ΤΟ ΟΧΥΡΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΙΚΥΩΝΑΣ

Εικόνα 1: Τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του ορθογώνιου πύργου, ο οποίος υψωνόταν στο μέσο του φρουριακού συγκροτήματος του ύστερου 4ου/πρώιμου 3ου αιώνα π.Χ..

Ένα μεμονωμένο μνημείο στην περιοχή του Μεγάλου Βάλτου Κορινθίας, που αντανακλά την αμυντική οργάνωση της αρχαίας Σικυώνιας χώρας

Στα νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού Μεγάλος Βάλτος (ή Μεγάλη Βάλτσα) Κορινθίας και κοντά στη νότια όχθη του ρέματος Σελίανδρος, υπήρχε στην αρχαιότητα ένα μικρό οχυρό της Σικυώνας, από το οποίο είναι ορατά μόνο τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του κεντρικού ορθογώνιου πύργου.
 Η ευρύτερη περιοχή φέρει το τοπωνύμιο «Ελληνικό», που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την παρουσία του αρχαιοελληνικού οικοδομήματος. Με την ίδια επωνυμία προσδιορίζεται το μνημείο και από τους αρχαιολόγους, αλλά από τους ντόπιους κατοίκους το μέρος αποκαλείται ως «Λοιμικό» ή το «Κτίριο»(1), ενώ με το τελευταίο προσωνύμιο αποτυπώνεται στους δημόσιους κτηματολογικούς χάρτες. Κατά μία αμφίβολη εκδοχή, η ονομασία «Λοιμικό» εικάζεται πως μπορεί να αποτελεί παραφθορά της ονομασίας «Ελληνικό», πλην όμως κυριολεκτικά σχετίζεται άμεσα με τον «λοιμό», που μία από τις έννοιες του είναι «καταστροφή», παραπέμποντας έμμεσα στην ερειπιώδη κατάσταση της αρχαίας οχύρωσης. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι στους λεπτομερείς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, το τοπωνύμιο «Λοιμικό» εμφανίζεται στα νοτιοανατολικά του οικισμού Λαλιώτη, πάνω από τη νότια όχθη του ρέματος Σελίανδρος, ενώ ως τοπωνύμιο απαντάται συχνά στον Ελληνικό χώρο.

Η οδική πρόσβαση στην τοποθεσία είναι εύκολη, καθώς βρίσκεται πλησίον του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από το Κιάτο απευθείας στον Μεγάλο Βάλτο. Φθάνοντας στον οικισμό του Πασίου, ο επίδοξος ενδιαφερόμενος θα πρέπει να διανύσει 11 χιλιόμετρα, διερχόμενος μέσα από τον συνοικισμό των Βαλτσαίικων, και να σταματήσει σε μία διασταύρωση με αγροτικούς δρόμους, λίγο πριν το εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Στη συνέχεια, απαιτείται να κατευθυνθεί προς την πλαγιά του σχηματιζόμενου γήλοφου προς τα νοτιοδυτικά(2) και έπειτα από μία ελαφρά πεζοπορία περίπου 80 μέτρων στις παρυφές ενός ελαιώνα, θα αντικρύσει τον ερειπωμένο αιωνόβιο πύργο, ο οποίος συνιστά έναν ακόμα αδιάψευστο μάρτυρα του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Σικυώνας.




Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής του Μεγάλου Βάλτου, όπου επισημαίνονται οι θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, οι οποίες αναφέρονται στο παρόν άρθρο. (1): οχυρό «Ελληνικό», (2): αρχαίο πηγάδι, (3): εντοπισμένο τμήμα αρχαίας οδού, (4): κατάλοιπα Βυζαντινής εκκλησίας, (5): εξωκλήσι Αγίας Μαρίνας.


Το μνημείο εξετάστηκε επίσημα για πρώτη φορά περί το 1906 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ανδρέα Σκιά (1861–1922), ο οποίος όμως δεν προχώρησε σε μία ανασκαφική δραστηριότητα. Αργότερα στα 1937, το επισκέφτηκε ο ιστορικός Ernst Meyer (1898–1975), που διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα αρχαίο οχυρό με κεντρικό αμυντικό πύργο, καθώς τότε η βλάστηση πρέπει να ήταν πολύ χαμηλή, μάλλον εξαιτίας της ποιμνιοβοσκής, επιτρέποντας την επισκόπηση ολόκληρου του περιγράμματός του. Ο Γερμανός ακαδημαϊκός σχεδίασε την κάτοψή του με επαρκή πιστότητα και προέβη σε μία αρκετά ενδελεχή καταγραφή των διατηρούμενων καταλοίπων. Η οχύρωση μνημονεύεται συνοπτικά ως αρχαιολογική θέση της Σικυωνίας και από τον διακεκριμένο αρχαιολόγο Νικόλαο Φαράκλα (1939–2021). Η δε ταυτότητά του ως φρουριακή εγκατάσταση πιστοποιήθηκε από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο, στα πλαίσια της μεθοδικής αρχαιολογικής έρευνας επιφανείας, που διεξήγαγε στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, κατά τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002.

Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου, τα περιμετρικά δομικά ίχνη του μικρού οχυρού φαίνεται ότι επιχωματώθηκαν ή καλύφθηκαν εντελώς από θάμνους και πουρνάρια. Οι δύο ανώτερες σειρές δόμων της βορειοδυτικής και βορειανατολικής τοιχοποιίας του πύργου φέρονται να κατέπεσαν τη δεκαετία του 1960, ενώ η νοτιοανατολική πλευρά του κατέρρευσε ολοσχερώς σε μία αδιευκρίνιστη εποχή, μάλλον αρκετά μακρινή, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ernst Meyer παραθέτει ότι στα 1937 διασωζόταν μόνο ο τοιχοβάτης της. Μάλιστα αρκετοί από τους αποσπασμένους δόμους εντοπίζονται διάσπαρτοι στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου. Επιπλέον, στο βορειοδυτικό τμήμα του στρατιωτικού συγκροτήματος πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερα χωματουργικές εργασίες με τη χρήση εκσκαφέα, προκαλώντας σοβαρή ζημιά στις θεμελιώσεις του αμυντικού περιβόλου του. Σήμερα το μέρος γύρω από τον κεντρικό πύργο εξακολουθεί να είναι κατάφυτο, με συνέπεια να μην καθίσταται αντιληπτή η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του αμυντικού έργου, για την ενδεικτική περιγραφή του οποίου θα στηριχτούμε στις σχετικές αναφορές και εκτιμήσεις του Ernst Meyer και του Γιάννη Λώλου.




Εικόνα 3: Άποψη του κεντρικού πύργου από τα νοτιοανατολικά. Η κείμενη πλευρά του σε αυτή την κατεύθυνση κατέρρευσε ολοσχερώς σε άγνωστο χρόνο και οι δόμοι της πιθανότατα κατέπεσαν στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου.


Το Σικυώνιο οχυρό στην αυθεντική μορφή του είχε επίμηκες σχήμα, μέγιστων οριζόντιων διαστάσεων 52 Χ 24 μέτρα, με τη διαφαινόμενη περίμετρο των τειχών του να υπολογίζεται σε 160 μέτρα κατά συμβατική προσέγγιση. Ο δε κεντρικός πύργος ουσιαστικά το διαχώριζε σε δύο εκατέρωθεν δομικές πτέρυγες. Σύμφωνα με το σχέδιο της κάτοψης του Ernst Meyer, το περίγραμμα της νοτιοδυτικής πτέρυγας διαγράφεται από λαξευμένες θεμελιώσεις στο βραχώδες υπόστρωμα και απαρτίζεται από δύο τετράγωνα μέρη, εκ των οποίων το μικρότερο νοτιοανατολικό προεξέχει του περιβόλου, δίνοντας την εντύπωση ότι ενδεχομένως να αντιστοιχεί σε ένα πυργοειδή προμαχώνα, διαστάσεων 10,50 Χ 10,50 μέτρα. Ωστόσο, στο βορειοδυτικό τμήμα του αμυντικού περιβόλου της συγκεκριμένης οικοδομικής ενότητας, ο Γιάννης Λώλος εντόπισε κατάλοιπα κρηπιδώματος ισοδομικής τοιχοποιίας, με συνέπεια η σχεδιαστική απόδοση του Γερμανού ιστορικού να χρήζει επανεξέτασης, κατόπιν αποψιλώσεως της εδαφικής έκτασης από την πυκνή βλάστηση. Επίσης, εξωτερικά και κατά μήκος της νοτιοδυτικής πλευράς του κεντρικού πύργου διευθετείται ένας λαξευμένος αναβαθμός, ο οποίος πιθανώς χρησιμοποιείτο ως υπερυψωμένος διάδρομος.

Η βορειοανατολική πτέρυγα μάλλον διαιρείται επίσης σε δύο χώρους και προσδιοριζόταν από τους θεμέλιους δόμους των περιμετρικών τειχών, που οι περισσότεροι εξ’ αυτών διασώζονταν στη θέση τους, όταν επισκέφτηκε το μνημείο ο Ernst Meyer, αλλά σήμερα δεν διακρίνονται. Επιπλέον, στα νοτιοανατολικά και βορειοδυτικά του κεντρικού πύργου δημιουργούνταν άλλες δύο διαμερισματώσεις, οι οποίες πρέπει να ήταν ανεξάρτητες από τις πλαϊνές πτέρυγες. Όσον αφορά την πύλη του φρουριακού συγκροτήματος, στο σχέδιο του Μeyer υποδεικνύεται με ερωτηματικό ότι βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα του περιτειχίσματος, ενώ ο ίδιος δεν επισημαίνει κάποια από τις πιθανολογούμενες υποδιαιρέσεις του εσωτερικού ως κτίριο στρατωνισμού της φρουράς.




Εικόνα 4: Η κάτοψη του οχυρού με βάση το σχέδιο που εκπόνησε ο Ernst Meyer. (Π): κεντρικός πύργος, (ΠΠ): πιθανός πυργοειδής προμαχώνας, (ΕΧ): επιμέρους χώροι, (Δ): πιθανός διάδρομος. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, b. 1)


Ο κεντρικός ορθογώνιος πύργος έχει οριζόντιες διαστάσεις 7,50 Χ 8,90 μέτρα και υφίστανται αποσπασματικά οι τρεις από τις τέσσερις πλευρές του. Εξ’ αυτών η νοτιοδυτική πλευρά αποτελείται πλέον μόνο από τρεις σειρές δόμων, φθάνοντας σε ύψος μόλις τα 1,22 μέτρα. Από τον απέναντι βορειοανατολικό τοίχο διασώζονται πέντε σειρές δόμων(3), ισοδυναμώντας στο ύψος των 1,80 μέτρων, ενώ εκτείνεται σε ανάπτυγμα 5,85 μέτρων, που δεν αναλογεί σε ολόκληρο το αρχικό μήκος του. Η δε μακρύτερη βορειοδυτική πλευρά διατηρείται καλύτερα διαθέτοντας επτά σειρές δόμων, οι οποίες ανέρχονται σε ένα ύψος 2,80 μέτρων. Τη δεκαετία του 1930, τόσο στον βορειοδυτικό, όσο και στον βορειοανατολικό τοίχο, υπήρχαν επιπλέον από μία και δύο σειρές δόμων αντίστοιχα, όπως φαίνεται σε μία φωτογραφία της εποχής.




Εικόνα 5: Άποψη του κεντρικού πύργου τη δεκαετία του 1930, όταν διατηρούνταν επιπλέον σειρές δόμων στη βορειοδυτική και βορειοανατολική πλευρά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, page 247, figure 4.91).


Ο αμυντικός πύργος είναι κατασκευασμένος από ευμεγέθεις τετραγωνισμένους δόμους, τοπικού κροκαλοπαγούς πετρώματος, με τέλεια εφαρμογή του ισοδομικού συστήματος τοιχοποιίας, καθώς οι ενώσεις των επάλληλων σειρών ανταποκρίνονται απολύτως στο μέσο των υπερκείμενων και υποκείμενων δόμων. Το πάχος της κάθε σειράς είναι περίπου ένα μέτρο, αλλά το ύψος τους μεταβάλλεται βαθμιαία από 42 σε 37 εκατοστά κατά ανοδική φορά. Επίσης και το μήκος εκάστου μεμονωμένου δόμου μειώνεται στις ανώτερες σειρές από 80 σε 77 εκατοστά. Σε ορισμένα σημεία το τοίχωμα συνίσταται από δύο στοίχους μικρότερων δόμων προσαρμοσμένων άρτια κατά πλάτος, που επικαλύπτονται πάντοτε από ένα συμπαγή κατεργασμένο δόμο.

Η υλικοτεχνική διαμόρφωση της περαιτέρω ανωδομής του αμυντικού έργου είναι αδιευκρίνιστη. Ίσως να συνεχιζόταν με παρόμοια λίθινη ισοδομική τοιχοποιία, διαθέτοντας τουλάχιστον ένα ή δύο επιπλέον ορόφους και προσλαμβάνοντας με αυτή την αρχιτεκτονική τεχνοτροπία ένα λίαν επιβλητικό παρουσιαστικό. Ωστόσο, εξίσου αληθοφανώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα ανώτερα τοιχώματά του ήταν κτισμένα με ωμόπλινθους, μία οχυρωματική πρακτική που συνηθιζόταν στην αρχαία Ελλάδα ιδιαίτερα κατά τους Κλασσικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, προς εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων.




Εικόνα 6: Η νοτιοδυτική πλευρά του κεντρικού πύργου, που διατηρείται σε τρεις σειρές κατεργασμένων δόμων.


Η είσοδος στο εσωτερικό του πύργου διαγράφεται στον βορειοανατολικό τοίχο, κοντά στη βόρεια γωνία της υποδομής, απέχοντας από αυτή 1,55 μέτρα, και σήμερα είναι φραγμένη από πεσμένους ογκώδεις δόμους. Το κατώφλι της έχει εύρος 1,14 μέτρα και οι εκατέρωθεν δόμοι λειτουργούσαν ως παραστάδες. Η δε νοτιοανατολική (αριστερή) παραστάδα διαθέτει μία λαξευμένη ταινία, πάχους 5 εκατοστών και πλάτους 30 εκατοστών, που πλαισιώνει το εξωτερικό άκρο της. Αυτή η προεξοχή εξυπηρετούσε ως ανάσχεση για τη μάλλον ξύλινη θύρα, η οποία άνοιγε προς το εσωτερικό του κτίσματος. Στον δόμο της τρίτης σειράς διακρίνεται μία ορθογώνια εσοχή, διαστάσεων 7 Χ 9 εκατοστών, που προφανώς προοριζόταν για τη στερέωση της οριζόντιας ξύλινης δοκού ασφαλείας της θύρας. Όμως δεν υφίσταται πλέον η ανταποκρινόμενη υποδοχή στη βορειοδυτική (δεξιά) παραστάδα, καθώς η επιφάνεια του συναφή δόμου είναι πολύ φθαρμένη. Επίσης, εντός του πύργου βρέθηκαν κεραμίδια οροφής Λακωνικού τύπου, υποδηλώνοντας ότι πιθανότατα στεγάζονταν από κεραμοσκεπή.




Εικόνα 7: Η βορειοανατολική πλευρά του κεντρικού πύργου, που διασώζεται σε πέντε σειρές δόμων. Διακρίνεται το άνοιγμα της θύρας εισόδου, το οποίο είναι φραγμένο από πεσμένους ογκώδεις δόμους.


Σύμφωνα με την έκθεση του Ανδρέα Σκιά, στο εσωτερικό του πύργου και συγκεκριμένα στη βορειοδυτική γωνία του υπάρχει ένα λαξευμένο τεχνητό φρεάτιο, στενό και βαθύ, που καταλήγει σε ένα υδρευτικό σύστημα από υπόγειους αγωγούς ύδατος, που διευθύνονταν ακτινοειδώς(4). Αντίθετα στο σχέδιο του Ernst Meyer το υπόψη όρυγμα επισημαίνεται στη βορειοανατολική γωνία, ενώ αμέσως νοτιοανατολικά από τον οχυρωματικό περίβολο αποτυπώνεται το ίχνος ενός λαξευμένου καναλιού εκροής. Σήμερα το άνοιγμα του στομίου του παραμένει επιχωματωμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πιστοποιηθεί η ακριβής θέση του. Το φρεάτιο προφανώς χρησιμοποιείτο από τους άνδρες της φρουράς για την άντληση πόσιμου ύδατος. Ο δε Γιάννης Λώλος εκφράζει την άποψη ότι οι αναφερόμενοι διασταυρούμενοι αγωγοί είναι πολύ πιθανόν να ανήκουν στο δυτικό υδραγωγείο της Σικυώνας, μέσω του οποίου μεταφερόταν το νερό από τις πηγές του «Σιέ» του Μεγάλου Βάλτου στην αρχαία μητρόπολη. Σημειώνεται ότι άλλο ένα αρχαίο πηγάδι λαξευμένο στο βραχώδες υπόστρωμα, εντοπίζεται σε απόσταση 545 μέτρων βορειοανατολικά του φρουρίου, πλησίον της απότομης νότιας όχθης του ρέματος Σελίανδρος(5).




Εικόνα 8: Η καλύτερα διατηρούμενη βορειοδυτική πλευρά (εσωτερικά) του κεντρικού πύργου, που διατηρείται σε επτά σειρές δόμων.


Από την εγγύτερη τοποθεσία δεν έχουν περισυλλεχθεί ούτε κεραμικά θραύσματα αγγείων, ούτε κάποιο άλλο αντικείμενο, που θα αποτελούσαν ενδεικτικά στοιχεία για μία σαφή χρονολόγηση του Σικυώνιου οχυρού, καθόσον δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μία στοχευμένη αρχαιολογική έρευνα. Ωστόσο, ο Γιάννης Λώλος ανάγει την κατασκευή του ενδεχομένως στον ύστερο 4ο ή πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ., με αποκλειστικό κριτήριο το είδος της δόμησής του(6). Κατά την εκτίμησή του, η εξαιρετική ισοδομική τοιχοποιία του, την οποία χαρακτηρίζει ως μοναδική ανάμεσα στις λοιπές αμυντικές εγκαταστάσεις της Σικυωνίας, είναι πανομοιότυπη με τη λιθοδομή των Ελληνιστικών τειχών της αρχαίας Σικυώνας, που θεωρείται βάσιμα ότι θεμελιώθηκαν το 303 π.Χ. από τον Μακεδόνα ηγεμόνα Δημήτριο Α’ τον Πολιορκητή (337 – 283 π.Χ.), κατά την επανίδρυση της πόλης στο υψίπεδο του σημερινού χωριού Βασιλικό.




Εικόνα 9: Άποψη της βορειοδυτικής εσωτερικής γωνίας του κεντρικού πύργου, ο οποίος είναι κατασκευασμένος με εξαιρετική ισοδομική τοιχοποιία.


Το οχυρό «Ελληνικό» ήταν καίριας στρατηγικής σημασίας για την αμυντική οργάνωση της κεντρικής Σικυώνιας χώρας. Από επιχειρησιακής άποψης συνιστούσε ένα φυλάκιο συγκοινωνιών, καθώς από τη θέση του ελεγχόταν άμεσα η αρχαία οδός που διερχόταν λίγο βορειότερα, συνεχίζοντας προς την Σικυώνια πολίχνη της Θέκριζας και από εκεί οδηγούσε στη Στύμφαλο, ενώ φαίνεται ότι διακλαδωνόταν νοτίως του σημερινού Μεγάλου Βάλτου με κατεύθυνση προς τον συνοριακό ποταμό Σύθα και την επικράτεια της αρχαίας Πελλήνης. Η δε πορεία του υπόψη κύριου δρομολογίου σε γενικές γραμμές συμπίπτει με την χάραξη του παρακείμενου ασφαλτόστρωτου δρόμου, τουλάχιστον στην εγγύτερη περιοχή, καθώς περί τα 1.000 μέτρα δυτικά του διατηρούμενου πύργου, εντοπίστηκε ένα τμήμα της διαλαμβανόμενης αρχαίας οδού, το οποίο πλέον βρίσκεται κάτω από το σύγχρονο οδόστρωμα(7). Επίσης, αν και η στρατιωτική εγκατάσταση ήταν περιορισμένη σε μέγεθος, εντούτοις εκτιμάται ότι εντός του περιβόλου της θα μπορούσαν να στρατωνιστούν άνετα 25 με 36 οπλίτες, συγκροτημένοι στα πρότυπα μίας ενωμοτίας(8). Αυτή η φρουρά ήταν επαρκής για να αναλάβει την αποστολή είτε προφυλακής μάχης με σκοπό την επιβράδυνση ή την αναχαίτιση του προπομπού ενός προελαύνοντος εχθρικού στρατεύματος, είτε να ενεργήσει αστραπιαία ως δύναμη ταχείας επεμβάσεως εναντίον ενός αναγνωριστικού ή καταδρομικού αποσπάσματος.




Εικόνα 10: Άποψη της βορειοανατολικής πλευράς του κεντρικού πύργου (εσωτερικά). Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η προεξέχουσα λαξευμένη ταινία, που εξυπηρετούσε ως ανάσχεση για τη θύρα εισόδου και με κίτρινο βέλος καταδεικνύεται η ορθογώνια εσοχή, η οποία προοριζόταν για την στερέωση της οριζόντιας ξύλινης δοκού ασφαλείας.


Από τον κεντρικό πύργο ήταν δυνατή η πανοραμική κατόπτευση του Σικυώνιου παραλιακού πεδίου, όπως και του Κορινθιακού κόλπου και κατά συνέπεια η μεμακρυσμένη επιτήρηση του διάπλου των πλοίων. Η δε παρατήρηση του ευρύτερου ορίζοντα της ορεινής περιοχής προς τα νότια πρέπει να ήταν εξίσου ικανοποιητική, φθάνοντας σε μεγάλο βάθος. Εκτός από τον εποπτικό του χαρακτήρα, το οχυρό θεωρείται ότι ήταν ενταγμένο στο δίκτυο εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού, το οποίο αναπτυσσόταν στην περιφέρεια της αρχαίας Σικυώνας μέσω πύργων – φρυκτωριών, που μετέδιδαν τα μηνύματα με σήματα καπνού και πυράς ή πυρσών στη μητρόπολη. Από τους ορόφους του πύργου οι άνδρες της φρουράς είχαν οπτική επαφή με τον πύργο στη θέση «Τζαμί» της Θέκριζας Κρυονερίου στα νοτιοδυτικά (απόσταση περί τα 5.900 μέτρα), με τον πύργο στον λόφο του Προφήτη Ηλία Παραδεισίου στα νότια – νοτιοδυτικά (απόσταση περί τα 6.340 μέτρα) και πιθανώς με το φρούριο της αρχαίας Θυαμίας ακόμα νοτιότερα (απόσταση περί τα 10.940 μέτρα), το οποίο επίστεφε την κορυφή του υψώματος της Ευαγγελίστριας Στιμάγκας. Ωστόσο, ο εγγύτερος ανταποκριτής του προς τα νότια (απόσταση περί τα 1.480 μέτρα) ήταν ο τετράγωνος πύργος που υπήρχε στον λοφίσκο «Σπλιθάρι», περίπου 1.500 μέτρα ανατολικά του σημερινού χωριού Σούλι και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος αναμεταδότης(9). Από τον τελευταίο διατηρούνταν το περίγραμμά του σε δύο σειρές δόμων μέχρι το 1996, έχοντας διαστάσεις 4,60 Χ 4,60 μέτρα, αλλά τα επόμενα χρόνια υπέστη ολοσχερή καταστροφή, καθώς οι εναπομείναντες δόμοι του διασκορπίστηκαν από την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών με τη χρήση εκσκαφέα.




Εικόνα 11: Το άνοιγμα της εισόδου στη βορειοανατολική πλευρά του κεντρικού πύργου, που πιθανότατα έκλεινε με ξύλινη θύρα, έχοντας εύρος κατωφλιού 1,14 μέτρα.


Το μικρό οχυρό «Ελληνικό» αναμφισβήτητα είναι ένα σημαντικό ιστορικό τοπόσημο, το οποίο αντικατοπτρίζει την αλλοτινή δόξα της αρχαίας Σικυώνας, φανερώνοντας την εξαιρετική αμυντική οργάνωση της επικράτειάς της. Η θαυμάσια τοιχοποιία του κεντρικού πύργου πραγματικά συνιστά ένα σπάνιο υπόδειγμα εφαρμογής του ισοδομικού συστήματος στην περιφέρεια της Κορινθίας, προσδίδοντας στη στρατιωτική υποδομή μία επιπρόσθετη αρχιτεκτονική αξία. Ωστόσο, πρόκειται για έναν αρχαιολογικό χώρο πού παραμένει μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί πολιτιστικό σήμα κατατεθέν για την περιοχή του Μεγάλου Βάλτου. Σε μία αρχική φάση ανάδειξης και με χαμηλό κόστος, δύναται να καθαριστεί το μνημείο από την υφιστάμενη περιβάλλουσα βλάστηση σε ολόκληρη την έκταση του, με πρωτοβουλία ενδεχομένως της τοπικής αυτοδιοίκησης και υπό την επίβλεψη της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και να τοποθετηθεί επί της παρακείμενης επαρχιακής οδού μία ενδεικτική πληροφοριακή πινακίδα, που να καταδεικνύει τη θέση του. Ακολούθως απαιτείται να διενεργηθεί μία συστηματική ανασκαφική έρευνα, μέσω της οποίας θα αποκαλυφθεί το περίγραμμα του φρουριακού συγκροτήματός και θα αποσαφηνιστούν πλήρως οι επιμέρους λειτουργικοί χώροι του περιβόλου του, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα λίαν ενδιαφέρον αξιοθέατο του Δήμου Σικυωνιών.

Κείμενο – Φωτογραφίες

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
30 Ιανουαρίου 2022



Εικόνα 12: Άποψη του κεντρικού πύργου από τα νοτιοδυτικά. Διακρίνεται η περιβάλλουσα βλάστηση, η οποία καλύπτει τα κατάλοιπα των θεμελιώσεων του περιβόλου του μικρού οχυρού.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του οχυρού είναι 383161/4206224 και απέχει περίπου 2,5 χιλιόμετρα από το χωριό του Μεγάλου Βάλτου.

2. Το υψόμετρο του γήλοφου είναι 450 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

3. Από την κατώτερη σειρά δόμων της βορειοανατολικής πλευράς, προεξέχει πάνω από το έδαφος μόνο το επάνω μέρος της.

4. Ο Ανδρέας Σκιάς παραθέτει ότι το φρέαρ είχε ανασκαφεί από τους χωρικούς, οι οποίοι έλπιζαν ότι θα ανακαλύψουν μέσα σε αυτό έναν αμύθητο θησαυρό.

5. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του πηγαδιού είναι 383691/4206335. Ενδεχομένως το υδρευτικό έργο να ανήκε σε ένα μεμονωμένο αρχαίο αγρόκτημα. Επίσης, ο Ανδρέας Σκιάς αναφέρει ότι στα 1906, περίπου 100 μέτρα βορειότερα του οχυρού, διακρινόταν ένα τμήμα αρχαίου κτιστού οχετού κατασκευασμένο από πέτρες μικρού μεγέθους με επικάλυψη από λίθινες πλάκες, που διερχόταν εγκάρσια το οροπέδιο.

6. Ο Ανδρέας Σκιάς διατύπωσε αρχικά ότι με βάση την τοιχοποιία του, ο πύργος έμοιαζε με τα κοινότυπα οικοδομήματα του 5ου αιώνα π.Χ..

7. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) του εντοπισμένου τμήματος της αρχαίας οδού είναι 381992/4296597 (δυτικό άκρο) και 382204/4206550 (ανατολικό άκρο). Το 1998 ο νεότερος αγροτικός δρόμος διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε, με αποτέλεσμα την καταστροφή της λαξευμένης πλευράς της αρχαίας διαδρομής.

8. Ενωμοτία ονομαζόταν η κατώτερη υποδιαίρεση της οπλιτικής φάλαγγας των αρχαίων Ελλήνων. Στο στρατό της Σπάρτης συγκροτείτο από 36 πολεμιστές, ενώ στις άλλες πόλεις – κράτη φέρεται ότι απαρτιζόταν από 25 έως 32 άνδρες.

9. Ο Ανδρέας Σκιάς αναφέρει την ενδεχόμενη ύπαρξη ενός αρχαίου πύργου πλησιέστερα στον Μεγάλο Βάλτο, σε ένα μέρος πάνω από τη δεξιά όχθη του ρέματος Σέλιανδρος, όπου διακρίνονταν τα ερείπια δύο εκκλησιών των Βυζαντινών χρόνων. Πιθανότατα πρόκειται για την τοποθεσία πάνω από το τέλος του επαρχιακού δρόμου Σούλι – Μεγάλος Βάλτος, δηλαδή πριν τη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού [γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS): 380792/4206335], όπου παλαιότερα διατηρούνταν τα κατάλοιπα ενός μεμονωμένου κτίσματος του 13ου αιώνα, το οποίο είχε ταυτοποιηθεί ως μία μικρή μεσαιωνική εκκλησία. Ωστόσο, από την επιτόπια έρευνα του Γιάννη Λώλου, δεν διαπιστώθηκαν τα ίχνη ενός αρχαίου πύργου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Ανακοινώσεις: Σικυώνος Τοπογραφικά», Ανδρέας Σκιάς, Αρχαιολογική Εφημερίδα 1919, σελίδες 45–48, Αθήνησι, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου.

2. «Σικυωνία», Νικόλαος Φαράκλας, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 8, θέση 1 (παρ. ΙΙ, σελ. 1), εκδότης: Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος, Αθήνα, 1971.

3. «Peloponnesische Wanderungen: Reisen und Forschungen zur antiken und mittelalterlichen Topographie von Arkadien und Achaia», Ernst Meyer, seite 3–4, Zürich, Μ. Niehans, 1939.

4. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 246–251, 536–537 & 541–542 (appendix I, DS–5 & DS–15), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

5. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 15–51, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.

6. http://extras.ha.uth.gr/sikyon/gr/Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας.

7. http://costaspappis.blogspot.com/Το Κτίριο.

Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό



Εικόνα 13: Δύο κατεργασμένοι ογκώδεις δόμοι από την τοιχοποιία του οχυρού «Ελληνικό», οι οποίοι εντοπίζονται στη νότια κατωφέρεια του γήλοφου.


Εικόνα 14: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του οχυρού «Ελληνικό», όπου αποτυπώνεται συμβατικά το περίγραμμα του αμυντικού περιβόλου του.



Εικόνα 15: Τα κατάλοιπα του κεντρικού πύργου από τα νοτιοανατολικά. Με κόκκινο πλαίσιο αντιστοιχίζεται η καθαιρεμένη πλευρά του.



Εικόνα 16: Η νοτιοδυτική πλευρά του κεντρικού πύργου, μήκους 7,50 μέτρων. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται ο λαξευμένος αναβαθμός, ο οποίος πιθανώς χρησιμοποιείτο ως υπερκείμενος διάδρομος.




Εικόνα 17: Άποψη από το εσωτερικό του κεντρικού πύργου, που είναι κτισμένος κατά το ισοδομικό σύστημα τοιχοποιίας, όπως και τα τείχη της αρχαίας Σικυώνας, που θεωρείται ότι θεμελιώθηκαν από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή περί το 303 π. Χ..




Εικόνα 18: Άποψη της καλύτερα διατηρούμενης βορειοδυτικής πλευράς του κεντρικού πύργου, μήκους 8,90 μέτρων.



Εικόνα 19: Θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο από την τελευταία διατηρούμενη σειρά δόμων του κεντρικού πύργου. Κατά την αρχαιότητα από τον τελευταίο όροφό του παρεχόταν καλύτερη παρατήρηση, καθώς διακρινόταν και το Σικυώνιο παραλιακό πεδίο.


Εικόνα 20: Τα κατάλοιπα του πύργου – αναμεταδότη στη θέση «Σπλιθάρι» Σουλίου, όπως διασωζόταν μέχρι το 1996, ο οποίος είχε οπτική επαφή με τον κεντρικό πύργο του οχυρού «Ελληνικό». (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, page 250, figure 4.97).


Εικόνα 21: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής Μεγάλου Βάλτου – Σουλίου – Θέκριζας, όπου καταδεικνύεται η οπτική επαφή του οχυρού «Ελληνικό» με τους γειτονικούς ανταποκριτές πύργους – φρυκτωρίες.


Εικόνα 22: Άποψη των καταλοίπων του κεντρικού πύργου του οχυρού «Ελληνικό» από τα βορειοανατολικά. Η πραγματοποίηση μίας μελλοντικής ανασκαφικής έρευνας, εκτιμάται ότι θα αναδείκνυε το μνημείο στο σύνολό του και θα το καθιστούσε ένα λίαν ενδιαφέρον αρχαιολογικό αξιοθέατο του Δήμου Σικυωνιών.    

Ιχνηλατώντας τα κατάλοιπα ενός εποπτικού πύργου και ενός άγνωστου εκτενούς οικισμού της Σικυωνίας χώρας στην τοποθεσία της Θέκριζας Κρυονερίου Κορινθίας


Εικόνα 1: Η νοτιοδυτική πλευρά της θεμελίωσης του εποπτικού πύργου στη θέση «Τζαμί» Θέκριζας Κρυονερίου, που η ανέγερσή του χρονολογείται στους Κλασσικούς χρόνους.

Πολλές από τις μνήμες του ανεξάντλητου ιστορικού παρελθόντος της Ελλάδας βρίσκονται «κρυμμένες σε κοινή θέα» σε διάφορα μέρη της επικράτειας, αλλά ευτυχώς ακόμα δεν έχουν σβηστεί εντελώς μαρτυρώντας την έκταση του πολυδιάστατου πολιτισμού της χώρας μας. Μία τέτοια απροσδόκητη περίπτωση εντοπίζεται στη βορειοανατολική ορεινή Κορινθία και συγκεκριμένα στην τοποθεσία της Θέκριζας (υψόμετρο 860–900 μέτρα), που εντάσσεται στα κτηματολογικά όρια του χωριού Κρυονέρι του Δήμου Σικυωνίων. Σύμφωνα με την επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα, κατά τους Αρχαϊκούς/Κλασσικούς χρόνους στο σχηματιζόμενο υψίπεδο αναπτυσσόταν ένας άγνωστος εκτενής οικισμός διαθέτοντας τουλάχιστον ένα ιερό, ο οποίος ανήκε στην περιφέρεια της αρχαίας Σικυώνας, ενώ στην εγγύτητά του υπήρχε και μία στρατιωτική εγκατάσταση.

Σήμερα διακρίνονται ελάχιστα κτιριακά κατάλοιπα να ξεπροβάλλουν μέσα από τη θαμνώδη βλάστηση σε ορισμένα εναπομείναντα χέρσα τμήματα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής καλύπτεται πλέον από αμπελώνες. Το δε έδαφος υποβλήθηκε σε διεργασία βαθιάς άροσης, προκειμένου να καταστεί καλλιεργήσιμο και μαζί με τις ανεπιθύμητες πέτρες απομακρύνθηκε και το αρχαίο οικοδομικό υλικό, με αποτέλεσμα να απαλειφθεί κάθε αρχιτεκτονικό στοιχείο από τις υποδομές. Μάλιστα αρκετοί από τους επεξεργασμένους δόμους έχουν στοιβαχτεί μέσα τους υφιστάμενους λιθοσωρούς στις άκρες των κτημάτων ή είναι ορατοί στις παρυφές του πλατώματος. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε τα πενιχρά απομεινάρια της Σικυώνιας πολίχνης και της διατηρούμενης οχύρωσης, με βάση τα αρχαιολογικά πορίσματα, τονίζοντας τη σπουδαιότητα τους για τη σύνθεση του ψηφιδωτού της τοπικής ιστορίας, με απώτερο σκοπό να προβληθεί η παρουσία τους σε ένα ευρύτερο ενδιαφερόμενο κοινό και να μην παραμείνει στο αυστηρό πλαίσιο των εξειδικευμένων επιστημονικών μελετών.



Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής της Θέκριζας Κρυονερίου, όπου επισημαίνονται οι θέσεις των αρχαίων καταλοίπων. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή προσδιορίζεται κατά προσέγγιση η έκταση που καταλάμβανε ο οικισμός της ύστερης Αρχαϊκής/Κλασσικής εποχής. (1): εποπτικός πύργος – φρυκτωρία, (2): διακρινόμενα κτίσματα και αναλημματικοί τοίχοι, (3): πιθανό ιερό.

Η οδική πρόσβαση στην τοποθεσία είναι μάλλον εύκολη. Με αφετηρία την παραλιακή πόλη του Κιάτου παίρνουμε τον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί στη γραφική λίμνη Στυμφαλία. Αφού περάσουμε το Σούλι συνεχίζουμε στην κατεύθυνση των χωριών Κλημέντι και Καίσαρι, αφήνοντας στα αριστερά μας τη διασταύρωση για το Κρυονέρι. Έχοντας διανύσει 16 χιλιόμετρα από την εκκίνηση μας, θα σταματήσουμε στη διακλάδωση για το αστεροσκοπείο του Κρυονερίου, η οποία σηματοδοτείται από μία ενδεικτική πινακίδα. Από εκεί θα ξεκινήσουμε το οδοιπορικό μας ακολουθώντας τον χωματόδρομο, που ανηφορίζει βόρεια στο απέναντι ύψωμα και μετά από μία απόσταση περίπου 170 μέτρων, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα ερείπια του πρώτου αρχαίου κτίσματος στην κατάφυτη νοτιοδυτική απόληξη της εδαφικής έξαρσης.

Στη διαλαμβανόμενη θέση με το ιδιαίτερο κτηματολογικό τοπωνύμιο Κατσαμπάθι είχε ανεγερθεί ένας τετράγωνος πύργος, από τον οποίο διασώζεται η λιθόκτιστη θεμελίωσή του(1). Τα κατάλοιπά του διερευνήθηκαν από τον αρχιτέκτονα – αναστηλωτή Ευστάθιο Στίκα το 1941, ο οποίος αρχικά έλπιζε να ανακαλύψει ένα αρχαιοελληνικό ιερό. Ωστόσο, πιστοποίησε τη διαφαινόμενη αμυντική ιδιοσυγκρασία του, ανατρέποντας και την αντίληψη των ντόπιων χωρικών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι επρόκειτο για ένα Οθωμανικό θρησκευτικό κτίσμα, με συνέπεια να αποκαλούν το μέρος με την ονομασία «Τζαμί». Οι διαστάσεις της κάτοψής του υπολογίζονται σε 9,50 Χ 9,50 μέτρα και το διατηρούμενο κρηπίδωμά του είναι κατασκευασμένο με επιμελώς κατεργασμένους ευμεγέθεις δόμους από εγχώριο πέτρωμα μαύρου τιτανόλιθου, διαμορφώνοντας ένα μονό τοίχωμα μέγιστου πάχους 97 εκατοστών. Ο Στίκας αναφέρει δύο σειρές λίθινων δόμων χωρίς συνδέσμους μεταξύ τους, τη λεγόμενη ευθυντηρία που προεξείχε μόλις 10 εκατοστά από το έδαφος και μία υπεράνω στρώση ύψους 52 εκατοστών, από την οποία τώρα διακρίνεται το περίγραμμά της πνιγμένο από τα αγριόχορτα.. Όμως από μία λαθρανασκαφή με τη χρήση εκσκαφέα σε βάθος αρκετών μέτρων, αποκαλύφθηκε πλήρως η νοτιοδυτική πλευρά του κρηπιδώματος και διαπιστώθηκε ότι απαρτιζόταν από τρεις επάλληλες σειρές ορθογωνισμένων ογκόλιθων, προσιδιάζοντας στο ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.




Εικόνα 3: Η βορειοανατολική πλευρά της θεμελίωσης του τετράγωνου πύργου, με μήκος εκάστης πλευράς 9,50 μέτρα και ένθετη κάτοψή του. (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 61).

Μολονότι η θεμελιακή βάση του πύργου συνίσταται από μία συμπαγή λιθοδομή, εντούτοις η υλικοτεχνική μορφή της περαιτέρω ανωδομής του είναι ασαφής. Λαμβάνοντας υπόψη την παντελή έλλειψη άλλων κατεργασμένων πέτρινων δόμων στον περιβάλλοντα χώρο, εκτιμάται ότι οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι με ωμόπλινθους. Αυτή η οχυρωματική πρακτική εφαρμόζονταν συχνά σε αμυντικά έργα στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως την Κλασσική εποχή, αντί της εξ’ ολοκλήρου λίθινης τοιχοποιίας, καθώς εξοικονομούνταν χρόνος και χρήματα. Άλλωστε μία πλίνθινη κατασκευή άντεχε σε υψηλές θερμοκρασίες, δεν επηρεαζόταν από μικρής έντασης σεισμούς και προσέφερε αντικραδασμική προστασία, απορροφώντας ικανοποιητικά την κρουστική ενέργεια των βλημάτων από εχθρικούς καταπέλτες. Μετά το πέρας της ανέγερσης τα τοιχώματα λειαίνονταν και επιχρίζονταν, έτσι ώστε να μην διεισδύουν τα όμβρια ύδατα μέσα από τους αρμούς.


Εικόνα 4: Άποψη της νοτιοδυτικής πλευράς της λιθόκτιστης θεμελίωσης του πύργου, που η ανωδομή του εκτιμάται ότι διαμορφώνονταν με τοιχοποιία από ωμόπλινθους.

Κατά μία άλλη εκδοχή, ο πύργος θα μπορούσε να σχηματιζόταν από μία ξύλινη υπερκατασκευή, με δεδομένο ότι το αειθαλές γειτονικό δρυοδάσος του Μογγοστού παρείχε άφθονο δομικό υλικό. Σε κάθε περίπτωση, η είσοδος στο εσωτερικό του πρέπει να διενεργούνταν από μία θύρα που ανοιγόταν σε υψηλότερο επίπεδο από το ισόγειο, καθόσον δεν διαπιστώνεται η διαρρύθμιση ενός κατωφλιού σε μία από τις πλευρές του λιθόκτιστου κρηπιδώματος. Συνεπώς, φαίνεται ότι διέθετε τουλάχιστον ένα επιπλέον όροφο και μάλλον έφερε κεραμοσκεπή, όπως συνάγεται από τα λιγοστά ευρεθέντα θραύσματα από κυρτά κεραμίδια Λακωνικού τύπου. Η δε επακριβής χρονολόγησή του είναι αρκετά δυσχερής μέσω της εξέτασης της ανακτηθείσας κεραμικής. Κατά την πρόχειρη ανασκαφή του 1941 βρέθηκε πλήθος από τεμάχια αγγείων, προερχόμενα ιδίως από πλατιά και ρηχά μαγειρικά σκεύη (λοπάδες), ενώ κατά τη νεότερη επιφανειακή έρευνα περισυλλέχθηκαν μόνο μερικά αδιάγνωστα όστρακα πήλινων δοχείων από τον καθηγητή αρχαιολογίας Γιάννη Λώλο. Ωστόσο, αν θεωρηθούν ως συναφή τα άφθονα κεραμικά δείγματα από τον παρακείμενο αρχαίο οικισμό που απλώνονταν περί τα 100 μέτρα βορειοανατολικότερα, τότε η ανέγερσή του στρατιωτικού κτίσματος δύναται να ενταχθεί στο φάσμα της Κλασσικής εποχής (490/480–323 π. Χ.)(2). Επίσης, ένα πιθανό υστερότερο χρονικό όριο προκύπτει από τον συγκριτικό παραλληλισμό της εκτιμώμενης κατασκευής της ανωδομής του με ωμόπλινθους, με την αντίστοιχη τοιχοποιία του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας Στυμφάλου, που η οικοδόμησή του ανάγεται με σχετική ασφάλεια περί το 370–360 π. Χ.(3).



Εικόνα 5: Η ανατολική γωνία της λιθόκτιστης θεμελίωσης του πύργου. Με κίτρινα βέλη επισημαίνεται η επαρχιακή οδός Κιάτου – Σουλίου – Στυμφαλίας, που η χάραξή της στο συγκεκριμένο τμήμα συμπίπτει με το ίχνος της αρχαίας οδού Σικυώνας – Στυμφάλου.

Η στρατηγική σημασία του πύργου είναι προφανής. Από τη δεσπόζουσα θέση του επί της νοτιοδυτικής ακρώρειας του υψιπέδου της Θέκριζας, ελεγχόταν πλήρως το αρχαίο κύριο δρομολόγιο που οδηγούσε από τη Σικυώνα στη Στύμφαλο και από εκεί στην Αρκαδία και στην Αργολίδα, μέσω των ορεινών διαβάσεων του όρους Απέλαυρος (Ολίγυρτος), η όδευση του οποίου συμπίπτει με τον σύγχρονο επαρχιακό δρόμο Κιάτου – Σουλίου – Στυμφαλίας στη συγκεκριμένη περιοχή κάτω από το υψίπεδο της Θέκριζας. Επιπλέον καθίστατο ευχερής η κατόπτευση προς τον πεδινό διάδρομο του Κλημεντοκαισαρίου στα νοτιοδυτικά σε μία ικανοποιητική εμβέλεια, αλλά και η πανοραμική παρατήρηση των περιβαλλόντων πεδίων και βουνοσειρών, ενισχύοντας τον εποπτικό ρόλο του. Εκτός της επιτηρητικής αποστολής του, λειτουργούσε και ως φρυκτωρία, για την αναμετάδοση φωτεινών μηνυμάτων ή σημάτων καπνού μέσω ανάματος πυράς στην οροφή του. Είναι απολύτως δηλωτικό αυτής της ιδιότητας ότι επικοινωνούσε οπτικά με τον κυκλικό πύργο στο ύψωμα Τσακούθι του Καισαρίου στα νοτιοδυτικά (απόσταση περίπου 5.060 μέτρα), με το μικρό οχυρό του Ελληνικού της Μεγάλης Βάλτσας προς τα βορειοανατολικά (απόσταση περίπου 5.900 μέτρα) και με τον πύργο στη θέση Σπλιθάρι του Σουλίου προς τα ανατολικά (απόσταση περίπου 4.720 μέτρα)(4). Αναμφισβήτητα λοιπόν συνιστούσε ένα ζωτικής σημασίας έρεισμα στην αμυντική οργάνωση του νοτιοδυτικού τομέα της Σικυώνιας επικράτειας, όντας ενταγμένος στο επιχώριο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού.




Εικόνα 6: Άποψη των καταλοίπων του εποπτικού πύργου από τα βορειοανατολικά και ένθετο σχέδιο του λίθινου ιγδίου (γουδιού), που ανακάλυψε στο εσωτερικό του ο Ευστάθιος Στίκας το 1941. Στο βάθος διακρίνεται ο κάμπος του Κλημεντοκαισαρίου (κόκκινο βέλος). (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 62).

Επιπρόσθετα κρίνοντας από το αρκετά ευρύ εσωτερικό του εποπτικού πύργου, που το εμβαδόν επιφανείας του ανέρχεται περί τα 72,25 τετραγωνικά μέτρα (συνολικό εμβαδόν μαζί με τοιχώματα: 90,25 τετραγωνικά μέτρα), θεωρείται ότι μπορούσε άνετα να στρατωνίσει μία ολιγομελή αυτόνομη φρουρά. Εξάλλου η υπόθεση μίας μόνιμης διαβίωσης εντός των ορόφων υποδηλώνεται έμμεσα από τα προρρηθέντα πήλινα θραύσματα των μαγειρικών σκευών (λοπάδων), καθώς και από τέσσερα τεμάχια από ένα μεγάλο λίθινο ιγδίο (γουδί) με ελλειψοειδή κοιλότητα μέγιστης διαμέτρου 40 εκατοστών, τα οποία ανακαλύφθηκαν από τον Ευστάθιο Στίκα το 1941.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η διαπιστωθείσα παράνομη ανασκαφή κατά μήκος της δυτικής πλευράς της λιθόκτιστης θεμελίωσης, έφερε στο φως αναπάντεχα μία αμυντική ιδιαιτερότητα της οχύρωσης. Πρόκειται για το άνοιγμα ενός υπόγειου περάσματος, το οποίο οδηγούσε μάλλον μέσω μίας καταπακτής, από την ανατολική εσωτερική γωνία του πύργου σε ένα χαμηλότερο σημείο εξόδου προς το νοτιοδυτικό πρανές της εδαφικής έξαρσης. Αυτή η σήραγγα αποτελούσε σαφώς μία μυστική δίοδο διαφυγής για τους άνδρες της φρουράς, όταν θα αντιμετώπιζαν μία αιφνίδια και επικίνδυνη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.



Εικόνα 7: Η νοτιοδυτική πλευρά της λιθόκτιστης θεμελίωσης του πύργου, που αποκαλύφθηκε κατόπιν λαθρανασκαφής με τη χρήση εκσκαφέα, φέρνοντας στο φως το άνοιγμα μίας υπόγειας μυστικής διόδου διαφυγής.

Όπως προαναφέρθηκε βόρεια και ανατολικά του εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας και ανεξάρτητα από αυτόν, αναπτυσσόταν ένα εκτεταμένο πλέγμα κτιριακών υποδομών επί της ράχης της Θέκριζας, καταλαμβάνοντας μία έκταση με εμβαδόν περί τα 52.500 τετραγωνικά μέτρα. Το μέγεθος της αρχαίας οικοδομικής δραστηριότητας είναι πραγματικά εντυπωσιακό, έχοντας περισσότερο την πολεοδομική φυσιογνωμία μίας ατείχιστης κώμης της Σικυωνίας χώρας, παρά ενός ταπεινού αγροτικού οικισμού(5). Η θέση εξετάστηκε επιφανειακά αλλά σχολαστικά από τον Γιάννη Λώλο, στα πλαίσια της διεξοδικής αρχαιολογικής έρευνας που διεξήγαγε στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνας, κατά τα χρονικά διαστήματα 1996–1998 και 2000–2002. Μάλιστα ο ίδιος την κατατάσσει ανάμεσα στα σημαντικότερα περιφερειακά μέρη της σπουδαίας πελοποννησιακής πόλης–κράτους, ενώ εντόπισε τα σωζόμενα οικοδομικά κατάλοιπα μέσα στα ακαλλιέργητα αγροτεμάχια, επισημαίνοντας και τους διακρινόμενους αρχιτεκτονικούς δόμους στους λιθοσωρούς, που δημιουργήθηκαν στις άκρες των κτημάτων έπειτα από την εκχέρσωση τους.

Σχεδόν στο μέσο του νότιου τμήματος του υψιπέδου της Θέκριζας και σε απόσταση περίπου 290 μέτρων ανατολικά του πύργου, παρά τις επιχωματώσεις και τα χαμηλά αγριόχορτα, είναι ακόμα ορατά στο χέρσο έδαφος τα αμυδρά περιγράμματα τριών αρχαίων υποδομών, μάλλον ορθογώνιου σχήματος και πιθανώς κατοικιών, κατασκευασμένων από ακανόνιστους λίθινους δόμους(6). Τα δύο οικήματα είναι παρακείμενα, με το μεγαλύτερο εξ’ αυτών να διαθέτει οριζόντιες διαστάσεις 10,50 Χ 4,75 μέτρα και πάχος τοιχώματος 40 εκατοστά, ενώ στο ίδιο πιθανώς ανήκει και ένας παράλληλος τοίχος μήκους 6,15 μέτρων, που φαίνεται να στρέφεται σε μία γωνία. Από τη διπλανή κτιριακή εγκατάσταση διατηρείται μόνο μία γωνία διαστάσεων 1,20 Χ 1,90 μέτρων. Λίγο βορειότερα και σε κάπως υψηλότερο επίπεδο υπάρχουν τα ερείπια του τρίτου κτίσματος διακριτών διαστάσεων 7,50 Χ 4,37 μέτρα. Ανάμεσα στα υπόψη οικιστικά κατάλοιπα εντοπίζονται τρεις αναλημματικοί τοίχοι με αρχαίο δομικό υλικό, έχοντας μήκος περίπου 7,50, 9,30 και 11,70 μέτρα έκαστος(7). Επίσης σε διάφορα σημεία του περιβάλλοντα χώρου απαντώνται διασκορπισμένοι κατεργασμένοι δόμοι. Τα δε οικοδομήματα της αρχαίας πολίχνης έφεραν κεραμοσκεπές, καθώς βρίσκονται στο έδαφος πολυάριθμα κομμάτια από κυρτά πήλινα κεραμίδια Λακωνικού τύπου θαυμάσιας μαύρης, φαιάς και ερυθρής στίλβωσης.



Εικόνα 8: Διατηρούμενα οικοδομικά κατάλοιπα ενός κτίσματος από τον αρχαίο οικισμό στο υψίπεδο της Θέκριζας.

Σε ολόκληρη την έκταση της τοποθεσίας παρατηρείται διάσπαρτη κεραμική σε καλή κατάσταση διατήρησης. Μάλιστα η υψηλή πυκνότητά της είναι εκπληκτική, ιδιαίτερα μέσα στους αμπελώνες, όπου έρχονται στην επιφάνεια μεγάλες ποσότητες αγγειακών τεμαχίων, καθώς αναμοχλεύεται το έδαφος κατά το περιοδικό όργωμα των κτημάτων. Μέσα από την αρχαιολογική επισκόπηση του Γιάννη Λώλου, επισημάνθηκε ασυνήθιστη πληθώρα μελαμβαφών οστράκων από δοχεία οικιακής χρήσεως εξαιρετικής ποιότητας και συγκριτικά λίγα δείγματα από ανεπιτήδευτα χονδροειδή σκεύη. Μεταξύ άλλων αναγνωρίστηκαν θραύσματα από κύπελλα του 6ου αιώνα π.Χ., εκ των οποίων το ένα πιθανώς να ήταν εισαγόμενο από την Αττική, από σκύφους και κοτύλες του ύστερου 5ου/πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ.(8), από μία κούπα χωρίς στέλεχος και ένα λύχνο του 5ου αιώνα π.Χ., από ένα δοχείο με πλατύ χείλος και μία βάση στάμνου, καθώς και πολλά κομμάτια από πίθους. Επίσης περισυλλέχθηκαν κωνικά βάρη αργαλειού του ύστερου 5ου/πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ., τα οποία καταδεικνύουν την ανθρώπινη ενασχόληση με την υφαντική τέχνη, πιστοποιώντας παράλληλα τον μόνιμο χαρακτήρα κατοίκησης στη Θέκριζα.



Εικόνα 9: Διάσπαρτη αρχαία κεραμική εντός ενός πρόσφατα φυτεμένου αμπελώνα στη θέση της Θέκριζας.

Εντός μίας αμπελοκαλλιέργειας στη βορειοανατολική γωνία του πλατώματος και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τα διατηρούμενα κτιριακά κατάλοιπα, ανακαλύφθηκαν πάρα πολλά όστρακα από μικρογραφίες αγγείων, όπως σκύφων, κοτυλών, καλάθων και κρατήρων(9), που ανάγονται στον 5ο αιώνα π.Χ.. Με γνώμονα ανάλογα παραδείγματα, αυτά τα εκλεπτυσμένα αντικείμενα εκτιμάται ότι αντιστοιχούν σε λατρευτικά αναθήματα, υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός αρχαίου ιερού στο συγκεκριμένο σημείο(10). Όπως προκύπτει από τη εξέταση των κεραμικών και χρηστικών ευρημάτων, η κατοίκηση στην αρχαία κώμη της Θέκριζας χρονολογείται από τους ύστερους Αρχαϊκούς (530–490/480 π. Χ.) έως τους Κλασσικούς χρόνους (490/480 – 323 π.Χ.), με έμφαση στη δεύτερη περίοδο, ενώ από κάποιες αχνές ενδείξεις εξυπονοείται μία ακαθόριστη επανάχρηση της θέσης κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.




Εικόνα 10: Τμήμα αναλημματικού τοίχου από αρχαίο δομικό υλικό στην τοποθεσία της Θέκριζας. Στην ένθετη φωτογραφία παρουσιάζονται μερικά από τα ευρεθέντα κυρτά κεραμίδια Λακωνικού τύπου με μαύρη, φαιά και ερυθρή στίλβωση. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 5, page 555, figure II.5).

Το 1938 ο διαπρεπής αρχαιολόγος – αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος συνέχιζε το πολυετές ανασκαφικό του έργο στην αρχαία Σικυώνα (σημερινό Βασιλικό), όταν δέχτηκε την επίσκεψη ενός νεαρού βοσκού από χωρίο Μάτσανι (παλαιά ονομασία του Κρυονερίου), ο οποίος φέρεται να προσκόμισε δύο χάλκινα αντικείμενα προερχόμενα από την τοποθεσία της Θέκριζας. Το ένα ήταν ένα ειδώλιο τράγου, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σικυώνας. Το δεύτερο επρόκειτο για μία εγχάρακτη πινακίδα γραμμένη με κεφαλαία στη Σικυώνια γραφολογική διάλεκτο του 5ου αιώνα π.Χ., διαστάσεων 47 Χ 26 εκατοστών και πάχους ενός εκατοστού, η οποία ανήκει στη Συλλογή Χαλκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, έχοντας αριθμό μητρώου (ΑΜ) 16355. Αυτή η χάλκινη επιγραφή ήταν προσαρμοσμένη με καρφιά σε μία σκληρή επιφάνεια, όπως μαρτυρείται από τις υφιστάμενες οπές στις τέσσερις γωνίες της και αποτελεί το μακρύτερο πλήρες κείμενο, που έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα στη Σικυώνια επικράτεια, αποκτώντας δικαιολογημένα μία απαράμιλλη σημασία για την ιστορία του τόπου.




Εικόνα 11: Η εγχάρακτη χάλκινη πινακίδα με τα 73 ονόματα ανδρών, που ανακαλύφθηκε στην τοποθεσία της αρχαίας κώμης της Θέκριζας το 1938. Φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, page 277, figure 1).


Το περιεχόμενο της εγχάρακτης επιγραφής από την πολίχνη της Θέκριζας χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο αφορά τις τρεις αρχικές γραμμές, που συνιστούν ένα σύντομο καταστατικό για τη διαδικαστική χρήση ενός «εστιατορίου» και του εξοπλισμού του από έναν όμιλο 73 ανδρών, ενώ το δεύτερο αντιστοιχεί στις επόμενες δεκαεπτά γραμμές συνολικά, στις οποίες παρατίθενται τα ονόματα των υπόψη προσώπων, κατανεμημένα σε πέντε στήλες(11). Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα οι τιθέμενοι κανονισμοί λειτουργίας της εγκατάστασης έχουν ως εξής:

«ΤΟΥΤΟΝΔΕ ΚΟΙΝΑ ΕΣΤΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΕ ΚΑΙ HO ΧΑΛΚΙΟΝ
ΚΑΙ ΤΑΛΑ FΟΙΚΕΟΥΣΙΝ ΓΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΛΕ ΦΕΡΟΥΣΙΝ ΠΟΛΕΙΝ ΔΕ ΜΕΔΕ ΣΥΝΑΛΑΖΕΣΘΑΙ ΕΞΕΣΤΟ»
Κατά τον ακαδημαϊκό σχολιασμό του κείμενου, οι μελετητές θεωρούν ότι το διαλαμβανόμενο «εστιατόριον» ταυτίζεται σαφέστατα με μία υποδομή εστίασης. Ωστόσο, σχετικά με την αρχιτεκτονική διαρρύθμισή της έχουν διατυπωθεί διάφορες εικασίες. Λόγω των πολλών συμμετεχόντων, εκφράζεται η άποψη ότι δεν πρέπει να ακολουθούσε τον συνήθη τύπο ενός κτίσματος με μία ή περισσότερες τετράγωνες αίθουσες συμποσίων, επιπλωμένες με ανάκλιντρα κατά μήκος των τοίχων και με χαμηλά τραπέζια μπροστά από αυτά, διαθέτοντας αρκετά συχνά και μία εστία στο κέντρο τους. Σίγουρα η ταυτόχρονη εξυπηρέτηση των 73 ατόμων της επιγραφής στο ίδιο μέρος, υπολογίζεται πώς θα απαιτούσε την κατασκευή ενός πολύ μεγάλου μονόχωρου οικοδομήματος με μήκος πλευράς 32 μέτρων. Όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο να ανεγέρθηκε μία τέτοια μνημειώδη εγκατάσταση σίτισης, με εμβαδόν περίπου 1.000 τετραγωνικών μέτρων, σε αυτή την επαρχιακή κώμη της Σικυωνίας περί το 500 π.Χ..



Εικόνα 12: Κύλικα με παράσταση αρχαίου συμποσίου του 550–500 π.Χ. από την αρχαία Κόρινθο. Ενδεχομένως ανάλογη εικόνα θα παρουσίαζαν και οι συνδαιτημόνες στο «εστιατόριον» της πολίχνης στη Θέκριζα. (Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου. Εκθεσιακός χώρος: Κόρινθος, μία ισχυρή πόλη–κράτος).

Ο Γιάννης Λώλος εκτιμά ότι το «εστιατόριον» της Θέκριζας ενδεχομένως να είχε τη διαμόρφωση ενός κτιριακού συγκροτήματος από διαδοχικά προσκείμενα δωμάτια, προοριζόμενα για την παράθεση κοινών γευμάτων, τα οποία διευθετούνταν πίσω από μία κιονοστοιχία ή ενσωματώνονταν σε ένα μάλλον ορθογώνιο περιστύλιο. Σε αυτή την περίπτωση οι συνδαιτημόνες μπορούσαν να συνευρίσκονται συγχρόνως κατά ξεχωριστές ομάδες σε έκαστο διαμέρισμα εστίασης. Πάντως δεν αποκλείεται και η πιθανότητα να υπήρχε όντως ένα κτίσμα με μία ή δύο αίθουσες συμποσίων και οι 73 αναφερόμενοι άνδρες του αρχαίου Σικυώνιου οικισμού να το χρησιμοποιούσαν περιστασιακά ή εκ περιτροπής, όπως γίνεται στη σύγχρονη εποχή με τα κοσμικά κέντρα, που ικανοποιούν τις ανάγκες δεξίωσης και φιλοξενίας διάφορων κοινωνικών εκδηλώσεων, πλην όμως στην επιγραφή δεν γίνεται λόγος για μία ανάλογη πρακτική. Επίσης έχει προταθεί εναλλακτικά ότι ο χώρος συνεστίασης ίσως να ήταν προσωρινός, στεγασμένος κάτω από μία σκηνή ή ακόμα και υπαίθριος και τα παρατιθέμενα γεύματα να είχαν την μορφή κοινών συσσιτίων, είτε δημόσιων προτάσσοντας το πνεύμα της κοινωνικής αλληλεγγύης στα πρότυπα των Κρητών και των Σπαρτιατών, είτε τελετουργικών προς τιμήν μίας θεότητας. Αλλά η κατηγορηματική λέξη «εστιατόριον» σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα της επιγραφής, παραπέμπουν περισσότερο σε μία μόνιμη κτιριακή εγκατάσταση.



Εικόνα 13: Νεότερο ξύλινο πιεστήριο σταφυλιών. Πιθανότατα ανάλογα μηχανήματα έστω και σε πιο απλουστευμένη μορφή, αποτελούσαν αναπόσπαστο εξοπλισμό του «εστιατορίου» του αρχαίου Σικυώνιου οικισμού στη Θέκριζα. (Γεωργικό Μουσείο Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών).

Το επόμενο κάπως δυσνόητο δεδομένο του καταστατικού που χρήζει επεξήγησης είναι η καταγραφή «όρε». Κατά την πιο αληθοφανή εκδοχή αντιστοιχεί στον πληθυντικό αριθμό της αρχαίας λέξης «όρον – ος», σημαίνοντας ένα ξύλινο εργαλείο με το οποίο συνέθλιβαν τα σταφύλια και τις ελιές για βγει ο χυμός τους(12). Ο Αναστάσιος Ορλάνδος εισηγήθηκε ότι πρόκειται για τις ξύλινες λεκάνες των ελαιοπιεστηρίων βασιζόμενος σε ένα σχετικό εδάφιο του Έλληνα σοφιστή Ιούλιου Πολυδεύκη (περίπου 180–238 μ.Χ.)(13). Ο δε Αλεξανδρινός ρήτορας Βαλέριος Αρποκρατίων (2ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει πως το «όρον» ήταν μία πιεστική σανίδα για σταφύλια(14). Ουσιαστικά λοιπόν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η συγκεκριμένη λέξη στην πληθυντική μορφή της, ίσως να ανταποκρίνεται σε τουλάχιστον δύο χειροκίνητα απλουστευμένα πιεστήρια, που αποτελούσαν αναπόσπαστο εξοπλισμό του «εστιατορίου» της Θέκριζας, λαμβάνοντας υπόψη ότι το κρασί και το ελαιόλαδο ήταν βασικά είδη της αρχαιοελληνικής διατροφής και φυσικά χρησιμοποιούνταν κατά κόρον τόσο στις μαγειρικές παρασκευές, όσο και ως εκλεκτά συνοδευτικά ενός συμποσίου. Επιπλέον το ορεινό κλίμα της ευρύτερης περιοχής ευνοεί την αμπελουργία, η οποία είναι μία από τις κύριες αγροτικές ενασχολήσεις και των σύγχρονων κατοίκων, όπως άλλωστε δηλώνεται εμφαντικά και από τους απέραντους αμπελώνες, που καλύπτουν τα πλατώματα και τις ομαλές πλαγιές από το Κρυονέρι έως τον κάμπο του Κλημεντοκαισαρίου, συμπεριλαμβανομένου και του υψιπέδου της Θέκριζας. Η δε ελαιοκαλλιέργεια ενασκείται συστηματικά σε σχετικά κοντινές τοποθεσίες ανατολικά από το Σούλι προς το Κιάτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ξύλινες πρέσες (πατητήρια) λειτουργούν ακόμα και σήμερα ως παραδοσιακά μηχανήματα.



Εικόνα 14: Κατεργασμένος αρχιτεκτονικός δόμος στο πλάτωμα της Θέκριζας, προερχόμενος από κάποιο κτίσμα του αρχαίου οικισμού. Με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται ένας μάλλον αρχαίος αναλημματικός τοίχος καλυμμένος από αγριόχορτα και με κόκκινο βέλος καταδεικνύεται ένας από τους λιθοσωρούς που περιέχει και αρχαίο οικοδομικό υλικό.

Συνεχίζοντας με τον σχολιασμό των αναγραφόμενων κανονισμών, μία από τις έννοιες της λέξης «χαλκίον (χαλκείον)», που μπορεί να συσχετιστεί άμεσα με έναν χώρο εστίασης, είναι σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό. Άρα λοιπόν μπορούμε να θεωρήσουμε εύλογα ότι αφορά το σύνολο του χάλκινου μαγειρικού εξοπλισμού (χύτρες, λέβητες, κρατήρες, κ.λπ.), ο οποίος χρησιμοποιείτο για την παρασκευή των εδεσμάτων και ήταν αποθηκευμένος σε κάποιο δωμάτιο του «εστιατορίου» της Θέκριζας. Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Ορλάνδο, αυτή η αντίληψη ενισχύεται από μία Βοιωτική επιγραφή του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ., όπου καταχωρείται η ιερή ιδιοκτησία των Θεσπιέων, περιλαμβάνοντας έναν αριθμό μπρούτζινων λειτουργικών σκευών για προετοιμασία, μαγείρεμα, σερβίρισμα και κατανάλωση του φαγητού(15), καθώς αυτά τα αντικείμενα λογίζονται ως εξαρτήματα μίας κτιριακής εγκατάστασης παράθεσης επίσημων γευμάτων.

Η λέξη «(f)οικεούσιν» προσδιορίζει το δικαίωμα των 73 αναγραφόμενων ατόμων να συμποσιάζονται στο «εστιατόριον» της Θέκριζας και να μεταχειρίζονται τα υπάρχοντά του, δηλώνοντας παράλληλα ένα δεσμό συγγένειας και εντοπιότητας. Πιθανότατα προέρχεται από τον όρο «(f)οικεύς», ο οποίος σημαίνει πρωτίστως «εκείνος που διαβιώνει εντός της οικίας ή μέσα στην οικογένεια ή ο άνθρωπος του σπιτιού», δηλαδή ο «οικείος» και δευτερευόντως ο «υπηρέτης». Κατ’ επέκταση μία αληθοφανής ερμηνεία είναι ότι αυτά τα ανδρικά πρόσωπα ήταν αποκλειστικά κάτοικοι της πολίχνης της Θέκριζας, συνιστώντας τα μέλη ενός κλειστού τοπικού ομίλου και δεν κατάγονταν από την πόλη της Σικυώνας ή κάποιο άλλο μέρος της επικράτειας. Ενδεχομένως να ανήκαν στον ίδιο ευρύτερο οικογενειακό κύκλο εξ’ αίματος ή εξ’ αγχιστείας, ενώ μέσα στα καθήκοντα τους ήταν να μεριμνούν για την εύρυθμη λειτουργία του «εστιατορίου».


Εικόνα 15: Τμήμα αναλημματικού τοίχου με αρχαίο δομικό υλικό στις νότιες παρυφές του πλατώματος της Θέκριζας.

Η φύση των «τελών (τέλε)» που έπρεπε να «καταβάλλουν (φέρουν)» τα μέλη του «εστιατορίου» της Θέκριζας δεν διευκρινίζονται στην επιγραφή. Ίσως να αντιστοιχούν σε μία περιοδική εισφορά, χρηματική ή σε είδος (τρόφιμα, σταφύλια, ελιές κ.λπ.), μέσω της οποίας διενεργούνταν τα συμπόσια ή απλώς κάποιες τελετουργικές προφορές προς τους θεούς. Κατά μία άλλη εκδοχή μπορεί να αφορούν τις επιμέρους υπηρεσίες εκάστου ανδρός, που ήταν επιφορτισμένος να επιτελέσει στα πλαίσια της σωστής οργάνωσης της εγκατάστασης εστίασης.

Το αρχαίο καταστατικό κλείνει με την αναγκαστική ρήτρα «πολείν δε μεδέ συναλάζεσθαι εξέστο», η οποία μπορεί να έχει διττή ερμηνεία. Αν και δεν προσδιορίζεται σαφώς κανένα αντικείμενο, εντούτοις ενδεχομένως να αναφέρεται στον εξοπλισμό του «εστιατορίου», απαγορεύοντας στα μέλη του ομίλου να προβούν στην πώλησή του σε ξένους ή στην ανταλλαγή του με άλλα υλικά. Ίσως όμως να σχετίζεται με τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων ανδρών, τα οποία δεν επιτρέπονταν να τα εκχωρήσουν έναντι αμοιβής ή να τα μεταβιβάσουν με οποιοδήποτε αντίκρισμα. Αυτή η δεσμευτική διάταξη εξασφάλιζε ότι η κυριότητα του «εστιατορίου» και των υπαρχόντων του, θα παρέμενε εντός της τοπικής συλλογικότητας της κώμης της Θέκριζας.
Συνεπώς η ερμηνευτική μετάφραση του κειμένου της επιγραφής δύναται να αποδοθεί ως εξής: «αυτών είναι κοινά το εστιατόριο και τα ξύλινα πιεστήρια και τα χάλκινα (μαγειρικά) σκεύη και τα υπόλοιπα (υπάρχοντα), εκείνων που κατοικούν εδώ και καταβάλλουν τα τέλη, και δεν επιτρέπεται ούτε να πωλούν, ούτε να συναλλάσσουν».


Εικόνα 16: Τα ονόματα των 73 μελών του «εστιατορίου» της Θέκριζας, όπως αναγράφονται στις στήλες της χάλκινης πινακίδας.

Για τα 73 ονόματα που αναγράφονται αμέσως μετά τους τιθέμενους όρους στην επιγραφή, έχουν διατυπωθεί διάφορες εικασίες. Όπως προαναφέρθηκε, κατά πάσα πιθανότητα ήταν ενήλικες άνδρες, προερχόμενοι από την τοπική κοινωνία της Θέκριζας, οι οποίοι ίσως να εντάσσονταν στον ίδιο γενεαλογικό κύκλο, μία υπόθεση που φαντάζει κάπως υπερβολική για το μέγεθος ενός επαρχιακού αγροτικού οικισμού. Ενδεχομένως να απάρτιζαν μία εταιρεία ή να ανήκαν σε μία φατρία με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα ή λατρευτικά ήθη και έθιμα, με δεδομένο ότι τέτοια παραδείγματα απαντώνται συχνά στον αρχαιοελληνικό κόσμο, διαμένοντας ίσως και σε μία συγκεκριμένη συνοικία της αρχαίας κώμης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις της Κρητικής πόλης της Λύκτου (Λύττου), όπου οι πολίτες ήταν χωρισμένοι σε «εταιρίες», τα αποκαλούμενα «ανδρεία» και οργάνωναν κοινά συσσίτια(16) στην ύστερη Κλασική/πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, καθώς και της φατρίας των Κλυτίδων στη Χίο τον 4ο αιώνα π.Χ., τον ιερό οίκο της οποίας μοιράζονταν αυστηρά μόνο τα μέλη της(17).

Ο Αναστάσιος Ορλάνδος διατείνεται πως τα 73 άτομα της Θέκριζας είχαν συστήσει ένα συνεταιρισμό πολιτικού ή επαγγελματικού σκοπού, επενδυμένο μάλλον με ένα τελετουργικό περίβλημα. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα συμπόσια τους είχαν χαρακτήρα επιχειρηματικού συμβουλίου, με υπόβαθρο τις πατρογονικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, τιμώντας μία πολιούχο θεότητα. Επιπλέον εάν κάποιο μέλος του ομίλου μετακόμιζε από τον οικισμό έχανε αυτόματα τα συλλογικά προνόμια του, τα οποία απαγορευόταν να τα διαπραγματευτεί με κανένα τρόπο. Η δε καταγραφή του ονόματός τους στη χάλκινη πινακίδα, που μάλλον θα ήταν αναρτημένη σε περίοπτη θέση στο «εστιατόριον», αποτελούσε τη συναινετική υπογραφή εκάστου στο εταιρικό καταστατικό. Λόγω της διαφαινόμενης λατρευτικής έκφρασης των γευμάτων, εκτιμάται ότι η οικεία υποδομή εστίασης ίσως να βρισκόταν κοντά στη θέση του πιθανολογούμενου ιερού στη βορειοανατολική γωνία του πλατώματος. Εξάλλου, προς αυτή την κατεύθυνση μας προσανατολίζει η συνήθης παρουσία κτιριακών εγκαταστάσεων με αίθουσες συμποσίων σε θρησκευτικούς τόπους, όπως απαντώνται και στην περιοχή της Κορινθίας, στο Ασκληπιείο και στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην Αρχαία Κόρινθο, αλλά και στο Ηραίο της Περαχώρας.



Εικόνα 17: Διατηρούμενα κατάλοιπα θεμελιώσεων ενός αρχαίου οικοδομήματος στο πλάτωμα της Θέκριζας.

Η χάλκινη επιγραφή της Θέκριζας έχει πολλαπλή σπουδαιότητα τόσο για την ιστορία της Σικυωνίας, όσο και για τον εμπλουτισμό των πληροφοριών σχετικά με την διεξαγωγή των κοινών δημόσιων ή θρησκευτικών συμποσίων στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Ειδικότερα στο κείμενό της παραδίδεται η παλαιότερη εμφάνιση της λέξης «εστιατόριον» στην Ελληνική φιλολογία, ενώ η αναφορά των ξύλινων πρεσών είναι μοναδική και σύμφωνα με τον Γιάννη Λώλο αυτή η καταγραφή μπορεί να εξηγεί την απουσία λίθινων πιεστηρίων στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε άλλα μέρη, κατά τους ύστερους Αρχαϊκούς και πρώιμους Κλασσικούς χρόνους. Η ύπαρξη της εγχάρακτης πινακίδας αποδεικνύει τη διάδοση της γραφής στην αγροτική περιφέρεια πέρα από τα όρια του περισπούδαστου αστικού κέντρου. Η δε συμβολή της στην τοπική ονοματολογία είναι πολύτιμη και ουσιώδης, καθώς παρέχεται το 20% των συνολικών ονομάτων από τα γνωστά πρόσωπα της Σικυώνας. Παράλληλα καταδεικνύεται σαφώς ο υψηλός βαθμός κοινωνικής οργάνωσης σε μία σχετικά μικρή επαρχιακή κώμη περί το 500 π.Χ., μέσα από τη σύσταση ενός συνεταιρισμού, ανεξάρτητα της πολιτικής ή λατρευτικής ιδιοσυγκρασίας του, ενώ υποδηλώνεται ότι οι κάτοικοι της τοποθεσίας ασχολούνταν εκτενώς με την αμπελουργία και την παραγωγή οίνου, όπως συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή. Τέλος από την σπάνια απαγορευτική ρήτρα του συλλογικού καταστατικού, υποδηλώνεται ότι οι χρηματικές αγοραπωλησίες και οι εμπορικές συναλλαγές ειδών ήταν πρακτικές δοσοληψιών, που ενασκούνταν στη Σικυωνία χώρα τουλάχιστον από την Υστεροαρχαϊκή περίοδο.




Εικόνα 18: Τμήμα αρχαίας κτιριακής θεμελίωσης από κατεργασμένους ακανόνιστους στην τοποθεσία της Θέκριζας. Στην ένθετη φωτογραφία παρουσιάζονται ορισμένα από τα κυρτά κεραμίδια οροφής Λακωνικού τύπου που ανακαλύφθηκαν στο πλάτωμα. (Πηγή ένθετης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 5, page 555, figure II.6).


Ποια ήταν όμως αυτή η εύρωστη πολίχνη με εκτιμώμενο πληθυσμό το λιγότερο 300 ανθρώπων, που καταλάμβανε το υψίπεδο της Θέκριζας και εντοπίζεται σε απόσταση περίπου 11,5 χιλιομέτρων σε ευθεία, δυτικά από τη θέση της πρωτεύουσας πόλης της αρχαίας Σικυώνας της Αρχαϊκής/Κλασσικής εποχής; Δυστυχώς δεν μνημονεύεται το όνομά της στη χάλκινη πινακίδα του «εστιατορίου», συνοδεύοντας τη λέξη «(f)οικεούσιν», ούτε έχει βρεθεί κάποια άλλη συναφής επιγραφική ένδειξη. Ωστόσο, μια αρκετά πειστική απάντηση σε αυτό το μείζον ερώτημα δίνεται από τον καθηγητή Γιάννη Λώλο, η οποία συνάγεται από την αντιπαραβολή των δεδομένων από τους αρχαίους συγγραφείς και των διαπιστωμένων οικιστικών θέσεων στη Σικυώνια επικράτεια, όπως προέκυψαν από την επιτόπια αρχαιολογική έρευνα. Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας προτείνει ότι δύναται να ταυτοποιηθεί με το Σικυώνιο πόλισμα της Φοιβίας(18), που καταλήφθηκε από τον φημισμένο Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα σε μία από τις στρατιωτικές εισβολές του στην Πελοπόννησο. Το γεγονός μνημονεύεται από τον διάσημο αρχαίο περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.) και η μεταφραστική απόδοση ολόκληρου του λίαν ενδιαφέροντος εδαφίου έχει ως εξής:

«Μόλις τον εξέλεγξαν πάλι Βοιωτάρχη (τον Επαμεινώνδα) έφτασε πάλι με τον Βοιωτικό στρατό στην Πελοπόννησο, επικράτησε των Λακεδαιμονίων σε μάχη περί το Λέχαιο και μαζί με αυτούς και στους Αχαιούς της Πελλήνης και στους Αθηναίους, που είχε οδηγήσει ο Χαβρίας από την Αθήνα. Οι Θηβαίοι συνήθιζαν να αφήνουν ελεύθερους όσους έπαιρναν αιχμαλώτους, παίρνοντας χρηματικά λύτρα, αλλά τιμωρούσαν με θάνατο τους Βοιωτούς φυγάδες. Όταν άλωσε το πόλισμα των Σικυωνιών Φοιβία, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι Βοιωτοί φυγάδες, τους άφησε εγκαταλειμμένους, κατονομάζοντας στον καθένα τους όποια άλλη πατρίδα τύχαινε»(19).


Εικόνα 19: Άποψη της νοτιοδυτικής απόληξης του υψιπέδου της Θέκριζας, επί του οποίου εκτεινόταν ένας αρχαίος οικισμός, που πιθανόν να ταυτίζεται με το Σικυώνιο πόλισμα της Φοιβίας. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η θέση του εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας.

Το συγκεκριμένο πόλισμα αναφέρεται και από τον Πρωτοβυζαντινό συγγραφέα Στέφανο Βυζάντιο (5ος αιώνας μ.Χ.) στο περίφημο λεξικό του με τον τίτλο «Εθνικά», στο οποίο αναγράφεται και άλλη μία αρχαία κώμη της Σικυωνίας με κάπως ομόηχη ονομασία. Οι σχετικές καταχωρίσεις έχουν όπως παρακάτω:

«Φοιβία, πόλισμα Σικυωνίων, το εθνικόν Φοίβιος ή Φοιβιανός.
Βουφία, κώμη της Σικυωνίας. Έφορος (κγ’), το εθνικόν Βουφιεύς»(20).

Σύμφωνα με την εκτίμηση έγκριτων μελετητών οι δύο αρχαίοι Σικυώνιοι οικισμοί ταυτίζονται, με βάση την παραπομπή του Στέφανου Βυζάντιου στο βιβλίο 23 (κγ’) της «Παγκόσμιας Ιστορίας» του ιστοριογράφου Έφορου (4ος αιώνας π.Χ.), που πραγματεύεται τη δεύτερη εκστρατεία του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο το 369/368 π.Χ., η οποία συμπίπτει με την αφήγηση του Παυσανία για την κατάληψη της Φοιβίας. Η δε τυπολογική διαφορά μεταξύ των δύο ονομασιών θεωρείται ότι αντανακλά μία παραφθορά μίας εξ’ αυτών, οφειλόμενη σε μία μετάθεση των συμφώνων «φ» και «β» εντός της λέξεως, ενώ η πρώτη συλλαβή της επωνυμίας «Βουφία», ίσως να ετυμολογείται από το όρο «βούς (βόδι)».

Πριν την διατύπωση της υπόψη πρότασης από τον Γιάννη Λώλο, οι παλαιότεροι ιστορικοί ερευνητές ισχυρίζονταν πως η Φοιβία ή Βουφία βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού χωριού Κούτσι Νεμέας και ειδικότερα περί το ύψωμα Παλαιοκαστράκι ή Κάστρο της κορυφογραμμής του όρους Τρικάρανον, όπου είχαν επισημανθεί τα λείψανα ενός μικρού αρχαίου οχυρού. Το κύριο επιχείρημα αυτής της εκδοχής ήταν ότι αυτή η τοποθεσία κείτεται πλησίον της οδού από τη Σικυώνα προς την Αρκαδία μέσω του Φλιάσιου πεδίου, ένα δρομολόγιο που φέρεται να είχε ακολουθήσει ο Επαμεινώνδας σταματώντας στη Νεμέα, κατά την πορεία του προς τη Μαντινεία. Ωστόσο, το Παλαιοκαστράκι δεν ανήκει στην περιφέρεια της αρχαίας Σικυώνιας χώρας και εντάσσεται στην επικράτεια του Φλιούντα, που τα πολεοδομικά κατάλοιπά του εντοπίζονται μόλις 4 χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά. Επιπρόσθετα, εκτός από την οχύρωση δεν έχουν ανακαλυφθεί άλλες παρακείμενες κτιριακές εγκαταστάσεις, έτσι ώστε να δικαιολογείται η ύπαρξη ενός πολίσματος. Αντίθετα, ο Σικυώνιος οικισμός της Θέκριζας, παρουσιάζεται πλέον ως πιο κατάλληλος για να αντιστοιχιστεί με την κώμη της Φοιβίας ή Βουφίας της ύστερης Κλασσικής περιόδου, τόσο επί πραγματικής βάσεως λόγω των επιβεβαιωμένων οικοδομικών θεμελιώσεων και των σαφών ενδείξεων πολιτικοθρησκευτικής δραστηριότητας, όσο και από χρονολογικής άποψης σύμφωνα με την εξιστόρηση του Παυσανία.




Εικόνα 20: Θραύσματα από κεραμίδια οροφής(1) και λαβή από ένα αγγείο(2), όπως φωτογραφήθηκαν επιτόπου εντός αμπελώνα στο πλάτωμα της Θέκριζας.


Αναμφίβολα το υψίπεδο της Θέκριζας Κρυονερίου αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές θέσεις της Σικυώνιας χώρας, η οποία εκτιμάται ότι ακόμα κρύβει στα σπλάχνα της πολλά μυστικά της τοπικής ιστορίας. Όμως απαιτείται επειγόντως η προστασία και ανάδειξη του υφιστάμενου κρηπιδώματος του εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας και των διατηρούμενων οικοδομικών καταλοίπων της αρχαίας πολίχνης, καθώς κινδυνεύουν να υποστούν ανεπανόρθωτες φθορές, είτε από τυχόν ανεξέλεγκτες παράνομες εκσκαφές τυχόν επίδοξων αρχαιοκάπηλων, είτε από μία ενδεχόμενη εκχέρσωση των ανεκμετάλλευτων εδαφών για γεωργικούς σκοπούς. Η ανάληψη μίας επιστημονικής έρευνας και συστηματικής ανασκαφής στα ακαλλιέργητα εδάφη ενδεχομένως να αποφέρει ουσιώδη ευρήματα, που να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση των κατοίκων και την ταυτότητα του οικισμού. Μάλιστα αυτή η ενέργεια ίσως να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος να καταστεί ένα ελκυστικό αξιοθέατο της ορεινής Κορινθίας


Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης του πύργου είναι 377683/4204104.

2. Ο Ευστάθιος Στίκας παραθέτει ότι τα αγγειακά θραύσματα που εντόπισε ανάγονται πιθανώς στα τέλη της Ελληνιστικής ή στις αρχές της Ρωμαϊκής εποχής, δηλαδή περί το 150–31 π.Χ., αλλά η γνωμοδότησή του αναθεωρήθηκε μετά τα πρόσφατα αρχαιολογικά δεδομένα από τη θέση της Θέκριζας.

3. Οι οχυρώσεις και τα διατηρούμενα μνημειακά κατάλοιπα της αρχαίας Στυμφάλου περιγράφονται στο σχετικό άρθρο του γράφοντος Αφιέρωμα στην αρχαία Στύμφαλο (μέρος Β’) /Γεώργιος Λόης/21 Ιανουαρίου 2017.

4. Βλέπε την εικόνα 24 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

5. Η περίμετρος του αρχαίου οικισμού προσδιορίζεται κατά προσέγγιση από τις γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) 377702/4204211, 377664/4204230, 377689/4204278, 377705/4204308, 377713/4204334, 377718/4204366, 377744/4204379, 377775/4204380, 377827/4204389, 377863/4204368, 377892/4204337, 377915/4204326, 377943/4204315, 377927/4204282, 377906/4204254, 378006/4204211, 377987/4204172, 377943/4204167, 377930/4204174, 377896/4204169, 377825/4204127, 377776/4204125, 377759//4204137, 377724/4204190.

6. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) της θέσης των κτιριακών καταλοίπων είναι 377902/4204186 (1ο κτίσμα), 377901/4204182 (2ο κτίσμα) και 377881/4204223 (3ο κτίσμα).

7. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) των βορειοανατολικών άκρων των τριών αναλημματικών τοίχων είναι 377915/4204182, 377874/4204221 και 377936/4204177, σε αντιστοίχιση με τα αναφερόμενα μήκη τους.

8. Ο σκύφος και η κοτύλη ήταν είδη παρόμοιων ανοιχτών ευρύστομων δοχείων με δυο λαβές (δίωτα).

9. Ο κάλαθος ήταν ανοιχτό κυλινδρικό αγγείο με οριζόντιες λαβές στο χείλος του, που έμοιαζε να αντιγράφει το σχήμα καλαθιού, ενώ ο κρατήρας είχε συνήθως στρογγυλό σώμα, ευρύ στόμιο, βαριά βάση και πλευρικές λαβές.

10. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) του πιθανολογούμενου ιερού είναι 377926/4204298.

11. Οι τέσσερις στήλες περιλαμβάνουν από δεκαεπτά ονόματα εκάστη, ενώ στην τελευταία δεξιά αναγράφονται πέντε.

12. Οι επεξηγήσεις των αρχαίων λέξεων προέρχονται από το «Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Αρχαίας – Μεσαιωνικής – Νέας», Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα, 2013.

13. Ιούλιος Πολυδεύκης (Pollux), «Ονομαστικόν», κεφάλαιο 7, στίχος 151: «καὶ τὸ μὲν ξύλον ἐν ᾧ τοὔλαιον πιέζεται ὄρος,….».

14. Βαλέριος Αρποκρατίων, «Λεξικόν των δέκα ρητόρων», λήμμα «ὄρον»: «σκεῦός τι γεωργικὸν, ὡς Ἰσαῖος ἐν τῷ κατὰ Διοκλέους ὑποσημαίνει. μήποτε μέντοι τὸ ὄρον παρά τε Αἰσχύλῳ ἐν Κερκύονι καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἐπικλήρῳ σημαίνει ξύλον τι, ᾧ τὴν πεπατημένην σταφυλὴν πιέζουσιν».

15. Ο αριθμός καταχώρισης της Βοιωτικής επιγραφής είναι SEG XXIV 361 και παρουσιάζεται στο άρθρο «Two Notes on Possible Hestiatoria», Richard Allan Tomlinson, The Annual of the British School at Athens, Vol. 75, pp. 221-228, London, 1980.

16. Δωσιάδας, αποσπάσματα FGrHist III B 458 F2 («Αθηναίος», IV, 143, A): «Περὶ δὲ τῶν Κρητικῶν συσσιτίων Δωσιάδας ἱστορῶν ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν Κρητικῶν, γράφει οὕτως·Οἱ δὲ Λύκτιοι συνάγουσι μὲν τὰ κοινὰ συσσίτια οὕτως. Ἕκαστος τῶν γινομένων καρπῶν ἀναφέρει τὴν δεκάτην εἰς τὴν ἑταιρίαν καὶ τὰς τῆς πόλεως προσόδους…. Εἰσὶ δὲ πανταχοῦ κατὰ τὴν Κρήτην οἶκοι δύο ταῖς συσσιτίαις, ὧν τὸν μὲν καλοῦσιν ἀνδρεῖον….».

17. Οι σχετικοί κανονισμοί των Κλυτίδων αναγράφονται σε μία επιγραφή, που δημοσιεύεται στο σύγγραμμα «Lois sacrées des cités grecques», Franciszek Sokolowski, «Travaux et mémoires des anciens membres étrangers de l'École et de divers savants», fasc. 18, pp. 212–214, no 118, E. de Boccard, Paris, 1969.

18. Οι άλλοι επώνυμοι κατοικημένοι τόποι της Σικυωνίας που αναφέρονται στις πηγές είναι η Τιτάνη, η Γονούσσα (Γονόεσσα), η Εφύρα, η Θυαμία, η Επιείκια, οι Δειραίς (Δεραίς), και οι Πλαταιαί.

19. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», IX (Βοιωτικά), κεφάλαιο 15, εδάφιο 4: «ὡς δὲ βοιωταρχεῖν αὖθις ᾕρητο καὶ στρατῷ Βοιωτῶν ἀφίκετο αὖθις ἐς Πελοπόννησον, ἐκράτησε μὲν περὶ Λέχαιον Λακεδαιμονίους μάχῃ, σὺν δέ σφισιν Ἀχαιῶν Πελληνέας καὶ Ἀθηναίων οὓς Χαβρίας ἦγεν ἐξ Ἀθηνῶν. Θηβαίοις δὲ ἦν καθεστηκὸς τοὺς μὲν ἄλλους, ὁπόσους αἰχμαλώτους ἕλοιεν, ἀφιέναι χρημάτων, τοὺς δὲ ἐκ Βοιωτῶν φεύγοντας ζημιοῦν θανάτῳ: πόλισμα οὖν ἑλὼν Σικυωνίων Φοιβίαν, ἔνθα ἦσαν τὸ πολὺ οἱ Βοιώτιοι φυγάδες συνηγμένοι, ἀφίησι τοὺς ἐγκαταληφθέντας, ἄλλην σφίσιν ἣν ἔτυχε πατρίδα ἐπονομάζων ἑκάστῳ».

20. «Stephani Byzantini Gentilia per epitomen, antehac Περὶ πόλεων, De urbibus inscripta», Abrahamus Berkelius, p. 241 & 742, Lugduni Batavorum (Leiden), 1688.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Επιγραφαί της Σικυωνίας», Αναστάσιος Ορλάνδος, Ελληνικά 10 (1937–1938), σελίδες 5–8.

2. «Περί των εν θέσει “Τζαμί” της Σικυωνίας ανασκαφών», Ευστάθιος Στίκας, «Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας των ετών 1941–1944», σελίδες 61–63, εν Αθήναις, 1947.

3. «Σικυών η ευδαίμων (Η ιστορία της αρχαίας Σικυώνας από τα μυθικά χρόνια ως το 146 π.Χ.)», Νίκος Γ. Αντωνίου, τόμος Α’, σελίδες 59–60, εκδόσεις Καταγράμμα, Κιάτο, 1992.

4. «Α bronze inscribed tablet from the Sikyonian countryside a reappraisal», Lolos Yannis, in «Studies in Greek epigraphy and history in honor of Stephen V. Tracy», pp. 275–393, Ausonius Editions – Études 26, Paris, 2010.

5. «Land of Sicyon: Archaeology and history of a Greek city-state», Lolos Yannis, Hesperia Suppl. 39, pages 244–246, 310–311, 320, 405–408, 451–452 (appendix I, HS–54) & 539 (appendix I, DS–10), American School of Classical Studies at Athens, 2011, Athens.

6. «Το Κλημέντι Κορινθίας (Ιστορία – Λαογραφία)», Κωνσταντίνος Γ. Κελλάρης, σελίδες 100–103, εκδόσεις Lithos, Κιάτο, 2016.

7. «Η δόξα της αρχαίας και νέας Σικυώνας», Γεώργιος Ν. Κασκαρέλης, σελίδα 12, Εκδόσεις Ίσθμιον, Κιάτο, 2017.

8. «Οι ψυχές των τόπων. Οδοιπορικό σε μίαν άλλη Κορινθία», Κώστας Παππής, σελίδες 15–51, εκδόσεις Βασδέκη, Αθήνα, 2019.

9. http://extras.ha.uth.gr/sikyon/gr/ Έρευνα Αρχαίας Σικυώνας.

10. http://costaspappis.blogspot.com/ Φρυκτωρίες: Η επιβεβαίωση!


Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικ
ό



Εικόνα 21: Άποψη της διατηρούμενης λιθόκτιστης θεμελίωσης του εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας στη θέση «Τζαμί» Θέκριζας Κρυονερίου από τα βορειοανατολικά.



Εικόνα 22: Η ανατολική γωνία της λιθόκτιστης θεμελίωσης του αρχαίου πύργου της Θέκριζας, ο οποίος ανάγεται στην Κλασσική εποχή.




Εικόνα 23: Άποψη του κάμπου του Κλημεντοκαισαρίου, όπως παρατηρείται από τη θέση του αρχαίου εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας της Θέκριζας. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται ο ορεινός όγκος της Ζήρειας (όρος Κυλλήνη).



Εικόνα 24: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής, όπου καταδεικνύεται η οπτική επαφή του εποπτικού πύργου – φρυκτωρίας της Θέκριζας με τις γειτονικές αρχαίες οχυρώσεις.




Εικόνα 25: Αναλημματικός τοίχος στην τοποθεσία της Θέκριζας, κατασκευασμένος από αρχαίο οικοδομικό υλικό.




Εικόνα 26: Τετραγωνισμένος αρχιτεκτονικός δόμος εντός ακαλλιέργητου αγροτεμαχίου, προερχόμενος από κάποιο κτίσμα του αρχαίου οικισμού της Θέκριζας.



Εικόνα 27: Κατάλοιπα της θεμελίωσης ενός αρχαίου κτίσματος από τον οικισμό της Θέκριζας των ύστερων Αρχαϊκών/Κλασσικών χρόνων.



Εικόνα 28: Διάσπαρτα αρχαία κεραμικά θραύσματα εντός πρόσφατης αμπελοκαλλιέργειας στο πλάτωμα της Θέκριζας.

Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ