
θεοῦ Νέρουα υἱωνὸς Τραϊαν[ὸς]
4 Ἁδριανὸς σεβαστὸς, ἀρχιερ[εὺς]
μέγιστος, δημαρχικῆς ἐξουσία[ς]
τὸ ιε΄, ὕπατος τὸ γ΄, πατὴρ
πατρίδος, Μιλησίων τοῖς ἄρχουσιν
8 καὶ τῆι βουλῆι καὶ τῶι δήμωι
vacat       χαίρειν.        vacat
Ναυκλήρων οἶκον ἔχειν
δίδωμι ὑμῖν καὶ τὸν νόμον,
12 καθ’ὃν ἠξίωσαν συντετάχθαι,
βεβαιῶ.      vacat     Ἐπρέσβευεν
Κοσσούτιος Φρόντων
καὶ Αἰλιανὸς Πολίτης.     folium
16 vacat       Εὐτυχεῖτε      vacat
Ἐπὶ ὑπάτων Σεργίου Λ{ε}αίνα
Ποντιανοῦ καὶ Μ. Ἀντω[νίου]
[Ῥουφίνου -----------------------]


Απόδοση στα Νέα Ελληνικά 
Ο αυτοκράτορας Καίσαρας Τραϊανός Αδριανός Σεβαστός, γιος του θεοποιημένου Τραϊανού Παρθικού, εγγονός του θεοποιημένου Νέρβα, μέγιστος αρχιερέας, κάτοχος της δημαρχιακής εξουσίας για 15η φορά, ύπατος για 3η φορά, πατέρας της πατρίδας, προς τους άρχοντες και την βουλή και τον δήμο των Μιλησίων, χαιρετισμούς.
Σας παρέχω (τη συναίνεση μου) για να υπάρχει σωματείο (οἶκος) ναυκλήρων και επιβεβαιώνω το νόμο, σύμφωνα με τον οποίον αποφάσισαν να οργανωθούν (συντετάχθαι). Εστάλησαν ως πρέσβεις ο Κοσσούτιος Φρόντων και ο Αιλιανός Πολίτης. Να είστε ευτυχείς.
Όταν ύπατοι ήταν ο Σέργιος Λαίνας Ποντιανός και ο Μ. Αντώνιος Ρουφίνος --------------------------


Η επιγραφή διασώζει το πλήρες κείμενο μιας επιστολής του Αδριανού [Άλλες λακωνικές επιστολές του Αδριανού: Oliver, GC 87 (IDidyma 494, περ. 135 μ.Χ., αποδοχή του αξιώματος του προφήτη), SEG 37.593 (Μακεδονία, 137 μ.Χ.) και SEG 56.1359 III (Αλεξάνδρεια Τρωάς, 134 μ.Χ.)] προς τους άρχοντες, την Βουλή και τον δήμο των Μιλησίων [Άλλες επιγραφές που μαρτυρούν την επαφή των Μιλησίων με τον αυτοκράτορα ή τον διοικητή, IDidyma 107, 218, 264, 269-270, 272, 299+300, 301, 332, SEG 38.1212, 45.1604, όλες του 2ου αι. μ.Χ. Η προσφώνηση Μιλησίων τοῖς ἄρχουσιν/ καὶ τῆι βουλῆι καὶ τῶι δήμωι εμφανίζεται και στις επιγραφές IDidyma 494, 9-10 (137/8 μ.Χ.) και SEG 38.1212 (177 μ.Χ.) . Είναι πιθανό οι στ. 17-18 να αποτελούν την αρχή ενός άλλου κειμένου από το οποίο διατηρείται μόνο η ρωμαϊκή χρονολόγηση (βλ. INapoli I 44 (194 μ.Χ.), 84-85 (71 μ.Χ.), SEG 36.923 (79-96 μ.Χ.), SEG 40.1232-33 (79 μ.Χ.), IDidyma 81 (202 μ.Χ.), Corinth 8 (1), 16 (181 μ.Χ.). 
Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε εάν τα δύο κείμενα συνδέονται θεματικά. Είναι, όμως, πιθανόν το δεύτερο κείμενο (εάν υπάρχει) να αφορούσε και αυτό κάποια έκφανση της δραστηριότητας των ναυκλήρων]. Με αυτήν ο Αδριανός συναινεί στην οργάνωση σωματείου ναυκλήρων στην Μίλητο (ναυκλήρων οἶκον ἔχειν δίδωμι ὑμῖν) και επιβεβαιώνει το «καταστατικό» του σωματείου (καὶ τὸν νόμον καθ’ ὃν ἠξίωσαν συντετάχθαι βεβαιῶ) [Οι Ehrhardt & Günther (2013: 206) σημειώνουν την αντιστοιχία μεταξύ ἀξιῶ και petitio και επιπλέον υπογραμμίζουν ότι οι ναύκληροι πήραν την πρωτοβουλία υποβολής της αίτησης.
Στο κείμενο της επιγραφής όμως το ρήμα ἠξίωσαν συναρτάται με το απαρέμφατο συντετάχθαι και επομένως δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως petitio, αλλά ως απόφαση των ναυκλήρων, LSJ s.v. ἀξιόω ΙΙΙ.2 to think fit, expect, consent, resolve].

Η επιστολή παρότι σύντομη θέτει μια σειρά ζητήματα που άπτονται τόσο της κοινωνικής ιστορίας όσο και της ιστορίας του δικαίου, στα οποία θα προσπαθήσω να απαντήσω.

Γιατί οι Μιλήσιοι και όχι οι ναύκληροι επιζητούν την αυτοκρατορική επιβεβαίωση; 
Είναι αυτοί που ιδρύουν το σωματείο; 
Γιατί οι Μιλήσιοι απευθύνονται στον αυτοκράτορα και όχι στον ρωμαίο διοικητή; 
Σημαίνει ότι το σωματείο εξαρτάται από την πόλη; 
Η αυτοκρατορική έγκριση αποτελεί νομικό προαπαιτούμενο ή είναι μία κίνηση που αποσκοπεί στην εκμαίευση μιας βεβαίωσης με στόχο την ενίσχυση του γοήτρου του σωματείου; 
Ασκεί κάποια επίδραση η πολιτική αυστηρής εποπτείας στο χώρο των σωματείων της εποχής του Τραϊανού; 
Ποια είναι η θέση των «ναυκλήρων» στην κοινωνική ιεραρχία της Μιλήτου;

Ιστορικά σχόλια
Χάρη στην αναφορά στην 15η δημαρχία και 3η υπατεία του Αδριανού και στους υπάτους (consules ordinarii) Ποντιανό (PIR2 O 46) και Ρουφῖνο (PIR2 A 868), οι οποίοι είναι ήδη γνωστοί στην ρωμαϊκή προσωπογραφία, η επιγραφή χρονολογείται το 131 μ.Χ. Γνωρίζουμε ότι την εποχή αυτή ο Αδριανός είχε ολοκληρώσει το τελευταίο του ταξίδι στις ανατολικές επαρχίες και επέστρεφε στην Ρώμη. Αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια την άνοιξη του 131 μ.Χ. και μέσω των μικρασιατικών παραλίων κατέληξε στην βόρεια Ελλάδα το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Πέρασε τον χειμώνα του 131/2 μ.Χ. στην Αθήνα. Επομένως, είναι πολύ πιθανό μεταξύ της άνοιξης και του φθινοπώρου του 131  η βουλή και ο δήμος των Μιλησίων να επεζήτησαν την αυτοκρατορική επιβεβαίωση, με την αποστολή πρεσβείας αποτελούμενης από δύο σημαίνοντες Μιλησίους, κατόχους της ρωμαϊκής πολιτείας.
Ειδικότερα ο Γάϊος Κοσσούτιος Φρόντων διετέλεσε άρχοντας το 123/4 μ.Χ. [Γάιος Κοσσούτιος Φρόντων: IMilet i 230, 12-13: τιμητική επιγραφή για τον Αδριανό σε μαρμάρινη βάση προφανώς αγάλματος. To gentilicium μαρτυρείται ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. στην ανατολική Μεσόγειο (Δήλος, Μακεδονία) και οι φορείς του ανήκαν σε οικογένεια Ρωμαίων ιππέων, προερχομένων από την Καμπανία, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο μαρμάρου, εισήλθαν στη Σύγκλητο κατά τον 1ο αι. π.Χ. αλλά δεν μαρτυρούνται μετά το 40 π.Χ., βλ. Torelli, M. (1980) “Industria estrattiva, lavoro artigianale, interessi economici: qualche appunti” στον τόμο των D’Arms, J. H. & E. C. Kopff (eds) The seaborne commerce of ancient Rome. Studies in archaeology and history, 313-23, Rome και Tataki, Argyro (2006) The Roman presence in Macedonia. Evidence from personal names, 197 no. 169, Athens. Ίσως στην ίδια οικογένεια ανήκε και το νεαρό άτομο, Γάϊος Κοσσούτιος παῖς, του οποίου σώζεται το επιτύμβιο μνημείο, IMilet ii 532]

Ο άλλος πρέσβυς, ο Αἰλιανός Πολίτης ήταν πρόγονος (πατέρας ή παππούς) του Αἰλιανοῦ Ἀσκληπιάδου Πολίτη, μέλους πρεσβείας της πόλης προς τον Μ. Αυρήλιο και Κόμμοδο το 177 μ.Χ. σχετικά με τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων [ΙMilet iii 1075, 20-21: Αἰλιανὸς Ἀσκληπιάδης Πολίτης].


H Μίλητος εθεωρείτο, ήδη από το 39/38 π.Χ., ελεύθερη πόλη (civitas libera) και ήταν μία από τις πόλεις της επαρχίας της Ασίας, όπου συνεκαλείτο η ἀγορά (conventus) του ρωμαίου διοικητή. Επομένως, οι Μιλήσιοι είχαν διατηρήσει την δικαιική τους αυτονομία απέναντι στη ρωμαϊκή διοίκηση. Για τον λόγο αυτό και προσφεύγουν απευθείας στον αυτοκράτορα .


Ανάλυση όρων κλειδιών της επιγραφής
Ο όρος ναύκληρος μπορεί να σημαίνει τόσο τον ιδιοκτήτη ενός πλοίου, όσο και αυτόν που το εκμεταλλεύεται αλλά και τον καπετάνιο του πλοίου . Το ίδιο ισχύει και για τον λατινικό όρο navicularius παρά τις αντιρρήσεις που κατά καιρούς εκφράσθηκαν [Βλ. τη σχετική συζήτηση και βιβλιογραφία di Salvo (1992: 225)].
Ναύκληροι εμφανίζονται στα επιγραφικά τεκμήρια ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα στην Αθήνα, παραμένει όμως αδιευκρίνιστο εάν ήταν οργανωμένοι σε σωματείο. Πάντως, στην ελληνιστική Αθήνα και Δήλο, ο όρος συνοδεύει τους ἐμπόρους και τους ἐγδοχεῖς, οι οποίοι έχουν ήδη οργανωθεί σε σωματεία με βάση την πόλη καταγωγής τους.

Ο όρος οἶκος μαρτυρείται σε 10 επιγραφές και τουλάχιστον στις 8 σημαίνει, αδιαμφισβήτητα πλέον, το σωματείο. [Στην επιγραφή ΤΑΜ iv 22 από τη Νικομήδεια η di Salvo (1992: 377) βλέπει ανεπιφύλακτα ένα σωματείο, βλ. όμως τις επιφυλάξεις των Eck, W. & B. Zissu (2001) “A nauclerus de oeco poreuticorum in a new inscription from Ashkelon/Ascalon” SCI 20, 92 τις οποίες συμμερίζομαι και επαυξάνω, ο όρος ναυκληρ[ικός] συμπληρώνεται. Σε αυτήν την περίπτωση προσδιορίζει τον όρο οἶκος ο οποίος συνδέεται παρατακτικά με τον όρο τέμενος.

Επομένως, οἶκος δεν μπορεί να είναι το σωματείο αλλά το κτίριο όπου στεγαζόταν το σωματείο. Εάν ο όρος οἶκος δήλωνε το σωματείο θα έπρεπε να συμπληρώναμε ναυκλήρ[ων]. Σε αυτήν την ερμηνεία συνηγορεί και η αποκατάσταση του ρήματος κατασκευασθῆναι και το ρήμα καδιέρωσε στον επόμενο στοίχο). Ο Bounegru (2006b: 1560-1) λανθασμένα συσχετίζει τον όρο οἶκος με τον λατινικό schola, καθώς ο ελληνικός όρος είναι κατά πολύ πρωϊμότερος]

Ο τύπος συντετάχθαι (απαρέμφατο παρακειμένου του ρήματος συντάσσομαι) με την έννοια του «οργανώνω» σπάνια μαρτυρείται σε επιγραφές.

Δίδωμι 
Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς η χρήση του δίδωμι συνήθως υπονοεί την παροχή κάποιου προνομίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως αδυνατώ να καταλάβω σε τι συνίσταται το προνόμιο για τη Μίλητο [SEG 56.1359 (Αλεξάνδρεια Τρωάς,134 μ.Χ): δίδωμι ὑμεῖν τὴν ἀνάπτωσιν, ἐπεισάγειν δὲ ταῖς πόλεσιν ἁναλώματα. Oliver, GC, αρ. 79: τά τε οὖν τέλη ἐκ τῆς χώρας δίδωμι ὑμεῖν καὶ τὴν οἰκίαν… Επιστολή Αδριανού, IG ii2 1102, 10-13 (Αθήνα, 131/2 μ.Χ.): ἴστε ὡς πάσαις χρῶμαι προφάσεσιν τοῦ εὐ ποιεῖν καὶ/ δημοσίᾳ τὴν πόλιν καὶ ἰδίᾳ Ἀθηναίων τινάς, τοῖς παισίν/ ὑμῶν τοῖς [τε νέοις τὸ γυμνάσ]ιον δίδωμι πρὸς τῷ κόσμ/ον [γενέσθαι τῇ πόλει καὶ …].

Βεβαιῶ
Οι Ehrhardt & Günther (2013: 206) σημειώνουν την αντιστοιχία μεταξύ του βεβαιῶ και confirmare.

Επιστολή του Τιβερίου στη γερουσία της Εφέσου, JÖAI 62 (1993) 114 αρ. 3 (Έφεσος, 12/13 μ.Χ.): ἃ τείμια καὶ φιλάνθρωπα ὅ τε πά[ππος μου καὶ]/ [ὁ πατὴρ ἐπε]βεβαίωσαν,

Επιστολή του ανθυπάτου Π. Πετρώνιου, JÖAI 62 (1993) 117 αρ. 9 (Έφεσος, 30/31 μ.Χ.): ἐντυχόντος μοι … καὶ γυμνασιάρχου ὑμῶν αἰτησαμένου ἐπιβεβαιῶσαί με, ὅσα ὁ Σεβαστὸς [θεοῦ υἱὸς] καθὼς καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ ἀνθύπατοι ἔγραψαν … 

Επιστολή του Αδριανού, SEG 55.1415, 9-12 (Ιεράπολη Φρυγίας, 117 μ.Χ.): … ὅσα δὲ δίκαια τοῖς τε πατρίοις ὑμῶν θεοῖς ὑπὸ βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων καὶ τῆς συνκλήτου, ἐπικυρωθέντα δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ θεοῦ πατρός μου, περὶ τῆς ἀσυλίας ἐδόθη, ταῦτα καὶ [ἐγὼ βεβαιῶ]…

Επιστολή του Αδριανού, SEG 33.855, 5-7 (SEG 50.1096 II, Αφροδισιάς, 119 μ.Χ.): τὴν μὲν ἐλευθερίαν καὶ αὐτονομίαν καὶ τὰ ἄλλα/ τὰ ὑπάρξαντα ὑμεῖν παρά τε τῆς συνκλήτου καὶ/ τῶν πρό ἐμοῦ αὐτοκρατόρων ἐβεβαίωσα πρόσθεν.

Επιστολή του Αδριανού, SEG 50.1096 IΙI (Αφροδισιάς, 125 μ.Χ.): τοὺς πόρους οὓς ἀπετάξατε εἰς τὴν τοῦ ὕδατος καταγωγὴν βεβαιῶ … 

Αυτοκρατορική επιστολή, SEG 38.1447, 11-15 (Βάλβουρα, Λυκία, 158-161 μ.Χ.): τὴν φιλοτειμίαν, ἣν έπιδέδει/κται πρὸς ὑμᾶς Μελέαγρος/ Κάστορος, [ἐπήν]εσα, [β]εβαιῶ <τὸν>/ [ἀ]γῶν[α γυμνικ]ὸν μουσικὸν/ ἐν τῇ [ὑμετ]έρᾳ πόλει

Επιστολή του Μ. Αυρηλίου, FD iii (4) 313, 13 (Δελφοί, 164/5 μ.Χ.): καὶ ὑφ’ ἡμῶν ὑμῖν δεδόσθαι ὅ τι ὁ θεὸς πατὴρ ἡμῶν ἐβεβαίωσεν 

Επιστολή του ανθυπάτου Ταύρου, Ep.An. 11 (1988) 53-57 (Τράλλεις?, 2ο μισό 3ου αι. μ.Χ.): καὶ αὐτὸς σύμψηφος ὑμῶν τῇ γνώμῃ γεινόμενος βεβαιῶ… 

Κανονιστική διάσταση της επιστολής
Οι εκδότες του κειμένου, παρά τον άψογο ιστορικό σχολιασμό, αντιμετωπίζουν με δισταγμό και μάλλον συντηρητικά τα νομικά και θεσμικά στοιχεία της επιγραφής, ενώ αφιερώνουν πολύ λίγο χώρο στη διερεύνηση τους.
Ειδικότερα, βασιζόμενοι στην διάταξη των Πανδεκτών 3.4.1 (Gaius libro tertio ad edictum provinciale) και στην ερμηνεία της από τον Sirks (1991: 81-94), υποστηρίζουν ότι η έγκριση του αυτοκράτορα ήταν απαραίτητη για την πόλη εφόσον ήθελε να ιδρύσει το εν λόγω σωματείο αλλά και για τη νομική ισχύ του «καταστατικού».
Στόχος της αίτησης ήταν, σύμφωνα με τους εκδότες, είτε η νομιμοποίηση των ναυκλήρων κατά τη διεκδίκηση συμβολαίων μεταφοράς είτε η έγκριση κάποιου ταμείου αλληλοβοηθείας μεταξύ των μελών σε περίπτωση θανάτου.


Επιτρέψτε μου να επισημάνω τα εξής προβληματικά σημεία της παραπάνω ερμηνείας:
 i) Είναι πρωτόγνωρο στην ελληνο-ρωμαϊκή αρχαιότητα μία πόλη να ιδρύει επαγγελματικό σωματείο. Αντίθετα, πόλεις μπορούν να οργανώνουν με διαφορετικούς τρόπους το σώμα των πολιτών, να συγκροτούν γερουσία και να ζητούν την επιβεβαίωση του ρωμαίου διοικητή [TAM ii 175 (Σίδυμα, Λυκία, 185-192 μ.Χ.), βλ. και την θεώρηση του de Ligt (2001: 352-3) όπου παρά την υπερβολική ρητορική στην απάντηση του διοικητή, τα Σίδυμα μπορούσαν να συστήσουν τη γερουσία χωρίς την έγκριση του ρωμαίου διοικητή] ή να οργανώνουν ομίλους νέων και να επιζητούν την επιδοκιμασία της ρωμαϊκής συγκλήτου, [CIL III 7060bis και 12244 (Κύζικος, 138-160 μ.Χ.) την οποία ο de Robertis (1938: 234) την παραλληλίζει με την επιγραφή CIL ii 1167 (Sevilla, έγκριση ενός collegium centonariorum). 
Νωρίτερα ο Forbes (1933: 40-41) είχε παρουσιάσει μια πολύ πιο μετριοπαθή προσέγγιση. Ο Radin (1909) μίλησε για ματαιοδοξία των Κυζικηνών, αξιολόγηση που δεν συμμερίζομαι. Πιστεύω πολύ πιο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται η άποψη του de Ligt (2001), ο οποίος υποστήριξε ότι η έγκριση της Συγκλήτου, έστω και κενή νομικού περιεχομένου, θα επέτρεπε στο σωματείο των νέων να υπερασπιστεί τα δίκαια και τα προνόμια του, επικαλούμενος το κληροδότημα του Φλ. Δημοσθένη από το Οινόανδα της Λυκίας (της περιόδου του Αδριανού και αυτό)] χωρίς όμως ούτε αυτό να μπορεί να θεωρηθεί υποχρεωτικό [βλ. de Ligt (2001: 356-7), ο οποίος τονίζει τον οιονεί δημόσιο χαρακτήρα των παραπάνω σωματείων, γεγονός που τα εξαιρούσε από οποιαδήποτε απαγόρευση και επομένως και από την αναγνώριση του jus coeundi],

ii) από πουθενά δεν προκύπτει ότι η αυτοκρατορική επιβεβαίωση είναι απαραίτητη για την ισχύ της ιδρυτικής πράξης, ότι έχει δηλαδή συστατικό χαρακτήρα. Αντίθετα, από την επιστολή προκύπτει ότι οι πρέσβεις των Μιλησίων υπέβαλαν ένα ήδη υπάρχον και ενεργοποιημένο «καταστατικό», όπως προκύπτει από τον τύπο «συντετάχθαι», ο οποίος υπονοεί πως το σωματείο είχε ήδη οργανωθεί πριν την υποβολή του «καταστατικού» στον αυτοκράτορα [Στο ίδιο πνεύμα ήδη ο Waltzing (1895-1900: I 337) “Sous l’Empire, on devait demander l’autorisation, qui etait la confirmation ou la reconnaissance legale d’un fait accompli car generalement le college existait deja de fait. Rarement c’etait l’Etat lui-meme, c’est-a-dire l’empereur ou le gouverneur de la province, qui prenait l’initiative”].
Επιπλέον, η Μίλητος ως «ελεύθερη» πόλη θα μπορούσε να μην είχε ζητήσει την αυτοκρατορική συναίνεση, χωρίς αυτό να επηρεάσει τη λειτουργία του οἶκου των ναυκλήρων, [cf. de Robertis (1938: 237-8), ο οποίος υποστήριξε ότι στις ελεύθερες πόλεις η αναγνώριση της σωματειακής αυτονομίας υπαγόταν στην έγκριση του διοικητή της επαρχίας, με βάση τις επιστολές του Πλινίου, αγνοώντας όμως τον κατ’ εξαίρεση διορισμό του Πλινίου στην επαρχία της Βιθυνίας - Πόντου]

και
iii) η υπονοούμενη σύνδεση με το σύστημα ανεφοδιασμού είναι μάλλον ατυχής.
Πριν ασχοληθώ με την ερμηνεία, οφείλω να σας παρουσιάσω ένα περίγραμμα της εξέλιξης του τρόπου ανεφοδιασμού της Ρώμης από την ύστερη Respublica μέχρι και τα τέλη του 2ου αι.
Οι προσεγγίσεις που έχουν προταθεί περιστρέφονται γύρω από τη σχέση διοίκησης και ιδιωτών. Η μία μερίδα, με πιο πρόσφατο εκφραστή τον Sirks ακολουθούμενο από τον Erdkamp (2013), αποδίδει ιδιαίτερο ρόλο στη διοίκηση, ενώ η άλλη πλευρά (Rickman (1980), di Salvo (1992) κα.) στους ιδιώτες.
Ο ανεφοδιασμός της αυτοκρατορικής Ρώμης αποτελούσε ένα διαρκή πονοκέφαλο αλλά και μια οργανωτική πρόκληση για τον ρωμαίο αυτοκράτορα, καθώς απαιτούνταν ετησίως γύρω στους 150.000 τόνους δημητριακών μόνο.
Σταδιακά συναρθρώθηκε ένα σύστημα παραγωγής, συλλογής, επεξεργασίας, αποθήκευσης, μεταφοράς και διανομής των απαραίτητων για την επιβίωση αγαθών. Από τις αρχές του 3ου προχριστιανικού αι. υπήρχαν οι aediles curules αλλά τα καθήκοντα τους έμοιαζαν περισσότερο με τα των ἀγορανόμων στις ελληνικές πόλεις.
Ο Γάιος Γράκχος το 123 π.Χ. είναι εκείνος που πρώτος φροντίζει για την αποθήκευση των δημητριακών και τη διανομή σιταριού σε χαμηλές τιμές στους άρρενες Ρωμαίους.
 Ο Ιούλιος Καίσαρας περιόρισε τον αριθμό των δικαιούχων στους 150.000, ενώ ο Οκταβιανός προς το τέλος της βασιλείας του θέσπισε το αξίωμα του prefectus annonae.
Το επιλεγόμενο πρόσωπο αποτελούσε επιλογή του αυτοκράτορα με αρμοδιότητα τον ανεφοδιασμό της Ρώμης.
Η εισαγωγή των σιτηρών γινόταν μέσω των λιμανιών του Puteoli και της Όστιας, και από εκεί μέσω του Τίβερη στη Ρώμη. Ο Κλαύδιος προσπάθησε ανεπιτυχώς να επεκτείνει το λιμάνι της Όστιας, κάτι το οποίο πέτυχε ο Τραϊανός μερικές δεκαετίες αργότερα με την ίδρυση του Portus.

Η Ρώμη ανεφοδιαζόταν με σιτηρά κυρίως από την Αφρική και την Αίγυπτο και δευτερευόντως από τη Σικελία και Σαρδηνία, με ελαιόλαδο από την Ισπανία και με κρασί κυρίως από την Γαλατία. Η μεταφορά των προϊόντων αποτελούσε είτε υποχρέωση αυτών που συνέλεγαν τον πληρωτέο σε είδος φόρο (Σικελία), είτε εκχωρούνταν μέσω συμβολαίων (redemptura) σε εμπόρους (negotiatores, mercatores) – ναυκλήρους, στους οποίους καταβαλλόταν από τον praefectus annonae ναύλος για τη μεταφορά.
Οι έμποροι - ναύκληροι ήταν προφανώς οργανωμένοι σε collegia naviculariorum, ενδεχομένως για άλλους σκοπούς και όχι τη συμμετοχή τους στον ανεφοδιασμό.
Για να διασφαλιστεί η συνεχής ροή των αγαθών, πρώτος ο Κλαύδιος, σύμφωνα με τον Σουητώνιο (Suetonius, Claudius 18-19), παραχώρησε προνόμια ανάλογα με το status και ιδιαίτερα σε όσους ήταν διατεθειμένοι να κατασκευάσουν πλοία χωρητικότητας τουλάχιστον 10.000 μοδίων (= περ. 70 τόνοι σιτηρά) για να συμμετάσχουν στον ανεφοδιασμό της Ρώμης.
Αργότερα προνόμια παραχώρησε ο Νέρων (Tacitus, Ann. 13.51.3), ο Τραϊανός (Dig. 27.1.17.6), Αδριανός (Dig. 50.6.6.5), ο Αντωνίνος Πίος (Dig. 50.6.6.9), ο Μ. Αυρήλιος (Dig. 50.5.3) κα.
Η παροχή προνομίων, όμως, απαιτεί την καταγραφή από τον praefectus annonae των ατόμων που δικαιούνται να απολαύσουν αυτά τα προνόμια. Και στο έργο αυτό, η συνδρομή των collegia naviculariorum θα πρέπει να ήταν ευπρόσδεκτη.


Μετά την παρέκβαση αυτή ας επιστρέψουμε στη Μίλητο. Θεμελιώδες στοιχείο της ερμηνείας των εκδοτών αποτελεί η θεώρηση των corpora naviculariorum από τον ολλανδό ρωμαϊστή Boudewijn Sirks.
O Sirks, στην αγγλική μετάφραση της διατριβής του, ερμήνευσε το σχόλιο του Γαίου επί του επαρχικού ηδίκτου ως εξής: Η έκφραση corpus habere δηλώνει ότι τα εν λόγω σωματεία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη διάταξη του ηδίκτου Quod cuiuscumque universitatis nomine vel contra eam agatur και να θεωρούνται ως «νομικά πρόσωπα» όπως τα municipia και το populus. (σελ. 93) ενώ η έκφραση corpus habere σημαίνει την παραχώρηση δικαιώματος κτήσης περιουσίας, διαχείρισης κοινών υποθέσεων και εκπροσώπησης μέσω συνδίκου.
Επιπλέον, η αναφορά στο επαρχικό ήδικτο σημαίνει ότι εμπλέκονται corpora naviculariorum τα οποία έδρευαν στις επαρχίες και μπορούσαν να εμφανιστούν ενώπιον του διοικητή. (σελ. 87) Η απάντηση στο προφανές ερώτημα σε ποιες επαρχίες μαρτυρούνται παρόμοια corpora, τον οδηγεί να παραδεχθεί ότι η διάταξη αφορά κυρίως επαρχίες στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και την Αίγυπτο. (σελ. 96) [Η di Salvo (1992: 376) τοποθετεί την εμφάνιση των σωματείων navicularii στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. στις εξής περιοχές, Ostia, Gallia Narbonensis, Lugdunensis και Βιθυνία]

Επιπροσθέτως, ο Sirks υποστήριξε ότι τα corpora naviculariorum εμφανίζονται επιγραφικά μόνο στα τέλη του 1ου αι./ αρχές 2ου αι. μ.Χ. [Επιγραφικά τεκμήρια: CIL xiv 409 (1/2A: gratis adlecto inter navicularios maris Hadriatici); CIL vi 9682 (Ρώμη, F2A: L. Scribonius Ianuarius negotianti vinario, item naviculario cur(atori) corporis maris Hadriatici); AEp. 1987, 191 (Ostia: A. Successus, sevir Augustalis, curator … quiquennalis naviculariorum maris Hadriatici); AEp. 1987, 192 (1/2A: αφιέρωση στο genius του corpus naviculariorum maris Hadriatici); AEp. 1987, 180: duovir naviculariorum). 
Ο Τραϊανός σύμφωνα με τον Aur. Vict. 13.5 είχε εγκρίνει (firmato) ένα collegium pistores και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη μορφή του collegium (γνωστού από θρησκευτικά σωματεία και συλλογικά σώματα αρχόντων) για τον ανεφοδιασμό της Ρώμης. Από την άλλη πλευρά, η di Salvo (1992: 376-9) υποστηρίζει ότι navicularii εμφανίζονται ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ. στο Puteoli και στην Gallia Narbonnensis].
Σε αυτό το επιχείρημα του Sirks, απάντησε ο Broekaert (2008) παρατηρώντας ότι ο αριθμός των σωζόμενων επιγραφών από τον 1ο αιώνα μ.Χ. είναι περιορισμένος σε αντίθεση με την επιγραφική «παραγωγή» του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. και επομένως είναι απίθανο να βρεθεί επιγραφική αναφορά σε corpora naviculariorum.
O Sirks κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα corpora naviculariorum ήταν δημόσιοι οργανισμοί, επιφορτισμένοι με την διά θαλάσσης μεταφορά εμπορευμάτων σ’ ένα καθορισμένο δρομολόγιο. Χρονολογεί την ίδρυση τους κατά την εποχή του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) από το ρωμαϊκό κράτος με στόχο να διασφαλιστεί η διανομή δωρεάν σίτου από τον αυτοκράτορα.
Είχαν έναν curator υφιστάμενο του praefect annonae. Διέθεταν κοινό ταμείο και τα μέλη τους συνεισέφεραν με τα πλοία τους και απολάμβαναν διάφορα ατομικά και μη κληρονομητά προνόμια [Τα παρεχόμενα «προνόμια» αποτελούσαν εξαιρέσεις από δημόσιες λειτουργίες (munera), βλ. Πανδ. 50.5.3 (Σκαιβόλας, Regulae, III), 50.6.1 (Ουλπιανός, Opinionae, III), 50.6.6.3-9, 12-13 (Καλλίστρατος, De cognitionibus, I)]. 



Στο απόσπασμα από τον σχολιασμό του επαρχιακού ηδίκτου από τον Γάιο χρησιμοποιούνται δύο εκφράσεις για τα σωματεία, collegium και corpus.
Χωρίς να υπεισέλθω στην τεράστια βιβλιογραφία για τη σημασία του όρου corpus, στο απόσπασμα δηλώνει τόσο συσσωμάτωση όσο και ένα ιδιαίτερο καθεστώς συσσωμάτωσης απονεμόμενο από τα δικαιοδοτικά όργανα της αυτοκρατορίας.
Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν και societates, collegia, corpora χωρίς το corpus habere, τα οποία θα εθεωρούντο νόμιμα χωρίς να απαιτείται έγκριση.
 Η άποψη, όμως, του Sirks δεν έχει πείσει, ιδιαίτερα όσον αφορά την γένεση, την ex nihilo δημιουργία των corpora naviculariorum . [Για μια διαφορετική, αλλά εξίσου προβληματική ερμηνεία βλ. Rougé (1966), ο οποίος θεωρεί ότι στη διάταξη οι όροι collegium, corpus είναι συνώνυμοι. Θεωρεί ότι με τον όρο corpus θα πρέπει να εννοήσουμε είτε μια μορφή societas, είτε ένα επαγγελματικό σωματείο] [Κατά τον Rickman (1980: 226-30) η σχέση μεταξύ των (collegia/corpora) navicularii και των αρχών ανεφοδιασμού της Ρώμης αναπτύχθηκαν βαθμιαία και σταδιακά προς όφελος και των δύο πλευρών, καθώς ο μεν praefectus annonae απόκτησε πρόσβαση σε μια δεξαμενή πιθανών διακινητών των απαραίτητων εφοδίων και οι navicularii προνομιακή πρόσβαση στην αγορά των συμφώνων μεταφοράς και περαιτέρω στα προνόμια που την συνόδευαν.

Νωρίτερα ο Rouge (1966) και (1980) υποστήριξε ότι τα corpora naviculariorum δεν ήταν παρά εταιρείες μεταφοράς που στηρίζονταν στο ναυτικό δάνειο. Η di Salvo (1992: 379) θεωρεί ότι ο σχηματισμός ήταν αυθόρμητος, αλλά δεν διευκρινίζει εάν αναφέρεται σε corpora ή collegia]. Τα τελευταία μάλλον συνυπήρχαν με άλλα collegia ναυκλήρων, από τα οποία και πρέπει να σχηματίστηκαν κατά την βαθμιαία αποκρυστάλλωση και έλεγχο του μηχανισμού ανεφοδιασμού της Ρώμης από τον praefectus annonae.
Θα πρέπει, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι η σχετική συζήτηση διεξάγεται, σχεδόν αποκλειστικά, με στοιχεία από το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας. Η αναφορά σε επαρχίες στη διάταξη του Πανδέκτη μάλλον δεν αφορά τις ανατολικές επαρχίες αλλά μόνον τις επαρχίες της Αιγύπτου και της Αφρικής, απ’ όπου κατά κύριο λόγο τροφοδοτούνταν η Ρώμη. [Βλ. και di Salvo (1992: 446)] 

Η προσέγγιση των εκδοτών μας φέρνει αντιμέτωπους με το ερώτημα εάν ο ανεφοδιασμός (annona) της Ρώμης περιελάμβανε εισαγωγή δημητριακών και από άλλες επαρχίες της Ανατολής εκτός της Αιγύπτου και Αφρικής και επομένως ο τρόπος οργάνωσης της μεταφοράς των εφοδίων ήταν ανάλογος .
Τα τελευταία χρόνια ένας Ρουμάνος ιστορικός αμφισβητεί την καθιερωμένη θέση ότι στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα ανεφοδιασμού, ούτε καν για τις ανάγκες των στρατευμάτων.
Ο Octavian Bounegru σε μια σειρά άρθρων θεωρεί ανεξήγητη την απουσία σωματείων, παρόμοιων με τα corpora naviculariorum, από τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο.
 Εικάζει ότι, με βάση τις γνώσεις μας από το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, σωματεία, όπως οι οἶκοι ναυκλήρων, πιθανώς να αποτελούσαν μέρος του συστήματος ανεφοδιασμού  προβάλλοντας την άποψη ότι το αιγυπτιακό παράδειγμα της ρωμαϊκής περιόδου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον Πόντο. Υποθέτει χωρίς να μπορεί να αποδείξει ή να προσφέρει ενδείξεις ότι οι Αλεξανδρινοί ναύκληροι της Τόμιδος είχαν σχέση με τον ανεφοδιασμό τίνος? μεταφέροντας προϊόντα στη Μαύρη Θάλασσα (Bounegru 2006a, 50-51).

Ως αντίλογο στην παραπάνω υπόθεση θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε μια σειρά από πραγματικά γεγονότα, τα οποία, κατά τη γνώμη μου υπονομεύουν, αν δεν καταρρίπτουν, τον παραπάνω συλλογισμό.
Καταρχήν, ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων στηριζόταν στην παραγωγή των περιοχών όπου στάθμευαν, επομένως δεν υπήρχε λόγος για την μεταφορά τροφίμων [SEG 32.1097, Αφροδισιάς, 39/8 π.Χ. εἶδος ἐκ τῶν δεδομένων φιλανθρώπων ὑπό τε Αὐτοκρατόρων stop καὶ συνκλήτου καὶ δήμου Ῥωμαίων/ μήτε μὴν ἄρχοντά τινα ἢ ἀντάρχοντα δήμου Ῥωμαίων ἕτερόν τέ τινα εἰς τὴν πόλιν ἢ καὶ τὴν χώ/ραν ἢ καὶ τοὺς ὅρους τοὺς Πλαρασέων καὶ Ἀφροδεισιέων στρατιώτην καὶ ἀντιστρατιώτην ἱππέα/ ἕτερόν τινα εἰς παραχειμασίαν πρὸς αὐτοὺς δίδοσθαι μηδὲ καταθέσθαι κελεύειν μήτε χρήματα/ μήτε στρατιώτας stop μήτε πλοῖα stop μήτε σεῖτον stop μήτε ὅπλα stop μήτε σχεδίας stop μήτε μὴν ἕτερόν τι πρᾶγμα/ vac. τῷ δήμῷ τῷ Πλαρασέων καὶ [[Ἀ̣φ̣ρ̣ο̣δ̣ε̣ι̣σ̣ι̣έ̣ω̣ν̣]] ἐπιτάσσεσθαι]].

Η απουσία μίας μεγά-πολης όπως η Ρώμη με πληθυσμό που προσέγγιζε το εκατομμύριο, από το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (ούτε η Αλεξάνδρεια ούτε η Έφεσος μπορούν να συγκριθούν με τη Ρώμη) δεν καθιστά απαραίτητη την οργάνωση συστήματος ανεφοδιασμού (εὐθηνία, annona). Η εκτεταμένη ενδοχώρα των περισσότερων πόλεων ήταν υπό κανονικές συνθήκες σε θέση να ανεφοδιάζει τα μεγάλα αστικά κέντρα. Επομένως, οι όχι σπάνιες περιπτώσεις σιτοδείας -έχει υπολογιστεί ότι σιτοδείες εμφανίζονταν πιθανότατα ανά 5ετία - αντιμετωπίζονταν ήδη από τα ύστερα κλασικά και κυρίως από τα ελληνιστικά χρόνια με το σύστημα της σιτωνείας. [Βλ. την παρέμβαση του ρωμαίου διοικητή στην Αντιόχεια της Πισιδίας στα χρόνια του Βεσπασιανού για την αντιμετώπιση ελλείψεων, AEp. 1925, 126: L. Antistius Rusticus leg(atus)/ Imp(eratoris) Caesar(i)s Domitiani/ Aug(usti) Germ(anici) pro pr(aetore), dic(it):/ Cum IIvir(i) et decurion(es)/ splendidissim(ae) col(oniae) Ant(iochensis)/ scripserint mihi, propter/ hiemis asperitatem an/nonam frumenti ex/arsisse petierintque ut/ pleps copiam emendi haberet … et reliqui/ omnis frumenti copiam/ emptoribus col(oniae) Antiochens(is)/ faciat … όπου αποφάσισε το πλεονάζον σιτάρι να συγκεντρωθεί και να πωληθεί σε συγκεκριμένη τιμή].

Η σιτωνεία στηρίζεται στην δημιουργία και διατήρηση ενός ταμείου από τις πόλεις με σκοπό τον ανεφοδιασμό της σε σιτηρά. Πολλές φορές τα ποσά του ταμείου δεν ήταν αρκετά και γι’ αυτό συνεισέφεραν από την προσωπική τους περιουσία οι σιτώνες, εκλεγμένοι αξιωματούχοι της πόλεις επιφορτισμένοι με την διαχείριση του ταμείου και την αγορά δημητριακών. Δεν θα ήθελα να υπεισέλθω στην αντιπαράθεση των ιστορικών σχετικά με την βαρύτητα των δωρεών των μελών των τοπικών ελίτ στον ανεφοδιασμό των πόλεων ή την αντοχή του ταμείου των πόλεων κατά την αυτοκρατορική περίοδο .

Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία επιγραφική μαρτυρία για την εξαγωγή δημητριακών από την Μικρά Ασία στη Ρώμη, ενώ γνωρίζουμε την εξαγωγή ειδών πολυτελείας όπως υφάσματα από την Μίλητο. Οι μόνες γνωστές επιγραφικές μαρτυρίες αφορούν την εισαγωγή δημητριακών από την Αίγυπτο προς τις πόλεις της Μικράς Ασίας και ελληνικής χερσονήσου, κατά ρητή παραχώρηση από τον ρωμαίο αυτοκράτορα (Έφεσος, Τράλλεις, Κύζικος, Σπάρτη).

Βεβαίως, τα παραπάνω στοιχεία και επιχειρήματα δεν μπορούν να υποστηρίξουν τον διαφαινόμενο και υπονοούμενο ισχυρισμό ότι υπήρχε παρόμοια πρακτική σε τακτική βάση , και ότι ο στόλος των πλοίων που διεξήγαγε την διακομιδή θα πρέπει να ανήκε σε εγκεκριμένο σωματείο ναυκλήρων, όπως υποτίθεται ότι συνέβαινε στη Ρώμη; [Η λέξη στόλος εμφανίζεται σε δύο επιγραφές από την αυτοκρατορική Μίλητο, την IMilet i 209 (3ος αι. μ.Χ.): ἀγαθῇ τύχῃ./ βουλῆς ἱερᾶς/ καὶ ἱεροῦ στό̣/λου τόπο[ς]/ κουρέος Ἀχιλ/[λέως] και την τιμητική επιγραφή IMilet 1138 (τέλη 2ου αι. μ.Χ.): Οὔλπιον Κάρπον/ τὸν προφήτην τοῦ/ ἁγιωτάτου θεοῦ/ vacat ὑψίστου,/ ὁ στόλος τῶν σωληνο/κεντῶν τὸν ἴδιον εὐ/εργέτην διὰ πάντων.
Αλλά στη δεύτερη περίπτωση είναι πασιφανές ότι ο όρος στόλος αναφέρεται σε σωματείο, ενώ η πρώτη επιγραφή πρέπει να περιέχει δύο διαφορετικά κείμενα. Ο όρος στόλος σε αυτήν βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με την βουλή και προσδιορίζεται με το ίδιο επίθετο.




Στόλος εμφανίζεται στην Κώ (PH 129, μετά το 212 μ.Χ. μοναρχήσας τοῦ τε στόλου). Kayser, Alexandrie imperiale,
84 (Αλεξάνδρεια, 194 μ.Χ. ὑπὲρ … εὐπλοίας τοῦ στόλου … πλοίων πορευτικῶν καὶ παντός …)
και 116. IGRR i 1129 (Άκορις, 2ος αι. μ.Χ. ναύαρχος στόλου Σεβ(αστοῦ) Ἀλεξανδρίνου).
 I. Porto 2 (Portus, εποχή Κομμόδου, οἱ ναύκληροι τοῦ πορευτικοῦ Ἀλεξανδρείνου στόλου).
I. Porto 3 (Portus, 201 μ.Χ., ὑπὲρ εὐπλοίας παντὸς τοῦ στόλου, τὴν Ἀδράστιαν σὺν τῷ περὶ αὐτὴν κόσμῳ … ὁ ἐπιμελητὴς παντὸς τοῦ Ἀλεξανδρείνου στόλου …), αποκαθίσταται στην
I. Porto 20.]

Μια λογικοφανής ερμηνεία στο πνεύμα των πρώτων εκδοτών θα έπρεπε να εστιάσει στον πιθανό ρόλο των Μιλησίων ναυκλήρων στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα άγνωστης από άλλες πηγές ανεφοδιασμού (annona) στις ανατολικές επαρχίες, κατ’ αναλογία με το τι συνέβαινε στη Ρώμη [Θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί ως ένδειξη την επιγραφή IGUR i 26 (IG xiv 1052), 154 μ.Χ. Ανάθεση στον αυτοκράτορα, την πόλη της Εφέσου, τους Εφέσιους ναυκλήρους και εμπόρους ενός οικοδομήματος στη Ρώμη από τον Μ. Ούλπιο Δομέστικο. Βλ. και Terpstra, T. T. (2013) Trading communities in the Roman world. A micro-economic and institutional perspective, 147-51, Leiden, ο οποίος διατυπώνει την εικασία ότι ο Μ. Ούλπιος Δομεστικός ήταν patronus του «σωματείου»? των Εφεσίων ναυκλήρων και εμπόρων (που παρεπιδημούσαν στη Ρώμη)]. Αλλά για την Ανατολή δεν υπάρχουν παρόμοιες μαρτυρίες .

[Για μια εκτενή ανάλυση των πηγών σχετικά με την τροφοδοσία της Ρώμης από την Μικρά Ασία βλ. Pierobon Benoit (1994), η οποία διακρίνει δύο περιόδους. Στην υστερο-ρεπουμπλικανική υπάρχουν ενδείξεις για περιστασιακή μεταφορά σιτηρών (Κικέρωνας, Att. 15. 9, 1; 10.5; 11; 12.1 βλ. συγκριτικά SEG 34.558 (Λάρισα, περ. 150-130 π.Χ.)).
 Αντίθετα στην αυτοκρατορική περίοδο, η εξαγωγή σιτηρών δεν μαρτυρείται (βλ. την έλλειψη αναφορών στον Πετρώνιο, Σατυρικόν, 76 και Πλίνιος Nat. 17.49; 81-82).
Επίσης, ο φόρος στην Ασία πληρωνόταν σε χρήμα και όχι σε είδος, ενώ ένα μέρος της παραγωγής θα διετίθετο για τις ανάγκες των στρατευμάτων (διερχομένων ή σταθμευόντων, SEG 32.1097, Αφροδισιάς, 39/8 π.Χ.)]



Η αυτοκρατορική έγκριση δεν ήταν απαραίτητη για την ισχύ του κανονισμού σε μια ελεύθερη πόλη όπως η Μίλητος (βλ. μαρτυρία Πλινίου για την Αμισό). Επιπλέον, ο αριθμός των επιγραφικά μαρτυρούμενων σωματείων στην Μικρά Ασία κατά την αυτοκρατορική περίοδο μας υποχρεώνει να υποθέσουμε ότι η άδεια των ρωμαϊκών αρχών δεν ήταν απαραίτητη. Το σωματείο των ναυκλήρων, strictο sensu, δεν χρειαζόταν την επιβεβαίωση καμίας αρχής για τη συγκρότηση του.
Οι Μιλήσιοι ναύκληροι απευθύνονται στον αυτοκράτορα χρησιμοποιώντας το κύρος της πόλης και των λειτουργών της για να προσθέσουν το ειδικό βάρος τους με σκοπό την αποδοχή του αιτήματος . Οι Μιλήσιοι ναύκληροι προσέγγισαν τους Μιλήσιους άρχοντες, με τους οποίους μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους συνέδεαν ποικίλες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις (όχι απαραίτητα ασύμμετρες) (απελεύθεροι, αντιπρόσωποι, εντολείς).

Ας μην ξεχνάμε ότι στην βιβλιογραφία γύρω από τον ρόλο του εμπορίου στην αρχαία οικονομία, οι ναύκληροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Θεωρούνται η μεσαία τάξη . Χαρακτηριστική απόδειξη για το κοινωνικό status των ναυκλήρων είναι δύο επιγραφές από τη γειτονική Έφεσο, στις οποίες ο Αδριανός εμφανίζεται διατεθειμένος να πληρώσει το ποσό εγγραφής που ήταν απαραίτητο για να εγγραφούν ως βουλευτές δύο ναύκληροι. Και η επιγραφή μας δείχνει ότι δεν είχαν άμεση πρόσβαση στον αυτοκράτορα, γι’ αυτό διαμεσολαβεί η πόλη.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι άλλα σωματεία όπως, τα διάφορα κοινὰ τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν και αθλητικά σωματεία, τα οποία, σε αντίθεση με τους Μιλήσιους ναυκλήρους, προσφεύγουν απευθείας στον αυτοκράτορα (σύνοδος τῶν ἐν Περγάμῳ νέων (117 μ.Χ., Oliver, GC 58B, Syll3 831; IPerg ii 274), Ἐφεσίων τῆι γερουσίαι (120 μ.Χ., Oliver, GC, 71), σύνοδος θυμελική περιπολιστική τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνειτῶν ἱερονεικῶν στεφανειτῶν (SEG 56.1359, 134 μ.Χ., Αλεξάνδρεια Τρωάς), κοινὸν τῶν Μακεδόνων (SEG 37.593, 137 μ.Χ.).





Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, η νέα επιγραφή δεν αποτελεί τεκμήριο για τον διοικητικό έλεγχο των επαγγελματικών σωματείων από τις ρωμαϊκές αρχές.
Ερμηνεύεται καλύτερα ως η απόπειρα των Μιλησίων να εγγυηθούν την δραστηριότητα του σωματείου των ναυκλήρων.
Κλείνω με μια παρατήρηση, τα τεκμήρια για τις περιστασιακές σχέσεις έντασης μεταξύ σωματείων και ρωμαϊκών αρχών αφορούν κυρίως civitates liberae και όχι περιοχές ή πόλεις άμεσα ελεγχόμενες από τους Ρωμαίους.
Ενδεχομένως, λοιπόν, στο πλαίσιο των σχέσεων ελευθέρων πόλεων και ρωμαϊκής διοίκησης να αναπτύσσονταν γκρίζες ζώνες, των οποίων η ρύθμιση δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη.
 Μία από αυτές τις ζώνες ήταν και η σωματειακή δραστηριότητα, μία δράση η οποία εφάπτονταν με ζητήματα δημόσιας τάξης, ανεφοδιασμού και φορολογίας, ιδιαιτέρως ζωτικά για την ρωμαϊκή διοίκηση.
Ίσως, για αυτόν τον λόγο, κάποιες πόλεις αποφάσιζαν κατά καιρούς να αναζητήσουν την «έγκριση» των ρωμαϊκών αρχών, (αυτοκράτορα, συγκλήτου ή ρωμαίου διοικητή) για τη λειτουργία σωματείων, ζήτημα το οποίο συνήθως παρέμενε εκτός του ρυθμιστικού πεδίου της ρωμαϊκής διοίκησης .



  • Ηλίας Αρναούτογλου 
  • ΦΩΤΟΡΕΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΙΛΗΤΟΥ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΛΟ ΤΟΥ Ι.Μ.Ε 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Πρόσθεσε τεκμήρια από άλλα σωματεία στην ελληνιστική και αυτοκρατορική Μίλητο.

Το δίδωμι περιγράφει την απάντηση - συναίνεση του αυτοκράτορα προς κάποιο αίτημα που του έχει υποβληθεί.

πρεσβυτέρῳ ΟΙΚ--- στην επιγραφή TAM iv 33 (φωτογραφία?): συνήθως το επίθετο πρεσβύτερος ακολουθεί ένα όνομα στις χριστιανικές επιγραφές ή στους καταλόγους. Πρεσβύτεροι μπορεί να προσδιορίζουν μιαν επαγγελματική ομάδα (πρεσβυτέρων γερδίων: IFayum ii 122; τεκτόνων πρεσβυτέρων: SB 1.996) ή ένα σωματείο (τάγμα πρεσβυτέρων: ABSA 56 (1961) 4 no. 4; θίασος τῶν πρεσβυτέρων: IKition 2002)

Fantasia, U. (1998) “Distribuzioni di grano e archive della polis: il caso di Samo” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 205-28, Rome.

Migeotte, L. (1998) “Les ventes de grain public dans les cités grecques aux périodes classiques et hellénistique” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 229-46, Rome.

Panciera, S. & Catherine Virlouvet (1998) “Les archives de l’adminsitration du blè public à Rome à travers le témoignage des inscriptions” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 247-70, Rome.

Garnsey, P. & O. van Nijf (1998) “Contrôle des prix du grain à Rome et dans les cités de l’empire” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 303-15, Rome.

Rickman, G. E. (1998) “Problems of transport and storage of goods for distribution: les traces oubliées” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 317-24, Rome.

Sirks, B. (1998) “Archives used with or by corpora working for the annona of rome and Constantinople” in La mémoire perdue. Recherches sur l’administration romaine, 325-43, Rome.

Αναφορές
Bounegru, O. (2004) “Notes sur la koine commerciale du Pont Gauche à l’époque romaine” Peuce n.s. 2, 61-72.
Bounegru, O. (2006b) «Trafiquants et armateurs de Nicomédie dans la Méditerranée à l’époque romaine» L’ Africa Romana 16/3, 1557-68.
Bounegru, O. (2006a) Trafiquants et navigateurs sur le Bas Danube et dans le Pont Gauche à l’époque romaine, Wiesbaden.
Bounegru, O. & A. Bounegru (2007) “Οἶκος τῶν ναυκλήρων. The shipowners organization in the Pontic and Aegean area” στον τόμο των Mayer i Olive, M., Baratta, Giulia & Alejandra Guzman Almagro (eds) Acta XII Congressus Internationalis Epigraphiae Graecae et Latinae (Barcelona, 3-8 Septembris 2002), I, 191-5, Barcelona.
Broekaert, W. (2008) “Creatio ex nihilo? The origin of the corpora naviculariorum reconsidered” Latomus 67, 692-706.
Ehrhardt, Ν. & W. Günther (2013) «Hadrian, Milet und die Korporation der milesischen Schiffseigner. Zu einem neu gefundenen kaiserlichen Schreiben» Chiron 43, 199-220.
Erdkamp, P. (2005) The grain market in the Roman empire. A social, political and economic study, Cambridge.
Garnsey, P. (1983) “Grain for Rome” στον τόμο των Garnsey, P., Hopkins, K. & C. R. Whittaker (eds) Trade in the ancient economy, 118-30, London.
Garnsey, P. (1988) Famine and food supply in the Graeco-Roman world. Responses to risk and crisis, Cambridge.
Harris, W. V. (2003) “Roman governments and commerce, 300 B.C. – A.D. 300” στον τόμο του Zaccagnini, C. (ed) Mercanti e politica nel mondo antico, 275-306, Roma
Holtheide, B. (1982) «Zum privaten Seehandel im östlichen Mittelmeer (1.-3. Jh. n. Chr.)» MBaH 1/2, 3-13.
Pietroban-Benoit, R. (1994) “L’Asia Minore e l’approvvigionamento in grano di Roma“στον τόμο Le ravitaillement en blé de Rome et des centres urbains des débuts de la République jusqu’au Haut-Empire (Actes du colloque international organisé par le Centre Jean Berard et l’URA 994 du CNRS, Naples, 14-16 Février 1991), 305-21, Naples-Rome.
Pleket, H. W. (1983) “Urban elites and business in the Greek part of the Roman empire” στον τόμο των Garnsey, P., Hopkins, K. & C. R. Whittaker (eds) Trade in the ancient economy, 131-44, London.
Pleket, H. W. (1984b) “Urban elites and the economy in the Greek cities of the Roman empire” MBaH 3/1, 3-36.
Pleket, H. W. (1984a) “City elites and economical activities in the Greek part of the Roman empire: Some preliminary remarks” στον τόμο Praktika tou H’ diethnous sunedriou ellenikes kai latinikes epigraphikes (Athena, 3-9 Oktovriou 1982), 134-43, Athena.
Pleket, H. W. (1994) “The Roman state and the economy: the case of Ephesos” στον τόμο Economie antique. Les échanges dans l’antiquité: le rôle de l’État (Entretiens d’archeologie et d’histoire Saint-Bertrand-de-Comminges), 115-26, Saint-Bertrand-de-Comminges.
Reed, C. M. (2003) Maritime traders in the ancient Greek world, Cambridge.
Rickman, G. E. (1980) The corn supply of ancient Rome, Oxford.
Rougé, J. (1980) «Prêt et société maritimes dans le monde romain» στον τόμο των d’ Arms, J. H. & E. C. Kopff (eds) The seaborne commerce of ancient Rome. Studies in archaeology and history, 291-303, Rome.
Rougé, J. (1985) “Droit romain et sources de richesses non foncières” στον τόμο του Leveau, Ph. (ed) L’origine des richesses dépensées dans la ville antique (Actes du colloque organisé à Aix-en-Provence par l’ U.E.R. d’Histoire, les 11 et 12 Mai 1984), 161-75, Aix en Provence.
de Salvo, Lietta (1992) Economia private e pubblici servizi nell’impero romano. I corpora naviculariorum, Messina.
Sirks, A. J. Β. (1991) Food for Rome. The legal structure of transport and processing of supplies for the imperial distributions in Rome and Constantinople, Amsterdam.
Sirks, A. J. Β. (2006) «Die Vereine in der kaiserlichen Gesetzgebung» στον τόμο των Gutsfeld, A. & D.-A. Koch (eds) Vereine, Synagogen und Gemeinden im kaiserzeitlichen Kleinasien, 21-40, Tübingen.
Velissaropoulos, Julie (1978) Les nauclères grecs. Recherches sur les institutions maritimes en Grèce et dans l’Orient hellénisé, Genève.






ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ