Σε ένα υψηλό βραχώδη λόφο και σε μια ημιορεινή άγονη και με δύσκολη πρόσβαση περιοχή, στο Γαλατά Πεδιάδος, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως ένα Μινωικό ανάκτορο διαφορετικό από τα άλλα.
Τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη του ανακτόρου είναι ότι υπάρχει σύνδεση με τα μυκηναϊκά ανάκτορα και συγκεκριμένα με την κεντρική αίθουσα των μεγάλων μυκηναϊκών ανακτόρων γεγονός που προκύπτει από τη μεγάλη κεντρική εστία η οποία περικλείεται από κίονες.
Το ανάκτορο του Γαλατά είναι αρχαιολογικός χώρος της μινωικής εποχής κοντά στο χωριό Γαλατάς του δήμου Μινώα Πεδιάδας, στην κεντρική Κρήτη. Είναι κτισμένο στην κορυφή λόφου και χρονολογείται από τον 17ο αιώνα π.Χ. Ανασκάφηκε την περίοδο 1992-2005.
Τοποθεσία και περιγραφή
Η ανασκαφή βρίσκεται στο βόρειο άκρο του βραχώδους λόφου Γαλατιανή Κεφάλα, περίπου 700 μέτρα νότια από το χωριό Γαλατάς, δυτικά του δρόμου προς Αρχοντικό. Το συγκρότημα των μινωικών ανακτόρων βρίσκεται σε ύψος πάνω από 400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο εγγύτερος μεγάλος οικισμός είναι το Αρκαλοχώρι, τρία χιλιόμετρα νοτιοανατολικά. Στα μινωικά χρόνια υπήρχε λατρευτικό σπήλαιο στον λόφο Άγιος Ηλίας, στο οποίο βρέθηκαν πολλά αναθήματα, συμπεριλαμβανομένου του χάλκινου διπλού πέλεκυ του Αρκαλοχωρίου. Σε σχέση με άλλα μινωικά ανάκτορα στην κεντρική Κρήτη βρίσκεται 10 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από Αρχάνες, 15.5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την Κνωσό και 41,5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Φαιστού.
Το παλάτι του Γαλατά χτίστηκε αμέσως βόρεια του ύψους 435 μέτρων υψηλότερου σημείου της Γαλατιανής Κεφάλας. Τα κτίρια και η διαστάσεων 16ο × 32 μέτρων πλακόστρωτη κεντρική αυλή, η τέταρτη μεγαλύτερη μετά την Κνωσό, τα Μάλλια και τη Φαιστό, είναι χτισμένη περίπου σε κατεύθυνση βορρά-νότου, με τον μινωικό οικισμό να εκτείνεται κάτω από το λόφο προς τα νοτιοανατολικά. Ο λόφος είναι απότομος προς τα δυτικά.
Υπάρχει ένα ρυάκι που στα βόρεια συμβάλλει στον Αστρακιανό ποταμό, ο οποίος με τη σειρά του ρέει στον ποταμό Καρτερό, ο οποίος εκβάλει στο Αιγαίο στην Αμνισό. Από το αρχικό κτήριο με τις 4 πτέρυγες που περιβάλλει την κεντρική αυλή, η ανατολική πτέρυγα διατηρείται καλύτερα. Στο βορρά, η κεντρική αυλή οριοθετείτε από μια πρόσοψη από ξεστή τοιχοποιία. Περίπου 50 από τους πέτρινους ογκόλιθους που έχουν διατηρηθεί έχουν σημάδια τοιχοποιίας. Ένα ειδικό χαρακτηριστικό είναι η 3 × 1.5 μέτρων κεντρική εστία σε ένα δωμάτιο με τέσσερις κίονες στην ανατολική πτέρυγα. Κάτω από το στρώμα της τέφρας υπήρχαν θραύσματα μιας τοιχογραφίας που έδειχνε μέρος ενός τοπίου.
Ιστορία
Προστατευόμενη περιοχή στη βόρεια πτέρυγα
Αναφορές λαθροανασκαφών οδήγησαν στην ανακάλυψη του χώρου το χειμώνα του 1991/1992 και στις πρώτες εξερευνητικές ανασκαφές στη Γαλατιανά Κεφάλα. Δύο χρόνια μετά την έναρξη των συστηματικών ανασκαφών στον Γαλατά το 1995 υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Ρεθυμιωτάκη, ανακοινώθηκε η ανακάλυψη ενός νέου Μινωικού ανακτόρου το 1997.
Ωστόσο, οι πρώτες ανθρώπινες δραστηριότητες στη Γαλατιανή Κεφάλα χρονολογούνται από την πρώιμη Μινωική περίοδο. Τα πρώτα αρχιτεκτονικά στοιχεία προέρχονται από τη Μινωική περίοδο ΜΜΙΒ, όταν ένας μικρός οικισμός κατέλαβε το βόρειο τμήμα του λόφου. Στα ερείπια αυτού του πρωτο-ανακτορικού οικισμού, χτίστηκε τη μεσομινωική περίοδο III Β, στο 17ο αιώνα π.Χ., ένα μνημειώδες ανάκτορο ως το επίκεντρο ενός αστικού κέντρου έκτασης πάνω από 70.000 m².
Στην αρχή της ύστερης μινωικής φάσης ΥΜΙΑ, το κτίριο έχασε τον ανακτορικό του χαρακτήρα και καταστράφηκε από σεισμό στο τέλος αυτής της περιόδου. Ως αστικό κέντρο της περιοχής, ο οικισμός συνεχίστηκε να κατοικείται, αλλά στο τέλος της ύστερης Μινωικής περιόδου ΙΒ καταστράφηκε από φωτιά. Μόνο στα τέλη της Μινωικής περιόδου ΥΜ III Α2 έως ΥΜ III Β και ξεκίνησαν πάλι οι κατασκευαστικές εργασίες σε τμήματα των κατεστραμμένων νεοανακτορικών κτιρίων.
Η ιδιαίτερη σημασία του ανακτόρου του Γαλατά είναι ότι χτίστηκε σε μία μόνο περίοδο, την νεοανακτορική περίοδο, ενώ τα άλλα μινωικά ανάκτορα της Κρήτης υπήρχαν και προγενέστερα, την παλαιοανακτορική περίοδο. Επιπλέον, έχασε τη λειτουργία του ως έδρα του πολιτικού κέντρου ελέγχου της περιοχής στις αρχές της υστερομινωικής περιόδου. Ολόκληρες περιοχές του παλατιού εγκαταλείφθηκαν ή τροποποιήθηκαν για άλλες χρήσεις. Αντιθέτως, οι οικιστικές περιοχές παρέμειναν σε χρήση. Ο Ρεθυμιωτάκης πιστεύει ότι ολόκληρη η περιοχή γύρω από το Παλάτι του Γαλατά επλήγη από ξαφνική κρίση, βασιζόμενη σε κάποια στοιχεία από την περιοχή, όπως ευρήματα από το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου. Η καταστροφή του αστικού οικισμού από πυρκαγιά στο τέλος της ΥΜΙΒ συσχετίζεται με την καταστροφή σε ολόκληρο το νησί μεταξύ 1500 και 1430 π.Χ. και δείχνει τη μυκηναϊκή κατάκτηση της Κρήτης.
Ο μεγάλος αριθμός των σκευών και των λίθινων εργαλείων ο οποίος βρέθηκε στους χώρους του ανακτόρου τεκμηριώνει την ανάπτυξη εξειδικευμένης τροφοπαρασκευαστικής δραστηριότητας σε βιοτεχνικό επίπεδο. Για λόγους τους οποίους αγνοούν οι ερευνητές, το ανάκτορο του Γαλατά εγκαταλείφθηκε στην περίοδο της ακμής του νεοανακτορικού πολιτισμού. Οι ανασκαφείς του εικάζουν ότι αυτή η εγκατάλειψη, η οποία αποτέλεσε ένα καθαρά τοπικό γεγονός, θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον πλούτο της περιοχής, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από ευρήματα του γειτονικού σπηλαίου του Αρκαλοχωρίου.
Το ανάκτορο του Γαλατά έχει συνολική έκταση μαζί με τις εξωτερικές αυλές και τους δρόμους τέσσερα στρέμματα, σχεδόν όσο και το ανάκτορο της Ζάκρου. Τα πρώτα τμήματα υπολογίζεται ότι κτίστηκαν κατά τη Μεσομινωική περίοδο (1700-1650 π.Χ.), ενώ το ολοκληρωμένο ανακτορικό συγκρότημα κατασκευάστηκε λίγο αργότερα, την εποχή της ακμής των νέων ανακτόρων (1650-1600 π.Χ.).
Η ήδη υπάρχουσα ανατολική πτέρυγα ανακατασκευάστηκε, προστέθηκε το μαγειρείο, διαμορφώθηκαν λιθόστρωτοι δρόμοι στα νοτιοανατολικά και τη κεντρική αυλή, κατασκευάστηκε η δυτική πτέρυγα. Κατά το 1600 με 1500 π.Χ. άρχισε η παρακμή και τότε το συγκρότημα δέχτηκε την εισβολή τρωγλοδυτών. Κατά την περίοδο που ακολούθησε το κτήριο ερειπώθηκε.
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Με πληροφορίες από το ://iscreta.gr/