Ύψωμα 731 - Εκεί που οι Έλληνες κατατρόπωσαν την ιταλική πολεμική μηχανή
Στοιχεία από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά και την «έσχατη θυσία» του Υψώματος 731 εξιστωρεί η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, φιλόλογος, υποδιευθύντρια 1ου ΓΕΛ Τρικάλων, ταμίας του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου (Φ.Ι.ΛΟ.Σ) Τρικάλων και της Φιλολογικής Ιστορικής Αρχαιολογικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλίας (Φ.Ι.Α.Λ.Ε.Θ).
Το 1904 με Βασιλικό Διάταγμα, αναφέρει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τα Τρίκαλα ορίστηκαν ως έδρα του 5ου Συντάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στην Ι Μεραρχία Λαρίσης. Σε μεγάλο ποσοστό στο 5ο Σύνταγμα στρατολογούνταν, σύμφωνα με το τότε σχέδιο επιστρατεύσεως, Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες, ενώ πολλοί Δυτικοθεσσαλοί υπηρέτησαν στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και σε μονάδες ιππικού.
Το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων έλαβε μέρος με αξιοσημείωτη δράση σε όλους τους μεγάλους πολέμους: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941.
Από το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, συνεχίζει, οργανώθηκε και το 51 Σύνταγμα Πεζικού, που με αρχηγό τον Συνταγματάρχη Δαβάκη προωθήθηκε στα σύνορα και μετονομάστηκε «απόσπασμα Πίνδου». Στα τέλη Αυγούστου 1940 οργανώθηκε και το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, από στρατεύσιμους κυρίως της ευρύτερης περιοχής Τρικάλων-Καρδίτσας, το οποίο κινήθηκε προς το Μέτσοβο με 900 άνδρες και 300 ζώα και εντολή να φράξει τις διαβάσεις Κατάρας – Μετσόβου για να μην μπορέσει ο εχθρικός στρατός να εισέλθει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία.
Στόχος των Ιταλών ήταν η Λάρισα, για να αποκόψουν τις συγκοινωνίες με την Ν. Ελλάδα. Η πρώτη επαφή με τον εχθρό έγινε στις 29 Οκτωβρίου, όταν δύο σμήνη αεροπλάνων βομβάρδισαν τις παρυφές του Μετσόβου, χωρίς ευτυχώς απώλειες.
Το βάπτισμα του πυρός όμως έγινε στις 31 Οκτωβρίου, όταν έπεσαν οι πρώτες βολές των πυροβόλων, που ξάφνιασαν τους Ιταλούς και τους διασκόρπισαν έντρομους, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζαν πως έκαναν περίπατο.
«Τότε συνειδητοποίησαν καί οἱ δικοί μας», γράφει στο Ημερολόγιό του ο διοικητής λόχου του ΙΙ/5 τάγματος Δημ. Κασλάς, «ὅτι εἰσερχόμεθα εἰς ἕνα πόλεμον σκληρόν με μία Αὐτοκρατορία» (περ. Τρικαλινά, 21/2001). Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον Αώο ποταμό • συγχρόνως προωθούνταν οι μονάδες της Ι Μεραρχίας, το 4ο Σύνταγμα Λαρίσης και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Παράλληλα άλλα τμήματα πλευροκοπούσαν την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών στην Πίνδο. Ζωτικής σημασίας η ανακατάληψη της Κόνιτσας, με την σύμπραξη των τριών Ταγμάτων του 5ου Συντάγματος υπό τον συνταγματάρχη Ν. Γεωργούλα.
Παρά τον συνεχή βομβαρδισμό από τα ιταλικά αεροπλάνα, την ανυπαρξία ελληνικής αεροπορίας, τον καθημερινό ανεφοδιασμό των ιταλικών στρατευμάτων με ρίψεις εφοδίων από τα μεταγωγικά αεροπλάνα τους, οι Ιταλοί υποχωρούσαν αφήνοντας πίσω αιχμαλώτους και όλον τον οπλισμό με τα πυρομαχικά τους. Μέχρι την 21η Νοεμβρίου, προσθέτει η φιλόλογος, η προέλαση των θεσσαλικών μονάδων συνεχιζόταν παρά την πείσμονα, για λόγους γοήτρου, αντίσταση των Ιταλών, μέχρι την ελληνοαλβανική μεθόριο.
Με νεώτερη διαταγή πέρασαν τη μεθόριο και, άλλοτε με τη βοήθεια Ελλήνων κατοίκων των χωριών που συναντούσαν άλλοτε και χωρίς αυτή, εξουδετερώνοντας την αντίσταση των Ιταλών εισήλθαν στο Μοναστήρι και στο Δέλβινο, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής. Η προέλαση συνεχίστηκε μέχρι την 24η Ιανουαρίου 1941, οπότε κατέλαβαν το ύψωμα 717, όπου και παρέμειναν μέχρι την αντικατάστασή τους, στις 17 Φεβρουαρίου 1941, ενώ στο 731 παρέμεινε το 51 Τάγμα της Ι Μεραρχίας μέχρι την παραμονή της Εαρινής επίθεσης, 8 Μαρτίου.
Την νύχτα της 8ης προς 9ην Μαρτίου εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας ο ταγματάρχης Δημ. Κασλάς μετακίνησε το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων στο Ύψωμα 731, για να αντικαταστήσει το εκεί Ι/51 Τάγμα, με τη διαβεβαίωση ότι ολόκληρη η Ι Μεραρχία, εξαντλημένη μετά την 4μηνη συνεχή επαφή με τον εχθρό, θα αντικαθίστατο λίαν προσεχώς. Το Ύψωμα 731 ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή στο στόχαστρο των Ιταλών καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των στρατιωτών στα χαρακώματα και τις καθημερινές απώλειες.
Το πρωί της 9η Μαρτίου ο Μουσολίνι εξαπέλυσε εναντίον των Ελλήνων την «επίθεσιν των ρόδων», έχοντας παρατάξει έναντι των λίγων και εξαντλημένων, από τον τετράμηνο αδιάκοπο πολεμικό αγώνα, Ελλήνων μαχητών τα εκλεκτότερα σώματα του Ιταλικού Στρατού: Μεραρχία Κάλιαρι, Μεραρχία Πούλιε με τους Μελανοχίτωνες, Μεραρχία Πινερόλο, και ως εφεδρείες τις Μεραρχίες Μπάρι, Σιένα και την Μεραρχία των Αλπινιστών Πουστερία. Αντικειμενικός σκοπός η κατάληψη του Υψώματος 731, προγεφύρωμα του δρόμου για την Κλεισούρα.
Στις 6.30 το πρωί άρχισε καταιγισμός πυρών από το πυροβολικό και τους όλμους των Ιταλών και από σμήνη αεροπλάνων τους. Οι φωτιές και οι καπνοί δυσχέραιναν την ορατότητα σε απόσταση ακόμη και 10 μέτρων. Μέσα σε δύο ώρες, τονίζει χαρακτηριστικά, η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, το δασωμένο με πανύψηλα δέντρα ύψωμα 731 απογυμνώθηκε.
Ο βαρύς οπλισμός καταστράφηκε και μια ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης διακόπηκε και η τηλεγραφική επικοινωνία. Η τελευταία διαταγή πρόσταζε «ἄμυνα μέχρις ἐσχάτων».
Σχεδόν για δύο ώρες σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα οι Ιταλοί τα υψώματα Μπρέγκου Ράπιτ (717) και 731 και μετά πεπεισμένοι ότι δεν θα υπήρχε κανείς ζωντανός κινήθηκαν προς αυτά συναντώντας έκπληκτοι την πρώτη αντίσταση, την οποίαν όμως έκαμψαν και συνέχισαν προς το 731. Οι στρατιώτες του 5ου Συντάγματος άρχισαν να πυροβολούν μόλις οι Ιταλοί πλησίαζαν στα 200μέτρα, σύμφωνα με διαταγή του Κασλά, συνεπικουρούμενοι από τα 40 μόλις πυροβόλα που διέθεταν. Οι Ιταλοί αιφνιδιασμένοι δεν υπάκουαν στην εντολή «αβάντι» των αξιωματικών τους.
Η επικίνδυνη προσέγγισή τους όμως στα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα ανάγκασαν τους Έλληνες να χρησιμοποιήσουν τις χειροβομβίδες, αλλά και αυτές εξαντλήθηκαν, ενώ οι Ιταλοί στην δεξιά πλευρά είχαν ήδη μπει στα χαρακώματα.
Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Δημ. Κασλάς, ελλείψει επικοινωνίας με ανωτέρους του, διέταξε αντεπίθεση σε μια μάχη σώμα με σώμα και υπό το σάλπισμα «προχωρείτε» οι ιαχές «αέρα» των πολεμιστών του, που όρμησαν αποφασισμένοι στην έσχατη θυσία, τρομοκράτησαν τους Ιταλούς, οι οποίοι υποχώρησαν άτακτα εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης τον οπλισμό τους, πτώματα και τραυματίες. Τίποτα δεν είχε τελειώσει όμως. Η μεσημεριανή νέα επίθεση των Ιταλών απέτυχε και η απογευματινή επίθεσή τους, συνοδευόμενη από ισχυρό βομβαρδισμό από γης και αέρα αυτή τη φορά, συνάντησε τις ελληνικές ριπές, λόγχες και χειροβομβίδες και απέτυχε επίσης.
Και μετά την βραδινή τέταρτη, αποτυχημένη επίσης, επίθεσή τους οι Ιταλοί την 1η μέρα μετρούσαν απώλειες ανερχόμενες στο 30%. Τα υψώματα 731 και 717 δεν έπεσαν, όπως η φιλόλογος εξιστορεί, και όλη την νύχτα ανεφοδιάζονταν με χειροβομβίδες και πυρομαχικά. Την επόμενη μέρα η ιταλική αεροπορία ισοπέδωσε την κορυφή του 731 και το πυροβολικό τους στόχευε ακατάπαυστα το ύψωμα. Η νέα ιταλική επίθεση, που ακολούθησε, αποδεκατίστηκε από τα ελληνικά πολυβόλα και η γνωστή ιαχή «αέρα», οι λόγχες και οι χειροβομβίδες συνέτριψαν μία ακόμη φιλόδοξη ιταλική επίθεση. Αρνητικό αποτέλεσμα για τους Ιταλούς είχαν και άλλες την ίδια μέρα επιθέσεις αλλά και οι χιλιάδες προκηρύξεις που έριξαν από τα αεροπλάνα τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πλήξουν το ηθικό των στρατιωτών.
Η 11η Μαρτίου ήταν η ημέρα αποδεκατισμού και ενταφιασμού στην χαράδρα Πρόι-Μαθ την ισχυράς Μεραρχίας Πούλιε και των Μελανοχιτώνων της. Η ομίχλη της ημέρας, που θεώρησαν πλεονέκτημά τους, υπήρξε ο Δούρειος ίππος τους. Ιταλός αιχμάλωτος αξιωματικός ενώπιον του ταγματάρχη Κασλά επαίνεσε την «γενναιότητα καί ἀντοχή» των Ελλήνων στρατιωτών «ἔπειτα ἀπό τόσον σίδηρον πού ἐρρίφθη ἐπί τῶν ὑψωμάτων 731 και 717».
Ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επιθέσεις των επομένων ημερών μέχρι τις 25 Μαρτίου, ενώ το 5ο Σύνταγμα από την 14ην Μαρτίου, έχοντας αντικατασταθεί από το 19ο Σύνταγμα Σερρών, βρισκόταν σε εφεδρεία αλλά και ετοιμότητα αντεπίθεσης για την περίπτωση που οι Ιταλοί καταλάμβαναν το 731.
Μέχρι την 12ην Απριλίου ολόκληρη η Ι Μεραρχία είχε αντικατασταθεί πλήρως και είχε επιστρέψει στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η 13η Απριλίου βρήκε το 5ο Σύνταγμα να αμύνεται στα νώτα του Βορείου Συγκροτήματος, που υποχωρούσε λόγω της εισβολής των Γερμανών στην Μακεδονία, και με την σύμπτυξη και του αλβανικού μετώπου από την 14ην Απριλίου «οἱ νικηφόροι ἀγῶνες ἐπί τετράμηνον ἀπέβησαν ἐπί ματαίῳ». Το 5ο Σύνταγμα, παρά την απώλεια πολλών ανδρών, εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας επέμενε σε άμυνα «μέχρις ἐσχάτων», έως την 16ην όποτε ήρθε η διαταγή της υποχώρησης.
Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων κράτησε το ύψωμα 731 αποκρούοντας επάλληλες επιθέσεις των Ιταλών, παρουσία και του ίδιου του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης εαρινής επίθεσής τους 9-25 Μαρτίου 1941. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ελλάδα. Στο ύψωμα 731 γράφτηκαν οι νέες Θερμοπύλες• σήμα «ἐς ἀεί» η μνεία του στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στην Αθήνα• ως «Γολγοθάς» έμεινε στην μνήμη των επιζησάντων, αφού το δενδροσκέπαστο ύψωμα αποψιλώθηκε και απογυμνώθηκε από τις ακατάπαυστες ριπές των Ιταλών, που μετέβαλαν παράλληλα και το ύψος του, μειώνοντας το κατά 5 μέτρα. Τόσα πυρομαχικά που έριξαν οι Ιταλοί δεν έπεσαν πουθενά αλλού στον κόσμο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Οι τότε ελληνικές διοικήσεις, όπως εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, απεδείχθησαν ικανότερες από τις ιταλικές. Οι Έλληνες στρατιώτες χειρίστηκαν με επιδεξιότητα τις λόγχες τους σε έναν αγώνα σώμα με σώμα άγνωστο στους Ιταλούς στρατιώτες, που στηρίζονταν περισσότερο στον τελευταίας τεχνολογίας βαρύ οπλισμό τους, άχρηστο όμως στα δύσβατα βουνά της Αλβανίας. Η υπεροπλία των Ιταλών ηττήθηκε από το άτρωτο ηθικό των Ελλήνων. Το δίκαιο του Ελληνικού αγώνα κατέβαλε την αναίτια ιταλική εισβολή.
Το τσουχτερό κρύο και ο βαρύς χειμώνας, η πείνα και οι στερήσεις δεν έκαμψαν το φρόνημα του Θεσσαλού αγωνιστή στο 731, του Έλληνα στρατιώτη στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941. Η Ι Μεραρχία και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων με τους Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες, κατά βάση, στρατιώτες του κουβαλούσαν ένα ηρωικό παρελθόν• στους Βαλκανικούς Πολέμους η Ι Μεραρχία μπήκε πρώτη στη Θεσσαλονίκη• στη Μικρασιατική Εκστρατεία πάτησε πρώτη στη Σμύρνη και έφυγε τελευταία• στο Ύψωμα 731 αποκρούοντας αλλεπάλληλες επιθέσεις επί 16 ημέρες συνεχών συγκρούσεων, δεν επέτρεψαν στον εχθρό να περάσει και ματαίωσαν το σχέδιο του περί αποκοπής της επικοινωνίας των ελληνικών στρατευμάτων με την Νότια Ελλάδα.
Οι νεκροί και τραυματίες Θεσσαλοί του 5ου Συντάγματος υπέγραψαν με τη θυσία και τον αγώνα τους το διαχρονικό μήνυμα αντοχής και καρτερίας, υπομονής και θέλησης, όταν ο άνθρωπος υπερασπίζεται το δίκαιο έναντι της αδικίας, καταλήγει η ίδια.
Το ηρωικό 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων - Όταν η Στερεά Ελλάδα «βγήκε» στην πρώτη γραμμή
Το μήνυμα του πολέμου του 1940 είχε φτάσει γρήγορα στη Λαμία και τη Φθιώτιδα και μέσα σε τρεις μέρες κινητοποιήθηκαν έντονα!
Ήταν τότε που έφτασαν τα πρώτα μηνύματα από το μέτωπο για 3 νεκρούς από την περιοχή.
Από 28 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου 1940 καταγράφονται τρεις νεκροί από χωριά γύρω από την πόλη της Λαμίας. Μέχρι τότε υπήρχε η ανάμνηση από την πανηγυρική αναχώρηση του 42ου Συντάγματος Ευζώνων της Λαμίας για το μέτωπο. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1940 έφυγε σιδηροδρομικά για την Καλαμπάκα και σύμφωνα με τον τύπο της περιοχής «όλος ο λαός της Λαμίας και των περιχώρων κατέκλυσε το σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου για να ξεπροβοδίσει τους Ευζώνους». Τέσσερις ημέρες αργότερα, το 42ο Σύνταγμα της Λαμίας μετά την Καλαμπάκα, το Μέτσοβο και τα Γιάννενα, βρέθηκε στη θέση Χάνι Δελβινάκι και υπήχθη στην 8η Μεραρχία μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η περιοχή βιώνει τα μηνύματα από το μέτωπο καθώς οι άνθρωποι τη διπλανής πόρτας ήταν στο κέντρο των επιχειρήσεων. Οι αναφορές για το μέτωπο και τις εξελίξεις εκεί ήταν άμεσα συνδεδεμένες και με τους ανθρώπους από την Στερεά Ελλάδα που βρίσκονταν στο κέντρο των επιχειρήσεων. Άλλωστε το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων κουβαλά πίσω του μια σημαντική ιστορία.
«Σε αυτό το Σύνταγμα των Ευζώνων καλούνταν οι κληρωτοί στρατεύσιμοι από τα ορεινά χωριά των νομών Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Φωκίδας και Βοιωτίας» σημειώνει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος που μελετά για χρόνια τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής. Σ' αυτό το Σύνταγμα από τους Βαλκανικούς πολέμους και από την συγκρότησή του ακόμα, την 23η Δεκεμβρίου του 1913, καλούνταν οι κληρωτοί βουνίσιοι της περιοχής για ευνόητους λόγους. Το 42ο Σύνταγμα Ευζών της Λαμίας κρύβει πίσω του μια τρομακτική ιστορία στη Μικρά Ασία αλλά και στις μάχες της Ουκρανίας, όπου είχε παρουσία, και συγχρόνως μια άλλη ιστορία καθώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη διοίκησή του την είχε ο Νικόλαος Πλαστήρας ενώ στην Μιακρασία έγινε γνωστό ως Şeytan asker δηλαδή στρατός του Σατανά. Στον Ν. Πλαστήρα αποδίδουν οι ιστορικοί την ουσιαστική του συγκρότησή τους ως δομημένη στρατιωτική μονάδα ως εκστρατευτικό σώμα.
«Ήταν ο Ν. Πλαστήρας που το οργάνωσε, εξαρχής με το που ανέλαβε τη διοίκησή του το ανασυγκρότησε, το εκπαίδευσε, το εφοδίασε με οπλισμό και υλικά και το μετέτρεψε σε μια γενναία πολεμική δύναμη» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κώστας Μπαλωμένος.
Λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται ακριβώς στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι στους «Κενταύρους» του Μουσολίνι, μια τεθωρακισμένη Ιταλική μεραρχία. Δέχεται ισχυρό βομβαρδισμό του πυροβολικού και αναγκάζεται να φτάσει λίγο νότια, στο Χάνι Δελβινάκι.
«Μέχρι τις 10 Νοεμβρίου οι Εύζωνες από τη Λαμία και την ευρύτερη περιοχή αναδιπλώθηκαν και έκαναν αποκρούσεις ιταλικών μικροεπιθέσεων συντηρώντας μια συγκεκριμένη τακτική. Από τις 13 Νοεμβρίου άρχισαν οι ελληνικές επιθέσεις και καταλήψεις χωριών. Από 14 Νοεμβρίου και μετά, καθώς εξελίσσεται η μεγάλη αντεπίθεση, συμμετείχε στην κατάληψη όλης της Βόρειας Ηπείρου μέχρι το τέλος της χρονιάς» σημειώνει ο καθηγητής κ. Κώστας Μπαλωμένος.
Στο ημερολόγιο του 42ου Συντάγματος Ευζώνων της Λαμίας καταγράφονται δεκάδες επιθέσεις όλο το επόμενο διάστημα, ακόμη και μέσα στο χειμώνα. Παρά το βαρύ χειμώνα οι Εύζωνες συνεχίζουν έως τα μέσα του Γενάρη της αποκρούσεις, έως ότου να σταθεροποιηθεί η γραμμή από το Πόγραδετς μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος και στη συνέχεια το Σύνταγμα τίθεται ως εφεδρεία.
Από τον Μάρτη που ξεκινάει η εαρινή Ιταλική επίθεση με πολλαπλάσιες δυνάμεις από το Μουσολίνι, το 42ο Σύνταγμα των Ευζώνων βρίσκεται και πάλι στην πρώτη γραμμή αποκρούοντας δεκάδες εχθρικές επιθέσεις. Όλα αυτά μέχρι τις 22 Μαρτίου 1941 που ο Μουσολίνι εγκαταλείπει την Αλβανία, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της αποτυχίας. Μετά τη γερμανική εισβολή και την οπισθοχώρηση που διατάχτηκε στα μέσα του Απρίλη, οι Εύζωνες από τη Λαμία και τους γειτονικούς νομούς έχουν φτάσει στο Τεπελένι και υποχώρησαν σε αμυντική διάταξη στο Αργυρόκαστρο αλλά η υποχώρηση συνεχίζονταν με βάση τις εντολές.
Στις 26 Απριλίου 1941 κρίθηκε ότι πρέπει να απολυθούν οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες που κατάγονται από την Ήπειρο. «Προέκυψε τότε θέμα για το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων, του οποίου οι οπλίτες δεν κατάγονταν από την Ήπειρο αλλά από τη Στερεά Ελλάδα» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Μπαλωμένος και συνεχίζει λέγοντας πως «ο διοικητής της μεραρχίας με ευθύνη του, διέταξε να χορηγηθούν απολυτήρια και στους οπλίτες και αξιωματικούς του 42ου Συντάγματος Ευζώνων, γράφοντας όμως ως τόπο καταγωγής τους την περιοχή της Άρτας έτσι ώστε να δικαιολογείται η απόλυση και αυτών ως καταγόμενοι δήθεν από την Ήπειρο. Μάλιστα δόθηκαν και προφορικές εντολές να πάρουν μαζί τους όλα τα ζώα που προέρχονταν από την περιοχή της Λαμίας».
Σύμφωνα με τον κ. Μπαλωμένο οι Εύζωνοι κινήθηκαν μέσα από δύσβατες περιοχές για να φτάσουν τελικά στα χωριά τους σε όλη της Στερεά Ελλάδα περίπου στα μέσα Μαΐου 1941, αποφεύγοντας ωστόσο κατοχικές δυνάμεις.
Από τις νίκες στην εξαθλίωση και την πείνα
Φτάνοντας πίσω στα χωριά τους οι Εύζωνες άρχισαν να βιώνουν τα πρώτα δείγματα των ελλείψεων. Άρχισαν να βλέπουν τις τιμές να ανεβαίνουν, το παρεμπόριο και η μαύρη αγορά να εγκαθίσταται και τους μαυραγορίτες να δημιουργούν σχέσεις με τους κατακτητές για ίδιο όφελος.
Αν και αγροτικές οι περιοχές τους οι ελλείψεις άρχισαν να εμφανίζονται κυρίως από τα αστικά κέντρα, τη Λαμία και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Τα βασικά τρόφιμα άρχισαν να απουσιάζουν ενώ οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη. «Η τιμή στο λάδι» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπαλωμένος «προπολεμικά ήταν 44 δρχ η οκά. Τον Οκτώβριο του 1941 είχε ήδη φτάσει στην περιοχή 800 δρχ. η οκά, το Γενάρη του 1942 έφτασε σε 4.500 δρχ. η οκά και τον Δεκέμβρη του 1942 ανέβηκε σε 14.000 δρχ. η οκά».
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ακόμη και οι θάνατοι από την πείνα άρχισαν να αυξάνονται αλλά και συγχρόνως να αποκτούν και έναν ταξικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχει ταξινομήσει ο καθηγητής Κώστας Μπαλωμένος μελετώντας τα αρχεία από τις ενορίες της πόλης της Λαμίας, προκύπτει ότι σε ενορίες οι οποίες υπάρχουν σε αστικές περιοχές οι θάνατοι είναι αριθμητικά λιγότεροι σε σύγκριση με περιφερειακές ενορίες που είναι σε λαϊκές γειτονιές όπου είναι ιδιαίτερα αυξημένοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Μπαλωμένου μόνο στην ενορία του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας που καλύπτει αστική περιοχή της πόλης από τους 24 που απεβίωσαν το 1940 φτάνουμε στους 60 το 1942, αλλά ουσιαστικά οι θάνατοι σε σχέση με τον πληθυσμό είναι σαφώς περιορισμένοι.
Οι αστοί της πόλης έμποροι, γιατροί, δικηγόροι με υψηλά εισοδήματα αντιμετωπίζουν, όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι, οικονομικές δυσκολίες και έλλειψη βασικών αγαθών για τη διατροφή τους, ωστόσο μπορούν και ανταποκρίνονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, πιθανά πληρώνοντας όσο - όσο τα πρώτα είδη.
Σε περιφερειακές ενορίες όπως στην ενορία της Παναγίας Δέσποινας ενώ το 1940 είχαμε 43 θανάτους μεταξύ των οποίων 7 ήταν παιδιά, το 1942 καταγράφονται 102 θάνατοι μεταξύ των οποίων είναι 22 παιδιά.
«Η Λαμία ως πόλη, όπως και οι άλλες περιφερειακές πόλεις, έχοντας κατά βάση την συνδρομή της παραγωγικής δυνατότητας των γύρω χωριών διατήρησε κάποια σχετική αυτονομία βασικών αγαθών. Έχασε μεν ανθρώπους από την πείνα και το κρύο, χωρίς όμως να φτάσει σε κατάσταση λιμού, ούτε να πεθαίνουν οι άνθρωποι στο δρόμο» σημειώνει ο κ. Μπαλωμένος. Συγχρόνως ταξινομώντας τα θύματα εκείνης της περιόδου τονίζει πως «γέροντες ή άρρωστοι ήταν κυρίως τα θύματα της πείνας ή της έλλειψης θέρμανσης και φαρμάκων» και διαπιστώνει συγχρόνως ότι «οι αριθμοί προδίδουν πως τα παιδιά αντιστάθηκαν σχετικά περισσότερο από τους ενήλικες και τις ευάλωτες ομάδες».
Πηγη: ΑΠΕ-ΜΠΕ