ΘΡΕΠΤΗΡΙΑ- ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ



ΤΑΦΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΗΣ «ΜΗΛΙΑΚΗΣ» ΟΜΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΛΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΙΣΥΜΗΣ*


Θέλοντας να αποκτήσουν μόνιμα ερείσματα στην προσοδοφόρα περιοχή του Παγγαίου οι Πάριοι άποικοι της Θάσου πέρασαν από νωρίς στην απέναντι στεριά, όπου ίδρυσαν μια σειρά από μικρές αποικίες και εμπορικούς σταθμούς ήδη από το γ΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.1. Μία από τις πρωιμότερες ήταν η Οισύμη, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στις πρώτες δεκαετίες του β΄ μισού του 7ου αι. π.Χ.2, και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες πόλεις της θασιακής Περαίας.

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 


Στη νεκρόπολη που εκτείνεται στην αμμώδη παραλία της Νέας Περάμου, στον κόλπο των Ελευθερών, και βρίσκεται νότια του λόφου με τα λείψανα του αρχαίου οικισμού 3 έγιναν ανασκαφικές έρευνες σε διάφορες περιόδους κατά τη δεκαετία του 1960 και περιστασιακά τα επόμενα χρόνια 4. Οι αρχαιότερες ταφές συμπίπτουν χρονολογικά με την ίδρυση της αποικίας και οι νεότερες ανάγονται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
Παρατηρείται ποικιλία ως προς τα είδη των τάφων και των ταφικών πρακτικών, παρόμοια με εκείνη που απαντά επίσης στα παράλια νεκροταφεία άλλων αποικιών της θρακικής ακτής (Άργιλος, Γαληψός, Άβδηρα, Στρύμη), καθώς και της Χαλκιδικής (Μένδη, Πολύχρονο, Τορώνη, Άκανθος). Ειδικότερα, αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί ενηλίκων σε πήλινες σαρκοφάγους-λάρνακες, σε λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους 5, καθώς και ελεύθερες κτερισμένες ταφές πάνω στην άμμο, παράλληλα με εγχυτρισμούς και δευτερογενείς καύσεις μέσα σε διάφορα αγγεία (πίθους, αμφορείς) που χρησίμευσαν ως τεφροδόχα 6. 
Αριθμητικά, οι ενταφιασμοί υπερτερούν των καύσεων και αποτελούν τον κανόνα από τα τέλη του 6ου και στη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. Τα παιδιά ενταφιάζονταν μέσα σε αγγεία ποικίλων σχημάτων και μεγεθών, συνοδευό- μενα από περιορισμένο αριθμό κτερισμάτων7.


ΕΙΚΟΝΕΣ    1.«Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 3525, Α΄ όψη 2.«Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 3525, Β΄ όψη 3.«Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 3525, λεπτομ.  λαιμού Β΄ όψης 4.«Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 3525, λεπτομ. της κοιλιάς Β΄ όψης

Η συνήθεια της χρήσης διακοσμημένων αγγείων «πολυτελείας» ως τεφροδόχων φαίνεται ότι ήταν αρκετά διαδεδομένη στη Θάσο και τις αποικίες της τόσο στα αρχαϊκά όσο και στα κλασικά χρόνια8, μία πρακτική την οποία γνωρίζουμε και από τη μητρόπολή της, την Πάρο, κατά την υστερογεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο 9. Οπωσδήποτε, ο ιδιαίτερος και δαπανηρός αυτός τρόπος κήδευσης υποδηλώνει μια ξεχωριστή αντίληψη, που ταυτόχρονα διαφοροποιεί ως ένα βαθμό τους συγκεκριμένους νεκρούς 10. Από τη μία, οι «ηρωικές» καταβολές της καύσης των νεκρών και, από την άλλη, η περιορισμένη εφαρμογή της μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η εν λόγω ταφική πρακτική πιθανόν υιοθετούνταν για σημαντικούς νεκρούς, είτε αυτοί ανήκαν στην ανώτερη κοινωνικά και οικονομικά τάξη είτε είχαν επιτελέσει κάποια ανδραγαθήματα σε καιρό ειρήνης ή πολέμου. Ιδιαίτερα, ο θάνατος στη μάχη αποτελούσε ένα ξεχωριστό γεγονός, που συνδεόταν άμεσα με την ανδρεία και τον ηρωισμό του νεκρού πολεμιστή.

Ως τεφροδόχα (για καύσεις ενηλίκων) ή ταφικά (για ενταφιασμούς-εγχυτρισμούς παιδιών) σκεύη πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν και ορισμένα από τα εισηγμένα «μηλιακά» αγγεία που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Οισύμης. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους δύο σχεδόν ακέραιους αμφορείς 11 που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καβάλας και ίσως για τα θραύσματα από ορισμένους άλλους αμφορείς που φυλάσσονται, μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα, στο ίδιο μουσείο. 
Ενδιαφέρον προκαλεί τόσο ο διακοσμητικός πλούτος όσο και η θεματική πολυμορφία των συγκεκριμένων αγγείων, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής και επαληθεύεται από τη «μοναδικότητα» και την πρωτοτυπία ορισμένων από τις εικονιστικές παραστάσεις τους12. Δύο άλλα γνωρίσματα, η ρυθμική επανάληψη των επιμέρους μοτίβων και η συμμετρία των συνθέσεων, δεν αλλοιώνουν τη ζωντάνια που αποπνέουν οι σκηνές των «μηλιακών» αγγείων στο σύνολό τους.

Τα σωζόμενα δείγματα από την Οισύμη ενισχύουν την παραπάνω εικόνα και προσφέρουν νέα στοιχεία για την επινοητικότητα και τη δημιουργική διάθεση των Παριανών κεραμέων 13. 
Στα περισσότερα από τα «μηλιακά» όστρακα 14, που βρέθηκαν διάσπαρτα ανάμεσα στους νεότερους τάφους του παράλιου νεκροταφείου, διακρίνονται κυρίως φυτικά και άλλα διακοσμητικά μοτίβα, ανάμεσά τους και τα πιο χαρακτηριστικά της κατηγορίας αυτής, όπως μεγάλοι έλικες, μεγάλοι φυλλωτοί ρόδακες και μικρότεροι στικτοί, καθώς και οφθαλμοί. 

Σε ορισμένα μόνο σώζονται τμήματα ανθρώπινων μορφών και αλόγων, που μαρτυρούν την ύπαρξη εικονιστικών συνθέσεων. Δυστυχώς, οι παραστάσεις είναι πολύ αποσπασματικές, ώστε δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν απεικονίζονταν γνωστές μυθολογικές ή απλώς γενικού χαρακτήρα αφηγηματικές σκηνές.




Στο όστρακο με Αρ. ευρ. Α 2000 (Εικ. 1, Πίν. V)15, από τον λαιμό και τον ώμο μεγάλου αμφορέα, σώζονται τα πίσω πόδια και οι ουρές τεσσάρων αλόγων που σέρνουν ένα άρμα προς τα δεξιά. Από το όχημα διακρίνονται μόνον ο ρυμός και τμήμα του δίφρου με τον τροχό. Από τον επιβάτη ή τους πιθανόν δύο επιβάτες του άρματος δεν διατηρούνται παρά ελάχιστα ίχνη. Στον ώμο σώζεται το κεφάλι γυναικείας μορφής προς τα δεξιά 16. 
Η απεικόνιση ενός τεθρίππου στο λαιμό «μηλιακού» αμφορέα δεν μας είναι γνωστή από άλλα παραδείγματα, αν και σε έναν αμφορέα από τη Ρήνεια παριστάνεται μια συνωρίδα στην οποία επιβαίνει ζευγάρι άνδρα και γυναίκας17. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο στο εν λόγω θραύσμα τα ζώα παριστάνονταν με πτέρωμα, ωστόσο, τέθριππα με φτερωτά άλογα εικονίζονται ορισμένες φορές στην κύρια παράσταση στο σώμα «μηλιακών» αμφορέων με μυθολογικές σκηνές 18.[18Για παράδειγμα στον «αμφορέα του Απόλλωνα», τον «αμφορέα του Ηρακλή», τον «αμφορέα του Διονύσου», το «θραύσμα gerhard» στο Βερολίνο και τον αμφορέα της Νεάπολης/Καβάλας: Papastamos 1970, πίν. 2, 8, 10, 14α, 18. Ένα άρμα προς τ’ αριστερά απεικονίζεται και σε όστρακο αμφορέα από την Πάρο, αλλά δεν σώζονται τα άλογα: ζαφειροπούλου 2008, 351, εικ. 11. Γενικά, οι συνωρίδες απεικονίζονται συχνότερα στα μικρότερου μεγέθους γραπτά και στα μεγάλα ανάγλυφα αγγεία των κυκλαδικών εργαστηρίων, ενώ τα τέθριππα παριστάνονται στους μεγάλους «μηλιακούς» αμφορείς: Σημαντώνη-Μπουρνιά 1990, 68-70• Μανα- κίδου 1994, 115-9.]

ΠΙΝΑΚΑΣ V   α. Όστρακο από το λαιμό και τμήμα του ώμου «μηλιακού» αμφορέα. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 2000 - β. «Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 1892, Α΄ όψη (φωτ. Μουσείο). - γ. «Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 1892, Β΄ όψη (φωτ. Μουσείο).- δ. «Μηλιακός» αμφορέας. Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο Α 1892, πλάγια όψη (φωτ. Μουσείο)


Θα παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά τους δύο ακέραιους αμφορείς, οι οποίοι έχουν ενδιαφέρον από εικονογραφική και τεχνοτροπική άποψη. Ο αμφορέας με Αρ. ευρ. Α 189219 (σωζ. ύψ.: 0,317 μ., διάμ. χείλους: 0,162 μ., διάμ. βάσης: 0,088 μ.) βρέθηκε κατά την ανασκαφή του 1964 στην αρχική θέση του και περιείχε τα καμένα οστά νεκρού από δευτερογενή καύση, χωρίς άλλα κτερίσματα. Σώζεται σχεδόν ολόκληρος, ενώ λείπει μόνο το μεγαλύτερο τμήμα του λαιμού το οποίο έχει συμπληρωθεί (Εικ. 2, 3, Πίν. V). 
Οι λαβές του έχουν συγκολληθεί. Σε αρκετά σημεία η επιφάνειά του είναι φθαρμένη και το υπόλευκο επίχρισμα απολεπισμένο. Αρκετά καλά σώζεται το επίθετο ιώδες χρώμα που τονίζει διάφορες λεπτομέρειες, όπως τις χαίτες και τα φτερά των αλόγων, το λοφίο του πετεινού, τις λαβές του τρίποδα.

Το αγγείο με τον πλατύ κυλινδρικό λαιμό, το έντονα ωοειδές σώμα με τις «δίδυμες» οριζόντιες τοξωτές λαβές και τη χαμηλή κυλινδρική βάση εντάσσεται παρά το αρκετά ασυνήθιστο σχήμα του στη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα των «μηλιακών» αμφορέων (ή πιθαμφορέων) που χρονολογούνται από το β΄ τέταρτο έως και τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα των αγγείων αυτών, δύο αμυγδαλωτά μάτια με φρύδια που σχεδιάζονται κάτω από τα τόξα των λαβών και συνοδεύονται από ζεύγος μεγάλων ελίκων ακριβώς από κάτω τους 20, υπάρχει και στον αμφορέα της Οισύμης (Εικ. 4, Πίν. V). 




Είναι προφανής η πρόθεση της δήλωσης ενός σχηματοποιημένου αλλά εκφραστικού προσωπείου. Στον λαιμό, διαμορφώνονται δύο ορθογώνιες μετόπες που χωρίζονται από κάθετα διαγραμμισμένα πλαίσια 21. Στη μία απεικονίζεται μια Σφίγγα στραμμένη προς τα δεξιά και καθισμένη στα πίσω πόδια 22.[22Από το ζώο σώζονται μόνον τα τεντωμένα μπροστινά και τα λυγισμένα οπίσθια πόδια καθώς και τμήμα από το πίσω μέρος του σώματος με την ουρά. Κάτω από το σώμα έχει σχεδιαστεί κάθετα ένα γλωσσωτό στοιχείο και μπροστά του διακρίνονται ίχνη από φυτικό κόσμημα. Σε έναν «μηλιακό» αμφορέα στην Αθήνα, Εθνι- κό Αρχαιολ. Μουσείο, Αρ. ευρ. 914, μια όρθια Σφίγγα σε διασκελισμό αποτελεί το κύριο διακοσμητικό θέμαστην κοιλιά του αγγείου: Papastamos 1970, πίν. 12. Για την ιδιαίτερα αγαπητή μορφή της Σφίγγας σε κυκλα- δικά αγγεία, γραπτά και ανάγλυφα, τη στάση των ποδιών και τη θέση της ουράς της, βλ. Σημαντώνη-Μπουρ- νιά 1990, 8-59, 102-3• Zaphiropoulou 2003, 33-6. Γενικά για πρώιμες απεικονίσεις Σφιγγών σε άλλα ανατο- λίζοντα κεραμικά εργαστήρια, βλ. Dessenne 1960• Demisch, 1977• Cooper, στο: Kurtz et al. 2008, 45-54.]

 Στην άλλη είχαν αποδοθεί ενωμένες θέουσες ελικόσπειρες σε δύο οριζόντιες σειρές με κυκλάκια ανάμεσά τους 23. Στην ένωση του λαιμού με το σώμα υπάρχει μια ταινία που περιβάλλει όλο το αγγείο με σχηματοποιημένα ρόδια που κρέμονται από το μίσχο τους 24. 




Στη μία όψη της κοιλιάς (Εικ. 2, Πίν. V) παριστάνονται δύο ψιλόλιγνα φτερωτά άλογα προς τα δεξιά, το ένα δίπλα στο άλλο 25. [25Τα δύο ζώα –με την πλούσια χαίτη, τον επιμήκη κορμό, τα ψηλά και λεπτά σκέλη– παρουσιάζουν αναλογίες ως προς τη σχεδίαση και τη διάταξη με εκείνα στην κύρια όψη του αμφορέα «των ιππέων»: Papastamos 1970, 36-7, πίν. 4. Οι δρεπανόσχημες φτερούγες των αλόγων μοιάζουν κάπως με τις αντίστοιχες στον αμφο- ρέα της Νεάπολης/Καβάλας, αλλά διαφέρουν από εκείνες στους αμφορείς του «Απόλλωνα» και του «Ηρακλή». Αν και τα άλογα είναι τα συχνότερα απεικονισμένα ζώα στα «μηλιακά» αγγεία, το μοτίβο των φτερωτών αλόγων είναι σπανιότερο, γενικά βλ.: ζαφειροπούλου 1985, 43-5, 60• Zaphiropoulou 2003, 17-20, 38. Κατά κανόνα, τα φτερωτά άλογα δεν προτιμώνται μεμονωμένα αλλά σε συνδυασμό με άρματα και μυθολογικές σκηνές. Για τα τελευταία, βλ. παραδείγματα σε: Papastamos 1970, 15, 49, 56, 62, 67• Μανακίδου 1994, 29, 117-8, και σημ. 20, 287.

Από το δεύτερο άλογο διακρίνονται καθαρά μόνον η ουρά, τα πόδια και το κεφάλι 26. 
[26 Στην κυκλαδική αγγειογραφία του 7ου αι. π.Χ. προτιμάται η χαρακτηριστική βαθμιδωτή ή ριπιδιόσχημη δι- άταξη των κεφαλιών των αλόγων, όπως στους «μηλιακούς» αμφορείς του «Απόλλωνα» και του «Ηρακλή», βλ. παραπάνω, σημ. 18. Ανάλογα και τα δύο άλογα στο θασιακό πινάκιο του ιππέα, Θάσος Αρχαιολ. Μουσείο Αρ. ευρ. 2057: Salviat 1983α, 186, εικ. 1• Coulié 2008, 430, εικ. 2. Πρβ. ανάλογη διάταξη των τεσσάρων αλόγων στον πρωτοαττικό αμφορέα με λαιμό του ζωγράφου του Νέσσου της Νέας Υόρκης, Ν. Υόρκη Μητροπολιτικό Μουσείο 11.210.1: Morris 1984, 65-8, πίν. 15.]

Στο δεξιό άκρο της παράστασης έχει απεικονιστεί ένας τριποδικός λέβητας 27. [27Ανάμεσα στα γνωστά «μηλιακά» αγγεία μόνο μια φορά απεικονίζεται ένας τρίποδας σε αποσπασματικό αμφορέα από την Πάρο, ενταγμένος σε μια μυθολογική σκηνή: Ζαφειροπούλου 2008, 349-50, εικ. 10. Παραστάσεις τριπόδων απαντώνται συχνότερα σε ανάγλυφους πίθους και ανάγλυφα τριποδικά στηρίγματα των κυκλαδικών και άλλων νησιωτικών εργαστηρίων (Κρήτη, Θάσος), όπου συνδυάζονται συνήθως με αρματοδρομίες: Coulié 2000, 116-9, 134, εικ. 32.7, 146-8• Simantoni-bournia 2004, 38, 120 και πίν. 72, 173.]



Στην άλλη όψη παριστάνεται ένας μνημειακού μεγέθους πετεινός προς τα δεξιά, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό εικονιστικό θέμα της όψης αυτής και καταλαμβάνει σχεδόν όλο το χώρο της διακοσμητικής μετόπης (Εικ. 3, Πίν. V).

Το βάθος των σκηνών και στις δύο πλευρές είναι γεμάτο με φυτικά (στικτός και φυλλωτοί ρόδακες) και γεωμετρικά (ρόμβοι με πλέγμα, σταυρομαίανδροι, ζεύγη ελίκων σε συνδυασμό με διάγραμμα τρίγωνα, γλωσσίδια) σχέδια 28. [28Παρόμοια μοτίβα ως προς τη σχεδίαση, τη μορφή και τη θέση τους ανάμεσα στις μορφές υπάρχουν σ’ έναν αμφορέα με λαιμό από τη Ρήνεια: Ζαφειροπούλου 1985, 29, αρ. 61, εικ. 57 (Ομάδα των Σειρήνων)• Zaphiropoulou 2003, 178, αρ. 55, πίν. xLI, 55. Ο αμφορέας αυτός παρουσιάζει και άλλα κοινά στοιχεία με το αγγείο της Οισύμης, όπως την απεικόνιση Σφίγγας και ελίκων στο λαιμό καθώς και τα ζεύγη των αλόγων στο σώμα]

Ακριβώς κάτω από τις παραστάσεις υπάρχουν τέσσερις ανισοπαχείς καστανές ταινίες, ακολουθεί μία ζώνη με συνεχόμενο μαίανδρο, μετά μία ακόμη συστάδα από τέσσερις λεπτές ταινίες και, τέλος, μία ζώνη με ζεύγη μεγάλων ελί- κων που ενώνονται με δικτυωτούς ρόμβους (Εικ. 4, Πίν. V). 
Η ράχη των λαβών και το ανάγλυφο στέλεχος, στο οποίο απολήγουν, κοσμούνται με ενάλληλες γωνίες («ψαροκόκκαλο»), όπως και τα κάθετα διαχωριστικά πλαίσια που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτές και τις κύριες εικονιστικές συνθέσεις. Όλα αυτά τα παραπληρωματικά μοτίβα είναι χαρακτηριστικά για τη διακόσμηση των μικρών και των μεγάλων «μηλιακών» αγγείων 29, καθώς χρησιμοποιούνται σε εντυπωσιακό βαθμό, καλύπτοντας όλο σχεδόν τον ελεύθερο χώρο ανάμεσα στις μορφές.

Μπορεί ο μικρός αμφορέας της Οισύμης να μη φέρει αφηγηματικές παραστάσεις, τα επιμέρους εικονογραφικά θέματα που τον διακοσμούν φανερώνουν, ωστόσο, έντονη επίδραση από τον κόσμο της Ανατολής, κυρίως οι μιξογενείς μορφές της Σφίγγας και των φτερωτών αλόγων αλλά και ο ανατολικής προέλευσης «εξελληνισμένος» τριποδικός λέβητας. 
Η παρουσία του τελευταίου, σε συνδυασμό με τις μορφές των αλόγων και του πετεινού, είναι, επιπλέον, ενδεικτική του αγωνιστικού πνεύματος που υποβάλλεται μέσα από την απεικόνιση και των τριών αυτών θεμάτων. 
Η έμμεση δήλωση μιας αθλητικής αναμέτρησης, όπως προβάλλεται με τα συγκεκριμένα εικονογραφικά μοτίβα, θα μπορούσε να έχει και νεκρικές προεκτάσεις, αν θεωρήσουμε ότι υπονοούνταν εδώ κάποιοι επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν ενός επιφανούς νεκρού30. 
Η απεικόνιση δύο αλόγων φέρνει στο νου τα δύο υποζύγια (ένα κύριο και ένα βοηθητικό, ο παρίορος) που είχαν στη διάθεσή τους οι ομηρικοί ήρωες και που απεικονίζονται συχνά στα αγγεία 31. 
Τόσο τα άλογα όσο και ο πετεινός έχουν διττό συμβολικό χαρακτήρα, όπου συνυπάρχουν το αγωνιστικό και το νεκρικό-χθόνιο στοιχείo. Η μορφή του πετεινού δεν είναι γνωστή από άλλα «μηλιακά» ή κυκλαδίτικα αγγεία, αλλά εμφανίζεται περιστασιακά σε ορισμένα άλλα ανατολίζοντα κεραμικά εργαστήρια 32.[32 Δύο αντιμέτωποι πετεινοί, με κάπως παρόμοια σχεδιαστική απόδοση, παριστάνονται κάτω από τη λαβή ενός ανατολίζοντα κρατήρα των μέσων του 7ου αι. π.Χ. από τα Υβλαία Μέγαρα, Συρακούσες Museo Archeologico Rezionale 96315: Panvini – Sole 2009, 119, αρ. VII/120. Τα σχετικά παραδείγματα είναι αρκετά περιορισμένα στα υπόλοιπα ανατολίζοντα εργαστήρια του 7ου αι. π.Χ., όπως στα πρωτοκορινθιακά και πρωτοαττικά αγγεία. Αντίθετα, το μοτίβο εμφανίζεται νωρίς στον πρώιμο αττικό μελανόμορφο ρυθμό (τελευταίο τέταρτο 7ου αι. π.Χ.), όπως στον επώνυμο αμφορέα με λαιμό του ζωγράφου του Πειραιά στην Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρ. ευρ. 353 (beazley 2003, πίν. 10, 1) και στον αμφορέα τύπου Β του ζωγράφου του Νέσσου στο Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1874.0410.1 (αυτ., πίν. 12, 2) για τη διακόσμηση του λαιμού, με έναν και δύο αντιμέτωπους πετεινούς αντίστοιχα. Σύγχρονος με τα παραπάνω αγγεία είναι και ένας ανάγλυφος πιθαμφορέας από τη Φαιστό με παράσταση πετεινού στο λαιμό, Αρχαιολ. Μουσείο Ηρακλείου, Αρ. ευρ. 8405: Simantoni-bournia 2004, 40, πίν. 9, 21.]

Ο μεγάλος αμφορέας με Αρ. ευρ. Α 3525 (Εικ. 1-2 ύψ.: 0,90 μ., διάμ. χείλους: 0,54 μ. διάμ. βάσης: 0,19 μ.) βρέθηκε το 1968 και περιείχε κτερίσματα που χρονολογούνται στο α΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.33, κάτι που δηλώνει τη διατήρηση του αγγείου αυτού ως κειμηλίου και την ταφική χρήση του τουλάχιστον ενάμιση αιώνα μετά από την εποχή της κατασκευής του. Στη μία όψη του λαιμού, παρά την κακή διατήρηση, διακρίνονται οι μορφές της Άρτεμης (με φαρέτρα και τόξο κρεμασμένα στη ράχη) και του Απόλλωνα προς τα αριστερά 34, ενώ αντικρυστά με αυτούς παριστάνονται τέσσερις γυναικείες μορφές. 
Στην άλλη πλευρά του λαιμού, έχουν σχεδιαστεί ζεύγη μεγάλων ελίκων σε κάθετη διάταξη με ιώδεις «δεσμούς», ημιανθέμια και δικτυωτά διάχωρα ανάμεσά τους (Εικ. 3). 
Η κύρια, προφανώς, όψη του σώματος είναι πολύ φθαρμένη και συμπληρωμένη με γύψο. Από την παράστασή της διατηρούνται μόνο τα πίσω πόδια των αλόγων ενός τεθρίππου, ο τροχός και ίχνη δύο μορφών πάνω στο δίφρο. Στην καλύτερα σωζόμενη παράσταση της άλλης πλευράς, επίσης στην κοιλιά του αγγείου, εικονίζονται δύο αντωπά άλογα που πλαισιώνουν ένα σύνθετο φυτικό κόσμημα, αποτελούμενο από καρδιόσχημες έλικες, ανθέμια και δικτυωτό πλέγμα (Εικ. 4).
 Η συμμετρική σύνθεση των αντικρυστών αλόγων είναι ιδιαίτερα αγαπητή στη «μηλιακή» αγγειογραφία και, μάλιστα, προτιμάται στους μεγάλους αμφορείς για τη διακόσμηση της οπίσθιας ή δευτερεύουσας όψης 35.[35Έτσι, στους αμφορείς του «Απόλλωνα», του «Ηρακλή», των «ιππέων» και των «αλόγων», στον αμφορέα του «Διονύσου» στη Βρετανική Σχολή Αθηνών και στον αμφορέα από τη Μύκονο: Papastamos 1970, 121-2, πίν. 3, 5-7, 9, 11, 15. Στον αμφορέα των «αλόγων» το σχήμα επαναλαμβάνεται και στις δύο όψεις του αγγείου. Επί- σης, σε έναν αποσπασματικό αμφορέα από το αρχαϊκό νεκροταφείο της Πάρου ανάμεσα στα άλογα υπάρχει σύνθετο κόσμημα με ζεύγος διπλών ελίκων και δικτυωτούς ρόμβους: Ζαφειροπούλου 2007, 114, εικ. 6• 2008, 346, εικ. 5. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας ανατολίζων λέβητας από τη Σίριδα με παράσταση δύο αντικρυστών άλογων εκατέρωθεν ενός τρίποδα, στο Policoro, Μuseo Nazionale della Siritide: Pugliese Carratelli 1987, 237, εικ. 320.]

 Ένας καταιγισμός από διακοσμητικά μοτίβα, όπου ξεχωρίζουν οι με- γάλοι φυλλωτοί ρόδακες, γεμίζει το βάθος της σκηνής. Η παράσταση ορίζεται πάνω και κάτω από ταινία με γλωσσωτό κόσμημα. Ασυνήθιστο είναι το μοτίβο στο χώρο των λαβών, με ζεύγη οριζόντιων ελίκων και μεγάλα ανθέμια ανάμεσα, αντί για τους καθιερωμένους οφθαλμούς. Μία ζώνη από έλικες με ανθέμια και δικτυωτά πλέγματα περιτρέχει το κάτω τμήμα του σώματος.

Σχετικά με την αρχική προέλευση και τον τόπο παραγωγής των λεγόμενων «μηλιακών» αγγείων, τόσο οι χημικές αναλύσεις (νετρονική ενεργοποίηση)36 όσο και τα ευρήματα από το αρχαϊκό νεκροταφείο της Πάρου 37 επιβεβαιώνουν την άποψη ότι πρόκειται για προϊόντα παριανών κεραμικών εργαστηρίων και ότι κατασκευάζονταν με παριανό πηλό. 
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι αγγεία της ομάδας αυτής έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές, όχι μόνο στις Κυκλάδες (Ρήνεια, Δήλος, Νάξος, Μύκονος) αλλά και στη Βόρεια Αφρική (Ταύχειρα/Τεύχειρα –σημ. Tocra). 
Πρόκειται, επομένως, για μια αρκετά δημοφιλή κεραμική κατηγορία και τη μοναδική από τα κυκλαδικά εργαστήρια, τα προϊόντα της οποίας διακινούνταν και εκτός Κυκλάδων. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ορισμένα από τα «μηλιακά» αγγεία που βρέθηκαν εκτός Πάρου δεν έχουν κατασκευαστεί από παριανό πηλό, οι κεραμείς τους, ωστόσο, πρέπει να ήταν Πάριοι άποικοι ή περιοδεύοντες τεχνίτες από την Πάρο, που εργάστηκαν στα μέρη αυτά 38. Θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε τα συγκεκριμένα αγγεία σε μεγάλο βαθμό ως «παριανές» δημιουργίες, παρά τις όποιες τοπικές διαφοροποιήσεις τους.
Iδιαίτερα για τα «μηλιακά» αγγεία που ήρθαν στο φως τόσο στη Θάσο όσο και στις αποικίες της, είναι προφανές ότι υπάρχουν εξίσου εισηγμένα αγγεία από την Πάρο39, καθώς και μιμήσεις τους κατασκευασμένες από θασιακό πηλό 40, ωστόσο η έρευνα για τη διάκριση των προϊόντων κάθε ομάδας βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και οι συγκριτικές αναλύσεις πηλών είναι προς το παρόν περιορισμένες 41.
Σχετικά με τους δύο αμφορείς και τα άλλα θραύσματα της «μηλιακής» ομάδας από το νεκροταφείο της Οισύμης, η παρουσία τους δεν αφήνει αμφιβολίες ότι οι Πάριοι άποικοι μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα όχι μόνον τις συνήθειες και τις παραδόσεις τους αλλά και την προηγμένη τεχνογνωσία που κατείχαν σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα στη γλυπτική και την κεραμική. 
Επιπλέον, αν και χρονολογούνται προς το τέλος της παραγωγής των «μηλιακών» αγγείων, στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.42, ωστόσο αποτελούν μία από τις πρωιμότερες και πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες εισηγμένων αγγείων στην αρχαία Οισύμη.


Ελένη Μανακίδου 

ΘΡΕΠΤΗΡΙΑ- ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ- Α.Π.Θ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012




ΑΝΑΦΟΡΕΣ 

* Για την άδεια παρουσίασης του εν μέρει δημοσιευμένου, αλλά κυρίως αδημοσίευτου αυτού υλικού οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στην επίτιμη έφορο αρχαιοτήτων και μία εκ των ανασκαφέων της αρχαίας Οισύμης κ. Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη, με την οποία συνεργαζόμαστε για τη δημοσίευση του συνόλου των ευρημάτων από το νεκροταφείο του ίδιου οικισμού. Τον πρώην έφορο της Ιζ΄ ΕΠΚΑ και διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Καβάλας κο. Ζήση Μπόνια, καθώς και τη νυν προϊσταμένη στην ίδια υπηρεσία κ. Μαρία Νικολαΐδου-Πατέρα ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το αρχείο του Μουσείου Καβάλας.
1 Lazaridis 1971• Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980• Zaphiropoulou, στο: Avram – babeş 2000, 130-3• Tiverios 2008, 79-91.
2 Γιούρη 1965, 451• Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 317• Koukouli-Chrysanthaki 2006, 170• Tiverios 2008, 82-3.
3 Στον λόφο έχουν αποκαλυφθεί κεραμικά και άλλα κινητά ευρήματα καθώς και οικοδομικά λείψανα (οχύρωση, ένα ιερό με δύο οικοδομικές φάσεις, οικίες) που χρονολογούνται από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως και τα βυζαντινά χρόνια: Γιούρη 1965, 447• Lazaridis 1971, 36-38, εικ. 66• Γιούρη – Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987, 365-75• Κουκούλη-Χρυσανθάκη – Παπανικολάου 1990, 487-93.
4 Γιούρη 1965• Γιούρη – Κουκούλη 1969α• 1969β• Lazaridis 1971, 52, εικ. 67.
5 Koukouli-Chrysanthaki 2006, 173, 175.
6 Γιούρη 1965, 447, 449-50• Γιούρη – Κουκούλη 1969, 350-1• Koukouli-Chrysanthaki 2006, 174-5, 178.
7 Koukouli-Chrysanthaki 2006, 173, 174, σημ. 58, 175-6, σημ. 77.
8 Για σχετικά παραδείγματα από τη Θάσο, την Οισύμη και τη Γαληψό, βλ. Γιούρη 1965, 449• Koukouli- Chrysanthaki 2006, 174-5, σημ. 59-60.
9 Ζαφειροπούλου 1998, 20-1, 71• Zaphiropoulou 1999, 13-5• 2000, 285-7• 2002, 283-4• 2007, 114-5. Η φ. Ζαφειροπούλου, ως ανασκαφέας του σημαντικότερου νεκροταφείου της αρχαίας Πάρου στην Παροικιά, κάνει λόγο για μια πρώτη χρήση των μνημειακών «μηλιακών» αμφορέων ως ταφικών σημάτων, χωρίς να προσφέει, όμως, άλλες πληροφορίες. Κατά την εύρεσή τους, δύο τουλάχιστον από τα αγγεία αυτά περιείχαν οστά παιδιών, επομένως είχαν χρησιμοποιηθεί για παιδικές ταφές, βλ. παρακάτω, σημ. 12.
10 Andronikos 1968, 58-75, 129-31. Για πρωτογενείς και δευτερογενείς καύσεις σε σχέση με τις «αύλακες προ- σφορών» και τα προσφερόμενα σε αυτές αγγεία στον Κεραμεικό της Αθήνας και τα νεκροταφεία της αττι- κής υπαίθρου, βλ. Kistler 1998, 31-77• Alexandridou, στο: Fischer-Hansen – Poulsen 2009, 497-522.
11 Για το σχήμα αυτό ηΖαφειροπούλου 2001, 86, και 2008, 347-351, επιλέγει την ονομασία «κρατηρόσχημος αμφορέας». Ο Τιβέριος 1996, 246, αρ. 15, χρησιμοποιεί την ονομασία «πιθαμφορέας». Για καθαρά πρακτικούς λόγους προτιμήσαμε εδώ τον απλούστερο, συμβατικό όρο «αμφορέας».
12 Παρά την προτίμηση συγκεκριμένων εικονογραφικών σχημάτων, όπως του άρματος με φτερωτά άλογα και του ζεύγους που συνήθως επιβαίνει σε αυτό, οι εικονιστικές σκηνές στους έως σήμερα γνωστούς «μηλιακούς» αμφορείς παραμένουν μοναδικές και ως ένα βαθμό ανερμήνευτες (αναχώρηση ή συνάντηση Απόλλωνα με Άρτεμη και υπερβόρειες παρθένες, αναχώρηση Ηρακλή, μονομαχία με γυναίκες-θεατές, αρπαγή Θέτιδας από Πηλέα, Ερμής και γυναίκα, Διόνυσος και γυναίκα, Κρίση του Πάρη, πομπή επώνυμων Αχαιών ηρώων-πολεμιστών). Η παρουσία αναγνωρίσιμων θεϊκών και ηρωικών μορφών σε ορισμένες από τις σκηνές αυτές και η συνύπαρξή τους με άλλες αταύτιστες δεν βοηθά πάντοτε στην ερμηνεία τού εκάστοτε μυθολογικού θέματος. Δύο σχεδόν ακέραιοι –λείπει μόνο το πόδι τους– μεγάλοι αμφορείς από το νεκροταφείο της Πάρου, Αρχαιολ. Μουσ., Αρ. ευρ. Β 2652:Ζαφειροπούλου 1998, 38-9, εικ. 33• 2008, 347, εικ. 7• επίσης, Αρ. ευρ. Β 2653: Ζαφειροπούλου 2001, 87-96• 2008, 348, εικ. 8, 352-6), ένας τρίτος αρκετά αποσπασματικός (Ζαφειροπούλου 2008, 350, εικ. 10, και 352, εικ. 13) και θραύσματα από πολλούς άλλους (Ζαφειροπούλου 2008, 349, εικ. 9, 351, εικ. 11-2), με ασυνήθιστη θεματολογία από τον κόσμο του μύθου και της αγροτικής ζωής, πλου- τίζουν το «μηλιακό» ρεπερτόριο και δίνουν μια άλλη προοπτική στις ευρείες θεματικές επιλογές των Πάρι- ων κεραμέων. Η παρουσία επιγραφών σε νεότερα ευρήματα προσφέρει, επίσης, νέες ερμηνευτικές δυνατότητες, όπως στον αποσπασματικό «μηλιακό» λέβητα από το Δεσποτικό με πομπή Αχαιών ηρώων του Τρωικού πολέμου (σώζονται τα ονόματα του Μενέλαου και του Σθένελου), βλ. Κουράγιος 2002-2005, 78-9, εικ. 45• ο ίδιος, στο: Σταμπολίδης 2006, 155, εικ. 88.
13 Ανάλογη είναι και η εικόνα που παρουσιάζουν τα «μηλιακά» όστρακα και ο σχεδόν ακέραιος αμφορέας (Αρ. ευρ. Α 1086) από την επίσης θασιακή αποικία της Νεάπολης (σημερ. Καβάλα): Λαζαρίδης Δ. 1969, 94-5, πίν. 27-8• Papastamos 1970, 61-4, πίν. 18• Ζαφειροπούλου 1985, 63, 106• Κουκούλη-Χρυσανθάκη 2002, 45-6, εικ. 47.
14 Ενδεικτικά αναφέρονται τα όστρακα με Αρ. ευρ. Α 3331, 3341, 3342, 3345, 3347, 3349, 3350. Το σχετικό υλικό πρόκειται να δημοσιευτεί μαζί με τα άλλα ευρήματα από το νεκροταφείο. Όστρακα «μηλιακών» αγ- γείων και θασιακών μιμήσεών τους βρέθηκαν, επίσης, κατά την ανασκαφή του ιερού στην ακρόπολη της Οι- σύμης: Γιούρη – Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1987, 371• Κουκούλη-Χρυσανθάκη – Παπανικολάου 1990, 492.
15 Αδημοσίευτο, σωζ. ύψ.: 0,21 μ., σωζ. πλάτ.: 0,215 μ. Βρέθηκε στις 9/9/1964, σε κοντινή απόσταση από τη λάρ- νακα IV.
16 Ένα γυναικείο κεφάλι προς τα δεξιά απεικονίζεται και στο αδημοσίευτο όστρακο με Αρ. ευρ. Α 1840. Βρέθηκε το 1964, κοντά στον τάφο VIII, και προέρχεται από το λαιμό και τον ώμο αμφορέα.
17 ζαφειροπούλου 1985, 18, αρ. 27, εικ. 23• Zaphiropoulou 2003, 167, αρ. 21, πίν. xIV και 2b.
18 Για παράδειγμα στον «αμφορέα του Απόλλωνα», τον «αμφορέα του Ηρακλή», τον «αμφορέα του Διονύσου», το «θραύσμα gerhard» στο Βερολίνο και τον αμφορέα της Νεάπολης/Καβάλας: Papastamos 1970, πίν. 2, 8, 10, 14α, 18. Ένα άρμα προς τ’ αριστερά απεικονίζεται και σε όστρακο αμφορέα από την Πάρο, αλλά δεν σώζονται τα άλογα: Ζαφειροπούλου 2008, 351, εικ. 11. Γενικά, οι συνωρίδες απεικονίζονται συχνότερα στα μικρότερου μεγέθους γραπτά και στα μεγάλα ανάγλυφα αγγεία των κυκλαδικών εργαστηρίων, ενώ τα τέθριππα παριστάνονται στους μεγάλους «μηλιακούς» αμφορείς: Σημαντώνη-Μπουρνιά 1990, 68-70• Μανα- κίδου 1994, 115-9.
19 Γιούρη 1965, 450-1• Αρχαία Μακεδονία 1988, 246-7, αρ. 186• Μακεδονία 1993, 187, αρ. 210• Koukouli- Chrysanthaki 2006, 170, 174, σημ. 59, πίν. 24, 5-6,
20 Στους άλλους γνωστούς «μηλιακούς» αμφορείς οι έλικες συνοδεύονται από ανθέμια. Για το μοτίβο των «μηλιακών» οφθαλμών, βλ. Papastamos 1970, 92• Steinhart 1995, 48-50• Zaphiropoulou 2003, 62.
21 Zaphiropoulou 2003, 55, εικ. LxxIII, 13-13a, “bandes quadrillées”.
22 Από το ζώο σώζονται μόνον τα τεντωμένα μπροστινά και τα λυγισμένα οπίσθια πόδια καθώς και τμήμα από το πίσω μέρος του σώματος με την ουρά. Κάτω από το σώμα έχει σχεδιαστεί κάθετα ένα γλωσσωτό στοιχείο και μπροστά του διακρίνονται ίχνη από φυτικό κόσμημα. Σε έναν «μηλιακό» αμφορέα στην Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολ. Μουσείο, Αρ. ευρ. 914, μια όρθια Σφίγγα σε διασκελισμό αποτελεί το κύριο διακοσμητικό θέμαστην κοιλιά του αγγείου: Papastamos 1970, πίν. 12. Για την ιδιαίτερα αγαπητή μορφή της Σφίγγας σε κυκλαδικά αγγεία, γραπτά και ανάγλυφα, τη στάση των ποδιών και τη θέση της ουράς της, βλ. Σημαντώνη-Μπουρ- νιά 1990, 8-59, 102-3• Zaphiropoulou 2003, 33-6. Γενικά για πρώιμες απεικονίσεις Σφιγγών σε άλλα ανατολίζοντα κεραμικά εργαστήρια, βλ. Dessenne 1960• Demisch, 1977• Cooper, στο: Kurtz et al. 2008, 45-54.
23 Zaphiropoulou 2003, 56, εικ. xxVII 1-2 ‘‘suite de spirales”. Για ένα πολύ όμοιο παράλληλο από τη Ρήνεια, βλ. αυτ., 2003, 185, αρ. 78, πίν. LxIII 80.
24 Ό.π., 56, εικ. xxxV 19.
25 Τα δύο ζώα –με την πλούσια χαίτη, τον επιμήκη κορμό, τα ψηλά και λεπτά σκέλη– παρουσιάζουν αναλογίες ως προς τη σχεδίαση και τη διάταξη με εκείνα στην κύρια όψη του αμφορέα «των ιππέων»: Papastamos 1970, 36-7, πίν. 4. Οι δρεπανόσχημες φτερούγες των αλόγων μοιάζουν κάπως με τις αντίστοιχες στον αμφο- ρέα της Νεάπολης/Καβάλας, αλλά διαφέρουν από εκείνες στους αμφορείς του «Απόλλωνα» και του «Ηρακλή». Αν και τα άλογα είναι τα συχνότερα απεικονισμένα ζώα στα «μηλιακά» αγγεία, το μοτίβο των φτε- ρωτών αλόγων είναι σπανιότερο, γενικά βλ.: Ζαφειροπούλου 1985, 43-5, 60• Zaphiropoulou 2003, 17-20, 38. Κατά κανόνα, τα φτερωτά άλογα δεν προτιμώνται μεμονωμένα αλλά σε συνδυασμό με άρματα και μυθολογικές σκηνές. Για τα τελευταία, βλ. παραδείγματα σε: Papastamos 1970, 15, 49, 56, 62, 67• Μανακίδου 1994, 29, 117-8, και σημ. 20, 287.
26 Στην κυκλαδική αγγειογραφία του 7ου αι. π.Χ. προτιμάται η χαρακτηριστική βαθμιδωτή ή ριπιδιόσχημη δι- άταξη των κεφαλιών των αλόγων, όπως στους «μηλιακούς» αμφορείς του «Απόλλωνα» και του «Ηρακλή», βλ. παραπάνω, σημ. 18. Ανάλογα και τα δύο άλογα στο θασιακό πινάκιο του ιππέα, Θάσος Αρχαιολ. Μουσείο Αρ. ευρ. 2057: Salviat 1983α, 186, εικ. 1• Coulié 2008, 430, εικ. 2. Πρβ. ανάλογη διάταξη των τεσσάρων αλόγων στον πρωτοαττικό αμφορέα με λαιμό του ζωγράφου του Νέσσου της Νέας Υόρκης, Ν. Υόρκη Μητροπολιτικό Μουσείο 11.210.1: Morris 1984, 65-8, πίν. 15.
27 Ανάμεσα στα γνωστά «μηλιακά» αγγεία μόνο μια φορά απεικονίζεται ένας τρίποδας σε αποσπασματικό αμφορέα από την Πάρο, ενταγμένος σε μια μυθολογική σκηνή: Ζαφειροπούλου 2008, 349-50, εικ. 10. Παραστάσεις τριπόδων απαντώνται συχνότερα σε ανάγλυφους πίθους και ανάγλυφα τριποδικά στηρίγματα των κυκλαδικών και άλλων νησιωτικών εργαστηρίων (Κρήτη, Θάσος), όπου συνδυάζονται συνήθως με αρματοδρομίες: Coulié 2000, 116-9, 134, εικ. 32.7, 146-8• Simantoni-bournia 2004, 38, 120 και πίν. 72, 173.
28 Παρόμοια μοτίβα ως προς τη σχεδίαση, τη μορφή και τη θέση τους ανάμεσα στις μορφές υπάρχουν σ’ έναν αμφορέα με λαιμό από τη Ρήνεια: Ζαφειροπούλου 1985, 29, αρ. 61, εικ. 57 (Ομάδα των Σειρήνων)• Zaphiropoulou 2003, 178, αρ. 55, πίν. xLI, 55. Ο αμφορέας αυτός παρουσιάζει και άλλα κοινά στοιχεία με το αγγείο της Οισύμης, όπως την απεικόνιση Σφίγγας και ελίκων στο λαιμό καθώς και τα ζεύγη των αλόγων στο σώμα.
29 Papastamos 1970, 83-108• ζαφειροπούλου 1985, 72-8• Zaphiropoulou 2003, 51-142.
30 Για τις παραστάσεις ταφικών αγώνων προς τιμή επώνυμων (ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ, ἆθλα ἐπὶ Πελίᾳ) και άλλων ηρώων: Roller 1981α, 107-19• 1981β, 1-18• Stefanek 1990, 1-16.
31 Wiesner 1968, 110-4, 119-24• greenhalgh 1973, 40-62, 84-95• Maul-Mandelartz 1990, 32-7.
32 Δύο αντιμέτωποι πετεινοί, με κάπως παρόμοια σχεδιαστική απόδοση, παριστάνονται κάτω από τη λαβή ενός ανατολίζοντα κρατήρα των μέσων του 7ου αι. π.Χ. από τα υβλαία Μέγαρα, Συρακούσες Museo Archeologico Rezionale 96315: Panvini – Sole 2009, 119, αρ. VII/120. Τα σχετικά παραδείγματα είναι αρκετά περιορισμένα στα υπόλοιπα ανατολίζοντα εργαστήρια του 7ου αι. π.Χ., όπως στα πρωτοκορινθιακά και πρωτοαττικά αγγεία. Αντίθετα, το μοτίβο εμφανίζεται νωρίς στον πρώιμο αττικό μελανόμορφο ρυθμό (τελευταίο τέταρτο 7ου αι. π.Χ.), όπως στον επώνυμο αμφορέα με λαιμό του ζωγράφου του Πειραιά στην Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρ. ευρ. 353 (beazley 2003, πίν. 10, 1) και στον αμφορέα τύπου Β του ζωγράφου του Νέσσου στο Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο 1874.0410.1 (αυτ., πίν. 12, 2) για τη διακόσμηση του λαιμού, με έναν και δύο αντιμέτωπους πετεινούς αντίστοιχα. Σύγχρονος με τα παραπάνω αγγεία είναι και ένας ανάγλυφος πι- θαμφορέας από τη Φαιστό με παράσταση πετεινού στο λαιμό, Αρχαιολ. Μουσείο Ηρακλείου, Αρ. ευρ. 8405: Simantoni-bournia 2004, 40, πίν. 9, 21.
33 Γιούρη – Κουκούλη 1969α, 351• 1969β, 199-201• Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1980, 318.
34 Για μια σύγχρονη αλλά εγχάρακτη απεικόνιση των δύο αδερφιών σε μαρμάρινο κυβόλιθο από την Πάρο, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την τεχνοτροπία των «μηλιακών» αγγείων, βλ. Κουράγιος 2005-2006, 44-53.
35 Έτσι, στους αμφορείς του «Απόλλωνα», του «Ηρακλή», των «ιππέων» και των «αλόγων», στον αμφορέα του
«Διονύσου» στη Βρετανική Σχολή Αθηνών και στον αμφορέα από τη Μύκονο: Papastamos 1970, 121-2, πίν. 3, 5-7, 9, 11, 15. Στον αμφορέα των «αλόγων» το σχήμα επαναλαμβάνεται και στις δύο όψεις του αγγείου. Επίσης, σε έναν αποσπασματικό αμφορέα από το αρχαϊκό νεκροταφείο της Πάρου ανάμεσα στα άλογα υπάρχει σύνθετο κόσμημα με ζεύγος διπλών ελίκων και δικτυωτούς ρόμβους: Ζαφειροπούλου 2007, 114, εικ. 6• 2008, 346, εικ. 5. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας ανατολίζων λέβητας από τη Σίριδα με παράσταση δύο αντικρυστών άλογων εκατέρωθεν ενός τρίποδα, στο Policoro, Μuseo Nazionale della Siritide: Pugliese Carratelli 1987, 237, εικ. 320.
36 grimanis et al. 1977. Τα δείγματα που εξετάστηκαν προέρχονταν από τη Θάσο, Νεάπολη και Οισύμη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καβάλας (ομάδα Α) και από τη Ρήνεια-Δήλο και την Πάρο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου (ομάδα Β). Η ανάλυση με φασματοσκοπία ακτίνων Γ έδειξε την κοινή χημική σύσταση του πηλού τους, ενώ απέκλεισε και την πιθανότητα τα εξετασθέντα δείγματα της πρώτης ομάδας να έχουν κατασκευασθεί από τοπικό – θασίτικο πηλό: αυτ. 1977, 28, 30. Άλλες αρχαιομετρικές μελέτες (αναλύσεις με φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ και με οπτική μικροσκοπία) έδειξαν, ωστόσο, διαφορετικά αποτελέσματα, για αρκετές γνωστές κεραμικές ομάδες των Κυκλάδων και για ορισμένα μικρού σχήματος «μηλιακά» αγγεία (αμφορείς με λαιμό, υδρίες): Villard 1993, 143-60• gautier 1993, 167-204. Για μια κριτική θεώρηση των παραπάνω απόψεων, βλ. Κατσωνοπούλου – Πετρόπουλος – Κατσαρού 2008, 371-6.
37 Zaphiropoulou 1999• ζαφειροπούλου 2000• Zaphiropoulou 2002• 2003• ζαφειροπούλου 2007, 114• 2008.
38 Για παράδειγμα, σχετικά με τα διακοσμημένα πινάκια της «μηλιακής» ομάδας που ήρθαν στο φως στη Θάσο, έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν τόσο εισηγμένα δείγματα από εργαστήρια της παριανής μητρόπολης όσο και άλλα κατασκευασμένα σε θασιακά εργαστήρια από ντόπιο πηλό: Salviat 1983α• 1983β• Coulié 2008, 428-35, 442, 444. Για την παραγωγή και άλλων γραπτών αγγείων στη Θάσο στη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ., κάτω από την άμεση επίδραση διάφορων ανατολίζοντων (χιακών, βορειο-ιωνικών) και μελανόμορφων (αττικών) εργαστηρίων, βλ. Coulié 2002.
39 grimanis et al. 1977, 24-5 (στις εικ. 2-3 πρόκειται για διαφορετικές όψεις του ίδιου αγγείου). Δυστυχώς στο εν λόγω άρθρο δεν αναφέρονται αναλυτικά τα συγκρινόμενα δείγματα και από τις δύο ομάδες. Για μια εισηγμένη «μηλιακή» υδρία που βρέθηκε στο Αρτεμίσιο της Θάσου, βλ. Coulié 2008, 440, εικ. 12. Για το γνωστό εισηγμένο «μηλιακό» πινάκιο με τον φόνο της Χίμαιρας από τον Βελλερεφόντη, επίσης από το θασιακό Αρτεμίσιο, βλ. Μακεδονία 1993, 184-5, αρ. 205. Για θραύσμα πιθανόν «μηλιακού» αμφορέα από την Αλυκή Θάσου, βλ. aΔ 17 (1961-2), Β΄ Χρονικά [efa], 252, πίν. 307α. Γενικά για εισηγμένα κυκλαδικά αγγεία στη Θάσο, βλ. Τhasos 2000, 283-7.
40 Οι Γάλλοι ανασκαφείς και μελετητές των θασιακών ευρημάτων κάνουν λόγο στην περίπτωση αυτή για “céramique orientalisante thasienne d’inspiration ‘mélienne’ ” (Salviat 1983α, 185), ‘‘pseudo-mélien” (gautier 1993, 185), “vases paro-thasiens orientalisants” (thasos, 285) ή “céramique du style ‘mélien’ produite à Thasos” (Coulié 2008, 428). Μια μικρή ομάδα από όστρακα «μηλιακών» αμφορέων, με τόπο εύρεσης το Αρτεμίσιο της Θάσου, ήταν ανάμεσα στα δείγματα που εξετάστηκαν (Villard 1993, 155) και θεωρήθηκαν ως θασίτικα
«μηλιακά» προϊόντα.
41 grimanis et al. 1977• Villard 1993, 154-5, 162, εικ. 13• gautier 1993, 183, πίν. 3.10, 184-5, 188-9.
42 Την ίδια περίπου εποχή, προς τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., θα πρέπει να χρονολογηθεί και ο αμφορέας από τη Νεάπολη/Καβάλα, ό.π. (σημ. 13), και Papastamos 1970, 135.








ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ