ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓ. ΕΛΛΑΔΑ
Το Θέμα Σικελίας ήταν θέμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Ελλήνων το οποίο δημιουργήθηκε μεταξύ του 687 και του 695. Το 831, με την κατάληψη του Παλέρμο από τους Άραβες άρχισε η απώλεια των εδαφών του, το 842 το αραβικό πριγκιπάτο κατέλαβε την Μεσσήνη, το 878 τις Συρακούσες και το 902 το Ταυρομένιο, καταλύοντας το Θέμα της Σικελίας, μέχρι τον ερχομό του στρατηγού Γ. Μανιάκη .
Τα μέρη των Ελλήνων στην Σικελία σύμφωνα με τον Θουκυδίδη |
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Από το 242 π.Χ. η Ρώμη κάνει τη Σικελία την πρώτη επαρχία εκτός ιταλικού εδάφους. Η αρχική επιτυχία των Καρχηδονίων στον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο, προκάλεσε την εξέγερση πολλών Σικελικών πόλεων, η Ρώμη έστειλε στρατό για να καταστείλει την εξέγερση και ήταν κατά τη διάρκεια εκείνης της πολιορκίας των Συρακουσών που σκοτώθηκε ο Αρχιμήδης.
Για τους επόμενους 6 αιώνες η Σικελία παραμένει ρωμαϊκή επαρχία, τροφοδότης της Ρώμης σε σιτηρά. Καθ' όλη αυτή την περίοδο διατηρείται αμείωτος ο ελληνικός χαρακτήρας του νησιού.
Το 440 η Σικελία παραδίνεται στον Βάνδαλο βασιλιά Γιζέριχο. Μερικές δεκαετίες αργότερα περιήλθε στην κατοχή των Οστρογότθων, ο πληθυσμός όμως ,όπως είναι φυσικό ήταν ρωμέϊκος, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάληψή της, και προσάρτησή της ,ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από τον στρατηγό Βελισσάριο το 535.
Το 550 άλλος Οστρογότθος, ο Τοτίλας, κατέλαβε τη Σικελία, για να ηττηθεί και να σκοτωθεί από τον «βυζαντινό» Ρωμηό στρατηγό Ναρσή το 552.
Μεταξύ 662 και 668 οι Συρακούσες έγιναν ατύπως η πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κώνστα Β'.του Πωγωνάτου.
Ο πατρίκιος, μάγιστρος, στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης, ένας Πολεμιστής στην Σικελία
Ο Γεώργιος Μανιάκης, υπηρετούσε το 1030 ως στρατηγός του θέματος Τελούχ. Τον Αύγουστο του έτους αυτού εξόντωσε δύναμη 800 Αράβων, οι οποίοι επέστρεφαν θριαμβευτές από τη νίκη εναντίον του αυτοκράτορα Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1028-1034).
Ως επιβράβευση, πήρε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου και διοικητή των πόλεων στο σύνορο του Ευφράτη, με έδρα τα Σαμόσατα της Μεσοποταμίας.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1031 κατόρθωσε να καταλάβει την Έδεσσα και να αποκρούσει αντεπίθεση του τοπικού Άραβα εμίρη. Για την επιτυχία του αυτή ο Γεώργιος Μανιάκης τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρικίου.
Το 1034-1035, με διαταγή του νέου αυτοκράτορα, Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνος (1034-1041), μετατέθηκε από την Έδεσσα (Συρίας) στο Βασπουρακάν. Το 1037-1038 εστάλη ως επικεφαλής ενός εκστρατευτικού σώματος με αποστολή την ανακατάληψη της Σικελίας από τους μουσουλμάνους. Χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες, ο Γεώργιος Μανιάκης σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, υποτάσσοντας πολλές πόλεις της ανατολικής Σικελίας και νικώντας τους Άραβες της Σικελίας και της Β. Αφρικής στη Ραμέττα το 1038 και τις Δραγίνες το 1040.
Ο Γεώργιος Μανιάκης νικά τους Άραβες στην Τρόϊνα - Μικρογραφία από χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη |
Όμως, η σύγκρουσή του με τον πατρίκιο Στέφανο, διοικητή του στόλου στη Σικελία και γαμβρό του αυτοκράτορα, οδήγησε στη συκοφάντησή του από τον τελευταίο. Στα τέλη του 1040 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλακίσθηκε ως ύποπτος στάσεως.
Ο Γ. Μανιάκης οδηγείται δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη - Μικρογραφία από χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη |
Στις αρχές του 1042 απελευθερώθηκε από τον νέο αυτοκράτορα, Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη (1041-1042), γιο του πατρικίου Στεφάνου, προκειμένου να αποσταλεί εκ νέου στη Δύση.
Ο Μιχαήλ Ε΄ ανατράπηκε τον Απρίλιο του 1042, αλλά λίγο αργότερα η αυτοκράτειρα Ζωή διόρισε τελικά τον Μανιάκη διοικητή στην Ιταλία και τον τίμησε με τον τίτλο του μαγίστρου.
Πόλεμοι με τους Νορμανδούς |
Η δράση του Γεώργιου Μανιάκη στην Ιταλία, το καλοκαίρι του 1042, χαρακτηρίσθηκε από επιτυχημένη αντιμετώπιση των στασιαστών Νορμανδών μισθοφόρων, αλλά και σκληρότητα απέναντι στους πληθυσμούς των πόλεων που ανακαταλάμβανε. Δεν πρόλαβε ωστόσο να ολοκληρώσει το έργο του, γιατί η άνοδος του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) στο θρόνο σήμανε νέα ανάκλησή του.
Τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1042 ο Μανιάκης απομακρύνθηκε από τη διοίκηση των στρατευμάτων της Ν. Ιταλίας, μετά από ενέργειες του Ρωμανού Σκληρού, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την επιρροή του στον αυτοκράτορα (η αδελφή του ήταν ερωμένη του Μονομάχου), θέλησε να εκδικηθεί τον στρατηγό για παλαιότερες κτηματικές διαφορές...!
Η αντίδραση του Μανιάκη εκδηλώθηκε με ανοικτή στάση εναντίον του αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια της μάχης (μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 1043) στην περιοχή του Μαρμαρίου, κοντά στην Αμφίπολη του Στρυμώνος, ο Γεώργιος Μανιάκης τραυματίστηκε θανάσιμα.
Επανάσταση και θάνατος του Μανιάκη
...Πολλές πόλεις ανακατελήφθησαν και η νορμανδική απειλή περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Πάλι όμως ο Μανιάκης έπεσε θύμα διαβολής και συκοφαντίας από την κωνσταντινουπολίτικη αυλή. Κυριότερος εχθρός αυτή τη φορά ήταν ο αξιωματούχος Ρωμανός Σκληρός με τον οποίο είχαν παλιές διαφορές. Χρησιμοποιώντας την επιρροή της αδερφής του, που ήταν ερωμένη του νέου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου, ο Ρωμανός διέβαλε συστηματικά τον Μανιάκη στον αυτοκράτορα, πράγμα που οδήγησε στην απόφαση ανάκλησης του στρατηγού για δεύτερη φορά ώστε να δώσει εξηγήσεις για τις εναντίον του κατηγορίες (αρχές φθινοπώρου 1042). Ο Ρωμανός έφτασε στο σημείο να λεηλατήσει την περιουσία του Μανιάκη στην Μικρά Ασία και μάλιστα να ατιμάσει την σύζυγο του τελευταίου. Η είδηση των πράξεων αυτών εξόργισε τον Μανιάκη ο οποίος τον Οκτώβριο του ιδίου έτους στασίασε και ανακυρήχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του.
Πρώτη ενέργεια του στασιαστή στρατηγού ήταν να εκτελέσει με παραδειγματικό τρόπο τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα. Έπειτα συγκέντρωσε τα στρατεύματά του και διεκπεραιώθηκε στην Βαλκανική, στην πόλη του Δυρραχίου, η οποία παραδόθηκε αμαχητί (αρχές 1043). Στην ίδια περιοχή προσχώρησαν στον στρατό του εθελοντές και οι στασιαστές βάδισαν προς την πρωτεύουσα. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να έρθει σε κάποιο συμβιβασμό με τον Μανιάκη, αλλά οι προτάσεις του απορρίφθηκαν περιφρονητικά. Η σύγκρουση, λοιπόν, ήταν βέβαιη γι’ αυτό η κυβέρνηση συγκέντρωσε ογκώδες στράτευμα επικεφαλής του οποίου έθεσε τον απειροπόλεμο ευνούχο Στέφανο Περγαμηνό. Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στην Μακεδονία, κοντά στην Αμφίπολη. Ο στρατός του Μανιάκη, εμπειροπόλεμος και με ικανή ηγεσία, σύντομα επικράτησε του αυτοκρατορικού στρατεύματος, κατά την καταδίωξη που ακολούθησε ,όμως, ο ηγέτης των στασιαστών σκοτώθηκε αναπάντεχα, με αποτέλεσμα ο στρατός του να διαλυθεί. Οι αιχμάλωτοι επαναστάτες οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου με ταπεινωτικό τρόπο κόσμησαν τον θρίαμβο του Περγαμηνού μαζί με την αποκομμένη κεφαλή του στρατηγού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός, ο αυτοκράτορας ανέπνευσε με ανακούφιση (και ος καθαπερεί τινός καλυπτόμενος απαλλαγείς κύματος και βραχύ τι εξαναπνεύσας) όταν είδε την κεφαλή του ανθρώπου που κατά τύχη δεν κατέλαβε τον θρόνο της Βασιλεύουσας.
Η βυζαντινή περίοδος λήγει με την αραβική κατάκτηση (827 - 902),μέχρι που ο Γεώργιος Μανιάκης σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, υποτάσσοντας πολλές πόλεις της ανατολικής Σικελίας και νικώντας τους Άραβες της Σικελίας και της Β. Αφρικής στη Ραμέττα το 1038 και τις Δραγίνες το 1040.
Αναφέρεται από πηγές της εποχής ότι οι Σικελοί μιλούσαν ελληνική ή ιταλοελληνική διάλεκτο, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα και φυσικά αυτό δεν σβήνει μέχρι σήμερα .
Αναφέρεται από πηγές της εποχής ότι οι Σικελοί μιλούσαν ελληνική ή ιταλοελληνική διάλεκτο, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα και φυσικά αυτό δεν σβήνει μέχρι σήμερα .
Πόλεμοι με τους Άραβες |
Πόλεμοι με τους Νορμανδούς |
Οι βάρβαροι μαλώνουν μεταξύ τους, ανατρέπονται σχέδια τους, όμως με με ενέργειες της Κωνσταντινούπολης...
Το 1266 οι Χοενστάουφεν ήρθαν σε σύγκρουση με τον Πάπα. Ο Πάπας, ψάχνοντας έναν καινούριο βασιλιά της Σικελίας που θα ήταν συνεννοήσιμος και φιλικά προσκείμενος στην Αγία Έδρα, τον βρήκε στο πρόσωπο του Καρόλου Α', δούκα του Ανζού και αδελφού του Αγίου Λουδοβίκου, βασιλιά της Γαλλίας, άγιος Λοιυδοβίκος ... Ο «άγιος»!!! Είναι χαρακτηριστικό πόσο ήθελαν να φαίνονται πολιτισμένοι οι βάρβαροι επήλυδες.
Ο Κάρολος νίκησε τους Χοενστάουφεν και κατέλαβε τη Σικελία με τις ευλογίες του Πάπα. Οι Σικελοί δυσανασχετούσαν με τη διακυβέρνησή του.
Η αντίδραση στη Φράγκικη κατοχή κατέληξε στους Σικελικούς Εσπερινούς (1282) και σε έναν πόλεμο που ενέπλεξε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις των επήλυδων βαρβάρων της εποχής.
Η Σικελία στο τέλος του πολέμου έγινε ανεξάρτητο βασίλειο με ηγεμόνες από την Αραγωνία, ενώ οι Ανζού συνέχισαν να κυβερνούν στη Νότια Ιταλία με έδρα τη Νάπολη. Το 1479 περιήλθε στην κατοχή της Ισπανίας, το 1656 την έπληξε επιδημία πανούκλας και ακολούθησε ισχυρός σεισμός που έπληξε την ανατολική πλευρά του νησιού (1693).
Ο Κάρολος νίκησε τους Χοενστάουφεν και κατέλαβε τη Σικελία με τις ευλογίες του Πάπα. Οι Σικελοί δυσανασχετούσαν με τη διακυβέρνησή του.
Η αντίδραση στη Φράγκικη κατοχή κατέληξε στους Σικελικούς Εσπερινούς (1282) και σε έναν πόλεμο που ενέπλεξε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις των επήλυδων βαρβάρων της εποχής.
Η Σικελία με ηγεμόνες από την Αραγωνία, |
Στα μέρη της Μεγάλης Ελλάδας
Τα έτη 527-565: την περίοδο βασιλείας Ιουστινιανού Α΄,ο βυζαντινός στρατός υπό τον μεγάλο στρατηγό Βελισάριο ανακαταλαμβάνει πολλά εδάφη της αυτοκρατορίας στην κεντρική και ανατολική Μεσόγειο, από την Ιταλική χερσόνησο ως την Ισπανία και τη Βόρειο Αφρική, νικώντας Βανδάλους, Γότθους, Φράγκους και Αλανούς. Παράλληλα, αντιμετωπίζονται με επιτυχία οι Πέρσες στα ανατολικά και σταθεροποιείται ο Δούναβης ως σύνορο της αυτοκρατορίας στη Βαλκανική χερσόνησο
Το «Θέμα της Σικελίας» τον 7ο αιώνα.
Η ανακατάληψη του Παλέρμο έφερε αντιμέτωπους τους Ρωμιούς ,που η γη αυτή υπήρχε στον πολιτισμικό τους κόσμο χίλια χρονια πριν και τους βάρβαρους Οστρογότθους εισβολείς στην περιοχή στο Πάνορμο (Παλέρμο) της Σικελίας στη διάρκεια του 535 μ.Χ. στα πλαίσια του Γοτθικού Πολέμου..
Ο Στρατηγός Βελισάριος αποβιβάστηκε στην πατρογονική των Ελλήνων γη της Σικελίας, 1500 χρόνια μετά, την οποία και κατέλαβε χωρίς να συναντήσει αντίσταση,εξάλλου πως να συναντήσει με τους Ρωμιούς κατοίκους της, με εξαίρεση τον Πάνορμο ( Παλέρμο), εκεί που μαζεύτηκαν οι βάρβαροι, η φρουρά των Οστρογότθων που καταπίεζε τους Ρωμιούς και τους άλλους κατοίκους και που αρνήθηκε να παραδοθεί.
Ο Βελισάριος, εκτιμώντας πως η πόλη δεν ήταν δυνατό να καταληφθεί από στεριάς,τότε ο μεγάλος στρατηγός έστειλε τον αυτοκρατορικό στόλο του στο λιμάνι, το οποίο βρισκόταν εκτός της πόλης και εκτεινόταν μέχρι τα τείχη αυτής.
Καθώς τα κατάρτια των πλοίων ξεπερνούσαν σε ύψος τα τείχη, ανύψωσε με την χρήση βαρούλκων βάρκες γεμάτες με τοξότες οι οποίοι έβαλαν εναντίον της φρουράς των βαρβάρων Οστρογότθων.
Ο Ρωμέϊκος πληθυσμός, ευρισκόμενος υπό βροχή βελών και μάλιστα από συμπατριώτες του ,τρομοκρατήθηκε εξεγέρθηκε και ανάγκασε τους Οστρογότθους δυνάστες να σταματήσουν να αμύνονται και έτσι η πόλη παραδόθηκε άμεσα.
Η κατάληψη του Παλέρμο ολοκλήρωσε την κατάληψη της Σικελίας από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Ελλήνων .
Μετά την κατάληψη του Παλέρμο το 535 και την ολοκληρωτική επανακατάκτηση των Ρωμιών Ελλήνων της Σικελίας, αυτή διατήρησε ένα ειδικό καθεστώς το οποίο δημιούργησε ο Ιουστινιανός Α´, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μεταξύ 687 και 695 ορίστηκε «στρατηγός» (στρατιωτικός διοικητής) και πιθανότατα την εποχή αυτή η Σικελία έγινε «Θέμα»
Προερχόμενος από το σώμα των ευνούχων, ήταν, επίσης, ο πρώτος γνωστός παρακοιμώμενος.
Το 710, ήταν ο Θεόδωρος που ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού και του ανατέθηκε η καταστολή της εξέγερσης στην Ραβέννα. Κατέστη, τότε, Έξαρχος της Ιταλίας.
ΣΗΜ: Ο Θεοφύλακτος ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, στρατηγός, διοικητής της Σικελίας το 701, και έξαρχος Ραβένας περίπου την περίοδο από 702 έως το 710.
Το 702 προερχόμενος από τη Σικελία, πήγε στη Ρώμη. Για άγνωστους λόγους (ίσως για οικονομικούς), ο στρατός της εξαρχίας, μόλις έμαθε για την άφιξη του νέου Έξαρχου στασίασε και βάδισε προς τη Ρώμη, με εχθρικές διαθέσεις προς τον έξαρχο. Ο Πάπας Ιωάννης ΣΤ΄ παρενέβη υπέρ τού εξάρχου, καταφέρνοντας να ηρεμήσει και να σταματήσει τους στασιαστές. Μετά από αυτό ο Θεοφύλακτος κατάφερε να εισέλθει στη Ραβένα.
Ο τελευταίος, σε σύντομο διάστημα τέθηκε υποτελής στον αυτοκράτορα και βρήκε καταφύγιο στους βάρβαρους εισβολείς Λογγοβάρδους πριν την άφιξη των στρατευμάτων του νέου στρατηγού του νησιού, του Παύλου.
Εικάζεται, ενδεχομένως, ο Σέργιος να έγινε εκ νέου στρατηγός του νησιού το 731 και ότι εκείνη την εποχή, τέθηκε ενάντια στην εικονοκλαστική πολιτική του Λέοντα Γ΄. Όπως συνέβη και με τον Θεόδωρο, ο στρατηγός Παύλος κατέστη Έξαρχος της Ραβέννας από το 723 και μέχρι το 726.
Κατά την διάρκεια της θητείας του ως στρατηγού, ο Παύλος απέτυχε να αποτρέψει μία μουσουλμανική επιδρομή την περίοδο μεταξύ 720/721.
ΣΗΜ: Ο Παύλος ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, διοικητής του Θέματος Σικελίας , και Έξαρχος Ραβένας από το 723 έως το 727. Σύμφωνα με τον Τζον Τζούλιους Νόριτς (John Julius Norwich), το πρόσωπο που παραδοσιακά αναγνωρίζεται ως ο πρώτος δόγης της Βενετίας, ο Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, ήταν στην πραγματικότητα ο Έξαρχος Παύλος. Επιπλέον το ίδιο πρόσωπο είναι και ο διάδοχος του Αναφέστο, Μαρτσέλλο Τεγκαλλιάνο, μιας και υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εν λόγω δόγη, καθώς έφερε την ίδια ονομασία, στα ιταλικά, με τον τίτλο του Παύλου που ήταν "magister militum"
Στο 727, στο Εξαρχάτο της Ραβένα ξεσηκώθηκαν κατά της αυτοκρατορικής επιβολής λόγω της εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέων Γ΄ (717-741). Ο στρατός της Ραβένα και του Δουκάτου της Πενταπόλεως στασίασαν, καταγγέλλοντας τόσο τον Έξαρχο Παύλο όσο και τον αυτοκράτορα Λέων Γ ', και ανέτρεψαν όσους αξιωματικούς παρέμεναν πιστοί. Ο Παύλος συγκέντρωσε τις δυνάμεις που του απέμειναν πιστές και προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη, αλλά σκοτώθηκε. Ο στρατός συζήτησε την εκλογή δικό του αυτοκράτορα και ξεκίνησε να βαδίσει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν ζήτησαν τη συμβουλή του Πάπα Γρηγορίου Β΄, αυτός τους αποθάρρυνε[2].
Μετά την επιστροφή του Σέργιου στο αξίωμα του στρατηγού έως το 735, ήταν ο λογοθέτης του Δρόμου Αντίοχος που διορίστηκε στην Σικελία προς τα τέλη της δεκαετίας του 760. Κατέχων χαρτοφυλάκιο στο γραφείο εξωτερικών υποθέσεων, στάλθηκε στην Σικελία σε μία περίοδο κατά την οποία οι ιταλικές κτήσεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κινδύνευαν όλο και περισσότερο από τους εισβολείς Λογγοβάρδους και τους Φράγκους.
Μετά την πτώση του Εξαρχάτου της Ραβένα, ο στρατηγός της Σικελίας κληρονόμησε τις υποχρεώσεις του αναφορικά με την επίβλεψη της εφαρμογής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής πολιτικής στην Ιταλική χερσόνησο.
Το 763, φαίνεται να πέτυχε μια σημαντική νίκη ενάντια σε έναν στόλο Σαρακηνών ο οποίος προερχόταν από την Αφρική, ωστόσο απέτυχε σε διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους αναφορικά με την τύχη της Ιταλικής.
Πιθανολογείται ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο συμμάχησε με τον στρατηγό της Θράκης για την ανατροπή του Κωνσταντίνου και την διατήρησή του εντός των διοικητικών αξιωμάτων της αυτοκρατορίας.
Παρά το γεγονός ότι η εξέγερση αυτή του 766 είναι σχετικά ασαφής, ωστόσο καταδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική σημασία του στρατηγού της Σικελίας.
Η συνωμοσία αυτή δεν ξεπέρασε το επίπεδο του απλού σχεδίου, ωστόσο έδωσε στον Κωνσταντίνο Ε΄ την κατάλληλη αφορμή για να προχωρήσει στην σύλληψη ανώτατων εικονολατρών εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Αντίοχος παρέμεινε στην Σικελία μέχρι, περίπου, και την δεκαετία του 780.
Την ημερομηνία εκείνη, ήταν ο Ελπίδιος που ορίστηκε ως διοικητής του νησιού τον Φεβρουάριο του 781. Ωστόσο, η συμμετοχή του στην συνωμοσία του 780 που στόχευε στην υποστήριξη του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄, Νικηφόρου, ενάντια στην Ειρήνη την Αθηναία δεν έγινε γνωστή παρά μόνο τον Απρίλιο του 781, ημερομηνία κατά την οποία απομακρύνθηκε των καθηκόντων του.
Ο Ελπίδιος επιχείρησε να εξεγερθεί, ωστόσο, ηττήθηκε το 782 και αναζήτησε καταφύγιο στην Αφρική μαζί με τον δούκα της Καλαβρίας, όπου ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Η εξέγερση αυτή καταδεικνύει, για μία ακόμη φορά, την πολιτική σημασία του Σικελικού θέματος.
Την εξέγερση του Ελπίδιου κατέστειλε κάποιος Θεόδωρος ο οποίος και έγινε στρατηγός το 782. Εγκατέλειψε την πολιτική της συμμαχίας με την Νάπολι και το Μπενεβέντο, προκειμένου να στραφεί προς την Παποσύνη, προτού αντιδράσει έντονα στην πολιτική του Καρλομάγνου αναφορικά με το Μπενεβέντο (καθεμία από τις δύο αυτοκρατορίες στήριζε και διαφορετικό διεκδικητή). Το 797, ο Θεόδωρος αντικαταστάθηκε με τον Νικήτα, έναν έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης της Αθηναίας.
Ο διορισμός αυτός οφείλετο, κυρίως, στην ανάγκη για την Ειρήνη να εξασφαλίσει την πίστη της Ιταλίας προς το πρόσωπό της, λίγο πριν από το πραξικόπημα της σε βάρος του γιου της, Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
Το 799, ο Νικήτας αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Γανγλιανό, επίσης έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης, ο οποίος οργάνωσε την άμυνα της Σικελίας απέναντι σε μία ενδεχόμενη επίθεση του Καρλομάγνου.
Οι διάδοχοι του Μιχαήλ συνέχισαν την έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε βάρος των Φράγκων, ιδιαιτέρως μετά και την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου, ο οποίος ακολούθησε μία εχθρική πολιτική απέναντι στους Φράγκους.
Πράγματι, οι βυζαντινές πηγές φαίνεται να ενδιαφέρονται για την Σικελία, μονάχα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι στρατηγοί της αποτελούσαν πηγή κινδύνου για τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Η Σικελία διέθετε, συνεπώς, στρατηγική σημασία πρώτης τάξεως για τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς,) ωστόσο, αποτελούσε, ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου για την αυτοκρατορική εξουσία, λόγω των συχνών εξεγέρσεών της (τρίτο θέμα συνολικά με τον μεγαλύτερο αριθμό εξεγέρσεων κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα).
Ωστόσο, οι εξεγέρσεις αυτές δεν σχετίζονταν με την άρνηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, εκείνη του 766 αφορούσε αποκλειστικά τον στρατηγό Αντίοχο ο οποίος επιθυμούσε να διατηρήσει το αξίωμά του, ενώ αυτή της περιόδου 780-782 αφορούσε εν μέρη την διαδοχή της Ειρήνης. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, η ιδιαιτερότητα του διορισμού των Βυζαντινών στρατηγών εκ των οποίων κανένας δεν ήταν ξένος, ήσαν όλοι Ρωμιοί ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων προέρχονταν από το σώμα των ευνούχων. Αυτό εξηγείται από την ναυτική σημασία του θέματος, ενώ οι ξένοι στρατηγοί προέρχονταν, συνήθως, από τα σώματα του πεζικού. Επιπλέον, η Σικελία βρισκόταν κυρίως μπλεγμένη σε διπλωματικά και οικονομικής φύσεως ζητήματα.
Τέλος, οι στρατηγοί προέρχονταν συχνά από την τάξη των πατρικίων, κάτι που καταδεικνύει και την σημασία του θέματος, παρά το γεγονός ότι το Τακτικόν «Ουσπένσκι » (κατάλογος αξιωμάτων) της περιόδου μεταξύ 842/843 κατατάσσει την Σικελία ως 14ο θέμα με βάση την σημασία του. Η θέση αυτή εξηγείται από το σχετικά αδύναμο στράτευμα που διέθετε ο στρατηγός της Σικελίας, ο ρόλος του οποίου ήταν κυρίως στο επίπεδο της διπλωματίας, σε αντίθεση με τα μεγάλα θέματα της Μικράς Ασίας τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανικό κίνδυνο, ο οποίος και μπορούσε να αποβεί πιο μοιραίος για την επιβίωση της ίδιας της αυτοκρατορίας.
Εξάλλου, μετά το 827, η Σικελία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την εισβολή των Αράβων οι οποίοι κατέλαβαν το Παλέρμο το 831. Εκεί, ίδρυσαν ένα αραβικό πριγκιπάτο το οποίο σταδιακά άρχισε να αποσπά τμήματα των βυζαντινών κτήσεων στην Σικελία.
Ως αποτέλεσμα, οι Άραβες κατέλαβαν την Μεσσήνη το 842 και τις Συρακούσες το 878, έπειτα από πολιορκία διάρκειας 10 ετών και τέλος την Ταυρομένιο το 902, η οποία αποτελούσε και την τελευταία βυζαντινή κτήση στην Σικελία, κάτι που αποτέλεσε και το τέλος της ύπαρξης του θέματος, ως θέμα όχι όμως ως περιοχή ,διότι οι Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επανέρχεται αργότερα
Κατά τον 8ο - 9ο αιώνα, ανώτατοι αξιωματούχοι της Καλαβρίας και της Σικελίας, χρησιμοποιούσαν, σε δήλωση της χριστιανικής τους πίστης το μονόγραμμα σε μορφή σταυρού με το κείμενο «Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ» στις σφραγίδες τους, ακολουθώντας την πρακτική των Εξάρχων της Ραβένας.
Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι σφραγίδες των Προκοπίου, («Θεοτόκε βοήθει (σε μονόγραμμα μορφής σταυρού) τῷ σῷ δούλῳ Προκοπ(ίῳ) πατρικ(ίῳ) β(ασιλικῷ) (πρωτο)σπαθαρ(ίῳ) (καὶ) στρα(τηγῷ) Σικελ(ίας)» και Κωνσταντίνου Στρατηγών της Σικελίας και του Θεοδότου, διοικητή της Σικελίας, αλλά και η εικονιζόμενη σφραγίδα του Ελπιδίου.
Παρακάτω ακολουθεί πίνακας γνωστών στρατηγών / διοικητών του θέματος της Σικελίας:
Σαλβέντιος
Θεοφύλακτος, από το 698 και το 701
Θεόδωρος, 710 και έξαρχος της Ιταλίας
Σέργιος
Παύλος και έξαρχος της Ραβέννας από το 723 και μέχρι το 726
Σέργιος έως το 735
Αντίοχος, διορίστηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 760 μέχρι περίπου, και την δεκαετία του 780
Ελπίδιος, ορίστηκε ως διοικητής του νησιού τον Φεβρουάριο - Απρίλιο του 781
Θεόδωρος, 782, ο οποίος κατέστειλε την εξέγερση του Ελπίδιου
Νικήτας, 797, έμπιστος της Ειρήνης της Αθηναίας
Μιχαήλ Γανγλιανός, 799, επίσης έμπιστος σύμμαχος της Ειρήνης
Ο ορθόδοξος χριστιανός Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ ήταν αντίθετος τόσο με τους Οστρογότθους όσο και με την Αρειανή αίρεση του Χριστιανισμού. Το 535 ο στρατηγός του Βελισάριος εισέβαλε στην Ιταλία και το 540 κατέλαβε τη Ραβένα. Μετά την κατάκτηση της Ιταλίας το 554 η Ραβένα έγινε η έδρα της Βυζαντινής κυβέρνησης στην Ιταλία. Από το 540 ως το 600 οι επίσκοποι της Ραβένα ξεκίνησαν ένα σημαντικό πρόγραμμα ανέγερσης εκκλησιών στη Ραβένα και μέσα και γύρω από την πόλη-λιμάνι Κλάσσις. Βυζαντινά μνημεία που σώζονται είναι η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου και η Βασιλική του Αγίου Απολλινάριου καθώς και ο μερικά σωζόμενος Άγιος Μιχαήλ
Μετά τις κατακτήσεις του Βελισάριου για τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ τον 6ο αιώνα, η Ραβένα έγινε η έδρα του Βυζαντινού κυβερνήτη της Ιταλίας, του Έξαρχου και έγινε γνωστή ως Εξαρχάτο της Ραβένα. Υπό τη Βυζαντινή εξουσία στον αρχιεπίσκοπο της Ραβένα παραχωρήθηκε προσωρινά από τον αυτοκράτορα αυτοκεφαλία από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία το 666, αλλά αυτή γρήγορα ανακλήθηκε. Εντούτοις ο αρχιεπίσκοπος της Ραβένα είχε τη δεύτερη θέση στην Ιταλία μετά τον πάπα και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε πολλές θεολογικές διαμάχες αυτή την περίοδο.
Το Εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν διοικητική διαίρεση της «Βυζαντινής» Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο από το 568 έως και το 751 όταν ο τελευταίος έξαρχος δολοφονήθηκε από τους Λομβαρδούς.
Τα Δουκάτα αποτελούνταν δηλαδή κυρίως από τις παράκτιες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, δεδομένου ότι οι Λομβαρδοί είχαν κατακτήσει σχεδόν όλη την ενδοχώρα. Ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης αυτών των αυτοκρατορικών κτήσεων, ήταν ο Έξαρχος, ο εκπρόσωπος στην Ραβένα (Ραβέννα) του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Η γύρω περιοχή εκτεινόταν από τον ποταμό Πάδο, ο οποίος ήταν το όριο με τη Βενετία στο βορρά, μέχρι την Πεντάπολη στο Ρίμινι στο νότο, κατά μήκος της Αδριατικής ακτής, και έφτανε μέχρι πόλεις μακριά από την ακτή, όπως το Φορλί. Όλο αυτό το έδαφος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά των Απέννινων, ήταν υπό την άμεση διοίκηση του έξαρχου και αποτέλεσαν το Εξαρχάτο με τη στενή έννοια. Οι γύρω περιοχές κυβερνούνταν από δούκες και στρατιωτικούς διοικητές (magistri militium) λιγότερο ή περισσότερο εξαρτημένους από την εξουσία του. Για την Κωνσταντινούπολη το Εξαρχάτο αποτελούσε την επαρχία της Ιταλίας.
Οι Λομβαρδοί είχαν πρωτεύουσά τους στην Παβία και ήλεγχαν τη μεγάλη κοιλάδα του Πάδου. Επεκτάθηκαν και προς νότον και ίδρυσαν Λομβαρδικά δουκάτα στο Σπολέτο και στο Μπενεβέντο. Οι Λομβαρδοί ήλεγχαν το εσωτερικό, ενώ οι Βυζαντινοί διοικητές ήλεγχαν περισσότερο ή λιγότερο τις ακτές.
Σιγά σιγά ο έξαρχος στην Ιταλία χάνει πολλά εδάφη από τους Λομβαρδούς, αν και τυπικά περιοχές όπως η Λιγουρία (εντελώς χαμένη το 640 από τους Λομβαρδούς ), ή Νάπολη και η Καλαβρία (κατακτήθηκαν από το Λομβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο ) παρέμεναν υπό την διοίκησή του.
Στη Ρώμη ο Πάπας ήταν ο πραγματικός κύριος.
Στο τέλος το 740, το Εξαρχάτο αποτελείται από την Ίστρια, την Βενετία, την Φεράρα, την Ραβένα, την Πεντάπολη, και την Περούτζια. Οι Λομβαρδοί τελικά κατέλαβαν και τη Ραβένα το 751 ενώ ο πάπας αποτινάσσει την βυζαντινή κυριαρχία κατά την κρίση της Εικονομαχίας.
Η βυζαντινή κυριαρχία είχε απόλυτη εξάρτηση από τις σχέσεις μεταξύ του Πάπα και του Εξάρχου. Ο παπισμός θα μπορούσε να επωφεληθεί από την τοπική δυσαρέσκεια. Η παλιά ρωμαϊκή συγκλητική αριστοκρατία δυσφορούσε υπό την διοίκηση ενός εξάρχου, ο οποίος από πολλούς θεωρούνταν ένας ενοχλητικός ξένος. Έτσι, ο έξαρχος αντιμετώπιζε εξωτερικές και εσωτερικές απειλές που παρεμπόδιζαν πολύ την πραγματική πρόοδο και ανάπτυξη.
Στην εσωτερική ιστορία της, το Εξαρχάτο υπόκειται στις επιδράσεις του κατακερματισμού που οδηγεί στην υποδιαίρεση της κυριαρχίας και της δημιουργίας της φεουδαρχίας σε όλη την Ευρώπη. Βήμα προς βήμα, και παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη, οι μεγάλοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έγιναν τοπικοί γαιοκτήμονες, και νέες συμμαχίες είχαν παρεισφρήσει στη σφαίρα της αυτοκρατορικής διοίκησης. Εν τω μεταξύ, η ανάγκη υπεράσπισης των αυτοκρατορικών εδαφών ενάντια στους Λομβαρδούς οδήγησε στο σχηματισμό τοπικών πολιτοφυλακών, οι οποίες αρχικά προσκολλήθηκαν στις αυτοκρατορικές μονάδες, αλλά σταδιακά απέκτησαν την ανεξαρτησία της, καθώς είχαν συγκροτηθεί με αποκλειστικά τοπικά κριτήρια. Αυτές οι ένοπλες ομάδες αποτέλεσαν τους πρόδρομους των ελεύθερων ενόπλων δημοτών των ιταλικών πόλεων του Μεσαίωνα. Άλλες πόλεις του Εξαρχάτου οργανώθηκαν με τον ίδιο τρόπο.
Η Ραβένα παρέμεινε η έδρα του Έξαρχου μέχρι την εξέγερση του 727 κατά της εικονομαχίας.
Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στην θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους (επίσης αναφερόμενους ως Εικονοκλάστες) και Εικονολάτρες (επίσης αναφερόμενους ως Εικονόφιλους και Εικονόδουλους).
Ο Ευτύχιος, ο τελευταίος Έξαρχος της Ραβένα, σκοτώθηκε από τους Λομβαρδούς το 751. Το Εξαρχάτο αναδιοργανώθηκε ως Κατεπανάτο της Ιταλίας με έδρα το Μπάρι (.Βάριον)
Όταν το 756 οι Φράγκοι επιτέθηκαν στους Λομβαρδούς, ο Πάπας Στέφανος Β΄ διεκδίκησε το Εξαρχάτο. Ο σύμμαχός του Πιπίνος ο Βραχύς, ο βασιλιάς των Φράγκων, δώρισε τις κατακτημένες περιοχές του Εξαρχάτου στον πάπα το 756. Από την δωρεά αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε από το γιο του Καρλομάγνο το 774, άρχισε η κοσμική εξουσία των παπών επί της λεγομένης «Κληρονομιάς του Αγίου Πέτρου» Patrimonium Sancti Petri .
Έτσι, το Εξαρχάτο εξαφανίστηκε, και τα μικρά υπολείμματα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην ηπειρωτική χώρα, της Νάπολης και της Καλαβρίας, πέρασαν υπό την εξουσία του κατεπάνω της Ιταλίας.
Όταν η Σικελία κατακτήθηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα τα εναπομείναντα εδάφη αναδιαρθρώθηκαν ως θέματα της Καλαβρίας και Λογγοβαρδίας. Η Ίστρια προσαρτήθηκε στην Δαλματία.
Έξαρχοι της Ραβένα
• Φλάβιος Λογγίνος, 568-573[10]
• Βαδουάριος,[10]
• Δέκιος[11] (584-585)
• Σμαράγδος (585-589)
• Ιουλιανός (589)
• Ρωμανός (589-596)
• Καλλίνικος (596-603)
• Σμαράγδος (603-608)
• Φώτιος (άγνωστο)
• Ιωάννης Α΄ (608-616)
• Ελευθέριος (616-619)
• Γρηγόριος (619-625)
• Ισαάκ (625-643)
• Θεόδωρος Α΄ Καλιόπας (643-645)
• Πλάτων (645-649)
• Ολύμπιος (649-652)
• Θεόδωρος Α΄ Καλιόπας (653 - 666)
• Γρηγόριος (666)
• Θεόδωρος (678 με 687)
• Ιωάννης Β΄ ο Πλατύς (687-702)
• Θεοφύλακτος (702-710)
• Ιωάννης Γ΄ Ριζοκόπος (710-711)
• Σχολαστικός (713 - 723)
• Παύλος (723-727)
• Ευτύχιος (727 έως 752)
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ
ΠΗΓΕΣ
Παύλος ο Διάκονος. «Book 2: ch. 26-27». Historia Langobardorum: Paul the Deacon's History of the Lombards. trans. from Latin by William Dudley Foulke. University of Pennsylvania.
Borri, Francesco (July–December 2005). «Duces e magistri militum nell’Italia esarcale (VI-VIII secolo)» (PDF). Estratto da Reti Medievali Rivista (Firenze University Press) VI (2). ISSN 1593-2214. http://www.storia.unifi.it/_RM/rivista/saggi/Borri.htm. Ανακτήθηκε στις 2008-05-21.
Brown, T. S. (1991). «Byzantine Italy c.680 - c.876». Στο: Rosamond McKitterick. The New Cambridge Medieval History: II. c. 700 - c. 900. Cambridge University Press. I
Diehl, Charles (1972). Etudes sur l'Administration Byzantine dans l'Exarchat de Ravenne (568-751). Research & Source Works Series Byzantine Series No. 39. New York: Burt Franklin. ASIN B000ITU5NA.
Hallenbeck, Jan T. (1982). «Pavia and Rome: The Lombard Monarchy and the Papacy in the Eighth Century». Transactions of the American Philosophical Society 72 (4): 1–186. doi:10.2307/1006429.
Hartmann, Ludo M. (June 1971). Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung in Italien (540-750). Research & Source Works Series No. 86. New York: Burt Franklin.
Hodgkin, Thomas. 553-600 The Lombard Invasion. Italy and Her Invaders, Vol. 5, Book VI (Replica έκδοση). Boston: Elibron Classics.
John of Biclaro. Chronicle.
Norwich, John Julius (1993). A History of Venice (Ιστορία της Βενετίας - μετάφρ. Δημ. Παπαγεωργίου). Αθήνα: Φόρμιγξ.
Ravegnani, Giorgio (2004). I bizantini in Italia. Bologna: Il Mulino. I
Ravegnani, Giorgio (2006). Bisanzio e Venezia. Bologna: Il Mulino.
Ο Στρατηγός Βελισάριος αποβιβάστηκε στην πατρογονική των Ελλήνων γη της Σικελίας, 1500 χρόνια μετά, την οποία και κατέλαβε χωρίς να συναντήσει αντίσταση,εξάλλου πως να συναντήσει με τους Ρωμιούς κατοίκους της, με εξαίρεση τον Πάνορμο ( Παλέρμο), εκεί που μαζεύτηκαν οι βάρβαροι, η φρουρά των Οστρογότθων που καταπίεζε τους Ρωμιούς και τους άλλους κατοίκους και που αρνήθηκε να παραδοθεί.
Ο Βελισάριος, εκτιμώντας πως η πόλη δεν ήταν δυνατό να καταληφθεί από στεριάς,τότε ο μεγάλος στρατηγός έστειλε τον αυτοκρατορικό στόλο του στο λιμάνι, το οποίο βρισκόταν εκτός της πόλης και εκτεινόταν μέχρι τα τείχη αυτής.
Καθώς τα κατάρτια των πλοίων ξεπερνούσαν σε ύψος τα τείχη, ανύψωσε με την χρήση βαρούλκων βάρκες γεμάτες με τοξότες οι οποίοι έβαλαν εναντίον της φρουράς των βαρβάρων Οστρογότθων.
Ο Ρωμέϊκος πληθυσμός, ευρισκόμενος υπό βροχή βελών και μάλιστα από συμπατριώτες του ,τρομοκρατήθηκε εξεγέρθηκε και ανάγκασε τους Οστρογότθους δυνάστες να σταματήσουν να αμύνονται και έτσι η πόλη παραδόθηκε άμεσα.
Ήρωνος Βυζαντίου Τα Πολιορκητικά 11ος αι. (Εικ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ - Μιχαήλ Σταμάτης) |
Μετά την κατάληψη του Παλέρμο το 535 και την ολοκληρωτική επανακατάκτηση των Ρωμιών Ελλήνων της Σικελίας, αυτή διατήρησε ένα ειδικό καθεστώς το οποίο δημιούργησε ο Ιουστινιανός Α´, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μεταξύ 687 και 695 ορίστηκε «στρατηγός» (στρατιωτικός διοικητής) και πιθανότατα την εποχή αυτή η Σικελία έγινε «Θέμα»
ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΚΗΣ ΡΩΜΕΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 668 |
Η Σικελία στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Σημαντικός αριθμός επί των στρατηγών του θέματος προέρχονταν από το σώμα των ευνούχων. Πρώτος γνωστός στρατηγός του νησιού ήταν ο Σαλβέντιος, τον οποίο διαδέχτηκε ο Θεοφύλακτος, ο οποίος αφίχθη στην Σικελία μεταξύ του 698 και του 701.Προερχόμενος από το σώμα των ευνούχων, ήταν, επίσης, ο πρώτος γνωστός παρακοιμώμενος.
Το 710, ήταν ο Θεόδωρος που ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού και του ανατέθηκε η καταστολή της εξέγερσης στην Ραβέννα. Κατέστη, τότε, Έξαρχος της Ιταλίας.
Ο ρωμαϊκός στρατιωτικός λιμένας Κλάσσις της Ραβένα |
Γεγονότα στην Ιταλική και την Σικελική γη
Το 717, φήμες έκαναν λόγο για άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες. Ως αντίδραση, οι Σικελοί όρισαν έναν Ρωμιό ονόματι Σέργιο ως διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου.Ο τελευταίος, σε σύντομο διάστημα τέθηκε υποτελής στον αυτοκράτορα και βρήκε καταφύγιο στους βάρβαρους εισβολείς Λογγοβάρδους πριν την άφιξη των στρατευμάτων του νέου στρατηγού του νησιού, του Παύλου.
Εικάζεται, ενδεχομένως, ο Σέργιος να έγινε εκ νέου στρατηγός του νησιού το 731 και ότι εκείνη την εποχή, τέθηκε ενάντια στην εικονοκλαστική πολιτική του Λέοντα Γ΄. Όπως συνέβη και με τον Θεόδωρο, ο στρατηγός Παύλος κατέστη Έξαρχος της Ραβέννας από το 723 και μέχρι το 726.
Κατά την διάρκεια της θητείας του ως στρατηγού, ο Παύλος απέτυχε να αποτρέψει μία μουσουλμανική επιδρομή την περίοδο μεταξύ 720/721.
ΣΗΜ: Ο Παύλος ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος, διοικητής του Θέματος Σικελίας , και Έξαρχος Ραβένας από το 723 έως το 727. Σύμφωνα με τον Τζον Τζούλιους Νόριτς (John Julius Norwich), το πρόσωπο που παραδοσιακά αναγνωρίζεται ως ο πρώτος δόγης της Βενετίας, ο Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, ήταν στην πραγματικότητα ο Έξαρχος Παύλος. Επιπλέον το ίδιο πρόσωπο είναι και ο διάδοχος του Αναφέστο, Μαρτσέλλο Τεγκαλλιάνο, μιας και υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εν λόγω δόγη, καθώς έφερε την ίδια ονομασία, στα ιταλικά, με τον τίτλο του Παύλου που ήταν "magister militum"
Στο 727, στο Εξαρχάτο της Ραβένα ξεσηκώθηκαν κατά της αυτοκρατορικής επιβολής λόγω της εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέων Γ΄ (717-741). Ο στρατός της Ραβένα και του Δουκάτου της Πενταπόλεως στασίασαν, καταγγέλλοντας τόσο τον Έξαρχο Παύλο όσο και τον αυτοκράτορα Λέων Γ ', και ανέτρεψαν όσους αξιωματικούς παρέμεναν πιστοί. Ο Παύλος συγκέντρωσε τις δυνάμεις που του απέμειναν πιστές και προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη, αλλά σκοτώθηκε. Ο στρατός συζήτησε την εκλογή δικό του αυτοκράτορα και ξεκίνησε να βαδίσει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όταν ζήτησαν τη συμβουλή του Πάπα Γρηγορίου Β΄, αυτός τους αποθάρρυνε[2].
Μετά την επιστροφή του Σέργιου στο αξίωμα του στρατηγού έως το 735, ήταν ο λογοθέτης του Δρόμου Αντίοχος που διορίστηκε στην Σικελία προς τα τέλη της δεκαετίας του 760. Κατέχων χαρτοφυλάκιο στο γραφείο εξωτερικών υποθέσεων, στάλθηκε στην Σικελία σε μία περίοδο κατά την οποία οι ιταλικές κτήσεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κινδύνευαν όλο και περισσότερο από τους εισβολείς Λογγοβάρδους και τους Φράγκους.
Μετά την πτώση του Εξαρχάτου της Ραβένα, ο στρατηγός της Σικελίας κληρονόμησε τις υποχρεώσεις του αναφορικά με την επίβλεψη της εφαρμογής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής πολιτικής στην Ιταλική χερσόνησο.
Το 763, φαίνεται να πέτυχε μια σημαντική νίκη ενάντια σε έναν στόλο Σαρακηνών ο οποίος προερχόταν από την Αφρική, ωστόσο απέτυχε σε διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους αναφορικά με την τύχη της Ιταλικής.
Πιθανολογείται ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο συμμάχησε με τον στρατηγό της Θράκης για την ανατροπή του Κωνσταντίνου και την διατήρησή του εντός των διοικητικών αξιωμάτων της αυτοκρατορίας.
Παρά το γεγονός ότι η εξέγερση αυτή του 766 είναι σχετικά ασαφής, ωστόσο καταδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική σημασία του στρατηγού της Σικελίας.
Η συνωμοσία αυτή δεν ξεπέρασε το επίπεδο του απλού σχεδίου, ωστόσο έδωσε στον Κωνσταντίνο Ε΄ την κατάλληλη αφορμή για να προχωρήσει στην σύλληψη ανώτατων εικονολατρών εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Αντίοχος παρέμεινε στην Σικελία μέχρι, περίπου, και την δεκαετία του 780.
Σφραγίδα του Ελπίδιου με το μονόγραμμα (η πλευρά που φαίνεται στα αριστερά) με το κείμενο «Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ» |
Ο Ελπίδιος επιχείρησε να εξεγερθεί, ωστόσο, ηττήθηκε το 782 και αναζήτησε καταφύγιο στην Αφρική μαζί με τον δούκα της Καλαβρίας, όπου ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Η εξέγερση αυτή καταδεικνύει, για μία ακόμη φορά, την πολιτική σημασία του Σικελικού θέματος.
Την εξέγερση του Ελπίδιου κατέστειλε κάποιος Θεόδωρος ο οποίος και έγινε στρατηγός το 782. Εγκατέλειψε την πολιτική της συμμαχίας με την Νάπολι και το Μπενεβέντο, προκειμένου να στραφεί προς την Παποσύνη, προτού αντιδράσει έντονα στην πολιτική του Καρλομάγνου αναφορικά με το Μπενεβέντο (καθεμία από τις δύο αυτοκρατορίες στήριζε και διαφορετικό διεκδικητή). Το 797, ο Θεόδωρος αντικαταστάθηκε με τον Νικήτα, έναν έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης της Αθηναίας.
Ο διορισμός αυτός οφείλετο, κυρίως, στην ανάγκη για την Ειρήνη να εξασφαλίσει την πίστη της Ιταλίας προς το πρόσωπό της, λίγο πριν από το πραξικόπημα της σε βάρος του γιου της, Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
Το 799, ο Νικήτας αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Γανγλιανό, επίσης έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης, ο οποίος οργάνωσε την άμυνα της Σικελίας απέναντι σε μία ενδεχόμενη επίθεση του Καρλομάγνου.
Οι διάδοχοι του Μιχαήλ συνέχισαν την έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε βάρος των Φράγκων, ιδιαιτέρως μετά και την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου, ο οποίος ακολούθησε μία εχθρική πολιτική απέναντι στους Φράγκους.
Χάρτης περιοχών των συγκρούσεων της Ανατολικής Ρωμέϊκης Αυτοκρατορίας με τους Άραβες |
Ο ρόλος του Θέματος της Σικελίας και το τέλος του το 902
Η σημασία αυτή της Σικελίας στις σχέσεις μεταξύ (Βυζαντινών) της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Φράγκων τονίζεται από την σημασία των φραγκικών πηγών κατά την προσπάθεια εύρεσης και καταγραφής των διαφορετικών στρατηγών που διοίκησαν την Σικελία κατά την περίοδο της (βυζαντινής) Ρωμέϊκης κυριαρχίας στο νησί.Πράγματι, οι βυζαντινές πηγές φαίνεται να ενδιαφέρονται για την Σικελία, μονάχα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι στρατηγοί της αποτελούσαν πηγή κινδύνου για τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Η Σικελία διέθετε, συνεπώς, στρατηγική σημασία πρώτης τάξεως για τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς,) ωστόσο, αποτελούσε, ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου για την αυτοκρατορική εξουσία, λόγω των συχνών εξεγέρσεών της (τρίτο θέμα συνολικά με τον μεγαλύτερο αριθμό εξεγέρσεων κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα).
Ο ξυλόγλυπτος και με ελεφαντόδοντο θρόνος του αρχιεπισκόπου Μαξιμιανού,500 μ.Χ. Ραβένα - Museo Arcivescoville |
Τέλος, οι στρατηγοί προέρχονταν συχνά από την τάξη των πατρικίων, κάτι που καταδεικνύει και την σημασία του θέματος, παρά το γεγονός ότι το Τακτικόν «Ουσπένσκι » (κατάλογος αξιωμάτων) της περιόδου μεταξύ 842/843 κατατάσσει την Σικελία ως 14ο θέμα με βάση την σημασία του. Η θέση αυτή εξηγείται από το σχετικά αδύναμο στράτευμα που διέθετε ο στρατηγός της Σικελίας, ο ρόλος του οποίου ήταν κυρίως στο επίπεδο της διπλωματίας, σε αντίθεση με τα μεγάλα θέματα της Μικράς Ασίας τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανικό κίνδυνο, ο οποίος και μπορούσε να αποβεί πιο μοιραίος για την επιβίωση της ίδιας της αυτοκρατορίας.
Εξάλλου, μετά το 827, η Σικελία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την εισβολή των Αράβων οι οποίοι κατέλαβαν το Παλέρμο το 831. Εκεί, ίδρυσαν ένα αραβικό πριγκιπάτο το οποίο σταδιακά άρχισε να αποσπά τμήματα των βυζαντινών κτήσεων στην Σικελία.
Η κατάληψη των Συρακουσών από τους Άραβες (Εικ Η ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΚΥΛΙΤΖΗ ) |
Κατάληψη Ταυρομενίου στην Σικελία από τους Άραβες (Εικ Η ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΚΥΛΙΤΖΗ ) |
Διασωθέν Βυζαντινό ψηφιδωτό από την Ιταλική ,ο Απόστολος Παύλος-Ραβένα Museo Arcivescoville |
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία του 717, λίγο μετά τη δημιουργία του Θέματος της Σικελίας |
Στρατηγοί / διοικητές του Θέματος της Σικελίας
Παρακάτω ακολουθεί πίνακας γνωστών στρατηγών / διοικητών του θέματος της Σικελίας:
Σαλβέντιος
Θεοφύλακτος, από το 698 και το 701
Θεόδωρος, 710 και έξαρχος της Ιταλίας
Σέργιος
Παύλος και έξαρχος της Ραβέννας από το 723 και μέχρι το 726
Σέργιος έως το 735
Αντίοχος, διορίστηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 760 μέχρι περίπου, και την δεκαετία του 780
Ελπίδιος, ορίστηκε ως διοικητής του νησιού τον Φεβρουάριο - Απρίλιο του 781
Θεόδωρος, 782, ο οποίος κατέστειλε την εξέγερση του Ελπίδιου
Νικήτας, 797, έμπιστος της Ειρήνης της Αθηναίας
Μιχαήλ Γανγλιανός, 799, επίσης έμπιστος σύμμαχος της Ειρήνης
Το ψηφιδωτό είναι μέσα μέσα στον βυζαντινό ναό του Αγίου Βιταλίου με τον Ρωμηό αυτοκράτορα Ιουστινιανό στο Χρυσοτρίκλινο |
Η βυζαντινή Βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου εν Κλάσσις - εξωτερικά -Ραβένα 549 μ.Χ |
Το εσωτερικό της βυζαντινής Βασιλικής του Αγίου Βιταλίου, 547 μ.Χ. Ραβέννα |
Το Εξαρχάτο της Ραβένα
Η πρώτη εγκατάσταση στη περιοχή αποδίδεται είτε στους Θεσσαλούς, είτε στους Ετρούσκους και τους Ούμπρι. Στη συνέχεια η περιοχή της κατοικήθηκε και από τους Σήνωνες, ιδιαίτερα η νότια ύπαιθρος της πόλης (που δεν ήταν τμήμα της λιμνοθάλασσας), η Ager Decimanus. Η Ραβέννα αποτελείτο από σπίτια χτισμένα πάνω σε πασσάλους σε μια βαλτώδη λιμνοθάλασσα - όπως και η Βενετίας μερικούς αιώνες αργότερα.
Το λιμάνι της Ραβένα Κλάσσις και στο βάθος η Λιμνοθάλασσα |
Οι Ρωμαίοι την αγνόησαν κατά την κατάκτηση του Δέλτα του Ποταμού Πάδου, αλλά αργότερα την ενέταξαν στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, ως ομόσπονδη πόλη το 89 π.Χ. Το 49 π.Χ. ήταν ο τόπος, όπου ο Ιούλιος Καίσαρας συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πριν περάσει το Ρουβίκωνα. Αργότερα, μετά τη νίκη του επί του Μάρκου Αντώνιου ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ίδρυσε το στρατιωτικό λιμάνι του Κλάσε.
Οι νησίδες με το λιμάνι και στο βάθος η στεριά όπου ευρίσκεται η πόλη ,όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα |
Το λιμάνι αυτό, προστατευόμενο αρχικά από τα δικά του τείχη, ήταν σημαντικός σταθμός του Ρωμαϊκού Αυτοκρατορικού Στόλου. Σήμερα η πόλη είναι μεσόγεια, αλλά η Ραβέννα παρέμεινε σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα.
Διαίρεση του Εξαρχάτου
Το Εξαρχάτο οργανώθηκε από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο οποίος συνένωσε τις προηγούμενες επαρχίες σε μια. Διοικητικά χωριζόταν σε υποδιαιρέσεις, τα εξής δουκάτα
Δουκάτο της Ρώμης
Το Δουκάτο της Ρώμης ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο του δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Έξαρχου της Ραβέννα (584 με 751).
Δουκάτο της Βενετίας,
Δουκάτο της Νάπολης
Το Δουκάτο της Νάπολης ήταν μια βυζαντινή επαρχία στη σημερινή Ιταλία που δημιουργήθηκε τον 7ο αιώνα έως και το 1137. Διοικητής ήταν στρατιωτικός με τον βαθμό του δούκα και πρωτεύουσα η Νάπολη.
Δουκάτο της Καλαβρίας,
Δουκάτο της Νάπολης,
Το Δουκάτο της Νάπολης ήταν μια βυζαντινή επαρχία στη σημερινή Ιταλία που δημιουργήθηκε τον 7ο αιώνα έως και το 1137. Διοικητής ήταν στρατιωτικός με τον βαθμό του δούκα και πρωτεύουσα η Νάπολη.
Δουκάτο της Περούτζια,
Το Δουκάτο της Περούτζια ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο του δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Έξαρχου της Ραβένα (584 με 751).
Δουκάτο της Πενταπόλεως,
Το Δουκάτο της Πενταπόλεως ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο
Δουκάτο της Λευκανίας,
Δουκάτο του Σορέντο
Το Δουκάτο του Σορέντο ήταν ένα μικρό κρατίδιο της Νότιας Ιταλίας, με πρωτεύουσα το Σορέντο, το έδαφος του οποίου περιλάμβανε μόνο την περιοχή της χερσονήσου του Σορέντο και την ομώνυμη πόλη. Ιδρύθηκε το έβδομο αιώνα ως φέουδο του βυζαντινού Δουκάτου της Νάπολης, τότε ακόμα μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. κ.λπ.),
Το Δουκάτο της Ρώμης ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο του δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Έξαρχου της Ραβέννα (584 με 751).
Δουκάτο της Βενετίας,
Δουκάτο της Νάπολης
Το Δουκάτο της Νάπολης ήταν μια βυζαντινή επαρχία στη σημερινή Ιταλία που δημιουργήθηκε τον 7ο αιώνα έως και το 1137. Διοικητής ήταν στρατιωτικός με τον βαθμό του δούκα και πρωτεύουσα η Νάπολη.
Δουκάτο της Καλαβρίας,
Δουκάτο της Νάπολης,
Το Δουκάτο της Νάπολης ήταν μια βυζαντινή επαρχία στη σημερινή Ιταλία που δημιουργήθηκε τον 7ο αιώνα έως και το 1137. Διοικητής ήταν στρατιωτικός με τον βαθμό του δούκα και πρωτεύουσα η Νάπολη.
Δουκάτο της Περούτζια,
Το Δουκάτο της Περούτζια ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Διοικούνταν από έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, συνήθως στρατηγό, με τον τίτλο του δουξ, αρχικά υπό την εποπτεία του έπαρχου της Ιταλίας (554-584) και αργότερα του Έξαρχου της Ραβένα (584 με 751).
Δουκάτο της Πενταπόλεως,
Το Δουκάτο της Πενταπόλεως ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο
Δουκάτο της Λευκανίας,
Δουκάτο του Σορέντο
Το Δουκάτο του Σορέντο ήταν ένα μικρό κρατίδιο της Νότιας Ιταλίας, με πρωτεύουσα το Σορέντο, το έδαφος του οποίου περιλάμβανε μόνο την περιοχή της χερσονήσου του Σορέντο και την ομώνυμη πόλη. Ιδρύθηκε το έβδομο αιώνα ως φέουδο του βυζαντινού Δουκάτου της Νάπολης, τότε ακόμα μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. κ.λπ.),
Τα Δουκάτα αποτελούνταν δηλαδή κυρίως από τις παράκτιες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, δεδομένου ότι οι Λομβαρδοί είχαν κατακτήσει σχεδόν όλη την ενδοχώρα. Ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης αυτών των αυτοκρατορικών κτήσεων, ήταν ο Έξαρχος, ο εκπρόσωπος στην Ραβένα (Ραβέννα) του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός όπως απεικονίζεται σε ψηφιδωτό από τον Άγιο Απολλινάριο τον Νέο |
Οι Λομβαρδοί είχαν πρωτεύουσά τους στην Παβία και ήλεγχαν τη μεγάλη κοιλάδα του Πάδου. Επεκτάθηκαν και προς νότον και ίδρυσαν Λομβαρδικά δουκάτα στο Σπολέτο και στο Μπενεβέντο. Οι Λομβαρδοί ήλεγχαν το εσωτερικό, ενώ οι Βυζαντινοί διοικητές ήλεγχαν περισσότερο ή λιγότερο τις ακτές.
Σιγά σιγά ο έξαρχος στην Ιταλία χάνει πολλά εδάφη από τους Λομβαρδούς, αν και τυπικά περιοχές όπως η Λιγουρία (εντελώς χαμένη το 640 από τους Λομβαρδούς ), ή Νάπολη και η Καλαβρία (κατακτήθηκαν από το Λομβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο ) παρέμεναν υπό την διοίκησή του.
Στη Ρώμη ο Πάπας ήταν ο πραγματικός κύριος.
Στο τέλος το 740, το Εξαρχάτο αποτελείται από την Ίστρια, την Βενετία, την Φεράρα, την Ραβένα, την Πεντάπολη, και την Περούτζια. Οι Λομβαρδοί τελικά κατέλαβαν και τη Ραβένα το 751 ενώ ο πάπας αποτινάσσει την βυζαντινή κυριαρχία κατά την κρίση της Εικονομαχίας.
Στην εσωτερική ιστορία της, το Εξαρχάτο υπόκειται στις επιδράσεις του κατακερματισμού που οδηγεί στην υποδιαίρεση της κυριαρχίας και της δημιουργίας της φεουδαρχίας σε όλη την Ευρώπη. Βήμα προς βήμα, και παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη, οι μεγάλοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έγιναν τοπικοί γαιοκτήμονες, και νέες συμμαχίες είχαν παρεισφρήσει στη σφαίρα της αυτοκρατορικής διοίκησης. Εν τω μεταξύ, η ανάγκη υπεράσπισης των αυτοκρατορικών εδαφών ενάντια στους Λομβαρδούς οδήγησε στο σχηματισμό τοπικών πολιτοφυλακών, οι οποίες αρχικά προσκολλήθηκαν στις αυτοκρατορικές μονάδες, αλλά σταδιακά απέκτησαν την ανεξαρτησία της, καθώς είχαν συγκροτηθεί με αποκλειστικά τοπικά κριτήρια. Αυτές οι ένοπλες ομάδες αποτέλεσαν τους πρόδρομους των ελεύθερων ενόπλων δημοτών των ιταλικών πόλεων του Μεσαίωνα. Άλλες πόλεις του Εξαρχάτου οργανώθηκαν με τον ίδιο τρόπο.
Το τέλος του Εξαρχάτου
Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η αυξανόμενη απειλή από τους Λομβαρδούς και Φράγκους, και ο διαχωρισμός της χριστιανοσύνης σε ανατολική και δυτική που προκλήθηκε από την εικονομαχία (;) και την οξεία αντιπαλότητα μεταξύ του πάπα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έκανε τη θέση του Έξαρχου όλο και περισσότερο αδύναμη.Η Ραβένα παρέμεινε η έδρα του Έξαρχου μέχρι την εξέγερση του 727 κατά της εικονομαχίας.
Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στην θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους (επίσης αναφερόμενους ως Εικονοκλάστες) και Εικονολάτρες (επίσης αναφερόμενους ως Εικονόφιλους και Εικονόδουλους).
Χάρτης της Ιταλικής χερσονήσου μετά το 751 |
Ο Ευτύχιος, ο τελευταίος Έξαρχος της Ραβένα, σκοτώθηκε από τους Λομβαρδούς το 751. Το Εξαρχάτο αναδιοργανώθηκε ως Κατεπανάτο της Ιταλίας με έδρα το Μπάρι (.Βάριον)
Όταν το 756 οι Φράγκοι επιτέθηκαν στους Λομβαρδούς, ο Πάπας Στέφανος Β΄ διεκδίκησε το Εξαρχάτο. Ο σύμμαχός του Πιπίνος ο Βραχύς, ο βασιλιάς των Φράγκων, δώρισε τις κατακτημένες περιοχές του Εξαρχάτου στον πάπα το 756. Από την δωρεά αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε από το γιο του Καρλομάγνο το 774, άρχισε η κοσμική εξουσία των παπών επί της λεγομένης «Κληρονομιάς του Αγίου Πέτρου» Patrimonium Sancti Petri .
Έτσι, το Εξαρχάτο εξαφανίστηκε, και τα μικρά υπολείμματα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην ηπειρωτική χώρα, της Νάπολης και της Καλαβρίας, πέρασαν υπό την εξουσία του κατεπάνω της Ιταλίας.
Όταν η Σικελία κατακτήθηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα τα εναπομείναντα εδάφη αναδιαρθρώθηκαν ως θέματα της Καλαβρίας και Λογγοβαρδίας. Η Ίστρια προσαρτήθηκε στην Δαλματία.
Έξαρχοι της Ραβένα
• Φλάβιος Λογγίνος, 568-573[10]
• Βαδουάριος,[10]
• Δέκιος[11] (584-585)
• Σμαράγδος (585-589)
• Ιουλιανός (589)
• Ρωμανός (589-596)
• Καλλίνικος (596-603)
• Σμαράγδος (603-608)
• Φώτιος (άγνωστο)
• Ιωάννης Α΄ (608-616)
• Ελευθέριος (616-619)
• Γρηγόριος (619-625)
• Ισαάκ (625-643)
• Θεόδωρος Α΄ Καλιόπας (643-645)
• Πλάτων (645-649)
• Ολύμπιος (649-652)
• Θεόδωρος Α΄ Καλιόπας (653 - 666)
• Γρηγόριος (666)
• Θεόδωρος (678 με 687)
• Ιωάννης Β΄ ο Πλατύς (687-702)
• Θεοφύλακτος (702-710)
• Ιωάννης Γ΄ Ριζοκόπος (710-711)
• Σχολαστικός (713 - 723)
• Παύλος (723-727)
• Ευτύχιος (727 έως 752)
ΤΕΛΟΣ
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ
- www.wikiwand.com
- Norwich, J.J. "Byzantium", Vol. I-The Early Years'
- Vasiliev, A. "History of the Byzantine Empire, 324–1453"
- Ostrogorsky, G. "History of the Byzantine State"
- Norwich, John Julius, 'Byzantium: The Early Centuries', pg 316.
ΠΗΓΕΣ
Παύλος ο Διάκονος. «Book 2: ch. 26-27». Historia Langobardorum: Paul the Deacon's History of the Lombards. trans. from Latin by William Dudley Foulke. University of Pennsylvania.
Borri, Francesco (July–December 2005). «Duces e magistri militum nell’Italia esarcale (VI-VIII secolo)» (PDF). Estratto da Reti Medievali Rivista (Firenze University Press) VI (2). ISSN 1593-2214. http://www.storia.unifi.it/_RM/rivista/saggi/Borri.htm. Ανακτήθηκε στις 2008-05-21.
Brown, T. S. (1991). «Byzantine Italy c.680 - c.876». Στο: Rosamond McKitterick. The New Cambridge Medieval History: II. c. 700 - c. 900. Cambridge University Press. I
Diehl, Charles (1972). Etudes sur l'Administration Byzantine dans l'Exarchat de Ravenne (568-751). Research & Source Works Series Byzantine Series No. 39. New York: Burt Franklin. ASIN B000ITU5NA.
Hallenbeck, Jan T. (1982). «Pavia and Rome: The Lombard Monarchy and the Papacy in the Eighth Century». Transactions of the American Philosophical Society 72 (4): 1–186. doi:10.2307/1006429.
Hartmann, Ludo M. (June 1971). Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung in Italien (540-750). Research & Source Works Series No. 86. New York: Burt Franklin.
Hodgkin, Thomas. 553-600 The Lombard Invasion. Italy and Her Invaders, Vol. 5, Book VI (Replica έκδοση). Boston: Elibron Classics.
John of Biclaro. Chronicle.
Norwich, John Julius (1993). A History of Venice (Ιστορία της Βενετίας - μετάφρ. Δημ. Παπαγεωργίου). Αθήνα: Φόρμιγξ.
Ravegnani, Giorgio (2004). I bizantini in Italia. Bologna: Il Mulino. I
Ravegnani, Giorgio (2006). Bisanzio e Venezia. Bologna: Il Mulino.
Nouveau dictionnaire des sièges et batailles Tome 5