Μινωικοί «αποθέτες θεμελίωσης»

                                                                                              

Φωτο από  ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ 

 Μινωική Κρήτη Μινωικοί «αποθέτες θεμελίωσης» Eννοιολογικός προσδιορισμός, βασικά χαρακτηριστικά και σημασία03       
 Στον Λευτέρη Πλάτωνα

Οι κατασκευασμένες, επιλεκτικές ή ειδικές (εν)αποθέσεις ανθρωπογενών πρακτικών (σημ. 1) απασχολούν την ευρωπαϊκή αρχαιολογία από τη δεκαετία του 1980, στο πλαίσιο της, κατά το δυνατόν, πληρέστερης κατανόησης των κοινωνιών του παρελθόντος (σημ. 2).


 Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνόγλωσση Προϊστορική Αρχαιολογία η λέξη (εν)απόθεση αντιστοιχεί άλλοτε σε συσσώρευση μορφοποιημένων κινητών αντικειμένων και άλλοτε σε αρχαιολογικό στρώμα με ομοιογενή ρυθμολογικά τέχνεργα της ίδιας χρονολογικής περιόδου ή φάσης (σημ. 3). Ομοίως, ο όρος αποθέτης δεν έχει πάντοτε σαφή σημασία και χρήση, γι’ αυτό και συχνά περιγράφεται ως θήκη, κρύπτη, κασέλα, κίστη, τσέπη, φωλιά (σημ. 4). Σε γενικές, πάντως, γραμμές, αναφέρεται σε μια πυκνή και προπάντων σκόπιμη και μη ανακτήσιμη, πρωτογενή ή δευτερογενή, συσσώρευση τεχνέργων, που έχει εναποτεθεί σε οριοθετημένους ή υποτυπωδώς διαμορφωμένους υπόγειους και μη προσβάσιμους χώρους (σημ. 5). Κατά συνέπεια, η περίφραση αποθέτης θεμελίωσης αναφέρεται σε μία ειδική κατηγορία σταθερών κατασκευών με αυτόνομη ερευνητική αξία και ερμηνευτική δυναμική (σημ. 6), που σχετίζεται με τη στοχευμένη και κοινωνικά οργανωμένη εναπόθεση πολυποίκιλων φυσικών και υλικών αγαθών στις τάφρους θεμελίωσης και τους «μεταβατικούς» χώρους (κατώφλια, θύρες, τοιχοποιίες) των κτηρίων (σημ. 7).



Εικ. 1. Τυπικά, στους μεσοποταμιακούς αποθέτες θεμελίωσης, ειδώλια «κανηφόρων» (Ellis 1968, εικ. 22, 23).


Συχνά, στο πλαίσιο ενός διορθωτικού επανεστιασμού της έρευνας, αντί του εδραιωμένου στη βιβλιογραφία όρου αποθέτης θεμελίωσης (σημ. 8), προτείνονται διάφοροι άλλοι, όπως αναθηματικός-αφιερωματικός (σημ. 9) ή κτηριακός αποθέτης (σημ. 10), οι οποίοι υποτίθεται περιλαμβάνουν (μικρο)αποθέσεις σε ολόκληρο τον φέροντα οργανισμό ενός οικοδομήματος και όχι μονάχα στα θεμέλιά του (σημ. 11). Άλλοτε, πάλι, αυτές οι αποθέσεις χαρακτηρίζονται ως επιτοίχιες (wall deposits), υποδαπέδιες-ενδοδαπέδιες (sub/under – in floor deposits) (σημ. 12), ή ακόμη και ως αρχαιολογικά (μικρο)περιβάλλοντα της τοιχοποιίας ή μεταξύ των τοιχοδομιών (in wall – between wall contexts) (σημ. 13). Πάντως, παρά την ασυμφωνία στο επίπεδο της ορολογίας, κοινός τόπος των παραπάνω δηλωτικών εκφράσεων και εννοιών είναι η περιγραφή ενός μη ορατού, διακοσμητικού και χρηστικού locus occultus που, καθώς δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί και να παραβιαστεί, διαφυλάσσει, σαν χρονοθύλακας (σημ. 14), μια πράξη εμπιστοσύνης στο μέλλον, η οποία επιβιώνει, έστω με τη μορφή πρόληψης, ώς τις μέρες μας (σημ. 15).




Εικ. 2. Σχεδιαστική αναπαράσταση κτιστών μεσοποταμιακών αποθετών θεμελίωσης, σε όψη και τομή (Ellis 1968, σ. 21).

Μέχρι στιγμής, έχουν ταυτιστεί αρκετοί μινωικοί αποθέτες θεμελίωσης (σημ. 16). Ο πραγματικός αριθμός τους, ωστόσο, παραμένει άγνωστος, γεγονός που οφείλεται στην περιορισμένη αρχαιολογική τους «ορατότητα» στο πεδίο, στα πενιχρά ή συγκεχυμένα ανασκαφικά δεδομένα, καθώς επίσης στην απουσία σχετικών γραπτών πηγών και καλλιτεχνικών απεικονίσεων (σημ. 17). Πρώτος ο A. Evans, χαρακτήρισε ως αποθέτη θεμελίωσης ένα λίθινο κιβωτίδιο με πολύτιμες πρώτες ύλες, που είχε τοποθετηθεί κάτω από τον βόρειο τοίχο της Νότιας Οικίας στην Κνωσό (σημ. 18). Εξάλλου, στο ίδιο το «ανάκτορο» φαίνεται πως υπάρχουν αρκετοί αποθέτες θεμελίωσης που δεν ερμηνεύτηκαν ευθύς εξαρχής ως τέτοιοι (σημ. 19). Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο αποθέτης στο Δωμάτιο με τις Λεκανίδες (Vat Room Deposit) (σημ. 20) και τα Ιερά Θησαυροφυλάκια (Temple Repositories) (σημ. 21), οι ταφονομικές συνθήκες και τα ευρήματα των οποίων υπαινίσσονται το ενδεχόμενο δημιουργίας τους στο πλαίσιο μίας επιλεκτικής τελετουργικής πράξης, πιθανόν με αφορμή κάποια φάση μετασκευής του «ανακτόρου» (σημ. 22). Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνεύονται το περιεχόμενο ενός λάκκου στο Δωμάτιο 46α, πίσω από την Αίθουσα του Θρόνου (σημ. 23), καθώς και άλλες «επιλεκτικές»-«ειδικές» (εν)αποθέσεις τόσο στο κνωσιακό «ανάκτορο» όσο και σε οικίες στην ευρύτερη περιοχή του (σημ. 24). Γεγονός είναι, πάντως, ότι στα περισσότερα, μέχρι στιγμής γνωστά, μινωικά «ανάκτορα» έχουν αποκαλυφθεί περισσότεροι του ενός αποθέτες θεμελίωσης (σημ. 25). Αποθέτες αυτού του τύπου έχουν επίσης εντοπιστεί (σημ. 26) σε (αγρ)επαύλεις ‒Νίρου Χάνι (σημ. 27), Αγία Τριάδα (σημ. 28)‒, οικίες πόλεων ‒Καστέλι Χανίων (σημ. 29), Κνωσός (σημ. 30), Κομμός (σημ. 31), Μόχλος (σημ. 32), Παλαίκαστρο (σημ. 33), Πετράς (σημ. 34)‒, μνημειώδεις τάφους ‒Πύργος (σημ. 35), Βωρού (σημ. 36), Σίσι (σημ. 37)‒, στο ιερό κορυφής του Γιούχτα (σημ. 38) και σε εγγειοβελτιωτικό έργο στις Χοιρόμανδρες της Ζάκρου (σημ. 39).


Εικ. 3. Η μέχρι στιγμής αρχαιότερη προσφορά θεμελίωσης στον ελλαδικό χώρο, από οικία της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου (Gallis 1985, πίν. XV).



Η μέχρι τώρα μελέτη των μινωικών αποθετών θεμελίωσης έχει δείξει ότι το πλήθος τους σε ένα κτήριο δεν είναι σταθερό, ενώ τόσο η μορφή όσο και το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από ποικιλία (σημ. 40). Στην τελευταία αναγνωρίζονται, ως «σταθερότυποι», η αριθμητική υπεροχή των, συχνά ανεστραμμένων (σημ. 41), άωτων κωνικών κυπέλλων και πρόχων, καθώς και η παρουσία υπολειμμάτων από αιματηρές, αναίμακτες και έμπυρες θυσίες (σημ. 42). Η χρονολόγηση, επίσης, των περισσότερων από τους αποθέτες αυτούς στην ταραχώδη, από τις επάλληλες φυσικές καταστροφές, ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ περίοδο, ίσως δεν είναι τυχαία (σημ. 43).


Εικ. 4. Κάτοψη του προανακτορικού αποθέτη θεμελίωσης στο ανάκτορο των Μαλίων (Pelon 1986, εικ. 5).


Όσον αφορά στη λειτουργία τους, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, δίχως, ωστόσο, η μία να αναιρεί την άλλη (σημ. 44). Γεγονός είναι ότι η πράξη της σκόπιμης απόθεσης στα οργανικά μέρη ενός οικοδομήματος, όπως η θεμελίωση, η τοιχοποιία και το δάπεδο, εκπορεύεται, σε μεγάλο βαθμό, από την επιθυμία και επιδίωξη του ανθρώπου να εξασφαλίσει για τα κτήριά του τη μέγιστη δυνατή προστασία και μακροζωία (σημ. 45). Η συγκεκριμένη πρακτική κατευθύνεται από την αρχέγονη συμπεριφορική φόρμουλα της απόκρυψης, βασικό ιδεοκίνητρο του «μαγικοθρησκευτικού» συστήματος αξιών ήδη από την εποχή των πρώτων (ημι)μόνιμων (προ)αγροτικών εγκαταστάσεων (σημ. 46). Η απόκρυψη αντικειμένων και συνάμα προσωπικών ή δημόσιων μηνυμάτων εγγράφεται στη σφαίρα τελετουργικών και συμβολικών παραδόσεων που όμως δεν είναι τόσο ορατές, όπως αυτές που σχετίζονται, για παράδειγμα, με το θάνατο.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι αποθέτες θεμελίωσης συνιστούν την έμπρακτη προβολή της έμφυτης ανάγκης του ανθρώπου για υπέρβαση των δυνατοτήτων του και «χειραγώγηση» των φυσικών δυνάμεων μέσα από μιμητικές και επαναλαμβανόμενες πράξεις που περιλαμβάνουν ποικίλα υλικά και λεκτικά σύμβολα. Η επανάληψη της ίδιας τελετουργικής συνταγής, με αφορμή, συνήθως, μια αλλαγή-σταθμό στον κύκλο της ζωής ενός κτηρίου, προϋποθέτει ένα αυστηρό μηχανιστικό και αιτιοκρατικό πλαίσιο, που βασίζεται στη δυϊστική αντίληψη διαίρεσης του κόσμου σε ένα ορατό-υλικό και ένα αόρατο-πνευματικό επίπεδο (σημ. 47). Το δεύτερο αιτιολογεί ανεξήγητες, εν δυνάμει επικίνδυνες καταστάσεις, όπως είναι ο θάνατος και τα φυσικά φαινόμενα, τις οποίες καλούνται να υπερβούν και κυρίως να ελέγξουν και να εξευμενίσουν δεδομένες «μαγικοθρησκευτικές» (σημ. 48) τελετουργίες.

Εικ. 5. O YM IB αποθέτης θεμελίωσης στο Δωμάτιο 50 του ανακτόρου της Φαιστού (Boulotis 1982, πίν. 14:3, 4).


Στο πλαίσιο αυτό, αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως οι πρόχοι (σημ. 49) και τα άωτα κωνικά κύπελλα, μετατρέπονται σε προσφορές και μεταμορφώνονται σε φορείς της ανταπόκρισης των ανώτερων δυνάμεων στο αίτημα του ενεργούντος. Παράλληλα, το πλήθος των άωτων κωνικών κυπέλλων, ίσως υπαινίσσεται την, πραγματική ή συμβολική, παρουσία του πλήθους και την, κατά περίπτωση και υπό προϋποθέσεις, κοινοτική προσέγγιση του υπερφυσικού, ειδικά σε περιπτώσεις θεμελίωσης ή ανακαίνισης «ανακτόρων» (σημ. 50). Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η τελετουργία της θεμελίωσης έχει αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα αμιγέστερα στοιχεία μαγείας διεισδύουν, συνήθως, στα λαϊκότερα στρώματα μιας κοινωνίας και επιβιώνουν στο περιθώριο της επίσημης θρησκείας, με την οποία, ωστόσο, διατηρούν μια δυσδιάκριτη, παραπληρωματική σχέση συμβίωσης (σημ. 51). Πέρα από το ζήτημα των ορίων ανάμεσα στη θρησκεία και τη μαγεία (σημ. 52), γεγονός είναι ότι το σύστημα της επίσημης μινωικής λατρείας (σημ. 53) εμπεριέχει στοιχεία μαγικών πρακτικών, εμφανή σε συγκεκριμένες εικονιστικές και υλικές μαρτυρίες (σημ. 54).

Πρόσφατα, διατυπώθηκε η άποψη ότι οι μινωικοί αποθέτες θεμελίωσης αντανακλούν την προσπάθεια του ανθρώπου να ενδυναμώσει τους δεσμούς του με το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον του, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ομαλή αποδοχή του δεύτερου από το πρώτο (σημ. 55). Ενώ πιθανός θεωρείται και ο αναμνηστικός ρόλος τους, ειδικότερα όταν εγγράφονται σε «ανακτορικές» συνάφειες και εμπεριέχουν κατάλοιπα από τη διεξαγωγή επιτόπιων «μαγικοθρησκευτικών» τελετουργιών (σημ. 56). Ενδεικτικά αναφέρονται οι Λάκκοι του Αγίου Αντωνίου στη Ζάκρο, όπου ως αντικείμενο αυτών των τελετουργιών έχει πολύ εύστοχα θεωρηθεί η αναθηματική απόθεση υλικού από την εκκαθάριση κάποιου σημαντικού κτηρίου, ίσως ως εγκαινίου, για την έναρξη της οικοδόμησης του νέου «ανακτόρου» (σημ. 57). Η τελετουργική εναπόθεση υλικού και στην επόμενη περίοδο (Ζάκρος V) σχετίζεται, κατά τον Λ. Πλάτωνα, με την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης, έπειτα από μια σειρά καταστροφικών πληγμάτων στη θέση λίγο πριν από την οριστική καταστροφή (σημ. 58). Αξίζει να σημειωθεί, ότι στους «Λάκκους του Αγίου Αντωνίου» σώζονται ενδείξεις που υπαινίσσονται το χρόνο και την εποχή τέλεσης των τελετουργιών αυτών, οι οποίες θα πρέπει να συνοδεύονταν και από δρώμενα που δεν αφήνουν υλικά κατάλοιπα, όπως η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, οι διάφορες ρήσεις κ.λπ. (σημ. 59). Με παρόμοιο, ίσως, τρόπο θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ο Λάκκος στον Πετρά Σητείας (σημ. 60).


Εικ. 6. Κύπελλο-ρυτό και υφαντικά βάρη από ΥΜ ΙΒ αποθέτη θεμελίωσης στο ανάκτορο της Κνωσού (Macdonald 1990, εικ. 8).

Συμπερασματικά, οι μινωικοί, και όχι μόνο, αποθέτες θεμελίωσης συνδέονται καταρχήν (αρχικά ) με τη «μαγικοθρησκευτική» διάσταση της αντίληψης του χώρου και, κυρίως, με τη διαδικασία καθιέρωσής του, η οποία τον καθιστά ιερό και νόμιμο (σημ. 61). Η τελευταία επιδιώκεται με την επανάληψη αρχετυπικών πρακτικών, στο πλαίσιο μιας μικρογραφικής Κοσμογονίας, ο υπαρξιακός και ποιοτικός χαρακτήρας της οποίας επιβάλλει τη συγκατάθεση και τη συνεχή παρουσία της Υπέρτατης Δύναμης (σημ. 62).

 
Χριστίνα Παπαδάκη
Αρχαιολόγος



* Το παρόν άρθρο προέρχεται από σχετικό κεφάλαιο της διδακτορικής μου διατριβής, που έχει ως θέμα της τους «αποθέτες» και εκπονείται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με επόπτη καθηγητή τον Λ. Πλάτωνα, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, και από τη θέση αυτή, για την πολύτιμη βοήθειά του σε όλα τα στάδια της έρευνας. Ευχαριστώ επίσης πολύ τις Γαβριλάκη Ειρήνη, Γκαλανάκη Καλλιόπη, Μαρκουλάκη Σταυρούλα και Αθανασία Κάντα για τις παρατηρήσεις τους στο κείμενο.


 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γνωστές στη βιβλιογραφία ως “structured” (Richards, Thomas 1984, Garrow 2007, Hatzaki 2009, Hamilakis 2010, σ. 195, Oras 2012, σ. 67), “selective” (Fontijn 2002, σ. 5, Tȃrica 2008, σ. 63-67) και “special” (Cunliffe 1992, Hamerow 2006) deposits (για το ζήτημα της ορολογίας βλ. Pollard 2001, σ. 316 και 2008, σ. 43 και κυρίως Oras 2012, σ. 67-68).
2. Βλ. μεταξύ άλλων, Boulotis 1982, Μπουλώτης 1985, Fontijn 2002, Herva 2005, Τζεβελεκίδη 2008, Oras 2012 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία.
3. Ζώης 1997, σ. 127, βλ. επίσης Καρκάνας 2008.
4. Ζώης 1997, σ. 127-129, Ηλιόπουλος 1988-1989.
5. 5Ζώης 1997, σ. 128, Ηλιόπουλος 1988-1989. Ο Ηλιόπουλος, επισημαίνει την τάση του μινωικού πολιτισμού για τη λατρεία της γης και τη λατρεία κοντά στη γη, η οποία, όμως, δεν αφήνει πάντοτε σαφή αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (Ηλιόπουλος 1988-1989, σ. 86-90). Ο ίδιος, παραπέμπει εύστοχα στο ταξίδι του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο (λ 24 κ.ε.), όπου ο ήρωας, προκειμένου να διεκπεραιώσει την αναίμακτη σπονδή και την αιματηρή θυσία, ανοίγει στο χώμα με το ξίφος του ένα τετράγωνο λάκκο-«βόθρο», αναγνωρίζοντας σε αυτήν την πράξη έναν locus classicus, ο οποίος ανάγεται σε πανάρχαιες πρακτικές, που πιθανότατα ακολουθούσαν, σε ειδικές περιπτώσεις, οι κάτοικοι του προϊστορικού Αιγαίου (Ηλιόπουλος 1988-1989, σ. 92, σημ. 34).
6. Στρατούλη, Μπεκιάρης 2008.
7. Hunt 2006.
8. Ellis 1968, Boulotis 1982, Hunt 2006.
9. MacGillivray, Sackett, Driessen 1999, σ. 64.
10. Herva 2005.
11. Herva 2005, για τα προβλήματα ορολογίας και ταύτισης των αποθετών θεμελίωσης βλ. κυρίως Hunt 2006, σ. 16 και σημ. 40-42, 46, 47.
12. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν σε «κλειστά» σύνολα και όχι σε εναποθέσεις που έχουν τοποθετηθεί σκόπιμα ως υπόστρωμα δαπέδου.
13. Beilke-Voigt 2002, Gebel 2002.
14. Hatzaki 2009, σ. 19.
15. Ιωαννίδης 1982. Όπως είναι γνωστό, ο αρχαιότερος, μέχρι στιγμής, αποθέτης θεμελίωσης στον ελλαδικό χώρο, αποκαλύφθηκε κατά τη στρωματογραφική διερεύνηση του οικισμού της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου στη Θεσσαλία (Gallis 1985). Πρόκειται για ένα ακέραιο πρόπλασμα σπιτιού με οκτώ ειδώλια, που είχε τοποθετηθεί κάτω από το δάπεδο, κοντά στην εστία, ενός σπιτιού της αρχής της Νεότερης Νεολιθικής. Παρόμοια ευρήματα, ως προσφορές θεμελίωσης, έχουν εντοπιστεί σε αρκετές θέσεις της Βαλκανικής, της Κεντρικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής (Gallis 1985 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία).
16. Boulotis 1982, Μπουλώτης 1985, Vianello 2011, Herva 2005.
17. Boulotis 1982, σ. 157 και σημ. 38, Μπουλώτης 1985, σ. 248.
18. Evans 1928, σ. 373-374.
19. Macdonald 1990, Herva 2005, Hatzaki 2009.
20. MacGillivray 1998, σ. 34-35, Panagiotaki 1998, 273, Herva 2005, σ. 216-217, Hatzaki 2009, σ. 28.
21. Evans 1921, σ. 463-472, Panagiotaki 1993, Herva 2005, σ. 216, Hatzaki 2009, σ. 20-21 και σημ. 5, 27, 28.
22. Carter 2004, Herva 2005, σ. 216, Hatzaki 2009, σημ. 53 και 54.
23. Hatzaki 2009, σημ. 60.
24. Gesell 1985, σ. 94, Μπουλώτης 1985, σ. 254, Rehak 1995, σ. 439 και σημ. 20-24, Herva 2005, σ. 217.
25. Levi 1976, σ. 405-408, Πλάτων 1979, Boulotis 1982, Μπουλώτης 1985, Pelon 1986, Ρεθεμιωτάκης 1999, 851 και 2001-2004, σ. 344, La Rosa 2002, Todaro 2009.
26. Για κατάλογο βλ. Boulotis 1982, σ. 158, Μπουλώτης 1985, σ. 254-257.
27. Πλάτων 1947, σ. 636.
28. Μπουλώτης 1985, σ. 255, La Rosa 2002.
29. Μπουλώτης 1985, σ. 256-257.
30. Μπουλώτης 1985, σ. 254-255 με βιβλιογραφία.
31. Betancourt 1990, σ. 46-49.
32. Soles, Davaras 1992, 437, Platon 2011, 239.
33. MacGillivray, Sackett, Driessen 1999.
34. Μαυρουδή 2004, 51-52.
35. Cadogan 1977-1978, σ. 70-74.
36. Μαρινάτος 1930, σ. 131, 138, Boulotis 1982, σ. 152.
37. Schoep 2009, σ. 49-50.
38. Karetsou 2012, σ. 89.
39. Χρυσουλάκη, Βοκοτόπουλος 2011, σ. 158-159.
40. Μπουλώτης 1985, σ. 250.
41. Για τα ανεστραμμένα αγγεία στο πλαίσιο τελετουργικών πράξεων βλ. Astrom 1987, Privitera 2006, Caloi 2011.
42. Boulotis 1982.
43. Μπουλώτης 1985, σ. 250.
44. Levi 1976, Πλάτων 1979, Boulotis 1982, Μπουλώτης 1985, Pelon 1986, La Rosa 2002, Herva 2005, Hunt 2006, Hatzaki 2009.
45. Ellis 1968, Weinstein 1973, Gallis 1985, Μπουλώτης 1985, Herva 2005.
46. Rollefson 1986, Garfinkel 1994, Gebel 2002, σ. 119.
47. Bronowksi 1984.
48. Για μια σύντομη κριτική θεώρηση του όρου βλ. Graf 2004, σ. 21.
50. Για τις λεγόμενες «εορτές κάτω από τη γη» βλ. κυρίως Girella 2007, σ. 142-148.
51. Μπουλώτης 1986, σ. 8-9, Πλάτων 2005.
52. Gordon 1999, Σκούτερη-Διδασκάλου 1999, Graf 2004, σ. 21-23 με βιβλιογραφία.
53. Να σημειωθεί, ότι οι αποθέτες θεωρούνται σημαντικοί για την επαλήθευση του «χθόνιου» χαρακτήρα της μινωικής θρησκείας, της οποίας αποτελούν λιγότερο ή περισσότερο αρχιτεκτονημένες, και γι’ αυτό δυσδιάκριτες, εκφάνσεις (βλ. σχετικά Ηλιόπουλος 1988-1989, σ. 90 και σημ. 43).
54. Μπουλώτης 1986.
55. Πρόκειται για τη λεγόμενη «οικολογική» προσέγγιση, βλ. σχετικά Herva 2005.
56. Γνωστά στη βιβλιογραφία ως “commemorative deposits”, βλ. σχετικά Russell, Martin, Twiss 2009, Driessen 2010, Harris, Hamilakis 2011.
57. Platon 2010.
58. Platon 2010.
59. Platon 2010, Πλάτων 2005.
60. Haggis 2007.
61. Ιωαννίδης 1982.
62. Ιωαννίδης 1982.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Åström 1987: Åström P., “Intentional destruction of grave goods”, στο Laffineur R. (επιμ.), Thanatos. Les coutûmes funéraires en Égée à l’âge du Bronze. Aegaeum 1, Liège 1987, σ. 213-217.
Beilke-Voigt 2005: Beilke-Voigt I., The “sacrifice” in the archaeological record. Studies on the so-called foundation deposits, ritual deposition and burials on prehistoric and early historic settlements in northern Germany and Denmark, Berliner Archäologische Forschungen 4.
Betancourt 1990: Betancourt P.P., Kommos II. The Final Neolithic through MM III Pottery, Princeton.
Boulotis 1982: Boulotis C., “Ein Grundungsdepositums im Minoischen Palast von Kato Zakros. Minoisch - Mykenische Bauopfer”, Archäologisches Korrespondenzblatt 12, σ. 153-166.
Bronowski 1984: Bronowski, J., «Μαγεία, Επιστήμη και Πολιτισμός» (μετάφραση: Ζ. Δρακοπούλου), Εποπτεία 90, σ. 435-468.
Cadogan 1977-1978: Cadogan G., «Pyrgos, Crete, 1970-1977», Archaeological Reports 24, σ. 70-84.
Caloi 2011: Caloi I., «Minoan inverted vases in funerary contexts: offerings to dead or to ancestors?», ASAtene LXXXIX, serie III, 11, Tomo 1, SAIA 2013, σ. 135-146.
Carter 2004: Carter T., «Transformative processes in liminal spaces: craft as ritual action in the Throne Room area», στο Cadogan G., Hatzaki E., Vasilakis A. (επιμ.), Knossos: Palace, City, State, BSA, suppl. 12, London, σ. 273-282.
Cunliffe 1992: Cunliffe B., «Pits, preconceptions and propitiation in the British Iron Age», Oxford Journal of Archaeology 11/1, σ. 69-83.
Driessen 2010: Driessen J., «Spirit of Place. Minoan Houses as Major Actors», στο Pullen D.J. (επιμ.), Political Economies of the Aegean Bronze Age, Oxford, σ. 35-65.
Ηλιόπουλος 1988-1989: Ηλιόπουλος Θ., «Σπήλαια, δεξαμενές και αποθέτες», Κρητικά Χρονικά ΚΗ΄-ΚΘ΄, σ. 86-93.
Ellis 1968: Ellis R.W., Foundation Deposits in Ancient Mesopotamia, Yale University Press, New Haven and London.
Evans 1921: Evans A.J., The palace of Minos at Knossos, I, Macmillan, London.
Evans 1928: Evans A.J., The palace of Minos at Knossos, II, parts I & 2, Macmillan, London.
Ζώης 1997: Ζώης Α.Α., Κρήτη: Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, τ. 1, Απόδεξις, Αθήνα.
Fontijn 2002: Fontijn D.R., Sacrificial Landscapes: Cultural Biographies of Persons, Objects and Natural Places in the Bronze Age of the Southern Netherlands, c.2300-600 BC. 2001, Faculty of Archaeology, University of Leiden, Leiden.
Gallis 1985: Gallis J.K., «A late Neolithic foundation offering from Thessaly», Antiquity 59/225, σ. 20-29.
Garfinkel 1994: Garfinkel Y., «Ritual Burial of Cultic Objects: The Earliest Evidence», Cambridge Archaeological Journal 4/2 (October 1994), σ. 159-188.
Garrow 2007: Garrow D., «Placing pits: landscape occupation and depositional practice during the Neolithic in East Anglia», Proceedings of Prehistoric Society 73, σ. 1-24.
Gebell 2002: Gebell H.G.K., «Walls. Loci of forces», στο Gebell H.G.K., Hermansen D., Hoffmann J. (επιμ.), Magic Practices and Ritual in the Near Eastern Neolithic: Studies in the Near Eastern Production, Subsistence, and Environment 8, σ. 119-132.
Gesell 1985: Gesell G., Town, Palace and House Cult in Minoan Crete, Göteborg.
Girella 2007: Girella L., «Forms of commensal politics in Neopalatial Crete», Creta Antica 8, σ. 135-167.
Gordon 1999: Gordon R., «Μιλώντας για τη Μαγεία», Αρχαιολογία και Τέχνες 73 (Δεκέμβριος 1999), σ. 8-17.
Graf 2004: Graf F., Η Μαγεία στην ελληνορρωμαϊκή αρχαιότητα, Χανιώτης Α. (επιμ.), Μυλωνόπουλος Γ. (μτφρ.), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Haggis 2007: Haggis D.C., «Stylistic Diversity and Diacritical Feasting at Protopalatial Petras: A Preliminary Analysis of the Lakkos Deposit», AJA 111 (2007), σ. 715-775.
Hamerow 2006: Hamerow H., «“Special deposits” in Anglo-Saxon settlements», Medieval Archaeology 50, σ. 1-30.
Hamilakis 2010: Hamilakis Y., «Recollecting the fragments: archeology as mnemonic practice», in Lillios K., Tsamis V. (επιμ.), Material Mnemonics: Everyday Memory in Prehistoric Europe, Oxbow, Oxford, σ. 188-199.
Harris, Hamilakis 2011: Hamilakis Y., Harris K., «The social zooarchaeology of feasting. The evidence from the “ritual” deposit at Nopigeia – Drapanias», στο Καψωμένος Ε., Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη Μ., Ανδριανάκης Μ. (επιμ.), Πεπραγμένα 10ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Α., σ. 199-218.
Hatzaki 2009: Hatzaki E., «Structured deposition as ritual action at Knossos», στο D’ Agata A.L., Moortel van de A. (επιμ.), Archaeologies of Cult. Essays on Ritual and Cult in Crete in Honor of Geraldine C. Gesell, Hesperia Supplement 42, American School of Classical Studies at Athens, σ. 19-30.
Herva 2005: Herva V.P., «The Life of Buildings: Minoan Building Deposits in an Ecological Perspective», Oxford Journal of Archaeology 24, σ. 215-27.
Hunt 2006: Hunt G.R., «Foundation Rituals and the Culture of Building in Ancient Greece», αδημ. διδ. διατρ., University of North Carolina at Chapel Hill.
Ιωαννίδης 1982: Ιωαννίδης Α., «Θεμελίωση του σπιτιού και οι διαφορές στην αντίληψη του χώρου», Αρχαιολογία 2 (Φεβρουάριος 1982), σ. 8-9.
Καρκάνας 2008: Καρκάνας Π., «Εισαγωγικές έννοιες της Γεωαρχαιολογίας», Ανάσκαμμα 1 (2008), σ. 125-140.
Karetsou 2012: Karetsou A. with a contribution by R.D.G. Evely, «Two Stone Kernoi from the Juktas Peak Sanctuary», στο Mantzourani E., Betancourt P.P., Philistor: Studies in Honor of Costis Davaras, Prehistory Monographs 36, INSTAP Academic Press, σ. 81-96.
La Rosa 2002: La Rosa V., «Liturgie domestiche e/o depositi di fondazione? Vecchi e nuovi dati da Festòs e Haghia Triada”, Creta Antica 3, σ. 13-49.
Levi 1976: Levi D., Festòs e la civiltà minoica, τόμ. II, τεύχ. 2, Roma.
Macdonald 1990: Macdonald C., «Destruction and construction in the palace at Knossos: LM IA-B», στο Hardy D.A., Renfrew A.C. (επιμ.), Thera and the Aegean World, τόμ. III, London.
MacGillivray 1998: MacGillivray J.A., Knossos: Pottery groups of the Old Palace Period, BSA Studies 5, London.
MacGillivray, Sackett, Driessen 1999: MacGillivray S., Sackett H., Driessen J., «“Aspro Pato”, A Lasting Liquid Toast from the Master-Builders of Palaikastro to their Patron», στο Betancourt κ.ά. (επιμ.), Meletemata: Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm. H. Wiener as He Enters his 65th Year, τόμ. 2, σ. 465-467, Université de Liège and University of Texas at Austin, Liège and Austin.
Μαρινάτος 1930-1931: Μαρινάτος Σπ., «Δύο πρώιμοι μινωικοί τάφοι εκ Βορού Μεσαράς», ΑΔ 1930-1931, σ. 137-170.
Μαυρουδή 2004: Μαυρουδή Ν., «Προσεγγίσεις της οικιακής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη κατά τη Νεοανακτορική περίοδο: το παράδειγμα του Σπιτιού ΙΙ στον Πετρά Σητείας», μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο).
Μπουλώτης 1985: Μπουλώτης Χ., «Μινωικοί αποθέτες θεμελίωσης», Πεπραγμένα Ε΄ Κρητολογικού Συνεδρίου, (Άγιος Νικόλαος 1981), τ. Α΄, σ. 248-257, Ηράκλειο.
Μπουλώτης 1986: Μπουλώτης Χρ., «Στοιχεία μαγείας στη μινωική Κρήτη», Αρχαιολογία 20 (Αύγουστος 1986), σ. 8-15.
Oras 2012: Oras E., «Importance of terms: what is a wealth deposit?», Papers from the Institute of Archaeology 22, σ. 61-82, University College London.
Panagiotaki 1993: Panagiotaki M., «The Temple Repositories at Knossos: New Information from the Unpublished Notes of Sir Arthur Evans», BSA 88 (1993), σ. 49-91.
Panagiotaki 1998: Panagiotaki M., «The Vat Room Deposit at Knossos: The Unpublished Notes of Sir Arthur Evans», BSA 93 (1998), σ. 167-184.
Pelon 1986: Pelon O., «Un dépot de fondation au palais de Malia», BCH 110, σ. 3-19.
Πλάτων 1947: Πλάτων Ν., «Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά τα έτη 1941-1947», Κρητικά Χρονικά 1 (1947), σ. 631-640.
Πλάτων 1979: Πλάτων Ν., «Ανασκαφή Ζάκρου», ΠΑΕ 1979, σ. 282-322.
Πλάτων 2005: Πλάτων Λ., «Αινιγματικό χάραγμα από τις ανασκαφές της 4ης Ε.Β.Α. στο εμπορικό λιμάνι της Ρόδου», Δωδεκανησιακά Χρονικά ΙΘ΄, Ρόδος 2005, σ. 370-390.
Platon 2010: Platon L., «On the dating and character of the “Zakros pit deposit”», στο Krzyszkowska O. (επιμ.), Cretan Offerings: Studies in Honour of Peter Warren (London 2010), Bryn Mawr Classical Review, σ. 243-257.
Platon 2011: Platon L., «Zakros: One or Two Destructions around the end of the LM IB Period», στο T.M. Brogan και E. Hallager (επιμ.), LM IB Pottery: Relative Chronology and Regional Differences [Monographs of the Danish Institute at Athens 11] (Athens 2011), σ. 595-612.
Pollard 2001: Pollard J., «The aesthetics of depositional practice», World Archeology 33/2, σ. 315-333.
Pollard 2008: Pollard J., «Deposition and Material Agency in the Early Neolithic of Southern Britain», στο Mills B.J., Walker W.H. (επιμ.), Memory Work: Archaeologies of Material Practices. School for Advanced Research advanced seminar series, School for Advanced Research Press, Santa Fe, σ. 41-59.
Privitera 2006: Privitera S., «Pregare insieme, libare da soli: I vasi capovolti tra ritual individuele e comunitario nella Creta Minoica», ASAtene 82/2 (2004), σ. 21-33.
Ρεθεμιωτάκης 1999: Ρεθεμιωτάκης Γ., «Γαλατάς», ΑΔ 1999, σ. 851.
Ρεθεμιωτάκης 2001-2004: Ρεθεμιωτάκης Γ. «Γαλατάς», ΑΔ 2001-2004, σ. 338-340, 342-346.
Rehak 1994: Rehak P., «The use and destruction of Minoan stone bull’s head rhyta», στο Laffineur R., Niemeier W.D. (επιμ.), POLITEIA: Society and State in the Aegean Bronze Age, Université de Liège and University of Texas at Austin, Liège and Austin, σ. 435-460.
Richards, Thomas 1984: Richards C., Thomas J., «Ritual activity and structured deposition in later Neolithic Wessex», στο Bradley R., Gardiner, J. (επιμ.), Neolithic Studies: A Review of Some Current Research, BAR British series, 133, Oxford, σ. 189-218.
Rollefson 1983: Rollefson G.O., «Neolithic Ain Ghazal (Jordan): ritual and ceremony, II», Paléorient 9/2, σ. 29-38.
Russell, Martin, Twiss 2009: Russell N., Martin L., Twiss K.C., «Building memories: commemorative deposits at Çatalhöyük», Anthropozoologica 44/1, σ. 103-128.
Schoep 2009: Schoep I., «The excavation of the cemetery (zone 1)», στο Driessen J. κ.ά. (επιμ.), Excavations at Sissi. Preliminary Report on the 2007-2008 Campaigns, AEGIS. RAPPORTS DE FOUILLES 1, Louvain-la-Neuve, σ. 45-56.
Σκούτερη-Διδασκάλου 1999: Σκούτερη-Διδασκάλου Ε., «Η μαγεία ως σημείο αναφοράς στην ανθρωπολογική θεωρία», Αρχαιολογία και Τέχνες 73 (Δεκέμβριος 1999), σ. 18-25.
Soles, Davaras 1992: Soles J., Davaras C., «Excavations at Mochlos, 1989», Hesperia 61, σ. 413-445.
Στρατούλη, Μπεκιάρης 2008: Στρατούλη Γ., Μπεκιάρης Τ., «Η αρχαιολογία των λάκκων: πρακτικές και χώροι (εν-)απόθεσης στη νεολιθική της Βόρειας Ελλάδας», Περιλήψεις 2ου Συνεδρίου Προϊστορικής Αρχαιολογίας, 4-7 Δεκεμβρίου 2008, Βόλος.
Târica 2008: Târica Α., «The concept of selective deposition», Peuce S.N. VI, 2008, σ. 63-132, http://www.revistapeuce.icemtl.ro/peuce2008/05-Tarlea.pdf
Τζεβελεκίδη 2008: Τζεβελεκίδη Β., «Θάβοντας το δείπνο: η συμβολή της ζωοαρχαιολογικής έρευνας στην αναγνώριση δομημένων εναποθέσεων (structured deposition) στη Νεολιθική Εποχή: η περίπτωση της Τούμπας Κρεμαστής – Κοιλάδας», στο Περιλήψεις 2ου Συνεδρίου Προϊστορικής Αρχαιολογίας, 4-7 Δεκεμβρίου 2008.
Todaro 2009: Todaro S., «The latest Prepalatial period and the foundation of the first palace at Phaistos: a stratigraphic and chronological re-assessment», Creta Antica 10/1, σ. 105-145.
Vianello 2011: Vianello A., «Minoan foundation deposits of Palatial period», στο Περιλήψεις 11ου Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2011, σ. 228.
Χρυσουλάκη, Βοκοτόπουλος 2011: Χρυσουλάκη Στ., Βοκοτόπουλος Λ., «Ένα εγγειοβελτιωτικό έργο της Νεοανακτορικής εποχής στην ενδοχώρα της Ζάκρου», στο Περιλήψεις 11ου Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2011, σ. 158-159.


Πηγή://www.archaiologia.gr/



ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ