ΗΓΗC[Ι]ΤΕΛΗC. ΘΑCΙΩΝ.
Τα φύλλα κισσού ως σύμβολο του Διονύσου υποδηλώνουν ότι ο αμφορέας προοριζόταν για την φύλαξη οίνου. Σχετικά με το όνομα Ἡγησιτέλης, αυτό απαντά στην Θάσο σε κατάλογο ονομάτων Θασίων (315-285 π.Χ.) και σε λαβές θασιακών αμφορέων, που έχουν βρεθεί στην Θάσο, στην Δημητριάδα και στην Πέργαμο (Βλ. Μ. Debidour, En classant les timbres thasiens, BCH Suppl. 13 (1986) 332 και σημ. 6. A. Furtwӓngler, Amphorenfunde in Demetrias, Demetrias 6 (2003) 122, A 14. 15 [SEG 53. 524, 14 και 15]. Ch. Börker-J. Burow, Hellenistischen Amphorenstempel, Pergamenische Forschungen 11, Berlin 1998, σελ.107, αρ. 455). Το γνωρίζουμε επίσης και από αττικό κατάλογο εφήβων του 177/6 π.Χ., που βρέθηκε στην αρχαία αγορά των Αθηνών (Agora Inventory I 7529).
Για ποιον λόγο όμως χαράχτηκε το όνομα του Ηγησιτέλους στην λαβή του αμφορέως;
...Η έρευνα σχετικά με την ερμηνεία των ονομάτων στις σφραγίδες των αγγείων εμφανίζεται διχασμένη, καθώς έχει υποστηριχθεί ότι το όνομα ανήκε ή στον επώνυμο άρχοντα (αυτός που δίνει το όνομά του στο έτος) ή στον αρμόδιο άρχοντα για το εξαγωγικό εμπόριο του νησιού ή στον κατασκευαστή του αγγείου (βλ. Βλ. Vl. F. Stolba, Some reflections on the Amphora Stamps with the name of Amastris, Denmark 2003, 290-291). Επικρατέστερη είναι η ερμηνεία των Börker - Burow (βλ. ό.π.), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι θασιακοί αμφορείς αυτής της περιόδου φέρουν το όνομα του κατασκευαστή, ο οποίος άλλαζε κάθε έτος το σύμβολο στις λαβές των αγγείων του, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ετήσια θητεία του εκάστοτε αρμόδιου άρχοντος περί του εμπορίου αμφορέων.
Αντιθέτως, τα ονόματα σε σφραγίδες αμφορέων της Χίου υποστηρίζεται ότι ανήκουν στους άρχοντες τους εποπτεύοντες το εξαγωγικό εμπόριο του νησιού (βλ. παρακάτω Γκέλυ Φράγκου, Αδημοσίευτες ενσφράγιστες λαβές χιακών αμφορέων στο Μουσείο της Χίου, ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΟΝ 2 (2012) 52).
Σχετικά με την χρονολόγηση του αμφορέως, η παρουσία του μηνοειδούς σίγμα (C) στους αμφορείς του Ηγησιτέλους αλλά και σε άλλους από κεραμικά εργαστήρια της Θάσου τοποθετεί την κατασκευή τους μετά το 300 π.Χ. και ακριβέστερα στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (Βλ. Debidour, ό.π. σελ. 315-16 και σημ. 42), ενώ η χρήση του C σε επιγραφές της Λέσβου αλλά και της Αττικής τοποθετείται στους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. και εξής.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι μία ακόμα ενσφράγιστη λαβή θασιακού αμφορέως των ετών 335-325 π.Χ. έχει βρεθεί στην Μήθυμνα της Λέσβου, η οποία φέρει το όνομα [Τ]ηλέμα[χος]. Θασίων (βλ. Βλ. A. Bon, Les timbres amphoriques de Thasos, Études Thasiennes IV (1957) 390, αρ. 1597. Debidour, ό.π. σελ. 331) και ενισχύει τα τεκμήρια για το σχετικό εμπόριο μεταξύ των δύο νήσων.
Μαρία Διακουμάκου
Ενσφράγιστες Λαβές Χιακών Αμφορέων by ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ on Scribd