Σειρά 6 ντοκιμαντέρ 15 λεπτών με τριδιάστατα γραφικά και ελληνικούς υπότιτλους
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ 322-320 π.Χ.
Oι πόλεμοι των διαδόχων και των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απαρτίζουν μια μακρά ιστορική περίοδο που ξεκινά από το 323 π.Χ. που πέθανε ο Έλληνας Μακεδόνας Βασιλέας Βασιλέων και φτάνουν μέχρι το 281 π.Χ, με την δημιουργία των τεσσάρων βασιλείων τα οποία όμως λόγω των συγκρούσεων και της καχυποψίας μεταξύ των ηγετών τους είχαν ως αποτέλεσμα να εξασθενήσει η ισχύς τους και μετά από 150 χρόνια να συμβεί αυτό που δεν κατάφερε η περσική αυτοκρατορία: Να αλωθεί ο ελληνικός χώρος για πρώτη φορά από μια ξένη δύναμη, τους Ρωμαίους.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου και η έλλειψη ουσιαστικά διαδόχου επέφερε ένα κενό εξουσίας στο τεράστιο κράτος που είχε δημιουργήσει και που εκτεινόταν από την Μακεδονία και τις σύμμαχες Ελληνίδες πόλεις μέχρι την Βακτριανή και περιλάμβανε μέρος της Ινδίας και την Αίγυπτο.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, κι ενώ ήταν άταφος ακόμη, σημειώθηκε ένταση και αψιμαχίες μεταξύ των στρατηγών και του ιππικού των εταίρων αφενός και των απλών πεζών της φάλαγγας αφετέρου, που εκδήλωσαν προθέσεις στασιαστικές, ζητώντας να γίνει βασιλιάς ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου Αρριδαίος.
........................................................................................................................................
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ
ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΡΟΔΕΛΑ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ |
ΣΤΟ ΠΙΝΑΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΠΑΤΗΣΤΕ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ |
.........................................................................................................
Μάχη της Παραιτακηνής και η Μάχη της Γαβιηνής 317-317 π.Χ.
Η μάχη της Παραιτακηνής
Η μάχη της Παραιτακηνής πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 317 π.Χ. μεταξύ του Ευμένη, εκπροσώπου της βασιλικής εξουσίας στην Ασία, και του Αντίγονου του Μονόφθαλμου που είχε αποστατήσει από τους βασιλείς.
Ο Ευμένης είχε ορισθεί από τον «επιμελητή των βασιλέων» Πολυπέρχοντα «αυτοκράτωρ στρατηγός της Ασίας» στην θέση του Αντίγονου τον προηγούμενο χρόνο. Διέθετε 12.000 μισθοφόρους (10.000 πεζούς και 2.000 ιππείς) και επιπλέον στηρίζονταν στη δύναμη των 3.000 εμπειροπόλεμων αργυράσπιδων που διοικούσαν οι Αντιγένης και Τεύταμος, οι οποίοι είχαν ενωθεί μαζί του υπακούοντας στις βασιλικές εντολές. Ο Πολυπέρχων ανακύρηξε επίσης τον Αντίγονο «αποστάτην των βασιλέων» .
Στη Σουσιανή όπου είχε καταλήξει ο Ευμένης αναζητώντας συμμάχους ενώθηκε με τις συνασπισμένες δυνάμεις των ηγεμόνων των Άνω σατραπειών (Πευκέστα της Περσίδος, Τληπόλεμο της Καρμανίας, Σιβύρτιο της Αραχωσίας, Στάσανδρο της Αρείας και Δραγγιανής, Εύδαμο της Ινδικής και Ανδρόβαζου από τη σατραπεία των Παροπαμισαδών, στην οποία σατράπης ήταν ο Οξυάρτης), οι οποίοι διοικούσαν 18.700 πεζούς, 4.600 ιππείς και 120 ελέφαντες συνολικά. Στη μεγάλη συζήτηση που ακολούθησε εκεί, ο Ευμένης διπλωματικά πρότεινε συλλογική ηγεσία κερδίζοντας την υποστήριξη τους έναντι των συναδέλφων τους της Βαβυλωνίας και της Μηδίας..
Οι σατραπές της Βαβυλωνίας και Μηδείας, Σέλευκος και Πείθων αντίστοιχα, βρίσκονταν σε πόλεμο με τους προαναφερθέντες σατράπες λόγω προσωπικών φιλοδοξιών. Αυτούς προσεταιρίστηκε ο Αντίγονος που είχε προχωρήσει στη Βαβυλωνία με 20.000 πεζούς και 4.000 ιππείς (καλοκαίρι του 317 π.Χ.).
Οι φιλοαντιγονικοί από τη Μηδία όπου βρίσκονταν αποφάσισαν να κινηθούν προς τα ανατολικά. Ο Ευμένης και οι ηγεμόνες που τον ακολουθούσαν ύστερα από αρκετές διχογνωμίες αποφασισαν να κάνουν το ίδιο προκειμένου να σώσουν τις Άνω σατραπείες από την προέλαση των αντιπάλων τους[6]. . Ύστερα από πολλούς ελιγμούς που δεν οδήγησαν σε σύγκρουση, οι αντίπαλοι απόφασισαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον να κινηθούν πρός την εύφορη περιοχή της Γαβιηνής για να διαχειμάσουν. Τότε ο Ευμένης έμαθε από λιποτάκτες την πρόθεση του αντιπάλου του και απόφασισε να τον εξαπατήσει, προκειμένου να καταλάβει πρώτος την περιοχή. Ετσι φρόντισε ώστε ο αντίπαλος του να πληροφορηθεί ένα ψεύτικο σχέδιο νυκτερινής εφόδου εναντίον του στρατοπεδου του, προκειμένου να τον καθυστερήσει. Ταυτοχρονα ο ίδιος κινήθηκε με μεγάλη σπουδή προς τη Γαβιηνή .
Όταν ο Αντίγονος αντιλήφθηκε το στρατήγημα του Ευμένη, αντέδρασε με εξαιρετική ετοιμότητα. Αφήνοντας τον Πείθωνα επικεφαλής του πεζικού του με την εντολή να τον ακολουθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, κινήθηκε μονο με το ιππικό του εναντίον του αντιπάλου του καταφέρνοντας τελικά να τον φτάσει κατά την αυγή. Όταν ο Ευμένης αντίκρυσε το ιππικό του Αντίγονου να προβάλλει στις κορυφές των λόφων, από τις οποίες ο ίδιος μόλις πριν είχε περάσει, πιστέψε ότι το σχέδιο του απέτυχε και βρίσκονταν αντιμέτωπος με όλοκληρο τον στρατό του Αντίγονου. Σταμάτησε τότε την πορεία του και άρχισε να παρατάσσει τον στρατό του για μάχη. Ενώ γίνονταν αυτά, στην παράταξη του Εύμενη κατέφθασε ο Πείθων με τον δικό του τμήμα και όλος ο αντιγονικός στρατός άρχισε την ορμητική του κάθοδο από τα υψώματα εναντίον των αντιπάλων του (φθινόπωρο 317 π.Χ.).
Ο Ευμένης διέθετε 35.000 πεζούς (17.000 βαρύ πεζικό και 18.000 ελαφρύ), 6.1000 ιππείς και 125 ελέφαντες. Στο αριστερό του κέρας παρέταξε το ελαφρύ του ασιατικό ιππικό στο κέντρο το βαρύ πεζικό του (Ασιάτες οπλισμένους κατά το μακεδονικό πρότυπο και τους αργυράσπιδες και υπασπιστές) και στο δεξί του παρατάχθηκε ο ίδιος με το μεγαλύτερο μέρος του ιππικου του (βαρύ μακεδονικό ιππικό). Τους ελέφαντες τους παρέταξε σε τρεις ομάδες μπροστά από τα αντίστοιχα τμήματα της παράταξής του και κάλυψε τα κενά με δυνάμεις ελαφρών πεζών (τοξοτών, σφενδονητών και ψιλών)..
Ο Αντίγονος διέθετε 28.000 βαρύ πεζικό, άγνωστο αριθμό ελαφρά οπλισμένων (μερικοί ερευνητές τους ανεβάζουν σε 5.000), 8.500 ιππείς και 65 ελέφαντες. Παρέταξε απέναντι από το βαρύ ιππικό του Ευμένη το δικό του ελαφρύ υπό τον Πείθωνα, στο κέντρο παρέταξε το βαρύ πεζικό του και ο ίδιος μαζί με το γιο του, Δημήτριο, παρατάχθηκε με το βαρύ του ιππικό εναντίον του ελαφρού ιππικού του αντιπάλου του.Τους ελέφαντες μαζί με σχηματισμούς ψιλών τους έταξε εμπρός από την παράταξή του τοποθετώντας τους περισσότερους, εμπρός από το δεξί του κέρας και το κέντρο και αφήνοντας ελάχιστους στο αριστερό, εκεί δηλαδή όπου βρίσκονταν ο Πείθων. Επίσης έδωσε λοξή κατεύθυνση στην παράταξη του. Το σχέδιο του Αντίγονου ήταν να επιτεθεί ο ίδιος με το βαρύ ιππικό του και να διασπάσει το αριστερό πλευρό του αντιπάλου του. Κατόπιν θα μπορούσε να πλευροκοπήσει το πεζικό του. Ταυτόχρονα στο άλλο κέρας ο Πείθων με τους ψιλούς (αφιπποτοξότες και λογχοφόρους) με αλλεπάληλλες επελάσεις και υποχωρήσεις θα συγκρατούσε το βαρύ ιππικό του Ευμένη.
Ο Ευμένης επιτέθηκε με το βαρύ ιππικό του εναντίον του Πείθωνα και σύντομα κινδύνευσε να κυκλωθεί. Για να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο κάλεσε τον Εύδαμο με ένα απόσπασμα ιππέων από το άλλο κέρας του και αφού προέκτεινε την παράταξη του κατόρθωσε να τρέψει σε φυγή τον Πείθωνα και να τον καταδιώξει ως τους λόφους. Ταυτόχρονα οι αργυράσπιδες ύστερα από σκληρό αγώνα διασπούσαν το αντίπαλο κέντρο.
Ο Αντίγονος δεν κάμφθηκε. Εκμεταλλεύτηκε μια στιγμιαία αταξία στις δυνάμεις του Ευμένη που βρίσκονταν απέναντι του λόγω των μετακινήσεων και της προέλασης του δεξιού και του κέντρου του και με μια επίθεση στο αριστερό κέρας του αντιπάλου του που βρίσκονταν απέναντι του κατόρθωσε να το διασπάσει και να το τρέψει σε φυγή. Έτσι του δόθηκε χρόνος για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του στις υπώρειες των λόφων.
Η ώρα είχε περάσει η νύκτα είχε φτάσει και υπό το φως της πανσελήνου οι δύο στρατοί ανασυντάσσονταν για να συγκρουστούν και πάλι, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από το πεδίο της πρώτης μάχης. Ωστόσο οι αρχηγοί βλέποντας τους στρατιώτες κατάκοπους και πεινασμένους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Ο Ευμένης προσπάθησε μάταια να πείσει τους άντρες του να βαδίσουν ως το πεδίο της πρώτης σύγκρουσης για να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους. Έτσι ο Αντίγονος αν και είχε μεγαλύτερες απώλειες (3.750 νεκρούς και 4.000 τραυματίες έναντι 500 νεκρών και 900 τραυματιών του Ευμένη) μπορούσε να ισχυρισθεί ότι είχε νικήσει.
Η μάχη της Γαβιηνής
Η μάχη της Γαβιηνής πραγματοποιήθηκε το 316 π.Χ. ανάμεσα στον Ευμένη και τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο στο πλαίσιο των πολέμων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το 323 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε. Δεν άφησε όμως διάδοχο στο απέραντο κράτος του. Το 321 π.Χ. , ύστερα από την εκτέλεση του Περδίκκα που κατείχε την θέση του ανωτάτου αξιωματούχου του κράτους (αρχικά «χιλίαρχος» και έπειτα «προστάτης των βασιλέων» ) , άρχισε το μοίρασμα της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου στον Τριπαράδεισο της Συρίας (Συμφωνία του Τριπαράδεισου) από τον γηραιό Αντίπατρο που ανακηρύχτηκε από τον στρατό «επιμελητής αυτοκράτωρ» . Ο διορισμένος από τον Αντίπατρο, νέος «προστάτης των βασιλέων» Αντίγονος κινήθηκε κατά του υποστηρικτή του Περδίκκα Ευμένη που βρίσκονταν στην Καππαδοκία (Ορκύνια πεδία, άνοιξη του 320 π.Χ.). Ο Αντίγονος είχε 10.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 30 πολεμικούς ελέφαντες, ενώ ο Ευμένης 20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Με ένα έξυπνο τέχνασμα ο Αντίγονος παρουσίασε τον στρατό του διπλάσιο από ότι πραγματικά ήταν . Έτσι κατάφερε να εξαναγκάσει τον αντίπαλο του σε υποχώρηση. Η υποχώρηση κατέληξε σε καταστροφή του στρατού του Ευμένη, όταν κατά την μάχη που ακολούθησε ο Απολλωνίδης αρχηγός του ιππικού της παράταξης του Ευμένη, ύστερα από συνεννόηση με τον Αντίγονο αυτομόλησε προς αυτόν .
Μετά το θάνατο του Αντιπάτρου την εξουσία στη Μακεδονία την ανέλαβε ο Πολυπέρχων( άνοιξη του 319 π.Χ.). Ο Αντίγονος όμως δεν αναγνώρισε την εξουσία του Πολυπέρχοντα. Ο τελευταίος πήρε με το μέρος του τον Ευμένη διορίζοντας τον «αυτοκράτορα στρατηγό της Ασίας». Ο Αντίγονος πήρε με το μέρος του τον Κάσσανδρο, ο οποίος δεν ανέχονταν να είναι υφιστάμενος του Πολυπέρχοντα («χιλίαρχος») και τον Πτολεμαίο που μετά τον θάνατο του Αντίπατρου θεωρούσε την Αίγυπτο, στην οποία ήταν σατράπης προσωπική του κτήση (τέλος του 319 π.Χ.) [7] . Ενώ ο Πολυπέρχων προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τον Κάσσανδρο και τους συμμάχους του στην Νότια Ελλάδα (όχι με επιτυχία ) ο στόλος του νίκησε τον στόλο του Αντίγονου που είχε ενισχυθεί και από τον στρατηγό του Κάσσανδρου Νικάνορα, σε μια ναυμαχία κοντά στο Βυζάντιο. Όμως ο Αντίγονος αιφνιδίασε τους αντιπάλους του τον ναύαρχο Κλείτο και τον Αρριδαίο σατράπη της Ελλησποντιακής Φρυγίας και με μια επίθεση κατάφερε να καταλάβει τον στόλο του Κλείτου , ο οποίος φονεύτηκε προσπαθώντας να διαφύγει (φθινόπωρο του 318 π.Χ.).Έτσι ο Αντίγονος απέκτησε τον έλεγχο του Αιγαίου.
Μετά την νίκη του, ο Αντίγονος, κατευθύνθηκε με 20.000 πεζούς και 4.000 ιππείς στην Συρία στην πόλη της Ρωσού όπου ο Ευμένης προσπαθούσε να συγκροτήσει στόλο. Ο Αντίγονος κατάφερε να αποσπάσει τον στόλο του αντιπάλου του και ο Ευμένης κατέφυγε στις Άνω σατραπείες προκειμένου να αναζητήσει συμμάχους . Ζήτησε την βοήθεια του σατράπη της Βαβυλωνίας Σέλευκου, και της Μηδίας Πείθωνος . Όταν αυτοί δεν τον βοήθησαν συμμάχησε με άλλους σατράπες, αντιπάλους του Σέλευκου και του Πείθωνος (Πευκέστα της Περσίδος, Τληπόλεμο της Καρμανίας, Σιβύρτιο της Αραχωσίας, Στάσανδρο της Αρείας και Δραγγιανής, Εύδαμο της Ινδικής και Ανδρόβαζο από τη σατραπεία των Παροπαμισαδών, στην οποία σατράπης ήταν ο Οξυάρτης) με τους οποίους οι δύο πρώτοι βρίσκονταν σε πόλεμο .. Ο Σέλευκος ζήτησε τότε τη βοήθεια του Αντίγονου. Ο Αντίγονος έσπευσε στην Μεσοποταμία . Αφού όρισε τον Σέλευκο σατράπη της Σουσιανής κινήθηκε προς τα Σούσα που κατέχονταν από μια φρουρά του Ευμένη. Εκεί άφησε μια δύναμη με επικεφαλής τον Σέλευκο προκείμενου να πολιορκήσει και να καταλάβει την πόλη και ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του κατευθύνθηκε προς τις ανατολικές σατραπείες . Αφού πέρασε πολεμώντας μέσα από την χώρα των Κοσσαίων που του ζήτησαν 6.000 τάλαντα για να επιτρέψουν την διέλευσή του έφτασε στα Εκβάτανα και τα κατέλαβε . Στο μεταξύ ο Ευμένης συγκέντρωνε δυνάμεις στην Περσέπολη.
Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στην Παραιτακηνή το 317 π.Χ. . Η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη. Ύστερα από την μάχη αποσύρθηκαν ο Αντίγονος στην Γαδάμαλα της Μηδίας και ο Ευμένης στην Γαβιηνή προκείμενου να εξασφαλίσουν την διατροφή τους . Έτσι βρέθηκαν σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Ο Αντίγονος επιχείρησε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο του εκτελώντας με τον στρατό του μια κοπιαστική πορεία δέκα ημερών μέσα σε άνυδρη έρημο προκειμένου να πλήξει τις δυνάμεις του αντιπάλου του οι οποίες βρίσκονταν διασκορπισμένες σε απόσταση πολλών ημερών μεταξύ τους . Οι στρατιώτες όμως του Αντίγονου παράκουσαν τις εντολές του ανάβοντας φωτιές κάποιο βράδυ της πορείας τους. Έτσι έγιναν αντιληπτοί από τον Ευμένη, ο οποίος διέταξε τον καθένα από τους λιγοστούς στρατιώτες του να ανάψει μια φωτιά .Τότε ο Αντίγονος σταμάτησε την πορεία του προκειμένου ανασυγκροτήσει τον στρατό του δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στον Ευμένη να συγκεντρώσει και τον δικό του στρατό (Ιανουάριος 316 π.Χ.).
Ο Αντίγονος διέθετε 25.000 βαριά οπλισμένους πεζούς και 5.000 ελαφρά οπλισμένους, 9.000 ιππείς και 65 ελέφαντες. Ο Ευμένης διέθετε 17.000 βαριά οπλισμένους πεζούς και 19.700 ελαφρά οπλισμένους, 6.000 ιππείς και 114 ελέφαντες. Μαζί με τον Ευμένη πολεμούσε το επίλεκτο πεζικό των παλαίμαχων αργυράσπιδων. Οι αργυράσπιδες αυτοί παρά την ηλικία τους (ήταν όλοι άνω των 60 ετών) ήταν ακαταμάχητοι.
Ο Αντίγονος παρέταξε στο δεξί του κέρας (όπου πήρε θέση ο ίδιος και ο νεαρός γιος του Δημήτριος), το βαρύ του ιππικό, στο κέντρο το πεζικό του και στο αριστερό το ελαφρύ ιππικό του υπό τις διαταγές του Πείθωνος. Μπροστά από την κυρίως παράταξή του παρατάχθηκαν οι ψιλοί και οι ελέφαντες . Ο Ευμένης ενίσχυσε το αριστερό του κέρας , αντί του παραδοσιακού δεξιού προκείμενου να αποφύγει την επανάληψη της προηγούμενης αμφίρροπης μάχης. Έτσι τοποθέτησε εκεί το βαρύ του ιππικό υπό τις διαταγές του ίδιου και του Πευκέστα και μπροστά από τους ιππείς τους ισχυρότερους ελέφαντες και μονάδες ψιλών. Στο κέντρο παρατάθηκαν οι πεζοί και στο δεξιό το ελαφρύ ιππικό υπό τις διαταγές του Φιλίππου. Ο Ευμένης έδωσε διαταγή στον Φίλιππο να αποφεύγει την σύγκρουση και να περιμένει την έκβαση της μάχης στο δεξιό.
Η μάχη άρχισε με την σύγκρουση των ελεφάντων και του ιππικού. Ύστερα από λίγο πυκνά σύννεφα σκόνης κάλυπταν την άνυδρη πεδιάδα . Ο Αντίγονος σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή στέλνοντας ένα τμήμα από Μήδους και Ταραντίνους ιππείς για να καταλάβει το στρατόπεδο του αντιπάλου του. Οι ιππείς αυτοί εκτέλεσαν με επιτυχία την αποστολή τους συλλαμβάνοντας τις γυναίκες και τους ακόλουθους των στρατιωτών του Ευμένη και καταλαμβάνοντας τις αποσκευές τους. Κάποια στιγμή ο Αντίοχος κατάφερε με μια επέλαση να τρέψει σε φυγή τον Πευκέστα μαζί με 1.500 ιππείς .Ο Ευμένης παρέμεινε στην θέση του και συνέχισε να μάχεται, όταν όμως είδε ότι οι δυνάμεις του κινδύνευαν να εξοντωθούν κατέφυγε στο άλλο άκρο της παράταξής του και ενώθηκε με τον Φίλιππο[16] .Την ίδια στιγμή οι αργυράσπιδες νικούσαν κατά κράτος τους πεζούς του Αντίγονου και έτρεπαν σε φυγή το αντίπαλο κέντρο.
Παρά τις απώλειες του ο Ευμένης επέμενε στην συνέχιση του αγώνα. Ο Πευκέστας όμως συνέχιζε να υποχωρεί ενώ και οι αργυράσπιδες πιεζόμενοι από το ιππικό του Αντίγονου υποχώρησαν τελικά με την έλευση της νύχτας στις όχθες ενός ποταμού. Έτσι ο Αντίγονος παρά το γεγονός ότι είχε 5.000 νεκρούς ενώ ο αντίπαλος του μόνο 300 ήταν νικητής.
Ύστερα από την μάχη ο Ευμένης ζήτησε από τους επιτελείς του να συνεχίσουν τον αγώνα δίνοντας νέα μάχη. Οι σύμμαχοί του σατράπες επέμεναν να υποχωρήσουν στις Άνω σατραπείες . Οι Μακεδόνες όμως ανησυχώντας για την τύχη των οικείων τους που είχαν αιχμαλωτιστεί ήρθαν σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Αντίγονο και αγνοώντας και τον Ευμένη και τους σατράπες αυτομόλησαν προς αυτόν και του παρέδωσαν τον Ευμένη.
Ο Αντίγονος φρόντισε να εξοντώσει αρχικά τον αρχηγό των αργυράσπιδων Αντιγένη και τον Εύδαμο που διοικούσε τους ελέφαντες δίστασε όμως να εκτελέσει τον Ευμένη που είχε την φήμη έντιμου και άξιου στρατηγού. Υπέρ της σωτηρίας του Ευμένη συνηγόρησαν ο γιος του Αντίγονου Δημήτριος και ο Νέαρχος. Τελικά ο Αντίγονος που δεν είχε εμπιστοσύνη στον Ευμένη εξαιτίας της πίστης του τελευταίου προς τον Πολυπέρχοντα και τους βασιλείς, υπάκουσε στην απαίτηση των οργισμένων στρατιωτών του και τον θανάτωσε , φροντίζοντας κατόπιν να αποστείλει την τέφρα του στους οικείους του.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ 312 π.Χ.
Η μάχη της Γάζας 312 π.Χ.
Η μάχη της Γάζας (312 π.Χ.) ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του Δημητρίου Α' Πολιορκητή και του Πτολεμαίου Α' Σωτήρα της Αιγύπτου. Νικητής ήταν ο Πτολεμαίος.
Ύστερα από την δολοφονία του «επιμελητού της βασιλείας» Περδίκκα ( 321 π.Χ.) ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος που διορίστηκε από τον γηραιό Αντίπατρο «προστάτης των βασιλέων» ανέλαβε να εξουδετερώσει τους κυριότερους οπαδούς του επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ευμένης..
Μέχρι το 316 π.Χ. ο Αντίγονος είχε εξοντώσει τον Ευμένη και είχε γίνει κύριος του μεγαλύτερου μέρους του κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τότε οι υπόλοιποι διάδοχοι (Πτολεμαίος, Λυσίμαχος και Κάσσανδρος) συνασπίστηκαν εναντίον του. Ο Σέλευκος που είχε εκδιωχθεί από την σατραπεία του από τον Αντίγονο και είχε καταφύγει στον Πτολεμαίο, στην Αίγυπτο, διορίστηκε αρχηγός των ναυτικών δυνάμεων του συνασπισμού. Ο Αντίγονος συμμάχησε με τον πρώην «επιμελητή των βασιλέων» Πολυπέρχοντα που βρίσκονταν τότε στην Αιτωλία και τον γιο του τελευταίου Αλέξανδρο προκείμενου να χτυπήσει τον Κάσσανδρο . Ο ίδιος επιτέθηκε εναντίον του Πτολεμαίου καταλαμβάνοντας την Συρία την Φοινίκη και την Παλαιστίνη (316-314 π.Χ.). Ο Πτολεμαίος αντεπιτέθηκε. Ο Αντίγονος υποκίνησε σε αποστασία τους βασιλείς της Κύπρου που ήταν σύμμαχοι του Πτολεμαίου . Ο τελευταίος όμως κατέπνιξε την αποστασία και είχε επιτυχίες στην Άνω Συρία και την Κιλικία (313 π.Χ.) .
Το επόμενο έτος ( άνοιξη του 312 π.Χ.) ύστερα από συστάσεις του Σέλευκου κινήθηκε από την Αίγυπτο προς την Γάζα όπου βρίσκονταν ο γιος του Αντίγονου Δημήτριος.].
Ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος διέθεταν 18.000 βαριά οπλισμένους πεζούς (Μακεδόνες και μισθοφόρους) , 4.000 ιππείς και άγνωστο αριθμό Αιγύπτιων ψιλών και βοηθητικών.
Ο νεαρός Δημήτριος διέθετε 11.000 βαριά οπλισμένους πεζούς (μισθοφόρους , Μακεδόνες , Λύκιους και Παμφύλιους), 4.400 ιππείς , άγνωστο αριθμό ψιλών και 43 ελέφαντες.
Ο Δημήτριος επιχείρησε να παραπλανήσει τους αντιπάλους του ενισχύοντας το αριστερό του κέρας αντί για το παραδοσιακό δεξιό. Εκεί υπό την κάλυψη 30 ελεφάντων , 1.000 τοξοτών και ακοντιστών και 500 Περσών σφενδονητών, τοποθέτησε το βαρύ ιππικό του (2.900 ιππείς) υπό την ηγεσία του ίδιου και του Πείθωνος . Στο κέντρο πίσω από τους υπόλοιπους ελέφαντες παρατάχθηκε το βαρύ πεζικό του και στο δεξί κέρας οι υπόλοιποι 1.500 ιππείς υπό τις διαταγές του Ανδρόνικου.
Ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος πληροφορήθηκαν το σχέδιο του αντιπάλου τους και παρέταξαν στο δεξί τους κέρας το βαρύ ιππικό τους για να αντιμετωπίσουν το ενισχυμένο κέρας του Δημητρίου . Οι υπόλοιποι ιππείς παρατάθηκαν στο αριστερό κέρας. Στο κέντρο παρατάχθηκε το βαρύ πεζικό.
Η μάχη άνοιξε με την επίθεση του ενισχυμένου κέρατος του Δημητρίου. Ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος έσπευσαν να το αντιμετωπίσουν και κατάφεραν με έναν ελιγμό να τον πλευροκοπήσουν . Η ιππομαχία μεταξύ τους εξελίσσονταν άγρια και αμφίρροπη όταν ο Δημήτριος διέταξε την επέλαση των ελεφάντων. Η επέλαση των θηρίων ανακόπηκε από τους ψιλούς του Πτολεμαίου οι οποίοι τοποθέτησαν μπροστά τους ένα είδος εμποδίων τους «χάρακες» (σανίδες με όρθια καρφιά οι οποίες μετακινούνταν με ένα σύστημα αλυσίδων και τοποθετούνταν μπροστά στους ελέφαντες) [19]. Κάποια από τα πληγωμένα ζώα μετέδωσαν τον πανικό στο ιππικό του Δημητρίου . Έτσι παρά τις προσπάθειες του τελευταίου η παράταξη του άρχισε να υποχωρεί.
Η υποχώρηση έγινε με σχετική τάξη ως την Γάζα . Όταν όμως οι στρατιώτες μπήκαν στην πόλη δημιούργησαν τρομερή αταξία στην προσπάθεια τους να διασώσουν τις αποσκευές τους. Την αταξία αυτή εκμεταλλεύτηκε ο Πτολεμαίος , εισέβαλλε στην πόλη από τις πύλες ( οι οποίες είχαν μείνει ανοικτές) και αιχμαλώτισε τους περισσότερους στρατιώτες του αντιπάλου του . Ο Δημήτριος κατάφερε να διασωθεί διαφεύγοντας προς την πόλη Άζωτο [23], ο στρατός του όμως διαλύθηκε (πάνω από 8.000 άντρες του αιχμαλωτίστηκαν) και πολλοί στενοί φίλοι του όπως ο Πείθων και ο Βοιωτός σκοτώθηκαν .
Ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος άφησαν τους πιο επιφανείς από τους αιχμαλώτους ελεύθερους διακηρύσσοντας ότι ο αγώνας δεν γίνονταν εναντίον τους αλλά εναντίον του Αντίγονου επειδή ο τελευταίος παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος εναντίον του Ευμένη ήταν κοινός κατάλαβε όλα τα εδάφη που βρίσκονταν υπό τον ελέγχο του αντιπάλου του και τα κράτησε για τον εαυτό του.
Έπειτα ο Πτολεμαίος κατέλαβε την Σιδώνα και την Τύρο , όταν η φρουρά της τελευταίας πόλης στασίασε εναντίον του διοικητή της Ανδρόνικου. Ο Πτολεμαίος όχι μόνο δεν τιμώρησε τον φρούραρχο αλλά τον συγχώρεσε και τον έκανε ένα από τους φίλους του.
Μάχη της Σαλαμίνας- Κύπρος 306 π.Χ.
Εκστρατεία στην Κύπρο (306 π.Χ.) Μάχη της Σαλαμίνας
Η επόμενη αποστολή που ανέθεσε ο Αντίγονος στο Δημήτριο αφορούσε την κατάληψη της Κύπρου, η οποία βρισκόταν στην σφαίρα επιρροής του Πτολεμαίου.] Κυβερνήτης της είχε οριστεί ο αδερφός του τελευταίου, Μενέλαος. Για να επιτύχει τους στόχους του, ο Δημήτριος έκανε σύντομη στάση στην Καρία προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των Ροδίων στον επικείμενο πόλεμο. Η απόφαση των τελευταίων να παραμείνουν ουδέτεροι δημιούργησε αυτόματα ψυχρότητα στις σχέσεις του νησιού με το στρατόπεδο του Αντίγονου.
Σύμφωνα με τους αριθμούς που δίνει ο Διόδωρος, ο Δημήτριος έφτασε στην Κιλικία με δύναμη 15.000 πεζικαρίων και 400 ιππέων, περισσότερες από 110 ταχείς τριήρεις, 53 βαρύτερα μεταφορικά πλοία και διάφορα άλλα ναυλωμένα ώστε να μεταφέρουν επιτυχώς όλες του τις δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν με την άμεση κατάληψη των πόλεων Ουρανία και Καρπασία στη χερσόνησο της Καρπασίας, προτού η προσοχή του Δημητρίου στραφεί στη Σαλαμίνα όπου τον περίμενε ο Μενέλαος. Στη μάχη που ακολούθησε έξω από τα τείχη της πόλης, οι πτολεμαϊκές δυνάμεις παρέταξαν 12.000 πεζούς και 800 ιππείς. Ο Δημήτριος αναδείχθηκε νικητής μετά από σύντομη μάχη, καταδιώκοντας τον εχθρό μέχρι τις παρυφές της πόλης. Σύμφωνα πάντα με το Διόδωρο, έλαβε 3.000 αιχμαλώτους και θανάτωσε 1.000 στρατιώτες. Από την πλευρά του ο Μενέλαος προετοίμασε τις άμυνες της πόλης για πολιορκία, στέλνοντας παράλληλα μήνυμα στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο να του αποστείλει βοήθεια.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Δημήτριος αξιοποίησε στο έπακρο την πολεμική τεχνολογία της εποχής του, παραγγέλνοντας πληθώρα πολιορκητικών μηχανών σε εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ασία. Ανάμεσά τους απαντάται και η περίφημη «ἑλέπολις», ένα είδος πολιορκητικού πύργου με ρόδες, πανύψηλου και εξοπλισμένου με καταπέλτες και βαλλίστρες κάθε είδους. Οι άνδρες του Μενελάου κατόρθωσαν σε τουλάχιστον μια περίσταση να καταστρέψουν πολλές από τις μηχανές αυτές με φωτιά, ωστόσο ο Δημήτριος επέμεινε στην προσπάθεια κατάληψης της πόλης.
Μαθαίνοντας τη δυσχερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο αδερφός του, ο Πτολεμαίος απέπλευσε από την Αίγυπτο με προορισμό την Πάφο. Αφού ενώθηκαν με το στόλο του και πλοία άλλων συμμαχικών του πόλεων, ανεχώρησε για το Κίτιο. Το στόλο του αποτελούσαν, σύμφωνα με το Διόδωρο, 140 πολεμικά πλοία, εκ των οποίων τα μεγαλύτερα ήταν πεντήρεις και τα μικρότερα τετρήρεις. Ακολουθούσαν περισσότερα από 200 μεταφορικά πλοία, με τα οποία ταξίδεψαν τουλάχιστον 10.000 πεζοί.
Το σχέδιό του ήταν να ενώσει το στόλο του με τα 60 πλοία που διέθετε ο αδερφός του στη Σαλαμίνα, πετυχαίνοντας συντριπτική αριθμητική υπεροχή. Εντούτοις, υπολογίζοντας ορθά τις προθέσεις του, ο Δημήτριος άφησε τμήμα των στρατιωτών του να συνεχίσουν να ασκούν πίεση στην πολιορκημένη πόλη και επάνδρωσε τα καράβια του με τους επίλεκτους και γενναιότερους των ανδρών του. Τα ίδια τα πλοία είχαν δε ενισχυθεί από πριν με βαλλιστικές μηχανές, πετροβόλους και καταπέλτες, ενώ στις πλώρες είχαν εγκατασταθεί ισχυροί καταπέλτες που εκτόξευαν μυτερά (οξυβελή) βλήματα μήκους τριών σπιθαμών. Αφού επιβιβάστηκε και ο ίδιος, διέταξε τους ναυάρχους του να αποκλείσουν το λιμάνι της Σαλαμίνας, εμποδίζοντας την έξοδο των πλοίων του Μεναλάου.
Συνεπώς ο Πτολεμαίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναχωρήσει από το Κίτιο με προορισμό τη Σαλαμίνα. Ο Διόδωρος στέκεται ιδιαίτερα στην τρομερή όψη του στόλου αυτού, που πλήρως επανδρωμένος και σε σχηματισμό μάχης πρέπει να παρουσιάζε μαγευτικό θέαμα. Ο Δημήτριος, έχοντας τοποθετήσει προφανώς κατασκόπους σε στρατηγικά σημεία δεν αιφνιδιάστηκε.Διέταξε το στόλο του να βγει στα ανοιχτά, αφήνοντας 10 πεντήρεις με ναύαρχο τον Αντισθένη να παρεμποδίζουν την έξοδο των πλοίων του Μενελάου. Ο αριθμός αυτός θεωρήθηκε αρκετός γιατί το στόμιο του λιμένος ήταν πολύ στενό. Το ιππικό παράλληλα έλαβε τη διαταγή να περιπολεί την παραλία, προκειμένου να παράσχει άμεση βοήθεια σε τυχόν ναυαγούς. Ο Δημήτριος θα αγωνιζόταν ο ίδιος στην ισχυρότερη αριστερή πτέρυγα του στόλου του, τον οποίο απάρτιζαν τριήρεις, τετρήρεις, πεντήρεις, εξήρεις, ακόμα και επτήρεις. Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν απολύτως αναφορικά με τον αριθμό των δυνάμεων του Πολιορκητή: ο Διόδωρος αναφέρει 108 πλοία, ο Πλούταρχος και ο Πολύαινος 180.Τη γενική αρχηγία ολόκληρου του στόλου είχε ο Πλειστίας ο Κώος.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου (306 π.Χ.), όπως έμεινε γνωστή στη στρατιωτική ιστορία και την οποία περιγράφει λεπτομερώς ο Διόδωρος, υπήρξε σφοδρή, δεδομένων των τεράστιων στόλων που συγκρούστηκαν και των μεγάλων συμφερόντων που διακυβεύονταν. Όταν δόθηκαν τα σινιάλα της επίθεσης κι από τις δύο πλευρές, οι δύο στόλοι συγκρούστηκαν με τρομακτικό τρόπο, αρχικά με τόξα και βαλλίστρες και κατόπιν με βροχή από βέλη εναντίον των στρατιωτών που βρίσκονταν εντός πεδίου βολής. Τη στιγμή που δύο πλοία επρόκειτο πια να εμβολίσουν το ένα το άλλο, οι στρατιώτες έσκυβαν όσο χαμηλότερα μπορούσαν, και τη δράση αναλάμβαναν οι κωπηλάτες που έπρεπε να συγχρονιστούν απόλυτα και να αποδώσουν τα μέγιστα. Στόχος της σύγκρουσης ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις η καταστροφή των κουπιών του αντίπαλου πλοίου ώστε αυτό να μην διαθέτει πια αυτόνομη κίνηση και να μην μπορεί ούτε να εκτελέσει μανούβρες ούτε να καταδιώξει άλλα. Άλλη περίπτωση ήταν ο εμβολισμός πλώρης με πλώρη. Αν από τη σύγκρουση τα πλοία δεν εμπλέκονταν, οι κωπηλάτες οπισθοχωρούσαν με ταχύτητα, ενώ οι στρατιώτες τόξευαν με μεγάλη ταχύτητα τον αντίπαλο που βρισκόταν σε πολύ κοντινή θέση. Αν ωστόσο τα πλοία μπλέκονταν στέρεα μεταξύ τους, οι στρατιώτες μάχονταν σώμα με σώμα, φροντίζοντας να μην πέσουν στο νερό καθώς αυτό απέβαινε θανατηφόρο.
Σύμφωνα με το Διόδωρο, ο Δημήτριος πολέμησε με θαυμαστό τρόπο, ενώ κύματα ανδρών προσπαθούσαν να τον εξουδετερώσουν είτε με το σπαθί είτε με βέλη και ακόντια. Ένας υπασπιστής του έπεσε νεκρός και άλλοι δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Τελικά η αριστερή πτέρυγα, στην οποία πολεμούσε και ο ίδιος, κατανίκησε τη δεξιά πτέρυγα του Πτολεμαίου, αναγκάζοντας πολλά καράβια του δευτέρου να τραπούν σε φυγή. Από την πλευρά του ο Πτολεμαίος, είχε μεγάλη επιτυχία απέναντι στην εχθρική πτέρυγα που αντιμετώπισε κατά μέτωπο. Βλέποντας, ωστόσο, ότι η δεξιά πτέρυγά του είχε συντριβεί από το Δημήτριο, κι ότι πολλά από τα πλοία του εγκατέλειπαν τη μάχη, αναγνώρισε την ήττα του και διέταξε υποχώρηση με προορισμό το Κίτιο. Από την πλευρά του ο Μενέλαος, κινητοποίησε τα 60 πλοία που διέθετε, με ναύαρχο το Μενοίτιο. Ο τελευταίος κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των 10 πλοίων που εμπόδιζαν την έξοδο από το λιμάνι της Σαλαμίνας, εντούτοις έφτασε στη μάχη πολύ αργά για να προσφέρει βοήθεια. Έτσι επέστρεψε άπρακτος στο λιμάνι. Ο Δημήτριος, φρόντισε να περισυλλεγούν οι επιζήσαντες ναυαγοί και κατόπιν, στολίζοντας όμορφα τα νικητήρια πλοία, έπλευσε προς το οικείο του στρατόπεδο.
Ο Πολύαινος δίνει στο έργο του μια εντελώς διαφορετική αλλά σύντομη μαρτυρία αναφορικά με τη σύγκρουση αυτή, αποδίδοντας τη νίκη του Δημητρίου σε ένα τέχνασμα. Αφηγείται λοιπόν πως ο Δημήτριος, έχοντας επίγνωση πως ο πτολεμαϊκός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά, έκρυψε το στόλο του πίσω από ένα ακρωτήρι που σχημάτιζε δίπλα του ένα φυσικό λιμάνι. Ο Πτολεμαίος φτάνοντας στο φαινομενικά έρημο κόλπο της Σαλαμίνας αγκυροβόλησε στο αμμουδερό ακρογιάλι κι άρχισε να αποβιβάζει τα στρατεύματά του. Έτσι λοιπόν ο Δημήτριος τον αιφνιδίασε στη στεριά και τον νίκησε.Ο Πλούταρχος και ο Αππιανός στη δική τους αφήγηση αναφέρονται σε θαλάσσια μάχη, συμφωνώντας με το Διόδωρο.
Ο Διόδωρος αναφέρει ρητά πως τα μεταγωγικά πλοία που αιχμαλωτίστηκαν από τους νικητές ξεπερνούσαν τα εκατό, στα οποία επενέβαιναν περίπου 8.000 στρατιώτες. Από τα πολεμικά πλοία 40 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 80 αχρηστεύτηκαν. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει από την πλευρά του πως ο Πτολεμαίος διέσωσε μόλις 8 πλοία, πως 70 αιχμαλωτίστηκαν μαζί με τα πληρώματά τους και πως τα υπόλοιπα κατέληξαν στο βυθό. Το μέγεθος της επιτυχίας του Δημητρίου φαίνεται από το γεγονός πως έχασε μόλις 20 πλοία, τα οποία αργότερα επισκευάστηκαν και επέστρεψαν στην υπηρεσία τους. Ο Δημήτριος ακολούθως έθεσε υπό τον έλεγχό του όλες τις πόλεις του νησιού, στρατολογώντας σύμφωνα με το Διόδωρο για το στρατό του 16.000 πεζούς και 600 ιππείς. Ο Πλούταρχος κάνει αναφορά σε 1.200 ιππείς και 12.000 πεζικαρίους τους οποίους και παρέδωσε πριν αναχωρήσει ο Μενέλαος.Μετά τη νίκη του, ο Δημήτριος κήδεψε με μεγαλοπρέπεια τους πεσόντες της μάχης, ανεξαρτήτως του στρατοπέδου που άνηκαν, και άφησε τους αιχμαλώτους να φύγουν. Δώρησε δε στους Αθηναίους, που τον είχαν ενισχύσει στρατιωτικά, 1.200 πανοπλίες από τα λάφυρα.
Ως αποτέλεσμα της περίφημης αυτής ναυμαχίας ο Πτολεμαίος εγκατέλειψε οριστικά την Κύπρο και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό οι Αντιγονίδες κέρδισαν τον έλεγχο και στο νότιο Αιγαίο, σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Όταν ο Αντίγονος πληροφορήθηκε για την έκταση της νίκης, τόσο πολύ ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, που από τη στιγμή εκείνη αυτοανακηρύχθηκε «βασιλιάς», τίτλος που υιοθετήθηκε επίσημα τόσο από τον ίδιο, όσο κι από το γιο του. Οι υπόλοιποι Διάδοχοι τους μιμήθηκαν κι αναγορεύτηκαν κι αυτοί βασιλείς : ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος.
Την ίδια χρονιά (306 π.Χ.) πέθανε ο μικρότερος αδερφός του Δημητρίου, Φίλιππος και ο Αντίγονος τον κήδεψε με βασιλικές τιμές.
Πολιορκία της Ρόδου 305-304 π.Χ
Πολιορκία της Ρόδου (305 - 304 π.Χ.)
Αρχαίες ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές, εξέλιξη των παλαιότερων της ελληνιστικής περιόδου.
Κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή η πόλη-κράτος της Ρόδου βρισκόταν στο απόγειο της ακμής της, αποτελώντας υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, καθώς διέθετε ισχυρότατο πολεμικό και εμπορικό στόλο. Οι δε ορθοί διπλωματικοί ελιγμοί των κυβερνώντων της πόλης εξασφάλισαν μακροχρόνια ειρήνη στο νησί, χαρίζοντας στους κατοίκους πλούτο και ευημερία. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε προσφέρει τιμές στην πόλη, ενώ οι Διάδοχοί του της προσέφεραν βασιλικά δώρα επιζητώντας την φιλία της. Οι Ρόδιοι, αν και σε γενικές γραμμές διατήρησαν αυστηρή στάση ουδετερότητας, έδειξαν διακριτική εύνοια προς τον Πτολεμαίο, με τον οποίο τους συνέδεαν σημαντικά εμπορικά συμφέροντα. Η διατάραξη των σχέσεων ανάμεσα στη Ρόδο και το στρατόπεδο του Αντίγονου εκδηλώθηκε κατά την προετοιμασία της εκστρατείας του Δημητρίου στην Κύπρο, οπότε και οι κάτοικοι του νησιού αρνήθηκαν ευγενικά να διαλύσουν τη συμμαχία τους με την Αίγυπτο. Οι διπλωματικές επαφές ανάμεσά τους τους αμέσως επόμενους μήνες χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη εμπιστοσύνης και ακαμψία, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να ετοιμαστούν για σύγκρουση το 305 π.Χ.
Προκειμένου να παρεμποδίσει την αποστολή οποιασδήποτε βοήθειας προς το νησί, ο Αντίγονος διακήρυξε σε όλους τους εμπόρους της Συρίας, της Φοινίκης, της Κιλικίας, της Παμφυλίας, ακόμη και της ίδιας της Ρόδου, πως θα διαφύλασσε τις δραστηριότητές τους στη θάλασσα, με την προϋπόθεση να παραμείνουν μακρυά από το νησί για όσο κρατήσει η σύγκρουση.
Τη διεξαγωγή πολιορκίας στη Ρόδο ανέλαβε ο έμπειρος πια Δημήτριος, που είχε πλέον κλείσει τα τριάντα του χρόνια.Ο Διόδωρος μας πληροφορεί πως το στόλο του αποτελούσαν 200 πολεμικά πλοία όλων των μεγεθών και περισσότερα από 170 βοηθητικά πλεούμενα. Με αυτά ταξίδεψαν περίπου 40.000 στρατιώτες, χωρίς να προσμετρώνται οι ιππείς. Με τις δυνάμεις αυτές ενώθηκε και μια αξιόλογη δύναμη πειρατών, καθώς και 1.000 ιδιωτικά εμπορικά πλοιάρια, οι ιδιοκτήτες των οποίων εποφθαλμιούσαν τα πλούτη της θαλασσοκράτειρας Ρόδου.Τέτοιο ήταν το μέγεθος του στόλου αυτού που φαινόταν σε πλήρη ανάπτυξη να καλύπτει ολόκληρη την απόσταση ανάμεσα στο νησί και την απέναντι μικρασιατική ξηρά, δημιουργώντας μια τρομακτική εικόνα για τους κατοίκους της πόλης. Αφού αποβίβασε τους άνδρες του στην ξηρά, ο Δημήτριος διέταξε την ολοκληρωτική καταστροφή των χωραφιών, των αγροικιών και των δασών της περιοχής, προκειμένου να αντληθούν πολεμοφόδια και υλικά για οχυρωματικά έργα στο στρατόπεδό του. Κατασκεύασε δε μια βαθειά τάφρο ανάμεσα στην πόλη και τη θαλάσσια έξοδο του νησιού, καθώς κι ένα λιμάνι αρκετά μεγάλο για να φιλοξενηθούν τα πλοία του. Εντούτοις, το κομμάτι στην αφήγηση του ιστορικού Διόδωρου που εξάπτει περισσότερο τη φαντασία των σύγχρονων μελετητών είναι η περιγραφή των επιβλητικών πολιορκητικών μηχανών που είχε στη διάθεσή του ο Μακεδόνας στρατιωτικός (βαλλίστρες, καταπέλτες και πολιορκητικοί πύργοι που ξεπερνούσαν σε ύψος τα τείχη της πόλης), οι οποίες μεταφέρονταν από πλοία που έπλεαν παράλληλα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην χάνουν την επαφή και αλληλοκάλυψή τους κατά τη διάρκεια της μάχης.
Όταν οι Ρόδιοι συνειδητοποίησαν πως τυχόν συμβιβασμός με το Δημήτριο ήταν ανέφικτος, έστειλαν πρέσβεις στον Πτολεμαίο, το Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, ζητώντας τους να μην αφήσουν τη Ρόδο να διεξάγει μοναχή της το δικό τους πόλεμο για χάρη τους. Για να απομακρύνουν τον κίνδυνο της προδοσίας και να οικονομήσουν τα εφόδια, έδιωξαν τους ξένους από την πόλη, εκτός από εκείνους που δήλωσαν πως ήθελαν να πολεμήσουν. Η καταμέτρηση των αξιόμαχων ανδρών κατέδειξε 6.000 περίπου πολίτες και 1.000 μετοίκους και ξένους. Όσοι δούλοι έδειχναν γενναιότητα στην πολιορκία, θ’ αγοράζονταν από την πολιτεία, θ’ απελευθερώνονταν και θα πολιτογραφούνταν. Οι νεκροί του πολέμου θα κηδεύονταν δημοσία δαπάνη, οι γονείς και τα παιδιά τους θα τρέφονταν από το κοινό ταμείο, οι κόρες τους θα προικίζονταν από το κράτος, και οι γιοι τους στην ενηλικίωσή τους θα στεφανώνονταν κατά τα Διονύσια στο θέατρο φορώντας πανοπλία χαρισμένη από την πόλη. Οι πλούσιοι έδωσαν χρήματα, οι τεχνίτες την επιτηδειότητά τους, οι άλλοι πολίτες την προσωπική τους εργασία, κι άρχισαν αμέσως να κατασκευάζουν πολεμικές μηχανές, να επισκευάζουν και να δυναμώνουν τα τείχη.Παρά την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, σε πρώτο στάδιο κατάφεραν καίρια πλήγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο και κυρίως απέναντι στα πλοία των καιροσκόπων που επιθυμούσαν να καπηλευτούν την εκστρατεία του Δημητρίου για να πλουτίσουν. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τους πολιορκούμενους στην οχύρωση του λιμένος, ο οποίος θα αποτελούσε και τον κυριότερο στόχο της επίθεσης του Δημητρίου, με τη μεταφορά εκεί πολιορκητικών μηχανών και την ενίσχυση των τειχών.[90] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε κάποια συνέλευση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας τέθηκε το ζήτημα καταστροφής των αγαλμάτων με τη μορφή του Αντίγονου και του Δημητρίου που κοσμούσαν την πόλη, καθώς ήταν οξύμωρο να τιμούν τους εχθρούς τους ως ευεργέτες. Οι πολίτες οργίστηκαν μ' εκείνους που έκαναν την πρόταση, θεωρώντας φρόνιμο να έχουν διατηρήσει σε περίπτωση κατάληψης του νησιού, ζωντανή την ανάμνηση μιας παλαιάς φιλίας.
Οι πρώτες μέρες χαρακτηρίστηκαν από αποφασιστικές επιθέσεις του Δημητρίου εναντίον του λιμανιού, με ιδιαίτερο βάρος να έχει δοθεί στη χρήση των πολιορκητικών μηχανών.[93] Εναντίον του, εκτός από τη λυσσαλέα αντίσταση των Ροδίων στάθηκε τόσο η κακοκαιρία όσο και η γεωμορφολογία του εδάφους, καθώς τα νερά ήταν αφιλόξενα για ναυτικούς που δεν τα γνώριζαν καλά. Ο Δημήτριος βασιζόταν στις πολιορκητικές του μηχανές που δημιούργησαν βροχή βλημάτων, ενώ με φωνές και σαλπίσματα επιχειρούσε να προκαλέσει τρόμο και σύγχυση στον αντίπαλο. Από την πλευρά τους οι Ρόδιοι, παρά την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, αντεπιτέθηκαν δίνοντας έμφαση στην υπεράσπιση του λιμένος, βασιζόμενοι κατά μεγάλο μέρος σε βλήματα φωτιάς και φλεγόμενα πλεούμενα τα οποία εστάλησαν εναντίον των ευαίσθητων ξύλινων μηχανών και πολεμικών πλοίων. Σφοδρές συγκρούσεις έγιναν πάνω στα τείχη στα σημεία όπου κατάφεραν να αναρριχηθούν με σκάλες οι επιτιθέμενοι. Πεισματώδης ήταν επίσης και ο κατά θάλασσαν αγών. Οι συγκρούσεις υπήρξαν αμφίρροπες με επιτυχίες και αποτυχίες κι από τις δύο πλευρές, ενώ αναφέρονται και ονόματα επιφανών στρατιωτικών που αιχμαλωτίστηκαν ή βρήκαν το θάνατο. Κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάπαυλας και οι δύο πλευρές ασχολούνταν με την ταφή των νεκρών, την ανασύνταξη δυνάμεων, την επισκευή των πολιορκητικών μηχανών και των οχυρώσεων. Στην ανακούφιση των Ροδίων συνέβαλε, τελικά, η άφιξη 150 στρατιωτών από την Κνωσσό της Κρήτης, και περισσότερων από 500 άνδρών του Πτολεμαίου, ορισμένοι από τους οποίους ήταν Ρόδιοι μισθοφόροι του αιγυπτιακού στρατού. Παράλληλα ορισμένοι ικανοί κυβερνήτες πλοίων, όπως οι Δαμόφιλος και Μενέδημος, προξένησαν καίρια πλήγματα σε πλοία ανεφοδιασμού του μακεδονικού στόλου, κατάσχοντας τρόφιμα, πλοία, υλικά χρήσιμα για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, καθώς και 11 ξακουστούς για την ικανότητά τους μηχανικούς. Ανάμεσα στα λάφυρα βρέθηκε και μια συλλογή βασιλικών ενδυμάτων τα οποία η Φίλα έστελνε στο σύζυγό της, Δημήτριο. Καθώς τα τελευταία ήταν πορφυρού χρώματος, το οποίο φορούσαν μόνο οι βασιλείς, ο Δαμόφιλος τα έστειλε δώρο στον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο. Ο Πλούταρχος λέει ότι βρέθηκαν και γράμματα της Φίλας προς τον Δημήτριο, κι ότι αυτός θύμωσε με την αδιακρισία των Ροδίων, που τα έστειλαν στον Πτολεμαίο.
Μετά από προσπάθειες μηνών, το 304 π.Χ., ο Δημήτριος αποφάσισε να μεταφέρει τις εχθροπραξίες από τη θάλασσα στην ξηρά. Για το λόγο αυτό επιστράτευσε το θαύμα της μηχανικής για την εποχή εκείνη, την ίδια μηχανή που είχε χρησιμοποιήσει και παλαιότερα και που ονομαζόταν «ελέπολις», η οποία όταν 9όροφη ξεπερνούσε σε μέγεθος οτιδήποτε είχε κατασκευαστεί για ανάλογο σκοπό μέχρι τις μέρες εκείνες. Για τη μετακίνησή της επιλέχθηκαν ειδικά άνδρες από όλο το στράτευμα, 3.400 άνδρες που ξεχώριζαν για τη σωματική τους ρώμη. Τα δε πληρώματα των πλοίων επιφορτίστηκαν με τον καθαρισμό ενός διαδρόμου πλάτους 4 σταδίων ώστε να μπορέσουν να κινηθούν με άνεση οι μηχανές. Οι εργάτες υπολογίζονται από το Διόδωρο σε όχι πολύ λιγότερους από 30.000. Από την πλευρά τους οι Ρόδιοι ενίσχυσαν την άμυνα της πόλης με την κατασκευή ενός δεύτερου τείχους εσωτερικά του πρώτου, λαμβάνοντας υλικά από τον εξωτερικό τοίχο του θεάτρου της πόλης και από παρακείμενα σπίτια και ναούς, παίρνοντας τον όρκο να χτίσουν μεγαλοπρεπέστερους σε περίπτωση σωτηρίας. Επιπλέον, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε διατάξει την κατασκευή υπονόμων που θα έβγαιναν πίσω από τα τείχη, άρχισαν να σκάβουν και οι ίδιοι ανθυπόνομο παράλληλα προς το τείχος, συνάντησαν την υπόνομο του Δυμητρίου και το εγχείρημα ματαιώθηκε.
Μόλις οι εργασίες κατασκευής και οι προετοιμασίας των νέων πολιορκητικών μηχανών ολοκληρώθηκαν, μάλιστα νωρίτερα από το αναμενόμενο, ο Δημήτριος διέταξε κατά μέτωπο επίθεση, με τη δράση να επικεντρώνεται γύρω από την ελέπολη.Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν, για μικρό χρονικό διάστημα, όταν κατεύθασαν απεσταλμένοι από την Κνίδο, οι οποίοι υποσχέθηκαν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Όταν οι συνομιλίες αποδείχθηκαν άκαρπες ο πόλεμος συνεχίστηκε με την ίδια σφοδρότητα.Περίπου την ίδια περίοδο κατέφθασαν στην πόλη μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τους Πτολεμαίο, Κάσσανδρο και Λυσίμαχο, κάτι που αναπτέρωσε κατά πολύ το ηθικό των αμυνομένων. Κατά τη διάρκεια νυχτερινού αιφνιδιασμού, με τη χρήση φλεγόμενων βλημάτων λίγο έλειψε να καταστραφεί ολοκληρωτικά η ελέπολις, ενώ μετρώντας τα βλήματα από το πεδίο της μάχης, ο Δημήτριος μπόρεσε να υπολογίσει πως ο εξοπλισμός των Ροδίων ακόμη ήταν άφθονος. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας που χρησιμοποίησε ο Δημήτριος για να κηδέψει τους νεκρούς και να επισκευάσει τις μηχανές του, οι Ρόδιοι βρήκαν χρόνο να κατασκευάσουν και τρίτο εσωτερικό τείχος, καθώς και μία βαθειά τάφρο. Κατόπιν οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν για άλλη μια φορά με την ίδια ορμή.
Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος έστειλε πρόσθετες προμήθειες, καθώς και 1.500 στρατιώτες, ενώ από την πλευρά του ο Δημήτριος υποδέχτηκε πρεσβείες διάφορων ελληνικών πόλεων που του ζήτησαν να λύσει την πολιορκία. Ο βασιλιάς, ωστόσο, αποφασισμένος να κυριεύσει την πόλη από ένα ρήγμα στα τείχη εξαπέλυσε μια ισχυρότατη ταυτόχρονη επίθεση από στεριά και θάλασσα, κατά τη διάρκεια της οποίας τμήμα του στρατού του πράγματι κατόρθωσε να εισέλθει στο χώρου του θεάτρου της πόλης. Οι πολίτες άρχισαν να πανικοβάλονται, ωστόσο οι άρχοντες διέταξαν τους στρατιώτες να παραμείνουν ήρεμοι στις θέσεις τους, οι μισοί να υπερασπιστούν το λιμάνι και οι υπόλοιποι να πολεμήσουν ενάντια στους άνδρες που είχαν εισέλθει στην πόλη. Τελικά οι Ρόδιοι, οι οποίοι κατά τα φαινόμενα μάχονταν με περισσότερη γενναιότητα εφόσον υπερασπίζονταν την πατρίδα και τα αγαπημένα τους πρόσωπα, κατάφεραν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποκρούσουν για άλλη μια φορά τον εχθρό, ενώ ο Δημήτριος έχασε ορισμένους από τους σημαντικότερους συνεργάτες του, ανάμεσα στους οποίους και τον Άλκιμο από την Ήπειρο, τον οποίο είχε τιμήσει στο παρελθόν για την ανδρεία του. Από την πλευρά των Ροδίων χάθηκε ο Δαμοτέλης, ένας άνδρας που είχε διακριθεί για την αξία του.
Στο σημείο αυτό της πολιορκίας έφτασαν δύο επιστολές: στη μία ο Πτολεμαίος υποσχόταν νέες ενισχύσεις στους πολίτες της Ρόδου, παροτρύνοντάς τους ωστόσο να καθίσουν στο τραπέζι τον διαπραγματεύσεων. Με την άλλη επιστολή ο Αντίγονος παρότρυνε το γιο του να συνθηκολογήσει με όσο ευνοϊκότερους όρους ήταν δυνατό. Έτσι οι δύο πλευρές συναντήθηκαν κλίνοντας κι οι δυο προς την ειρήνη. Τελικά συμφωνήθηκε να παραμείνει η Ρόδος αυτόνομη, χωρίς φρουρά του Αντίγονου και να διαχειρίζεται κατά βούλησιν τις προσόδους της. Επιπλέον όφειλε να συντάσσεται με τον Αντίγονο σε όλους τους πολέμους που θα διεξήγε στο μέλλον εκτός από εκείνους εναντίον του Πτολεμαίου.Τέλος, θα έστελνε ως ομήρους εκατό πολίτες τους οποίους θα επέλεγε ο Δημήτριος, με εξαίρεση αυτών που είχαν εκλεγεί εκείνη την περίοδο σε κάποιο αξίωμα.
Με τον τρόπο αυτό, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πολιορκίας, ο πόλεμος έλαβε τέλος. Οι Ρόδιοι τίμησαν τους πολίτες και ξένους που διακρίθηκαν στον πόλεμο, απελευθέρωσαν τους δούλους που πολέμησαν με ανδρεία και ανοικοδόμησαν στερεότερα και λαμπρότερα τα τείχη και τα κτίσματα που καταστράφηκαν. Ανήγειραν δε αγάλματα των βασιλέων Κασσάνδρου και Λυσιμάχου, ενώ απέδωσαν θεϊκές τιμές στον Πτολεμαίο κατασκευάζοντας ένα σύμπλεγμα που ονομάστηκε προς τιμήν του «Πτολεμαίον».
Παρά τον τρόμο που έριξε πάνω στην πόλη τους, οι Ρόδιοι δεν μπόρεσαν παρά να θαυμάσουν και να δείξουν σεβασμό απέναντι στην ευστροφία και την ενεργητικότητα που επέδειξε ο Δημήτριος όλους αυτούς τους μήνες. Ο Μακεδόνας στρατηγός έκτοτε έμεινε στην ιστορία με την επωνυμία «ο Πολιορκητής», για την μεγάλη του εφευρετικότητα και τις επινοήσεις του κατά τις πολιορκίες. Σε ανάμνηση δε των απίθανων τεχνολογικών επιτευγμάτων του ιδίου και των μηχανικών του, οι Ρόδιοι παρακάλεσαν να αφήσει στο νησί τους ορισμένες από τις περίφημες μηχανές του, ως ενθύμιο τόσο της δύναμής του όσο και της δικής τους αξίας.[109] Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν τα υλικά των ίδιων αυτών μηχανών που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή του περίφημου «Κολοσσού της Ρόδου», ενός γιγαντιαίου αγάλματος προς τιμήν του Θεού Ήλιου, ως ευχαριστήρια δέηση για τη σωτηρία της πόλης.
Μάχη στην Ιψό 301 π.Χ.
Μάχη της Ιψού (301 π.Χ.)
Παραδόξως ελάχιστες είναι οι αφηγήσεις από αρχαίες πηγές αναφορικά με την εξέλιξη της καθοριστικής Μάχης της Ιψού στη Φρυγία, η οποία έλαβε χώρα το 301 π.Χ. Κύρια πηγή αποτελεί το έργο του Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», ενώ το όνομα του πεδίου της μάχης αναφέρει και ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια στο έργο του «Συριακά». Ορισμένες λεπτομέρειες εντοπίζονται στην «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του Διόδωρου. Και οι τρεις πηγές δείχνουν να αντλούν τις πληροφορίες τους από το έργο του Ιερώνυμου του Καρδιανού.
Από τους Διαδόχους παρόντες στο πεδίο της μάχης ήταν: ο Σέλευκος, βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο Λυσίμαχος, βασιλιάς της Θράκης και στρατιώτες του Κάσσανδρου, βασιλιά της Μακεδονίας, υπό τις διαταγές του αδερφού του, Πλείσταρχου. Επικεφαλής του ιππικού ήταν ο γιος του Σέλευκου, Αντίοχος. Ο σύμμαχός τους Πτολεμαίος απουσίαζε. Επικεφαλής του στρατού των Αντιγονιδών ήταν ο Αντίγονος σε ηλικία 81 ετών, και επικεφαλής του ιππικού ήταν ο Δημήτριος. Αξιοσημείωτο είναι ότι μαζί τους βρισκόταν ο δεκαεπτάχρονος Πύρρος, μετέπειτα βασιλιάς της Ηπείρου, ο οποίος είχε καταφύγει εξόριστος στην αυλή του γαμπρού του.
Κατά τα φαινόμενα η μάχη ξεκίνησε όταν ο Δημήτριος, ο οποίος διοικούσε το ιππικό του Αντίγονου, επιτέθηκε στο γιο του Σέλευκου, τον Αντίοχο , καταδιώκοντάς τον μακρυά από τη μάχη. Κατά τον Πλούταρχο η καταδίωξη του Αντίοχου υπήρξε μια εντελώς ασύνετη ενέργεια του Δημήτριου που παρασύρθηκε από πολεμικό μένος Γιατί ο Αντίγονος, που διοικούσε την φάλαγγα, έμεινε χωρίς την κάλυψη του ιππικού, καθώς ο Δημήτριος βρισκόταν μακρυά. Ο Σέλευκος την περικύκλωσε χωρίς να της επιτίθεται, με αποτέλεσμα πολλοί να παραδοθούν. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Αντίγονος πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή στην επιστροφή του γιου του. Πράγματι ο Δημήτριος προσπάθησε να επιστρέψει για να βοηθήσει, ωστόσο βρήκε το δρόμο κλεισμένο από τους ελέφαντες του Σέλευκου. Έτσι ο Αντίγονος βρήκε το θάνατο κάτω από ένα καταιγισμό βλημάτων. Πλάι στο σώμα του παρέμεινε μόνο ο Θώρακας από τη Λάρισα. Ο Δημήτριος κατόρθωσε να διαφύγει στην Έφεσο με πέντε χιλιάδες πεζούς και τέσσερις χιλιάδες ιππείς.
Η Μάχη της Ιψού έδωσε το τελικό πλήγμα στις όποιες προσπάθειες ανασύστασης της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Μετά από αυτήν σταθεροποιήθηκαν τα βασίλεια: η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και το Μακεδονικό Βασίλειο. Οι κτήσεις του Αντίγονου (Συρία και Μικρά Ασία) μοιράστηκαν ανάμεσα στο Λυσίμαχο (που έλαβε το δυτικό τμήμα της Ανατολίας), στον Κάσσανδρο (που παραχώρησε την Κιλικία και τη Λυκία στον αδερφό του Πλείσταρχο) και στο Σέλευκο (που επρόκειτο να αναλάβει την ενδοχώρα της Φρυγίας και τη Συρία, μόνο για να ανακαλύψει πως το νότιο τμήμα της, η Κοίλη Συρία, είχε κατακτηθεί βιαστικά από τον Πτολεμαίο).] Την ίδια εποχή τέθηκαν και οι βάσεις για την ίδρυση ανεξάρτητων βασιλείων στην Καππαδοκία υπό τον Αριαράθη Β' και στον Πόντο υπό το Μιθριδάτη Α'. Το σώμα του Αντίγονου τάφηκε με βασιλικές τιμές