Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων


Αντί Εισαγωγής




Ο Προμηθεύς Δεσμώτης[1]

 «Μύθος λόγου τινος έμφασις εστιν, ανα­κλώντος επ’ άλλα την διάνοιαν» (Πλούταρ­χος). Ο μύθος, κάθε μύθος, είναι συμβολισμός. Πίσω από τις εικόνες του πρέπει να αναζητήσει κανείς τον βαθύτερο «λόγον», αυτόν πού οδήγησε στην πλάση του. Τούτο είναι συχνά δυσχερέστατο για την πρόσθετη αιτία, ότι οι μύθοι ήσαν παμπάλαιες εικονικές περιγραφές, μεταδιδόμενες προ­φορικώς από γενεάς εις γενεάν, κάθε μία των οποίων προσέθετε ή αφαιρούσε κάποιο ακόμη στοιχείο της περιγραφής τους,
έτσι ώστε να ανακλώνται και άλλοι «λόγοι» - πέραν του αρχικού. Μπορεί επομένως ένας μύθος να υποκρύπτει ενίοτε δύο ή και τρεις «λόγους», και μάλιστα διαφορετικού βαθ­μού βαθύτητος ή μυήσεως.
Ένας τέτοιος πανάρχαιος μύθος είναι αυτός του Προμηθέως Δεσμώτου. Οι προσ­θήκες, που κατά καιρούς τού έγιναν, δημιούργησαν πολλές παραλλαγές, από τις ο­ποίες όμως εμείς θα σταθούμε στην πιο επίσημη, αυτήν πού διεσώθη από το κορυφαίο πνεύμα της αρχαιότητος, τον Αισχύλο. Ο μέγιστος αυτός Τραγικός δεν ήταν δυνα­τόν πράγματι να διάλεξε άλλη, από την πιο αυθεντική εκδοχή του μύθου, από εκείνην πού δεν θα ήταν απλώς ένα τερπνό σενάριο θεατρικής παραστάσεως, αλλά μια διδα­σκαλία οδηγούσα στο άδυτο του βαθύτερου «λόγου».
Ξαναβλέπουμε σήμερα τον μύθο αυτόν ερμηνευτικά -μολονότι έχει υποστεί πληθώρα αναλύσεων από τους διαπρεπέστερους των φιλολόγων-, διότι στην γνώση μας έχει προστεθεί μια αποκάλυψη για τον προϊστορικό Ελληνισμό, η οποία φαίνεται ότι δεν ήταν άγνωστη στους μυημένους σοφούς της αρχαιότητος: ότι δηλαδή ο Ελληνισμός εκείνος της προκατακλυσμιαίας χρυσής εποχής είχε απλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τον είχε εκπολιτίσει τεχνικά και πνευ­ματικά.[2]


Ο Προμηθέας ήταν Γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει «συνετός», «προνοητικός». Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ουσιαστικό «μῆτις» (=σκέψη)

Η περιγραφή πράγματι της προ­σφοράς του Προμηθέως στον κόσμο, η οποία εκτίθεται στους στίχους 450 έως 506 της τραγωδίας (που δεν ήταν η κλοπή απλώς της φωτιάς από τους θεούς), μας ανάγει κατ’ ανάγκην σ’ εκείνο το κολοσσιαίο εκπολιτιστικό έργο των μακρινών προγόνων μας. Η ελληνική εκείνη φωτοδότηση του κόσμου είχε χαθεί από την μνήμη της νεώτερης εποχής, επικαλυμμένη από την λάσπη και την παχυλή άγνοια των αιώνων, έτσι που να θεωρείται το άλμα ενανθρωπίσεως της ανθρωπότητος μάλλον ως θεία ενέργεια και να ερμηνεύεται ο μύθος σαν παραμύθι, σαν προσφορά ενός «θεού Προμηθέως» στον κόσμο.

Στους προαναφερθέντες στίχους της τραγωδίας περιγράφεται ολόκληρη η εκ­πολιτιστική προσφορά στην ανθρωπότητα, μια προσφορά που απετέλεσε τον καρπό του ελληνικού θαύματος: Ξεκινώντας από την ξυλουργία, την οικοδομική τέχνη και την γεωργία (τα γνωρίσματα της λεγομένης «νεολιθικής εποχής»), φθάνει ως την ναυτι­λία, την αστρονομία, την αριθμητική, την ανακάλυψη της φθογγικής γραφής («των γραμμάτων τας συνθέσεις»), την ιατρική και την φαρμακολογία, κι ως ακόμη την νέα «εποχή του μετάλλου», την εξόρυξη δηλ. και την κατεργασία των μετάλλων. Η ιδιαίτερη τέλος αναφορά που γίνεται στην Μαντική τέχνη, γέννημα και θρέμμα του ελληνισμού, αποτελεί επιβεβαίωση ότι όλος αυτός ο περιγραφόμενος πολιτισμός αφορούσε στο Ελληνικό Πνεύμα. «Πάσαι τέχναι βροτοίσιν εκ Προμηθέως» (506). Άλλωστε ο στίχος 503 (ποιος θα ισχυρισθεί ότι όλ’ αυτά τα εξεύρε άλλος πριν από εμένα;) δείχνει ότι επρόκειτο περί «εξευρέσεων», για τις οποίες ο Προμηθεύς-Ελληνισμός εκαυχάτο.

Ο Προμηθεύς δεν ήταν ένας θεός του Ολύμπου, για να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ο περιγραφόμενος εκπολιτισμός υπήρξε προσφορά χάριτι αυθεντικής θεότητος, αλλ’ ένα είδος ημιθέου. Ήταν Τιτάν. Υιός του Ιαπετού[3], ανεγνωρισμένου πατριάρχου του Ελληνισμού, υπήρξε πατέρας του Δευκαλίωνος, του γενάρχου του μετακατακλυσμιαίου ελληνισμού. Ο Προμηθεύς δηλαδή συμβολίζει τον ένδοξο Προκατακλυσμιαίο Ελληνισμό, εκείνον πού απλώθηκε στις προ της -5ης χιλιετίες σ’ ολόκλη­ρο τον κόσμο, ριζώνοντας το πνεύμα του στον τότε ζωώδη σχεδόν νου των άλλων ανθρωπίνων γενών. Η σχέση του Προμηθέως με τους Ολύμπιους θεούς είναι σαφής στους στίχους 439-440 της τραγωδίας, όπου τονίζεται «... θεοίσι τοις νέοις τούτοις γέρα, τις άλλος ή ’γώ παντελώς διώρισεν;» (ποιος άλλος από εμένα κανόνισε όλες τις τιμές γι’ αυτούς τους νέους θεούς;). Οι α­ποκαλυπτικοί αυτοί στίχοι μάς υποδεικνύ­ουν ότι ο Προμηθεύς αποτελεί την προσωποποίηση του ίδιου του Ελληνικού Γένους.

Στον Ελληνισμό οφείλεται η ονομάτιση των Ολυμπίων θεών και η θεσμοθέτηση των τιμών τους. Γέννημα του μεγάλου ελληνικού πνεύματος υπήρξε η σύλληψη των ιδεών των Ολυμπίων, των «νέων αυτών θεών», όπου ο Προμηθεύς, καίτοι παλαιότερος, δεν ήταν όμως ισότιμός τους. Εντεύθεν διαφαίνεται και η έμμεση απειλή του Προμηθέως κατά του Διός, ότι δηλαδή η μακροημέρευση και επιβίωση των Ολυμπίων εξαρτάται από την επιβίωση του ίδιου του Προμηθέως. Εάν ο Προμηθεύς καταστραφεί, και η τύχη των Ολυμπίων δεν θα είναι διάφορη!


Η τιμωρία του Προμηθέως από τον Δία ωφείλετο, όπως λέγει ο μύθος, σ’ αυτήν ακριβώς την εξανθρωπιστική αποστολή του. Ήταν η τιμωρία αλληλένδετη με την προ­σφορά του: Ο Ελληνισμός, εξαπλούμενος στα πέρατα του κόσμου, έμενε εκεί άποικος, αλλά και δέσμιος των ξένων τόπων. Αυτός είναι ο συμβολισμός του «δεσμώτου» Προμηθέως, του σταυρωμένου εκεί από τον Ήφαιστο, τον θεό της Ύλης και της Α­νάγκης. Χωρίς την εξάπλωσή του ο Ελλη­νισμός και την αποξένωσή του από την μητρόπολη, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να προκόψει ούτε και να φωτοδοτήσει τον κό­σμο. Η αποστολή του λοιπόν στην γη είχε ως συνέπεια την «δέσμευσή» του στα ξένα, το σταύρωμά του επάνω στα αφιλόξενα όρη της ξενιτιάς. Κάθε προσπάθειά του να με­γαλώσει εκεί και να ανδρωθεί προσέκρουε στην αριθμητική του ευαριθμία, στην βαθμιαία ανάμειξή του με τους εντοπίους πληθυ­σμούς και, άρα, στην απορρόφησή του. Συμβολισμός στον μύθο το όρνεο, που κατά­τρωγε το συκώτι του Προμηθέως, καθώς αυτό έτεινε να ξαναμεγαλώσει.

Έχει άλλωστε ήδη επισημανθεί ότι το όρος, όπου τοποθετεί η αισχύλεια τραγωδία τον τόπο μαρτυρίου του Προμηθέως, δεν ήταν ο Καύκασος, όπως μεταγενέστερα ε­πεκράτησε. Από τους στίχους 707-719 φαίνεται ότι ο Αισχύλος φαντάζεται τον Προμηθέα σε κάποιο όρος της Ευρώπης: Οδηγώντας ο Προμηθεύς την Ιώ, τής λέγει να κινηθεί προς ανατολάς, για να συναντήσει τους Σκύθες (και όχι προς δυσμάς) και περαιτέρω να ακολουθήσει τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου («με θαλασσόβρεχτα πόδια»), μέχρι να φθάσει στον Καύκασο. Επομένως το όρος, όπου ο Προμηθεύς είχε σταυρωθεί, πρέπει να ήταν τα Καρπάθια, που ήσαν και τα ευρωπαϊκά όρια της Σκυθίας: Από εκεί κινούμενος κανείς ανατολικά θα συναντούσε τους Σκύθες και τελικά τον Καύκασο.


 Τα Καρ­πάθια όρη αποτελούσαν όντως στην προϊστορική περίοδο τα φυσικά όρια του ελληνισμού, πού τότε μητρόπολή του ήταν ολόκληρες οι χερσόνησοι του Αίμου και της Μικρασίας. Η υπέρβασή των Καρπαθίων υπήρξε η αφετηρία της ελληνικής παγκόσμιας εξαπλώσεως και ήταν φυσικό να τοποθετήσει ο Αισχύλος στα Καρπάθια τον συμβολικό τόπο της σταυρώσεως στην ξενητιά του Προμηθέως.

Ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» αποτελούσε την πρώτη τραγωδία της αισχύλειας Τρι­λογίας, την μόνη διασωθείσα. Για τις ε­πόμενες δύο, «Προμηθεύς Λυόμενος» και «Προμηθεύς Πυρφόρος», ελάχιστα γνωρίζουμε. Από τα λίγα πού προλέγονται στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο Προμηθεύς θα υπέκειτο και σε δεύτερη βαρύτερη τιμωρία, την κατακρήμνισίν του στα τάρταρα, πριν έλθει κάποτε ο Ηρακλής, ο οποίος θα εφόνευε το όρνεο πού του κατάτρωγε το συκώτι και θα μεσολαβούσε στον Δία για την απονομή χάριτος και την αποκατάσταση του Προμηθέως. Η κατακρήμνισή του Προμηθέως στα τάρταρα συμβόλιζε ασφα­λώς μια φυσική καταστροφή του μητροπο­λιτικού ελληνισμού, πιθανόν την γνωστή ως «κατακλυσμό του Ωγύγου».


Η μεταγενέ­στερη δε παρέμβαση του Ηρακλέους, του νέου αυτού λαμπρού γόνου του ελληνισμού (που ανήλθε στον Όλυμπο, μετουσιωθείς σε σύμβολο της Φυλετικής Ψυχής), αποδίδει μια νέα ιστορική ακμή του γένους, μια νέα περίοδο παγκόσμιας κυριαρχίας του - αυ­τήν ίσως του ελληνοατλαντικού πολέμου. Ο Ζευς θα συγχωρούσε τον Προμηθέα, τον «μεγαλόδοξο γυιο του, που τον συναγωνιζόταν στο μυαλό» (Θεογονία 534)
Το μυστικό του Προμηθέως, η αποκάλυψη του οποίου στάθηκε το διαπραγμα­τευτικό όπλο για την απελευθέρωσή του, συνδεόταν με κάποιον απρεπή γάμο πού θα έκανε στο μέλλον ο Ζευς, ο γιος του ο­ποίου θα εξεθρόνιζε τον πατέρα των Ολυ­μπίων και θα γινόταν ο νέος Θεός.
 Μ’ αυτόν τον γάμο φαίνεται να υπονοούσε ο Αισχύλος κάποια ανάμειξή των ελληνικών με ξένα ιερά. Ο συγκρητισμός αποτελούσε κατά τον αρχαίο Τραγικό τον μέγιστο κίνδυνο για την ελληνική θρησκεία, όπως άλλωστε απεδείχθη τελικώς στην ρωμαϊκή εποχή: Ο «γάμος» του Διός με τους πλη­θυσμούς της Μέσης Ανατολής και τα θέσμιά τους υπήρξε η βαθύτερη αιτία της εκθρονίσεώς του. Ένας νέος θεός, ο Ιη­σούς, επέπρωτο έτσι να τον διαδεχθεί. και ο ελληνισμός «που είδε δυο θεούς στο παρελθόν ήδη να γκρεμίζονται, θα δει και τον τρίτο να πέφτει σύντομα» (958), αλλά ο ίδιος ο Προμηθεύς, όσα δεινά κι αν περάσει, δεν είναι πεπρωμένο ποτέ να πεθάνει. Την πεποίθησίν του για το αθάνατο του ελληνισμού ο Αισχύλος την επαναλαμβάνει τρις (στίχοι 753, 933, 1053), αλλά την δια­βλέπουμε κι από τους τίτλους των τριών τραγωδιών του («Προμηθεύς Δεσμώτης-Λυόμενος-Πυρφόρος»).[4][…]




Το λυκόφως των θεών

Είχε δίκιο ο Πλούταρχος. Η δυσπιστία των σοφιστών κι η ευπιστία των δεισιδαιμόνων συμβαδίζουν. «Η μεν αθεΐα, μη κα­τανοούσα το Αγαθόν, είναι απάθεια για το Θείον, η δε δεισιδαιμονία είναι πολυπάθεια, αντιλαμβανόμενη το Αγαθόν σαν κακό».[5] Και προσέθετε: «Ο μεν άθεος δεν πιστεύει στους θεούς, ο δε δεισιδαίμων τους πιστεύ­ει μη θέλοντας, διότι φοβάται να είναι ά­πιστος!».[6] Όταν δε αναπτύσσεται η δυσπιστία κι η αμφισβήτηση, δεν θ’ αργήσει και η ώρα της δεισιδαιμονίας. Και αντιστρό­φως. Την εξέλιξιν αυτή την έζησε η Ελλάς στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και στους μετέπειτα καιρούς.

Η βαθμιαία υποβάθμιση της αξιοπιστίας των Μαντείων είχε από καιρό προετοιμασθεί από τους σοφιστές, που αξιοποίησαν την αλληλοφαγωμάρα των Ελλήνων. Όταν ένα Μαντείο π.χ. προέβλεπε την νίκη μιας πόλε­ως, η άλλη δυσανασχετούσε (όπως είχε γίνει στον Πελοποννησιακό πόλεμο με την Αθήνα, που θεώρησε ότι το Δελφικό Μαντείο «λα­κωνίζει» ή, αργότερα, ότι «φιλιππίζει»).

«Α­ναμφίβολα, η πολιτική χρησιμοποίηση των Μαντείων και η υποψία ότι πολλοί χρησμοί ευνοούσαν την μία ή την άλλη δύναμη, είναι από τις κυριότερες αιτίες της προοδευτικής δυσαρέσκειας και δυσπιστίας των Ελλήνων στην Μαντική».[7]
Γενικότερα άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο Έλλην δυσπιστεί προς τις αυθεντίες και από χαρακτήρος τείνει να τις αμφισβητεί.
Η δυσπιστία του δε έτεινε αυξη­τικά, όσο οι σοφισταί μεγάλωναν την επιρροή τους στον λαό.

Ο αλληλοκτόνος φανατισμός οδήγησε παράλληλα στο κατάντημα, να πιστεύεται ότι θα μπορούσε να «εξαγορασθή» το Θεί­ον με βαρύτιμα αναθήματα στο Δελφικό Μαντείο (είχε λησμονηθή ο χρησμός, ότι ο θεός προτιμά, «αντί των βαρυτίμων θυσιών, αυτήν του Αγακλύτου, που έριξε στον βωμό λίγο ζυμαρικό με τα τρία του δάκτυλα»!). Εθεωρείτο μάλιστα «παρασπονδία» του θεού, όταν ο χρησμός δεν ήταν ευνοϊ­κός!

Αλλά και τα ίδια τα αναθήματα, με επιγραφές εντροπής (της μιας πόλεως εναντίον της άλλης), ευτέλιζαν τον ιερό δελφικό χώρο[8], ενώ είχε ατονήσει ο παλαιός άγραφος νόμος, να μην χρηστηριάζονται κα­θόλου οι Έλληνες ενόσω πολεμούν μεταξύ τους[9] - ο νόμος δηλαδή εκείνος, που τε­λικώς επιβίωσε μόνον για την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων.

Παρ’ όλα αυτά, άλλη υπήρξε η βασική αιτία της υποβαθμίσεως των Μαντείων στην ελληνική ζωή. Αυτή πρέπει να αναζητηθεί οπωσδήποτε στα δίσεκτα χρόνια που ακο­λούθησαν, όταν όλος ο τότε γνωστός κόσμος ενώθηκε υποταγμένος στην Ρώμη και η Ελλάς βρέθηκε για πρώτη φορά υπό κατοχήν. Τότε ήταν που άρχισε η φθορά του ελληνικού πολιτισμού και, μαζί μ’ αυτόν, και της Μαντικής. Για πρώτη φορά, αλλ’ ίσως και για τελευταία, η ανθρωπότης δοκίμαζε το «μοντέλο» του κοσμοπολιτι­σμού, ενός κόσμου ενωμένου χωρίς εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και ηθικές διακρί­σεις. Ο «συγκρητισμός», η αλληλεπίδρασή δηλαδή και η ανάμειξη των ηθών και των θρησκειών, ήταν βαρύς:
Αμφισβήτηση των πατρογονικών δοξασιών είτε ανταγωνισμός για ελκυστικώτερη παρουσίασή τους - που είχε αποτέλεσμα, πάλι, την παραφθορά τους. «Μοντερνισμός» και ξενομανία για νέες, εισαγόμενες αντιλήψεις και σοφιστική αυτοκαταφρόνησι της ελληνικής θρησκείας.
Λόγω του ρωμαϊκού βαρβαρισμού (θεοποίηση αυτοκρατόρων κλπ), ακόμη και γελοιοποίηση των πανάρχαιων ελληνικών Ιερών.

Δίον Μακεδονία -Ιερόν του Διός -Φωτ Λουκάς Χαψής 


Οι Έλληνες είχαν χάσει τον αυτοσεβασμό τους. Έσβηναν τις επιγραφές από τους ανδριάντες των ηρώων, τροποποιώντας συχνά και τις προτομές τους, για να τους αφιερώσουν σε Ρωμαίους πολιτικούς, οι δε Πολιούχοι Θεοί υποβαθμίσθηκαν κι ανα­κατεύθηκαν με θεούς βαρβάρων. «Με ονό­ματα άτοπα και λέξεις βαρβαρικές καταντροπιάζουν το θείο και παρανομούν ένα­ντι της πατρώας αξίας της Ευσεβείας».[10] Η Αθήνα κατάντησε να ανεγείρει ανδριά­ντα του Βηρωσσού, κάποιου ιερέα του Βάαλ, και η ιερά Δήλος εβραϊκή Συναγωγή! Οι Έλληνες ασέβησαν έτσι, όχι μόνον προς τους πλατωνικούς «Νόμους», που εδίδασκαν να τιμώνται αποκλειστικά οι θεοί του γένους[11], αλλά και προς το δελφικό ρητό «γνώθι σαυτόν», το οποίο στην ευρύτερη, ομόκεντρη σημασία του, όπως γράφει ο Νίτσε, όριζε να διατηρείται η ψυχή τους κι η σκέψη τους ελληνικές, χωρίς να «καταντή­σει συνονθύλευμα με ξένες».[12]Κι έτσι στρώθηκε το χαλί της δεισιδαιμο­νίας.

 Η διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή έφερε και την αντι διείσδυση της Ανατολής εδώ. (Η περίπτωση του εκ Συρίας Λουκιανού, ενός βαρβάρου που ειρω­νευόταν ελληνιστί τα όσια και τα ιερά του ελληνισμού, είναι χαρακτηριστική[13]). Και η Μαντική τέχνη δέχθηκε αυτήν την εισβολή με πληθώρα συστημάτων «έντεχνης μαντι­κής» (οιωνοσκόπων, ορνιθοσκόπων, αστρο­λόγων, κυβομαντών κλπ) και «μαγείας» πά­σης μορφής.[ Σ.Σ.  όμως τέτοιοι Μάντεις στην ελληνική παράδοση υπήρξαν ...Κάλχας, ο Τειρεσίας Αμφίλοχος κ.ά.  ]


Τα επίσημα Μαντεία της χώρας, δεχόμενα αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, προσπάθησαν να αμυνθούν, είτε με ευχάριστους έμμετρους χρησμούς[14] είτε προσπαθώ­ντας να τους κάνουν σαφείς[15] (έπαψαν πια οι «αγέλαστοι, ακαλλώπιστοι και αμύριστοι» λόγοι των Σιβυλλών), ενίοτε και με χρησμούς κατά παραγγελίαν (δηλ. υπεισήλθε και η δια­φθορά). Ο Πλούταρχος αναφέρει την περίπτωση Πυθίας, που έφθασε να αντιδράσει με σπασμούς μέχρι θανάτου, όταν την υποχρέω­σαν να απαντήσει σε αλλοδαπούς - «τούτων ένεκα και συνουσίας αγνόν το σώμα και τον βίον όλως ανεπίμικτον αλλοδαπαίς και άθικτον ομιλίαις φυλάττουσι της Πυθίας».[16]
Η αρχαία ιέρεια, όπως ελέχθη, έπρεπε πράγματι να είναι αγνή, απλή και ευσεβής. Κι όχι μόνον η ιέρεια, αλλά και οι χρηστηριαζόμενοι έπρεπε να είναι ευλαβείς, για να επιτευχθεί πραγματική «θεοληψία». Εάν τα Μαντεία είχαν καταστεί  στην Ελλάδα τόποι ιεροί, τούτο οφειλόταν στο γενικό θρησκευτικό πνεύμα που διείπε τον ελληνικό λαό. Οι θεοί ήσαν κοντά στον άνθρωπο. Όταν αντιθέτως κατόπιν η αμφισβήτηση και η απιστία διογκώθηκε, απομακρύνθηκαν και οι θεοί: τα Μαντεία άρχισαν βαθμιαία να μη λειτουργούν - συχνά τότε η Πυθία αισθανόταν ανέτοιμη και ηρνείτο να ανέλθει στον τρίποδα είτε, αν ανέβαινε, δεν περιερχόταν σε κατάσταση μαν­ίας. Αντιθέτως τα Νεκυομαντεία συνέχισαν να λειτουργούν, αφού εκεί δεν απαιτείτο η παρουσία ανωτέρου (θείου) πνεύματος.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα: Εφ’ όσον η θρησκευτική ευλάβεια έχει μεταπέσει σε επάγγελμα, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια των φαινομένων αυτοϋπνωτισμού, με τα οποία επιτυγχάνονται κάποιες τηλεπαθητικές αποκα­λύψεις. Οπωσδήποτε δε, αν κάποιοι «μάν­τεις» μπορούν ίσως να έλθουν σε επαφή με κατώτερα πνεύματα, δεν μπορούν όμως σί­γουρα να έλθουν σε κατάσταση θεοληψίας -οπότε και οι προβλέψεις τους είναι αντι­στοίχως αμφιβόλου εμπνεύσεως.

Ο κοσμοπολιτισμός που επέβαλε τότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξηφάνισε εκ των πραγμάτων τα συμφέροντα των πόλεων και των εθνών. Αντιστοίχως γιγαντώθηκε η ση­μασία του ατόμου. Οι χρηστηριαζόμενοι στα Μαντεία δεν ήσαν πλέον άρχοντες και εκπρόσωποι πόλεων ούτε τα ερωτώμενα θέ­ματα αφορούσαν στο γενικό καλό. «Αυτό άρμοζε σ’ αυτούς τους χρόνους που, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, ήταν λιγότερο μια εποχή κοινωνικών δραστηριο­τήτων και περισσότερο περίοδος, όπου το άτομο μετρούσε σαν άτομο».[17]


Ο δελφικός Θόλος κατακερματισμένος  Φωτ Λουκάς Χαψής 


Τα ατομικά όμως ενδιαφέροντα δεν μπορούσαν παρά να είναι χρησιμοθηρικά, ποιότητος συνήθως χαμηλής και ενίοτε μικρόψυχης. «Πάντα φύρειν», θα πει ο Πλούταρχος, «άμα και ταράττειν αναγκάζουσιν ημάς τοις ανθρωπίνοις πάθεσι και πράγμασι τον θεόν εμβιβάζοντας και κατασπώντας επί τας χρείας, ώοπερ αι Θετταλαί λέγονται την σελήνην».[18]

Έτσι η Μαντική περιέπεσε βαθμηδόν σε ανυποληψία, όπως και ολόκληρη η ελληνική θρησκεία. Η μακρά ωρίμανση της Φιλοσο­φίας, που είχε φθάσει τότε στον Νεοπλατωνισμό, βρέθηκε έτσι σε αναντιστοιχία με το θρησκευτικό αίσθημα του λαού - για πρώτη φορά η Φιλοσοφία είχε αποκοπή από τον λαό.
 Το ελληνικό γένος είχε απολησμονήσει τον Επιχθόνιο Φύλακά του και τότε αυτός αποστασιοποιήθηκε από την ζωή και τον τόπο μας. Οι θεοί έκρυψαν το πρόσωπό τους από το ασεβές γένος των Ελλήνων. «Πρόνοια θεών συσκευασαμένη τα χρηστήρια πανταχόθεν οίχεται» (η Πρόνοια των θεών, παραλαβούσα τα μαντεία με τις αποσκευές της, αποχώρησε από παντού)! Μαζί δε με την αποχώρησι των δαιμόνων, σαν θεία τιμωρία, εξέλιπε και η θεία Ομφή, τα δε Μαντεία και τα Ασκληπιεία έχασαν την δύναμή τους. «Όταν οι τεταγμένοι στα Μαντεία και Χρηστήρια δαίμονες εξαφα­νίζονται, και αυτά αφανίζονται, και όταν φεύγουν ή μετοικούν αυτοί, και αυτά χάνουν την δύναμή τους, για να ξαναφανούν πάλι μετά χρόνον πολύν, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μουσικά όργανα και αυτούς, που μόνον όταν είναι παρό­ντες, τα λειτουργούν».[19] Οπότε, «μόλις οι δαίμονες απομακρυνθούν και εγκαταλεί­ψουν τα χρηστήρια, αυτά μένουν, σαν ανε­νεργά όργανα, άφωνα».

Ένα τέτοιο παρά­δειγμα αναφέρει η αρχαία γραμματεία με το Μαντείο των Διδύμων, το οποίο λόγω της ασεβείας των Μιλησίων[20], όχι μόνον είχε γίνει ανενεργό στον καιρό του Ξέρξη, αλλά και κατεστράφη απ’ αυτόν - για να ξαναβρεί την δύναμή του διακόσια χρόνια αργότερα.

Στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας τα Μαντεία έκλειναν το ένα μετά το άλλο (μολονότι οι Ρωμαίοι, ως «νεοφώτιστοι», τα είχαν περί πολλού και ίδρυσαν και δικά τους στην Νότιο Ιταλία). Λίγα επιβίωσαν μέχρι την Χριστιανική εποχή (οι Δελφοί, η Δωδώνη, το Τροφώνιο και των Διδύμων), κι αυτά συνήθως ήσαν ανενεργά. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει την περίπτωση δελφικού χρησμού (γύρω στο +300), στον όποιο ελέγετο ότι μολονότι «δεν είναι δυνατόν να αναρρώσει η χρησμική λαλιά της Πυθίας, που έχει περικλεισθή σε αμάντευτη σιωπή», οι θυσίες στον Απόλλωνα πρέπει να συνεχίζονται.

Αρχαιολογικός  χώρος Ελευσίνας

Στην μακρά περίοδο της αμφισβητήσεως των Ελλήνων θεών και της γοητείας που ασκούσαν στον τόπο οι ξένοι, υπήρξαν και ελάχιστα διαλείμματα ή απέλπιδες προσπά­θειες επανασυνειδητοποιήσεως - αυτές των αυτοκρατόρων Αδριανού και Ιουλιανού, που είχαν παιδεία ελληνική. Αλλ’ εις μάτην. Η Ιστορία δεν μπορούσε να αναστραφεί. Σ’ αυτόν τον τελευταίο Έλληνα αυτοκράτορα ήταν που είχε δοθεί  ο γνωστός μελαγχολι­κός δελφικός χρησμός: «Είπατε τω βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Αν δε οι θεοί προστάτευαν παλαιότερα την χώρα, όταν στην επιδρομή π.χ. των Περ­σών το -480 και των Γαλατών το -279 ισχυ­ρός σεισμός έριξε επάνω τους ογκόλιθους των Δελφών και τους έτρεψε σε φυγή[21], δεν έστερξαν πια σε προστασία στην νέα εποχή της απιστίας, όταν ο Αλάριχος το +397 κα­τέστρεψε τους Δελφούς, την Ελευσίνα, την Ολυμπία... Κι όταν η ασέβεια του λαού για την πατρώα θρησκεία είχε γενικευθεί, μια σειρά φοβερών σεισμών συνεκλόνισε τον +6ον αιώνα την χώρα, κρημνίζοντας μέχρι θεμελίων όσους ναούς δεν είχαν ισοπεδώσει ο Αλάριχος κι ο Θεοδόσιος.
Οι δομικοί τους λίθοι θα εχρησιμοποιούντο έκτοτε για την κατασκευή άλλων οικημάτων και τα αγάλ­ματα για παραγωγή ασβέστη...

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Μπορεί η νέα θρησκεία να επεδόθη σε βανδαλισμούς κατά των αρχαίων Ιερών, δεν ήσαν όμως αυτοί οι βανδαλισμοί η αιτία της επικρατήσεώς της. Η βία είναι δυνατόν να κατα­στρέφει ναούς και βιβλία, αλλά όχι συνειδή­σεις - αυτές είχαν διαβρωθεί πολύ ενωρίτερα. Καταστροφές Μαντείων είχαν λάβει χώραν και άλλοτε από βαρβάρους (όπως των Αβών στην Βοιωτία και της Κλάρου και των Δι­δύμων στην Ιωνία από τους Πέρσες), χωρίς να κλονισθεί η ελληνική πίστη σ’ αυτά.
Στο μαντείο μάλιστα της Κλάρου εμυθολογείτο ότι η υπόγεια μαντική πηγή προήλθε ακρι­βώς από τα δάκρυα της Σίβυλλας Μαντώς, που έκλαψε μέχρι θανάτου για την κατάληψη της Ιωνίας. Ο δε νέος ναός των Διδύμων, λαμπρός και πελώριος σε διαστάσεις, ανοικοδομείτο, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, επί 700 χρόνια.

Οι Έλληνες έφταιξαν τότε, στην Ρωμαι­οκρατία, που είχαν περιφρονήσει την πα­τρογονική τους θρησκεία και άφησαν χώρο σε νεωτερισμούς. Η βαθύτερη αιτία γι’ αυ­τό, όπως ελέχθη, υπήρξε ο συγχρωτισμός με τους ξένους, που έπαψαν να θεωρούνται βάρβαροι, και η ανάπτυξη αισθήματος ξενολαγνείας, που ευκόλυνε τον προσηλυτισμό σε ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες. Όπως μεταξύ των Εβραίων είχαν δημιουργηθεί τότε οι «ελληνισταί», οι θαυμασταί δηλ. της ελ­ληνικής παιδείας, έτσι και μεταξύ των Ελλήνων πλείστοι ήσαν οι προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, οι αποκληθέντες «σεβόμενοι».[22] Η συνεργασία «ελληνιστών» και «σεβομένων» επέφερε την βαθμιαία εισαγωγή στην Ελλάδα της νέας Χριστιανικής θρησκείας.
Η φοβερή προφητεία του Προμηθέως, για την πτώση του Διός και την ανάρρηση στον θρόνο ενός νέου θεού, που θα αποτε­λούσε κράση του ελληνικού με ξένους, είχε έτσι επαληθευθεί.
Αδιαφορώντας η νέα θρησκεία για την διαιώνιση των Γενών στην ζωή (η εποχή είχε θρυμματίσει, όπως ελέχθη, τις εθνικές συ­νειδήσεις και είχε διογκώσει τις ατομικές), εκήρυξε την σωτηρία της ψυχής του Ατόμου και την δική του διαιώνιση.

 Η ομορφιά της ζωής, αυτή που έκανε τον Έλληνα να νιώθει την πατρίδα του «χώρα του φωτός»[23]  και το Σύμπαν «διακοσμημένο» (Κόσμον), υποτιμήθηκε[24] και μια μέλλουσα μετά θάνατον ζωή προβλήθηκε σαν στόχος και όραμα. «Η πεποίθηση πως αποτελούμε μέρη τον Κόσμου και πρέπει να ζούμε μ’ αυτόν ενωμένοι, αντικαταστάθηκε με την άλλη, ότι ο Κόσμος είναι πλήρης πονηρών δυνάμεων και πρέπει να ξεφύγουμε απ αυτόν».[25] Η Ζωή, το μέγιστον αγαθό για τον ελληνικό πολιτισμό, θεωρήθηκε μόνον σαν μια πικρή δοκιμασία, μέχρι να έλθει η ώρα της μεταστάσεως της ψυχής στην «αληθινή ζωή», στους ουρανούς.

Έναντι της Μαντικής τέχνης η χριστιανική θρησκεία ετήρησε αμφιλεγόμενη στάση. Ενώ εδέχθη ότι το Άγιο Πνεύμα δίνει σ’ ορισμένους ανθρώπους το ταλέντο του μάντεως[26] και ότι αυτό «ελάλησε δια των Προφητών» της Ιουδαίας, εθεώρησε ότι τα Ελληνικά Μαντεία ήσαν υποχείρια πονη­ρών δαιμόνων και οι χρησμοί τους κατά κα­νόνα παραπλανητικοί.[27] «Τα μεν υπό της Πυθίας ή Δωδωνιτών ή Κλαρίου ή εν Βραγχίδαις ή εν Άμμωνος υπό μυρίων τε άλλων θεοπρόπων προειρημένα, ταύτα μεν έπ’ ουδενί λόγω τίθενται. Τα δε υπό των εν Ιουδαία τω εκείνων τρόπω λεχθέντα ή μη λεχθέντα ταύτα γε θαυμαστά και απαράλ­λακτα ηγούνται».[28]

 Και ενώ έγιναν δεκτοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας[29] μερι­κοί παλαιοί χρησμοί προλέγοντες την έλευση του Ιησού (μεταξύ των οποίων και αυτός του Προμηθέως), πολλοί δε χριστιανικοί να­οί, για να πάρουν την δύναμη των Μαν­τείων, εχτίστηκαν επάνω τους, άλλα Μαν­τεία κατεστράφησαν εκ θεμελίων. Παράλ­ληλα, δέσμη ολόκληρη συκοφαντιών εξυφάνθηκε κατά της αρχαίας Μαντικής, που μπόρεσε σιγά σιγά να κατακαλύψει το πα­ρελθόν και να γίνει πιστευτή.
Ο Μεσαίωνας αποσκέπασε την χώρα. Πα­ντού σκοτάδι κι έρεβος. Πού να ’βρει θέση πια εδώ ο Φοίβος Απόλλων;
«Για ιδές, η Ελλάδα σου! Ναός. Ναός, και είναι όλα του άδεια,
βουβά, σβυσμένα, θησαυροί, βωμοί, Πυθίες,λατρείες.
Και σκύλες του Άδη μέσα του και του χαμού κοπάδια
στα μάρμαρά του θρονιαστές ουρλιάζουν οι Ερινύες».[30]


Αντί Επιλόγου


Στην εποχή του Ηφαίστου

Οι θρησκείες δεν ερίζουν. Οι άνθρωποι ερίζουν για τις θρησκείες. Κάθε θρησκεία αντιστοιχεί κι εκφράζει, όχι μόνον κάποιο συγκεκριμένο λαό, αλλά και κάποιο βαθμό ωριμότητός του. Η κατάφορτη με μύθους Ολυμπιακή θρησκεία θαρρείς κι είχε γείρει, από έλλειψη φροντίδας, σαν κληματαριά από το βάρος των τσαμπιών της... Η νέα θρησκεία, απλοϊκή και παρηγορητική για τα άτομα, βλάστησε φυσιολογικά κι ελπιδοφόρα δίπλα στην καταπεσούσα παλαιά.

Αν λοιπόν έσβησε η Ολυμπιακή θρησκεία, είναι διότι άλλαξε το πνευματικό μας επί­πεδο. Ο Θεός είναι πάντα εδώ, όπως κι αν ονομάζεται και όπως κι αν Τον προσεγγίζουμε. Και ο Χριστιανισμός εξέφραζε άριστα το νέο επίπεδο ωριμότητός μας όλους αυτούς τους τελευταίους αιώνες. Η Παναγία και οι Άγιοι της Χριστιανοσύνης υπήρξαν σ’ αυτούς τους αιώνες οι «νέοι» Πολιούχοι και επιχθόνιοι φύλακες του Γένους.

Η χριστιανική θρησκεία άλλωστε δεν υιοθετήθηκε στον ελληνικό κόσμο με την αρχική της μορφή. Χρειάσθηκε κυοφορία πολλών αιώνων, επώδυνη συχνά, για να συγκλίνει αυτή βραδέως προς το ελληνικό πνεύμα.

Πλείστες ανατολίτικες ακρότητες, μη συμβατές με αυτό, ήδη απ’ την αρχή απαλείφθηκαν, ενώ προστέθηκαν πολλά στοιχεία απ’ την αρχαία ορφική πίστη («τα του παλαιού λόγου παρακούσματα συμπλάττοντες» θα πει, βέβαια, ο Κέλσος).
 Ιδιαίτερα η χριστιανική λατρεία αντέγραψε σε πλείστα σημεία αυτήν των αρχαίων Μυστηρίων. Τα εκκλησιαστικά μας μέλη, με αλλαγή μόνον της στιχουργικής, είναι απαράλλαχτα τα αρχαία. Εδώ-εκεί μάλιστα επεβίωσαν στα τροπάριά μας και αρχαίοι στίχοι.[31]
 Εάν μάλιστα δεν είχαν φροντίσει τότε οι Πα­τέρες της Εκκλησίας με την «δογματοποίησι» της Πίστεως να ανακόψουν την σύγκλιση, αυτή θα είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, με πλήρη κατάργηση π.χ. της «Πα­λαιάς Διαθήκης».

Αν γράφουμε ότι ο Χριστιανισμός «εξέφραζε» το επίπεδο ωριμότητος του λαού μας, είναι διότι δεν νομίζουμε να το εκ­φράζει ακόμη. Ένα νέο σύγχρονο κύμα ξενομανίας, αυτήν τη φορά προερχόμενο από την Δύση, έχει ταπεινώσει πολύ περισσότερο το θρησκευτικό αισθητήριο του ελ­ληνικού λαού - ακόμη κι ο Χριστιανισμός μας πέφτει σήμερα πολύς.

Μιμούμενοι την Δύση στο οικονομοκρατικό «ιδεώδες» της, έχουμε υποκαταστήσει την Αρετή με την Ευτέλεια και το Πνεύμα με το Κέρδος. (Ο Ησίοδος θα γνώριζε στην εποχή μας το νέο, Πλαστικό Γένος!) Έχουμε παύσει να σεβόμαστε την Φύση, να την νιώθουμε ζωντανή και ένθεη, να αφουγκραζόμαστε τις φωνές του υπεραισθητού κόσμου των πνευμάτων πού μας περιζώνουν.

Το κακό ξεκίνησε από την Ευρώπη, που ο Χριστιανισμός την είχε βρει πνευματικώς ανέτοιμη, στην κυριολεξία άξεστη. Γι’ αυτό εκεί ο Μεσαίων υπήρξε πολύ βαρύς και η θρησκοληψία έφθασε τα όρια του παροξυσμού. Έτσι, εκεί το ένα άκρο έφερε ανα­πόδραστα στο άλλο. «Ένιοι φεύγοντες την δεισιδαιμονίαν εμπίπτουσιν εις αθεότητα τραχείαν και αντίτυπον, υπερπηδήσαντες εν μέσω κειμένην την ευσέβειαν», θα σχολίαζε ο Πλούταρχος.[32]
Η αντίληψη άλλωστε, ότι δεν υπάρχει άλλο έμψυχο ον στην Φύση, πλην του ανθρώπου, γειτόνευε επικίνδυνα με την ιδέα, ότι αυτός είναι ένα τυχαίο παραπροϊόν της...

Τώρα τελευταία λοιπόν, μια καινούργια εποχή έχει ανατείλει. Η τεχνική και ο καταναλωτισμός των τελευταίων αιώνων έστρεψαν την ανθρωπότητα ορμητικά πάλι προς την γη. «Αντί να επιδιώκεται ο Παράδεισος, επιδιώκεται ο επίγειος παράδεισος», θα πει ο Γιάσπερς. Είναι η εποχή της μηχανιστικής αντιλήψεως του Κόσμου, της αποστραγγίσεώς του από κάθε τι μεταφυσικό και θρησκευτικό. Στην εποχή μας ζούμε, φαίνεται, μια νέα ανατροπή στον θρόνο των θεών...

Αν οι Ορφικοί ζούσαν μέχρι των ημερών μας, θα είχαν ίσως συνεχίσει τον μύθο τους της Θεογονίας. Θα μας εδιηγούντο ότι ο Δίας-Ζευς ελθών σε γάμο με μια κοινή θνητή στα ξένα, την Μαριάμ, απέκτησε ένα νέο γιο, τον Ιησού. Αυτός ανέτρεψε από τον θεϊκό θρόνο, όχι μόνον τον Δία, αλλά και την Ήρα. Το γένος των θνητών δεν ένιωθε πια την Γη ως μητέρα, αλλά σαν μητριά...

Και τότε η ζηλότυπη Ήρα ζήτησε την βοήθεια του Ηφαίστου, θεού της ύλης και της τεχνικής (μήπως δεν ήταν δικό της αποκλειστικά τέκνο;), για να εκδικηθεί τον παραγκωνισμό της. Και ανέτρεψαν μαζί τον Όλυμπο, για να διαφεντεύει αυτή μόνη της τώρα πια τον Κόσμο!

Άλλοτε η «φίλοιστρος» θεά βοηθούσε με την τέχνη της Μαντικής τον άνθρωπο να έρχεται σε επαφή με τον Ολύμπιο σύζυγό της. Τώρα, τι χρειάζεται πια η Μαντική;
Και το χειρότερο είναι, πώς και ο Προμηθέας έχει αποσβολωθεί, απορροφημένος από τα τεχνάσματα του Ηφαίστου...


 Δημήτριος Π. Δημόπουλος, 
«Στο Αδυτο των Ελληνικών Μαντείων», εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», 2000 





ΑΝΑΦΟΡΕΣ 

[1] Σημ. Φ.Μ.: Πρωτοδημοσιεύτηκε ως αυτοτελές άρθρο, με τίτλο «Προμηθεύς Δεσμώτης Ελληνισμός», στο περιοδικό «Δαυλός» (τ. 192, Δεκ. 1997).
[2] Δημ. Δημόπουλος, «Η καταγωγή των Ελλήνων», 1994.
[3] Ήταν και εγγονός του Ωκεανού, ο οποίος στην πανάρχαια σημασία του δεν ήταν ο «πόντος», η θάλασσα, αλλ’ η προσωποποίησι της ευφυΐας (ωκύς νους).
[4] Μέχρις εκεί αφικνούται η προφητική δύναμη της φοβερής αισχύλειας τραγωδίας. («Δαυλός», τ. 192).
[5] Πλούταρχος, «Περί δεισιδαιμονίας», 167 Ε.
[6] όπ. α. 170 F.
[7] R. Flaceliere, «Μάντεις και Μαντεία στην Αρχαία Ελλάδα», 1968.
[8] Πλουτάρχου «Περί του μη χράν...», 401 C.
[9] Ξενοφώντος «Ελληνικά», Γ 2, 22.
[10] Πλούταρχος, όπ. α., 166 B.
[11] 729 C. Πρβλ. και Πίνδαρο (Πυθ. Γ, 22): «έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, όστις αι­σχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω»!
[12] Φρ. Νίτσε «Ιστορία και Ζωή», 1993.
[13] Στην εποχή του η ασέβεια προς τους θεούς και η δεισιδαιμονία (αισθήματα αλληλένδετα) είχαν εξαφθή στο έπακρον. Πρβλ. το έργο του «Αλέ­ξανδρος ή Ψευδομάντις».
[14] «Ποιητικοί τινες άνδρες εκδεχόμενοι τας φωνάς και υπολαμβάνοντες επικάθηνται περί το χρηστήριον, έπη και μέτρα και ρυθμούς οίον αγγεία τοις χρησμοίς εκ του προστυχόντος περιπλέκοντες» (Πλουτάρχου «Περί του μη χραν νυν έμμετρα την Πυθίαν», 408 C).
[15] «Η προϊούσα θρησκευτική απιστία και αμφισβήτησι επέβαλε να είναι οι χρησμοί σαφείς, κι όχι αυθεντικοί και πηγαίοι», (οπ. α. 407 A).
[16] «Περί εκλελοιπότων χρηστηρίων», 438 C. Πρβλ. Ηρόδοτο IV, 155.
[17] H.W. Parke «Τα Ελληνικά Μαντεία», 1979.
[18] Όπ. α. 416 Ρ. Ασεβείς Θεσσαλές ιέρειες, γνω­ρίζοντας τίς εκλείψεις της σελήνης, έπαιξαν με την άγνοια του κόσμου.
[19] Πλούταρχος, όπ. α. 418 C.
[20] Ένας δελφικός χρησμός το είχε προβλέψει: «Μίλητε, εφευρέτρια κακών έργων, θα γίνης δείπνο σε πολλούς ευχάριστο, οι γυναίκες σου θα πλύνουν τα πόδια ανδρών μακρυκόμων και τον ναό μου στα Δίδυμα θα επιμεληθούν άλλοι».
[21] Ηρόδοτος Η 37 και Παυσανίας 1.23. Τα λεχθέντα τότε στους αμυνόμενους Έλληνες από τον προ­φήτη Ακήρατο, ότι μπροστά στον Ναό παρουσιάσθηκαν κρυφά όπλα, σκοπό είχαν μόνον να τους ενθαρρύνουν - ουδείς άλλωστε ποτέ τα είδε. Αυτή η φράσι του Ακηράτου έδωσε πάντως λαβή σε συγχρόνους, να προτιμούν την ύπαρξι μυστικών όπλων φοβερών και τρομερών, παρά την θεία επέμβασι!
[22] Πράξ. Αποστ. Ιγ' 43, ιζ' 17 κλπ.
[23] Το ελ εσήμαινε φέγγος (εξ ου ήλιος, σελήνη, σέλας, Σελλοί, hell κ.ά.), το δε λαδ την χώρα (εξ ου λας, λαός, λατομείο, land κ.ά.).
[24] «Ουκ οίδατε, ότι η φιλία του Κόσμου έχθρα του θεού εστίν; Ος αν βουληθή φίλος είναι του Κό­σμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιακώβ. δ' 4)
[25] E.R. Dodds, όπ.α.
[26] Κορινθ. Α. ιδ' 6. Πρβλ. για ονειρομαντεία Πράξ. β' 17, για κληρομαντεία Πράξ. α' 24, για «σημεία και τέρατα» Πράξ. β' 19, κλπ.
[27] Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, μάλιστα, ζητώντας συγγνώμην από τους ακροατές του, ισχυρίσθηκε ότι «πονηρό πνεύμα» εισερχόταν από τα γεν­νητικά όργανα της Πυθίας και της προκαλούσε οργασμό (Ομιλ. XX προς Κορ. 22. Πρβλ. και Ωριγένη «Κατά Κέλσου», VII, 3).
[28] Κέλσου «Αληθής Λόγος».
[29] Ευσεβίου «Ευαγγελική Προπαρασκευή».
[30] Κ. Παλαμάς «Το χαίρε της Τραγωδίας».
[31] Παράδειγμα το «Φως ιλαρόν», που ψαλλόταν κατά την άφιξι της πομπής των Ελευσινίων στην ώρα του δειλινού («ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν…»), ή ακόμη ο αθηναϊκός θούριος «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» για την «νικηφόρον» Αθηνά, την «νύμφην ανύμφευτον».
[32] Πλούταρχος, «Περί δεισιδαιμονίας», 171 Ε.






Ποιος ήταν ο Αισχύλος. 

Ο Αισχύλος,  (525-456 ή 455 π.Χ.) υπήρξε ο πρώτος από τους μεγάλους δημιουργούς της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Ήταν γιος του Ευφορίωνα και γεννήθηκε στην Ελευσίνα, όπου γίνονταν τα ιερά μυστήρια της θεάς Δήμητρας. Η αριστοκρατική του καταγωγή, η μεγαλοφυΐα του, η θρησκευτική ατμόσφαιρα της Ελευσίνας και τα ηρωικά χρόνια των ελληνικών αγώνων κατά των Περσών μέστωσαν τη μεγάλη ψυχή του από υψηλά φρονήματα. Υπήρχε θρύλος, κατά τον οποίο ο θεός Διόνυσος παρουσιάστηκε στο νεαρό Αισχύλο και τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την τραγωδία.
Ο Αισχύλος αγωνίστηκε ηρωικά εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα (490 π.Χ.), στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.) μαζί με τους αδελφούς του Κυναίγειρο και Αμεινία. Άρχισε να γράφει τραγωδίες στα 500 π.Χ., αλλά είχε την πρώτη του νίκη το 484 π.Χ. Από τότε πρώτευε συνήθως στους αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι παλιότεροί του τραγικοί Πρατίνας και Φρύνιχος. Για πρώτη φορά νικήθηκε από το νεότερό του Σοφοκλή στα 468 π.Χ.
Έγραψε περίπου 90 τραγωδίες, από τις οποίες σώθηκαν μόνο επτά. Έπαιρνε τα θέματά του από τους μυθικούς κύκλους των επικών ποιητών και προπάντων από τον Όμηρο. Στεφανώθηκε σε δεκατρείς δραματικούς αγώνες με 52 έργα του.
Κατά το 480-470 π.Χ., ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων Α’ τον κάλεσε στην αυλή του μαζί με τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη. Εκεί έγραψε και το δράμα «Αιτναίοι», για να τιμήσει τη νέα πολιτεία που ιδρύθηκε από τον Ιέρωνα. Ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου παρέστησε την τετραλογία του με τους «Επτά επί Θήβας» και νίκησε (467 π.Χ.). Στα 458 π.Χ. νίκησε πάλι με την περίφημη τριλογία του «Ορέστεια». Έπειτα έφυγε πάλι για τη Σικελία, όπου και πέθανε ξαφνικά στη Γέλα το 456 (ή το 455) π.Χ. Μυθολογείται ότι ένας αετός κρατώντας στα νύχια του μια χελώνα την έριξε από ψηλά πάνω στο φαλακρό του κεφάλι και τον σκότωσε. Ο ίδιος είχε γράψει και το επιτάφιό του επίγραμμα. Προτομή του Αισχύλου σώζεται στο μουσείο του Καπιτωλίου της Ρώμης.

Οι υποθέσεις των επτά τραγωδιών του Αισχύλου που σώζονται είναι:
1. Ικέτιδες: Οι 50 κόρες του Δαναού φεύγουν με τον πατέρα τους από την Αίγυπτο, για να μην παντρευτούν τους γιους του βασιλιά Αιγύπτου, αδερφού του Δαναού. Έρχονται ικέτιδες στο Άργος, όπου τις δέχεται ο βασιλιάς Πελασγός, παρόλο που ο Αίγυπτος τον είχε απειλήσει με πόλεμο. Ο Αισχύλος υμνεί τον πολιτισμό και τη φιλοξενία των Ελλήνων σε αντίθεση με τη βία των βαρβάρων.
2. Επτά επί Θήβας: Αναφέρεται στον πόλεμο του Πολυνείκη και των συμμάχων του στρατηγών από το Άργος εναντίον του Ετεοκλή, του αδερφού του, που ήταν βασιλιάς της Θήβας. Σχετικός με το δράμα είναι και ο μύθος της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή και των «Φοινισσών» του Ευριπίδη.
3. Πέρσαι: Η σκηνή του δράματος στα Σούσα, όπου αγγελιαφόρος περιγράφει στη μητέρα του Ξέρξη Άτοσσα τη φοβερή καταστροφή των Περσών από τους Έλληνες στη Σαλαμίνα. Είναι ένας ύμνος στη γενναιότητα των Ελλήνων.
4. Προμηθεύς δεσμώτης: Η τιμωρία του Προμηθέα από το Δία, επειδή έκλεψε τη φωτιά από τον ουρανό και την έφερε στους ανθρώπους. Τραγωδία συμβολική και μεγαλοπρεπέστατη η παράσταση του νικημένου ήρωα.
5. Αγαμέμνων: Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί το βασιλιά Αγαμέμνονα, μόλις φτάνει νικητής από την Τροία στο Άργος.
6. Χοηφόροι: Η Ηλέκτρα οδηγεί τις σκλάβες του παλατιού με χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης γυρίζει στον τόπο του και σκοτώνει τη φόνισσα μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον άνδρα της Αίγισθο. Την ίδια υπόθεση έχει η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
7. Ευμενίδες: Ο Ορέστης μετά το φόνο της μητέρας του καταφεύγει στους Δελφούς κυνηγημένος από τις Ερινύες. Ο Απόλλωνας τον στέλνει να δικαστεί στον Άρειο Πάγο, όπου αθωώνεται με την ψήφο της Αθηνάς. Οι Ερινύες αγανακτούν, αλλά τις εξευμενίζει η Αθηνά και γίνονται Ευμενίδες. Οι τρεις τελευταίες τραγωδίες αποτελούν την αθάνατη τριλογία «Ορέστεια», αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.  - Σακκέτος Άγγελος


















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ